Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

ΠΕΙΡΑΙΑΣ 2014

                                                ΠΕΙΡΑΙΑΣ 2014

          Εορτή της 28ης Οκτωβρίου σήμερα, και ο υπερήφανος λαός, τα δοξασμένα ελληνικά σύγχρονα φουσάτα θα υπάγουν στας παρελάσεις, θα βγουν στας λασπωμένας πλατείας, βλέπεις η καταρρακτώδης βροχή γαρ, στους πλημμυρισμένους δρόμους, αυτούς που τα κανάλια ήταν εκεί πριν την βροχή για να αναμεταδώσουν το κακό και την συμφορά που θα υποστεί για άλλη μία φορά εδώ και πενήντα χρόνια ο φτωχός αλλά αλάστωρ λαός, με τέμπο και ωραίες ιλουστρασιόν διαφημίσεις ενημερωμένα από τον Τάσο Αρνιακό, τον Θοδωρή Κολλιδά, άντε και την Χριστίνα Σούζη. Και επειδή γνωρίζω τι ζηλόφθονες υπάρξεις είσαστε, άφησα απέξω, το "κυπαρισσάκι το ψηλό" αυτόν τον Κρητήκαρο της ΝΕΤ τον γλυκούλη Γιάννη Καλλιάνο. Εντέλει οι διαφημίσεις είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσες στην τηλεόραση από τους δημοσιογράφους. Και έμπλεοι χαράς και εθνικής υπερηφάνειας οι σημερινοί απόγονοι των τότε ένδοξων προγόνων θα ανεμίζουν την περίλαμπρη σημαία, την γαλανόλευκη και τιμημένη. Αέρα-Αέρα. Φυσάτε μωρέ αδέλφια να ανοίξουν οι βουλωμένοι υπόνομοι. Φυσάτε να στεγνώσουν τα κιλίμια, οι κουρελούδες και τα χαλιά μπουχάρα της Ραράκη. Τρεχάτε αύριον λείαν πρωίαν, πουρνό-πουρνό βρε πλούσια βλαχαδερά-αδέρφια μου συνέλληνες-να εξαργυρώσετε την επιταγή, αλλά προσοχή, μην αγοράσετε καινούργιο μαύρο τζιπάκι, αυτό με τα σκούρα τζάμια, θα σας το πιάσουν τεκμήριο και άντε μετά να ξεμπλέξεις με τις γνώμες τόσων εφοριακών στα κανάλια. Οι νέοι αστέρες της τηλεόρασης γνωρίζουν πριν από εμάς για σας. Αυτήν την σημαία αγαπητά μου ανώριμα και φαταούλικα παιδιά-που είσαι θειά Λένα-που έχετε κρυμμένη για παν ενδεχόμενο, σε αυτήν την χώρα δεν ξέρεις ποτέ το τι σου ξημερώνει την σήμερον, όχι την αύριον ημέρα. Σε αυτήν την κουρελοπαντιέρα χώρα το σήμερα είναι μέλλον, το αύριο μεταφυσική. Και να οι μεγάλοι βαμμένοι ιστοί, εκτός αν είναι πλαστικοί των δεκαπέντε ευρώ, να τα εμβατήρια με την Σοφία Βέμπο: «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά που για μας πολεμάτε πάνω στα βουνά…». Αχ! βρε Αντωνάκη, πάλι κόλλησε η βελόνα στον δίσκο, δεν φταίω εγώ μάνα, μητέρα, μαμά πατρίς, ο Βαγγελάκης φταίει που έτρωγε την μαρμελάδα στα γρήγορα και μουλωχτά γιατί είδε στον ύπνο του τον μικρό Αλέξη-όχι τον Κωστάλα αλλά το άλλον. τον λάτρη του Παλμίρο Τολιάτι-να ετοιμάζεται να βουτήξει μέσα στο βάζο με το ροδάκινο και φοβήθηκε ότι θα αδυνατίσει και θα χάσει την φόρμα του. Και να οι κορδωμένοι επίσημοι μπροστά-μπροστά στις εξέδρες με τα κιγκλιδώματα, μακριά από αυγά, ντομάτες και άλλα εσπεριδοειδή που έχουν μέσα στα κομματικά καλάθια τους, αυτά που φέρουν μαζί τους οι παρακολουθούντες τα τελευταία χρόνια τις παρελάσεις, να οι υπερήφανοι πολιτικοί με τα καθαρισμένα με εκλογική αλισίβα ρούχα τους που τιμούν με την παρουσία τους τους ένδοξους προγόνους μας και τα τουρτουρίζοντα άλκιμα νιάτα μας,  κρυμμένοι πίσω από τα καφασωτά της πολιτικής μην τυχόν και καμία ανοιχτή παλάμη με πέντε ή και έξι δάχτυλα τους βρει-για να θυμηθούμε και τον ηρωικό εξαδάχτυλο Βασιλιά μας, μην δακρύζετε ωρέ αδέλφια πάλι με χρόνους με καιρούς πάλι δικά μας θάναι. Πια καλέ, που έλεγε η γιαγιά μου η Σμυρνιά, τα μαχαιροπήρουνα ή τα σεμεδάκια που μας έκλεψε αυτή η σκρόφα η γεροντοκόρη η γειτόνισσα που κακό χρόνο νάχει, να μην της κάτσει το Τζόκερ στον αιώνα τον άπαντα, να μην ξεχρεώσει τα δανεικά από την τράπεζα που δανείστηκε για να προικίσει την άλλη την παστρικιά την ανιψιά της που δεν έχει αφήσει πόμολο για πόμολο στην γειτονιά σε εκατόν πενήντα χρόνια, που να της φύγει ο αιθέρας από όλες τις κατσαρόλες, αυτές που μου έμαθε να μαγειρεύει τα μεξικάνικα και τα μπριάμ με γιαούρτι και ανανά, να της σπάσουν όλες οι κόκκινες γόβες στιλέτο, που είναι πιο πολλές από αυτές που έχει στις ταινίες του ο Πέτρο Αλμοδοβάρ, να της σκιστούν όλα τα ροζ πουφ που κάθεται ο άλλος της ανιψιός που θέλει και Σύμφωνο Συμβίωσης για να κρύψει τις πομπές του τρομάρα του, που δεν βλέπει τα χάλια του, που είναι σαν σπασμένη στάμνα του καιρού της Ωραίας Ελένης, άντε να μην ανοίξω το στόμα μου, ο Θεός να με συγχωρέσει και κοινώνησα τις προάλλες. Να και από κοντά οι άλλοι φορείς της πόλης περιχαρείς, με ένα χαμόγελο σαν το σμάιλ είναι η κάντιτ κάμερα, αυτοί που λένε συνέχεια δεν έχω δεν βγαίνω, δεν δύναμαι για να σου φάνε μισθό, άδεια, ένσημα, οι μέχρι προσφάτως κρατικοδίαιτοι, αυτοί καλέ, που οι κόκκινες συνιστώσες της βαριεστημένης επανάστασης θα προικοδοτήσουν με νέο ρευστό, καθώς θα προτάξουν τα στιβαρά, ρωμαλέα και ερωτικά ελληνικά στήθη τους μπροστά στην κακιά μάγισσα Μέρκελ, αυτήν που διαβάζει Νιμπελούγκεν ακούει Βάγκνερ και λατρεύει τον Λουδοβίκο τον Β΄ της Βαυαρίας. Αυτόν καλέ, τον αριστοκράτη τζιναβωτό. Να και οι δημοτικοί μας άρχοντες, οι νέοι εκλεγμένοι δημοτικοί σύμβουλοι οι φωστήρες της πόλης που όλα θα τα αλλάξουν, όλα θα τα λύσουν, όλα, όλα, όλα. Λόλα να ένα μήλο. Και από κοντά οι ιερείς μας με τα σιδερωμένα τα ατσαλάκωτα, τα σικέ ράσα τους από την πολύ δουλειά και τον τεράστιο μόχθο της θρησκευτικής διαπαιδαγώγησης του λαού. Και σιμά, οι ελάχιστοι κουλτουριάρηδες θα ξεφυλλίσουν το «Αξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη,-προσοχή δεν είναι δρόμος της Αθήνας όπως άκουσα πρόσφατα κάποιον νεαρό με ζήλο να ρωτάει-και θα ακούσουν για άλλη μια φορά το «Ένα το χελιδόνι και η Άνοιξη ακριβή, για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά…» από τον Θεοδωράκη, αυτόν που δεν έχει αφήσει πολιτικό σχηματισμό και να μην έχει γίνει βουλευτής του. Άραγε τι ψηφίζει πίσω από το παραβάν; Και οι αγαπησιάρηδες οι τζουτζούκοι υπερπροστατευτικοί των τέκνων τους γονείς, μπροστά-μπροστά, κρατώντας τις σημαιούλες που τις έχουν μέσα σε χάρτινες σακούλες του Ζάρα και το φραπέ στο άλλο χέρι να άδουν:
«Πάντα και όπου σε αντικρίζω με λαχτάρα σταματώ, και περήφανα δακρύζω ταπεινά σε χαιρετώ. Δόξα αθάνατη στολίζει κάθε θεία σου πτυχή και περήφανα δακρύζει των ελλήνων η ψυχή…».
Ενώ οι άλλοι, οι εκσυγχρονιστές, με τα νέας τεχνολογίας κινητά τους, αυτά που στα μουλωχτά βλέπουν ακόμα και τσόντες-κρυφά από την τιμία και δουλευταρού γυναικούλα τους-ψάχνουν να βρουν το άλλο ποιηματάκι για την σημαία να το διαβάσουν στα πιτσιρίκια τους, λοξοκοιτώντας τις μαθητριούλες με το ακανόνιστο βήμα και την μέντα μαστίχα στο στόμα.      
Αυτό, που μας έλεγαν οι ανεκδιήγητοι αυτοί δάσκαλοι και δασκάλες στο δημοτικό τα χρόνια της δικτατορίας.
«Της πατρίδος μου η σημαία έχει χρώμα γαλανό, και στην μέση χαραγμένο έναν κάτασπρο σταυρό, κυματίζει με καμάρι δεν φοβάται τον εχθρό, σαν την θάλασσα είναι γαλάζια και λευκή σαν τον αφρό».
Εύγε, Εύγε, ζήτω, μπράβο, και να τα χειροκροτήματα, να τα συγχαρητήρια, να οι χειραψίες και τα φιλήματα στο μάγουλο και η απαραίτητη σφαλιάρα στην ξουρισμένη κεφαλή ημών, για να μην πιάσουμε ψείρες όπως έλεγαν, εμείς τα μειράκια του έθνους με τις μπλε ποδίτσες και τα άσπρα γιακαδάκια. Εμείς οι εκκολαπτόμενοι ψηφοφόροι ραγιάδες που βάλαμε στοίχημα όχι να ολοκληρώσουμε το τάμα του Έθνους, όπως πρέσβευε η εθνοσωτήριος και ο ηγέτης της, αλλά να πτωχεύσουμε την σήμερον ημέραν την χώραν ταύτην και το κατορθώσαμε, και είμαστε περήφανοι για αυτό, σπάσαμε το γύψο του ασθενούς έλληνα και με τα υλικά του φτιάξαμε το νέο πρόσωπο της πτωχευμένης χώρας μας.  Όχι, τσαρούχια δεν μας υποχρέωναν να φοράμε, μόνο κάτι μικρές κονκάρδες με το πουλί, το πουλάκι με το μικρό στρατιωτάκι στην μέση της φωτιάς. Γιαυτό μας έμεινε από τότε ο φετιχισμός της στρατιωτικής στολής. Γιαυτό και ο εκ Θεσσαλονίκης ποιητής ο Ντίνος Χριστιανόπουλος γράφει: «Με τι συστολή φοράς την στολή/ και όταν την πετάς, πετάς». Αλλά και ο δικός μας ο δάσκαλος και ζωγράφος ο Πειραιώτης Γιάννης Τσαρούχης με τι μαγεία απεικονίζει την στρατιωτική βαρβατίλα στις εικόνες του. Αχ! παλαιοί Πειραιώτες, πόσες βραδιές δεν ξενυχτίσαμε έξω από την Σχολή Δοκίμων του Πειραιά. Εκεί να δεις παρελάσεις και επάρσεις του ιστού της αντρικής σημαίας. Εκεί να δεις πως τραγουδούσαμε το «τράβα μπρος…» της Αλίκης Βουγιουκλάκης. Εκεί να δεις πως ψέλναμε ομού, όλα τα έσωθεν και έξωθεν της πύλης ναυτάκια του έρωτα το «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά..». Αλλά αγαπητοί μου πλημμυροπαθείς Πειραιείς, άλλα ήθη άλλα έθιμα, άλλοι καιροί φευ.
          Διαταύτα εντελλόμεθα προς ημάς να μην υπάγομεν εις την παρέλαση.
Διότι η πλημμύρα της σήμερον του Οκτωβρίου του 2014, όχι αυτή που έγραψε και τραγούδησε κάποτε ο ρεμπέτης Μάρκος Βαμβακάρης, «Καμίνια βρε και Αγία Σωτήρα, βρε τάπνιξε όλα η πλημμύρα...», μας στέρησε το φως για μία ημέρα, μας στέρησε το Ίντερνετ άχρι της σήμερον το πρωί, και, ακόμα, δεν έχουμε τηλέφωνο.
Το παλαιό σπίτι της οικίας μου συνέλληνες Πειραιώτες, αυτό που πληρώσαμε το ΕΝΦΙΑ πρώτοι-πρώτοι, σαν τίμιοι και καλοί «χριστιανοί πατριώτες» τιμώντας τας παλαιάς διδαχάς των παλιών δασκάλων, ορμόμενοι από εθνικά πατριωτικά συναισθήματα, αγαπώντας μαζοχιστικά τας σαπισμένας του έθνους ρίζας μας, «Η Πόλις θα σε ακολουθεί, στες γειτονιές τες ίδιες θα γυρνάς…» Άτιμε, πονηρέ, σαρκαστικέ γέρο της Αλεξάνδρειας, Κωνσταντίνε Καβάφη πως μας καταδίκασες εσαεί μέσα στην ποίησή σου. Αυτό το σαράβαλο πλημμύρισε, και ολημερίς έβγαζα νερά από μέσα. Η σκούπα ήταν ο ιστός που κρέμασα την εθνική μου υπερηφάνεια, γιαυτό, δεν θα πάω στην παρέλαση, γιαυτό δεν θα σηκώσω την γαλανόλευκη, γιαυτό δεν θα ζητήσω τίποτε για βοήθεια, παρά μόνο μια καινούργια σκούπα για την επόμενη πλημμύρα.
Γιατί γνωρίζω, αν και δεν μπάζωσα ποτέ ρέμα, ότι τα σπίτια στις οδούς που είδαμε στην τηλεόραση κοντά στους Αγίους Αναργύρους, είναι κτισμένα πάνω σε ρέματα.
Γιατί έχω δει και ζήσει τέσσερεις πλημμύρες να καταστρέφουν σπίτια και μαγαζιά, εκεί που είναι το Σούπερ Μάρκετ Γαλαξίας, στην οδό Βαλαωρίτου.
Γιατί κάποτε ,σαν παιδιά των πρώτων τάξεων του Γυμνασίου, μας παρέσυρε το άλλο ρέμα που υπήρχε τότε στον επάνω δρόμο.
Γιατί η οδός Τζαβέλα και νομίζω και η συνέχειά της η Μπελογιάννη ήσαν κάποτε ρέματα.
Γιατί κάποτε ο δήμος της Νίκαιας και ο δήμος του Πειραιά τσακώνονταν για το ποιος θα ανάψει τα φανάρια στην διασταύρωση μια και εκεί είναι τα σύνορα των δήμων.
Γιατί ακόμα και σήμερα οι συνέλληνες παρότι έχουν αμάξια και βγαίνουν το πρωί για την δουλειά τους, πετάνε τα σκουπίδια τους στην πόρτα του αλλουνού και όχι στους διάφορους κάδους, και μάλιστα είναι υπερήφανοι γιαυτό και επιβραβεύονται από τους άλλους γείτονες.
Γιατί οι συνέλληνες έχουν τόσα αμάξια σε κάθε οικογένεια όσα είναι τα μέλη της, και επειδή δεν υπάρχουν ούτε γκαράζ, ούτε πυλωτές στις πολυκατοικίες προτιμούν να πετάξουν τους κάδους των απορριμμάτων κάτω, να τους καταστρέψουν μόνο και μόνο για να παρκάρουν ή να πλύνουν τις κουρσάρες τους που διαφημίζουν στους διπλανούς τους.
Γιατί, ακόμα και τα φρεάτια να είναι καθαρά, δεν μπορεί τόσος όγκος νερού να προλάβουν να τον δεχτούν οι αποχετεύσεις.
Γιατί συνέλληνες βαυκαλιζόμαστε για την κοινωνική τσαπατσουλιά μας, για την άναρχη δόμηση του χώρου μας, γιατί δεν μας νοιάζει που θα χτίσουμε το σπίτι μας, αλλά να το χτίσουμε, γιατί δεν μας νοιάζει αν καταπατήσουμε δημόσια περιουσία, ή την περιουσία του διπλανού μας αρκεί να την καταπατήσουμε για το γαμώτο του εγωισμού μας ρε γαμώτο.
Είμαστε κοινώς κάφροι συνέλληνες, γιαυτό και εικόνα μας είναι και οι πολιτικοί μας. Και αυτοί αδιαφορούν και εμείς παρανομούμε για ίδιον όφελος. Γνωριζόμαστε καλά πριν τις ανασκαφές στον τάφο της Αμφίπολης. Ένας λαός που καλόμαθε στην ρεμούλα, το καθισιό, το φαγοπότι και την αδιαφορία για τα κοινά. Γιατί συμμετοχή δεν είναι μόνο η ψήφος και οι παρελάσεις, οι κουτοπονηριές και οι κάθε μορφής εθνικές εξάρσεις, ο φανατισμός και η κομματική στράτευση, αλλά η συνείδηση, και αυτή, χάθηκε συνέλληνες φεσομένα αφορεσμένα πατριωτάκια. 
          Όμως η πλημμύρα είχε και ένα καλό, δεν σφουγγάρισα, το γλίτωσα και πονούσε και η μέση μου. Χωρίς τηλέφωνο λοιπόν ακόμα, χωρίς ίντερνετ για δυό μέρες, και χωρίς φως για μία, τι κάνεις; Διαβάζεις με λάμπα.
Και όταν ήρθε το φως, δεύτε λάβετε εθνικά μπουμπούκια ημιάγριας εθνικής φυλής, όχι δεν παρακολουθήσαμε τον εθνικό μας διασκεδαστή σε ιδιωτικό κανάλι να μας περιπαίζει σε μια κακής ποιότητας σάτιρα, και από κάτω να τον χειροκροτούν όλοι αυτοί και αυτές που τους θεωρεί λιμασμένους σεξουαλικά και ανίκανους ερωτικά ανθρωπάκια,-πια η διαφορά από τα "Παρατράγουδα", τουλάχιστον η κυρία Ανίτα μας είναι πιο αληθινή, πιο αυθεντική και με μεγαλύτερο τσαγανό-στην περίλαμπρη αίθουσα του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, αλλά παρακολουθήσαμε στο κανάλι της Βουλής την ρωσική ταινία «Έγκλημα και Τιμωρία» του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκυ, όπως δυό εβδομάδες πριν τις θεσπέσιες ταινίες-παραμύθια του Σεργκέι Παρατζάνωφ, αυτού του σαλού και μάγου της κινηματογραφικής κάμερας, αυτού που το τότε σοβιετικό καθεστώς τον φυλάκισε και τον κράτησε δεκατρία χρόνια στα κάτεργα σαν αντεθνικά σκεπτόμενο. Και τιμήσαμε την εθνική επέτειο ξανά παρακολουθώντας την θεατρική εκδοχή της ταινίας του Αλέκου Σακελάριου και του Χρήστου Γιαννακόπουλου, «Οι Γερμανοί Ξανάρχονται», αλλά και το εθνικό μας πολιτικό δίδαγμα, το «ένας ήρωας με παντούφλες», με τον Βασίλη Λογοθετίδη, την Νίτσα Τσαγανέα, την Λυβικού, τον Διανέλλο και άλλες αξέχαστες υπάρξεις του παλαιού καλού και διδακτικού κινηματογράφου.
          Όχι συνέλληνες ούτε το κράτος, ούτε η περιφέρεια, ούτε ο δήμος φταίει, μπορεί να φταίει η φτώχεια μας κυρίως, όμως κύριοι υπαίτιοι είμαστε εμείς, με την αδιαφορία μας, με την έλλειψη ενδιαφέροντος για τον δημόσιο χώρο που κατοικούμε, με τον ωχαδερφισμό μας, με τον εθνικό κυνισμό μας, με την υπερήφανη αγραμματοσύνη μας, με την βαριεστημένη πια εθνική ψωροπερηφάνια μας, γιατί είμαστε πολύ παρτάκηδες. Και καμία κόκκινη ή εμπριμέ συνιστώσα φοβάμαι ότι δεν μπορεί να μας βοηθήσει πλέον, απλά θα μας νανουρίσει πολιτικά λίγο ακόμα και άντε, να δώσει καμιά σύνταξη σε αντιστασιακούς μη μνημονιακούς ανεξάρτητους μονομάχους, ή στους κολυμβητές του ποταμιού και τους κόκκινους συντεταγμένους ποδοσφαιρόφιλους για πάλης ξεκίνημα νέοι αγώνες, συντρόφους της σοβιετικής συμφοράς. Για ρωτήστε, όλους αυτούς τους σύγχρονους πατριώτες που θα παρελάσουν, πόσοι από αυτούς έχουν διαβάσει περί Μεγάλου Αλεξάνδρου, όμως, θέλουν ο τάφος του να είναι στην Αμφίπολη. Πόσοι διάβασαν αυτές τις εξαιρετικές ιστορικές μονογραφίες που προσφέρει η εφημερίδα «Η Καθημερινή», "Περικλής", "Μέγας Αλέξανδρος", "Αριστοτέλης". Πόσοι τα Λαϊκά μας Παραμύθια που προσφέρει η εφημερίδα «Το Βήμα». Πόσοι ξεφύλλισαν το έργο για τον Μέγα Αλέξανδρο του ιστορικού Σαράντου Καργάκου που πρόσφερε πρόσφατα η εφημερίδα Real News. Δεν χρειάζεται να επισκεφτούν και να ξοδέψουν στα βιβλιοπωλεία το υστέρημά τους, μπορούν με μία εφημερίδα, όποια θέλουν, να μορφωθούν αν θέλουν, αλλά δεν θέλουν. Θέλουν κουτσομπολιό,χαχανητά, και να μην σκέπτονται, να τους αφορά μόνο, το τι φόρεσε η τάδε νύφη και αν το νυφικό με το ξώπλατο και την δαντέλα κεντημένη με βελονάκι το φόρεσε η νύφη ή ο γαμπρός. 
Αγαπητοί μου, τέτοιον κόσμο επιβραβεύεται σε τέτοιον κόσμο θα ζήσετε.
  Τα υπόλοιπα πατριωτικά, εθνικής υπερηφάνειας και μη, είναι για τα νέα μειράκια που κουνούν τις σημαιούλες τους στις παρελάσεις, καθώς κάνουν ένα τικ-τακ από το διάλειμμα μπροστά από τις οθόνες της τηλεόρασης ή του ηλεκτρονικού τους υπολογιστή. Η ζωή αγαπητοί μου, ποτέ δεν μας προειδοποίησε για τα αδιέξοδά μας.
          Αυτά συνέλληνες, και έρχεται στο νου μου μια φράση ενός παλαιού δημάρχου του Πειραιά, την δεκαετία του 1960, ο οποίος είπε κάποτε στους κατοίκους που τον επισκέφτηκαν για να του ζητήσουν την βοήθειά του για τις γνωστές πλημμύρες στην περιοχή των Καμινίων:
«Καμινιώτες μείνετε ήσυχοι, αύριο που θα βγει ο ήλιος θα έχετε στεγνώσει».
          Για όποιον ενδιαφέρεται Πειραιώτη ή μη, η φράση αυτή υπάρχει σε ιστορικό βιβλίο που αναφέρεται στην περιοχή των Καμινίων.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή, μετά το σφουγγάρισμα της πλημμύρας, και χωρίς τηλέφωνο ακόμα, σήμερα, Τρίτη, 28 Οκτωβρίου 2014

