ΑΝΤΩΝΗ ΜΑΡΜΑΡΙΝΟΥ
ΠΕΙΡΑΪΚΕΣ
ΜΟΡΦΕΣ
ΝΙΚΟΣ ΧΑΝΤΖΑΡΑΣ
Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
(ΟΠΩΣ ΤΑ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ Ο ΙΔΙΟΣ)
ΠΕΙΡΑΙΑΣ 1956
(Έκδοσις:
«Χρονογράφου»)
σελ. 70,
διαστάσεις 14Χ21, 1500 παλαιές δραχμές.
Αν στο φίλο του ποιητή, δημοσιογράφο
και πεζογράφο Χρήστο Λεβάντα οφείλουμε την διάσωση του Αρχείου του Νίκου Ι.
Χαντζάρα και την προσφορά του στο Ιστορικό Αρχείο της πόλης,-10 Φάκελοι- και
παράλληλα, την καταγραφή της πρώτης συγκεντρωτικής Εργογραφίας- Βιβλιογραφίας
του, βλέπε το βιβλίο του «ΔΥΟ ΜΟΡΦΕΣ», όπως γράψαμε στο προηγούμενο Έκτο κατά
σειρά σημείωμά μας ολοκληρώνοντας την καταγραφή και την ανάρτηση στα
Λογοτεχνικά Πάρεργα των «ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΚΩΝ» (1945-1948), στον συγγραφέα Αντώνη Σ.
Μαρμαρινό και το βιβλίο του οφείλει η Πειραϊκή Λογοτεχνία και η Ελληνική
Γραμματεία την πρώτη και μοναδική μέχρι σήμερα-από όσο γνωρίζω- βιογράφηση της
διαδρομής της ζωής του και της ποιητικής του δουλειάς, από τα νηπιακά του
χρόνια ως τα γεράματά του, (συγκεντρωμένα) όπως ο ίδιος ο Ν. Ι. Χαντζάρας μας
τα αφηγείται και τα εξιστορεί. Ψιλοβελονιά την ψιλοβελονιά ο Μαρμαρινός με
σεβασμό και θαυμασμό και διακριτικότητα, υφαίνει την πορεία του και τις
συγγραφικές του ενασχολήσεις και δραστηριότητες. Από τα μικράτα του έως τον
θάνατό του. Το υλικό του είναι συγκεκριμένο, δεδομένο, μας έχει δοθεί, είναι τα
σχεδόν μέρα παρά μέρα δημοσιευμένα «Πειραιώτικα» στην «Φωνή του Πειραιώς» που
συνεργάζονταν ως ρεπόρτερ, η ποιητική του εκδοθείσα συλλογή, τα «Ειδύλλια»
(1931) η δεύτερη συλλογή με «Ειδύλλια» που προετοίμαζε να εκδώσει και δεν
πρόλαβε ή ήταν διστακτικός, μια και εξακολουθούσε να τα επεξεργάζεται και μετά
την δημοσίευσή τους, τα διάσπαρτα δημοσιευμένα και αδημοσίευτα που είχε στα
χέρια του ο Μαρμαρινός. Σε λογοτεχνικά περιοδικά όπως «Βωμός», «Γράμματα»,
«Ηγησώ», Πειραϊκά Γράμματα», «Ακρίτας» κ.ά. και ένα χρονογράφημα από την
εφημερίδα «Χρονογράφος». Ίσως και από τις εφημερίδες «Πρόνοια», «Ελληνικό
Μέλλον», «Θάρρος» κλπ. εφημερίδες του Πειραιά που ο Χαντζάρας συνεργάζονταν και
δημοσίευε. Επέλεξε όμως να επικεντρωθεί στα «Πειραιώτικα» της «Φωνής» μάλλον
για πιο ευκολία (;), λόγω έλλειψη χρόνου (;) ή και γιατί θεώρησε ότι τα της
«Φωνής» συγκεντρώνουν περισσότερο το ενδιαφέρον του στην εξέταση της
σκιαγράφησης του Χαντζάρα ή στα όσα συνάντησε στο Αρχείο του. Ένα πλούσιο, «χορταστικό»
και ενδιαφέρον υλικό που άφησε πίσω του ο Χαντζάρας και αποτελεί την αναγκαία
και απαραίτητη βάση δεδομένων και δεξαμενή παλαιών και λησμονημένων πληροφοριών
σε όποιον ή όποιους θελήσουν να εξετάσουν το έργο του και ασφαλώς, να
ξαναγνωρίσουν την ιστορική εικόνα και διαδρομή της Πόλης. Το πρόσωπο του Δήμου
του Πειραιά, του «χωριού του» όπως συνήθιζε να λέει, όχι όπως μας τον
κατέγραψαν ιστορικοί και κοινωνιολόγοι, οικονομικοί επιστήμονες και ερευνητές
της ναυτιλιακής μας ιστορίας ή της βιομηχανικής εξέλιξης με τις γραφίδες και τα
βιβλία τους αλλά, όπως τον είδαν, τον έζησαν, τον περπάτησαν, τον πόνεσαν, τον
νοστάλγησαν, τον ονειρεύτηκαν και μας τον περιέγραψαν τα άδολα και εσωτερικά
δακρυσμένα μάτια ενός Πειραιολάτρη και τον αλήτευαν όλο το εικοσιτετράωρο στις
εποχές του χρόνου. Ο καθαρός λόγος η στρωτή και απλή γραφή, το λαγαρό ύφος, η
έλλειψη περιττών σχολιασμών που θα βάραιναν το πρωτογενές δημοσιογραφικό υλικό,
η συνεξέταση με ποιητικές του μονάδες στο «δεύτερο» μέρος της μελέτης,
προσφέρουν στον αναγνώστη έναν οδοδείχτη ασφαλείας στην γνωριμία μας με τον
πειραιώτη ποιητή. Ας μην μας διαφεύγει ότι όσοι έγραψαν για τον δημοσιογράφο
και ποιητή με τον έναν ή άλλον τρόπο τον είχαν γνωρίσει από κοντά, είχαν
συνομιλήσει μαζί του, κατείχαν στιγμές και ημέρες του βίου του και της επαγγελματικής
του βιοποριστικής σταδιοδρομίας, είχαν σχετικά κοντινή ηλικία με αυτόν και το
κυριότερο, ο λόγος και η φωνή τους, τα γραπτά τους, το κουβεντολόϊ τους, ήταν ο
καθρέφτης της ιστορικής και κοινωνικής αλήθειας που διατύπωνε ο Χαντζάρας στα
«Πειραιώτικα» για τον Δήμο και την εξέλιξή του, των αλλαγών σταδιακά μέσα στον
χρόνο της πόλης και του λιμανιού του Πειραιά. Η διαστρωμάτωση των κατοίκων της
πόλης στην κίνησή τους και την εξέλιξή τους στον ιστορικό χρόνο και οι αλλαγές
των συνηθειών τους. Αυτό το κράμα φτώχειας και ευπορίας, καθημερινότητας απλών ανθρώπων
του λιμανιού και των καφενέδων λαϊκότητας, (σαν ένα είδος λαϊκής δημοτικής
«βουλής». Στα Καφενεία οι Έλληνες ανεβοκατεβάζουν Κυβερνήσεις και οραματίζονται
να γίνουν για μία ημέρα πρωθυπουργοί να αλλάξουν την Ελλάδα) επιχειρηματικών
δραστηριοτήτων και οικιστικών αλλαγών της τότε αστικής πειραιώτικης τάξης. Αυτό
το πανόραμα των γηγενών Πειραιωτών και των μέτοικων και προσφύγων από διάφορα
μέρη της χώρας, νησιωτών και ορεινών περιοχών, μοραΐτικων φαμελιών, Κρητών και
Μικρασιατών προβάλλονται μπροστά μας με ευαισθησία, προσωπικό συναίσθημα και
συγκίνηση, τρυφερό βλέμμα που μας αγγίζει ακόμα και σήμερα. Ο Αντώνης Σ.
