Κυριακή 10 Αυγούστου 2025

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ- ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΠΕΡΙΚΛΗ ΡΑΛΛΗ

 

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ- ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Της ΜΑΡΙΑΣ ΠΕΡΙΚΛΗ ΡΑΛΛΗ

(Πειραιάς 1906- Αθήνα 3/1/1976)

          Σημείωμα Τρίτο

 

          Στα προηγούμενα δύο σημειώματα στην ιστοσελίδα μας Λογοτεχνικά Πάρεργα, αναρτήσαμε το μικρό βιβλίο που είχαμε κυκλοφορήσει πριν είκοσι χρόνια ΕΚΤΟΣ ΕΜΠΟΡΙΟΥ, Πειραιάς 2006, σελ. 58 για την Πειραιώτισσα ποιήτρια, πεζογράφο, ταξιδογράφο και δοκιμιογράφο βραβευμένη Μαρία Κωνσταντοπούλου Περικλή Ράλλη. Εξαιτίας του γεγονότος ότι αντιγράψαμε εκ νέου το βιβλίο (λόγω ότι χάθηκε το υλικό της παλαιάς δισκέτας) σκεφτήκαμε να διαμερισματοποιήσουμε το δημοσιευμένο υλικό του σε τρία μέρη. Στο πρώτο μιλώντας για την πεζογραφική και ταξιδιωτική της διαδρομή, 4 Αυγούστου, στο δεύτερο αναφερόμενοι στον ποιητικό της λόγο, 7 Αυγούστου 2025, και, σε ένα τρίτο μέρος που θα είχε να κάνει με την Εργογραφία και φυσικά την Βιβλιογραφία της που είχαμε συγκεντρώσει και δημοσιεύσει στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου. «Ενδεικτική Βιβλιογραφία» σελίδες 53-57, αριθμός λημμάτων 70. Η σκέψη να ξεχωρίσουμε τα πληροφοριακά δεδομένα που είχαμε συγκεντρώσει, το υλικό της ομιλίας σε δύο μέρη, δηλαδή σε ένα Ανθολόγιο Ποιημάτων και Πεζών της πειραιώτισσας συγγραφέως-ως Γ΄ Σημείωμα-ανάρτηση και σε ένα Δ΄ Σημείωμα το οποίο θα περιελάμβανε τα Βιβλιογραφικά στοιχεία- αυτόνομα-, καθώς ξαναδιαβάζουμε τα βιβλία της, αναβλήθηκε λόγο εξάντλησης σωματικής και ψυχικής διαθέσεως. Ένας καταρράκτης των ματιών μας δυσκολεύει την πολύωρη ανάγνωση, η μεγάλη ζέστη και υγρασία, η στάχτες από τις πυρκαγιές που μπαίνουν  στα δωμάτια και κάνουν αποπνικτική την ατμόσφαιρα δημιουργώντας μια δύσπνοια στον ανθρώπινο οργανισμό, σταματά κάθε διάθεση για μια πιο εξονυχιστική εξέταση. Φοβερά αυτά που συμβαίνοντα στην χώρα μας το τελευταίο διάστημα, μεγάλη και μη αναστρέψιμη η πύρινη καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, της πανίδας και χλωρίδας της πατρίδας μας. Καταστροφές σπιτιών, περιουσιών που γίνονται στάχτη από την μία στιγμή στην άλλη, Χάσιμο κόπων μιάς ζωής, αιγοπρόβατα και άλλα είδη ζωής στάχτη. Ερήμωσης του τοπίου και δάση καμένα που θα χρειαστούν δεκάδες χρόνια για να ξαναβρούν την φυσική τους ισορροπία δεν μπορεί να μας αφήνουν αδιάφορους. Η Τέχνη φέρει μέσα της το σπέρμα της Πολιτικής ακόμα και πέρα από τις πολιτικές προθέσεις του ίδιου του όποιας κατηγορίας δημιουργού. Είτε είναι φυσικά τα αίτια των καταστροφών είτε προέρχονται από ανθρώπινη εσκεμμένη ή μη δραστηριότητα, οι καταστροφές είναι τεράστιες. Πληρώνουμε λάθη και αβελτηρίες παρελθόντων δεκαετιών, παραλήψεις, απρογραμμάτιστες επιλογές κρατικών παραγόντων, ανεγκέφαλες και ανεύθυνες νοοτροπίες ημών των πολιτών, στρατηγικές και σχεδιασμούς επέκτασης του αστικού ιστού μέσα στο φυσικό περιβάλλον όλων μας. Δεκαετιών ωχαδερφισμοί και αδιαφορίας για το μέλλον του Φυσικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ζούμε, αναπνέουμε, αναπαυόμαστε στην σχόλη μας. Οφείλουμε να πάψουμε επιτέλους να σερνόμαστε και να ακολουθούμε το στίχο του Διονύση Σαββόπουλου «… Είτε με τις αρχαιότητες είτε με ορθοδοξία των Ελλήνων οι Κοινότητες φτιάχνουν άλλον γαλαξία…». Τόσο η αρχαία των εθνικών ελλήνων δημοκρατία όσο και η βυζαντινή των ελλήνων αυτοκρατορία μας τέλειωσε, έκλεισαν τον ιστορικό τους κύκλο στους αιώνες μας. Τον 21ο Αιώνα. Δεν ζούμε ούτε στην εποχή του χρυσού αιώνα του Περικλή ούτε στα χρόνια του Ιουστινιανού ή της δυναστείας των Παλαιολόγων. Η Αρχαία Ελλάδα καταλήφθηκε από τους Ρωμαίους και άλλους ξένους κατακτητές, το πολυεθνικό και πολύ φυλετικά Βυζάντιο έπεσε στα χέρια των Οθωμανών και αυτό δεν αλλάζει πλέον. Ούτε η Ιστορία ούτε οι σύγχρονες πολιτικές και κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες θα μας δώσουν εκ νέου την δυνατότητα μιας Νέας και Σύγχρονης Ελληνικής «Αυτοκρατορίας», ως όραμα Ελληνισμού για να θυμηθούμε και τον παλαιό κοινωνιολόγο Σοκόλη και το σχετικό βιβλίο του. Περασμένα μεγαλεία διηγώντας τα να κλαίς,-όσοι τα ονειρεύονται με χρυσόβουλα και δικέφαλους αετούς και υπερουράνιες προσδοκίες- όπως μας είπε ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός στον Ύμνο του. Τόσο στην προτελευταία μας ιστορική καταστροφή την Μικρασιατική του 1922 όσο και στην τελευταία των νεότερων χρόνων που ζήσαμε το 1974 με την Κυπριακή Τραγωδία ούτε οι άγγλοι, ούτε οι γάλλοι, ούτε οι ιταλοί συμμαχοί μας, ούτε οι γερμανοί, ούτε οι ρώσοι (τότε σοβιετικοί) μας έδωσαν χέρι βοηθείας. Τα οικονομικά και στρατιωτικά, διπλωματικά συμφέροντά τους, τους οδήγησαν να βοηθήσουν τις δυνάμεις του «σταχτή λύκου» του Κεμάλ. Πήραν το μέρος των νεότουρκων, ακόμα και ο κόκκινος ηγέτης της επανάστασης μαζί τους ήταν τους προμήθευε στρατιωτικό υλικό. Μείναμε αβοήθητοι σχεδόν και μόνοι. Μόνο ορισμένα αμερικάνικα καράβια αγκυροβολημένα στα παράλια της Μικράς Ασίας διέσωσαν τον ελληνικό προσφυγικό πληθυσμό και τον ξεριζωμένο Ελληνισμό της Μικράς Ασίας. Ούτε τα αλλόδοξα ούτε τα ομόδοξα έθνη θα σταθούν δίπλα μας της Ευρωπαϊκής Ένωσης- και στις μέρες μας- αν δεν εξυπηρετούνται πρώτα και κυρίως τα δικά τους πάσης φύσεως συμφέροντα, το ίδιο και με τις Αραβικές χώρες της Μέσης Ανατολής, της Αφρικής, των Βαλκανίων, των ΗΠΑ. Μας τάζουν ελπίδες προστασίας αγοράζοντας εμείς τα οπλικά τους συστήματα, ακολουθώντας τις διεθνείς πολιτικές βλέψεις τους σαν μία μικρή χώρα της μεσογειακής λεκάνης. Αν δεν το καταλαβαίνουμε αυτό και ζούμε με περασμένες πολιτιστικές και ιστορικές ιδεοληψίες ότι εμείς είμαστε το κέντρο της Γης, τότε, ας συνεχίσουμε να καταστρέφουμε το φυσικό μας περιβάλλον, ας καίμε τα δάση μας, ας μπαζώνουμε ρέματα και ποταμούς ας οικοδομούμε όπου γουστάρουμε, ας βουτάμε στα οικονομικά σκάνδαλα ας μην αλλάζουμε νοοτροπία. Ας πιστεύουμε σε προφήτες και τηλεοπτικούς ινφλουέντσες, ας βλέπουμε παιδαρέλια να ρίχνουν άστεγους σε σιντριβάνια και αντί να τους εμποδίζουμε να τραβάμε φωτογραφίες για να τις στέλνουμε στα ΜΜΕ να έχουνε να λένε και να γεμίζουν τον τρέιλερ και διαφημίσεων τηλεοπτικό τους και ραδιοφωνικό χρόνο. Να ακούμε να τσακώνονται γεροντάδες στην χώρα της Αιγύπτου μεταξύ τους για την εξουσία, και άλλους, γεροντότερους να κρατάνε τον «θρόνο» τους μην πετάξει στα ουράνια λες και είναι αιώνιοι. Και να μην αναρωτιόμαστε πώς ζούσε η παιδοκτόνος από την Αλγερία αν δεν κάνω λάθος, για 5 χρόνια στην Ελλάδα, πώς μπήκε ανενόχλητη, τι έτρωγε, πώς πλήρωνε τα έξοδά της, των παιδιών της, και ότι θα εξακολουθούσε να είναι «Ούτις» για το ελληνικό κράτος-όπως και τόσοι άλλοι ξένοι- αν δεν πέθαινε η κόρη της και το έπαιρναν χαμπάρι τα τζιμάνια οι δημοσιογράφοι και το έκαναν επεισοδιακό καλοκαιρινό σήριαλ. Ταλαίπωροι συνέλληνες, αφού πάτε που πάτε διακοπές-και καλά κάνετε και δικαίωμά σας- τι είναι αυτά που λέτε μπροστά στις κάμερες όταν γύρω η υπόλοιπη Ελλάδα φλέγεται και άνθρωποι μένουν στους πέντε δρόμους, καταστρέφονται οι κόποι και οι μνήμες μια ζωής. Θα μου απαντήσει και σωστά κάποιος- μα και εσύ από την μεριά σου τι κάνεις, μιλάς για περασμένων εποχών ποιητές και ποιήματά τους, συγγραφείς και κείμενά τους, και εσύ δεν βιώνεις και ζεις αυτές τις φοβερές καταστάσεις ερημοποίησης του φυσικού περιβάλλοντος και του εσωτερικού μας κόσμου. Αντιγράφεις κείμενα που αφορούν ποιούς; Ποιους ενδιαφέρουν όλα αυτά μέσα στην ξηρασία των Καιρών; Αυτούς που χάθηκε ο βιός τους, καταστράφηκαν οι ζωές και οι κόποι τους, οι μόχθοι μιας Ζωής βασανισμένης; Δεν θα έχω να απαντήσω τίποτα παρά μόνο ότι και εγώ είμαι μπλεγμένος μέσα σε αυτόν τον φαύλο κύκλο της σύγχρονης Ιστορίας και κοινωνικής πραγματικότητας, περίοδοι που έχουν καταρρακωθεί όλοι μα όλοι οι παλαιοί Θεσμοί. Της δημοκρατίας, της δικαιοσύνης, της προστασίας και ασφάλειας των πολιτών, των ιστών της κοινωνικής συνύπαρξης. Της θρησκείας, της εκκλησίας, ο λόγος των νεοιδεολόγων δικαιωματιστών των προηγούμενων ιστορικών εποχών έχουν φθαρεί σε σημείο αργής και σταθερής παρακμής και σήψης. Ο πολιτικός λόγος της πολιτικής είναι κίτρινος και του πολιτισμού τα δρώμενα έχουν μόνο εμπορικό και καταναλωτικό χαρακτήρα. Οδηγούμαστε μόνο από το άρμα του υπερ- καταναλωτικού τουρισμού της μιάς μέρας ή μερικών εβδομάδων πασπαλισμένες διακοπές με ομαδικές ή ατομικές επισκέψεις σε έναν Εκθεσιακό χώρο, ένα Μουσείο που πραγματοποιεί την περίοδο αυτή μία αναδρομική Έκθεση. Ή στην επίσκεψη και συμμετοχή σε μία θρησκευτική εορτή και σε ένα λαϊκό πανηγύρι που θα ακουστούν «κακόηχα» διασκευασμένα Δημοτικά Άσματα με βεγγαλικά, στρακαστρούκες και μαντήλες υποστήριξης….. Στο τέλος η Ελλάδα θα είναι μόνο οι τοποθεσίες και τα τουριστικά των σελέμπριτοι και διασημοτήτων νησιά εκείνα που θα βλέπουμε στον χάρτη των Ταξιδιωτικών Γραφείων με τις γκουρμέ γεύσεις. Όμως ξεστρατίσαμε και βγήκαμε εκτός θέματος. Είναι δύσκολο να ξεχωρίσουμε πια που βρίσκεται ο κιτρινισμός, στις πρακτικές της ζωής μας ή στον τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό φακό και μικρόφωνο που τον αναπαράγει. Διαβάστε τα βιβλία του δημοσιογράφου κύριου Γιάννη Παντελάκη που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Θεμέλιο» για τον ρόλο της δημοσιογραφίας και θα καταλάβετε σε τι εποχές ενημέρωσης ζούμε όλοι μας.

          Αποφασίσαμε λοιπόν να καταθέσουμε ένα τρίτο σημείωμα για την Μαρία Περικλή Ράλλη το οποίο θα συμπεριλαμβάνει την παλαιά ενδεικτική Βιβλιογραφία που είχα συγκεντρώσει, να την συμπληρώσω όπου μπορούσα και να προσθέσω στο πώς υποδέχτηκαν το βιβλιαράκι τότε, όσα κατόρθωσα να βρω και επιπρόσθετα να αντιγράψω ορισμένα λόγια που γράφτηκαν, κρίσεις για τα βιβλία της. Λόγια τρίτων που την γνώρισαν και την συναναστράφηκαν από κοντά από τα χρόνια που ήταν Γενική Γραμματέας της ΕΕ Λογοτεχνών.

Στο τρίτο αυτό Σημείωμα θα μνημονεύσουμε πρώτα όπως οφείλουμε τον τόμο «ΞΕΝΑΓΗΣΗ ΣΤΗ ΜΑΡΙΑ Π. ΡΑΛΛΗ» μια εξαιρετική δουλειά που κυκλοφόρησε ο εκδοτικός οίκος «Οι Εκδόσεις των Φίλων» και του περιοδικού «Ευθύνη» του ποιητή και εκδότη Κώστα Ε. Τσιρόπουλου, στην σειρά URSA  MINOR, με αριθμό 2. (Ο πρώτος τόμος είναι αφιέρωμα στον ποιητή «ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΗΝΑ ΔΗΜΑΚΗ»). Το βιβλίο «ΞΕΝΑΓΗΣΗ ΣΤΗ ΜΑΡΙΑ Π. ΡΑΛΛΗ», είναι «Επιμνημόσυνα» κείμενα και παρουσίαση στη μνήμη της, σύνθεση μελετημάτων και κριτικών κειμένων για την προσωπικότητα και το έργο της. Περιλαμβάνει επίσης μία ικανοποιητική επιλογή του έργου της. Η προμετωπίδα είναι του εικαστικού Γ. Γουναρόπουλου και τα σχέδια του ζωγράφου Γιάννη Μόραλη, σελίδες 240 και κυκλοφόρησε το 1986. Οφείλουμε για ακόμα να υπενθυμίσουμε ότι ο κυρός Κώστας Ε. Τσιρόπουλος μας δώρισε με προθυμία την ποιητική της συλλογή «Λόγια σε νεκρό» σε σχέδια του Πάνου Βαλσαμάκη που κυκλοφόρησε το Δεκέμβριο του 1998 στην περίβλεπτη πόλη των Αθηνών εκτός εμπορίου από τις «Εκδόσεις των Φίλων» με την Χορηγία του Ιδρύματος Νικολάου και Ελένης Πορφυρογένη» σελίδες 168. Η έκδοση περιλαμβάνει και το κείμενο «Απόδοση Δικαιοσύνης» σ.163-166 του Κώστα Ε. Τσιρόπουλου. Η συλλογή είναι αφιερωμένη «Στην αγία μορφή του» και η αυλαία της ανοίγει με τους Καβαφικούς στίχους:

«Απ’ τους ωραίους της Ιωνίας νέους

ο πιό ωραίος αυτός ο πιό ιδανικός».

Η ΞΕΝΑΓΗΣΗ ΣΤΗ ΜΑΡΙΑ Π. ΡΑΛΛΗ περιλαμβάνει τα εξής Επιμνημόσυνα:

-URSA MINOR. Εισαγωγή, 7

-Παναγιώτη Κανελλόπουλου, Η «Μαρίτσα» μας, 9-10

-Γιάννη Ρίτσου, Η Μαρία Ράλλη στα Όνειρα, 11-12 (ποιητική σύνθεση γραμμένη στην Αθήνα Μάρτης- Απρίλης 1978)

-Νικόλαος Κ. Λούρος της Ακαδημίας Αθηνών, Η Γαλάζια Αρχόντισσα, 13-16

-Θανάσης Πετσάλης- Διομήδης της Ακαδημίας Αθηνών, «Μαρίτσα», 17-24 (το αναμνηστικό κείμενο του πεζογράφου Θ. Π. Διομήδη γράφτηκε στην Κηφισιά τον Σεπτέμβριο του 1983).

-Διαλεχτή Ζευγώλη- Γλέζου, Θύμηση, 25 (ποίημα γραμμένο στην Αθήνα 23/7/1977)

-Πέτρος Γλέζος, Για την Μαρία Περ. Ράλλη, 26-27

-Νίκος Πορφυρογένης, Στη μνήμη της Μαρίας Περ. Ράλλη, 28-29

-Μιχάλης Γ. Μερακλής, Η Μαρία Ράλλη πριν και μετά το θάνατο, 30-41

-Γιάννης Νεγρεπόντης, Μια Γνωριμία, 42-43 (το κείμενο του αντιστασιακού ποιητή και στιχουργού Γιάννη Ξυνοτρούλια γράφτηκε στις 26/1/1977).

-Θεόφιλος Δ. Φραγκόπουλος, Της ανήκει θέση τιμής, 44-46

Κώστας Ε. Τσιρόπουλος, ΛΑΜΠΑΔΗΦΟΡΙΑ. Η Λογοτεχνική ανάβαση της Μαρίας Περ. Ράλλη, 47-60

-Μιχαήλ Δ. Στασινόπουλος, τέως πρόεδρος της ελληνικής δημοκρατίας, Δύο λευκές σελίδες στο τέλος του βιβλίου, 61-64 (το κείμενο του πρώτου προέδρους της μεταπολιτευτικής περιόδου ποιητή και συγγραφέα Μ.Δ. Στασινόπουλου, ερανίζεται από την «Νέα Εστία»)

-Βάσος Βαρίκας, Απλές ανθρώπινες ζωές, 65-66 (Το δημοσίευμα του παλαιού αρθρογράφου και μεταφραστή Β. Βαρίκα, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Το Βήμα» 14/2/1965»)

-Τίμος Μαλάνος, «Δρομολόγια και Καθυστερήσεις», 67 (Ο Καβαφολόγος συγγραφέας, φίλος του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη, που διέμενε στην Λωζάννη της Ελβετίας, είχε γεννηθεί στην Πόλη του Πειραιά, με καταγωγή από τα Κύθηρα. Εκτός από ποίηση έγραψε και μελέτες που αφορούν την ποίηση του Αλεξανδρινού, του Κώστα Καρυωτάκη και άλλων, διατηρώντας και αλληλογραφία με τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη. Έγραψε επίσης και τις προσωπικές του Αναμνήσεις. Ένα από τα βιβλία του που κυκλοφόρησαν ήταν και το «Δειγματολόγιο» από το οποίο αντλείται το κείμενο.).

-Παντελής Πρεβελάκης, «Εξομολογήσεις», 68-69. (Το κείμενο του Κρητικού πεζογράφου και πεζογράφου, συγγραφέα βιβλίων εικαστικών τεχνών, Παντελή Πρεβελάκη, δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο περιοδικό «Νεοελληνικά Γράμματα» από όπου μεταφέρεται.)

-Πέτρος Χάρης, Μαρία Περ. Ράλλη, 70-76 (Το κείμενο του γνωστού συγγραφέα και βιβλιοκριτικού και διευθυντή της «Νέας Εστίας» γράφτηκε μία μέρα έπειτα από το θάνατο της Μ. Π. Ρ., όπως αναφέρεται στο τέλος της σελίδας 70. Ο Πέτρος Χάρης όπως και άλλοι, αναβιβάζουν την ημερομηνία γέννησής της το 1905)

-Γιάννης Χατζίνης, «ΕΣΩΤΕΡΙΚΉ Γραφή»- «Μια Γαλάζια Γυναίκα», 77-80. (Οι κριτικές για τα δύο βιβλία της Μ. Π. ΡΆΛΛΗ του γνωστού δοκιμιογράφου και βιβλιοκριτικού Γιάννη Χατζίνη, είχαν δημοσιευθεί στο περιοδικό «Νέα Εστία».).

          Εδώ τελειώνει το πρώτο μέρος του Επιμνημόσυνου Αφιερώματος της σειράς Ursa Minor των εκδόσεων της «Ευθύνης» το οποίο διανθίζεται από ασπρόμαυρές φωτογραφίες της ποιήτριας και φωτογραφίες εξωφύλλων βιβλίων της και χειρογράφων της. Το εύρωστο και μεστό αφιέρωμα-που κυκλοφορεί μέχρι σήμερα- όπως βλέπουμε, περιλαμβάνει κείμενα πρωτότυπα και αναλύσεις καθώς και αναδημοσιεύσεις. Κείμενα γραμμένα θα γράφαμε τις τελευταίας στιγμής ορισμένα. Είναι δημοσιεύματα τιμητικά στην μνήμη της, αφιερώσεις ποιημάτων που συμπλέκεται η προσωπική γνωριμία με την συγγραφέα με την κρίση του έργου της, δίχως αυτή η κοινή αναδρομική ιστορική σύμπλευση να μειώνει είτε την μία είτε την άλλη πλευρά ή να μεροληπτεί ο λόγος των συμμετεχόντων φίλων της επιτιμητών της γραφής της. Η Μαρία Περικλή Ράλλη, η Μαρία Κωνσταντοπούλου της οικογένειας των Αλευροβιομηχάνων αδερφή της μεγάλης μας τραγωδού Κατίνας Παξινού, της μουσικού και ζωγράφου Βαρβάρας Κωνσταντοπούλου και της πειραιώτισσας δημοτικής συμβούλου Αθηνάς Δηλαβέρη, ήταν η αγαπημένη «Μαρίτσα» του πνευματικού κύκλου της εποχής της. Βραβευμένη, πολυταξιδεμένη, σύζυγος παλαιού πολιτικού, δημοκρατικών πεποιθήσεων η ίδια σαν προσωπικότητα, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, εκλέγονταν για χρόνια Γενική Γραμματέας της Εθνικής Εταιρείας των Ελλήνων Λογοτεχνών και υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά της μέλη. Στις 20/6/1948 με πρωτοβουλία του Κωνσταντίνου Τσάτσου δημιουργείται η ΕΕΛ το καταστατικό το υπογράφουν 81 μέλη. Τάσος Αθανασιάδης, Ηλίας Βενέζης, Γιώργος Γεραλής, Άρης Δικταίος, Κωνσταντίνος Θ. Δημαράς, Τατιάνα Σταύρου, Μ. Π. Ράλλη και άλλοι. Είναι χαρακτηριστική πάντα η πολιτική στάση ελευθερίας και ανεξαρτησίας που διέθετε η χαροκαμένη Μάνα και δραστήρια συγγραφέας. Αυτό φαίνεται και μας το μαρτυρούν πρόσωπα υπεράνω υποψίας, όταν η Ράλλη ύψωσε με δύναμη το ανάστημά της, την φωνή της στους απριλιανούς δικτάτορες όταν αυτοί απαίτησαν από τα τότε Σωματεία Ελλήνων Λογοτεχνών να αποκηρύξουν την διεθνή υποστήριξη στον Αλέκο Παναγούλη που ήταν φυλακισμένος και είχε βραβευθεί. Όπως ο τελευταίος πριν την δικτατορία πρωθυπουργός της Ελλάδος και πολυτάλαντος συγγραφέας, λόγιος και πρώτος καθηγητής κοινωνιολογίας Παναγιώτης Κανελλόπουλος σήκωσε στους πολιτικούς του ώμους την αντίσταση κατά της επταετίας εκ μέρους όλου του παλαιού πολιτικού προσωπικού, όλων των πολιτικών νόμιμων και παράνομων –τότε- πολιτικών παρατάξεων και ομάδων, διασώζοντας την δημοκρατική τιμή της πολιτικής τάξης της χώρας, το ίδιο και η συγγραφέας Μαρία Περικλή Ράλλη κατόρθωσε με τον θαρραλέο λόγο της, την υπερηφάνεια της να «μεταπείσει» τον αντιπρόεδρο της επταετίας-εκ μέρους του συνόλου των Ελλήνων Λογοτεχνών, με την σταθερή και δυναμική άρνησή της να αποδεχτεί αυτό που τους ζητούσε το στρατιωτικό καθεστώς. Ακόμα, η Μαρία Κωνσταντοπούλου, Περικλή Ράλλη, αγωνίστηκε για την απονομή Λογοτεχνικής Σύνταξης σε φτωχούς έλληνες λογοτέχνες. Ήταν από τις πρώτες που πρωτοστάτησε στην απονομή τιμητικής σύνταξης σε λογοτέχνες. Στον αγώνα αυτόν των ελλήνων λογοτεχνών για Λογοτεχνική Σύνταξη όπως δίδονταν σε άτομα άλλων τομέων του πολιτισμού, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε και τον αγώνα που έδωσε ο ιστορικός της ελληνικής λογοτεχνίας και κριτικός, ο Δημήτριος Τσάκωνας, ένας επαρκέστατος καλός ιστορικός της ελληνικής γραμματείας που δυστυχώς το όνομά του ενεπλάκει στο υπουργείο πολιτισμού κατά την περίοδο της επταετίας. Η ιστορική αλήθεια όμως δεν έχει χρώματα, τα τότε λογοτεχνικά πεπραγμένα είναι γνωστά. Ευτυχώς στις μέρες μας και με τους αγώνες που έδωσε η ποιήτρια Μαρία Λαϊνά και άλλοι λογοτέχνες διαφόρων Σωματείων, δίνονται όπως δίνονται οι μικρές τιμητικές συντάξεις ώστε να μπορούν να ζουν και οι άποροι συγγραφείς καλούτσικα. Που θέλω να πιστεύω ότι θα συμφωνήσουμε κάτι έχουν προσφέρουν και αυτοί οι δύσμοιροι στον ελληνικό πολιτισμό πέρα από τους τραγουδιστές, τους ηθοποιούς…. Αν και για να δώσουμε ιδέες, ίσως οι μεγάλοι ελληνικοί εκδοτικοί οίκοι που έχουν βεβαιωμένα κέρδη από τις πωλήσεις των βιβλίων, θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα κοινό ταμείο και να δίνουν μία μικρή ετήσια σύνταξη σε συγγραφείς που δεν έχουν έσοδα ζωής, να οικοδομήσουν έναν Οίκο Ευγηρίας για μεγάλης ηλικίας λογοτέχνες που θα τους φιλοξενεί όσο ζουν. Ας εκδώσουν ένα βιβλίο λιγότερο, Κάνω λάθος;

          Ο τόμος «ΞΕΝΑΓΗΣΗ ΣΤΗ ΜΑΡΙΑ Π. ΡΑΛΛΗ» είναι ακόμα και σήμερα ένας σοβαρός οδοδείκτης ανάγνωσης του έργου και της παρουσίας της Πειραιώτισσας συγγραφέως. Αποτελεί μία αναγνωστική δίκαιη στις κρίσεις τους προσέγγιση γνωμών για την καθόλου συγγραφική της και όχι μόνο παραγωγή. Ένα χρήσιμο διπλής αναφοράς Ανθολόγιο.

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου έχουμε την ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑ». Αποσπάσματα, δείγματα γραφής από τα βιβλία της.

-Γυναικεία Λόγια/ 1932, σ. 83-90

-Εξομολογήσεις/ 1934, σ.91-102

-«Στίχοι»/ 1938, σ.103-114

-«Λόγια σε νεκρό»/ 1943, σ. 115-126

-Μια Γαλάζια Γυναίκα/ 1944, σ.127-129

-«Για μια Ζωγραφιά και για ένα σκύλο» Ελληνική Πατρίδα/ 1946, σ. 130-137

-«Δρομολόγια και καθυστερήσεις»/ 1956, σ.138-152

-«Ένας κούκος σωπαίνει τη νύχτα»/ 1956, σ.153-171

-«Στην Κύπρο Φέγγει»/ 1956, σ.172-174

-«Περίπατος στη Γερμανία»/ 1956, σ. 175-184

-«Περίπατος στη Ρουμανία και στη Μόσχα»/ 1964, σ.185-188

-«Από το Ένα στο Άλλο»/ 1964, σ. 189-197

-«Εσωτερική Γραφή» Η σιωπή των ονείρων / 1970, σ. 198-200

-«Της Τέχνης και του Κόσμου» Μικρή άσκηση γύρω από τις λέξεις/ 1973, σ.201-204

-«Ξεναγήσεις»/ 1974, σ.205-225.

          Και ο τόμος Αφιέρωμα ολοκληρώνεται με την ΕΡΓΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΑΡΙΑΣ ΠΕΡ. ΡΑΛΛΗ, σελίδες 229-231 και τα Περιεχόμενα των σελίδων 235-237.

          Η ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ της έκδοσης Πειραιάς του 2006 του δικού μας πονήματος είναι η εξής, συν τα επιπλέον στοιχεία:

          ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ

-Γυναικεία Λόγια, Αθήνα, τυπογραφείο Πυρσός 1932 (ποίηση)

-Εξομολογήσεις, Αθήνα, Κασταλία 1934 (ποίηση)

-Στίχοι, Αθήνα, Κασταλία 1938 (ποίηση)

-Λόγια σε νεκρό, Πήγασος, Αθήνα 1943

-Ο καλύτερος που δεν ήταν. Πεζό, Αθήνα 1944

-Δρομολόγια και Καθυστερήσεις, Αθήνα 1956 (Ταξιδιωτικά)

-Ένας Κούκος σωπαίνει τη νύχτα. Νουβέλλα, Αθήνα 1956

-Η γεωγραφία ονειρεύεται. Περίπατος στην Γερμανία, Αθήνα 1956 (Ταξιδιωτικά)

-Στην Κύπρο Φέγγει,.. Αθήνα, Δίφρος 1957 (Ταξιδιωτικά)

-Περίπατος στη Ρουμανία και τη Μόσχα, Αθήνα 1964 (Ταξιδιωτικά)

-Από το Ένα στο Άλλο. Δέκα Διηγήματα, Αθήνα, Γεώργιος Φέξης 1964

-Εσωτερική Γραφή. Αφηγήματα, Αθήνα, Οι Εκδόσεις των Φίλων 1970

-Μια Γαλάζια Γυναίκα. –Κι ένα άλλο διήγημα. Νουβέλλα. Οι Εκδόσεις των Φίλων 1970. Πρώτη έκδοση Αθήνα, έκδοση Λόγου 1944

-Για μια ζωγραφιά και για ένα σκύλο, Αθήνα 1973. Πρώτη έκδοση, Ίκαρος 1945 (πεζό)

-Της Τέχνης και του Κόσμου. Απόψεις, Αθήνα, Οι Εκδόσεις των Φίλων 1973 (δοκίμια)

-Ξεναγήσεις, Αθήνα, Οι Εκδόσεις των Φίλων 1974 (ποίηση)

          ΣΧΕΤΙΚΑ

-ΑΘΑΝΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ, Μικρή ελεγεία στο θάνατο της Μ.Π.Ρ., περ. Νέα Εστία τχ. 1165/ 15-1-1976, σ.74

-ΑΛΑΒΕΡΑΣ ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ, Σημειώσεις, σ.100-102 Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής 1990 (βιβ/κη) «Από την πίκρα στη συνέχεια» για «Ξεναγήσεις»

«Η γνωστή λογοτέχνιδα και έμπειρη (με όλη τη σημασία σαν ουσιαστικοποιημένου επιθέτου) άνθρωπος η Μαρία Περικλή Ράλλη, μας ξεναγεί εδώ στα τριάντα έξι ποιήματα του πέμπτου ποιητικού βιβλίου της, στους χώρους, τα τοπία της προσωπικής της περιπέτειας και επιμελείται ταχτικά τα συμπεράσματά της από την «προκαθορισθείσα», να πεις, περιήγηση, εξαγγέλλοντας ακόμη’ «διάρκεια κι επιστροφή, συνάντηση κι ενότητα»…….. «Η χοϊκή αίσθηση της Μ.Π. Ράλλη συναντιέται σ’  όλο της το γραφτό έργο, εδώ εντοπίζεται μέσα στην βεβαίωση όχι πιά της θηλυκής γεύσης όπου η καταγωγή της αλλά σ’ αυτήν τη σάρκα της γνώσης, της από απόσταση………»

-ΑΛΕΞΙΟΥ ΕΛΛΗ, Το τελευταίο βιβλίο της κ. Μ.Π.Ρ., περ. Λωτός τχ.10/2, 1971, σ.62-63 (βιβ/κη) «Το τελευταίο βιβλίο της κ. Μ. Π. Ρ.» για «Εσωτερική Γραφή»

«……….. Όταν για πρώτη φορά διάβασα κείμενα της στο εξωτερικό, αισθάνθηκα ζωηρή επιθυμία, να την ευχαριστήσω για την αισθητική χαρά που μου έδωσε η τέχνη της. Ακολούθησαν ποικίλοι και βαριοί περισπασμοί. Ό,τι έβρισκα δικό της το διάβαζα με την ίδια πάντα θαυμαστική στάση. Τώρα στο βιβλίο της «Εσωτερική Γραφή»- το «Μια γαλάζια γυναίκα» είναι επανέκδοση-ο αναγνώστης πιστεύω, πώς μπορεί να βρει ένα πρότυπο σύγχρονου μοντέρνου γραψίματος. Είναι ένα βιβλίο που η κ. Ράλλη στα πέντε διηγήματά του, αποκαλύπτει έναν σπάνιο συναισθηματικό πλούτο, δονείται από πάθος και συγκίνηση χωρίς να φτάνει στο μελόδραμα. Με μικρέ πινελιές συχνά άσχετες και ασύνδετε ς,  χωρίς να σε κρατά από το χέρι, σε μπάζει στον πιο απωθημένο κόσμο της. Το μυστικό βρίσκεται στην ύπαρξη αυτού του κόσμου. Πού όταν υπάρχει, δηλώνει την παρουσία του και με τα πιό λιτά και απίθανα μέσα……….»  

-ΓΙΑΚΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ, Ελληνίδες της Λογοτεχνίας, περ. Νέα Εστία τχ. 1331/ Χριστούγεννα 1982, σ. 198. (Γεν.1905-1976)

-ΓΥΦΤΑΚΗΣ Ε. ΣΩΤΗΡΗΣ, Ποιητές και Λόγιοι της Μεσσηνίας (Επαρχία Μεσσήνης- Πυλίας), Καλαμάτα 2001. Σελ.80-81 «Άλλη μια αρχοντονύφη ποιήτρια στην Κορώνη». (Γέν. 1909-1975)

-ΖΑΔΕΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, Πάνω απ’ το ξένο μόχθο, τόμος Α΄, σ. 212-214.  Τριφυλλιακή Εστία  1985, (βιβ/κη) για «Περίπατος στη Ρουμανία και στη Μόσχα». Πρώτη δημοσίευση περ. «Ξενία» τχ. 105/1966.

«Μια ποιήτρια σαν τη Μαρία Ράλλη, δεν μπορούσε να δόσει τις εντυπώσεις της από ένα περίπατό της σε δύο χώρες σαν τη Ρουμανία και τη Ρωσία, παρά τυλιγμένες στον αχνό πέπλο του παραμυθιού και του ονείρου, του μυστηρίου και του αγνώστου. Είν’ ένα δυνατό, λυρικό ταλέντο η Μαρία Ράλλη, οπλισμένο με οξυδέρκεια κι ακριβόλογη έκφραση……»

-ΘΕΜΕΛΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ, Μ.Π.Ρ. περ. «Μακεδονικές Ημέρες», Θεσσαλονίκη 1935, τόμος Γ΄, σ. 40-41. (βιβ/κη)

-ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ, Η Μαρία Π. Ράλλη, περ. Ευθύνη τχ.249/9, 1992, σ.433- 435. [Το κείμενο είναι Λόγος σε Πνευματικό Μνημόσυνο]

«Τι ήταν, ποιά ήταν η αλησμόνητη Μαρίτσα μας, όπως την αποκαλούσαμε. Ήταν θα μου επιτραπεί μια έκφραση, που αυτή τη στιγμή επινόησα και που είμαι βέβαιος ότι θα κατανοηθεί από όλους όσους την θυμόμαστε, ήταν θα το θυμόμαστε καλά, η Μαρίτσα μας ήταν η ζωή αυτοπροσώπως. Ο δυναμισμός της Μαρίτσας ήταν κάτι το εξαιρετικό. Κάτι το μοναδικό. Ήταν ένας δυναμισμός και στην έκφραση και στην ομιλία της και στην ανάσα της και στα γραπτά της. Και είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς, αν δεν την έχει γνωρίσει από κοντά, πόσο δυναμική ήταν η Μαρίτσα. Και όμως, για να διατηρήσει αυτόν τον δυναμισμό, για να διατηρήσει αυτή την πνοή, έπρεπε να ξεπεράσει πολλά πλήγματα που της είχε επιφυλάξει η μοίρα. Επιφυλάσσει η μοίρα πλήγματα και στους πιο εκλεκτούς. Έχασε πρόωρα τον άνδρα της. Τον Περικλή Ράλλη έναν από τους πιο φωτισμένους και πιο προοδευτικούς πολιτικούς, ένα από τα πιο προοδευτικά στελέχη του Λαϊκού Κόμματος. Έγινε άλλωστε το 1945 μέλος της Κυβερνήσεως η οποία διαδέχτηκε την Κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου στην οποία μετείχα, και της Κυβερνήσεως του Νικολάου Πλαστήρα-μαζί με άλλο φωτισμένο στέλεχος του Λαϊκού Κόμματος. Στέκομαι μια στιγμή στο πρόσωπο του Περ. Ράλλη γιατί το 1935 συμπέσαμε σε ορισμένα πράγματα. Η στάση μας στο πολιτειακό. Και αυτή η σύμπτωση με έκανε να ιδώ για πρώτη φορά τη Μαρίτσα Ράλλη. Αυτή η σύμπτωση μ’ έκανε να τον αναζητήσω στο σπίτι του και ν’ ανοίξει την πόρτα του σπιτιού η ίδια η Μαρίτσα Ράλλη. Αυτοπροσώπως η ίδια. Βέβαια, εγώ δεν ξέχασα ποτέ την στιγμή αυτή. Η Μαρίτσα-τη ρώτησα όταν συνδεθήκαμε αργότερα και η γυναίκα μου κι εγώ μαζί της,- την είχε ξεχάσει. Βέβαια εγώ, ένας νέος καθηγητής που είχε μόλις ή μάλλον ουσιαστικά παυθεί από το Πανεπιστήμιο, δεν της έκανε κείνη τη στιγμή εντύπωση. Εμένα μου έκανε βαθυτάτη εντύπωση η ομορφιά της, ο δυναμισμός της, η έκφρασή της, η λάμψη του προσώπου της. Ήρθε έπειτα ένα μεγάλο πλήγμα, παράλληλα, έχασε τον μοναχογιό της. Ήταν βαρύτατο πλήγμα. Ένα ωραίο αγόρι. Ποτέ δεν μας μίλησε για το περιστατικό αυτό. Ήταν αδύνατο να μιλήσει για το περιστατικό αυτό. Και ήλθε έπειτα κι ένα τρίτο πλήγμα. Το τρίτο πλήγμα σημειώθηκε γύρω στο 1955 όταν έχασε εκείνον ο οποίος της συμπαραστάθηκε ιδιαίτερα και ηθικά και την εστήριξε μετά την απώλεια του συζύγου της. Και όμως όλα αυτά τα ξεπέρασε. Το τελευταίο εσήμανε το ξεχύλισμα του ποτηριού και παραλίγο να χαθεί. Είχε πάψει να τρώει, δεν είχε την ικανότητα να κοιμάται. Είχε μείνει το εν δέκατο του εαυτού της. Ενδεικτικά μιλάω για το ποσοστό αυτό. Σωματικά είχε μείνει το εν δέκατο του εαυτού της. Και ποιος ξέρει ψυχικά πόσο είχε μείνει. Και όμως τα ξεπέρασε όλα. Βέβαια της συμπαρασταθήκαμε, οι φίλοι, ανάμεσά τους, η γυναίκα μου κι εγώ, αλλά η συμπαράσταση αυτή δεν ήταν εκείνη η οποία την έσωσε. Την έσωσε το ιερό πυρ που υπήρχε μέσα της. Την έσωσε η ποιητική δημιουργία. Η ποιητική δημιουργία, αγαπητοί φίλοι, είναι κάτι σωτήριο, καμμιά φορά σωτήριο και για τους άλλους, οπωσδήποτε σωτήριο για τον εαυτό μας όταν έχουμε και έστω μια παραμικρή δόση ποιητικής πνοής. Και άρχισε πάλι να γράφει…………»

-ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ, Τα Δοκίμια, «Μαρία Περ. Ράλλη, ή «Μαρίτσα», 420-422. Εκδ. Ε.Ε. Φίλων Παναγιώτη Κανελλόπουλου 2002

-ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΡΕΑΣ, Μ.Π. Ρ. περ. Νέα Εστία τόμος 97ος, τχ.1148/1-5-1975, σ. 622-623 (βιβ/κη) για «Ξεναγήσεις»

-ΚΑΡΓΑΚΟΣ Ι. ΣΑΡΑΝΤΟΣ, Η Αρχόντισσα των Γραμμάτων μας. Η Μαρία Περ. Ράλλη (1909- 1975) αγάπησε και υπηρέτησε με συνέπεια τη λογοτεχνία. εφ. Ελεύθερος Τύπος Κυριακή 10/1/ 1999, σ. 19

«….. Πολλοί Αριστεροί διανοούμενοι και συγγραφείς της οφείλουν πολλά. Την θυμήθηκαν ελάχιστοι. Ο γράφων της οφείλει την πρώτη του δημόσια αναγνώριση. Ήμουν ένα άγριο παιδί στα νιάτα μου. Τ΄ αλλεπάλληλα πλήγματα μ’ έκαναν να δείχνω στους πάντες τα νύχια μου. Είχα όμως έναν απέραντο σεβασμό προς τους λογοτέχνες. Σχεδόν δέος. Μπορούσα την μια στιγμή να αυθαδιάσω προς έναν πρωθυπουργό (και να τον λένε Καραμανλή!) και την άλλη να χάνω τα λόγια μου μπροστά στον Βρεττάκο, στον Λειβαδίτη, στον Ρίτσο. Πήγαινα συχνά στη «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών» στην οδό Μητροπόλεως, όπου μια φορά την εβδομάδα η Ε.Ε.Ε.Λ. υπό την προεδρία του προέδρου της Στρατή Μυριβήλη οργάνωνε φιλολογικές συζητήσεις. Εκεί είδα τη Μαρία Ράλλη, κι άκουσα γι’ αυτή, γιατί ήταν η ψυχή εκείνων των εκδηλώσεων, που έμοιαζαν βροχή στην ξεραμένη τότε πνευματικά Αθήνα. Γυναίκα αρχοντική, όμορφη, πολύ, γλυκιά και προσηνής.

Από φόβο και συστολή δεν είχα τολμήσει ποτέ να πάρω το λόγο. Τόσα «ιερά τέρατα» μέσα εκεί! Κάποτε τόλμησα. Μίλησα επί ώρα πολλή, χωρίς χαρτί, από στήθους. Η Μαρία μ’ έβλεπε με ένα γελαστό ενθαρρυντικό βλέμμα. Κι εγώ συνέχισα. Μέχρι το Αλεξανδρινό Μουσείο έφθασα, μιλώντας για την πρώτη «μαγιά» φιλολόγων της ιστορίας. Σαν τέλειωσα, η Μαρία Ράλλη μ’ αγκάλιασε και μου έδωσε σαν έπαθλο ένα θερμό φιλί. Ήταν η πρώτη-και μοναδική μου- αναγνώριση. Ασφαλώς και η πιο τιμητική. Σήμερα με το κείμενο αυτό ανταποδίδω τη χάρη που της χρωστώ……..».

-ΛΙΑΤΣΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ, Οι Ελληνίδες στα Γράμματά μας, σ. 53-54, Αθήνα 1966

-ΜΑΛΑΝΟΣ ΤΙΜΟΣ, περ. «Καινούργια Εποχή» Χειμώνα 1956, σ.353 (βιβ/κη) για «Δρομολόγια και καθυστερήσεις»

-ΜΑΛΑΝΟΣ ΤΙΜΟΣ, Δειγματολόγιο, σ. 229-230, Αθήνα, Γεωργίου Φέξη 1962 (βιβ/κη) για «Δρομολόγια και Καθυστερήσεις».

-ΜΑΛΑΝΟΣ ΤΙΜΟΣ, Η Δύναμη των Αισθήσεων, σ.229-230, Αθήνα, Πρόσπερος 1984 (βιβ/κη)

-ΜΕΛΑΣ ΣΠΥΡΟΣ, (Φορτούνιο), Μ.Π.Ρ. εφ. Ελεύθερο Βήμα 21/10/1932

-ΜΕΛΑΣ ΣΠΥΡΟΣ, περ. Ραδιόφωνο φ. 58/30-7-1944 (βιβ/κη) για «Μια γαλάζια γυναίκα»

-Κ. ΜΙΧΑΗΛ (ΜΙΧΑΛΗΣ Γ. ΜΕΡΑΚΛΗΣ) περ. «Νέα Πορεία» τχ. 231-232 Θεσσαλονίκη 1974, σ. 85. (βιβ/κη)

-ΜΠΑΛΟΓΛΟΥ ΠΑΥΛΟΣ, Μ.Π.Ρ., περ. Φιλολογική Στέγη τχ.23/ Άνοιξη 1976, σ. 61-62

-ΜΠΑΣΤΙΑΣ Κ. ΓΙΑΝΝΗΣ, Βιογραφία, σ. 452,453, 486, 489. Αθήνα, Καστανιώτης 2005

-ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ ΣΤΡΑΤΗΣ, περ. Ορίζοντες τχ.4/ 1944

-ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ ΣΤΡΑΤΗΣ, περ. Ο Αιώνας μας τχ. 6/8, 1946 (;) Εξετάζει την Γυναικεία Λογοτεχνία μας.

-ΝΙΑΡΧΟΣ Θ. ΘΑΝΑΣΗΣ, Μαρία Περ. Ράλλη (1905-1976)., σ. 78-79. Ετήσιο Χρονικό 1976, Γκαλερί Ώρα Αθήνα 1976

-ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ, Μ. Π.Ρ., εφ. Αθηναϊκά Νέα 1/5/1944

-ΠΑΝΑΡΕΤΟΥ Π. ΑΝΝΙΤΑ, Ελληνική Ταξιδιωτική Λογοτεχνία. Η Μακρά πορεία των απαρχών ως τον 19ο αιώνα. Τόμος 1ος, σ. 87. Αθήνα, Επικαιρότητα 1995

-ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ Μ. Ι., εφ. Πρωία 15/12/1938, (βιβ/κη) Τα Νέα Ποιήματα της Μαρίας Ράλλη

-ΠΑΞΙΝΟΥ ΚΑΤΙΝΑ, Γράμμα στη Μ.Π.Ρ. από τη Νέα Υόρκη (1929), περ. Η Λέξη τχ.72/2, 1988, σ.

-ΠΑΡΑΣΧΟΣ ΚΛΕΩΝ, περ. Νέα Εστία τχ. 163/ 1-10-1933, σ. 1069 (βιβ/κη) για «Γυναικεία Λόγια».

          «Ίσως να ήτανε λίγο υπερβολικό, αλλ’ όχι και εντελώς σφαλερό, μου φαίνεται, αυτό που έλεγα τελευταία, με κάπως ωμή ειλικρίνεια, σε μια γνωστή μου ποιήτρια: ότι γυναίκα στην Ελλάδα δε μας έδωκε βαθειούς, αληθινά συγκλονιστικούς ποιητικούς τόνους, άλλη από τη Μαρία Πολυδούρη. Στην ποίησή της, που δεν έχει την σφραγίδα μιας μεστής και ώριμης καλλιτεχνικής συνείδησης, την πολύ απλοϊκή κάποτε, τη ρητορική, που μένει συχνά δώθε από το ποιητικό νόημα, ακούμε, ωστόσο, τους πιο πολύτιμους, τους πιο χαρακτηριστικούς, τους πιο βαθειούς τόνους της γυναικείας ψυχής: τον τόνο του πάθους, της τρυφερότητας, του αισθήματος εκείνου, του αβίαστου, του ανυστερόβουλου που σπρώχνει τις πραγματικά ερωτευμένες γυναίκες στη θυσία, την αφοσίωση, στο ολοκληρωτικό δόσιμο του εαυτού των.

          Μερικοί από τους τόνους αυτούς, όχι οι λιγότερο πολύτιμοι, ίσως, ακούγονται και στα «Γυναικεία Λόγια» τη συλλογή της κ. Μαρίας Ράλλη…..»

-ΠΑΡΑΣΧΟΣ ΚΛΕΩΝ, ΠΕΡ. Νέα Εστία τχ. 289/ 1-1-1939, σ.72-74 (βιβ/κη) για «Στίχοι»

-ΜΕΡΑΝΘΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ, εφ. Έθνος 6/7/1946 (βιβ/κη) για «Για μια ζωγραφιά και για ένα σκύλο»

- γ.κ.π. ΠΗΛΙΧΟΣ Κ. ΓΙΩΡΓΟΣ, Έφυγε προχθές για πάντα η Μ.Π.Ρ. ευγένεια και στοχασμός. Εισήγαγε το Αντιμυθιστόρημα στην Ελληνική Λογοτεχνία εφ. Τα Νέα 5/1/1976

-ΠΡΕΒΕΛΑΚΗΣ ΠΑΝΤΕΛΗΣ, περ. Νεοελληνικά Γράμματα τχ. 12/ Κυριακή 30-6-1935, σ.3 (βιβ/κη) για «Εξομολογήσεις»

«Η Κυρία Μαρία Π. Ράλλη έχει μια ζηλευτή λυρική ιδιοσυγκρασία και συνάμα την έμφυτη σοφία να της δίνει μορφή. Δύσκολο να βρεθούνε στίχοι με λιγώτερη «λογιότητα» πολυμάθεια ή στόμφο. Ο ποιητής λαλεί  καθώς πουλί πάνω στο κλαρί. Αν η Ελλάδα είχε γλώσσα αν η ποιητική της παράδοση δεν είχε πάψει νάναι προφορική παράδοση η Κα Ράλλη θάτανε κι όλας μια περισπούδαστη ποιήτρια, θάτανε μια ποιήτρια ξετελειωμένη. Δυστυχώς καμία έμφυτη σοφία δεν μπορεί να θεραπεύσει πέρα για πέρα την αγλωσσία μας και να ξαναβρεί το νήμα του δημοτικού τραγουδιού που τόκοψε ή το μπέρδεψε ένας αιώνας ξενικής κηδεμονίας. Είναι λοιπόν υποχρεωμένη η λυρική ψυχή που νιώθει την εσωτερική επιταγή να βγει με το ποίημα στην επιφάνεια, να συγκροτήσει σ’ ένα ενιαίο σύμπαν τα μέσα της και να καταχτήσει ένα προς ένα τα στοιχεία της τέχνης της……..»

-ΠΡΟΥΣΗΣ ΚΩΣΤΑΣ, περ. Κυπριακά Γράμματα τχ. 129-130/ 3,4, 1946. (βιβ/κη) για «Λόγια σε νεκρό»

-ΡΟΔΑΣ ΜΙΧΑΛΗΣ, Μ.Π.Ρ., εφ. Ελεύθερο Βήμα 21/12/1943. (βιβ/κη) για «Στίχοι»

-ΡΩΤΑΣ ΒΑΣΙΛΗΣ, Μ.Π.Ρ., εφ. Η Βραδυνή 29/1/1935/ περ. «Καλλιτεχνικά Νέα» φυλ. 32/ 5-1-1944. (βιβ/κη) για «Λόγια σε νεκρό».

-Red, εφ. Ακρόπολις 14/2/1935. Μ. Π. Ράλλη

-ΣΑΧΙΝΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ, εφ. Έθνος 15/2/1965,  «Μια Πεζογράφος»

-ΣΑΧΙΝΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ, Τετράδια Κριτικής, σειρά 9η, σ.32-35 Αθήνα, Εστία 1996, (βιβ/κη) για «Από το ένα στο άλλο» και «Περίπατος στη Ρουμανία και στη Μόσχα»

«……Με τα έργα της αυτά η Μαρία Περ. Ράλλη έχει διαμορφώσει  τη σταθερή συγγραφική της προσωπικότητα, παρουσιάζοντας ως κύρια γνωρίσματα τη ρωμαλέα αφήγηση, την εκφραστική ευφορία και την ωραία, ζωντανή και παραστατική δημοτική γλώσσα……..»

-ΣΚΙΠΗΣ ΣΩΤΗΡΗΣ, Μαρία Π. Ράλλη., εφ. Εστία 25/10/1932

-ΣΤΑΜΠΟΛΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ, περ. Το Ραδιόφωνον» τχ. 20-26/ 2-1944

-ΤΑΡΣΟΥΛΗ ΑΘΗΝΑ, Ελληνίδες Ποιήτριες (1857-1940), σ. 246-258, Αθήνα 1951. (στον Τρίτο κύκλο της μελέτης 1932-1940).

-ΤΣΙΡΚΑΣ ΣΤΡΑΤΗΣ, περ. «Αλεξανδρινή Λογοτεχνία» 1948 (βιβ/κη) για «Για μια ζωγραφιά και για ένα σκύλο»

-ΤΣΙΡΟΠΟΥΛΟΣ Ε. ΚΩΣΤΑΣ, Αλφάβητο. Σημειώσεις Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα, Αστήρ 1987, σ. 116- , «Λαμπαδηφορία- Η ανάβαση της Μαρίας Περικλή Ράλλη

-ΤΣΙΡΟΠΟΥΛΟΣ Ε. ΚΩΣΤΑΣ, περ. Ευθύνη τχ.30/6, 1974, σ.300 (βιβ/κη) για «Της Τέχνης και του Κόσμου Απόψεις»

-ΤΣΙΡΟΠΟΥΛΟΣ Ε. ΚΩΣΤΑΣ, Τα Δοκίμια των Ελλήνων. Εισαγωγή-τελική επιλογή Κ.Ε.Τ., Αθήνα Μέγας Αστρολάβος/ Ευθύνη 2002, σ.222-226. «Μικρή άσκηση γύρω από τις λέξεις»

-ΦΟΥΡΙΩΤΗΣ ΔΗΜ. ΑΓΓΕΛΟΣ, Πνευματική Πορεία 1900-1950, σ. 198, 317, Αθήνα, Μαυρίδης 1951-1952

-ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ Θ. ΑΝΤΩΝΗΣ, περ. Τομές τχ. 7-8/7,8, 1975, σ. 90 (βιβ/κη) για «Ξεναγήσεις»

«Είναι το πέμπτο ποιητικό βιβλίο της Μ.Π.Ρ. κι έρχεται να συμπληρώσει την εικόνα ενός χώρου φθοράς κ’ ερήμωσης που ήδη έχει οριοθετηθεί από  τις προηγούμενες συλλογές της. Με τη διαφορά πώς ό,τι ήταν προβίωση ή ακόμα και βίωμα συγκεκριμένο και προσωπικό, τώρα έχει χωνευτεί και μετουσιωθεί με μια αίσθηση πανανθρώπινης εμπειρίας, έχοντας οριστικά περάσει στο χώρο του επέκεινα. Η Μ. Π.Ρ. είναι από τους εκπροσώπους της «ουσιαστικής» ποίησης στην Ελλάδα, και με συνέπεια έχει διανύσει μια ανελικτική  και περιελικτική, γύρω από τον υπαρξιακό άξονα-πορεία………»

-Χ., Μ.Π.Ρ., περ. Νέα Εστία τχ. 1409/15-3-1986, σ. 409

-ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΟΥ Δ. ΕΛΕΝΑ, Μνήμη Μαρίας Π. Ράλλη ., Δέκα χρόνια από το θάνατο της διακεκριμένης ποιήτριας και πεζογράφου.  εφ. Το Βήμα 16/2/1986

[Πνευματικό μνημόσυνο για τα 10 χρόνια από τον θάνατο της Μ. Π. Ράλλη οργανώνει αύριο στις 7 μ.μ. στην Αίθουσα Ανταποκριτών Ξένου Τύπου (Ακαδημίας 23) η Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, της οποίας η διακεκριμένη ποιήτρια και πεζογράφος υπήρξε γενική γραμματέας. Θα μιλήσουν οι κύριοι Π. Κανελλόπουλος, Πέτρος Χάρης και Κώστας Τσιρόπουλος, ενώ ποιήματα και πεζά της Μ. Π. Ρ. θα διαβάσει η κυρία Ελένη Χατζηαργύρη. Για την επέτειο αναδημοσιεύουμε εδώ από τον τόμο «Ξενάγηση στη Μαρία Π. Ράλλη» (εκδ. «Ευθύνης») τρία κείμενα που φωτίζουν την προσωπικότητά της: ένα δικό της, ένα του κ. Π. Κανελλόπουλου και την Εργογραφία της…..». Γεννιέται στον Πειραιά το 1902. Πεθαίνει 3 Ιανουαρίου μέρα Σάββατο χαράματα. Κηδεύεται την επομένη…..]

-ΧΑΤΖΙΝΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ, περ. Νέα Εστία τχ. 915/ 15-8-1965, σ. 1105-1106 (βιβ/κη) για «Περίπατος στη Ρουμανία και στη Μόσχα».

-ΧΑΤΖΙΝΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ, περ. Νέα Εστία τχ. 1048//1-3-1971, σ. 346-347 (βιβ/κη) για «Εσωτερική Γραφή» Αφηγήματα και «Μια Γαλάζια Γυναίκα» Νουβέλλα

          «Η κ Μαρία Περ. Ράλλη αποτελεί μια ιδιοτυπία μέσα στη λογοτεχνία μας. Πρέπει κανείς να προσέξει ιδιαίτερα για να καταλάβει τη μυστική της ποιότητα, να βρεθεί στη δική της γραμμή πορείας και να μπορέσει να μπει στον εσωτερικό μύθο των αφηγημάτων της…….»

-ΧΑΤΖΙΝΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ, περ. Πνευματική Ζωή 25/12/1938, σ. 362 (βιβ/κη)

-ΧΑΡΗΣ ΠΕΤΡΟΣ, Μαρία Περ. Ράλλη., περ. Νέα Εστία τχ.1165/15-1-1976, σ. 121-124.

[Πέθανε στις 3 Ιανουαρίου, κηδεύτηκε το άλλο απόγευμα στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας. Είχε γεννηθεί το 1905…..].

-ΧΑΡΗΣ ΠΕΤΡΟΣ, Σαράντα Χρόνια Κριτικής Ελληνικού Πεζού Λόγου, τόμος Β΄, σ. 364- 367, Αθήνα 1985

-ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΟΣ ΑΙΜΙΛΙΟΣ, εφ. Καθημερινή 22/11/1938 (βιβ/κη) για «Στίχοι»

-Εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ, τόμος 25ος, σ. 128, Αθήνα 2006

-Εφημερίδα Τα Νέα 15/2/1986 Πνευματικό Μνημόσυνο της Μαρίας Περικλή Ράλλη

(για τα 10 χρόνια από τον θάνατό της).

-ΞΕΝΑΓΗΣΗ ΣΤΗ ΜΑΡΙΑ Π. ΡΑΛΛΗ, τόμος 2ος, Ursa Minor/ Ευθύνη 1986.

          ΑΦΙΕΡΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ Μ. Π. ΡΑΛΛΗ

-Γεώργιος Αθάνας, Μικρή Ελεγεία (ποίημα στο θάνατο της Μαρίτσας Ράλλη). Περ. Νέα Εστία τχ. 1165/ 15-1-1976, σ.74

-Διαλεχτή Ζευγώλη Γλέζου, Η Θύμηση (ποίημα στην Μ.Π.Ρ.) στην συλλογή «Φθινοπωρινό Φώς», σ. 82 εκδ. Οι Εκδόσεις των Φίλων 1984

-Μηνάς Δημάκης, Έρχονται τα Όνειρα (ποίημα. Στην Μ. Π.Ρ.) στην συλλογή «Η Περιπέτεια» σ.44, εκδ. Βάκων, Αθήνα 1966.

Έρχονται τα όνειρα

          Στην Μαρία Π. Ράλλη

«Μουσική τ’ αστέρια που ξενυχτήσαμε

Όταν αποζητούσε φως η νύχτα της ψυχής

Μα δεν υπήρχαν πάρεξ σκοτεινοί ήσκιοι

Και το κενό που αδειάζει τις αναμνήσεις

Ναι! η αφή για λίγο ακόμα θυμάται

Ύστερα βουβαίνεται κι αυτή

…………………………….»

-Στράτης Μυριβήλης, το πεζό «Ο ΠΑΝ» Αθήνα 1946 (Αφιέρωμα τιμής στην συνάδελφο Μαρία Π. Ράλλη)

-Γιάννης Ρίτσος, Η Μαρία Ράλλη στα Όνειρα (ποιητική σύνθεση στην «Ξενάγηση στην Μ.Π.Ρ.»)

ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΕΣ- ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΛΕΞΙΚΑ

-ΑΡΓΥΡΙΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, Η Μεταπολεμική πεζογραφία., τόμος Α΄, σ.95, 166, Αθήνα, Σοκόλης 1988

-ΑΡΓΥΡΙΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ., τόμος Γ΄, σ.168. τόμος Δ΄, σ. 133, 176, 282, 325, 350. Τόμος ΣΤ΄, σ.137, Αθήνα, Καστανιώτης 2003

-ΓΑΛΑΝΗΣ Ι. Θ., Γραμματολογία, σ.309, Αθήνα, Κνωσσός χ.χ. (Γέννηση- Θάνατος 1976)

-ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ, Λογοτεχνία των Ελλήνων, τόμος 12ος, σ. 13-19, Αθήνα, Χάρη Πάτση χ.χ.

«Η Μ. Π.Ρ. κατήχε πάντα και κατέχει περιφανέστατη θέση στη σύγχρονη κοινωνία μας και η πνευματική της ευφορία διακρίνεται σε όλες τις εκδηλώσεις της λαμπρής δράσης της…..»

-ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Γ. ΣΟΦΟΚΛΗΣ, Νεοελληνική Λογοτεχνία, σ. 226, 234, Αθήνα 1978

-ΘΡΑΚΙΩΤΗΣ ΚΩΣΤΑΣ, Σύντομη Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, σ.180, Αθήνα, Δίφρος 1965

-ΚΟΡΔΑΤΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, σ. 641, Αθήνα, Βιβλιοεκδοτική 1962. (Γέν. 1906)

«… Έγραψε ποιήματα ακολουθώντας τη δημοτική παράδοση. Έχει ταλέντο και οι στίχοι της είναι δουλεμένοι και εκφραστικοί…»

-ΚΟΥΤΣΟΥΚΑΛΗΣ ΑΛΕΚΟΣ, Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας, τόμος 3ος, σ. 174-175, Αθήνα, Ιωλκός 1989. [Δημοσιεύει απόσπασμα από το ποίημά της «Με βάρκα», μάλλον «αντιγράφοντας» τις κρίσεις και την αποσπασματική ποιητική επιλογή του Γιάννη Κορδάτου»].

-ΚΩΣΤΕΛΕΝΟΣ Π. ΔΗΜΗΤΡΗΣ, Σύγχρονη Ιστορία Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, τόμος 5ος, σελ. 310 και τόμος 4ος, σ.20-21, Αθήνα, Παγουλάτος 1976/ 1977. (Γέν. 1909- θ. 1975)

-ΜΕΡΑΚΛΗΣ Γ. ΜΙΧΑΛΗΣ, Η Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία (1945-1970).-ΙΙ. Πεζογραφία, σ.46, 93. Θεσσαλονίκη, Κωνσταντινίδη χ.χ.

-ΜΕΡΑΚΛΗΣ Γ. ΜΙΧΑΛΗΣ, Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία (1945-1980).-Μέρος Πρώτο, Ποίηση, σ.20, Αθήνα, Πατάκη 1987

-ΜΑΥΡΑΓΑΝΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ- ΜΥΡΤΑΛΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ, Βιογραφίες Ελλήνων Συγγραφέων, σ. 526-527, τόμος Β΄, Αθήνα, Ντουντούμης 1994

-ΠΑΠΠΑΣ ΝΙΚΟΣ, Η Αληθινή Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (1100-1973), σ. 389, Αθήνα, Τύμφη 1973

-ΠΕΝΤΕΑΣ Η. ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ, Επίτομος Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας, σ. 301, Αθήνα Γ. Υ. Σ. 1981

-ΠΟΛΙΤΗΣ ΛΙΝΟΣ, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, σ. 356, Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης 1978

-ΡΟΔΑΝΘΗΣ ΘΕΜΗΣ, Γενικά στοιχεία λογοτεχνίας και Βιογραφίες ποιητών και πεζογράφων, σ.274-276, Αθήνα, Κένταυρος 1977

-ΤΣΑΚΩΝΑΣ ΓΡ. ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και Πολιτικής κοινωνίας, Α, τόμος 5ος, σ. 405-406, Αθήνα, Σώφρων 1992 (στο κεφάλαιο Η Γενιά του 1930)

[Η Μ. Π. Ράλλη (1906-1976) παρόχθια του Παναγιώτη Κανελλόπουλου στην ποίηση διέθετε άπληστη όραση και ποιητικό ύφος (1). Σαν πεζογράφος θα μπορούσε να τοποθετηθεί σ’ εκείνους που ξεπέρασαν τον εσωτερικό μονόλογο, άγγιξαν  συνειδητά τον επαναστατικό μοντερνισμό, αλλά προτίμησαν τελικά να σταθούν σ’ αυτό το δύσκολο και τόσο γοητευτικό μεταίχμιο όπου η πραγματικότητα μετατρέπεται σ’ όνειρο, χωρίς να χάσει τίποτε από την πραγματικότητα της ουσία (2). Κινήθηκε στο χώρο του νεοτεριστικού μυθιστορήματος δίνοντας εμφύσηση ζωής στα άψυχα πράγματα, διεκδικώντας την ανύψωσή τους σε μια ισοτιμία με τους ανθρώπους.

Η βαθύτερη ουμανιστική συνείδηση της Ράλλη εκδηλώνεται συχνά και ως ιδιαίτερα ερωτική. Η περιγραφή του ερωτικού πάθους μιας κοπέλας-φτάνοντας ως μια ενοχλητική υπερβολή με την παρατεινόμενη και επίμονη απόδοση μερικών λεπτομερειών-, καλύπτει με τους βόγγους των ερωτικών περιπτύξεων ακόμη και τις ομοβροντίες των εκτελεστικών αποσπασμάτων’ ο έρωτας είναι έτοιμος κάθε στιγμή να γίνει αυτοσκοπός μέσα στο βιβλίο, επιλήσμονας της άλλης τραγικότητας. Το μίσος της πεζογράφου αυτής για τον πόλεμο ήρθε μόνο του, σχεδόν αυτόματα, σαν μια προέκταση, μετά από την αγάπη της για τη ζωή, για τον έρωτα καθεαυτόν (3).

  Παρά ταύτα ο Καραντώνης θεωρεί την ποίησή της κάπως ορθολογιστική. Ο ορθολογισμός όταν εισχωρεί στην ποιητική έκφραση, την επιβαρύνει με αναλύσεις και σχηματοποιήσεις…..».

-ΤΣΟΥΡΑΚΗΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ, Βιογραφίες Ελλήνων Λογοτεχνών και Συγγραφέων, σ.311, Αθήνα, Ελληνοεκδοτική 1997. (Γεν. 1909- θαν. 1975)

-ΚΟΛΛΑΡΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ- ΜΑΥΡΟΥΔΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ, Συνοπτική Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, σ. 142, Αθήνα, Ρώσση χ.χ. (αναφέρεται μόνο το όνομά της)

-ΚΙΤΡΙΩΤΗΣ ΔΗΗΤΡΗΣ.- ΜΥΛΩΝΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ., Βιογραφίες- Εργογραφίες Ελλήνων Συγγραφέων, σ.295-296, Αθήνα, Πατάκη 1983, (γεν. 1906)

-ΑΚΡΙΤΟΠΟΥΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, ΚΟΤΣΙΦΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΚΗ ΕΛΕΝΗ.- ΦΤΙΚΑ ΕΛΕΝΗ: Συγγραφή- Επιμέλεια. Βιογραφίες Νεοελλήνων Συγγραφέων, σ. 379-380, Αθήνα, Μαλλιάρη- Παιδεία 1997. (Γεν. 1909-θαν. 1975)

ΑΝΘΟΛΟΓΙΕΣ

-ΣΑΒΒΙΔΗΣ Π. ΓΙΩΡΓΟΣ- ΤΣΑΤΣΑΝΟΓΛΟΥ ΕΛΕΝΗ, Μικρή Ανθολογία Ποιήσεως Ελληνίδων, περ. Νέα Εστία 1331/ Χριστούγεννα 1982, τόμος 102ος, σελ. 27-28. Το ποίημα «Επιστροφή» (Γεν. 1906-θαν.1976)

-ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ, Ανθολογία για παιδιά και για νέους, σ. 175, 206, Αθήνα, Κέδρος 1985 (Στα βιογραφικά Γέννηση 1912-)

-ΔΙΚΤΑΙΟΣ ΑΡΗΣ, ΜΑΝΑ Τα Εγκώμια της Μητέρας- Ανθολόγιο και μελέτες, σ.197-203, 476- 477, Αθήνα, Βασιλόπουλος 1968 (Γεν. 1906)

-ΛΑΜΠΙΚΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ, Ελληνίδες Ποιήτριες, σ. 83-84, Αθήνα 1936 (Γενν. 1904-)

«Είναι σύζυγος του φίλου και συμφοιτητή μου-σήμερα, έγκριτου δικηγόρου και πολιτευτή Περικλή Ράλλη…..  Είναι ποιήτρια με μεγάλη έμπνευση  που ίσως την αδικούν μόνον μερικές τεχνικές ελλείψεις του στίχου…».

-ΜΩΡΑΪΤΗΣ ΚΑΡΟΛΟΣ, Μεγάλη Ανθολογία Ελληνικού Σονέτου, σ. 530-531,  Αθήνα 1987 (Γενν.1912-θάν.1977)

-ΝΙΑΡΧΟΣ Θ. ΘΑΝΑΣΗΣ, Ανθολογία Ποιητές για Ποιητές. Χειραψίες πάνω από την άβυσσο. σ. 122-124, Αθήνα, Καστανιώτης 2002 (περιλαμβάνει το ποίημα του Γ. Ρίτσου, «Η Μαρία Ράλλη στα όνειρα»)

-ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ ΜΕΜΟΣ, Νεοελληνική Ποιητική Ανθολογία, τόμος Γ΄, σ.594-598, Αθήνα 1979. (Γέν. 1912-θάν. 1977)

-ΠΕΡΑΝΘΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ, Μεγάλη Ελληνική Ανθολογία Ποιήσεως, τόμος Γ΄, 9η έκδοση, σ. 173-177, Αθήνα- εκδ. Περάνθης χ.χ. (Γεν. 1912-1976).[βλέπε και περ. «Ραδιοπρόγραμμα» 2/2/1958].

-ΠΕΡΑΝΘΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ, Ελληνική Πεζογραφία, τόμος Ε΄, 2η έκδοση, σ. 174-178, Αθήνα χ.χ.

-ΧΑΤΖΗΠΕΤΡΟΣ Σ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ, Νεοελληνική Θρησκευτική Ανθολογία, σ. 498-499, Αθήνα, Αστήρ 1996 (Γεν. 1906-θαν.1976)

-ΑΥΓΕΡΗΣ ΜΑΡΚΟΣ- ΣΤΑΥΡΟΥ ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΣ- ΡΩΤΑΣ ΒΑΣΙΛΗΣ- ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ΜΙΧΑΛΗΣ, Η Ελληνική Ποίηση Ανθολογημένη, τόμος 4ος, σ. 602-603, Αθήνα, Παρθενών 1977. (Γενν.1906)

-Μεγάλη Ελληνική Ποιητική Ανθολογία, τόμος 5ος, σ. 2157-2159, Μπούκας χ.χ. (Γενν. 1912- θάν. 1975)

-ΕΡΩΤΙΚΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, σ.31, Αθήνα, Μορφές χ.χ.

Ποιήματά και Κείμενά της μεταξύ άλλων συναντάμε σε:

-Τεύχη της Νέας Εστίας

=Τεύχη της Ευθύνης

-Ετήσιους τόμους της Φιλολογικής Πρωτοχρονιάς (1971)

-Ετήσιο τόμο του Χριστιανικού Συμποσίου (1968), «Ο Άγιος και το Όνειρο»

-Στο περιοδικό Γράμματα (1944)

-Στο περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα (1935)

-Στο περιοδικό Καλλιτεχνική Ελλάδα (1945)

-Στο περιοδικό Ορίζοντες (1944)

Βλέπε ακόμα:

-Μάρη Θεοδοσοπούλου, Μια χαμηλόφωνη ποιήτρια, εφ. Η Εποχή, Κυριακή 8/10/2006, νούμερο 736 (βιβ/κη) για την έκδοση

          Μια χαμηλόφωνη ποιήτρια

Γιώργος Μπαλούρδος, «Μαρία Περικλή Ράλλη», Πειραιάς, 2006.

          Στον γενικότερο θόρυβο, δίκην συζητήσεως, που είχε δημιουργηθεί την άνοιξη και συνεχίστηκε χαλαρά τους καλοκαιρινούς μήνες γύρω από την Κική Δημουλά και την ποίησή της, γράφτηκε από νεότερο ποιητή, σε έγκριτη, κατά τον συνήθη χαρακτηρισμό, εφημερίδα, και η πομπώδη φράση: «Σαν ένα «αίφνης» που αίρει τη μονοκρατορία των ανδρών στη σύγχρονη ελληνική ποίηση, εισέβαλε το 1971 η Κική Δημουλά στη λογοτεχνία μας…» Ήταν μέσα Ιουλίου, όταν εκτοξεύτηκε αλόγιστα η ύβρις εναντίον των ελληνίδων ποιητριών, ζώντων και τεθνεώτων. Πολλοί διάβασαν το εν λόγω άρθρο, ίσως πολλοί και να ενοχλήθηκαν, το δίχως άλλο, όσες ποιήτριες έτυχε να πέσει  στα χέρια τους θα στενοχωρήθηκαν, πάντως, απάντηση δεν υπήρξε, καθώς παρακολουθήσαμε συστηματικά την επιστολογραφία της συγκεκριμένης εφημερίδας.

          Το εκτός εμπορίου βιβλιάριο του Γ. Μπαλούρδου, που αναπαράγει ομιλία του στον Πειραϊκό Σύνδεσμο, στις 29 Μαϊου 2006, για την ποιήτρια και πεζογράφο Μαρία Περ. Ράλλη, με τη συμπλήρωση εκατό χρόνων από τη γέννησή της και τριάντα από το θάνατό της, θα μπορούσε να εκληφθεί ως μια πρώτη απάντηση στον ανιστόρητο της επίμαχης φράσης. Πρίν καταπιαστεί με το κυρίως θέμα του ο Μπαλούρδος, αναφέρεται γενικότερα στη γυναικεία ποίηση, την χειραφέτηση και την αυθυπαρξία της. Εν όψει και του καταλόγου των Ελληνίδων ποιητριών, που εδώ και καιρό καταρτίζει, αποπειράται σύντομη αναδρομή στο γυναικείο δυναμικό. Κατ΄ αρχήν θυμίζει τις πρώτες σημαντικές, την Ευανθία Καϊρη, την Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου, την Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου και την Καλλιρρόη Παρρέν, που καταγράφηκαν πρωτίστως ως πεζογράφοι, και συνεχίζει με την ερωτικότατη Μαρίκα Πίπιζα, την μελωδική Δώρα Μοάτσου, την λυρική Κλεαρέτη Δίπλα Μαλάμου, την λιτόλογη Λιλή Πατρικίου Ιακωβίδη, την επαναστατημένη Γαλάτεια Καζαντζάκη, την χαμηλόφωνη Χρυσάνθη Ζιτσαία, την κλωντελική Μελισσάνθη, την μεταφυσική Ζωή Καρέλλη, τη νεορομαντική Μαρία Πολυδούρη, την ηδυπαθέστατη Μυρτιώτισσα, την ελεγειακή Διαλεχτή Ζευγώλη Γλέζου, την μυστικοπαθή Όλγα Βότση, την επική Σοφία Μαυροειδή Παπαδάκη και την πληθωρική Ρίτα Μπούμη Παππά. Εν μέσω αυτών, από τις πρώτες μνημονεύει την Αιμιλία Κούρτελη, που ο Αιμίλιος Παράσχος βάφτισε με το ψευδώνυμο του συζύγου της, που είχε προηγηθεί στην ποίηση, του Θρασύβουλου Ζωιτόπουλου, για την λογοτεχνία Στέφανου Δάφνη. Στη δεύτερη μεταπαλαμική γενιά κατατατάσσεται το ζεύγος Δάφνη, στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά το ζεύγος Δημουλά. Εξήντα πέντε ετών πέθανε ο Δάφνης, εξήντα τεσσάρων ο Άθως Δημουλάς, η Αιμιλία Δάφνη, πέντε χρόνια μικρότερη του συζύγου της είχε προηγηθεί, πεθαίνοντας στα πενήντα τέσσερα. Δέκα χρόνια νεότερη του Δημουλά, η Κική Δημουλά, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πώς άνθισε ποιητικά μετά τον θάνατό του.

          Ο Μπαλούρδος περιορίζεται σε γυναικείες ποιητικές φωνές του παρελθόντος. Ωστόσο, μία ολοκληρωμένη απάντηση στην τάχατες μονοκρατορία των ανδρών στην ελληνική ποίηση θα έπρεπε να προχωρήσει στην πρώτη και δεύτερη μεταπολεμική γενιά, φθάνοντας μέχρι την έκρηξη και διόγκωση του γυναικείου ποιητικού λόγου κατά την δεκαετία του ’70. Όσο για τις διακρίσεις, από τα νόμπελ μέχρι τα κρατικά βραβεία και τις λοιπές βραβεύσεις ή ακόμη, την είσοδο στην Ακαδημία και άλλα πνευματικά ιδρύματα, τα κριτήρια είναι πολλά και ποικίλα. Αναμφιβόλως, η λογοτεχνική αξία συνιστά μια από τις παραμέτρους, κατά κανόνα όχι πρωταρχικής σημασίας.

          Κατά τα άλλα, το βιβλιάριο του Μπαλούρδου συμβάλλει σε μια καλύτερη γνωριμία με την Ράλλη, όπως, μάλιστα, συμπληρώνεται με εκτενή βιβλιογραφία. Λησμονημένη, σήμερα, η Ράλλη, μόλις που αναφέρεται σε κάποιες ανθολογίες, γραμματολογίες και ιστορίες της ελληνικής λογοτεχνίας, ενώ τελευταία δημοσιεύματα για το έργο της, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, ανάγονται στην εποχή του θανάτου της. Ο Μπαλούρδος δίνει λεπτομερές χρονολόγιο και χωριστά παραθέτει τον «εργογραφικό κύκλο» της Ράλλη, ξεκινώντας από την πρώτη εμφάνισή της, το 1932, με την ποιητική συλλογή «Γυναικεία Λόγια», και καταλήγοντας με την τελευταία συλλογή της, «Ξεναγήσεις», το 1974, η οποία θεωρείται και ως η εντελέστερη. Στην συνέχεια παρουσιάζει την πεζογράφο, με το πρώτο πεζογραφικό βιβλίο, τη νουβέλα, «Μια γαλάζια γυναίκα», την οποία ακολούθησαν συλλογές διηγημάτων, μυθιστορήματα και ταξιδιωτικά. Άλλωστε, στην πεζογράφο Ράλλη απονεμήθηκε και το μοναδικό κρατικό βραβείο, με το οποίο τιμήθηκε η συγγραφέας. Το 1965, το Α΄ Κρατικό Βραβείο διηγήματος για το βιβλίο της «Από το ένα στο άλλο». Σε ένα εκτενέστερο κεφάλαιο, ο Μπαλούρδος συστήνει την ποιήτρια Ράλλη και σε σύγκριση με τις άλλες γυναικείες φωνές του Μεσοπολέμου.

          Εκτός του χώρου της λογοτεχνίας, ο μελετητής καταγράφει τον οικογενειακό περίγυρο της συγγραφέως, της οποίας το πατρικό όνομα ήταν Κωνσταντοπούλου. Τον δικηγόρο και πολιτευτή Περικλή Ράλλη τον παντρεύτηκε το 1921.μόλις δεκαπενταετής, αν οι σωζόμενες χρονολογίες ευσταθούν. Αρκάδες οι Κωνσταντόπουλοι και ο παππούς της συγγραφέως, ο Αντώνης Κωνσταντόπουλος, υπήρξε χαράκτης και χρυσοχόος. Το ταλέντο του φαίνεται πως το κληρονόμησε η εγγονή του, Βαρβάρα Κωνσταντοπούλου, αδελφή της συγγραφέως και κόρη του μεγαλύτερου από τους τρείς γιους του, του Βασίλη.

          Στο Ναύπλιο μετακόμισε το χρυσοχοείο Κωνσταντοπούλου, όπου ο Βασίλης παντρεύτηκε την Ελένη Μαλανδρίνου, αδελφή του καθηγητή της Παιδιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Χρίστου Μαλανδρίνου και απόκτησε  μαζί της επτά παιδιά, πέντε κορίτσια και δύο αγόρια. Τέταρτο παιδί και τρίτη κόρη η Κατίνα Παξινού, έκτο παιδί και τέταρτη κόρη η Μαρία Ράλλη, ενώ η Βαρβάρα ήταν το στερνοπαίδι. Προς συμπλήρωση του χρονολογίου, που συντάσσει ο Μπαλούρδος, η Βαρβάρα πέθανε στο Λονδίνο το 1961, ενώ ο πατέρας τους αποδήμησε το 1908 και ο θείος τους, ο καθηγητής Μαλανδρίνος, το 1928 σε ηλικία 66 ετών.

          Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο ένας αδελφός αγόρασε τον πρώτο αλευρόμυλο του Πειραιά από τον επιχειρηματία Πατσιάδη. Αργότερα, οι τρείς αδελφοί ένωσαν τις δυνάμεις τους και εξελήχθηκαν σε αλευροβιομήχανους. Για όση αξία μπορεί να έχει, αναφέρουμε πως η οικογένεια ανέδειξε άλλη μιά συγγραφέα, πρώτη εξαδέλφη της Μαρίας, την Ιωάννα Χρίστου Μαλανδρίνου, η οποία εξέδωσε στις δεκαετίες του ’30 και του ’40 πρόζες και θεατρικά. Λυρικές οι πρόζες της επαινέθηκαν ιδιαίτερα από τον Τέλλο Άγρα, καθώς και από άλλους, λιγότερο γνωστούς κριτικούς εκείνων των χρόνων, η ίδια όμως έμεινε στα παραλειπόμενα της ιστορίας.

          Η ομιλία του Μπαλούρδου καταλήγει με τα ποιήματα που έγραψε η Ράλλη συγκλονισμένη από το θάνατο του μοναχογιού της σε ηλικία είκοσι ενός ετών. Στις 9 Σεπτεμβρίου 1943, πέθανε ο γιος της και την ίδια χρονιά εξέδωσε την ποιητική συλλογή «Λόγια σε νεκρό». Ένα μακρύ μοιρολόγημα, με ποικιλία μετρική και χαλαρή φόρμα, στηριγμένο στο δημοτικό τραγούδι. Η Ράλλη θα επανέλθει στο ίδιο θέμα, τριάντα χρόνια αργότερα, στην τελευταία συλλογή της, αυτή τη φορά, με οικονομία και σαφήνεια λόγου. «Χωρίς κραδασμούς, χωρίς ψυχικές αναταράξεις, αλλά με ένα βλέμμα νηφάλιο, στωϊκό, γλυκιάς εγκαρτέρησης» όπως παρατηρεί ο μελετητής.

                           Μ. Θ.  

-Γιάννης Οικονομίδης, περ. Ζήνων τχ. 207/1,2,3, 2007, σ. 35

          Μαρία Περικλή Ράλλη του Γιώργου Μπαλούρδου-Πειραιάς 2006

Ο Γιώργος Μπαλούρδος παρουσιάζει την Μαρία Περικλή Ράλλη (το γένος Κωνσταντοπούλου) τολμώντας μια αναδρομή στο παρελθόν και μας συστήνει την λησμονημένη ποιήτρια-πεζογράφο, μια δυνατή φωνή της εποχής της στο χώρο της.

-Περιοδικό Φιλολογική Στέγη τχ.9/7,9,2006, σ. 166

          Γιώργος Μπαλούρδος: «Μαρία Περικλή Ράλλη» (μελέτημα)

Μετά το «Πειραϊκό Πανόραμα»-που αποτελεί αξιόλογη προσφορά στην πολιτιστική ιστορία του Πειραιά-ο Γ.Μ. παρουσιάζει σ’ ένα τομίδιο «εκτός εμπορίου» τη διάλεξη που έδωσε στον «Πειραϊκό Σύνδεσμο» στις 29.5.2006 για την Πειραιώτισσα ποιήτρια Μαρία Περικλή Ραλλη (1906-1975). Εκτός από τα ενδιαφέροντα και τεκμηριωμένα εργοβιογραφικά στοιχεία που καταχωρίζει αναλύει παράλληλα-θα έλεγα καλύτερα ανατέμνει-με καίριο κριτικό λόγο το πεζογραφικό και-κυρίως- το ποιητικό έργο της Μαρίας Περ. Ράλλη, που υπήρξε μία από τις βεβαιότερες γυναικείες ποιητικές «φωνές» της περιόδου του μεσοπολέμου και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων.

         (Γιάννης Χατζημανωλάκης;;)

          Ολοκληρώνοντας το τρίτο σημείωμα για την πειραιώτισσα ποιήτρια Μαρία Περικλή Ράλλη να επισημάνουμε ελάχιστα τα εξής. Πρώτος αντέγραψα εν γνώσει μου τις διαφορετικές ημερομηνίες γέννησής της και θανάτου της όχι για να «μπερδέψω τον όποιο ενδιαφερόμενο αναγνώστη αλλά, για να δείξω πόσο δύσκολα ήταν τις προηγούμενες δεκαετίες να εντοπιστούν τα σωστά στοιχεία ιδιαίτερα των Γυναικών δημιουργών. Αρκετοί συγγραφείς Βιογραφικών Λεξικών και μελετητές, ανθολόγοι αντέγραφαν «ο ένας τον άλλον» δίχως να ερευνήσουν ή να ασχοληθούν περισσότερο. Γιαυτό συναντάμε τις χρονικές διαφοροποιήσεις. Μάλιστα ακόμα και στις κυκλοφορίες των βιβλίων της έχουμε ανάλογα ζητήματα αλλά εδώ, δεν θέλησα να μπερδέψω τα πράγματα. Μια και φωτοτυπίες που έχω ορισμένων βιβλίων της λείπουν οι τελευταίες σελίδες και ο κολοφώνας που συνηθίζεται να αναγράφονται τα στοιχεία της έκδοσης. Αν η μνήμη δεν με απατά, ούτε στην Εθνική Βιβλιοθήκη ούτε στην Δημοτική Βιβλιοθήκη του Πειραιά υπάρχει συγκεντρωμένο όλο το συγγραφικό της corpus. Σήμερα, εν έτη 2025 δεν γνωρίζω τι γίνεται. Επίσης, αν ανατρέξουμε στα φύλλα των προδικτατορικών εφημερίδων θα συναντήσουμε το όνομά της ή δημοσίευμά της δεκάδες φορές και για όχι μόνο πνευματικά γεγονότα αλλά και για κοινωνικά, απαντήσεις της και γνώμες της σε ερωτήσεις. Η περίπτωση της δημοκρατικής εφημερίδας «Ελευθερία» που είχε δημοσιεύσει στις σελίδες της βιβλίο της, σε ένα μπλακ άουτ της ΔΕΗ ή σε ένα λάθος πατήματος κουμπιού με έκανε να χάσω το «Λινκ» που μπορούσα να μπω στο αρχείο της εφημερίδας και να αντιγράψω τις σχετικές ημερομηνίες. Σε παλαιότερες αναρτήσεις μου έχω αναδημοσιεύσει κείμενα Μικρασιατών συγγραφέων για την Ράλλη δημοσιευμένα στον ημερήσιο τύπο. Βλέπε Λογοτεχνικά Πάρεργα 12/9/2015 την επιφυλλίδα του Ηλία Βενέζη που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 4/1/1966. Μια πληροφορία για κρίση του δημοσιογράφου και συγγραφέα Χρήστου Λεβάντα για την Ράλλη δημοσιευμένη, δεν μπόρεσα να την εντοπίσω και να την διασταυρώσω, έτσι την άφησα αναποδελτίωτη. Δεν χρειάζεται να επισημάνω τις σελίδες για την Μαρία Περικλή Ράλλη που υπάρχουν στην σειρά και τους τόμους της Μεσοπολεμικής μας Πεζογραφίας των εκδόσεων Σοκόλη που κυκλοφορούν, τόμος Α΄ σε εισαγωγή Παναγιώτη Μουλλά. Ούτε ασφαλώς το μάλλον μικρό, σύντομο λήμμα του Λεξικού της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας των εκδόσεων Πατάκη, Αθήνα 2007, σελ. 1908, -αναφέρει ως ημερομηνία γέννησης το 1902. Το λήμμα υπογράφει η φιλόλογος και συγγραφέας κυρία Ηρώ Τσαρνά- Κόχυλα. Θα μακρηγορούσαμε και θα χρειάζονταν έρευνα αν θέλαμε να αναφέρουμε τα ονόματα των συγγραφέων εκείνων που έχουν βραβευθεί με το Βραβείο που έχει θεσπιστεί στο όνομά της. Μέρος του Αρχείου της υπάρχει στο παλαιό ΕΛΙΑ αν δεν λαθεύω.

      Τέλος να συμπληρώσουμε και το εξής εκτός από τους παλαιούς τίτλους Ελληνικών Ποιητικών Ανθολογιών που περιλαμβάνουν ποιήματά της, και ορισμένοι σύγχρονοι νεότερων χρόνων τίτλοι Ελληνικών Ανθολογιών, ποιήματά της αντιγράφονται ή αποσπάσματά τους σε μελέτες και εργασίες για την Γυναικεία Ποιητική παρουσία.

          Όπως διαπιστώνουμε, για όσους έχουν διάθεση και ενδιαφέρονται, ασφαλώς και κουράγια, οι ερευνητικοί δρόμοι πάνω στην Πειραϊκή Λογοτεχνία, την Πειραϊκή Ποιητική Σχολή και καταγραφή των μέχρι σήμερα Εργοβιογραφικών δεδομένων είναι ακόμα ανοιχτός και θα παραμείνει για αρκετό καιρό ακόμα.

Ας αφιερώσουμε το τρίτο αυτό Σημείωμα μια και οι στάχτες της καμένης γης μπαίνουν ακόμα στο σπίτι, στον άγνωστό μας έλληνα μεγάλης ηλικίας άτομο που κάηκε στην φωτιά, στις γιαγιούλες που έτρεχαν αλαφιασμένες να σωθούν. Πενθώντας με τον τρόπο μας, και μην απολαμβάνοντας ούτε την Αυγουστιάτικη Πανσέληνο με τα μουσικά και άλλα χάπενινγκ και ούτε θα πάμε γονυπετείς στους ναούς να δοξολογήσουμε το Μεγάλο Ψέμα ή αν θέλετε το Μεγάλο Μύθο της Ιστορίας που εδώ και 2000 χρόνια ζει και βασιλεύει.

γ.χ.μ.

Πειραιάς

10 Αυγούστου 2025     

 

 

        

             

Πέμπτη 7 Αυγούστου 2025

Η Ποίηση της Μαρίας Περικλή Ράλλη

 

Η Ποίηση της Μαρίας Περικλή Ράλλη

     Μέρος Β

 

          Μεταφέρω στο δεύτερο αυτό σημείωμα, το δεύτερο μέρος του μικρού βιβλίου που είχαμε κυκλοφορήσει Εκτός Εμπορίου για την Πειραιώτισσα ποιήτρια και πεζογράφο Μαρία Περικλή Ράλλη. Αντιγράφουμε τα απαραίτητα διευκρινιστικά της έκδοσης (της προηγούμενης ανάρτησης) και ξεχωριστά μιλάμε για την Ποίησή της. Συμπληρώνοντας την Βιβλιογραφία της με νέα στοιχεία και πληροφορίες που προέκυψαν και είχαμε υπόψη μας μετά την έκδοση του βιβλίου, ταυτόχρονα προσθέτοντας λίγες ακόμα σημερινές σκέψεις μας και εικόνες της σημερινής ιστορικής πραγματικότητας θέλοντας να επικαιροποιήσουμε κάπως τον λόγο που ακούστηκε πριν είκοσι χρόνια.  

ΜΑΡΙΑ  ΠΕΡΙΚΛΗ  ΡΑΛΛΗ

του ΓΙΩΡΓΟΥ Χ. ΜΠΑΛΟΥΡΔΟΥ, ΠΕΙΡΑΙΑΣ 2006, σελίδες 58 διαστάσεις 14Χ21 ΕΚΤΟΣ  ΕΜΠΟΡΙΟΥ

          Το μικρό αυτό βιβλιαράκι που κυκλοφόρησε στον Πειραιά ΕΚΤΟΣ ΕΜΠΟΡΙΟΥ, είναι συμπληρωμένο κείμενο και Βιβλιογραφικά τεκμηριωμένο Ομιλίας που δόθηκε στον Πειραιά στην Αίθουσα του Πειραϊκού Συνδέσμου Πειραιώς στις 29 Μαϊου 2006. Η σελιδοποίησή του και η ψηφιακή εκτυπωτική του βιβλιοδεσία έγινε από την Λύχνο ΕΠΕ στην Αθήνα. Η έκδοση κατατέθηκε στην Ελληνική Βιβλιοθήκη, τα έξοδα ήταν του ομιλητή και μοιράστηκε δωρεάν σε αρκετά άτομα εντός και εκτός Πειραϊκού χώρου. Η έκδοση αφιερώθηκε από τον γράφοντα σε τρείς Ελληνίδες Μητέρες που είχαν χάσει εκείνο το χρονικό διάστημα το παιδί τους. Επιλέχθηκε η περίπτωση της Πειραιώτισσας ποιήτριας, πεζογράφου και ταξιδογράφου Μαρίας Περικλή Ράλλη γνωστής και καταξιωμένης, τιμημένης-στην εποχή της- συγγραφέως της οποίας το οικογενειακό δέντρο, η καταγωγή, είχε άμεση και στενή σχέση με την πόλη του Πειραιά, καθώς μέλη της οικογένειας Κωνσταντοπούλου υπήρξαν διακεκριμένοι καλλιτέχνες, ευεργέτες οικονομικοί παράγοντες της Πόλης. Τότε υπεύθυνοι υπάλληλοι της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Πειραιά έδωσαν την δυνατότητα στον ομιλητή- γράφοντα Πειραιώτη, να διαβάσει τα Πεζά και τα Ταξιδιωτικά της Μαρίας Περικλή Ράλλη που δεν είχε στην διάθεσή του και δεν είχε συναντήσει στο εμπόριο. Επέλεξε να μιλήσει όχι τόσο για τον πεζό ή ταξιδιωτικό λόγο της Πειραιώτισσας πεζογράφου αλλά για την ποιητική της συλλογή «Λόγια σε νεκρό». Η ποιητική της αυτή συλλογή που επιλέξαμε προς παρουσίαση είχε άμεση σχέση με τις περιπτώσεις των τριών χαροκαμένων Μανάδων του Πειραιά, μια και είχε σαν θέμα της την απώλεια του παιδιού (μοναχοπαίδι) της Μαρίας Περικλή Ράλλη. Η συλλογή «Λόγια σε νεκρό» είχε κυκλοφορήσει εκ νέου Εκτός Εμπορίου, από τον παλαιό εκδοτικό οίκο «Οι Εκδόσεις των Φίλων» του συγγραφέα και εκδότη Κώστα Τσιρόπουλου σε μία προσεγμένη επανέκδοση. Με συγκινητική προθυμία και ενθάρρυνση ο κυρός συγγραφέας Κώστας Τσιρόπουλος μας προμήθευσε την συλλογή. Η οφειλόμενη αυτή εκ των υστέρων μνεία σε πρόσωπα και του βίου σκοτεινές καταστάσεις και ατομικά πένθη γίνεται για να δειχθεί ότι ένα «καλλιτεχνικό» γεγονός που κάνει την εμφάνισή του σε τόπο και χρόνο, μπορεί να σταθεί αφορμή, να γίνει εφαλτήριο, η αφορμή εκδήλωσης μιας συγγραφικής κατάθεσης- απάντησης, προερχόμενη από τυχαίους, αστάθμητους και ανεξέλεγκτους του ατομικού μας βίου κοινωνικούς και άλλους παράγοντες. Μία παράξενη συγκυρία έφερε τον γράφοντα σε μία δυσκολότερη οικονομική και οικογενειακή κατάσταση μια που εκείνη την χρονική περίοδο 2003 έως 2008 είχε κατάκοιτη από επαναλαμβανόμενα εγκεφαλικά την δική του Μητέρα. Οι αντοχές όμως του Ανθρώπου όπως δείχνουν οι δείχτες ζωής και ελπιδοφορίας στην διάρκεια της Ιστορίας είναι μεγάλες και ανθεκτικές όσο μας το επιτρέπουν οι αινιγματικές και σκοτεινές δυνάμεις της Μοίρας. Η Ομιλία πραγματοποιήθηκε, κυκλοφόρησε σε μικρό Εκτός Εμπορίου βιβλιαράκι και το ατομικό πένθος της κάθε Πειραιώτικης Οικογένειας έγινε Γραφή. Ένα είδος «Νεκρώσιμου» αποχαιρετισμού της Πόλεως Πειραιώς.

          Στην σειρά των Πειραϊκών σημειωμάτων μας στα Λ.Π. εν έτη 2025, προσπαθώντας να εδραιώσουμε στην συλλογική λογοτεχνική συνείδηση της πατρίδας μας την Λογοτεχνική Πειραϊκή Σχολή και Παράδοση αντιγράφουμε το τότε βιβλίο. Για την λογοτεχνική περίπτωση της Μαρίας Περικλή Ράλλη έχουμε και παλαιότερα δημοσιεύσει κείμενα τρίτων που την γνώρισαν και την έζησαν από κοντά, συνεργάστηκαν μαζί της, δημοσίευσαν κείμενά της σε έντυπά τους. Να συμπληρώσουμε ότι δεν μείναμε όταν κάναμε την έρευνά μας μόνο στο υπάρχον εκδοτικό υλικό που είχαμε μπροστά μας αλλά απευθυνθήκαμε και σε συγγραφείς που την γνώριζαν και πήραμε πληροφορίες, τόσο για την ίδια και στο πως διαχειρίστηκε το μητρικό της πένθος αλλά και στην γνωριμία τους με τον γιο της μέχρι την στιγμή της αυτοκτονίας του. Δεν χρειάζεται να τονίσω ότι απέφυγα να διανθίσω την Ομιλία μου με τα ντεσού που μου εξιστόρησαν άλλοι που γνώριζαν πρόσωπα και πράγματα, καταστάσεις, προτίμησα σεβόμενος τις ζωές Όλων να συμπληρώσω με Βιβλιογραφικές και Αρθρογραφικές πληροφορίες την Εκτός Εμπορίου αυτή Έκδοση.

Αν δεν λαθεύω στις σημερινές μου αναγνώσεις το όνομα της πεζογράφου Πειραιώτισσας Μαρίας Περικλή Ράλλη δεν μνημονεύεται συχνά εντός και εκτός των πνευματικών Μακρών Τειχών του πρώτου λιμανιού, αν και αποτελεί έναν από τους πνευματικούς κρίκους της Πειραϊκής Λογοτεχνικής Σχολής και Παράδοσης. Είθε η αντιγραφή και ανάρτηση να σταθεί αφορμή να ασχοληθούν οι νεότερες γενιές συγγραφέων και αναγνωστών Πειραιωτών (και μη) με το έργο και την προσφορά της.

Το Βιβλίο χωρίζεται σε:

Ευχαριστίες, 3//-Αφιέρωση, 5-6// -Η Γυναικεία Γραφή, 7-11// - Ο Γυναικείος ποιητικός περίγυρος, 13-16// - Ο Οικογενειακός περίγυρος, 17-18// - Χρονολόγιο Μαρίας Περικλή Ράλλη, 19-21// - Ο Εργογραφικό της κύκλος, 23-24// -Η Πεζογράφος, 25-32.// - Η Ποιήτρια, 33-51// -Ενδεικτική Βιβλιογραφία, 53-57

          ΜΕΡΟΣ  Β.

Η  Π Ο Ι Η Τ Ρ Ι Α

          Ο Ποιητικός λόγος, από τους αρχαίους Έλληνες Λυρικούς Ποιητές και Ποιήτριες μέχρι τον 20ο αιώνα- εποχή των μεγάλων και σημαντικών αλλαγών, πολιτικών ανατροπών και κοινωνικών συγκρούσεων, ιδεολογικών ρήξεων και διαψεύσεων, επιστημονικών ανακαλύψεων και τεχνολογικών επιτευγμάτων- τουλάχιστον στον Δυτικό Κόσμο τον περισσότερο ανεπτυγμένο από όσο γνωρίζω, ήταν προσηλωμένος και στοχοθετημένος σ’ ένα αριστοτελικό εκπαιδευτικό μοντέλο μίμησης και διάδοσης της αρχαίας κλασικής παράδοσης. Το αξιακό σύστημα εκπαίδευσης και αγωγής όπως αυτό χαρτογραφήθηκε στα «ιερά» κείμενα του μεγάλου Σταγειρίτη, ενός από τους πυλώνες των κλασικών γραμμάτων. Ο λόγος του μαθητή του θείου Πλάτωνα (του πλέον μη μεταφυσικού μαθητή του) ήταν ο δρόμος της λογικής, της επιστημονικής τεκμηρίωσης, της πειραματικής επαλήθευσης, της σχολαστικής έρευνας. Της ανάπτυξης της ανθρώπινης περιέργειας στα όριά της, του «θεωρείν» και «ατενίζειν» την Φύση, τον Κόσμο, το Συμπαντικό χάος, το Γαλαξιακό στερέωμα, το στίγμα του Ανθρώπου μέσα σε αυτό το ακατανόητο και απροσδιόριστο αστρικό νεφέλωμα που τον περικυκλώνει τις αρχαίες αυτές περιόδους της Ανθρωπότητας. Ήταν ο άμυθος λόγος της ύπαρξης, ο ερμηνευτικός λόγος της Λογικής, η ανάπτυξη της σκέψης των επιχειρημάτων βασισμένη σε μαθηματικούς συλλογισμούς και συμπερασματικές υποθέσεις, αξιώματα, χωρίς μεταφυσικά ψιμύθια και αναφορές προερχόμενες από Θεούς και άλλες πέρα της ανθρώπινης λογικής υπεράνθρωπες σκοτεινές δυνάμεις. Ο εξηγητικός μηχανισμός της ανθρώπινης σκέψης, πρόσληψης της Ζωής και του Θανάτου στους επαναλαμβανόμενους κύκλους των εποχών μέσα στην συνεχή ροή του Χρόνου. Ο Κόσμος είναι αιώνιος, αυτοκίνητος και αυτορυθμιζόμενος, αυτάρκης, αυτοτελής και αυτοδημιούργητος εμπεριέχοντας τόσο τα διάφορα φαινόμενα και φανερώματα της Ζωής όσο και το αμετάκλητο και τελεσίδικο γεγονός του Θανάτου. Καμία ανθρώπινη δοξασία μέχρι σήμερα δεν μπορεί να ανατρέψει αυτήν την γραμμική σειρά εξήγησης και εκούσιας ή ακούσιας αποδοχής. Από την άλλη, οι αρχαίοι Μυθοποιοί Ποιητές-Φιλόσοφοι έδιναν την δική τους εξήγηση για το τι είναι Ζωή και τι Θάνατος, τι Κόσμος, ήταν ο λόγος της καρδιάς και των ανθρώπινων αισθημάτων και συναισθημάτων, των εμπειριών φόβου του βίου μέσω των πέντε αισθήσεων. Δεν αναφερόμαστε στους Ίωνες, υλιστές Μικρασιάτες Έλληνες Φιλοσόφους. Ο Μυθικός λόγος των Ποιητών της αρχαιότητας οικοδομούσε για αιώνες την άλλη σχέση του Ανθρώπου με την Φύση, την μη Επιστημονική, αυτήν που δεν οικοδομείται στην ανθρώπινη (πεπερασμένη) Λογική. Ο Μυθολογικός προφορικός λόγος των Ποιητών και η Γραφή τους, διαμόρφωναν την Συμβολιστική των φαινομένων που καθόριζαν την συνείδηση του Ανθρώπου ως ερμηνευτική τελεολογία. Το αξιακό σύστημα του κοινωνικού συνόλου και το ηθικό μοντέλο θεωριών περί του τι είναι Ζωή, τι Θάνατος, στηρίζονταν στα λεγόμενα «σωστικά» ελπιδοφόρα ψεύδη της Γραφής, προφορικής ή γραπτής των Μυθοπλαστών Ποιητών. Αυτά που περικλείουν μέσα τους λόγια και ρήσεις Θεών, παραδείγματα ημίθεων ηρώων, πράξεις και κλέη ανθρώπινης αρετής και ανδρείας προερχόμενα άνωθεν. Οι Ποιητές προσπάθησαν να ορίσουν την γενικόλογη και αφηρημένη έννοια της λέξης Θεός, όπως και της λέξης Ψυχή μέσω της Τέχνης τους. Οκτώ γράμματα απροσδιόριστων δυνατοτήτων ζωής και δυναμικής επιλογών στις μεταξύ σχέσης των ανθρώπων, στα  συνειδησιακά τους βαδίσματα μέσα στην θνητότητα της καθημερινότητάς τους μέσα στον ιστορικό χρόνο και τους εξελικτικούς «σπειροειδείς» κύκλους του. Κάθε Ποιητής έδωσε την δική του μυθολογική εξήγηση. Ό,τι ευαγγελίστηκε στις ατομικές του φαντασιακές περιπλανήσεις και ονειροπολήσεις αποτραβηγμένος μέσα σε σπήλαια, σε ερήμους ή πάνω στο θεατρικό σανίδι. Όμως σαν άνθρωποι της Ιστορίας γνωρίζουμε πλέον τελεσίδικα, ότι τόσο η λέξη Θεός όσο και η λέξη Ψυχή εμπεριέχουν στα ερμηνευτικά τους ριζώματα τόση μυθική αοριστία όση μεταφέρει στην γραφή του ο μεθυσμένος από τους οίστρους των συλλήψεών του Ποιητής. Αυτός που κομίζει προφητικά τα της Ζωής και του Θανάτου Ονόματα στην εκδοχικότητά τους μέσα στην Ιστορία. Στις περιπτώσεις φυσικά εκείνες που κάποιος δεν ακολουθεί ή δεν ασπάζεται τις εθνικές, των κρατών θρησκευτικές παραδόσεις και εκκλησιαστικές αποκαλύψεις.

          Αν είναι ορθή η παρομοίωση, ο ποιητικός λόγος είναι το μυθικό νεφέλωμα, ο θόλος της πλατυτέρας Τέχνης του ανθρώπου που αντανακλά τις αξιακές προτάσεις της Ζωής του Δήμου, της θυσιαστικής σύναξη της Πνύκας όπως όφειλε να είναι τα πράγματα στο διαρκές μεταβαλλόμενο παιχνίδι του Κόσμου μέσα στην Ιστορία. Είναι η συλλογική μνήμη της κοινότητας ως δημόσιας προσφοράς στην Πόλη. Την Πόλη-Σήμα όλων μας.

          Η ποιητική γλώσσα στον ευρύτερο ορίζοντα των νοηματικών της σηματοδοτήσεων και σημασιολογικών της αποκαλύψεων ήταν και είναι πάντα εστιασμένη στην απεικόνιση της ζωής με τα όποια μεγάλα ή μικρά μυστικά της ως αίνιγμα, ως μυστήριο, ως δέον γενέσθαι. Ως κλασματικό μέρος του χρόνου κατανόησης του φαινομένου του θανάτου που είναι ο τελικός παρανομαστής σε ότι εμφανίστηκε πάνω στη Γη και υπήρξε στο Σύμπαν μέχρι σήμερα. Η Γλώσσα με την Γραμματική των ερμηνευτικών της συμβόλων, σημάτων των λέξεων και εικόνων που χρησιμοποιεί είναι πανταχού παρούσα και ουδέποτε απούσα. Αυτή μας αποκωδικοποιεί τα πριν, τα τωρινά και τα μετά. Υπερβαίνει και εμπεριέχει το φαινόμενο της Ζωής ως χρονικό και τοπικό στίγμα μέσα στην Ιστορία και φυσικά τον θάνατό της, την απώλειά της. Η Γλώσσα λειτουργεί και οργανώνει τον Κόσμο ως ανεξάρτητη και αυτόνομη λειτουργική μονάδα. Έχει την δική της αυτοτελή διαχειριστική οργάνωση, ανεξάρτητα κατά την γνώμη μας αν βρίσκεται μέσα σε ένα συμβατικό πεδίο ορθογραφικής της τελειότητας και ακριβολογίας ή όχι. Η Γλώσσα είτε ορθή είτε «στραμπουλιγμένη» είναι Γλώσσα. Η γλώσσα της Ποίησης με ευκολία και συνέπεια χωρίς ίχνος υποψίας αμφισβήτησής της, αναπαριστούσε λεπτομερειακά την άμεση σχέση του ποιητικού υποκειμένου με αυτήν την ίδια την γλώσσα σε έναν ορισμένο χρονικό κύκλο περιπέτειας κάτω από διαφορετικές φυσικά πολιτισμικές συνθήκες και εθνικές, μεταφυσικές θεωρήσεις και καταστάσεις. Οι δηλώσεις της ήσαν αναγνωρίσιμες. Υπηρετούσε την ιστορική πραγματικότητα ατόμων ή συνόλου χωρίς διάθεση διάψευσης της αυτονομίας της από τον ακροατή ή αναγνώστη. Ο ομφάλιος λώρος δεν είχε κοπεί ακόμα, ο ποιητικός Μύθος συμβάδιζε με την εξέλιξη της επιστημονικής εξήγησης μέσα στο κοινωνικό σώμα ως ενιαία πρόταση εκδοχή ζωής και θανάτου.

          Η δομή της ποιητικής γλώσσας,-όπως μας λένε οι ειδικοί- οι κανόνες της τεχνικής της, το αξιολογικό φορτίο των λέξεών της, η βαρύτητα του συστήματος δηλώσεών της και αναφορών της, η φιλοσοφία της οντολογία της, τα πεδία των προσμείξεών της, η αισθητική των αναζητήσεών της, ο εθνικός διδακτισμός της, η ρυθμολογία των λεκτικών σημείων της, το ξεδίπλωμα των νοημάτων της, το άπλωμα των εσωτερικών της μηνυμάτων των, η μετρική της, τα σημεία στίξεώς της ακόμα και οι παύσεις και αποσιωπήσεις των συλλαβών της, βρίσκονται σε άμεση αντιστοιχία με την εκάστοτε αρχηγεύουσα αγωγή, ιστορική παιδαγωγία της ιστορικής και πολιτικής πραγματικότητας, του άμεσου περιβάλλοντος και των συνθηκών του. Όπως προσλαμβάνει ο άνθρωπος μιάς εποχής την ζωή και τον θάνατο με το συγκεκριμένο πολιτισμικό φορτίο που διαθέτει το ίδιο και η Γλώσσα.

Το αληθεύειν του βίου ταυτίζονταν με την αλήθεια της ποιητικής τέχνης, σε όλα τα φανερώματα των ειδών και των μορφών, κατηγοριών των εκδηλώσεών της, πρωτίστως της Γλώσσας και των σημάτων των λέξεών της που την αρχιτεκτονούν. Η α-λήθεια δεν προέρχεται άνωθεν, δεν είναι μεταφυσικό αξίωμα αλλά είναι αποδοχή και επαλήθευση της θνητότητας της ύπαρξης μέσα στην Ιστορία και τους χρόνους της. Οι Θεοί είναι αθάνατοι πράγμα που σημαίνει ότι δεν έχουν αίσθηση της ανθρώπινης ιστορικότητας, της εφημερότητας των έμψυχων όντων, του Θανάτου ως τελειωτική κατάσταση, της απώλειας ως πόνου, θλίψης, πένθους που έχουν οι άνθρωποι. Την δυνατότητα όμως αυτήν τους την προσφέρουν οι Μυθοπλάστες Ποιητές, με τον προφορικό ή γραπτό τους λόγο, να γίνουν δηλαδή μέτοχοι του αποκαλυπτικού φαινομένου της Ζωής και του Θανάτου. Ο Μύθος εμπερικλείει την αθανασία που ονειρεύτηκαν οι άνθρωποι δίχως την βοήθεια των Θεών ή του Θεού ανάλογα τα πιστεύω του καθενός και κάθε μίας. Ό,τι φιλοδοξούν στην επιθυμία τους να καθυποτάξουν τις ζωές των ανθρώπων γίνεται μέσω της Γλώσσας και των σημάτων της. Η γλώσσα ερμηνεύει τι είναι ζωή και τι θάνατος, η γλώσσα ανασταίνει αυτό που η φύση θάβει. Η γλώσσα ελπιδοφορεί ή απαισιοδοξεί ανάλογα με την ένταση των λεκτικών της σημάτων. Ο Θεός- Γλώσσα Σημαίνει, δηλαδή μας εισαγάγει μέσα στην Ιστορία. Κερδίζουμε την αθανασία της θνητότητάς μας μέσω αυτής.

          Την σύμπλευση αυτή του ποιητικού λόγου με την ιστορική πραγματικότητα μας αποκαλύπτουν περίλαμπρα οι μεγάλοι οικουμενικοί ποιητικοί λαϊκοί ή έντεχνοι πολιτισμικοί μυθολογικοί κύκλοι της ανθρωπότητας. Τα μεγάλα και μικρά Έπη του Ανθρώπου. Οι φημισμένοι και ένδοξοι ποιητές από τον Όμηρο και έπειτα ήταν η καθαρτήρια φωνή του κοινωνικού σώματος στον δυτικό κόσμο, η συλλογική του συνείδηση. Εξέφραζαν την πραγματικότητα που τους παρείχαν οι αισθήσεις τους, ο κόσμος των ενστίκτων τους, το πανηγύρι των εμπειριών της γλώσσας τους.

          Οι Ποιητές έπαιζαν τον ρόλο των ποιητικών σχολιαστών της καθημερινότητας των κοινωνικών συμβάντων ζωής, θανάτου των εξελίξεων στον χρόνο. Ήσαν οι Porte Parole, όπως στους μεταγενέστερους αιώνες συνηθίζονταν να τους αποκαλούν. Οι Ποιητές ήσαν ή Παραμυθάδες ή Συμβολοευρέτες και ο λόγος τους προφητικός ή ηρωικός, θέσφατο. Εξασκούσε και μέχρι πριν μερικούς αιώνες εξασκούσε μία μαγεία στους ανθρώπους. Ήταν η άλλη πρόταση ζωής, πριν την κυριαρχία της εικόνας, και ειδικότερα, της κινηματογραφικής τέχνης.

    Ο ποιητικός λόγος στην αινιγματώδη μορφή του, με την σκοτεινή του αμφισημία στο εύρος και τις πτυχές των αποκαλύψεών του, την επικίνδυνη πολλαπλότητα της γλωσσικής του πραγματικότητας, την οντολογική του πολυσημία, την παραπαίουσα ορισμένες φορές συντακτική του δομή, την αυτοαναίρεση της ίδιας της δομής και κανόνων ύπαρξής του, την παραληρηματική αρκετές φορές υφολογική του διάρθρωση, την άτακτη σειρά των νοηματικών του συμφραζόμενων, την εκφραστική του παραδοξότητα, την πεζογραφική του ροπή, την αυτονομία του ακόμα και από το ποιητικό υποκείμενο που την παράγει, τις τελευταίες ιστορικά δύο εκατονταετίες, άρχισε να παρουσιάζεται και να εδραιώνεται στη συνείδηση των ανθρώπων ως αυτόνομη μονάδα, ιδιαίτερα από την περίοδο των αρχών του Μεσοπολέμου, η Κοινωνία και ο Καλλιτέχνης άρχισε να αποδέχεται και να ενστερνίζεται την άποψη ότι η Τέχνη δεν αντανακλά πλέον την ζωή αλλά αποτελεί ξεχωριστή δημιουργική παρουσία καθεαυτή. Αποκομμένη και αποξενωμένη από το κοινωνικό σώμα αλλά και το ίδιο το υποκείμενο που την δημιουργεί και την διαδίδει. Ο ποιητικός λόγος υπερβαίνοντας την παραχαραγμένη επαναστατικότητα της κοινωνικής πραγματικότητας, αυτονομούμενος γίνεται ο ίδιος μία άλλη πραγματική πραγματικότητα. Της Ποίησης που επιλέγει τους αναγνώστες της. Ο ποιητικός λόγος που μπορεί να συν- γραφτεί κλπ.

          Τα ενδοοικογενειακά αυτά προβλήματα της Τέχνης του ποιητικού λόγου δεν απασχόλησαν και απασχολούν μόνο τους ξένους δημιουργούς και ποιητές, και στον ελλαδικό χώρο υπήρξαν συγγραφείς ή ομάδες ποιητών που υιοθέτησαν τους καινούργιους ανατρεπτικούς τρόπους γραφής, επέλεξαν τις ρήξεις με τους θεσμούς της παλαιάς παράδοσης. Νέα ρεύματα εξιστόρησης των ανθρώπινων εμπειριών και καταστάσεων εμφανίστηκαν, εξιστόρησης μιάς ιστορίας ή εμπειρίας, ο μυθοποιός ποιητής θέτει το ερώτημα και ο αναγνώστης δίνει την απάντηση που του ταιριάζει. Η Ποίηση συνεχίζεται και πέρα από τις λευκές σελίδες των βιβλίων. Καινούργιοι ποιητικοί ψιθυρισμοί αμφισβήτησης ήρθαν σε ρήξη με τις κατεστημένες πνευματικές και ποιητικής αγωγής δυνάμεις του παρελθόντος. Οι απομαγευτικές αυτές δυνάμεις δεν αντιπροσώπευαν πια τον «αιώνα του κοινού ανθρώπου» όπως έγραφε ο Χένρυ Ουάλλας. Ή δεν ήθελαν, δεν τους ενδιέφερε, αναζήτησαν τρόπους να χαράξουν νέα ποιητικά μονοπάτια, νέες ερμηνείες περί ζωής και θανάτου.

     Οι νέες ιστορικές συνθήκες και πνευματικές διεργασίες δεν κυοφορούσαν πια ποιητές του στιλ ενός Παράσχου, ενός Σούτσου, ενός Ραγκαβή, ενός Βαλαωρίτη ή ακόμα ενός Κωστή Παλαμά για να αναφέρω ενδεικτικά, ορισμένα Εθνικά ποιητικά μας μεγέθη. Δεν μνημονεύω τον γενάρχη Διονύσιο Σολωμό γιατί το έργο του άλλοι μάλλον ιδεολογικοί παράμετροι το εδραίωσαν μέσα στην Εθνική συνείδηση του κοινωνικού σώματος ως Εθνικού των Ελλήνων Ποιητή, μην αγνοώντας ασφαλώς την ποιητική σημαντικότητα και αξία του ανολοκλήρωτου έργου του, επισκιάζοντας την περίπτωση του Κωστή Παλαμά. Δεν στέκομαι στην περίπτωση του Ορφικού Άγγελου Σικελιανού γιατί εκ των υστέρων γνωρίζουμε ότι η μεγάθυμη και μεγαλόστομη αρχαιοπληξία του και ποιητική του μεγαλοστομία δεν οδηγούσε παρά σε ποιητικό αδιέξοδο. Ο Έλλην Θεός Διόνυσος είχε προ αιώνων ενδυθεί τη βυζαντινή πορφυρά χριστιανική εσθήτα και φορέσει το προσωπείο του εσφαγμένου αρνίου. Ο Άγγελος Σικελιανός αν δεν λαθεύω μοιάζει με τον ομώνυμο ήρωα του έργου του Στράτη Μυριβήλη, «Βασίλης ο Αρβανίτης», χωρίς φυσικά να τολμώ και να θέλω να μειώσω τη σημαντικότητα του μεγαλόπνοου οραματικού σχεδιασμού του. Ενός οραματισμού μετέωρου στις συνειδήσεις των Νεοελλήνων και ακατανόητου. Ο Διονυσιακός Εθνικός των Ελλήνων Οίνος είχε αλλοιωθεί από τον Χριστιανικό της Θείας Μετάληψης. Και καθαρά υποκειμενικά μιλώντας θα σημείωνα ότι ο ρόλος του Βίκτωρος Ουγκώ που έπαιξε στις συνειδήσεις των Γάλλων ή του Ουώλτ Ουίτμαν στις συνειδήσεις των Αμερικανών, σαν Εθνικού Ποιητής της Ελλάδας θα ταίριαζε στον ποιητή και δάσκαλο Κωστή Παλαμά. Ο Κωστής Παλαμάς ήταν η φωνή που αποκαθηλώθηκε νωρίς, τον «ήθελαν» μόνο (;) ως δάσκαλο του γένους  για τις εθνικές επετείους και σχολικές εορτές, δίχως τα σύμβολα- σκήπτρα της πνευματικής μεγαλοφυΐας του. Την υπογραφή του ονόματός του ως διαβατήριο συγγραφικής αναγνώρισης. Οι Πρόλογοί του στα βιβλία τρίτων ήσαν το εισιτήριο αποδοχής της εποχής του. Η παμπόνηρη ποιητική αλεπού της Αλεξάνδρειας με ηδονή δούλευε «υπόγεια» για την δική του υστεροφημία. Τα βιβλία και οι μελέτες που έχουν γραφεί και δημοσιευθεί για τον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη ξεπερνούν και την βιβλιογραφία σύνολης της αρχαίας ελληνικής γραμματείας αν δεν κάνω λάθος ή τουλάχιστον την πλησιάζουν. Η ποίηση του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη έγινε το «υπερωκεάνιο» με το οποίο ταξίδεψαν και εξακολουθούν να ταξιδεύουν διαφόρων κατηγοριών και φιλοσοφίας άτομα, ερωτικών επιλογών υπάρξεις, μοντερνιστές και μη, εμβολίζοντας στο ταξίδι του κάθε άλλο ποιητικό ελληνικό πλεούμενο. Και ίσως, έλληνες μουσικοσυνθέτες του διαμετρήματος ενός Μάνου Χατζιδάκι, ενός Μίκη Θεοδωράκη, ενός Σταύρου Ξαρχάκου, ενός Γιάννη Σπανού και άλλων, έδωσε μεγαλύτερη και εντονότερη ώθηση αναγνώρισης και αποδοχής του ελληνικού ποιητικού λόγου του Γιώργου Σεφέρη, του Οδυσσέα Ελύτη, του Νίκου Γκάτσου, της Μυρτιώτισσας του Ντίνου Χριστιανόπουλου, του Μανόλη Αναγνωστάκη, του Γιάννη Ρίτσου και άλλων μεγάλων μας μεγεθών ποιητών. Ο παλαιός μύθος έγινε Τραγούδι και το Τραγούδι δύναμη και αντοχή ψυχής των ανθρώπων στην ενθάδε πεπερασμένη χθόνια παρουσία του.

          Στο ποιητικό στερέωμα την εποχή που εμφανίζεται η ποιήτρια και πεζογράφος Μαρία Περικλή Ράλλη, το 1932 πρυτανεύει στον γυναικείο λόγο μια ποιητική αναιμία, μία φλύαρη αισθηματολογία, μια κουραστική ομοιομορφία των στιχουργικών μορφών, μια έλλειψη δημιουργικής φαντασίας στα έργα των περισσότερων γυναικών δημιουργών. Μια ρυθμική αφλογία και μία δακρύβρεχτης υφής περίτεχνη στιχογραφία υιοθετείται με μεγάλη ευκολία στα διάφορα Λευκώματα ή έντυπα που δημοσιεύουν ποιήματα και κείμενα γυναικών δημιουργών. Η όποια γυναικεία ποιητική πνοή των διαφόρων θηλυκών δημιουργών με ελάχιστες εξαιρέσεις, εκφυλίζεται μέσα σ’ έναν ομιχλώδη ιδανισμό, μιά λεπτοκεντημένη λεκτική ωραιολογία, μια εκφραστική ωραιοπάθεια. Οι γυναίκες ποιήτριες δημιουργούσαν όχι όπως εκείνες πραγματικά ίσως να ήθελαν ή να επιχειρούσαν να μπορέσουν αλλά, όπως ο ανδρικός πνευματικός πληθυσμός είχε επενδύσει πάνω τους. Τους είχε στεγανοποιήσει το χώρο της καλλιτεχνικής τους δράσης και δημιουργίας, τους είχε οργανώσει τα ενδιαφέροντα προσδιορίζοντάς τους επακριβώς τους κοινωνικούς ρόλους και θέση μέσα στο υπάρχον κοινωνικό πλαίσιο.

          Η φωνή τους ήταν εκμυστηρευτική παρά δηλωτική. Μια σιγαλόφωνη αισθηματολογία άκρως απογοητευτική. Και ίσως να είναι είναι-να ανάγεται- περισσότερο κοινωνιολογικής υφής παρά καλλιτεχνικής το ερώτημα γιατί μέχρι σήμερα στον Ελληνικό χώρο δεν έχουμε ένα Γυναικείο Έπος. Μια γραφή θηλυκή που θα συγκεφαλαιώνει την Εθνική ποιητική παράδοση από την πλευρά της ματιάς των γυναικών.  Οι ισχυρές γυναικείες φωνές της Ζωής Καρέλλη ή και γιατί όχι της Μελισσάνθης δεν μπορούν να αναιρέσουν το γενικό γυναικείο περίγυρο. Ούτε ακόμα και η αγωνιστική προσπάθεια της Ρίτας Μπούμη- Παππά που και εκείνη σκιάζεται κάτω από την σκιά συνήθως του Νίκου Παππά. Μόνο μεταγενέστερα η γενιά του 1970-το θηλυκό της ποιητικό ρεύμα-και ίσως λίγο νωρίτερα θα αρχίσει να διαμορφώνεται μια σταθερή γυναικεία συνείδηση και γραφή, κυρίαρχη και ουσιαστική με την δική της ποιητική αυτονομία, το δικό της ύφος, το συγκεκριμένο λεξιλόγιο, την ανεξαρτησία της από τα καθιερωμένα αντρικά πρότυπα. Μια φωνή που είναι καθαρά γυναικεία χωρίς αντρικούς χρωματισμούς και επιρροές. Και ασφαλώς ο δοκιμιακός και κριτικός λόγος των γυναικών κυριαρχεί και διαβάζεται ανετότερα και συχνότερα, μετά την μεταπολίτευση του 1974 η άνθησή του και η αποδοχή του είναι μεγάλη και σημαντική. Βλέπε ενδεικτικά ονόματα: Άλκης Θρύλος, Μάρη Θεοδοσοπούλου, Αγαθή Γεωργιάδου, Ελένη Χωρεάνθη, Ελένη Γκίκα, Δήμητρα Παυλάκου, Ανθούλα Δανιήλ, Ελισάβετ Κοτζιά, Μορφία Μάλλη, Αιμιλία Καραλή, Αγγέλα Καστρινάκη, Σόνια Ιλίνσκαγια, Ρούλα Κακλαμανάκη, Αλεξάνδρα Μπουφέα, Έλενα Χουζούρη και πολλές άλλες.  Δύσκολα όμως συναντάμε θηλυκό Παλαμά. Ένα άλλο θέμα που αξίζει να επισημάνουμε είναι ότι οι γυναίκες δημιουργοί συνηθέστερα αντιγράφουν ή μιμούνται τον αντρικό λόγο παρά τον γυναικείο.

          Συμπληρωματικά εν έτη 2025 θα συμπληρώναμε, ότι μεγάλο και σημαντικό εύρος στην σύγχρονη γυναικεία ποιητική παράδοση διαδραματίζουν οι γυναίκες ποιήτριες οι οποίες ασχολήθηκαν και με την μετάφραση με εξαιρετικά αποτελέσματα. Βλέπε ενδεικτικά Τζένη Μαστοράκη, Κατερίνα Αγγελάκη- Ρούκ, Νανά Ησαϊα, Μαρία Λαϊνά, Μαρία Κυρτζάκη, Ζωή Καρέλλη, όπως αντίστοιχα έχουμε και τις περιπτώσεις των ελληνίδων πεζογράφων όπως είναι η Σώτη Τριανταφύλλου, η Κατερίνα Σχινά, η Νατάσα Κεσμέτη, η Έλλη Αλεξίου, η Τατιάνα Γκρίτση Μιλλιέξ, η Έλλη Παππά, η Κλαίτη Σωτηριάδου, η Καίη Τσιτσέλη και άλλες. Η περίπτωση της σημαντικής ποιήτριας Κικής Δημουλά δεν αρκεί για να σηκώσει στους ώμους της χρόνων απαξίωσης της γυναικείας ποιητικής παρουσίας. Μέχρι τις προηγούμενες δεκαετίες που η Γυναικεία Γραφή αυτονομήθηκε και καλλιέργησε χειραφετημένη τον δικό της δρόμο.

          Η πρώτη που συστηματικά και κοινωνικά με το έργο της και την κοινωνική της παρουσία περισσότερο κατόρθωσε να υπονομεύσει την ερμηνευτική δυσπιστία όχι μόνο των γυναικών αλλά και των ανδρών για το πρόσωπο και την παρουσία της γυναίκας, ήταν η ηθοποιός, ποιήτρια και μεταφράστρια Μυρτιώτισσα, ψευδώνυμο της Θεώνης Δρακοπούλου.

          Η Μυρτιώτισσα είναι η πρώτη που ψηλάφησε συνειδητά τη γυναικεία ετερότητα και σχεδίασε έναν γυναικείο ερωτικό λόγο, μια ερωτική θηλυκού γένους τυπολογία, περιορισμένων και αυτοελέγξιμων φυσικά εκφραστικών μέσων και τεχνικών, αλλά αποστασιοποιημένων και δυναμικά απελευθερωμένων από την προβληματική των αντρικών ερωτικών παρατράγουδων.

          Την ίδια χρονιά η πρόωρα χαμένη ποιήτρια της Θεσσαλονίκης Ανθούλα Βαφοπούλου- Σταθοπούλου εκδίδει τις «Νύχτες Αγρύπνιας». Η Ανθούλα Βαφοπούλου είναι η πρώτη σύζυγος του ποιητή Γιώργου Βαφόπουλου. Σχετικά πρόσφατα η ποιήτρια και κριτικός Έλενα Χουζούρη έγραψε, επιμελήθηκε και κυκλοφόρησε δύο βιβλία της για την Θεσσαλονικιά ποιήτρια. (Το δεύτερο είναι συμπληρωμένη και επεξεργασμένη μελέτη του πρώτου). Η Λιλή Ιακωβίδη- Πατρικίου εκδίδει τις «Φωτεινές Ώρες». Η Λίλα Καρανικόλα- Καραχάλιου την συλλογή «Αγρύπνιες». Ενώ, δύο χρόνια νωρίτερα η ποιήτρια Μελισσάνθη κυκλοφορεί την συλλογή της «Φωνές Εντόμου».

          Η πρώτη ποιητική συλλογή της Πειραιώτισσας Μαρίας Περικλή Ράλλη «Γυναικεία Λόγια», Αθήνα 1932, δεν αποκόπτεται από τη γενική αυτή γυναικεία παράδοση. Πέρα από την άρτια καλλιέπεια του λόγου της και τον άψογο χειρισμό της γλωσσικής της έκφρασης και τα ίχνη που διακρίνουμε του ταραγμένου συναισθηματικού ψυχισμού της, η ποιητική της κατάθεση πορεύεται πάνω στις δεσπόζουσες ισχυρές ακόμα γραμμές της εποχής της, που όπως είναι φυσικό συμβαδίζουν και ακολουθούν μιά παραδοσιακή ποιητική τεχνική και προϋπάρχουσα θεματολογία και θεματογραφία.

Γράφει:

«Πάρε τη νίκη. Δε ζητώ παιάνες,

Εμπρός μου στάσου θείος πορθητής,

άντρας μαζί κατακτητής και λυτρωτής,

και του κορμιού μου χτυπά τις καμπάνες» σ.37

          Ο λυρισμός της είναι εντονότατος, ορμητικός, η φαντασία της πετάει μαζί με την δεκαπεντασύλλαβη τεχνική της φόρμα, η πνοή της είναι αισιόδοξη αν και διακρίνουμε δραματικούς τόνους που φρενάρουν τον αισιόδοξο λυρισμό της. Τα μοτίβα της συγκεκριμένα. Οι συναισθηματικές της αναφορές έχουν ενίοτε απαισιόδοξη διάθεση, θα λέγαμε ότι το φάντασμα του θανάτου κάνει δειλά την παρουσία του και αρχίζει να αφήνει το αργό και σταθερό στίγμα του. Η ερωτική της διάθεση φωτοδοτεί τη σύνολη παρουσία καθώς οι λέξεις αγωνίζονται να ερμηνεύσουν το ποιητικό νόημα. Τα θέματα της μοναξιάς, του χωρισμού, της εσωτερικής ερήμωσης, της πλησμονής, του αποχωρισμού κάνουν την εμφάνισή τους στον ποιητικό λόγο και προετοιμάζουν τη δυναμική τους παρουσία στις επόμενες συλλογές.

Γράφει:

«Ω μη γυρεύεις πλαίσιο

στη θλίψη πλέον εξαίσιο

άλλο από τη σιγή.

Ο αδάκρυτος ο πόνος

πήρε στα χέρια μόνος

ολόκληρη τη γη». σ.19

          Η συλλογή χωρίζεται σε δύο κύριες ενότητες. Η πρώτη αποτελείται από 27 άτιτλα, συνήθως τετράστιχα ποιήματα και η δεύτερη με το γενικό τίτλο «Σκίτσα» από 27 μικρά ή μεγαλόπνοα ή δίστιχα ομοιοκατάληκτα ποιήματα που εκτός από ένα, όλα έχουν τίτλο που υποδηλώνει το θεματικό διαπραγματευτικό υλικό της.

          Στην συλλογή αυτή, την πρωτόλεια, ξεχωρίζει και αναδεικνύεται η γυναικεία ταυτότητα σ’ όλο το εύρος των συναισθηματικών της διακυμάνσεων. Ενδεικτικό είναι το πρώτο ποίημα της δεύτερης ενότητας με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Γυναίκα». Υπάρχουν σημεία που διαπνέονται από έναν έντονο ερωτικό διονυσιασμό, ένα φουρτουνιασμένο γυναικείο ερωτικό πάθος που όμως δεν ολοκληρώνεται ή φέρνει μέσα του την πνοή της ματαιότητας, το σπέρμα της απαισιοδοξίας. Η ποιήτρια έχει επίγνωση ότι η ερωτική μέθεξη θα χαθεί γρήγορα μαζί με το αγαπόμενο πρόσωπο που την αντιπροσωπεύει. Ή πάλι, το ενδεχόμενο γεγονός του χωρισμού θα ανατρέψει την ανοδική του πορεία. Άλλες φορές ο λόγος της καταλήγει σ’ έναν «μαλακό» γυναικείο μηδενισμό που δεν καταστρέφει όμως τη συνολική ποιητική ατμόσφαιρα. Ανάμεσα από τις μορφικές χασμωδίες της σύνθεσης, πηγάζει ένας έντονος ηχητικός συνήθως λυρισμός καθώς οι εικόνες εναλλάσσονται με μελαγχολική ειλικρίνεια. Η ομοιοκαταληξία των στίχων εξυψώνει το συναισθηματικό συμβάν που επαναλαμβάνεται με τη δίνη των λέξεων. Ακούμε τα θραύσματα της γυναικείας φωνής καθώς με αγωνία επιδιώκουν να αυτοπαρουσιαστούν και να ολοκληρώσουν την παλλόμενη από ερωτικό ηδονισμό γυναικεία εικόνα. Ο ψυχολογικός χρόνος διαστέλλεται τόσο όσο χρειάζεται για να σχηματιστεί η γυναικεία συνειδησιακή τραγικότητα. Μέσα από αυτόν τον άσπιλο λεκτικό πλούτο, τη μαγευτική καλαισθησία του ύφους, το εξεζητημένο μάλλον συναισθηματικό τόνο, την φωταγωγημένη πλαστικότητα της γλώσσας, προβάλλει το παγερό και άπνοο πρόσωπο του θανάτου. Όπου μία μυστική συνομιλία έχει αρχίσει με την ποιήτρια η οποία θα συνεχιστεί και στις επόμενες συλλογές της.

          Ο κριτικός Κλέων Παράσχος στο περιοδικό «Νέα Εστία» τχ. 163/1-10-1933, σελ. 1069 μιλά με επιφύλαξη για το έργο.

          Το 1934 τη χρονιά που η αγωνίστρια ποιήτρια Σοφία Μαυροειδή- Παπαδάκη θα εκδώσει τις «Ώρες Αγάπης» και η ποιήτρια Όλγα Βατίδου την συλλογή της «Η ζωή στο τραγούδι», η Μαρία Περικλή Ράλλη θα κυκλοφορήσει από τον εκδοτικό οίκο «Κασταλία» τις «Εξομολογήσεις», σε 250 όπως αναφέρει αντίτυπα.

          Της συλλογής προπομπός είναι στίχος του επτανήσιου Ανδρέα Κάλβου με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει για την δική της ποιητική φωνή.

«Δεν με θαμβώνει πάθος

κανένα εγώ την λύραν

κτυπάω και ολόρθος στέκομαι

σιμά εις του μνήματός μου

τ’ ανοικτόν στόμα».

          Και αυτή η συλλογή χωρίζεται σε δύο ενότητες. Η πρώτη αποτελείται από 58 μεγάλης μορφής ποιήματα και η δεύτερη με τον ενδεικτικό τίτλο «Δίστιχα», από 14 δίστιχα εξαιρετικής υφής και ποιότητας, πυκνότατου νοηματικού ύφους μικρά πολύτιμα στιχουργικά πετραδάκια.

          Και η στην δεύτερη αυτή ποιητική της κατάθεση βρίσκεται κάτω από τον Παλαμικό αστερισμό. Όμως εδώ η θεματογραφία της εμπλουτίζεται, η ποιήτρια ανοίγει τα φτερά της σ’ νέους προβληματισμούς και μονοπάτια.  Ο λόγος της γίνεται πιο στοχαστικός, ξεδιπλώνεται με μεγαλύτερη άνεση αναζητώντας νέα κέντρα αναφοράς. Η ερωτική ατμόσφαιρα μπαίνει σε δεύτερη μοίρα χωρίς να μειώνεται η δυναμική της. Η οικονομία και η σαφήνεια της έκφρασής της υπογραμμίζουν το βαθύτερο περιεχόμενο των στοχαστικών της καταγραφών και εξομολογήσεων. Ο προσωπικός της προβληματισμός αρχίζει αργά και σταθερά να κατακάθεται μέσα στην ποιητική εμπειρία, στο μνημονικό ποιητικό υλικό ως ίζημα.

          Τα άψογης τεχνικής δίστιχά της που υποδηλώνουν την επιρροή της από τη Δημοτική μας λαϊκή ανώνυμη παράδοση μας φανερώνουν την λιτότητα της σκέψης της, την επιγραμματικότητα του ύφους της την υποδειγματική διαύγεια της λεκτικής της διατύπωσης.

          Τα νέα ποιητικά της μοτίβα αναπτύσσονται με την επιστράτευση ενός, και εδώ φορτισμένου συναισθηματικά λεξιλογίου. Λέξεις που πολύ εύστοχα και προνοητικά δεν αποκλείουν τα λόγια στοιχεία της γλώσσας, αλλά στηρίζονται κατά κύριο λόγο στη Δημοτική. Στην συλλογή αυτή παρά την Καλβική ρήση, έχουμε μάλλον μία «Σολωμική Εγκοσμίωση» των μεταφυσικών αξιών και ιδανικών που πρεσβεύει η πειραιώτισσα συγγραφέας. Έναν υπέρμετρο και ίσως υπερβολικό ιδεαλισμό που ορισμένες φορές καταστρέφει την κλασική αρμονία του στίχου. Οδηγώντας τους ποιητικούς τόνους σε μια ανεξέλεγκτη ρομαντική διάχυση. Οι δάνειες μορφές της λαϊκής παράδοσης σπονδυλώνουν ανετότερα τους ιδεαλιστικούς μετεωρισμούς της Ράλλη. Η εσωτερική ψυχική της αντινομία βρίσκει καλύτερα την αποτύπωσή της στην μικρής φόρμας στιχουργικής της τυπολογία. Ένας ισχνός αλλά όχι δυσδιάκριτος πατριωτικός τόνος ή ορθότερα Ελληνικός, ξεχωρίζει μέσα στο ποιητικό σώμα, ιδιαίτερα στα ποιήματα που φέρουν τον τίτλο «Πατρίδα» σελ. 18, σελ.53 κ.ά. Μια θαυμάσια ζωγραφική αποτύπωση του φυσιολατρικού στοιχείου που διαπνέει την συλλογή και ιδιαίτερα της θαλάσσιας ατμόσφαιρας διακρίνουμε έντονα στα ποιήματα. Όπως και μια τάση φυγής, μια επιθυμία για ταξίδι, για περιπλάνηση, για αναχώρηση χωρίς επιστροφή. Κάτι που συναντάμε σε είδη της κοσμοπολίτικης πεζογραφίας αρκετά έντονα.

          Η εκστατική ματιά της παρότι σταματά σε σημαντικές λεπτομέρειες του φυσικού κάλλους, της ομορφιάς του τοπίου, κυοφορεί μέσα της το σπέρμα της απαισιοδοξία. Η προσωπική της θλίψη τιθασεύει τον λυρικό της οίστρο και τα ρίγη των εντυπώσεών της συγκρατούνται από την αριστοκρατική της αγωγή. Στη συλλογή αυτή η αίσθηση της επαφής της με τον χώρο μετατρέπεται σε αισθητική αναφορά. Το φυσικό τοπίο γίνεται καλλιτεχνικός πίνακας. Μία υδατογραφία ή μία ακουαρέλα.

          Η θέρμη του λόγου της ιδιαίτερα εκεί που δεν έχει στιχουργικές ατέλειες είναι συγκλονιστική. Ένα από τα ποιήματα που ξεχωρίζουν είναι και το «Νανούρισμα σε αγέννητο παιδί». Ένα τρυφερότατο και αμεσότατα λαϊκό νανούρισμα που αν βγει από την συλλογή δύσκολα ξεχωρίζεις την έντεχνη τεχνική του. Λες και η Μοίρα την προετοίμαζε για αυτό που θα ακολουθήσει.

Γράφει:

«Τ’ αγέννητο τ’ αγόρι μου

απόψε θα κοιμήσω.

Άστρα μου γλυκοφέγγετε

το λύχνο μου να σβύσω.

Γιέ μου και κανακάρη μου

και σάρκα της σαρκός μου

του αγαπητού μου πρόπλασμα,

πνοή, ψυχοβλαστός μου.» σ.42

Ο πεζογράφος και ποιητής Παντελής Πρεβελάκης, από τους πιστότερους μαθητές του Νίκου Καζαντζάκη, στο περιοδικό «Νεοελληνικά Γράμματα» τχ.12/ 30-6-1935, σ.3, εύστοχα συσχετίζει τον ποιητικό λόγο της Μ. Π. Ράλλη με αυτόν των Δημοτικών μας Τραγουδιών.

Οφείλουμε να αναφέρουμε ότι και άλλες γυναίκες ποιήτριες σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό μπόλιασαν την ποιητική τους γραφή με δάνεια στοιχεία από το Δημοτικό λαϊκό τραγούδι. Όπως πχ. η ποιήτρια από τη Νάξο Διαλεχτή Ζευγώλη-Γλέζου, η Συριανή ποιήτρια και ανθολόγος Ρίτα Μπούμη-Παππά κ.ά.

          Το 1938 χρονιά που η πειραιώτισσα ποιήτρια και μεταφράστρια Ισιδώρα Ρόζενταλ- Καμαρινέα εκδίδει τη συλλογή της «Το Κάστρο», η Τίλλα Μπαλή την συλλογή της «Ήχοι και απόηχοι» και η Γιάννα Βέρα την «Άλλοτε και Αλλού» η Μ. Π. Ράλλη κυκλοφορεί τη συλλογή της «Στίχοι».

          Για τη νέα της ποιητική μαρτυρία έγραψαν εγκωμιαστικά λόγια οι: Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, εφημερίδα «Πρωϊα» 15/12/1938, ο Κλέων Παράσχος στο περιοδικό «Νέα Εστία» τχ. 289/1-1-1939, ο Μιχάλης Ροδάς στην εφημερίδα «Ελεύθερο Βήμα» 28/11/1938, ο Αιμίλιος Χουρμούζιος στην εφημερίδα «Καθημερινή» 22/11/1938 και άλλοι. Οι κρίσεις των κριτικών είναι επαινετικές και φανερώνουν την ποιητική εξέλιξη της πειραιώτισσας ποιήτριας και την στροφή της ποιητικής της γραφής.

          Οι «Στίχοι», όπως μαρτυρεί και ο γενικός τίτλος αποκαλύπτουν πλέον την αλλαγή της ποιητικής της φωνής. Εδώ,- στην συλλογή αυτή- δεν Εξομολογείται πια τα Γυναικεία της Λόγια. Η Μ.Π. Ράλλη είναι πια μια καθιερωμένη ποιήτρια, αποδεκτή από τους πνευματικούς κύκλους η οποία δοκιμάζει τις αντοχές της και μας προτείνει το νέο ποιητικό της λόγο και στιχουργική μαεστρία. Και σε αυτή της την ποιητική κατάθεση διακρίνουμε θα γράφαμε την ανάγκη της για «Πλατωνική ιδεοποίηση». Την νηφάλια μεν αλλά εξακολουθητική επιθυμία της, τάση για φυγή.

 Ο ποιητικός της λόγος επιδιώκει την αναπόληση μέσα από τρυφερές και συγκινητικές στιγμές γαλήνης και ηρεμίας. Ένας ήρεμος ρυθμικός παλμός διαπερνά τους στίχους της, μια σιγαλόφωνη ταραχή την φωνή της. Μιά αισθησιακή εγκράτεια υποφώσκει τώρα στα βαθύτερα στρώματα της ψυχής της, η καρδιά της πάλλεται σε άλλες μετρικές δονήσεις. Ο λόγος της εδώ δεν ενσωματώνει τόσο τα τραντάγματα των ψυχικών της διαταραχών όσο την επεξεργασμένη αίσθηση που αυτά αφήνουν πίσω τους. Μας προτείνει αν στέκει η έκφραση μια «εγκεφαλική» κάπως επεξεργασία του υπάρχοντος υλικού και της αντίστοιχης εικονοποιίας του ως ποιητικό μοτίβο και θεματογραφία. Σε ορισμένα σημεία η γραφή της αποκτά μια «μυστική» έξαρση που κάπως συσκοτίζει το νόημα του ποιήματος και ενδέχεται να αποτρέπει ευκρινώς την καθαρή ανασύνθεση των μνημονικών εικόνων. Στιγμών αλησμόνητων βιωματικών της χαράξεων που διολισθαίνουν ομαλά και αρμονικά μέσα στο ποίημα φωτίζοντάς το εκ των έσω. Και καθώς ο λόγος της παύει να είναι σ’ αυτήν τη συλλογή έντονα εξομολογητικός κόβονται και οι δεσμοί της με την έξω της ζωής πραγματικότητα. Η ποιήτρια έχει αρχίσει να ερωτοτροπεί με προβλήματα που αφορούν την Ποιητική Τέχνη και την λειτουργία της.

Γράφει:

«Σε κάτι φωνήεντα,

κυμάτων ήχους,

την έγνοια κλείδωσα ψυχής,

ύστερα κύτταξα για στίχους

κ’ είπα πως είναι ποιητής».

          Η ποιήτρια και ανθολόγος Αθηνά Ταρσούλη, στην εξαιρετική της μελέτη-ανθολογία για την γυναικεία ποίηση της εποχής της, σελ. 252 διακρίνει, και πολύ ορθά έτσι συμβαίνει επιδράσεις της από τον αυτόχειρα της Πρέβεζας «σατιρολόγο» Κώστα Καρυωτάκη, τον Αλεξανδρινό Κωνσταντίνο Π. Καβάφη, τον Ορφικό οραματιστή Άγγελο Σικελιανό. Και πραγματικά η Ράλλη συνομιλεί με αντρικές ποιητικές φωνές της εποχής της που σημάδεψαν και εξακολουθούν να σημαδεύουν την πορεία της ελληνικής ποίησης με τις καινοτόμες ποιητικές τους ρήξεις.

          Όμως, και σε αυτήν την συλλογή της συναντάμε μια μορφή στιχουργικής της προχειρότητας, σε ορισμένα σημεία των στίχων της η Ράλλη αρνείται να δώσει στην σύνολη εικόνα του ποιήματος μια ολοκληρωμένη μορφή αν δεν λαθεύω. Η Ράλλη αρνείται τις επιμέρους λεκτικές ολοκληρώσεις, την περισσότερη επιμέλεια των φράσεων ώστε το ποίημα να μας δώσει μία συνολική αίσθηση αρτιότητας με απόρροια μία επιμελημένη συγκίνηση. Προσωδιακά λάθη- που αποκλείεται να μην τα έβλεπε- μουσικές αρρυθμίες, -συνήθως προς το τέλος του στίχου, στο τελείωμά του- φωνητικές χασμωδίες, σκοτεινότητα ύφους συναντάμε στο ποιητικό σώμα προβλήματα που δεν αναιρούν ασφαλώς την σύνολη σύλληψη έστω και με αυτά τα «μπουκώματα». Έστω και αν απειλούν δραματικά τα προβλήματα αυτά τη «στερεομετρική» συγκρότηση και ισορροπία του ποιήματος. Από εδώ και έπειτα, αργά και σταθερά η ασίγαστη ενέργεια του ερωτικού στοιχείου έχει αρχίσει να μετατρέπεται σε νησίδες αγαπητικής πλήρωσης. Και καθώς αρχίζει να αχνοφαίνεται, να σαρκώνεται η αγάπη σαν στάση ζωής μέσα στο ποιητικό της σώμα και να διαμορφώνει τις καινούργιες ποιητικές της συλλήψεις προβάλει ξαφνικά, αιφνίδια και τρομερά η σκιά του Θανάτου. Ενός θανάτου που θα την σημαδέψει σε όλη της την υπόλοιπη ζωή και θα τις εξατμίσει κάθε ίχνος αισιοδοξίας. Ως μητέρα, ως γυναίκα, ως ποιήτρια.

9 Σεπτεμβρίου του 1943 αυτοκτονεί ο μοναχογιός της, το μοναχοπαίδι της βάζει το ίδιο τέρμα στην ζωή του.

          «Εδώ σωπαίνουν τα βουνά, σωπαίνουν κι ανθρώποι» για να θυμηθούμε τον στίχο του Γιάννη Ρίτσου.

          Η Μαρία Περικλή Ράλλη, η ποιήτρια και μάνα συνθέτει και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πήγασος» την ποιητική της συλλογή «Λόγια σε νεκρό». Στην αγία μορφή του, όπως γράφει στην αρχή του βιβλίου. Ας γυρίσουμε πίσω τον χρόνο της Ιστορίας και ας αναλογιστούμε σε ποια κατάσταση βρίσκονταν η χώρα και σύσσωμος ο ελληνικός αγωνιζόμενος λαός εκείνη την σκοτεινή δεκαετία. Πόλεμος, Κατοχή, Σκλαβωμένη πατρίδα, σκλαβωμένο το Ελληνικό Έθνος και μία μάνα χάνει το μοναχοπαίδι της εντελώς αναπάντεχα. Ποιες ψυχικές αντοχές να την στηρίξουν, ποια μεταφυσικά ερεθίσματα να βαστάξουν τον πόνο της, ποια συμβάντα να μετριάσουν την θλίψη και τον καημό της που άνοιξε βαθιά πληγή με την απώλεια της «άγιας μορφής του». Κλονίζεται κάθε ελπίδα. Η αρχαία ελληνική Εθνική θρησκευτική και λαϊκή παράδοση αλλά και η κατοπινή η Ιουδαιοχριστιανική ως συνέχεια της αρχαιοελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς δεν θεωρεί μεγαλύτερη απώλεια για τον άνθρωπο και ιδιαίτερα για τους γονείς, μια μάνα, τον θάνατο του παιδιού τους πριν από τον δικό τους. Ο θάνατος του ή των παιδιών ανατρέπει την φυσική τάξη των πραγμάτων, αναιρεί κάθε μελλοντική ελπιδοφορία και παρηγοριά ζωής για τους οικείους ζωντανούς. Διαταράσσεται ο ρυθμός του Κόσμου. Η ζωή μαραγκιάζει πριν προλάβει να ανθίσει, σαπίζει πριν καρποφορήσει, σκουληκιάζει πριν βγάλει φτερά. Το αιώνιο σκότος βασιλεύει. Το πένθος από εδώ και πέρα είναι διαρκές, ο χρόνος παρατείνεται ως πένθιμη ραψωδία, ως ελεγειακές στιγμές αργόσυρτης θλίψης. Όλα από εδώ και πέρα για τους γονείς που χάνουν το παιδί τους, για την μάνα που χάνει τον γιο ή την κόρη της είναι αλλιώς. Ένα ρέκβιεμ δακρύων και στεναγμών. Ο Κόσμος δεν είναι πια παιχνίδι είναι σημαδεμένος βρόγχος και βραχνάς. Ούτε οι προφήτες με τον λόγο τους ούτε οι μύστες της μεταφυσικής παρηγοριάς ούτε οι μυθοποιοί ποιητές με τους συμβολισμούς και τις παραβολές τους μπορούν να δώσουν διέξοδο στο δράμα που βιώνει η Μάνα ή ο Πατέρας που χάνει το παιδί του. Μελλοντική «Εικόνα σου είμαι θάνατε και σου μοιάζω».

          Την ίδια χρονιά η πειραιώτισσα ποιήτρια Μαρία Παπαλεονάρδου εκδίδει τις «Φωνές στην Έρημο» και η Φιλή Βατίδου την συλλογή της «Εικόνες που δεν σβήνουν». Ο δοκιμιογράφος, ποιητής και εκδότης Κώστας Τσιρόπουλος στο μελέτημά του «Η Λογοτεχνική ανάβαση της Μαρίας Περικλή Ράλλη», αρχίζει με την εξής παρατήρηση:

«Μερικοί άνθρωποι γεννιούνται φωτολουσμένοι στην ευμάρεια και την ομορφιά. Ωστόσο έχουν στην ψυχή τους ένα αδιόρατο μελανό σημάδι, που κανείς δεν υποψιάζεται. Ωσότου οι περιστάσεις να φέρουν το σημάδι στην επιφάνεια της ύπαρξης- να φανερώσουν με τον ψυχισμό ενός χαρακτήρα και με τα γεγονότα που συνθέτουν τον βίο του». Σελίδα 47.

          Και η χρονική αυτή στιγμή της αποκαλύφθηκε τη χρονιά εκείνη, που η Ελλάδα στέναζε κάτω από το βάρος του κατακτητή και η αδιέξοδη μορφή του Εμφύλιου σπαραγμού καλλωπιζόταν μέσα στις αθώες και αφελείς αγωνιστικές συνειδήσεις των Ελλήνων.

          Ακόμα και σήμερα όταν διαβάζουμε την ποιητική αυτή σύνθεση, ένας λυγμός ανεβαίνει στο λαιμό μας, ένας κόμπος σφίγγει την καρδιά μας. Λες και το τραγικό γεγονός συνέβει μόλις χθες, δίπλα μας, στην γειτονιά μας, στην αυλή μας.

          Δεκάδες τα κείμενα που έγραψαν λογοτέχνες έπειτα από τον ξαφνικό χαμό των παιδιών τους. Στην αρχαιότητα από την «Παλατίνη Ανθολογία» αν θυμάμαι σωστά αλιεύουμε πάνω από 18 επιγράμματα που αποτυπώνουν την εμπειρία αυτή. Στα αρχαία κοιμητήρια συναντάμε εκατοντάδες αγγελόμορφες μορφές που με ανάγλυφο τρόπο, δραματική γλυπτική έκφραση αναπαριστούν τον θάνατο παιδιών, τον μητρικό πόνο, το δάκρυ που κυλά πάνω στο χώμα, την ανάσα νέας ζωής που χάθηκε πρόωρα πριν καν ζεσταθεί μέσα στην μητρική αγκαλιά. Είναι οι ψυχές-πεταλούδες που κουρνιάζουν στα κυπαρίσσια όπως μια αρχαία των εθνικών ελλήνων λαϊκή παράδοση φιλοτεχνεί. «Ον οι Θεοί φιλούσιν αποθνήσκει νέος» μας λέει ο αρχαίος κωμωδιογράφος ποιητής Μένανδρος που του αποδίδεται το απόφθεγμα. Σαν μία συνέχεια της μάνας Εκάβη πάνω στα μισογκρεμισμένα τείχη της Τροίας, της Θέτιδας καθώς σβήνει η πνοή του ήρωα Αχιλλέα. Και ο παραμυθιακός παρηγορητικός κόσμος της χριστιανικής θρησκευτικής μυθοπλασίας συνεχίζοντας την αρχαία ταφική παράδοση και υμνογραφία μιλά για τα αγγελούδια που βρίσκονται στην αγκαλιά του Θεού και μας κοιτούν από ψηλά. Είναι το φως των άστρων που τρεμοσβήνει στον ουρανό. Σε ορισμένες μάλιστα αναπαραστάσεις πάνω στον πέτρινο σταυρό εικονίζεται η μορφή ενός αγγέλου που το πρόσωπό του είναι η εικόνα του παιδιού που χάθηκε. Η Πιετά. Στο δημοτικό τραγούδι και ιδιαίτερα στα μοιρολόγια έχουμε στιγμές σπαρακτικού θρήνου της μάνας που θάβει το παιδί της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το λαϊκό άσμα της μάνας- ελαφίνας που χάνει το ελαφάκι της στο κυνήγι του βασιλιά. «Όλα τα ελάφια βόσκουνε/ και όλα δροσολογούνται...»

          Στα σύγχρονα χρόνια ο ποιητής Γεώργιος Ζαλοκώστας θρηνεί το χαμό των παιδιών του μέσα στο έργο του. Ο μεγάλος Κωστής Παλαμάς γράφει τον συγκλονιστικό του «Τάφο» για τον θάνατο του Άλκη. Ποια χείλη ανθρώπινα δεν έχουν σιγοψιθυρίσει τους στίχους «Άφτιαστο και αστόλιστο του χάρου δεν σε δίνω…..» και δεν έχουν τρανταχθεί τα σπλάχνα και ας μην έχει ιδέα από ποίηση. Από την συμπρωτεύουσα την Θεσσαλονίκη η ποιήτρια και δοκιμιογράφος Ζωή Ζαμαρά αφιερώνει βιβλίο στο χαμό της κόρης της. Ο ποιητής Σαράντος Παυλέας θρηνεί την αυτοκτονία της δικής του κόρης, η ποιήτρια Λίνα Γαρουφαλάκη θρηνεί το χαμό του δικού της παιδιού. Η Νίκη Σιδερίδου επίσης θρήνησε το χαμό της κόρης της και πρόσφατα η πειραιώτισσα Τούλα Μπούτου την αυτοκτονία του δικού της παιδιού. Και η Βαγγελίτσα Σολωμού θρήνησε το χαμό του μοναχογιού της σε ανέκδοτα ποιήματά της. Άλλοι πικροχαμένοι γονείς και μανάδες εξέδωσαν αφιερωματικούς τόμους στο χαμό τους όπως η οικογένεια του νεαρού αγγελόμορφου ποιητή και νομικού Βασίλη Κουρή κλπ. Είναι το ύστατο δάκρυ στο βλέμμα που σβήνει μέσα στην Γραφή, την Τέχνη. Όταν μάλιστα αυτό το βλέμμα ζωής αποφασίζει από μόνο του να δώσει τέλος στην φλόγα που αναβλύζει από μέσα του, τότε, ο ανεξήγητος αυτός χαμός καμία είτε εξ ύψους παράδοση παρηγοριάς είτε από τα υπάρχοντα χαρακώματα ελπιδοφορίας που προστατεύουν την ζωή δεν μπορεί να πραΰνει τον πόνο, να κατασιγάσει την θλίψη.

          Ποιός δεν λύγισε μπροστά στο θρήνο της Θέτιδας για τον Αχιλλέα, της Εκάβης για τον Έκτορα, της Δήμητρας για την κόρη της την Περσεφόνη, ποια καρδιά δεν ράγισε ακούγοντας το θρήνο της μάνας του Διγενή. Της χαροκαμένης μάνας του Κωνσταντή του λαϊκού άσματος, της Σάρας στη Θυσία του Αβραάμ, της μάνας του Χριστού στο έργο του Κώστα Βάρναλη. Ποιος δεν στάθηκε βουβός μπροστά στην χαροκαμένη μάνα του καπνεργάτη στην μέση του δρόμου που αλαφιασμένη θρηνεί το σκοτωμένο παληκάρι της. Και, ως το σπαρακτικό πασίγνωστο Μοιρολόι της μάνας Παναγιάς χιλιάδες είναι οι ανώνυμες μαυρομαντιλούσες μανάδες των Δημοτικών μας Τραγουδιών της Ελληνικής μας Παράδοσης. Ποιός δεν έχει συγκλονιστεί ακούγοντας την μακρόσυρτη λυγμική φωνή του αυτοσχεδιαστικού και ακατέργαστου αυθεντικού λόγου των Μανάδων από την Μάνη.

(Θα ήθελα να ανοίξω μία σύντομη παρένθεση και να πω τα εξής: όταν πριν 10 χρόνια χάσαμε τον πατέρα μας την ημέρα της ταφής όπως συνηθίζεται αφήσαμε το νεκρό σώμα στο καμαράκι του Νεκροταφείου της Αναστάσεως μέχρι να έρθει η ώρα να γίνει η κηδεία. Δίπλα μας ακριβώς μία άλλη οικογένεια που όπως φαίνεται ήταν από την Μάνη μοιρολογούσε τον δικό της νεκρό πάνω από το κιβούρι. Ειλικρινά δίχως να το πολυσκεφτώ άφησα το φέρετρο του δικού μας νεκρού και αθόρυβα και διακριτικά θρηνούσα τον δικό τους ακούγοντας την θρηνητική εξιστορητική φωνή των ξένων. Τέτοια ήταν η συγκίνησή μου, σαν να ακούγαμε χορό από Αρχαία Τραγωδία.).

          Τέλος, ποιος δεν λυγά ακούγοντας και σιγοτραγουδώντας το έργο «Επιτάφιος» του Γιάννη Ρίτσου ή τα «Λίντερ» για τα μικρά νεκρά παιδιά του Γκούσταβ Μάλλερ. Δεν υποκλίνεται στην κόρη Σοφία Αφεντούλη του Τήνιου μαρμαρογλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά.

Πρόσφατος των μεταναστευτικών μας ημερών σπαραγμός είναι η εικόνα ενός πατέρα που κρατώντας το μικρό νεκρό παιδί του στην αγκαλιά του μπροστά στην Θάλασσα στην παραλία, θρηνεί στην γλώσσα του το χαμό του. Είναι η δική του θυσιαστική προσφορά σε αυτό που κάποτε υπήρξε Ανθρωπιστικός Ευρωπαϊκός αλλά και Παγκόσμιος Πολιτισμός και παράδοση της Ανθρωπότητας και τώρα πλέον δεν υπάρχει, στα νέα οικονομικά και καταναλωτικά δεδομένα της σύγχρονης Ιστορίας. Ποιοι όμως άκουσαν τις φωνές ενός Γιώργου Σεφέρη, ενός Τόμας Στερν Έλιοτ, ενός Αλμπέρ Καμύ, την εξομολογητική φωνή ενός διασωθέντος από τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως των σκελετωμένων ανθρώπων με το άστρο του Δαυίδ στο μέρος της καρδιάς. Την κοριτσίστικη φωνή της Άννας Φρανκ. Στην εποχή μας βλέπουμε τα Προσωπεία του Θανάτου να πολλαπλασιάζονται ραγδαία ξεπερνώντας το ένα και μοναδικό του Πρόσωπο που γνωρίζαμε.

          Αυτή είναι η ζώσα ραχοκοκαλιά της ελληνικής παράδοσης, αυτές οι μυριάδες ανώνυμες δακρυρροούσες υπάρξεις, που δεν χωρούν στις σελίδες ενός βιβλίου, στους στίχους ενός ποιήματος, στο ασκητήριο ενός μαρμαρογλύπτη, ούτε πρωταγωνιστούν στα θεατρικά κυκλικά αμφιθέατρα, αλλά κυκλοφορούν ανάμεσά μας ζωντανές σκιές, υπενθυμίζοντάς μας ότι «τα φιλάνθρωπα σπλάχνα της αυτού αγαθότητος» όπως μας λέει η χριστιανική μυθολογία δεν ανοίγουν εύκολα για να μην πω καθόλου, σ’ αυτούς που εξακολουθούν να ασπάζονται, πιστεύουν ότι «Εικών ειμί της αρρήτου δόξης σου ή και στίγματα φέρω πταισμάτων», όπως το όρισε ο Σύριος ποιητής άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Και τι τελικά δεν σκαρφίζεται η ανθρώπινη φαντασία δεν μηχανεύεται η ανθρώπινη γλώσσα για να αλλοιώσει κατά τι, την παντοδύναμη ισχύ του Θανάτου και να παρηγορηθεί η ανθρώπινη ύπαρξη.

          Αλλά η μάνα-ποιήτρια Μαρία Περικλή Ράλλη άνοιξε τα δικά της σπλάχνα και θρήνησε το μοναχοπαίδι της, το δικό της νεκρό σώμα.

Γράφει:

«Ποιός είδε, γιέ μου, μονογιό

να βγαίνει μοναχός του,

της άγριας νύχτας τον κορμό

να ντύνει με το φώς του;

Ποιός είδ’ αμούστακο παιδί,

τόσο θεριοδεμένο

που να τρυπάει με το σπαθί

σκοτάδι πληγωμένο;

Ποιός καθαροπερπάτησε

Χάρου το μονοπάτι,

καβάλα πάνω σε φαρί

καθώς τον στρατηλάτη;

Όποιος το είδε να του πει,

μήνυμα να του φέρει,

πώς ήρθ’ η μάννα του πεζή

στου Χάροντα τα μέρη,

και κυνηγιέται με στοιχειά,

φαράγγια αναστατώνει,

φωνές μεγάλες σέρνοντας

τον Άδη ξεσηκώνει» σελ. 78

          Η θηλυκή υπόσταση αναταράχτηκε συθέμελα. Ένιωσε την εσωτερική ταραχή, την πνευματική αναστάτωση, την ψυχική βαβούρα, στη θέα του αρσενικού νεανικού θανάτου. Αυτό το ακαθόριστο σούρσιμο που ίσως έβλεπε να πλησιάζει και δεν κατόρθωσε να σταματήσει να αποτρέψει με τις μητρικές προστατευτικές της δυνάμεις. Και μ’ έναν ολοφυρμοστιχοπλεγμένο σπαραχτικό λόγο, αποθανάτισε το νεκρό πρόσλημμά της. Αφθάρτισε αυτό που κυοφόρησε και τις πρόσφερε ευτυχία για 21 χρόνια. Είκοσι ένα χρόνια κοινής συμπόρευσης και προσδοκίας.

          Τα «Λόγια σε νεκρό» δεν μας προαναγγέλλουν μια ποιητική μεγαλοφυϊα, δεν μας φανερώνουν την αρτιότητα ενός ποιητικού μεγαλείου, μιας ποιητικής σύνθεσης. Τα «Λόγια σε νεκρό» μελίζουν τον κοινόν μας λόγο, τον μηδέποτε δαπανώμενο αλλά πάντοτε εσθιόμενο, στο κοινό τραπέζι των εμπειριών μας της παρηγοριάς που ποτέ δεν σταματά, από εμάς τους δευτερότοκους υιούς του θανάτου.

Ο κοπετός είναι κοινός, η υπέρτατη απελπισία επίσης, ο λόγος του πόνου εμφανής μπροστά σ’ αυτόν τον ελεγειακό λόγο ποταμό, μητρική θρηνωδία.

          Το βιβλίο χωρίζεται σε 108 μέρη. Σε 108 δεκαπεντασύλλαβους, οκτασύλλαβους, εξασύλλαβους, επτασύλλαβους, τετράστιχους. Ιαμβικά μέτρα, Ανάπαιστοι και άλλοι συνθέτουν την σύνθεση προσφέροντάς της κάθε φορά έναν άλλον ρυθμό, ένα διαφορετικό μουσικό περπάτημα, μια διαφορετική ηχητική πολυχρωμία. Φοβάμαι όμως, ότι με ευκολία διαπιστώνουμε ότι η αργομίλητη αυτή σύνθεση συνδέθηκε κάπως βιαστικά- στο ξεχείλισμα κατάθεσης του μητρικού πόνου-χωρίς προσεγμένη καλή τεχνική επιμέλεια, με χαλαρή φόρμα και εσωτερικούς αρμούς σύνδεσης. Αλλά μια Μάνα που μοιρολογεί το μοναχοπαίδι της δεν σκέφτεται παρά πώς θα βγάλει από μέσα της τον αβάσταχτο καημό της. Δεν την ενδιαφέρει η καλλιέπεια του λόγου η προσεγμένη αποτύπωση της γραφής όπως παραδείγματος χάριν έχουμε στην περίπτωση της σύνθεσης «Ο Τάφος» του Κωστή Παλαμά. (Που και εκείνος στην εποχή του και μεταγενέστερα δέχτηκε αρνητικά σχόλια). Που διαβάζοντας το ποιητικό κείμενο-τον «Τάφο» και να μην θέλουμε «λησμονούμε» τον γιό του Άλκη και θαυμάζουμε την τεχνική του στίχου, την αρτιότητα της πατρικής Παλαμικής σύλληψης, το στιβαρό χέρι του γέροντα πατέρα ποιητή που κάνει το δικό του λυγμό ποιητική γραφή. Ίσως στον «Τάφο» θρηνεί περισσότερο ο λόγιος, ο «διανοούμενος» παρά ο πατέρας. Αλλά έτσι δεν συμβαίνει στους χώρους της Τέχνης; Το πατρικό θρηνητικό ένστικτο ελέγχεται και ορίζεται από τον σοφό δάσκαλο από το πεπαιδευμένο δημοτικιστή και γλωσσοπλάστη δημιουργό. Η σύνθεση γίνεται ένα διαχρονικό καλλιτέχνημα ξεφεύγοντας από την αιτία, την αφορμή που το γέννησε. Ενώ στην Μαρία Περικλή Ράλλη ο λόγος ακατέργαστος πηγάζει από τα μύχια γυναικεία της πληγωμένης ύπαρξής της, δεν φιλτράρεται γι’ αυτό έχει και τόσες ατέλειες και τεχνικές αντινομίες στην σύνθεσή του. Ας μην μας διαφεύγει το γνωστό «ο άντρας γεννά η γυναίκα τίκτει». Οι προσλαμβάνουσες της πατρότητας και της μητρότητας είναι διαφορετικές ακόμα και στους τονισμούς των σπαραγμών τους. Έπειτα ο Άλκης έφυγε νωρίς άρρωστο παιδί ο γιός της Ράλλη στα 21 του πριν καλά-καλά ενηλικιωθεί και μάλιστα από δική του επιλογή. Περνάει από το μυαλό μας πριν καταδικάσουμε την επιλογή του τι εσωτερικές ενοχές δημιουργήθηκαν στην ψυχή αυτής της Μάνας και κάθε Μάνας που αντικρίζει το παιδί της μέσα στο φέρετρο από δική του επιλογή; Απορώ πώς δεν κατανοούν την τραγικότητα του συμβάντος όλοι αυτοί οι πρεσβευτές ενός Θεού ανάλγητου, στα μελλοντικά αδιέξοδα που γεννά η πράξη της αυτοχειρίας. Λες και ο Θάνατος ορίζεται από τον βαθμό πίστης ή απιστίας των ανθρώπων, και μιλάνε για «προπατορικά αμαρτήματα» και άλλα άσπλαχνα και σκληρόκαρδα τινά που ευφηύρε η γλώσσα των μυθοποιών Ποιητών. Διαφορά Μαρτυρίου ή Μαρτυρίας η όποια απάντηση εκπορεύεται από τον καθένα και κάθε μία ξεχωριστά και αποκλειστικά.

Γράφει:

«Δεν έχω, γιέ μου, την πνοή, στ’ αθάνατα παλάτια

της τέχνης, την ασύγκριτη να στήσω σου μορφή,

Εγώ, παιδί μου, σου μιλώ με δάκρυα στα μάτια

κι’ απ’ την καρδιά ψηλότερα δε βγαίνει μου η φωνή.

Μηδέ στενό της σύνθεσης μ’ απασχολεί το θέμα….

Ο λόγος δεν με τυραννά, το επίθετο, το ρήμα,

δεν μου βαστάζει την ψυχή το τι θε να σου πω,

δεν τρέχω με τον Πήγασο μα στέκουμαι σε μνήμα

για να θωρώ που κλείσανε τα μάτια π’ αγαπώ.

Κι ουδέ θα σώσ’ η πίκρα μου ουδ’ η φωνή θα σπάσει

μοιρολογίστρας σέρνοντας το βήμα βαρύ,

θα προχωρεί το φάσμα μου για νάρθει να σε φτάσει

άγγελο πια στον ουρανό για σκόνη μεσ’ στη γη». σελ. 13

          Πώς μπορείς να σταθείς ατάραχος, ξένοιαστος μπροστά σ’ αυτόν τον φοβερό σπαραγμό. Σ’ αυτό το θρηνητικό ψυχομάχημα της ζωής που χάνεται πριν καλά –καλά ανθήσει, μπουμπουκιάσει, βγάλει καρπούς. Πριν μπουμπουκιάσει η ζωή φορεί αγκάθινο στεφάνι. Ποιός λόγος να περιγράψει το απερίγραπτο. Αυτό το θρηνητικό νανούρισμα της Μάνας δεν μπορεί να μετατραπεί σε επαναστατικό μανιφέστο, σε πολιτική κραυγή διαμαρτυρίας, σε ώθηση για ξεσηκωμό, σε επανεξέταση των ορίων της γλώσσας που από εδώ και πέρα θα συνομιλούμε. Όπως συμβαίνει με τον συνταρακτικό «Επιτάφιο» 1936 του μεγάλου μας ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσου. Αυτό το λαϊκό πένθιμο εμβατήριο επαναστατικής εξέγερσης.

Στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου το ιστορικό και πολιτικό συμβάν που απαθανάτισε ο φωτογραφικός φακός στην μέση του πουθενά σε δρόμο της Θεσσαλονίκης γίνεται επαναστατική πράξη, το γεγονός του θανάτου ιδεολογική αντίσταση για κοινωνική αλλαγή και ανατροπή. Ο λόγος ενδύεται την ιδεολογική στολή, ιδεολογικοποιείται αν και δεν χάνει τα βασικά του ερείσματα που προέρχονται από το Δημοτικό Τραγούδι τα ακούσματα της δημοτικής μας ανώνυμης παράδοσης. Ασφαλώς ο «Επιτάφιος» είναι πιο άρτια, τεχνικά οργανωμένος και με μεγαλύτερη ακτίνα η θρηνητική του ατμόσφαιρα. Περικλείει και άλλα στοιχεία πέρα από αυτά της Μάνας του νεαρού Καπνεργάτη. Ο «Επιτάφιος» όπως τον επένδυσε μουσικά ο Μάνος Χατζιδάκις στην πρώτη του εκτέλεση και ιδιαίτερα κατόπιν όπως τον μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης μεταποιήθηκε σε μία έντεχνη παραλλαγή των Εγκωμίων της Μεγάλης Εβδομάδας, αυτών της λατρευτικής παράδοσης του ελληνισμού που, όπως έγραψε ο Γιώργος Σεφέρης δεν ξέρεις αν κηδεύεις το Σώμα του Διονύσου ή του Χριστού. Σύμβολα πένθους πανανθρώπινης εμβέλειας για κάθε Μάνα σε κάθε εποχή. Στην ποιητική σύνθεση του Γιάννη Ρίτσου όπως και στου Κωστή Παλαμά η αισθητική δύναμη των στίχων του ταμπλό των εικόνων και των επιμέρους σκηνών είναι τέτοια που δύσκολα ξεφεύγεις από την «καρδιακή» ματιά θα γράφαμε ανάγνωση των ποιημάτων.

Η μάνα μοιρολογεί, ο άντρας κλαίει βουβά.

Η μάνα συνομιλεί με τους νεκρούς, ο άντρας τους θάβει σιωπηλά.

Η μάνα στενάζει και ολοφύρεται, σκούζει συμπαντικά, ο άντρας γεννά και αποδέχεται.

          Απαράμιλλες, δεκάδες είναι οι μεταφορές μέσα στο έργο της Μαρίας Περικλή Ράλλη. Οι παρομοιώσεις, οι αντιμεταθέσεις, το άγριο κύμα οργής που την πνίγει ξεχειλίζει από τις εικόνες των στίχων της. Η γλώσσα της ηχεί με την ιδιαίτερη γυναικεία ατομική της ρυθμολογία μέσα στην σύνθεση και η φωνή της αποκτά μια ιδιαίτερη ειδική δυναμική που δεν θα μπορούσε να ακουστεί διαφορετικά. Πέρα από το πλαίσιο που εκείνη επέλεξε. Έχει αποκτήσει την δική της αυτοτέλεια έκφρασης το δικό της ηχόχρωμα ακούσματος πέρα από εκείνο της λαϊκής δημοτικής παράδοσης. Ορισμένες φορές –και είναι φυσικό, αναμενόμενο- ο λυγμός μπουκώνει το ποίημα, το λυγίζει στην επιθυμία να εκφράσει ο λόγος της τον μεγάλο της πόνο, όμως το βάθος και το πλάτος του πόνου της είναι τέτοιο που φαίνεται αμαυρώνει την τεχνική αρτιότητα, καταστρέφει την ισορροπία του αποτελέσματος. Αφήνεται υπέρμετρα σε αυτό που οι αρχαίοι ονόμαζαν Λυδικό στοιχείο, ύφος, Ο ελεγειακός λόγος της μάνας-ποιήτριας στα «Λόγια σε νεκρό» είναι κεντρομόλος όλο το συναισθηματικό φορτίο με φανερή ενδοστρέφεια επιστρέφει προς τον αρχικό ποιητικό πυρήνα, δεν έχουμε περιθώρια για άλλες αναγωγές. Η σύνθεση είναι γραμμένη για έναν συγκεκριμένο και μόνο λόγο, και μόνον για αυτόν και αποκλειστικά γι αυτόν υφάνθηκε στον αργαλειό των προσωπικών της μητρικών εμπειριών, μνημών και καταστάσεων και για αυτόν πρέπει να διαβαστεί ακόμα και σήμερα. Αντίθετα στο έργο του Γιάννη Ρίτσου ο λόγος είναι φυγόκεντρος, ξεφεύγει από την αρχική του γενεσιουργό αφορμή έμπνευσης και γίνεται επαναστατικός «θρησκευτικός» παιάνας για τους όπου γης αδικοσκοτωμένους. Ο λόγος του Γιάννη Ρίτσου αυτονομείται από τον κεντρικό πυρήνα, από την δεδομένη πολιτική σκηνογραφία και ταξιδεύει μέσα στους αγωνιστικούς δρόμους της Ιστορίας ενδεδυμένος την ιδεολογική της εποχής του λαϊκή φορεσιά. Την εργατική τραγιάσκα του Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι. Στον Κωστή Παλαμά η αφορμή φαίνεται να γίνεται αισθητικό ζητούμενο, δημιουργία ενδοοικογενειακής υπόθεσης της τέχνης της Ποιήσεως. Κάτι που σου καλλιεργεί τις προϋποθέσεις να θαυμάσεις τον καλλιτέχνη, τον ποιητή εμπνευστή και να ονειροπολήσεις ποιητικά με το αποτέλεσμα που έχεις μπροστά σου και λησμονώντας να θρηνήσεις για το συμβάν που καθόρισε την γραφή του πατέρα-ποιητή. Ο Παλαμάς μαγεύει, ο Ρίτσος κοινωνιολογεί, η Ράλλη θρηνεί. Και οι τρείς όμως ανήκουν σ’ αυτήν την μεγάλη και πανάρχαιη παράδοση του Ελληνικού ελεγειακού λόγου που δεν έχει αρχή μήτε τέλος, ούτε φύλο, μήτε φυλή.

          Το μοιρολόι των νεκρών είναι μία αναγκαιότητα ζωής για αυτούς που μένουν πίσω, για να μην αποκοπεί η συνέχεια, κρυφής, νοερής «συνομιλίας» μεταξύ των ζωντανών και των κεκοιμημένων. Αυτή η μονοσήμαντη ελεγεία, είναι η λαϊκή νεκρώσιμη ακολουθία του εαυτού μας, αφού οι νεκροί αποτελούν μέρος όχι μόνο του κοινωνικού σώματος αλλά και της ίδιας της σωματικής μας ύπαρξης. Θάβουμε ένα μέρος της σωματικής μας ακεραιότητας, της σωματικής και ψυχικής μας μνήμης. Ο θάνατος ούτε ξεπερνιέται ούτε γίνεται αποδεκτός απλά τον υφιστάμεθα σύμφωνα με τις αρχαίες προεπιστημονικές λαϊκές παραδόσεις και αντιλήψεις ή το εξηγούμε επιστημονικά και πάμε παρακάτω. Μόνο που, ο πόνος και το πένθος συνεχίζεται.

          Ο ελεγχόμενος χειρισμός του γλωσσικού υλικού στο λογοτεχνικό αυτό ρέκβιεμ της Μαρίας Περικλή Ράλλη πολύ σοφά δεν αποκλείει τα λόγια στοιχεία, εμβόλιμες λόγιες παρεμβάσεις. Έστω και αν η σύνολη σύνθεση στηρίζεται στο Δημοτικό μας Τραγούδι που σίγουρα, υπερκαλύπτει τους έντεχνους στιχουργικούς κανόνες και τεχνική. Η μονολογική του δομή καταργεί και τις υφολογικές τεχνικές της σύνθεσης σε μία ενδεχόμενη εσωτερική της δομής του συζήτησης. Δεν έχουμε δηλαδή διαλογικά μέρη. Η χρονική ισορροπία «χάνεται» για να διασωθεί ο παρών πένθιμος λόγος της ανάγνωσης. Να ακουστεί η θρηνητική διάχυση, να φανούν οι ηχητικές ομοιότητες των εικόνων της συμφοράς. Η Μαρία Περικλή Ράλλη λιτανεύει τον μοναχογιό της και μόνο σε αυτό το γεγονός εστιάζει την φωνή της. Αντίθετα στα υψηλής συμβολιστικής εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής, ο λαϊκός θρήνος με αποκορύφωμα το «γλυκύ μου έαρ…» μοιρολογείται ο κάθε κοινός μας άγνωστος ή γνωστός μας νεκρός. Συστενάζει η Μάνα Φύση μαζί με τον Ποιητή. Ο μητρικός θρήνος είναι συγκεφαλαιωτικός της κοινής μας εμπειρίας που έχει ζυμωθεί στην κυτταρική μας μνήμη.

          Μια ανάλυση όμως της συλλογής και συσχέτισης της πιο αναλυτικά και διεξοδικά με άλλα μοιρολόγια θα μας ξεστράτιζε από αυτήν την Ομιλία της γενικής παρουσίασης του έργου της Ράλλη.

          Το 1974 δύο χρόνια πριν πεθάνει κυκλοφορεί την ποιητική της συλλογή «Ξεναγήσεις».

Την χρονιά αυτή στο μεταίχμιο του τέλους της δικτατορίας και της αποκατάστασης της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας η ποιήτρια Τούλα Βρεττάκου (έχει σχέση με την πόλη του Πειραιά) εκδίδει την «Απολογητική φωνή». Η ποιήτρια Αθηνά Παπαδάκη, την συλλογή «Αρχάγγελος από μπετόν». Η Νατάσα Κεσμέτη, το «Άχ, νάμουν ρημαγμένος καφενές…». Η Δήμητρα Χριστοδούλου, «Τα Άλογα του Μυροβλήτου» για να αναφέρω μερικές από τις γυναικείες ποιητικές συλλογές που εκδόθηκαν τη χρονιά αυτή τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης που συζητήθηκαν. Χρονική περίοδος που άνθησε ο αντρικός και γυναικείος ποιητικός λόγος και γραφή. Μια γυναικεία γραφή που σκιτσάριζε την δική της θεματογραφία, άνοιγε νέους δρόμους στην ελληνική ποίηση, σπούδαζε τα νέα ποιητικά ρεύματα, χάρασσε το δικό της χειραφετημένο ύφος. Οι συνθήκες άλλαζαν ραγδαία το ίδιο και οι δρόμοι της Ποίησης. Τα αντρικά ποιητικά κάστρα άρχισαν να «πέφτουν» και να ανυψώνονται νέα. Στους σύγχρονους καιρούς ο γυναικείος ποιητικός λόγος συναγωνίζονταν τον αντρικό. Έμφυλες σπουδές γεννιόνταν και για τα δύο φύλα!!!

    Η συλλογή «Ξεναγήσεις» ο τίτλος της αμυδρά δηλώνει πως η συλλογή με τα 36 άτιτλα ποιήματα που περιλαμβάνει είναι μία «εξαγγελία» προς το δικό της εσχατολογικό τέλος. Πώς η πειραιώτισσα ποιήτρια μία από τις βασικές εκπροσώπους της Ουσιαστικής ποίησης, ρεύματος στην Ελλάδα μας δείχνει τα μονοπάτια του τελευταίου της ταξιδιού και προσκαλεί τον αναγνώστη να την ακολουθήσει και να συμβαδίσει μαζί της.

          Αν με τόσο πειστικό και αποκαλυπτικό τρόπο μας αποκάλυψε τη μυστική διδαχή των λόγων της στη συλλογή της «Λόγια σε νεκρό» στην έσχατη αυτή ποιητική της παρουσία, μία κατάθεση με την οποία κλείνει ουσιαστικά τον κύκλο της, στην τελευταία της αυτή μαρτυρία ο ποιητικός της λόγος θα λέγαμε «εν εαυτώ» μας δείχνει το ασφαλές κριτήριο της φιλοσοφικής της κοσμοθεωρίας.

          Η οικονομία του λόγου και η σαφήνεια της έκφρασης επικρατούν και ξεχωρίζουν καθώς υποχωρεί ο λεκτικός πλούτος, η ποικιλία των λέξεων.

Γράφει:

«Αυτό το λίγο αποζητώ

φεύγοντας,

αυτό που είναι το μόνο πολύ».

          Τρείς στίχοι που μπορεί να εκληφθούν και ως απόσταγμα εμπειριών βίου- απόφθεγμα- τώρα που σώνεται η άμμος από την κλεψύδρα του προσωπικού της χρόνου.

Η γλώσσα αποκαθιστά την εσωτερική ενότητα του ποιητικού υποκειμένου με την καθολική πραγματικότητα και αποδοχή του Κόσμου. Μια ενότητα πάντοτε εύθραυστη, θρυμματισμένη, διαβρωμένη από τους συνεχείς επαναλαμβανόμενους εξωτερικούς θανάτους και τις δραστικές ατυχίες της ζωής. Στην ανάγνωση της συλλογής ξεχωρίζουμε έναν θα σημειώναμε «συναισθηματικό αφαιρετισμό», έναν κοπασμό της αντιμαχίας της με το περιβάλλον και μία παραβίωση του τέλους μέσα από το διαλεκτικό ζεύγος Αγάπη- Θάνατος. Πάνω σε αυτό το σκηνικό σπονδυλώνονται τα άτιτλα αυτά ποιήματα. Χωρίς κραδασμούς, χωρίς ψυχικές αναταράξεις αλλά με βλέμμα νηφάλιο, στωικό, γλυκιάς και ήρεμης εγκαρτέρησης.

Γράφει:

«Φωτεινά περάσματα των καιρών με τι σκοτάδι σας προσπέρασα».

Να το καταστάλαγμα της φωνής της, το επιστέγασμα των προσπαθειών της, τώρα που το δικό της Φως σιγοσβήνει.

          Όλα πλέον φαντάζουν, είναι λαμπρά σπαράγματα παλαιών εμπειριών που ξαναγυρίζουν στην μνήμη της όχι σαν μία παρελθοντολογία αλλά ως αναγκαία απαραίτητη αίσθηση των κύκλων της ζωής που όφειλε να διαβεί.

Γράφει:

«Φώς της παιδικής μου μνήμης

Απέραντη ανατολή του ανθρώπου

Χλόη χρυσή του κόσμου κρύψε με στην ευρύχωρή σου Αυλή».

          Ένα φώς Σοφόκλειας αποτίμησης της ζωής καθώς οι βακτηρίες των εμπειριών έχουν τσακιστεί και ο τυφλός γέροντας επιστρέφει στα πατρώα εδάφη.

Τώρα πια αγκαλιάζει τον αναμενόμενο θάνατό της σαν ένα ακόμα αναμενόμενο επεισόδιο της ζωής της, σαν μία ενσάρκωση της αιωνιότητας του ανθρώπου αλλά και της ίδιας της φύσης. Είναι τα κοινά αμπελώματα του μεθυσιού της ζωής με τον θάνατο. Το κοινό κλάδεμα.

Γράφει:

«Κι’ είναι οι κινήσεις της

Χειρονομίες τρομαγμένου παιδιού

Πού τυφλωμένο από φόβο

Σε σκάλα σκοτεινή επιχειρεί μιάν έξοδο

κι όλο σκοντάφτει,

κι’ όλο χτυπάει

σε χαμηλοτάβανο τοίχο

γυρεύοντας την πόρτα

που δεν θα βρει.».

          Και αυτήν την ταραγμένη παιδική ψυχή από τον Πειραιά προσπάθησα στην Ομιλία μου να αφουγκραστώ και να ερμηνεύσω απόψε μαζί σας. Να νιώσω την τυφλωμένη από φόβο καρδιά όλων μας.

          Στην προσπάθειά μας για αυτοενδοσκόπηση και ανεύρεση της όποια ταυτότητάς μας μέσα από το πρόσκαιρο μονοπάτι της Τέχνης της Ποιήσεως στο δρόμο προς την αθανασία μας, συγνώμη προς τον κοινό μας Θάνατο ήθελα να πω.

          Τέλος δεύτερου Μέρους

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Ιούλιος- Αύγουστος 2025