Πειραιάς, Τρίτη, 28 Οκτωβρίου 2014                         

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

                        ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

          Ξεφυλλίζοντας εδώ και χρόνια παλαιές πειραϊκές εφημερίδες, ανακάλυπτα κείμενα παλαιών Πειραιωτών συγγραφέων οι οποίοι αναφέρονταν στα διάφορα και ποικίλα προβλήματα που αντιμετώπιζε το πολιτιστικό στολίδι της πόλης μας, το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Πολλοί θίασοι κατά καιρούς από όλη την Ελλάδα, ήθελαν να ανεβάσουν τα έργα τους στην περίλαμπρη σκηνή του, αλλά και μεμονωμένοι καλλιτέχνες-από όλους τους χώρους της τέχνης-όπως επίσης και αρκετοί Πειραιώτες, ελάχιστοι όμως υπήρξαν οι Πειραιείς θεατρικοί συγγραφείς, οι οποίοι είδαν τα έργα τους να παρουσιάζονται από την σκηνή του. Ίσως επειδή, δεν υπάρχουν αρκετοί αναγνωρισμένοι θεατρικοί συγγραφείς από την πόλη μας. Πέρα όμως από αυτό, το ειλικρινές ενδιαφέρον για το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά όλων των πνευματικών ανθρώπων της πόλης, είναι συνεχές και αδιάκοπο.
          Πάρα πολλά έχουν γραφτεί για το κόσμημα αυτό της πόλης που στέκει πολιτιστικός φάρος στο κέντρο της από την χρονιά της οικοδόμησής του, έχουν γραφεί εκατοντάδες άρθρα, έχουν κυκλοφορήσει δεκάδες βιβλία, έχει γίνει γραμματόσημο των ΕΛΤΑ, κοσμεί η εικόνα του αρκετά εξώφυλλα βιβλίων και περιοδικών, έχουν γυριστεί ντοκιμαντέρ για την πολιτιστική του πορεία, αναφέρεται από σημαντικούς καλλιτέχνες οι οποίοι στην διάρκεια της καλλιτεχνικής τους σταδιοδρομίας είχαν την χαρά να παίξουν στην σκηνή του. Το Εθνικό Θέατρο Ελλάδος είναι μάλλον εκείνος ο πολιτιστικός φορέας, ο οποίος έχει μεταφέρει έργα του στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, περισσότερο από κάθε άλλον Θεατρικό Οργανισμό, αλλά και χορευτικά συγκροτήματα, ορχήστρες ή μουσικοί φορείς παρουσίασαν το έργο τους σε αυτό. Μετά τους δύο σεισμούς και τις καταστροφικές ρωγμές που υπέστη, άρχισε η κοπιώδη προσπάθεια της επισκευής του. Στις μέρες μας, η λειτουργία του έγινε και πάλι εφικτή, και αρκετοί θίασοι παρουσιάζουν το έργο τους. Οι δημότες του Πειραιά, έχουν πλέον την δυνατότητα να το επισκεφτούν και να παρακολουθήσουν τις παραστάσεις που τους ενδιαφέρουν. Εκείνο που ακόμα δεν υπάρχει για αυτό, είναι μια οργανωμένη συστηματική και άρτια παραστασιογραφία που να μας δίνει την συνολική εικόνα των παραστάσεων που παραστάθηκαν σε αυτό, μια έρευνα που να μας φανερώνει πόσοι εικαστικοί παρουσίασαν το έργο τους στο φουαγιέ του, πόσες άλλου είδους εκδηλώσεις επίσης. Από όσο γνωρίζω, υπάρχουν εργασίες και έρευνες που έγιναν όσον αφορά τις θεατρικές παραστάσεις αλλά δεν έχουν κυκλοφορήσει στο εμπόριο, μόνο το Εθνικό Θέατρο, έχει αποδελτιώσει τις παραστάσεις του σε αυτό.
          Εδώ, δεν θα αναφερθώ στα βιβλία που κυκλοφόρησαν τα τελευταία χρόνια για αυτό, αλλά θα αντιγράψω δύο κείμενα που είχα συναντήσει στην εφημερίδα «Νέοι Καιροί» την περίοδο του μεσοπολέμου.
          Στους τοπική εφημερίδα «Νέοι Καιροί», στις εξής ημερομηνίες, υπάρχουν τα κάτωθι κείμενα:
-«Επιστολαί περί του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά», του Νίκου Μαράκη, στις 29/10/1932, στην πρώτη σελίδα.
-«Γιατί το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά δεν πρέπει να βγη σε δημοπρασία», του συνεργάτη μας κυρίου Νίκου Ι. Μαράκη, στις 1/11/1932, στην πρώτη σελίδα.
-«Το ζήτημα του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά», του Γρηγόρη Ν. Θεοχάρη, στις 2/11/1932, στην πρώτη σελίδα.
-«Η Δημοπρασία του Δημοτικού Θεάτρου», ρεπορτάζ από την εφημερίδα, στις 1/12/1932 στην πρώτη σελίδα, και στις 2/12/1932 σελίδα 2.
-«Ενεκρίθη κατ’ αρχήν η παραχώρησις του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά», ρεπορτάζ της εφημερίδας της 20/12/1932 σελίδα 1.
Και ακόμα, το ρεπορτάζ της 21/11/1932 σελίδα 1, «Το Εθνικόν Θέατρον και τα Ελληνικά Έργα».
          Οι «Νέοι Καιροί», ήταν μια καθημερινή πολιτική εφημερίδα η οποία είχε ιδρυθεί πριν τέσσερα χρόνια, το 1928 με διευθυντές τους Γεώργιο και Δημήτριο Ζ. Πιτσάκη, τα γραφεία της βρίσκονταν στην οδό Κολοκοτρώνη 37 και τα τυπογραφεία της στην οδό Τσαμαδού 43. Διευθυντής Σύνταξης της ήταν ο Πειραιώτης συγγραφέας Νίκος Ι. Μαράκης, ο οποίος, υπογράφει και τα κύρια άρθρα της εφημερίδας.
Διαβάζοντας κανείς σήμερα τα διάφορα άρθρα που κατά καιρούς δημοσίευσε στην εφημερίδα, αντικρίζουμε έναν δημοσιογράφο και συγγραφέα, που γνώριζε καλά τα θέματα που εξέταζε και στηλίτευε με την δημοσιογραφική του πένα, είχε άποψη, είχε θέση και δεν δίσταζε να την εκφράσει όπως έκανε και με την συνεργασία του σκηνοθέτη Μιχάλη Κουνελάκη με την Φιλολογική Στέγη Πειραιά εκείνη την περίοδο. Ας δούμε χαρακτηριστικά παρακάτω τι γράφει:
Στις 22/12/1932 παρουσιάζεται στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά το έργο «Αγάπες» του Αυστριακού Αρθούρου Σνίτσλερ, από την Καλλιτεχνική Σκηνή που είχε δημιουργήσει ο Μιχάλης Κουνελάκης.
«Ο κύριος Κουνελάκης, αν δεν απατώμαι εγκαινίασε προ μιας εβδομάδος τις παραστάσεις της «Καλλιτεχνικής Σκηνής», την οποία διευθύνει με σκοπό να φέρη το πολύ κοινό σε μια άμεση επαφή με το Θέατρο πρόζας. Έχω τη γνώμη πως είναι καθηγητής πως μπορεί να είναι άριστος σκηνοθέτης και δάσκαλος βλάπτει όμως τον εαυτό του εμφανιζόμενος στη σκηνή εφ’ όσον δεν είναι μεγάλος ηθοποιός… Από την Καλλιτεχνική Σκηνή περιμένουμε κάτι καλύτερο. Άλλωστε, και η Φιλολογική Στέγη Πειραιώς που συνετέλεσε στη δημιουργία έχει υποσχεθεί πάρα πολλά για την προσπάθεια αυτή. Ας φροντίση τουλάχιστον να μας ικανοποιήση…».
Αλλά και νωρίτερα, την Πέμπτη 15/12/1932 με αφορμή το ανέβασμα στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά 14/12/1932 του έργου του Ρώσου συγγραφέα Φιοντόρ Ντοστογιέφσκυ «Ο Θειόκας Ονειρεύτηκε» από την Καλλιτεχνική Σκηνή του Κουνελάκη σε συνεργασία με την Φιλολογική Στέγη, αναφέρει ενδεικτικά τα εξής:
«Νομίζω πως η εκλογή της κωμωδίας αυτής του Ντοστογιέφσκυ για έναρξη παραστάσεων του συγκροτήματος της Καλλιτεχνικής Σκηνής δεν υπήρξε επιτυχής…».
          Όπως βλέπουμε από τα δύο αυτά ενδεικτικά αποσπάσματα, ο Νίκος Μαράκης δεν έμεινε ικανοποιημένος ούτε με την συνεργασία της Φιλολογικής Στέγης με τον σκηνοθέτη Μιχάλη Κουνελάκη, ούτε με το ανέβασμα του συγκεκριμένου έργου, αλλά ούτε και με την ηθοποιία του ίδιου του σκηνοθέτη και μεταφραστή και ιδρυτή της Καλλιτεχνικής Σκηνής. Απαιτείται άλλου είδους έρευνα για να γνωρίσουμε εκ των υστέρων, γιατί ο Νίκος Μαράκης αλλά και άλλοι πνευματικοί άνθρωποι του καιρού του, ήσαν αρνητικοί απέναντι στην προσπάθεια αυτή του νέου δασκάλου και σκηνοθέτη Μιχάλη Κουνελάκη, και της συνεργασίας του με την Φιλολογική Στέγη Πειραιά.
Για τον Μιχάλη Κουνελάκη έχω συγκεντρώσει στοιχεία και θα γράψω μια κάποια στιγμή για αυτόν. Όμως ας επανέλθουμε στον Μαράκη, ο Νίκος Μαράκης και σε άλλες στιγμές εκφράζει τις αρνητικές του απόψεις για θέματα που αφορούν την πόλη μας και για τις διάφορες πνευματικές και καλλιτεχνικές προσπάθειες που γίνονταν στον καιρό του, το ίδιο κάνει και τώρα όσον αφορά το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και την χρήση του.
          Ο δεύτερος αρθογράφος σχετικά με το Δημοτικό Θέατρο, είναι ο Γρηγόρης Ν. Θεοχάρης, ο γνωστός ποιητής και συγγραφέας του Πειραιά. Ο Γρηγόρης Θεοχάρης όπως είναι γνωστό, υπήρξε ο πρώτος πρόεδρος της Φιλολογικής Στέγης Πειραιά. Και εκείνος εκφράζει τις ενστάσεις του για την λειτουργία χρήσης του Δημοτικού Θεάτρου.
Δήμαρχος εκείνη την περίοδο στον Πειραιά ήταν ο Μιχάλης Ρινόπουλος.
Οι δε τρεις γνωστοί Πειραϊκοί Κινηματογράφοι πρόβαλαν εκείνες τις ημέρες τα εξής:
Το Καπιτόλ, την ταινία «Μαλτέζικο Μαχαίρι»,
Το Σπλέντιτ, την ταινία «Οι Αδελφοί Καραμάζωφ» κα,
Το Χάι Λάιφ, την ταινία «Οι Επιδρομείς του Βυθού».
          Ας απολαύσουμε τα κείμενα για το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά ξεκινώντας από τον τότε πρόεδρο της Φιλολογικής Στέγης και ποιητή Γρηγόρη Θεοχάρη:
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ
«Τις στήλες των «Νέων Καιρών» απασχόλησε το ζήτημα της διαθέσεως του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιώς, ζήτημα αναμφιβόλως από τα πιο σοβαρά στην πνευματική και καλλιτεχνική ζωή της πόλεώς μας. Ο φίλος λογοτέχνης κύριος Νίκος Μαράκης έθεσε τόσο καλά τα πράγματα και θάπρεπε οι απόψεις του να ενισχυθούν από κάθε καλλιτέχνη και διανοούμενο Πειραιώτη που δεν μπορεί παρά να ενδιαφέρεται για την τύχη του καλλιτεχνικού μας Ναού.
          Η «Φιλολογική Στέγη» από καιρό μελέτησε το ζήτημα πλατειά και ύστερα από συνεννόησιν με τον καθηγητήν της Δραματικής κύριον Κουνελάκη, του οποίου οι πόθοι ταυτίζονται μ’ αυτούς της Φιλολογικής Στέγης, αποφάσισε την οργάνωση σειράς παραστάσεων δισεβδομαδιαίων με σκοπό ορισμένο, την από σκηνής αισθητική διαπαιδαγώγηση του εργατικού κυρίως λαού του Πειραιώς, με βάση ένα σοβαρό καλλιτεχνικό συγκρότημα του οποίου την καλλιτεχνική διεύθυνση θα αναλλάβη ο κύριος Κουνελάκης.
          Ήδη υπεβλήθη στη Δημαρχιακή Επιτροπή σχετική αίτηση για την παραχώρηση του Δημοτικού Θεάτρου για δυο παραστάσεις την βδομάδα, μια απογευματινή Πέμπτη και μια βραδυνή Σάββατο, Πιστεύουμε η Δημαρχιακή Επιτροπή να εκτιμήση κατάλληλα την προσπάθεια και να προβή εις την παραχώρηση του Θεάτρου.
          Μέχρι σήμερα οι διάφοροι θίασοι που στεγάσθηκαν κατά καιρούς στο Δημοτικό Θέατρο, δεν απέβλεπαν παρά στον εύκολο πλουτισμό, αδιαφορώντας για την αισθητική τροφή που προσέφεραν στους Πειραιώτες. Οι εξαιρέσεις είναι ελάχιστες. Και τούτο οφείλεται στην έλλειψη της θέσεως ενός σκοπού για το Δημοτικό Θέατρο.
          Η παραχώρησης του κανονίσθηκε πάντα ανάλογα με το νόμο της προσφοράς και της ζητήσεως για να καταλήξει πιθανόν στην πλειοδοτική δημοπρασία, για να πεισθούμε πως ο Πειραιάς είναι… εμπορική πόλις!
          Και άλλοτε τονίσαμε, ότι περισσότερο από την ασφαλτόστρωση ενός οποιουδήποτε δρόμου προέχει το άνοιγμα ενός πνευματικού δρόμου για το λαό του Πειραιώς, λαό κατά την μεγάλη του πλειοψηφία εργατικό, στερημένο από κάθε πνευματική τροφή, από κάθε πνευματική ξεκούραση.
          Αυτό κυρίως πρέπει να πάρουν για αφετηρία οι συλλογισμοί της Δημοτικής Αρχής που θα καταλήξουν σε μιάν απόφαση ορισμένη αλλά και υπεύθυνη.
          Οι παραστάσεις που η «Φιλολογική Στέγη» με τη συνεργασία του κυρίου Κουνελάκη, ανεξάρτητα από τη Σχολή του, αποφάσισε να οργανώσει εκεί ακριβώς θα τείνουν. Εξευρέθηκαν βέβαια τρόποι που θα γίνη δυνατή η προσέλκυσις των εργατικών τάξεων. Και το ρεπερτόριο καταρτίζεται τέτοιο που να επιτυγχάνει ο σκοπός των παραστάσεων αυτών, η αισθητική διαπαιδαγώγηση του εργατικού μας κυρίως λαού. Τα έργα διαλέγονται ανάμεσα σε εκείνα που τα θέματά τους είναι παρμένα μέσα από τη ζωή της εργατικής και μικροαστικής τάξεως, γιατί μόνο τέτοια έργα, σκηνές μέσα απ’ την ίδια του τη ζωή, μπορεί να νιώσει ο εργάτης μας και νιώθοντάς τα, με την καλλιτεχνική τους πνοή, θα μπορέσουν οι αισθητικώς ατροφικοί πνεύμονές του να αναπνεύσουν λίγο οξυγόνο απολυτρώσεως».

                   Γρηγόρης Ν. Θεοχάρης, εφημερίδα «Νέοι Καιροί» 2/11/1932

          Παρουσίασα πρώτο το κείμενο του Γρηγόρη Θεοχάρη, γιατί μας φανερώνει τις επιθυμίες, τους στόχους και τα οράματα που είχε τότε για την καλλιτεχνική και πνευματική ανάπτυξη του Πειραιά, ο ποιητής και πρόεδρος της Φιλολογικής Στέγης. Ο Θεοχάρης κάνει μερικές σωστές επισημάνσεις. Αναφέρεται για τη χρήση του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά από καλλιτεχνικούς θιάσους που είχαν μόνο τους σκοπό το οικονομικό κέρδος, κάνοντας λόγο για τους νόμους της προσφοράς και της ζητήσεως της αγοράς, κάνει λόγο για τον εργατικό κόσμο του Πειραιά και το τι πνευματική τροφή χρειάζεται για την καλλιέργειά του και την ουσιαστική του ψυχαγωγία αλλά και την πνευματική του ξεκούραση. Οι απόψεις του απηχούν θα σημειώναμε, για την σημασία της θεατρικής αγωγής και της αισθητικής παιδείας του λαού, έτσι όπως τις εξέφραζαν τότε οι θιασώτες της αριστερής ιδεολογίας, αλλά και αυτών που ακολουθούσαν την Μπρεχτική θεατρική αγωγή.  Ο λαός χρειάζεται ένα απλό κατανοητό θέατρο που θα τον βοηθήσει να ανέβει πνευματικά, χρειάζεται έργα απλά, κατανοητά και εύπεπτα. Στην επιθυμία του αυτή ο Γρηγόρης Θεοχάρης που απευθύνεται στην Δημαρχιακή Επιτροπή, βρήκε συμπαραστάτη έναν νέο και ξενοσπούδαστο θεατρικά τότε δάσκαλο του θεάτρου και σκηνοθέτη τον Κωνσταντινουπολίτη Μιχάλη Κουνελάκη. Δυστυχώς η συνεργασία αυτή δεν καρποφόρησε, αλλά και όπως φαίνεται και από το κείμενο του Νίκου Μαράκη, δεν άρεσε. Παρότι μιλά επαινετικά για τα κείμενα του Μαράκη, αυτός στέκεται αρνητικά απέναντι στο έργο του Κουνελάκη. Κύριος είδε για ποιο λόγο. Το θέμα όμως είναι ότι αυτή η συνεργασία για την ανύψωση της αισθητικής παιδείας του Πειραικού λαού δεν είχε αίσιο τέλος. Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε ότι, οι απόψεις του Γρηγόρη Θεοχάρη πρέπει να εξέφραζαν και τις απόψεις της υπόλοιπης ομάδας των διανοουμένων της Φιλολογικής Στέγης. Αξίζει κάποτε να γίνει μια συστηματική έρευνα για την προσφορά των ανθρώπων εκείνων στην εποχή τους, και το πόσο επηρέασαν τα καλλιτεχνικά και πνευματικά πράγματα της εποχής τους.
Ας δούμε τώρα το κείμενο του ΝίκουΜαράκη:

ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΒΓΗ ΣΕ ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΑ
«Ελέχθη και αυτό. Ότι δηλαδή το Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς θα βγη σε δημοπρασία και θα παραχωρηθή σε αυτόν που θα προσφέρη τα περισσότερα. Η ενοικίασις δηλαδή του Δημοτικού Θεάτρου θα βγη στο σφυρί, σα να πρόκειται περί εκποιήσεως αχρήστου υλικού, ή σαν να πρόκειται για την ενοικίασιν του φόρου σφαζομένων ζώων.
     Δεν ξέρω σε ποιόν οφείλεται η έμπνευσις αυτή, μα θα μου επιτραπή να την χαρακτηρίσω ως πολύ ατυχή, το ολιγότερο. Γιατί τα Δημοτικά Θέατρα δεν εκτίσθησαν δια να προσφέρουν εις την πλάστιγγα του προϋπολογισμού το βάρος των εις την μερίδαν των εσόδων. Τα Δημοτικά Θέατρα εδημιουργήθησαν δια να στεγάζουν αξιόλογα θεατρικά συγκροτήματα, είτε πρόζας, είτε ελαφρού ή σοβαρού μουσικού θεάτρου είναι αυτά. Να τα στεγάζουν δια να προσφέρουν εις τους δημότας θέαμα εκλεκτό με φθηνό εισιτήριο. Αυτός είναι ακριβώς και ο λόγος δια τον οποίον εκδηλώσαμε την δυσφορία μας προχθές από τις στήλες αυτές για την αδικαιολόγητη αναβολή της παραχωρήσεως του Δημοτικού Θεάτρου εις έναν από τους τόσους θιάσους που το εζήτησαν δια σειράν παραστάσεων. Αποδείξαμε τότε με αριθμούς ότι η παραχώρηση του Δημοτικού, όχι μόνο ζημία δεν θα ήταν για το ισχνότατο δημοτικό μας ταμείο, αλλά και ελάφρυνσις αυτού, από τα έξοδα μισθοδοσίας προσωπικού, φωτισμού κλπ., τα οποία και τώρα που είναι κλειστό το Θέατρο, πληρώνονται, και τα οποία θα ανελάμβανε να πληρώση ο στεγαζόμενος θίασος.
Δυστυχώς όμως η Δημαρχιακή Επιτροπή μέχρι της στιγμής τουλάχιστον, δεν έσπευσε να λάβη μίαν οιανδήποτε απόφασιν. Το δε ζήτημα παραμένει εκκρεμές. Γιαυτό το λόγο το συγκρότημα Φιλιππίδη-Κυριακού-Στυλιανοπούλου, το οποίον είχεν υποβάλη αίτησην παραχωρήσεως του Δημοτικού Θεάτρου επί το αζημίωτον, διελύθη, αφού οι θιασάρχαι δεν μπορούσαν να κρατήσουν περισσότερο τους ηθοποιούς, με την πρόβλεψη μιας θεατρικής εργασίας, η οποία ίσως θα ήρχιζε τον… Ιανουάριο, εποχήν δηλαδή κατά την οποίαν τα μέλη της Δημαρχιακής Επιτροπής θ’ απεφάσιζαν να δώσουν μια σαφή και κατηγορηματικήν απάντησιν. Εξάλλου το συγκρότημα Σβορώνου-Βασιλάκη ηναγκάσθη να στεγασθή προσωρινώς εις ένα χειμερινό θέατρο των Αθηνών, εν αναμονή της απαντήσεως, ενώ οι κ.κ. Δράμαλης και Οικονόμου ετοιμάζουν μια τουρνέ στην Κρήτη. Έτσι κινδυνεύει να μείνει ο Πειραιάς τον χειμώνα αυτόν χωρίς θίασο, εξ αφορμής μιας εσφαλμένης αντιλήψεως, ότι… πρέπει να βγη σε δημοπρασία το Δημοτικό.
          Μα ας μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα για το ζήτημα αυτό, το οποίον τόσο σκανδαλωδώς ανεφύη εφέτος. Το Δημοτικό Θέατρο έχει 265 χιλιάδων δραχμών το χρόνο έξοδα. Δια να εκτεθή εις Δημοπρασίαν πρέπει ο τελευταίος πλειοδότης να καταβάλη τα έξοδα αυτά τα οποία αντιστοιχούν με δραχμάς 1500 ημερησίως, λαμβανομένου πάντοτε υπ’ όψιν ότι η σαιζόν δια θεατρικήν εργασίαν χειμερινής περιόδου είναι εξάμηνος. Μα ποιος επιχειρηματίας μπορεί να βγη με αυτό το υπέρογκο ημερήσιο ενοίκιο; Κανείς. Θα αναγκασθή λοιπόν να κάνη δύο πράγματα. Ή να καταρτίση θίασο από ηθοποιούς εβδόμης τάξεως ή θα καθιερώση ένα υπέρογκο εισιτήριο, απρόσιτον εις τους συνδημότας.
          Και εις τας δύο αυτάς όμως περιπτώσεις η εκπροσωπούσα τον Δήμον Επιτροπή θα υπέχη μίαν ευθύνην. Διότι το Θέατρον αποτελεί πνευματική τροφήν δια τον λαόν και είναι η φθηνοτέρα του διασκέδασις.
          Ιδιαίτερα μάλιστα στις σημερινές δύσκολες οικονομικές στιγμές που περνάμε, το θέατρο με το φθηνό εισιτήριο, είναι μία διέξοδος από τις καθημερινές σκοτούρες της ζωής και συντελεί εν μέρει και αυτό εις την διατήρησην της κοινωνικής ισορροπίας, χρησιμοποιούμενο ως ασφαλιστική δικλείς κατά τας περιστάσεις της δυστυχίας. Απόδειξις αι λαϊκαί παραστάσεις που καθιερώθηκαν στο Παρίσι και το Βερολίνο με δωρεάν είσοδο για τους ανέργους και με εισιτήριον ενός μόνο φράγκου δια τον λαόν.
          Το πείραμα αυτό της ενοικιάσεως του Δημοτικού Θεάτρου δια δημοπρασίας εις επιχειρηματίας εγένετο και εις την Σύρον και εις την Κέρκυρα. Απέτυχε όμως οικτρώς. Οι διάφοροι επιχειρηματίαι δια να βγάλουν τα έξοδά τους και να εξασφαλίσουν ένα κέρδος ανάλογο αναγκάσθηκαν να δημιουργήσουν «θεατρικά μπουλούκια» και να ορίσουν εισιτήριον απρόσιτο, πράγμα το οποίον και αυτούς εζημίωσε και κατακραυγή κατά των δημοτικών αρχών προεκάλεσε.
          Εκτός αυτών όμως, ποιος εγγυάται ότι ο Α ή Β επιχειρηματίας ο οποίος θα ενοικίαζε το Θέατρον θα εδέχετο να το παραχωρήση δια μίαν ή δύο εσπέρας εις τον Πειραϊκόν Σύνδεσμον λόγου χάριν ή την δραματικήν Σχολήν του κυρίου Κουνελάκη κλπ. χωρίς να ζητήση 40% επί των εισπράξεων, ποσοστό βέβαια υπέρογκον, και εξ αφορμής του οποίου θα εματαιούτο μια καθαρώς Πειραϊκή καλλιτεχνική εκδήλωσις;
          Δια τους λόγους αυτούς και δια πολλούς άλλους ακόμη, το ζήτημα της Δημοπρασίας δεν είναι τόσον απλούν όσον εξ αρχής φαίνεται. Και η Δημαρχιακή επιτροπή οφείλει να το σκεφθή σοβαρώς.
          Το Δημοτικόν Θέατρον πρέπει να δοθή εις θίασον ανεγνωρισμένης καλλιτεχνικής αξίας και με ορισμένον εκ των προτέρων ρεπερτότιον.
Διαφορετικά τίποτα το καλόν δεν πρόκειται να βγη δια τον Πειραιά».

                    Νίκος Ι. Μαράκης, εφημερίδα «Νέοι Καιροί» 2/11/1932 σε. 1

          Όπως βλέπουμε από το παρόν κείμενο του Νίκου Μαράκη, οι ενστάσεις του για την δημοπρασία του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά την εποχή εκείνη από τους αρμόδιους δημοτικούς φορείς, είναι και αιτιολογημένη και στηρίζεται τόσο σε οικονομικά όσο και σε καλλιτεχνικά επιχειρήματα, όπως επίσης, βλέπουμε να είναι ενημερωμένος για το τι συμβαίνει τόσο στο εξωτερικό, Γαλλία και Γερμανία-που είχαν αρχίσει από τότε να έχουν μια άλλη διαφορετική πιο λαίκή θεατρική πολιτική για τον λαό-αλλά και τι συμβαίνει εντός της χώρας, αναφερόμενος στα δύο μεγάλα  Δημοτικά Θέατρα, της Σύρου και της Κέρκυρας. Οι απόψεις του δεν στηρίζονται μονομερώς σε καλλιτεχνικά κριτήρια αλλά λαμβάνει υπόψη του και τις οικονομικές δυσκολίες. Από την μία κατανοεί ότι χρειάζεται να είναι φτηνό-και έτσι πρέπει-το εισιτήριο για τον πολύ κόσμο-τον λαό- γιατί μια θεατρική παράσταση του προσφέρει ψυχαγωγία και πνευματική ξεκούραση, και από την άλλη κατανοεί ότι τα έξοδα ενός θιασάρχη είναι πολλά και ότι αν δεν έχει και εκείνος κέρδος, θα αναγκαστεί να συνεργαστεί με καλλιτέχνες δεύτερης και τρίτης κατηγορίας. Οι απόψεις του ακόμα ότι μια καλή θεατρική παράσταση συντελεί στην κοινωνική ισορροπία και είναι μια «ασφαλιστική δικλείς σε καιρούς δυστυχίας» όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, είναι πολύ καίριες και νομίζω ακόμα και σήμερα επίκαιρες, σε περιόδους οικονομικής και πνευματικής εξαθλίωσης που διανύουμε. Αλλά εκτός από τις θέσεις αυτές που εκφράζει με σαφήνεια ο Μαράκης, επισημαίνει και τον κίνδυνο για την Πειραϊκή κοινωνία, όπου πολύ ορθά αναφέρει ότι κανείς ιδιώτης επιχειρηματίας δεν θα δεχόταν να παραχωρήσει το Δημοτικό Θέατρο σε καλλιτεχνικό θίασο είτε του Πειραϊκού Συνδέσμου, είτε της τότε δραματικής σχολής και του θιάσου του Μιχάλη Κουνελάκη, είτε ακόμα και για άλλες εκδηλώσεις.
          Οι τελευταίες θέσεις του Νίκου Μαράκη που εκφράσθηκαν πριν 82 χρόνια, είναι μεν κατάλληλες για την τότε εποχή αλλά θεωρώ ότι δεν είναι για τους σημερινούς καιρούς όσον αφορά την καλλιτεχνική ταυτότητα του Δημοτικού Θεάτρου. Από τα χρόνια της επτάχρονης δικτατορίας και του δοτού της δημάρχου του Πειραιά Αριστείδη Σκυλίτση, το Δημοτικό Θέατρο έφτασε στο σημείο να παραχωρείται και στην κουτσή Μαρία κατά το κοινός λεγόμενο, η αυτή πολιτική διατηρήθηκε και μετά την μεταπολίτευση, κάθε ένας σύλλογος ή ομαδούλα καλλιτεχνίζουσα μπορούσε να κάνει τις εκδηλώσεις της στον χώρο του Δημοτικού Θεάτρου, αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκη κακό-το γράφει ένας Πειραιώτης που έτυχε μια στιγμή στην πνευματική του σταδιοδρομία να μιλήσει στις αίθουσές του-εγκυμονεί όμως αρκετούς κινδύνους  καλλιτεχνικής ισορροπίας. Ακόμα θυμάμαι το πόσες ημέρες ψάχναμε να βρούμε εισιτήριο-και πάλι βρήκαμε όρθιοι για να παρακολουθήσουμε την παράσταση της Μιμής Ντενίση «Θεοδώρα», αντίθετα, οι παλαιότερες παραστάσεις των «Μονόπρακτων» με την Έλλη Λαμπέτη δεν είχαν συγκεντρώσει τόσο κόσμο. Η δε παράσταση του έργου του Ζαν Ζενέ σε σκηνοθεσία της Ρούλας Πατεράκη από όσο θυμάμαι, ήμασταν 5 ή έξι άτομα-ένα από αυτά ήταν ο Πειραιώτης θεατράνθρωπος και συγγραφέας Νίκος Αξαρλής, μπορεί να το επιβεβαιώσει. Θέλω να πω με αυτά, ότι σήμερα, μπορεί να γεμίζει ο περίλαμπρος και ανακαινισμένος χώρος του Δημοτικού Θεάτρου με τις τηλεοπτικές εκπομπές του κυρίου Λάκη Λαζόπουλου, και όχι με άλλες καλλιτεχνικές προτάσεις δες εκείνη του ηθοποιού Αιμίλιου Χειλάκη, αλλά το πρόβλημα της καλλιτεχνικής του ταυτότητας όπως επίσης και της οικονομικής του αυτοτέλειας παραμένει παρόν. Γιαυτό κάποτε σε κριτική μου είχα γράψει ότι το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά οφείλει να βρίσκεται κάτω υπό την σκέπη του Υπουργείου Πολιτισμού ή να παραχωρηθεί με τις ανάλογες Πειραίκές ισορροπίες και συμβάσεις σε μεγάλο οικονομικά χορηγό. Τα έξοδα λειτουργίας του, στις μέρες μας που η οικονομική κρίση και η ανεργία μαστίζει και την πόλη του Πειραιά, δεν είναι μάλλον εύκολο να τα βαστάξει μόνον ο Δήμος, με τα υπέρογκα έξοδά του και τις ανάγκες του. Σήμερα πρωτεύει για τον απλό καθημερινό δημότη η ασφαλτόστρωση και η καθαριότητα, ο φωτισμός και η επιχειρηματικότητα, οι καλές και τακτικές συγκοινωνίες, παρά μάλλον οι μεγάλες παραστάσεις που θα μας προσφέρει το Δημοτικό μας Θέατρο μία ή δύο φορές το χρόνο. Και όπως έχω ξανά αναφέρει, δεν αρκεί μόνο το αρχιτεκτονικό αυτό στολίδι, χρειάζεται σεφ όσον οι καιροί το απαιτούν να επαναλειτουργήσουν και άλλα θέατρα, να ανοίξουν οι παλαιές κινηματογραφικές αίθουσες.
Ένας παλαιός Πειραιώτικος κόσμος αργά και σταθερά πεθαίνει, και λες και παρασέρνει μαζί του οτιδήποτε καλλιτεχνικό και πνευματικό δημιούργησε. Οι νεότεροι ηλικιακά δεν ενδιαφέρονται ή οι λίγοι που ενδιαφέρονται δεν επαρκούν και ούτε έχουν τα μέσα για να συνεχίσουν την παράδοση. Μπορεί κάποιος να αντιτείνει ότι αυτό συμβαίνει και στις άλλες πόλεις της Ελλάδας, και αυτό ίσως είναι αλήθεια, αλλά ο γράφων εδώ μεγάλωσε, εδώ έζησε και κατοικεί ακόμα, και αυτή η ρημαδόπολη τον ενδιαφέρει. Οι Καινούργιοι  Καιροί θα δείξουν προς τα πού θα γείρει η πλάστιγγα.
          Δυστυχώς δεν έχω και τις άλλες δημοσιεύσεις του Νίκου Μαράκη, μια εσωτερική μετακόμιση μου τις εξαφάνισε και έτσι δεν βρίσκω το χρόνο σαν καθημερινός βιοπαλαιστής που και εγώ είμαι, να επισκεφτώ το Ιστορικό Αρχείο της πόλης με το συγκεκριμένο μικρό ωράριο που είναι ανοιχτό-αυτό είναι ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα για όλους τους ερευνητές ή μελετητές της Πειραίκής ιστορίας, πρέπει να είσαι ή συνταξιούχος, ή φοιτητής, ή αργόσχολος για να έχεις τέτοιο ωράριο και πολύ γερό στομάχι για να αντέξεις τα εντός αυτού αδιέξοδα- και δεν μπορώ να τις μεταφέρω εδώ.
          Όμως θεωρώ, ότι έστω και με τα δύο αυτά κείμενα εκείνης της εποχής, τόσο του Γρηγόρη Θεοχάρη όσο και του Νίκου Μαράκη, φωτίζουμε έστω και «λειψά» τα θέματα που αφορούσαν και τότε το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, αλλά και τις απόψεις, θέσεις και όραμα που είχαν οι τότε πνευματικοί άνθρωποι του Πειραιά, τόσο για την λειτουργία του Δημοτικού μας Θεάτρου όσο και για την καλλιτεχνική παρουσία και πορεία αυτής της πόλης.
ΥΓ. Και για τους Πειραιώτες θεατρόφιλους δες ενδεικτικά, την εφημερίδα «Χρονογράφος» της 13/8/1951 «Τα πρώτα θέατρα του Πειραιά» και «Φωνή του Πειραιώς» 24/6/1954 το κείμενο του Σ. Σαραντάκου, «Το πρώτον Πειραϊκόν θέατρον» είκοσι χρόνια μετά.
Οψόμεθα.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, σήμερα, Παρασκευή, 24 Οκτωβρίου 2014
Πειραιάς, Παρασκευή, 24 Οκτωβρίου 2014
                    