Μαρμαρινός φωτίζει τα «Πειραιώτικα» και ξεχωρίζει τα στοιχεία εκείνα, τις
απαραίτητες πληροφορίες, στηρίζεται στις
εσωτερικές ειδήσεις και μικρά, αλλά
ουσιαστικά και καίρια γεγονότα που αντλεί από αυτά στην σπονδύλωση του δικού
του αφηγηματικού μελετήματος. Δεν ξεστρατίζει από τις δημοσιογραφικές ράγες που
έχει μπροστά του, δεν παραβλέπει κάτι που ίσως να μην του αρέσει ή συμφωνεί, δεν
επεμβαίνει στα λεγόμενα και τις παρατηρήσεις του Χαντζάρα, δεν προσθέτει και
δεν συμπληρώνει, δεν αξιολογεί, και το κυριότερο, δεν τον κρίνει και δεν υπερβαίνει
ο λόγος του την γραφή του Χαντζάρα. Φυσικά δεν είναι άγευστος πολλών συμβάντων
ούτε κρατά μία άχρωμη χλιαρή στάση, «ουδέτερη» στα δημοσιεύματα που έχει στα
χέρια του και διαβάζει. Ο Αντώνης Σ. Μαρμαρινός έχει γνωρίσει τον Χαντζάρα από
κοντά και τρέφει για το άτομό του και τον χαρακτήρα του σεβασμό και υπόληψη, το
δηλώνει ευθαρσώς. Εξάλλου, εδώ και χρόνια, έχει καταξιωθεί ο Χαντζάρας στους
πνευματικούς κύκλους τόσο εντός της πόλης όσο και στους αθηναϊκούς κύκλους ως
ένας σημαντικός ειδυλλιακός πολύ καλός και φημισμένος ποιητής, αν και
ολιγογράφος. Συναριθμείται από κριτικές φωνές του Πειραιά και των Αθηνών δίπλα
σε πειραιώτικα ονόματα σημαντικών λογοτεχνών, υψηλού μεγέθους όπως ο Λάμπρος
Πορφύρας, ο Άριστος Καμπάνης, ο Παύλος Νιρβάνας, ο Γεώργιος Στρατήγης, ο
Γεώργιος Ζουφρές και άλλων Πειραιωτών της Μεσοπολεμικής Γενιάς. Η εικονογράφηση
της φυσιογνωμίας του-από τον Μαρμαρινό- γίνεται με απαλές πινελιές, μαλακά
χρώματα, δίχως σκιές, ένα διακριτικό σταθερό κοίταγμα της ζωής, του
οικογενειακού και φιλικού του περίγυρου, του χώρου και συνοικιών της πόλης. Μία
αντιπροσωπευτική ποιητική του παρουσία από δημοσιευμένο και αδημοσίευτο
ποιητικό υλικό ερανισμένο από περιοδικά και χειρόγραφα. Ακολουθεί κατά γράμμα
ότι ο συγγραφικός προβολέας του δημοσιογράφου και ποιητή φωτίζει για τα οικεία
και προσφιλή του πρόσωπα και των συντοπιτών του, των έρημων και
αραιοκατοικημένων περιοχών και της ατμόσφαιρας του Δήμου. Ας μας επιτραπεί να
το επαναλάβουμε για μια ακόμη φορά, ο Νίκος Ι. Χαντζάρας όταν μας μιλά και
αναφέρεται στον εαυτό του και στα φιλικά και συγγενικά του πρόσωπα φιλοτεχνεί
το πρόσωπο και την εικόνα, την ιστορία του Πειραιά στην χρονική εξελικτική
διαδρομή του, και όταν μας αφηγείται στιγμιότυπα και μας εξιστορεί ανθρώπινες
καθημερινές στιγμές, εικόνες και παραστάσεις του κλίματος του Δήμου Πειραιά
αυτοβιογραφεί τον εαυτό του και την ατομική του ιστορία στην περιπέτειά της.
Αυτό φαίνεται αμέσως μόλις πιάσουμε στα χέρια μας τα «Πειραιώτικα» και άλλα
δημοσιεύματά του στον τοπικό τύπο και διαβάσουμε τις συνεντεύξεις που έδωσε ή
τις ομιλίες του, τις απαντήσεις που έδινε στις ερωτήσεις δημοσιογράφων και
λογοτεχνών. Βλέπε μεταξύ άλλων: -Δημήτρης Γιατράκος, εφ. «Σημαία» 27/5/1940,
«Τι χρειάζεται ο Πειραιεύς». – «Ποιά πρέπει να ναι η θέση των πνευματικών
ανθρώπων του Πειραιά μπροστά στα προβλήματα της πόλης τους» «Πορεία» μηνιάτικο
λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό περιοδικό αρ. φ. 1/11, 1945.- «Για Έναν καινούργιο
Πειραιά» εφ. «Νέος Δρόμος» 21/4/1945. (Ομιλούν ο Ν. Χαντζάρας, ο αντιπρόεδρος
του Συνδέσμου εμπόρων και ναυτιλιακών ειδών και σιδήρου Πειραιώς Μάνος
Κορφιάτης). – Γ. Μπουκουβάλας, «Τρείς διαλεκτοί ποιηταί δια τον εργατικόν
ύμνον» περιοδικό «Εργατική Ελλάς» τχ. 15/11, 1938 (Μαλακάσης, Σκίπης και
Χαντζάρας). – Γ. Μυλωνογιάννης (Γ. Περαστικός), περ. «Νεοελληνικά Γράμματα» τχ.
81/ Σάββατο 18/6/1938. -Γεώργιος Ρούσσος, «Εβδομάς» (;), «Ο κ. Ν. Χαντζάρας
εξηγεί τον εαυτό του». Ακόμα και στις διαλέξεις του ως μέλος της διαφόρων
Λογοτεχνικών Σωματείων του Πειραιά, ή τον προσκαλούν να δώσει μία Ομιλία, όπως
έγινε έπειτα από πρόσκληση της «Φιλικής Εταιρείας Νέων» στο Δημοτικό Θέατρο
Πειραιώς, με θέμα: «Από την παλαιοτέραν λογοτεχνικήν ζωήν του Πειραιώς», με την
ευκαιρία του καλού βιβλίου της Πόλης, βλέπε εκτενές κείμενο της εφημερίδας
«Πειραϊκή» της εποχής, ο Χαντζάρας περιστρέφει την προσοχή και το ενδιαφέρον
του στον Πειραιά και την ιστορική του διαδρομή, την παλαιότερη λογοτεχνική
παράδοση και τα σύγχρονά του φιντανάκια της διανόησης και λογοτεχνίας. Αυτό δεν
σημαίνει ότι είχε αποκλείσει κάθε άλλη ενημέρωση και γνωριμία για το τι
συνέβαινε εκτός του Δήμου του Πειραιά. Είναι τιμή για τον πολιτικό κόσμο του
Πειραιά το γεγονός ότι η υπογραφή του υπάρχει στο «Μανιφέστο Διαμαρτυρίας από
Ποιητές, Λογοτέχνες και Καλλιτέχνες» Αθήνα 25/2/1919. Βλέπε το περιοδικό
προπύργιο των Δημοτικιστών «Ο Νουμάς» τχ. 621/ 2 Μαρτίου 1919.
Το πανόραμα της ανθρωπογεωγραφίας των
πειραιωτών, των οικιστικών περιοχών και διαμερισμάτων του Δήμου, των
κατεστραμμένων συνοικιών ή την ανοικοδόμησή τους, των χαρακτηριστικών τοπόσημων
των συναντήσεών τους, τα πρώτα τοπόσημα του Δήμου και οι χαρακτηριστικές τους
παλαιές ονομασίες, (Τσιρλονέρι), οι παλαιές ονομασίες των δρόμων και η χάραξή
τους, οι ιδιόρρυθμοι καλοκάγαθοι τύποι και φυσιογνωμίες του Πειραιά, οι
οικογένειες των γηγενών πρώτων οικιστών και η προσφορά τους, οι ιστορικές στιγμές
και μνήμες της Πόλης όπως τις διάβασε ο Χαντζάρας στα Αρχεία του Δήμου και
Ιδιωτών, οι αναπολήσεις και τα ενθυμήματα των κοινωνικών συνθηκών και συνηθειών
ζωής των συντοπιτών του που μας περιγράφονται σχεδόν λεπτομερειακά αποτελούν
την συγγραφική του ύλη. Αυτή η πολύχρωμη, πολύστικτη, πολύοσμη, πολύπτυχη
Πειραιώτικη Πινακοθήκη γίνεται με ένα αμφίδρομο βλέμμα, ένα φλας μπακ της
μνήμης του Χαντζάρα με ένα συγκεκριμένο στόχο, να φανεί το κάπως εξιδανικευμένο
πρόσωπο της Πόλης μέσα στους βαθμούς και τονισμούς νοσταλγίας του. Να επισημανθεί
η αυθεντικότητα και καθαρότητα της εξομολογητικής του γραφής, να δηλωθεί
απερίφραστα η Πειραιολατρεία του. Μιάς έκδηλης Πειραιολατρείας που χωρίς
υπερβολή θα σημειώναμε από την μεριά μας ότι γειτνιάζει με «Πειραιωτολαγνεία».
Όπως και νάχει ο λόγος του Χαντζάρα διαθέτει κοιτάσματα καθαρού λυρισμού και
τρυφερότητας, αθωότητας ματιάς, φορτισμένος στρώματα νοσταλγίας και στιγμών
πίκρας, ρεμβασμών του σε Κήπους και στέκια της πόλης, αναπόλησης
ανθρωπινότερης, θερμότερης επικοινωνίας και σχέσεων, προσωπικών του αναμνήσεων
για ένα χαμένο παιδικό αθώο και ανέμελο παρελθόν του Πειραιά και κλίματος
ανθρώπινων επαφών που τα παλαιότερα χρόνια ο ίδιος έζησε άμεσα και δεν μπορεί ή
δεν θέλει να λησμονήσει. Να ξεφύγει από την κοινωνική και λαϊκή γοητεία τους
όπως αυτή είχε εντυπωθεί μέσα στα φυλλοκάρδια του και καθόρισαν την οπτική και
το ύφος του λόγου και της γραφής του. Χαμηλών τόνων ο ίδιος σαν άτομο, πράος
και ήρεμος, συγκαταβατικός σαν χαρακτήρας, φιλικός με τους συντοπίτες του δεν
αφήνει τον δημοσιογραφικό του λόγο και την γραφή του σε κρίσεις ακραίες,
απόλυτες, ανιστόρητων αναφορών στις μνημονεύσεις του. Οι εκατοντάδες αναμνήσεις
του και το καθαρό βλέμμα του τροφοδοτεί την γραφή του η οποία δεν έχει ρήγματα
ξένων ισχυρών παρεμβολών αν και διαισθανόμαστε ότι έχει το καθημερινό άγχος της
ανανέωσης των δημοσιογραφικών του ρεπορτάζ και της τεκμηρίωσης των στοιχείων
που αναφέρει μια και το κοινό των αναγνωστών του είναι κοινό, φιλικών του
συντροφιών και παρεών. Γι’ αυτό και ζητά και θέλει την μαρτυρία και συγγραφική
συμμετοχή των αναγνωστών του οι οποίοι έζησαν τις καταστάσεις, συνάντησαν
χαρακτηριστικούς τύπους, μετείχαν σε φιλικές συναντήσεις και συγκεντρώσεις σε
Καφενεία, Ταβέρνες, Μπακάλικα, Ζαχαροπλαστεία, υπαίθριους χώρους, Κήπους του
Πειραιά. Δέχεται και δημοσιεύει επιστολές τους, δεν δυσανασχετεί όταν του
κάνουν υποδείξεις για κάτι που του διέφυγε ή και αναφέρθηκε λανθασμένα. Ο
Χαντζάρας δεν οδοιπορεί μόνος του την Πόλη του Πειραιά φορτωμένος με τις
αναμνήσεις του, συνοδοιπορεί μαζί με τους συνδημότες της εποχής του ή
τουλάχιστον με όσους από τους Πειραιώτες γνώριζαν γραφή και ανάγνωση, διάβαζαν
τα Χρονογραφήματά του στην «Φωνή» και σε άλλα τοπικά έντυπα. Είναι από παλαιές
Πειραιώτισσες μέχρι φαρμακοποιοί, δικηγόροι, ιατροί, ταβερνιάρηδες, άτομα του
μόχθου και της βιοπάλης, θεατρώνες. Ο έλεγχος των όσων μας λέει και καταγράφει
στα ρεπορτάζ του είναι διπλός. Από την διεύθυνση της εφημερίδας και τους
συνεργάτες της και από τους αναγνώστες του/ της. Εξαντλητική δουλειά, κοπιώδης,
χρειάζεται αποθέματα ψυχικών δυνάμεων και σωματικά τρεχάματα που ό πως βλέπουμε
ο Χαντζάρας έφερνε εις πέρας με επιτυχία στο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα της
ζωής του. Το γεγονός αυτό δεν οφείλεται μόνο στην δημοσιογραφική του
ευσυνειδησία καλλιέργεια και υπευθυνότητα, την ποιητική του φύση και καλή του
πέννα, αλλά και στο ότι ο Νίκος Ι. Χαντζάρας ήταν ένας φιλίστωρ, ένας
φιλαναγνώστης, ένας ερευνητής της τοπικής ιστορίας, ένας καταρτισμένος
αναγνώστης της ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας. Ως κάτοχος της Γαλλικής γλώσσας
μπορούσε να ενημερωθεί σε ότι καλλιτεχνικό συνέβαινε στον ευρωπαϊκό χώρο, να
ανατρέξει σε πηγές και να διαβάσει βιβλία, παλαιές και νέες κυκλοφορίες που
όπως φαίνεται οι πλείστοι των Πειραιωτών εκείνων των χρόνων δεν ενδιαφέρονταν. Αν
εξαιρέσουμε φυσικά την αστική και εύπορη τάξη του Πειραιά που φρόντιζε να
στείλει τα παιδιά της να σπουδάσουν σε ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα και σε
εκπαιδευτήρια του εξωτερικού. Αλλά ο Πειραιάς ήταν πάντα ένα Λιμάνι, το επίνειο
της Πρωτεύουσας με ό,τι θετικό και αρνητικό αυτό συνεπάγεται στις φιλοδοξίες
και επιθυμίες των Πειραιωτών και του Δήμου. Ακόμα και όταν χρειάζονταν να
μεταβεί στην Αθήνα για επαγγελματικές του υποχρεώσεις ή να συναντήσει φίλους
του ομότεχνους ποιητές και συγγραφείς ο νους του Χαντζάρα στριφογύριζε στον
Πειραιά, την γενέθλια πόλη του, στους Πειραιώτες λογίους και ανθρώπους της
τέχνης. Τα γνωρίζει όλα αυτά ο Αντώνης Σ. Μαρμαρινός για αυτό βαδίζει
αποκλειστικά πάνω στις δικές του αναγνωρίσιμες στιγμές και χρόνους της γραφής
του. Αποδέχεται τις εξομολογήσεις του, ακολουθεί την ατομική συγγραφική
«αμαξοστοιχία» του Νίκου Ι. Χαντζάρα δίχως να σέρνει κριτικά «βαγόνια» άλλων
θαυμαστών της ποίησης και της πένας του, που πρέπει να έχει διαβάσει σε
πειραϊκές εφημερίδες και στον αθηναϊκό τύπο. Αρκετές από τις επαινετικές
κριτικές και σχόλια για την ποίηση του Χαντζάρα έχουν επαναδημοσιευτεί και σε
φύλλα του Πειραϊκού τύπου και έκαναν υπερήφανο και γνωστότερο τον ποιητή. Η
μέθοδος αυτή που υιοθετεί ο Αντώνης Σ. Μαρμαρινός μας καλλιεργεί θετικά αποτελέσματα
στην αναγνωστική κρίση του σύγχρονου κοινού είτε του κοινού των χρόνων που
κυκλοφόρησε το βιβλίο του. Το άτομο και ο ποιητής Χαντζάρας μας δίνεται με
ανάγλυφο και τεκμηριωμένο τρόπο. Έχουμε την ευτυχισμένη συγκυρία συνάντησης δύο
λογίων, δύο Πειραιωτών δημιουργών με κοινό τους σημείο την ένθερμη αγάπη τους
για τον Πειραιά, όπως γνωρίζουμε και από το βιβλίο που συνέγραψε ο Αντώνης
Μαρμαρινός για την παλαιά Δημόσια και Ιδιωτική Εκπαίδευση της Πόλης, τα Σχολεία
της. Βλέπε: «Η Πειραϊκή Παιδεία μετά το 1836», Πειραιάς 1963. Και οι δύο
ανήκουν στην Πειραϊκή Σχολή Λογοτεχνίας.
Ας υπενθυμίσουμε ότι εκτός από το βιβλίο
τα «Πειραϊκά» του Ιωάννη Α. Μελετόπουλου κυκλοφορεί το βιβλίο του Άγγελου Α.
Κοσμή, «Περασμένα κι Αλησμόνητα», έχει εκδοθεί η μελέτη του Δημήτρη
Σπηλιωτόπουλου, «Ο Πειραιάς και οι δήμαρχοι της πρώτης εκατονταετίας», έχουν
εκδοθεί διάφοροι τίτλοι Πειραϊκών λογοτεχνικών περιοδικών και έχουνε κάνει την
εμφάνισή τους νέοι πειραιώτες ποιητές και λογοτέχνες, λόγιοι και διανοούμενοι
και ημερολογιογράφοι και αναμνησιολόγοι του Πειραιά. Όλα έχουν την σημασία τους
αν θέλουμε να εξετάσουμε το συγγραφικό
έργο του Νίκου Ι. Χαντζάρα. Όλα τα προγενέστερα καταθετήρια και ημερολογιακές
καταγραφές είναι κρίκοι της αλυσίδας της καθόλου ιστορίας και πολιτιστικής
προσφοράς της Πόλης.
Και, δεν είναι άστοχο αν υποστηρίζαμε ότι παρόμοιας
συγγραφικής και ιστορικής χρησιμότητας και διδακτικότητας Πειραϊκά βιβλία θα
άξιζε να επανεκδοθούν από την Δημοτική Αρχή του Πειραιά και να προσφέρονται στα
Σχολεία του Δήμου δωρεάν ώστε οι νέες γενιές των Πειραιωτών να γνωρίσουν τα
πρόσωπα και τα έργα των δημιουργών που γέννησε αυτή η πόλη και συναποτελούν την
Λογοτεχνική Σχολή του Πειραιά, να γίνουν μέτοχοι της ποιότητας και συγγραφικής
ρητορικής του λόγου τους.
Σύμφωνα με τον Αντώνη Σ. Μαρμαρινό τα
«ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΚΑ» του Νίκου Ι. Χαντζάρα τα συναντάμε από τον Ιανουάριο του 1945 έως
τον Μάϊο του 1949. Ενώ έχουμε σκόρπια δημοσιεύματα και άλλων μηνών του 1949. Ο Αντώνης
Σ. Μαρμαρινός στην δική του βιογράφηση και εξέταση της ποίησής του δανείζεται
πληροφορίες της περιόδου 1945 έως 1948, το έτος 1949 απουσιάζει. Αυτό σημαίνει
δύο πράγματα, ή ότι δεν του φάνηκαν χρήσιμα στην εργασία του τα συγκεκριμένα
«Πειραιώτικα» ή ότι δεν τα συνάντησε στα φύλλα της εφημερίδας. Το αν τώρα ο
Αντώνης Σ. Μαρμαρινός είδε το Αρχείο του είναι ένα άλλο ζήτημα. Πάντως πριν την
δική μου επίσκεψη κάποιος ή κάποιοι επισκέπτες του Αρχείου πρέπει να έβγαλαν
φωτοτυπίες σε αυτά που έψαχναν και ερευνούσαν, αναζητούσαν αυθεντικές μαρτυρίες
τεκμηρίωσης των δικών τους εργασιών. Εδώ οφείλονται και οι διπλοαριθμήσεις και
φωτοτυπήσεις.
Όλα
τα στοιχεία προέρχονται από την «Φωνή», πάνω από 80 τον αριθμό και 1 από την
εφημερίδα «Χρονογράφος» της 1 Ιανουαρίου του 1939, δηλαδή προγενέστερα. Αυτό
ίσως να σημαίνει ότι ο Χαντζάρας είχε αρχίσει να εξομολογείται τα του βίου του.
Έχει επίσης υπόψη του τίτλους λογοτεχνικών περιοδικών με τους οποίους
συνεργάστηκε ο Χαντζάρας και δημοσιευμένα ποιήματά του, επεξεργασμένα κατόπιν,
με τις αλλαγές των τίτλων τους, της φόρμας τους και ανέκδοτα. Η ταχτική αυτή
του ποιητή είναι ένα χρήσιμο παράδειγμα για όσους γράφουν ή ασχολούνται με την
ποίηση και μας αποκαλύπτει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας συγγραφέας
μέχρι να δώσει το οριστικό και τελειωτικό αποτέλεσμα στον λόγο και την γραφή
του. Εξετάζει και μας παρουσιάζει πρώτες δημοσιεύσεις ποιημάτων του,-ο
Μαρμαρινός- δείγματα των επαναδιορθώσεών του και επεμβάσεών του, ποιητικές μονάδες
στην ολοκληρωμένη τους εκφραστική εικόνα και ενδεικτικά από τα αδημοσίευτα όπως
προαναφέραμε. Μέχρι την σελίδα 42 του βιβλίου έχουμε την παρουσίαση του βίου
και της οικογένειας, του οικογενειακού του δέντρου και της συνοικίας που
γεννήθηκε και έζησε, τα Υδραίικα, πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Η πορτραιτογράφηση
των γονιών του όπως μας την αφηγείται ο Χαντζάρας στα Χρονογραφήματά του
γίνεται σε μία ενιαία γραμμή εξέτασης, από την σελίδα 42 και έπειτα ο Αντώνης
Σ. Μαρμαρινός βάζει κεφαλαίους τίτλους στο μελέτημά του. Η διαμερισματοποίηση
σε μικρές θεματικές ενότητες στελεχωμένες από τα «Πειραιώτικα» ή και ποιήματα
βοηθά τον αναγνώστη, είναι ένα είδος προσανατολιστικού οδηγού των αναμνήσεων
και αφηγήσεων του Ν. Ι. Χαντζάρα. Έτσι έχουμε: ΜΑΘΗΤΗΣ ΣΤΟ ΛΥΚΕΙΟ ΤΣΕΛΙΟΥ, ΣΤΟ
ΓΥΜΝΑΣΙΟ, ΕΦΑΓΕ ΞΥΛΟ ΑΠ’ ΤΟΝ ΔΡΑΓΑΤΣΗ, «ΣΚΑΣΙΑΡΧΗΣ» ΜΑΘΗΤΗΣ, Η ΑΠΟΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΠ’
ΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ, ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΠΕΤΡΟΠΟΛΕΜΟ, Η ΑΠΟΒΟΛΗ ΤΟΥ ΚΑΙ Η
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ, Η ΜΑΝΝΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΤΟΥ, ΜΠΑΙΝΕΙ ΣΤΗ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ, Η
ΚΛΙΣΙ ΤΟΥ, ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΤΟΥ ΡΕΠΟΡΤΑΖ, ΤΟ ΜΕΘΥΣΙ ΤΟΥ ΑΠ’ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ,
ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΤΟΥ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΔΕΡΦΗ ΤΟΥ ΖΩΗ- ΦΥΣΙΟΛΑΤΡΗΣ, ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΝΝΑ ΤΟΥ
ΜΕΣΟΚΟΠΗ, Ο ΨΥΧΙΚΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΣ, ΕΝΑ ΠΑΡΑΠΟΝΟ- ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ, Ο ΑΜΑΞΑΣ Ο
ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΟΥ, Τ’ ΑΡΒΑΝΙΤΙΚΑ, Ο ΨΥΧΙΚΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΣ, Η ΖΩΟΦΙΛΙΑ ΤΟΥ, ΓΑΤΟΦΙΛΟΣ,
ΓΙΑ ΤΗ ΝΕΑ ΓΕΝΕΑ, Η ΜΑΝΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΦΕ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ, ΟΙ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΤΟΥ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ, Ο ΧΑΝΤΖΑΡΑΣ ΦΑΝΤΑΡΟΣ, ΕΠΙΛΟΧΙΑΣ ΣΤΟ ΜΠΙΖΑΝΙ, ΘΑ ΓΙΝΟΤΑΝ
ΘΕΑΤΡΙΝΟΣ, Η ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΤΟΥ ΖΩΗ, Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΓΟΝΙΩΝ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ, Η
ΑΠΟΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΣΤΑ «ΣΚΛΗΡΑ ΚΟΛΛΑΡΑ» ΚΙ’ ΟΣΟΥΣ «ΜΕΓΑΛΟΠΙΑΝΟΝΤΑΙ», Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ
ΠΑΡΕΑ ΤΟΥ, ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ, Η ΜΑΑΓΚΟΥΡΑ ΤΟΥ, ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ,
ΡΕΜΒΑΣΜΟΙ ΣΤ’ ΑΠΟΜΕΡΑ ΚΑΦΕΝΕΔΑΚΙΑ, Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ, ΓΙΑ ΤΟΥΣ
ΠΕΙΡΑΙΩΤΕΣ, Ο ΜΕΛΕΤΗΤΗΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ ΤΟΥ ΛΑΟΥ, ΓΙΑ ΤΟ ΚΡΑΣΙ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ
ΤΟΥ, ΓΙΑ ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ, ΠΟΤΕ ΕΓΡΑΨΕ ΤΑ «ΕΙΔΥΛΛΙΑ» ΤΟΥ,
ΠΟΥ ΕΓΡΑΦΕ, ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΙ ΤΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ, ΩΣ ΠΟΤΕ ΕΓΡΑΦΕ ΣΤΙΧΟΥΣ, ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ,
ΓΙΑ ΤΟ ΕΠΙΘΕΤΟ ΤΟΥ, ΚΑΠΝΙΣΤΗΣ, ΓΙΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΚΑΙ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ. Στις τελευταίες
σελίδες του βιβλίου παρουσιάζονται έντιτλα ποιήματα του ποιητή.
Στην δική μου καταγραφή αναφέρω την
χρονολογία, τον τίτλο και την σελίδα που δημοσιεύεται στο βιβλίο του Αντώνη Σ.
Μαρμαρινού. Διατηρώ την ορθογραφία των δημοσιευμάτων.
-Εφημερίδα
ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΟΣ 1/1/1939, «Ομορφιές της Φρεαττίδας», σελ. 5.
Εφημερίδα Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
1945
11/1/1945, Η
ιστορία της Φωνής, 45
16/1/1945, Ο
εκπαιδευτής, 44
2/2/1945,
Πάτερ Γεώργιος, 5
25/3/1945,
Τα δροσερά λουλούδια, 61
11/5/1945, Ο
μυσταγωγός μου, 45
17/5/1945,
Το ρεπορτάζ, 45
26/6/1945,
Αέρα στο κορμί σου, 20
27/6/1945,
Το φιλότιμο αξίζει μονάχα, 22
28/6/1945,
Το καπέλλο που περπατάει, 18
29/6/1945,
Και τσοπανάκος, 12
3/7/1945, Το
ειδύλλιο του πατέρα μου, 14
6/7/1945, Το
μάτι του γαρίδα, 9, 39
7/7/1945,
Ενώ τυλίγεται η ψυχή στην ασημένια πάχνη, 37 (*)
10/7/1945,
Τσεμπέρι και νιννίς, 16 (*)
10/7/1945,
Ρόδο το αμάραντο, 49 (*)
11/7/1945,
Πάππου προς πάππου, 7
20/7/1945,
Αλησμόνητα χρόνια, 37
7/8/1945,
Πριγκηπέσσα μου Μαρία, 50
8/8/1945,
Σαν όνειρο, 45 (*)
8/8/1945,
Νέες πλάκες, 56(*)
3/10/1945,
Παλιές φωτογραφίες, 43
25/10/1945,
Ζωγραφιές, 58
8/11/1945,
Τραγιάσκες, 61
29/11/1945,
Σούζη και Ξένη, 51
26/12/1945,
Οι μαρτυριάρηδες, 43
27/12/1945,
Η ιστορία μας, 9
Σημειώσεις:
-Το «Ενώ
τυλίγεται η ψυχή στην ασημένια πάχνη» που χρησιμοποιεί ο Α. Μαρμαρινός με
ημερομηνία 7 Ιουλίου 1945, σ. 37, δεν υπάρχει στην καταγραφή που είχα
πραγματοποιήσει της χρονιάς 1945.
-Το «Τσεμπέρι
και «νινίς» δημοσιεύεται δύο φορές. Μία στην ημερομηνία Τετάρτη 4 Ιουλίου 1945
φύλλο 36 και ξανά Τρίτη 10 Ιουλίου 1945, φύλλο 9
-Ο
Μαρμαρινός στην σελίδα 49 της μελέτης του, με ημερομηνία 10 Ιουλίου 1945,
αντλεί στοιχεία και αντιγράφει από το χρονογράφημα με τίτλο «Ρόδο το αμάραντο».
-Το «Νέες
πλάκες» έχει ημερομηνία δημοσίευσης Τετάρτη 8 Αυγούστου 1945. Αρ. φ. 123. Και
-Το «Σαν
όνειρο», Πέμπτη 9 Αυγούστου 1945, αρ. φ. 118. Έχουμε τυπογραφικό λάθος στο
βιβλίο του Μαρμαρινού.
1946
7/1/1946, Το
πραχτικό δώρο, 69
9/1/1946,
Φτωχαδάκια, 50
22/1/1946,
Στην Τρούμπα τον παληό καιρό, 60
23/1/1946,
Οι ταβέρνες, 50
25/1/1946,
Φώς εκ των ένδον, 44
12/3/1946,
Παλιά εποχή, 26
15/3/1946,
Φαβούδες, 29
21/3/1946,
Νοσταλγίες, 51
4/4/1946,
Καπνιστής, 69
12/4/1946,
Αναμνήσεις, 53
17/4/1946,
Αναμνήσεις, 52
20/4/1946,
Παλιά αλησμόνητα χρόνια, 27
24/4/1946,
Γλαυκός ουρανός, 33
27/4/1946,
Λησμονημένα τραγούδια, 25
8/5/1946,
Δακρύβρεχτα ειδύλλια, 38
10/5/1946,
Κυνηγημένοι στο δρόμο, 51
11/5/1946,
Δελφίνια στο Πασαλιμάνι, 41
14/5/1946, Σαν
άνθρωποι, 52
16/5/1946, Η
καλλίστη των στολών, 29
18/5/1946,
Ζωή και θάνατος, 8
21/5/1946, Η
κολοκύθα, 29
30/5/1946,
Οι μύστες, 55
11/6/1946,
Μικρό μεγάλο παστρεύει, 55
13/6/1946,
Στον κήπο, 52
26/7/1946,
Μαύρα μούρα, 41
6/8/1946,
Αλέξαντρος, 57
22/8/1946,
Παρθενικόν ερύθημα, 43
3/9/1946, Ο
παλιός φίλος, 53
14/9/1946,
Τα νεύρα μας, 52
17/9/1946, Τρυγόνια,
29
18/9/1946,
Ανακαίνησι, 48
21/9/1946,
Ταρβανίτικα, 50
11/10/1946,
Καϋμένη νιότη, 49
15/10/1946,
Κουζουλός, 46
20/11/1946,
Βήξ προδότης, 68
1947
2/1/1947,
Παλιά ανάμνηση, 42
23/1/1947,
Το κολύμπι, 39
1/3/1947,
Νέες συνήθειες, 55
18/3/1947,
Λευτεριά, 56
20/3/1947,
Κι’ άλλος στενός κορσές, 9
21/3/1947,
Σαν πειραιώτης, 58
5/7/1947, Οι
τεμπέληδες, 61
15/4/1947, Ώ
χαράς το!, 40
17/4/1947,
Τούρπ Γιάννη, 19
25/4/1947,
Ξεροκέφαλοι, 45
7/5/1947, Το
μπουγέλο, 40 (*)
8/5/1947,
Στην πάχνη των αναμνήσεων,61
23/5/1947,
Από την Πηγάδα, 60
27/5/1947,
Σαράντα κύματα, 60
11/6/1947, Η
αποφράδα, 59
12/6/1947, Η
γαλιάντρα, 47
21/6/1947,
Πρώτοι στίχοι, 24
4/7/1947, Οι
ταφείς, 70
5/7/1947, Οι
τεμπέληδες, 61
16/7/1947, Η
Μαγκούρα, 57
19/7/1947,
Τραγούδια, 58
Σημείωση
-Το «Το
Μπουγιέλο» δημοσιεύεται Τρίτη 6 Μαϊου 1947. Ο Μαρμαρινός φαίνεται από
τυπογραφικό λάθος στο βιβλίο του γράφει 7 Μαϊου 1947, σ. 40
1948
23/3/1948,
Το Ρόδο, 30
24/3/1948,
Αιχμάλωτος, 28
30/3/1948,
Ώρε μίρε, 28
2/4/1948, Οι
χαρές μου, 61
29/4/1948, Η
παπαρούνα, 44
Και από την έναρξη της μελέτης του Α.
Σ. Μαρμαρινού:
«Ο Νίκος Ι. Χαντζάρας ήταν
αναμφισβήτητα μια μεγάλη μορφή για τον Πειραιά και για τα Γράμματα. Μια
ολόκληρη ζωή την πέρασε σ’ αυτή την πόλη της δουλειάς και του μόχθου, που την
αγάπησε με μια ξεχωριστή παθιάρικη προσφορά και πρόσφερε σ’ αυτή, ό,τι καλύτερο
είχε μέσα του: τον πλούτο της καρδιάς του, την ανθρωπιά του, τη λεπτή του
παρατήρηση, τον πολιτισμό του και τη δημοσιογραφική του πέννα. Το ίδιο και
περισσότερο σημαντική είναι η προσφορά του στα νεοελληνικά γράμματα και
ιδιαίτερα στην ποίησι.
Σκοπός αυτών των γραμμάτων δεν είναι η
αξιολόγησι του ποιητικού έργου του Χαντζάρα, που άλλοι, ειδικώτεροι, τόχουν
κάνει και τον έχουν κατατάξει στους κορυφαίους θεράποντες των Μουσών. Από τότε
ακόμα που τον πρωτογνώρισα κι’ ένοιωθα γιαυτόν ένα ξεχωριστό σεβασμό για την πραότητα
του χαρακτήρα του, για το φιλοσοφημένο του πνεύμα, για την παιδιάστικη ψυχή
του, για την ευαισθησία του τη λεπτότατη, πολλές φορές μου δημιουργήθηκε ένα
ερωτηματικό: Πώς αυτός ο πνευματικός άνθρωπος που συγκινείτο από το πέσιμο και
το χαμό ενός κιτρινισμένου νεκρού φύλλου απ’ το δένδρο, που οι ευαίσθητες αντένες
του συλλαμβάνανε και την πιο αδιόρατη εκπομπή της γύρω ζωής και πραγματικότητας,
δεν συγκινιότανε από τη ζωή της πολιτείας αυτής που αγαπούσε, από το μόχθο και
τη δραστηριότητά της, από τις χαρές και τις λύπες των ανθρώπων της μέσα στις φάμπρικες
και τα εργοστάσια, στα λιμάνια και τα καρνάγια της, στα εργαστήρια, στα μαγαζιά
και τις γειτονιές της; Πώς δεν έπιανε αυτούς τους παλμούς της ζωής να τους μετουσιώση
σε τέχνη και να μας δώση αριστουργήματα, σαν εκείνα που έδωσε με τα «Ειδύλλια»
του τα βουκολικά και τα ποιμενικά, σαν τις στροφές που παρουσιάζουν τις μύχιες
σκέψεις και λαχτάρες της κορασιάς που ροδοπατεί αναρριγώντας και πορεύεται δειλά
και συνεσταλμένα το δρόμο του έρωτα και του Υμεναίου; Μήπως ο μεγάλος τεχνίτης του
λόγου δεν την ένοιωθε αυτή τη ζωή, αποστρεφότανε, περνούσε αδιάφορος μπροστά της;
Μήπως την θεωρούσε σαν χοντροκοπιά και βάναυση αυτή τη ζωή, ο ποιητή πού όταν
μιλούσαμε κάποτε για έναν μεγαλόστομο συνάδελφό του μας είπε:
-Ωραία τα ποιήματά του. Μα μοιάζουν
σαν τις μεγάλες πέτρες που τις πετάει το κύμα στην ακρογιαλιά αδούλευτες ακόμα.
Σαν τις «κροκάλες». Δεν έχουν τη χάρη και τον γλυκό ήχο του λιτριδιού και του βότσαλου.
Δεν μπορούσα να το πιστέψω πώς ήταν
δυνατό να συμβαίνη κάτι τέτοιο με τον Χαντζάρα. Πού βρίσκονται λοιπόν οι πηγές
και οι ρίζες της έμπνευσης του ποιητή; Σ’ αυτό το ερωτηματικό μούδωσε μια απάντησι
ο αγαπητός Χρήστος Λεβάντας, μαθητής και συνοδοιπόρος του Χαντζάρα, με το
βιβλιαράκι του «Δύο μορφές» (Δημ. Βουτυράς. Νίκος Ι. Χαντζάρας). Μου φανέρωσε πώς
οι πηγές της εμπνεύσεώς του ήταν η Πειραϊκή- όπου κατοικούσε ο ποιητής στα μικρά
του-που ήταν τότε έρημη και βοσκότοπος. Πώς τα ποιήματά του τάγραψε σχεδόν έφηβος
και πώς κατόπι, για άγνωστες αιτίες, σταμάτησε πια να γράφη ή έγραφε πολύ σπάνια
και πώς μόνο δούλευε και ξαναδούλευε τα παληά του ποιήματα.
Οι αποκαλύψεις αυτές του αγαπητού Λεβάντα
μου κίνησαν την περιέργεια και το ενδιαφέρον και θέλησα να εμβαθύνω περισσότερο
πάνω στη ζωή και το έργο του Χαντζάρα. Να τα παρουσιάσω αυτά τα δύο αδιάσπαστα
φανερώματα πιο πλατειά, ή πιο σωστά ν’ αφήσω τον ίδιο τον Χαντζάρα να μας τα
παρουσιάση όπως σκόρπια τα εξομολογείται και τα διηγείται με αίσθημα, με συγκίνησι,
με μαστοριά και χάρη σε μια σειρά χρονογραφήματά του, κυρίως στη «Φωνή του Πειραιώς»
απ’ το Γενάρη του 1945 ως το Μάη του 1949.
Θα παραθέσω τα αποσπάσματα εκείνα, που
κατά τη γνώμη μου συνθέτουν κατά κάποιο τρόπο τη βιογραφία του ποιητή, τη ζωή
και το περιβάλλον του, τα ενδιαφέροντα και τις συγκινήσεις του και θα παρεμβάλω
μέσα και το ποίημα ή τα ποιήματα εκείνα που έχουν τη ρίζα τους σ’ αυτό ή εκείνο
το περιστατικό. Το κάθε ποίημα του Χαντζάρα βρίσκεται σε δεκάδες παραλλαγές. Μια
απ’ όλες θα παρουσιάσω, χωρίς να είμαι απολύτως βέβαιος αν είναι και η
τελειωτική μορφή.
Πολλά ποιήματά του ο Χαντζάρας δεν τα
τιτλοφόρησε, τα έδωσε με το γενικό τίτλο «Ειδύλλια». Αργότερα προσθέσανε τίτλους
κατά την κρίση τους, εκείνοι που τα αναδημοσίευσαν σε περιοδικά και εφημερίδες.
Ένα και το αυτό ποίημα μπορεί να το βρη κανείς με πολλούς και διαφορετικού τίτλους.
Ο ίδιος μάλιστα ο Χαντζάρας σε κάτι τετράδια που έχει αφήσει και μέσα τους έχει
κολλήσει αποκόμματα με τα δημοσιευμένα ποιήματά του, καθώς και ξαναδουλεμένα
και γραμμένα με το δικό του χέρι παληά του ποιήματα σημειώνει δίπλα δυό, τρείς
λέξεις για τίτλο του ποιήματος, ή γράφει «Ζητείται τίτλος». Μερικά τα τιτλοφόρησε,
όταν είχε αποφασίσει να εκδόση μια νέα
συλλογή του με τον τίτλο «Ειδύλλια» (βιβλίο δεύτερο οριστική μορφή) πράγμα που
δεν κατόρθωσε.
Οι σημειώσεις οι δικές μου καθώς και η
παράθεσι των αποσπασμάτων από τα χρονογραφήματα ας θεωρηθούν σαν ένα μνημόσυνο
για το μεγάλο τέκνο του Πειραιά…….»
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς
Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου
2025
ΥΓ. Έφυγε πλήρης
ημερών κοντά στην οικογένειά του ένας όμορφος αμερικανός ηθοποιός, ένας από τους
καλύτερους ηθοποιούς και σκηνοθέτες, παραγωγούς που διέθεται ο Αμερικάνικος
κινηματογράφος ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Καλλιτέχνης σοβαρός, σεμνός και με μεγάλο
ενδιαφέρον για τα περιβαντολλογικά προβλήματα του πλανήτη μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου