Η Ποίηση της Μαρίας Περικλή Ράλλη
Μέρος Β
Μεταφέρω στο δεύτερο αυτό σημείωμα, το
δεύτερο μέρος του μικρού βιβλίου που είχαμε κυκλοφορήσει Εκτός Εμπορίου για την
Πειραιώτισσα ποιήτρια και πεζογράφο Μαρία Περικλή Ράλλη. Αντιγράφουμε τα
απαραίτητα διευκρινιστικά της έκδοσης (της προηγούμενης ανάρτησης) και
ξεχωριστά μιλάμε για την Ποίησή της. Συμπληρώνοντας την Βιβλιογραφία της με νέα
στοιχεία και πληροφορίες που προέκυψαν και είχαμε υπόψη μας μετά την έκδοση του
βιβλίου, ταυτόχρονα προσθέτοντας λίγες ακόμα σημερινές σκέψεις μας και εικόνες
της σημερινής ιστορικής πραγματικότητας θέλοντας να επικαιροποιήσουμε κάπως τον
λόγο που ακούστηκε πριν είκοσι χρόνια.
ΜΑΡΙΑ
ΠΕΡΙΚΛΗ ΡΑΛΛΗ
του ΓΙΩΡΓΟΥ Χ. ΜΠΑΛΟΥΡΔΟΥ, ΠΕΙΡΑΙΑΣ 2006, σελίδες 58 διαστάσεις
14Χ21 ΕΚΤΟΣ
ΕΜΠΟΡΙΟΥ
Το μικρό αυτό βιβλιαράκι που
κυκλοφόρησε στον Πειραιά ΕΚΤΟΣ ΕΜΠΟΡΙΟΥ, είναι συμπληρωμένο κείμενο και Βιβλιογραφικά
τεκμηριωμένο Ομιλίας που δόθηκε στον Πειραιά στην Αίθουσα του Πειραϊκού
Συνδέσμου Πειραιώς στις 29 Μαϊου 2006. Η σελιδοποίησή του και η ψηφιακή
εκτυπωτική του βιβλιοδεσία έγινε από την Λύχνο ΕΠΕ στην Αθήνα. Η έκδοση
κατατέθηκε στην Ελληνική Βιβλιοθήκη, τα έξοδα ήταν του ομιλητή και μοιράστηκε
δωρεάν σε αρκετά άτομα εντός και εκτός Πειραϊκού χώρου. Η έκδοση αφιερώθηκε από
τον γράφοντα σε τρείς Ελληνίδες Μητέρες που είχαν χάσει εκείνο το χρονικό
διάστημα το παιδί τους. Επιλέχθηκε η περίπτωση της Πειραιώτισσας ποιήτριας,
πεζογράφου και ταξιδογράφου Μαρίας Περικλή Ράλλη γνωστής και καταξιωμένης,
τιμημένης-στην εποχή της- συγγραφέως της οποίας το οικογενειακό δέντρο, η
καταγωγή, είχε άμεση και στενή σχέση με την πόλη του Πειραιά, καθώς μέλη της
οικογένειας Κωνσταντοπούλου υπήρξαν διακεκριμένοι καλλιτέχνες, ευεργέτες
οικονομικοί παράγοντες της Πόλης. Τότε υπεύθυνοι υπάλληλοι της Δημοτικής Βιβλιοθήκης
Πειραιά έδωσαν την δυνατότητα στον ομιλητή- γράφοντα Πειραιώτη, να διαβάσει τα
Πεζά και τα Ταξιδιωτικά της Μαρίας Περικλή Ράλλη που δεν είχε στην διάθεσή του
και δεν είχε συναντήσει στο εμπόριο. Επέλεξε να μιλήσει όχι τόσο για τον πεζό ή
ταξιδιωτικό λόγο της Πειραιώτισσας πεζογράφου αλλά για την ποιητική της συλλογή
«Λόγια σε νεκρό». Η ποιητική της αυτή συλλογή που επιλέξαμε προς παρουσίαση
είχε άμεση σχέση με τις περιπτώσεις των τριών χαροκαμένων Μανάδων του Πειραιά,
μια και είχε σαν θέμα της την απώλεια του παιδιού (μοναχοπαίδι) της Μαρίας
Περικλή Ράλλη. Η συλλογή «Λόγια σε νεκρό» είχε κυκλοφορήσει εκ νέου Εκτός
Εμπορίου, από τον παλαιό εκδοτικό οίκο «Οι Εκδόσεις των Φίλων» του συγγραφέα
και εκδότη Κώστα Τσιρόπουλου σε μία προσεγμένη επανέκδοση. Με συγκινητική
προθυμία και ενθάρρυνση ο κυρός συγγραφέας Κώστας Τσιρόπουλος μας προμήθευσε
την συλλογή. Η οφειλόμενη αυτή εκ των υστέρων μνεία σε πρόσωπα και του βίου
σκοτεινές καταστάσεις και ατομικά πένθη γίνεται για να δειχθεί ότι ένα
«καλλιτεχνικό» γεγονός που κάνει την εμφάνισή του σε τόπο και χρόνο, μπορεί να
σταθεί αφορμή, να γίνει εφαλτήριο, η αφορμή εκδήλωσης μιας συγγραφικής
κατάθεσης- απάντησης, προερχόμενη από τυχαίους, αστάθμητους και ανεξέλεγκτους
του ατομικού μας βίου κοινωνικούς και άλλους παράγοντες. Μία παράξενη συγκυρία
έφερε τον γράφοντα σε μία δυσκολότερη οικονομική και οικογενειακή κατάσταση μια
που εκείνη την χρονική περίοδο 2003 έως 2008 είχε κατάκοιτη από
επαναλαμβανόμενα εγκεφαλικά την δική του Μητέρα. Οι αντοχές όμως του Ανθρώπου
όπως δείχνουν οι δείχτες ζωής και ελπιδοφορίας στην διάρκεια της Ιστορίας είναι
μεγάλες και ανθεκτικές όσο μας το επιτρέπουν οι αινιγματικές και σκοτεινές
δυνάμεις της Μοίρας. Η Ομιλία πραγματοποιήθηκε, κυκλοφόρησε σε μικρό Εκτός
Εμπορίου βιβλιαράκι και το ατομικό πένθος της κάθε Πειραιώτικης Οικογένειας
έγινε Γραφή. Ένα είδος «Νεκρώσιμου» αποχαιρετισμού της Πόλεως Πειραιώς.
Στην σειρά των Πειραϊκών σημειωμάτων
μας στα Λ.Π. εν έτη 2025, προσπαθώντας να εδραιώσουμε στην συλλογική
λογοτεχνική συνείδηση της πατρίδας μας την Λογοτεχνική Πειραϊκή Σχολή και
Παράδοση αντιγράφουμε το τότε βιβλίο. Για την λογοτεχνική περίπτωση της Μαρίας
Περικλή Ράλλη έχουμε και παλαιότερα δημοσιεύσει κείμενα τρίτων που την γνώρισαν
και την έζησαν από κοντά, συνεργάστηκαν μαζί της, δημοσίευσαν κείμενά της σε
έντυπά τους. Να συμπληρώσουμε ότι δεν μείναμε όταν κάναμε την έρευνά μας μόνο
στο υπάρχον εκδοτικό υλικό που είχαμε μπροστά μας αλλά απευθυνθήκαμε και σε
συγγραφείς που την γνώριζαν και πήραμε πληροφορίες, τόσο για την ίδια και στο
πως διαχειρίστηκε το μητρικό της πένθος αλλά και στην γνωριμία τους με τον γιο
της μέχρι την στιγμή της αυτοκτονίας του. Δεν χρειάζεται να τονίσω ότι απέφυγα
να διανθίσω την Ομιλία μου με τα ντεσού που μου εξιστόρησαν άλλοι που γνώριζαν
πρόσωπα και πράγματα, καταστάσεις, προτίμησα σεβόμενος τις ζωές Όλων να
συμπληρώσω με Βιβλιογραφικές και Αρθρογραφικές πληροφορίες την Εκτός Εμπορίου
αυτή Έκδοση.
Αν δεν
λαθεύω στις σημερινές μου αναγνώσεις το όνομα της πεζογράφου Πειραιώτισσας
Μαρίας Περικλή Ράλλη δεν μνημονεύεται συχνά εντός και εκτός των πνευματικών
Μακρών Τειχών του πρώτου λιμανιού, αν και αποτελεί έναν από τους πνευματικούς
κρίκους της Πειραϊκής Λογοτεχνικής Σχολής και Παράδοσης. Είθε η αντιγραφή και
ανάρτηση να σταθεί αφορμή να ασχοληθούν οι νεότερες γενιές συγγραφέων και
αναγνωστών Πειραιωτών (και μη) με το έργο και την προσφορά της.
Το Βιβλίο
χωρίζεται σε:
Ευχαριστίες,
3//-Αφιέρωση, 5-6// -Η Γυναικεία Γραφή, 7-11// - Ο Γυναικείος ποιητικός
περίγυρος, 13-16// - Ο Οικογενειακός περίγυρος, 17-18// - Χρονολόγιο Μαρίας
Περικλή Ράλλη, 19-21// - Ο Εργογραφικό της κύκλος, 23-24// -Η Πεζογράφος, 25-32.//
- Η Ποιήτρια, 33-51// -Ενδεικτική Βιβλιογραφία, 53-57
ΜΕΡΟΣ Β.
Η
Π Ο Ι Η Τ Ρ Ι Α
Ο Ποιητικός λόγος, από τους αρχαίους
Έλληνες Λυρικούς Ποιητές και Ποιήτριες μέχρι τον 20ο αιώνα- εποχή
των μεγάλων και σημαντικών αλλαγών, πολιτικών ανατροπών και κοινωνικών
συγκρούσεων, ιδεολογικών ρήξεων και διαψεύσεων, επιστημονικών ανακαλύψεων και
τεχνολογικών επιτευγμάτων- τουλάχιστον στον Δυτικό Κόσμο τον περισσότερο ανεπτυγμένο
από όσο γνωρίζω, ήταν προσηλωμένος και στοχοθετημένος σ’ ένα αριστοτελικό
εκπαιδευτικό μοντέλο μίμησης και διάδοσης της αρχαίας κλασικής παράδοσης. Το
αξιακό σύστημα εκπαίδευσης και αγωγής όπως αυτό χαρτογραφήθηκε στα «ιερά»
κείμενα του μεγάλου Σταγειρίτη, ενός από τους πυλώνες των κλασικών γραμμάτων. Ο
λόγος του μαθητή του θείου Πλάτωνα (του πλέον μη μεταφυσικού μαθητή του) ήταν ο
δρόμος της λογικής, της επιστημονικής τεκμηρίωσης, της πειραματικής
επαλήθευσης, της σχολαστικής έρευνας. Της ανάπτυξης της ανθρώπινης περιέργειας
στα όριά της, του «θεωρείν» και «ατενίζειν» την Φύση, τον Κόσμο, το Συμπαντικό χάος,
το Γαλαξιακό στερέωμα, το στίγμα του Ανθρώπου μέσα σε αυτό το ακατανόητο και
απροσδιόριστο αστρικό νεφέλωμα που τον περικυκλώνει τις αρχαίες αυτές περιόδους
της Ανθρωπότητας. Ήταν ο άμυθος λόγος της ύπαρξης, ο ερμηνευτικός λόγος της
Λογικής, η ανάπτυξη της σκέψης των επιχειρημάτων βασισμένη σε μαθηματικούς
συλλογισμούς και συμπερασματικές υποθέσεις, αξιώματα, χωρίς μεταφυσικά ψιμύθια
και αναφορές προερχόμενες από Θεούς και άλλες πέρα της ανθρώπινης λογικής
υπεράνθρωπες σκοτεινές δυνάμεις. Ο εξηγητικός μηχανισμός της ανθρώπινης σκέψης,
πρόσληψης της Ζωής και του Θανάτου στους επαναλαμβανόμενους κύκλους των εποχών
μέσα στην συνεχή ροή του Χρόνου. Ο Κόσμος είναι αιώνιος, αυτοκίνητος και
αυτορυθμιζόμενος, αυτάρκης, αυτοτελής και αυτοδημιούργητος εμπεριέχοντας τόσο
τα διάφορα φαινόμενα και φανερώματα της Ζωής όσο και το αμετάκλητο και
τελεσίδικο γεγονός του Θανάτου. Καμία ανθρώπινη δοξασία μέχρι σήμερα δεν μπορεί
να ανατρέψει αυτήν την γραμμική σειρά εξήγησης και εκούσιας ή ακούσιας
αποδοχής. Από την άλλη, οι αρχαίοι Μυθοποιοί Ποιητές-Φιλόσοφοι έδιναν την δική
τους εξήγηση για το τι είναι Ζωή και τι Θάνατος, τι Κόσμος, ήταν ο λόγος της
καρδιάς και των ανθρώπινων αισθημάτων και συναισθημάτων, των εμπειριών φόβου
του βίου μέσω των πέντε αισθήσεων. Δεν αναφερόμαστε στους Ίωνες, υλιστές
Μικρασιάτες Έλληνες Φιλοσόφους. Ο Μυθικός λόγος των Ποιητών της αρχαιότητας οικοδομούσε
για αιώνες την άλλη σχέση του Ανθρώπου με την Φύση, την μη Επιστημονική, αυτήν
που δεν οικοδομείται στην ανθρώπινη (πεπερασμένη) Λογική. Ο Μυθολογικός
προφορικός λόγος των Ποιητών και η Γραφή τους, διαμόρφωναν την Συμβολιστική των
φαινομένων που καθόριζαν την συνείδηση του Ανθρώπου ως ερμηνευτική τελεολογία.
Το αξιακό σύστημα του κοινωνικού συνόλου και το ηθικό μοντέλο θεωριών περί του
τι είναι Ζωή, τι Θάνατος, στηρίζονταν στα λεγόμενα «σωστικά» ελπιδοφόρα ψεύδη
της Γραφής, προφορικής ή γραπτής των Μυθοπλαστών Ποιητών. Αυτά που περικλείουν
μέσα τους λόγια και ρήσεις Θεών, παραδείγματα ημίθεων ηρώων, πράξεις και κλέη
ανθρώπινης αρετής και ανδρείας προερχόμενα άνωθεν. Οι Ποιητές προσπάθησαν να
ορίσουν την γενικόλογη και αφηρημένη έννοια της λέξης Θεός, όπως και της λέξης
Ψυχή μέσω της Τέχνης τους. Οκτώ γράμματα απροσδιόριστων δυνατοτήτων ζωής και
δυναμικής επιλογών στις μεταξύ σχέσης των ανθρώπων, στα συνειδησιακά τους βαδίσματα μέσα στην
θνητότητα της καθημερινότητάς τους μέσα στον ιστορικό χρόνο και τους
εξελικτικούς «σπειροειδείς» κύκλους του. Κάθε Ποιητής έδωσε την δική του
μυθολογική εξήγηση. Ό,τι ευαγγελίστηκε στις ατομικές του φαντασιακές
περιπλανήσεις και ονειροπολήσεις αποτραβηγμένος μέσα σε σπήλαια, σε ερήμους ή
πάνω στο θεατρικό σανίδι. Όμως σαν άνθρωποι της Ιστορίας γνωρίζουμε πλέον
τελεσίδικα, ότι τόσο η λέξη Θεός όσο και η λέξη Ψυχή εμπεριέχουν στα ερμηνευτικά
τους ριζώματα τόση μυθική αοριστία όση μεταφέρει στην γραφή του ο μεθυσμένος
από τους οίστρους των συλλήψεών του Ποιητής. Αυτός που κομίζει προφητικά τα της
Ζωής και του Θανάτου Ονόματα στην εκδοχικότητά τους μέσα στην Ιστορία. Στις
περιπτώσεις φυσικά εκείνες που κάποιος δεν ακολουθεί ή δεν ασπάζεται τις
εθνικές, των κρατών θρησκευτικές παραδόσεις και εκκλησιαστικές αποκαλύψεις.
Αν είναι ορθή η παρομοίωση, ο
ποιητικός λόγος είναι το μυθικό νεφέλωμα, ο θόλος της πλατυτέρας Τέχνης του
ανθρώπου που αντανακλά τις αξιακές προτάσεις της Ζωής του Δήμου, της θυσιαστικής
σύναξη της Πνύκας όπως όφειλε να είναι τα πράγματα στο διαρκές μεταβαλλόμενο
παιχνίδι του Κόσμου μέσα στην Ιστορία. Είναι η συλλογική μνήμη της κοινότητας
ως δημόσιας προσφοράς στην Πόλη. Την Πόλη-Σήμα όλων μας.
Η ποιητική γλώσσα στον ευρύτερο
ορίζοντα των νοηματικών της σηματοδοτήσεων και σημασιολογικών της αποκαλύψεων
ήταν και είναι πάντα εστιασμένη στην απεικόνιση της ζωής με τα όποια μεγάλα ή
μικρά μυστικά της ως αίνιγμα, ως μυστήριο, ως δέον γενέσθαι. Ως κλασματικό
μέρος του χρόνου κατανόησης του φαινομένου του θανάτου που είναι ο τελικός
παρανομαστής σε ότι εμφανίστηκε πάνω στη Γη και υπήρξε στο Σύμπαν μέχρι σήμερα.
Η Γλώσσα με την Γραμματική των ερμηνευτικών της συμβόλων, σημάτων των λέξεων
και εικόνων που χρησιμοποιεί είναι πανταχού παρούσα και ουδέποτε απούσα. Αυτή
μας αποκωδικοποιεί τα πριν, τα τωρινά και τα μετά. Υπερβαίνει και εμπεριέχει το
φαινόμενο της Ζωής ως χρονικό και τοπικό στίγμα μέσα στην Ιστορία και φυσικά
τον θάνατό της, την απώλειά της. Η Γλώσσα λειτουργεί και οργανώνει τον Κόσμο ως
ανεξάρτητη και αυτόνομη λειτουργική μονάδα. Έχει την δική της αυτοτελή
διαχειριστική οργάνωση, ανεξάρτητα κατά την γνώμη μας αν βρίσκεται μέσα σε ένα
συμβατικό πεδίο ορθογραφικής της τελειότητας και ακριβολογίας ή όχι. Η Γλώσσα
είτε ορθή είτε «στραμπουλιγμένη» είναι Γλώσσα. Η γλώσσα της Ποίησης με ευκολία
και συνέπεια χωρίς ίχνος υποψίας αμφισβήτησής της, αναπαριστούσε λεπτομερειακά
την άμεση σχέση του ποιητικού υποκειμένου με αυτήν την ίδια την γλώσσα σε έναν
ορισμένο χρονικό κύκλο περιπέτειας κάτω από διαφορετικές φυσικά πολιτισμικές
συνθήκες και εθνικές, μεταφυσικές θεωρήσεις και καταστάσεις. Οι δηλώσεις της
ήσαν αναγνωρίσιμες. Υπηρετούσε την ιστορική πραγματικότητα ατόμων ή συνόλου
χωρίς διάθεση διάψευσης της αυτονομίας της από τον ακροατή ή αναγνώστη. Ο ομφάλιος
λώρος δεν είχε κοπεί ακόμα, ο ποιητικός Μύθος συμβάδιζε με την εξέλιξη της
επιστημονικής εξήγησης μέσα στο κοινωνικό σώμα ως ενιαία πρόταση εκδοχή ζωής
και θανάτου.
Η δομή της ποιητικής γλώσσας,-όπως μας
λένε οι ειδικοί- οι κανόνες της τεχνικής της, το αξιολογικό φορτίο των λέξεών της,
η βαρύτητα του συστήματος δηλώσεών της και αναφορών της, η φιλοσοφία της οντολογία
της, τα πεδία των προσμείξεών της, η αισθητική των αναζητήσεών της, ο εθνικός διδακτισμός
της, η ρυθμολογία των λεκτικών σημείων της, το ξεδίπλωμα των νοημάτων της, το άπλωμα
των εσωτερικών της μηνυμάτων των, η μετρική της, τα σημεία στίξεώς της ακόμα
και οι παύσεις και αποσιωπήσεις των συλλαβών της, βρίσκονται σε άμεση
αντιστοιχία με την εκάστοτε αρχηγεύουσα αγωγή, ιστορική παιδαγωγία της
ιστορικής και πολιτικής πραγματικότητας, του άμεσου περιβάλλοντος και των
συνθηκών του. Όπως προσλαμβάνει ο άνθρωπος μιάς εποχής την ζωή και τον θάνατο
με το συγκεκριμένο πολιτισμικό φορτίο που διαθέτει το ίδιο και η Γλώσσα.
Το αληθεύειν
του βίου ταυτίζονταν με την αλήθεια της ποιητικής τέχνης, σε όλα τα φανερώματα
των ειδών και των μορφών, κατηγοριών των εκδηλώσεών της, πρωτίστως της Γλώσσας
και των σημάτων των λέξεών της που την αρχιτεκτονούν. Η α-λήθεια δεν προέρχεται
άνωθεν, δεν είναι μεταφυσικό αξίωμα αλλά είναι αποδοχή και επαλήθευση της
θνητότητας της ύπαρξης μέσα στην Ιστορία και τους χρόνους της. Οι Θεοί είναι
αθάνατοι πράγμα που σημαίνει ότι δεν έχουν αίσθηση της ανθρώπινης
ιστορικότητας, της εφημερότητας των έμψυχων όντων, του Θανάτου ως τελειωτική
κατάσταση, της απώλειας ως πόνου, θλίψης, πένθους που έχουν οι άνθρωποι. Την
δυνατότητα όμως αυτήν τους την προσφέρουν οι Μυθοπλάστες Ποιητές, με τον
προφορικό ή γραπτό τους λόγο, να γίνουν δηλαδή μέτοχοι του αποκαλυπτικού
φαινομένου της Ζωής και του Θανάτου. Ο Μύθος εμπερικλείει την αθανασία που
ονειρεύτηκαν οι άνθρωποι δίχως την βοήθεια των Θεών ή του Θεού ανάλογα τα
πιστεύω του καθενός και κάθε μίας. Ό,τι φιλοδοξούν στην επιθυμία τους να
καθυποτάξουν τις ζωές των ανθρώπων γίνεται μέσω της Γλώσσας και των σημάτων της.
Η γλώσσα ερμηνεύει τι είναι ζωή και τι θάνατος, η γλώσσα ανασταίνει αυτό που η
φύση θάβει. Η γλώσσα ελπιδοφορεί ή απαισιοδοξεί ανάλογα με την ένταση των
λεκτικών της σημάτων. Ο Θεός- Γλώσσα Σημαίνει, δηλαδή μας εισαγάγει μέσα στην
Ιστορία. Κερδίζουμε την αθανασία της θνητότητάς μας μέσω αυτής.
Την σύμπλευση αυτή του ποιητικού λόγου
με την ιστορική πραγματικότητα μας αποκαλύπτουν περίλαμπρα οι μεγάλοι
οικουμενικοί ποιητικοί λαϊκοί ή έντεχνοι πολιτισμικοί μυθολογικοί κύκλοι της
ανθρωπότητας. Τα μεγάλα και μικρά Έπη του Ανθρώπου. Οι φημισμένοι και ένδοξοι
ποιητές από τον Όμηρο και έπειτα ήταν η καθαρτήρια φωνή του κοινωνικού σώματος
στον δυτικό κόσμο, η συλλογική του συνείδηση. Εξέφραζαν την πραγματικότητα που
τους παρείχαν οι αισθήσεις τους, ο κόσμος των ενστίκτων τους, το πανηγύρι των εμπειριών
της γλώσσας τους.
Οι Ποιητές έπαιζαν τον ρόλο των ποιητικών
σχολιαστών της καθημερινότητας των κοινωνικών συμβάντων ζωής, θανάτου των
εξελίξεων στον χρόνο. Ήσαν οι Porte Parole, όπως στους μεταγενέστερους αιώνες
συνηθίζονταν να τους αποκαλούν. Οι Ποιητές ήσαν ή Παραμυθάδες ή Συμβολοευρέτες
και ο λόγος τους προφητικός ή ηρωικός, θέσφατο. Εξασκούσε και μέχρι πριν
μερικούς αιώνες εξασκούσε μία μαγεία στους ανθρώπους. Ήταν η άλλη πρόταση ζωής,
πριν την κυριαρχία της εικόνας, και ειδικότερα, της κινηματογραφικής τέχνης.
Ο ποιητικός λόγος στην αινιγματώδη μορφή του,
με την σκοτεινή του αμφισημία στο εύρος και τις πτυχές των αποκαλύψεών του, την
επικίνδυνη πολλαπλότητα της γλωσσικής του πραγματικότητας, την οντολογική του
πολυσημία, την παραπαίουσα ορισμένες φορές συντακτική του δομή, την
αυτοαναίρεση της ίδιας της δομής και κανόνων ύπαρξής του, την παραληρηματική
αρκετές φορές υφολογική του διάρθρωση, την άτακτη σειρά των νοηματικών του
συμφραζόμενων, την εκφραστική του παραδοξότητα, την πεζογραφική του ροπή, την
αυτονομία του ακόμα και από το ποιητικό υποκείμενο που την παράγει, τις
τελευταίες ιστορικά δύο εκατονταετίες, άρχισε να παρουσιάζεται και να
εδραιώνεται στη συνείδηση των ανθρώπων ως αυτόνομη μονάδα, ιδιαίτερα από την
περίοδο των αρχών του Μεσοπολέμου, η Κοινωνία και ο Καλλιτέχνης άρχισε να
αποδέχεται και να ενστερνίζεται την άποψη ότι η Τέχνη δεν αντανακλά πλέον την
ζωή αλλά αποτελεί ξεχωριστή δημιουργική παρουσία καθεαυτή. Αποκομμένη και
αποξενωμένη από το κοινωνικό σώμα αλλά και το ίδιο το υποκείμενο που την
δημιουργεί και την διαδίδει. Ο ποιητικός λόγος υπερβαίνοντας την παραχαραγμένη
επαναστατικότητα της κοινωνικής πραγματικότητας, αυτονομούμενος γίνεται ο ίδιος
μία άλλη πραγματική πραγματικότητα. Της Ποίησης που επιλέγει τους αναγνώστες της.
Ο ποιητικός λόγος που μπορεί να συν- γραφτεί κλπ.
Τα ενδοοικογενειακά αυτά προβλήματα
της Τέχνης του ποιητικού λόγου δεν απασχόλησαν και απασχολούν μόνο τους ξένους
δημιουργούς και ποιητές, και στον ελλαδικό χώρο υπήρξαν συγγραφείς ή ομάδες
ποιητών που υιοθέτησαν τους καινούργιους ανατρεπτικούς τρόπους γραφής, επέλεξαν
τις ρήξεις με τους θεσμούς της παλαιάς παράδοσης. Νέα ρεύματα εξιστόρησης των
ανθρώπινων εμπειριών και καταστάσεων εμφανίστηκαν, εξιστόρησης μιάς ιστορίας ή
εμπειρίας, ο μυθοποιός ποιητής θέτει το ερώτημα και ο αναγνώστης δίνει την
απάντηση που του ταιριάζει. Η Ποίηση συνεχίζεται και πέρα από τις λευκές
σελίδες των βιβλίων. Καινούργιοι ποιητικοί ψιθυρισμοί αμφισβήτησης ήρθαν σε
ρήξη με τις κατεστημένες πνευματικές και ποιητικής αγωγής δυνάμεις του
παρελθόντος. Οι απομαγευτικές αυτές δυνάμεις δεν αντιπροσώπευαν πια τον «αιώνα
του κοινού ανθρώπου» όπως έγραφε ο Χένρυ Ουάλλας. Ή δεν ήθελαν, δεν τους
ενδιέφερε, αναζήτησαν τρόπους να χαράξουν νέα ποιητικά μονοπάτια, νέες
ερμηνείες περί ζωής και θανάτου.
Οι νέες ιστορικές συνθήκες και πνευματικές
διεργασίες δεν κυοφορούσαν πια ποιητές του στιλ ενός Παράσχου, ενός Σούτσου,
ενός Ραγκαβή, ενός Βαλαωρίτη ή ακόμα ενός Κωστή Παλαμά για να αναφέρω
ενδεικτικά, ορισμένα Εθνικά ποιητικά μας μεγέθη. Δεν μνημονεύω τον γενάρχη
Διονύσιο Σολωμό γιατί το έργο του άλλοι μάλλον ιδεολογικοί παράμετροι το
εδραίωσαν μέσα στην Εθνική συνείδηση του κοινωνικού σώματος ως Εθνικού των
Ελλήνων Ποιητή, μην αγνοώντας ασφαλώς την ποιητική σημαντικότητα και αξία του
ανολοκλήρωτου έργου του, επισκιάζοντας την περίπτωση του Κωστή Παλαμά. Δεν
στέκομαι στην περίπτωση του Ορφικού Άγγελου Σικελιανού γιατί εκ των υστέρων
γνωρίζουμε ότι η μεγάθυμη και μεγαλόστομη αρχαιοπληξία του και ποιητική του
μεγαλοστομία δεν οδηγούσε παρά σε ποιητικό αδιέξοδο. Ο Έλλην Θεός Διόνυσος είχε
προ αιώνων ενδυθεί τη βυζαντινή πορφυρά χριστιανική εσθήτα και φορέσει το
προσωπείο του εσφαγμένου αρνίου. Ο Άγγελος Σικελιανός αν δεν λαθεύω μοιάζει με
τον ομώνυμο ήρωα του έργου του Στράτη Μυριβήλη, «Βασίλης ο Αρβανίτης», χωρίς
φυσικά να τολμώ και να θέλω να μειώσω τη σημαντικότητα του μεγαλόπνοου
οραματικού σχεδιασμού του. Ενός οραματισμού μετέωρου στις συνειδήσεις των
Νεοελλήνων και ακατανόητου. Ο Διονυσιακός Εθνικός των Ελλήνων Οίνος είχε
αλλοιωθεί από τον Χριστιανικό της Θείας Μετάληψης. Και καθαρά υποκειμενικά
μιλώντας θα σημείωνα ότι ο ρόλος του Βίκτωρος Ουγκώ που έπαιξε στις συνειδήσεις
των Γάλλων ή του Ουώλτ Ουίτμαν στις συνειδήσεις των Αμερικανών, σαν Εθνικού
Ποιητής της Ελλάδας θα ταίριαζε στον ποιητή και δάσκαλο Κωστή Παλαμά. Ο Κωστής
Παλαμάς ήταν η φωνή που αποκαθηλώθηκε νωρίς, τον «ήθελαν» μόνο (;) ως δάσκαλο
του γένους για τις εθνικές επετείους και
σχολικές εορτές, δίχως τα σύμβολα- σκήπτρα της πνευματικής μεγαλοφυΐας του. Την
υπογραφή του ονόματός του ως διαβατήριο συγγραφικής αναγνώρισης. Οι Πρόλογοί
του στα βιβλία τρίτων ήσαν το εισιτήριο αποδοχής της εποχής του. Η παμπόνηρη
ποιητική αλεπού της Αλεξάνδρειας με ηδονή δούλευε «υπόγεια» για την δική του
υστεροφημία. Τα βιβλία και οι μελέτες που έχουν γραφεί και δημοσιευθεί για τον
Κωνσταντίνο Π. Καβάφη ξεπερνούν και την βιβλιογραφία σύνολης της αρχαίας
ελληνικής γραμματείας αν δεν κάνω λάθος ή τουλάχιστον την πλησιάζουν. Η ποίηση
του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη έγινε το «υπερωκεάνιο» με το οποίο ταξίδεψαν και
εξακολουθούν να ταξιδεύουν διαφόρων κατηγοριών και φιλοσοφίας άτομα, ερωτικών
επιλογών υπάρξεις, μοντερνιστές και μη, εμβολίζοντας στο ταξίδι του κάθε άλλο
ποιητικό ελληνικό πλεούμενο. Και ίσως, έλληνες μουσικοσυνθέτες του
διαμετρήματος ενός Μάνου Χατζιδάκι, ενός Μίκη Θεοδωράκη, ενός Σταύρου Ξαρχάκου,
ενός Γιάννη Σπανού και άλλων, έδωσε μεγαλύτερη και εντονότερη ώθηση αναγνώρισης
και αποδοχής του ελληνικού ποιητικού λόγου του Γιώργου Σεφέρη, του Οδυσσέα
Ελύτη, του Νίκου Γκάτσου, της Μυρτιώτισσας του Ντίνου Χριστιανόπουλου, του
Μανόλη Αναγνωστάκη, του Γιάννη Ρίτσου και άλλων μεγάλων μας μεγεθών ποιητών. Ο
παλαιός μύθος έγινε Τραγούδι και το Τραγούδι δύναμη και αντοχή ψυχής των
ανθρώπων στην ενθάδε πεπερασμένη χθόνια παρουσία του.
Στο ποιητικό στερέωμα την εποχή που
εμφανίζεται η ποιήτρια και πεζογράφος Μαρία Περικλή Ράλλη, το 1932 πρυτανεύει
στον γυναικείο λόγο μια ποιητική αναιμία, μία φλύαρη αισθηματολογία, μια
κουραστική ομοιομορφία των στιχουργικών μορφών, μια έλλειψη δημιουργικής
φαντασίας στα έργα των περισσότερων γυναικών δημιουργών. Μια ρυθμική αφλογία
και μία δακρύβρεχτης υφής περίτεχνη στιχογραφία υιοθετείται με μεγάλη ευκολία
στα διάφορα Λευκώματα ή έντυπα που δημοσιεύουν ποιήματα και κείμενα γυναικών
δημιουργών. Η όποια γυναικεία ποιητική πνοή των διαφόρων θηλυκών δημιουργών με
ελάχιστες εξαιρέσεις, εκφυλίζεται μέσα σ’ έναν ομιχλώδη ιδανισμό, μιά
λεπτοκεντημένη λεκτική ωραιολογία, μια εκφραστική ωραιοπάθεια. Οι γυναίκες
ποιήτριες δημιουργούσαν όχι όπως εκείνες πραγματικά ίσως να ήθελαν ή να
επιχειρούσαν να μπορέσουν αλλά, όπως ο ανδρικός πνευματικός πληθυσμός είχε
επενδύσει πάνω τους. Τους είχε στεγανοποιήσει το χώρο της καλλιτεχνικής τους
δράσης και δημιουργίας, τους είχε οργανώσει τα ενδιαφέροντα προσδιορίζοντάς
τους επακριβώς τους κοινωνικούς ρόλους και θέση μέσα στο υπάρχον κοινωνικό
πλαίσιο.
Η φωνή τους ήταν εκμυστηρευτική παρά
δηλωτική. Μια σιγαλόφωνη αισθηματολογία άκρως απογοητευτική. Και ίσως να είναι
είναι-να ανάγεται- περισσότερο κοινωνιολογικής υφής παρά καλλιτεχνικής το
ερώτημα γιατί μέχρι σήμερα στον Ελληνικό χώρο δεν έχουμε ένα Γυναικείο Έπος.
Μια γραφή θηλυκή που θα συγκεφαλαιώνει την Εθνική ποιητική παράδοση από την
πλευρά της ματιάς των γυναικών. Οι
ισχυρές γυναικείες φωνές της Ζωής Καρέλλη ή και γιατί όχι της Μελισσάνθης δεν
μπορούν να αναιρέσουν το γενικό γυναικείο περίγυρο. Ούτε ακόμα και η αγωνιστική
προσπάθεια της Ρίτας Μπούμη- Παππά που και εκείνη σκιάζεται κάτω από την σκιά
συνήθως του Νίκου Παππά. Μόνο μεταγενέστερα η γενιά του 1970-το θηλυκό της
ποιητικό ρεύμα-και ίσως λίγο νωρίτερα θα αρχίσει να διαμορφώνεται μια σταθερή
γυναικεία συνείδηση και γραφή, κυρίαρχη και ουσιαστική με την δική της ποιητική
αυτονομία, το δικό της ύφος, το συγκεκριμένο λεξιλόγιο, την ανεξαρτησία της από
τα καθιερωμένα αντρικά πρότυπα. Μια φωνή που είναι καθαρά γυναικεία χωρίς
αντρικούς χρωματισμούς και επιρροές. Και ασφαλώς ο δοκιμιακός και κριτικός
λόγος των γυναικών κυριαρχεί και διαβάζεται ανετότερα και συχνότερα, μετά την
μεταπολίτευση του 1974 η άνθησή του και η αποδοχή του είναι μεγάλη και
σημαντική. Βλέπε ενδεικτικά ονόματα: Άλκης Θρύλος, Μάρη Θεοδοσοπούλου, Αγαθή
Γεωργιάδου, Ελένη Χωρεάνθη, Ελένη Γκίκα, Δήμητρα Παυλάκου, Ανθούλα Δανιήλ,
Ελισάβετ Κοτζιά, Μορφία Μάλλη, Αιμιλία Καραλή, Αγγέλα Καστρινάκη, Σόνια
Ιλίνσκαγια, Ρούλα Κακλαμανάκη, Αλεξάνδρα Μπουφέα, Έλενα Χουζούρη και πολλές
άλλες. Δύσκολα όμως συναντάμε θηλυκό
Παλαμά. Ένα άλλο θέμα που αξίζει να επισημάνουμε είναι ότι οι γυναίκες
δημιουργοί συνηθέστερα αντιγράφουν ή μιμούνται τον αντρικό λόγο παρά τον
γυναικείο.
Συμπληρωματικά εν έτη 2025 θα
συμπληρώναμε, ότι μεγάλο και σημαντικό εύρος στην σύγχρονη γυναικεία ποιητική
παράδοση διαδραματίζουν οι γυναίκες ποιήτριες οι οποίες ασχολήθηκαν και με την
μετάφραση με εξαιρετικά αποτελέσματα. Βλέπε ενδεικτικά Τζένη Μαστοράκη,
Κατερίνα Αγγελάκη- Ρούκ, Νανά Ησαϊα, Μαρία Λαϊνά, Μαρία Κυρτζάκη, Ζωή Καρέλλη, όπως
αντίστοιχα έχουμε και τις περιπτώσεις των ελληνίδων πεζογράφων όπως είναι η
Σώτη Τριανταφύλλου, η Κατερίνα Σχινά, η Νατάσα Κεσμέτη, η Έλλη Αλεξίου, η
Τατιάνα Γκρίτση Μιλλιέξ, η Έλλη Παππά, η Κλαίτη Σωτηριάδου, η Καίη Τσιτσέλη και
άλλες. Η περίπτωση της σημαντικής ποιήτριας Κικής Δημουλά δεν αρκεί για να
σηκώσει στους ώμους της χρόνων απαξίωσης της γυναικείας ποιητικής παρουσίας.
Μέχρι τις προηγούμενες δεκαετίες που η Γυναικεία Γραφή αυτονομήθηκε και
καλλιέργησε χειραφετημένη τον δικό της δρόμο.
Η πρώτη που συστηματικά και κοινωνικά
με το έργο της και την κοινωνική της παρουσία περισσότερο κατόρθωσε να
υπονομεύσει την ερμηνευτική δυσπιστία όχι μόνο των γυναικών αλλά και των ανδρών
για το πρόσωπο και την παρουσία της γυναίκας, ήταν η ηθοποιός, ποιήτρια και
μεταφράστρια Μυρτιώτισσα, ψευδώνυμο της Θεώνης Δρακοπούλου.
Η Μυρτιώτισσα
είναι η πρώτη που ψηλάφησε συνειδητά τη γυναικεία ετερότητα και σχεδίασε
έναν γυναικείο ερωτικό λόγο, μια ερωτική θηλυκού γένους τυπολογία,
περιορισμένων και αυτοελέγξιμων φυσικά εκφραστικών μέσων και τεχνικών, αλλά
αποστασιοποιημένων και δυναμικά απελευθερωμένων από την προβληματική των
αντρικών ερωτικών παρατράγουδων.
Την ίδια χρονιά η πρόωρα χαμένη
ποιήτρια της Θεσσαλονίκης Ανθούλα Βαφοπούλου- Σταθοπούλου εκδίδει τις
«Νύχτες Αγρύπνιας». Η Ανθούλα Βαφοπούλου είναι η πρώτη σύζυγος του ποιητή
Γιώργου Βαφόπουλου. Σχετικά πρόσφατα η ποιήτρια και κριτικός Έλενα Χουζούρη
έγραψε, επιμελήθηκε και κυκλοφόρησε δύο βιβλία της για την Θεσσαλονικιά
ποιήτρια. (Το δεύτερο είναι συμπληρωμένη και επεξεργασμένη μελέτη του πρώτου).
Η Λιλή Ιακωβίδη- Πατρικίου εκδίδει
τις «Φωτεινές Ώρες». Η Λίλα Καρανικόλα-
Καραχάλιου την συλλογή «Αγρύπνιες». Ενώ, δύο χρόνια νωρίτερα η ποιήτρια Μελισσάνθη κυκλοφορεί την συλλογή της
«Φωνές Εντόμου».
Η πρώτη ποιητική συλλογή της
Πειραιώτισσας Μαρίας Περικλή Ράλλη «Γυναικεία
Λόγια», Αθήνα 1932, δεν αποκόπτεται
από τη γενική αυτή γυναικεία παράδοση. Πέρα από την άρτια καλλιέπεια του λόγου
της και τον άψογο χειρισμό της γλωσσικής της έκφρασης και τα ίχνη που
διακρίνουμε του ταραγμένου συναισθηματικού ψυχισμού της, η ποιητική της
κατάθεση πορεύεται πάνω στις δεσπόζουσες ισχυρές ακόμα γραμμές της εποχής της,
που όπως είναι φυσικό συμβαδίζουν και ακολουθούν μιά παραδοσιακή ποιητική
τεχνική και προϋπάρχουσα θεματολογία και θεματογραφία.
Γράφει:
«Πάρε τη νίκη. Δε ζητώ παιάνες,
Εμπρός μου στάσου θείος πορθητής,
άντρας μαζί κατακτητής και λυτρωτής,
και του κορμιού μου χτυπά τις
καμπάνες» σ.37
Ο λυρισμός της είναι εντονότατος,
ορμητικός, η φαντασία της πετάει μαζί με την δεκαπεντασύλλαβη τεχνική της
φόρμα, η πνοή της είναι αισιόδοξη αν και διακρίνουμε δραματικούς τόνους που
φρενάρουν τον αισιόδοξο λυρισμό της. Τα μοτίβα της συγκεκριμένα. Οι
συναισθηματικές της αναφορές έχουν ενίοτε απαισιόδοξη διάθεση, θα λέγαμε ότι το
φάντασμα του θανάτου κάνει δειλά την παρουσία του και αρχίζει να αφήνει το αργό
και σταθερό στίγμα του. Η ερωτική της διάθεση φωτοδοτεί τη σύνολη παρουσία
καθώς οι λέξεις αγωνίζονται να ερμηνεύσουν το ποιητικό νόημα. Τα θέματα της
μοναξιάς, του χωρισμού, της εσωτερικής ερήμωσης, της πλησμονής, του αποχωρισμού
κάνουν την εμφάνισή τους στον ποιητικό λόγο και προετοιμάζουν τη δυναμική τους
παρουσία στις επόμενες συλλογές.
Γράφει:
«Ω μη γυρεύεις πλαίσιο
στη θλίψη πλέον εξαίσιο
άλλο από τη σιγή.
Ο αδάκρυτος ο πόνος
πήρε στα χέρια μόνος
ολόκληρη τη γη». σ.19
Η συλλογή χωρίζεται σε δύο κύριες
ενότητες. Η πρώτη αποτελείται από 27 άτιτλα, συνήθως τετράστιχα ποιήματα και η
δεύτερη με το γενικό τίτλο «Σκίτσα» από 27 μικρά ή μεγαλόπνοα ή δίστιχα
ομοιοκατάληκτα ποιήματα που εκτός από ένα, όλα έχουν τίτλο που υποδηλώνει το
θεματικό διαπραγματευτικό υλικό της.
Στην συλλογή αυτή, την πρωτόλεια,
ξεχωρίζει και αναδεικνύεται η γυναικεία ταυτότητα σ’ όλο το εύρος των
συναισθηματικών της διακυμάνσεων. Ενδεικτικό είναι το πρώτο ποίημα της δεύτερης
ενότητας με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Γυναίκα». Υπάρχουν σημεία που διαπνέονται
από έναν έντονο ερωτικό διονυσιασμό, ένα φουρτουνιασμένο γυναικείο ερωτικό
πάθος που όμως δεν ολοκληρώνεται ή φέρνει μέσα του την πνοή της ματαιότητας, το
σπέρμα της απαισιοδοξίας. Η ποιήτρια έχει επίγνωση ότι η ερωτική μέθεξη θα
χαθεί γρήγορα μαζί με το αγαπόμενο πρόσωπο που την αντιπροσωπεύει. Ή πάλι, το
ενδεχόμενο γεγονός του χωρισμού θα ανατρέψει την ανοδική του πορεία. Άλλες
φορές ο λόγος της καταλήγει σ’ έναν «μαλακό» γυναικείο μηδενισμό που δεν
καταστρέφει όμως τη συνολική ποιητική ατμόσφαιρα. Ανάμεσα από τις μορφικές
χασμωδίες της σύνθεσης, πηγάζει ένας έντονος ηχητικός συνήθως λυρισμός καθώς οι
εικόνες εναλλάσσονται με μελαγχολική ειλικρίνεια. Η ομοιοκαταληξία των στίχων
εξυψώνει το συναισθηματικό συμβάν που επαναλαμβάνεται με τη δίνη των λέξεων.
Ακούμε τα θραύσματα της γυναικείας φωνής καθώς με αγωνία επιδιώκουν να
αυτοπαρουσιαστούν και να ολοκληρώσουν την παλλόμενη από ερωτικό ηδονισμό
γυναικεία εικόνα. Ο ψυχολογικός χρόνος διαστέλλεται τόσο όσο χρειάζεται για να
σχηματιστεί η γυναικεία συνειδησιακή τραγικότητα. Μέσα από αυτόν τον άσπιλο
λεκτικό πλούτο, τη μαγευτική καλαισθησία του ύφους, το εξεζητημένο μάλλον
συναισθηματικό τόνο, την φωταγωγημένη πλαστικότητα της γλώσσας, προβάλλει το
παγερό και άπνοο πρόσωπο του θανάτου. Όπου μία μυστική συνομιλία έχει αρχίσει
με την ποιήτρια η οποία θα συνεχιστεί και στις επόμενες συλλογές της.
Ο κριτικός Κλέων Παράσχος στο
περιοδικό «Νέα Εστία» τχ. 163/1-10-1933, σελ. 1069 μιλά με επιφύλαξη για το
έργο.
Το 1934 τη χρονιά που η αγωνίστρια
ποιήτρια Σοφία Μαυροειδή- Παπαδάκη
θα εκδώσει τις «Ώρες Αγάπης» και η ποιήτρια Όλγα Βατίδου την συλλογή της «Η ζωή στο τραγούδι», η Μαρία Περικλή
Ράλλη θα κυκλοφορήσει από τον εκδοτικό οίκο «Κασταλία» τις «Εξομολογήσεις», σε
250 όπως αναφέρει αντίτυπα.
Της συλλογής προπομπός είναι στίχος
του επτανήσιου Ανδρέα Κάλβου με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει για την δική της
ποιητική φωνή.
«Δεν με θαμβώνει πάθος
κανένα εγώ την λύραν
κτυπάω και ολόρθος στέκομαι
σιμά εις του μνήματός μου
τ’ ανοικτόν στόμα».
Και αυτή η συλλογή χωρίζεται σε δύο
ενότητες. Η πρώτη αποτελείται από 58 μεγάλης μορφής ποιήματα και η δεύτερη με
τον ενδεικτικό τίτλο «Δίστιχα», από 14 δίστιχα εξαιρετικής υφής και ποιότητας,
πυκνότατου νοηματικού ύφους μικρά πολύτιμα στιχουργικά πετραδάκια.
Και η στην δεύτερη αυτή ποιητική της
κατάθεση βρίσκεται κάτω από τον Παλαμικό αστερισμό. Όμως εδώ η θεματογραφία της
εμπλουτίζεται, η ποιήτρια ανοίγει τα φτερά της σ’ νέους προβληματισμούς και
μονοπάτια. Ο λόγος της γίνεται πιο
στοχαστικός, ξεδιπλώνεται με μεγαλύτερη άνεση αναζητώντας νέα κέντρα αναφοράς.
Η ερωτική ατμόσφαιρα μπαίνει σε δεύτερη μοίρα χωρίς να μειώνεται η δυναμική
της. Η οικονομία και η σαφήνεια της έκφρασής της υπογραμμίζουν το βαθύτερο
περιεχόμενο των στοχαστικών της καταγραφών και εξομολογήσεων. Ο προσωπικός της
προβληματισμός αρχίζει αργά και σταθερά να κατακάθεται μέσα στην ποιητική
εμπειρία, στο μνημονικό ποιητικό υλικό ως ίζημα.
Τα άψογης τεχνικής δίστιχά της που
υποδηλώνουν την επιρροή της από τη Δημοτική μας λαϊκή ανώνυμη παράδοση μας
φανερώνουν την λιτότητα της σκέψης της, την επιγραμματικότητα του ύφους της την
υποδειγματική διαύγεια της λεκτικής της διατύπωσης.
Τα νέα ποιητικά της μοτίβα
αναπτύσσονται με την επιστράτευση ενός, και εδώ φορτισμένου συναισθηματικά
λεξιλογίου. Λέξεις που πολύ εύστοχα και προνοητικά δεν αποκλείουν τα λόγια
στοιχεία της γλώσσας, αλλά στηρίζονται κατά κύριο λόγο στη Δημοτική. Στην
συλλογή αυτή παρά την Καλβική ρήση, έχουμε μάλλον μία «Σολωμική Εγκοσμίωση» των
μεταφυσικών αξιών και ιδανικών που πρεσβεύει η πειραιώτισσα συγγραφέας. Έναν
υπέρμετρο και ίσως υπερβολικό ιδεαλισμό που ορισμένες φορές καταστρέφει την
κλασική αρμονία του στίχου. Οδηγώντας τους ποιητικούς τόνους σε μια ανεξέλεγκτη
ρομαντική διάχυση. Οι δάνειες μορφές της λαϊκής παράδοσης σπονδυλώνουν
ανετότερα τους ιδεαλιστικούς μετεωρισμούς της Ράλλη. Η εσωτερική ψυχική της
αντινομία βρίσκει καλύτερα την αποτύπωσή της στην μικρής φόρμας στιχουργικής
της τυπολογία. Ένας ισχνός αλλά όχι δυσδιάκριτος πατριωτικός τόνος ή ορθότερα
Ελληνικός, ξεχωρίζει μέσα στο ποιητικό σώμα, ιδιαίτερα στα ποιήματα που φέρουν
τον τίτλο «Πατρίδα» σελ. 18, σελ.53 κ.ά. Μια θαυμάσια ζωγραφική αποτύπωση του
φυσιολατρικού στοιχείου που διαπνέει την συλλογή και ιδιαίτερα της θαλάσσιας
ατμόσφαιρας διακρίνουμε έντονα στα ποιήματα. Όπως και μια τάση φυγής, μια
επιθυμία για ταξίδι, για περιπλάνηση, για αναχώρηση χωρίς επιστροφή. Κάτι που
συναντάμε σε είδη της κοσμοπολίτικης πεζογραφίας αρκετά έντονα.
Η εκστατική ματιά της παρότι σταματά
σε σημαντικές λεπτομέρειες του φυσικού κάλλους, της ομορφιάς του τοπίου,
κυοφορεί μέσα της το σπέρμα της απαισιοδοξία. Η προσωπική της θλίψη τιθασεύει
τον λυρικό της οίστρο και τα ρίγη των εντυπώσεών της συγκρατούνται από την
αριστοκρατική της αγωγή. Στη συλλογή αυτή η αίσθηση της επαφής της με τον χώρο
μετατρέπεται σε αισθητική αναφορά. Το φυσικό τοπίο γίνεται καλλιτεχνικός
πίνακας. Μία υδατογραφία ή μία ακουαρέλα.
Η θέρμη του λόγου της ιδιαίτερα εκεί
που δεν έχει στιχουργικές ατέλειες είναι συγκλονιστική. Ένα από τα ποιήματα που
ξεχωρίζουν είναι και το «Νανούρισμα σε αγέννητο παιδί». Ένα τρυφερότατο και
αμεσότατα λαϊκό νανούρισμα που αν βγει από την συλλογή δύσκολα ξεχωρίζεις την
έντεχνη τεχνική του. Λες και η Μοίρα την προετοίμαζε για αυτό που θα
ακολουθήσει.
Γράφει:
«Τ’ αγέννητο τ’ αγόρι μου
απόψε θα κοιμήσω.
Άστρα μου γλυκοφέγγετε
το λύχνο μου να σβύσω.
Γιέ μου και κανακάρη μου
και σάρκα της σαρκός μου
του αγαπητού μου πρόπλασμα,
πνοή, ψυχοβλαστός μου.» σ.42
Ο πεζογράφος
και ποιητής Παντελής Πρεβελάκης, από τους πιστότερους μαθητές του Νίκου
Καζαντζάκη, στο περιοδικό «Νεοελληνικά Γράμματα» τχ.12/ 30-6-1935, σ.3, εύστοχα
συσχετίζει τον ποιητικό λόγο της Μ. Π. Ράλλη με αυτόν των Δημοτικών μας
Τραγουδιών.
Οφείλουμε να
αναφέρουμε ότι και άλλες γυναίκες ποιήτριες σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό
μπόλιασαν την ποιητική τους γραφή με δάνεια στοιχεία από το Δημοτικό λαϊκό
τραγούδι. Όπως πχ. η ποιήτρια από τη Νάξο Διαλεχτή
Ζευγώλη-Γλέζου, η Συριανή ποιήτρια και ανθολόγος Ρίτα Μπούμη-Παππά κ.ά.
Το 1938 χρονιά που η πειραιώτισσα
ποιήτρια και μεταφράστρια Ισιδώρα
Ρόζενταλ- Καμαρινέα εκδίδει τη
συλλογή της «Το Κάστρο», η Τίλλα Μπαλή την
συλλογή της «Ήχοι και απόηχοι» και η Γιάννα
Βέρα την «Άλλοτε και Αλλού» η Μ. Π. Ράλλη κυκλοφορεί τη συλλογή της «Στίχοι».
Για τη νέα της ποιητική μαρτυρία
έγραψαν εγκωμιαστικά λόγια οι: Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, εφημερίδα «Πρωϊα»
15/12/1938, ο Κλέων Παράσχος στο περιοδικό «Νέα Εστία» τχ. 289/1-1-1939, ο
Μιχάλης Ροδάς στην εφημερίδα «Ελεύθερο Βήμα» 28/11/1938, ο Αιμίλιος Χουρμούζιος
στην εφημερίδα «Καθημερινή» 22/11/1938 και άλλοι. Οι κρίσεις των κριτικών είναι
επαινετικές και φανερώνουν την ποιητική εξέλιξη της πειραιώτισσας ποιήτριας και
την στροφή της ποιητικής της γραφής.
Οι «Στίχοι», όπως μαρτυρεί και ο
γενικός τίτλος αποκαλύπτουν πλέον την αλλαγή της ποιητικής της φωνής. Εδώ,-
στην συλλογή αυτή- δεν Εξομολογείται πια τα Γυναικεία της Λόγια. Η Μ.Π. Ράλλη
είναι πια μια καθιερωμένη ποιήτρια, αποδεκτή από τους πνευματικούς κύκλους η
οποία δοκιμάζει τις αντοχές της και μας προτείνει το νέο ποιητικό της λόγο και
στιχουργική μαεστρία. Και σε αυτή της την ποιητική κατάθεση διακρίνουμε θα
γράφαμε την ανάγκη της για «Πλατωνική ιδεοποίηση». Την νηφάλια μεν αλλά
εξακολουθητική επιθυμία της, τάση για φυγή.
Ο ποιητικός της λόγος επιδιώκει την αναπόληση
μέσα από τρυφερές και συγκινητικές στιγμές γαλήνης και ηρεμίας. Ένας ήρεμος
ρυθμικός παλμός διαπερνά τους στίχους της, μια σιγαλόφωνη ταραχή την φωνή της.
Μιά αισθησιακή εγκράτεια υποφώσκει τώρα στα βαθύτερα στρώματα της ψυχής της, η
καρδιά της πάλλεται σε άλλες μετρικές δονήσεις. Ο λόγος της εδώ δεν ενσωματώνει
τόσο τα τραντάγματα των ψυχικών της διαταραχών όσο την επεξεργασμένη αίσθηση
που αυτά αφήνουν πίσω τους. Μας προτείνει αν στέκει η έκφραση μια «εγκεφαλική»
κάπως επεξεργασία του υπάρχοντος υλικού και της αντίστοιχης εικονοποιίας του ως
ποιητικό μοτίβο και θεματογραφία. Σε ορισμένα σημεία η γραφή της αποκτά μια
«μυστική» έξαρση που κάπως συσκοτίζει το νόημα του ποιήματος και ενδέχεται να
αποτρέπει ευκρινώς την καθαρή ανασύνθεση των μνημονικών εικόνων. Στιγμών
αλησμόνητων βιωματικών της χαράξεων που διολισθαίνουν ομαλά και αρμονικά μέσα
στο ποίημα φωτίζοντάς το εκ των έσω. Και καθώς ο λόγος της παύει να είναι σ’
αυτήν τη συλλογή έντονα εξομολογητικός κόβονται και οι δεσμοί της με την έξω
της ζωής πραγματικότητα. Η ποιήτρια έχει αρχίσει να ερωτοτροπεί με προβλήματα
που αφορούν την Ποιητική Τέχνη και την λειτουργία της.
Γράφει:
«Σε κάτι φωνήεντα,
κυμάτων ήχους,
την έγνοια κλείδωσα ψυχής,
ύστερα κύτταξα για στίχους
κ’ είπα πως είναι ποιητής».
Η ποιήτρια και ανθολόγος Αθηνά
Ταρσούλη, στην εξαιρετική της μελέτη-ανθολογία για την γυναικεία ποίηση της
εποχής της, σελ. 252 διακρίνει, και πολύ ορθά έτσι συμβαίνει επιδράσεις της από
τον αυτόχειρα της Πρέβεζας «σατιρολόγο» Κώστα Καρυωτάκη, τον Αλεξανδρινό
Κωνσταντίνο Π. Καβάφη, τον Ορφικό οραματιστή Άγγελο Σικελιανό. Και πραγματικά η
Ράλλη συνομιλεί με αντρικές ποιητικές φωνές της εποχής της που σημάδεψαν και
εξακολουθούν να σημαδεύουν την πορεία της ελληνικής ποίησης με τις καινοτόμες
ποιητικές τους ρήξεις.
Όμως, και σε αυτήν την συλλογή της
συναντάμε μια μορφή στιχουργικής της προχειρότητας, σε ορισμένα σημεία των
στίχων της η Ράλλη αρνείται να δώσει στην σύνολη εικόνα του ποιήματος μια
ολοκληρωμένη μορφή αν δεν λαθεύω. Η Ράλλη αρνείται τις επιμέρους λεκτικές
ολοκληρώσεις, την περισσότερη επιμέλεια των φράσεων ώστε το ποίημα να μας δώσει
μία συνολική αίσθηση αρτιότητας με απόρροια μία επιμελημένη συγκίνηση.
Προσωδιακά λάθη- που αποκλείεται να μην τα έβλεπε- μουσικές αρρυθμίες, -συνήθως
προς το τέλος του στίχου, στο τελείωμά του- φωνητικές χασμωδίες, σκοτεινότητα
ύφους συναντάμε στο ποιητικό σώμα προβλήματα που δεν αναιρούν ασφαλώς την
σύνολη σύλληψη έστω και με αυτά τα «μπουκώματα». Έστω και αν απειλούν δραματικά
τα προβλήματα αυτά τη «στερεομετρική» συγκρότηση και ισορροπία του ποιήματος.
Από εδώ και έπειτα, αργά και σταθερά η ασίγαστη ενέργεια του ερωτικού στοιχείου
έχει αρχίσει να μετατρέπεται σε νησίδες αγαπητικής πλήρωσης. Και καθώς αρχίζει
να αχνοφαίνεται, να σαρκώνεται η αγάπη σαν στάση ζωής μέσα στο ποιητικό της
σώμα και να διαμορφώνει τις καινούργιες ποιητικές της συλλήψεις προβάλει
ξαφνικά, αιφνίδια και τρομερά η σκιά του Θανάτου. Ενός θανάτου που θα την
σημαδέψει σε όλη της την υπόλοιπη ζωή και θα τις εξατμίσει κάθε ίχνος
αισιοδοξίας. Ως μητέρα, ως γυναίκα, ως ποιήτρια.
9 Σεπτεμβρίου του 1943 αυτοκτονεί ο
μοναχογιός της, το μοναχοπαίδι της βάζει το ίδιο τέρμα στην ζωή του.
«Εδώ σωπαίνουν τα βουνά, σωπαίνουν κι
ανθρώποι» για να θυμηθούμε τον στίχο του Γιάννη Ρίτσου.
Η Μαρία Περικλή Ράλλη, η ποιήτρια και
μάνα συνθέτει και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πήγασος» την ποιητική της
συλλογή «Λόγια σε νεκρό». Στην αγία μορφή του, όπως γράφει στην αρχή του
βιβλίου. Ας γυρίσουμε πίσω τον χρόνο της Ιστορίας και ας αναλογιστούμε σε ποια
κατάσταση βρίσκονταν η χώρα και σύσσωμος ο ελληνικός αγωνιζόμενος λαός εκείνη
την σκοτεινή δεκαετία. Πόλεμος, Κατοχή, Σκλαβωμένη πατρίδα, σκλαβωμένο το
Ελληνικό Έθνος και μία μάνα χάνει το μοναχοπαίδι της εντελώς αναπάντεχα. Ποιες
ψυχικές αντοχές να την στηρίξουν, ποια μεταφυσικά ερεθίσματα να βαστάξουν τον
πόνο της, ποια συμβάντα να μετριάσουν την θλίψη και τον καημό της που άνοιξε
βαθιά πληγή με την απώλεια της «άγιας μορφής του». Κλονίζεται κάθε ελπίδα. Η
αρχαία ελληνική Εθνική θρησκευτική και λαϊκή παράδοση αλλά και η κατοπινή η
Ιουδαιοχριστιανική ως συνέχεια της αρχαιοελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς δεν
θεωρεί μεγαλύτερη απώλεια για τον άνθρωπο και ιδιαίτερα για τους γονείς, μια
μάνα, τον θάνατο του παιδιού τους πριν από τον δικό τους. Ο θάνατος του ή των
παιδιών ανατρέπει την φυσική τάξη των πραγμάτων, αναιρεί κάθε μελλοντική
ελπιδοφορία και παρηγοριά ζωής για τους οικείους ζωντανούς. Διαταράσσεται ο
ρυθμός του Κόσμου. Η ζωή μαραγκιάζει πριν προλάβει να ανθίσει, σαπίζει πριν
καρποφορήσει, σκουληκιάζει πριν βγάλει φτερά. Το αιώνιο σκότος βασιλεύει. Το
πένθος από εδώ και πέρα είναι διαρκές, ο χρόνος παρατείνεται ως πένθιμη
ραψωδία, ως ελεγειακές στιγμές αργόσυρτης θλίψης. Όλα από εδώ και πέρα για τους
γονείς που χάνουν το παιδί τους, για την μάνα που χάνει τον γιο ή την κόρη της
είναι αλλιώς. Ένα ρέκβιεμ δακρύων και στεναγμών. Ο Κόσμος δεν είναι πια
παιχνίδι είναι σημαδεμένος βρόγχος και βραχνάς. Ούτε οι προφήτες με τον λόγο
τους ούτε οι μύστες της μεταφυσικής παρηγοριάς ούτε οι μυθοποιοί ποιητές με
τους συμβολισμούς και τις παραβολές τους μπορούν να δώσουν διέξοδο στο δράμα
που βιώνει η Μάνα ή ο Πατέρας που χάνει το παιδί του. Μελλοντική «Εικόνα σου
είμαι θάνατε και σου μοιάζω».
Την ίδια χρονιά η πειραιώτισσα
ποιήτρια Μαρία Παπαλεονάρδου εκδίδει
τις «Φωνές στην Έρημο» και η Φιλή
Βατίδου την συλλογή της «Εικόνες που δεν σβήνουν». Ο δοκιμιογράφος, ποιητής
και εκδότης Κώστας Τσιρόπουλος στο μελέτημά του «Η Λογοτεχνική ανάβαση της
Μαρίας Περικλή Ράλλη», αρχίζει με την εξής παρατήρηση:
«Μερικοί
άνθρωποι γεννιούνται φωτολουσμένοι στην ευμάρεια και την ομορφιά. Ωστόσο έχουν
στην ψυχή τους ένα αδιόρατο μελανό σημάδι, που κανείς δεν υποψιάζεται. Ωσότου
οι περιστάσεις να φέρουν το σημάδι στην επιφάνεια της ύπαρξης- να φανερώσουν με
τον ψυχισμό ενός χαρακτήρα και με τα γεγονότα που συνθέτουν τον βίο του».
Σελίδα 47.
Και η χρονική αυτή στιγμή της
αποκαλύφθηκε τη χρονιά εκείνη, που η Ελλάδα στέναζε κάτω από το βάρος του
κατακτητή και η αδιέξοδη μορφή του Εμφύλιου σπαραγμού καλλωπιζόταν μέσα στις
αθώες και αφελείς αγωνιστικές συνειδήσεις των Ελλήνων.
Ακόμα και σήμερα όταν διαβάζουμε την
ποιητική αυτή σύνθεση, ένας λυγμός ανεβαίνει στο λαιμό μας, ένας κόμπος σφίγγει
την καρδιά μας. Λες και το τραγικό γεγονός συνέβει μόλις χθες, δίπλα μας, στην
γειτονιά μας, στην αυλή μας.
Δεκάδες τα κείμενα που έγραψαν
λογοτέχνες έπειτα από τον ξαφνικό χαμό των παιδιών τους. Στην αρχαιότητα από
την «Παλατίνη Ανθολογία» αν θυμάμαι
σωστά αλιεύουμε πάνω από 18 επιγράμματα που αποτυπώνουν την εμπειρία αυτή. Στα
αρχαία κοιμητήρια συναντάμε εκατοντάδες αγγελόμορφες μορφές που με ανάγλυφο
τρόπο, δραματική γλυπτική έκφραση αναπαριστούν τον θάνατο παιδιών, τον μητρικό
πόνο, το δάκρυ που κυλά πάνω στο χώμα, την ανάσα νέας ζωής που χάθηκε πρόωρα
πριν καν ζεσταθεί μέσα στην μητρική αγκαλιά. Είναι οι ψυχές-πεταλούδες που
κουρνιάζουν στα κυπαρίσσια όπως μια αρχαία των εθνικών ελλήνων λαϊκή παράδοση φιλοτεχνεί.
«Ον οι Θεοί φιλούσιν αποθνήσκει νέος» μας λέει ο αρχαίος κωμωδιογράφος ποιητής
Μένανδρος που του αποδίδεται το απόφθεγμα. Σαν μία συνέχεια της μάνας Εκάβη
πάνω στα μισογκρεμισμένα τείχη της Τροίας, της Θέτιδας καθώς σβήνει η πνοή του
ήρωα Αχιλλέα. Και ο παραμυθιακός παρηγορητικός κόσμος της χριστιανικής
θρησκευτικής μυθοπλασίας συνεχίζοντας την αρχαία ταφική παράδοση και υμνογραφία
μιλά για τα αγγελούδια που βρίσκονται στην αγκαλιά του Θεού και μας κοιτούν από
ψηλά. Είναι το φως των άστρων που τρεμοσβήνει στον ουρανό. Σε ορισμένες μάλιστα
αναπαραστάσεις πάνω στον πέτρινο σταυρό εικονίζεται η μορφή ενός αγγέλου που το
πρόσωπό του είναι η εικόνα του παιδιού που χάθηκε. Η Πιετά. Στο δημοτικό
τραγούδι και ιδιαίτερα στα μοιρολόγια έχουμε στιγμές σπαρακτικού θρήνου της
μάνας που θάβει το παιδί της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το λαϊκό άσμα της μάνας-
ελαφίνας που χάνει το ελαφάκι της στο κυνήγι του βασιλιά. «Όλα τα ελάφια
βόσκουνε/ και όλα δροσολογούνται...»
Στα σύγχρονα χρόνια ο ποιητής Γεώργιος
Ζαλοκώστας θρηνεί το χαμό των παιδιών του μέσα στο έργο του. Ο μεγάλος Κωστής
Παλαμάς γράφει τον συγκλονιστικό του «Τάφο» για τον θάνατο του Άλκη. Ποια χείλη
ανθρώπινα δεν έχουν σιγοψιθυρίσει τους στίχους «Άφτιαστο και αστόλιστο του
χάρου δεν σε δίνω…..» και δεν έχουν τρανταχθεί τα σπλάχνα και ας μην έχει ιδέα
από ποίηση. Από την συμπρωτεύουσα την Θεσσαλονίκη η ποιήτρια και δοκιμιογράφος
Ζωή Ζαμαρά αφιερώνει βιβλίο στο χαμό της κόρης της. Ο ποιητής Σαράντος Παυλέας
θρηνεί την αυτοκτονία της δικής του κόρης, η ποιήτρια Λίνα Γαρουφαλάκη θρηνεί
το χαμό του δικού της παιδιού. Η Νίκη Σιδερίδου επίσης θρήνησε το χαμό της
κόρης της και πρόσφατα η πειραιώτισσα Τούλα Μπούτου την αυτοκτονία του δικού
της παιδιού. Και η Βαγγελίτσα Σολωμού θρήνησε το χαμό του μοναχογιού της σε
ανέκδοτα ποιήματά της. Άλλοι πικροχαμένοι γονείς και μανάδες εξέδωσαν
αφιερωματικούς τόμους στο χαμό τους όπως η οικογένεια του νεαρού αγγελόμορφου
ποιητή και νομικού Βασίλη Κουρή κλπ. Είναι το ύστατο δάκρυ στο βλέμμα που
σβήνει μέσα στην Γραφή, την Τέχνη. Όταν μάλιστα αυτό το βλέμμα ζωής αποφασίζει
από μόνο του να δώσει τέλος στην φλόγα που αναβλύζει από μέσα του, τότε, ο
ανεξήγητος αυτός χαμός καμία είτε εξ ύψους παράδοση παρηγοριάς είτε από τα
υπάρχοντα χαρακώματα ελπιδοφορίας που προστατεύουν την ζωή δεν μπορεί να πραΰνει
τον πόνο, να κατασιγάσει την θλίψη.
Ποιός δεν λύγισε μπροστά στο θρήνο της
Θέτιδας για τον Αχιλλέα, της Εκάβης για τον Έκτορα, της Δήμητρας για την κόρη
της την Περσεφόνη, ποια καρδιά δεν ράγισε ακούγοντας το θρήνο της μάνας του
Διγενή. Της χαροκαμένης μάνας του Κωνσταντή του λαϊκού άσματος, της Σάρας στη
Θυσία του Αβραάμ, της μάνας του Χριστού στο έργο του Κώστα Βάρναλη. Ποιος δεν
στάθηκε βουβός μπροστά στην χαροκαμένη μάνα του καπνεργάτη στην μέση του δρόμου
που αλαφιασμένη θρηνεί το σκοτωμένο παληκάρι της. Και, ως το σπαρακτικό
πασίγνωστο Μοιρολόι της μάνας Παναγιάς χιλιάδες είναι οι ανώνυμες
μαυρομαντιλούσες μανάδες των Δημοτικών μας Τραγουδιών της Ελληνικής μας
Παράδοσης. Ποιός δεν έχει συγκλονιστεί ακούγοντας την μακρόσυρτη λυγμική φωνή
του αυτοσχεδιαστικού και ακατέργαστου αυθεντικού λόγου των Μανάδων από την
Μάνη.
(Θα ήθελα να
ανοίξω μία σύντομη παρένθεση και να πω τα εξής: όταν πριν 10 χρόνια χάσαμε τον
πατέρα μας την ημέρα της ταφής όπως συνηθίζεται αφήσαμε το νεκρό σώμα στο
καμαράκι του Νεκροταφείου της Αναστάσεως μέχρι να έρθει η ώρα να γίνει η
κηδεία. Δίπλα μας ακριβώς μία άλλη οικογένεια που όπως φαίνεται ήταν από την
Μάνη μοιρολογούσε τον δικό της νεκρό πάνω από το κιβούρι. Ειλικρινά δίχως να το
πολυσκεφτώ άφησα το φέρετρο του δικού μας νεκρού και αθόρυβα και διακριτικά
θρηνούσα τον δικό τους ακούγοντας την θρηνητική εξιστορητική φωνή των ξένων.
Τέτοια ήταν η συγκίνησή μου, σαν να ακούγαμε χορό από Αρχαία Τραγωδία.).
Τέλος, ποιος δεν λυγά ακούγοντας και
σιγοτραγουδώντας το έργο «Επιτάφιος» του Γιάννη Ρίτσου ή τα «Λίντερ» για τα
μικρά νεκρά παιδιά του Γκούσταβ Μάλλερ. Δεν υποκλίνεται στην κόρη Σοφία
Αφεντούλη του Τήνιου μαρμαρογλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά.
Πρόσφατος
των μεταναστευτικών μας ημερών σπαραγμός είναι η εικόνα ενός πατέρα που
κρατώντας το μικρό νεκρό παιδί του στην αγκαλιά του μπροστά στην Θάλασσα στην
παραλία, θρηνεί στην γλώσσα του το χαμό του. Είναι η δική του θυσιαστική
προσφορά σε αυτό που κάποτε υπήρξε Ανθρωπιστικός Ευρωπαϊκός αλλά και Παγκόσμιος
Πολιτισμός και παράδοση της Ανθρωπότητας και τώρα πλέον δεν υπάρχει, στα νέα
οικονομικά και καταναλωτικά δεδομένα της σύγχρονης Ιστορίας. Ποιοι όμως άκουσαν
τις φωνές ενός Γιώργου Σεφέρη, ενός Τόμας Στερν Έλιοτ, ενός Αλμπέρ Καμύ, την
εξομολογητική φωνή ενός διασωθέντος από τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως των
σκελετωμένων ανθρώπων με το άστρο του Δαυίδ στο μέρος της καρδιάς. Την
κοριτσίστικη φωνή της Άννας Φρανκ. Στην εποχή μας βλέπουμε τα Προσωπεία του
Θανάτου να πολλαπλασιάζονται ραγδαία ξεπερνώντας το ένα και μοναδικό του Πρόσωπο
που γνωρίζαμε.
Αυτή
είναι η ζώσα ραχοκοκαλιά της ελληνικής παράδοσης, αυτές οι μυριάδες ανώνυμες
δακρυρροούσες υπάρξεις, που δεν χωρούν στις σελίδες ενός βιβλίου, στους στίχους
ενός ποιήματος, στο ασκητήριο ενός μαρμαρογλύπτη, ούτε πρωταγωνιστούν στα
θεατρικά κυκλικά αμφιθέατρα, αλλά κυκλοφορούν ανάμεσά μας ζωντανές σκιές,
υπενθυμίζοντάς μας ότι «τα φιλάνθρωπα σπλάχνα της αυτού αγαθότητος» όπως μας
λέει η χριστιανική μυθολογία δεν ανοίγουν εύκολα για να μην πω καθόλου, σ’
αυτούς που εξακολουθούν να ασπάζονται, πιστεύουν ότι «Εικών ειμί της αρρήτου
δόξης σου ή και στίγματα φέρω πταισμάτων», όπως το όρισε ο Σύριος ποιητής άγιος
Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Και τι τελικά δεν σκαρφίζεται η ανθρώπινη φαντασία δεν
μηχανεύεται η ανθρώπινη γλώσσα για να αλλοιώσει κατά τι, την παντοδύναμη ισχύ
του Θανάτου και να παρηγορηθεί η ανθρώπινη ύπαρξη.
Αλλά η μάνα-ποιήτρια Μαρία Περικλή
Ράλλη άνοιξε τα δικά της σπλάχνα και θρήνησε το μοναχοπαίδι της, το δικό της
νεκρό σώμα.
Γράφει:
«Ποιός είδε, γιέ μου, μονογιό
να βγαίνει μοναχός του,
της άγριας νύχτας τον κορμό
να ντύνει με το φώς του;
Ποιός είδ’ αμούστακο παιδί,
τόσο θεριοδεμένο
που να τρυπάει με το σπαθί
σκοτάδι πληγωμένο;
Ποιός καθαροπερπάτησε
Χάρου το μονοπάτι,
καβάλα πάνω σε φαρί
καθώς τον στρατηλάτη;
Όποιος το είδε να του πει,
μήνυμα να του φέρει,
πώς ήρθ’ η μάννα του πεζή
στου Χάροντα τα μέρη,
και κυνηγιέται με στοιχειά,
φαράγγια αναστατώνει,
φωνές μεγάλες σέρνοντας
τον Άδη ξεσηκώνει» σελ. 78
Η θηλυκή υπόσταση αναταράχτηκε
συθέμελα. Ένιωσε την εσωτερική ταραχή, την πνευματική αναστάτωση, την ψυχική
βαβούρα, στη θέα του αρσενικού νεανικού θανάτου. Αυτό το ακαθόριστο σούρσιμο
που ίσως έβλεπε να πλησιάζει και δεν κατόρθωσε να σταματήσει να αποτρέψει με
τις μητρικές προστατευτικές της δυνάμεις. Και μ’ έναν ολοφυρμοστιχοπλεγμένο
σπαραχτικό λόγο, αποθανάτισε το νεκρό πρόσλημμά της. Αφθάρτισε αυτό που
κυοφόρησε και τις πρόσφερε ευτυχία για 21 χρόνια. Είκοσι ένα χρόνια κοινής
συμπόρευσης και προσδοκίας.
Τα «Λόγια σε νεκρό» δεν μας προαναγγέλλουν μια ποιητική μεγαλοφυϊα,
δεν μας φανερώνουν την αρτιότητα ενός ποιητικού μεγαλείου, μιας ποιητικής
σύνθεσης. Τα «Λόγια σε νεκρό» μελίζουν τον κοινόν μας λόγο, τον μηδέποτε
δαπανώμενο αλλά πάντοτε εσθιόμενο, στο κοινό τραπέζι των εμπειριών μας της
παρηγοριάς που ποτέ δεν σταματά, από εμάς τους δευτερότοκους υιούς του θανάτου.
Ο κοπετός
είναι κοινός, η υπέρτατη απελπισία επίσης, ο λόγος του πόνου εμφανής μπροστά σ’
αυτόν τον ελεγειακό λόγο ποταμό, μητρική θρηνωδία.
Το βιβλίο χωρίζεται σε 108 μέρη. Σε
108 δεκαπεντασύλλαβους, οκτασύλλαβους, εξασύλλαβους, επτασύλλαβους,
τετράστιχους. Ιαμβικά μέτρα, Ανάπαιστοι και άλλοι συνθέτουν την σύνθεση
προσφέροντάς της κάθε φορά έναν άλλον ρυθμό, ένα διαφορετικό μουσικό περπάτημα,
μια διαφορετική ηχητική πολυχρωμία. Φοβάμαι όμως, ότι με ευκολία διαπιστώνουμε
ότι η αργομίλητη αυτή σύνθεση συνδέθηκε κάπως βιαστικά- στο ξεχείλισμα
κατάθεσης του μητρικού πόνου-χωρίς προσεγμένη καλή τεχνική επιμέλεια, με χαλαρή
φόρμα και εσωτερικούς αρμούς σύνδεσης. Αλλά μια Μάνα που μοιρολογεί το
μοναχοπαίδι της δεν σκέφτεται παρά πώς θα βγάλει από μέσα της τον αβάσταχτο
καημό της. Δεν την ενδιαφέρει η καλλιέπεια του λόγου η προσεγμένη αποτύπωση της
γραφής όπως παραδείγματος χάριν έχουμε στην περίπτωση της σύνθεσης «Ο Τάφος»
του Κωστή Παλαμά. (Που και εκείνος στην εποχή του και μεταγενέστερα δέχτηκε
αρνητικά σχόλια). Που διαβάζοντας το ποιητικό κείμενο-τον «Τάφο» και να μην
θέλουμε «λησμονούμε» τον γιό του Άλκη και θαυμάζουμε την τεχνική του στίχου,
την αρτιότητα της πατρικής Παλαμικής σύλληψης, το στιβαρό χέρι του γέροντα
πατέρα ποιητή που κάνει το δικό του λυγμό ποιητική γραφή. Ίσως στον «Τάφο»
θρηνεί περισσότερο ο λόγιος, ο «διανοούμενος» παρά ο πατέρας. Αλλά έτσι δεν
συμβαίνει στους χώρους της Τέχνης; Το πατρικό θρηνητικό ένστικτο ελέγχεται και
ορίζεται από τον σοφό δάσκαλο από το πεπαιδευμένο δημοτικιστή και γλωσσοπλάστη
δημιουργό. Η σύνθεση γίνεται ένα διαχρονικό καλλιτέχνημα ξεφεύγοντας από την
αιτία, την αφορμή που το γέννησε. Ενώ στην Μαρία Περικλή Ράλλη ο λόγος
ακατέργαστος πηγάζει από τα μύχια γυναικεία της πληγωμένης ύπαρξής της, δεν
φιλτράρεται γι’ αυτό έχει και τόσες ατέλειες και τεχνικές αντινομίες στην σύνθεσή
του. Ας μην μας διαφεύγει το γνωστό «ο άντρας γεννά η γυναίκα τίκτει». Οι
προσλαμβάνουσες της πατρότητας και της μητρότητας είναι διαφορετικές ακόμα και
στους τονισμούς των σπαραγμών τους. Έπειτα ο Άλκης έφυγε νωρίς άρρωστο παιδί ο
γιός της Ράλλη στα 21 του πριν καλά-καλά ενηλικιωθεί και μάλιστα από δική του
επιλογή. Περνάει από το μυαλό μας πριν καταδικάσουμε την επιλογή του τι
εσωτερικές ενοχές δημιουργήθηκαν στην ψυχή αυτής της Μάνας και κάθε Μάνας που
αντικρίζει το παιδί της μέσα στο φέρετρο από δική του επιλογή; Απορώ πώς δεν
κατανοούν την τραγικότητα του συμβάντος όλοι αυτοί οι πρεσβευτές ενός Θεού
ανάλγητου, στα μελλοντικά αδιέξοδα που γεννά η πράξη της αυτοχειρίας. Λες και ο
Θάνατος ορίζεται από τον βαθμό πίστης ή απιστίας των ανθρώπων, και μιλάνε για
«προπατορικά αμαρτήματα» και άλλα άσπλαχνα και σκληρόκαρδα τινά που ευφηύρε η
γλώσσα των μυθοποιών Ποιητών. Διαφορά Μαρτυρίου ή Μαρτυρίας η όποια απάντηση
εκπορεύεται από τον καθένα και κάθε μία ξεχωριστά και αποκλειστικά.
Γράφει:
«Δεν έχω, γιέ μου, την πνοή, στ’
αθάνατα παλάτια
της τέχνης, την ασύγκριτη να στήσω
σου μορφή,
Εγώ, παιδί μου, σου μιλώ με δάκρυα
στα μάτια
κι’ απ’ την καρδιά ψηλότερα δε
βγαίνει μου η φωνή.
Μηδέ στενό της σύνθεσης μ’ απασχολεί
το θέμα….
Ο λόγος δεν με τυραννά, το επίθετο,
το ρήμα,
δεν μου βαστάζει την ψυχή το τι θε να
σου πω,
δεν τρέχω με τον Πήγασο μα στέκουμαι
σε μνήμα
για να θωρώ που κλείσανε τα μάτια π’
αγαπώ.
Κι ουδέ θα σώσ’ η πίκρα μου ουδ’ η
φωνή θα σπάσει
μοιρολογίστρας σέρνοντας το βήμα
βαρύ,
θα προχωρεί το φάσμα μου για νάρθει
να σε φτάσει
άγγελο πια στον ουρανό για σκόνη μεσ’
στη γη». σελ. 13
Πώς μπορείς να σταθείς ατάραχος,
ξένοιαστος μπροστά σ’ αυτόν τον φοβερό σπαραγμό. Σ’ αυτό το θρηνητικό
ψυχομάχημα της ζωής που χάνεται πριν καλά –καλά ανθήσει, μπουμπουκιάσει, βγάλει
καρπούς. Πριν μπουμπουκιάσει η ζωή φορεί αγκάθινο στεφάνι. Ποιός λόγος να
περιγράψει το απερίγραπτο. Αυτό το θρηνητικό νανούρισμα της Μάνας δεν μπορεί να
μετατραπεί σε επαναστατικό μανιφέστο, σε πολιτική κραυγή διαμαρτυρίας, σε ώθηση
για ξεσηκωμό, σε επανεξέταση των ορίων της γλώσσας που από εδώ και πέρα θα
συνομιλούμε. Όπως συμβαίνει με τον συνταρακτικό «Επιτάφιο» 1936 του μεγάλου μας
ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσου. Αυτό το λαϊκό πένθιμο εμβατήριο
επαναστατικής εξέγερσης.
Στην ποίηση
του Γιάννη Ρίτσου το ιστορικό και πολιτικό συμβάν που απαθανάτισε ο
φωτογραφικός φακός στην μέση του πουθενά σε δρόμο της Θεσσαλονίκης γίνεται
επαναστατική πράξη, το γεγονός του θανάτου ιδεολογική αντίσταση για κοινωνική
αλλαγή και ανατροπή. Ο λόγος ενδύεται την ιδεολογική στολή, ιδεολογικοποιείται
αν και δεν χάνει τα βασικά του ερείσματα που προέρχονται από το Δημοτικό
Τραγούδι τα ακούσματα της δημοτικής μας ανώνυμης παράδοσης. Ασφαλώς ο
«Επιτάφιος» είναι πιο άρτια, τεχνικά οργανωμένος και με μεγαλύτερη ακτίνα η θρηνητική
του ατμόσφαιρα. Περικλείει και άλλα στοιχεία πέρα από αυτά της Μάνας του νεαρού
Καπνεργάτη. Ο «Επιτάφιος» όπως τον επένδυσε μουσικά ο Μάνος Χατζιδάκις στην
πρώτη του εκτέλεση και ιδιαίτερα κατόπιν όπως τον μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης
μεταποιήθηκε σε μία έντεχνη παραλλαγή των Εγκωμίων της Μεγάλης Εβδομάδας, αυτών
της λατρευτικής παράδοσης του ελληνισμού που, όπως έγραψε ο Γιώργος Σεφέρης δεν
ξέρεις αν κηδεύεις το Σώμα του Διονύσου ή του Χριστού. Σύμβολα πένθους
πανανθρώπινης εμβέλειας για κάθε Μάνα σε κάθε εποχή. Στην ποιητική σύνθεση του
Γιάννη Ρίτσου όπως και στου Κωστή Παλαμά η αισθητική δύναμη των στίχων του
ταμπλό των εικόνων και των επιμέρους σκηνών είναι τέτοια που δύσκολα ξεφεύγεις
από την «καρδιακή» ματιά θα γράφαμε ανάγνωση των ποιημάτων.
Η μάνα
μοιρολογεί, ο άντρας κλαίει βουβά.
Η μάνα
συνομιλεί με τους νεκρούς, ο άντρας τους θάβει σιωπηλά.
Η μάνα
στενάζει και ολοφύρεται, σκούζει συμπαντικά, ο άντρας γεννά και αποδέχεται.
Απαράμιλλες, δεκάδες είναι οι
μεταφορές μέσα στο έργο της Μαρίας Περικλή Ράλλη. Οι παρομοιώσεις, οι
αντιμεταθέσεις, το άγριο κύμα οργής που την πνίγει ξεχειλίζει από τις εικόνες
των στίχων της. Η γλώσσα της ηχεί με την ιδιαίτερη γυναικεία ατομική της
ρυθμολογία μέσα στην σύνθεση και η φωνή της αποκτά μια ιδιαίτερη ειδική δυναμική
που δεν θα μπορούσε να ακουστεί διαφορετικά. Πέρα από το πλαίσιο που εκείνη
επέλεξε. Έχει αποκτήσει την δική της αυτοτέλεια έκφρασης το δικό της ηχόχρωμα
ακούσματος πέρα από εκείνο της λαϊκής δημοτικής παράδοσης. Ορισμένες φορές –και
είναι φυσικό, αναμενόμενο- ο λυγμός μπουκώνει το ποίημα, το λυγίζει στην
επιθυμία να εκφράσει ο λόγος της τον μεγάλο της πόνο, όμως το βάθος και το
πλάτος του πόνου της είναι τέτοιο που φαίνεται αμαυρώνει την τεχνική αρτιότητα,
καταστρέφει την ισορροπία του αποτελέσματος. Αφήνεται υπέρμετρα σε αυτό που οι
αρχαίοι ονόμαζαν Λυδικό στοιχείο, ύφος, Ο ελεγειακός λόγος της μάνας-ποιήτριας
στα «Λόγια σε νεκρό» είναι κεντρομόλος όλο το συναισθηματικό φορτίο με φανερή
ενδοστρέφεια επιστρέφει προς τον αρχικό ποιητικό πυρήνα, δεν έχουμε περιθώρια
για άλλες αναγωγές. Η σύνθεση είναι γραμμένη για έναν συγκεκριμένο και μόνο
λόγο, και μόνον για αυτόν και αποκλειστικά γι αυτόν υφάνθηκε στον αργαλειό των
προσωπικών της μητρικών εμπειριών, μνημών και καταστάσεων και για αυτόν πρέπει
να διαβαστεί ακόμα και σήμερα. Αντίθετα στο έργο του Γιάννη Ρίτσου ο λόγος
είναι φυγόκεντρος, ξεφεύγει από την αρχική του γενεσιουργό αφορμή έμπνευσης και
γίνεται επαναστατικός «θρησκευτικός» παιάνας για τους όπου γης
αδικοσκοτωμένους. Ο λόγος του Γιάννη Ρίτσου αυτονομείται από τον κεντρικό
πυρήνα, από την δεδομένη πολιτική σκηνογραφία και ταξιδεύει μέσα στους
αγωνιστικούς δρόμους της Ιστορίας ενδεδυμένος την ιδεολογική της εποχής του
λαϊκή φορεσιά. Την εργατική τραγιάσκα του Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι. Στον Κωστή Παλαμά
η αφορμή φαίνεται να γίνεται αισθητικό ζητούμενο, δημιουργία ενδοοικογενειακής
υπόθεσης της τέχνης της Ποιήσεως. Κάτι που σου καλλιεργεί τις προϋποθέσεις να
θαυμάσεις τον καλλιτέχνη, τον ποιητή εμπνευστή και να ονειροπολήσεις ποιητικά
με το αποτέλεσμα που έχεις μπροστά σου και λησμονώντας να θρηνήσεις για το
συμβάν που καθόρισε την γραφή του πατέρα-ποιητή. Ο Παλαμάς μαγεύει, ο Ρίτσος
κοινωνιολογεί, η Ράλλη θρηνεί. Και οι τρείς όμως ανήκουν σ’ αυτήν την μεγάλη
και πανάρχαιη παράδοση του Ελληνικού ελεγειακού λόγου που δεν έχει αρχή μήτε
τέλος, ούτε φύλο, μήτε φυλή.
Το μοιρολόι των νεκρών είναι μία
αναγκαιότητα ζωής για αυτούς που μένουν πίσω, για να μην αποκοπεί η συνέχεια,
κρυφής, νοερής «συνομιλίας» μεταξύ των ζωντανών και των κεκοιμημένων. Αυτή η
μονοσήμαντη ελεγεία, είναι η λαϊκή νεκρώσιμη ακολουθία του εαυτού μας, αφού οι
νεκροί αποτελούν μέρος όχι μόνο του κοινωνικού σώματος αλλά και της ίδιας της
σωματικής μας ύπαρξης. Θάβουμε ένα μέρος της σωματικής μας ακεραιότητας, της
σωματικής και ψυχικής μας μνήμης. Ο θάνατος ούτε ξεπερνιέται ούτε γίνεται
αποδεκτός απλά τον υφιστάμεθα σύμφωνα με τις αρχαίες προεπιστημονικές λαϊκές
παραδόσεις και αντιλήψεις ή το εξηγούμε επιστημονικά και πάμε παρακάτω. Μόνο
που, ο πόνος και το πένθος συνεχίζεται.
Ο ελεγχόμενος χειρισμός του γλωσσικού
υλικού στο λογοτεχνικό αυτό ρέκβιεμ της Μαρίας Περικλή Ράλλη πολύ σοφά δεν
αποκλείει τα λόγια στοιχεία, εμβόλιμες λόγιες παρεμβάσεις. Έστω και αν η σύνολη
σύνθεση στηρίζεται στο Δημοτικό μας Τραγούδι που σίγουρα, υπερκαλύπτει τους έντεχνους
στιχουργικούς κανόνες και τεχνική. Η μονολογική του δομή καταργεί και τις
υφολογικές τεχνικές της σύνθεσης σε μία ενδεχόμενη εσωτερική της δομής του
συζήτησης. Δεν έχουμε δηλαδή διαλογικά μέρη. Η χρονική ισορροπία «χάνεται» για
να διασωθεί ο παρών πένθιμος λόγος της ανάγνωσης. Να ακουστεί η θρηνητική
διάχυση, να φανούν οι ηχητικές ομοιότητες των εικόνων της συμφοράς. Η Μαρία
Περικλή Ράλλη λιτανεύει τον μοναχογιό της και μόνο σε αυτό το γεγονός εστιάζει
την φωνή της. Αντίθετα στα υψηλής συμβολιστικής εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής,
ο λαϊκός θρήνος με αποκορύφωμα το «γλυκύ μου έαρ…» μοιρολογείται ο κάθε κοινός
μας άγνωστος ή γνωστός μας νεκρός. Συστενάζει η Μάνα Φύση μαζί με τον Ποιητή. Ο
μητρικός θρήνος είναι συγκεφαλαιωτικός της κοινής μας εμπειρίας που έχει
ζυμωθεί στην κυτταρική μας μνήμη.
Μια ανάλυση όμως της συλλογής και
συσχέτισης της πιο αναλυτικά και διεξοδικά με άλλα μοιρολόγια θα μας ξεστράτιζε
από αυτήν την Ομιλία της γενικής παρουσίασης του έργου της Ράλλη.
Το 1974 δύο χρόνια πριν πεθάνει
κυκλοφορεί την ποιητική της συλλογή «Ξεναγήσεις».
Την χρονιά
αυτή στο μεταίχμιο του τέλους της δικτατορίας και της αποκατάστασης της
κοινοβουλευτικής δημοκρατίας η ποιήτρια Τούλα
Βρεττάκου (έχει σχέση με την πόλη του Πειραιά) εκδίδει την «Απολογητική
φωνή». Η ποιήτρια Αθηνά Παπαδάκη,
την συλλογή «Αρχάγγελος από μπετόν». Η Νατάσα
Κεσμέτη, το «Άχ, νάμουν ρημαγμένος καφενές…». Η Δήμητρα Χριστοδούλου, «Τα Άλογα του Μυροβλήτου» για να αναφέρω
μερικές από τις γυναικείες ποιητικές συλλογές που εκδόθηκαν τη χρονιά αυτή τα
πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης που συζητήθηκαν. Χρονική περίοδος που άνθησε ο
αντρικός και γυναικείος ποιητικός λόγος και γραφή. Μια γυναικεία γραφή που
σκιτσάριζε την δική της θεματογραφία, άνοιγε νέους δρόμους στην ελληνική
ποίηση, σπούδαζε τα νέα ποιητικά ρεύματα, χάρασσε το δικό της χειραφετημένο
ύφος. Οι συνθήκες άλλαζαν ραγδαία το ίδιο και οι δρόμοι της Ποίησης. Τα αντρικά
ποιητικά κάστρα άρχισαν να «πέφτουν» και να ανυψώνονται νέα. Στους σύγχρονους
καιρούς ο γυναικείος ποιητικός λόγος συναγωνίζονταν τον αντρικό. Έμφυλες
σπουδές γεννιόνταν και για τα δύο φύλα!!!
Η συλλογή «Ξεναγήσεις» ο τίτλος της αμυδρά
δηλώνει πως η συλλογή με τα 36 άτιτλα ποιήματα που περιλαμβάνει είναι μία
«εξαγγελία» προς το δικό της εσχατολογικό τέλος. Πώς η πειραιώτισσα ποιήτρια
μία από τις βασικές εκπροσώπους της Ουσιαστικής ποίησης, ρεύματος στην Ελλάδα
μας δείχνει τα μονοπάτια του τελευταίου της ταξιδιού και προσκαλεί τον
αναγνώστη να την ακολουθήσει και να συμβαδίσει μαζί της.
Αν με τόσο πειστικό και αποκαλυπτικό
τρόπο μας αποκάλυψε τη μυστική διδαχή των λόγων της στη συλλογή της «Λόγια σε
νεκρό» στην έσχατη αυτή ποιητική της παρουσία, μία κατάθεση με την οποία
κλείνει ουσιαστικά τον κύκλο της, στην τελευταία της αυτή μαρτυρία ο ποιητικός
της λόγος θα λέγαμε «εν εαυτώ» μας δείχνει το ασφαλές κριτήριο της φιλοσοφικής
της κοσμοθεωρίας.
Η οικονομία του λόγου και η σαφήνεια
της έκφρασης επικρατούν και ξεχωρίζουν καθώς υποχωρεί ο λεκτικός πλούτος, η
ποικιλία των λέξεων.
Γράφει:
«Αυτό το
λίγο αποζητώ
φεύγοντας,
αυτό που
είναι το μόνο πολύ».
Τρείς στίχοι που μπορεί να εκληφθούν
και ως απόσταγμα εμπειριών βίου- απόφθεγμα- τώρα που σώνεται η άμμος από την
κλεψύδρα του προσωπικού της χρόνου.
Η γλώσσα
αποκαθιστά την εσωτερική ενότητα του ποιητικού υποκειμένου με την καθολική
πραγματικότητα και αποδοχή του Κόσμου. Μια ενότητα πάντοτε εύθραυστη,
θρυμματισμένη, διαβρωμένη από τους συνεχείς επαναλαμβανόμενους εξωτερικούς
θανάτους και τις δραστικές ατυχίες της ζωής. Στην ανάγνωση της συλλογής
ξεχωρίζουμε έναν θα σημειώναμε «συναισθηματικό αφαιρετισμό», έναν κοπασμό της
αντιμαχίας της με το περιβάλλον και μία παραβίωση του τέλους μέσα από το
διαλεκτικό ζεύγος Αγάπη- Θάνατος. Πάνω σε αυτό το σκηνικό σπονδυλώνονται τα
άτιτλα αυτά ποιήματα. Χωρίς κραδασμούς, χωρίς ψυχικές αναταράξεις αλλά με
βλέμμα νηφάλιο, στωικό, γλυκιάς και ήρεμης εγκαρτέρησης.
Γράφει:
«Φωτεινά
περάσματα των καιρών με τι σκοτάδι σας προσπέρασα».
Να το
καταστάλαγμα της φωνής της, το επιστέγασμα των προσπαθειών της, τώρα που το
δικό της Φως σιγοσβήνει.
Όλα πλέον φαντάζουν, είναι λαμπρά
σπαράγματα παλαιών εμπειριών που ξαναγυρίζουν στην μνήμη της όχι σαν μία
παρελθοντολογία αλλά ως αναγκαία απαραίτητη αίσθηση των κύκλων της ζωής που
όφειλε να διαβεί.
Γράφει:
«Φώς της
παιδικής μου μνήμης
Απέραντη
ανατολή του ανθρώπου
Χλόη χρυσή
του κόσμου κρύψε με στην ευρύχωρή σου Αυλή».
Ένα φώς Σοφόκλειας αποτίμησης της ζωής
καθώς οι βακτηρίες των εμπειριών έχουν τσακιστεί και ο τυφλός γέροντας επιστρέφει
στα πατρώα εδάφη.
Τώρα πια
αγκαλιάζει τον αναμενόμενο θάνατό της σαν ένα ακόμα αναμενόμενο επεισόδιο της ζωής
της, σαν μία ενσάρκωση της αιωνιότητας του ανθρώπου αλλά και της ίδιας της φύσης.
Είναι τα κοινά αμπελώματα του μεθυσιού της ζωής με τον θάνατο. Το κοινό κλάδεμα.
Γράφει:
«Κι’ είναι
οι κινήσεις της
Χειρονομίες τρομαγμένου
παιδιού
Πού τυφλωμένο
από φόβο
Σε σκάλα
σκοτεινή επιχειρεί μιάν έξοδο
κι όλο σκοντάφτει,
κι’ όλο χτυπάει
σε χαμηλοτάβανο
τοίχο
γυρεύοντας
την πόρτα
που δεν θα
βρει.».
Και αυτήν την ταραγμένη παιδική ψυχή
από τον Πειραιά προσπάθησα στην Ομιλία μου να αφουγκραστώ και να ερμηνεύσω απόψε
μαζί σας. Να νιώσω την τυφλωμένη από φόβο καρδιά όλων μας.
Στην προσπάθειά μας για αυτοενδοσκόπηση
και ανεύρεση της όποια ταυτότητάς μας μέσα από το πρόσκαιρο μονοπάτι της Τέχνης
της Ποιήσεως στο δρόμο προς την αθανασία μας, συγνώμη προς τον κοινό μας Θάνατο
ήθελα να πω.
Τέλος δεύτερου Μέρους
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς
Ιούλιος- Αύγουστος
2025