Πέμπτη 7 Αυγούστου 2025

Η Ποίηση της Μαρίας Περικλή Ράλλη

 

Η Ποίηση της Μαρίας Περικλή Ράλλη

     Μέρος Β

 

          Μεταφέρω στο δεύτερο αυτό σημείωμα, το δεύτερο μέρος του μικρού βιβλίου που είχαμε κυκλοφορήσει Εκτός Εμπορίου για την Πειραιώτισσα ποιήτρια και πεζογράφο Μαρία Περικλή Ράλλη. Αντιγράφουμε τα απαραίτητα διευκρινιστικά της έκδοσης (της προηγούμενης ανάρτησης) και ξεχωριστά μιλάμε για την Ποίησή της. Συμπληρώνοντας την Βιβλιογραφία της με νέα στοιχεία και πληροφορίες που προέκυψαν και είχαμε υπόψη μας μετά την έκδοση του βιβλίου, ταυτόχρονα προσθέτοντας λίγες ακόμα σημερινές σκέψεις μας και εικόνες της σημερινής ιστορικής πραγματικότητας θέλοντας να επικαιροποιήσουμε κάπως τον λόγο που ακούστηκε πριν είκοσι χρόνια.  

ΜΑΡΙΑ  ΠΕΡΙΚΛΗ  ΡΑΛΛΗ

του ΓΙΩΡΓΟΥ Χ. ΜΠΑΛΟΥΡΔΟΥ, ΠΕΙΡΑΙΑΣ 2006, σελίδες 58 διαστάσεις 14Χ21 ΕΚΤΟΣ  ΕΜΠΟΡΙΟΥ

          Το μικρό αυτό βιβλιαράκι που κυκλοφόρησε στον Πειραιά ΕΚΤΟΣ ΕΜΠΟΡΙΟΥ, είναι συμπληρωμένο κείμενο και Βιβλιογραφικά τεκμηριωμένο Ομιλίας που δόθηκε στον Πειραιά στην Αίθουσα του Πειραϊκού Συνδέσμου Πειραιώς στις 29 Μαϊου 2006. Η σελιδοποίησή του και η ψηφιακή εκτυπωτική του βιβλιοδεσία έγινε από την Λύχνο ΕΠΕ στην Αθήνα. Η έκδοση κατατέθηκε στην Ελληνική Βιβλιοθήκη, τα έξοδα ήταν του ομιλητή και μοιράστηκε δωρεάν σε αρκετά άτομα εντός και εκτός Πειραϊκού χώρου. Η έκδοση αφιερώθηκε από τον γράφοντα σε τρείς Ελληνίδες Μητέρες που είχαν χάσει εκείνο το χρονικό διάστημα το παιδί τους. Επιλέχθηκε η περίπτωση της Πειραιώτισσας ποιήτριας, πεζογράφου και ταξιδογράφου Μαρίας Περικλή Ράλλη γνωστής και καταξιωμένης, τιμημένης-στην εποχή της- συγγραφέως της οποίας το οικογενειακό δέντρο, η καταγωγή, είχε άμεση και στενή σχέση με την πόλη του Πειραιά, καθώς μέλη της οικογένειας Κωνσταντοπούλου υπήρξαν διακεκριμένοι καλλιτέχνες, ευεργέτες οικονομικοί παράγοντες της Πόλης. Τότε υπεύθυνοι υπάλληλοι της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Πειραιά έδωσαν την δυνατότητα στον ομιλητή- γράφοντα Πειραιώτη, να διαβάσει τα Πεζά και τα Ταξιδιωτικά της Μαρίας Περικλή Ράλλη που δεν είχε στην διάθεσή του και δεν είχε συναντήσει στο εμπόριο. Επέλεξε να μιλήσει όχι τόσο για τον πεζό ή ταξιδιωτικό λόγο της Πειραιώτισσας πεζογράφου αλλά για την ποιητική της συλλογή «Λόγια σε νεκρό». Η ποιητική της αυτή συλλογή που επιλέξαμε προς παρουσίαση είχε άμεση σχέση με τις περιπτώσεις των τριών χαροκαμένων Μανάδων του Πειραιά, μια και είχε σαν θέμα της την απώλεια του παιδιού (μοναχοπαίδι) της Μαρίας Περικλή Ράλλη. Η συλλογή «Λόγια σε νεκρό» είχε κυκλοφορήσει εκ νέου Εκτός Εμπορίου, από τον παλαιό εκδοτικό οίκο «Οι Εκδόσεις των Φίλων» του συγγραφέα και εκδότη Κώστα Τσιρόπουλου σε μία προσεγμένη επανέκδοση. Με συγκινητική προθυμία και ενθάρρυνση ο κυρός συγγραφέας Κώστας Τσιρόπουλος μας προμήθευσε την συλλογή. Η οφειλόμενη αυτή εκ των υστέρων μνεία σε πρόσωπα και του βίου σκοτεινές καταστάσεις και ατομικά πένθη γίνεται για να δειχθεί ότι ένα «καλλιτεχνικό» γεγονός που κάνει την εμφάνισή του σε τόπο και χρόνο, μπορεί να σταθεί αφορμή, να γίνει εφαλτήριο, η αφορμή εκδήλωσης μιας συγγραφικής κατάθεσης- απάντησης, προερχόμενη από τυχαίους, αστάθμητους και ανεξέλεγκτους του ατομικού μας βίου κοινωνικούς και άλλους παράγοντες. Μία παράξενη συγκυρία έφερε τον γράφοντα σε μία δυσκολότερη οικονομική και οικογενειακή κατάσταση μια που εκείνη την χρονική περίοδο 2003 έως 2008 είχε κατάκοιτη από επαναλαμβανόμενα εγκεφαλικά την δική του Μητέρα. Οι αντοχές όμως του Ανθρώπου όπως δείχνουν οι δείχτες ζωής και ελπιδοφορίας στην διάρκεια της Ιστορίας είναι μεγάλες και ανθεκτικές όσο μας το επιτρέπουν οι αινιγματικές και σκοτεινές δυνάμεις της Μοίρας. Η Ομιλία πραγματοποιήθηκε, κυκλοφόρησε σε μικρό Εκτός Εμπορίου βιβλιαράκι και το ατομικό πένθος της κάθε Πειραιώτικης Οικογένειας έγινε Γραφή. Ένα είδος «Νεκρώσιμου» αποχαιρετισμού της Πόλεως Πειραιώς.

          Στην σειρά των Πειραϊκών σημειωμάτων μας στα Λ.Π. εν έτη 2025, προσπαθώντας να εδραιώσουμε στην συλλογική λογοτεχνική συνείδηση της πατρίδας μας την Λογοτεχνική Πειραϊκή Σχολή και Παράδοση αντιγράφουμε το τότε βιβλίο. Για την λογοτεχνική περίπτωση της Μαρίας Περικλή Ράλλη έχουμε και παλαιότερα δημοσιεύσει κείμενα τρίτων που την γνώρισαν και την έζησαν από κοντά, συνεργάστηκαν μαζί της, δημοσίευσαν κείμενά της σε έντυπά τους. Να συμπληρώσουμε ότι δεν μείναμε όταν κάναμε την έρευνά μας μόνο στο υπάρχον εκδοτικό υλικό που είχαμε μπροστά μας αλλά απευθυνθήκαμε και σε συγγραφείς που την γνώριζαν και πήραμε πληροφορίες, τόσο για την ίδια και στο πως διαχειρίστηκε το μητρικό της πένθος αλλά και στην γνωριμία τους με τον γιο της μέχρι την στιγμή της αυτοκτονίας του. Δεν χρειάζεται να τονίσω ότι απέφυγα να διανθίσω την Ομιλία μου με τα ντεσού που μου εξιστόρησαν άλλοι που γνώριζαν πρόσωπα και πράγματα, καταστάσεις, προτίμησα σεβόμενος τις ζωές Όλων να συμπληρώσω με Βιβλιογραφικές και Αρθρογραφικές πληροφορίες την Εκτός Εμπορίου αυτή Έκδοση.

Αν δεν λαθεύω στις σημερινές μου αναγνώσεις το όνομα της πεζογράφου Πειραιώτισσας Μαρίας Περικλή Ράλλη δεν μνημονεύεται συχνά εντός και εκτός των πνευματικών Μακρών Τειχών του πρώτου λιμανιού, αν και αποτελεί έναν από τους πνευματικούς κρίκους της Πειραϊκής Λογοτεχνικής Σχολής και Παράδοσης. Είθε η αντιγραφή και ανάρτηση να σταθεί αφορμή να ασχοληθούν οι νεότερες γενιές συγγραφέων και αναγνωστών Πειραιωτών (και μη) με το έργο και την προσφορά της.

Το Βιβλίο χωρίζεται σε:

Ευχαριστίες, 3//-Αφιέρωση, 5-6// -Η Γυναικεία Γραφή, 7-11// - Ο Γυναικείος ποιητικός περίγυρος, 13-16// - Ο Οικογενειακός περίγυρος, 17-18// - Χρονολόγιο Μαρίας Περικλή Ράλλη, 19-21// - Ο Εργογραφικό της κύκλος, 23-24// -Η Πεζογράφος, 25-32.// - Η Ποιήτρια, 33-51// -Ενδεικτική Βιβλιογραφία, 53-57

          ΜΕΡΟΣ  Β.

Η  Π Ο Ι Η Τ Ρ Ι Α

          Ο Ποιητικός λόγος, από τους αρχαίους Έλληνες Λυρικούς Ποιητές και Ποιήτριες μέχρι τον 20ο αιώνα- εποχή των μεγάλων και σημαντικών αλλαγών, πολιτικών ανατροπών και κοινωνικών συγκρούσεων, ιδεολογικών ρήξεων και διαψεύσεων, επιστημονικών ανακαλύψεων και τεχνολογικών επιτευγμάτων- τουλάχιστον στον Δυτικό Κόσμο τον περισσότερο ανεπτυγμένο από όσο γνωρίζω, ήταν προσηλωμένος και στοχοθετημένος σ’ ένα αριστοτελικό εκπαιδευτικό μοντέλο μίμησης και διάδοσης της αρχαίας κλασικής παράδοσης. Το αξιακό σύστημα εκπαίδευσης και αγωγής όπως αυτό χαρτογραφήθηκε στα «ιερά» κείμενα του μεγάλου Σταγειρίτη, ενός από τους πυλώνες των κλασικών γραμμάτων. Ο λόγος του μαθητή του θείου Πλάτωνα (του πλέον μη μεταφυσικού μαθητή του) ήταν ο δρόμος της λογικής, της επιστημονικής τεκμηρίωσης, της πειραματικής επαλήθευσης, της σχολαστικής έρευνας. Της ανάπτυξης της ανθρώπινης περιέργειας στα όριά της, του «θεωρείν» και «ατενίζειν» την Φύση, τον Κόσμο, το Συμπαντικό χάος, το Γαλαξιακό στερέωμα, το στίγμα του Ανθρώπου μέσα σε αυτό το ακατανόητο και απροσδιόριστο αστρικό νεφέλωμα που τον περικυκλώνει τις αρχαίες αυτές περιόδους της Ανθρωπότητας. Ήταν ο άμυθος λόγος της ύπαρξης, ο ερμηνευτικός λόγος της Λογικής, η ανάπτυξη της σκέψης των επιχειρημάτων βασισμένη σε μαθηματικούς συλλογισμούς και συμπερασματικές υποθέσεις, αξιώματα, χωρίς μεταφυσικά ψιμύθια και αναφορές προερχόμενες από Θεούς και άλλες πέρα της ανθρώπινης λογικής υπεράνθρωπες σκοτεινές δυνάμεις. Ο εξηγητικός μηχανισμός της ανθρώπινης σκέψης, πρόσληψης της Ζωής και του Θανάτου στους επαναλαμβανόμενους κύκλους των εποχών μέσα στην συνεχή ροή του Χρόνου. Ο Κόσμος είναι αιώνιος, αυτοκίνητος και αυτορυθμιζόμενος, αυτάρκης, αυτοτελής και αυτοδημιούργητος εμπεριέχοντας τόσο τα διάφορα φαινόμενα και φανερώματα της Ζωής όσο και το αμετάκλητο και τελεσίδικο γεγονός του Θανάτου. Καμία ανθρώπινη δοξασία μέχρι σήμερα δεν μπορεί να ανατρέψει αυτήν την γραμμική σειρά εξήγησης και εκούσιας ή ακούσιας αποδοχής. Από την άλλη, οι αρχαίοι Μυθοποιοί Ποιητές-Φιλόσοφοι έδιναν την δική τους εξήγηση για το τι είναι Ζωή και τι Θάνατος, τι Κόσμος, ήταν ο λόγος της καρδιάς και των ανθρώπινων αισθημάτων και συναισθημάτων, των εμπειριών φόβου του βίου μέσω των πέντε αισθήσεων. Δεν αναφερόμαστε στους Ίωνες, υλιστές Μικρασιάτες Έλληνες Φιλοσόφους. Ο Μυθικός λόγος των Ποιητών της αρχαιότητας οικοδομούσε για αιώνες την άλλη σχέση του Ανθρώπου με την Φύση, την μη Επιστημονική, αυτήν που δεν οικοδομείται στην ανθρώπινη (πεπερασμένη) Λογική. Ο Μυθολογικός προφορικός λόγος των Ποιητών και η Γραφή τους, διαμόρφωναν την Συμβολιστική των φαινομένων που καθόριζαν την συνείδηση του Ανθρώπου ως ερμηνευτική τελεολογία. Το αξιακό σύστημα του κοινωνικού συνόλου και το ηθικό μοντέλο θεωριών περί του τι είναι Ζωή, τι Θάνατος, στηρίζονταν στα λεγόμενα «σωστικά» ελπιδοφόρα ψεύδη της Γραφής, προφορικής ή γραπτής των Μυθοπλαστών Ποιητών. Αυτά που περικλείουν μέσα τους λόγια και ρήσεις Θεών, παραδείγματα ημίθεων ηρώων, πράξεις και κλέη ανθρώπινης αρετής και ανδρείας προερχόμενα άνωθεν. Οι Ποιητές προσπάθησαν να ορίσουν την γενικόλογη και αφηρημένη έννοια της λέξης Θεός, όπως και της λέξης Ψυχή μέσω της Τέχνης τους. Οκτώ γράμματα απροσδιόριστων δυνατοτήτων ζωής και δυναμικής επιλογών στις μεταξύ σχέσης των ανθρώπων, στα  συνειδησιακά τους βαδίσματα μέσα στην θνητότητα της καθημερινότητάς τους μέσα στον ιστορικό χρόνο και τους εξελικτικούς «σπειροειδείς» κύκλους του. Κάθε Ποιητής έδωσε την δική του μυθολογική εξήγηση. Ό,τι ευαγγελίστηκε στις ατομικές του φαντασιακές περιπλανήσεις και ονειροπολήσεις αποτραβηγμένος μέσα σε σπήλαια, σε ερήμους ή πάνω στο θεατρικό σανίδι. Όμως σαν άνθρωποι της Ιστορίας γνωρίζουμε πλέον τελεσίδικα, ότι τόσο η λέξη Θεός όσο και η λέξη Ψυχή εμπεριέχουν στα ερμηνευτικά τους ριζώματα τόση μυθική αοριστία όση μεταφέρει στην γραφή του ο μεθυσμένος από τους οίστρους των συλλήψεών του Ποιητής. Αυτός που κομίζει προφητικά τα της Ζωής και του Θανάτου Ονόματα στην εκδοχικότητά τους μέσα στην Ιστορία. Στις περιπτώσεις φυσικά εκείνες που κάποιος δεν ακολουθεί ή δεν ασπάζεται τις εθνικές, των κρατών θρησκευτικές παραδόσεις και εκκλησιαστικές αποκαλύψεις.

          Αν είναι ορθή η παρομοίωση, ο ποιητικός λόγος είναι το μυθικό νεφέλωμα, ο θόλος της πλατυτέρας Τέχνης του ανθρώπου που αντανακλά τις αξιακές προτάσεις της Ζωής του Δήμου, της θυσιαστικής σύναξη της Πνύκας όπως όφειλε να είναι τα πράγματα στο διαρκές μεταβαλλόμενο παιχνίδι του Κόσμου μέσα στην Ιστορία. Είναι η συλλογική μνήμη της κοινότητας ως δημόσιας προσφοράς στην Πόλη. Την Πόλη-Σήμα όλων μας.

          Η ποιητική γλώσσα στον ευρύτερο ορίζοντα των νοηματικών της σηματοδοτήσεων και σημασιολογικών της αποκαλύψεων ήταν και είναι πάντα εστιασμένη στην απεικόνιση της ζωής με τα όποια μεγάλα ή μικρά μυστικά της ως αίνιγμα, ως μυστήριο, ως δέον γενέσθαι. Ως κλασματικό μέρος του χρόνου κατανόησης του φαινομένου του θανάτου που είναι ο τελικός παρανομαστής σε ότι εμφανίστηκε πάνω στη Γη και υπήρξε στο Σύμπαν μέχρι σήμερα. Η Γλώσσα με την Γραμματική των ερμηνευτικών της συμβόλων, σημάτων των λέξεων και εικόνων που χρησιμοποιεί είναι πανταχού παρούσα και ουδέποτε απούσα. Αυτή μας αποκωδικοποιεί τα πριν, τα τωρινά και τα μετά. Υπερβαίνει και εμπεριέχει το φαινόμενο της Ζωής ως χρονικό και τοπικό στίγμα μέσα στην Ιστορία και φυσικά τον θάνατό της, την απώλειά της. Η Γλώσσα λειτουργεί και οργανώνει τον Κόσμο ως ανεξάρτητη και αυτόνομη λειτουργική μονάδα. Έχει την δική της αυτοτελή διαχειριστική οργάνωση, ανεξάρτητα κατά την γνώμη μας αν βρίσκεται μέσα σε ένα συμβατικό πεδίο ορθογραφικής της τελειότητας και ακριβολογίας ή όχι. Η Γλώσσα είτε ορθή είτε «στραμπουλιγμένη» είναι Γλώσσα. Η γλώσσα της Ποίησης με ευκολία και συνέπεια χωρίς ίχνος υποψίας αμφισβήτησής της, αναπαριστούσε λεπτομερειακά την άμεση σχέση του ποιητικού υποκειμένου με αυτήν την ίδια την γλώσσα σε έναν ορισμένο χρονικό κύκλο περιπέτειας κάτω από διαφορετικές φυσικά πολιτισμικές συνθήκες και εθνικές, μεταφυσικές θεωρήσεις και καταστάσεις. Οι δηλώσεις της ήσαν αναγνωρίσιμες. Υπηρετούσε την ιστορική πραγματικότητα ατόμων ή συνόλου χωρίς διάθεση διάψευσης της αυτονομίας της από τον ακροατή ή αναγνώστη. Ο ομφάλιος λώρος δεν είχε κοπεί ακόμα, ο ποιητικός Μύθος συμβάδιζε με την εξέλιξη της επιστημονικής εξήγησης μέσα στο κοινωνικό σώμα ως ενιαία πρόταση εκδοχή ζωής και θανάτου.

          Η δομή της ποιητικής γλώσσας,-όπως μας λένε οι ειδικοί- οι κανόνες της τεχνικής της, το αξιολογικό φορτίο των λέξεών της, η βαρύτητα του συστήματος δηλώσεών της και αναφορών της, η φιλοσοφία της οντολογία της, τα πεδία των προσμείξεών της, η αισθητική των αναζητήσεών της, ο εθνικός διδακτισμός της, η ρυθμολογία των λεκτικών σημείων της, το ξεδίπλωμα των νοημάτων της, το άπλωμα των εσωτερικών της μηνυμάτων των, η μετρική της, τα σημεία στίξεώς της ακόμα και οι παύσεις και αποσιωπήσεις των συλλαβών της, βρίσκονται σε άμεση αντιστοιχία με την εκάστοτε αρχηγεύουσα αγωγή, ιστορική παιδαγωγία της ιστορικής και πολιτικής πραγματικότητας, του άμεσου περιβάλλοντος και των συνθηκών του. Όπως προσλαμβάνει ο άνθρωπος μιάς εποχής την ζωή και τον θάνατο με το συγκεκριμένο πολιτισμικό φορτίο που διαθέτει το ίδιο και η Γλώσσα.

Το αληθεύειν του βίου ταυτίζονταν με την αλήθεια της ποιητικής τέχνης, σε όλα τα φανερώματα των ειδών και των μορφών, κατηγοριών των εκδηλώσεών της, πρωτίστως της Γλώσσας και των σημάτων των λέξεών της που την αρχιτεκτονούν. Η α-λήθεια δεν προέρχεται άνωθεν, δεν είναι μεταφυσικό αξίωμα αλλά είναι αποδοχή και επαλήθευση της θνητότητας της ύπαρξης μέσα στην Ιστορία και τους χρόνους της. Οι Θεοί είναι αθάνατοι πράγμα που σημαίνει ότι δεν έχουν αίσθηση της ανθρώπινης ιστορικότητας, της εφημερότητας των έμψυχων όντων, του Θανάτου ως τελειωτική κατάσταση, της απώλειας ως πόνου, θλίψης, πένθους που έχουν οι άνθρωποι. Την δυνατότητα όμως αυτήν τους την προσφέρουν οι Μυθοπλάστες Ποιητές, με τον προφορικό ή γραπτό τους λόγο, να γίνουν δηλαδή μέτοχοι του αποκαλυπτικού φαινομένου της Ζωής και του Θανάτου. Ο Μύθος εμπερικλείει την αθανασία που ονειρεύτηκαν οι άνθρωποι δίχως την βοήθεια των Θεών ή του Θεού ανάλογα τα πιστεύω του καθενός και κάθε μίας. Ό,τι φιλοδοξούν στην επιθυμία τους να καθυποτάξουν τις ζωές των ανθρώπων γίνεται μέσω της Γλώσσας και των σημάτων της. Η γλώσσα ερμηνεύει τι είναι ζωή και τι θάνατος, η γλώσσα ανασταίνει αυτό που η φύση θάβει. Η γλώσσα ελπιδοφορεί ή απαισιοδοξεί ανάλογα με την ένταση των λεκτικών της σημάτων. Ο Θεός- Γλώσσα Σημαίνει, δηλαδή μας εισαγάγει μέσα στην Ιστορία. Κερδίζουμε την αθανασία της θνητότητάς μας μέσω αυτής.

          Την σύμπλευση αυτή του ποιητικού λόγου με την ιστορική πραγματικότητα μας αποκαλύπτουν περίλαμπρα οι μεγάλοι οικουμενικοί ποιητικοί λαϊκοί ή έντεχνοι πολιτισμικοί μυθολογικοί κύκλοι της ανθρωπότητας. Τα μεγάλα και μικρά Έπη του Ανθρώπου. Οι φημισμένοι και ένδοξοι ποιητές από τον Όμηρο και έπειτα ήταν η καθαρτήρια φωνή του κοινωνικού σώματος στον δυτικό κόσμο, η συλλογική του συνείδηση. Εξέφραζαν την πραγματικότητα που τους παρείχαν οι αισθήσεις τους, ο κόσμος των ενστίκτων τους, το πανηγύρι των εμπειριών της γλώσσας τους.

          Οι Ποιητές έπαιζαν τον ρόλο των ποιητικών σχολιαστών της καθημερινότητας των κοινωνικών συμβάντων ζωής, θανάτου των εξελίξεων στον χρόνο. Ήσαν οι Porte Parole, όπως στους μεταγενέστερους αιώνες συνηθίζονταν να τους αποκαλούν. Οι Ποιητές ήσαν ή Παραμυθάδες ή Συμβολοευρέτες και ο λόγος τους προφητικός ή ηρωικός, θέσφατο. Εξασκούσε και μέχρι πριν μερικούς αιώνες εξασκούσε μία μαγεία στους ανθρώπους. Ήταν η άλλη πρόταση ζωής, πριν την κυριαρχία της εικόνας, και ειδικότερα, της κινηματογραφικής τέχνης.

    Ο ποιητικός λόγος στην αινιγματώδη μορφή του, με την σκοτεινή του αμφισημία στο εύρος και τις πτυχές των αποκαλύψεών του, την επικίνδυνη πολλαπλότητα της γλωσσικής του πραγματικότητας, την οντολογική του πολυσημία, την παραπαίουσα ορισμένες φορές συντακτική του δομή, την αυτοαναίρεση της ίδιας της δομής και κανόνων ύπαρξής του, την παραληρηματική αρκετές φορές υφολογική του διάρθρωση, την άτακτη σειρά των νοηματικών του συμφραζόμενων, την εκφραστική του παραδοξότητα, την πεζογραφική του ροπή, την αυτονομία του ακόμα και από το ποιητικό υποκείμενο που την παράγει, τις τελευταίες ιστορικά δύο εκατονταετίες, άρχισε να παρουσιάζεται και να εδραιώνεται στη συνείδηση των ανθρώπων ως αυτόνομη μονάδα, ιδιαίτερα από την περίοδο των αρχών του Μεσοπολέμου, η Κοινωνία και ο Καλλιτέχνης άρχισε να αποδέχεται και να ενστερνίζεται την άποψη ότι η Τέχνη δεν αντανακλά πλέον την ζωή αλλά αποτελεί ξεχωριστή δημιουργική παρουσία καθεαυτή. Αποκομμένη και αποξενωμένη από το κοινωνικό σώμα αλλά και το ίδιο το υποκείμενο που την δημιουργεί και την διαδίδει. Ο ποιητικός λόγος υπερβαίνοντας την παραχαραγμένη επαναστατικότητα της κοινωνικής πραγματικότητας, αυτονομούμενος γίνεται ο ίδιος μία άλλη πραγματική πραγματικότητα. Της Ποίησης που επιλέγει τους αναγνώστες της. Ο ποιητικός λόγος που μπορεί να συν- γραφτεί κλπ.

          Τα ενδοοικογενειακά αυτά προβλήματα της Τέχνης του ποιητικού λόγου δεν απασχόλησαν και απασχολούν μόνο τους ξένους δημιουργούς και ποιητές, και στον ελλαδικό χώρο υπήρξαν συγγραφείς ή ομάδες ποιητών που υιοθέτησαν τους καινούργιους ανατρεπτικούς τρόπους γραφής, επέλεξαν τις ρήξεις με τους θεσμούς της παλαιάς παράδοσης. Νέα ρεύματα εξιστόρησης των ανθρώπινων εμπειριών και καταστάσεων εμφανίστηκαν, εξιστόρησης μιάς ιστορίας ή εμπειρίας, ο μυθοποιός ποιητής θέτει το ερώτημα και ο αναγνώστης δίνει την απάντηση που του ταιριάζει. Η Ποίηση συνεχίζεται και πέρα από τις λευκές σελίδες των βιβλίων. Καινούργιοι ποιητικοί ψιθυρισμοί αμφισβήτησης ήρθαν σε ρήξη με τις κατεστημένες πνευματικές και ποιητικής αγωγής δυνάμεις του παρελθόντος. Οι απομαγευτικές αυτές δυνάμεις δεν αντιπροσώπευαν πια τον «αιώνα του κοινού ανθρώπου» όπως έγραφε ο Χένρυ Ουάλλας. Ή δεν ήθελαν, δεν τους ενδιέφερε, αναζήτησαν τρόπους να χαράξουν νέα ποιητικά μονοπάτια, νέες ερμηνείες περί ζωής και θανάτου.

     Οι νέες ιστορικές συνθήκες και πνευματικές διεργασίες δεν κυοφορούσαν πια ποιητές του στιλ ενός Παράσχου, ενός Σούτσου, ενός Ραγκαβή, ενός Βαλαωρίτη ή ακόμα ενός Κωστή Παλαμά για να αναφέρω ενδεικτικά, ορισμένα Εθνικά ποιητικά μας μεγέθη. Δεν μνημονεύω τον γενάρχη Διονύσιο Σολωμό γιατί το έργο του άλλοι μάλλον ιδεολογικοί παράμετροι το εδραίωσαν μέσα στην Εθνική συνείδηση του κοινωνικού σώματος ως Εθνικού των Ελλήνων Ποιητή, μην αγνοώντας ασφαλώς την ποιητική σημαντικότητα και αξία του ανολοκλήρωτου έργου του, επισκιάζοντας την περίπτωση του Κωστή Παλαμά. Δεν στέκομαι στην περίπτωση του Ορφικού Άγγελου Σικελιανού γιατί εκ των υστέρων γνωρίζουμε ότι η μεγάθυμη και μεγαλόστομη αρχαιοπληξία του και ποιητική του μεγαλοστομία δεν οδηγούσε παρά σε ποιητικό αδιέξοδο. Ο Έλλην Θεός Διόνυσος είχε προ αιώνων ενδυθεί τη βυζαντινή πορφυρά χριστιανική εσθήτα και φορέσει το προσωπείο του εσφαγμένου αρνίου. Ο Άγγελος Σικελιανός αν δεν λαθεύω μοιάζει με τον ομώνυμο ήρωα του έργου του Στράτη Μυριβήλη, «Βασίλης ο Αρβανίτης», χωρίς φυσικά να τολμώ και να θέλω να μειώσω τη σημαντικότητα του μεγαλόπνοου οραματικού σχεδιασμού του. Ενός οραματισμού μετέωρου στις συνειδήσεις των Νεοελλήνων και ακατανόητου. Ο Διονυσιακός Εθνικός των Ελλήνων Οίνος είχε αλλοιωθεί από τον Χριστιανικό της Θείας Μετάληψης. Και καθαρά υποκειμενικά μιλώντας θα σημείωνα ότι ο ρόλος του Βίκτωρος Ουγκώ που έπαιξε στις συνειδήσεις των Γάλλων ή του Ουώλτ Ουίτμαν στις συνειδήσεις των Αμερικανών, σαν Εθνικού Ποιητής της Ελλάδας θα ταίριαζε στον ποιητή και δάσκαλο Κωστή Παλαμά. Ο Κωστής Παλαμάς ήταν η φωνή που αποκαθηλώθηκε νωρίς, τον «ήθελαν» μόνο (;) ως δάσκαλο του γένους  για τις εθνικές επετείους και σχολικές εορτές, δίχως τα σύμβολα- σκήπτρα της πνευματικής μεγαλοφυΐας του. Την υπογραφή του ονόματός του ως διαβατήριο συγγραφικής αναγνώρισης. Οι Πρόλογοί του στα βιβλία τρίτων ήσαν το εισιτήριο αποδοχής της εποχής του. Η παμπόνηρη ποιητική αλεπού της Αλεξάνδρειας με ηδονή δούλευε «υπόγεια» για την δική του υστεροφημία. Τα βιβλία και οι μελέτες που έχουν γραφεί και δημοσιευθεί για τον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη ξεπερνούν και την βιβλιογραφία σύνολης της αρχαίας ελληνικής γραμματείας αν δεν κάνω λάθος ή τουλάχιστον την πλησιάζουν. Η ποίηση του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη έγινε το «υπερωκεάνιο» με το οποίο ταξίδεψαν και εξακολουθούν να ταξιδεύουν διαφόρων κατηγοριών και φιλοσοφίας άτομα, ερωτικών επιλογών υπάρξεις, μοντερνιστές και μη, εμβολίζοντας στο ταξίδι του κάθε άλλο ποιητικό ελληνικό πλεούμενο. Και ίσως, έλληνες μουσικοσυνθέτες του διαμετρήματος ενός Μάνου Χατζιδάκι, ενός Μίκη Θεοδωράκη, ενός Σταύρου Ξαρχάκου, ενός Γιάννη Σπανού και άλλων, έδωσε μεγαλύτερη και εντονότερη ώθηση αναγνώρισης και αποδοχής του ελληνικού ποιητικού λόγου του Γιώργου Σεφέρη, του Οδυσσέα Ελύτη, του Νίκου Γκάτσου, της Μυρτιώτισσας του Ντίνου Χριστιανόπουλου, του Μανόλη Αναγνωστάκη, του Γιάννη Ρίτσου και άλλων μεγάλων μας μεγεθών ποιητών. Ο παλαιός μύθος έγινε Τραγούδι και το Τραγούδι δύναμη και αντοχή ψυχής των ανθρώπων στην ενθάδε πεπερασμένη χθόνια παρουσία του.

          Στο ποιητικό στερέωμα την εποχή που εμφανίζεται η ποιήτρια και πεζογράφος Μαρία Περικλή Ράλλη, το 1932 πρυτανεύει στον γυναικείο λόγο μια ποιητική αναιμία, μία φλύαρη αισθηματολογία, μια κουραστική ομοιομορφία των στιχουργικών μορφών, μια έλλειψη δημιουργικής φαντασίας στα έργα των περισσότερων γυναικών δημιουργών. Μια ρυθμική αφλογία και μία δακρύβρεχτης υφής περίτεχνη στιχογραφία υιοθετείται με μεγάλη ευκολία στα διάφορα Λευκώματα ή έντυπα που δημοσιεύουν ποιήματα και κείμενα γυναικών δημιουργών. Η όποια γυναικεία ποιητική πνοή των διαφόρων θηλυκών δημιουργών με ελάχιστες εξαιρέσεις, εκφυλίζεται μέσα σ’ έναν ομιχλώδη ιδανισμό, μιά λεπτοκεντημένη λεκτική ωραιολογία, μια εκφραστική ωραιοπάθεια. Οι γυναίκες ποιήτριες δημιουργούσαν όχι όπως εκείνες πραγματικά ίσως να ήθελαν ή να επιχειρούσαν να μπορέσουν αλλά, όπως ο ανδρικός πνευματικός πληθυσμός είχε επενδύσει πάνω τους. Τους είχε στεγανοποιήσει το χώρο της καλλιτεχνικής τους δράσης και δημιουργίας, τους είχε οργανώσει τα ενδιαφέροντα προσδιορίζοντάς τους επακριβώς τους κοινωνικούς ρόλους και θέση μέσα στο υπάρχον κοινωνικό πλαίσιο.

          Η φωνή τους ήταν εκμυστηρευτική παρά δηλωτική. Μια σιγαλόφωνη αισθηματολογία άκρως απογοητευτική. Και ίσως να είναι είναι-να ανάγεται- περισσότερο κοινωνιολογικής υφής παρά καλλιτεχνικής το ερώτημα γιατί μέχρι σήμερα στον Ελληνικό χώρο δεν έχουμε ένα Γυναικείο Έπος. Μια γραφή θηλυκή που θα συγκεφαλαιώνει την Εθνική ποιητική παράδοση από την πλευρά της ματιάς των γυναικών.  Οι ισχυρές γυναικείες φωνές της Ζωής Καρέλλη ή και γιατί όχι της Μελισσάνθης δεν μπορούν να αναιρέσουν το γενικό γυναικείο περίγυρο. Ούτε ακόμα και η αγωνιστική προσπάθεια της Ρίτας Μπούμη- Παππά που και εκείνη σκιάζεται κάτω από την σκιά συνήθως του Νίκου Παππά. Μόνο μεταγενέστερα η γενιά του 1970-το θηλυκό της ποιητικό ρεύμα-και ίσως λίγο νωρίτερα θα αρχίσει να διαμορφώνεται μια σταθερή γυναικεία συνείδηση και γραφή, κυρίαρχη και ουσιαστική με την δική της ποιητική αυτονομία, το δικό της ύφος, το συγκεκριμένο λεξιλόγιο, την ανεξαρτησία της από τα καθιερωμένα αντρικά πρότυπα. Μια φωνή που είναι καθαρά γυναικεία χωρίς αντρικούς χρωματισμούς και επιρροές. Και ασφαλώς ο δοκιμιακός και κριτικός λόγος των γυναικών κυριαρχεί και διαβάζεται ανετότερα και συχνότερα, μετά την μεταπολίτευση του 1974 η άνθησή του και η αποδοχή του είναι μεγάλη και σημαντική. Βλέπε ενδεικτικά ονόματα: Άλκης Θρύλος, Μάρη Θεοδοσοπούλου, Αγαθή Γεωργιάδου, Ελένη Χωρεάνθη, Ελένη Γκίκα, Δήμητρα Παυλάκου, Ανθούλα Δανιήλ, Ελισάβετ Κοτζιά, Μορφία Μάλλη, Αιμιλία Καραλή, Αγγέλα Καστρινάκη, Σόνια Ιλίνσκαγια, Ρούλα Κακλαμανάκη, Αλεξάνδρα Μπουφέα, Έλενα Χουζούρη και πολλές άλλες.  Δύσκολα όμως συναντάμε θηλυκό Παλαμά. Ένα άλλο θέμα που αξίζει να επισημάνουμε είναι ότι οι γυναίκες δημιουργοί συνηθέστερα αντιγράφουν ή μιμούνται τον αντρικό λόγο παρά τον γυναικείο.

          Συμπληρωματικά εν έτη 2025 θα συμπληρώναμε, ότι μεγάλο και σημαντικό εύρος στην σύγχρονη γυναικεία ποιητική παράδοση διαδραματίζουν οι γυναίκες ποιήτριες οι οποίες ασχολήθηκαν και με την μετάφραση με εξαιρετικά αποτελέσματα. Βλέπε ενδεικτικά Τζένη Μαστοράκη, Κατερίνα Αγγελάκη- Ρούκ, Νανά Ησαϊα, Μαρία Λαϊνά, Μαρία Κυρτζάκη, Ζωή Καρέλλη, όπως αντίστοιχα έχουμε και τις περιπτώσεις των ελληνίδων πεζογράφων όπως είναι η Σώτη Τριανταφύλλου, η Κατερίνα Σχινά, η Νατάσα Κεσμέτη, η Έλλη Αλεξίου, η Τατιάνα Γκρίτση Μιλλιέξ, η Έλλη Παππά, η Κλαίτη Σωτηριάδου, η Καίη Τσιτσέλη και άλλες. Η περίπτωση της σημαντικής ποιήτριας Κικής Δημουλά δεν αρκεί για να σηκώσει στους ώμους της χρόνων απαξίωσης της γυναικείας ποιητικής παρουσίας. Μέχρι τις προηγούμενες δεκαετίες που η Γυναικεία Γραφή αυτονομήθηκε και καλλιέργησε χειραφετημένη τον δικό της δρόμο.

          Η πρώτη που συστηματικά και κοινωνικά με το έργο της και την κοινωνική της παρουσία περισσότερο κατόρθωσε να υπονομεύσει την ερμηνευτική δυσπιστία όχι μόνο των γυναικών αλλά και των ανδρών για το πρόσωπο και την παρουσία της γυναίκας, ήταν η ηθοποιός, ποιήτρια και μεταφράστρια Μυρτιώτισσα, ψευδώνυμο της Θεώνης Δρακοπούλου.

          Η Μυρτιώτισσα είναι η πρώτη που ψηλάφησε συνειδητά τη γυναικεία ετερότητα και σχεδίασε έναν γυναικείο ερωτικό λόγο, μια ερωτική θηλυκού γένους τυπολογία, περιορισμένων και αυτοελέγξιμων φυσικά εκφραστικών μέσων και τεχνικών, αλλά αποστασιοποιημένων και δυναμικά απελευθερωμένων από την προβληματική των αντρικών ερωτικών παρατράγουδων.

          Την ίδια χρονιά η πρόωρα χαμένη ποιήτρια της Θεσσαλονίκης Ανθούλα Βαφοπούλου- Σταθοπούλου εκδίδει τις «Νύχτες Αγρύπνιας». Η Ανθούλα Βαφοπούλου είναι η πρώτη σύζυγος του ποιητή Γιώργου Βαφόπουλου. Σχετικά πρόσφατα η ποιήτρια και κριτικός Έλενα Χουζούρη έγραψε, επιμελήθηκε και κυκλοφόρησε δύο βιβλία της για την Θεσσαλονικιά ποιήτρια. (Το δεύτερο είναι συμπληρωμένη και επεξεργασμένη μελέτη του πρώτου). Η Λιλή Ιακωβίδη- Πατρικίου εκδίδει τις «Φωτεινές Ώρες». Η Λίλα Καρανικόλα- Καραχάλιου την συλλογή «Αγρύπνιες». Ενώ, δύο χρόνια νωρίτερα η ποιήτρια Μελισσάνθη κυκλοφορεί την συλλογή της «Φωνές Εντόμου».

          Η πρώτη ποιητική συλλογή της Πειραιώτισσας Μαρίας Περικλή Ράλλη «Γυναικεία Λόγια», Αθήνα 1932, δεν αποκόπτεται από τη γενική αυτή γυναικεία παράδοση. Πέρα από την άρτια καλλιέπεια του λόγου της και τον άψογο χειρισμό της γλωσσικής της έκφρασης και τα ίχνη που διακρίνουμε του ταραγμένου συναισθηματικού ψυχισμού της, η ποιητική της κατάθεση πορεύεται πάνω στις δεσπόζουσες ισχυρές ακόμα γραμμές της εποχής της, που όπως είναι φυσικό συμβαδίζουν και ακολουθούν μιά παραδοσιακή ποιητική τεχνική και προϋπάρχουσα θεματολογία και θεματογραφία.

Γράφει:

«Πάρε τη νίκη. Δε ζητώ παιάνες,

Εμπρός μου στάσου θείος πορθητής,

άντρας μαζί κατακτητής και λυτρωτής,

και του κορμιού μου χτυπά τις καμπάνες» σ.37

          Ο λυρισμός της είναι εντονότατος, ορμητικός, η φαντασία της πετάει μαζί με την δεκαπεντασύλλαβη τεχνική της φόρμα, η πνοή της είναι αισιόδοξη αν και διακρίνουμε δραματικούς τόνους που φρενάρουν τον αισιόδοξο λυρισμό της. Τα μοτίβα της συγκεκριμένα. Οι συναισθηματικές της αναφορές έχουν ενίοτε απαισιόδοξη διάθεση, θα λέγαμε ότι το φάντασμα του θανάτου κάνει δειλά την παρουσία του και αρχίζει να αφήνει το αργό και σταθερό στίγμα του. Η ερωτική της διάθεση φωτοδοτεί τη σύνολη παρουσία καθώς οι λέξεις αγωνίζονται να ερμηνεύσουν το ποιητικό νόημα. Τα θέματα της μοναξιάς, του χωρισμού, της εσωτερικής ερήμωσης, της πλησμονής, του αποχωρισμού κάνουν την εμφάνισή τους στον ποιητικό λόγο και προετοιμάζουν τη δυναμική τους παρουσία στις επόμενες συλλογές.

Γράφει:

«Ω μη γυρεύεις πλαίσιο

στη θλίψη πλέον εξαίσιο

άλλο από τη σιγή.

Ο αδάκρυτος ο πόνος

πήρε στα χέρια μόνος

ολόκληρη τη γη». σ.19

          Η συλλογή χωρίζεται σε δύο κύριες ενότητες. Η πρώτη αποτελείται από 27 άτιτλα, συνήθως τετράστιχα ποιήματα και η δεύτερη με το γενικό τίτλο «Σκίτσα» από 27 μικρά ή μεγαλόπνοα ή δίστιχα ομοιοκατάληκτα ποιήματα που εκτός από ένα, όλα έχουν τίτλο που υποδηλώνει το θεματικό διαπραγματευτικό υλικό της.

          Στην συλλογή αυτή, την πρωτόλεια, ξεχωρίζει και αναδεικνύεται η γυναικεία ταυτότητα σ’ όλο το εύρος των συναισθηματικών της διακυμάνσεων. Ενδεικτικό είναι το πρώτο ποίημα της δεύτερης ενότητας με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Γυναίκα». Υπάρχουν σημεία που διαπνέονται από έναν έντονο ερωτικό διονυσιασμό, ένα φουρτουνιασμένο γυναικείο ερωτικό πάθος που όμως δεν ολοκληρώνεται ή φέρνει μέσα του την πνοή της ματαιότητας, το σπέρμα της απαισιοδοξίας. Η ποιήτρια έχει επίγνωση ότι η ερωτική μέθεξη θα χαθεί γρήγορα μαζί με το αγαπόμενο πρόσωπο που την αντιπροσωπεύει. Ή πάλι, το ενδεχόμενο γεγονός του χωρισμού θα ανατρέψει την ανοδική του πορεία. Άλλες φορές ο λόγος της καταλήγει σ’ έναν «μαλακό» γυναικείο μηδενισμό που δεν καταστρέφει όμως τη συνολική ποιητική ατμόσφαιρα. Ανάμεσα από τις μορφικές χασμωδίες της σύνθεσης, πηγάζει ένας έντονος ηχητικός συνήθως λυρισμός καθώς οι εικόνες εναλλάσσονται με μελαγχολική ειλικρίνεια. Η ομοιοκαταληξία των στίχων εξυψώνει το συναισθηματικό συμβάν που επαναλαμβάνεται με τη δίνη των λέξεων. Ακούμε τα θραύσματα της γυναικείας φωνής καθώς με αγωνία επιδιώκουν να αυτοπαρουσιαστούν και να ολοκληρώσουν την παλλόμενη από ερωτικό ηδονισμό γυναικεία εικόνα. Ο ψυχολογικός χρόνος διαστέλλεται τόσο όσο χρειάζεται για να σχηματιστεί η γυναικεία συνειδησιακή τραγικότητα. Μέσα από αυτόν τον άσπιλο λεκτικό πλούτο, τη μαγευτική καλαισθησία του ύφους, το εξεζητημένο μάλλον συναισθηματικό τόνο, την φωταγωγημένη πλαστικότητα της γλώσσας, προβάλλει το παγερό και άπνοο πρόσωπο του θανάτου. Όπου μία μυστική συνομιλία έχει αρχίσει με την ποιήτρια η οποία θα συνεχιστεί και στις επόμενες συλλογές της.

          Ο κριτικός Κλέων Παράσχος στο περιοδικό «Νέα Εστία» τχ. 163/1-10-1933, σελ. 1069 μιλά με επιφύλαξη για το έργο.

          Το 1934 τη χρονιά που η αγωνίστρια ποιήτρια Σοφία Μαυροειδή- Παπαδάκη θα εκδώσει τις «Ώρες Αγάπης» και η ποιήτρια Όλγα Βατίδου την συλλογή της «Η ζωή στο τραγούδι», η Μαρία Περικλή Ράλλη θα κυκλοφορήσει από τον εκδοτικό οίκο «Κασταλία» τις «Εξομολογήσεις», σε 250 όπως αναφέρει αντίτυπα.

          Της συλλογής προπομπός είναι στίχος του επτανήσιου Ανδρέα Κάλβου με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει για την δική της ποιητική φωνή.

«Δεν με θαμβώνει πάθος

κανένα εγώ την λύραν

κτυπάω και ολόρθος στέκομαι

σιμά εις του μνήματός μου

τ’ ανοικτόν στόμα».

          Και αυτή η συλλογή χωρίζεται σε δύο ενότητες. Η πρώτη αποτελείται από 58 μεγάλης μορφής ποιήματα και η δεύτερη με τον ενδεικτικό τίτλο «Δίστιχα», από 14 δίστιχα εξαιρετικής υφής και ποιότητας, πυκνότατου νοηματικού ύφους μικρά πολύτιμα στιχουργικά πετραδάκια.

          Και η στην δεύτερη αυτή ποιητική της κατάθεση βρίσκεται κάτω από τον Παλαμικό αστερισμό. Όμως εδώ η θεματογραφία της εμπλουτίζεται, η ποιήτρια ανοίγει τα φτερά της σ’ νέους προβληματισμούς και μονοπάτια.  Ο λόγος της γίνεται πιο στοχαστικός, ξεδιπλώνεται με μεγαλύτερη άνεση αναζητώντας νέα κέντρα αναφοράς. Η ερωτική ατμόσφαιρα μπαίνει σε δεύτερη μοίρα χωρίς να μειώνεται η δυναμική της. Η οικονομία και η σαφήνεια της έκφρασής της υπογραμμίζουν το βαθύτερο περιεχόμενο των στοχαστικών της καταγραφών και εξομολογήσεων. Ο προσωπικός της προβληματισμός αρχίζει αργά και σταθερά να κατακάθεται μέσα στην ποιητική εμπειρία, στο μνημονικό ποιητικό υλικό ως ίζημα.

          Τα άψογης τεχνικής δίστιχά της που υποδηλώνουν την επιρροή της από τη Δημοτική μας λαϊκή ανώνυμη παράδοση μας φανερώνουν την λιτότητα της σκέψης της, την επιγραμματικότητα του ύφους της την υποδειγματική διαύγεια της λεκτικής της διατύπωσης.

          Τα νέα ποιητικά της μοτίβα αναπτύσσονται με την επιστράτευση ενός, και εδώ φορτισμένου συναισθηματικά λεξιλογίου. Λέξεις που πολύ εύστοχα και προνοητικά δεν αποκλείουν τα λόγια στοιχεία της γλώσσας, αλλά στηρίζονται κατά κύριο λόγο στη Δημοτική. Στην συλλογή αυτή παρά την Καλβική ρήση, έχουμε μάλλον μία «Σολωμική Εγκοσμίωση» των μεταφυσικών αξιών και ιδανικών που πρεσβεύει η πειραιώτισσα συγγραφέας. Έναν υπέρμετρο και ίσως υπερβολικό ιδεαλισμό που ορισμένες φορές καταστρέφει την κλασική αρμονία του στίχου. Οδηγώντας τους ποιητικούς τόνους σε μια ανεξέλεγκτη ρομαντική διάχυση. Οι δάνειες μορφές της λαϊκής παράδοσης σπονδυλώνουν ανετότερα τους ιδεαλιστικούς μετεωρισμούς της Ράλλη. Η εσωτερική ψυχική της αντινομία βρίσκει καλύτερα την αποτύπωσή της στην μικρής φόρμας στιχουργικής της τυπολογία. Ένας ισχνός αλλά όχι δυσδιάκριτος πατριωτικός τόνος ή ορθότερα Ελληνικός, ξεχωρίζει μέσα στο ποιητικό σώμα, ιδιαίτερα στα ποιήματα που φέρουν τον τίτλο «Πατρίδα» σελ. 18, σελ.53 κ.ά. Μια θαυμάσια ζωγραφική αποτύπωση του φυσιολατρικού στοιχείου που διαπνέει την συλλογή και ιδιαίτερα της θαλάσσιας ατμόσφαιρας διακρίνουμε έντονα στα ποιήματα. Όπως και μια τάση φυγής, μια επιθυμία για ταξίδι, για περιπλάνηση, για αναχώρηση χωρίς επιστροφή. Κάτι που συναντάμε σε είδη της κοσμοπολίτικης πεζογραφίας αρκετά έντονα.

          Η εκστατική ματιά της παρότι σταματά σε σημαντικές λεπτομέρειες του φυσικού κάλλους, της ομορφιάς του τοπίου, κυοφορεί μέσα της το σπέρμα της απαισιοδοξία. Η προσωπική της θλίψη τιθασεύει τον λυρικό της οίστρο και τα ρίγη των εντυπώσεών της συγκρατούνται από την αριστοκρατική της αγωγή. Στη συλλογή αυτή η αίσθηση της επαφής της με τον χώρο μετατρέπεται σε αισθητική αναφορά. Το φυσικό τοπίο γίνεται καλλιτεχνικός πίνακας. Μία υδατογραφία ή μία ακουαρέλα.

          Η θέρμη του λόγου της ιδιαίτερα εκεί που δεν έχει στιχουργικές ατέλειες είναι συγκλονιστική. Ένα από τα ποιήματα που ξεχωρίζουν είναι και το «Νανούρισμα σε αγέννητο παιδί». Ένα τρυφερότατο και αμεσότατα λαϊκό νανούρισμα που αν βγει από την συλλογή δύσκολα ξεχωρίζεις την έντεχνη τεχνική του. Λες και η Μοίρα την προετοίμαζε για αυτό που θα ακολουθήσει.

Γράφει:

«Τ’ αγέννητο τ’ αγόρι μου

απόψε θα κοιμήσω.

Άστρα μου γλυκοφέγγετε

το λύχνο μου να σβύσω.

Γιέ μου και κανακάρη μου

και σάρκα της σαρκός μου

του αγαπητού μου πρόπλασμα,

πνοή, ψυχοβλαστός μου.» σ.42

Ο πεζογράφος και ποιητής Παντελής Πρεβελάκης, από τους πιστότερους μαθητές του Νίκου Καζαντζάκη, στο περιοδικό «Νεοελληνικά Γράμματα» τχ.12/ 30-6-1935, σ.3, εύστοχα συσχετίζει τον ποιητικό λόγο της Μ. Π. Ράλλη με αυτόν των Δημοτικών μας Τραγουδιών.

Οφείλουμε να αναφέρουμε ότι και άλλες γυναίκες ποιήτριες σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό μπόλιασαν την ποιητική τους γραφή με δάνεια στοιχεία από το Δημοτικό λαϊκό τραγούδι. Όπως πχ. η ποιήτρια από τη Νάξο Διαλεχτή Ζευγώλη-Γλέζου, η Συριανή ποιήτρια και ανθολόγος Ρίτα Μπούμη-Παππά κ.ά.

          Το 1938 χρονιά που η πειραιώτισσα ποιήτρια και μεταφράστρια Ισιδώρα Ρόζενταλ- Καμαρινέα εκδίδει τη συλλογή της «Το Κάστρο», η Τίλλα Μπαλή την συλλογή της «Ήχοι και απόηχοι» και η Γιάννα Βέρα την «Άλλοτε και Αλλού» η Μ. Π. Ράλλη κυκλοφορεί τη συλλογή της «Στίχοι».

          Για τη νέα της ποιητική μαρτυρία έγραψαν εγκωμιαστικά λόγια οι: Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, εφημερίδα «Πρωϊα» 15/12/1938, ο Κλέων Παράσχος στο περιοδικό «Νέα Εστία» τχ. 289/1-1-1939, ο Μιχάλης Ροδάς στην εφημερίδα «Ελεύθερο Βήμα» 28/11/1938, ο Αιμίλιος Χουρμούζιος στην εφημερίδα «Καθημερινή» 22/11/1938 και άλλοι. Οι κρίσεις των κριτικών είναι επαινετικές και φανερώνουν την ποιητική εξέλιξη της πειραιώτισσας ποιήτριας και την στροφή της ποιητικής της γραφής.

          Οι «Στίχοι», όπως μαρτυρεί και ο γενικός τίτλος αποκαλύπτουν πλέον την αλλαγή της ποιητικής της φωνής. Εδώ,- στην συλλογή αυτή- δεν Εξομολογείται πια τα Γυναικεία της Λόγια. Η Μ.Π. Ράλλη είναι πια μια καθιερωμένη ποιήτρια, αποδεκτή από τους πνευματικούς κύκλους η οποία δοκιμάζει τις αντοχές της και μας προτείνει το νέο ποιητικό της λόγο και στιχουργική μαεστρία. Και σε αυτή της την ποιητική κατάθεση διακρίνουμε θα γράφαμε την ανάγκη της για «Πλατωνική ιδεοποίηση». Την νηφάλια μεν αλλά εξακολουθητική επιθυμία της, τάση για φυγή.

 Ο ποιητικός της λόγος επιδιώκει την αναπόληση μέσα από τρυφερές και συγκινητικές στιγμές γαλήνης και ηρεμίας. Ένας ήρεμος ρυθμικός παλμός διαπερνά τους στίχους της, μια σιγαλόφωνη ταραχή την φωνή της. Μιά αισθησιακή εγκράτεια υποφώσκει τώρα στα βαθύτερα στρώματα της ψυχής της, η καρδιά της πάλλεται σε άλλες μετρικές δονήσεις. Ο λόγος της εδώ δεν ενσωματώνει τόσο τα τραντάγματα των ψυχικών της διαταραχών όσο την επεξεργασμένη αίσθηση που αυτά αφήνουν πίσω τους. Μας προτείνει αν στέκει η έκφραση μια «εγκεφαλική» κάπως επεξεργασία του υπάρχοντος υλικού και της αντίστοιχης εικονοποιίας του ως ποιητικό μοτίβο και θεματογραφία. Σε ορισμένα σημεία η γραφή της αποκτά μια «μυστική» έξαρση που κάπως συσκοτίζει το νόημα του ποιήματος και ενδέχεται να αποτρέπει ευκρινώς την καθαρή ανασύνθεση των μνημονικών εικόνων. Στιγμών αλησμόνητων βιωματικών της χαράξεων που διολισθαίνουν ομαλά και αρμονικά μέσα στο ποίημα φωτίζοντάς το εκ των έσω. Και καθώς ο λόγος της παύει να είναι σ’ αυτήν τη συλλογή έντονα εξομολογητικός κόβονται και οι δεσμοί της με την έξω της ζωής πραγματικότητα. Η ποιήτρια έχει αρχίσει να ερωτοτροπεί με προβλήματα που αφορούν την Ποιητική Τέχνη και την λειτουργία της.

Γράφει:

«Σε κάτι φωνήεντα,

κυμάτων ήχους,

την έγνοια κλείδωσα ψυχής,

ύστερα κύτταξα για στίχους

κ’ είπα πως είναι ποιητής».

          Η ποιήτρια και ανθολόγος Αθηνά Ταρσούλη, στην εξαιρετική της μελέτη-ανθολογία για την γυναικεία ποίηση της εποχής της, σελ. 252 διακρίνει, και πολύ ορθά έτσι συμβαίνει επιδράσεις της από τον αυτόχειρα της Πρέβεζας «σατιρολόγο» Κώστα Καρυωτάκη, τον Αλεξανδρινό Κωνσταντίνο Π. Καβάφη, τον Ορφικό οραματιστή Άγγελο Σικελιανό. Και πραγματικά η Ράλλη συνομιλεί με αντρικές ποιητικές φωνές της εποχής της που σημάδεψαν και εξακολουθούν να σημαδεύουν την πορεία της ελληνικής ποίησης με τις καινοτόμες ποιητικές τους ρήξεις.

          Όμως, και σε αυτήν την συλλογή της συναντάμε μια μορφή στιχουργικής της προχειρότητας, σε ορισμένα σημεία των στίχων της η Ράλλη αρνείται να δώσει στην σύνολη εικόνα του ποιήματος μια ολοκληρωμένη μορφή αν δεν λαθεύω. Η Ράλλη αρνείται τις επιμέρους λεκτικές ολοκληρώσεις, την περισσότερη επιμέλεια των φράσεων ώστε το ποίημα να μας δώσει μία συνολική αίσθηση αρτιότητας με απόρροια μία επιμελημένη συγκίνηση. Προσωδιακά λάθη- που αποκλείεται να μην τα έβλεπε- μουσικές αρρυθμίες, -συνήθως προς το τέλος του στίχου, στο τελείωμά του- φωνητικές χασμωδίες, σκοτεινότητα ύφους συναντάμε στο ποιητικό σώμα προβλήματα που δεν αναιρούν ασφαλώς την σύνολη σύλληψη έστω και με αυτά τα «μπουκώματα». Έστω και αν απειλούν δραματικά τα προβλήματα αυτά τη «στερεομετρική» συγκρότηση και ισορροπία του ποιήματος. Από εδώ και έπειτα, αργά και σταθερά η ασίγαστη ενέργεια του ερωτικού στοιχείου έχει αρχίσει να μετατρέπεται σε νησίδες αγαπητικής πλήρωσης. Και καθώς αρχίζει να αχνοφαίνεται, να σαρκώνεται η αγάπη σαν στάση ζωής μέσα στο ποιητικό της σώμα και να διαμορφώνει τις καινούργιες ποιητικές της συλλήψεις προβάλει ξαφνικά, αιφνίδια και τρομερά η σκιά του Θανάτου. Ενός θανάτου που θα την σημαδέψει σε όλη της την υπόλοιπη ζωή και θα τις εξατμίσει κάθε ίχνος αισιοδοξίας. Ως μητέρα, ως γυναίκα, ως ποιήτρια.

9 Σεπτεμβρίου του 1943 αυτοκτονεί ο μοναχογιός της, το μοναχοπαίδι της βάζει το ίδιο τέρμα στην ζωή του.

          «Εδώ σωπαίνουν τα βουνά, σωπαίνουν κι ανθρώποι» για να θυμηθούμε τον στίχο του Γιάννη Ρίτσου.

          Η Μαρία Περικλή Ράλλη, η ποιήτρια και μάνα συνθέτει και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πήγασος» την ποιητική της συλλογή «Λόγια σε νεκρό». Στην αγία μορφή του, όπως γράφει στην αρχή του βιβλίου. Ας γυρίσουμε πίσω τον χρόνο της Ιστορίας και ας αναλογιστούμε σε ποια κατάσταση βρίσκονταν η χώρα και σύσσωμος ο ελληνικός αγωνιζόμενος λαός εκείνη την σκοτεινή δεκαετία. Πόλεμος, Κατοχή, Σκλαβωμένη πατρίδα, σκλαβωμένο το Ελληνικό Έθνος και μία μάνα χάνει το μοναχοπαίδι της εντελώς αναπάντεχα. Ποιες ψυχικές αντοχές να την στηρίξουν, ποια μεταφυσικά ερεθίσματα να βαστάξουν τον πόνο της, ποια συμβάντα να μετριάσουν την θλίψη και τον καημό της που άνοιξε βαθιά πληγή με την απώλεια της «άγιας μορφής του». Κλονίζεται κάθε ελπίδα. Η αρχαία ελληνική Εθνική θρησκευτική και λαϊκή παράδοση αλλά και η κατοπινή η Ιουδαιοχριστιανική ως συνέχεια της αρχαιοελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς δεν θεωρεί μεγαλύτερη απώλεια για τον άνθρωπο και ιδιαίτερα για τους γονείς, μια μάνα, τον θάνατο του παιδιού τους πριν από τον δικό τους. Ο θάνατος του ή των παιδιών ανατρέπει την φυσική τάξη των πραγμάτων, αναιρεί κάθε μελλοντική ελπιδοφορία και παρηγοριά ζωής για τους οικείους ζωντανούς. Διαταράσσεται ο ρυθμός του Κόσμου. Η ζωή μαραγκιάζει πριν προλάβει να ανθίσει, σαπίζει πριν καρποφορήσει, σκουληκιάζει πριν βγάλει φτερά. Το αιώνιο σκότος βασιλεύει. Το πένθος από εδώ και πέρα είναι διαρκές, ο χρόνος παρατείνεται ως πένθιμη ραψωδία, ως ελεγειακές στιγμές αργόσυρτης θλίψης. Όλα από εδώ και πέρα για τους γονείς που χάνουν το παιδί τους, για την μάνα που χάνει τον γιο ή την κόρη της είναι αλλιώς. Ένα ρέκβιεμ δακρύων και στεναγμών. Ο Κόσμος δεν είναι πια παιχνίδι είναι σημαδεμένος βρόγχος και βραχνάς. Ούτε οι προφήτες με τον λόγο τους ούτε οι μύστες της μεταφυσικής παρηγοριάς ούτε οι μυθοποιοί ποιητές με τους συμβολισμούς και τις παραβολές τους μπορούν να δώσουν διέξοδο στο δράμα που βιώνει η Μάνα ή ο Πατέρας που χάνει το παιδί του. Μελλοντική «Εικόνα σου είμαι θάνατε και σου μοιάζω».

          Την ίδια χρονιά η πειραιώτισσα ποιήτρια Μαρία Παπαλεονάρδου εκδίδει τις «Φωνές στην Έρημο» και η Φιλή Βατίδου την συλλογή της «Εικόνες που δεν σβήνουν». Ο δοκιμιογράφος, ποιητής και εκδότης Κώστας Τσιρόπουλος στο μελέτημά του «Η Λογοτεχνική ανάβαση της Μαρίας Περικλή Ράλλη», αρχίζει με την εξής παρατήρηση:

«Μερικοί άνθρωποι γεννιούνται φωτολουσμένοι στην ευμάρεια και την ομορφιά. Ωστόσο έχουν στην ψυχή τους ένα αδιόρατο μελανό σημάδι, που κανείς δεν υποψιάζεται. Ωσότου οι περιστάσεις να φέρουν το σημάδι στην επιφάνεια της ύπαρξης- να φανερώσουν με τον ψυχισμό ενός χαρακτήρα και με τα γεγονότα που συνθέτουν τον βίο του». Σελίδα 47.

          Και η χρονική αυτή στιγμή της αποκαλύφθηκε τη χρονιά εκείνη, που η Ελλάδα στέναζε κάτω από το βάρος του κατακτητή και η αδιέξοδη μορφή του Εμφύλιου σπαραγμού καλλωπιζόταν μέσα στις αθώες και αφελείς αγωνιστικές συνειδήσεις των Ελλήνων.

          Ακόμα και σήμερα όταν διαβάζουμε την ποιητική αυτή σύνθεση, ένας λυγμός ανεβαίνει στο λαιμό μας, ένας κόμπος σφίγγει την καρδιά μας. Λες και το τραγικό γεγονός συνέβει μόλις χθες, δίπλα μας, στην γειτονιά μας, στην αυλή μας.

          Δεκάδες τα κείμενα που έγραψαν λογοτέχνες έπειτα από τον ξαφνικό χαμό των παιδιών τους. Στην αρχαιότητα από την «Παλατίνη Ανθολογία» αν θυμάμαι σωστά αλιεύουμε πάνω από 18 επιγράμματα που αποτυπώνουν την εμπειρία αυτή. Στα αρχαία κοιμητήρια συναντάμε εκατοντάδες αγγελόμορφες μορφές που με ανάγλυφο τρόπο, δραματική γλυπτική έκφραση αναπαριστούν τον θάνατο παιδιών, τον μητρικό πόνο, το δάκρυ που κυλά πάνω στο χώμα, την ανάσα νέας ζωής που χάθηκε πρόωρα πριν καν ζεσταθεί μέσα στην μητρική αγκαλιά. Είναι οι ψυχές-πεταλούδες που κουρνιάζουν στα κυπαρίσσια όπως μια αρχαία των εθνικών ελλήνων λαϊκή παράδοση φιλοτεχνεί. «Ον οι Θεοί φιλούσιν αποθνήσκει νέος» μας λέει ο αρχαίος κωμωδιογράφος ποιητής Μένανδρος που του αποδίδεται το απόφθεγμα. Σαν μία συνέχεια της μάνας Εκάβη πάνω στα μισογκρεμισμένα τείχη της Τροίας, της Θέτιδας καθώς σβήνει η πνοή του ήρωα Αχιλλέα. Και ο παραμυθιακός παρηγορητικός κόσμος της χριστιανικής θρησκευτικής μυθοπλασίας συνεχίζοντας την αρχαία ταφική παράδοση και υμνογραφία μιλά για τα αγγελούδια που βρίσκονται στην αγκαλιά του Θεού και μας κοιτούν από ψηλά. Είναι το φως των άστρων που τρεμοσβήνει στον ουρανό. Σε ορισμένες μάλιστα αναπαραστάσεις πάνω στον πέτρινο σταυρό εικονίζεται η μορφή ενός αγγέλου που το πρόσωπό του είναι η εικόνα του παιδιού που χάθηκε. Η Πιετά. Στο δημοτικό τραγούδι και ιδιαίτερα στα μοιρολόγια έχουμε στιγμές σπαρακτικού θρήνου της μάνας που θάβει το παιδί της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το λαϊκό άσμα της μάνας- ελαφίνας που χάνει το ελαφάκι της στο κυνήγι του βασιλιά. «Όλα τα ελάφια βόσκουνε/ και όλα δροσολογούνται...»

          Στα σύγχρονα χρόνια ο ποιητής Γεώργιος Ζαλοκώστας θρηνεί το χαμό των παιδιών του μέσα στο έργο του. Ο μεγάλος Κωστής Παλαμάς γράφει τον συγκλονιστικό του «Τάφο» για τον θάνατο του Άλκη. Ποια χείλη ανθρώπινα δεν έχουν σιγοψιθυρίσει τους στίχους «Άφτιαστο και αστόλιστο του χάρου δεν σε δίνω…..» και δεν έχουν τρανταχθεί τα σπλάχνα και ας μην έχει ιδέα από ποίηση. Από την συμπρωτεύουσα την Θεσσαλονίκη η ποιήτρια και δοκιμιογράφος Ζωή Ζαμαρά αφιερώνει βιβλίο στο χαμό της κόρης της. Ο ποιητής Σαράντος Παυλέας θρηνεί την αυτοκτονία της δικής του κόρης, η ποιήτρια Λίνα Γαρουφαλάκη θρηνεί το χαμό του δικού της παιδιού. Η Νίκη Σιδερίδου επίσης θρήνησε το χαμό της κόρης της και πρόσφατα η πειραιώτισσα Τούλα Μπούτου την αυτοκτονία του δικού της παιδιού. Και η Βαγγελίτσα Σολωμού θρήνησε το χαμό του μοναχογιού της σε ανέκδοτα ποιήματά της. Άλλοι πικροχαμένοι γονείς και μανάδες εξέδωσαν αφιερωματικούς τόμους στο χαμό τους όπως η οικογένεια του νεαρού αγγελόμορφου ποιητή και νομικού Βασίλη Κουρή κλπ. Είναι το ύστατο δάκρυ στο βλέμμα που σβήνει μέσα στην Γραφή, την Τέχνη. Όταν μάλιστα αυτό το βλέμμα ζωής αποφασίζει από μόνο του να δώσει τέλος στην φλόγα που αναβλύζει από μέσα του, τότε, ο ανεξήγητος αυτός χαμός καμία είτε εξ ύψους παράδοση παρηγοριάς είτε από τα υπάρχοντα χαρακώματα ελπιδοφορίας που προστατεύουν την ζωή δεν μπορεί να πραΰνει τον πόνο, να κατασιγάσει την θλίψη.

          Ποιός δεν λύγισε μπροστά στο θρήνο της Θέτιδας για τον Αχιλλέα, της Εκάβης για τον Έκτορα, της Δήμητρας για την κόρη της την Περσεφόνη, ποια καρδιά δεν ράγισε ακούγοντας το θρήνο της μάνας του Διγενή. Της χαροκαμένης μάνας του Κωνσταντή του λαϊκού άσματος, της Σάρας στη Θυσία του Αβραάμ, της μάνας του Χριστού στο έργο του Κώστα Βάρναλη. Ποιος δεν στάθηκε βουβός μπροστά στην χαροκαμένη μάνα του καπνεργάτη στην μέση του δρόμου που αλαφιασμένη θρηνεί το σκοτωμένο παληκάρι της. Και, ως το σπαρακτικό πασίγνωστο Μοιρολόι της μάνας Παναγιάς χιλιάδες είναι οι ανώνυμες μαυρομαντιλούσες μανάδες των Δημοτικών μας Τραγουδιών της Ελληνικής μας Παράδοσης. Ποιός δεν έχει συγκλονιστεί ακούγοντας την μακρόσυρτη λυγμική φωνή του αυτοσχεδιαστικού και ακατέργαστου αυθεντικού λόγου των Μανάδων από την Μάνη.

(Θα ήθελα να ανοίξω μία σύντομη παρένθεση και να πω τα εξής: όταν πριν 10 χρόνια χάσαμε τον πατέρα μας την ημέρα της ταφής όπως συνηθίζεται αφήσαμε το νεκρό σώμα στο καμαράκι του Νεκροταφείου της Αναστάσεως μέχρι να έρθει η ώρα να γίνει η κηδεία. Δίπλα μας ακριβώς μία άλλη οικογένεια που όπως φαίνεται ήταν από την Μάνη μοιρολογούσε τον δικό της νεκρό πάνω από το κιβούρι. Ειλικρινά δίχως να το πολυσκεφτώ άφησα το φέρετρο του δικού μας νεκρού και αθόρυβα και διακριτικά θρηνούσα τον δικό τους ακούγοντας την θρηνητική εξιστορητική φωνή των ξένων. Τέτοια ήταν η συγκίνησή μου, σαν να ακούγαμε χορό από Αρχαία Τραγωδία.).

          Τέλος, ποιος δεν λυγά ακούγοντας και σιγοτραγουδώντας το έργο «Επιτάφιος» του Γιάννη Ρίτσου ή τα «Λίντερ» για τα μικρά νεκρά παιδιά του Γκούσταβ Μάλλερ. Δεν υποκλίνεται στην κόρη Σοφία Αφεντούλη του Τήνιου μαρμαρογλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά.

Πρόσφατος των μεταναστευτικών μας ημερών σπαραγμός είναι η εικόνα ενός πατέρα που κρατώντας το μικρό νεκρό παιδί του στην αγκαλιά του μπροστά στην Θάλασσα στην παραλία, θρηνεί στην γλώσσα του το χαμό του. Είναι η δική του θυσιαστική προσφορά σε αυτό που κάποτε υπήρξε Ανθρωπιστικός Ευρωπαϊκός αλλά και Παγκόσμιος Πολιτισμός και παράδοση της Ανθρωπότητας και τώρα πλέον δεν υπάρχει, στα νέα οικονομικά και καταναλωτικά δεδομένα της σύγχρονης Ιστορίας. Ποιοι όμως άκουσαν τις φωνές ενός Γιώργου Σεφέρη, ενός Τόμας Στερν Έλιοτ, ενός Αλμπέρ Καμύ, την εξομολογητική φωνή ενός διασωθέντος από τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως των σκελετωμένων ανθρώπων με το άστρο του Δαυίδ στο μέρος της καρδιάς. Την κοριτσίστικη φωνή της Άννας Φρανκ. Στην εποχή μας βλέπουμε τα Προσωπεία του Θανάτου να πολλαπλασιάζονται ραγδαία ξεπερνώντας το ένα και μοναδικό του Πρόσωπο που γνωρίζαμε.

          Αυτή είναι η ζώσα ραχοκοκαλιά της ελληνικής παράδοσης, αυτές οι μυριάδες ανώνυμες δακρυρροούσες υπάρξεις, που δεν χωρούν στις σελίδες ενός βιβλίου, στους στίχους ενός ποιήματος, στο ασκητήριο ενός μαρμαρογλύπτη, ούτε πρωταγωνιστούν στα θεατρικά κυκλικά αμφιθέατρα, αλλά κυκλοφορούν ανάμεσά μας ζωντανές σκιές, υπενθυμίζοντάς μας ότι «τα φιλάνθρωπα σπλάχνα της αυτού αγαθότητος» όπως μας λέει η χριστιανική μυθολογία δεν ανοίγουν εύκολα για να μην πω καθόλου, σ’ αυτούς που εξακολουθούν να ασπάζονται, πιστεύουν ότι «Εικών ειμί της αρρήτου δόξης σου ή και στίγματα φέρω πταισμάτων», όπως το όρισε ο Σύριος ποιητής άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Και τι τελικά δεν σκαρφίζεται η ανθρώπινη φαντασία δεν μηχανεύεται η ανθρώπινη γλώσσα για να αλλοιώσει κατά τι, την παντοδύναμη ισχύ του Θανάτου και να παρηγορηθεί η ανθρώπινη ύπαρξη.

          Αλλά η μάνα-ποιήτρια Μαρία Περικλή Ράλλη άνοιξε τα δικά της σπλάχνα και θρήνησε το μοναχοπαίδι της, το δικό της νεκρό σώμα.

Γράφει:

«Ποιός είδε, γιέ μου, μονογιό

να βγαίνει μοναχός του,

της άγριας νύχτας τον κορμό

να ντύνει με το φώς του;

Ποιός είδ’ αμούστακο παιδί,

τόσο θεριοδεμένο

που να τρυπάει με το σπαθί

σκοτάδι πληγωμένο;

Ποιός καθαροπερπάτησε

Χάρου το μονοπάτι,

καβάλα πάνω σε φαρί

καθώς τον στρατηλάτη;

Όποιος το είδε να του πει,

μήνυμα να του φέρει,

πώς ήρθ’ η μάννα του πεζή

στου Χάροντα τα μέρη,

και κυνηγιέται με στοιχειά,

φαράγγια αναστατώνει,

φωνές μεγάλες σέρνοντας

τον Άδη ξεσηκώνει» σελ. 78

          Η θηλυκή υπόσταση αναταράχτηκε συθέμελα. Ένιωσε την εσωτερική ταραχή, την πνευματική αναστάτωση, την ψυχική βαβούρα, στη θέα του αρσενικού νεανικού θανάτου. Αυτό το ακαθόριστο σούρσιμο που ίσως έβλεπε να πλησιάζει και δεν κατόρθωσε να σταματήσει να αποτρέψει με τις μητρικές προστατευτικές της δυνάμεις. Και μ’ έναν ολοφυρμοστιχοπλεγμένο σπαραχτικό λόγο, αποθανάτισε το νεκρό πρόσλημμά της. Αφθάρτισε αυτό που κυοφόρησε και τις πρόσφερε ευτυχία για 21 χρόνια. Είκοσι ένα χρόνια κοινής συμπόρευσης και προσδοκίας.

          Τα «Λόγια σε νεκρό» δεν μας προαναγγέλλουν μια ποιητική μεγαλοφυϊα, δεν μας φανερώνουν την αρτιότητα ενός ποιητικού μεγαλείου, μιας ποιητικής σύνθεσης. Τα «Λόγια σε νεκρό» μελίζουν τον κοινόν μας λόγο, τον μηδέποτε δαπανώμενο αλλά πάντοτε εσθιόμενο, στο κοινό τραπέζι των εμπειριών μας της παρηγοριάς που ποτέ δεν σταματά, από εμάς τους δευτερότοκους υιούς του θανάτου.

Ο κοπετός είναι κοινός, η υπέρτατη απελπισία επίσης, ο λόγος του πόνου εμφανής μπροστά σ’ αυτόν τον ελεγειακό λόγο ποταμό, μητρική θρηνωδία.

          Το βιβλίο χωρίζεται σε 108 μέρη. Σε 108 δεκαπεντασύλλαβους, οκτασύλλαβους, εξασύλλαβους, επτασύλλαβους, τετράστιχους. Ιαμβικά μέτρα, Ανάπαιστοι και άλλοι συνθέτουν την σύνθεση προσφέροντάς της κάθε φορά έναν άλλον ρυθμό, ένα διαφορετικό μουσικό περπάτημα, μια διαφορετική ηχητική πολυχρωμία. Φοβάμαι όμως, ότι με ευκολία διαπιστώνουμε ότι η αργομίλητη αυτή σύνθεση συνδέθηκε κάπως βιαστικά- στο ξεχείλισμα κατάθεσης του μητρικού πόνου-χωρίς προσεγμένη καλή τεχνική επιμέλεια, με χαλαρή φόρμα και εσωτερικούς αρμούς σύνδεσης. Αλλά μια Μάνα που μοιρολογεί το μοναχοπαίδι της δεν σκέφτεται παρά πώς θα βγάλει από μέσα της τον αβάσταχτο καημό της. Δεν την ενδιαφέρει η καλλιέπεια του λόγου η προσεγμένη αποτύπωση της γραφής όπως παραδείγματος χάριν έχουμε στην περίπτωση της σύνθεσης «Ο Τάφος» του Κωστή Παλαμά. (Που και εκείνος στην εποχή του και μεταγενέστερα δέχτηκε αρνητικά σχόλια). Που διαβάζοντας το ποιητικό κείμενο-τον «Τάφο» και να μην θέλουμε «λησμονούμε» τον γιό του Άλκη και θαυμάζουμε την τεχνική του στίχου, την αρτιότητα της πατρικής Παλαμικής σύλληψης, το στιβαρό χέρι του γέροντα πατέρα ποιητή που κάνει το δικό του λυγμό ποιητική γραφή. Ίσως στον «Τάφο» θρηνεί περισσότερο ο λόγιος, ο «διανοούμενος» παρά ο πατέρας. Αλλά έτσι δεν συμβαίνει στους χώρους της Τέχνης; Το πατρικό θρηνητικό ένστικτο ελέγχεται και ορίζεται από τον σοφό δάσκαλο από το πεπαιδευμένο δημοτικιστή και γλωσσοπλάστη δημιουργό. Η σύνθεση γίνεται ένα διαχρονικό καλλιτέχνημα ξεφεύγοντας από την αιτία, την αφορμή που το γέννησε. Ενώ στην Μαρία Περικλή Ράλλη ο λόγος ακατέργαστος πηγάζει από τα μύχια γυναικεία της πληγωμένης ύπαρξής της, δεν φιλτράρεται γι’ αυτό έχει και τόσες ατέλειες και τεχνικές αντινομίες στην σύνθεσή του. Ας μην μας διαφεύγει το γνωστό «ο άντρας γεννά η γυναίκα τίκτει». Οι προσλαμβάνουσες της πατρότητας και της μητρότητας είναι διαφορετικές ακόμα και στους τονισμούς των σπαραγμών τους. Έπειτα ο Άλκης έφυγε νωρίς άρρωστο παιδί ο γιός της Ράλλη στα 21 του πριν καλά-καλά ενηλικιωθεί και μάλιστα από δική του επιλογή. Περνάει από το μυαλό μας πριν καταδικάσουμε την επιλογή του τι εσωτερικές ενοχές δημιουργήθηκαν στην ψυχή αυτής της Μάνας και κάθε Μάνας που αντικρίζει το παιδί της μέσα στο φέρετρο από δική του επιλογή; Απορώ πώς δεν κατανοούν την τραγικότητα του συμβάντος όλοι αυτοί οι πρεσβευτές ενός Θεού ανάλγητου, στα μελλοντικά αδιέξοδα που γεννά η πράξη της αυτοχειρίας. Λες και ο Θάνατος ορίζεται από τον βαθμό πίστης ή απιστίας των ανθρώπων, και μιλάνε για «προπατορικά αμαρτήματα» και άλλα άσπλαχνα και σκληρόκαρδα τινά που ευφηύρε η γλώσσα των μυθοποιών Ποιητών. Διαφορά Μαρτυρίου ή Μαρτυρίας η όποια απάντηση εκπορεύεται από τον καθένα και κάθε μία ξεχωριστά και αποκλειστικά.

Γράφει:

«Δεν έχω, γιέ μου, την πνοή, στ’ αθάνατα παλάτια

της τέχνης, την ασύγκριτη να στήσω σου μορφή,

Εγώ, παιδί μου, σου μιλώ με δάκρυα στα μάτια

κι’ απ’ την καρδιά ψηλότερα δε βγαίνει μου η φωνή.

Μηδέ στενό της σύνθεσης μ’ απασχολεί το θέμα….

Ο λόγος δεν με τυραννά, το επίθετο, το ρήμα,

δεν μου βαστάζει την ψυχή το τι θε να σου πω,

δεν τρέχω με τον Πήγασο μα στέκουμαι σε μνήμα

για να θωρώ που κλείσανε τα μάτια π’ αγαπώ.

Κι ουδέ θα σώσ’ η πίκρα μου ουδ’ η φωνή θα σπάσει

μοιρολογίστρας σέρνοντας το βήμα βαρύ,

θα προχωρεί το φάσμα μου για νάρθει να σε φτάσει

άγγελο πια στον ουρανό για σκόνη μεσ’ στη γη». σελ. 13

          Πώς μπορείς να σταθείς ατάραχος, ξένοιαστος μπροστά σ’ αυτόν τον φοβερό σπαραγμό. Σ’ αυτό το θρηνητικό ψυχομάχημα της ζωής που χάνεται πριν καλά –καλά ανθήσει, μπουμπουκιάσει, βγάλει καρπούς. Πριν μπουμπουκιάσει η ζωή φορεί αγκάθινο στεφάνι. Ποιός λόγος να περιγράψει το απερίγραπτο. Αυτό το θρηνητικό νανούρισμα της Μάνας δεν μπορεί να μετατραπεί σε επαναστατικό μανιφέστο, σε πολιτική κραυγή διαμαρτυρίας, σε ώθηση για ξεσηκωμό, σε επανεξέταση των ορίων της γλώσσας που από εδώ και πέρα θα συνομιλούμε. Όπως συμβαίνει με τον συνταρακτικό «Επιτάφιο» 1936 του μεγάλου μας ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσου. Αυτό το λαϊκό πένθιμο εμβατήριο επαναστατικής εξέγερσης.

Στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου το ιστορικό και πολιτικό συμβάν που απαθανάτισε ο φωτογραφικός φακός στην μέση του πουθενά σε δρόμο της Θεσσαλονίκης γίνεται επαναστατική πράξη, το γεγονός του θανάτου ιδεολογική αντίσταση για κοινωνική αλλαγή και ανατροπή. Ο λόγος ενδύεται την ιδεολογική στολή, ιδεολογικοποιείται αν και δεν χάνει τα βασικά του ερείσματα που προέρχονται από το Δημοτικό Τραγούδι τα ακούσματα της δημοτικής μας ανώνυμης παράδοσης. Ασφαλώς ο «Επιτάφιος» είναι πιο άρτια, τεχνικά οργανωμένος και με μεγαλύτερη ακτίνα η θρηνητική του ατμόσφαιρα. Περικλείει και άλλα στοιχεία πέρα από αυτά της Μάνας του νεαρού Καπνεργάτη. Ο «Επιτάφιος» όπως τον επένδυσε μουσικά ο Μάνος Χατζιδάκις στην πρώτη του εκτέλεση και ιδιαίτερα κατόπιν όπως τον μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης μεταποιήθηκε σε μία έντεχνη παραλλαγή των Εγκωμίων της Μεγάλης Εβδομάδας, αυτών της λατρευτικής παράδοσης του ελληνισμού που, όπως έγραψε ο Γιώργος Σεφέρης δεν ξέρεις αν κηδεύεις το Σώμα του Διονύσου ή του Χριστού. Σύμβολα πένθους πανανθρώπινης εμβέλειας για κάθε Μάνα σε κάθε εποχή. Στην ποιητική σύνθεση του Γιάννη Ρίτσου όπως και στου Κωστή Παλαμά η αισθητική δύναμη των στίχων του ταμπλό των εικόνων και των επιμέρους σκηνών είναι τέτοια που δύσκολα ξεφεύγεις από την «καρδιακή» ματιά θα γράφαμε ανάγνωση των ποιημάτων.

Η μάνα μοιρολογεί, ο άντρας κλαίει βουβά.

Η μάνα συνομιλεί με τους νεκρούς, ο άντρας τους θάβει σιωπηλά.

Η μάνα στενάζει και ολοφύρεται, σκούζει συμπαντικά, ο άντρας γεννά και αποδέχεται.

          Απαράμιλλες, δεκάδες είναι οι μεταφορές μέσα στο έργο της Μαρίας Περικλή Ράλλη. Οι παρομοιώσεις, οι αντιμεταθέσεις, το άγριο κύμα οργής που την πνίγει ξεχειλίζει από τις εικόνες των στίχων της. Η γλώσσα της ηχεί με την ιδιαίτερη γυναικεία ατομική της ρυθμολογία μέσα στην σύνθεση και η φωνή της αποκτά μια ιδιαίτερη ειδική δυναμική που δεν θα μπορούσε να ακουστεί διαφορετικά. Πέρα από το πλαίσιο που εκείνη επέλεξε. Έχει αποκτήσει την δική της αυτοτέλεια έκφρασης το δικό της ηχόχρωμα ακούσματος πέρα από εκείνο της λαϊκής δημοτικής παράδοσης. Ορισμένες φορές –και είναι φυσικό, αναμενόμενο- ο λυγμός μπουκώνει το ποίημα, το λυγίζει στην επιθυμία να εκφράσει ο λόγος της τον μεγάλο της πόνο, όμως το βάθος και το πλάτος του πόνου της είναι τέτοιο που φαίνεται αμαυρώνει την τεχνική αρτιότητα, καταστρέφει την ισορροπία του αποτελέσματος. Αφήνεται υπέρμετρα σε αυτό που οι αρχαίοι ονόμαζαν Λυδικό στοιχείο, ύφος, Ο ελεγειακός λόγος της μάνας-ποιήτριας στα «Λόγια σε νεκρό» είναι κεντρομόλος όλο το συναισθηματικό φορτίο με φανερή ενδοστρέφεια επιστρέφει προς τον αρχικό ποιητικό πυρήνα, δεν έχουμε περιθώρια για άλλες αναγωγές. Η σύνθεση είναι γραμμένη για έναν συγκεκριμένο και μόνο λόγο, και μόνον για αυτόν και αποκλειστικά γι αυτόν υφάνθηκε στον αργαλειό των προσωπικών της μητρικών εμπειριών, μνημών και καταστάσεων και για αυτόν πρέπει να διαβαστεί ακόμα και σήμερα. Αντίθετα στο έργο του Γιάννη Ρίτσου ο λόγος είναι φυγόκεντρος, ξεφεύγει από την αρχική του γενεσιουργό αφορμή έμπνευσης και γίνεται επαναστατικός «θρησκευτικός» παιάνας για τους όπου γης αδικοσκοτωμένους. Ο λόγος του Γιάννη Ρίτσου αυτονομείται από τον κεντρικό πυρήνα, από την δεδομένη πολιτική σκηνογραφία και ταξιδεύει μέσα στους αγωνιστικούς δρόμους της Ιστορίας ενδεδυμένος την ιδεολογική της εποχής του λαϊκή φορεσιά. Την εργατική τραγιάσκα του Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι. Στον Κωστή Παλαμά η αφορμή φαίνεται να γίνεται αισθητικό ζητούμενο, δημιουργία ενδοοικογενειακής υπόθεσης της τέχνης της Ποιήσεως. Κάτι που σου καλλιεργεί τις προϋποθέσεις να θαυμάσεις τον καλλιτέχνη, τον ποιητή εμπνευστή και να ονειροπολήσεις ποιητικά με το αποτέλεσμα που έχεις μπροστά σου και λησμονώντας να θρηνήσεις για το συμβάν που καθόρισε την γραφή του πατέρα-ποιητή. Ο Παλαμάς μαγεύει, ο Ρίτσος κοινωνιολογεί, η Ράλλη θρηνεί. Και οι τρείς όμως ανήκουν σ’ αυτήν την μεγάλη και πανάρχαιη παράδοση του Ελληνικού ελεγειακού λόγου που δεν έχει αρχή μήτε τέλος, ούτε φύλο, μήτε φυλή.

          Το μοιρολόι των νεκρών είναι μία αναγκαιότητα ζωής για αυτούς που μένουν πίσω, για να μην αποκοπεί η συνέχεια, κρυφής, νοερής «συνομιλίας» μεταξύ των ζωντανών και των κεκοιμημένων. Αυτή η μονοσήμαντη ελεγεία, είναι η λαϊκή νεκρώσιμη ακολουθία του εαυτού μας, αφού οι νεκροί αποτελούν μέρος όχι μόνο του κοινωνικού σώματος αλλά και της ίδιας της σωματικής μας ύπαρξης. Θάβουμε ένα μέρος της σωματικής μας ακεραιότητας, της σωματικής και ψυχικής μας μνήμης. Ο θάνατος ούτε ξεπερνιέται ούτε γίνεται αποδεκτός απλά τον υφιστάμεθα σύμφωνα με τις αρχαίες προεπιστημονικές λαϊκές παραδόσεις και αντιλήψεις ή το εξηγούμε επιστημονικά και πάμε παρακάτω. Μόνο που, ο πόνος και το πένθος συνεχίζεται.

          Ο ελεγχόμενος χειρισμός του γλωσσικού υλικού στο λογοτεχνικό αυτό ρέκβιεμ της Μαρίας Περικλή Ράλλη πολύ σοφά δεν αποκλείει τα λόγια στοιχεία, εμβόλιμες λόγιες παρεμβάσεις. Έστω και αν η σύνολη σύνθεση στηρίζεται στο Δημοτικό μας Τραγούδι που σίγουρα, υπερκαλύπτει τους έντεχνους στιχουργικούς κανόνες και τεχνική. Η μονολογική του δομή καταργεί και τις υφολογικές τεχνικές της σύνθεσης σε μία ενδεχόμενη εσωτερική της δομής του συζήτησης. Δεν έχουμε δηλαδή διαλογικά μέρη. Η χρονική ισορροπία «χάνεται» για να διασωθεί ο παρών πένθιμος λόγος της ανάγνωσης. Να ακουστεί η θρηνητική διάχυση, να φανούν οι ηχητικές ομοιότητες των εικόνων της συμφοράς. Η Μαρία Περικλή Ράλλη λιτανεύει τον μοναχογιό της και μόνο σε αυτό το γεγονός εστιάζει την φωνή της. Αντίθετα στα υψηλής συμβολιστικής εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής, ο λαϊκός θρήνος με αποκορύφωμα το «γλυκύ μου έαρ…» μοιρολογείται ο κάθε κοινός μας άγνωστος ή γνωστός μας νεκρός. Συστενάζει η Μάνα Φύση μαζί με τον Ποιητή. Ο μητρικός θρήνος είναι συγκεφαλαιωτικός της κοινής μας εμπειρίας που έχει ζυμωθεί στην κυτταρική μας μνήμη.

          Μια ανάλυση όμως της συλλογής και συσχέτισης της πιο αναλυτικά και διεξοδικά με άλλα μοιρολόγια θα μας ξεστράτιζε από αυτήν την Ομιλία της γενικής παρουσίασης του έργου της Ράλλη.

          Το 1974 δύο χρόνια πριν πεθάνει κυκλοφορεί την ποιητική της συλλογή «Ξεναγήσεις».

Την χρονιά αυτή στο μεταίχμιο του τέλους της δικτατορίας και της αποκατάστασης της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας η ποιήτρια Τούλα Βρεττάκου (έχει σχέση με την πόλη του Πειραιά) εκδίδει την «Απολογητική φωνή». Η ποιήτρια Αθηνά Παπαδάκη, την συλλογή «Αρχάγγελος από μπετόν». Η Νατάσα Κεσμέτη, το «Άχ, νάμουν ρημαγμένος καφενές…». Η Δήμητρα Χριστοδούλου, «Τα Άλογα του Μυροβλήτου» για να αναφέρω μερικές από τις γυναικείες ποιητικές συλλογές που εκδόθηκαν τη χρονιά αυτή τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης που συζητήθηκαν. Χρονική περίοδος που άνθησε ο αντρικός και γυναικείος ποιητικός λόγος και γραφή. Μια γυναικεία γραφή που σκιτσάριζε την δική της θεματογραφία, άνοιγε νέους δρόμους στην ελληνική ποίηση, σπούδαζε τα νέα ποιητικά ρεύματα, χάρασσε το δικό της χειραφετημένο ύφος. Οι συνθήκες άλλαζαν ραγδαία το ίδιο και οι δρόμοι της Ποίησης. Τα αντρικά ποιητικά κάστρα άρχισαν να «πέφτουν» και να ανυψώνονται νέα. Στους σύγχρονους καιρούς ο γυναικείος ποιητικός λόγος συναγωνίζονταν τον αντρικό. Έμφυλες σπουδές γεννιόνταν και για τα δύο φύλα!!!

    Η συλλογή «Ξεναγήσεις» ο τίτλος της αμυδρά δηλώνει πως η συλλογή με τα 36 άτιτλα ποιήματα που περιλαμβάνει είναι μία «εξαγγελία» προς το δικό της εσχατολογικό τέλος. Πώς η πειραιώτισσα ποιήτρια μία από τις βασικές εκπροσώπους της Ουσιαστικής ποίησης, ρεύματος στην Ελλάδα μας δείχνει τα μονοπάτια του τελευταίου της ταξιδιού και προσκαλεί τον αναγνώστη να την ακολουθήσει και να συμβαδίσει μαζί της.

          Αν με τόσο πειστικό και αποκαλυπτικό τρόπο μας αποκάλυψε τη μυστική διδαχή των λόγων της στη συλλογή της «Λόγια σε νεκρό» στην έσχατη αυτή ποιητική της παρουσία, μία κατάθεση με την οποία κλείνει ουσιαστικά τον κύκλο της, στην τελευταία της αυτή μαρτυρία ο ποιητικός της λόγος θα λέγαμε «εν εαυτώ» μας δείχνει το ασφαλές κριτήριο της φιλοσοφικής της κοσμοθεωρίας.

          Η οικονομία του λόγου και η σαφήνεια της έκφρασης επικρατούν και ξεχωρίζουν καθώς υποχωρεί ο λεκτικός πλούτος, η ποικιλία των λέξεων.

Γράφει:

«Αυτό το λίγο αποζητώ

φεύγοντας,

αυτό που είναι το μόνο πολύ».

          Τρείς στίχοι που μπορεί να εκληφθούν και ως απόσταγμα εμπειριών βίου- απόφθεγμα- τώρα που σώνεται η άμμος από την κλεψύδρα του προσωπικού της χρόνου.

Η γλώσσα αποκαθιστά την εσωτερική ενότητα του ποιητικού υποκειμένου με την καθολική πραγματικότητα και αποδοχή του Κόσμου. Μια ενότητα πάντοτε εύθραυστη, θρυμματισμένη, διαβρωμένη από τους συνεχείς επαναλαμβανόμενους εξωτερικούς θανάτους και τις δραστικές ατυχίες της ζωής. Στην ανάγνωση της συλλογής ξεχωρίζουμε έναν θα σημειώναμε «συναισθηματικό αφαιρετισμό», έναν κοπασμό της αντιμαχίας της με το περιβάλλον και μία παραβίωση του τέλους μέσα από το διαλεκτικό ζεύγος Αγάπη- Θάνατος. Πάνω σε αυτό το σκηνικό σπονδυλώνονται τα άτιτλα αυτά ποιήματα. Χωρίς κραδασμούς, χωρίς ψυχικές αναταράξεις αλλά με βλέμμα νηφάλιο, στωικό, γλυκιάς και ήρεμης εγκαρτέρησης.

Γράφει:

«Φωτεινά περάσματα των καιρών με τι σκοτάδι σας προσπέρασα».

Να το καταστάλαγμα της φωνής της, το επιστέγασμα των προσπαθειών της, τώρα που το δικό της Φως σιγοσβήνει.

          Όλα πλέον φαντάζουν, είναι λαμπρά σπαράγματα παλαιών εμπειριών που ξαναγυρίζουν στην μνήμη της όχι σαν μία παρελθοντολογία αλλά ως αναγκαία απαραίτητη αίσθηση των κύκλων της ζωής που όφειλε να διαβεί.

Γράφει:

«Φώς της παιδικής μου μνήμης

Απέραντη ανατολή του ανθρώπου

Χλόη χρυσή του κόσμου κρύψε με στην ευρύχωρή σου Αυλή».

          Ένα φώς Σοφόκλειας αποτίμησης της ζωής καθώς οι βακτηρίες των εμπειριών έχουν τσακιστεί και ο τυφλός γέροντας επιστρέφει στα πατρώα εδάφη.

Τώρα πια αγκαλιάζει τον αναμενόμενο θάνατό της σαν ένα ακόμα αναμενόμενο επεισόδιο της ζωής της, σαν μία ενσάρκωση της αιωνιότητας του ανθρώπου αλλά και της ίδιας της φύσης. Είναι τα κοινά αμπελώματα του μεθυσιού της ζωής με τον θάνατο. Το κοινό κλάδεμα.

Γράφει:

«Κι’ είναι οι κινήσεις της

Χειρονομίες τρομαγμένου παιδιού

Πού τυφλωμένο από φόβο

Σε σκάλα σκοτεινή επιχειρεί μιάν έξοδο

κι όλο σκοντάφτει,

κι’ όλο χτυπάει

σε χαμηλοτάβανο τοίχο

γυρεύοντας την πόρτα

που δεν θα βρει.».

          Και αυτήν την ταραγμένη παιδική ψυχή από τον Πειραιά προσπάθησα στην Ομιλία μου να αφουγκραστώ και να ερμηνεύσω απόψε μαζί σας. Να νιώσω την τυφλωμένη από φόβο καρδιά όλων μας.

          Στην προσπάθειά μας για αυτοενδοσκόπηση και ανεύρεση της όποια ταυτότητάς μας μέσα από το πρόσκαιρο μονοπάτι της Τέχνης της Ποιήσεως στο δρόμο προς την αθανασία μας, συγνώμη προς τον κοινό μας Θάνατο ήθελα να πω.

          Τέλος δεύτερου Μέρους

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Ιούλιος- Αύγουστος 2025  

 

                           

Δευτέρα 4 Αυγούστου 2025

ΜΑΡΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ ΠΕΡΙΚΛΗ ΡΑΛΛΗ

 

ΜΑΡΙΑ  ΠΕΡΙΚΛΗ  ΡΑΛΛΗ

του ΓΙΩΡΓΟΥ Χ. ΜΠΑΛΟΥΡΔΟΥ

ΠΕΙΡΑΙΑΣ 2006, σελίδες 58 διαστάσεις 14Χ21

ΕΚΤΟΣ  ΕΜΠΟΡΙΟΥ

          Το μικρό αυτό βιβλιαράκι που κυκλοφόρησε στον Πειραιά ΕΚΤΟΣ ΕΜΠΟΡΙΟΥ, είναι συμπληρωμένο κείμενο και βιβλιογραφικά τεκμηριωμένο Ομιλίας που δόθηκε στον Πειραιά στην Αίθουσα του Πειραϊκού Συνδέσμου Πειραιώς στις 29 Μαϊου 2006. Η σελιδοποίησή του και η ψηφιακή εκτυπωτική του βιβλιοδεσία έγινε από την Λύχνο ΕΠΕ στην Αθήνα. Η έκδοση κατατέθηκε στην Ελληνική Βιβλιοθήκη, τα έξοδα ήταν του ομιλητή και μοιράστηκε δωρεάν σε αρκετά άτομα εντός και εκτός Πειραϊκού χώρου. Η έκδοση αφιερώθηκε από τον γράφοντα σε τρείς Ελληνίδες Μητέρες που είχαν χάσει εκείνο το χρονικό διάστημα το παιδί τους. Επιλέχθηκε η περίπτωση της Πειραιώτισσας ποιήτριας, πεζογράφου και ταξιδογράφου Μαρίας Περικλή Ράλλη γνωστής και καταξιωμένης, τιμημένης-στην εποχή της- συγγραφέως της οποίας το οικογενειακό δέντρο, η καταγωγή, είχε άμεση και στενή σχέση με την πόλη του Πειραιά, καθώς μέλη της οικογένειας Κωνσταντοπούλου υπήρξαν διακεκριμένοι καλλιτέχνες, ευεργέτες οικονομικοί παράγοντες της Πόλης. Τότε υπεύθυνοι υπάλληλοι της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Πειραιά έδωσαν την δυνατότητα στον ομιλητή- γράφοντα Πειραιώτη, να διαβάσει τα Πεζά και τα Ταξιδιωτικά της Μαρίας Περικλή Ράλλη που δεν είχε στην διάθεσή του και δεν είχε συναντήσει στο εμπόριο. Επέλεξε να μιλήσει όχι για τον πεζό ή ταξιδιωτικό λόγο της Πειραιώτισσας πεζογράφου αλλά, για την μοναδική ποιητική της συλλογή «Λόγια σε νεκρό». Η ποιητική της αυτή συλλογή που επιλέξαμε προς παρουσίαση, είχε άμεση σχέση με τις περιπτώσεις των τριών χαροκαμένων Μανάδων του Πειραιά, μια και είχε σαν θέμα της την απώλεια του μοναχοπαίδι της Μαρίας Περικλή Ράλλη. Η συλλογή «Λόγια σε νεκρό» είχε κυκλοφορήσει Εκτός Εμπορίου από τον παλαιό εκδοτικό οίκο «Οι Εκδόσεις των Φίλων» του συγγραφέα και εκδότη Κώστα Τσιρόπουλου σε επανέκδοση. Με συγκινητική προθυμία και ενθάρρυνση ο κυρός συγγραφέας Κώστας Τσιρόπουλος μας προμήθευσε την συλλογή. Η οφειλόμενη αυτή εκ των υστέρων μνεία σε πρόσωπα και του βίου σκοτεινές καταστάσεις και ατομικά πένθη γίνεται για να δειχθεί ότι ένα «καλλιτεχνικό» γεγονός που κάνει την εμφάνισή του σε τόπο και χρόνο, μπορεί να σταθεί αφορμή να γίνει εφαλτήριο, η αφορμή εκδήλωσης μιας συγγραφικής κατάθεσης- απάντησης, προερχόμενη από τυχαίους, αστάθμητους και ανεξέλεγκτους του ατομικού μας βίου κοινωνικούς και άλλους παράγοντες. Μία παράξενη συγκυρία έφερε τον γράφοντα σε μία δυσκολότερη οικονομική και οικογενειακή κατάσταση μια που εκείνη την χρονική περίοδο 2003 έως 2008 είχε κατάκοιτη από επαναλαμβανόμενα εγκεφαλικά την δική του Μητέρα. Οι αντοχές όμως του Ανθρώπου όπως δείχνουν οι δείχτες ζωής και ελπιδοφορίας στην διάρκεια της Ιστορίας είναι μεγάλες και ανθεκτικές όσο μας το επιτρέπουν οι αινιγματικές και σκοτεινές δυνάμεις της Μοίρας. Η Ομιλία πραγματοποιήθηκε, κυκλοφόρησε σε μικρό Εκτός Εμπορίου βιβλιαράκι και το ατομικό πένθος της κάθε Πειραιώτικης Οικογένειας έγινε Γραφή. Ένα είδος «Νεκρώσιμου» αποχαιρετισμού της Πόλεως Πειραιώς.

          Στην σειρά των Πειραϊκών σημειωμάτων μας στα Λ.Π. εν έτη 2025, προσπαθώντας να εδραιώσουμε στην συλλογική λογοτεχνική συνείδηση της πατρίδας μας την Λογοτεχνική Πειραϊκή Σχολή και Παράδοση αντιγράφουμε το τότε βιβλίο. Για την λογοτεχνική περίπτωση της Μαρίας Περικλή Ράλλη έχουμε και παλαιότερα δημοσιεύσει κείμενα τρίτων που την γνώρισαν και την έζησαν από κοντά, συνεργάστηκαν μαζί της, δημοσίευσαν κείμενά της σε έντυπά τους. Να συμπληρώσουμε ότι δεν μείναμε όταν κάναμε την έρευνά μας μόνο στο υπάρχον εκδοτικό υλικό που είχαμε μπροστά μας αλλά απευθυνθήκαμε και σε συγγραφείς που την γνώριζαν και πήραμε πληροφορίες, τόσο για την ίδια και στο πως διαχειρίστηκε το μητρικό της πένθος αλλά και για τον γιο της μέχρι την στιγμή της αυτοκτονίας του. Δεν χρειάζεται να τονίσω ότι απέφυγα-όπως ο «διάολος το λιβάνι» να μην διανθίσω την Ομιλία μου με τα ντεσού που μου εξιστόρησαν άλλοι που γνώριζαν πρόσωπα και πράγματα, καταστάσεις, προτίμησα σεβόμενος τις ζωές Όλων να συμπληρώσω με Βιβλιογραφικές και Αρθρογραφικές πληροφορίες την Εκτός Εμπορίου αυτή Έκδοση. Αν δεν λαθεύω στις σημερινές μου αναγνώσεις το όνομα της πεζογράφου Πειραιώτισσας Μαρίας Περικλή Ράλλη, δεν μνημονεύεται συχνά εντός και εκτός των πνευματικών Μακρών Τειχών του πρώτου λιμανιού. Αν και αποτελεί έναν από τους πνευματικούς κρίκους της Πειραϊκής Λογοτεχνικής Σχολής και Παράδοσης. Είθε η αντιγραφή και ανάρτηση να σταθεί αφορμή να ασχοληθούν οι νεότερες γενιές συγγραφέων και αναγνωστών Πειραιωτών και μη με το έργο και την προσφορά της.

Το Βιβλίο χωρίζεται σε:

Ευχαριστίες, 3

Αφιέρωση, 5-6

Η Γυναικεία Γραφή, 7-11

Ο Γυναικείος ποιητικός περίγυρος, 13-16

Ο Οικογενειακός περίγυρος, 17-18

Χρονολόγιο Μαρίας Περικλή Ράλλη, 19-21

Ο Εργογραφικό της κύκλος, 23-24

Η Πεζογράφος, 25-32

Η Ποιήτρια, 33-51

Ενδεικτική Βιβλιογραφία, 53-57

          ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Κυρίες και κύριοι, σας ευχαριστώ που είχατε την καλοσύνη να παρευρίσκεστε σήμερα μαζί μας στο μικρό αυτό φιλολογικό μνημόσυνο στη μνήμη της Πειραιώτισσας ποιήτριας και πεζογράφου Μαρίας Κωνσταντοπούλου Περικλή Ράλλη.

          Ευχαριστώ την έφορο του Πειραϊκού Συνδέσμου συγγραφέα κ. Τούλα Μπούτου, καθώς και την Διοίκηση του Συνδέσμου για την πρόσκληση να δώσω την ομιλία αυτή, την παραχώρηση της αίθουσας καθώς και για τα έξοδα της εκδήλωσης.

          Οφείλω ακόμα, να εκφράσω τις ευχαριστίες μου, στον εκδοτικό οίκο «Οι Εκδόσεις των Φίλων» και τον κ. Κώστα Τσιρόπουλο για την προσφορά του προς εμένα του ποιητικού βιβλίου «Λόγια σε νεκρό» της Μ. Περικλή Ράλλη, που κυκλοφόρησε εκτός εμπορίου από τον εκδοτικό του οίκο.

          Την κ. Τζένη Κυριακάκου προϊσταμένη της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Πειραιά και την κ. Κωνσταντίνα Βλάχου υπάλληλο Βιβλιοθήκης για την βοήθειά τους.

          ΑΦΙΕΡΩΣΗ

Θα ήθελα να μου επιτρέψετε την αποψινή μας συγκέντρωση να την αφιερώσω σε τρείς κυρίες του Πειραιά. Τρεις πικρολεβεντομάνες, τρείς πολύαλγες μητρικές υπάρξεις που πριν εκπνεύσει το 2005 κοινή σκοτεινή μοίρα τις ένωσε.

          Την κ. Τούλα Μπούτου που πριν φύγει το 2005 έχασε το γιό της Γιώργο Λαμπράκη, την κ. Τασία Αναστασοπούλου που πριν φύγει το 2005 έχασε το γιό της και μαθητή μου Γιάννη Αναστασόπουλο και την κ. Ευαγγελία Σολωμού που πριν φύγει το 2005 έχασε το γιό της Βασίλη Σολωμό.

          Και να ενώσω νοερά, τη φωνή της μοναξιάς του ποιητή, στην πυρφόρα απόγνωση της ψυχής των τριών μανάδων. Στη λυγμική προσευχή τους, για τα τρία παιδιά που έφυγαν τόσο νωρίς από κοντά μας. Και ταξιδεύουν τώρα, συντροφιά- μια τρελοπαρέα- στους πανέρημους κόσμους του απαρηγόρητου καημού, και αιμοδοτούν το μνημονικό μας ανθογυάλι και μας αναμένουν, παίζοντας με τους πεσσούς των αισθημάτων μας.

          Εμάς, που με τα πονοκεντίδια των λέξεων προσπαθούμε να ξορκίσουμε το μοιραίο, το αναμενόμενο, και αινιγματικά σκοτεινό γεγονός. Οι μοιραίοι εμείς, οι κλόουν της θλίψης.

          Ή όπως έγραψε και η Μαρία Περικλή Ράλλη, που και εκείνη, πολύ νωρίς, θρήνησε το χαμό του μοναχογιού της:

          «Η μάνα γης σαν ανοίγει τα σπλάχνα της, καταπίνει γυμνούς μονάχα τους ανθρώπους. Παίρνει τους γέρους και φτιάνει τους κορμούς των δέντρων, παίρνει τους νιους και φτιάνει τις πηγές των νερών και δένει τους καρπούς στα φύλλα. Παίρνει και τα παιδιά, για τα χαμομήλια, τους πανσέδες, τις παπαρούνες, τις κίτρινες μαργαρίτες και όλα τα λογής χρώματα του κάμπου και του περιβολιού.».

          Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΓΡΑΦΗ

          Έχουν περάσει αρκετές δεκαετίες από τότε, που η σύντροφος του υπαρξιστή φιλόσοφου Ζαν Πωλ Σαρτρ συγγραφέας Σιμόν ντε Μπωβουάρ, έθετε το ερώτημα, αν υπάρχει γυναικεία γραφή. Ακολουθώντας τον ευρύτερο πολιτικό- κοινωνικό και φεμινιστικό επαναστατικό προβληματισμό της εποχής της στη Δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Οφείλουμε, επίσης, να μνημονεύσουμε το έργο και τη συνεισφορά της Αγγλίδας πεζογράφου Βιρτζίνια Γουλφ στο επιστημολογικής τάξεως αυτό ζήτημα.

          Το αν υπάρχει γυναικεία γραφή ή γυναικείος λόγος, για να χρησιμοποιήσω δύο όχι και τόσο συμβατικούς ίσως όρους στις ημέρες μας, σε αντιδιαστολή με την αντρική γραφή ή τον αντρικό λόγο, έρχεται συχνά το ερώτημα αυτό και απασχολεί τον στοχασμό και τη γραφή αρκετών δημιουργών, στο εξωτερικό συχνότερα και μονιμότερα, αλλά και στον Ελλαδικό χώρο.

          Κατά ποιόν τρόπο, ή πώς ένα λογοτεχνικό είδος (ποίηση, πεζογραφία, δοκίμιο, θέατρο κλπ.) μπορεί να προσδιοριστεί από το γένος του δημιουργού, σε ποιο βαθμό και τι έκταση. Και πώς αυτό μπορεί να ερμηνευθεί με γλωσσικούς κώδικες και συγκεκριμένη τυπολογία, που ας μην το αμφισβητούμε, είναι καθαρώς αρσενοκεντρική. Η πολιτισμική οντολογία του Κόσμου μας, οι σωτηριολογικές του αξίες, οι μεταφυσικές του εσχατολογίες, οι ιστορικές του ερμηνευτικές, οι ερωτικές του σταθερές, οι προσδιοριστικές προθέσεις ζωής, και εν μέρει οι αισθητικές του αναφορές είναι φυλετικά προσδιορίσημες μονοσήμαντα. Το κυρίαρχο και δεσπόζων φύλο μέσα στον Πολιτισμό είναι το αρσενικό. Ο Δυτικός Πολιτισμός και η σύνολη κουλτούρα και ιστορία του στηρίζεται σε μυθολογικά πρότυπα και συμβολισμούς που προέρχονται κυρίως από το αντρικό φύλο. Η κουλτούρα και πολιτιστική παράδοση νομιμότητας είναι αρσενική. Η αντανάκλαση του Δυτικού Κόσμου στον καθρέπτη των αξιών του δεν μας φανερώνει μια πολυσημία αξιολογικών δοξασιών τόσο, όσο ένα συγκεκριμένο μοντέλο έκφρασης και αναπαραγωγής, φυλετικά προσδιορίσημο και κοινωνικά προβλέψιμο στην ιστορική του διαδρομή. Ο αντρικός κόσμος και παρουσία είναι εκείνος που ποδηγέτησε  δεσμευτικά και κυρίαρχα τόσο την κοινωνία όσο και την ιδεολογία και κατ΄ επέκταση και τους παιδευτικούς και της αγωγής εκπαιδευτικούς μηχανισμούς. Το αυτό ισχύει και για την γλώσσα, ως μέσον κατανόησης και ερμηνείας του κόσμου, στις μεταφυσικές της απολήξεις. Μπορεί να είναι γένους θηλυκού, η δομή της όμως-όπως και η σκέψη φυσικά- είναι βασισμένη και προσανατολισμένη πρώτιστα σε επικυρίαρχα ερμηνευτικά πρότυπα που απορρέουν από το αντρικό φύλο. Ο Λόγος έγινε Σάρκα μας λέει ο μύθος και όχι το αντίθετο.

          Στον Ελληνικό χώρο, η ποιήτρια και δοκιμιογράφος Άντεια Φραντζή προτείνει έναν εύστοχο διαχωρισμό ανάμεσα στη γυναικεία γραφή και το γυναικείο λόγο. Γράφει: «Ως ένα βαθμό πιστεύω πως υπάρχει η δυνατότητα να προσανατολίσουμε τη σκέψη μας σε μια βασική τουλάχιστον, διάκριση, που για την μεν «γυναικεία γραφή» θα πρέπει να οριστεί ως γλωσσικής τάξεως και για τον «γυναικείο λόγο» ως ιδεολογικής τάξεως.». στο «Υπάρχει, λοιπόν, γυναικεία ποίηση;» Αθήνα 1990, σ. 14

          Ο τεχνικός αυτός διαχωρισμός της δοκιμιογράφου, μας επιτρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα τη θέση που διαχρονικά κατέχει η γυναίκα δημιουργός, αναγνώστρια ή καταναλώτρια της καλλιτεχνικής δημιουργίας, τη συνείδηση που έχει της αποστολής της, πώς την χρησιμοποιεί, και πώς προσλαμβάνεται αυτή τόσο από τις άλλες ομοτέχνους της όσο και από την υπόλοιπη κοινωνία. Με τους ερμηνευτικούς αυτούς όρους, μπορούμε ευκολότερα να επεξεργαστούμε τους διλημματικής υφής αισθητικούς προβληματισμούς μας και να διευρύνουμε την κοινωνική μας στοχοθεσία όσον αφορά τη γυναικεία καλλιτεχνική δημιουργία.

          Είναι γνωστό, ότι μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο γυναικείος ζωτικός καλλιτεχνικός- λογοτεχνικός χώρος σε σχέση τον αντρικό αυξήθηκε θεαματικά. Η λογοτεχνική θεματολογία και προβληματική των γυναικών αυτονομήθηκε δραστικά από τα αντρικά πρότυπα και μοτίβα. Χειραφετήθηκε σε σημείο μη αναστρέψιμο. Απαλλάχθηκε- στο βαθμό και το επίπεδο πνευματικής καλλιέργειας των γυναικών δημιουργών- από τον ασφυκτικό και μονοπρόσιμο κλοιό των αντρικών λογοτεχνικών φαντασιώσεων. Χωρίς να πάψει να είναι το «σκοτεινό αντικείμενο του πόθου» των αντρών δημιουργών, η γυναίκα δημιουργός στις ημέρες μας οριοθετεί ευκολότερα το γένος της μέσα στο καλλιτεχνικό είδος, προσδιορίζει με τους δικούς της όρους τη λογοτεχνική και όχι μόνο ταυτότητά της και ψηλαφεί την όποια ιδιαιτερότητά της- του φύλου της-με μεγαλύτερη ευκολία και ελευθερία κινήσεων. Είτε ως λογοτεχνικό μοτίβο σταθερής αναφοράς, είτε ως κοινωνικό πρότυπο προσδιορισμένων δυνατοτήτων.

          Πέρα από τον όποιο προσδιορισμό της γυναικείας «διαφορότητας», εκείνο που θεωρώ ότι έχει σημασία σε μια μεταφεμινιστική κοινωνία, σε έναν Κόσμο του Θεάματος, κατά τον Γκυ Ντεμπόρ, είναι ο τρόπος πρόσληψης και ερμηνείας των διαφόρων και πολυποίκιλων ουσιαστικών πολιτικών- κοινωνικών προβλημάτων των σύγχρονων κοινωνιών και από τα δύο γένη.

          Η σταθερή και σταδιακή απομάγευση του Κόσμου μας, επέφερε εκτός από τον οντολογικό επαναπροσδιορισμό του ανθρώπου, τη διαρραγή των ερμηνευτικών του ιστών, και την αποκαθήλωση της Τέχνης, ως σημείο αναφοράς του καθημερινού βίου των ανθρώπων. Ως τρόπο του κοινωνικώς φέρεσθαι, ως ήθος ζωής, και ως πνευματικώς ζειν, που εκπορεύεται από την παραμυθιακή αχλή της όποιας καλλιτεχνικής δημιουργίας. Τα λεγόμενα «σωστικά ψεύδη της Τέχνης» κατά τον Θείο Πλάτωνα δεν κοινωνούν πλέον με τον άνθρωπο. (Χωρίς τους καρπούς της Τέχνης, ούτε Θρησκεία, ούτε Ηθική, ούτε Αισθητική μπορεί να υπάρξει. Μια και η Τέχνη είναι εκείνη που μορφοποιεί τα ερωτήματα του Ανθρώπου, τα καθιστά οικειότερα.).

          Και σ’ αυτού του είδους τα προβλήματα οφείλει να απαντήσει η σύγχρονη και μοντέρνα χειραφετημένη γυναικεία γραφή.

          Σ’ έναν κόσμο χωρίς κεντρικούς κυρίαρχους πολιτισμικούς συνεκτικούς μύθους αναφοράς, η γυναικεία φωνή μαζί με την αντρική μπορεί να συμβάλλει στην επανεύρεση των αρχέγονων ανθρωπιστικών προτάσεων ζωής. Στην επανεύρεση του πνευματικού  «χαμένου κέντρου» τόσο μέσα στη ζωή όσο και μέσα στο χώρο της Τέχνης.

          Το πρώτο μάλλον βιβλίο που αναφέρεται στη γυναικεία γραφή είναι εκείνο του Σπυρίδωνα δε Βιάζη, «Διαπρεπείς Ελληνίδες κατά τον ΙΘ΄ αιώνα», Αθήνα 1907. Ακολουθεί η ποιητική ανθολογία του Δημήτρη Λαμπίκη, «Ελληνίδες Ποιήτριες», Αθήνα 1936. Η πρώτη γυναικεία ποιητική ανθολογία που περιλαμβάνει 86 γυναικείες ποιητικές φωνές. Το βιβλίο του Ιάκωβου Χ. Δραγάτση, «Το Φανάρι και αι Φαναριώτισσαι», Αθήνα 1936. Η μελέτη σταθμός για τη γυναικεία παρουσία, της ποιήτριας Αθηνάς Ταρσούλη, «Ελληνίδες Ποιήτριες 1857-1940», Αθήνα 1951. Ο τόμος σε τρείς κύκλους αναλύει το έργο 34 Ποιητριών. Το βιβλίο του Απόστολου Κωνσταντινίδου, «Διανοούμενες Ελληνίδες της Αιγύπτου», Αθήνα 1966. Το βιβλίο του Δημήτρη Λιάτσου, «Οι Ελληνίδες στα γράμματά μας», Αθήνα 1966. Το βιβλίο της ποιήτριας Χρυσάνθης Ζιτσαίας, «Κύπριες Λογοτέχνιδες», Θεσσαλονίκη 1972. Τα βιβλία για την γυναικεία ιστορική περιπέτεια και προσωπικότητα Κούλα Ξηραδάκη. Το δίτομο έργο του Στάθη Μάρα, «Η Γυναίκα», Αθήνα 1990. Τα συλλογικά βιβλία «Ελληνίδες Πεζογράφοι», Αθήνα 1975. Το «Η Γυναίκα στην Νεοελληνική Ποίηση», Αθήνα 1988. Το μελέτημα «Γυναίκα και λογοτεχνία- περιφερειακό συνέδριο» Κομοτηνή 1995. Το «Αίσθηση Γυναίκας», Αθήνα 2000. Για να αναφέρω ενδεικτικούς τίτλους βιβλίων που αφορούν και εξετάζουν τη Γυναικεία Γραφή. Αξίζει να μνημονεύσουμε ότι η πρώτη «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» που αναφέρεται σε ξεχωριστό κεφάλαιο για τις γυναίκες δημιουργούς είναι αυτή του Γιάννη Κορδάτου, Αθήνα 1962. Όσο για τα μεμονωμένα άρθρα και μελετήματα, από την εποχή που ο Συριανός συγγραφέας Εμμανουήλ Ροϊδης έγραψε το «Αι γράφουσσαι» μέχρι τις ημέρες μας, είναι πάρα πολλά, τόσο στα περιοδικά όσο και στις σελίδες των εφημερίδων.

          Ο ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΣ ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΠΕΡΊΓΥΡΟΣ

Στον Ελλαδικό χώρο τον ασφυκτικά μικρό και συντηρητικά μίζερο, θρησκόληπτο σε πολλές ατομικές του αντιδράσεις και κοινωνικές εκδηλώσεις, οι γυναικείες φωνές λογιοσύνης δεν έλειψαν κατά τη διάρκεια την μετά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 εποχή.

          Η Ευανθία Καϊρη από την Νάξο, (αδερφή του Θεόφιλου Καϊρη) είναι μία από τις πρώτες σημαντικές χειραφετημένες γυναικείες φωνές του 19ου αιώνα. Η («Επιστολή Ελληνίδων Τινών προς τας Φιλελληνίδας» 1825) αποτελεί ιστορικό μνημείο, για την θέση της Ελληνίδας γυναίκας στην εποχή της.

          Η δραστήρια κοινωνικά και πνευματικά καλλιεργημένη Καλλιρόη Παρρέν, με την θρυλική έκδοση της «Εφημερίδας των Κυριών» και το πλούσιο συγγραφικό της έργο, συνέβαλε στην ανύψωση του βιοτικού επιπέδου των Ελληνίδων, στο άνοιγμα της σκέψης των.

          Η Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου, με την ενδιαφέρουσα «Αυτοβιογραφία» της.

          Η πεζογράφος Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, που θεωρείται μία από τις πρωτοπόρους διηγηματογράφους της Ελλάδας.

          Η ερωτικότατη Μαρίκα Πίπιζα, η λησμονημένη τρυφερή ποιήτρια με το μελαγχολικό ποιητικό της τόνο, το έντονο ελεγειακό της παράπονο και την επίκαιρη για την εποχή της πατριδολατρία. Είναι από τις πρώτες γυναικείες φωνές που ψάλλουν με περιπάθεια τον έντονο γυναικείο ερωτισμό τους.

          Η ποιήτρια Δώρα Μοάτσου (Βάρναλη), που παρά την πεζολογική και κάπως επεξηγηματική εκφραστική της διάθεση, διαθέτει πλούσιο μελωδικό τόνο το έργο της και λαγαρή παραστατικότητα.

          Η Αιμιλία Κούρτελη Δάφνη, η σημαντική αυτή ποιητική φωνή με την μεγάλη για την εποχή της πνευματική καλλιέργεια, τον κοχλάζοντα ερωτισμό της και τις πρωτοποριακές της ιδέες. Που χάθηκε, σκεπάστηκε η φωνή της από το έργο του συγγραφέα άντρα της Στέφανου Δάφνη.

          Η Κλεαρέτη Δίπλα Μαλάμου, η λυρική γυναικεία φωνή, η τόσο παρεξηγημένη μέσα στο Καρυωτακικό ποιητικό έργο. Με την μεταβαλλόμενη κλίμακα των ποιητικών της διαθέσεων και τους ιδεαλιστικούς πεζογραφικούς της απόηχους.

Η ερωτικά λιτόλογη λυρική ποιήτρια Λιλή Πατρικίου Ιακωβίδη.

Η αρσενικόψυχη και επαναστατική φυσιογνωμία της συγγραφέως Γαλάτειας Καζαντζάκη.

Η χαμηλόφωνη και πληθωρική φωνή της Χρυσάνθης Ζιτσαίας.

Η θρησκευτική και Κλωντελική φωνή της Μελισσάνθης.

Η οντολογική πλούσια φωνή και παρουσία της Ζωής Καρέλλη.

Η «αριστοκρατική» και χειραφετημένη κοινωνικά ευαισθησία της φωνής της Μαρίας Πολυδούρη, που ατυχώς προσδέθηκε στο Καρυωτακικό άρμα. Που ο τραγικός της δεσμός και παθιασμένος της έρωτας με το μεγάλο αυτόχειρα λειτούργησε δεσμευτικά για το έργο της.

Η ηδυπαθέστατη Μυρτιώτισσα, πρυτανεύουσα παρουσία στη μεγάλη ομάδα των γυναικείων φωνών. Η πρώτη γυναικεία (σύγχρονη) ποιητική φωνή που με το έργο της προσδιορίζει τη θηλυκή ετερότητα. Η ηθοποιός και μεταφράστρια

Η σημαντική Διαλεχτή Ζευγώλη Γλέζου, με τα εξαίρετα δίστιχά της, τα λεγόμενα κοτσάκια.

Η μυστικοπαθής θρησκευτική φωνή της Όλγας Βότση, με τις εξαίρετες επίσης μεταφράσεις της (Φράνς Κάφκα)

Ο υποβλητικός μουσικός τόνος των στίχων της ηρωικής Σοφίας Μαυροειδή Παπαδάκη. Της αντιστασιακής εαμίτισσας δασκάλας με τον πειθαρχημένο στίχο και την υψηλή θερμοκρασία του ποιητικού ερωτικού της λόγου.

Τέλος, ο συντροφικός παλμός, ο πλούτος και το εύρος των λογοτεχνικών γνώσεων της αγωνίστριας ποιήτριας, μεταφράστριας και ανθολόγου Ρίτας Μπούμη Παππά.

Για να σταθούμε σε ενδεικτικά ονόματα, γυναικείων ιδανικών ποιητικών φωνών. Σε φωνές του παρελθόντος. Σε ελάχιστα ποιητικά φυράματα που μεσουρανούσαν πριν αλλά και μετά τον Μεσοπόλεμο στο λογοτεχνικό στερέωμα. Και που σήμερα έχουν ξεχαστεί όπως και τόσα άλλα ή φυλάσσονται σκονισμένα σαν πολύτιμο τζιβαερικό στο εικονοστάσι της μνήμης.

          Μέσα σε αυτό το ποιητικό κλίμα για να περιοριστώ μόνο στις γυναικείες ποιητικές φωνές αναδύθηκε ο ποιητικός λόγος της Μαρίας Περικλή Ράλλη.

          Σε μιά χρονική περίοδο που η Ελλάδα θρηνούσε τη διάψευση των Εθνικών της ελπίδων, και την αυτοκτονία των γηγενών γοητειών της. Ο παλαιοελλαδιτισμός είχε αρχίσει να χάνει έδαφος και η θητεία της Παλαμικής μεγαλοσύνης έδυε μαζί με την εποχή που την εξέφραζε. Ιστορικά η Ελλάδα είχε βαλτώσει στην απραξία των στρατιωτικών κινημάτων.

          Η γενιά του 1920, αδρανής και τελματωμένη χωρίς ξεκάθαρους στόχους, προσπαθούσε να ανακαλύψει τη χαμένη της ισορροπία μέσα στον πολεμικό κουρνιαχτό και τα ερείπια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Μετέωρη και προδομένη από τα ίδια της τα ιδανικά οδηγήθηκε στη Μικρασιατική Καταστροφή από τους «Καβαφικούς» βαρβάρους των πολιτικών και κοινωνικών της επιλογών. Από τους διάφορους ιδεολογικούς ταχυδακτυλουργισμούς ανάξιων ηγετών της.

          Σε αυτό το κλίμα της πουριτανικής πεζότητας και της νωθρής ελπίδας ο Κωστής Παλαμάς δέσποζε ακόμα στα καλλιτεχνικά γεγονότα της εποχής έστω και αν σημαντική θέση κατείχαν ήδη οι επίγονοι.

          Την περίοδο αυτή, το μόνο ρόλο που δέχονταν η Ελληνική κοινωνία για τις γυναίκες ήταν αυτός της καλής και τίμιας οικοδέσποινας. Περιορισμένης συνήθως στις μικρές ή μεγάλες ονειροπόλες νευρώσεις της. Κάθε άλλος ρόλος αποτελούσε πρόβλημα για την οικογένεια ή σκάνδαλο για το σύζυγο. Οι γυναίκες ήσαν ή νεραΐδες ή μάγισσες.

          Την περίοδο αυτή, συγκεκριμένα το 1932 η Μαρία Κωνσταντοπούλου Περικλή Ράλλη εκδίδει από τις εκδόσεις «Πυρσός» την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Γυναικεία Λόγια».

          Ο  ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΣ  ΠΕΡΙΓΥΡΟΣ

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο συγγραφέας και φίλος της οικογένειας Κωνσταντοπούλου, Θανάσης Πετσάλης Διομήδης, σε κείμενό του για τη συγγραφέα, οι ρίζες της οικογένειας Μ.Π. Ράλλη ανάγονται στα χρόνια της Τουρκοκρατίας.

Γράφει: «Στα στερνά χρόνια της Τουρκοκρατίας ζούσε κάτω στο Μοριά ένας Αντώνης Κωνσταντόπουλος, χαράκτης και χρυσοχόος, από την Αρκαδία, άνθρωπος χαρισματικός, καλλιτέχνης. Ανάμεσα στα πολλά παιδιά της οικογένειάς του μνημονεύονται και τρία αγόρια. Ο Βασίλης, ο Γιώργος και ο Αντώνης.

          Ο Αντώνης Κωνσταντόπουλος εγκαταλείπει την ιδιαιτέρα του πατρίδα και εγκαθίσταται στην περιοχή της Στυλίδας, όπου και εργάζεται στον πρώτο αλευρόμυλο της Ελλάδας που ανήκει σε κάποιον επιχειρηματία με το όνομα Αγαθοκλής. Ο Αντώνης διαπρέπει στην εργασία του και σε μικρό χρονικό διάστημα αναλαμβάνει τη διεύθυνση της επιχείρησης. Γύρω στα 1890 εγκαταλείπει τη Στυλίδα και εγκαθίσταται στον Πειραιά όπου συνεχίζει μόνος του πλέον τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες.

          Ο Γιώργος Κωνσταντόπουλος, ο άλλος αδελφός ακολουθώντας τα επαγγελματικά χνάρια του πατέρα τους εγκαθίσταται στο Άργος όπου παντρεύεται την κόρη του στρατιωτικού γιατρού Λεωνίδα Ζωγράφου.

          Ο τρίτος από τ’ αδέλφια ο Βασίλης, παραμένει στο Ναύπλιο κοντά στον πατέρα τους Αντώνη, όπου και κληρονομεί την οικογενειακή επιχείρηση, το χρυσοχοείο. Στο Ναύπλιο παντρεύεται την Ελένη Μαλανδρίνου αδερφή του καθηγητή της Παιδιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Χρήστου Μαλανδρίνου.

          Ο πρώτος από τ’ αδέλφια ο Αντώνης, εγκατεστημένος πλέον μόνιμα στον Πειραιά και έχοντας αποκτήσει Πειραϊκή επιχειρηματική συνείδηση, προσκαλεί τα αδέρφια του ανάμεσά τους και τον Βασίλη, να έρθουν στον Πειραιά και να συνεργαστούν μαζί  του στην επιχείρηση που είχε ιδρύσει.

          Προς τα τέλη του προπερασμένου αιώνα οι Αδερφοί Κωνσταντόπουλοι αγοράζουν τον πρώτο αλευρόμυλο που είχε κτιστεί στον Πειραιά από τον επιχειρηματία Πατσιάδη, και επεκτείνουν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες.».

          Ο Βασίλης Κωνσταντόπουλος από το γάμο του με την Ελένη Μαλανδρίνου αποκτά επτά παιδιά. Πέντε κορίτσια και δύο αγόρια. Βλέπε μεταξύ άλλων και «Λεύκωμα Κατίνας Παξινού-Αλέξη Μινωτή». Τα εξής:

Το Γιώργο, τη Νίτσα, την Αθηνά (Δηλαβέρη), την Αικατερίνη (τη μεγάλη μας τραγωδό Παξινού), τον Λευτέρη, την Μαρία (τη συγγραφέα Μαρία Π. Ράλλη) και τη Βαρβάρα Κωνσταντοπούλου σημαντική ζωγράφο και μουσικό η οποία διέπρεψε στην Αγγλία.

          Για την εμπορική δραστηριότητα της Οικογένειας Κωνσταντοπούλου που οι Κυλινδρόμυλοι της βρίσκονταν στην περιοχή των Καμινίων, υπάρχουν και ψήγματα αναφοράς στο βιβλίο του Γιάννη Γιαννιτσιώτη, «Η κοινωνική ιστορία του Πειραιά 1860- 1910», Αθήνα 2006.

          ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ  ΜΑΡΙΑΣ  ΠΕΡΙΚΛΗ  ΡΑΛΛΗ

Η χρονολογία γέννησης της Μ. Π. Ράλλη δεν αναφέρεται με ακρίβεια από τους μελετητές του έργου της. Ο Πέτρος Χάρης σε κείμενό του αναφέρει σαν χρονολογία το 1905, στον αφιερωματικό τόμο προς τιμή της «Ξενάγηση στη Μ. Π. Ράλλη» το 1902. Η ποιήτρια και ανθολόγος στο αξιόλογο βιβλίο της «Ελληνίδες Ποιήτριες» το 1906. Ο Δημήτρης Λαμπίκης στο βιβλίο του «Ελληνίδες Ποιήτριες» το 1904, άλλοι, όπως ο Μιχάλης Περάνθης, ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος το 1912 κλπ. Στο κείμενό του ο δημοσιογράφος Γιώργος Πηλιχός της εφημερίδας «Τα Νέα» 5/1/1976 «Μ. Π. Ράλλη: ευγένεια και στοχασμός- έφυγε προχθές για πάντα» αναφέρει τη χρονολογία 1906 που γράφει και η Αθηνά Ταρσούλη. Αυτή τη χρονολογία υιοθέτησα και εγώ, με το ρίσκο να έχω πέσει έξω. Υπάρχει και μιά έμμεση μαρτυρία της ίδιας της ποιήτριας. Στη συλλογή της «Γυναικεία Λόγια» γράφει: «Δεν θέλω πια τη λύπη να φιλήσω/ εικοσιέξη κρίνους θα μυρίσω/ που μου στολίζουν τα μαλλιά./ Να λιγωθούν οι πίκρες όλες…»

          Αν αφαιρέσουμε το 26 από το 1932 που εκδόθηκε η συλλογή οδηγούμαστε στο 1906. Η εποχή που γεννήθηκε η ποιήτρια είναι γνωστή στην εποχή του Άρθουρ Λίμπερτυ ή Άρ Νουβώ.

          Πάντως είναι σίγουρο ότι γεννήθηκε μετά την Κατίνα Παξινού 15 Δεκεμβρίου 1900.

Το 1907 χάνει τον πατέρα της Βασίλη Κωνσταντόπουλο.

Το 1908 τη συναντάμε στο Παρθεναγωγείο Παπακώστα στο κέντρο του Πειραιά να φοιτά μαζί με τις αδελφές της.

Το 1921 παντρεύεται το δικηγόρο και πολιτευτή Περικλή Ράλλη, συνεργάτη του πολιτικού Παναγή Τσαλδάρη.

Το 1922 γεννιέται ο μοναχογιός της Δωρής Ράλλης.

Το 1935 ο σύζυγός της διορίζεται υπουργός των Εσωτερικών.

Την Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου του 1943 στις τέσσερεις παρά τέταρτο το απόγευμα ο μοναχογιός της Δωρής αυτοκτονεί. Εδώ οφείλουμε να σημειώσουμε τα εξής: Ο γιος της Μαρίας Περικλή Ράλλη ήταν ένας ήρωας και ένα από τα χιλιάδες θύματα της Κατοχής. Ο νεαρός Δωρής σαν άλλος «Γιώργος Θαλάσσης» μαζί με άλλους συμφοιτητές του είχε αναπτύξει αντιστασιακή δράση κατά των κατακτητών την περίοδο της Ιταλικής Κατοχής στην Ελλάδα. Είχε συλληφθεί και βασανιστεί φρικτά από τους κατακτητές. Δεν πρόδωσε τα ιδανικά του, τους συντρόφους του, και δεν μαρτύρησε ποτέ, τους συμφοιτητές συνεργάτες του. Η φρικτή εμπειρία του από τα βασανιστήρια που υπέστη από τους Ιταλούς, επέφερε ένα βαρύ κλονισμό στην υγεία του που δυστυχώς δεν κατόρθωσε να ξεπεράσει, με αποτέλεσμα το μοιραίο τέλος του.

Το 1945 πεθαίνει ο σύζυγός της Περικλής Ράλλης μόλις 54 ετών.

Το 1946 ο συγγραφέας Στράτης Μυριβήλης της αφιερώνει το αφήγημά του «Ο Παν».

Το 1954 συμμετέχει στο Διεθνές ποιητικό Συνέδριο στο Βέλγιο.

Την περίοδο 1956-1965 την συναντάμε σαν δραστήριο μέλος στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΛΣ στην οποία για ένα μικρό διάστημα άσκησε τα καθήκοντα του Γενικού Διευθυντή.

Το 1958 εκλέγεται Γενικός Γραμματέας της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, στη θέση αυτή θα παραμείνει μέχρι τον θάνατό της.

Το 1965 λαμβάνει το Α΄ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για το βιβλίο της «Από το ένα στο άλλο». Το Β΄ κερδίζει ο πεζογράφος Πέτρος Αμπατζόγλου για το έργο του «Ισορροπία τρόμου».

Το 1971 πεθαίνει η αδερφή της και Δημοτική Σύμβουλος Πειραιά, Αθηνά Δηλαβέρη. Η Αθηνά Δηλαβέρη είχε μειοψηφήσει ως δημοτική σύμβουλος στο γκρέμισμα του Παλαιού Ρολογιού- Δημαρχείου της Πόλης.

Στις 22 Φεβρουαρίου 1973 φεύγει από την ζωή η αδερφή της και μεγάλη τραγωδός η Κατίνα Παξινού.

Το 1974 πεθαίνει ο αδερφός της Λευτέρης.

Τέλος στις 3 Ιανουαρίου ημέρα Σάββατο χαράματα, αφήνει τον μάταιο τούτο κόσμο και η ίδια.

          Όπως εύκολα διαπιστώνει ο μελετητής του βίου της, η προσωπική της ζωή από πολύ νωρίς σημαδεύτηκε από τον Θάνατο. Σαν ολόκληρη η ζωή της να ήταν μία μνήμη θανάτου, αγαπημένων και προσφιλών της προσώπων. Αν η μεγάλη μας τραγωδός, αδερφή της Κατίνα Παξινού ερμήνευσε σε ολόκληρη την καλλιτεχνική της σταδιοδρομία τις σημαντικότερες αρχαίες ελληνικές τραγωδίες και ηρωίδες, η Μαρία Κωνσταντοπούλου Π. Ράλλη βίωσε την τραγωδία της ζωής της με όλο της το ψυχικό και της καρδιάς της μεγαλείο μέχρι το τέλος της θνητής της παρουσίας.

          Σαν μία τραγική ηρωϊδα βγαλμένη από τα σπλάχνα της Τέχνης.

          Ο ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΤΗΣ ΚΥΚΛΟΣ

Η Μαρία Περικλή Ράλλη παρουσιάζεται στα γράμματά μας με την ποιητική συλλογή «Γυναικεία Λόγια» το 1932.

Το 1934 ακολουθεί η δεύτερη ποιητική της συλλογή με τίτλο «Εξομολογήσεις».

Το 1938 εκδίδεται η ποιητική της συλλογή «Στίχοι».

Το 1943 από τις εκδόσεις «Πήγασος» εκδίδει την πραγματικά συγκλονιστική ποιητική της συλλογή (σωστότερα μακρόσυρτο μοιρολόϊ) «Λόγια σε νεκρό», που είναι αφιερωμένη στην απώλεια του μοναχογιού της.

          Μετά την συλλογή αυτή, συνειδητά και αποφασιστικά παύει να εκφράζεται με τον έμμετρο στίχο, την ποιητική γραφή. Στρέφει τα πνευματικά, συγγραφικά της ενδιαφέροντα και ανησυχίες προς την πρόζα, τον πεζό λόγο, το ταξιδιωτικό ημερολογιακό κείμενο.

Το 1944 μας δίνει τη νουβέλα «Μια γαλάζια γυναίκα».

Το 1945 κυκλοφορεί το «Για μια ζωγραφιά και για ένα σκύλο», που, όπως η ίδια γράφει είναι αφιερωμένο «Στην αρχαγγελική μορφή της νιότης που έφυγε».

Το 1956 στρέφει το ενδιαφέρον της προς την ταξιδιωτική λογοτεχνία και εκδίδει το έργο «Δρομολόγια και Καθυστερήσεις».

Την ίδια χρονιά εκδίδει ακόμα το ταξιδιωτικό της οδοιπορικό «Περίπατος στη Γερμανία- Η Γεωγραφία ονειρεύεται». Και κυκλοφορεί το πεζό της «Ένας κούκος σωπαίνει τη νύχτα».

Το 1957 κυκλοφορεί το ταξιδιωτικό χρονικό της «Στην Κύπρο φέγγει…». Είχε πρωτοδημοσιευθεί στην δημοκρατική εφημερίδα «Ελευθερία».     

Το 1964 εκδίδει το ταξιδιωτικό της «Περίπατος στη Ρουμανία και στη Μόσχα».

Την ίδια επίσης χρονιά κυκλοφορούν και τα Διηγήματά της «Από το ένα στο άλλο».

Το 1970 κυκλοφορούν τα Αφηγήματά της «Εσωτερική Γραφή».

Το 1973 εκδίδει το βιβλίο με τίτλο «Της Τέχνης και του Κόσμου». Ο τόμος αποτελείται από μικρές στοχαστικές της μελέτες και σκέψεις, σχόλια πάνω σε προβλήματα και ζητήματα της Τέχνης. Περιλαμβάνει ακόμα ένα μικρό κείμενο για τον Μικρασιάτη συγγραφέα Στράτη Μυριβήλη.

          Τέλος, ολοκληρώνει την συγγραφική της διαδρομή το 1974, επιστρέφοντας στον ποιητικό λόγο από τον οποίο ξεκίνησε. Εκδίδει την πιο ώριμη ποιητική της συλλογή με τίτλο «Ξεναγήσεις».

          Όπως αντιλαμβανόμαστε η Πειραιώτισσα συγγραφέας Μαρία Περικλή Ράλλη έκλεισε τη λογοτεχνική της παρουσία μέσα σε ένα ποιητικό κουκούλι. Άρχισε και ολοκλήρωσε την πορεία της- αν δεν είναι άστοχη η παρομοίωση- σαν βασίλισσα- μέλισσα ποιήτρια η οποία παρά τις αντίξοες συνθήκες του βίου της, το σκοτεινό παιχνίδι της ατομικής της Μοίρας, κυοφόρησε τους πνευματικούς της καρπούς στην κοχλάζουσα, ασφαλή μήτρα του ποιητικού λόγου.

          Η  ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ

   Η Μαρία Περικλή Ράλλη, μια κεντρική μονάδα μέσα στην γυναικεία και αντρική πεζογραφική παράδοση της Γενιάς του 1930, ευτύχησε να δει σχολιασμένο το έργο της από σημαντικούς λογοτέχνες και κριτικούς της εποχής της αλλά και μεταγενέστερους. Τηλέμαχος Αλαβέρας, Έλλη Αλεξίου, Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος, Δημήτρης Γιάκος, Άρης Δικταίος, Αντρέας Καραντώνης, Σαράντος Καργάκος, Τίμος Μαλάνος, Μιχάλης Γ. Μερακλής, Θανάσης Νιάρχος, Κλέων Παράσχος, Παντελής Πρεβελάκης, Μιχάλης Περάνθης, Βασίλης Ρώτας, Απόστολος Σαχίνης, Αθηνά Ταρσούλη, Δημήτρης Τσάκωνας, Αντώνης Φωστιέρης, Γιάννης Χατζίνης, Πέτρος Χάρης,…. Και ασφαλώς ο πιο συστηματικός της αναγνώστης, ο Κώστας Τσιρόπουλος, για να μνημονεύσω μερικά ενδεικτικά ονόματα από το πάνθεο των μελετητών της. Ονόματα αντρών και γυναικών συγγραφέων και κριτικών από διαφορετικές γενιές και λογοτεχνικές σχολές. Πρόσωπα που, από πολύ νωρίς σεβάστηκαν την αριστοκρατική της παρουσία και το βαθύ της πένθος. Ο Στράτης Μυριβήλης της αφιέρωσε το 1946 το βιβλίο του «Ο Παν». Ο Μηνάς Δημάκης το ποίημα «Έρχονται τα όνειρα» (ποιητική του συλλογή «Η Περιπέτεια»). Η Διαλεχτή Ζευγώλη Γλέζου το ποίημα «Θύμηση» (ποιητική του συλλογή «Φθινοπωρινό Φως»). Ο Γεώργιος Αθάνας τη «Μικρή Ελεγεία» (βλέπε περιοδικό «Νέα Εστία» τχ.1165/ 15-1-1976). Ο Γιάννης Ρίτσος το συγκλονιστικό ποίημα «Η Μαρία Ράλλη στα όνειρα» (βλέπε «Ξενάγηση στη Μ. Π. Ράλλη») κ.ά. (Ας υπενθυμίσουμε την δημόσια ενέργεια, προσπάθεια της Μ. Π. Ράλλη, όταν βρίσκονταν άρρωστος και φυλακισμένος ο κόκκινος ποιητής Γιάννης Ρίτσος να απελευθερωθεί από τα δεσμά των χουντικών δεσμωτών του, όταν άλλοι αρνήθηκαν να τον βοηθήσουν. Να υπογράψουν επιστολή υποστήριξης)

          Ποιήματά της και πεζά της συναντάμε στα περιοδικά: «Ορίζοντες» τχ. 4/4, 1944. «Γράμματα» τχ.1/1, 1944. «Καλλιτεχνική Ελλάδα» τχ.4-6/4,5,6, 1945. «Χριστιανικό Συμπόσιο» τόμος 3ος, 1968. «Φιλολογική Πρωτοχρονιά» τόμος 28ος, 1971. Στα περιοδικά «Νέα Εστία» τχ.228/1938, τχ.1331/1982, στο περιοδικό «Ευθύνη» τχ. 30/ 1974 και σε άλλα.

          Όταν με πρωτοβουλία του φιλόσοφου και πανεπιστημιακού, πολιτικού Κωνσταντίνου Τσάτσου 20 Ιουνίου 1948 δημιουργείται η «Εθνική Εταιρεία Λογοτεχνών», συναντάμε και την υπογραφή της Μαρίας Περικλή Ράλλη ανάμεσα στα ονόματα που υπογράφουν τη διακήρυξη. Πρέπει να τονισθεί ότι υπήρξε για αρκετές δεκαετίες (1958 έως το θάνατό της Γενική Γραμματέας της Ε.Ε. Λογοτεχνών) και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΛΣ (1956-1965). Έχει τιμηθεί με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος το 1965 και το Βραβείο Πεζογραφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το έργο της έχει ανθολογηθεί σε αρκετές Ελληνικές Ανθολογίες και ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στο Εξωτερικό σε αρκετές γλώσσες. Τα τελευταία χρόνια, όπως συμβαίνει και με άλλους αξιόλογους Έλληνες συγγραφείς, το έργο της έχει περιπέσει στη λήθη.

          Η Μαρία Περικλή Ράλλη σαν πεζογράφος, συστηματικά και εξακολουθητικά διακόπτει τη γραμμική αφήγησή της μέσα στο πεζογραφικό της έργο. Οι μικροί επεισοδιακοί κύκλοι της γραφής-οι περιορισμένοι συνήθως στα στενά όρια των ατομικών της περιστατικών-της αφηγηματικής της τεχνικής, δεν έχουν αρχιτεκτονική ισορροπία, επιμελημένη οργάνωση, κεντρικό μυθικό «πυρήνα», σταθερότητα στην σπονδύλωση της εξέλιξης της γραφής. Εισάγει στο έργο της μια «Καρτεσιανή» ανακολουθία των λογοτεχνικών συμβάντων και της υποτυπώδους δράσης των χαρακτήρων της. Αν δεν λαθεύω στις αναγνωστικές μου εκτιμήσεις. Κάτι που συνηθίζεται ως τεχνική από τους θιασώτες της Αντιμυθιστορηματικής Σχολής. Έτσι όπως μας την παρουσίασε ο Αλαίν Γκριγιέ. Έλλειψη φανερής πλοκής, συγκεχυμένα επεισόδια, εναλλασσόμενα τέλη και αρχές, ανακολουθίες του χρόνου, πολλές επαναλήψεις, ιδιόρρυθμη στίξη και σύνταξη των προτάσεων. Τα ιστορικά γεγονότα διακρίνονται από μία σποραδικότητα και μία τάση «διάλυσης» μέσα στην μυθοπλασία. Τα κοινωνικά περιστατικά είναι ισχνά, χωρίς δορυφορική επικουρική δράση μέσα στη σύνολη λογοτεχνική στρωματογραφία.

          Εκείνο που κυρίως πρυτανεύει  είναι οι γενικευμένες ψυχολογικές εντυπώσεις του γράφοντος υποκειμένου, η ψυχαναλυτική περιδιάβαση σε ως εικονογραφική πρόθεση, ο προσωπικός αυτοβιογραφικός στοχασμός, η ατομική έστω και θρυμματισμένη θεώρηση της πραγματικότητας, οι ψυχικές ταλαντώσεις της ανάμνησης, της μνήμης τα τραμπαλίσματα, αλλά και η ρυθμική καλλιέπεια του λόγου της εξομολόγησης, η αποκρυστάλλωση των συνειδησιακών μεταπτώσεων πάνω στον μνημονικό καθρέφτη. Μία ενδοκοσμική «θεία» τάξη του κόσμου διαρθρώνει τη σύνολη νοηματική της γραφή.

          Καθώς θραύει τους εσωτερικούς ιστούς της μυθοπλαστικής της οργάνωσης επικρατεί μιά μάλλον άναρχη αλλά κυρίως άμυθη εξπρεσιονιστική αισθαντικότητα. Στην απεικόνιση των δισήμαντων συναισθημάτων των δύο φύλων, η γυναικεία θεώρηση του κόσμου, η θηλυκή ερμηνεία των εσωτερικών γεγονότων και εξωτερικών συγκρούσεων είναι εκείνη που «αξιολογικά» αλλά και αισθητικά κυριαρχεί και φωτίζει την εξέλιξη. Το αντρικό στοιχείο-αν εξαιρέσουμε την τραγική περίπτωση του μοναχογιού της- είναι η αναγκαία αφορμή για να ξετυλιχθεί το κουβάρι της αφήγησης. Και σε ορισμένα σημεία των κειμένων, παρακολουθεί κάπως νωθρά τη γυναικεία περιγραφική ματιά που έχει και την πρωτοβουλία. Γράφει: «Και μη πολυσκοτίζεστε για τους άντρες. Έχουνε συνηθίσει ν’ απλώνουν και ν’ αρπάζουν αυτά που τους παραχωρούν οι άλλοι από αγάπη. Είναι και κακομαθημένοι από μικροί». Βλέπε σελ. 124 «Από το Ένα στο Άλλο».

          Η συγγραφική της τυπολογία, ανιχνεύεται τόσο στην ελλειπτική ιδεολογική της τεχνική (είναι κυρίως μονωδιακή) όσο και στην έντονη καθαρτήρια εξομολογητική της διάθεση. Στο λιγότερο κοινωνικό, περισσότερο αισθητικό, διάχυτο θηλυκό συναισθηματισμό που τείνει σε μια ουμανιστική εκλεκτικότητα. Σε έναν συνειδητό και σταθερό ανθρωπισμό που κυριαρχεί στη σύνολη συγγραφική της σύνθεση. Ποιητική, πεζογραφική, ταξιδιωτικών εντυπώσεων. Η πολιτική της γραφής της με την ευρύτερη και στενότερη έννοια του όρου λείπει από το έργο της. Όπως δεν συναντάμε ψήγματα αναφορών στον Πειραϊκό χώρο και τους ανθρώπους του. Οι δοκιμιακές της απόπειρες μάλλον δεν είναι άξιες κρίσεων. Είναι κοινότοπες απόψεις μάλλον «κακώς» επεξεργασμένες.

Τα Ταξιδιωτικά της κείμενα- οδοιπορικά, αποτελούν ένα άλλο κεφάλαιο. Είναι ενδιαφέρουσες προσωπικές της εντυπώσεις στοχαστικών προδιαγραφών με ένα εσωτερικό βλέμμα περισσότερο, περιγράφει τα τοπία, φωτογραφίζει τον ξένο χώρο χωρίς να λείπει από τον περιγραφικό της καμβά η πλούσια εικονογράφηση του χώρου. Ο ταξιδιωτικός της λόγος, έχει πολλές φορές το χρωματισμό της αντιμυθιστορηματικής της γραφής. Το ύφος της εξακολουθεί να είναι αριστοτεχνικό και συνήθως συναισθηματικά εξεζητημένο. Οι κρίσεις της δίκαιες ακόμα και όταν αναφέρεται σε ιδεολογικά αντίθετες προς τις δικές της οπτικής θέσεις. Γράφει: «Ψευδιαισθήσεις, ανάκατες εντυπώσεις από καθορισμένα και ακαθόριστα, από γνωστά και από μακρινά και χαμένα, νάτες οι αποσκευές μας. Αυτές θ’ ανοίξω για να ξαλλάξω να βγω και να συργιανίσω τον τόπο» σελ. 60. «Περίπατος στη Γερμανία». Και «Στις περιηγητικές εντυπώσεις που αραδιάζω σ’ αυτές τις σελίδες δε θ’ ασχοληθώ τόσο με την αντικειμενική απεικόνιση θα τις μεταφέρω εδώ με τον τρόπο που ο ταξιδιώτης γυρίζοντας από τον ξένο τόπο, μαζί με τα λογής-λογής αναμνηστικά, κουβαλά μέσα του και κάτι ακαθόριστα δώρα από συγκινήσεις, είτε αυτές αναφέρονται σε τέχνης έργα, είτε είναι πολιτείες, είτε πρόσωπα και περιστάσεις που του τύχανε», σελ. 13. «Δρομολόγια και Καθυστερήσεις».

Πάντως στη γνωστή μελέτη και ανθολογία της, η ερευνήτρια και συγγραφέας Αννίτα Π. Πανάρετου, «Ελληνική ταξιδιωτική λογοτεχνία», Αθήνα 1995 μόνο στον 1ο τόμο σελ. 87 αναφέρεται στη Μ. Π. Ράλλη και μάλιστα αρνητικά. Γράφει: ενώ στις χειρότερες περιπτώσεις θα συναντήσουμε μια απλή φωτογραφική απεικόνιση, συχνά θελκτική, χωρίς όμως εκείνο το πλησίασμα, που θα οδηγούσε στην καρδιά του τόπου (παράδειγμα οι «ήσσονες» ταξιδιογράφοι Μαρία Ράλλη, Άγγελος Δόξας, Άλκης Θρύλος».).

          Η Μ.Π. Ράλλη εξαρθρώνει την ορθολογιστική πραγματικότητα των γεγονότων της οριζόντιας αφηγηματικής της κατάθεσης και προβάλει μία ονειρική μαρτυρία. Εξίσου αποκαλυπτική και αληθινή των ψυχικά ελεγχόμενων πάντα καταστάσεων που βιώνει, που αγωνίζονται να σπάσουν την αστική κρούστα αγωγής της συνείδησης της πεζογράφου, με την οποία τις έχει καλύψει, και να αναδυθούν στην επιφάνεια του χρόνου της γραφής, χωρίς να προκαλέσουν κοινωνικούς ή αισθητικούς απωθητικούς κραδασμούς. Ξεχωρίζουμε με σιγουριά, ένα ισχυρό απόθεμα «ιδεαλιστικής υπέρβασης» θα σημειώναμε, μέσα στον περιγραφικό της καμβά. Συναντάμε την αγωνιώδη προσπάθειά της να αυτοαναλυθεί και αυτοελεγχθεί ταυτόχρονα. Μέσα από την μνημονική της παλινδρόμηση συντελείται με αμεσότερο τρόπο η απευθείας οικειοποίηση της λογοτεχνικής πραγματικότητας και αναδύεται ένας ψυχολογικός ρεαλισμός και μία έμφυτη τάση της να εξαϋλώνει και καλλιτεχνικά ανυψώνει ακόμα και τα πιο τραγικά ατομικά της συμβάντα. Το «αισθητικός ατενίζειν» είναι ο κυρίαρχος νόμος της λογοτεχνικής της παραγωγής.

          Προσωπικά της τραγικά γεγονότα, οικογενειακές αντιξοότητες, ατυχίες του βίου, ιστορικά δραματικά γεγονότα, προσωπικές λανθασμένες επιλογές, αδιέξοδες ερωτικές επαφές, θάνατοι, πολιτικά καθέκαστα μιας κρίσιμης και σκοτεινής αλλά σημαντικής περιόδου της Ελληνικής Ιστορίας, όπως ήταν η Κατοχή, τα συνταρακτικά και τραυματικά γεγονότα που στιγμάτισαν καθοριστικά και αμετάκλητα τόσο το οικογενειακό της περιβάλλον όσο και την ίδια δραματικά, προβάλλουν σαν μία κίνηση εκκρεμούς πάνω από την άβυσσο της ατομικής της εκμηδένισης. Μιάς συνείδησης τραυματισμένης και τραγικής όπως η δικής της. Μιάς γυναικείας συνείδησης που παρά τη φαινομενική της γαλήνη περιδινείται γύρω από οριακές στιγμές περιγραφικής λεπτομερολογίας προσπαθώντας μέσα από ένα ιδιόγλωσσο ύφος και μια λεκτική περίτεχνη ακριβολογία να αποτυπώσει τη δραματική της παρουσία και ανάγλυφα να μας ιχνογραφήσει την εσωτερική εξορία που βιώνει η πεζογράφος στον προσωπικό της βίο, στον κοπιώδη αγώνα της για κάθαρση. Μια απερίγραπτη τάση προς εξομολόγηση: Γράφει: «Δεν είναι που σε επιθυμώ, όσο είναι που έχω ανάγκη να σου μιλήσω». Σελ. 18 και «Με τις λέξεις ευαγγελιζότανε τα ρήματα της ηθικής και της ανθρωπιάς». Σελ. 107. («Εσωτερική Γραφή») «Γυρεύεις να εξαφανιστείς από την πολλήν εξομολόγηση», σελ.62 («Μιά γαλάζια γυναίκα»).

          Ακόμα και οι αποσιωπήσεις, οι παύσεις, που συναντάμε στα πεζά της κείμενα, είναι όχι μόνο ελεγχόμενες αλλά και προσανατολισμένες προς ένα ορισμένο πεδίο ιδεαλιστικών ερμηνειών, αισθητικών προτάσεων της γραφής, και ίσως ηθικών κανόνων του βίου χωρίς να απολήγουν σε διδακτισμό. Η άνεση της εξομολογητικής ρητορικότητας  που διαθέτει η Μ.Π.Ρ. την βοηθά ευκολότερα να τυλίξει σε μια ρομαντική αχλή τις καταστάσεις που περιγράφει, δίνοντας προτεραιότητα όχι τόσο στην πλοκή, ή τον μυθικό πυρήνα όσο το δυναμισμό της υφολογικής ατμόσφαιρας. Στη συγκινησιακή θερμοκρασία που αναβρύζει από την πιεστική τάση για εξομολόγηση της μνήμης, και τις συχνές και σταθερές πένθιμες αναφορές- είτα αυτές αφορούν το χαμό του παιδιού της που είναι διάσπαρτες στο έργο της, πέρα από την ποιητική της συλλογή «Λόγια σε Νεκρό» και στο πεζό της «Για μια ζωγραφιά και για ένα σκύλο», δες («Ο Θάνατος και το ταξίδι του κρίνου» σελ. 56-91 και αλλού). –Είτε σε άλλα εξίσου δραματικά συμβάντα της ατομικής της ζωής που λειτουργούν ως ερμηνευτικοί σηματοδότες στα κείμενά της και προσανατολίζουν τους δείκτες της λογοτεχνικής της πυξίδας προς μια ορισμένη κατεύθυνση. Η μάλλον χαρμολυπική, αποσπασματική και ορισμένες φορές- ιδιαίτερα στο ποιητικό της σώμα- αποφθεγματική της σκέψη κάτω από το βάρος της ατμόσφαιρας του θανάτου μας παρουσιάζεται τόσο υποδειγματικά διαυγής και τόσο εμπειρικά κατασταλαγμένη, που δοκιμάζει τις αντοχές μας. Υπάρχει μία αμάχη ανάμεσα στο βιολογικό θάνατο που την κυκλώνει από νωρίς και τη σωτηρία που επιδιώκει μέσα από τα μονοπάτια της Τέχνης.

          Ο θάνατος του μοναχογιού της, και γενικότερα ο θάνατος σαν ένα φυσικό γεγονός, ανεξήγητο και αινιγματικά φοβερό, στο έργο της Μ.Π. Ράλλη είναι σαν μία συμβολική «Εστιάδα» μιας ανθρωποφαγικής θεότητας των πιο ακαθόριστων ενστίκτων. Είναι το alter ego της τροφοδότρας ζωογόνου θεότητας που είναι η Μάνα Γη. Μια αενάως τίκτουσα θηλυκή θεότητα όπως είναι η Γη που αιωνίως λειτουργούσε και σαν θηλυκός Κρόνος. Και ίσως να μην κάνω λάθος αν έγραφα ότι πέρα από τα φωτεινά ανοίγματα του λόγου της, τις αισιόδοξες περιγραφικές της στιγμές, τις ταξιδιωτικές της ανάσες, τις εύστοχες στοχαστικές της αναλαμπές, η δεσπόζουσα ιδιοσυγκρασιακή «εντοπιότητα» του έργου της είναι πένθιμη και σίγουρα ελεγειακή.

          Η Ράλλη αυτοελέγχει τη φωνή της, κοντρολάρει την εξομολογητική της μονοφωνική διάθεση, ελέγχει το συναισθηματικό φορτίο των λέξεών της, αποκρύπτει σε σημείο ξενισμού την έμφυτη γυναικεία τάση για αποκαλυπτική πρόθεση, ως κατάθεση των πεπραγμένων. Επιβάλει στον αναγνώστη το όριο που του επιτρέπεται να γνωρίσει. Του καθορίζει η ίδια τι δεν θέλει να φανερώσει. Τα κράσπεδα όρια της γραφής της. Γι’ αυτό συνήθως ενώ προετοιμαζόμαστε να εισέλθουμε σε μια μαγευτική ρεαλιστική ατμόσφαιρα, ξαφνικά χάνουμε την ολοκλήρωση, αλλάζουμε προσανατολισμό, του βλέμματός μας οι ακτίνες, μένει μετέωρη η ψυχογραφική στρωματογραφία των ηρώων. Αισθάνεσαι το χέρι του συγγραφέα να το συγκρατεί η ανασταλτικότητα του νου την ίδια στιγμή που αλλάζει εξομολογητικές ταχύτητες η καρδιά. Μια αριστοκρατική ανασταλτικότητα εμποδίζει την συγγραφέα, μια οικογενειακή αγωγή, μια «ηθική» του οικογενειακού της δέντρου να ξεδιπλώσει η μνήμη της με άνεση στο αλώνι του χρόνου. Ακόμα και οι κρίσεις της όπως διατυπώνονται στα ταξιδιωτικά της κείμενα φωτίζονται μέσα από τις προσωπικές της περσίδες. Η συναισθηματική αυτή εμπλοκή που περιορίζει τον ορίζοντα της γραφής της, μας φανερώνει και μια μάλλον έμφυτή της μοιρολατρία. Μια υποταγή στο μοιραίο μέσα από ένα νηφάλιο, ήρεμο, καλλιεργημένο λογοτεχνικό λόγο και μια όχι φανερή δακρυσμένη ματιά της ζωής.

Μια δακρυσμένη ματιά σαν το νερό της βροχής που πέφτει πάνω στα παράθυρα καθώς εμείς από μέσα το παρακολουθούμε.

          Και δεν θα ήταν υπερβολή, παρά τις τεχνικές του ατέλειες, αν σημειώναμε ότι το έργο της Ράλλη είναι ένας γυναικείος μητρικός σπαραγμός, σαν μία πικραμένη  μάνα να απευθύνεται όχι τόσο στον θάνατο, όσο στην ίδια τη μάνα φύση με αξιοπρεπές παράπονο και στωικότητα. Και ο σπαραγμός αυτός εντείνεται καθώς η θηλυκή της ενστικτώδη φύση την προειδοποιεί ότι δεν υπάρχει απάντηση.

          Η περιπέτεια του βίου, πάντα, όσο κι αν επιδιώκει το θαύμα ο άνθρωπος κινείται ανάμεσα στις αποχρώσεις της θλίψης, τις διαθλάσεις του πόνου και το σταθερά μαύρο της απόγνωσης.

          Εκείνο που εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να ελκύει τους αναγνώστες των έργων της Μαρίας Περικλή Ράλλη είναι το αριστοκρατικό περίτεχνο ύφος της, που πολλές φορές προσομοιάζει περισσότερο σε μια αφηγηματική προφορικότητα, σε έναν παραμυθιακό λόγο παρά σε ένα γραπτό κείμενο. Δίχως όμως να χάνει τα στοιχεία του ιστορικού του αντικαθρεφτίσματος.

Το ύφος αυτό επεξεργάστηκε η Μ. Π. Ράλλη από το πρώτο της ποιητικό βιβλίο ως την τελευταία της πρόζα. Και δεν προκαλεί έκπληξη αυτό που βλέπουμε στην αξιόλογη συγγραφέα. Να αρχίζει την συγγραφική της παρουσία και εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα με μια ποιητική συλλογή και να την τελειώνει πάλι με ποιητικό λόγο. Σαν ο κύκλος της ωρίμανσής της και του θανάτου της να χουχουλιάζει μέσα στον ποιητικό λόγο.

          Αυτόν τον ελεγειακό ποιητικό λόγο που έχει τόσες ομοιότητες με το λαϊκό μοιρολόϊ.

Ποια είναι όμως η ποιητική φωνή της «Μαρίτσας μας» όπως χαϊδευτικά την αποκαλούσαν οι άντρες ομότεχνοί της.

          ΜΕΡΟΣ Α

Διευκρινιστικά:

     Αντιγράφω εκ νέου με το χέρι παλαιότερα δημοσιεύματά μου μια και πριν χρόνια τεχνικά και άλλα προβλήματα του Ηλεκτρονικού Υπολογιστή που διαχειριζόμουνα για πρώτη φορά, συν η παντελής άγνοιά μου, συνέτεινε να χάσω πολλά κείμενα δικά μου και ξένα που είχα αντιγράψει ετοιμάζοντας τις εργασίες μου που εκδόθηκαν ορισμένες σε βιβλίο όπως η «ΜΑΡΙΑ ΠΕΡΙΚΛΗ ΡΑΛΛΗ». Χάθηκαν αποδελτιώσεις κόπων και προσωπικών τρεχαμάτων ουκ ολίγες. Μικρά ή μεγάλα δελτάρια Βιβλιογραφικών αναφορών ίσως χρήσιμα εκείνες τις δεκαετίες, πριν αρχίσει η ψηφιοποίηση της ελληνικής λογοτεχνίας. Ή έλλειψη τεχνικής βοήθειας και ο περιορισμένος εργασιακός χρόνος δεν κατόρθωσαν να διασώσουν ένα λογοτεχνικό υλικό και πάλι καλά. Πολλές εργασίες ξαναγράφηκαν δύο και τρείς φορές πράγμα αρκετά εξαντλητικό σωματικά και ψυχοφθόρο. Από αυτό το ελάχιστο διασωθέν υλικό αντιγράφω στα Πειραϊκά μου Σημειώματα διαισθανόμενος ότι τα Λογοτεχνικά Πάρεργα κλείνουν τον κύκλο τους.

Το Α΄ Μέρος της Ομιλίας μας για την Μαρία Περικλή Ράλλη, αντιγράφεται από το μικρό βιβλιαράκι που έχουμε μπροστά μας και κυκλοφόρησε Εκτός Εμπορίου. Για την ιστορία των εκδηλώσεων των Πειραϊκών Γραμμάτων να γράψουμε ότι η Πρόσκληση που έχουμε μπροστά μας, γράφει ότι η Ομιλία δόθηκε στην «Αίθουσα Κοσμητείας και Κοινωνικών Εκδηλώσεων του ΠΕΙΡΑΪΚΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ, 4ος Όροφος. Την Δευτέρα και ώρα 19.00 της 29ης Μαϊου 2006. Την εκδήλωση χαιρέτησε η τότε πρόεδρος του Πειραϊκού Συνδέσμου Φερενίκη Π. Θεοχάρη. Την εισήγηση έκανε η έφορος φιλολογικού Τούλα Π. Μπούτου. Απαγγελίες ποιημάτων έγιναν από την ηθοποιό Άννα Πολυτίμου- Παπακωνσταντίνου. Γενικός Γραμματέας του Πειραϊκού Συνδέσμου ήταν την περίοδο εκείνη ο Ιωάννης Χ. Καρκούλιας.

          Στο Β΄ Μέρος που θα ακολουθήσει και θα αντιγράψουμε θα εξετάσουμε την ποιητική διαδρομή της Πειραιώτισσας Μαρίας Κωνσταντοπούλου Περικλή Ράλλη, συμπληρώνοντας ενδεικτικά Βιβλιογραφικά κενά του έργου της.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

4 Αυγούστου 2025

ΥΓ. Παρακολουθώντας στο Κανάλι της Βουλής διάφορα επιστημονικά ντοκιμαντέρ για την εξέλιξη και την γέννηση του Διαστήματος, Κοσμολογικά θέματα γέννησης των άστρων, των γαλαξιών, τις μέλανες οπές, των λευκών νάνων, τους άπειρους χρόνους δημιουργίας του Σύμπαντος, το σβήσιμο του φωτός των άστρων καθώς πεθαίνουν, προσπαθούσα με δυσκολία να καταλάβω τις ορολογίες, την γλώσσα που χρησιμοποιούν οι διάφοροι Επιστήμονες που μιλούσαν αγγλικά, εξηγώντας μας τα της Επιστήμης και των αμέτρητων Ερευνών τους. Και αναρωτήθηκα, άραγε, οι Ποιητές, οι Πεζογράφοι με τα έργα τους είναι αυτοί που αυξάνουν τον πλούτο μιάς Γλώσσας, αυγαταίνουν το Λεξιλόγιό της, εμπλουτίζουν τις Εκφράσεις της ή οι Επιστήμονες στην προσπάθειά τους να μας εξηγήσουν όσο γίνεται με πιο απλό τρόπο και λόγο τα ερευνητικά τους πεδία εφευρέσεων εξερεύνησης. Ποιος τελικά πλουτίζει του Ανθρώπου τη ΓΛΩΣΣΑ και τα Μυστικά της ή Φανερά μονοπάτια!!!! Ή Μήπως και αυτή πεθαίνει και ξανά γεννάται ανάλογα με τις Εποχές;;