Β Α Σ Ι Λ Η Σ Π Α Π Α Β Α Σ Ι Λ Ε Ι Ο Υ
(Θεσσαλονίκη 22/2/1949- Αθήνα
6/6/2025)
Ηθοποιός,
σκηνοθέτης, μεταφραστής, δάσκαλος της θεατρικής τέχνης
Καμμιά,
λοιπόν, σημασία στα γεγονότα ή στα πράγματα’ –το ίδιο
κ’ οι λέξεις, παρ’ ότι
μ’
αυτές ονοματίζουμε όπως-όπως κείνα που μας λείπουν ή εκείνα
που
ποτέ μας δεν τα είδαμε- τα αέρινα, που λέμε, τα αιώνια’-
λέξεις
αθώες, παραπλανητικές, παρηγορητικές, διφορούμενες
πάντα
μες
στην εκζητημένη τους ακρίβεια’ –τι θλιβερή ιστορία,
δίνοντας
όνομα σε μια σκιά, λέγοντάς το τη νύχτα στην κλίνη
με
το σεντόνι ανεβασμένο στο λαιμό, κι ακούγοντάς το οι ανόητοι
να θαρρούμε
ότι
κρατάμε το σώμα, μας κρατάει, ότι κρατιόμαστε στον κόσμο.
Γιάννης Ρίτσος, Ελένη, σ. 13.
Με την απώλεια του Βασίλη Παπαβασιλείου
ενός θεατράνθρωπου με σπουδαίο και σπάνιο ταλέντο υψηλής αισθητικής, ενός
ηθοποιού-σκηνοθέτη σοβαρών καλλιτεχνικών προδιαγραφών, ενός σύγχρονου έλληνα ας
μου επιτραπεί το επίθετο, χθόνιου διανοούμενου, ενός γειωμένου με την
καλλιτεχνική πολιτιστική και πολιτική πραγματικότητα της εποχής του-μας, δεν
έγινε φτωχότερο μόνο το Ελληνικό Θέατρο, έγινε φτωχότερος ο Ελληνικός Πολιτισμός.
Γιατί ο Θεσσαλονικιός ηθοποιός μαθητής του σοφού δασκάλου Καρόλου Κουν, ιδρυτού
του Θεάτρου Τέχνης, δεν υπήρξε μόνο ένας καλλιεργημένος και υπεύθυνος
αναγνώστης κειμένων και έργων του διεθνούς δραματουργικού ρεπερτορίου αλλά και
μία μοντέρνα φωνή, ένα ηχείο για να ακουστεί πάνω στο σανίδι ο ελληνικός
ποιητικός λόγος. Το τόλμημά του να διαβάσει επί σκηνής στην αρχή (1999) και
κατόπιν να εμπνευστεί και να ερμηνεύσει με μεγάλη επιτυχία την σκηνική
δραματουργία του ποιητικού λόγου του ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσου ήταν
κάτι το αποκαλυπτικό και ανεπανάληπτο. Θα θυμούνται για χρόνια την μαγευτική, ονειρική
κατάσταση που δημιούργησε και καλλιέργησε εν τόπο και χρόνο με την βαθειά
εμπειρία και πείρα του ο έλληνας ηθοποιός, ένας ισάξιος ερμηνευτής να συγκριθεί
με τα μεγάλα μεγέθη του Ευρωπαϊκού Θεάτρου. Όσοι και όσες θεατρόφιλοι είχαν την τύχη να
παρακολουθήσουν στο υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης τον Βασίλη Παπαβασιλείου να
ερμηνεύει και να σκηνοθετεί την «ΕΛΕΝΗ» από την αρχαιόθεμη σύνθεση του Γιάννη
Ρίτσου «Τέταρτη Διάσταση», ένιωσαν τι συνταρακτική αποκάλυψη ήταν αυτός ο
δάσκαλος-υπηρέτης του Θεού Διονύσου, τι αναβαθμούς συγκίνησης κατόρθωσε με
επιτυχία να μας μεταδώσει, η εύστοχη επιλογή του να μας κοινωνήσει επιτυχώς τον
ποιητικό λόγο μιάς από τις σπουδαιότερες ποιητικές συνθέσεις της νεότερης
ελληνικής ποίησης όπως είναι η «Τέταρτη Διάσταση», να την καταστήσει οικεία
ακουστικά με την γλωσσική εκφορά του πάνω στο θεατρικό σανίδι. Όπως έγραψε
εύστοχα ο φιλόλογος και δάσκαλος της θεατρικής τέχνης Κώστας Γεωργουσόπουλος σε
κείμενό του με τίτλο «Ο ποιητής ως ηθοποιός» στην εφημερίδα «Τα Νέα» Μεγάλη
Παρασκευή 3 Μαϊου 2002, σ. 6 /28, για την παράσταση: «Ο Βασίλης Παπαβασιλείου
