Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2025

ΤΟ ΩΡΟΛΟΪ- ΤΟ ΔΗΜΑΡΧΕΙΟ

 

ΤΟ  ΩΡΟΛΟΪ

    Ο Δήμος ζητάει το Ωρολόϊ του, δηλαδή η Δημοτική αρχή θέλει να επανεγκατασταθή στο παλιό Δημαρχείο, που τώρα έχει στεγασθή άλλη υπηρεσία ενώ εκείνη έχει προσφύγει κοντά στο Γεροκομείο και τα γραφεία της έχουν εγκατασταθή σε δύο- τρία σπίτια.

          Η περιπέτειά της αυτή μου φέρνει στο μυαλό παλιές έρευνές μας για την ίδρυση του ωρολογιού και πώς το χτίριο τούτο στην αρχή εχρησιμοποιήθηκε και μου θυμίζει ακόμα τις πολλές και «θυελλώδεις» συζητήσεις στο δημοτικό συμβούλιο, επί δημάρχου Τάκη Παναγιωτόπουλου,  όταν επρόκειτο να πουληθή στην Τράπεζα της Ελλάδος από το δήμο το τμήμα της πλατείας του Θεμιστοκλέους για την ανέγερση των υποκαταστημάτων της Τραπέζης Ελλάδος και της Εκδοτικής.

          Η Δημοτική αρχή τότε είχε καταδικάσει το χτίριο του Δημαρχείου. Και πολύ λογικά. Δεν μπορούσε πιά να χωρέση συγκεντρωμένες τις υπηρεσίες της ο πύργος αυτός, που εχτίστηκε από το Δήμο το 1870 κ’ εχρησίμεψε πρώτα για Χρηματιστήριο και για Λέσχη των Εμπόρων.

          Οι γηγενείς δημοτικοί σύμβουλοι είχαν επιμείνει να διατηρηθή όπως είχε το χτίριο.

          Τώρα μαθαίνω πως η δημοτική αρχή ζητάει να επιστρέψη στην πρώτη φωλιά της, να μιμηθή το χελιδόνι.

          Μ’ αυτό κι’ αν γίνη, θα είνε προσωρινό μέτρο.

          Καθώς έχουμε ελπίδα όλοι οι Πειραιώτες, ο Πειραιάς γλήγορα θ’ ανακύψη από τα ερείπιά του. Θα ξαναχτιστή και θα μεγαλώση.

          Το παλιό Δημαρχείο μπορεί να μείνη όπως έχει για να θυμίζη στους παλιούς μιάν εποχή και μπορεί να γίνη ανθόκηπος. Μου φαίνεται, πώς δεν μπορεί να γκρεμιστή και να γίνη μεγαλύτερο και να χάση το Γοτθικό του ρυθμό, γιατί η σύμβαση της παραχώρησης του γηπέδου της πλατείας Θεμιστοκλέους στην Τράπεζα το αποκλείει.

          Ο δήμος μας κατ’ ουσίαν είνε άστεγος και θα ζητήση να στεγάση όλες τις υπηρεσίες του μαζί σ’ ένα καλλιτεχνικό από μάρμαρο επιβλητικό και κεντρικό μέγαρο. Κι’ αυτό σύντομα ή αργότερα, όταν το επιτρέψουνε οι περιστάσεις.

Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 1945.

          ΤΟ  ΔΗΜΑΡΧΕΙΟ

          Συνεχίζουμε σήμερα και τελειώνουμε την Ιστορία του Ωρολογιού, του παλιού Δημαρχείου μας.

          Η Δημοτική αρχή, προτού τελικά παραχωρηθή το οικόπεδο της πλατείας στην Τράπεζα, είχεν υποβάλει στο Δημοτικό Συμβούλιο μεγαλεπήβολο σχέδιο. Να χτιστή μεγάλο και επιβλητικό μέγαρο στο χώρο της Παιδαγωγικής Ακαδημίας και στα τριγύρω της μαγαζιά και να στεγασθούν σ’ αυτό όχι μόνο το Δημαρχείο, μα και άλλες δημόσιες υπηρεσίες, η Διεύθυνσις της Αστυνομίας, η Εισαγγελία, τα ανακριτικά γραφεία, οι οικονομικές  εφορίες και άλλα γραφεία.

          Δε θυμάμαι, αν στο πελώριο αυτό μέγαρο, που θα καταλάβαινε και μεγάλο μέρος της πλατείας της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, θα εστεγαζότανε κι’ αυτή. Προέβλεπε και γι’ αυτή το μεγαλεπήβολο σχέδιο.

          Θυμάμαι μόνον πώς εσημειώθηκε εξέγερση των εκτελεστών της διαθήκης Ράλλη τότε, που σύμφωνα μ’ αυτή δεν επιτρεπότανε καμμιά μεταβολή.

          Ερίχτηκε τότε η ιδέα να καταργηθή ο Τινάνειος Κήπος και να γίνη οικόπεδα κι άρχισαν οι διαμαρτυρίες στις εφημερίδες, πώς δεν πρέπει να καταργηθή ο κήπος και να χάση ο Πειραιάς τον πνεύμονά του.

          Έπειτα παρουσιάστηκε η ιδέα να καταργηθούν όλοι οι κήποι της Τερψιθέας και να χτιστούν καλλιμάρμαρα μέγαρα, που θα εστέγαζαν και το Λιμεναρχείο και τον Οργανισμό του Λιμένος.

          Στους απάνω κήπους της Τερψιθέας επροβλεπότανε η ίδρυση της Δημοτικής Βιβλιοθήκης και η ίδρυση Δημοτικής Πινακοθήκης.

          Και η ιδέα αυτή επολεμήθηκε. Δεν έπρεπε ο Πειραιάς να χάση τα πλεμόνια του. Να καταργήση τους κήπους του.

          Περάσανε τα χρόνια και δεν έγινε τίποτα απ’ αυτά.

          Τί έγινε; Ο Πειραιάς καταστράφηκε από τον πόλεμο.

          Όταν έγραψα σχετικά, πώς το παλιό Δημαρχείο εχτίστηκε για Χρηματιστήριο κ’ έτσι ελειτούργησε τότε, θυμήθηκα το Αρχείο του Δήμου, που μπορούσε κανένας ναν το ερευνήση και ναν το συμβουλευτή, για να μη γράφη πράματα αόριστα.

   Μά το Αρχείο του Δήμου εσώθηκε από τον πόλεμο; Εσώθηκε όλο ή το μισό; Ή ένα μέρος του;

          Ο Πειραιάς την παλιάν εποχή έχασε και τ’ όνομά του, όταν καταστράφηκε από τους Ρωμαίους. Και πήρε τα ονόματα Πόρτο Λεόνε, Πόρτο Δράκο, Ασλάν Λιμάνι, όπως παρατηράει σ’ ένα βιβλιαράκι του ο φίλος ιστοριοδίφης κ. Αντώνης Μανίκης.

          Από την άλλη μεριά διαμαρτυρήθηκαν οι επίτροποι του ναού του πολιούχου Αγίου Σπυρίδωνος.

          -Στη στιγμή που ζητάμε- ετόνιζεν η διαμαρτυρία τους- να γκρεμιστούν μπροστά στην εκκλησία τα σπίτια, να φυτευθή ο χώρος με άνθια και θαμνοειδή φυτά μέχρι της προκυμαίας και ν’ αποκαλυφθή ο γραφικός ναός- εσείς προβάλλετε ως δημόσια ανάγκη την οικοπεδοποίηση του Τινάνειου κήπου για το χτίσιμο μεγάρων και ουρανοξυστών. Με την εκτέλεση τέτοιου σχεδίου, πάλι θάβεται ο ιστορικός ναός του πολιούχου του Πειραιά.

          Αυτές κι’ άλλες περιπλοκές και συγκινήσεις επροκάλεσαν στο παρελθόν τα μεγαλεπήβολα σχέδια.

          Η νέα Δημοτική Αρχή διακρίνεται και για τη σωφροσύνη της και για την ατσαλένια θέλησή της. Κι’ έχουμε την ελπίδα πώς όλα τα μεγάλα ζητήματα του Πειραιά θα τα διευθετήση.

          Αλλά, ανεξάρτητα και από την ιστορική επιταγή και από τη λαϊκή συνήθεια, και το γνωστό κτίριο της ακτής Μιαούλη, με το σημερινό μεγάλωμα του Δήμου και τον πολλαπλασιασμό των υπηρεσιών του θα ήταν αδύνατο να εξυπηρετήση με στεγαστική ενότητα τη δημοτική μας μηχανή. Μιά είνε η λύση, που θ’ αργήση, όμως, να δη το φώς: Η δημιουργία ενός δημαρχιακού μεγάρου αναλόγου με τη θέση και την ιστορία του Πειραιά.

          Και γι’ αυτό δεν θα τολμήσουμε να την προτείνουμε την λύση αυτή, καταλήγοντας στην αδάπανη και ανώδυνη σύσταση της υπομονής, που όλα τα δημιουργεί με τον καιρό κι’ όλα τα θεμελιώνει…

Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 1945.

ΝΙΚΟΣ Ι. ΧΑΝΤΖΑΡΑΣ

--

Σημειώσεις:

«-Να σου πω μου είπε, που βρίσκεται το γιατρικό τουλάχιστον για τους βουλευτές, τους δημάρχους και τους κοινοτάρχες. Να μαυρίζεται κάθε υποψήφιο που θυμάται τον Πειραιά μόνο στις εκλογές ή ένα φεγγάρι μόνο πριν των εκλογών. Ο υποψήφιος πρέπει να έχει ζήσει μέσα στον Πειραιά, να έχει αισθανθεί τις ανάγκες του, τις ελλείψεις του, κ’ έπειτα να ζητήσει να πάρει τους ψήφους των Πειραιωτών.

          Όσον αφορά τις άλλες Αρχές, και για αυτές βρίσκεται  το αντιφάρμακο. Αν συνεννοηθούν οι Πειραιώτες και συσσωματωθούν.

          Έχουνε τη δύναμη να συμμορφώσουν καθένα, που λησμονάει τα καθήκοντά του και παίρνει τη ζωή του και τη δουλειά του  ερασιτεχνικά, όπως λένε.». Ν. Ι. Χαντζάρας, «Ερασιτέχνες». 

          Στις 8 Φεβρουαρίου 2014 και στις 12 Φεβρουαρίου 2014 αναρτήσαμε ένα ακόμα εκτενές σημείωμα στα Λογοτεχνικά Πάρεργα για το περιβόητο ΡΟΛΟΪ, το πρώτο Δημαρχείο του Δήμου Πειραιά. Ένα από τα ισχυρά τοπόσημα του Πειραιά με σημαντικό συμβολισμό στις μνήμες και συνειδήσεις των παλαιότερων γενεών γηγενών και μη δημοτών Πειραιωτών. Είχαμε επισκεφτεί το Ιστορικό Αρχείο της πόλης και είδαμε τα πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου και την απόφαση της εποχής εκείνης, με την οποία ο δοτός δήμαρχος της επταετίας Αριστείδης Σκυλίτσης γκρέμισε το παλαιό αυτό κτηριακό οίκημα το οποίο βρίσκονταν μπροστά από τον ιερό ναό του Αγίου Σπυρίδωνος και τον Τινάνειο Κήπο στην ακτή Μιαούλη στο λιμάνι. Αντιγράψαμε στο μπλοκ μας την απόφαση, ποιοι μειοψήφησαν και ποιοι όχι από τους τότε δημοτικούς συμβούλους, καταφύγαμε σε εφημερίδες της εποχής και αντιγράψαμε τα ψηφίσματα φορέων και σωματείων που δέχτηκε η τότε δημαρχιακή αρχή για την απόφασή της να γκρεμίσει ΤΟ ΡΟΛΟΪ. Την εισηγητική έκθεση του πειραιώτη σεβάσμιου ευπατρίδη ιστορικού και συγγραφέα, ευεργέτη του Δήμου Ιωάννη Α. Μελετόπουλου, που ήταν υπέρ του γκρεμίσματος του παλαιού Δημαρχείου (του οποίου η γνώμη ακούγονταν) και ό,τι κατορθώσαμε να εντοπίσουμε στα φύλλα των Πειραιώτικων εφημερίδων. Παράλληλα στηριζόμενοι και σε άλλες διάφορες πηγές γραπτές και προφορικές (σε ερωτήσεις μας) εκφράσαμε την άποψή μας για το θέμα και αντιλαμβανόμενοι σαν Πειραιώτες τις σύγχρονες-μετά την μεταπολίτευση- ρυμοτομικές και κτηριακές ανάγκες της Πόλης, την στενότητα του Πειραϊκού τοπίου, συμφωνήσαμε με το γκρέμισμα του Ρολογιού. Η θέση μας αυτή δεν άρεσε και δημιούργησε έχθρες, όμως, πολλά από τα άλυτα προβλήματα του Δήμου διαχρονικά δεν λύνονται με παλαιούς συναισθηματισμούς και ατομικές αναμνήσεις αλλά, με την αποτελεσματικότητα που επιβάλλει η σύγχρονη πραγματικότητα των καιρών. Η λειτουργικότητα του κτηριακού συγκροτήματος παλαιό Ρολόϊ-Δημαρχείο με τα διάφορα Καφενεία όπως είχα ακούσει από Πειραιώτες που το πρόλαβαν και το αποτυπώνουν τα διάφορα καρποστάλ και οι φωτογραφίες, τα κινηματογραφικά πλάνα των ελληνικών ταινιών του προηγούμενου αιώνα δεν θα ήταν αποτελεσματική. Ο Πειραιάς αναπτύσσονταν και μαζί άλλαζε και η εικόνα του. Όσοι πειραιώτες και πειραιώτισσες πρόλαβαν ΤΟ ΡΟΛΟΙ έζησαν και περπάτησαν σε έναν άλλον Πειραιά με διαφορετικές προτεραιότητες και ανάγκες, εργασιακό περιβάλλον απαιτήσεις των δημοτών, συνθήκες και καταστάσεις. ΤΟ ΡΟΛΟΪ όπως είχαμε γράψει και στα προηγούμενα σημειώματα, "ενδύθηκε" έναν θρύλο, τυλίχτηκε σε μία αχλή υπερβολικού συναισθηματισμού ίσως επειδή γκρεμίστηκε από τον τότε δήμαρχο της δικτατορίας. Δεν μπορούμε να προβλέψουμε ποιες θα ήσαν οι κρίσεις μας, μια και την Ιστορία δεν μπορείς να την ερμηνεύσεις με υποθέσεις ούτε να την εξηγήσεις με αν γινόταν αυτή η κίνηση και όχι η άλλη, αν παιρνόταν αυτή η απόφαση και απορρίπτονταν άλλη, στο τι θα λέγαμε και θα γράφαμε αν ΤΟ ΡΟΛΟΪ το γκρέμιζε πειραιώτης δημοκράτης, εκλεγμένος πολιτικά Δήμαρχος. Αλλά τις ιστορικές συγκυρίες τις διαμορφώνουν και άλλοι παράγοντες πέρα από τις βουλήσεις των ανθρώπων. Πάντως, για αρκετές δεκαετίες-ενδέχεται και μέχρι σήμερα, εν έτη 2025 που η όψη του Πειραιά αλλάζει επί τα βελτίω από την σημερινή Δημαρχιακή αρχή του κυρίου Γιάννη Μώραλη και ανοίγεται στις καινούργιες προκλήσεις του μέλλοντος που έχουν οι σύγχρονες μεγαλουπόλεις στον παγκοσμιοποιημένον Κόσμο μας, να απασχολεί ακόμα το γκρέμισμα του ΡΟΛΟΓΙΟΥ. Αν και δεν ήταν το μόνο Ρολόϊ του Πειραιά-υπήρχαν άλλα πέντε-και δεν ήταν το μοναδικό κτηριακό στολίδι του. Αλλά η θέση μας, μπορεί λανθασμένη, παραμένει η ίδια που εκφράσαμε στα προηγούμενα σημειώματά μας και έχουμε αναρτήσει στα Λογοτεχνικά Πάρεργα, στην τότε έρευνα που διεξήγαμε. Σχετικές πληροφορίες δώσαμε και στην Βιβλιογραφία του Πειραιά που είχαμε κυκλοφορήσει.

          Ταξινομώντας και ευρετηριάζοντας τα ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΚΑ του δημοσιογράφου και ποιητή Νίκου Ι. Χαντζάρα, συναντήσαμε και τα παραπάνω δύο χρονογραφήματά του που μιλούσαν για την περίπτωση του Ρολογιού και του Δημαρχείου. Σποραδικά και σε άλλα χρονογραφήματα στην εφημερίδα «Η Φωνή του Πειραιώς» μνημονεύει Το Ρολόϊ και την περιοχή στα ρεπορτάζ που κάνει. Κάτι εύλογο αν σκεφτούμε ότι το παλαιό Ρολόϊ βρίσκονταν στην ίδια γεωγραφική ακτίνα- "περιφέρεια" που ήταν ο Τινάνειος Κήπος, το άγαλμα του Θεμιστοκλή, το σπίτι του Μιαούλη, ο ναός του Αγίου Σπυρίδωνα, η δυσώνυμη περιοχή της Τρούμπας και άλλα πειραϊκά μέγαρα.

          Ο Νίκος Ι. Χαντζάρας όπως διαβάζουμε στα ειδησεογραφικά ρεπορτάζ του είναι πάντα ενήμερος σε ότι αφορά τον Δήμο και την ιστορία του Πειραιά, δεν ανατρέχει μόνο συστηματικά και συχνά σε πειραϊκά αρχεία και αυθεντικές πηγές για να αντλήσει τις πληροφορίες του αλλά έχει και γνώμη και κρίση και δεν διστάζει να την εκφράζει δημοσίως με ευγένεια και χαμηλούς τόνους γραφής ακόμα και αν διαφωνεί με Δημοτικές αποφάσεις ή επιλογές Δημάρχων. Τα κείμενα του Χαντζάρα είτε αυτά δημοσιεύονται στην «Φωνή του Πειραιώς» είτε σε άλλες πειραιώτικες και μη εφημερίδες και περιοδικά διακρίνονται για την εγκυρότητά τους, στο να πιάνουν τον σφυγμό της εποχής, να αφουγκράζονται τις ανάγκες των συνδημοτών του, να καθρεφτίζουν γνώμες και θέσεις Πειραιωτών που δεν είχαν πρόσβαση στις σελίδες των εφημερίδων. Ήταν πάντα ενήμερος στο τι γινόταν στον Δήμο και στον ευρύτερο Πειραϊκό χώρο και περιφέρεια. Θα γράφαμε ότι ήταν ένας άξιος βιοπαλαιστής πειραιώτης δημοσιογράφος με καλή πένα και δημοσιογραφική όσφρηση, ήξερε να αναδεικνύει περασμένα στοιχεία και ιστορικά ντοκουμέντα, να τα φέρνει στην επιφάνεια και με αυτά να οικοδομεί τα κείμενά του και τα συμπεράσματα του.

Το μικρό βιβλιαράκι που αναφέρει ο Χαντζάρας του φίλου του Αντώνη Μανίκη είναι το «Πενήντα πέντε χρόνων ιστορία του Πειραιώς (1765-1821) περιοδική έκδοση επαγγελματικής και οικοκυρικής σχολής θηλέων δήμου Πειραιώς. Πειραιάς αρ.1/11, 1943.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Παρασκευή 10/10/2025               

    

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2025

Έφυγε ο ποιητής Τάσος Γαλάτης

 

Έφυγε ο ποιητής Τάσος Γαλάτης

ΤΑΣΟΣ  ΓΑΛΑΤΗΣ

Ποιητής, φιλόλογος.

Ψευδώνυμο του Αναστασίου Αρ. Παπαδόπουλου.

Ο αξιόλογος επτανήσιος ποιητής Τάσος Γαλάτης γεννήθηκε στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς το (;) /12/1937 και έφυγε από κοντά μας πριν λίγες ημέρες (;) /10/2025. Η ταφή του σύμφωνα με τις ειδήσεις έγινε στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Κεφαλονιά. Διέμενε με την οικογένειά του στη Νέα Ιωνία Αττικής ενώ η καταγωγή του έλκει από τη Νέα Φιγαλεία του Νομού Ηλείας. Εργάστηκε ως καθηγητής στην δημόσια δευτεροβάθμια εκπαίδευση σε διάφορα σχολεία του εσωτερικού και του εξωτερικού όπου τερμάτισε την επαγγελματική του σταδιοδρομία. Στα ελληνικά γράμματα έκανε την εμφάνισή του σε νεαρή ηλικία. Το 1962 δημοσιεύονται ποιήματά του στο γνωστό δημοκρατικό έγκυρο περιοδικό «Πανσπουδαστική». Η συμμετοχή του και η δημοσίευση ποιήματός του στο περιοδικό, αποτέλεσε «τιμητική» και ενθαρρυντική «πρόκληση» για τον νεαρό φιλόλογο και ποιητή να συνεχίσει να ασχολείται με τον ποιητικό λόγο όπως και έπραξε στο υπόλοιπο του βίου του. (Θυμάμαι στην μία και μοναδική συνάντησή μας στο σπίτι του ποιητή Χρίστου Ρουμελιωτάκη και στην συζήτηση που ανοίξαμε, καθώς και κατόπιν όταν αποχωρήσαμε μαζί για να μεταβούμε στον Ηλεκτρικό Σταθμό και καθίσαμε σε έναν καφέ, το πόσο υπερήφανος ένιωθε μετά από τόσες δεκαετίες για την δημοσίευση της ποίησής του στο περιοδικό «Πανσπουδαστική»). Σεμνό και διακριτικό άτομο, σοβαρός σαν χαρακτήρας και επαρκής γνώστης της αρχαίας ελληνικής γραμματείας με εφόδια που ξεπερνούσαν τις ακαδημαϊκές του σπουδές, όπως μας φανερώνει περίτρανα και η θεματική ύλη των ποιητικών του συλλογών και η συλλογιστική ρητορική του. Η προβολή σύγχρονων ιστορικών και πολιτικών θεμάτων και κοινωνικών ζητημάτων σε ποιητικά μοτίβα και εικόνες, πρόσωπα και ονόματα με «ειδική» ξεχωριστή βαρύτητα στην συλλογική συνείδηση της καθόλου παράδοσης της ελληνικότητας προερχόμενα από την αρχαία ελληνική ποίηση, μυθολογία και γραμματεία.

Στην ιστορική εξέλιξη της διαδρομής της ελληνικής ποίησης-μέχρι σήμερα- συναντάμε ένα φανερό ή υπόγειο σταθερό πάντα ρεύμα της αρχαίας παιδείας και πνευματικής κληρονομιάς (ποίηση, τραγωδία, φιλοσοφία, στοχασμός, μύθος, σύμβολα, θρησκευτικές δοξασίες κλπ.) να τροφοδοτεί ρυάκια και παραποτάμους, ποταμούς του ελληνικού ποιητικού λόγου. Η αρχαία κληρονομιά ενσωματώθηκε ομαλά και ισορροπημένα μέσα στην προβληματική και την θεματική συμβολιστική, την πλούσια εικονογραφία των νεώτερων περιόδων του ελληνικού ποιητικού λόγου ως τα πρώτα ριζώματα και εκφράσεις ανάπτυξης της ελληνικής ποίησης, μαζί με την κατοπινή βυζαντινή υμνογραφία και υμνολογία τους χριστιανικούς συμβολισμούς της και την πριν και μετά την απελευθέρωση του ελληνικού κράτους από την οθωμανική σκλαβιά την ενσωμάτωση στους κόλπους της και την μορφολογία της, της Ηρωολατρείας των επαναστατών και αγωνιστών του 1821. Οι Ομηρικοί Ήρωες και τα κλέη τους συνομιλούν με ένδοξη αμοιβαιότητα με τις αγωνιστικές θρυλικές μορφές της ελληνικής παλιγγενεσίας (Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Γεώργιος Καραϊσκάκης, Νικηταράς, Ιωάννης Καποδίστριας κλπ.) και οι ήχοι των λόγων και των ιδεών τους, των στοχασμών και των πράξεών τους φτάνουν μέχρι τα αγωνιστικά, θυσιαστικά χρόνια του Πολέμου και της Κατοχής του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και την κατοπινή Εαμική περίοδο του προηγούμενου αιώνα. Βλέπε Άρης Βελουχιώτης, Νίκος Μπελογιάννης κλπ. Τις σύγχρονες δεκαετίες μετά το 1950 και μεταγενέστερα, ο ελληνικός ποιητικός λόγος των ελλήνων ποιητών και ποιητριών μπολιάστηκε και από ξένα επαναστατικά και αγωνιστικά πολιτικών και κοινωνικών αγωνιστών παγκόσμια σύμβολα και ονόματα όπως μεταξύ άλλων είναι ο Τσε Γκεβάρα, ο Χο Τσι Μινγκ, ο Σαλβαντόρ Αλιέντε, ο Εμιλιάνο Ζαπάτα, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, ο Αβραάμ Λίνκολ, ο Μεγάλος Τιμονιέρης και άλλες φυσιογνωμίες του παγκόσμιου πολιτικού στερεώματος που έγιναν ποιητικά μοτίβα της ελληνικής ποίησης εμψυχώνοντας τόσο τους ίδιους τους ποιητές όσο και τους αναγνώστες της. Ονόματα της πολιτικής που ενώθηκαν με ήρωες της ποιητικής και πεζογραφικής, καλλιτεχνικής μυθοπλασίας που σχεδιάστηκαν από σημαντικούς ξένους δημιουργούς όπως όπως ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, ο Λέων Τολστόι, ο Ονόρε ντε Μπαλζάκ, ο Βίκτωρ Ουγκώ, ο Χέρμαν Έσσε, Τόμας Μάν (βλέπε Τάτζιο). Ακόμα και σκηνοθέτες του παγκόσμιου κινηματογράφου έγιναν δημιουργικά ποιητικά μοτίβα, ποιητική ύλη σε ελληνικές ποιητικές φωνές, βλέπε Αντρέϊ Ταρκόφσκι, Σεργκέι Αϊζενστάιν κλπ. Θεωρώ ότι μέσα σε αυτό το ρεύμα ελληνικότητας και οικουμενικότητας ταυτόχρονα, όπως μας δείχνει η ανάγνωση της Ποίησης του Τάσου Γαλάτη οφείλουμε να εντάξουμε και την δική του αξιοσημείωτη παρουσία. Η ποίηση του Τάσου Γαλάτη δεν διαπραγματεύεται μόνο ζητήματα αισθητικής, σωματικής και πνευματικής φθοράς,  σπαράγματα της ελληνικής ιστορικής τραυματικής πραγματικότητας στην διαδικασία της παρακμής της αλλά και πολιτικά συμβαίνοντα της εποχής του. Η ιστορία και τα πρόσωπά της, η αρχαία ελληνική φιλοσοφία και ο ποιητικός στοχασμός, ο γενέθλιος χώρος και το άγριο τοπίο του, οι μεταβολές του στις εποχές του χρόνου και οι μνήμες που γεννά στην παιδική του μνήμη, τα πολιτικά στίγματα των χρόνων του-άλλων χωρών- συμπλέκονται αρμονικά στη γραφή του. Μία γραφή ποιητική και ιστορική μαζί δίχως να επηρεάζει αρνητικά η μία φωνή την άλλη, δίχως να εξουδετερώνει η μία την άλλη. Ποίηση και Ιστορία συμβαδίζουν όπως στο Καβαφικό έργο προσφέροντάς μας ένα εξαίσιο ποιητικό αποτέλεσμα. Πρόσωπα και Προσωπεία της αρχαίας και της σύγχρονης Ιστορίας σε μία συνομιλία μεταξύ τους και τον χώρο. Όλα κάτω από την φιλοσοφική εποπτεία του σκοτεινού φιλόσοφου Ηράκλειτου. Αποσπάσματα του λόγου του προσδιορίζουν τον χρόνο της γραφής του και τις ζωές των ανθρώπων. Εκείνο που ξεχωρίζει την ποίηση του Τάσου Γαλάτη από την Καβαφική είναι-κατά την αναγνωστική κρίση μου- ότι ο Αλεξανδρινός στέκεται περισσότερο στην Ελληνιστική περίοδο, αυτή των Πτολεμαίων των επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου- αγγίζει την μεταγενέστερη Βυζαντινή περίοδο ενώ ο Τάσος Γαλάτης προεκτείνει προς τα πίσω τα χρονικά του όρια αντλώντας από πηγές ελληνικού στοχασμού πχ. Ηράκλειτος,  οικογενειακούς κύκλους της αρχαίας τραγωδίας φέρνοντάς τους στην επιφάνεια με θαυμαστό τρόπο. Κάτι που πράττει μεταξύ άλλων και ο Σταύρος Βαβούρης στην ποίησή του, στην σύνθεση της «Τέταρτης Διάστασης» ο Γιάννης Ρίτσος και άλλοι. Δίνοντας στα αρχαία πρόσωπα σύγχρονη μορφή και πολιτική-ιστορική προοπτική και νοηματικές προεκτάσεις. Δεν περιορίστηκε στην Ορφική αντίληψη της όψης του Κόσμου όπως έπραξε ο Άγγελος Σικελιανός, δεν διαμερισματοποίησε σε ποιητικούς κύκλους την θεματική του όπως μας τους έδωσε ο Κωστής Παλαμάς, δεν ιδεολογικοποίησε ή κομματικοποίησε τον λόγο του (τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος του) όπως ο ποιητής της Ρωμιοσύνης Γιάννης Ρίτσος ή ο Κώστας Βάρναλης και άλλοι αριστεροί ποιητές και ποιήτριες των προηγούμενων ελληνικών ποιητικών γενεών, όταν η πολιτική και οικονομική ιδεολογία του Μαρξισμού και η προπαγανδιστική της δυναμική ήτανε στο φόρτε της παγκοσμίως. Ο ποιητής Τάσος Γαλάτης είναι ένας μοντέρνος έλληνας σύγχρονος ποιητής με όση βαρύτητα διαθέτει ο πυκνογραμμένος και άρτια δομημένος σοβαρός και υπεύθυνος ποιητικός του λόγος. Οι ποιητικές του συλλήψεις και συνθέσεις είναι κάτι το ανεπανάληπτο, οι εικόνες του φιλοτεχνούν το τοπίο στις αλλαγές του- ίσως κάπως υπερβολικά θα τονίζαμε- όπως δεν το έπραξε η πανσθενουργός Φύση, δίχως να τον εντάσσουμε στους φυσιολάτρες ποιητές μας, τους βουνίσιους όπως είναι ο Κώστας Κρυστάλης, ο Ιωάννης Πολέμης. Οι λέξεις που χρησιμοποιεί δεν λάμπουν επειδή προέρχονται από την γραφίδα ενός καλλιεργημένου καθηγητή με πείρα που γνωρίζει να διαχειρίζεται την ελληνική γλώσσα και διδάχτηκε να μεταδίδει τις γνώσεις του στους μαθητές του, δεν είναι λέξεις «εξαιρέσεις» από την εξεζητημένη καλλιέπεια ενός μοντέρνου- υπερρεαλιστή ποιητή που φωτίζουν νυχθημερόν τα κείμενά του αλλά δεν γίνονται αντιληπτές από το μεγάλο κοινό της ποίησης. Δεν δανείζεται τα πάντα από τον αρχαίο ποιητικό γλωσσικό λειμώνα και τα εύοσμα άνθη του, το λεξιλόγιο του Τάσου Γαλάτη διαθέτει το γλωσσικό λαϊκό άπλωμα και την ποιότητα που συναντάμε σε ένα παραμύθι, σε μία λαϊκή στιχουργική, μία λαϊκή παραμυθία, στο καθημερινό λακιρντί των απλών της ελληνικής υπαίθρου ανθρώπων ενίοτε και αγράμματων. Είναι η γλώσσα ενός αυθεντικού λαϊκού ποιητή-όπως οι ποιητικοί λυράρηδες πριν τον Όμηρο- με βάθος, μέγεθος, ποιότητα, ύψος νοημάτων ουσιαστικότητα και δωρικότητα έκφρασης και ύφους. Ορισμένες φορές ανακαλεί στην ποιητική μνήμη τον λόγο του ποιητή και στιχουργού Μιχάλη Γκανά. Μόνο που η ποίηση του Τάσου Γαλάτη έχει περισσότερα ρεύματα απαισιοδοξίας, ενσυναίσθηση της εσωτερικής φθοράς και της εξωτερικής παρακμής, αισθητικής ενατένισης δίχως να τερματίζει το κοντέρ της απαισιόδοξης ματιάς του όπως ο Κώστας Καρυωτάκης αλλά το σαρκάζει. «Σκόρπια σκουπίδια η ομορφιά του κόσμου…» μας λέει στο ποίημά του «Ο Κάλλιστος Κόσμος», σελ. 39. Με δύο λόγια θα γράφαμε ότι η ποίηση του Τάσου Γαλάτη ενώ προέρχεται από τις «κατακόμβες» του χρόνου του παρελθόντος οδεύει προς τις σήραγγες του μέλλοντος και αυτό δεν είναι υπερβολή. Θα μπορούσαμε να πούμε και εμείς όπως έγραψε ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης για την ποίησή του και τον εαυτό του ότι ο Τάσος Γαλάτης είναι ένας έλληνας ποιητής του Μέλλοντος.

Σημαντικοί κριτικοί της εποχής του πρόσεξαν και επαίνεσαν το έργο του, έγραψαν και την σχολίασαν όπως ο νομπελίστας μας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης. Βραβεύθηκε από  την επίσημη πολιτεία και αρκετές ποιητικές ανθολογίες περιλαμβάνουν στις σελίδες τους ποιήματά του.

 Ο Τάσος Γαλάτης εμφανίστηκε εκδοτικά στο Ελληνικό ποιητικό στερέωμα με την ποιητική συλλογή «Μυθολογία του δάσους», Αθήνα 1962. Έξι χρόνια αργότερα, το 1968 εκδίδει την συλλογή «Τα παροράματα», Αθήνα, εκδόσεις Ιωλκός 1968. Ακολουθούν οι συλλογές «Τα χαράγματα» Αθήνα, Πλέθρον 1986, από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης κυκλοφορούν δύο ποιητικές του συλλογές «Ανιπτόποδες και σφενδονήτες» 2005 και «Μέμνησο» Αθήνα 2017. Οι υπόλοιπες συλλογές του κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Τυπωθήτω/ Gutenberg- Γιώργος και Κώστας Δαρδανός. «Ο σημειωμένος» 2005, «Κάθοδος» 2011, «Το φως του κόσμου», 2013, «Νυχτερινή Οξυγραφία», 2013, «Ο κάλλιστος κόσμος» 2020.

       Μικρό Ανθολόγιο από την συλλογή του «τα χαράγματα» την πρώτη του συλλογή που ήρθα σε επαφή με την ποίησή του και την αγάπησα.

Εκδόσεις «ΠΛΕΘΡΟΝ»- Ελληνική Λογοτεχνία, Αθήνα 1986. Σελ. 96 διαστάσεις 11.5Χ17. [Η ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΓΑΛΑΤΗ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΣΤΟΝ ΠΟΛΙΤΗ ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΤΟΝ ΜΑΡΤΙΟ ΤΟΥ 1986 ΣΤΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΣΕ ΧΙΛΙΑ ΑΝΤΙΤΥΠΑ ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΠΛΕΘΡΟΝ]. ΜΑΚΕΤΑ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ ΒΑΣΩ ΑΒΡΑΜΟΠΟΥΛΟΥ. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ Πύλινη πινακίδα με χαρακτά σημεία Από το Ανάκτορο του Νέστορος.

          «Ο Τάσος Γαλάτης γεννήθηκε στο Αργοστόλι της Κεφαλλονιάς το Δεκέμβριο του 1937 και κατάγεται από την Νέα Φιγαλεία της Ολυμπίας. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ποιήματά του δημοσιευτήκαν για πρώτη φορά στο περιοδικό Πανσπουδαστική (Απρίλιος 1962). Το πρώτο του βιβλίο Μυθολογία του Δάσους (1962), χαρακτηρίστηκε από την κριτική «σαν μιά παρουσία από τις σπανιότερες μέσα στην παραγωγή των νεοτέρων» (περ. Διάλογος 2, Θεσσαλονίκη 1962). Για το δεύτερο βιβλίο του Τα παροράματα, (1968), ο Οδυσσέας Ελύτης παρατήρησε: «σπάνια το ποιητικό πρόβλημα αντιμετωπίζεται με τόση σοβαρότητα».

          Ο Τάσος Γαλάτης υπηρέτησε ως φιλόλογος σε διάφορα σχολεία του εσωτερικού και του εξωτερικού και τα τελευταία χρόνια εργάζεται στο δημόσιο Λύκειο Φιλοθέης».

     (από το Οπισθόφυλλο)

Η ποιητική ύλη του παρόντος βιβλίου χωρίζεται σε Έξι ενότητες: ΧΙΟΝΙΑ- ΠΕΤΡΟΠΟΛΕΜΟΣ- Ο ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ- ΒΕΒΗΛΟΝ ΕΠΟΣ- ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΙΛΙΣΟΝ- ΤΑ ΧΑΡΑΓΜΑΤΑ. Τα ποιήματα φέρουν ελληνικούς, λατινικούς και ξενόγλωσσους τίτλους. Σε κάθε ποιητική μονάδα αντιλαμβανόμαστε άμεσα το στίγμα της προέλευσής της και την αιτία της αποτύπωσής της πάνω στο χαρτί. Τίτλοι όχι συνηθισμένοι αλλά συμπεριληπτικοί της αφορμής τους. Ποιήματα ολιγόστιχα, συμπυκνωμένα γύρω από έναν αφετηριακό πυρήνα που διασπάται σε μνημονικές επισημάνσεις με σύγχρονες δηλώσεις προσώπων και τοπίων. Ένας σελαγισμός έρωτα προς κάθε τι που αγγίζει το βλέμμα του ποιητή και μία βαθειά αίσθηση υπευθυνότητας ως δασκάλου απέναντι σε μαθητές του. Υποστρώματα Πλατωνικής αισθητικής διάχυτες αισθήσεις ομορφιάς στις ανθίσεις και τον μαρασμό τους μέσα στο ποίημα. Φιλοσοφικός στοχασμός για την πορεία των πραγμάτων μέσω μιάς ποιητικής πνοής ίσως ορισμένες φορές αυτοαναφορικής που διαρκώς μετακινεί τους δείκτες του ρολογιού της ζωής του.

ΧΑΡΑΓΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΛΥΚΗ ΤΗΣ ΘΑΣΟΥ

ΩΡΑΙΑ είναι η Νικοβούλη στην Έφεσο

και όμορφος ο Φίλων,

η Κροκωτίς και η Μυρσίνη,

ο Δορυμένης και ο Δρόμων,

Διμύλος, Σίμος και Αριστογείτων

όλοι τους νέοι και καλοί.

 

Μάρτυρας αψευδής η αρχαία πέτρα

είχανε φίλους αφοσιωμένους

κι εραστές πιστούς.

Μακάριος ο ύπνος τους

άρωμα πεύκου και θαλασσινό αγέρι

άς μυρώνει πάντα τ’ όνομά τους

αυτοί, Θεέ μου, μοιράστηκαν την αγάπη…

--

ΝΟΝΑ

ΑΧ Θέ μου

που δε σε είδα ποτέ μου,

 

στέναζε συχνά πυκνά η νόνα μου η Κανέλλα

πότε στον αργαλειό ισιάζοντας το υφάδι

πότε στο λόγγο ζαλωμένη πουρναριές

στ’ αμπέλι, στο περβόλι, στις ελιές και στη νεροτριβή

κι όταν κατάκοπη τα βράδια

συνταύλιζε τα κούτσουρα στο τζάκι.

 

Μα εγώ που ολιγόπιστος

σ’ έψαχνα μάταια στον ουρανό

σε είδα και σε άγγιξα ακέριο Θέ μου

στον άγιο μόχθο της’

πώς ευωδίαζε σαν εκκλησία το σπίτι

όταν η μάνα απλώνει τα κιλίμια της.

--

ΤΟ ΑΝΕΛΠΙΣΤΟ

ΕΑΝ μη έλπηται-

 

Χρόνια με σταυρωμένη την ελπίδα

και τόσες πολιτείες θανάσιμα υπαρκτές

Αθήνα, Βουδαπέστη, Πράγα

Αθήνα ’67, Σαντιάγκο ‘73

και ο Μαρίνος στο πραιτώριο

κι ο Μίχος σφαδάζοντας μετέωρος

ανάμεσα ουρανού και γης.

 

Εάν μη έλπηται

εάν μη έλπηται

κι αυτός στο δόκανο αρπαγμένος

μην κυνηγάς το ανέλπιστο μου φώναξε-

 

Νυχτερινά τηλεγραφήματα εκ Σαϊγκόν’

ΑΝΕΛΠΙΣΤΟΝ ΟΥΚ ΕΞΕΥΡΗΣΕΙ.

--

ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ

ΜΙΡΑΖ και Μίγκ σκίζουν τον ουρανό.

 

Η δεκαοχτούρα όμως το βιολί της

βαθιά χαράματα κι άρχισε ήδη

τους ακαταπόνητους λογαριασμούς της.

Πρέπει να υποβάλω αίτηση

να με προσλάβει λογιστή της

κι έχει ο θεός, μπορεί με τον καιρό

και την καλή τη δούλεψη

να βγούμε συνεταίροι.

 

Το αδιόδευτο ανέλπιστο του Ηράκλειτου.

--

ΤΟ ΓΕΡΑΣΜΑ

ΓΕΡΑΣΕ ο κόσμος κι άδειασε

η Ομορφιά κι εκείνη παζαρεύεται στους δρόμους’

άχ Νικοβούλη στη ρημαγμένη Έφεσο

τ’ αγέλαστα η μανιασμένη Σίβυλλα

πικρανασαίνει.

 

Πρόστυχοι στίχοι, ανήκουστες βλαστήμιες

ταπεινές αισχρολογίες

και συχνά διευθύνσεις και τηλέφωνα

στις πιό απροσδόκητες γωνιές

ακόμη και στις δημόσιες τουαλέτες.

 

Δεν έχει τέλος, δεν μερώνει

η αγριότητα της μοναξιάς.

--

ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ

ΓΙΑ να γίνει ο θάνατος

βασίλειο των πουλιών

κι οι πέτρινοι σταυροί στα μνήματα

τα πιο αυθεντικά σημάδια

για τα χρόνια σου,

 

ώ αγάπη μου,

 

ήταν το χιόνι

που μας θάμπωσε

ή τάχα ένας αρχάγγελος

τίναζε τις φτερούγες του;

--

ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ

Μ’ ένα βιβλίο ανοιχτό στα γόνατά τους

οι γέροι του χωριού σου πέθαιναν

καρφώνοντας τα μάτια τους

ψηλά στο πέτρινο καμπαναριό

με τους αγγέλους.

 

Την άλλη αυγή

ξεπλέναμε τα χέρια μας στα χιόνια

κι έτσι σωνόταν ο Φλεβάρης

ερχόταν άνοιξη θαρρώ

κι ο Μάρτης στο μνημόσυνο,

στη γειτονιά σου σκόρπιζε

μαύρα τα χελιδόνια…

--

MAX  ESTER

ΧΩΡΙΣ χρονολογία

σ’ ένα γειτονικό ανώφλι

με την ένδειξη versuch zum Lowen

το ύφος του χαράγματος

μαρτυρεί την ίδια εποχή

που σκάλιζε ο Poggi το δικό του όνομα.

 

Το ήξερες Max Ester

το είδες στο Δίστομο και στα Καλάβρυτα

η προαιώνια φρίκη

δεν χρονολογείται.

--

ΑΓΚΑΘΙ ΝΗΣΤΙΚΟ

ΜΑ σύ Μυλάοντα

που ξαναγυρνάς στη νιότη σου

όταν τα χιόνια λυώνουν,

 

δώσ’ μου να ξαναφτάσω το παιδί

που μάτωσε στον πετροπόλεμο

κι έτσι να περπατήσω ξέσκεπος

με κουρεμένα τα μαλλιά

κι άδειες τις τσέπες μου

 

Μεθύδριο, Βαλτεσινίκο και Μαγούλιανα,

 

και την καρδιά μου αγκάθι νηστικό

να γρατζουνάει τ’ άστρα.

--

Η ΝΟΣΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΟΝ

ΥΠΑΡΧΟΥΝ βέβαια πολλοί τρόποι

ν’ ανακαλύψει κανείς την ποίηση

έτσι κι αλλιώς μεγάλος ή μικρός ποιητής

κανένας δεν γλιτώνει,

θα νιώσει κάποτε στη σάρκα του

τα δόντια της αρπαγής

και τότε το παλιό βιολί του δύστυχου Πολέμη

βουβαίνεται και δε λαλεί

αν λάλησε κι αυτό ποτέ του.

 

Δεν έχει σημασία το δόκανο, το είδος της παγίδας

όσο το δάγκωμα, ο οίστρος που κυνηγάει την Ιώ

στα τέρματα της οικουμένης

και τώρα κλαίει και οδύρεται’

τί μήχαρ ή τί φάρμακον νόσου;

Μα δεν της είναι βολετό

μ’ ό,τι κι αν σοφιστεί

να ξεγελάσει τον Τύραννο.

 

Ούτε και η Ποίηση.

--

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Τετάρτη 8/10/2025        

 

 

Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2025

Η ΠΛΩΤΗ ΣΧΟΛΗ ΠΕΙΡΑΪΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

 

ΠΛΩΤΗ ΣΧΟΛΗ ΠΕΙΡΑΪΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Του Σάββα Παπαδόπουλου

Εφημερίδα Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Παρασκευή 23/2/1945

 

          Ξαναπιάνοντας στα χέρια μου τα «ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΚΑ» του πειραιώτη ποιητή και δημοσιογράφου Νίκου Ι. Χαντζάρα- υδραίου την καταγωγή από την πλευρά της μητέρας του Μπίλιως- ο ίδιος δεν παύει να μας το τονίζει συχνά στα χρονογραφήματά του καθώς σκιαγραφεί τα πορτραίτα των μελών της οικογένειάς του και των καθημερινών συνηθειών και ασχολιών τους. Εδώ από την μεριά μας να επισημάνουμε ότι από το γεγονός αυτό (παιδικά και εφηβικά ακούσματα και συνομιλίες) προέρχεται και το Αρβανίτικο λεξιλόγιό του (λέξεις, φράσεις, μικρές προτάσεις του) που συναντάμε συχνά στα «Πειραιώτικα» μαζί με μεταφρασμένες στα ελληνικά γαλλικές λέξεις και εκφράσεις και φυσικά την δημοσιογραφική γλωσσική εκφραστική της εποχής την οποία υιοθετούσε στα γραπτά του. Τα δημοσιεύματα του Χαντζάρα απευθύνονταν τόσο στους αστούς γηγενείς, μέτοικους Πειραιώτες, όσο και στους απλούς μεροκαματιάρηδες κατοίκους της πόλης, του λιμανιού, τους καφενόβιους, των δημοτών του που συναντούσε στις λαϊκές ταβέρνες και τα άλλα δημόσια στέκια, τους δημοτικούς κήπους και τα πάρκα, τα ζαχαροπλαστεία, τα μπακάλικα και τα μπαρμπέρικα από όπου αντλούσε τις πληροφορίες και το ειδησεογραφικό υλικό για τα μέρα παρά μέρα σχεδόν κείμενά του. Ο Πειραιολάτρης ποιητής όπως ο ίδιος και πάλι μας εξομολογείται σε ένα του χρονογράφημα για το «χωριό του» μιλώντας μας για την απώλεια του ιερέα του καινούργιου ναού που οικοδομήθηκε του Αγίου Βασιλείου, του «πνευματικά ευρυμαθούς» θεολόγου Γεώργιου Μακρή, έκανε τα πρώτα δειλά ποιητικά του βήματα από το θρησκευτικό περιοδικό- φυλλάδιο που συνηθίζονταν να κυκλοφορούν οι διάφορες εκκλησιαστικές ενορίες «Αναμόρφωσις». Βλέπε «Πάτερ- Γεώργιος» Παρασκευή 2/2/1945. Γράφει: «…Τον είχα γνωρίσει από την παλιάν εποχή που δεν είχεν ακόμα ιερωθή. Έβγαζε τότε το θρησκευτικό περιοδικό «Αναμόρφωσις» και εκήρυττε το λόγο του Θεού. Στα πρώτα φύλλα του περιοδικού αυτού είχα δημοσιέψει μερικούς νεανικούς μου στίχους……». Η εσωτερική αυτή άμεση μαρτυρία του Χαντζάρα είναι μία από τις πληροφορίες που μας παράσχει φανερώνοντας μας την φιλομάθειά του, την ατομική του ευρυμάθεια και φιλαναγνωσία το ταλέντο του στην Ποίηση. Καθώς ταξινομούσα τα χαρτιά και τις φωτοτυπίες, τις σημειώσεις και αντιγραφές που είχα φυλάξει βρήκα ένα δημοσίευμα του παλαιού πειραιώτη δημοσιογράφου και φίλου του Χαντζάρα, συνεργάτη του στον τοπικό τύπο Σάββα Παπαδόπουλο. Στην γενική βιβλιογραφία για τον Ν. Ι. Χαντζάρα συμπεριλαμβάνεται και ο Σάββας Παπαδόπουλος εφόσον έχει δημοσιεύσει επαινετικά σχόλια και κρίσεις για τον δημοσιογράφο ποιητή.

 Το χρονογράφημα του γεννημένου στην Τραπεζούντα της Μικράς Ασίας (1905-4/8/1978) δημοσιογράφου, φιλόλογου και ποιητή Σάββα Παπαδόπουλου φέρει τον ακριβή τίτλο «Πλωτή σχολή Πειραϊκής λογοτεχνίας η εξέδρα του Νέου Φαλήρου» δημοσιευμένο στην «Η Φωνή του Πειραιώς» της 23 Φεβρουαρίου 1945. Το απόκομμα δημοσιεύεται στο ίδιο φύλλο με το χρονογράφημα «Βατερλώ» του Ν. Ι. Χ. Ασχολούμενος με τον Χαντζάρα δεν έδωσα σημασία στο κείμενο του Σάββα Παπαδόπουλου που την υπογραφή του την είχα συναντήσει αρκετές φορές στον τοπικό τύπο. Τις τελευταίες δεκαετίες συγκεντρώνοντας στοιχεία για τον Λογοτεχνικό Πειραιά, τους συγγραφείς και τα έργα τους, πρόσωπα και πράγματα υποστηρίζοντας την άποψη, την θέση, ότι ήρθε πλέον ο καιρός να μιλάμε, να αναφερόμαστε σε «Λογοτεχνική Πειραϊκή Σχολή» και όχι σε «Λογοτεχνική παρέα της Φρεαττύδας», «Λογοτεχνικές συντροφιές των Καφενείων», "πειραιώτες λογοτέχνες της ταβέρνας" κλπ., που μειώνουν την προβολή και την προσφορά των Πειραιωτών δημιουργών στα Ελληνικά Γράμματα, επιθυμώντας να καθιερώσω τον όρο στην καθόλου ιστορία της Πειραϊκής Λογοτεχνίας αναζητούσα ένα δημοσίευμα, ένα κείμενο, έναν πειραιώτη συγγραφέα ο οποίος θα είχε στα παλαιότερα χρόνια την ίδια συναντίληψη και θέση με εμένα. Προσπαθούσα να κατανοήσω γιατί στους πνευματικούς κύκλους της γενιάς μου και δημιουργούς- μετά την μεταπολίτευση- που είχα συζητήσει το θέμα, άρχισα να το υποστηρίζω έβρισκα αντίσταση, άρνηση, αυτό που λέμε λαϊκά «κλειστές πόρτες». Ορισμένοι μάλιστα με απέτρεπαν από το να οικοδομήσω την θέση μου αυτή, την θεωρούσαν λανθασμένη. Όμως καθώς ερευνούσα τα Πειραϊκά Γράμματα και έβλεπα τον πλούτο τους και την πολυμορφία τους, την ποικιλία τους, τις εκδόσεις πειραϊκών βιβλίων και λογοτεχνικών περιοδικών, τον μεγάλο πληθυσμιακά αριθμό των λογίων και διανοουμένων τους σε σχέση με τις άλλες γεωγραφικές περιοχές και τοποθεσίες της πατρίδας μας, πχ. Θεσσαλονίκη, Κρήτη, Επτάνησα, Πρωτεύουσα και τις Λογοτεχνικές Σχολές τους που είχαν καθιερώσει, επέμενα, δεν ήθελα να κλείσω το ζήτημα. Πάντα στροβιλίζονταν μέσα στην σκέψη μου και αναζητούσα την αφορμή μιάς συν-μαρτυρίας, μια άλλης γνώμης. Ή στην τελική ανάλυση μήπως αυτή μου η θέση ήταν φρούδες ελπίδες ενός φαντασιόπληκτου πειραιώτη ποιητή και κριτικού μελετητή της ελληνικής λογοτεχνίας; Δεν ευσταθούσε, είχαν δίκιο οι άλλοι, που έζησαν καταστάσεις, γνώρισαν πρόσωπα, ενστερνίστηκαν πνευματικές ιδέες και αντιλήψεις της πόλης του Πειραιά. Έτσι έμεινε στις καλένδες η θέση μου.

Και να που βρέθηκε μπροστά μου στις μέρες μας, αυτό το Καλοκαίρι του 2025 μία φωτοτυπία που ενεργοποίησε εκ νέου τις παλιές υποστηρικτικές θέσεις μου, ότι δηλαδή οφείλουμε να μιλάμε για «Πειραϊκή Λογοτεχνική Σχολή». Το καλογραμμένο κείμενο του Σάββα Παπαδόπουλου ασφαλώς αναφέρεται στις πειραιώτικες και όχι μόνο συντροφιές που σύχναζαν, στα ζαχαροπλαστεία τα καφέ του Νέου Φαλήρου. Τα χρόνια που κατέβαιναν Αθηναϊκές οικογένειες, όπως η φαμίλια του ποιητή και δασκάλου Κωστή Παλαμά, ο αγγελόμορφος Άγγελος Σικελιανός, ο ιστορικός της ελληνικής λογοτεχνίας Άριστος Καμπάνης, ο ποιητής και μεταφραστής Γεώργιος Στρατήγης, ο Παύλος Νιρβάνας και αρκετοί άλλοι για να κάνουν την βόλτα τους, την περαντζάδα τους, να φάνε το γλυκό τους ή να κολυμπήσουνε. Η Εξέδρα του Νέου Φαλήρου ήταν τόπος αναψυχής για Πειραιώτες και Αθηναίους, τους επισκέπτες του Ξενοδοχείου «Ακταίον». Από τον χώρο αυτό πολύβουης συνάντησης δεν θα μπορούσαν να απουσιάζουν οι πειραιώτες συγγραφείς, λόγιοι, διανοούμενοι που έστηναν τα «πηγαδάκια» τους, έπιναν το αναψυκτικό τους, έτρωγαν το γλυκό τους, έκαναν τα φιλικά πειράγματά τους, έθαβαν ή ανύψωναν συγγραφείς συναδέλφους τους, μιλούσαν για την συγγραφική τους παραγωγή τα περιοδικά και τα βιβλία που διάβαζαν, με δύο λόγια, ανάσαιναν ψυχαγωγικά και πνευματικά. Ότι γίνεται τέλος πάντων σε κάθε ανδροπαρέα που αναζητούσαν την καθιέρωσή τους στους λογοτεχνικούς κύκλους. Ας μην λησμονούμε ότι και στους Αθηναϊκούς κύκλους το ίδιο συνέβαινε, ας θυμηθούμε το «πατάρι του Λουμίδη», την πλατεία «της Δεξαμενής» όπου σύχναζε ο κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, το ζαχαροπλαστείο του «Ζώναρ» στην Πανεπιστημίου,  το ορθάδικο στέκι-καφέ της οδού Βουκουρεστίου, του δρόμου της Φωκίωνος Νέγρης στην περιοχή της «Κυψέλης» κλπ. Η μελέτη του Γιάννη Παπακώστα για τα «Φιλολογικά Καφενεία» από τις εκδόσεις «Εστία» που έχει κυκλοφορήσει είναι αρκετά χρήσιμη ακόμα και σήμερα μια και δεν μας μιλά μόνο για τις λογοτεχνικές παρέες και συζητήσεις τους αλλά, και για τα Τοπόσημα συνάντησης των λογοτεχνών. Ο Νίκος Ι. Χαντζάρας μνημονεύει στα Πειραιώτικά του αρκετά μέρη, Τοπόσημα, κέντρα συνάντησης, τοποθεσίες,  πειραιωτών πνευματικών δημιουργών και καλλιτεχνών. Ενώ μας δίνει και το στίγμα και την ονομασία ορισμένων Τοπωνυμιών των περασμένων δύο αιώνων από την ίδρυση του Δήμου 1835 και τις πρωταρχικές ονομασίες τους που άλλαξαν όπως είναι φυσικό στο πέρασμα των αιώνων και την αλλαγή και εξέλιξη της πειραϊκής ιστορίας και του Δήμου. Ορισμένες ονομασίες, τοποθεσιών και μαγαζιών ψυχαγωγίας και των ιδιοκτητών τους, κεντρικά μέρη συνάντησης πειραιωτών έδωσαν και την ονομασία της περιοχής ή της συνοικίας. Ας φέρουμε στο νου μας το γνωστό παλαιό ζαχαροπλαστείο της «Στάνης» μπροστά από την Ιωνείδιο Σχολή, το παλαιό καφενείο «Ακροπόλ» στην πλατεία Κοραή γωνία Κολοκοτρώνη και Βασιλέως Γεωργίου του Α΄, το ζαχαροπλαστείο του «Χαραμή» στην Τερψιθέα κοντά στο παλαιό κτήριο του ΝΑΤ, την «Μυριόβιβλο» κάτω από την οικία του Στρίγκου κλπ. Σύγχρονα Τοπόσημα και Τοπωνύμια της Πόλης του Πειραιά που προστέθηκαν στα παλαιότερα γνωστά του Δήμου και του ευρύτερου πειραϊκού χώρου. Των όμορων Δήμων της Νίκαιας- Νέα Κοκκινιά, της Δραπετσώνας, του Περάματος, του Κερατσινίου, ακόμα και του Κορυδαλλού. Αυτά που μας είναι γνωστά και έχουν καταγράψει μεταξύ άλλων ο ιστορικός Ιωάννης Μελετόπουλος στα «Πειραϊκά» του, ο Δημήτρης Σπηλιωτόπουλος στους «Δημάρχους» του, ο Χάρης Κουτελάκης στο περιοδικό «Ψυττάλεια» και μαζί με την Αμάντα Φωσκόλου στο βιβλίο τους «Ο Πειραιάς και οι Συνοικισμοί» του, ο Παύλος Τσαρόπουλος στις «Πειραϊκές Εικόνες, μνήμες και αναμνήσεις» του. Στις μελέτες του ο Γιάννης Ε. Χατζημανωλάκης και ιδιαίτερα για το Λιμάνι, στα βιβλία των αναμνήσεών του ο Γιάννης Σωτηρίου, ο ποιητής και μελετητής της πειραϊκής ιστορίας Δημήτρης Φερούσης στα δικά του βιβλία. Ο Αλέκος Χρυσοστομίδης στις θεατρικές του αναμνήσεις, ο Παναγιώτης Τσουτάκος στην τρίτομη ιστορία του Κερατσινίου που κυκλοφόρησε, στην αρθρογραφία του ο Δημήτρης Κρασονικολάκης, ο Βασίλης Πισιμίσης στο βιβλίο του για την Τρούμπα, το ζεύγος των ιστορικών Λίτσα Μπαφούνη και Νικόλαου Μέλιου στα βιβλία τους, «Καμίνια», «Φάληρο» η Σταματίνα Μαλικούτη στο «Πειραιάς 1834-1912» και ορισμένοι άλλοι που προετοίμασαν- συνέχισαν το δρόμο της έρευνας και της καταγραφής, της έκδοσης βιβλίων για τα Πειραϊκά Τοπωνύμια και Τοπόσημα όπως των: Κώστα Η. Μπίρη, «Αι τοπωνυμίαι της πόλεως και των περιχώρων των Αθηνών.- Η Μετονομασία των οικισμών», Αθήνα 1971 τιμή 44 ευρώ β΄ έκδοση συμπληρωμένη και συνοδευόμενη με δύο χάρτες. Γιάννη Καιροφύλλα, «Τοπωνύμια της Αθήνας, του Πειραιά και των Περιχώρων», Φιλιππότης- Αθήνα 1995 τιμή 20 ευρώ, και το πρόσφατο, Νίκος Μπελαβίλας, «Πειραϊκά Τοπωνύμια» Πειραιάς, Ι.Μ.Τ.Ι.Ι.Ε. 2025, τιμή 15 ευρώ. Δίχως να παραβλέπουμε την εξαιρετική μελέτη των Μάρω Βουγιούκα και Βασίλη Μεγαρίδη, «Οδωνυμικά του Πειραιά» Η Σημασία των Ονομάτων των οδών και πλατειών των Δήμων Πειραιά, Κερατσινίου, Δραπετσώνας, Νίκαιας, Κορυδαλλού, Αγίου Ιωάννου Ρέντη και Περάματος, Αθήνα, Φιλιππότης 1996. Αν δεν κάνω λάθος το βιβλίο των Βουγιούκα- Μεγαρίδη επανεκδόθηκε. Είχα την χαρά να γνωρίσω από κοντά την γλυκύτατη και ευγενέστατη Μάρω Βουγιούκα (Αθήνα 29/6/1926-) διέμενε στην Πλατεία Παύλου Κουντουριώτη στην Αθήνα και όταν της ανέφερα ότι είχα αγοράσει το βιβλίο της σε επόμενη συνάντησή μας μου πρόσφερε και την εργασία τους για τα Οδωνυμικά της Αθήνας.

Οι παραπάνω υποστηρικτικές βιβλιογραφικές πληροφορίες δεν δίνονται για να υπενθυμίσουμε εκδοτικά πράγματα γνωστά μας-σε όσους ασχολούνται συστηματικά με την ιστορία και τον πολιτισμό του Πειραιά, αλλά για να υποστηρίξουνε πολλαπλώς την θέση μας από διάφορες σκοπιές και χρονικές περιόδους την θέση μας για ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ. Κάτι που αξίζει στην πόλη μας.

Ας αντιγράψουμε και ευχαριστηθούμε αναγνωστικά το παλαιό αυτό δημοσίευμα του Σάββα Παπαδόπουλου που μίλησε ο μοναδικός από τις παλαιότερες γενιές λογίων και λογοτεχνών για «Πλωτή σχολή Πειραϊκής λογοτεχνίας» και, όσοι ενδιαφέρονται για την προσφορά του Πειραιά στα πνευματικά πράγματα της πατρίδας μας ας ενστερνιστούν και διαδώσουν τον όρο.

ΠΛΩΤΗ ΣΧΟΛΗ ΠΕΙΡΑΪΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Η ΕΞΕΔΡΑ ΤΟΥ Ν. ΦΑΛΗΡΟΥ

Ήτανε μιά φορά κι’ έναν καιρό στο Ν. Φάληρο μία εξέδρα ξύλινη πολιτεία της δροσιάς. Ποιός δεν την θυμάται; Κι’ όμως ποιός θυμήθηκε την ιστορία της. Πότε έγινε, σε πόσον κόσμο χάρισε το μυστήριο της νύχτας και τα χρώματα του ατλαζένιου Σαρωνικού; Όταν οι γερμανοί χρειάσθηκαν τα σίδερα της εξέδρας και ξύλωναν την εξέδρα, ξύλωσαν μαζί της και την ιστορία της, που κοντά στα άλλα αποτέλεσε και την πλωτή σχολή της Πειραϊκής λογοτεχνίας.

Εκεί στο ειρηνικό προγεφύρωμα των αστεριών, που πέφτανε στα φλογισμένα ρόδα μέσα στα γαληνεμένα νερά της ακτής Πρωτοψάλτη συγκεντρώνονταν οι γνωστότερες πνευματικές μορφές που πλαισιώνουνε το νεώτερο Πειραιά.

Εκεί πρωτοακούσθηκαν οι λυγμοί της νεοελληνικής μούσας, τα τραγούδια του Λάμπρου Πορφύρα. Εκεί ο Ν. Χαντζάρας εδιάβαζε τα θεοκριτικά του «Ειδύλλια». Εκεί ξέσπαγε το πριγκιπικό ταλέντο του Άγγελου Σικελιανού. Εκεί έσφιγγε και ξανάσφιγγε τα δόντια του ο Άριστος Καμπάνης, με τα μαλλιά στον άνεμο και την οργή στο στόμα:

-Πρέπει να βρίσουμε, πρέπει να βρίσουμε…

Εκεί ο δικηγόρος κ. Επιφάνης εδιάβαζε τα άρθρα της «γιαγιάς» μας, τα άρθρα της «Φωνής του Πειραιώς». Εκεί στην εξέδρα του Φαλήρου ο Σπύρος ο Μελάς σχεδίαζε το «Γυιό του Ίσκιου».

Είχε και ο Πλάτωνας την περιπατητική του σχολή και στο ύπαιθρο αντήχησε η σοφώτερη λαλιά των αιώνων. Είχαν οι Γάλλοι το Καρτιέ Λατέν κι ο Λέων Τολστόι τη Γιασνάγια Πολιάνα. Αλλά τα παιδιά του λιμανιού είχανε βρει τη μαγευτικώτερη του κόσμου σχολή, τη λησμονημένη εξέδρα, που αργά, πολύ αργά είχε περάσει από τα πνευματικά μεσουρανήματα στην πεζότητα των αγοραίων ερώτων κι’ αργότερα στην ταπείνωση της πρώτης ύλης για τη γερμανική πολεμική μηχανή. Βρισκόμαστε στα 1903. Λίγα χρόνια αργότερα η πνευματική φωλιά της εξέδρας βλέπει τα πουλιά της σκορπισμένα. Άλλοι έφυγαν στην Αθήνα, άλλοι δεν ξαναγύρισαν από τον Πειραιά. Και ένας, αυτός που αποτελούσε την οργανωτική ψυχή της συντροφιάς ο Άγγ. Σικελιανός, αυτός είχε φύγει για το Παρίσι. Το προγεφύρωμα της τέχνης νοστάλγησε για χρόνια πολλά. Και κάποτε δοκίμασε την ιαχή της θριαμβευτικής επανόδου.

Ο Ψυχάρης ωνειροπολούσε στη ζωή του «δόξα και γροθιές». Ο Σικελιανός στάθηκε τυχερότερος. Γύρισε από το Παρίσι γεμάτος δόξα και λεφτά. Τότε η εξέδρα γνώρισε μιά ξαφνική προαγωγή. Έφτασε στην τεράστια αίθουσα του εστιατορίου «Ακταίου». Ο Πορφύρας, ο Σπ. Μελάς, ο Α. Καμπάνης, ο Ν. Χαντζάρας, ο Δ. Βουτυράς, ο αδερφός του ο Μιλτιάδης Βουτυράς, μία από τις πιό αγνοημένες πνευματικές μορφές του Πειραϊκού στερεώματος, ελησμόνησαν, για μιά στιγμή, μέσα εκεί στους καϋμούς της εξέδρας. Αλλά γρήγορα ξαναγύρισαν στη μαγεία των ανοιχτών ουρανών. Και η πλωτή σχολή της Πειραϊκής λογοτεχνίας ύφανε για χρόνια πολλά στο χρυσό της τέχνης αργαλειό τα αριστουργήματά της. Ώσπου μία μέρα η φωλιά σκόρπισε οριστικά. Ο μεγαλόπνοος τραγουδιστής της «Θεσσαλίας» τραβήχτηκε στη θεία μόνωσή του πευκιά του Ξυλοκάστρου. Ο Μελάς κι’ ο Καμπάνης μεσουράνησε στο Αθηναϊκό στερέωμα. Ο Χαντζάρας προσδέθηκε οριστικά στο άχαρο άρμα της δημοσιογραφίας. Ο Πορφύρας ξαναγύρισε στην αγαπημένη του συντροφιά των ψαράδων. Κι’ έμεινε μόνη εκεί κάτω από το ποδοβολητό των πεζών ανθρώπων η περιπατητική μας σχολή. Δεν την εξύλωσαν οι Γερμανοί. Της εχάρισαν τη λύτρωση των συγκινητικών της αναμνήσεων…

ΣΑΒΒΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Διατήρησα την ορθογραφία της εποχής και του συντάκτη του κειμένου στην αντιγραφή του στα Λογοτεχνικά Πάρεργα.

Επιπρόσθετα ο Σάββας Παπαδόπουλος έχει δημοσιεύσει για τον Ν. Ι. Χαντζάρα, -"Φωνή του Πειραιώς" Τετάρτη 29/8/1945 "Αττικαί ισχάδες". - "Φωνή του Πειραιώς" 11/6/1945 Ο ποιητής των "Ειδυλλίων" Ο αυλός του τραγουδιστή μας στις κορυφές του Παρνασσού. Το έργον του Χαντζάρα. Και "ένας θερμός χαιρετισμός" σατιρικά ποιήματα στο γεύμα του δημάρχου Μιχαήλ Μανούσκου (;).

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2025

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2025

Ο Τινάνειος Κήπος στον Πειραιά

 

Από πού πήρε το όνομά του Το Περιβολάκι

          Χρόνια τώρα, με βασάνιζε μία απορία. Από τότε που άρχισα να γνωρίζω την πόλη του Πειραιά, κατέβαινα με το λεωφορείο 909 του Αγίου Βασιλείου- Αγίας Σοφιάς στο κέντρο της πόλης (το παλαιό 21) ή κατηφόριζα με τα πόδια από τα Μανιάτικα, περνούσα μπροστά από το γνωστό Περιβολάκι. Αυτήν την μικρή δεντροφυτεμένη έκταση- Κήπο- μεταξύ της εκκλησίας του Αγίου Σπυρίδωνα και της λεωφόρου Γεωργίου του Α΄. Τις προηγούμενες δεκαετίες υπήρχε στάση των λεωφορείων πριν ορισμένες από τις λεωφορειακές γραμμές έφταναν στην διασταύρωση της Βασιλέως Γεωργίου του Α΄ με την Ηρώων Πολυτεχνείου και έστριβαν δεξιά όπου ήταν η επόμενη στάση, του Δημοτικού Θεάτρου ή Πλατεία Κοραή, μπροστά στο τεράστιο γιαπί. Της παλαιάς Ραλλείου Σχολής. Επίσης, η τότε λεωφορειακή γραμμή 049 -τα μπλε όπως λέγαμε- είχε την αφετηρία της στην οδό Φίλωνος πάνω από το Περιβολάκι και το τέρμα των λεωφορείων ήταν στην οδό Αθηνάς στην Αθήνα. Το γεγονός αυτό έκανε όσους κατέβαιναν στον Πειραιά για δουλειές ή άλλες ασχολίες τους, να επισκεφτούν την πλούσια πάντα σε προϊόντα Αγορά του Δήμου, (εκεί που είναι και σήμερα) να βλέπουν ή να διασχίζουν τον πάντα περιφραγμένο χώρο του Κήπου με τις τέσσερεις πόρτες και τις αλλαγές που κάθε Δημαρχιακή αρχή επέφερε στον χώρο. Τους κηπουρούς του Δήμου να ποτίζουν τα δέντρα και τα λουλούδια. Μέσα στον Κήπο υπήρχαν παγκάκια που οι περαστικοί μπορούσαν να καθίσουν και να ξεκουραστούν, να χαζέψουν τους ανθρώπους, την κίνηση του λιμανιού να πιάσουν κουβέντα με τους περαστικούς. Για ένα διάστημα, δεκαετία του 1980-1990 είχε στηθεί ένα λυόμενο Περίπτερο κάποιας Δημοτικής Υπηρεσίας και ένα υπαίθριο καφέ- ζαχαροπλαστείο. Εντός του Κήπου υπήρχαν δύο εκθέματα. Ο «Γυμνός έφηβος» πάνω σε βάθρο έργο του γλύπτη Κώστα Βαλσάμη και ένα ιστορικό τεκμήριο του Βομβαρδισμού της Πόλης και του Λιμανιού την περίοδο του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, της μεγάλης έκρηξης. Η λαμαρίνα- ένα μεταλλικό κατάλοιπο της έκρηξης του πλοίου “Clan Fraiser”. Έξω από τον Κήπο προς την μεριά του λιμανιού, που τα πριν της επταετίας χρόνια υπήρχε το Παλαιό Δημαρχείο με το πασίγνωστο και φημισμένο «ΡΟΛΟΙ» το οποίο γκρεμίστηκε από τον δοτό δήμαρχο της δικτατορίας Αριστείδη Σκυλίτση με εισηγητική έκθεση μεταξύ άλλων του πειραιώτη ιστορικού Ιωάννη Μελετόπουλου. Έχουμε αναρτήσει παλαιότερα στα Λογοτεχνικά Πάρεργα τα Πρακτικά του τότε Δημοτικού Συμβουλίου, τις αντιδράσεις που είχε προκαλέσει η ενέργεια αυτή στην πειραϊκή μνήμη, σκεπάζοντας το «ΡΟΛΟΪ» με ένα είδος λαϊκού θρύλου στις συνειδήσεις των πειραιωτών ενώ στην πραγματικότητα, δεν ήταν το μόνο ιστορικό σύμβολο μνήμης και πολιτισμού του πειραϊκού λαού. Δέσποζε ακόμα ο ανδριάντας του αρχαίου πολιτικού Θεμιστοκλή ο οποίος ατένιζε τη θάλασσα έξω από τον Κήπο στο νότιο μέρος του. Το έργο είχε φιλοτεχνήσει ο γλύπτης Νικόλας (Νικόλαος Παυλόπουλος). Το γλυπτό όπως και ο άλλος ανδριάντας που είχε στηθεί στην Πλατεία Κοραή, αυτό του εθνάρχη πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου (έργο του Γιάννη Κανακάκη) ήταν προσφορά προς την πόλη του γηγενή πειραιώτη ιστορικού με οικογενειακή καταγωγή από το Άργος, Ιωάννη Αλέξανδρου Μελετόπουλου του γνωστού μας από το βιβλίο του «Πειραϊκά» Αθήνα 1945, και άλλες του συγγραφικές εργασίες και σημαντικές θετικές πρωτοβουλίες για τον Δήμο. Μπροστά από τον Θεμιστοκλή υπήρχε ένα σιντριβάνι. Ο υπαίθριος αυτός χώρος Το Περιβολάκι, έχει υποστεί στο διάστημα μισού αιώνα από τον περασμένο μέχρι των ημερών μας τόσες αλλαγές όσες μάλλον λίγες περιοχές και συνοικίες της πόλης από όσο θυμάμαι και δεν λαθεύω. (1). Ο Κήπος όμως άντεξε παρά τις επεμβάσεις και την «κατάληψή» του για περιόδους από διάφορα «παράξενα» άτομα και φυσιογνωμίες που είχαν εγκατασταθεί και διέμεναν εκεί όλο το εικοσιτετράωρο. Ας μην μας διαφεύγει ότι γειτνιάζει όχι μόνο με το παλαιό μοναστήρι-τον ναό του Αγίου Σπυρίδωνα-αλλά και με το Γιαχνί Σοκάκι όπου αρχίζει η κακόφημη περιοχή της Τρούμπας με τα μαγαζιά και την νυχτερινή κίνησή της που φτάνει έως την Χαριλάου Τρικούπη στον Άγιο Νικόλαο. Μπροστά στην Ακτή Θεμιστοκλέους υπήρχαν επιβατικά πλοιάρια και φέρυ μποτ τα οποία ελλιμενίζονταν και ένωναν τον Πειραιά με νησιά του Αργοσαρωνικού, τοποθεσίες της Σαλαμίνας, την Αίγινα, τον Πόρο κλπ. Από την άλλη πλευρά της Βασιλέως Γεωργίου του Α΄, βρίσκεται ο ιερός ναός της Αγίας Τριάδας, στο δε πλάι της υπήρχε αφετηρία λεωφορείων που πήγαιναν είτε στα Καμίνια είτε στον Άγιο Ιωάννη τον Ρέντη όπου ήταν το τέρμα τους. Την δεκαετία του 2010 ο δρόμος είχε ήδη πεζοδρομηθεί και υπήρχαν δύο τραπεζικά υποκαταστήματα. Σήμερα στεγάζεται σε έναν από τον τραπεζικό χώρο το ΚΕΠ του Πειραιά, μεταφερμένες οι υπηρεσίες του από το ισόγειο του "Πύργου" που βρίσκονταν και έχει ανακαινιστεί από την σημερινή Δημαρχιακή αρχή.

          Το Περιβολάκι,- ο Κήπος αυτός των 8 περίπου στρεμμάτων- όπως γνωρίζουν όσοι ασχολούνται με την ιστορία και τον πολιτισμό του Πειραιά, πέρασε ως σύμβολο μνήμης και μέρος ψυχαγωγίας των Πειραιωτών και συνάντησης, στα δημοσιεύματα, την αρθρογραφία, τις ημερολογιακές καταγραφές και τα βιβλία, πεζά και ποιητικά τόσο πειραιωτών όσο και αθηναίων δημιουργών. Ανθολογήθηκε από πειραιώτες σύγχρονους συγγραφείς σε έργα τους, αποτυπώθηκε η εικόνα του σε δεκάδες φωτογραφίες και τουριστικά καρποστάλ.

Πολλοί νέοι Πειραιώτες της γενιάς μου, επισκεπτόμασταν τον χώρο όπως προανέφερα, γνωριζόμασταν με πειραιώτες και μη επισκέπτες, πίναμε το αναψυκτικό μας συζητούσαμε περί παντός επιστητού, κλείναμε τα ραντεβού μας. Όπως κάνουν οι απλοί άνθρωποι στην καθημερινότητά τους και τις επαφές τους, στις επικοινωνίες τους. Όταν άρχισα να ασχολούμαι συστηματικότερα με τα πολιτιστικά του Πειραιά να διαβάζω κάθε βιβλίο που αγόραζα, περιοδικά, εφημερίδες που έπεφταν στα χέρια μου, να επισκέπτομαι αρχεία και βιβλιοθήκες αναζητώντας στοιχεία και πληροφορίες θέλοντας να γνωρίσω ουσιαστικά και σε βάθος την ιστορία της πόλης μου από την αρχαιότητα και μετά, να γνωρίζω ανθρώπους και πράγματα, να παρακολουθώ ομιλίες και διαλέξεις, συνειδητοποίησα κάτι που ακόμα και μέχρι πρόσφατα, πριν μία πενταετία με εξέπληττε. Ενώ οι σύγχρονοι Πειραιώτες και επισκέπτες της πόλης από κάθε γεωγραφικό νομό και διαμέρισμα της Ελλάδας ήξεραν Το Περιβολάκι, είχαν βαδίσει στα χώματά του είχαν μυρίσει τα λουλούδια του ή σκιαστεί από τα φύλλα των δέντρων του δεν γνώριζαν ποιά ήταν η πραγματική του ονομασία. Πώς ονομάζονταν από τους πειραιώτες ιστορικούς, ερευνητές, ιστοριοδίφες, παλαιούς συγγραφείς Το Περιβολάκι, και ποιός ήταν ο «νονός» της ονομασίας του; Ο ονοματοδότης του. Άκουγα σε συζητήσεις μου διάφορα ονόματα, πέρα από την γενική ονομασία Περιβολάκι που ήταν κάτι γενικό και θα μπορούσε να ισχύει και για άλλους δημοτικούς χώρους που είχαν Κήπους, σημεία συνάντησης και ραντεβού ατόμων και συνδημοτών μου, όπως οι Κήποι της Τερψιθέας, του Αγίου Κωνσταντίνου, της Πηγάδας κλπ. Το Περιβολάκι, δεν αποτελούσε ένα ακόμα Τοπωνύμιο του παλαιού Πειραιά που ενδεχόμενα θα μπέρδευε την αναγνώρισή του. Ήταν ένα από τα Τοπόσημα της πόλης όπως ήταν και άλλα στέκια και σημεία συνάντησης Πειραιωτών, πχ. το «Αυγό», το ζαχαροπλαστείο της «Στάνης» στην πλατεία Κοραή, το γωνιακό του «Παπασπύρου» στο Πασαλιμάνι, το μπαρ «Φοντάνα», του «Μπολέτση» η «Αμέρικαν Πίτσα», το μπαράκι «Διαχρονικό», το καφέ «Ροζέ Κλαίρ», το «Νατζά», κλπ. στέκια της νεολαίας και άλλων πειραιωτών. Ναυτικοί και διαφόρων κατηγοριών ναυτιλιακών επαγγελμάτων άτομα σύχναζαν στο Περιβολάκι και έκλειναν τα ραντεβού τους. Όμως όλοι, ή σχεδόν όλοι, γνώριζαν και επισκέπτονταν τον χώρο, λιάζονταν έκαναν τις γνωριμίες τους αλλά το όνομά του ποιό ήταν; Ακόμα και αν διαβάσουμε παλαιούς πειραιώτες ιστορικούς και συγγραφείς θα διαπιστώσουμε ότι το αποκαλούσαν Τιττάνιο Κήπο ή σκέτα Περιβολάκι ή ο Κήπος. Ας αντιγράψουμε ενδεικτικά τι μας λέει ο Πανταλέων Καμπούρογλου στην μελέτη του «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ» ΑΠΟ ΤΟΥ 1833-1882 ΕΤΟΥΣ. Γενική Κατάστασις- Κίνησις Εμπορίου- Ναυτιλία- Βιομηχανία. Εν Αθήναις 1883, σ. 112. Αναστήλωση Βιβλιοθήκη Ιστορικών Μελετών νούμερο 196 του Βιβλιοπωλείου Διονυσίου Νότη Καραβία, Αθήνα 1985.,

          «Το 1855 συμπίπτει με την ξένην κατοχήν, καθ’ ήν επί της δημαρχίας του αοίδιμου Λουκά Ράλλη σπουδαιότατα εξετελέσθησαν οδοποιητικά έργα’ από του 1846-1850 ανηγέρθησαν τα εξής Δημοτικά καταστήματα, το Δημαρχείον, το υδραϊκόν σχολείον και το Δημοτικόν Παρθεναγωγείον’ το δε 1863 ανηγέρθη η Δημοτική αγορά των εδωδίμων ο Τιττάνιος κήπος όστις υπάρχων από το 1840 κατηρτίσθη και ετελειοποιήθη το 1874 υπό του γάλλου ναυάρχου Δε- Τιτταί εκτάσεως περίπου οκτώ στρεμμάτων. Δύναταί τις να είπη ότι από της εποχής του 1856 χρονολογείται η προς τα πρόσω πρόοδος του τόπου εξασφαλισθείσα δια της τιμίας διαχειρήσεως όλων των κατά καιρούς δημάρχων του Πειραιώς….».

          Από το βιβλίο του δικηγόρου Δημήτρη Θ. Σπηλιωτόπουλου «Ο Πειραιεύς και οι Δήμαρχοι της Α΄ Εκατονταετηρίδος» Πειραιάς 1939, σ. 211 επίσης αντλούμε πληροφορίες και διαβάζουμε:

          «-Κατά την εποχήν ταύτην της κατοχής του Πειραιώς υπό των Γάλλων, ναυτών και στρατιωτών, κατελήφθη και ο χώρος ο υπό των σχεδιασάντων το σχέδιον της πόλεως Βαυαρών και Ελλήνων Μηχανικών, ο μεταξύ του ναού της Αγίας Τριάδος και του ναού του Αγίου Σπυρίδωνος, όστις ήτο προορισμένος κατά το ειρημένον σχέδιον δι’ ανέγερσιν θεάτρου υπό του Δήμου Πειραιώς και μετεβλήθη υπό των Γάλλων εις κήπον δια της φυτεύσεως πολλών πεύκων και μικράς εν αυτώ ρυμοτομίας, τον οποίον περιέβαλαν με ξύλινα κιγκλιδώματα, κατεσκεύασαν εις το κέντρον αυτού ξύλινην έδραν (ένθα επαιάνιζεν η μουσική), εν η είχον μικράν λαμαρίναν αναγράψει το έτος 1854 και ήτις διετηρήθη επί πολλά έτη, ως ενθυμούμεθα οι παλαιοί Πειραιείς, δια να μας υπενθυμίζη την κατοχήν των  Γάλλων, ωνομάσθη δε ο κήπος Τινάνειος εκ του ονόματος του Γάλλου ναυάρχου.

          -Ο Τινάνειος κήπος από της ιδρύσεώς του και επί μακρά έτη κατόπιν, όταν η Πειραϊκή Κοινωνία ήτο πολύ μικρά και δεν υπήρχον τόσον άφθονα και πυκνά τα μέσα της συγκοινωνίας μετά των Αθηνών και των προαστίων αυτών, η δε δια του σιδηροδρόμου τοιαύτη δεν ήτο τόσον πυκνή, ως είνε σήμερον, και όλοι εγνωριζόμεθα μεταξύ μας καλώς, και δεν εγνώριζε την προς τας Αθήνας άγουσαν, και δεν είχεν ανάγκην με λέξεις μόνον να φωνάζη το «ο Πειραιεύς δια τον Πειραιά», απετέλει εν εκ των προσφιλέστερων κέντρων του Πειραιώς, εις ό επαιάνιζεν η φιλαρμονική Μουσική, ως και αι Μουσικαί των ξένων πολεμικών πλοίων, άτινα κατά την εποχήν εκείνην διαρκώς εστάθμευεν εν Πειραιεί. Ο Τινάνειος κήπος επιμελείτο βεβαίως υπό των Δημοτικών αρχών, άτινες επί Δημαρχίας Τρύφωνος Μουτζοπούλου είχον τοποθετήσει εις διάφορα μέρη του κήπου επί κοντών την επιγραφήν: «Μη θίγεται τα δένδρα. Είνε στολισμός και υγεία. Ο βλάπτων τιμωρείται». Ο Τινάνειος Κήπος ήρξατο να χάνη την μεγάλην του κίνησιν, αφ’ ής ήρξαντο να αναφαίνωνται νέα κέντρα, ως ο περίπατος της Ζέας (Πλατείας Κανάρη- Πασαλιμάνι), ήτις συγκέντρωσε όλην την κίνησιν του περιπάτου ιδία  κατά τους θερινούς μήνας ο περίπατος του Τσίλερ, ιδίως όμως απώλεσε πάσαν κίνησιν, αφ’ ής επυκνώθη η συγκοινωνία μετά των Αθηνών δια του σιδηροδρόμου, των τροχιοδρομικών γραμμών, κατ’ αρχάς με ίππους, κατόπιν με ατμόν, και τέλος με ηλεκτρισμόν, και ο κόσμος ετράπη προς τας Αθήνας, τα Φάληρα, και τα προάστεια.

          Και είνε μέν αληθές ότι επί Δημαρχίας του Δημάρχου Θεόδ. Ρετσίνα από του 1887 μέχρι του έτους 1895 εδόθη τις ώθησις προς ανανέωσιν της παλαιάς κινήσεως, και επέτυχε μεν αλλά δι’ ολίγον χρόνον, ως θέλομεν κατωτέρω εκθέσει.» παράγραφοι 32-34, σελ. 44-45.

          Ο Δημήτρης Θ. Σπηλιωτόπουλος γράφει τα Δημοτικά πεπραγμένα των Πειραιωτών Δημάρχων της Α΄ Εκατονταετηρίδας, τις πρωτοβουλίες και αλλαγές, τις παρεμβάσεις τους στην γενική εικόνα της πόλης, στις συνοικίες και περιοχές της καθώς αυτή διευρύνονταν για να καλύψουν τις οικιστικές ανάγκες των δημοτών. Έργα εκσυγχρονιστικά, ηλεκτροφωτισμός της πόλης, έργα ύδρευσης, συγκοινωνιακό, ρυμοτομία και εγκαίνια νέων δρόμων και πλατεών που πραγματοποιούνταν, βελτιώνοντας τις ζωές των δημοτών, βοηθώντας τον εκσυγχρονισμό του Λιμανιού μετατρέποντας τον Πειραιά από ένα ψαροχώρι σε ένα διεθνές εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο, σε ναυτιλιακό κόμβο της Μεσογείου. Ο Σπηλιωτόπουλος σκιαγραφεί παράλληλα και τον χώρο, τις τοποθεσίες του Πειραιά τις αλλαγές τους, φωτίζει τις συνοικίες του Δήμου, τις νέες δημοτικές οικοδομές, τις πλατείες, τους κήπους τα δημόσια και ιδιωτικά κτήρια, μιλά για τα νεκροταφεία του. Καθώς η όψη της πόλης και στην παραμικρή του Δημάρχου απόφαση-και του Δημοτικού Συμβουλίου αλλάζει, αλλάζουν μαζί και οι συνθήκες ζωής των Πειραιωτών. Γράφει ακόμα για τον Τινάνειο Κήπο στην σελίδα 130 ο Σπηλιωτόπουλος, επαρκής πηγή και δεξαμενή πληροφοριών για τους μεταγενέστερους:

          «-Επίσης μετερρύθμισεν ολοσχερώς τον Τινάνειον κήπον, διότι αφήρεσε τα παλαιά ξύλινα κιγκλιδώματα, άτινα είχον κατασκευάσει οι Γάλλοι κατά την εποχήν της κατοχής, ως ανωτέρω ερρέθη, επί της Δημαρχίας Πέτρου Ομηρίδου, διά νέων σιδηρών, άτινα υπάρχουσι μέχρι σήμερον, ηγέρθησαν δύο περίπτερα καλαισθητικώτατα εντός του κήπου, εν προς το μεσημβρινόν μέρος, ένθα η οδός Σωτείρας ήδη Ρέπουλη, όπερ εχρησιμοποιήθη ως καφενείον, και έτερον προς το αρκτικόν μέρος, ένθα η οδός Γεωργίου Α΄, όπερ εχρησιμοποιήθη ως ζυθοπωλείον, και έτερα δύο προς τας γωνίας αρκτικοδυτικήν και μεσημβρινοδυτικήν, άτινα εχρησίμευον ως πρατήρια, εκμισθούμενα υπό του Δήμου, διερρύθμισε δε και την εις το κέντρον του κήπου υπάρχουσαν εξέδραν της μουσικής, και εν γένει ο Τινάνειος κήπος διερρυθμίσθη επί το καλαισθητικώτερον. Και πράγματι υπό την διεύθυνσιν των προοδευτικών μισθωτών των δύο περιπτέρων του κήπου Νίκ. Κόκορης και Κ. Αυδή ο Τινάνειος κήπος ανεζωογονήθη, και κατέστη και πάλιν το γενικόν κέντρον συναντήσεως των Πειραιέων με τα κονσέρτα του καθ’ εκάστην μέχρι του μεσονυκτίου με τας μουσικάς, τας ταραντέλλας, και εκεί συνήντα τις όλους τους Πειραιείς από του Δημάρχου μέχρι του τελευταίου πολίτου, διετήρησε δε την ζωήν και την κίνησιν αυτών μέχρι της λήξεως  της μισθώσεως των άνω μισθωτών, διότι μετ’ αυτήν περιήλθεν εις μισθωτάς κάθε άλλο ή καταλλήλους δια τοιούτον κοσμικόν κέντρον κατόπιν δημοπρασίας προς ενοικίασιν αυτού , ιδίως δε όταν εγένετο πολύ βραδύτερον μισθωτής επί Δημαρχίας Δημοσθένους Ομηρίδου ο Π. Λάμπρος, όστις αυτοδυνάμως προέβη και εις τε την αποκοπήν πεύκων εκ του κήπου, και όταν είδεν ότι ο κόσμος έπαυσε να συχνάζη εις το κέντρον εκείνο, και εις την  εγκατάστασιν Καραγκιόζη επί της εξέδρας, αξιών και την πληρωμήν εισόδου από  τους Πειραιείς, ότε επενέβη πλέον η Δημοτική αρχή, ήτις εσταμάτησε τας αυθαιρέτους πράξεις αυτού, ως θα ίδωμεν εις το κεφάλαιον περί της Δημαρχίας Δημοσθένους Ομηρίδου.».

          Από τα παραπάνω στοιχεία και πληροφορίες που αντιγράψαμε βλέπουμε ότι η μη σωστή ονομασία για Το Περιβολάκι, του Τινάνειου Κήπου οφείλεται σε παρανόηση της μετάφρασης του ονόματος του Γάλλου Ναυάρχου. Ενώ υπάρχει και η πλειονότητα των ατόμων που μην διαβάζοντας τα σχετικά με την Πειραϊκή Ιστορία και τα της εξέλιξης της πορείας του Δήμου, ή δεν ενδιαφέρονται να ψάξουν περαιτέρω, αποκαλούν τον Κήπο Το Περιβολάκι, όπως το αποκαλούν μέχρι σήμερα εκτός αν το αναφέρουν σε γραπτά τους.

          Τέλος, αντιγράφω τέσσερα χρονογραφήματα του ποιητή και δημοσιογράφου Νίκου Ι. Χαντζάρα από τα «Πειραιώτικα» στην «Φωνή» τα οποία συμπληρώνουν τις θέσεις μας.

1).,    Ο  Τινάνειος  κήπος

          Καθώς εβάδιζα χτες το πρωί στην οδό Κολοκοτρώνη και περνούσα μπροστά από το ερειπωμένο από τις μπότες μεγάλο σπίτι του μακαρίτη Αλέξανδρου Μελετόπουλου, ακούω να με φωνάζουν:

-Ψιτ! Ψιτ! Κύριος!

-Κάποια κοντέσα θα με φωνάζη είπα μέσα μου. Ο καλός τρόπος της αιχμαλωτίζει! Και γύρισα να ιδώ.

          Ήτανε μιά βλογιοκομμένη μεσόκοπη με παπούτσια αλά Σαρλώ και με κάλτσες όχι αραχνοϋφαντες ή τρασπαράν, μα φτιαγμένες από πραγματικό δίχτυ του ψαρά, από πεζόβολο, πολύ της μόδας τον τελευταίο καιρό, τρεζ αν βογκ.

-Ορίστε, μαμζέλ ή μαντάμ, της είπα. Τι αγαπάτε;

-Ποιός είνε ο Τιτάνειος; Μου απάντησε.

-Αμέσως εκατάλαβα, πώς εζητούσε τον Τινάνειο, τον κατεστραμμένο δημοτικό κήπο, πού κάνουνε την τουαλέτα τους οι Ινδοί κατά δεκάδες και εικοσάδες.

-Αυτός είνε ο Τινάνειος κήπος, της είπα και της τον έδειξα. Μα νάν   όνε, λες με το πραγματικό του όνομα κι’ όχι Τιτάνειο, όπως τόνε λένε οι μισοί από τον πληθυσμό του Πειραιά.

-Είμαι φτωχειά κι’ αγράμματη, μου απάντησε.

-Δόξα σοι ο Θεός, που δεν είπες, πώς είσαι κ’ εσύ κοντέσσα.

          Ο Τινάνειος, λοιπόν, αυτός κήπος, που ζητούσεν η μεσόκοπη, μ’ έκανε ναν τόνε θυμηθώ στις δόξες του, όταν ήμουνα παιδί, μαθητής του Σχολαρχείου ή του Γυμνασίου.

          Τη μακρινήν εκείνην εποχή το Ωρολόϊ, το παληό Δημαρχείο, δεν είχε γειτονιά με το μεγάλο χτίριο της Τράπεζας και δεν εφαινότανε μικρό, όπως φαίνεται τώρα, που τα μάτια μας είνε χορτασμένα κι’ από το μέγαρο Σπυράκη κι’ από τ’ άλλα μέγαρα.

          Ο δημοτικός τούτος κήπος επήρε την ονομασία Τινάνειος από τον Κάρολο ντε Τινάν, Γάλλο ναύαρχο, που κατέλαβε τον Πειραιά με γαλλο- αγγλικές δυνάμεις, κατά την εποχή του Κριμαϊκού πολέμου.

          Ο πόλεμος αυτός διάρκεσεν από το 1853 μέχρι του 1856 κι’ ο Τινάν, αρχηγός των Γαλλοαγγλικών δυνάμεων, κατέλαβε την πόλη μας για να εξαναγκάση την Ελλάδα να κρατήση άψογην ουδετερότητα απέναντι της Τουρκίας.

          Την εποχήν αυτήν στην Ήπειρο και στη Θεσσαλία οι αντάρτες μας εφρόντιζαν με κάθε τρόπο να παρασύρουνε το επίσημο κράτος σε πόλεμο κατά της Τουρκίας, που πολεμούσε τότε τους Ρούσσους.

          Οι δυνάμεις του ναυάρχου Τινάν, για να μη σκουριάσουνε από την τεμπελιά, εγυμναζόντουσαν στον Τινάνειο, στην Τερψιθέα και στο Πασαλιμάνι και κάνανε και καμμιά περιποίηση στο δημοτικό κήπο, του εφυτεύανε δέντρα και λουλούδια και τον εποτίζανε. Αλλά θα συνεχίσουμε.

Εφ. Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, Σάββατον 10/3/1945

2).,   ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΒΟΛΑΚΙ

 Ας γράψουμε μερικά για τον Τινάνειο, για το Περιβολάκι.

          Εγώ τον θυμάμαι τον κήπον αυτόν από την εποχή, που ήτανε τα κάγκελά του ξύλινα.

          Είχε μέσα του δυό κομψά καφενεία σε σχήμα παγόδας. Αυτά τα νοικιάζανε από το Δήμο με δημοπρασία διάφοροι επιχειρηματίες.

          Μία τετραετία τα είχε νοικιάσει ο μακαρίτης συμπολίτης Παναγιώτης Λάμπρου ή Κρανιδιώτης, που είχε και το μεγάλο καφενείο στην Πλατεία Καραϊσκάκη, στην προκυμαία του Τζελέπη.

          Στο μικρόνε τότε Πειραιά, ο δημοτικός αυτός κήπος ήτανε μιά πραγματική όαση. Το καλοκαίρι περνούσανε τα βράδια τους εκεί οι καλύτερες φαμίλιες του παλιού Πειραιά.

          Στο κέντρο του κήπου είχε κατασκευαστή μιά μεγάλη μαρμαρένια ορχήστρα, που πολλές φορές είχε χρησιμέψη για σκηνή θεάτρου θιάσου βαριετέ, για συναυλίες, για παραστάσεις υπνωτιστών και μέντιουμ.

          Όταν από τον ρημαγμένο κήπο περνάω σήμερα, μου φαίνεται, πώς ξανακούω, ύστερις από τόσα χρόνια, τη βροντώδη φωνή του Φραντζέζου υπνωτιστή Ζώρζ Λεμπλάν, που από το ύψος της μαρμαρένιας εξέδρας έδινε τις προσταγές του προς το μέντιουμ Ζερτρούντ:

          -Μαμζέλ Ζερτρούντ! Αττανσιόν! Σουιβέ μα πανσέ!

          -Μαμζέλ Ζερτρούντ! Τρουβέ σύρ-λε σαν λε μόντρ ντ’ αρζάν!

          Έδινε τις προσταγές του στο μέντιουμ που είχε δεμένα τα μάτια του μ’ ένα φακιόλι και γύριζε στην πλατεία του κήπου σαν τυφλόμυγα ν’ ανακαλύψη τ’ ασημένιο ρολόϊ στην τζέπη κανενός αρνιακού από τους χίλιους θεατές των καταπληχτικών παραστάσεων του υπνωτιστή, ταχυδακτυλουργού και αριθμομνήμονα Ζώρζ…

          Η Ζερτρούντ έβαζε το χέρι της στην τζέπη του αρνιακού κ’ επιδείκνυε στον κόσμο το ασημένιο ρολόϊ, ο αφελής θεατής εσταυροκοπιότανε, γιατί δεν είχε ποτέ του αποχτήσει ρολόϊ κι’ η πλατεία εχειροκροτούσε μ’ ενθουσιασμό το Ζωρζ και τη Γερτρούντ [Εκείνος τύπος ζιγκολό της Μονμάρτρ, εκείνη κυριολεχτικά κάρρο].

          Την εποχήν εκείνη την παλιά το Περιβολάκι ήτανε στις δόξες του.

          Στη μιά παγόδα του εδίνανε καφέ, λικέρ και γλυκά κουταλιού και τσαγιού και στην άλλην μπίρα και μεζέδες διαλεχτούς.

          Το Περιβολάκι άστραφτε από την καθαριότητα και τα δένδρα του κι’ οι πρασιές του απόπνεαν άρωμα, δροσιά και υγεία την άνοιξη και το καλοκαίρι.

          Ο      επί σειρά ετών και σήμερα γεωπόνος του Δήμου μας κ. Τάσος Καλούδης, ήτανε παιδί ακόμα και φορούσε ναυτικά.

          Έπαιρνε το γλυκό του στην παγόδα μαζί με τον αδελφό του τον κ. Βάσο Καλούδη, συμμαθητή μου, και πείραζε με χάρη τη Γερτρούδη.

          -Μαμζέλ Ζερτρούντ, φλερ αντμιράμπλ ντε Παρί…

          Εκείνη επλησίαζε με το πιατάκι της, έπαιρνε το πουρμπουάρ της και ευχαριστούσε εγκάρδια:

          -Ζε βου ρεμερσί, νόμπλ μοσιέ.

          Εκεί θυμάμαι το μακαρίτη Γιαννάκη Λυγινό να παίρνη την μπύρα του με τον Ανάργυρο το Φαρδούλη, νέο δικηγόρο τότε με υπερηφάνεια το μονόκλ του στο δεξί του μάτι.

          Τζώρτζ Μπράμιλ της παλιάς εκείνης εποχής, έδινε τον τόνο της μόδας στους Πειραιώτες.

          Στο περιβολάκι θυμάμαι να παίρνη την μπύρα του αργά τη νύχτα και μια προσωπικότητα πραγματική του παλαιού Πειραιά, ο Δημοστένης Ομηρίδης Σκυλίτσης αξιωματικός, δήμαρχος και γερουσιαστής, ευγενέστατος, καταδεχτικώτατος, ανοιχτόκαρδος, πάντα με το καλοκάγαθο γέλιο του και με τις τσέπες του ανεξάντλητες, όταν εμοίραζε λεφτά στους φτωχούς.

Εφ. Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, Τετάρτη 14 Μαρτίου 1945.

3)., Στον Τινάνειο κήπο με τις αξέχαστες μορφές αγαπημένων μου συντρόφων. Πορφύρας, Νιρβάνας, Ζουφρές.

          Βλέπω τον εαυτό μου καθισμένο σε ένα τραπεζάκι του καφενείου του Τινάνειου κήπου, εδώ και σαράντα χρόνια πίσω.

          Σούρουπο! Τελειώνει ο Μάης. Τα λουλούδια του κήπου, ποτισμένα από τ’ απόγευμα, αποπνέουνε στην αύρα γλυκειές ευωδίες. Τα φώτα του λιμανιού και της πόλεως ανάβουν ένα-ένα.

Δίπλα μου κάθουνται ο παιδικός μου φίλος και συμμαθητής μου Άριστος Καμπάνης κι’ ο μακαρίτης ο Γιώργος Ζουφρές, ο μεταφραστής του Ντάντε, που τότε τον είχα γνωρίσει.

          -Χτές ήμουνα στο Φάληρο,-λέει ο Ζουφρές, -μαζί με τον Νιρβάνα. Ήτανε και ο Γεώργης ο Στρατήγης, μ’ αυτός μας άφησε κι’ έφυγε αγριεμένος από μέσα απ’ την μεγάλη πλατεία κατά τις έντεκα.

          Κι άρχισε να γελάη με θόρυβο ο Ζουφρές.

          Απάνω στα γέλια του Ζουφρέ, φανήκανε στον Τινάνειο οι αλησμόνητοι Νιρβάνας και Πορφύρας και κάτσανε στο τραπέζι μας.

          Εσηκωθήκαμε όλοι κι’ εχαιρετήσαμε.

 -Πέτρο και Μήτσο, λέει στους νεοφερμένους ο Ζουφρές, θυμήθηκα το χτεσινό πάθημα του Στρατήγη και με πήρανε τα γέλια.

-Χοντρό το αστείο, Γιώργο, λέει στο Ζουφρέ ο Πέτρος ο Αποστολίδης. Είνε δικό σου αστείο και το ρίχνεις στην Κορνηλία τη Μυταράκη.

Και μια παρένθεση. Η Ανριέτ και η Κορνέιγ, αριστοκράτισσες του παλιού καιρού, ήτανε αδερφάδες και με τον Νιρβάνα ξαδέρφισσες.

-Στην παρατήρηση του Νιρβάνα, που έκανε στον Ζουφρέ, μας επήρανε τα γέλια κι’ εμένα και τον Καμπάνη, χωρίς να ξέρουμε ακόμα τι έγινε με το Στρατήγη στο Φάληρο.

          Στο τέλος άρχισε να γελάη κι’ ο ίδιος ο Νιρβάνας κι’ ο Πορφύρας, που δεν ήξερε τίποτα.

          Κι’ ο Νιρβάνας κι’ ο Πορφύρας πολύ συχνά χαμογελούσανε καλοκάγαθα.

          Δεν «εκάγχαζαν», όπως κάνουνε οι βέβηλοι κι’ οι μοντέρνες καρακάξες, που κάνουνε μάλιστα και τεχνητούς καγχασμούς.

          Τα γέλια ξαναρχίσανε από το Ζουφρέ και μεταδοθήκανε σ’ όλους μας.

          Τότε ο Νιρβάνας μας εδιηγήθηκε το «εβενεμάν» του Στρατήγη με χαριτωμένα λόγια:

          -Ο Ζουφρές κι’ ο Στρατήγης ήρθανε στο σπίτι μου, απέναντι από το Λεμβαρχείο, το απόγευμα χτές και μου προτείνανε να πάμε στο Φάληρο.

          Ας τσιμπήσουμε πρώτα τους είπα. Έχει μείνει από το μεσημέρι κάμποσο αρνί ψητό. Εφώναξα και την Κορνέϊγ και καθίσαμε στο γραφείο μου και το ξεκοκαλίσαμε. Ήπιαμε και λίγο κρασί, που βρέθηκε στο σπίτι, και τραβήξαμε για το Φάληρο.

          Αφού σταμάτησε λίγο για να ανάψη τσιγάρο και να μας προσφέρη, συνέχισε:

          -Αφού κάναμε δυό τρείς βόλτες στην πλατεία του Φαλήρου εχαιρετίσαμε μια μεγάλη παρέα φίλων επιστημόνων και λογοτεχνών, που καθότανε στο μεγάλο καφενείο του Ρήγου της πλατείας κοντά στην αριστερή πτέρυγά του.

          Ήτανε στην παρέα ο Κωστής Παλαμάς με την κυρία Μαρία Παλαμά, την κόρη του Ναυσικά και το μικρό του γιο Λέαντρο, ο Σουρής με την κυρία Μαρία Σουρή και το γιό του Κρίτωνα, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Κατσαράς με τη δεσποινίδα Κατσαρά, ο καθηγητής της φιλοσοφίας Ανδρούτσος με το φίλο του Πειραιώτη Σπύρο Φούκα.

          Μας εκαλέσανε να καθήσουμε στην παρέα και καθήσαμε.

          Ο Γιώργης ο Στρατήγης συναχώθηκε σε λίγο κι’ έβαλε στις τσέπες του τα χέρια, ψάχνοντας να βρη το μαντήλι του. Μα έβγαζε τα χέρια του χωρίς μαντήλι, μα με μεγάλα κόκκαλα, μασέλα, παϊσι, κότσι.

          Άναψε ο Νιρβάνας κι’ άλλο τσιγάρο κι’ εσυνέχισε:

          -Την ώρα που ξεκοκαλίζαμε στο σπίτι το ψητό, κάποιο χέρι φρόντισε μυστικά και μετάβαλε τις τσέπες του Στρατήγη σε οστεοθήκες!

          Ο ποιητής εταράχτηκε, κιτρίνισε, κοκκίνισε, κάτι ψιθύρισε για την Κορνηλία, κάτι για τον Ζουφρέ αδειάζοντας τις τσέπες του από τα κόκκαλα του ψητού, και σηκώθηκε απότομα κ' έφυγε αφού χαιρέτισε ψυχρά την παρέα. Ο Στρατήγης έφυγε γιατί δε μπορούσε να υποφέρη τα βλέμματα όχι τόσο της παρέας του, μα των διπλανών του, «όλης σχεδόν της πλατείας, που είχε μυριστή την καζούρα του.

Εφ. Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, Πέμπτη 15 Μαϊου 1945

4)., ΑΞΕΧΑΣΤΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

Με το Σκυλίτση, το Νιρβάνα και το Φιλύρα στον Τινάνειο

          Στο ιστορικό περιβολάκι συναντηθήκαμε πάλι μιά νύχτα ο Ζουφρές, ο Νιρβάνας, ο Πορφύρας, ο Καμπάνης, ο αλησμόνητος Ρώμος Φιλύρας και ο υποφαινόμενος.

          Είχανε περάσει δυό- τρείς ημέρες από την «καζούρα» του Γ. Στρατήγη στην πλατεία του Φαλήρου, που περιέγραψα προ ημερών, κι’ ο λαϊκός στιχοπλόκος Νικόλαος Παλαιοκρασάς είχε πάρει αφορμή την περιπέτεια του Στρατήγη κι’ είχε σκαρώσει δυό τετράστιχα.

          Ο Νικολός εφορούσε μικρή στολή ναυάρχου (όπως έλεγεν ο ίδιος), άσπρα λινά ρούχα, κασκέτο με άσπρο επικάλυμμα και με πλατύ χρυσό γαλόνι, την ταινία του Μεγαλόσταυρου, στο στήθος, μιά ψιλή μπανέλα στο γαντοφορεμένο χέρι του και κάτω από τη μασκάλη του μιά πέτσινη σάκκα, με τα τετράδια των στίχων του.

          Εστάθηκε στο τραπέζι μας, μας εχαιρέτισε με πολλή ευγένεια, έσφιξε το χέρι του Νιρβάνα, που είχε ιδιαίτερη φιλία, κι άρχισε να μας απαγγέλη στίχους του.

Βασιλόπαιδα Μαρία,

πάρ’ τονε μην τόνε χάσης,

πάρτ’ τονε το Νικολό,

πούχει το πολύ μυαλό.

          Οι στίχοι αυτοί ήτανε παλιοί κ’ αναφέρονταν στον έρωτά του το φλογερό με την Πριγκήπισσα Μαρία της Ελλάδας, κόρη του Γεωργίου και της Όλγας.

          -Αυτούς τους στίχους, Νικολό τους έχουμε ακούσει πολλές φορές, του λέει ο Νιρβάνας. Συμπαθούμε το βαθύ ερωτικό σου αίσθημα και τις πικρίες που εδοκίμασες.

          -Τότε θα σας απαγγείλει μερικούς στίχους, που τους έγραψα, στην εξέδρα του Φαλήρου, σουλατσάροντας προχτές. Μιλάω για τα κόκκαλα, που βρεθήκανε στις τσέπες του Στρατήγη. Είνε στίχοι «επί του πιεστηρίου».

          -Κι’ άρχισε ν’ απαγγέλη με στόμφο:

Είχε ο Ζουφρές ο Γιώργος

μάλλον τ’ άδικο,

που γίνηκε ο Στρατήγης…

κοκκαλάδικο.

Στο Νικολό αν γινόταν

άγαρμπο άδικο,

η πλάζα θα γινόταν

καρεκλάδικο.

          Αφού γελάσαμε όλοι και χειροκροτήσαμε το Νικολό, ο Νιρβάνας είπε:

          -Κατά τη γνώμη μου, ο Στρατήγης έπεσε θύμα δύο φαρσέρ, του Ζουφρέ και της εξαδέρφης μου Κορνέϊγ. Έτρωγε σαν καλοφαγάς κ’ έτσι δεν επήρε χαμπάρι, που δυό άνθρωποι, ένας από τα δεξιά του κι’ ο άλλος από τ’ αριστερά του, του εγιομίσανε τις τσέπες όλες (και του γελέκου του) με τα κόκκαλα του ψητού.

Ο Νιρβάνας εσυνέχισε!

          -Το φίλο μας το Στρατήγη τον θεωρώ ευτυχή που το πάθημά του ενέπνευσε το Νικολό να γράψη λαμπρούς στίχους κι’ εμάς θεωρώ ευτυχέστερους, που δε βρεθήκαμε σε καμμιά καρεκλομαχία, που θα ήτανε άφευκτη, αν εγινότανε το άγαρμπο αστείο εις βάρος του Νικολού.

          Τότε ακούστηκε μιά φωνή από το απέναντι περίπτερο του Τινάνειου:

          -Κύριε Αποστολίδη, αφήστε, παρακαλώ, το Νικολό να προσεγγίση και στο τραπέζι μας.

          -Ευχαρίστως, κύριε Σκυλίτση, απάντησεν ο Νιρβάνας.

          Ο Σκυλίτσης με φίλους του, με το Γιάννη το Βατίστα, το Δημήτρη το Μπινιάρη, με το Δημήτρη Σπηλιωτόπουλο, όλους δικηγόρους, με το Γιώργη Καρπετόπουλο, βουλευτή Άργους, επίνανε τη μπίρα τους στην παγόδα την απέναντι από μας, μέσα σε δροσιές και αρώματα.

          Εζήτησαν κι’ αυτοί κι’ άλλη αναψυχή, άλλην ατραξιόν. Να ακούσουνε λίγη απαγγελία του Νικολού, που ήτανε στις δόξες του την παλιάν εκείνην εποχή.

          Ο Νικολός μας εχαιρέτισε και τράβηξε προς το τραπέζι του Σκυλίτση και της παρέας του, με παιδιακίσια ζωηρότητα.

          Ώσπου να φτάση ακούσαμε ν’ απαγγέλλη και το χαιρετισμό του στο Σκυλίτση:

Είμαι αρχιναύαρχος,

μα προτιμούσα

οικέτης να ήμουνα

με τη λιβρέα,

ύμνους αθάνατους

να γράφω πάντα

για σέναν άρχοντα

του ωραίου Περαία.

ΝΙΚΟΣ Ι. ΧΑΝΤΖΑΡΑΣ

Εφημερίδα Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, Πέμπτη 22 Μαρτίου 1945.

          Συμπερασματικά και ο ιστορικός Ιωάννης Α. Μελετόπουλος, αναδιφώντας σε πειραϊκά αρχεία και φέρνοντας στην ιστορική επιφάνεια χρήσιμα ντοκουμέντα βαδίζοντας στα χνάρια του Βώκου και του Σπηλιωτόπουλου γράφει στα «Πειραϊκά» του σελίδα 100:

«Η συμπεριφορά των Πειραιωτών έναντι των Γάλλων δύναται να χαρακτηρισθή ως αξιοπρεπώς αδιάφορος. Είναι δε άξιον ιδιαιτέρας εξάρσεως το γεγονός, ότι οι Δημ. Σύμβουλοι Πειραιώς δεν υπέγραψαν την κάτωθι απόφασιν εκδοθείσαν, προφανώς κατ’ επιταγήν και καταχωρηθείσαν εις τα πρακτικά με μόνην την υπογραφήν του Προέδρου του Συμβουλίου.

          Η ανυπόγραφος αύτη και συνεπώς άκυρος, απόφασις χρονολογούμενη από 18 Μαϊου 1855 έχει ούτω «…. αποκαλείται κήπος Τινάνειος ο παρά τη πλατεία του Θεμιστοκλέους κείμενος κήπος ο και δια της φιλοκάλλου και ευγενούς προς τον Δήμον μας διαθέσεως διακοσμηθείς δι’ ανεγέρσεως σκιάδος κλπ. υπό του περί ού ο λόγος Γάλλου Ναυάρχου Βαρβιέρ ντε Τινάν».

          Τα Γαλλικά στρατεύματα Κατοχής αποχώρησαν από τον Πειραιά τον Φεβρουάριο του 1857.

(1)., Να συμπληρώσουμε ακόμα ότι ο Νίκος Ι. Χαντζάρας έχει δημοσιεύσει ακόμα τρία χρονογραφήματα που αναφέρονται στον Τινάνειο Κήπο πέρα από τις άλλες ονομαστικές αναφορές του στα Πειραιώτικα. 

α) "Η Ευγενία των Γάλλων στον Τινάνειο" Τετάρτη 4/ 4/1945 (χρονική περίοδος 1911, διευθυντής των δύο Περιπτέρων ο Παναγιώτης Λάμπρου ή Κρανιδιώτης. Ο Ν.Ι. Χαντζάρας με τον Παύλο Νιρβάνα απολαμβάνουν τον καφέ τους όταν ξαφνικά βλέπουν μπροστά τους την γηραιά κόμισσα Πιερρεφόνς, ψευδώνυμο της τελευταίας Αυτοκρατόρισσας της Γαλλίας, κόρης του Ισπανού κόντε Μοντίγιο ντε Γκούζμαν με τον υπασπιστή της). 

β) "ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΗ", Τετάρτη 18/9/1946 (εκδρομή του Χαντζάρα με την αδερφή του Ζωή στον Τινάνειο Κήπο. Υπεύθυνος του χώρου και των μαγαζιών ο Ηπειρώτης Αριστείδης Αυδής). Και 

γ) "Ο ΤΙΝΑΝΕΙΟΣ ΚΗΠΟΣ" Παρασκευή 23/8/1946. (Δήμαρχος της πόλης ο Γιώργος Χαραλαμπόπουλος. Τις δύο παγόδες, καφέ- μπυραρία τις διαχειρίζεται ο Παναγιώτης Λάμπρου ή Κρανιδιώτης. Προϊστάμενος του αρχιτεκτονικού τμήματος του δήμου ο Βασιλάκης, ο οποίος σχεδιάζει να κατασκευάσει τέσσερα σιντριβάνια, στο κέντρο του Κήπου να υπάρχει ανθώνας σε σχήμα κυκλικό και περιφερειακά ταπέτα από γκαζόν με νεραντζιές. "Θα έχουμε και μεγάλα σκιερά δέντρα. Το καλοκαίρι θα υπάρχη η ποθητή δροσιά και το χειμώνα οι Πειραιώτες θα μπορούνε να λιάζωνται στα παγκάκια", γράφει ο Νίκος Ι. Χαντζάρας.)  

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

1-2 Οκτωβρίου 2025