       

                                                     

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΛΑΣ

                                                ΜΑΡΙΑ  ΚΑΛΛΑΣ

Το ξένο ταχυδρομείο
                             Ο ΘΡΥΛΟΣ ΠΟΥ ΛΕΓΕΤΑΙ ΚΑΛΛΑΣ

          Ένα λογοτεχνικό κείμενο της γνωστής συγγραφέως Μαργκερύτ Ντυράς(Marguerite Duras), δημοσιεύεται στο τελευταίο «Φιγκαρό Λιτεραίρ» την εβδομαδιαία Παρισινή φιλολογική εφημερίδα. Αφιερωμένο στη γυναίκα θρύλο του εικοστού αιώνα, την Μαρία Κάλλας, δίνει ένα νέο πορτρέτο, με νέες μυθικές διαστάσεις στην μεγάλη καλλιτέχνιδα της Όπερας.
Το μεταφέρουμε:
          «Εντελώς τυχαία το όνομά της είναι ο αναγραμματισμός της πιο περίφημης Λυρικής Σκηνής του κόσμου. Ο ήχος του θυμίζει τη Σκάλα.
          Εδώ και 14 χρόνια βασιλεύει πάνω στις σκηνές όλου του κόσμου, αξεπέραστη, ασυναγώνιστη, περνά σα κοσμοϊστορικό γεγονός μέσα από τις πρωτεύουσες σπέρνοντας τη διαμάχη, περιτριγυρισμένη από την λατρεία και την απέχθεια, την αποθέωση και την άρνηση, με δυό λόγια ακατάλυτη. Γιατί η Κάλλας, είτε το θέλουμε είτε όχι, είναι η μεγαλοφυιής κινητήριος δύναμη που ξαναζωντάνεψε την δραματική έκφραση της Όπερας, και που όχι μόνο την έφερε στο πιο ψηλό σημείο της δύναμης, αλλά της ξανάδωσε νιάτα και ζωή.
          Μ’ αυτήν το τραγούδι της Όπερας, παύει να είναι μια φωνητική δεξιοτεχνία. Ζωντανεύει το ποίημα που κρύβεται στο βάθος του τραγουδιού, ξυπνά το παραμύθι. Όλες οι ωραίες του Δάσους την περίμεναν. Κι είχαν περάσει εβδομήντα τόσα χρόνια που η Τόσκα δεν έφερνε πια δάκρυα στα μάτια, μέχρι που η Κάλλας ήρθε και την πήρε στα χέρια της.
          Είναι μια Γοργόνα, μια Μέδουσα. Ανήκει επίσης στον ΧΙΧ αιώνα, θυμίζει την φανταστική εικόνα που έχουμε δημιουργήσει για τη Μάτα-Χάρι, ή την Σάρα Μπερνάρ. Πρόσωπο έντονο, αναχρονιστικό. Χαρακτηριστικά σκληρά. Στόμα μεγάλο που θυμίζει ψάρι του βυθού. Στόμα δυσανάλογο, φτιαγμένο για να καταβροχθίζει τη ζωή. Δεν προσπαθεί να ξεγελάσει με το πρόσωπό της. Αλλάζει λιγότερο από όλους. Ανήκει στον καιρό της. Η έξοχη αυτή ασχήμια ανήκει μόνο στην ίδια, και δεν έγινε ποτέ της μόδας, όπως η ασχήμια της Μάρλεν Ντήτριχ, ή της Μπριζίτ Μπαρντό. Το μυστικό του προσώπου της είναι ότι πρέπει να το βλέπει κανείς από την απόσταση που χωρίζει τη σκηνή ορχήστρα. Πίσω από τα εκθαμβωτικά φώτα της ράμπας, καμμιά γυναίκα δεν είναι τόσο ωραία όσο αυτή η άσχημη, ακτινοβολεί. Το κορμί της είναι μια κίνηση που πάνω της στηρίζεται αυτό το κεφάλι, αυτή η σκοτεινή και δραματική φωνή, που έφερε χιλιάδες θεατές κοντά σε μια μορφή τέχνης που πριν από αυτήν, κανείς δεν τους είχε μάθει να αγαπούν.
          Είναι άραγε αριβισμός το να περάσει κανείς από την οργή και το καπρίτσιο, ή ακόμα κι από άλλα πιο σοβαρά ελαττώματα, για να κατορθώσει να γίνει αυτό που η φύση το προώρισε να γίνη; Δεν το πιστεύω. Όπως και η θυσία, είναι κι αυτό μια αναγκαιότητα, η αναγκαιότητα μιας μάχης που παύει να είναι προσωπική. Η «προσωπική» φιλοδοξία όταν πρόκειται για μία Κάλλας, είναι καθήκον απέναντι στον κόσμο. Νομίζω ότι το μυστικό της βρίσκεται ακριβώς στο ότι ήξερε, είχε συνειδητοποιήσει πρόωρα τη δύναμη που χρειαζόταν για να φέρη την τέχνη της, την Τέχνη, στο απόγειο της τελειότητας. Χωρίς υποκρισία, με την ενεργητικότητα μιας λέαινας, είναι αλήθεια, αγωνίστηκε εν ονόματι της άλλης εκείνης γυναίκας που κρυβόταν μέσα της, εκείνης με την οποία σήμερα την συγχέουμε, την Κάλλας».
Ανωνύμως
Εφημερίδα «Το Βήμα», Τρίτη 4/1/1966

          Βλέποντας ξανά την ταινία «Μήδεια» του Ιταλού σκηνοθέτη Πιέρ Πάολο Παζολίνι, ήρθε στο νου μου ένα κείμενο της Γαλλίδας συγγραφέως Marguerite Duras, που γεννήθηκε στην Ινδοκίνα στις 4/4/1914 και πέθανε στο Παρίσι στις 3/3/1996, και μεταφράστηκε ανωνύμως από την εφημερίδα «Το Βήμα» στις 4/1/1966 που αναφέρω παραπάνω.
Οι απόψεις της συγγραφέως για την μεγάλη Ελληνίδα Diva της Όπερας, θεωρώ ότι είναι ενδιαφέρουσες. Κάνει φυσιογνωμικές παρατηρήσεις, και μιλά για την ομορφάσχημη λέαινα. Πράγματι, το πρόσωπο της Μαρίας Κάλλας, δεν συνάδει με την εικόνα που θα θέλαμε να είχε μια τέτοια μουσική μεγαλοφυΐα. Το στόμα της και η μύτης της είναι πολύ μεγάλα, αντίθετα τα μάτια της είναι πολύ εκφραστικά. Η κορμοστασιά της επίσης, είναι μαγευτική. Και προκαλεί έκπληξη που η γυναικεία γραφίδα, την συγκρίνει με δύο άλλες μεγάλες καλλιτέχνιδες, την Γερμανίδα Μάρλεν Ντρήτριχ και την Γαλλίδα Μπριζίτ Μπαρντό, ηθοποιούς μεγάλου κύρους που στην εποχή τους υπήρξαν και εκείνες Ντίβες της τέχνης τους. Η όλη παρουσία της Μαρίας Κάλλας είναι μαγευτική καθώς αποδίδει τους μουσικούς της ρόλους. Όλο της το σώμα γίνεται μια μαγευτική φωνή, μια φωνή που προκαλεί μόνο ρίγη, μυστικές προθέσεις ονείρων, μουσικές ανατάσεις χαράς και γαλήνης, μια φωνή που όχι μόνο μάγεψε το κοινό την εποχή της αλλά εξακολουθεί να μας μαγεύει ακόμα.
Τραγική υπήρξε η προσωπική ζωή της υψιφώνου Μαρίας Κάλλας, πλήρωσε το τίμημα της μουσικής της μεγαλοφυΐας, του θεϊκού στίγματος με το οποίο ήταν σημαδεμένη, πλήρωσε το τίμημα που πληρώνει κάθε ξεχωριστή προσωπικότητα στο χώρο της.
Θυμάμαι μια δυνατή εικόνα από την υγρή ταφή της, ήταν το 1977, χρονιά που αυτοκτόνησε η Μαρία Κάλλας και ζήτησε να αποτεφρωθεί, νομίζω ότι τότε ήταν υπουργός πολιτισμού ο Νιάνιας(;), ο οποίος κρατώντας την λήκυθο με την στάχτη της την πρόσφερε ως σπονδή στα φουρτουνιασμένα γαλανά νερά του Ιουνίου Πελάγους. Μια ιερή Ελληνική φωνή που προσφέρθηκε ως σπονδή στο υγρό στοιχείο για να το γαληνέψει, για να επαναφέρει το ερώτημα της μυστικής γοργόνας στους αιώνιους θαυμαστές της.
Και εκείνοι, μαζί με την φωνή του πελάγους να απαντούν.
Ναι, η Μαρία Κάλλας Ζει.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, σήμερα, Τετάρτη, 22 Οκτωβρίου 2014
Πειραιάς, Τετάρτη, 22 Οκτωβρίου 2014.                      



ΠΕΙΡΑΙΑΣ-ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ

                        Ο ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ
                   ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ

          Έχω ξαναγράψει και άλλοτε, για την δημοσιογραφική προσφορά του συγγραφέα αλλά και επαγγελματία δημοσιογράφου Χρήστου Λεβάντα στην διάσωση της Πειραϊκής Ιστορίας. Άτομα όπως ο Αντώνης Μαρμαρινός, ο Άγγελος Κοσμής, ο Βασίλης Λαμπρολέσβιος, ο Πάνος Σπάλας, ο Νίκος Χαντζάρας, ο Κώστας Ζουμπουλίδης, ο Σπηλιωτόπουλος, ο Καστρινάκης, ο Μελετόπουλος, και άλλοι συγγραφείς και δημοσιογράφοι την περίοδο του Μεσοπολέμου και μεταγενέστερα,-μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο-διέσωσαν με τα δημοσιογραφικά τους ρεπορτάζ, τα πολλά κείμενα που δημοσίευσαν στον τοπικό κυρίως Πειραίκό τύπο, τις προσωπικές τους αναμνήσεις αλλά και τα βιβλία που εξέδωσαν την Πειραϊκή ιστορία, την Πειραίκή ατμόσφαιρα της εποχής τους, τα πολλά κοινωνικά γεγονότα των καιρών τους και μας προσέφεραν τις απαραίτητες βάσεις ιστορικών δεδομένων, για να έρθουν οι μεταγενέστεροι μελετητές και ιστορικοί και να αντλήσουν από αυτές τις πληροφορίες το απαραίτητο υλικό για να σχεδιάσουν και συγγράψουν τις δικές τους μελέτες για την πόλη του Πειραιά. Ο Πειραιάς μέσα από τα κείμενα των χαλκέντερων αυτών Πειραιωτών δημιουργών, χαρτογραφήθηκε έστω και ιδιοσυγκρασιακά, έστω και με ελλείψεις, άκρως νοσταλγικά, και μας δόθηκε η εικόνα του, η ρυμοτομία της πόλης και κατά κάποιον τρόπο και το γενεαλογικό δέντρο των τότε κατοίκων. Ας μην μας διαφεύγει ότι οι συγγραφείς αυτοί, οι δημοσιογράφοι, οι ρεπόρτερ αλλά και οι απλοί δημοσιογραφούντες, έζησαν από κοντά τα γεγονότα που καταγράφουν, γνώρισαν εκ του σύνεγγυς τα πρόσωπα στα οποία αναφέρονται και είχαν μια άλλη εικόνα της πόλης μπροστά τους και του παρελθόντος της. Όπως είναι φυσικό, οι απόψεις τους δεν είναι πάντοτε αμερόληπτες, δεν κάνουν εξονυχιστικές έρευνες, λειτουργούν με γνώμονα ότι η δική τους άποψη είναι η μόνη αρεστή, όμως αυτό δεν είναι το πρωτεύον, σήμερα πλέον μετά από τόσες δεκαετίες και τα εκατοντάδες βιβλία και τις μελέτες που κυκλοφόρησαν γνωρίζουμε επαρκώς την ιστορία της πόλης του Πειραιά, εκείνο το τοπίο που δεν έχει ξεκαθαριστεί αρκετά, είναι ο καλλιτεχνικός και ο πνευματικός χώρος της με σύγχρονες προδιαγραφές, καινούργια στοιχεία, αποδελτιώσεις και επαναλαμβάνω και πάλι, συγκέντρωση του σκόρπιου υλικού των δημιουργών της, ένα φωτογραφικό αρχείο των προσώπων τους για να έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη ακόμα εικόνα της πολιτιστικής προσφοράς του Πειραιά ώστε να δούμε, αν τελικά με τα υπάρχοντα δεδομένα, τα έργα τους ή την προσφορά των προσώπων τους, μπορούμε να μην μιλάμε μόνο για Σχολή της Φρεαττύδας, ή για μια λογοτεχνική φιλική παρέα παλαιών συγγραφέων μόνο, αλλά, για Σχολή του Πειραιά. Αυτό θέλει σίγουρα πολύ συζήτηση και ακόμα περισσότερη έρευνα, όμως νομίζω ότι αξίζει τον κόπο, τουλάχιστον από τους νεότερους από εμάς ερευνητές, μελετητές ή σπουδαστές του Πειραικού Πανεπιστημίου ή άλλων φορέων. Ας μην μας διαφεύγει ακόμα, ότι και στην δική μας γενιά, τα άτομα που κατέγραφαν την ιστορία και τα πνευματικά ίχνη των διαφόρων προσώπων της εποχής μας, μεροληπτούσαν ασύστολα, λειτουργούσαν άκρως φιλικά, και τα βιβλία που έκριναν δεν γίνονταν πάντα με αδέκαστο τρόπο, γιατί ο Πειραιάς είναι μια μικρή πόλη που όλοι σχεδόν γνωριζόμαστε μεταξύ μας, και δεν ήθελαν να τα χαλάσουν με κανέναν γιατί την επομένη θα συναντιόντουσαν όλοι για καφέ στην Πλατεία Κοραή ή στις καθιερωμένες εκδηλώσεις, ή θα ήθελαν να δουν δημοσιευμένο το όνομά τους στα ελάχιστα μετρημένα περιοδικά ή εφημερίδες που κυκλοφορούσαν τότε.  
          Κάποιοι θα πουν ότι αυτό εν μέρει έχει γίνει από νεότερους ερευνητές, και εννοώ την ιστορική πορεία της πόλης μέχρι σήμερα, ασφαλώς υπάρχουν τα βιβλία οι μελέτες και τα άρθρα του Γιάννη Χατζημανωλάκη, του Δημήτρη Φερούση, του Βάσια Τσοκόπουλου, του Νίκου Αξαρλή, της Λίτσας Μπαφούνη, του Δημήτρη Κρασονικολάκη, του Στέφανου Μίλεση και του Βασίλη Κουτουζή μέσω των ιστοσελίδων τους, του Ευάγγελου Πανάγου, του Γιώργου Μπαλούρδου, της Λίζας Μιχελή, του Νίκου Κατσικάρου, του Χρήστου Πατραγά, του Μιχάλη Βλάμου, του Βασίλη Πισιμίση, της Σταματίνας Μαλικούτη, της Κατερίνας Μπρεντάνου, της Μαριάνθης Κοτέας, του προέδρου του ΟΛΠ Γιώργου Ανωμερίτη, για να μείνω στα κυριότερα ονόματα που με τα βιβλία τους και τις κατά καιρούς μελέτες που δημοσίευσαν ή εξέδωσαν μας συμπλήρωσαν τα κενά της Πειραικής ιστοριογραφίας. Στην «Βιβλιογραφία για τον Πειραιά» που εξέδωσα και υπάρχει και στο bloc μου, είναι συγκεντρωμένο το μεγαλύτερο υλικό των ερευνητών και των ερευνών τους, σαν μια βάση δεδομένων για μια πιο άρτια Πειραϊκή Βιβλιογραφία από τους μεταγενέστερους. Γνωρίζουμε ακόμα, σύγχρονους Πειραιώτες συγγραφείς όπως ο Διονύσης Χαριτόπουλος, ο Κώστας Μουρσελάς,η Τούλα Μπούτου, και αρκετοί μη Πειραιώτες, όπως ο εικαστικός Παναγιώτης Τέτσης, οι οποίοι εξέδωσαν βιβλία τους αναφερόμενοι στα παιδικά τους χρόνια και στον Πειραιά της εφηβικής και νεανικής τους ηλικίας. Υπάρχει ακόμα, έστω και αν κυκλοφορούν ορισμένα Ανθολόγια για τον Πειραιά, ένας αχαρτογράφητος χώρος από συγγραφείς ή βιβλία μη Πειραιωτών συγγραφέων ή άλλων καλλιτεχνών οι οποίοι μας κατέγραψαν τις αναμνήσεις τους και το πώς είδαν αυτοί στον καιρό τους την πόλη του Πειραιά, υπάρχουν οι κατά καιρούς εικαστικοί οι οποίοι απεικόνισαν σε διάφορες περιόδους την πόλη ή μέρος των μνημείων της, και ασφαλώς οι δεκάδες κινηματογραφικές ταινίες του παλαιού ελληνικού κινηματογράφου που γυρίστηκαν στην πόλη μας.
          Όπως βλέπουμε, έχουμε ακόμα ένα αρκετά μεγάλο πεδίο έρευνας.
Τώρα, για τι όλα αυτά, την αφορμή μου την έδωσε το μελέτημα που κυκλοφόρησε πρόσφατα της Πειραιώτισσας καθηγήτριας Μαριάνθης Γ. Κοτέα με τίτλο «Δημοτική Μεταρρύθμιση και πολιτικός εκσυγχρονισμός 1912-1936», εκδόσεις Διόνικος 2014. Για την εξαίρετη αυτή Πειραιώτισσα Πανεπιστημιακό και συγγραφέα και τα βιβλία της, θα αναφερθούμε μια άλλη στιγμή σε σχετικό μελέτημα, απλά το αναφέρω για όσους ενδιαφέρονται.
          Πριν λοιπόν από τον σχολιασμό και την κριτική της συγγραφέως, αντιγράφω εδώ, ένα δημοσιογραφικό ρεπορτάζ του συγγραφέα και επαγγελματία δημοσιογράφου Χρήστου Λεβάντα, που έχει σχέση με την εποχή που αναλύει η Μαριάνθη Κοτέα, και μας δίνει σε τρεις συνέχειες στην τοπική εφημερίδα «Η Φωνή του Πειραιώς» τον Φλεβάρη του 1966.
          Το κείμενο αυτό του Χρήστου Λεβάντα, δεν είναι μόνο ένα νοσταλγικό και τρυφερό κείμενο, αλλά μια ματιά ενός Πειραιωλάτρη για έναν Πειραιά που χάθηκε πια. Και μια καταγραφή των ιστορικών συμβάντων και των κοινωνικών προεκτάσεών τους που είχαν τα γεγονότα αυτά στην ζωή των ανθρώπων. Στις ίδιες σελίδες υπάρχουν και τα μικρά χρονογραφήματα τόσο του συγγραφέα Πάνου Σπάλα και στην στήλη του «Πειραίκά Δειλινά», με τίτλο «Το περπάτημα», όσο και του Πειραιώτη ποιητή Βασίλη Λαμπρολέσβιου, «Μια διαπίστωση».
          Ας αντιγράψουμε τώρα το κείμενο.
Το πρώτο μέρος δημοσιεύτηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1966, αριθμός φύλλου εφημερίδας 422, σελίδα 1 «Η Φωνή του Πειραιώς».

ΕΞ ΑΦΟΡΜΗΣ ΜΙΑΣ ΤΑΙΝΙΑΣ
Ο ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ
Σειρά Συγκλονιστικών Γεγονότων
                                                Α΄
          Έχει και ο Πειραιάς το μερδικό του στα «ρίγη» που φέρνει στις ψυχές και στις μνήμες η ταινία της Λίλας Κουρκουλάκου «Ελευθέριος Βενιζέλος» που προβάλλεται αυτές τις μέρες και στην ενταύθα αίθουσα του Χάι Λάιφ. Ταινία που ζωντανεύει με την επιτυχή σύνθεση φωτογραφικών και κινηματογραφικών «ντοκιμαντέρ» τις πιο συγκλονιστικές φάσεις των μεγάλων καιρών του. Ανήκουμε στη γενιά που έζησε αυτούς τους πολυσήμαντους για τη ζωή του Έθνους του Ελληνισμού πιο πλατεία συγκλονιστικούς καιρούς. Και είδαμε το παλιό λιμάνι το αναμόρφωτο ακόμα, με τα φυτώρια μουράγια, τα στρωμένα από πλάκες λάβας από τον Βεζούβιο, με τα μικρά ποστάλια, τα καΐκια και τις βάρκες, αραγμένα προς την πλευρά του Δημαρχείου μέχρι του Τζελέπη και τα Λεμονάδικα να υποδέχεται ή να ξεπροβοδίζει καράβια και πολεμιστές, πλωτά νοσοκομεία και τραυματίες και το περισσότερο τα ατέλειωτα καραβάνια των ξεριζωμένων της Ιωνίας. Έχουμε και προσωπικές εντυπώσεις από αυτήν την εποχή. Όχι βέβαια για τα περιστατικά που ζήσαμε σαν παιδιά, τους πανηγυρισμούς στο σχολείο, σαν έφταναν τα αγγέλματα για τις πρώτες νίκες του στρατού μας στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 12 και μάλιστα τον παλλαϊκό ενθουσιασμό που μας είχε φέρει η είδηση πως έπεσε το τρομερό Μπιζάνι, και πως ο στρατός μας είχε μπει στα Γιάννενα, όπως και η είδηση για την κατάληψη της Θεσσαλονίκης κι αργότερα το Νοέμβρη του 16 η κατάληψη του Πειραιά απ’ τους Αγγλογάλλους και ο βομβαρδισμός της Αθήνας-του λόφου του Φιλοπάππου όπου γίνονταν συγκρούσεις ανάμεσα στις αμυνόμενες δυνάμεις και τις φάλαγγες των Γάλλων πεζοναυτών και Σενεγαλέζων-απ’ τα πολεμικά τους που είχαν εισπλεύσει στον Φαληρικό όρμο. Θυμόμαστε ακόμα το Γαλλικό καταδρομικό «Σουλιέν ντε λα Γκραβιέρ» που ήταν αγκυροβολημένο μπρος στα Καρβουνιάρικα, με υψωμένο μπρος στον πρωραίο ιστό του το σήμα του Γάλλου ναυάρχου Φουρνέ. Επίσης θυμόμαστε τις μεγάλες στερήσεις που είχαμε περάσει στο διάστημα του μεγάλου αποκλεισμού-αποκλεισμού που κράτησε μέχρι της αποχώρησης από το θρόνο και της αναχώρησής του απ’ το Λαύριο στη Νεάπολη της Ιταλίας και εκείθεν στο Λοκάρνο της Ελβετίας του Βασιλέα Κωνσταντίνου-και τη χαρά που είχε πάρει ο κόσμος σαν έφτασε-μετά την άρση του αποκλεισμού-στο πειραϊκό λιμάνι του πρώτου φορτηγού με σιτοφορτίο του «Παντιά Ράλλη», όπως λέγονταν το σκάφος.
          Αλλά δεν ξεχνάμε και πως τριγυρίζαμε εκατοντάδες παιδιών τους Σενεγαλέζους φαντάρους, τους αραπάδες που ήταν στρατωνισμένοι στην πλατεία Κοραή για να οικονομήσουμε κανένα κομμάτι κάτασπρου ψωμιού ή καμμιά κρεατοκονσέρβα, πράγματα, που πήγαινε καιρός που μάταια τα λαχταρούσαμε, αφού το μόνο ψωμί που μοίραζαν στον κόσμο οι φούρνοι, ήταν ένα πανάθλιο λασπόψωμο από πίτουρα, αναζυμωμένο συνήθως… με τζίβα!
          Φοβερές μέρες που ήταν πεπρωμένο να τις ξαναζήσουμε πάλι στα χρόνια της Ιταλογερμανικής Κατοχής.
          Κι ακόμα-έφηβοι πιά-την προεκλογική ατμόσφαιρα της μοιραίας εκείνης 1 του Νοέμβρη του 1920 που ενώ παρείχε εντύπωση πανηγυρικής επικράτησης του κόμματος των Φιλελευθέρων και του Ελευθερίου Βενιζέλου-πολλοί ψήφιζαν επιδεικτικά με επιχρυσωμένα ή χρυσά σφαιρίδια ή προσέρχονταν στα εκλογικά τμήματα με μικρές κονκάρδες με εικόνες του μεγάλου πολιτικού στο πέτο του σακακιού τους-έφερε την ανατροπή της κυβέρνησής του και την άμεση αναχώρησή του-το πρωί της επομένης των εκλογών με το θαλαμηγό «Εσπερία» που είχαν θέσει στην διάθεσή του οι Εμπειρίκοι από τον Φαληρικό όρμο.
Αλλά θα συνεχίσουμε.

     Το δεύτερο μέρος της συνέχειας δημοσιεύτηκε στις 19 Φεβρουαρίου 1966 στην πρώτη σελίδα και στον αριθμό φύλλου της «Φωνής του Πειραιώς» 423.
Όπως βλέπουμε ο Χρήστος Λεβάντας με αφορμή την γνωστή ταινία της Κουρκουλάκου, μια ταινία υποφερτή για την εποχή της-την έχω παρακολουθήσει στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος παλαιότερα-ξεδιπλώνει τις προσωπικές του αναμνήσεις χρησιμοποιώντας συνήθως πρώτο πληθυντικό πρόσωπο και διεκτραγωδεί τις άσχημες κοινωνικά συνθήκες της εποχής των τρομερών πολιτικών και ιστορικών ανακατατάξεων στον Ελληνικό χώρο. Οι ιστορικές πληροφορίες που μας δίνει είναι ορθές, και φαίνεται και η φιλοβενιζελική του στάση.
    Στην πρώτη σελίδα δημοσιεύεται ένα ευαίσθητο χρονογράφημα του ποιητή Βασίλη Λαμπρολέσβιου στην στήλη που διατηρούσε με τον γενικό τίτλο «Συζητήσιμα Θέματα», «Μια διαπίστωση», το οποίο αναφέρεται στους νέους που δεν διαβάζουν πια, και στο ότι οι φοιτητές της εποχής του μελετούν τα σπουδαστικά τους συγγράμματα μέσα στα λεωφορεία. Θα άξιζε μια συγκέντρωση των μικρών χρονογραφημάτων του ποιητή Βασίλη Λαμπρολέσβιου, αλλά πιο ενδιαφέρεται; Να ένα από τα πνευματικά λάθη των ανθρώπων της πριν από μένα γενιάς που πέρασε, αλλά και των ανθρώπων που διοίκησαν την πόλη, το ιστορικό της αρχείο, την βιβλιοθήκη και λοιπά, και μην μου πείτε ότι δεν ήταν δική τους δουλειά; Γιατί, υπευθυνότητα δεν σημαίνει μόνο διοικητικές θέσεις αλλά και καταγραφή και αποδελτίωση του υπάρχοντος υλικού, Αλλά δυστυχώς, ο χρόνος χάθηκε και τώρα πλέον είναι σχεδόν αδύνατον να εργαστεί κανείς πάνω σε τέτοια προβλήματα έστω και εθελοντικά. Τα κοροΐδα ξύπνησαν που έλεγαν και οι παλαιοί Πειραιείς.   
Β΄

          Θα προσπαθήσουμε τώρα, στις αναμνήσεις που αναφέραμε στο πρώτο μας σημείωμα, για τους μεγάλους καιρούς του Ελευθερίου Βενιζέλου και την πανηγυρική όψη που παρουσίαζε το πειραϊκό λιμάνι στις αρχές του 1920 καταστόλιστο με τους ηλεκτρικούς στύλους γύρω στις προκυμαίες του, διακοσμημένους με τα εθνικά χρώματα. Σε κάθε στύλο είχε τοποθετηθεί και μία πινακίδα με χρυσά ανάγλυφα γράμματα, που ανέγραφε το όνομα μιας από τις πόλεις που απελευθέρωσε από το μακραίωνο τουρκικό ζυγό, ο στρατός μας, με τον στρατηγό Λεωνίδα Παρασκευόπουλο επικεφαλής κατά την παρέλασή του στην Ανατολική Θράκη-είχε φτάσει πέρα από την Ανδριανούπολη-και στα εδάφη της Ιωνίας.
          Φάνταζαν όλες οι κολώνες από τέτοιες διακοσμητικές επιγραφές, πλαισιωμένες με ασπρογάλαζες ταινίες. Θυμόμαστε μερικά ονόματα: Σμύρνη, Μαγνησία, Άδανα, Κυδωνίαι, Πάνορμος, Νικομήδεια, Ραιδεστός κλπ.
          Δήμαρχος Πειραιώς τότε ο Αναστάσιος Παναγιωτόπουλος, ο πατέρας του Τάκη, του μετέπειτα δημάρχου, που στάθηκε μια δημιουργική πολιτιστική αλλά και δραματική φυσιογνωμία στη νεώτερη ιστορία του.
          Κι’ έπειτα όταν διανύαμε τα πρώτα βήματα στην επαγγελματική δημοσιογραφία-τον απροσδόκητο, τον οδυνηρό επίλογο, των μεγάλων κείνων ημερών. Την μαύρη σελίδα τις συμφοράς. Όταν τον Σεπτέμβρη του 1922 επήλθε η Μικρασιατική Καταστροφή και γέμισαν τα μουράγια από σκηνές, από παράγκες, από ξύλινα υπόστεγα, για να στεγάσουν τα πλήθη των ξεριζωμένων αυτών που είχαν σωθεί από τις φλόγες της Σμύρνης και το μαχαίρι του Τσέτη, κι έφταναν θλιβερά φάσματα με τις ατέλειωτες νηοπομπές των καραβανιών μας.
          Έχουμε γράψει και άλλοτε για τις ζοφερές αυτές μέρες όταν σπεύδαμε παντού και κυρίως στην νησίδα του Αγίου Γεωργίου-στον κόλπο της Σαλαμίνας, όπου ήταν και παραμένει ακόμα το Λοιμοκαθαρτήριο, να κάνουμε ρεπορτάζ να μπορέσουμε να μαζέψουμε τα ονόματα αυτών που έφθαναν και μάλιστα των πολιτικών ομήρων, των απελευθερουμένων αιχμαλώτων-μετά την ανακωχή και την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης από τον Ελευθέριο Βενιζέλο-ένα εξουθενωτικό και όχι χωρίς κινδύνους για τη ζωή μας ρεπορτάζ. Γιατί δεν είχαμε μόνο να αντιμετωπίσουμε μόνο το μπουγάζι της Σαλαμίνας, όταν το διαπλέαμε με φουρτούνες για να φτάσουμε στο νησάκι του Λοιμοκαθαρτηρίου με μικρές μπεζίνες, βάρκες και λογής τραμπάκουλα, αλλά και τις επιδημίες που αναπτύσσονταν τότε, ανάμεσα στα εξαθλιωμένα κυριολεκτικά αυτά κοπάδια. Τον εξανθηματικό τύφο από την ψείρα, την πανώλη κλπ. Γεμάτες ήταν τότες από πρόσφυγες και όλες οι εκκλησίες καθώς και το Χατζηκυριάκειο ακόμη και η είσοδος του Δημαρχείου! Θυμόμαστε τη Μαρούσα την καθαρίστριά του, που ήταν τύπος την εποχή εκείνη, με το σουλούπι της την καμπουρωτή ράχη της, τη χοντρή φάτσα, την σκληρή φωνή της, που στρίγγλιζε νύχτα και μέρα για τις ακαθαρσίες που κουβαλούσαν στην είσοδο και στις σκάλες του οι στεγαζόμενοι σε αυτό πρόσφυγες. Για μεγάλο διάστημα όλη η περί το λιμάνι περιοχή, παρέμεινε γεμάτη από σκηνές και παράγκες. Τότε ήταν που είχαν γεμίσει από παράγκες κι οι πλατείες Θεμιστοκλέους στην αγορά, και Καραϊσκάκη-στη δεύτερη μέχρι που έπειτα από χρόνια κάηκαν όλες σε μία νύχτα. Άλλες για να σκεπάζουν φαμίλιες, άλλες χρησιμοποιούμενες σαν μικρομάγαζα. Βιοτεχνικά το περισσότερο. Παπουτσίδικα, μαγέρικα, μπαρμπέρικα, φραγκοραφτάδικα, πλεκτήρια, ουζάδικα, καφενεδάκια. Μερικές από τις παράγκες εκείνης της εποχής, απόμειναν ακόμα, ψηλά στο Χατζηκυριάκειο κοντά στη Σχολή Δοκίμων, και άλλες πάνω από την Καστέλλα κοντά στην εκκλησία του Τίμιου Σταυρού.
          Δάση από παράγκες στην περιφερειακή λεωφόρο και στα βράχια της Πειραϊκής-πριν κτιστεί ο συνοικισμός της Νέας Καλλιπόλεως-στη Δραπετσώνα στην Παλαιά και Νέα Κοκκινιά. Αυτός ο συμφυρμός των παραγκών που σκέπαζε τόση ανθρώπινη δυστυχία είχε και τα ακόμη θλιβερότερα επακόλουθά του. Την ηθική χαλάρωση που έφερνε η πείνα, η στέρηση, ο αγώνας αυτού του κόσμου για την επιβίωση-που ξεπουλούσε ότι είχε περισσεύσει από τις χαμένες πατρίδες του, οτιδήποτε είχε κουβαλήσει μαζί του, ακόμη και τα σκουλαρίκια και τα χρυσά δόντια του. Στη Δραπετσώνα ανάμεσα στο εξαθλιωμένο πλήθος υψώνονταν τα Βούρλα, το Κάστρο της Αμαρτίας, με τις εκατοντάδες των γυναικών, που μεταφέρονταν εκεί από κάθε γωνιά της χώρας, και το πλήθος της πολυσύνθετης «πελατείας» από δικούς μας, αλλά και ξένους ναυτικούς, άσπρους, μαύρους, κίτρινους που έφθαναν με τα καράβια τους στο λιμάνι. Τα Βούρλα αλλά και τους τεκέδες που απόμειναν ακόμη προς την πλευρά της Κρεμμυδαρούς, στα έρημα τότε κατσάβραχα που απλώνονταν πέρα απ’ το Καστράκι.
          Ήταν επόμενο αυτός ο συγχρωτισμός και οι στερήσεις, να γίνουν αφορμή σε μια πλούσια άνθηση του κακού. Φτωχές, στερημένες προσφυγοπούλες κύλησαν στη λάσπη, απόγιναν σε εξουθενωτική αθλιότητα. Το αυτό έγινε και σε άλλα σημεία.
          Κάτω από τις παράγκες και τα παραγκομάγαζα της πλατείας Καραϊσκάκη π.χ. είχαν βρει καταφύγιο οι λογής «κοντραμπάτζηδες», αναπτύσσονταν το λαθρεμπόριο, ακόμη και ναρκωτικών. Χασίς, στα πρώτα χρόνια, ηρωίνη ύστερα, αυτή που έστελνε τα θύματά της στα «βαγόνια του θανάτου» στο Σταθμό Λαρίσσης. Τοξικομανείς που είχαν καταντήσει ανθρώπινα φάσματα, συνήθιζαν να βρίσκουν καταφύγιο τις χειμωνιάτικες νύχτες, μέσα σε φορτηγά βαγόνια που έμεναν αμετακίνητα πέρα στην άκρη του Σταθμού. Και εκεί το πρωί της άλλης μέρας τους μάζευαν νεκρούς άψυχα και παγωμένα κουφάρια απ’ τη φοβερή, την φονική άσπρη σκόνη…
          Θα χρειασθή πάλι να συνεχίσουμε.
          Όπως βλέπουμε στο δεύτερο αυτό μέρος, ο Χρήστος Λεβάντας, αναφέρεται κυρίως στον χώρο του Πειραιά, και παρατηρεί τις επιπτώσεις που είχε η Μικρασιατική Καταστροφή τόσο πάνω στις ανθρώπινες υπάρξεις, όσο και στον ίδιο τον χώρο. Η ματιά του είναι φιλεύσπλαχνη και κατανοεί τις συνθήκες που γέννησαν αυτά τα εξαθλιωτικά για την ανθρώπινη φύση φαινόμενα. Κατανοεί τις προσφυγοπούλες εκείνες που δεν είχαν τίποτα άλλο να προσφέρουν στους άλλους παρά μόνο το κορμί τους.
Πράγματι, οι σύντομες αυτές περιγραφές του Χρήστου Λεβάντα δεν θα ήσαν πιστεύω παράτολμο αν τις συγκρίναμε με τις απόψεις για τις γυναίκες που πουλάνε το κορμί τους(προσφέροντας ένα κοινωνικό έργο στην εκτόνωση της αντρικής βαρβατίλας) έτσι όπως τις περιγράφει όχι μόνο η συγγραφέας και δημοσιογράφος επίσης Λιλίκα Νάκου, αλλά και η πρώτη σύζυγος του Νίκου Καζαντζάκη η πεζογράφος Γαλάτεια Καζαντζάκη-ας θυμηθούμε το ποίημά της «Αμαρτωλό». Ο πόλεμος, και η καταστροφή δεν γεννά όπως γράφει και ο Χρήστος Λεβάντας παρά ψυχική και οικονομική εξαθλίωση. Ο πόλεμος επηρεάζει αποφασιστικά τις συνειδήσεις και τις πρακτικές των ανθρώπων και οι ζωές δεν είναι μετέπειτα οι ίδιες. Οφείλουμε να επισημάνουμε και την φιλική ματιά και τον επαινετικό λόγο που εκφράζει για τον τότε δήμαρχο Τάκη Παναγιωτόπουλο-έχει εκφράσει άλλωστε τις απόψεις του σε κείμενό του-και να τονίσουμε ότι, όλοι σχεδόν οι κατοπινοί μελετητές μιλάν πολύ επαινετικά για τον δήμαρχο αυτόν.
Μια προσπάθεια που έκανα να πείσω δημόσια τον απελθόντα δήμαρχο κύριο Βασίλη Μιχαλολιάκο για παρόμοιες φιλικές κινήσεις εκδήλωσης προς τα πρόσωπα εκείνα που προσέφεραν τα τελευταία χρόνια στην πόλη του Πειραιά, απέτυχε, γιατί ο προηγούμενος δήμαρχος δεν άκουγε κατά την γνώμη μου και ήταν πολύ μπλαμπλά. Δεν υπήρξε ποτέ αξιοκρατία σε αυτήν την χώρα όπως και στην πόλη μας, πάντα οι ίδιες αδιέξοδες και ανώφελες κινήσεις των ιδίων ατόμων. Ο Πειραιάς δεν έχει εδώ και χρόνια πολιτιστική ταυτότητα, το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, δεν αρκεί να σηκώσει στους περίλαμπρους ώμους του το βάρος τόσων χρόνων με προβλήματα, αβελτηρίες και αδιέξοδα, ήρθε και το οικονομικό τέλμα και τον έθεσε στο περιθώριο.  
     Η Μικρασιατική Καταστροφή ήταν για την Ελλάδα το μεγαλύτερο αρνητικό καταστροφικό γεγονός του αιώνα που πέρασε. Ο μεγαλοϊδεατισμός των Ελλήνων χάθηκε μέσα στα αιματοβαμμένα νερά του Αιγαίου Πελάγους. Το σφάλμα ήταν δικό μας, της τότε πολιτικής ηγεσίας,-πρωθυπουργός ο λειψός Δημήτριος Γούναρης-και του τότε Βασιλιά Κωνσταντίνου. Ο ρόλος του Ελευθερίου Βενιζέλου να προκηρύξει εκλογές,-έχασε από την περιφέρεια της Αττικοβοιωτίας- επίσης είναι κάτι που δημιουργεί πολλά ερωτηματικά. Το αποτέλεσμα πάντως είναι ότι, την πλήρωσαν οι απλοί κάτοικοι και πολίτες των διαφόρων περιοχών της Μικρά Ασίας, δεν χάθηκε μόνο η Σμύρνη, αλλά ξεριζώθηκαν από τις πατροπαράδοτες εστίες τους και οι Έλληνες κάτοικοι άλλων περιοχών. Αντίθετα ενώ ξεριζώθηκε αργά και σταθερά και ο Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης, στην Θράκη, διατηρήθηκε μια Μουσουλμανική μειονότητα. Ο ρόλος του διοικητή της Σμύρνης του Στεργιάδη επίσης είναι επιλήψιμος και γεννά πολλά ερωτηματικά.
Πάντως θυμάμαι, μια και κατοικούσαμε παλαιότερα στην περιοχή της Νέας Κοκκινιάς όπως ονόμαζαν ένα μέρος από την περιοχή της Νίκαιας, ότι παλαιές γιαγιάδες και παππούδες, που έμεναν σε μπλε παράγκες με πισσόχαρτο και ελενίτ, αυτά τα φτωχά αρχοντικά σπιτάκια με τα σεμεδάκια, τα κεντημένα στο χέρι κουρτινάκια, τις βαμμένες με ασβέστη αυλές, και την στάμνα με το νερό στο παραθύρι σκεπασμένη με μαντήλι και κουκουνάρι στο στόμιο, ή την γλάστρα με τον βασιλικό, σε αυτά λοιπόν τα σπιτάκια που κατοικούσαν οι ξεριζωμένοι πρόσφυγες με τα ψυγεία του πάγου και πολλές φορές και το φανάρι ή το Λουξ, που πολλοί από αυτούς μιλούσαν ακόμη τούρκικα, έλεγαν σε εμάς τα πιτσιρίκια που παίζαμε στις αλάνες, ότι η εδώ ελλαδίτες τους έλεγαν για πολλά χρόνια τουρκόσπορους. Δεν τους έδιναν δουλειά, τους έβλεπαν με μισό μάτι και με επιφύλαξη για πολλά χρόνια.
Αυτοί οι άνθρωποι όμως, έφεραν μαζί τους, ρακένδυτοι και ξυπόλυτοι με ένα εικόνισμα στην μασχάλη ή τα στεφάνια του γάμου τους όπως είχα ακούσει, κάτι πολύτιμο, κόμισαν σε αυτήν την χώρα έναν πολιτισμό και μια αρχοντική υπερηφάνεια  που μπόλιασε και γονιμοποίησε το χώμα της που καρπίζει ακόμα και σήμερα. Και δεν ξέχασαν, όχι με εθνικιστικές δόσεις αλυτρωτισμού και εθνικού κομπασμού, αλλά δεν λησμόνησαν τις προσωπικές τους εστίες που ήσαν η πραγματική τους εκτός ελληνικού κορμού πατρίδα τους. Μπορεί να υπήρξαν Βενιζελικοί κυρίως, ελάχιστοι Βασιλικοί, αργότερα Αριστεροί, αλλά την κοινή τους εστία δεν την λησμόνησαν ποτέ, δεν υπήρξαν δηλαδή για να χρησιμοποιήσω έναν κλισέ όρο διεθνιστές. Και οι Τσέτες, που σίγουρα τους προκάλεσε ο τότες Ελληνικός στρατός και η πολιτική του, ήσαν ο μόνιμος εφιάλτης τους μέχρι τα βαθιά τους γεράματα, όπως αργότερα οι Ναζί Γερμανοί και οι ταγματασφαλίτες συνεργάτες τους.  
Και όπως άλλοι αρμοδιότεροι εμού έχουν γράψει, η Ελλάδα έχασε μια Αυτοκρατορία για να κερδίσει ένα Κράτος. Και τι Κράτος; Σαν και αυτό που ο παππούς μας αρχαίος τραγικός Αισχύλος γράφει στον «Προμηθέα Δεσμώτη» του, το Κράτος και η Βία είναι αυτές οι δυνάμεις που αλυσοδέσαν στον Καύκασο τον Προμηθέα που προσέφερε την φωτιά στους ανθρώπους.
Έλληνες, που φυλάκισαν τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, Έλληνες που παραλίγο να εκτελέσουν του στρατηγό Μακρυγιάννη, Έλληνες που δολοφόνησαν τον Ιωάννη Καποδίστρια, Έλληνες που δολοφόνησαν τον Ίων Δραγούμη, Έλληνες που έκαναν απόπειρα δολοφονίας στον Ελευθέριο Βενιζέλο, Έλληνες που δολοφόνησαν τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, Έλληνες που δολοφόνησαν τον Νίκο Μπελογιάννη, Έλληνες, Έλληνες, Έλληνες εμείς όλοι, αεί παίδες, άμυαλοι, παρορμητικοί, μικρομπαγαπόντηδες, καφενόβιοι και ξερόλες, κοινωνικοί παρτάκηδες και θρησκευόμενοι ατομιστές,  αδέσποτοι και πλάνητες και πολιτικά κουτορνίθια. Γιατί να το κρύψομεν άλλωστε; 
Και πραγματικά μελετώντας τα βιβλία για την Μικρασιατική Καταστροφή, θυμόμαστε το λόγο του Μικρασιάτη πρόσφυγα νομπελίστα ποιητή Γιώργου Σεφέρη: «Ζούμε σε μια θάλασσα κακού…»
Πάμπολλα βιβλία κυκλοφόρησαν και κυκλοφορούν για τα αίτια και τις επιπτώσεις της Μικρασιατικής Καταστροφής, ένα βιβλίο όμως που μπορεί να αντλήσει κανείς στοιχεία για την εγκατάσταση των προσφύγων στον χώρο του Πειραιά και το Δημοτικό Θέατρο, είναι και η μελέτη της Ρενέ Χίρσον-Φιλιππάκη(Rene Hirschon), «Κληρονόμοι της Μικρασιατικής Καταστροφής» -Η Κοινωνική ζωή των Μικρασιατών προσφύγων στον Πειραιά», εκδόσεις Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης Ελλάδος 2006.
«Η μνήμη αποτελούσε προφανώς και πάλι τον αποφασιστικό παράγοντα, το μέσο χαρτογράφησης του παρόντος με βάση την τοπογραφία του παρελθόντος», όπως γράφει η ερευνήτρια, αλλά ας επανέλθουμε στην σε συνέχειες δημοσίευση του Χρήστου Λεβάντα, τονίζοντας ότι το μεγάλο και τεράστιο πρόβλημα των ναρκωτικών, αυτή η μάστιγα της ανθρωπότητας δεν άφησε αδιάφορο ούτε τον Λεβάντα όπως παρατηρούμε στις απόψεις που με πόνο καταθέτει για το τι γίνονταν στην περιοχή του Σταθμού Λαρίσσης.
          Το τρίτο, τελευταίο και μεγαλύτερο σε έκταση μέρος του Χρήστου Λεβάντα δημοσιεύεται στην «Φωνή του Πειραιώς» στις 24 Φεβρουαρίου του 1966 στην σελίδα 1 και 2, στο φύλλο με αριθμό 426.
                                                           Γ΄
          Στις αρχές του 1922 του χρόνου που έθαψε για πάντα τα πιο ινδαλγά, τα πιο φλογερά και μακραίωνα όνειρα και σκιρτήματα του Γένους με την Μικρασιατική τραγωδία, ζήσαμε και εμείς μόλις διανύαμε τα πρώτα βήματα στην επαγγελματική δημοσιογραφία, μερικά δραματικά περιστατικά. Θυμόμαστε τη νύχτα της δολοφονίας του Ανδρέα Καβαφάκη, του ιδρυτή και διευθυντού του «Ελεύθερου Τύπου», που ήταν η πιο έγκυρη εφημερίδα του κόμματος των Φιλελευθέρων εκείνη την εποχή. Ήταν μια νύχτα που είχαμε βρεθή μαζί με τον πιο στενό μας φίλο των εφηβικών μας χρόνων τον Νίκο Μαράκη, που κείνος τον ίδιο καιρό πρωτάρχιζε να εκδηλώνει ενδιαφέρον και για τη δημοσιογραφία, στη μεγάλη και θαυμάσια εξέδρα του Νέου Φαλήρου. Είπαμε ότι και κείνος πρωτόδειχνε ενδιαφέρον για τη δημοσιογραφία, γιατί σα λογοτέχνης είχε κάνει προ πολλού το ντεμπούτο του. Συγκεκριμένα το 1920 είχε βγάλει μαζί με το Κλεώβουλο Κλώνη σκηνογράφο χρόνια τώρα στο Εθνικό Θέατρο, το λογοτεχνικό περιοδικό «Μποέμ» είχαν και πρωτότυπες για την εποχή σε ύφος πρόζες του, στο πιο έγκυρο στο πιο σοβαρό περιοδικό τον «Νουμά» του Δημήτρη Ταγκόπουλου με το ψευδώνυμο Π. Πετρίτης.
          Οι θαυμάσιες πρόζες του μας δόθηκαν αργότερα και σε βιβλίο με τον τίτλο «Στις Ομίχλες». Καθώς είναι γνωστό μας έδωσε και άλλα λογοτεχνικά βιβλία όπως και θεατρικά έργα που αναβιβάσθηκαν στα χρόνια του Μεσοπολέμου στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά με σκηνοθέτη τον άλλο παλιό και καλό φίλο τον Στέφανο Νικολαϊδη.
          Ο Μαράκης  από χρόνια συνεργάζεται επίσης με μυθιστορήματα κοινωνικής υφής και διηγήματα που διακρίνονται για το άψογο ύφος τους, στυλίστας μοναδικός και την πλούσια και γόνιμη φαντασία του, σε βδομαδιάτικα περιοδικά μεγάλης κυκλοφορίας. Οι παλιότεροι θα θυμούνται άσβεστα την πολιτιστική άνθηση που παρουσίαζε τότε το Νέο Φάληρο. Με το λαμπρό κέντρο του Παππά απέναντι από την εξέδρα-ετούτη βρίσκονταν ανάμεσα σε δύο εξέδρες που οδηγούσαν στις λουτρικές εγκαταστάσεις που είχαν δημιουργηθή και τις συμπληρούσε η Εταιρεία Ελληνικών Ηλεκτρικών Σιδηροδρόμων-τα γραφικά παρτέρια και το άλσος πλάι στο υπόστεγο όπου τα καλοκαίρια έπαιζε συχνά τα βράδια μεγάλη ορχήστρα υπό την διεύθυνση του αλησμόνητου συνθέτη και μαέστρου Μανώλη Καλομοίρη, το θαυμάσιο θερινό θέατρο που υπάρχει ακόμα, αλλά τόσο αγνώριστο από τις φθορές που επέφερε η πολύχρονη εγκατάλειψή του, το μεγαλοπρεπές για τα παλιά εκείνα χρόνια ξενοδοχείο «Ακταίο», όπου δίνονταν οι μεγαλύτεροι χοροί και γίνονταν οι πιο κοσμικές συγκεντρώσεις-απ’ τα κοσμικότερα γεγονότα της εποχής, ήταν και οι ετήσιοι αποκριάτικοι χοροί, σε αυτό το μεγαλοπρεπές ξενοδοχείο, του τότε υπάρχοντος και λειτουργούντος ενταύθα Συνδέσμου Δημοσιογράφων Πειραιώς, κάτι ανάλογο με τη χρησιμοποίηση στα χρόνια μας του Γιώτ Κλαμπ του Εντευκτηρίου του Βασιλικού Ομίλου στο Τουρκολίμανο.
          Ήταν μια νύχτα του Γενάρη του 1922 γεμάτη υγρασία και παγωνιά αλλά και αγωνία. Εκείνη την νύχτα… Μαζί μου βρίσκονταν και ο αδελφικός μου φίλος Νίκος Μαράκης περισσότερο για να μου συμπαρασταθή και να με βοηθήση παρά για δική του δημοσιογραφική υποχρέωση.
          Κατάφωτη η εξέδρα. Δεν υπήρχαν κίνδυνοι τότε αεροπορικών επιδρομών, αφού τα αεροπλάνα ήταν πρωτόγονα και χρησιμοποιούνταν το περισσότερο για ανιχνεύσεις στα μέτωπα.
          Μερικά αυτοκίνητα είχαν σταματήσει κοντά στην είσοδο της Εξέδρας πάνω στη ζώνη της πλαζ «Μυστικοί» της Χωροφυλακής-τότε δεν είχε ακόμα ιδρυθή η Αστυνομία Πόλεων-είχαν πιάσει τα πόστα και κατόπτευαν ή ζήταγαν την ταυτότητα εκείνων που κατέφθαναν.
          Γεναριάτικη ερημιά στα γύρω κέντρα. Ούτε ψυχή στο υπόστεγο του Παππά, ούτε και διαβάτες. Μερικοί υπουργοί είχαν φτάσει να περιμένουν την άφιξη του πολεμικού καθώς και Αθηναίοι δημοσιογράφοι και ξένοι ανταποκριταί.
          Μαύρες και σιωπηλές φιγούρες προβάλλονταν να κινούνται κατά μήκος της μεγάλης εξέδρας και εμείς προσπαθούσαμε βηματίζοντας ανάμεσά τους να ακούσουμε και να αλιεύσουμε κάτι ενδιαφέρον.
          Ξαφνικά και πριν φτάσει ακόμα το πολεμικό με τον Δημήτρη Γούναρη κάποια έκτακτη κίνηση παρατηρήθηκε προς την είσοδο της Εξέδρας. Μερικοί τρέξανε προς τα εκεί ύστερα φάνηκαν ταραγμένοι. Άλλοι σχημάτισαν ομάδες και κάτι σχεδίαζαν. Σε λίγα λεπτά η μαύρη είδηση έκανε τον κύκλο της.
          Δολοφονήθηκε στην Αθήνα στην εξώπορτα του σπιτιού του ο Καβαφάκης.
          Και κοντά στην είδηση μια πληροφορία που καθιστούσε τη βραδυά πιο δραματική-ήσαν φερμένος εδώ ο Παύλος Νιρβάνας-μα μερικοί συνάδελφοι φοβούμενοι μήπως και εκείνος έπεφτε θύμα δολοφονικής επιθέσεως, τον απεμάκρυναν γρήγορα με αυτοκίνητο.
          Πάγωσαν όλων οι καρδιές. Η νύχτα δείχνονταν φορτωμένη από τρόμο για όσους ζούσανε πιο άμεσα τα απαίσια μηνύματα της, μα και για το δυστυχισμένο μας τόπο.
          Μερικοί συνάδελφοι εγκατέλειψαν την εξέδρα και έσπευσαν να ανεβούν με τον Ηλεκτρικό-το μόνο τότε πρόσφορο μέσο-να πάνε στα γραφεία του «Ελεύθερου Τύπου» και στο σπίτι του κορυφαίου αρθρογράφου Ανδρέα Καβαφάκη.
          Σε αυτήν την ατμόσφαιρα την τόσο δραματική, έφτασε λίγο ύστερα απ’ τα μεσάνυχτα με το ελληνικό πολεμικό από το Πρίντεζι και ο πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης. Η αποβίβασή του έγινε βιαστική. Χλωμή και πελιδνή μας φάνηκε η φυσιογνωμία του. Μερικά ξερά και αινιγματικά λόγια μας είπε ενώ τον περιστοίχιζαν και τον ακολουθούσαν οι υπουργοί, οι ξένοι διπλωμάτες και δημοσιογράφοι, οι αρχές και τα όργανα της Ασφάλειάς. Σε λίγο όλη η συνοδεία μπήκε στα αυτοκίνητα και η ερημιά επικάθησε από τη μια άκρη έως την άλλη στη φαληρική πλαζ…

                                                                             Χ. Λ.

          Προσπάθησα να κρατήσω την ορθογραφία των κειμένων, δυστυχώς δεν μπορούσα να βάλω και τις παλαιές νοσταλγικές υπογεγραμμένες που με γοήτευαν μικρό, στις δοτικές και τις υποτακτικές, αυτά τα όμορφα ήτα που λές και είχαν αντιστραμμένη την κορώνα της κλίσης τους. Εδώ ο Χρήστος Λεβάντας αναφέρεται και σε έναν άλλον γνωστό Πειραιώτη, τον Νίκο Μαράκη, δημοσιογράφο και συγγραφέα που ήταν σχεδόν στην ίδια ηλικία με τον Λεβάντα και διατηρούσαν όπως είναι φυσικό φιλικές σχέσεις μια και τους έδενε όχι μόνο το επάγγελμα της δημοσιογραφίας αλλά και τα γράμματα. Ο Λεβάντας μιλά θετικά για την συγγραφική πορεία του Μαράκη και δεν έχει άδικο, ξεχάστηκε και αυτός αργότερα από τους μεταγενέστερους.
Επισημαίνει επίσης την πολιτική δολοφονία του Καβαφάκη και τις επιπτώσεις που έχουν οι ενέργειες αυτές στην πολιτική και κοινωνική σκηνή της χώρας, και μας δίνει και πάλι πληροφορίες για την περιοχή του Φαλήρου.
          Το κείμενο αυτό δεν μου άρεσε μόνο αλλά και το βρήκα αρκετά ενδιαφέρον, όχι όπως είναι λογικό για να ξυπνήσει αναμνήσεις αφού κανείς μας δεν είναι τόσο μεγάλος ώστε να θυμάται τα γεγονότα αυτά, ούτε και οι παλαιότεροι τα θυμούνται πια, αλλά διαβάζοντας το βιβλίο της Μαριάνθης Γ. Κοτέα, σκέφτηκα πριν το σχολιάσω να δημοσιεύσω αυτό το κείμενο του Λεβάντα σαν συνέχεια; μιας ιστορικής συγγραφικής παράδοσης πνευματικών ατόμων του Πειραιά.
Αυτά και μακριά από εμάς ο Έμπολα.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση σήμερα, Τετάρτη, 22 Οκτωβρίου 2014
Πειραιάς, Τετάρτη, 22 Οκτωβρίου 2014.