έπαιξε τον Ρίτσο που διαβάζει τον μονόλογο της Ελένης του Ρίτσου». Ο μεγάλος
ηθοποιός ακολουθώντας τους γλωσσικούς και μουσικούς ρυθμούς της εξαιρετικής
αυτής σύνθεσης, την παραληρηματική εσωτερική αυτοβιογραφική εξομολόγηση του
ποιητή, τους ρυθμούς της ανάσας, το λαχάνιασμα του σώματος, των παύσεων του
κειμένου, κατόρθωσε να μας κάνει και εμάς τους θεατές συνεχιστές του ηχείου του,
ερχόμενοι σε επαφή με τον μεγαλειώδη ποιητικό λόγο του Γιάννη Ρίτσου στην
διαχρονική συνέχειά του. Πέτυχε να μετατρέψει την ποιητική σκηνογραφία των
μικρών πραγμάτων και αυτοβιογραφικών στιγμών του οίκου της οικογένειας του
Μονεμβασιώτη ποιητή των παθών και των βασάνων της όπως φιλοτεχνούνται μέσα στον
καθαρό, απλό, θερμών τόνων καθημερινό λόγο της γραφής του Ρίτσου σε θεατρική
σκηνική πράξη, όπως θα το επιθυμούσε στους συγγραφικούς σχεδιασμούς του ο ίδιος
ο δημιουργός. Η «Ελένη» του Γιάννη Ρίτσου- όπως και τα άλλα έργα της «Τέταρτης
Διάστασης» πχ. «Η Σονάτα του Σεληνόφωτος», είναι η προσωπική αμάχη, το ατομικό
στοίχημα του έλληνα χορευτή, ζωγράφου, μουσικού και ηθοποιού αριστερού ποιητή
με την ελληνική γλώσσα και ποιητική έκφραση στους υψηλότερους βαθμούς της, στην
διεύρυνση του χρόνου αποδοχής και αφετηριακής καταγωγής της ελληνικής πολιτιστικής γλωσσικής παράδοσης
πέρα από φυλή, εθνότητα, φύλο, κοινωνική κατάσταση, θρησκευτικές δοξασίες στην
παγκοσμιότητα της διάστασής της, του οικουμενικού της χαρακτήρα, και όχι στον
περιορισμό της ιστορικά σε μια εθνική και μόνο εντοπιότητα και γεωγραφικά πηγή
αναφοράς. Ο Γιάννης Ρίτσος όπως και ορισμένοι άλλοι έλληνες ποιητές του
προηγούμενου αιώνα με το έργο του ή τουλάχιστον μέρος του έργου του λογοδοτεί
πάνω στο ποιητικό του αναλόγιο στην ελληνική γλώσσα και την εξελικτική διαδρομή
της. Όπως άλλες του ποιητικές εξαιρετικές συνθέσεις ομολογούν και λογοδοτούν
στην κομματική του ιδεολογία στην οποία δια βίου ήταν στρατευμένος. Οι
μακρόπνοες συνθέσεις του των πρώτων δεκαετιών της δημιουργίας του, αυτοί οι
ωκεάνιοι λεκτικοί του μονόλογοι, αυτά και στην παραμικρή τους λεπτομέρεια
σχεδιαστικά «πολυλογικά» και λυρικά «τροπαιοφόρα» ποιήματά του, έρχονται σαν
συνέχεια της Παλαμικής ένδοξης ποιητικής παράδοσης και αντίληψης αποδοχής της
ελληνικής ιστορίας που ακολούθησε την πρώτη περίοδο της ποίησής του. Ο Γιάννης
Ρίτσος-όπως και οι περισσότεροι ποιητές της εποχής του- γνώρισε και αγάπησε τον
Παλαμικό ποιητικό ανθώνα, γεύτηκε τα άνθη του, αφουγκράστηκε τα πολύχυμα
μηνύματα του, επηρεάστηκε από τον
«Δωδεκάλογου του γύφτου», την «Τρισεύγενη», τον «Τάφο», τον «Θάνατο του
παλληκαριού» και άλλες Παλαμικές συνθέσεις αλλά, δεν έμεινε δέσμιος της
Παλαμικής ποιητικής μεγαλοφυΐας και εθνικού οράματος, δεν έγινε σταθερός
κήρυκας και «μιμητής» των δοξασιών του και της μεγάλης ιδέας του γέροντα
Μεσολογγίτη. Ήρθε σε επαφή με την ποίηση του Αλεξανδρινού, του Κωνσταντίνου Π.
Καβάφη ο οποίος με τον ελλειπτικό λόγο του, το στεγνό και δωρικό ύφος του, την
παράξενη ελκυστική ιδιομορφία της γραφής του, την μη στρωτή αυστηρών κανόνων
δημοτική γλώσσα του, την χρήση ενός γλωσσικού προφορικού ιδιώματος του περιφερειακού
ελληνισμού, μας παρέδωσε ένα ποιητικό γλωσσικό καταθετήριο το οποίο
εικονογραφεί στην λεπτομερειακή του καθημερινότητα, στις ακρότατες πτυχές της
συγκίνησής του, τις προσωπικές, ιδιαίτερες στιγμές των ανθρώπων, τις ερωτικές
τους επιλογές και συγκινήσεις, την ημερολογιακή καταγραφή των απλών πραγμάτων
και στιγμών στις διαχρονικές τους διαστάσεις που βιώνει ο ποιητής σαν άτομο και
σαν καλλιτεχνικό υποκείμενο. Είναι το ελληνικό κληροδότημα της θεατρόμορφης
ποιητικής αγωγής ενός έλληνα της διασποράς όπως αντιλαμβάνεται την συνέχεια της
Ελληνικής Ιστορίας και την θέση και στάση του μέσα στους κύκλους των ακολουθιών
της. Ο Γιάννης Ρίτσος επέλεξε τον αντίθετο ποιητικό πόλο από αυτόν του Κωστή
Παλαμά από τον οποίο ξεκίνησε την ποιητική του σταδιοδρομία. Η μετέπειτα
ανοδική πορεία του εκκολάφτηκε στο μεγαλύτερο μέρος της μέσα στην Καβαφική
οπτική και ποιητική φιλοσοφία μπολιασμένη με την επαναστατική φλόγα του
Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι και άλλων μαρξιστών ποιητών της γενιάς του. Όταν ο μύθος
του οράματος του αγωνιστικού πυρσού της κόκκινης επανάστασης ήταν ακόμα
αναμμένος και καλλιεργούσε πανανθρώπινες ελπίδες και ίσως δημιουργικές
ψευδαισθήσεις. Ο Γιάννης Ρίτσος ακόμα και όταν σχεδιάζει τις δικές του
Ευριπίδειες γυναικείες μορφές και αντρικές φιγούρες δεν κάνει τίποτε άλλο από
το να εικονογραφεί την δική του προσωπικότητα, μελλών της οικογενειακής του
πατρικής εστίας, τις απώλειες και τους χαρακτήρες συμπεριφοράς των άμεσων και
έμμεσων μελών του παλαιού ξεπεσμένου αρχοντικού του Γιάννη Ρίτσου με το
υπηρετικό γυναικείο προσωπικό του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ποιητική του
σύνθεση «Ελένη» η οποία είναι αφιερωμένη «Στη μνήμη της ΝΙΝΑΣ της αδελφής μου»
που είχε χάσει. Όπως και στον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη οι αρχαίες και οι
βυζαντινές ιστορικές μορφές και πρόσωπα αποτελούν το τροφοδοτούν υλικό για να
ξεδιπλώσει τις σύγχρονες ιδέες και απόψεις του για την κοινωνία, την τέχνη, τα
πράγματα που τον απασχολούν καθώς ωριμάζει, μεγαλώνει μέσα στις στερήσεις και
τις οικογενειακές του κοινωνικές ανέχειες. Ο Γιάννης Ρίτσος ακουμπά πάνω στους
αρχαίους μύθους παιδαγωγικά σύμβολα της αρχαίας ελληνικής θρησκευτικής και
ηρωικής κληρονομιάς των Ελλήνων, οι γυναικείοι και οι αντρικοί χαρακτήρες
αποτελούν τα μοτίβα του, είναι σύνδεσμοι του παρελθόντος με το σήμερα μεγάλου
μέρους του ποιητικού του σκηνικού, στην δεδομένη περίπτωση της «Τέταρτης
Διάστασης». Ο Γιάννης Ρίτσος δεν είναι ο μόνος φυσικά έλληνας δημιουργός που
ενδιαφέρεται να ενσωματώσει στο έργο του μυθικές και ιστορικές μορφές της
αρχαιότητας, ηρωίδες της αρχαίας θεατρικής δραματουργίας, το ίδιο έχουν πράξει ο
ποιητής και πεζογράφος Νίκος Καζαντζάκης, το υιοθέτησε ο μεγαλόπνοος, ορφικός
Άγγελος Σικελιανός, το συναντάμε στον Νομπελίστα μας ποιητή Μικρασιάτη Γιώργο
Σεφέρη, στον μαρξιστή ποιητή Κώστα Βάρναλη και σε πολλούς άλλους, από τις
νεότερες μεταπολεμικές γενιές ξεχωρίζουμε ποιητικές συνθέσεις του φιλόλογου και
ποιητή Σταύρου Βαβούρη. Ο οίκος των
Ατρειδών παρέμεινε ζωντανός στους αιώνες όπως και ο ποιητικός μυθολογικός
καμβάς που ύφανε η Ομηρική πένα, της αιώνιας ταξιδιωτικής περιπλάνησης και του
νόστου του ταξιδευτή έλληνα πανανθρώπου. Τα ίδια πνευματικά της κλασικής
αρχαιότητας ίχνη έχουμε και στους χώρους της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και
παιδείας, στους κήπους της δυτικοευρωπαϊκής και αμερικάνικης διανόησης
συναντάμε αντίστοιχες περιπτώσεις. Από τους παλαιότερους αιώνες του πολιτισμού
ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, ο Βόλφαγκ Γκαίτε, από τους νεότερους χρόνους ο Τζαίημς
Τζόϋς, ο νομπελίστας Τόμας Στέρν Έλιοτ, ο Έζρα Πάουντ, ο πεζογράφος Τόμας Μαν,
ο Χάουπτμαν, ο θεατρικός συγγραφέας Ευγένιος Ο’ Νηλ και πολλοί άλλοι υιοθέτησαν
και χρησιμοποίησαν πρόσωπα και σκηνές, χαρακτηριστικά στιγμιότυπα της αρχαίας
ελληνικής μυθολογικής παράδοσης για να
οικοδομήσουν τις σύγχρονες ποιητικές τους συνθέσεις να εκφράσουν τους
μοντέρνους μεταπολεμικούς προβληματισμούς τους. Παρόμοια παραδείγματα συναντάμε
και στην θεατρική τέχνη, τον κινηματογράφο, τις εικαστικές τέχνες. Στον χώρο
της γλυπτικής κλασικό ελληνικό παράδειγμα ο μαρμαρογλύπτης Γιαννούλης Χαλεπάς.
Η κλασική αρχαιοελληνική μυθολογική παράδοση είναι αστείρευτη και απύθμενη και
ακόμα και στις μέρες μας τροφοδοτεί με τα θέματα και τα μοτίβα της πάμπολλους
καλλιτέχνες και δημιουργούς.
Ο Γιάννης Ρίτσος δεν ανήκει ούτε στην
χορεία των «καταραμένων» ποιητών ούτε στους απομονωμένους ρομαντικούς ποιητές
οι οποίοι κατοικούν στους γυάλινους πύργους τους, επιλέγουν να παραμείνουν
κλεισμένοι στους «ελεφάντινους» πύργους τους όπως είναι οι μύστες ποιητές, όπως
μας είπε ο γάλλος ποιητής Πωλ Βαλερύ αν η μνήμη δεν με απατά. Ο στρατευμένος
στο καλόν και το δίκαιο του ανθρώπου αγώνα Γιάννης Ρίτσος είναι ένας κοινωνικός
ποιητής, ταγμένος στην υπηρεσία του απλού, φτωχού ανθρώπου, της μαχητικής
αλλαγής των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών της ανθρωπότητας προς όφελος
του συνόλου του λαού. Η ποιητική του θεματική και ρητορική προβληματική δεν
βασίζεται μόνο-και ευτυχώς- στην επικαιρική πολιτική αναφορά, στα επαναστατικά
είδωλα της κόκκινης ιδεολογίας των οραματικών του στόχων, το γενικό διάγραμμα
της ποιητικής του ύλης των δεκαετιών από τον Μεσοπόλεμο έως τα μέσα της
δεκαετίας του 1970 και των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης, τροφοδοτείται
διαρκώς και περιλαμβάνει πρόσωπα προερχόμενα από τους αρχαίους ελληνικούς μύθους
είτε ως «εξωτερικός» στολισμός του σκηνικού των συνθέσεών του, βλέπε
παραδείγματος χάριν την ποιήματα της «Εαρινής Συμφωνίας» που έχουμε το μοτίβο
του Κύκνου και της Λήδας, είτε τα βρίσκουμε ως αναπόσπαστο οργανικό, δομικό
μέλος του ποιητικού καμβά των μακρόπνοων συνθέσεών του ή και μικρότερων
ποιητικών του μονάδων οι οποίες φέρουν και τους ανάλογους αναγνωρίσιμους
τίτλους ονομάτων αντρών και γυναικών στην «Τέταρτη Διάσταση». Ας αναφέρουμε
τους τίτλους των ποιητικών αυτών συνθέσεων που αποτελείται η ως άνω
συγκλονιστική στην σύλληψή της: -Το νεκρό σπίτι (1959).- Κάτω απ’ τον ίσκιο του
βουνού (1960).- Φιλοκτήτης (1965).- Ορέστης (1966).- Μαρτυρίες σειρά Β΄ (1966).-
Τειρεσίας (1965). –Περσεφόνη (1966).- Ισμήνη (1972).-Αίας (1968).- Επαναλήψεις
(1967).- Χρυσόθεμη (1972). Αγαμέμνων (1966).- Ελένη (1972).- Επιστροφή της
Ιφιγένειας (1972). –Φαίδρα (1974). Οι μεγάλοι αυτοί θεατρικοί μονόλογοι του
Γιάννη Ρίτσου κυκλοφόρησαν αυτόνομα σε βιβλία από τις εκδόσεις «Κέδρος»,
επανεκδόθηκα δεκάδες φορές και συμπεριελήφθησαν στους ποιητικούς τόμους των
Απάντων του που μας άφησε σαν πνευματική παρακαταθήκη ο σπουδαίος αυτός
άνθρωπος και ποιητής. Οι μονόλογοί του προσέχθηκαν, εκτιμήθηκαν και αγαπήθηκαν
τόσο από το ελληνικό και διεθνές κοινό όσο και από τους φιλολογικούς κύκλους
και τους εργάτες και συντελεστές της θεατρικής σκηνής. Οι θεατρικοί αυτοί
μονόλογοι έχουν έναν μικρό πρόλογο που δηλώνει το χρονικό και τοπικό στίγμα του
έργου και συνοδεύονται από ένα βουβό συνήθως πρόσωπο το οποίο παρευρίσκεται ως
ακροατής των λεγομένων του ποιητή, της εξομολόγησης των γυναικών ηρωίδων του
που στην ουσία τους δεν έχουν φύλο, υπερβαίνουν το χρονικό όριο της βιολογικής
τους ύπαρξης και ιστορικής τους καταγωγής, δεν υπάγονται στις καθαρές
κατηγορίες της θεατρικής εξομολογητικής σκηνογραφίας και τεχνικής όπως είναι
παραδείγματος χάριν το θεατρικό έργο «Ανθρώπινη φωνή» του γάλλου συγγραφέα Ζαν
Κοκτώ, ή θεατρικά έργα του Ζαν Ανούιγ, βλέπε «Αντιγόνη» του ή το θεατρικό
«Τρωάδες» του Ζαν Πωλ Σαρτρ. Οι μονόλογοι του Γιάννη Ρίτσου είναι η φωνή της
ίδιας της Γλώσσας η οποία όμως έχει ανάγκη για να γίνει αρεστή και αποδεκτή να
ακουστεί, χρειάζεται έναν ακουστικό δέκτη για να «διοχετευτούν» οι ήχοι του
γλωσσικού ηχείου, οι παλμοί των λέξεων, η μουσικότητα των τονισμών τους, ο
ρυθμός μιάς γλώσσας η οποία πάλλεται από συγκίνηση και αίσθηση της φθοράς και
του θανάτου που την αναμένει, μέσα στην γενική ατμόσφαιρα της ματαιότητας των
ίδιων των ηχητικών κυμάτων όχι μόνο όπως τους εκπέμπει ο πομπός ποιητής, η φωνή
του αλλά και τους αποδέχεται και κατανοεί ο δέκτης άγνωστός μας πάντα και
τυχαίος ακροατής. Η «Τέταρτη Διάσταση» είναι η άλλη πλευρά της στρατευμένης
ποίησης του Γιάννη Ρίτσου, είναι η πίσω πλευρά της κόκκινης σελήνης του έργου
του, αυτή που, και μπορεί να είναι η πιο σχολιαστικά και παραμελημένη μια και η
θεατρική σκηνή την οικειοποιήθηκε περισσότερο μάλλον από την ποιητική.
Ο ηθοποιός
και σκηνοθέτης Βασίλης Παπαβασιλείου ενδέχεται να είναι ο μόνος από τους
σύγχρονους θεατρικούς ερμηνευτές και σκηνοθέτες ο οποίος κατανόησε το σκηνικό
αυτό παιχνίδι που στήνει μπροστά μας ο ποιητικός λόγος του Γιάννη Ρίτσου. Δεν
έχω παρακολουθήσει άλλα σκηνοθετικά ανεβάσματα της «Ελένης» όπως πχ. αυτό της
Μάγιας Λυμπεροπούλου στην Πάτρα και άλλων ερμηνευτριών της ελληνικής θεατρικής
σκηνής ώστε να έχω και ένα άλλο παράδειγμα σύγκρισης στο που οδήγησε την
ερμηνεία και που στόχευε ο άλλος ερμηνευτής πέραν από αυτή του Βασίλη
Παπαβασιλείου. Έτσι η θεατρική μου οπτική καθορίστηκε από το δικό του
ερμηνευτικό βλέμμα πάνω στην σκηνή.
Ασφαλώς οι θεατρικές
επιτυχίες και τα άλλα θεατρικά επιτεύγματα και ασχολίες του σημαντικού αυτού
έλληνα θεατράνθρωπου υπερβαίνουν την εξαιρετική περίπτωση της απόδοσής του στην
γλωσσική ηχητική και ακουστική ερμηνεία της «Ελένης» του Γιάννη Ρίτσου, όμως το
σχετικό ατομικό του παράδειγμα και θεατρικό ερμηνευτικό και σκηνοθετικό
στοίχημα ήταν κάτι που έμεινε ανεξίτηλο στην μνήμη μας και ενδέχεται να
καλλιέργησε τις προϋποθέσεις εκείνες ώστε να εμπλουτίσουμε το ερμηνευτικό μας
πλησίασμα πάνω στην «Τέταρτη Διάσταση» του κόκκινου ποιητή που η φωνή και ο
λόγος του, η παρουσία του είναι και θα παραμείνει ακόμα παρούσα όσα χρόνια και
αν περάσουν. Είναι ανεξάντλητος ο ποιητικός λόγος του Γιάννη Ρίτσου, αυτή η
μαγευτική του ονειρική καθημερινή λαϊκή φλυαρία της Ελληνικής Ρωμιοσύνης του
Έλληνα πανανθρώπου.
Ας ακούσουμε από την μεριά μας, στην
μνήμη του πρόσφατα χαμένου Βασίλη Παπαβασιλείου, τι έγραφε μεταξύ άλλων στο
κείμενό του «Στο περιθώριο της ‘Ελένης’» στο περιοδικό η «Λέξη» τχ. 170/ 7,8,
2002, σ. 678-680.
«…. Όσο πάμε
προς τα πίσω στην ιστορία του θεάτρου τόσο περισσότερο το ηθοποιικό σώμα
εμφανίζεται ως τόπος του τεχνητού. Αρχαίος υποκριτής, θεατρίνος της κομέντια
ντέλ άρτε, σαιξπηρικός ηθοποιός είναι χαρακτηριστικές φιγούρες αυτής της
διαδρομής που καθορίζεται σε συνάρτηση με την υφή του περιβάλλοντος της
υποκριτικής λειτουργίας. Πολύ σχηματικά, θα μπορούσε να λεχθεί ότι ο βαθμός
τεχνητότητας του ηθοποικού σώματος είναι ευθέως ανάλογος προς το βαθμό
φυσικότητας του περιβάλλοντος που πλαισιώνει το σώμα αυτό. Όσο περισσότερο
φυσικό είναι το φώς που πέφτει επάνω στον ηθοποιό τόσο πιό μη φυσικό
εμφανίζεται το ηθοποιικό σώμα. Τρανό παράδειγμα, το αρχαίο θέατρο. Σε σχέση με
τον σημερινό υποκριτική, της αληθοφάνειας και της ρεαλιστικής συνθήκης, ο
αρχαίος συνάδελφός του αποτελούσε μια σηματωρό μηχανή. Η μηχανή αυτή
επωμιζόταν, σύν τοις άλλοις, τη λειτουργία μιάς σύνθετης φωτιστικής και
ηχητικής πηγής. Διακόπτοντας την ενότητα του φυσικού οπτικοακουστικού χώρου, η
ηθοποιική ύπαρξη ενσάρκωνε την αντιφύση μέσα στην απόλυτη φύση. Αντίθετα,
σήμερα, που το φώς και ο ήχος, υπό συνθήκες κυριαρχίας της ηλεκτρικής
ενέργειας, έχουν παραδοθεί απολύτως στη δικαιοδοσία του τεχνητού, ο ηθοποιός
μπορεί να είναι «φυσικός», «απλός» και «καθημερινός».
Η εναρκτήρια φράση της «Ελένης»: «Ναι, ναι
–εγώ είμαι». Ποιος είμαι εγώ; Η Ελένη που ήξερες, εσύ, ο επισκέπτης μου; Η
Ελένη που νομίζατε πώς ξέρατε, εσείς, οι θεατές μου; Εγώ είμαι, τελεία. Ποιος;
Μήπως απλώς, αυτός που ισχυρίζεται πώς είναι; Τι, όμως; Η απουσία
κατηγορουμένου ή οποιουδήποτε άλλου προσδιορισμού εγκαινιάζει μιάν εκκρεμότητα,
που είναι, έτσι κι αλλιώς ο ορισμός του παραστασιακού χρόνου. «Ναι, ναι- εγώ
είμαι». Η φράση, περισσότερο από δήλωση ταυτότητας, απηχεί έναν ισχυρισμό. Ναι,
ναι, εγώ (ισχυρίζομαι) πώς είμαι. Έχει κανείς την αίσθηση ότι αυτός ο
ισχυρισμός είναι έτσι κι αλλιώς ο καταστατικός ορισμός της υποκριτικής. Ναι,
εγώ ισχυρίζομαι πώς είμαι ο Άμλετ, η Κλυταιμνήστρα, ο Μήτσος. Εκεί θεμελιώνεται
η νομιμοποίηση της ηθοποιικής πράξης. Ο ηθοποιός εξ ορισμού δεν είναι, ισχυρίζεται
πώς είναι το οτιδήποτε, ο οποιοσδήποτε. Πώς το λέει ο άλλος μεγάλος μας
ποιητής; «Εγώ είμαι ο τόπος σου/ ίσως να μην είμαι κανείς/ αλλά μπορώ να γίνω
αυτό που θέλεις».
Και να μην ξεχνάς: σήμερα όλοι ξέρουμε
περισσότερα απ’ όσα μπορούμε. Ή, τουλάχιστον, έχουμε πεισθεί γι’ αυτό. Τελεία;»
Τέλος, για τον θεωρητικό θεατρικό λόγο
και την ποιότητα της σκέψης και τι εξομολογήθηκε στις συνεντεύξεις του και πως
υποδέχθηκαν το εγχείρημα του ανεβάσματος της «ΕΛΕΝΗΣ» του Γιάννη Ρίτσου στο
θεατρικό σανίδι είτε στο υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν είτε σε
άλλες περιοχές της Ελλάδας βλέπε ενδεικτικά:
ΘΕΑΤΡΟ
ΤΕΧΝΗΣ- ΚΑΡΟΛΟΥ ΚΟΥΝ
4/4/2002-28/4/2002
ΓΙΑΝΝΗΣ
ΡΙΤΣΟΣ
ΕΛΕΝΗ
Σκηνοθεσία
Βασίλης Παπαβασιλείου
Σκηνικά-Κοστούμια
Γιώργος Ζιάκας
Μουσική
επιμέλεια Γιάννης Μεταλληνός
Φωτισμοί
Αντώνης Παναγιωτόπουλος
Βασίλης
Παπαβασιλείου. Συμμετέχει ο Νίκος Σακαλίδης
-Η
Κυριακάτικη Αυγή 7/4/2002, σ. 36-37. Συνέντευξη στην Μαρία Αδαμοπούλου.
«Βασίλης Παπαβασιλείου, Όσο περισσότερο οι άνθρωποι πληροφορούνται τόσο λιγότερο
σκέπτονται..»
-Ελευθεροτυπία,
Δευτέρα 22/4/2002, σ.8-9. Συνέντευξη στην Ιωάννα Κλεφτογιάννη. «Πηγαίνουμε στο
θέατρο για να χάσουμε τον εαυτό μας». Ο Βασίλης Παπαβασιλείου, ο ρόλος του ως
Ελένης, η συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης, οι απόψεις του για την πορεία του
θεάτρου, τα μελλοντικά του σχέδια.».
-Κυριακάτικη
4/3/2001, Συνέντευξη στην Έφη Μαρίνου. «Βασίλης Παπαβασιλείου, «Κανείς δεν
πίνει πια το κώνειο!. Ο Β. Π. ξανανεβαίνει μετά 12 χρόνια στο σανίδι για να
παίξει ένα ρόλο γυναικείο, την «Ελένη» του ποιητή Γιάννη Ρίτσου.
-Ελευθεροτυπία
Δευτέρα 19 Ιουλίου 1999. Ιωάννα
Κλεφτογιάννη, Συνέντευξη του Β. Π. «Συνάντηση με τον Ρίτσο». Αύριο Τρίτη, στο
λόφο της Πνύκας.
-Δηώ
Καγγελάρη, εφημερίδα «Ημερησία» 21/8/1999. Ο κύριος Ρίτσος και ο κύριος Βασίλης
Παπαβασιλείου στο Λόφο της Πνύκας.
-Βασίλης Κ.
Καλαμαράς, εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» Πέμπτη 22/7/1999, σ.29. Στην Πνύκα,
συντροφιά με τον Ρίτσο.
-Λέανδρος
Πολενάκης, εφημερίδα «Η Κυριακάτικη Αυγή» Μεγάλο Σάββατο 14/4/2001, σ.28. «Ματιές στο ελληνικό θέατρο». Εθνική
πινακοθήκη του Μεντή στη Στοά. Ελένη του Ρίτσου με τον Παπαβασιλείου.
-Δημήτρη
Τσατσούλη, εφημερίδα «Ημερησία» 28/4/2001. Πανεπιστήμιο Αθηνών- Ιυττός. «Η
Ελένη και ο «Άλλος»».
-Ιωάννα
Μπλάτσου, περιοδικό «Αθηνόραμα» τχ. 98/28-3-2002. Σ.64 Ελένη συνώνυμο πάθους.
-εφημερίδα
«Ο Επενδυτής» 13/4/2002. «Μάθημα υποκριτικής η «Ελένη» του Βασίλη
Παπαβασιλείου.
-Γ.Δ.Κ.Σ.,
εφημερίδα «Τα Νέα» Δευτέρα 22/4/2002, σ.2/20. «δικτυο. Το γεγονός.
-Ιωάννα
Κλεφτογιάννη, εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» 3/4/2002, Με στοίχημα την Ελένη».
-εφημερίδα
«Το Βήμα», Τετάρτη 3/4/2002, Μια «Ελένη» αυτοσαρκαζόμενη στο Υπόγειο του
Θεάτρου Τέχνης.
-εφημερίδα
«Η Καθημερινή» 3/4/2002. Η «Ελένη» του Ρίτσου στο Θέατρο Τέχνης.
-Μ.Κ.
περιοδικό «Αθηνόραμα» τχ. 127/17-10-2002, σ.64.
-περ.
«Ραδιοτηλεόραση» τχ. 1623/24-3-2001, σ.92
-περ.
«Ραδιοτηλεόραση» τχ. 1720/ 1-2-2003 «Ελένη» στη Θεσσαλονίκη.
Επίσης:
-Ελένη
Βαροπούλου, εφημερίδα «Το Βήμα» 1991. «Η Ελένη, η Φαίδρα και η Μόλυ».
-Τιτίκα
Νικηφοράκη, «Ο Χρόνος και η Ελένη» περ. «Η Λέξη» υχ. 171/9,10, 2002, σ.
823-825.
-εφημερίδα Ο
Ριζοσπάστης 15/11/1998, «Μια «ανάγνωση» στην Ελένη» του Γ.Ρ.» (Γιώργης
Γιατρομανωλάκης)
-Αλεξάνδρα
Ζερβού, περιοδικό «Νέα Παιδεία» έκτο έτος τχ. 24/ Χειμώνας 1983, σ. 130-,. «Ο
Αρχαίος Μύθος και η «Στρατευμένη» ποίηση του καιρού μας.- με αναφορές στο έργο
του Γ. Ρίτσου»
-Πάρις
Τακόπουλος, περιοδικό «Η Κινστέρνα» τχ. 3/6, 2003, σ.150-. «Η Ελένη του Ρίτσου
και ο Φάουστ των Πολλών» στο Υπόγειο του Κουν από την «Άκρη» του Β.
Παπαβασιλείου…»
Ο συγγραφέας και κριτικός Ευγένιος
Αρανίτσης συνεργάτης της απογευματινής εφημερίδας «Ελευθεροτυπία» σε άρθρο του
της 14 Νοεμβρίου 1990 αναφερόμενος στο έργο του Γιάννη Ρίτσου σημειώνει μεταξύ
άλλων, ότι το πιο ενδιαφέρον μέρος της ποίησής του είναι τα σκηνικά ποιήματα
που απαρτίζουν την «Τέταρτη Διάσταση». Γράφει μεταξύ άλλων ότι ο Ρίτσος
«διέθετε μια εξαιρετική αγάπη για τις λεπτομέρειες, τα αντικείμενα, τις
χειρονομίες και το κάθε τι που θα μπορούσε να συλλάβει το μάτι με αδιόρατες
μόνο συσπάσεις. Όσο μεγαλύτερο γινόταν το έργο τόσο μικρότερο, κατά κάποιο
τρόπο, γινόταν το αντικείμενό του. Ο Ρίτσος έψαχνε για πτυχές απειροελάχιστες,
έψαχνε δηλαδή για σημάδια κρυμμένα στο ημίφως και πραγματικά ανακάλυπτε εκείνα
που αποτελούσαν τον προάγγελο των ονείρων για τα οποία μίλησα πιο πάνω. Γιατί είναι
αλήθεια ότι από ένα τίποτα μετατρέπεται ο κόσμος σε ποίημα….».
Γιώργος Χ.
Μπαλούρδος
Πειραιάς
Σάββατο 7
Ιουνίου 2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου