Σάββατο 24 Ιουνίου 2017

Ο Ποιητικός Κήπος των Αισθήσεων

  Κορφολογώντας τον Κήπο των Αισθήσεων

«Ξενοσπαρμένα ονείρατα μεσ’ στα όνειρά μου»
                                      Κωστής Παλαμάς

Ο ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ
‘Ω αγόρι του ιλαρού σχολείου των εφτά χρόνων,
με το ψηλό κορμί σαν ίσκιος όλων είσουν,
με την πρωτάκουστη λαλιά, σαν κολυμπήθρα
νερού είσουν αγιασμένου, πού το παίρναμ’ όλοι
με φόβο και με πόθο΄ τα βιβλία με σένα
τα λησμονούσαμε, γελούσαμε μαζί σου
τ’ άψυχα τα διαβάσματα, και του δασκάλου
ξερρίζωνες το φλόμο μεσ’ από το νού μας,
κ’ έσπερνες μεσ’ στα σπλάχνα μας βαθιά το σπόρο
του χρυσού δέντρου που θαμπώνει και μαγεύει,
κ’ είναι το παραμύθι΄ κ’ οι βασιλοπούλες
πρωτόφεγγαν ταιράκια με τους αντρειωμένους
στο σπίτι τ’ ακατοίκητο του στοχασμού μας΄
και μας πρασίνιζε της φαντασίας τον κάμπο
άλλος Απρίλης, ο άϊ Γιώργης, καβαλλάρης,
του δράκοντα φονιάς, και λυτρωτής της κόρης΄
κ’ η λευκή γη στο χέρι σου, βούλλα σά να είταν
του Σολομώντα, δε σημείωνε ψηφία,
το μαγικό χάραζε κόμπο της πεντάλφας,
και στο χέρι σου μέσα σάλευε κι ο δείχτης
σαν ανθισμένος θύρσος του ξανθού Διονύσου,
και μεσ’ στο πολυσάλευτο παιδομελίσσι
είχαμ’ εμείς το βούϊσμα, κ’ εσύ το μέλι,
κ’ έκανες προσευχή την προσοχή! Ώ αγόρι,
σύντροφ’ εσύ των χρόνων των πρωτανθισμένων,
ξεχωριστέ κι αξέχαστε κι άξιε της μνήμης,
όπου ακόμα κι αν βρίσκεσαι, όπου παραδέρνεις,
το δρόμο σου κι αν έφραξαν οι δυό γυναίκες
που τάραξαν το νου του παιδιού της Αλκμήνης,
όποια κι από τις δυό κι αν πήρες το κατόπι,
σαν κρίνος κι αν ανθής, ή δείχνεσαι σαν πύργος,
σαν ψίχαλο κι αν είσαι παραπεταμένο
ή καμάρι της χώρας ή στα ξένα ξένος,
είτε στο γρίφο της ζωής είτε στου τάφου,
ό,τι κι όπου κι αν είσαι, δέξου το, αδερφέ μου,
το μακρινό μου το φιλί σα θεία χάρη!
                                               Κωστής Παλαμάς
(ά)
Γυμνό παιδί πιτσιρικάς τους κάμπους
Δρασκελώντας, φαράγγια, λόφους, ροτσερές
ξιβούνια και καψότοπους. Στεγνά ποτάμια
έγκλειστα, «λαξίθκια μου σφαλιστικά»
με την ψυχή στις ξόβεργες.
--
Και ο παππούς μισόκατσε στην άκρη
στο ποτάμι, μισάνοιξε την πέτσινή του
βούρκα και σύρε, πρόσταξε, να δείς
τις βέργες, κίνησα κι όπως ξεμάκραινα
τον είδα πού μασούλαγε το λιγοστό
ψωμί και το σκληρό χαλλούμι.
--
Μικρό παιδί πιτσιρικάς μές στα περβόλια τ’ άνυδρα.
--
«Όρη, βουνά μοναξικά» και το σχολειό
μια κόλαση, πώς ζήσαμε, πώς μεγαλώσαμε
μές τόσο φόβο μ’ εκείνες τις χαραματιές
χαράς πρωί της Κύπρου κι έστεκες
χακί κοντοπαντέλονο και αλατζά
πουκάμισο κάτι στις τσέπες φούσκωνε.
Έχω πουλιά μου κάνεις, φύγαμε
σε μια πλαγιά καθήσαμε στο τρυφερό
χορτάρι. Δεν είχε πιο γλυκό φαϊ
στη μυρισμένη μέρα…
                                       μά το φρικτόν
μυστήριον οπού μας παραστέκει…
στη ζώστρα του βουνού κατάκρυα βρύση
σκύβω να πιώ κι είδα μορφή δεν είχα
καταλάβει πώς μεγάλωσα, ομόρφηνα
τον κτύπον ένιωσα βαθιά μές στην ψυχή μου.
Άνοιξε πόρτα κι άκουσα δεντρά μεμυρισμένα
πανθαύμαστα, πανέμνοστα, δενδρώνες
της αγάπης. Και νόστιμοι κελαηδισμοί
ρυθμίζαν τον αέρα…
--
….ακλούθησα την αυλακιά και φτάνοντας
ως τον στροφό σταμάτησα. Λαμψάνες, φύκοι
ξισταριές, ερίανθοι, παλλούρες, να βρέξει
Θέ μου ο Θεός να πλημμυρίσει πάλι
στην πλάση δάση μπορετά κανίσκια της ημέρας…
--
Μερσινερή, λαμψανερή, λοξή χαράδρα
Απότομη, κατεβασιά με καϋσιές, τρεχάλα
κατεβήκαμε. Σε μια ποταμοδιάβαση
τα ρούχα μας πετάξαμε, στο ρέμα πέσαμε
γυμνοί με χάδια πρωτογνώριστα
μές στα τρεχούμενα νερά θόλωνε
το μυαλό μας ώσπου ακούστηκε
η βραχνή σφυρίχτρα του τουρκόπουλου.
--
(Θωρώ πουπάνω κι άκουσα μελίσσι
να βουϊζει. Δικλώ πουκάτω, τι να δώ;
το μάτι του κολύμπου).
--
Την άλλη μέρα κρύφτηκα και η ντροπή
με πέθαινε, αν είν’ αυτός να μας το πείς
έχεις τη νύχτα σύνορο, αλλιώς ταχιά πρωί
μέσα στο λάκκο θα βρεθείς με τα νερόφιδα
διάλεξε τι προτιμάς προτίμησα, αυτός είναι
τον έδειξα πού κοίταζε εκλιπαρώντας
λύτρωση τον πήρανε και φύγανε (τον πιο
καλό μου φίλο!) και ο λυγμός του
μ’ έπνιγε ως τα βαθιά χαράματα.
--
Πέρασε χρόνος δίσεχτος ως που σε βρήκα
μόνο. Στο δίστρατο σ’ αντίκρυσα χαμήλωναν
τα μάτια μ’ ενοχή και σιγανά ψιθύρισα
αν είμαι φταίχτης φτύσε με κι αν είμαι
ψεύτης σώσε με και γύρω οι βάτοι βούιζαν
η ζέστη κατακόρυφη κι εσύ δεν γύρισες
την πλάτη, έσκυψες, κι έλα μου είπες
ντροπαλά με το γνωστό σου ύφος
φίλα με. Ό,τι θα μείνει είναι η φλόγα
της ψυχής και των σωμάτων η έξαψη.
--
Σε φίλησα με φίλησες κι ο κάμπος γύρω
γύριζε και τα βουνά βουϊζαν.
--
Πρώτη πηγή τρεχούμενη αυτή η πρώτη μνήμη.
                                                        Μιχάλης Πιερής
ΕΝΑΣ ΔΟΚΙΜΟΣ ΣΤΗ ΓΕΦΥΡΑ
            ΕΝ ΩΡΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

Στο ημερολόγιο γράψαμε: «Κυκλών και καταιγίς»
Εστείλαμε το S.O.S. μακριά σε άλλα καράβια,
κι εγώ κοιτάζοντας χλωμός τον άγριον Ινδικό
πολύ αμφιβάλω αν φτάσουμε μια μέρα στη Μπατάβια.
--
Μά δε λυπάμαι μια σταλιάν-Εμείς οι ναυτικοί
έχουμε, λένε, την ψυχή στο διάολο πουλημένη.
Μια μάνα μόνο σκέφτομαι στυγνή και σκυθρωπή,
πού χρόνια τώρα και καιρούς το γιό της περιμένει.
--
Το ξέρω πώς η θέση μας είναι άσχημη πολύ.
Η θάλασσα τη γέφυρα με κύματα γεμίζει
κι εγώ λυπάμαι μοναχά πού δεν μπορώ να πώ
σε κάποιον, κάτι που πολύ φριχτά με βασανίζει.
--
Θεέ μου! Είμαι μοναχά δεκαεννιά χρονών,
κι έχω σε μέρη μακρινά πολλές φορές γυρίσει.
Θεέ μου! Έχω μια άκακη, μια παιδική καρδιά,
αλλά πολύ έχω πλανηθεί, κι έχω πολύ αμαρτήσει.
--
Συχώρεσέ με… Κάποτες οπού ‘χα πιεί πολύ
και δεν εκαταλάβαινα το τι έκανα, στο Αλγέρι,
για μιάν μικρήν Αράπισσα, που εχόρευε γυμνή,
επέταξα κατάστηθα σε κάποιον το μαχαίρι.
--
Συχώρεσέ με… Μια βραδιά θολή στο Σάντα Φέ,
καθώς κάποια με κράταγε σφιχτά στην αγκαλιά της,
ετράβηξα απ’ την κάλτσα της μια δέσμη από λεφτά
πού όλη τη μέρα εμάζευεν απ’ την αισχρήν δουλειά της.
--
Κι ακόμα, Κύριε…  ντρέπομαι να το συλλογιστώ,
(μά ήτανε τόσο κόκκινα κι υγρά τα ωραία του χείλια
και κάποια κάπου ολόλυζε κιθάρα ισπανική…)
κοιμήθηκα μ’ έναν μικρόν εβραίο στη Σεβίλλια.
--
Κύριε…. ετούτο το κορμί το τόσο αμαρτωλό
σε λίγο στις υδάτινες ειρκτές νεκρό θα πέσει…
Μά τέσσερα όμως σκέφτομαι γαλόνια εγώ χρυσά
κι ένα θλιμμένο δόκιμο, που δε θα τά φορέσει…
                                                      Νίκος Καββαδίας
ΣΑΤΥΡΟΣ ΚΑΙ ΓΑΝΥΜΗΔΗΣ
                    Περαστικός σε αρχοντικό περβόλι είδα πάνω σε μια βρύση αρχαιότροπο ανάγλυφο νεώτερου καλλιτέχνη που έδειχνε το ερωτικό σύμπλεγμα Σάτυρου και Γανυμήδη. Ήταν ηλιοβασίλεμα κ’ ένας φθινοπωρινός άνεμος εσώριαζε τριγύρω μαδημένα των δέντρων τα χρυσοκίτρινα ξερόφυλλα. Η πλανερή ομορφιά της φύσης, η μαγευτική ώρα και η μυθολογική παράσταση , βοηθούσαν τη στοχαστική μου διάθεση, και, σαν να καταργούσαν τους αιώνες, έδιναν ζωή στα πλάσματα της φαντασίας, και μ’ έκαμαν, λησμονώντας πως βρισκόμουν σε ξένο τόπο, να ονειρευτώ με ανοιχτά μάτια την σκηνήν εκείνη, σαν να την αντίκρυζα σε κάποιο δάσος Αρκαδικό.
Στο έρημο περβόλι, μαγεμένο
κι’ αργότρεμο, το στερνό φως σταλάζει,
φυσάει το αγέρι μοσκοβολισμένο
και τα ξερά δεντρόφυλλα τινάζει…
--
Σε άψυχη πέτρα τεχνοσκαλισμένο
το ερωτόθυμο ταίρι αναγαλλιάζει…
Σάτυρος τραγοπόδης αγκαλιάζει
τον Γανυμήδη πλάγι του γυρμένο…
--
Διπλός πόθος τους έχει συνεπάρει
κ’ η Ασκήμια με κρυφή λαχτάρα σμίγει
την Ομορφιά που δεν είχε γνωρίσει.
--
Της ηδονής τον βόγγο σαν να πνίγει
και σαν να λέει του αρχαίου μύθου τη χάρη
κελαϊδεί με γλυκό σκοπό μια βρύση…
(Παρίσι 1925)
                                                     Μαρίνος Σιγούρος
ΠΡΩΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Ο Ρόννυ είναι ένα παιδί
Της πολιτείας τι κλειδί
Ο Ρόννυ ποτέ δεν πάει να κοιμηθεί
Εργάζεται απ’ το πρωί
Μεθάει τον κόσμο να κινά
Τον τρέφει και τον προσπερνά
Τον αγκαλιάζει, τον χτυπά
Τον χρωματίζει με μπογιά
Και τον πληγώνει με σουγιά
Ο Ρόννυ ποτέ του δε μιλά
Δεν έχει φίλους, ερωμένους ή εραστές
Ο Ρόννυ ακούει και σιωπά
Ίσως δεν ξέρει ν’ απαντά
Ο Ρόννυ κάποτε όταν χαθεί
Η Πόλη μας θα βυθιστεί
Τότες θα κλαίμε μα η βροχή
Θα ‘χει του Ρόννυ την ψυχή
                                       Μάνος Χατζιδάκις
ΞΑΝΘΟΝ ΓΕΝΟΣ
Πεινάω την παρουσία σου,
τα στάχυα των μαλλιών σου
άρτος ερωτικός πάλι να γίνουν,
τρελός σαν τότες να φιλάω τις παλάμες σου
και τη γλυκειά μελένια πέτρα στο παράξενο
σου δαχτυλίδι του παράμεσου….
                                    Αλέξανδρος Μπάρας
Ο ΣΩΜΑΤΙΚΟΣ ΠΟΝΟΣ
Μια αληθινή ανθρώπινη σχέση
πάνω στην άγονη όχθη της ζωής
εκμεταλλεύεται πάντα
τον κρυμμένο φόβο
τον μεγάλο πόνο
την αναμονή του θανάτου.
Σε αγαπώ θα πεί
γίνομαι βαθύ νερό
ενεργώ πάνω σου
φυλακίζοντάς σε
μέσα στην ερειπωμένη αλήθεια μου.
Ο δισταγμός μου
σε διχάζει και σε διαπερνά
μ’ ένα ρεύμα αγνότητας
που δεν ξέρει την ενοχή και την τύψη.
                                             Ματθαίος Μουντές
 ΜΑΣΚΕΣ
Για να ‘μαι ευχάριστος σε όλους,
-κι ακόμα και στον εαυτό μου-
έκρυψα πάντοτες με μάσκες
που αρέσουνε το πρόσωπό μου.
--
κι άλλαξα τόσες στη ζωή μου,
που τώρα πιά να μην μπορώ
τ’ αληθινό το πρόσωπό μου
να πω ποιο είναι μήτ’ εγώ!
--
Έτσι, ο θάνατος σα θα ‘ρθει,
δε θα ‘ναι η στέρηση μεγάλη:
θ’ αφήσω μιάν ανυπαρξία
για να περάσω σε μιάν άλλη….
                                     Κώστας Ουράνης
   ΓΕΝΝΑΙΟΔΩΡΙΑ
Ας είν’ καλά η απλοχωριά
των νέων
που αράζουνε τα κουρασμένα
αερόστατα των ονείρων μας
να ξεκουραστούμε
να απαλλαχθούμε το έρμα
ν’ αλλάξουμε τα τρύπια
αλεξιχάλαζα μας
Ας είν’ καλά η μακαρία
αιωνιότητα των νέων
που αποπληρώνουν τον ιδρώτα τους
από τη δρόσο τν βουνών
που συνάζονται στα πεδινά
και μπορείς να σκύψεις
να καθρεφτιστείς
να νίψεις τη θωριά σου
να την απαλλάξεις
από τα φτερουγίσματα
των φροντίδων
και των αγχών
το ξέφρενο ποδοβολητό
Ας είν’ καλά η ανέξοδη
γενναιόδωρη των νέων
που ξέρει να σπαταλά
όπως ο ουρανός θρέφει τα πουλιά του
χωρίς να γίνεται φτωχότερος ωστόσο
μήτε τα κελαηδίσματα τ’ αλεξήλια
καταιγιστικά.
                                Κωνσταντίνος Μπούρας  
 Σημειώσεις:
α) Διατήρησα την ορθογραφία των κειμένων
β) Η ρήση του Κωστή Παλαμά, είναι από τον πρώτο στίχο ποιήματός του, σελίδα 17,  επίσης, το ποίημά του «Ο ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ», σελίδα 62, είναι από την συλλογή του «Η ΑΣΑΛΕΥΤΗ ΖΩΗ». Κωστής Παλαμάς, «ΆΠΑΝΤΑ», τόμος 3, εκδόσεις Μπίρης χ.χ.4η έκδοση.
γ) Το ποίημα του Κύπριου ποιητή Μιχάλη Πιερή, συμπεριλαμβάνεται στην ποιητική του συλλογή «ΑΦΗΓΗΣΗ», εκδόσεις Ιστός 2002, σελίδα 43, και ανήκει στην δεύτερη ενότητά του «Παρελθόν μές στο παρόν» (α΄)
δ) Το ποίημα του πειραιώτη ποιητή Νίκου Καββαδία, είναι από τη συλλογή του «ΜΑΡΑΜΠΟΥ», εκδόσεις Άγρα 1996, σελίδα 14.
ε) Το ποίημα του επτανήσιου ποιητή Μαρίνου Σιγούρου, το ερανίστηκα από το βιβλίο Μαρίνου Σιγούρου, «ΕΚΛΕΚΤΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ (1901-1952)»-Διηγήματα, Ποιήματα, Μεταφράσεις, Αθήνα 1952, σελίδα 189
στ) Το πρώτο τραγούδι για τον Ρόννυ, είναι από τον Μελωδό τον Ονείρων μας, Μάνο Χατζιδάκι και τα «ΤΡΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΡΟΝΝΥ», σελίδα 69-, από το βιβλίο Μάνος Χατζιδάκις, «ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ», εκδόσεις Άγρα 2007
ζ) Το ποίημα του Αλέξανδρου Μπάρα, είναι από την σελίδα 82 της ποιητικής του συλλογής «ΠΟΙΗΜΑΤΑ» 1933-1983, εκδόσεις Ίκαρος 1954
η) Το ποίημα «Ο ΣΩΜΑΤΙΚΟΣ ΠΟΝΟΣ», του Ματθαίου Μοντέ, είναι από την ποιητική του συλλογή «ΤΑ ΑΝΤΙΠΟΙΝΑ», εκδόσεις Εστία 1982, σελίδα 31.
θ) Το ποίημα «ΜΑΣΚΕΣ» του Κώστα Ουράνη, είναι από τα «ΠΟΙΗΜΑΤΑ»-ΕΚΛΟΓΗ, σε επιμέλεια της ποιήτριας και μεταφράστριας Αλόη Σιδέρη, εκδόσεις Εστία 1993, σελίδα 121
ι) Το ποίημα του ποιητή Κωνσταντίνου Μπούρα, «Γενναιοδωρία», είναι από την ποιητική του συλλογή «ΑΓΑΥΗΣ ΕΡΩΣ», εκδόσεις Οδυσσέας 1995, σελίδα 110.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 24/6/2017

   

Τετάρτη 21 Ιουνίου 2017

Ο ποιητής Γιάννης Κουβαράς

Γιάννης Κουβαράς

Ένας ποιητής φιλόλογος, που έρχεται από τα βάθη του χρόνου της ελληνικής παιδείας

     Ίσως ηχεί παράξενο, αυτό που γράφω για τον ποιητή και φιλόλογο Γιάννη Κουβαρά. Τον άριστο εκπαιδευτικό, τον σημαντικό δοκιμιογράφο τον εξαίρετο οικογενειάρχη. Ότι ο συνταξιοδοτηθείς πλέον εκπαιδευτικός, προέρχεται από τα βάθη του χρόνου της ελληνικής παιδείας. Όσοι όμως είχαν την τύχη και την χαρά να τον γνωρίσουν από κοντά, θα κατανοήσουν, ότι δεν είναι υπερβολή τα γραφόμενά μου. Σίγουρα, περισσότερα και ακριβέστερα λόγια αγάπης και εκτίμησης για το άτομό του, θα είχαν να μας πουν οι μαθητές και οι μαθήτριες του στα σχολεία που δίδαξε-και ιδιαίτερα, το 2ο Λύκειο Βριλησσίων, όπου η σημαντική παιδαγωγική του διαδρομή έμεινε χαραγμένη στις συνειδήσεις και τις ψυχές των μαθητών, πριν αποχωρήσει από την ενεργό δράση-και που ο Κουβαράς, με επιμέλεια και μεράκι τους έκανε κοινωνούς των πολύπλευρων γνώσεών του και της αγαπητικής του ενασχόλησής με την ελληνική παιδεία και ιδιαίτερα, την ελληνική ποίηση.
Πολύ πριν συναντηθούμε προσωπικά, είχα διαβάσει ποιήματα και βιβλιοκριτικές του ποιητή και δοκιμιογράφου Κουβαρά, καθώς μια τυχαία σύμπτωση για ένα διάστημα, μας έφερε και τους δυό να δημοσιεύουμε κείμενά μας σε κοινά έντυπα. Η σύμπτωση αυτή μας έδωσε την ευκαιρία να γνωριστούμε μια και εκείνος, γνώριζε την γραφή μου όπως μου είπε στην πρώτη μας συνάντηση, και εγώ την δική του. Στα κατοπινά χρόνια της γνωριμίας μας, ανακάλυψα και διάβασα και τα δοκιμιακά κείμενα της συζύγου του επίσης συγγραφέως και εκπαιδευτικού Αλεξάνδρας Μπουφέας.
     Παρότι η διδακτορική διατριβή του φιλόλογου Γιάννη Κουβαρά είχε ως θέμα το έργο του Μάξιμου του Τύριου, «ΕΡΕΥΝΕΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΤΥΡΙΟΥ», έκδοση Ίδρυμα ΣΑΡΙΠΟΛΟΥ 1991, ο Κουβαράς έστρεψε το ενδιαφέρον του από πολύ νωρίς προς τον ποιητικό λόγο. Οκτώ χρόνια πριν την έκδοση της διατριβής του, εκδίδεται η ποιητική του συλλογή «ΟΔΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ» (Πράξη επικοινωνίας), από τις εκδόσεις-Βιβλιοπωλείο Στρατής Γ. Φιλιππότης 1983. Μια πρωτόλεια ποιητική συλλογή, που μας φανερώνει τον ευαίσθητο χαρακτήρα και τις πνευματικές ανησυχίες του νεαρού ερωτευμένου ποιητή και διδάκτορα κλασσικής φιλολογίας (ο Γιάννης Κουβαράς γεννήθηκε στο Άστρο Κυνουρίας το 1950-), την πυκνότητα του λόγου του, την ποιητική του σκέψη, την ποιότητα της γραφής του, το λυρικό ύφος του, που προετοίμαζαν την μελλοντική ποιητική του παρουσία, και το κυριότερο, την σοβαρή και υπεύθυνη ενασχόλησή του με τον δοκιμιακό λόγο και την βιβλιοκριτική. Η πρώτη ποιητική του παρουσία έχει 48 σελίδες και είναι αφιερωμένη στην σύντροφο της ζωής του και μητέρα των παιδιών του Αλεξάνδρα. Το σουρεαλιστικής υφής εξώφυλλο είναι του Μιχάλη Κουτσοδήμα, μετά τον τίτλο της συλλογής, υπάρχουν τα λόγια του θεατρικού συγγραφέα του παραλόγου Σάμιουελ Μπέκετ: «Δε θα μπορούσα να περάσω μέσα από αυτό το θλιβερό χάος της ζωής χωρίς ν’ αφήσω μια κηλίδα πάνω στη σιωπή». Στο οπισθόφυλλο, δημοσιεύεται μικρό σχόλιο της καθηγήτριας Πανεπιστημίου Αθηνών Μαρίας Μαντουβάλου, που αναφέρει τα εξής:
«Στα πλαίσια του ορισμού η ποίηση του Γ. Κ. παίρνει περιεχόμενο λυρικό, φιλοσοφικό, κοινωνικό, πολιτικό και παιδαγωγικό. Η θεματική αυτή εμπεριέχει κινδύνους και παγίδες ηθικοδιδακτισμού, φορμαλισμού και ορθολογισμού. Ευτυχώς ο Γ. Κ. δεν έπεσε σ’ αυτές τις παγίδες και το αποτέλεσμα είναι η ευτυχία της αναρχικής ποίησής του.
     Εννοώ με τον χαρακτηρισμό αναρχική ότι χρησιμοποίησε τη φαντασία του και έτσι δεν μεταβλήθηκε «σε ανάπηρο της πραγματικότητας» με την απουσία της, όπως θα έλεγε ο Οδυσσέας Ελύτης (Ανοιχτά Χαρτιά 1982, σ.17).
     Ο Γ.Κ. ξανάπιασε έννοιες παληές και τις επανατοποθέτησε στην σημερινή πραγματικότητα, όπου ανιχνεύει την λειτουργικότητά τους. Η τοποθέτησή του είναι ποιητική.
     Στα ποιήματα του Γ. Κ. υπάρχει η αμοιβαία σχέση ανάμεσα στο ύφος τη λέξη και το περιεχόμενο. Η λιτότητα στη φράση και η πυκνή ουσία της είναι χαρακτηριστικά της ποίησής του.
     Οι λέξεις του ανοίγουν την πόλη του, άς την επισκεφθούμε. Όταν τελειώσουμε τη διαδρομή ας θυμηθούμε, πρίν από κάθε αντίδραση «Ιθάκες τι σημαίνουν». Είναι σχετικές οι έννοιες αυτές για τον καθένα ανάλογες της ευαισθησίας ή παχυδερμίας του.
                    Μαρία Μαντουβάλου
                    Πανεπιστήμιο Αθηνών
     Ξεφυλλίζοντας την πρώτη πρωτόλεια ποιητική συλλογή του Γιάννη Κουβαρά, ασφαλώς, δεν θα συναντήσει ο αναγνώστης τα στοιχεία εκείνα και την ποιητική τεχνογνωσία που έχουν οι επόμενες ωριμότερες συλλογές του, δες «Δωρητής Σώματος» Πλέθρον 1985, «Μέσα Θάλασσα» Σοκόλης 1999, «ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ» Γαβριηλίδης 2005, και η τελευταία του, και πάλι από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη το 2015 «ΟΝΕΙΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ». 
Η «ΟΔΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ», που μπορεί να χαρακτηριστεί σαν προπομπός των επόμενων ποιητικών του καταθέσεων, μια και περιέχει πολλά από τα επόμενα θεματικά του μοτίβα και τους ποιητικούς του προβληματισμούς, διακρίνεται για την πυκνότητα του λόγου που σε ορισμένα ποιήματα, πλησιάζουν την επιγραμματική φόρμα, έστω και αν οι στίχοι του Γιάννη Κουβαρά υπερβαίνουν αυτές των επιγραμμάτων. Βλέπουμε την καλλιέπεια στην απόδοση του φουρτουνιασμένου ερωτικού του συναισθήματος, τον έλεγχο των εκφραστικών του μέσων παρά το ότι, το ερωτικό συναίσθημα είναι τόσο κυρίαρχο και ποδηγετεί κατά κάποιον τρόπο την σύνολη κατάθεση, τον ατομικό του προβληματισμό πάνω σε θέματα που ταλανίζουν την κοινωνία και τις ανθρώπινες σχέσεις, την επιλεγμένη χρήση λέξεων, το καθαρό του ύφος, τέλος, τις ισχυρές φιλοσοφικές ανησυχίες ενός πρωτοπαρουσιαζόμενου ποιητή, που αποφασίζει να εκθέσει δημόσια τις απόψεις του και τα προσωπικά του ερωτικά συναισθήματα. Εκείνο που κυριαρχεί και ξεδιπλώνεται στις τρίπτυχες ενότητες της ποιητικής του συλλογής, είναι ο εντονότατος τόνος της ερωτικής του διάθεσης, ο χρωματισμός του ποιητικού του λόγου από τον ερωτικό του οίστρο, που δεν κανοναρχείται ούτε καν μέσα στην ποιητική του κατάθεση, μέσα στις λέξεις που χαρτογραφούν τις μύχιες αλήθειες της ερωτευμένης ψυχής του. Η ερωτική ατμόσφαιρα πλημμυρίζει τον ποιητικό λόγο που είναι διαρκώς προσανατολισμένος προς την σύντροφό του Αλεξάνδρα, στην οποία αφιερώνει και το βιβλίο, γράφει:
Στην Αλεξάνδρα
Για ό,τι αξίζω
είναι επειδή σ’ αγαπώ.
«Αν μου χάριζαν όλη την αιωνιότητα χωρίς εσένα,
Εγώ θα προτιμούσα μια μικρή στιγμή πλάϊ σου»
     Εξομολογητικός ερωτικός λόγος αληθινός και ειλικρινής, έντιμος και ανυστερόβουλος, αλλά συνήθως πρόσκαιρος, και σπανιότατα μάλλον επαληθεύσιμος σε όλες του τις μεγαλόπνοες υποσχέσεις στο διάβα της ζωής και του χρόνου, μια και προέρχεται από τον κόσμο της ερωτικής φαντασίας νέων σε ηλικία ατόμων. Καθώς ο ερωτικός οίστρος του πρώτου ξυπνήματος των αισθημάτων τους αυξάνει την ακαπίστρωτη φαντασία τους. Γιατί όλοι μας γνωρίζουμε εμπειρικά, έχοντας περάσει από τα στάδια αυτά του χρόνου, ότι το ερωτευμένο σώμα δεν χαλιναγωγείται μόνο με ποίηση, ηρεμεί μόνο, με την αδηφάγο κατάκτηση του άλλου σώματος. Τα ερωτευμένα σώματα αντρών ή γυναικών μετά την κατάκτησή τους, είναι αυτά και μόνον αυτά, που επιβεβαιώνουν κατόπιν την ατομική μας ταυτότητα, τον κοινωνικό μας ρόλο, την συμπληρωματική μας εαυτότητα. Και εξαιτίας ίσως αυτής της πανάρχαιας επαναλαμβανόμενης κατακτητικής λειτουργικότητας των ανθρωπίνων σωμάτων, η αποτύπωση των παράλληλων δρόμων της φαντασίας πάνω στη λευκή σελίδα τουλάχιστον, να μην επιτυγχάνεται. Θέλω να πω, ότι το προσωπικό ερωτικό συναίσθημα του καθενός ή κάθε μίας ύπαρξης, δεν είναι τόσο εύκολο όσο νομίζουμε, να χαραχθεί μέσα στις σελίδες ενός βιβλίου. Δεν είναι εύκολο πράγμα δηλαδή να γραφτεί ερωτική ποίηση. Αν μελετήσει ο αναγνώστης της ποίησης τα αρχαία ερωτικά επιγράμματα, την ποίηση της Σαπφούς, ή αποδελτιώσει ερωτικά στιγμιότυπα του Ομηρικού έργου, για να μείνω ενδεικτικά σε ορισμένες ποιητικές στιγμές της αρχαιότητας, θα διαπιστώσει ότι η μαγεία των κειμένων αυτών, μάλλον, δεν προέρχεται από αυτό καθεαυτό το ερωτικό γεγονός των δημιουργών, όσο από την τεχνική που χρησιμοποιεί ο ποιητής για να μας παρουσιάσει το γεγονός αυτό. Ο έντεχνος λόγος και ο χειρισμός του, είναι αυτός που μας αποκαλύπτει τον λόγο της αιτίασής του. Γιαυτό και στα κατοπινά χρόνια, είτε είναι ανώνυμος ο ποιητικός λόγος είτε είναι επώνυμος, έχει πολλά χάσματα, αν δεν ενταχθεί μέσα στην ιστορική πραγματικότητα το ατομικό συναίσθημα και δεν ενδυθεί τον πολυτελή χιτώνα της μνήμης. Ο Ευριπίδης αν θυμάμαι σωστά, κάπου μας μιλά για το λυδικό μέλος, και εννοεί αυτήν την ακατέργαστη συναισθηματολογία που διακρίνει συνήθως την ερωτική ποίηση στα κατοπινά χρόνια, μέχρι και την περίοδο του ιπποτισμού και του ρομαντισμού όπου κυριάρχησε η τάση αυτή. Όμως μια εξέταση της ερωτικής ελληνικής ποίησης με αφορμή την πρώτη αυτή ερωτική ποιητική συλλογή του Γιάννης Κουβαρά, θα μας ξεστράτιζε από το κεντρικό αίτιο αυτής της παρουσίασης που είναι η πρώτη συγγραφική του παρουσία, το δικό του ποιητικό πρωτόλειο «Άσμα Ασμάτων» μια και από όσο γνωρίζω, ο Γιάννης Κουβαράς στάθηκε τυχερός ως προς την ανταπόδοση των ειλικρινών του αισθημάτων στην οικογενειακή του ζωή. Γιαυτό συναντάμε και στις επόμενες ποιητικές του συλλογές αλλά και στις δοκιμιακές του καταθέσεις, να μνημονεύεται η σύζυγός του και να τις αφιερώνονται όχι μόνο ποιήματα αλλά και βιβλία. Η ερωτική φωνή του ποιητή Γιάννη Κουβαρά δεν στηρίζεται σε εξωτερικά ερεθίσματα αλλά έχει βαθιά και στέρεα έμπνευση μια και προέρχεται από την επαλήθευσή της μέσα στην οικογενειακή του εστία.
     Πέρα όμως από τις όποιες ενστάσεις μπορεί να έχει κανείς για την πρωτοεμφανιζόμενη κατάθεση του ποιητή, στην συλλογή συναντάμε ορισμένες ποιητικές μονάδες άτιτλες συνήθως ή μη, που προκαλούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη ακόμα και σήμερα. Ποιήματα που διαθέτουν έναν σκληρό πυρήνα φιλοσοφικού στοχασμού που αγωνίζονται να ενσαρκωθούν σε σύμβολα, ποιητικές εικόνες που δηλώνουν μεγάλη επάρκεια γνώσεων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, παρακαταθήκη αρχαίων γνώσεων που βοηθούν το ερωτικό συναίσθημα να μην μετατραπεί σε αχαλίνωτο πάθος. Ο ποιητικός του λόγος κινείται μεταξύ μιας αδιόρατης ειρωνείας και μιας ψυχικής συγκατάβασης, άλλοτε πάλι, έχουμε την συνειδητοποίηση της διάψευσης των οραμάτων και την καταφυγή σε μελαγχολικούς τόνους. Ορισμένα ποιήματα, παρά την ερωτική τους ατμόσφαιρα διαθέτουν ένα υπόστρωμα πεσιμισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι η ποιητική αυλαία του Γιάννη Κουβαρά ανοίγει με το ποίημα «ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ» που παραπέμπει άμεσα και ξεκάθαρα στον αρχαίο αυτοκράτορα και φιλόσοφο Μάρκο Αυρήλιο. Γράφει:
ΕΙΣ ΕΥΑΤΟΝ
Αυτό το χαρτί κάποτε ήταν δέντρο
κι’ έδινε οξυγόνο απ’ τα φύλλα του
     Μη προδώσεις
                            την αποστολή του.
Στίχοι που μας δείχνουν την ουσιαστική σημασία που έχει για τον ποιητή ο κόσμος της ποίησης και ο ρόλος της μέσα στην ζωή των ανθρώπων. Κάτι που επαναλαμβάνει διαρκώς, όχι μόνο και σε άλλα του ποιήματα αλλά σε όλες του σχεδόν τις ποιητικές συλλογές. Η πίστη του Κουβαρά στο ποιητικό γεγονός είναι συνεχής και επαναλαμβανόμενη. Γράφει:
ΑΠΟΛΟΓΙΑ
Γράφω
όχι γιατί μου δόθηκε η χάρη
αλλά γιατί βαραίνει μέσα μου
η υποθήκη του ποιητή
που ονειρευότανε την ποίηση
γραμμένη απ’ όλους
και την ζωή όλων
εγγεγραμμένη μέσα στην ποίηση.
Ζητώ να χτίσω το σπίτι μου με λέξεις.
Με καθαρό και απλό λόγο μας δηλώνει το στίγμα του και την προσωπική του «υποθήκη» για το μέλλον, κάτι που ολοκληρώνει και με το τελευταίο ποίημα της συλλογής «ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΙΙ»
ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΙΙ
Γράφω γιατί χρωστάω σ’ όλους μιάν απάντηση
για να ξεχρεωθώ ποτέ αν το μπορέσω΄
Γράφω για να μη χάσω τη φωνή μου
για να πείσω τον εαυτό μου πως υπάρχει ακόμα.
--
Μυρίζω τις σελίδες
να λευκάνω τη συνείδησή μου΄
Γράφω μήπως βοηθήσω ν’ απλωθεί ο κύκλος των
αναγνωστών έστω και κατά έναν ακόμα
Γράφω
τι άλλο να κάνω
μετατρέπω την αξόδευτη αγάπη μου
για τους ανθρώπους
σε μελάνι.
Ο στυλός μου είναι ο στύλος μου,
που με στυλώνει.
     Μια ιδεαλιστική ίσως ατμόσφαιρα ενός νέου πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή, που οραματίζεται πως με την γραφή του, θα αυξήσει έστω και έναν τους αναγνώστες του ποιητικού λόγου. Δεν μπορεί να μην χαρεί κανείς την δονκιχωτική αυτή ποιητική του εξομολόγηση. Όμως μέσα σε αυτήν την αχλή των ποιητικών και ερωτικών ονείρων υπάρχει η αίσθηση της μοναξιάς του σύγχρονου ατόμου των μεγαλουπόλεων που τόσο καίρια εικονίζει.
Ο ΞΕΝΟΣ
      «Πασχίζοντας να ταιριάσω την ανάσα μου/ στη μεγάλη ανάσα του κόσμου»
Η μόνη του συντροφιά
στη μεγαλούπολη
κανένα λάθος τηλέφωνο.
--
Η μόνη του ελπίδα
να τον χαιρετήσουν
για γνωστό τους
κατά λάθος
στο δρόμο.
Σε αυτές τις ποιητικές στιγμές φαίνεται το αληθινό πρόσωπο της ποίησης του Γιάννη Κουβαρά, όταν απομακρύνεται από το προσωπικό και στρέφει το βλέμμα του προς το γενικό, για να αντικατοπτρίσει τα ουσιαστικά προβλήματα των ανθρώπων. Όταν ξεφεύγει από την προσωπική περιπτωσιολογία ο ποιητικός του στόχος και στοχεύει σε μεγαλύτερα ανοίγματα ανθρωπίνων καταστάσεων και διεξόδων ζωής. Όπως στο κατά κάποιον τρόπο προφητικό του η «ΠΡΟΟΔΟΣ»
ΠΡΟΟΔΟΣ
Στις λαϊκές αγορές του δύο χιλιάδες
οι φτωχοί στις συνοικίες θα πουλάνε
άλλος νεφρό, άλλος καρδιά
κι άλλοι χέρια
--
-Καιρός ανταλλακτικών
Καιρός επιστημονικής προόδου-
Μονάχα ψυχές δεν θα αγοράζει κανείς
-αυτές πωλούνταν ανέκαθεν-
(Στην κοινωνία του παρά, ό,τι δεν χρησιμεύει
δεν έχει και ανταλλακτική αξία)
     Στίχοι προφητικοί, πέρα ακόμα και από το χρονικό όριο που βάζει ο ίδιος ο δημιουργός. Στίχοι που φωτογραφίζουν την εποχή μας και μας περιέχουν σαν τρόπο βίου και σχέσεων. Αλλά και ο κόσμος της ποίησης δεν μένει εκτός προβληματισμού από την προφητικά απαισιόδοξη ματιά του Κουβαρά. Γράφει στο ποίημα του «ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ»
Θα προφτάσουμε να γράψουμε
τους λιγοστούς μας στίχους
προτού γίνει αυτό
προνόμιο των κομπιούτερς;
(Οι στίχοι μας κάποτε
θάναι πρωτόλεια
μπροστά στους τέλειους
των κομπιούτερς.
     Ασφαλώς οι  σκληροί αυτοί στίχοι, δεν προμηνύουν ούτε το τέλος της ποίησης ούτε της δικής του ποιητική παραγωγής, δεν παύουν όμως να εμπεριέχουν μια σημαντική αλήθεια των ημερών μας για την χρησιμότητα και τον ρόλο της ποίησης στην εποχή μας και την αλλαγή των αναγνωστικών συνηθειών των αναγνωστών. Καθώς η πικρή διαπίστωση, δεν γίνεται από έναν εκκολαπτόμενο ποιητή, αλλά από έναν ποιητή φιλόλογο, που διαισθάνεται βαθύτερα από άλλους προς τα πού βαδίζει ο κόσμος της ποίησης και ποιος θα είναι ο ρόλος της στις καινούργιες ιστορικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες. Οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές δεν εξοβέλισαν τελείως τον ποιητικό λόγο, τον περιθωριοποίησαν όμως σε μεγάλο βαθμό θα σημειώναμε με βεβαιότητα. Ο ποιητικός του προβληματισμός για τα κομπιούτερ επανέρχεται και στην συλλογή του «ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ».
     Στις τελευταίες του συλλογές η θεματολογία του διευρύνεται, καινούργια θέματα και ιδέες απασχολούν τον ποιητή, σε ορισμένες από αυτές, ο Κουβαράς παίζει με τις λέξεις, χρησιμοποιεί λέξεις από όλο το φάσμα της ελληνικής γραμματείας, παραθέτει λέξεις που έχουν τον ίδιο ήχο, λαγνεύεται από αυτές και τους συμβολισμούς τους και αφήνεται στην γοητεία τους. Πολλές φορές έχουμε μια απλή παράθεση τοπωνυμιών, που θέλουν να εντείνουν την μνήμη της γενέθλιας πόλης, ή πάλι των συγχωριανών του που άφησαν ανεξίτηλη την παρουσία τους στην συνείδηση του. Το βλέμμα εστιάζεται στον περίγυρο και τους ανθρώπους του, αυτούς νιώθει την ανάγκη να μνημονεύσει, σε αυτούς και στις μαυρομαντιλούσες γυναικείες υπάρξεις της γενέθλιας περιοχής του που το λάδι των καντηλιών τους είναι περισσότερο από αυτό που έχουν για το καθημερινό φαγητό τους. Οι λέξεις που χρησιμοποιεί ο και οι ομάδες πολλές φορές λέξεων που ακολουθούν η μία την άλλη περιγράφοντας το ιστορικό γεγονός, συγκροτούν μεταξύ τους μια αλληλεγγύη φωνών και εντυπώσεων όπως στην τελευταία του συλλογή «ΟΝΕΙΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ». Η ποιητική γλώσσα του Κουβαρά εμπλουτίζεται με δάνεια στοιχεία από άλλες συγγενικές ποιητικές της φωνές και ολοκληρώνει την παρουσία της καθώς αφήνει πίσω της το κοινωνικό γεγονός για να διαβεί τα μονοπάτια της μνήμης. Εκείνο που βαραίνει πολλές φορές την ποιητική κατάθεση στις συλλογές του, είναι οι πάρα πολλές αφιερώσεις σε γνωστά και άγνωστά μας πρόσωπα. Αφιερώσεις που γονατίζουν το ποίημα παρά την ευγενική πρόθεση του συγγραφέα, και τις οφειλές του προς άλλους ομοτέχνους του. Οι πάρα πολλές αφιερώσεις, παρά τον γενικά αισιόδοξο τόνο της ποίησης του Κουβαρά, καταντά μάλλον κατά την γνώμη μου, ένα ποιητικό κοιμητήρι προσώπων και αλλότριων ή συγγενικών θέσεων. Η ποιητική του φαντασία δεν κυριαρχείται από άγριους ερεθισμούς, από απόκρημνους οραματισμούς, αλλά είναι γαλήνια, ερωτική, θρησκευτικής υφής, με τόνους αισιοδοξίας  και επιτονισμούς απαισιοδοξίας, καθώς ο χρόνος κύλησε και τα περιθώρια του βίου στενεύουν. Ένας εσωτερικός σπαραγμός διαφαίνεται στα νέα του ποιήματα μια αγχώδη διάθεση για τον χρόνο που περνά γρήγορα, τα όρια που στενεύουν παρασέρνοντας μαζί του πρόσωπα και στιγμές, όνειρα και καταστάσεις, μέρες χαράς και ερωτικής ευδαιμονίας, που τροφοδότησαν με καρπούς τον ποιητικό του λόγο.
      Ένας αδιόρατος αν τον κατανοώ σωστά, κορεσμός ζωής και συγγραφικής δημιουργίας απλώνεται διακριτικά στον ποιητικό του λόγο, μια απελπισία για το μάταιο των όποιων προσπαθειών του ανθρώπου.
     Ο ποιητικός λόγος, είναι η τελευταία προσωπική μας άρνηση απέναντι στην όποια βεβαιότητα μπορεί να κομίζει μέσα στις συνειδήσεις μας ένα ποιητικό γεγονός.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα 21/6/2017
Πειραιάς 21/6/2017        
          
                    



Κυριακή 18 Ιουνίου 2017

Νοβάλις, ένας πρόδρομος του γερμανικού ρομαντισμού

Novalis
Georg Philipp Friedrich Freiherr von Hardenberg
Γκέοργκ Φίλιπ Φρήντριχ Φράιχερ φον Χάρντενμπεργκ
Νοβάλις,
(Βίεντερστεντ, Σαξονία 2/5/1772-Βάιμπενφελς, Σαξονία 25/3/1801)
Novalis, Hymnen an die Nacht 1800
                             
                              Μια προσωπική περιπλάνηση            

     Πάνε χρόνια τώρα, που σε ένα παλαιοπωλείο βρήκα σε μια ακριβή τιμή-2.500 παλαιές δραχμές, ένα ολιγοσέλιδο βιβλίο ταλαιπωρημένο από τον χρόνο, με κιτρινισμένες και θρυμματισμένες σελίδες. Ο παλαιοπώλης μου είπε θυμάμαι τα εξής: «Το βιβλίο με τα ξένα αυτά ποιήματα,-τον ποιητή δεν τον γνωρίζω-είναι ακριβό, γιατί περιέχει μια σύνθεση του ζωγράφου Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα». Η τσουχτερή τιμή του, με έκανε διστακτικό στο να το αγοράσω, του λέω: «Φύλαξέ το μου, γιατί δεν έχω τόσα χρήματα πάνω μου, με αυτά που έχω, σκοπεύω ν’ αγοράσω μερικές παλαιές ελληνικές ποιητικές συλλογές που βρήκα. Την επόμενη φορά που θα έρθω, θα σου απαντήσω, αν μου κάνεις μια καλή έκπτωση». Έτσι και έγινε. Αγόρασα τις ποιητικές συλλογές που ήθελα και έφυγα. Ήταν τα ποιήματα του Ιωάννη Πολέμη. Την επόμενη φορά που ξαναπήγα στο μαγαζί, ο καλοκάγαθος παλαιοβιβλιοπώλης-ένας ωραίος τύπος που τον θαύμαζα, γιατί παρότι δεν διάβαζε ποίηση, ή μάλλον δεν μελετούσε σχεδόν καθόλου,-απλά ξεφύλλιζε τα βιβλία που έπεφταν στα χέρια του-γνώριζε σχεδόν τα πάντα για τις εκδόσεις που κυκλοφορούσαν. Σου έδινε τις πληροφορίες που ήθελες, και όπως είναι εύλογο, προσπαθούσε να σου πουλήσει ότι βιβλίο είχε μπροστά του, σε τιμή; ανάλογα με τα κέφια του. Συνήθως αγόραζε βιβλιοθήκες ατόμων που είχαν πεθάνει, και που οι συγγενείς των θανόντων, θεωρούσαν όπως είναι γνωστό, βάρος  και πρόβλημα τα βιβλία, επειδή όσοι διαβάζουν γνωρίζουν καλά, ότι τα βιβλία ανεξαρτήτου όγκου και μεγέθους, καταλαμβάνουν μεγάλο χώρο και μαζεύουν πολύ σκόνη. Πέρα από το γεγονός ότι έχουν βάρος, και σε δυσκολεύουν σωματικά σε όποια μετακόμιση θελήσεις να κάνεις. Μέσα στο όχι και τόσο μικρό μαγαζί, έβρισκε κανείς βιβλία παλαιότερα και σύγχρονα που δεν περίμενες να συναντήσεις, παρά μόνο αν ήσουν τυχερός σε κάποιες από τις δημόσιες ή δημοτικές Βιβλιοθήκες. Ετερόκλητοι τίτλοι, σπάνιες εκδόσεις, λαϊκές εκδόσεις φτηνών μυθιστορημάτων και περιοδικών. Πολλούς τόμους εγκυκλοπαιδειών και, άκοπες ακόμα ποιητικές συλλογές, με τρυφερές αφιερώσεις των δημιουργών. Συλλογές, που ίσως, μια στατιστική καταγραφή τους, θα μας φανέρωνε έστω και ενδεικτικά, το πλήθος των ποιητικών βιβλίων που καταλήγουν άκοπα και αδιάβαστα στα αζήτητα, σε αναλογία με αυτά που βρίσκονται στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων. Το παλαιοπωλείο βρίσκονταν σε ένα υπόγειο κοντά στο σταθμό του Μοναστηρακίου. Γιατί τ’ αναφέρω αυτά, τ’ αδιάφορα μάλλον για τους σύγχρονους αναγνώστες και αναγνώστριες που δεν ενδιαφέρονται για την ποίηση, αλλά και ούτε επιθυμούν να σκονιστούν τα χέρια ή τα ρούχα τους από παλαιά βιβλία, και το κυριότερο, να ξοδέψουν χρήματα αναζητώντας και αγοράζοντας παλαιές ποιητικές συλλογές. Συλλογές, όχι για συλλέκτες που κοκορεύονται ότι έχουν την πρώτη έκδοση του τάδε ή του δείνα ποιητή, και που ποτέ δεν θα μελετήσουν, ή ακόμα, όπως με σοβαρό ύφος ποιήτρια των τελευταίων γενεών είπε κάποτε δημόσια: «οι νέες ποιητικές συλλογές που μου στέλνουν-και είναι πάρα πολλές-μου είναι χρήσιμες, μια και τις τοποθετώ κάτω από την γραφομηχανή που γράφω»  Ποιητικές συλλογές, αυτά τ’ παλαιά πνευματικά μνημεία του χρόνου, των σκονισμένων εμπειριών ζωής, που μας πληροφορούν για τα όνειρα, τα οράματα, τις πνευματικές και καλλιτεχνικές ανησυχίες, τις φιλοδοξίες και τους κάθε λογής έρωτες των προηγούμενων γενεών από εμάς, όταν οι άνθρωποι χαίρονταν να  διαβάζουν, να απαγγέλουν ποιήματα, να ξεφυλλίζουν παλαιά περιοδικά, να επισκέπτονται βιβλιοθήκες να κάνουν γνωριμίες μέσα στα βιβλιοπωλεία, να αγοράζουν, να μελετούν, να ανταλλάσσουν βιβλία, για να κρατήσουν ζωντανή την γνωριμία μεταξύ τους. Και γιατί όχι, να φλερτάρουν μπροστά σε βιτρίνες με βιβλία. Το τερπνόν μετά του ωφελίμου, που έλεγε και μια κουλτουριάρα αδερφή ψυχή. Ή νομίζετε ότι όσοι διαβάζουν ποίηση ή γράφουν είναι γεροντοκόρες  μαραγκιασμένες ψυχές;
Για να μιλάμε όμως την γλώσσα της αλήθειας, και να μην κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας, όσοι διαβάζουν ακόμα ποίηση και όχι τόσο όσοι εκδίδουν τις ποιητικές τους συλλογές, οι εποχές που ο φωτογράφος έδειχνε τον Κωστή Παλαμά μπροστά σε βιβλιοπωλείο της οδού Σταδίου να κοιτά στην βιτρίνα τις νέες εκδόσεις, έχουν παρέλθει. Θυμίζουν τις ρετρό επαναλήψεις τραγουδιών, που αρέσουν, όχι γιατί «κρατά» ακόμα η φωνή του τραγουδιστή ή της τραγουδίστριας, αλλά γιατί ξυπνούν μέσα μας παλαιές μας μνήμες εμπειριών ζωής, παρελθόντων νεανικών μας χρόνων.
     Τα βιβλία, είναι τα γλωσσικά ίχνη των βιωμάτων μας, τα καταγεγραμμένα σε λέξεις όνειρά μας, οι πυξίδες των οραμάτων μας. Είναι ο καθόλου βίος και πολιτεία της ζωής των ανθρώπων. Είναι η κατάθεση των ελπιδοφόρων ή μη περιπετειών της ψυχής τους, το ταξίδι της φαντασίας τους, οι δρόμοι των αναζητήσεων τους, οι δαιδαλώδεις στοές των σκέψεών τους, τα γραπτά ερωτήματα των συνειδήσεών τους. Είναι η γραπτή εξομολόγηση της κοινωνίας του βίου τους μέσα στην φθορά του Κόσμου. Τα βιβλία, μεταφέρουν στις σελίδες τους, ότι δεν μπορεί να συγκρατήσει η προσωπική μνήμη των ανθρώπων μέσα στον χρόνο. Είναι τα μεγάλα ταξιδιάρικα πουλιά που κουβαλούν στα φτερά τους τα βιώματα και τις μνήμες των ανθρώπων, την αθωότητα και τις ενοχές τους, τα πιστεύω και τις επαναστατικές τους επιθυμίες, τα αισθήματα και συναισθήματά τους, τις ιδέες και τις αισθητικές τους αρχές. Την φιλοσοφία τους περί ζωής.
Βιβλία, ένας οικουμενικός καθρέφτης που καθρεπτίζεται το πρόσωπο του Κόσμου. Χωρίς τον γραπτό λόγο, δεν θα υπήρχε πολιτισμός, τουλάχιστον στον βαθμό που τον γνωρίζουμε και τον αναγνωρίζουμε.
     Το βιβλίο που αγόρασα εν τέλει, ήταν τα ποιήματα του νεαρού Γερμανού ρομαντικού φιλοσόφου και ποιητή Novalis, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, εκδόσεις Κύκλου 1939. Όπως διαπίστωσα αργότερα, ένα «πολύτιμο» απόκτημα για όσους ενδιαφέρονται για την ποίηση. Όχι τόσο εξ αιτίας της τιμής του και του χρόνου έκδοσής του, όσο για την εξαιρετική μετάφραση των γερμανικών ποιημάτων του Νοβάλις από τον Γ. Ν. Πολίτη. Μετάφραση των ποιητικών εξομολογήσεων του νεαρού ρομαντικού ποιητή και «μυστικού» φιλόσοφου, που χάθηκε αρκετά νέος πριν κλείσει τα τριάντα του χρόνια, αφήνοντας πίσω του σημαντικά ίχνη των σκέψεών του και των ποιητικών του αποτυπωμάτων στον ιστορικό χρόνο. Ποιητικές, μυθιστορηματικές και φιλοσοφικές καταθέσεις, οι οποίες με διάφορους τρόπους, μπόλιασαν πολλούς μεταγενέστερους δημιουργούς στα κατοπινά του ρομαντικού ποιητή χρόνια..
     Ο ρομαντικός ποιητής Νοβάλις και η ποίησή του, επανέρχονταν κατά διαστήματα στο νου μου. Από διαβάσματα και μελέτες για το κίνημα του Ευρωπαϊκού Ρομαντισμού, γνώριζα, πως ατομική φιλοσοφία του νεαρού μυστικιστή και οραματιστή ήταν η ενότητα της Ποίησης με την Ζωή. Το ενιαίο Σύμπαν τους, που όφειλε να ζει και να δημιουργεί το ανθρώπινο Ον. Ποίηση και Πραγματικότητα για τον ποιητή Νοβάλις ήταν ένα και το αυτό. Ο νύχτιος ρομαντικός νεαρός ποιητής, δεν πρόλαβε να κερδίσει το στοίχημα με τον χρόνο της προσωπικής του μοίρας. Πέθανε μόλις 29 ετών. Χωρίς να προλάβει να απολαύσει τις χαρές της ζωής, τα μέλια του έρωτα,-αφού η πρώτη του και μοναδική αγάπη η δεκατριάχρονη Σοφία, η άγουρη και παρθένα παιδούλα, πέθανε στα δεκαέξι της. Άτυχος στον προσωπικό του βίο ο ρομαντικός αυτός νέος,-παρότι ξανασυνδέθηκε με άλλη νεαρή γυναικεία ύπαρξη-με την μακριά πλούσια ξανθή κώμη, δεν πρόλαβε να χαρεί ούτε καν τις δάφνες των πνευματικών του επιτευγμάτων. Οι αγάπες του χάνονταν πριν προλάβει να τις μπουχτίσει. Αυτές οι χαμένες του προσωπικού του βίου αγάπες, μου θύμιζαν την τυραννισμένη ζωή ενός μεταγενέστερου ποιητή, του αμερικανού Έντγκαρ Άλλαν Πόε.
     Δεν θα λησμονήσω την συγκίνηση που ένιωσα όταν σε μία από τις παλαιές μου επισκέψεις στο περιβόλι της Παναγίας, μέσα στο πλοιάριο που μετέφερε τους προσκυνητές από την Ουρανούπολη στο λιμάνι της Δάφνης, συνάντησα έναν ευειδή νέο, από αυτούς που θα άρεζαν στον Αλεξανδρινό ποιητή και που αργότερα, στα δυσμάς του βίου του, θα εικονογραφούσε μέσα στην ποίησή του, να κρατά στα χέρια του ένα γερμανικό βιβλίο. Ο υποφαινόμενος, διάβαζε έναν τόμο με ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη. Η μελαγχολική ομορφιά του νεαρού με τράβηξε και μου έδωσε το θάρρος να του μιλήσω. Πιάσαμε την κουβέντα και διαπιστώσαμε ότι και οι δύο, τότε νέοι, ήμασταν παιδιά του θείου Πλάτωνα και ταξιδεύαμε στο Άγιο Όρος για να ζήσουμε κάτι από αυτό που ονομάζεται Ορθόδοξη παράδοση σαν συνέχεια της αρχαίας κοινωνίας των παλαιών προγόνων μας, που βίωναν με τον δικό τους ξεχωριστό τρόπο τα μυστήρια των Αναστημένων Θεών τους. Ο τριαντάχρονος περίπου ελληνόπαις με ρώτησε για τα ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη που διάβαζα, και εγώ, του ζήτησα να ξεφυλλίσω το γερμανικό βιβλίο που κρατούσε στα χέρια του. Ήταν τα ποιήματα του γερμανού ποιητή Νοβάλις σε μια έκδοση με την παλαιά γοτθική γερμανική γραφή. Το βιβλίο ήταν ένα κομψοτέχνημα από αισθητικής πλευράς. Το δέσιμό του, οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες του, τα λεπτά διαφανή γαλακτερά τσιγαρόχαρτα που χώριζαν τις ενότητες των κειμένων του, τα καλλιτεχνικά τυπογραφικά του στοιχεία, κάθε ποίημα άρχιζε με ένα οφιοειδές γοτθικό έγχρωμο γράμμα του γερμανικού αλφάβητου, τα σκληρά αλλά ζεστά φύλλα του βιβλίου, και εν γένει η όλη του εκδοτική εμφάνιση ήταν χάρμα οφθαλμών. Η σεμνότητα και διακριτικότητα με την οποία ο γερμανομαθής νεαρός επισκέπτης κρατούσε και ξεφύλλιζε το ποιητικό βιβλίο, έμοιαζε με παλαιά ένθετη ασπρόμαυρη φωτογραφία που κοσμούσε τις σελίδες του ποιητικού αυτού αριστουργήματος, Ή, αν δεν είναι και τόσο ανώφελα ρομαντικό, θα γράφαμε, στα δικά μου μάτια, ότι ο ίδιος ο νεαρός γερμανός ποιητής του βιβλίου είχε σαρκωθεί στο πρόσωπο του νεαρού έλληνα όμορφου αναγνώστη του. Άλλωστε, οι ηλικίες των δύο αγοριών συγγένευαν. Ο συνταξιδιώτης του αινιγματικού αυτού ταξιδιού, μου εξομολογήθηκε με διστακτικότητα, ότι μόλις είχε χωρίσει από μια σχέση που είχε με μια συμφοιτήτριά του στο Γερμανικό τμήμα του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, και επισκέπτονταν το Άγιο Όρος για να αντλήσει παρηγορητικές δυνάμεις. Είχε πάρει μαζί του τα ποιήματα του νεαρού γερμανού ρομαντικού, γιατί όπως μου είπε «ταύτιζε την διαψευσμένη του αγάπη, την προσωπική της ζωής του Βεατρίκη, με την πεθαμένη νεανική αγάπη του Νοβάλις». Διάβαζε και μετέφραζε τον γερμανό ποιητή και ταυτόχρονα αγωνίζονταν να ξεπεράσει την διάλυση της ερωτικής του σχέσης. Συγκινήθηκα αφάνταστα με την νοερή αυτή ταύτιση του παιδιού, και τους παράλληλους δρόμους επικοινωνίας που αναζητούσε για να λησμονήσει την δική του περιπέτεια. Τα εξομολογητικά του λόγια, με έκαναν να τον «ποθήσω» ακόμα περισσότερο. Άλλωστε, σαν νέος και εγώ, τους ίδιους δρόμους παρηγοριάς δεν ζητούσα στις ατομικές μου ερωτικές αποτυχίες; Κοινές πτυχές ζωής και φαντασίας, επαναλαμβανόμενες νεανικές διαψεύσεις και επαληθεύσεις, με γέφυρα, τα νέα σώματα ερωτικών γνωριμιών. Μήπως, σε αυτήν την άχαρη και πικρή σύντομη ζωή μας, άλλους στην πραγματικότητα δεν αγαπάμε και με άλλους κοιμόμαστε;
     Φιλοξενηθήκαμε στο ίδιο Μοναστήρι και συναντιόμασταν στα κενά του ημερήσιου και νυκτερινού μοναστηριακού κύκλου των θείων λειτουργιών. Σε μια κοινή μας εξερεύνηση του περιβάλλοντος χώρου, μου πρόσφερε με χαρά και αγωνία τέσσερα φύλλα τετραδίου. Τα φύλλα περιείχαν σχεδιάσματα μεταφράσεων του Νοβάλις. Μου είπε: «Διάβασέ τα σε παρακαλώ, τα μετέφρασα τα βράδια με το φώς των κεριών του σκοτεινού μου κελιού, έμενα ξάγρυπνος τις νύχτες. Ήταν η προσωπική μου προσευχή στην προστάτισσα του Περιβολιού. Πες μου την γνώμη σου. Μια και έχουμε την ίδια ποιητική αγάπη. Κράτησέ τα να με θυμάσαι». Συγκινήθηκα αφάνταστα από αυτήν την προσφερόμενη σε μένα μεταφραστική αγρυπνία ενός έλληνα νεαρού λάτρη της ποίησης, ενός ερωτευμένου νέου, που τα φτερά της φαντασίας του, τον βοηθούσαν να επουλώσει τις ερωτικές του πληγές, διαβάζοντας και μεταφράζοντας έναν άλλον ρομαντικό ποιητή που δεν ευτύχησε στον πρώτο του, και ίσως μοναδικό του έρωτα. Μου έδειχναν έμπρακτα τόσο οι κινήσεις του όσο και ο χώρος που βρισκόμασταν, ότι ο Ρομαντισμός δεν έχει χρονικά όρια, ούτε περιορίζεται από θρησκευτικά δόγματα ή ερωτικές επιλογές. Κοινά τα πάθη των ανθρώπων και των θεών τους. Κράτησα τα φύλλα του τετραδίου σαν ενθύμιο ευαισθησίας για μεγάλο διάστημα. Οι δρόμοι μας χώρισαν, εγώ με φυλακτό τα μεταφρασμένα αυτά γερμανικά ποιήματα και τις ευχές των μοναχών, συνέχισα την περιηγητική μου διαδρομή στα λιβάδια της ποίησης και της ελληνικής ορθόδοξης παράδοσης. Ο Οδυσσέας Ελύτης με ξαναέφερε κοντά στον Ρωμανό τον Μελωδό, που άκουγαν και οι δύο εκστατικοί την ιερή μυσταγωγία των μουσικών μελωδιών του Μάνου Χατζιδάκι.
     Ο γερμανός δημιουργός Νοβάλις, ξανάρθε στο νου μου όταν καλή φίλη της εποχής εκείνης, μου χάρισε το βιβλίο «Ποίηση και Πραγματικότητα», εκδόσεις στιγμή 1985 του ποιητή Νάσου Βαγενά, και που ο τίτλος του κατά κάποιον τρόπο, παρέπεμπε στις θέσεις περί ποιήσεως στην ζωή μας, του Νοβάλις. Καθώς Ποίηση και Ζωή λειτουργούν σαν ενιαία ανθρώπινη έκφραση μέσα στον ιστορικό χρόνο της δημιουργίας και του βίου των ανθρώπων. Αρχές και αξίες φυσικά, που ανήκαν σε αυτές τις ισχυρές πνευματικά και συναισθηματικά ποιητικές παρέες των ονειροπόλων ποιητών της Ρομαντικής περιόδου, με προεξάρχουσα ποιητική φυσιογνωμία στον γερμανικό χώρο, τον Γκαίτε. Ένα χρόνο μετά, με μεγάλη συγκίνηση έπιανα στα χέρια μου το βιβλίο που εξέδωσαν οι καλαίσθητες εκδόσεις «ΔΙΑΤΤΩΝ»  με τα ποιήματα του Νοβάλις, με τίτλο, Novalis, ΥΜΝΟΙ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, σε μετάφραση του Γ. Ν. Πολίτη, και σε επιμέλεια έκδοσης συμπληρωμένης με ενδιαφέρουσες κατατοπιστικές σημειώσεις του Αλέξη Πολίτη. Ήταν επανέκδοση της πρώτης έκδοσης του 1939, -που είχα αγοράσει από το παλαιοβιβλιοπωλείο-συμπληρωμένη και, με άλλες τυπογραφικές και εκδοτικές προδιαγραφές.
      Το 1991 από τις εκδόσεις «ΙΚΑΡΟΣ», εκδόθηκε η ποιητική συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη «τα ελεγεία της Οξώπετρας». Σε αυτήν την σπαρακτική ελεγειακή ποιητική συλλογή, ο νομπελίστας μας ποιητής αφιερώνει το «ΕΛΕΓΕΙΟ ΤΟΥ GRUNINGEN» στην «Μνήμη Friedrich von Hardenberg». Μια αφιέρωση και μια ποιητική σύνθεση που μας εκπλήσσει, αν αναλογιστούμε πως ένας έλληνας μεσόγειας ιδιοσυγκρασίας ποιητής, ένας λάτρης και δοξολογητής του  Φωτός, της καθαρής φωτεινής διαύγειας, ένας ηλιοπότης ποιητής,-όπως η κριτική τον απεκάλεσε-που το μεγαλύτερο μέρος της ποιητικής του δημιουργίας είναι ένας δοξαστικός ύμνος στο φαινόμενο της Ζωής, στις χαρές της, στην ζεστασιά του χώματος, στα παιχνίδια της θάλασσας, στα φανερά και κρυφά μυστικά του φυσικού τοπίου, στην ζωογόνα των όντων θερμότητα του ήλιου, στις απολαύσεις και τα πάθη του έρωτα, στο γυναικείο νεανικό κορμί και τους πόθους που αυτό ξυπνά, σε αυτήν την καθαρή ηλιοφόρα γραμμή των ελληνικών βουνών και των καρποφόρων πεδιάδων, κλπ., αγάπησε έναν σκοτεινό βαρώνο δημιουργό, έναν νύχτιο ποιητή, που σαν ποιητική νυχτερίδα πετά στα σκότη και τα μνήματα όπως είναι ο Νοβάλις, θρηνώντας την χαμένη του αγάπη. Ένας ποιητής από τις παγωμένες χώρες του βορά, που υμνεί τη νύχτα και τα κρυφά μυστικά της, όχι με τον μεσόγειο ελληνικό τρόπο που ύμνησε τις νύχτιες χαρές η ξάστερη φωνή της Σαπφώς με το λύχνο του προσωπικού της άστρου, αλλά μια νύχτα ασέληνη, παγερή, αιμοβόρα, αιμάσσουσα, σαν την αρχαία εκδικητική Θεά, την Θεά Εκάτη, που σκεπάζει με το σκοτεινό της πέπλο κάθε ζωντανό πλάσμα και αλέθει στα ερεβώδη της σπλάχνα κάθε μορφή γήινου έρωτα. Δεν είναι δύσκολο να διακρίνει ο αναγνώστης του ποιητικού λόγου του Οδυσσέα Ελύτη, ότι ο γερμανός ρομαντικός ποιητής βρίσκεται στον αντίποδα του δικού του ποιητικού φωτεινού και χλωρού σύμπαντος. Είναι ο άλλος , σκοτεινός πόλος της ποιητικής του δημιουργίας. Από την μία η φωτεινότητα που γεννά η αλήθεια των ανθρώπινων αισθημάτων, όπως εικονογραφούνται αυτά στις ποιητικές συνθέσεις του Ελύτη, και από την άλλη, η σκοτεινή τους μοίρα και παγερή ατμόσφαιρα, μιας άνυδρης και παγερής βόρειας χώρας των δασών και των λιμνών. Αν εξαιρέσουμε τις συγγένειες της ποιητικής τους τεχνολογίας, όπως βλέπουμε στις φανερές ή αδιόρατες επιρροές του Οδυσσέα Ελύτη από το έργο του άλλου ρομαντικού, του Χέλντερλιν, δηλαδή, την δωρική λιτότητα της ποιητικής σύνθεσης, την σπασμένη στιχοποιία, τις απότομες παύσεις της ποιητικής φωνής, το μη αναμενόμενο τελείωμα του στίχου, τις ενταγμένες αρμονικά μέσα στην καθόλου εικόνα του ποιήματος ποιητικής τους φιλοσοφίας, τον μικρό επιγραμματικό στίχο, τις επιλεγμένες λέξεις με μεγάλη ποιητική βαρύτητα, τις λέξεις που φέρουν το βάρος όχι μιας ποιητικής στιγμής αλλά ενός μακραίωνου πολιτισμού, την ατμόσφαιρα της εικονοποιίας, την συνέχεια του ποιητικού λόγου χωρίς να τον διακόπτουν σημεία στίξεως, όλα αυτά που συναπαρτίζουν την ποιητική οικονομία του λόγου, ενός μεσόγειας καθαρότητας δημιουργού, αλλά και του Γερμανού ποιητή Νοβάλις, και ασφαλώς το προσωπικό τους ύφος, δύσκολα με την πρώτη ματιά να βρούμε συγγενικές συνομιλίες μεταξύ των δύο, ανόμοιας θεματολογίας ποιητών. Ενός έλληνα μεσόγειου ποιητή και ενός του βορά. Αν και το συγκεκριμένο «ΕΛΕΓΕΙΟ» του Οδυσσέα Ελύτη, η σύνθεση, αν το ερμηνεύω σωστά, βασίζεται πάνω στην ζωή του σκοτεινού και μυστικού Γκέοργκ Φίλιπ Φρήντριχ Φράιχερ φον Χάρντενμπεργκ, του επονομαζόμενου και Νοβάλις. Ο Οδυσσέας Ελύτης μας καταθέτει αρκετές πληροφορίες και βιογραφικά στοιχεία για τον ποιητή μέσα στην ποιητική αυτή σύνθεσή του. Είναι κατά κάποιον τρόπο, σαν να διαβάζουμε μια ποιητική βιογραφία των κυριότερων στιγμών ενός ποιητή, από έναν άλλον αρκετά χρόνια μετέπειτα. Σε μια πολύ γρήγορη έρευνά μου στα βιβλία της βιβλιοθήκης μου, θυμήθηκα το ενδιαφέρον άρθρο του γερμανομαθούς συγγραφέα Νίκου Δήμου, που ασχολήθηκε με τις σχέσεις επιρροής της ποίησης του Οδυσσέα Ελύτη με εκείνες των ρομαντικών, γερμανών ιδιαίτερα ποιητών, στην συγκεκριμένη περίπτωση με τον Νοβάλις. Δες, Νίκος Δήμου, «ΑΠΟ ΤΟ ΦΩΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ-ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΣΤΟ ΦΩΣ», περιοδικό «η λέξη» τεύχος 106/11,12,1991, σελίδες 848-855. Το τεύχος είναι αφιερωμένο στον έλληνα ποιητή.
     Το πρώτο αυτό βιβλίο με τις μεταφράσεις των ποιημάτων του Νοβάλις, σαράντα έξι σελίδων των εκδόσεων «ΚΥΚΛΟΣ», που κόστιζε τότε 2.500 δραχμές, και με έφερε σε επαφή με το έργο του, στάθηκε η αφορμή όπως διαπιστώνω μετά από χρόνια, να κάνω αυτήν την μνημονική και αναγνωστική περιπλάνηση μέσα στον χρόνο της ζωής μου. Διαβάζω κατά διαστήματα τα ποιήματα του γερμανού ρομαντικού ποιητή και προσπαθώ να ξεκλειδώσω τα μηνύματα και τα μυστικά που κρύβει ακόμα η ποίησή του. Ποίηση συνθεμένη στο μεταίχμιο ενός Κόσμου που άλλαζε καταλυτικά. Ο ρομαντικός παλαιός κόσμος, ο κόσμος της φύσης και των ανεξερεύνητων μυστικών της, η λατρεία και η δοξολογία της που προέρχονταν από τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, που δάνεισε το κοσμοείδωλό του στους ρομαντικούς χρόνους και όχι μόνο, ήταν το πνευματικό ανάχωμα στην ραγδαία εξέλιξη της επιστήμης, στην άλογη ανάπτυξη της τεχνολογίας, στις νέες φιλοσοφικές αξίες και ηθικές κοινωνικές δυνάμεις που αναδύθηκαν, κατά την περίοδο του Διαφωτισμού, του Ουμανισμού και των πολιτικών ανακατατάξεων που επέφερε μέσα στις κοινωνίες των ευρωπαϊκών λαών, η Γαλλική Επανάσταση και οι θεωρητικές και πολιτικές της ρήξεις με τον παλαιό κόσμο. Η ποίηση του Νοβάλις, είναι η ποιητική φωνή του ρομαντικού κόσμου που προέρχεται από τα σκοτεινά παλάτια της ανθρώπινης μοίρας, και ζωγραφίζει την παγερή πλευρά της ζωής. Αυτήν του θανάτου. Την ζωή που είναι τυλιγμένη από παγερές ομίχλες, που ανιχνεύεται μέσα στις υγρές ατμόσφαιρες των δασών, σε σκοτεινά δύσβατα μονοπάτια θρύλων και ξωτικών, σε μυστήρια ανερμήνευτα στην ανθρώπινη λογική και αινιγματικές συμβάντα παλαιών αρχέγονων μύθων, που διατηρήθηκαν εναργή μέσα στην ανθρώπινη συνείδηση. Σε νύχτιες δυνάμεις της σκοτεινής μοίρας που ενώνουν τα πριν της ζωής με τα μέλλοντα σε μια ενιαία συμπαντική κοσμοθεωρία, που δεν έχει αρχή ούτε τέλος. Ένας ονειρικός και μυστικός κόσμος των ρομαντικών δημιουργών, που διαισθάνονταν ότι γκρεμίζεται, από την επαναστατική λαίλαπα της σύγχρονης τεχνολογίας και την ραγδαία ανάπτυξη των φυσικών επιστημών. Όπου η Φύσις δεν ήταν πλέον υφαντουργός και κομμώτρια των ίδιων των δημιουργημάτων της αλλά, περισσότερο μοιρολογίστρα αυτών. Ο Νοβάλις με το έργο του, προσπάθησε να αντισταθεί στο γκρέμισμα του παλαιού κόσμου και των αξιών του, των ζωντανών ειδώλων του και των χαρούμενων ή εκδικητικών θεών του,  ένα περιβάλλον τόσο οικείο σε αυτόν και των δικών του ηλικιακά γενεών, που τα πνευματικά νάματα του Γκαίτε ήσαν παρόντα στις συνειδήσεις των νέων της εποχής. Ο Νοβάλις γεννήθηκε και ανατράφηκε σε έναν κόσμο που η μοίρα των ανθρώπων ήταν κοινή, είτε αφορούσε τις καθημερινές τους φιλοδοξίες, είτε τις ελπίδες τους. Οι ελπίδες και οι καταστροφές τους είχαν κοινό παρανομαστή. Την δημιουργό και λάμπουσα από μυστήρια ακόμα Φύση. Ο Διαφωτισμός με τις καινούργιες ανθρωπολογικής φύσεως αξίες του, οι ακατανόητες ακόμα  στο μεγάλο και φτωχό ανθρώπινο πλήθος οραματικές του στοχεύσεις, οι κοινωνικές και πνευματικές ανακατατάξεις που άλλαζαν εν τω άμα τους ρυθμούς ζωής των εξαθλιωμένων ατόμων και τις πανάρχαιες μυθολογικές τους σταθερές, τις απαραίτητες δομές των κοινωνιών, οι οικονομικές σαρκοβόρες δυνάμεις που αναδύονταν από άπληστα οράματα εμπόρων, εξοβέλιζαν αργά και σταθερά τους παλαιούς συνεκτικούς οικουμενικούς μύθους των ρομαντικών και του κλασικού κόσμου γενικότερα. Ο Κόσμος άρχιζε να απομαγεύεται δραματικά και αμετάκλητα. Κανένα νέο «Κοινωνικό Συμβόλαιο» δεν μπορούσε να ανακόψει την απομαγευτική εξέλιξη και των ιστορικών διαδικασιών των χρόνων αυτών. Μετά τον Διαφωτισμό, αναδύθηκε η έννοια της ατομικότητας του ανθρώπου. Ήταν κάτι, που τόσο εύστοχα και θεϊκά, μας κατέγραψε μέσα στο έργο του ο Ελισαβετιανός ποιητής και θεατρικός δραματουργός Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Ο Κόσμος πριν από τον Σαίξπηρ, και ο Κόσμος μετά από αυτόν. Το άτομο και οι ανάγκες του, οι επιθυμίες και οι οραματισμοί του, οι φιλοδοξίες και οι απαιτήσεις του κυριαρχούσαν των αναγκών της Κοινωνίας. Το άτομο θέλησε και πέτυχε να πρυτανεύσει πάνω στις δυνάμεις της φύσης, να τις δαμάσει. Πίστεψε δυναμικά σε μια παντοδυναμία που του πρόσφερε η Λογική και τα επιτεύγματά της. Εδώ εστιάζεται και η επιθυμία του, να λατρέψει την Λογική ως Θεότητα,  να δοξολογήσει τον Ορθό Λόγο στην θέση του Θεού, όπως αποφάσισαν να τον υμνήσουν οι Γάλλοι επαναστάτες μέσα στους παλαιούς θρησκευτικούς Ναούς, μετά την Γαλλική Επανάσταση, που έγινε για να γκρεμίσει τις αρχαίες εκκλησιαστικές δοξασίες, τις παλαιές παραδόσεις των θρησκευτικών αναφορών της χριστιανικής θρησκείας, στον δυτικοευρωπαϊκό χώρο. Να θρυμματίσει τους πανάρχαιους συνεκτικούς μύθους της κοινωνίας και τις προλήψεις και δεισιδαιμονίες τους. Οι νέοι του Ορθού Λόγου θιασώτες επαναστάτες, αρνήθηκαν κάθε μεταφυσική αποστολή του παλαιού κόσμου και των διαχρονικών μέσα στην εξέλιξη της Ιστορίας μηνυμάτων του, όπως αυτά εκλαμβάνονταν από τις συνειδήσεις των ανθρώπων, αι διέπλαθαν τις ψυχές και τις ζωές τους. Τα νέα πιστεύω ζωής που κυοφορούσε η Γαλλική Επανάσταση, η άκριτη εμπιστοσύνη της στον Ορθό Λόγο, στην παντοδυναμία της ανθρώπινης σκέψης, απομαγεύσε τον κόσμο από τα παλαιά του σύμβολά, τις ηθικές δεσμεύσεις των ανθρώπων, τις πολιτικές και κοινωνικές απαγορεύσεις. Τον απογύμνωσε από παλαιές εθιμικές σκοπιμότητες και θρησκευτικές αξίες, από ξεπερασμένες δογματικές απαγορεύσεις. Η νέα πλέον παραδείσια ανθρώπινη ελπιδοφορία προέρχονταν από την Επιστήμη και την Τεχνολογία, από την διεύρυνση των οριζόντων της Λογικής. Τους ανθρώπους ποδηγετούσαν πλέον οι αρχές της οικονομίας και όχι οι μεταφυσικές προσδοκίες. Ο παλαιός κόσμος γκρεμίζονταν όπως και οι γυάλινοι πύργοι του, αυτοί οι πανύψηλοι «φυτευμένοι» μέσα στα σκοτεινά και υγρά δάση πύργοι που δεσπόζουν στον φυσικό χώρο με την εμβληματική τους παρουσία, σαν άλλοι θεοί της φύσης, και που μέσα τους κατοικούσαν οι ρομαντικοί ποιητές που συνομιλούσαν με τους παλαιούς θεούς και ήρωες, με τις νεράιδες των λιμνών και τα ξωτικά του δάσους, με μάγισσες του κάτω κόσμου και είδωλα τεθνεώτων των προγόνων. Η Φύση από παραδείσιος κήπος των ανθρώπων όπου περιδιάβαιναν μαζί θεοί και άνθρωποι, άγγελοι και νεραΐδες, ημίθεοι και καλλιτέχνες, δαίμονες και ξωτικά, μετατράπηκε σε φυλακή, έγινε άδικος ντουνιάς που σκλάβωνε και δυνάστευε τους ανθρώπους. Η κυριαρχία της τεχνολογίας και των μηχανών μετέτρεψε το περιβάλλον με αργές του χρόνου εξελικτικές διαδικασίες, σε δεσμωτήριο της ζωής και των οραματικών επιθυμιών των ατόμων. Ο νέος άνθρωπος-εργαλιακή μηχανή, που γεννιόταν ή αν θέλετε που «κατασκευάζονταν» από τις ανερχόμενες δυνάμεις της αστικής τάξης, δεν είχε ανάγκη ούτε από γοτθικούς πύργους που κατοικούσαν ρομαντικοί ονειροπόλοι, ούτε χρειάζονταν οραματιστές ποιητές και προφήτες δημιουργούς. Ο Φεουδαρχικός κόσμος και ότι αυτός αντιπροσώπευε, είχε εξαντλήσει τα ιστορικά του όρια. Στην πρωτόγνωρη ιστορικά αυτή πολιτική και κοινωνική επανάσταση ενάντια στις παραδοσιακές αξίες των παλαιών χρόνων, αντιτάσσονταν οι ρομαντικοί δημιουργοί με το έργο και την στάση ζωή τους, στον ευρωπαϊκό χώρο.
     Σε αυτόν τον κύκλο των ρομαντικών δημιουργών ανήκε και ο οραματιστής ποιητής Νοβάλις. Ένας δημιουργός που, ο σύντομος χρόνος του βίου του, δεν του πρόσφερε την ευκαιρία να δει την διάψευση της υλοποίησης των ρομαντικών του οραμάτων. Οι ρομαντικοί έμειναν μια νησίδα χαμένης πνοής μέσα στις σκληρές συνθήκες των νέων καιρών. Οι ρομαντικοί και το έργο τους, αντιμετωπίστηκαν από τους νέους δημιουργούς, σαν ένας χαμένος εξωτικός παράδεισος, που κατά καιρούς όφειλαν να επισκεφτούν για προσωπική τους κοινωνική και πνευματική ανάπαυλα.
     Το μεταφραστικό ταξίδι των ποιημάτων, των σκέψεων και των πεζών του Νοβάλις στην ελληνική επικράτεια, συνεχίστηκε και στα επόμενα χρόνια. Γνωρίζω τα εξής βιβλία του Νοβάλις που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά.  

Βιβλία του Νοβάλις στα ελληνικά
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΟΒΑΛΙΣ,
ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟΝ Γ. Ν. ΠΟΛΙΤΗ,
ΜΕ ΜΙΑ ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΥ-ΓΚΙΚΑ
ΑΘΗΝΑ-ΕΚΔΟΣΗ ΚΥΚΛΟΥ 1939, σ. 48
FRATRIS MEMORIE SACRUM
ΥΜΝΟΙ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ
1.     Σ. 11-13
2.     Σ. 14
3.     Σ. 15-16
4.     Σ. 17-20
5.     Σ. 21-29
6.     ΛΑΧΤΑΡΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ, Σ. 30-32
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ, Σ. 33-39
ΑΓΓΕΛΟΥ ΘΑΝΑΤΟΣ, Σ. 41-43
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ, Σ. 44
NOVALIS
ΥΜΝΟΙ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟΝ Γ. Ν. ΠΟΛΙΤΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΑΤΤΩΝ-ΑΘΗΝΑ 1986, 500 δρχ. σ. 96
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΑΙ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ Αλέξης Πολίτης
ΥΜΝΟΙ ΣΤΗΝ ΝΥΧΤΑ
Σημείωση. Του έργου υπάρχουν δύο γραφές. Η πρώτη σώζεται σε χειρόγραφο και πρωτοδημοσιεύτηκε στην έκδοση των έργων του Novalis από τον εκδοτικό οίκο Diederich (Ιένα 1907). Η άλλη, η γνωστότερη, είναι η δημοσιευμένη από τον ίδιο τον ποιητή στο περιοδικό Αθήναιο. Οι παραλλαγές της γραφής του χειρογράφου μεταφράζονται στο τέλος.
     Ι.   σ. 9-12
II.  σ. 13-14
III. σ. 15-16
IV. σ. 17-22
V.  σ. 23-36
VI. σ. 37-40
ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ «ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟΥ». σ. 41-47
ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ  σ. 51-58
ΑΓΓΕΛΟΥ ΘΑΝΑΤΟΣ  σ. 59-61
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΕΡΗΜΗΤΗ  σ. 62-63
ΥΜΝΟΣ  σ. 64-66
ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ  σ. 67-
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ  σ. 69-75
ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ σ. 79-88
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
NOVALIS
ΥΜΝΟΙ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟΝ Ν. Γ. ΠΟΛΙΤΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ-ΔΙΑΤΤΩΝ, 2001, δρχ. 3120, σ. 72
(Η έκδοση, είναι μια σύμπραξη των εκδόσεων ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ με εκείνη των εκδόσεων ΔΙΑΤΤΩΝ. Είναι πανομοιότυπη. Όπως βλέπουμε, από την πρώτη αυτοτελή έκδοση του περιοδικού ΚΥΚΛΟΣ το 1939, η μετάφραση του Ν. Γ. Πολίτη, επανεκδίδεται συνεχώς)
Novalis
«ύμνοι στη νύχτα»
μετάφραση Μιχάλης Παπαντωνόπουλος
φιλολογική επιμέλεια Γιώργος Μπλανάς
καλλιτεχνικός σχεδιασμός Άννα Λέκκα
εκδόσεις ΗΛΕΚΤΡΑ, σειρά γεφύρια 2008, ευρώ 8, σ. 56
Το βιβλίο έχει σαν μότο στίχο του Κώστα Καρυωτάκη
«Κι αν πειναλέοι γυρνάμε ολημερίς,
κι αν ξενυχτούμε κάτου απ’ τα γεφύρια
επέσαμε θύματα εξιλαστήρια
του «περιβάλλοντος», της εποχής»
Περιεχόμενα
Εισαγωγή σ. 7-11
Ι. σ. 13-15
ΙΙ. σ 17
ΙΙΙ. σ. 19-20
IV. σ. 21-24
V. σ. 25-32
VI. Νοσταλγώντας τον θάνατο σ. 33-34
Παράρτημα
HYMNEN AN DIE NACHT σ. 35-50
(δημοσιεύονται οι Ύμνοι στην γερμανική γλώσσα)
Novalis σ. 51-55
(υπάρχει ένα ενδιαφέρον κατατοπιστικό κείμενο για τον ποιητή και το έργο του)
NOVALIS
ΥΜΝΟΙ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ
ΕΠΙΜΕΤΡΟ: ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΤΗΚ
Δίγλωσση έκδοση
Εκδόσεις ΠΕΡΙΣΠΩΜΕΝΗ-Σωτήρης Φασούλας 2011, σ.102
Σχέδια Σωτήρη Φασούλα
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ του Κώστα Κουτσουρέλη, σ. 9-24
Die erst Hymne 26/27  Ο πρώτος Ύμνος σ. 26-31
Die zweite Hymne  32/33 Ο δεύτερος Ύμνος σ. 32-35
Die dritte Hymne  36/37  Ο τρίτος Ύμνος σ. 36-39
Die vierte Hymne  40/41  Ο τέταρτος  Ύμνος σ. 40-49
Die funfte Hymne  50/51  Ο πέμπτος Ύμνος σ. 50-67
Die sechste Hymne  68/69 Ο έκτος Ύμνος σ. 68-75
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΝΟΒΑΛΙΣ, του Λούντβιχ Τήκ, σ. 79-95, μετάφραση: Κώστας Κουτσουρέλης
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΗ, σ. 97
• ΝΟΒΑΛΙΣ
Σκέψεις
Σημείωμα-Μετάφραση-Σημειώσεις: Συμεών Σταμπουλού,
Εκδόσεις στιγμή 2012, σελίδες 160, 8, 50 ευρώ
Περιεχόμενα
Εισαγωγικό σημείωμα
Novalis Gedanken (Σκέψεις)
Ι. Γύρη
(Bluthenstaub)
II. Πίστη και αγάπη ή ο βασιλιάς και η βασίλισσα
(Glauben und Liebe oder Der Koning und die Koningin)
III. Πολιτικοί αφορισμοί
(Politische Aphorismen)
IV. Αποσπάσματα από το Teplitz
(Teplitzer Fragmente)
Συμπληρωματικά
(Erganzungen)
V. Αφορισμοί και αποσπάσματα
(Aphorismen und Fragmente)
Μετάφραση αποσπασμάτων
Σημειώσεις
• ΝΟΒΑΛΙΣ
(ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΦΟΝ ΧΑΡΝΤΕΝΜΠΕΡΓΚ)
Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣΥΝΗ Ή ΑΛΛΩΣ ΕΥΡΩΠΗ
(Die Christenheit oder Europa)
Μετάφραση- Ερμηνευτικά σημειώματα: Νίκος Μ. Σκουτερόπουλος
Εκδόσεις ΕΚΚΡΕΜΕΣ –Ευμενείς έλεγχοι 2004, σελ. 160, 13,5 ευρώ
Περιεχόμενα
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣΥΝΗ Ή ΑΛΛΩΣ ΕΥΡΩΠΗ
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΩΝ ΕΡΓΩΝ ΤΟΥ ΝΟΒΑΛΙΣ
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΠΟΙΚΙΛΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ (1802)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΥΡΙΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
•ΝΟΒΑΛΙΣ
Η ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ
ΧΑΙΝΡΙΧ ΦΟΝ ΟΦΤΕΡΝΤΙΝΓΚΕΝ
(Heinrich von Ofterdingen)
Μετάφραση: Θεόδωρος Λουπασάκης
Εκδόσεις Σμίλη 2003, σελ. 368, 16,5 ευρώ
Περιεχόμενα
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Η ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΕΝΝΕΑ
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ Ή ΤΑ ΠΡΟΠΥΛΑΙΑ
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
ΕΠΙΜΕΤΡΟ 1: ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΑ
     ΣΤΟΝ ΧΑΙΝΡΙΧ ΦΟΝ ΟΦΤΕΡΝΤΙΝΓΚΕΝ
ΕΠΙΜΕΤΡΟ 2: ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΤΙΚ
ΕΠΙΜΕΤΡΟ 3: ΒΙΛΧΕΛΜ ΝΤΙΛΤΑΙ ΝΟΒΑΛΙΣ
ΕΠΙΜΕΤΡΟ 4: ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ
      Η ανάγνωση των έργων του Νοβάλις, του σημαντικότερου εκπροσώπου του πρώιμου γερμανικού ρομαντισμού, ενός από τους φημισμένους δημιουργούς του κύκλου της Ιένας, (Jenaer Kreis),-         ( συγκέντρωση στην πολίχνη της Ιένας, ομάδας νεαρών ποιητών, φιλοσόφων, λογίων και διανοούμενων, με σκοπό την έκδοση μιας κοινής διακήρυξης) φίλου του Φρ. Σίλερ και του Φρ. Σλέγκελ, ενός προτεσταντικής καταγωγής ευγενούς νέου της Κάτω Σαξονίας, που σπούδασε νομικά και φυσικές επιστήμες, αλλά τον κέρδισε η τέχνη, και ιδιαίτερα η ποίηση, θα μας δείξει με λίγη έρευνα, την επιρροή που άσκησε το έργο και οι απόψεις του σε ευρωπαίους και έλληνες δημιουργούς. Η μεγάλη του αγάπη για την Φύση και τους Θεούς της, οι ρυθμοί και οι κανόνες που την διέπουν, τα μυριάδες μυστικά της και οι μαγευτικές της αποκαλύψεις, τα μυστήρια και οι πανάρχαιες δοξασίες για το φυσικό περιβάλλον, οι θρησκευτικές θέσεις που πρέσβευε ο Νοβάλις για την θέση του ανθρωπίνου όντος μέσα στο σύμπαν, οι χριστιανικές του απόψεις, οι ερωτικές του επιλογές προς τις μικρές κορασίδες, τις παρθένες νεραΐδες των λιμνών και των ποταμών, και άλλες του θέσεις, είναι που έθελγαν τους αναγνώστες του έργου του πέρα από το ποιητικό. (Ανοίγοντας μικρή παρένθεση, σημειώνω ότι, η ερωτική έλξη αντρών προς μικρά ανήλικα παρθένα κορίτσια, δεν είναι κάτι που το συναντάμε στο έργο ή την ζωή μόνο των απανταχού ρομαντικών ποιητών, αλλά σε μεγάλο εύρος στην παγκόσμια λογοτεχνία διαχρονικά. Από την δική μας δωδεκάχρονη κόρη την «Κανελλόριζα» του δημοτικού άσματος που τόσο θεσπέσια τραγουδούσε η Δόμνα Σαμίου έως την Λολίτα του Βλαντιμήρ Ναμπούκοφ, και από τον εστιασμένο φωτογραφικό φακό του ποιητή Αντρέα Εμπειρίκου προς νεαρές θηλυκές υπάρξεις, ως τον Τόμας Μαν και τον ανήλικο Τάτζιο του, και, από τις μικρές κόρες του Αιγαίου του Οδυσσέα Ελύτη, ως τις σύγχρονές μας barby ο πολιτιστικός δρόμος των αναφορών αυτών είναι κοινός και επαναλαμβανόμενος. Τόσο στον καλλιτεχνικό και πνευματικό χώρο όσο και στις κλειστές ή ανοιχτές κοινωνίες των απλών καθημερινών ανθρώπων και των εθιμικών τους συνηθειών. Που σημαίνει ότι, το πρόσημο της επιλογής αυτής δεν μπορούμε να το χρεώνουμε μόνο στους ρομαντικούς δημιουργούς. Οι ρομαντικοί δημιουργοί όπως κατόπιν και οι υπερρεαλιστές τη θεοποίησαν.
      Πολλές οι ελληνικές αναφορές στο έργο του Novalis, οι ύμνοι του στη νύχτα αγαπήθηκαν αλλά και από ελάχιστους «δαιμονοποιήθηκαν». Από τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο και την Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος, από τον εθνικό μας ποιητή Διονύσιο Σολωμό ως τον νομπελίστα Οδυσσέα Ελύτη, η ελληνική ποιητική επικράτεια είναι σπαρμένη με νύχτιους ύμνους και αναφορές. Ο αρχαιοτραφής και αρχαιολάτρης  ποιητής Χέλντερλιν, είναι που τον επισκιάζει στις αναγνωστικές προτιμήσεις των ελλήνων ποιητών περισσότερο.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 18/6/2017
Έξω βρέχει κάτι τρέχει που θα έλεγε και ο κυρ Νιόνιος.

ΥΓ. Είναι νωπή ακόμα η μνήμη μας με την απόφαση του μεγάλου ηθοποιού Γάλλου Ζεράρ Ντεπαρτιέ, να εγκαταλείψει την πατρίδα του και να εγκατασταθεί στην Ρωσία, γιατί δεν ήθελε να φορολογηθεί όπως και οι άλλοι συμπατριώτες του. Ακούσαμε στις ειδήσεις, ότι ο Πορτογάλος σταρ ποδοσφαιριστής Ρονάλντο αν δεν κάνουμε λάθος, ζήτησε να σπάσει το συμβόλαιο με την ισπανική ομάδα που συνεργάζεται γιατί του επιβλήθηκε πρόστιμο για φοροδιαφυγή. Και το διάστημα αυτό, διαπραγματεύεται με άλλη ομάδα την ένταξή του σε αυτήν, σε άλλη χώρα. Και κάνω καλοπροαίρετα μια ερώτηση. Μήπως οι υπεύθυνοι της ομάδας που θέλει να μεταγραφεί και έχουν φίλαθλο πνεύμα, οφείλουν να εξηγήσουν στον σταρ του ποδοσφαίρου και οικογενειάρχη πατέρα, ότι ο φίλαθλος κόσμος που τον έχει θεοποιήσει και τον αμείβει όχι μόνο με την αγάπη του, αλλά και με τόσο δυσθεώρητα ποσά σαν αμοιβή, για τα χρυσά πόδια του, πληρώνει φόρους για να συντηρήσει την οικογένειά του; Ότι δεν είναι ηθικά και κοινωνικά δίκαιο να αρνείται να πληρώσει τους φόρους που του αναλογούν, την ίδια στιγμή που οι φίλαθλοι θαυμαστές του υποφέρουν οικονομικώς; Είναι σωστό παράδειγμα αυτό; Αυτός ο παράξενος «εκβιασμός»; Και αν πετύχει τον σκοπό του, οι άλλοι ποδοσφαιριστές πως θα τον δεχτούν στην ομάδα τους, τι παράδειγμα θα δώσουν. Εκτός και αν είναι λάθος του φίλαθλου κοινού που επιβραβεύει άτομα που δεν σέβονται τους οικονομικούς και φορολογικούς νόμους του κράτους που αγωνίζονται. Μήπως το λάθος ξεκινά από τον κόσμο, που αναγορεύει σε είδωλα και σταρ, και αμείβει με τόσο μεγάλα ποσά ποδοσφαιριστές, την ίδια στιγμή που οι επιστήμονες γιοί τους και οι κόρες τους αναγκάζονται να μεταναστεύσουν για να βρουν εργασία ή για να ζήσουν τις οικογένειές τους; Για ποιο φίλαθλο πνεύμα μιλάμε; Το θέτω σαν ερώτηση και προβληματισμό των σύγχρονων καιρών μας.