Δευτέρα 29 Ιουνίου 2020

Ανθολόγιο Κειμένων για τον ελληνοαμερικανό ποιητή Κίμωνα Φραιερ


 Οφειλές σε έναν αγγελιοφόρο του νεοελληνικού λυρισμού
………«Οι σύντροφοί μου δεν υπάρχουν,
ούτ’ εγώ γι’ αυτούς’ έχουμε κοιταχτεί πάρα πολύ,
ατέλειωτες ώρες θελήσαμε να χαρούμε τη σιωπή
και χαθήκαμε»…..
                     Ζωή Καρέλλη.

        ΑΝΘΗ ΚΑΙ ΖΙΖΑΝΙΑ
           Η μνήμη του πάντα παρούσα, να υπενθυμίζει δρόμους εμπειρίας που περπατησιές αγάπης, ίχνη σεβασμού και φιλίες ανθρώπων που συνταξίδεψες προς το άγνωστο αύριο που έγινε κιόλας χθες. Απάτητα της ποίησης μονοπάτια και της τέχνης ονείρατα που μυήθηκες. Σχέσεις ανθρώπων που με λαχτάρα βίωσες, της ψυχής πεταρίσματα και του βίου σου ερωτήματα πρωτόφαντα. Παραστάσεις ζωής πρωτόγνωρες. Σερμπέτια της γνώσης πρωτάκουστα. Μεταφυσικά σκιρτήματα που άρχιζαν να ρυθμίζουν τους παλμούς της φαντασίας σου, επιτακτικά διλήμματα του χρόνου, αναπόφευκτα πάθη που δημιουργούν οι επαφές των ανθρώπων, οι συζητήσεις, οι σχέσεις, οι διαξιφισμοί μεταξύ των παλαιότερων γενεών με τις νεότερες. Απορίας χάσματα που οι νεότεροι δεν ξέρουν πώς να διαβούν, ενώ οι παλαιότεροι (με σταλαγματική δόση ζήλειας καθώς ο χρόνος χιόνισε και κρυστάλλωσε το βίο τους ανεπιστρεπτί), επαναθέτουν νέα, για να κερδίσουν το χρόνο και την φρεσκάδα της νιότης που τους πλησιάζει με άλλων σώματα. Σιμά τους. Ερωτήματα και διλήμματα που σου θέτουν μισό αθώα, μισό ύπουλα, με σκοπό να χειραγωγήσουν προς όφελός τους την ικμάδα της ζωής, τον κόσμο των λέξεων, την ονειροπόληση της σιωπής, τις φοβίες, τους δισταγμούς τις ανησυχίες των νεότερων, όταν έρχονται σε επαφή με μεγαλύτερούς τους. Την συντροφιά τους. Δεν είναι οι δρόμοι της γλώσσας που οδηγούν πάντα στην πνευματική επικοινωνία ή επαφή της νεότερης γενιάς με την μεγαλύτερή της. Δεν είναι τα μονοπάτια της πραγματικότητας που οδηγεί ένα νέο σε ηλικία άτομο να αναζητήσει την συντροφιά, την παρέα, την πνευματική συζήτηση με έναν πρεσβύτερό του. Δεν είναι οι στοές της φιλοσοφίας που θέλεις να μυηθείς, μυστικά από τους άλλους, οι δαιδαλώδεις κλίμακες της ιερής μυσταγωγίας της πίστης και της θρησκευτικής παράδοσης. Της δικής σου, της φυλής σου. Δεν είναι οι σπειροειδείς αναβαθμοί των υπαρξιακών αναζητήσεων, το μυστικό νήμα του αιτήματος για μαθητεία. Της ηδονής η περιπέτεια του σώματος οι όποιες ανάγκες. Της πολιτικής η καθοδήγηση και επαναλαμβανόμενη πορεία, της ιδεολογίας η συντροφικότητα, η αποδοχή της συνέχειας, η επιβράβευση των οικονομικών αναγκών. Το καθρέφτισμά σου στα σώματα και τις συνειδήσεις των άλλων, των γύρω σου. Οι Άλλοι, είναι η διαδρομή σου προς την έξοδο, αργά και σταδιακά, επώδυνα και χαρμόσυνα. Δεν είναι όλα αυτά και άλλα τόσα. Τι είναι τότε; Ακόμα και σήμερα μετά την παρέλευση τόσων δεκαετιών δεν έχω ξεκάθαρη απάντηση. Μένω σε ένα συννεφιασμένο παρελθόν που δεν λέει να ξαστερώσει. Δεν αλλάζουν μόνο οι άνθρωποι, οι χαρακτήρες τους αλλά και οι καιροί. Ίσως και να μην έχω απάντηση γιατί η μνήμη δεν θέλει να παραδεχτεί ότι λησμόνησε τόσο γρήγορα. Να υποκατέστησα την απάντηση με την χαρά μιας νέας επαφής, την επιθυμία να βρίσκεσαι δίπλα σ’ έναν πρεσβύτερο διδαχό, έναν παιδαγωγό αναγνωρισμένο, καταξιωμένο της Ποιητικής Τέχνης. Η λάμψη του φωτίζει ακόμα. Της συνείδησης τα τραύματα, της ψυχής τα μελανώματα, των ονείρων τα άλματα, στο παρολίγον πουθενά. Την αποκαλυπτική επικοινωνία σου με το επέκεινα της ζωής, με τα ανεκπλήρωτα ένστικτα που αναμένουν δικαίωση, τις γενετικές σου απώλειες που άφησες πίσω, τους προσανατολισμούς δυσαρέσκειας που η κοινωνία εμφύσησε μέσα σου. Το δέος των συνηθειών της να σε καθορίζει, να σε καθυποτάζει, να σε δεσμεύσει, θέλοντας σώνει και καλά να σου δώσει μία ταυτότητα βίου. Υποκατάστατες δραστηριότητες ζωής μέσα σε πεδία της ποίησης, εκτονώσεις αναγνωστικής παρηγοριάς για κάτι που σου έλλειψε και ίσως ελλείπει ακόμα. Καταφυγές αλληλοεξαρτώμενων παρορμήσεων που διοχετεύτηκαν στον Άλλον. Στον έτερο που ευελπιστούσες κάποτε να γίνει η ταυτότητά σου. Οχήματα μνήμης γεγονότων και εντυπώσεων, χαροποιών στιγμών και νευρωτικών εκδηλώσεων της νιότης παραστάσεις. Επιβραβεύσεις και απορρίψεις, συναισθήματα σκοτεινά και σκέψεις ευχάριστες, τρυφερότητα και σκληράδα, προστατευτικές εικόνες και σκοτεινές της παιδικής και εφηβικής ηλικίας αινιγματικές παραστάσεις, που το μύρο της ποίησης και της διδαχής της, ήρθε αθόρυβα και όχι χωρίς δάκρυ, το ανάλογο τίμημα να πληρώσει της ερημίας. Για σένα, με σένα.  Να αποπλύνει τα αναπόφευκτα της ψυχής και της ζωής σπλάχνα, του σώματός σου κυτταρορροές, αισθήσεων ανοιχτά παράθυρα. Συμπυκνώσεις ακουσμάτων σε καινούργιες εκδηλώσεις εμπειριών, μυστικές, μυητικές, που ο χρόνος δεν είχε καμιά σημασία, που η ηλικία ήταν γέφυρα που οδηγούσε σε μονοπάτια αμφισβήτησης. Η νέα εαυτότητά (σου) που φέρνει κοντά δυό ανθρώπινα πλάσματα με χάσμα ηλικίας μεγάλο που ξενίζει τους άλλους, τους γύρω σου, που βολεύονται στις όποιες κοινωνικές βεβαιότητές τους. Αυτούς που επαναπαύονται στα καθιερωμένα και ευτυχούντα δικαιωματικά οφέλη. Πραγμάτωση μιας καινούργιας απελεύθερης ονειροπόλησης που οδηγεί σε ναυάγιο. Έρως της Ποίησης μονομανής ή λείψανα παλαιών της ηλικίας μου φαντασιώσεις, παραμορφωμένων ελπίδων που δεν εκπληρώθηκαν; Εκ των υστέρων. Φοβερό αποθησαύρισμα της παιδικής και εφηβικής ηλικίας μας, μνήμη μελλοντική του Χθες.
        Προσπαθώ να σκαλίσω μια εικόνα του από την εμπειρία της σχέσης μου μαζί του, χωρίς να χρειαστεί να αναφέρω το όνομά του και δεν το κατορθώνω. Η θερμότητα της μνήμης δεν συμβαδίζει με την αναξιότητα της σκιαγράφησής. Τι να παραδεχτείς και τι να αποσαφηνίσεις από την γνωριμία σου με έναν δάσκαλο, αποτυγχάνεις, και δικαίως. Συνταξιοδοτείς οικειοθελώς τις εικόνες του παρελθόντος, τις μυρωδιές των καιρών που δεν λουλούδιασαν, τα ακούσματα της επικρότησης που έσβησαν πριν φτάσουν στην έξοδο. Προσιτές οι διαδρομές περιπλάνησης της γνωριμίας σου μαζί του, απρόσιτες οι εκ των υστέρων ερμηνείες των αναμνήσεών σου από τους άλλους. Έλκει την περιέργεια και συγκινεί το παρόν χωρίς αιτία. Αξόδευτο ακόμα και σήμερα παραμένει το ερώτημα της μορφής του, του πνευματικού του έργου, των αξιών του, των αισθητικών του αρχών, της παιδείας και καλλιέργειάς του, των πιστεύων του και των μεταφυσικών του απορρίψεων. Των σκοτεινών της ζωής του περιπετειών. Λόγια μαρτυρίες εκείνου και λόγια αληθείας των άλλων που τον γνώρισαν καλύτερα από σένα. Αποκρύψεις γιατί τέλειωσαν τα χρώματα του πορτραίτου, έμεινε ημιτελές κοιτώντας το από απόσταση. Διέθετε ακαδημαϊκή σοφία και λαϊκό πνεύμα, ανήσυχο χαρακτήρα. Αμερικάνικη ανεξαρτησία και μεσογειακό ερωτισμό. Ταμπεραμέντο Έλληνα. Διάβαζε τα μυστικά των λέξεων της ποίησης, έπαιζε στα δάχτυλα της αγγλικής γλώσσας τα παραδοσιακά τερτίπια. Πάλευε με τους δαίμονες των ελληνικών λέξεων, τις ερινύες της ελληνικής γλώσσας που της αφιερώθηκε και πέτυχε να την μεταφράσει σε ένα άλλο γλωσσικό σύμπαν. Να την αληθεύσει σαν άλλος γενάρχης παππούς Όμηρος. Όταν, του παρέδωσε την σκυτάλη ο Κρητικός παραμυθάς και γλωσσοπλάστης. Ο γλωσσοσυλέκτης της ελληνικής επαρχίας και ζωής του ελληνικού χθες, ο Νίκος Καζαντζάκης. Αληθινός, γνήσιος ποιητής κατέκτησε την ars poetica, πρώτα για τον εαυτό του, και αφού την χάρηκε, μας την πρόσφερε με θέρμη, την επέστρεψε στις των Ελλήνων Ποιητών Μούσες. Καλλιέργησε το κατάλληλο έδαφος για να την επιθυμήσουμε, την αγαπήσουμε. Μας την έκανε ελκυστική, την έβγαλε από την σκονισμένη πινακοθήκη της ιστορίας, τα παράδρομα ρυάκια της μοναχικής ελληνικής ντοπιολαλιάς. Μας επανέλαβε τα ξεχασμένα μηνύματα τω ηρώων της  Τους αφοσιώθηκε πρώτα εκείνος, κοινώνησε μαζί τους πρώτα εκείνος και κατόπιν μας πρόσφερε το άγιο δισκοπότηρο του ποιητικού λόγου να κοινωνήσουμε και εμείς. Ο Κίμων Φράιερ, (ο Κίμων Καλογερόπουλος γεννημένος στις 18/11/1911, από Έλληνες γονείς  στην Καλόλιμνο, ένα από τα νησιά στη θάλασσα του Μαρμαρά στην Τουρκία, αλλά από 2 ετών παιδί βρέθηκε ύστερα από τον μεγάλο διωγμό στην Αμερική) διότι περί αυτού του μύστη της Ποίησης μιλάμε, ήταν πρώτα και πάνω από όλα ο ίδιος Ποιητής. Ποιητής, όχι γιατί έγραφε ποιήματα, όχι γιατί γνώριζε να διακρίνει την ποιητική φλέβα που χτυπά μέσα σε ένα βιβλίο, μια συλλογή, στην φωνή ενός ποιητή, αλλά γιατί έζησε ο ίδιος σαν ποιητής. Ήταν ένας εστέτ της ομορφιάς της ποίησης των ανθρώπων και της αγγλοσαξονικής γλώσσας.
      Ο Φράϊερ, δεν ήταν ένα συνηθισμένο άτομο, πως θα μπορούσε άλλωστε, μετά την μαθητεία του κοντά στον Νίκο Καζαντζάκη. Ήταν ένα αξιοσημείωτο άτομο που στο πρόσωπό του συγκεφαλαιώνονταν ο αισθητισμός ενός ιρλανδού, της τυπολογίας του Oscar Wild και ο τραχύς, βίαιος και σίγουρα πρωτόγονος χαρακτήρας του έλληνα ρωμιού, Κρητικού Νίκου Καζαντζάκη. Κατόρθωσε να συγκεράσει δύο εκ διαμέτρου διαφορετικές αθωότητες ζωής. Έφερε σε επαφή την ιρλανδική ροπή προς την ηδονιστική απόλαυση ενός τιμωρημένου από τον θεό Έρωτα ποιητή, με τον ασκητικό χαρακτήρα ενός μεταβυζαντινού αχθοφόρου του σταυρού ενός ορθόδοξου έλληνα, που αναγνώρισε το φως που προέρχονταν από το χάος της αβύσσου, και, για να μην πέσει ο ίδιος μέσα, σαν πολυμήχανος έλληνας που ήταν, έφτιαχνε λέξεις, μάζευε λέξεις από όλη την ελληνική επικράτεια και παράδοση και τις πετούσε μέσα. Θέλοντας με τον τρόπο αυτόν, να ξορκίσει όχι τον θάνατο αλλά την ίδια την ζωή. Να την μεταπλάσει σε μύθο. Μια οικουμενική παραμυθία των λέξεων. Ο Καζαντζάκης, τειχίστηκε μέσα στις λέξεις. Αυτολιθοβολήθηκε για να αγιάσει. Να εξιλεωθεί από την κατάρα του Θεού που κουβαλούσε μέσα του. Ο ασκητισμός του, συνένωσε τους Πυθαγόρειους ρυθμούς ζωής με εκείνες των ακραίων μοναχών της Θηβαίδας. Υπήρξε ένας σύγχρονος μας έλληνας Γνωστικός. Ένας λησμονημένος «Παυλικιανός» που μετοίκησε στην Μεγαλόνησο, και από εκεί, έδινε τις αναφορές του στον παππού του Γκρέκο. Εκείνος μας δίδαξε και μας έδειξε την πορεία του φωτός στους πίνακές του, ο Καζαντζάκης μας έδειξε την πορεία του φάους στα έργα του. Δυό δρόμοι σκοτεινής αποκάλυψης. Δυό δρόμοι δικαίωσης μέσω της Τέχνης. Όταν ο Καζαντζάκης κατανόησε ότι δεν θα μπορούσε να παίξει τον ρόλο του αποστόλου Παύλου σε μια νέα θρησκεία των ημερών μας, σήκωσε τον σταυρό του, και οδηγήθηκε στο Κρανίο Τόπο που δεν ήταν ο λόφος του Γολγοθά αλλά η Γραφή. Οι λέξεις και η ελληνική γλώσσα. Η γλώσσα σταύρωσε τον Καζαντζάκη όχι ο ανύπαρκτος θεός του. Ο Κρητικός συνειδητοποίησε ότι τόσο οι αρχαίοι Θεοί όσο και ο μετέπειτα χριστιανός-βυζαντινός Θεός, είχαν πεθάνει, δεν έμενε παρά μόνο μια κακοφορμισμένη ανάμνησή τους, πάνω στο πηγάδι της αβύσσου. Και αυτό το φρέαρ της παλαιάς μεταφυσικής και πίστης των ανθρώπων, θέλησε να γεμίσει με λέξεις ο Καζαντζάκης, μέχρι να οικοδομήσει έναν νέο Ναό. Ένα παγκόσμιο κενοτάφιο ανθρώπινων ψυχών που βασανίζονται γιατί, προείδαν το τέλος. Ένα τέλος χωρίς συνέχεια ή που ανακυκλώνεται μέσα από σπειροειδής σπίθες ζωής και θανάτου. Οι παλαιοί Θεοί των ανθρώπων δεν πέθαναν επειδή σταυρώθηκαν από τους συντρόφους τους, ή από άλλους Θεούς, αλλά επειδή θέλησαν να ξεχωρίσουν από τους ανθρώπους. Να καθρεφτιστούν στον θάνατό τους και όχι στην στιγμιαία ζωή τους. Έκτοτε, μοιράζονται μαζί τους, και αν, μόνο την τυχαιότητά τους. Την φθαρτότητα της σωματικής τους μνήμης και των εμπειριών τους. των εκείνων έργα και ημέρες βίου.      
     Η ελληνική γλώσσα για τον Κίμωνα Φράιερ στάθηκε η νέα παλαίστρα για να χτίσει, να οικοδομήσει τον νέο του εαυτό, μετά την εγκατάστασή του, την μόνιμη, στην χώρα μας. Ο Κίμων Φράιερ πάλευε με τις ελληνικές λέξεις, προσπαθούσε να τις απεγκλωβίσει από την ανάδελφη γλωσσικά πορεία της. Ήθελε να φτερώσει την ελληνική ποίηση να την βοηθήσει να συνταξιδέψει με τα άλλα ευρωπαϊκά αποδημητικά πουλιά της ποίησης Αυτά που κουβαλούν στις πλάτες τους τα μικρότερα. Η πάλι του άρχισε αρκετά χρόνια νωρίτερα, όταν πρωτάρχισε να γνωρίσει και να μεταφράζει το ακανθώδες, πολύτροπο ναρκοπέδιο ιδεών και φιλοσοφικών ατραπών, λέξεων σχεδόν αμίλητων ακόμα και από τους γεροντότερους έλληνες της ελληνικής υπαίθρου, που είναι η «Οδύσσεια» η παλαίστρα του Νίκου Καζαντζάκη. Ένα έργο που ακόμα και σήμερα, ενώ τολμούν και υπερηφανεύονται και χαίρονται έλληνες αναγνώστες ότι έχουν διαβάσει το πολύτομο «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο» του γάλλου Μαρσέλ Προυστ στην έξοχη μετάφραση του Παύλου Ζάννα, δεν έχουν διαβάσει ούτε μια ραψωδία της Καζαντζακικής «Οδύσσειας». (όσο για την Ομηρική, ας είναι καλά τα κόμικς και οι λεζάντες τους). Οδύσσεια, ο επικός κύκλος της Ασκητικής του Κρητικού παραμυθά. Οι 33.333 μυητικοί του αναβαθμοί των ήχων και των εικόνων, των περιπετειών του δικού του «Μαγικού Αυλού». Γιατί ακόμα και αν κατανοείς την αδυναμία σου να οπλιστείς με υπομονή και επιμονή να διαβάσεις την μετάφρασή του στα αγγλικά,-αλλά επιμένεις- την «μια νέα Οδύσσεια», ακόμα και αν κατέχεις τους μυστικούς γλωσσικούς κώδικες αναφοράς της αγγλικής, τους ρυθμούς της και το σημασιολογικό σύστημα αξιών της, την δική της γλωσσική ανάπλαση και εξέλιξη μέσα στο χρόνο, ακόμα και αν είσαι περιτειχισμένος από διπλά λεξικά, ένα πράγμα κατανοείς, Ότι η μετάφραση του Φράιερ, αυτές οι μικρές μονοσύλλαβες στην πλειοψηφία τους λέξεις ο ήχος που παράγουν, οι ρυθμικές τους κραδασμοί, οι μελωδικοί παλμοί που ακούς καθώς τις απαγγέλεις δυνατά, οι εικόνες που δεν σκοτεινιάζουν από το λεκτικό καθρέφτισμά τους, σου υπενθυμίζουν ότι ο μεταφραστής της ελληνικής κακοτράχαλης γλωσσικά «Οδύσσειας», (απορίας άξιο πως δεν το  κατανοούσε αυτό ο Καζαντζάκης) δεν είναι παρά ένας σύγχρονός σου αμερικανός βάρδος, όπως ο Walt Whitman. Είχε μεταλλαχθεί ή αν θέλετε μετουσιωθεί ο λυρισμός του σε έναν επικό μέντορα της ελληνικής ποίησης. Ένας ζωγράφος της γλώσσας που με τις λάμπουσες πολύχρωμες λέξεις του ζωγραφίζει το αχανές φρέσκο του κόσμου στην εποχή του, κλασικά. Θέλω να πω με αυτό, χωρίς να είμαι υπερβολικός ότι αν αποπειραθεί ένας ευρωπαίος μεταφραστής να μεταφράσει το σύγχρονο αυτό Έπος της ελληνικής φυλής στην γλώσσα του, ένας γάλλος στα γαλλικά, ένας γερμανός στα γερμανικά ή και γοτθικά, ένας ισπανός στα ισπανικά του Θερβάντες, ή ένας ιταλός στα ιταλικά του Δάντη, όχι δηλαδή απευθείας από τα ελληνικά αλλά από την αγγλική μετάφραση-μετάπλαση του Κίμωνα Φράιερ, θα διαπιστώσει ότι είναι ένα άλλο Έπος. Ένα Έπος της αγγλικής γλώσσας που δεν ανάπλασε απλώς ένα άλλο αλλά, σύνθεσε ο πρώτος αμερικανός ποιητής μεταφραστής του. Ξανάγραψε μια «γλωσσικά νέα» Οδύσσεια, ο αμερικανός ποιητής και δάσκαλος της αγγλοσαξονικής ποίησης. Σχημάτισε ένα μυητικό του ανθρώπου σύμπαν όπως έπραξε ο Δάντης με την Θεία Κωμωδία του, γιατί έργα σαν την Οδύσσεια του Νίκου Καζαντζάκη που προήλθαν από τον παππού μας τον Όμηρο δεν είναι απλά ποιητικά έπη της ελληνικής παράδοσης αλλά, σκαλωσιές μύησης του ανθρωπίνου όντος προς το συμπαντικό φάος. Είναι ο ελληνικός τρόπος-οδός της ανεύρεσης της ανθρώπινης αυτογνωσίας, των παλαιότερων χρόνων της ελληνικής παράδοσης. Τα παγκόσμια αυτά Έπη, δεν είναι απλά καλλιτεχνικά αριστουργήματα είναι η προσπάθεια μέσα από δαιδαλώδεις αναβαθμούς ανεύρεσης της ανθρώπινης αυτοσυνειδησίας, είναι η ολοκλήρωση του μύθου της εικόνας του ανθρώπου. Το «κέρδος» της μετάφρασης στην αγγλική γλώσσα της ελληνικής Οδύσσειας του Καζαντζάκη είναι πολλαπλό. Η μετάφραση του Φράιερ κατατάσσει το έργο όχι απλά στα αριστουργήματα της παγκόσμιας γραμματείας αλλά, στα ιερά βιβλία του παγκόσμιου πολιτισμού. Δεν είναι η κολυμπήθρα των λέξεων μέσα στις οποίες βαπτιζόμαστε με την ανάγνωσή του μόνο, αλλά οι μυστικοί αναβαθμοί της μυητικής του πορείας. Δεν είναι τυχαίο νομίζω καλλιτεχνικά ότι και οι δύο μεγάλοι αυτοί ποιητές ήσαν μέλη τεκτονικών στοών. Και δεν το αναφέρω προς μομφή, το σημειώνω όπως είμαστε υπερήφανοι όταν γράφουμε ότι ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ήταν ένας πιστός ορθόδοξος χριστιανός της ελληνικής εκκλησίας, και, πολλές φορές έκοβε και έραβε τα ξένα δημοσιεύματα που μετέφραζε ανάλογα αν ταίριαζαν με το ορθόδοξο δόγμα της πίστης του, όπως είμαστε υπερήφανοι που ο ποιητής της Ρωμιοσύνης Γιάννης Ρίτσος υπήρξε φανατικός υπερασπιστής και «προπαγανδιστής» της μαρξιστικής κομμουνιστικής ιδεολογίας, όπως ο Νίκος Καρβούνης ήταν θεοσοφιστής, ο Αλεξανδρινός ομοφυλόφιλος, ο Διονύσιος Σολωμός πότης και όχι μόνο, ο Κώστας Καρυωτάκης συντηρητικός και αυτόχειρας. Για να μην μιλήσουμε για την «παιδοφιλία» πολλών σουρεαλιστών ξένων και ελλήνων ποιητών όπως το έργο τους μας δηλώνει. Θέλω να πω με τα παραπάνω ότι, οι άνθρωποι της τέχνης είναι και αυτοί άνθρωποι με πάθη και επιθυμίες ακατανόητες ίσως από εμάς τους κοινούς θνητούς. Όπως οι εθνικοί μας ήρωες, όπως οι άγιοί μας, όπως εμείς οι ίδιοι. Η ζωή των ανθρώπων, μπορεί να τυλίγεται με πέπλα μεταφυσικής ή της τέχνης παραμυθιακούς μύθους, αλλά κατά βάση της είναι πάντα γυμνή, φοβισμένη, ανυπεράσπιστη, αθώα και ένοχη μαζί. Κοινωνικά επαληθεύσιμη και συνεχώς διαψεύσιμη. Η Τέχνη και η Θρησκεία είναι τα στηρίγματα των Κοινωνιών, αντίθετα από τον άνθρωπο που φλερτάρει συνήθως με το χάος της φύσης.
Θυμάμαι τον Κίμωνα Φράιερ να μου λέει αρκετές φορές ότι ήθελε να γράψει μια σπονδυλωτή μελέτη, ένα βιβλίο που από την μία να διαβάζεται η Ομηρική Οδύσσεια και από την άλλη η Καζαντζακική παράλληλα. Μεγαλόπνοο σχέδιο που δεν επιτεύχθηκε. Να απαγγέλετε η αγγλική του μετάφραση μέσα σε εκκλησίες και τελετές μύησης.  Δυσβάδιστη αποστολή επέλεξε για τον εαυτό του, αυτός ο μικροκαμωμένος ελληνοαμερικανός, που μέχρι τα τελευταία του σε ρωτούσε τι σημαίνει αυτή η ελληνική λέξη και μιλούσε πάντα στα αγγλικά ακόμα και για προσωπικά του ζητήματα. Αφιερώθηκε σε έναν σκοπό και έγινε ο κήρυκας (ο Παύλος) των μηνυμάτων και των ιδεών και αξιών του Νίκου Καζαντζάκη. Έμεινε στην σκιά του, ακόμα και αν μεταγενέστερα καταπιάστηκε και μετέφρασε και άλλους έλληνες σημαντικούς ποιητές και ποιήτριες. Η δεσποτεία της Καζαντζακικής παρουσίας είχε χαραχθεί πάνω του με ανεξίτηλα χρώματα. Παρά τον όχι και τόσο ασκητικό βίο της ζωής του, αν τον παραλληλίσουμε με αυτόν του μέντορά του έλληνα Νίκου Καζαντζάκη. Την βαρειά σκιά του Νίκου Καζαντζάκη πάνω στον Φράιερ, θα την κατανοήσουμε αν αναλογιστούμε άλλους έλληνες πεζογράφους και συγγραφείς, όπως είναι η παρουσία του επίσης κριτικού Παντελή Πρεβελάκη. Που και αυτός σαν δημιουργός έφερε πάνω του μέχρι τέλους την βαρειά σκιά του Κρητικού συναδέλφου του και συντοπίτη του. Ελάχιστοι έλληνες μυθιστοριογράφοι και ποιητές ευτύχησαν να ρίξουν την προσωπική βαρειά τους σκιά στους μεταγενέστερους, καλλιτεχνικούς και συγγραφικούς επιγόνους. Ο γενάρχης της ελληνικής ποίησης Διονύσιος Σολωμός, η περίπτωση του Κώστα Καρυωτάκη-για άλλους λόγους-ο κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και ο Νίκος Καζαντζάκης. Ελληνικές φωνές που περισσότερο μυθοποιήθηκαν παρά απομυθοποιήθηκαν στο διάβα του ελληνικού χρόνου μέσα στην ελληνική γραμματεία. Εξαιρώ την περίπτωση του αλεξανδρινού Κωνσταντίνου Π. Καβάφη που περισσότερο μάλλον, στεκόμαστε στην ιδιαιτερότητα της ερωτικής του φωνής και ζωής. Στην μεταγενέστερη των χρόνων του γεροντική ερωτική θρηνωδία ή αναμνησιακή ερωτική σωματική επιβράβευση. Και παραβλέποντας τους καθαρευουσιάνους ως ινδάλματα μιας άλλης ποιητικής και εθνικής εποχής, ο Κωστής Παλαμάς στέκεται στο βάθρο του ως εθνικός δάσκαλος της τέχνης της ποιήσεως. Ενώ ο Άγγελος Σικελιανός λησμονιέται σαν ένα ακόμα ποιητικό προσωπείο του Γεώργιου Πλήθωνα Γεμιστού που δεν καρποφόρησε να γίνει το Πρόσωπο του Νέου Ελληνισμού. Έμεινε φυλαγμένο στις βυζαντινές εκκλησίες του Μυστρά σαν παιδαγωγίας ελληνικό μάθημα νεοκλασικών φιλοσόφων όπως ο Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος. Η δε περίπτωση της ποιητικής «μυθολογίας» του Γιάννη Ρίτσου, μπλέχτηκε μέσα στα δίχτυα της κόκκινης ιδεολογίας και δεν φανερώθηκε όσο όφειλε, το μεγαλείο της άλλης του πλευράς. Της σκοτεινής που είναι εμφανές φωτεινή. Της υπαρξιακής.
      Ο Κίμων Φράιερ, έγινε το διεθνές ηχείο του ελληνικού ποιητικού λόγου. Το μεγάφωνο που ακούστηκε η ελληνική γλώσσα στα πέρατα της οικουμένης στην εποχή του. Οι έλληνες καραβοκύρηδες και ναυτικοί, οι έλληνες μετανάστες και αυτός, σαν δάσκαλος της ποίησης και μεταφραστής λόγιος, διέδωσαν την ελληνική γλώσσα τον προηγούμενο αιώνα πέρα από τα στενά της γεωγραφικά σύνορα. Την έκαναν κοινή για τους αλλόγλωσσους και αλλόθρησκους.
     Τα κείμενα που μεταφέρω στην μνήμη του και πάλι, έχουν το καθένα τους την ταυτότητα του συγγραφέα που τα δημοσιεύει, στην εποχή τους. Δεν είναι όλα επαινετικά για τις εργασίες του ή τις μεταφράσεις του, όμως θεωρώ ότι ο σεβασμός των κριτικών προς το πρόσωπό του φαίνεται μέσα από τις χαραμάδες των κειμένων τους και ότι ο τελικός σχεδιασμός ενός συγγραφικού πορτραίτου δεν γίνεται μόνο με λαμπερά και φωτεινά χρώματα αλλά και με τα σκιερά που αφορούν πάντα το έργο του την δημιουργία του και όχι τα ντεσού της ολοκληρωμένης ή μη ζωής του.            

Συνέντευξη του Κίμωνα Φράιερ στον Θ. Ντόκο,  
στην ημερήσια εφημερίδα της ανανεωτικής αριστεράς Η ΑΥΓΗ 28/6/1981
          «Η ελληνική ποίηση είναι από τις σημαντικότερες στον κόσμο»
Ο ΚΙΜΩΝ ΦΡΑΙΕΡ, μεταφραστής και καθηγητής της νεοελληνικής ποίησης μιλάει στην ΑΥΓΗ
       «ΟΤΑΝ η δύναμη οδηγεί τον άνθρωπο στην αλαζονεία, η ποίηση του θυμίζει τα όριά του. Όταν η δύναμη στενεύει τις περιοχές των ενδιαφερόντων του, η ποίηση του θυμίζει τον πλούτο και την ποικιλία των δυνατοτήτων της ύπαρξής του. όταν η δύναμη διαφθείρει, η ποίηση εξαγνίζει, γιατί ο ποιητής θεμελιώνει τις βασικές ανθρώπινες αλήθειες που πρέπει να χρησιμεύουν σαν γνώμονας σε κάθε μας κρίση».
      Είναι λόγια του Τζων Κέννεντυ, που αναφέρει σε τηλεγράφημά του προς τον Κίμωνα Φράιερ ο Έντουαρντ Κέννεντυ και που είχε την καλοσύνη να μεταφέρει στη γλώσσα μας ο φίλος Θωμάς Στραβέλης, πού μαζί με το Νάσο Βαγενά είναι ο επίσημοι μεταφραστές του Κίμωνα Φράιερ.
     Ο Κίμων Φράιερ γεννήθηκε στο Ίμπραλε (νησί του Μαρμαρά της Τουρκίας) το 1911. Έζησε όμως από ηλικία τριών χρόνων στην Αμερική. Σπούδασε σε τέσσερα πανεπιστήμια. Δίδαξε αγγλική φιλολογία, θέατρο και αισθητική. Τα τελευταία είκοσι χρόνια δίδαξε νεοελληνική ποίηση και ιδιαίτερα Καζαντζάκη σε περισσότερα από 100 Πανεπιστήμια της Αμερικής. Ιδρυτής και διευθυντής του Κέντρου Ποίησης στη Νέα Υόρκη. Έχει μεταφράσει στα Αγγλικά την «Οδύσσεια» και την «Ασκητική» του Καζαντζάκη και ποιήματα του Ελύτη, Ρίτσου, Καβάφη, Σινόπουλου και τελευταία Σαχτούρη και Αναγνωστάκη. Επίσης έχει εκδώσει μία Ανθολογία Νεοελληνικής Ποίησης και εφέτος μια συλλογή κριτικών κειμένων με το γενικό τίτλο «Τα πρόσωπα της Μέδουσας».
     Ο Κίμων Φράιερ είναι ασφαλώς ένας από τους σημαντικότερους μεταφραστές της σύγχρονης Ελληνικής ποίησης, από τους «πρεσβευτές» της ελληνικής τέχνης στο εξωτερικό. Είναι λοιπόν από τους πιο αρμόδιους να μας απαντήσει στο πώς βλέπει την διάδοση της ποίησής μας στο εξωτερικό και στο ποια θέση κατέχει αυτή τη στιγμή στον παγκόσμιο ποιητικό χώρο. Με τη σχετική ερώτηση αρχίσαμε και τη συζήτηση μαζί του.
     «ΝΟΜΙΖΩ, απάντησε πώς η ελληνική ποίηση είναι από τις σημαντικότερες στον κόσμο. Ξέρω καλά την ευρωπαϊκή και την αμερικάνικη ποίηση και πιστεύω πως η δική μας συγκρίνεται με οποιαδήποτε ξένη ποίηση. Άλλωστε, όσοι έχουμε διαβάσει μεταφράσεις ελληνικών ποιημάτων στην Αμερική και την Αγγλία έχουν μείνει έκπληκτοι που έχουμε τόσο σπουδαία ποίηση εδώ στην Ελλάδα.. Θα έλεγε κανείς ότι δεν το περίμεναν.
      Όλοι ξέρουν την αρχαία Ελλάδα και τώρα αρχίζουν να μαθαίνουν ότι και η σύγχρονη δεν βρίσκεται καθόλου πίσω. Ωστόσο, είναι δεδομένη η ελληνική ποίηση, όχι βέβαια στο μεγάλο κοινό, αλλά στους πανεπιστημιακούς κύκλους και σ’ αυτούς που ασχολούνται ιδιαίτερα με την ποίηση. Αυτός που είναι πολύ διαδεδομένος είναι ο Καζαντζάκης. Η μετάφραση της «Οδύσσειας» π.χ. πούλησε 160.000 αντίτυπα, δηλαδή πολύ περισσότερα από τον Καβάφη, τον Σεφέρη και τον Ελύτη μαζί, που διαβάζονται επίσης».
ΕΡ. Έχετε ασχοληθεί ιδιαίτερα με την πιο νέα ποιητική γενιά. Τι νομίζετε πώς την χαρακτηρίζει;
Κ.Φ. Παρατήρησα πρωτ’ απ’ όλα ότι δεν ανήκουν σε καμιά σχολή κι έχουν πολύ επηρεαστεί απ’ την ποπ, από τα κόμικς, από τον μηχανισμό της σημερινής εποχής, απ’ την αμφισβήτηση, αλλά περισσότερο από τα πράγματα και όχι από τη στάση. Γελάνε, περιγελάνε, θα έλεγα. Χαρακτηρίζονται δηλαδή από το άγχος που είχε η προηγούμενη γενιά. Παίρνουν τα πράγματα πολύ πιο ελαφριά….
ΕΡ. Τι έχει αντικαταστήσει το άγχος;
Κ.Φ. Νομίζω το χιούμορ. Έχουν μεγαλώσει με το άγχος και δεν του δίνουν πολύ σημασία. Το περνούν σατιρικά. Το περιγελούν. Δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους να επηρεαστεί από αυτό το άγχος.
ΕΡ. Επικοινωνείτε εύκολα με τους νέους;
Κ.Φ. Πάρα πολύ. Όσοι δεν καταλαβαίνουν τους νέους σημαίνει ότι δεν κάνουν παρέα με μαζί τους δεν τους διαβάζουνε, δεν μεγαλώνουν μαζί τους ώστε ν’ αντιμετωπίσουν από κοινού τα προβλήματα που παρουσιάζονται. Εγώ αλλάζω με την κάθε γενιά και ζω στο πνεύμα τους. Ζω στο παρόν, όχι στο παρελθόν.
ΕΡ. Συζείτε όμως κάπου πενήντα χρόνια και με την ίδια την ποίηση. Με τα βιβλία. Πώς είναι μια τέτοια ζωή και τι δυσκολίες έχει μια τέτοια «συμβίωση»;
Κ.Φ. Να ένα ζήτημα για το οποίο θα μπορούσε κανείς να μιλάει ώρες. Όταν λοιπόν ήμουν νέος, για μένα η ποίηση ήταν το παν. Δεν μπορούσα να σκεφτώ μια ζωή χωρίς την ποίηση και κάτι πιο αξιόλογο απ’ την ποίηση. Με τα χρόνια έχω αλλάξει γνώμη. Νομίζω η ποίηση είναι μόνο ένα μέρος απ’ τη ζωή. Νομίζω πώς ήμουν πολύ εγωιστής να πιστεύω, ότι αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να ζήσει σωστά κανείς. Υπάρχουν άλλοι άνθρωποι: γιατροί, φυσικοί, βιοχημικοί που έχουν βρει έναν άλλο τρόπο ζωής που τώρα ζηλεύω. Θάθελα νάχα πέντε ζωές να ζήσω σαν αρχαιολόγος ή ζωγράφος κλπ. Όσο για δυσκολίες, όχι δεν αντιμετώπισα, γιατί ότι χρειάστηκε στη δουλειά μου ήθελα και τόκανα. Δεν ένιωσα ποτέ να με πιέζει κάτι. Άλλωστε έψαξα γι’ αυτό. Άρχισα σαν ζωγράφος, έγινα σκηνοθέτης θεάτρου κι η ποίηση ήρθε μετά.
ΕΡ. Ας περάσουμε τώρα σε μια γενικότερη όψη των βιωμάτων που συζητάμε. Πώς βλέπετε τη σχέση ανάμεσα στην υλική, καθημερινή ας πούμε, ζωή και αυτό που θα λέγαμε «πνευματική ζωή»;
ΚΦ. Η ζωή γενικά είναι αφάνταστα ωραία γεμάτη πάθος κι ομορφιά, αλλά συνάμα και πολύ τραγική. Τα στοιχεία αυτά στην ακραία τους προέκταση χαρακτηρίζουν και την πνευματική ζωή. Η σχέση τώρα, ανάμεσα στα δύο είναι ένα ζήτημα που σηκώνει πολύ μεγάλη συζήτηση. Αν το δούμε από ιστορική άποψη τότε θα παρατηρήσουμε ότι οι μεγάλες περίοδοι όπου παρουσιάζεται άνθιση της πνευματικής ζωής, η αναγεννησιακή πχ, περίοδος, συνόδευε μια αντίστοιχη οικονομική ανάπτυξη που είχε βέβαια επιπτώσεις και στην καθημερινή ζωή-και των ίδιων των ποιητών φυσικά. Το να κάνουμε όμως μια τέτοια γενίκευση και για την εποχή που τώρα νομίζω πως θα ήταν ιδιαίτερα παρακινδυνευμένο. Γεγονός είναι πάντως ότι κάποια σύνδεση υπάρχει, οπωσδήποτε ανάμεσα στην οικονομική ευμάρεια  και την ύπαρξη ή όχι πολιτικής καταπίεσης με την πνευματική κίνηση και την πολιτιστική ανάπτυξη.
ΕΡ. Πώς μπορεί όμως τότε να εξηγήσουμε ένα φαινόμενο που παρατηρήθηκε στην χώρα μας σε μια περίοδο, ακραίας πολιτικής καταπίεσης: της μεταξικής δηλαδή δικτατορίας. Βλέπουμε, δηλαδή, τότε, τους τρείς κατεξοχήν λυρικούς της γενιάς του 1930, τον Σαραντάρη, τον Εμπειρίκο και τον Ελύτη να ανανεώνουν  όχι μόνο το είδος του λυρισμού αλλά είναι μαζί και φορείς μιάς νέας μορφής αισιοδοξίας και πνευματικής υγείας.
Κ.Φ. Ναι, αλλά δεν πρέπει να ξεχυθούμε ότι αυτοί ήσαν λίγοι και είχαν σαν αφορμή το κίνημα του σουρεαλισμού, που συνδεόταν με μια κοινωνική φιλοσοφία (είναι γνωστές οι σχέσεις πού το κίνημα είχε για μεγάλες περιόδους με τον κομμουνισμό) μια φιλοσοφία που έδινε την αίσθηση μιάς καινούργιας ζωής, γεμάτης χαρά-πράγμα που βέβαια τους επηρέασε.
ΕΡ. Μια και μιλάμε για μια περίοδο ανανέωσης της ποίησής μας δεν θα ήταν άσκοπο ίσως να αναφερθούμε και στο σήμερα. Πιστεύετε ότι στο μέλλον μπορεί να υπάρξει έδαφος για μια παρόμοια ανανέωση; Κι αυτό υπολογίζοντας ότι στα γραπτά των πολύ νέων ποιητών μας δεν φαίνεται  να αίρεται το αδιέξοδο που δημιούργησαν οι τραυματικές εμπειρίες του πολέμου και του μεταπολέμου -κι αυτό παρ’ όλο βέβαια πού δεν τις βίωσαν οι ίδιοι.
ΚΦ. Μια πρώτη ερμηνεία θα ήταν ότι η νεότατη αυτή γενιά βρίσκεται ακόμη κάτω από την επίδραση των παλαιότερων που φυσικά έζησαν τις δύσκολες εκείνες καταστάσεις και τις έκφρασαν με το έργο τους. Όσο για το αν στο μέλλον θα υπάρξει μια τομή ανανεωτική-θα απαντούσα καταφατικά, έχοντας όμως υπόψη αυτό που αναφέραμε και προηγουμένως, τη σύνδεση δηλαδή λογοτεχνικής παραγωγής και κοινωνικής εξέλιξης.
--
     Ο Κίμων Φράιερ (που θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι είναι Αμερικανός πολίτης) δεν δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την πολιτική. Η σχετική μας ίσως ερώτηση δείχνει μάλλον να τον ξαφνιάζει. Τοποθετεί πάντως τον εαυτό του στην προοδευτική παράταξη-«σοσιαλιστής θα έλεγα», για να συμπληρώσει: «στην Αμερική δηλαδή ψηφίζω τους δημοκρατικούς και όχι τους ρεπουμπλικάνους».
Από τις συγκεκριμένες και ρητές απόψεις, πάντως, του Κίμωνα Φράιερ για την πολιτική, νομίζουμε πώς έχει μεγαλύτερη σημασία και είναι περισσότερο χαρακτηριστική μια ανάμνηση του από τη συνάντησή του, με τον Πάμπλο Νερούντα. Μια ανάμνηση που δύσκολα κρύβει και μια πικρή διαπίστωση:
     «Το 1957, όταν ήμουν στη Χιλή γνώρισα τον Νερούντα. Πέρασα δύο μέρες μαζί του και κάποια στιγμή όπως συζητούσαμε, τον ρώτησα: -Δεν νομίζεις ότι όσο περνάει ο χρόνος η Ρωσία γίνεται όλο και πιο καπιταλιστική; Ενώ από την άλλη μεριά αλλάζει και η Αμερική. Κι αν συνεχίσουν έτσι τα πράγματα, μια μέρα θα συναντηθούνε, θ’ αγκαλιαστούνε και θα φιληθούνε; Ξαφνιάστηκε ο Νερούντα, το σκέφτηκε και μου λέει: -Ίσως έχεις δίκιο. Αλλά τότε ξαφνιάστηκα εγώ, γιατί πρόσθεσε: -Και τότε αλίμονο στις μικρές χώρες.».
--
ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Η  ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΔΥΟ ΠΟΙΗΤΩΝ
Νάσος Βαγενάς, εφ. Η Καθημερινή 17/12/1981
     Διαβάζοντας την «Οδύσσεια» του Κίμωνα Φράιερ έχω την αίσθηση ότι βρίσκομαι μπροστά σ’ ένα ποίημα ανώτερο από την «Οδύσσεια» του Καζαντζάκη. Τούτο μπορεί  να φαίνεται παράδοξο για έναν Έλληνα αναγνώστη που δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί πώς κατέχει την αγγλική σε όλη την έκταση και το βάθος της. Εντούτοις είναι μια πραγματικότητα πού την αισθάνομαι από καιρό και πού θα επιχειρήσω να την εξηγήσω.
     Κανείς δεν μπορεί να πει, όσο καλά και αν ξέρει μια ξένη γλώσσα, πώς είναι σε θέση να χαρεί ένα ξένο ποίημα με τον τρόπο που χαίρεται ένα ποίημα στη μητρική του γλώσσα. Η ανάγνωση ενός ξένου ποιήματος είναι, τηρουμένων των αναλογιών, η ίδια με την ανάγνωση μιάς μετάφρασης, γιατί στο βάθος της ευαισθησίας του αναγνώστη απομένουν πάντα κάποιες αντιστάσεις της γλώσσας του, που δεν υποχωρούν στην πίεση της έκφρασης του πρωτοτύπου. Ωστόσο υπάρχουν κάποιοι παρατηρητές για την ακρίβεια κάποια ποιήματα, στα οποία οι αντιστάσεις αυτές, μολονότι δεν εξαφανίζονται, παύουν να γίνονται ουσιαστικά αισθητές, θα ‘λεγα εξουδετερώνονται. Αυτή την αίσθηση μου δίνουν κάποιες σελίδες από τον «Μαλντορόρ» του Λωτρεαμόν και ορισμένα χωρία από τα «Τέσσερα Κουαρτέτα» του Έλιοτ. Το όνομα δύο ποιητών τόσο ανόμοιων εκφραστικά και τόσο ιδιότυπων νομίζω πώς θα μπορούσε να διαλύσει κάθε υποψία ότι η εξουδετέρωση για την οποία μίλησα θα πρέπει να οφείλεται στην έλλειψη γλωσσικής ιδιαιτερότητας του ξένου ποιητή. Οφείλεται, όπως πιστεύω, στο στοιχείο που δίνει ποιητική υπόσταση στη γλώσσα-εννοώ τον ρυθμό. Υπάρχει ένα στοιχείο της ποιητικής επικοινωνίας που, μολονότι φαινομενικά αναπόσπαστο από τη γλώσσα (αφού είναι εκείνο που κινεί ποιητικά τη γλώσσα), κάποτε αποκόβεται από αυτήν, την αφήνει πίσω του και προχωρεί μόνο του, χωρίς τούτο να σημαίνει τη διακοπή της επικοινωνίας μας με το ποίημα. Πώς συμβαίνει αυτό, είναι δύσκολο να το εξηγήσει κανείς. Η πιθανότερη ερμηνεία είναι ότι, σε τελευταία ανάλυση ο ρυθμός ενός ποιήματος δεν είναι πάντοτε συνυφασμένος με το νόημα των λέξεων, ότι υπάρχουν στιγμές πού η κίνηση των λέξεων είναι το μόνο σημαντικό όταν διαβάζουμε ένα ποίημα, και ότι στην περίπτωση της ανάγνωσης ξένων ποιημάτων ο ρυθμός είναι κάποτε ικανός να κάμψει την αντίσταση των γλωσσικών φραγμάτων.
      Αυτός είναι, πιστεύω, ο λόγος πού όταν διαβάζω την «Οδύσσεια» του Φράιερ αισθάνομαι ότι διαβάζω ένα πρωτότυπο ποίημα. Αυτός είναι και ο λόγος που όταν διαβάζω την «Οδύσσεια» του Καζαντζάκη αισθάνομαι εκείνο που νιώθω όταν διαβάζω μιά μετάφραση. Η γλώσσα για να είναι πραγματικά ποιητική πρέπει να διαθέτει έναν επαρκή βαθμό προφορικότητας, μιάν ικανοποιητική ποσότητα φυσικής ανάσας. Όταν απομακρύνεται περισσότερο απ’ ό,τι θα έπρεπε από τις περιοχές της σύγχρονης ομιλίας, τείνει ν’ απολιθωθεί ή να καταλήξει σε έκφραση τεχνητή. Η έκφραση της «Οδύσσειας» του Καζαντζάκη είναι τεχνητή έκφραση. Ο βαθμός της τεχνητότητάς της δημιουργεί γλωσσικές αντιστάσεις ανάλογες με τις αντιστάσεις των ξένων ποιημάτων, οι οποίες συχνά μ’ εμποδίζουν ν’ ακολουθήσω το ρυθμό της. Ο λόγος για τον οποίο διαβάζω την «Οδύσσεια» του Φράιερ ως πρωτότυπο, είναι ότι ο ρυθμός της είναι, τόσο συναρπαστικός, που με υψώνει και με περνά πάνω από τις τάφρους της ξένης γλώσσας. Δεν έχει σημασία αν αυτό θα μπορούσε να οφείλεται στο γεγονός ότι η γνώση μου της αγγλικής δεν μου επιτρέπει να αισθανθώ την τεχνητότητά της, αν αυτή υπάρχει. (Η δύναμη της ποίησης στηρίζεται κατά ένα μέγα μέρος στις παρανοήσεις όσο περισσότερο προσφέρεται  σε παρανοήσεις, τόσο υψηλότερη είναι η ποιότητα ενός ποιήματος). Και είμαι βέβαιος ότι η αιτία που ο ρυθμός της «Οδύσσειας» του Φράιερ είναι τόσο ποιητικός, είναι ότι ο δημιουργός της χάρη στην όχι τέλεια γνώση του της ελληνικής δεν αισθάνθηκε την τεχνητότητα της «Οδύσσειας» του Καζαντζάκη. Ότι δηλαδή αισθάνθηκε διαβάζοντας το ποίημα του Καζαντζάκη αυτό που αισθάνομαι εγώ διαβάζοντας το δικό του ποίημα.
     Ο ποιητής ως αναγνώστης διαφέρει από τον κοινό αναγνώστη κατά τούτο: ότι διαβάζοντας το ποίημα ενός άλλου διαβάζει περισσότερο τον εαυτό του. Ο Φράιερ δε θα μπορούσε να είχε γράψει  την «Οδύσσεια» αν δεν ήταν ποιητής (ήταν με την «Οδύσσεια» που έγινε ποιητής). Ούτε θα μπορούσε να την είχε γράψει αν δεν τύχαινε να τη διαβάσει την εποχή που τη διάβασε. Οι λίγοι στίχοι που είχε δημοσιεύσει πρίν από αυτήν δείχνουν τον αγώνα, ενός νέου ποιητή ν’ ανακαλύψει τη φωνή του μέσα από φωνές ποιητών πού λίγο του ταιριάζουν. Το ποίημα του Καζαντζάκη ήταν ο καταλύτης της ευαισθησίας του, πού όρισε την ποιητική του μοίρα. Να ήταν άραγε συμπτωματικό ότι αυτός ο Αμερικανός ανακάλυψε το ποιητικό του πρόσωπο μέσα από την περιπλάνηση σε μιά ξένη γλώσσα; Ίσως δεν είναι χωρίς σημασία ότι το ποίημα αυτό λέγεται «Οδύσσεια».
     Υπάρχουν έργα που εξαντλούν μέχρι τρυγός την ευαισθησία του δημιουργού τους, έργα έπειτα από τα οποία ο ποιητής δεν έχει τίποτε άλλο να προσθέσει. Η «Οδύσσεια» είναι ένα τέτοιο έργο. Αυτός είναι, πιστεύω, ο λόγος που έπειτα από αυτήν ο Φράιερ δεν έγραψε άλλο ποίημα.
ΝΑΣΟΣ ΒΑΓΕΝΑΣ
--  
ΜΝΉΜΗ ΚΙΜΩΝΑ ΦΡΑΙΕΡ 1911-1993
                        Χαιρετισμός στον Γιώργο Μπαλούρδο
          Ένα κείμενο ευγνωμοσύνης
Βρασίδας Καραλής,  περιοδικό  Διαβάζω  τχ. 440/5, 2003,  σ. 36-43.
       Πέρασαν κιόλας δέκα χρόνια από το θάνατο του Κίμωνα Φράιερ και κανείς δεν θυμήθηκε αυτή τη μεγάλη απώλεια για τα ελληνικά γράμματα. Στο μεταξύ, το εύρος και το μέγεθος της συνολικής του προσφοράς φαίνεται να μην έχει αξιολογηθεί ούτε από ιστορική ούτε από αισθητική άποψη. Είμαι από εκείνος που πιστεύουν βαθύτατα στη μεγάλη προσφορά του Φράιερ ως του σημαντικότερου πρεσβευτή των ελληνικών γραμμάτων μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και του ανθρώπου που λειτούργησε ως γέφυρα με τη σύγχρονη λογοτεχνική κίνηση των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης για να εξασφαλίσει τελικά μια θέση στο διεθνές στερέωμα για τα ελληνικά γράμματα.
     Πιστεύω μάλιστα ότι σε αυτόν, όπως και σε μιά σειρά επιφανών μεταφραστών συνοδοιπόρων του, όπως τον Peter Bien, τον  Philip Sherrard, τον Edmund Keely και κάποιους άλλους, χρωστάμε τη διάνοιξη της λογοτεχνικής μας παράδοσης στις προσκλήσεις του παγκόσμιου πολιτισμού. Χάρη σε αυτούς πήραμε μέρος στις διαπραγματεύσεις για τη νεωτερικότητα και για τη λογοτεχνική της έκφραση, γίναμε μέρος της νεωτερικότητας, σε μικρό αλλά τέλος πάντων σε κάποιο βαθμό, στις επόμενες συζητήσεις για τη σημερινή κατάσταση του ανθρώπου.
     Συνάντησα τον Κίμωνα τον Απρίλιο του 1987, όταν ζούσε ακόμα στο δρόμο των ποιητών της δεκαετίας του ’50, την οδό Καλλιδρομίου, στα Εξάρχεια. Ανάμεσά μας γεννήθηκε αμέσως μια βαθιά συμπάθεια, που ξεκινούσε για μένα από το δέος που γεννούσε μέσα μου για την πνευματώδη σοφία του και για εκείνον από το γεγονός ότι γνώριζα λέξεις που δεν υπήρχαν σε κανένα λεξικό. «Μά πώς ξέρεις τι σημαίνουν;» απορούσε. «Ρωτάω τη γιαγιά μου», απαντούσα κάτω από τα τρανταχτά γέλια του. Μετέφραζε τότε τις «Τερτσίνες» του Νίκου Καζαντζάκη, σε ιαμβικό πεντάμετρο, κι έτσι περάσαμε μήνες πολλούς συζητώντας για λέξεις και έννοιες που δεν καταλάβαινε καλά. «Αυτή είναι η μεγάλη ποίηση» μου έλεγε. «Αυτή που κάνει τον αναγνώστη να αισθάνεται λειψός».
Το διαμέρισμά του ήταν γεμάτο βιβλία, που δεν ήθελε ποτέ να αποχωριστεί. Όταν μετακόμισε στο Χαλάνδρι, τα κοιτούσε ένα-ένα (ήταν ήδη πάνω από εβδομήντα) και έλεγε «Πόλεμος και Ειρήνη, αυτό πρέπει να το ξαναδιαβάσω του χρόνου. Αναζητώντας το χαμένο χρόνο, αυτό πρέπει να το τελειώσω κάποτε, Shakespeare, αυτό το βιβλίο, ακόμα και αν δεν το διαβάζεις , σου μιλάει πάνω στο ράφι, δεν μπορώ να το αποχωριστώ… Βίβλος, αυτό μπορεί να φύγει, δεν κατόρθωσα άλλωστε να το διαβάσω ποτέ. «Μά πότε θα ξαναδιαβάσεις τον Τολστόι;» ρωτούσα μέσα από τη νεανική μου βιασύνη. «Μα σύντομα», απαντούσε. «Ο Τολστόι δεν μπορεί να περιμένει για πολύ».
Συχνές ήταν οι συζητήσεις μας για ποιητές και για ποιό λόγο μετέφραζε Καζαντζάκη. «Μα πώς μπορεί», του έλεγα, «να μεταφράζεις Καζαντζάκη και Βαρβιτσιώτη;». Και τότε ο Κίμων απαντούσε με την πιό μειλίχια απραξία και τον πιο όμορφο αγγλισμό του: «Δεν έχει να κάνει… ο ένας λέει διαφορετικά πράγματα από τον άλλο! Η λογοτεχνία είναι μια ασκητική πάνω στην ανθρώπινη διαφορά!».
«Όταν ήρθα στην Ελλάδα», μου έλεγε, «μαζί με τον James Merill το 1945 και μετά το 1949, συναντήθηκα πρώτα με τους «περιοχίτες», τον Καραντώνη, τον Κατσίμπαλη, τον Σεφέρη, τον Γκάτσο! Όλοι μου έλεγαν τι κακός συγγραφέας και ποιητής που ήταν ο Καζαντζάκης. Μου έλεγαν να μην χάνω τον καιρό μου. Αλλά έπεσα πάνω στην Οδύσσεια, και μόλις άρχισα να διαβάζω την πρώτη ραψωδία, είπα στον εαυτό μου ότι αυτό ήταν ένα μεγάλο ποίημα, ένα ποίημα που μπορούσε να μου δώσει ένα σκελετό γύρω από τον οποίο να σωματώσω τη δική μου δημιουργικότητα. Ξέρεις», μου είπε κάποια αποκαλυπτική στιγμή χαμηλώνοντας τη φωνή του, «ως καλλιτέχνης έχω ένα μυστικό: ήμουνα πάντα στείρος, έπρεπε κάποιος άλλος να μου δώσει μια φόρμα για να μπορέσω να ξανοιχτώ και να πετάξω. Αυτό έκανε και ο Καζαντζάκης για μένα. Μου έδειξε τη χώρα της φαντασίας όπου έπρεπε εγώ να χτίσω το σπίτι μου. Αυτό το σπίτι υπήρξαν οι μεταφράσεις μου».
Μια τέτοια ειλικρίνεια δεν είναι απλώς αφοπλιστική’ ήταν ένα μάθημα ήθους και παιδείας. Άκουγα με έκπληξη αυτά τα τόσο στοχαστικά λόγια της προσωπικής του θητείας στο υπέρτατο κείμενο του ελληνικού 20ου αιώνα. «Ο Καζαντζάκης», συνέχιζε, «όταν τον συνάντησα, είχε την απλότητα ενός ανθρώπου που είχε ζήσει όλες τις περιπλοκότητες της ζωής. Κάθε λόγος του ήταν σαν τους δείχτες ενός ρολογιού που για να δείξει την ώρα έχει πίσω τους περίπλοκους μηχανισμούς. Αυτό μου άρεσε στον Καζαντζάκη’ ότι δε σε άφηνε ποτέ σε λίμπο. Δεν ψαχνόταν πια, δεν την έψαχνε, όπως λέει η γενιά σου. Είχε ζήσει και μάθει και μου έλεγε αυτή τη κουβέντα που δεν έχω ξεχάσει ποτέ μέχρι σήμερα: Να παίρνεις από τον άλλο αυτό που θέλει να σου δώσει’ και από κάθε ποίημα αυτό που δεν μπορεί να κρύψει. Διαφάνεια, αυτή είναι η αποστολή της τέχνης».
Κοντά στον Κίμωνα μαθήτευσαν πολλοί άνθρωποι, ακόμα και όσοι τον απαρνήθηκαν αργότερα για διάφορους λόγους (κυρίως κοινωνικής προβολής και φοβίας για να μην τους βγει το όνομα, κατά το κοινώς λεγόμενον. Όμως ο Κίμωνας ήταν και παραμένει ένα παιδί της Νέας Υόρκης, ένας κοσμοπολίτης μοντερνιστής, γεμάτος περιέργεια, ερωτισμό και κατακτητικότητα. Ήταν ένα άτομο γεμάτο από την αγωνία των μεταναστών να γίνουν αποδεκτοί, γεμάτο από την ηδυπάθεια ενός πουριτανού επικούρειου που έπρεπε να αποφεύγει τη δημόσια κριτική, γεμάτος από τη μανία του δημιουργού που κάποια στιγμή κατανόησε ότι δεν ήταν η προμηθεϊκή μεγαλοφυϊα, όπως πιστεύει κάθε ρομαντική νεότης. Κυριαρχική πάνω του η μορφή του πατέρα του. Μου έδειχνε συχνά τη φωτογραφία του- μια φορά με τούρκικό φέσι, μιας και υπηρετούσε στην οθωμανική αστυνομία στις αρχές του 20ου αιώνα.
«Με έδενε και με χτυπούσε», μου είπε κάποτε. «Μια φορά, όταν είχαμε πρωτοπάει στη Νέα Υόρκη, με κλείδωσε μέσα στην ντουλάπα για δυο μέρες. Εκεί ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με τη μαγεία και τον τρόμο του σκοταδιού, σαν μια προσέγγιση του θανάτου. Από τότε φοβάμαι το θάνατο. Γιατί αυτό το μυαλό που έχει πλαστεί  από τόσες εντυπώσεις και εικόνες, ξάφνου θα το φάνε οι κατσαρίδες. Κοίταξε τα έχω πάνω στο γραφείο μου’ το κρανίο ενός ανθρώπου. Ξέρω τα πάντα γι’ αυτόν, την οικογένειά του, τη ζωή του και πώς πέθανε μόνος στα περίχωρα της Αθήνας. Από τότε αισθάνομαι σαν τον Άμλετ’ σε μόνιμη παράλυση εμπρός από τις άδειες κόγχες ενός κρανίου. Υποθέτω ότι είμαι ένας ουμανιστής του 16ου αιώνα, ένας αναγεννησιακός Έρασμος, που, όπως τον κατηγόρησε ο Λούθηρος, στέκεται πάνω στο τίποτα’ έχω καταντήσει να μην πιστεύω ούτε στην οξύτητα του σκεπτικισμού μου».
Κάθε μέρα με τον Κίμωνα ήταν μια νέα αποκάλυψη’ για τις σχέσεις του με τους Αμερικανούς και Έλληνες διανοούμενους ηθοποιούς και καλλιτέχνες. Θυμόταν πάντα ένα φιλί που του είχε δώσει κλεφτά ο Montgomery Clift σε ένα πάρτι στη Νέα Υόρκη, μια συνάντηση με την Djuna Branes, μια συζήτηση με τον Gore Vital (ο οποίος μιλάει με ειρωνεία και δέος για τον Κίμωνα στην αυτοβιογραφία του), με ποιητές εραστές του και τα ποιήματα που του είχαν αφιερώσει, πολιτικές συζητήσεις με τον πρόεδρο Kennedy, τον Martin Luther King. Μιλούσε σχεδόν με αυταρέσκεια γι’ αυτά και με μεγάλη αγάπη για τις Ηνωμένες Πολιτείες.
«Εμείς οι  Αμερικανοί φτιάχνουμε το μέλλον», έλεγε. «Στην Ελλάδα μας βλέπετε με περιφρόνηση και με επιφυλακτικότηα, γιατί δεν έχετε γνωρίσει τι σημαίνει να προσπαθείς να ξαναφτιάξεις τα πάντα από το μηδέν. Εμείς οι Αμερικανοί είμαστε μετανάστες’ φύγαμε από το μηδέν και πήγαμε στο πουθενά, χωρίς να ξέρουμε τη γλώσσα, τα έθιμα, τον τόπο. Για τούτο και δεν παγιδευτήκαμε από το τοπίο, την παράδοση, την θρησκεία. Είμαστε μόνοι μπροστά σε μια εχθρική φύση, μια φύση γεμάτη αίμα και φόνο’ κι εμείς σαν όψιμοι μετανάστες είμαστε ανυπεράσπιστοι μπροστά σε έναν πολιτισμό, τον αγγλοσαξονικό, που μας ξεπερνούσε. Δεν το ρίξαμε όμως στα τραγούδια για τους προγόνους μας, όπως οι Έλληνες, που θεωρούν την Ακρόπολη το άλλοθι της δικής τους απραξίας. Είδαμε στην γέφυρα του Μανχάταν το ρυθμό μιάς νέας σχέσης με τον κόσμο, μιας νέας θρησκευτικής διαθήκης με τη φύση, όπως μας τη δίδαξε ο Walt Whitman. Για τούτο και δε μου άρεσαν πολύ οι ποιητές του ’30, δεν είχαν φόβο μέσα τους, δεν αισθάνθηκαν ανασφαλείς. Εγώ τόσο ως μετανάστης όσο και ως ομοφυλόφιλος αισθάνθηκα τον τρόμο της ανασφάλειας, σαν αφορμή δημιουργίας».
Ήταν αναμφίβολα ένας πολύ ερωτικός άνθρωπος. Μου έλεγε και ταυτόχρονα μου έδειχνε χιλιάδες φωτογραφίες εραστών του απ’ όλα τα μέρη της Γης. Για τον τρόπο που πήρε την παρθενία ενός καθολικού καλόγερου στην Παταγονία της Χιλής, σε ένα παγωμένο μοναστήρι. «Μην ξεχνάς», μου έλεγε, «ότι το πατρικό μου όνομα είναι Καλογερόπουλος και θα ήθελα να ξέρω τι σημαίνει να είναι κάποιος «καλόγερος» Για ένα διάσημο πολιτικό της νεοελληνικής ιστορίας, που είχε τόσα hang-ups που «αισθάνθηκα λύπη γι’ αυτόν στο τέλος». Για ένα μεγάλο και αυτοδιαφημιζόμενο ετεροφυλόφιλο ποιητή της Αγγλίας που «ήταν χειρότερος από τη Μεσσαλίνα στο κρεβάτι» Για κάποιον, νεαρό τότε, νεοέλληνα συγγραφέα, που «για να του μεταφράσω τα ποιήματα στα αγγλικά μου πρόσφερε αφειδώς τις ερωτικές του υπηρεσίες». Όλα αυτά ήθελε, όπως μου έλεγε, να τα καταγράψει στην αυτοβιογραφία του, της οποίας μου διάβασε και ορισμένα κεφάλαια. Ένα από αυτά επιγραφόταν «Τα δεκατέσσερα κουμπιά» και αφορούσε τον αριθμό κουμπιών της στολής των χωροφυλάκων της δεκαετίας του ’50 στην Ελλάδα. «Μέκκα», φώναζε γελώντας, «η Ελλάδα τότε για έρωτα’ και πρώτοι και καλύτεροι οι στρατιώτες, οι ναυτικοί, οι αστυνομικοί και οι ποδοσφαιριστές.».  Πού να έχουν χαθεί άραγε αυτά τα χειρόγραφα; Θα αποτελούσαν μνημεία αυθεντικότητας σε μια κοινωνία που δεν έχει μάθει ποτέ να λέει τα πράγματα με το όνομά τους.
Αλλά φυσικά ο Κίμωνας δεν θα μείνει στην ιστορία για τα ερωτικά του, αν και σε αυτές του τις περιπέτειες πολλοί συγγραφείς οφείλουν τις διεθνείς καριέρες τους. Θα μείνει για τις μεταφράσεις του, τα κριτικά του κείμενα, την εικαστική του παιδαγωγία. Είμαστε εντελώς αχάριστοι και μισαλλόδοξοι, δεν αναγνωρίζουμε, ή θέλουμε να ξεχνάμε, ότι χάρη στις μεταφράσεις του Κίμωνα, η διεθνής επικοινωνία της νεοελληνικής καλλιτεχνικής παραγωγής και ότι χωρίς αυτόν η νεοελληνική τέχνη θα είχε παραμείνει ένα βαλκανικό φαινόμενο, επαρχιακού και συνοικιακού ενδιαφέροντος. Είναι επίσης ενοχλητικό να ακούει κάποιος πανεπιστημιακούς καθηγητάδες που το έπαιζαν πάντοτε εκ του ασφαλούς, με τεράστια εκδοτικά συγκροτήματα να τους υποστηρίζουν, να επικρίνουν τις μεταφράσεις του Κίμωνα (πλαστικές τις αποκάλεσε γνωστός πρωταθλητής της πνευματικής αφορίας), χωρίς μάλιστα να έχουν ιδέα της αγγλικής ή να έχουν ασκηθεί σε μεταφραστικές απόπειρες τέτοιου μεγέθους, αρχίζοντας μάλιστα από το  μηδέν, χωρίς χρήματα, χωρίς βοήθεια και χωρίς ηθική ενθάρρυνση. Είναι επίσης ενοχλητικό να ακούς ποιητές που ευεργετήθηκαν από τον Κίμωνα να ψέγουν τις μεταφράσεις του-αγγλοαμερικάνικα αποκαλούσε υποτιμητικά την αγγλική Οδύσσεια ποιήτρια του ημί και του δήθεν, χωρίς να σκύψει πάνω από το μεταφρασμένο κείμενο για να μελετήσει την πολυτυπική ιδιόλεκτο που εισηγήθηκε εκεί ο Κίμωνας και την αισθητική της λειτουργικότητα. Οτιδήποτε μετέφραζε ο Κίμωνας τον μεταμόρφωνε ως άνθρωπο. Ο ίδιος ήταν από την ίδια φύση με τον Πρωτέα: έπαιρνε τη φωνή και τη μορφή κάθε συγγραφέα που μετέφραζε. Είναι άλλωστε ενδεικτικό ότι θα αποκαλούσε την αυτοβιογραφία του Οδό Χαμαιλέοντος, μια μεταφορά που πίστευε ότι του ταίριαζε και ότι τελικώς εξέφραζε τη δική του καλλιτεχνική πράξη. Κάποτε μου είχε εμπιστευτεί ότι για να μην βγαίνει από το σπίτι, ο πατέρας του τον είχε δέσει με ένα σχοινί και μπορούσε μόνο να κινείται γύρω από απόσταση πέντε μέτρων. «Από τότε με έπιασε το μένος της δημιουργίας», είπε. «Έπρεπε να σπάσω τα σύνορα αυτά, να νιώσω αυτά που γίνονται έξω από το στενό μου κύκλο’ και για τούτο έπρεπε να πετάξω. Δεν είμαι από εκείνους που σκάβουν’ είμαι από εκείνους που πετούν. Έτσι πιστεύω ότι χωρίζονται οι δημιουργοί’ σε εκείνους που καταδύονται και σε εκείνους που υπερίπτανται’ ο Καζαντζάκης είχε πετύχει μια θαυμάσια ισορροπία ανάμεσα στο κάτω και το πάνω. Εγώ», συνέχιζε, «είμαι του νέου κόσμου, για τούτο και πρέπει να πετάω, να αντικρίζω την πολυχρωμία της ζωής από πάνω, σαν ένας ζωγράφος, σαν μια φωτογραφική μηχανή. Να βλέπω όλο το σύμπαν σαν μια εικόνα και μια ατελεύτητη μεταφορά».
Οι συζητήσεις μας γίνονταν κυρίως στα αγγλικά’ ο Κίμων γυρνούσε στα ελληνικά μόνο για ζητήματα της καθημερινότητας. Τα αγγλικά ήταν η γλώσσα της καλλιτεχνικής πράξης και του προβληματισμού γύρω από αυτήν. «Δεν μπορώ να καταλάβω τι βρίσκετε εσείς οι Έλληνες στον Σολωμό», μου έλεγε κάποτε. «Είναι γεμάτος κοινοτοπίες του ρομαντισμού και χωρίς καθόλου φαντασία. Δεν μπόρεσα ποτέ να παρακολουθήσω τον Παλαμά’ επίσης’ τον έβρισκα πάντα πολύ πεζολογικό. Ο Καβάφης είναι ο μόνος που μετράει, πριν από τους ποιητές του ’50. Έχει όραμα και αυτό επιβάλλεται. Μπορείς ακόμα να νιώσεις το φόβο του γι’ αυτό που έγραφε’ οι σιωπές και τα χάσματα στους στίχους του καταγράφουν το ρυθμό του φόβου που αισθανόταν να τον διαπερνά κάθε φορά που έφερνε τον ιδιωτικό του κόσμο στη δημόσια προσοχή. Έτσι αισθανόμουν πάντοτε κι εγώ. Για τούτο πιστεύω ότι ο καλλιτέχνης θα πρέπει να μιλάει μέσα από έναν καθρέφτη’ γιατί τα πράγματα τα ίδια είναι τα μάτια της μέδουσας, που θα σε απολιθώσουν αν δε μεσολαβεί κάτι μεταξύ σας. Αυτά τα έχω αναλύσει στο δοκίμιό μου για τα μάτια της μέδουσας».
Εδώ βρίσκεται η οφειλή του Κίμωνα στον αισθητισμό της νεότητάς του και τη Νέα Υόρκη του υψηλού μοντερνισμού κατά τις δεκαετίες ’30 και ’40. Ο συγγραφέας πρέπει να χάνεται πίσω από το έργο του, να νιώθουμε την πνοή του αλλά ο ίδιος να μην φαίνεται πουθενά’ να έχει το βλέμμα μιας φωτογραφικής κάμερας, τα μάτια μιας κρυφής παρουσίας. Αυτή ήταν επιγραμματικά η ποιητική του Κίμωνα’ πέρα από την έντονη προσωπικότητά του και τη φλεγόμενη ιδιοσυγκρασία του υπήρχε αυτός ο φόβος της αποκάλυψης και της εμφάνισης-εννοώ με την έννοια της φωτογραφίας: το αρνητικό να αντιστραφεί και να φανεί καθαρά το πρόσωπο. Όλη η καλλιτεχνική προσφορά του υπήρξε μια σειρά προσωπείων που τελικά γίνονταν το πρόσωπό του, μια ιδέα που τη δανείστηκε από τη μεγάλη του αγάπη, τον William Butler Yeats. Ταυτόχρονα όμως ήθελε η παρουσία του δημιουργού να περιίπταται σαν μια άυλη αύρα γύρω από το κείμενο, να δηλώνεται από τις μουσικές συμμετρίες των φθόγγων, από την κρυφή αρμονία των αναλογιών που θέσπιζε ασυνείδητα το μέτρο και η υπονοητική ομοιοκαταληξία. Για τον Κίμωνα οι Άγγλοι ποιητές,
όπως ο John Milton, ο αγαπημένος του John Keats και φυσικά ο Yeats ήταν οι κορυφαίοι δημιουργοί αυτής της μουσικής φαντασίας που ξεπερνούσε κατά πολύ την πολύ τετριμμένη γλώσσα του Eliot, όπως έλεγε ή την επίπλαστη ρυθμική του Dylan Thomas. «Δυστυχώς ο Eliot είναι η κυρίαρχη παράδοση σήμερα». Μου είπε κάποτε, «κι εγώ πρέπει να τη δαμάσω για να κερδίσω την αποδοχή για να γίνω προσιτός. Στο βάθος όμως γνωρίζω ότι η παράδοση είναι αυτοί που έρχονται μετά από σένα’ οι αλλαγές που έχεις φέρει εσύ στη λογοτεχνία και που φαίνεται καθαρά μόνο μετά το θάνατό σου».
Ο Κίμων θαύμαζε και εγκωμίαζε την τεχνητότητα ως αναγκαίο συστατικό του καλλιτεχνικού έργου. «Όσο πιο απομακρυσμένο είναι ένα έργο από την καθημερινή γλώσσα και λαλιά τόσο πιο καλλιτεχνικό είναι, γιατί η προσωπικότητα του συγγραφέα δε δηλώνεται πλέον μέσα από μια ιδεολογία ή φιλοσοφία αλλά μέσα από τη μορφή του έργου τέχνης, ως παρέμβαση στην εξέλιξη της γλώσσας. Γι’ αυτό μου άρεσε», έλεγε, «ο δεκαεφτασύλλαβος του Καζαντζάκη: γιατί είναι τόσο τεχνητός, τόσο ιδιόρρυθμος, τόσο υπερήφανος. Τα υπόλοιπα είναι όλα αντίτυπα του καθημερινού λόγου’ αυτό είναι ένα πρωτότυπο για τον εαυτό του». Μέσα από αυτήν την προοπτική μπορούμε να δούμε τη δική του μεταφραστική και καλλιτεχνική προσπάθεια: τα διάσπαρτα ποιήματά του, γεμάτα από ηδυπαθή συμβολισμό, τα εικαστικά του μελετήματα, εμπνευσμένα από την μοντερνιστική αισθητική της Νέας Υόρκης, το χορικό του άσμα Η Γένεσις, τόσο πρόχειρα γυρισμένο στα ελληνικά από τον Νίκο Καζαντζάκη, αλλά που δείχνει την απώτερη ποιότητα της καλλιτεχνικής του προσπάθειας, τη δραματουργική φαντασία.
Και τι βέβαια θα μπορούσε να ειπωθεί για τις μεταφράσεις του από το έργο του Σαχτούρη, του Σινόπουλου, του Ελύτη και τόσων άλλων σύγχρονών του ποιητών. Η μετάφραση κάποιων ποιημάτων του Ελύτη, ιδιαίτερα του Μονογράμματος και του Ήλιου του Ηλιάτορα  αποτελούν αυθεντικές αισθητικές επιτεύξεις πρώτου μεγέθους στην αγγλική παράδοση και δείχνουν το ακριβές εκτόπισμα του εν λόγω ποιητή. Οι αγγλικές ομοιοκαταληξίες του Φράιερ δίνουν απίστευτη φρεσκάδα και αιφνιδιαστική πολυσημία στα λεκτικά παιχνιδίσματα και τα απροσδόκητα τσακίσματα του πρωτοτύπου.
     Με την μετάφραση του Μονογράμματος ο Κίμων εξωτερίκευσε όλο τον παγωμένο λυρισμό του, όλη την απωθημένη ευάλωτη αισθηματικότητα και δημιούργησε όχι μόνο ένα οργανικό τέλειο αγγλικό ποίημα, αλλά ένα νέο κυματισμό ερωτικού λόγου στα αγγλικά . Το ίδιο συνέβη και με τις εκπληκτικές μεταγλωττίσεις του των Ερωτικών και γενικότερα των μικρών ποιημάτων του Γιάννη Ρίτσου, όπου φαίνεται να βρήκε η δική του ερωτική και ποιητική ταυτότητα ένα ασφαλές καταφύγιο και ένα αίσθημα συγγένειας.
Δε θα υπήρχε αρκετός χώρος εδώ για να μιλήσω για τις μεταφράσεις της Οδύσσειας, της Ασκητικής, του Βούδα, και των ανέκδοτων Τερτσίνων. Πρόκειται για ασύγκριτα επιτεύγματα, το καθένα διαφορετικό στο ξεχωριστό του είδος. Ειδικά, η μετάφραση της Ασκητικής έχει δημιουργήσει νέο θεολογικό και πολιτισμικό κεφάλαιο στις σύγχρονες επιστήμες του ανθρώπου, όπου η φωνή του Καζαντζάκη, τόσο άγρια και αδούλευτη, για τούτο οντολογικά πρωτογονική, δαμασμένη από την τονική μειλιχιότητα της τέχνης του Φράιερ, έχει μετατοπιστεί σε ένα επίπεδο εσωτερικού διαλόγου με τον ιδανικό εαυτό κάθε αναγνώστη. Στην Οδύσσεια επίσης, η επική και μακρόπνοη αφηγηματική μεγαλόνοια του Καζαντζάκη έχει θρυμματιστεί σε δραματική και λυρική και φιλική ιδιόλεκτο έντεχνων αποχρώσεων από τον Φράιερ, γεγονός που έχει κάνει το αγγλικό έργο πιο ευανάγνωστο, αν και όχι αναγκαστικά καλύτερο από το πρωτότυπο.
«Είναι ένα καινούργιο έργο», μου έλεγε συχνά. «Ο Καζαντζάκης ήταν μεγάλος αλλά εγώ, ένας νάνος πάνω στους ώμους του, για να χρησιμοποιήσω την παλιά εικόνα, μπορούσα να δω μακρύτερα. Εκείνος έβλεπε με δύναμη και μεγαλείο ολόκληρη την εικόνα, αλλά εγώ έβλεπα καθαρότερα και από μέσα τις λεπτομέρειές της». Το ίδιο υα μπορούσε να ειπωθεί για τη μετάφραση του Βούδα, σε συνεργασία με την  Athena Dallas-Damis, έργο απίστευτης διαφάνειας και γλωσσικής ευφορίας στη νέα του γλώσσα. Έχοντας διαβάσει αμέτρητες φορές το πρωτότυπο, έχεις την εντύπωση ότι ο Φράιερ μετεγκλιμάτισε δημιουργικά στην αγγλική τον αισθητικό αιφνιδιασμό που αισθάνεται οποιοσδήποτε καλοπροαίρετος αναγνώστης μόλις πρωτοέλθει σε επαφή με το κείμενο του Καζαντζάκη. Σε επική απόσταση ο Καζαντζάκης από το θέμα του, σε λυρική βύθιση μέσα του ο Φράιερ’ εκεί όπου ο Έλληνας πονάει, ο Αμερικανός οραματίζεται, όταν ο Κρητικός βρυχάται, ο Νεοϋορκέζος απορεί.
Ο Κίμων διαισθανόταν ένα μεγάλο κενό μέσα του’ το κενό της απιστίας, όπως μου είχε πει κάποτε. «Έχασα τη δυνατότητα και τη δύναμη να πιστεύω», μου είχε πει, «και την αντικατέστησα με την αναζήτηση της ομορφιάς. Για μένα η ομορφιά είναι θρησκεία και, όπως έλεγε ο Ντοστογιέφσκι, η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο. Για τούτο και καταλαβαίνω απόλυτα την τραγικότητα της μαντάμ Ορτάνς στον Ζορμπά. Δε θέλει να γυρίσει πίσω το χρόνο’ θέλει να είναι περιτοιχισμένη από ομορφιά, από πράγματα που δε θα αποσυντεθούν, δε θα γεράσουν, δε θα εξανεμιστούν». «Μα δεν είναι αναπόφευκτο», του έλεγα, «δεν είναι φύση ο θάνατος;» «Όχι» φώναζε και χτυπούσε το πόδι του στο πάτωμα. «Ο θάνατος είναι ατιμία, είναι ντροπή, είναι κακία. Αυτό είναι το πρόσωπο του Θεού, η κακία που βγαίνει από την καταστροφή των πλασμάτων. Εγώ χάρη στον Καζαντζάκη μπόρεσα να κοιτάξω κατάματα την άβυσσο του θανάτου και να πω χωρίς φόβο σε αρνούμαι, δε σε πιστεύω. Πεθαίνω αρνούμενος το θάνατο και λευτεριά φωνάζω, αυτός ο στίχος του Δασκάλου συνοψίζει τη δική μου υπαρξιακή αγωνία. Και τι σημαίνει ελευθερία; Τη δύναμη του να ονειρεύεσαι και να αρνείσαι».
Ήταν πραγματικά μύηση να βλέπει κανείς αυτό το μικρόσωμο άνθρωπο να μιλάει με τόσο πάθος και τόση οργή, να έχει ψηλώσει ο νους του, και να καταδικάζει τον κοσμικό ρυθμό, μην έχοντας αποδεχτεί, τόσο κοντά στο τέλος του, την ανθρώπινη κατάσταση. Ο Κίμων δεν είχε αποδεχτεί τη θνητότητα, δεν είχε υποταχθεί στην αναμονή του θανάτου ως καλλιτεχνικού δρόμου. Η καλλιτεχνική πράξη ήταν άρνηση του θανάτου, ήταν μια κορύφωση της αγωνίας του ανθρώπου νε ξεπεράσει τους περιορισμούς του και να παραμείνει ο εαυτός του για πάντα, με το όνομά του, με τη μορφή του, με τις ιδιοτροπίες του, ένα θνητό συγκρότημα, χοϊκό, εύθραυστο και ωστόσο ανέγγιχτο από το χρόνο.
Για τούτο ο Κίμων ήταν ένας αισθησιοκράτης, ένας άνθρωπος για τον οποίον η σκέψη ήταν αισθητηριακό υλικό, περιχαρακωμένο από τις αισθήσεις, που δεν κατόρθωνε να αυτονομείται από τις προϋποθέσεις της. «Πνεύμα», μου έλεγε, «είναι ό,τι από τις αισθήσεις συλλαμβάνεται στη γλώσσα. Μόλις μετουσιωθεί σε γλώσσα και καταστεί σύμβολο τότε ανήκει στον πολιτισμό, στην εξωσωματική μνήμη της φυλής. Το βιβλίο είναι μια τελετή μύησης στην αθανασία». «Μαλαρμέ», του έλεγα, «αυτό είναι Μαλαρμέ». «Είναι η μόνη αλήθεια» μου φώναζε, με ειρωνικό χαμόγελο. «Εσείς οι νέοι νομίζετε ότι υπάρχει κάτι πέρα από αυτό που ζούμε σήμερα’ λοιπόν, όχι. Όπως έλεγε και ο Καζαντζάκης, εμείς σώζουμε τον Θεό, εμείς σώζουμε τον πολιτισμό, εμείς σώζουμε την ζωή. Ζωή σημαίνει συνείδηση και αυτοσυνείδηση, σημαίνει γλώσσα και λόγος, σημαίνει εγώ υπάρχω και είμαι…».
Θαύμαζα πάντα αυτά τα απροσδόκητα μεταφυσικά του ξεσπάσματα εκεί που δεν το περίμενες’ πολλές φορές ο Κίμων γλιστρούσε προς το ανεκδοτολογικό, το επιπόλαιο, το πικάντικο. Του άρεσε πολύ να μιλάει για τα μικρά σκάνδαλα, κάποιον εικονικό γάμο, τα μυστικά φίλων του, τα βίτσια γνωστών του, μολονότι δεν ξέπεφτε ποτέ στον κυνισμό ή την κακοβουλία. Άλλοτε πάλι κρατούσε μια εκνευριστική απάθεια μπροστά σε μεγάλα γεγονότα, ενώ πάντοτε η τάση να διαχωρίζει τον εαυτό του από την ελληνική κοινωνία όπου ζούσε του έδινε αυτόν τον αέρα του διανοούμενου εμιγκρέ., που δεν ήθελε να γίνει  ένα με τους ιθαγενείς. «Είδα χθες τον προεκλογικό λόγο του Παπανδρέου στην Κρήτη», μου είπε το 1989’ «τι ήταν αυτό: όλο platitudes! Πώς το λέμε αυτό στα ελληνικά; Και από κάτω από το μπαλκόνι χιλιάδες Κρητικοί να χειροκροτούν. Τον λυπήθηκα, γιατί έπρεπε και ο ίδιος να ένιωθε τις βλακείες που αράδιαζε…». Και συνέχιζε με την κριτική ανάλυση του Μπραμς, ενός συνθέτου που αγαπούσε πολύ, σε σύγκριση με τον Μάλερ και το φίλο του Leonard Bernstein από τη Νέα Υόρκη. «Γιατί δεν έχετε στην Ελλάδα μεγάλους συνθέτες», με ρωτούσε. «Μα πώς;» έλεγα κι εγώ με την αθώα ηλιθιότητα της ηλικίας μου: «Έχουμε τον Θεοδωράκη, που έχει συνθέσει και συμφωνίες και όπερες!». «Μά άκουσα μερικά του έργα να μου φαίνονται σαν κακουργήματα (atrocities) περισσότερο» απαντούσε. Αλλά εγώ επέμενα τότε ότι ο Θεοδωράκης είναι συνθέτης παγκόσμιου βεληνεκούς…
Ο Κίμων ήξερε να υποχωρεί και, όταν έπειτα από χρόνια του εκμυστηρευόμουν ότι πιθανόν να είχε δίκιο για τον Σολωμό, για τον Θεοδωράκη, για τον Σεφέρη μου απάντησε: «Κέρδισες ένα λάθος και πάλι’ αυτή είναι η μόνη μας περιουσία στη ζωή μας!».
Χωρίσαμε μετά’ έφυγα από την Αθήνα, έφυγα από την πατρίδα, έφυγα από την Ευρώπη. Τα γράμματά του έρχονταν συχνά, γεμάτα νέα, για φίλους, γεμάτα παράπονα γι’ αυτό που δεν κάναμε, γεμάτο σαρκασμό. «Άρχισες να υπογράφεις δόκτωρ τώρα», μου έλεγε σε ένα από αυτά. «Ελπίζω να μην ξιπάστηκες από μια θέση σε ένα αποικιακό πανεπιστήμιο». «Πάλι μου αρχίζεις κουλτουριάρικες αναλύσεις: Βρασίδα, μην εξευτελίζεσαι για να παίρνεις προαγωγές…». Το άρθρο σου για τον τάδε μου θύμιζε επικήδειο στον Δράκουλα….. Ελπίζω να μη γράψεις τίποτα τέτοιο μόλις πεθάνω κι εγώ…»
Πέρασαν λοιπόν δέκα χρόνια από τότε και κάθε χρόνο, με κάθε βήμα μέσα στο δάσος της τέχνης, η μορφή του Κίμωνα επέστρεφε σε κάθε επιλογή μου κυριαρχική. Ήταν ένας μέντορας, ήθους και αξιών, ένας άνθρωπος που έκανε, κατά τον Καζαντζάκη, την αρρώστια της υπαρξιακής του δυσφορίας αισθητικό και αισθησιακό μαργαριτάρι, κάποιος που ήξερε να μεταφράζει τα πάντα σε μεταφορές και παρομοιώσεις, ένας αισθητής που παραπλανήθηκε ακούσια στον κόσμο των ηθικών διλημμάτων, με αποτέλεσμα να εξαντλήσει τη δημιουργική του ενέργεια μέσα από αναπάντητα διλήμματα και να αναβαπτίζεται στους μύθους άλλων για να ολοκληρώσει την προσωπική του μυθολογία.
Ήταν όμως ένας σοφός με την αρχαία ελληνική έννοια του όρου, ένας άνθρωπος που πάλευε με τους δαίμονες και τους αγγέλους του ταυτόχρονα, αφήνοντας μνημεία του αγώνα του άρτιο κριτικό λόγο, προσωπικό ύφος, αναπάντητα ερωτηματικά: Ίσως πάλι να μην πρόλαβε να διατυπώσει το έσχατο αριστούργημά του, την αυτοβιογραφία του, όπου τα πάντα θα έπαιρναν μορφή και ουσία για νε ξεπεράσουν την προσωπική του ιστορία και να ενσωματωθούν στη συλλογική αφήγηση μιας γενιάς και μιας λογοτεχνίας. Μέσα όμως από τη δημιουργική του πάλη με μεγάλα κείμενα της ελληνικής γλώσσας, διαμόρφωνε αυτά που θα επιθυμούσε περισσότερο από κάθε τι άλλο’ γεμάτο σοφία και πνευματικότητα, φόβο και αναζήτηση, εμπειρίες και απορίες, ένα ύφος γεμάτο αντιφάσεις και οξύμωρα, απαύγασμα μιας πλούσιας και εξελισσόμενης ψυχής. Ήταν μόνος και φοβόταν την μοναξιά’ το ύφος του αναδύθηκε απ’ όση ένταση του φόβου διοχετεύτηκε στη γλώσσα.
Οι μεταφράσεις του μετατόπισαν τα έργα μιας εσωστρεφούς και κλειστής κοινωνίας στην ανοιχτή επικράτεια των κοσμοπολίτικων μεταπολιτεύσεων’ άνοιξαν την ελληνική θεωρία του βίου στην επικείμενη ιδιοποίηση της από την πολυγλωσσία του παγκόσμιου ανθρώπου Ο Κίμων πίστευε ότι υπήρχαν δυο είδη κοινού για την καλλιτέχνη, το επαρχιακό και το παγκόσμιο. «Ο δημιουργός απευθύνεται είτε στο χωριό του είτε στον κόσμο» μου είπε. «Στην πλειονότητά του οι Έλληνες δημιουργοί μιλούν στο χωριό τους, δεν έχουν μια μεγάλη εικόνα του κόσμου, δεν έχουν όραμα’ εγώ, συνέχιζε, προσπάθησα να ανοίξω στον κόσμο αυτούς που μπορούσαν να ανοιχτούν. Οι δημιουργοί δεν είναι μεγάλοι ή μικροί είναι τοπικοί ή διαπολιτισμικοί. Αν με την μετάφραση εντάσσονται στη συλλογική παιδεία του ανθρώπου, τότε η μετάφραση υπήρξε γόνιμη, ως μεταφύτευση και μεταλαμπάδευση. Εγώ έδωσα ευκαιρίες’ και η μεγαλύτερη αμαρτία είναι να μη δίνεις τη δυνατότητα σε κάποιον να ολοκληρωθεί».
Πότε ένας αισθητής γίνεται ηθικός διδαχός; Όταν συνειδητοποιεί ότι υπάρχουν απολαύσεις που δεν θα μπορέσει ποτέ να γευτεί, όσο και αν ζήσει. Τίποτα δεν είναι αρκετό για τον Κίμωνα, ούτε μια ζωή απολαύσεων ούτε μια ζωή προσφοράς. «Άνθρωποι σαν κι εμένα δεν πρέπει να πεθαίνουν ποτέ» μου έγραφε, κάνοντας παραπομπή στον Ζορμπά. Και κατά κάποιον τρόπο, εφόσον και για όσο η ελληνική εμπειρία παραμένει ενδιαφέρουσα, αυτή θα είναι και η μοίρα του Κίμωνα Φράιερ.
ΒΡΑΣΙΔΑΣ ΚΑΡΑΛΗΣ           
     ΚΙΜΩΝ ΦΡΑΙΕΡ «Η Γέννηση»
Ανδρέας Καραντώνης, περιοδικό Νέα Εστία, έτος Ν΄ τόμος 99ος, τεύχος 1165/15-Ιανουαρίου 1976, σελ 133-134.
       Ο ελληνοαμερικανός κριτικός, λόγιος και ποιητής, μεταφραστής και φιλόλογος Κίμων Φράιερ είναι ένα όνομα πού μια μέρα θα δείξει το πραγματικό του βάρος στη μεταπολεμική μας λογοτεχνία και πνευματική ζωή. Για την ώρα, η τεράστια μεταφραστική μας λογοτεχνία και πνευματική ζωή, τους αγγλόφωνους λαούς ως προς την ενημέρωσή τους στη νεώτερη λογοτεχνία μας, με κέντρο το τεράστιο σε όγκο και σημασία έργο του Καζαντζάκη-σκεπάζει την ποιητική πλευρά του Φράιερ, που είναι πολύ αξιόλογη και που, άλλωστε, χωρίς αυτήν, δεν θα ήταν δυνατό να πραγματοποιήσει με τόση επιτυχία-καθώς φαίνεται από τη διεθνή κριτική- τις απειράριθμες μεταφράσεις του. Το πρωταρχικό του πάθος η ποίηση. Μια μυστηριακή, «οδυσσειακή» θα λέγαμε, παρόρμηση, τον μετατόπισε από την Αμερική στην πατρίδα του, με αποτέλεσμα να κερδίσουν απ’ αυτή τη μετατόπιση και οι δυό πατρίδες του. Η απαράμιλλη εργατικότητά του καλύπτεται από μια απέραντη παραγωγή, που αν ο κύριος όγκος της είναι η μετάφραση, η ποιότητά της προσδιορίζεται από την κριτική του συγχρονισμένη σκέψη, τον ποιητικό δοκιμιογραφικό του στοχασμό, πυκνόν από προβληματισμούς και ενημερώσεις (πού δυστυχώς δεν χαρακτηρίζουν πολλούς Έλληνες διανοούμενους) και από την ποίησή του. Με την ποίησή του, αν και αγγλόφωνη, μπορούμε τώρα να επικοινωνήσουμε χάρη σε μια γενναία χειρονομία «ανταπόδοσης» του Νίκου Καζαντζάκη που στα 1956 μετέφρασε το μακρόστιχο συνθετικό του ποίημα «Η Γέννηση» (The Nativity), δημοσιευμένο, τότε, στο περιοδικό «Νέα Εποχή». Τώρα, τη «Γέννηση» μας την προσέφερε ο Κίμων Φράιερ τυπωμένη από την «Πλειάδα» σε τόμο, στολισμένο με έξι έγχρωμους θρησκευτικούς πίνακες του μεγάλου ζωγράφου Ζώρζ Ρουώ.
     Η «Γέννηση», χωρισμένη σε πέντε μέρη με τους τίτλους «Η Προφητεία», «Ο Ευαγγελισμός», «Η Περιπλάνηση», «Ο Φόβος» και «Η Γέννηση και η Προσκύνηση», είναι μιά ιδιότυπη ποιητική σύνθεση, ένα είδος ορατορίου συνθεμένου από χορικά πολυσύλλαβων στίχων τύπου Ουϊτμαν και Κλωντέλ, πού την ιστορία της και τις πηγές της μας την αφηγείται λεπτομερειακά ο ποιητής σε ειδικό σημείωμα, βαλμένο στο τέλος της συλλογής. Το σαν αφηγηματικό αυτό ποίημα, αν και γράφτηκε στα 1940, δεν φαίνεται γερασμένο ή ξεπερασμένο από τις νεώτερες εμπειρίες. Το πλέγμα των αδιεξόδων, πού μας παραλύει σήμερα και που νομίζουμε πώς μόλις τώρα γεννήθηκαν, είχε αρχίσει να πλέκεται στην Αμερική πρίν ακόμη από τον τελευταίο πόλεμο. Αυτό το πλέγμα αποδίδει με έντονο πάθος «αγωνίας διεξόδου» στη «Γέννηση» ο Φράιερ, αναζητώντας μια «Δευτέρα παρουσία» του Χριστού, μορφολογικά όχι όμοια με τη «Γέννηση στο Σπήλαιο», αλλά θρεμμένη από ό,τι πιο ζωντανό, πιό πονεμένο, πιο άθλιο, πιό αντιφατικό και μαζί πιό ελπιδοφόρο έχει η εποχή μας. Το ποίημα αυτό είναι μια σύγχρονη χριστιανική «καρδιά-σπήλαιο», γεμάτη από τις παραστάσεις του κακού, υπογραμμισμένες από μιά πολυτονική «κραυγή επίκλησις» στο Νέο Χριστό-στον Χριστό «υπέρλαμπρο άστρο». Ανάμεσα στα πέντε μέρη δεν είναι απόλυτα σαφής ο μυθολογικός διαχωρισμός, αλλά αυτό συμβαίνει γιατί είναι ενιαίος ο πυρήνας του θρησκευτικού πάθους, που κατέχει τον Φράιερ και τον χειραγωγεί  και τον οδηγεί, στο νεώτερο Ιερεμία, μέσα από τους δρόμους και τις τραγικές γειτονιές μιάς σύγχρονης συνθετικής «κοσμόπολης». Πού είναι το νέο άστρο της νέας αναμενόμενης «Γέννησης»; Άς πιστέψομε σ’ αυτό το Άστρο, κι’ αν δεν υπάρχει σα το δημιουργήσουμε». Μιά από τίς χάρες της ποίησης είναι να εξαπολύεται στις χώρες της ουτοπίας και να μας πείθει, έστω και για λίγο, πώς όλα είναι εύκολα, και τα πιό ακατόρθωτα, φτάνει  «να το θέλουμε ποιητικά». Ένας γοερός παραδαρμός μέσα στο σκοτάδι-το σκότος του πλατωνικού σπηλαίου-είναι η «Γέννηση», και πάρα πολλές από τις εναγώνιες ερωτήσεις, που με ευστοχία διατυπώνει ο Φράιερ, θα μπορούσαμε να τις επαναλάβουμε και σήμερα-και μάλιστα ίσως σήμερα, να έχουν περισσότερο βάρος από τότε που γράφτηκαν: «Να δεχτούμε την τυραννία; Ν’ ακολουθήσουμε το δημαγωγό; Θάναι άραγε ο μεταρρυθμιστής, ο ελευθερωτής μας; Είναι η δημοκρατία η απάντηση; Τί να πούμε; Τί να σκεφτούμε; Τί να κάνουμε; Πώς να ψηφίσουμε; Σε τί να πιστέψουμε; Ποιος θα μας πει την αλήθεια;»
     Ουσιαστικά, το λαχανιασμένο αυτό ποίημα, αυτή η πορεία ενός νέου Μάγου προς το καινούργιο σπήλαιο,-μας θυμίζει κάπως τα «Χορικά» από το «Βράχο» του Έλιοτ, που ωραία μετέφρασε στη γλώσσα μας ο κ. Μόσχος,- είναι ένα ποίημα ρεαλιστικό. Καθρεφτίζει τη σύγχρονη βιομηχανική ζωή σε ό,τι πιό άθλιο και αποκρουστικό έχει, όπως π.χ. η ποίηση του Άλεν Γκίνσμπεργκ. Η μεταφυσική του έχει μιά λογική αναγκαιότητα, στηριγμένη στα σαρίδια της εποχής μας. Αυτό το ρεαλιστικό υλικό κάποτε μας φαίνεται σαν αμετουσίωτο, σα να μην προφταίνει ο Φράιερ να το αϋλοποιήσει ποιητικά, σπρωγμένος από την ορμή της ικεσίας του. Η μεταφορά από το «πράγμα» στο «ποιητικό νόημα» γίνεται πολύ άμεσα, πολύ γρήγορα. Όμως η ορμή και ο κυματισμός του επικλητικού λόγου, η ανάταση, το χρώμα των παραστάσεων, η κίνηση του ρυθμού, δίνουν στη «Γέννηση» το ύφος μιάς λυρικής τρικυμίας. Άλλωστε, πάρα πολλές λαμπρές ποιητικές εικόνες διασπαθίζουν αυτή τη ρεαλιστική προσοχή, όπως π.χ. τούτη για τους σύγχρονους ανθρώπους: «Κρατούν στο χέρι τους ένα ξεροκόμματο για μόνη τους τροφή κι’ ένα σπασμένο καθρέφτη για ανάμνηση». Το τελευταίο μέρος είναι το πιό αναπαυτικό, το πιό απαλό. Είναι αυτό, που με αφέλεια ίσως, αλλά και με νεανική αγνότητα, καθρεφτίζει χιμαιρικά έναν καινούργιο επίγειο παράδεισο, όπου «τα σχολεία λειτουργούν στ’ ανοιχτά χωράφια, πλάϊ στις γεωργικές μηχανές, -τα ελληνικά και τα λατινικά ξεδιαλύνουν πλάϊ στον όχτο του ποταμού, συμφωνίες αντηχούν στ’ αμφιθέατρα…».
     Κρίνουμε περιττό να τονίσουμε τη ρωμαλεότητα και τον εκφραστικό πλούτο της μετάφρασης του Καζαντζάκη. Τα λίγα δείγματα που παραθέσαμε, φτάνουν για να τη δείξουν, μολονότι η ποίηση, στη «Γέννηση», ολοκληρώνεται με την κυκλική, χορευτική και μακροπερίοδη στιχουργία. Ωστόσο, ο αγγλομαθής αναγνώστης μπορεί να ελέγξει τον Καζαντζάκη, γιατί ο Φράιερ, δίπλα στη μετάφραση, παραθέτει και το αγγλικό πρωτότυπο. Όσο για τις έξι έγχρωμες εικόνες του Ρουώ, δεν είναι μόνο μιά θαυμάσια και καθάρια ζωγραφική απόλαυση, αλλά με τα απλοποιημένα τους σχέδια και τα σκοτωμένα χρώματα ερμηνεύουν το σκοτεινό θρησκευτικό πάθος του Κίμωνος Φράιερ-αλλά του Φράιερ πολύ νέου ακόμη, και γιομάτου χυμούς ζωής. Ασφαλώς τα νεώτερα ποιήματά του θα πρέπει να είναι και διαφορετικά…
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ
--          
ΕΠΙΤΑΦΙΟ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΑΠΕΓΚΛΩΒΙΣΤΗ
     Χαιρετισμός στον Κίμωνα Φράιερ
Θ. Δ.  Φραγκόπουλος, περ. Η Λέξη τχ. 116/7,8, 1993, σ. 496-499
       Ο θάνατός του πέρασε σχεδόν απαρατήρητος και ελάχιστοι από τους ποιητές, πού τόσο γενναιόδωρα και τόσο αφοσιωμένα τους είχε μεταφράσει, παρευρέθηκαν στην κηδεία του’ ήτανε στις αρχές τούτου του καλοκαιριού, στις ξαφνικές, αποπνικτικές μεγάλες ζέστες, και αρκετοί λείπανε. Σαν να μην έφτανε αυτό, μιά εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας τύπωσε από αβλεψία, την ώρα της κηδείας του λαθεμένη, και αυτό αραίωσε ακόμα περισσότερο το στερνό του ακροατήριο της τελευταίας του «περιφοράς». Και η συνεχής, τα τελευταία του χρόνια, επιδείνωση της υγείας του, πού τον περιόρισε στο σπίτι του, μακριά από την Αθήνα, στην αρχή στην Ερέτρια και στο τέλος σε βόρειο αθηναϊκό προάστιο, τον είχε αποξενώσει από παλιές φιλίες και του είχε στερήσει νέες γνωριμίες. Σκέφτομαι πώς πάρα πολλοί από τους νέους ποιητές δεν είχαν την ευκαιρία να τον γνωρίσουν, και ίσως για μερικούς από αυτούς ακόμα και το όνομά του, πασίγνωστο σε όλους μέχρι το 1970, δεν πρέπει να είναι πιά και τόσο οικείο. Και αυτό είναι και το εξοργιστικότερα άδικο: γιατί η Νεοελληνική Ποίηση χρωστάει στον Κίμωνα Φράιερ τόσα πολλά, όσα σε όλους τους άλλους μεταφραστές της μαζί. Κανένας δεν εργάστηκε με τον πιό μοναστηρίου ζήλο, εργατικότητα, υπομονή και αισιοδοξία, για να την διεθνοποιήσει, ή τουλάχιστον να την απεγκλωβίσει από τη μικρή εμβέλεια της ανάδελφης γλώσσας μας.
     Το όποιο ευχαριστήριο, που θέλει να διατυπώσει τούτο το σημείωμα, είναι πολύ λίγο σε σχέση με το χρέος που όλοι οι έλληνες ποιητές, από τον Καβάφη μέχρι τον Φωστιέρη, του οφείλουμε. Και σε έναν χώρο τόσο, εξ ορισμού, ζαβολιάρικα φατριαστικό, υπήρξε υποδειγματικά αφατρίαστος. Ο Δούκαρης λέει, στο καλό (και απ’ όσο ξέρω, μοναδικό) αφιέρωμα του περιοδικού του «Τομές» (τεύχος 58, Μάρτης 1980) για τον Φράιερ, πώς, σε αντίθεση με τον Καραντώνη, ο Κίμων είχε μιά «πνευματική αθωότητα»- πράγμα που τονίζουν όλοι οι Έλληνες, από τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο μέχρι τον Θωμά Στραβέλη. Αθωότητα στις προθέσεις, στην οπτική, στην παραδοχή ομοιόμορφων κριτηρίων ποιότητος για όλους τους ποιητές. Πρωτογνώρισα τον Κίμωνα Φράιερ χάρις ακριβώς σε τούτη την ιδιότητα’ ένα του τηλεφώνημα με το οποίο μου ζητούσε, το 1959, την άδεια να μεταφράσει ένα ποίημά του. Αρκετά κολακευμένος, τον κάλεσα για καφέ σπίτι μου, στην οδό Δημοκρίτου. Μού παραπονέθηκε για τον Σεφέρη: ο δάσκαλός μου, τότε, περνούσε από μιάν εποχή απιστίας προς τον μεταφραστή και λόγω δεσμεύσεων, προτιμούσε άλλους, με πεισματική αποκλειστικότητα. Κατάφερα να τον πείσω-τί είχε να χάσει;-να δει τις μεταφράσεις του Φράιερ. Του τις πήγα εγώ και του τις διάβασα ο ίδιος. Θέλεις η φωνή μου, θέλεις, όπως είναι δίκαιο να το πώ, η καλύτερη ποιότητά τους από τις άλλες μεταφράσεις, έκαναν πάντως τον Σεφέρη να καμφθεί, και έδωσε την άδεια (προς μεγάλην οργή, πρέπει να προσθέσω, των συντεχνιακών συνήθων μεταφραστών του, οργή που γνώρισα από πρώτο χέρι και εγώ. Στο Αρχείο Σεφέρη, που ταξινομήθηκε από εμένα στη Γεννάδειο, υπάρχουν επιστολές του δασκάλου μου προς τον Φράιερ, πού θα ήταν καλύτερο για την φήμη του Σεφέρη να μην είχαν γραφτεί. Και εύχομαι κανένας μελετητής να μην τις βγάλει ποτέ στο φως, αν θέλει να κάνει εκδούλευση στον ποιητή του «Ερωτικού Λόγου»).
     Έκτοτε, μιά καλή φιλία και αλληλοεκτίμηση μας ένωσε. Μιά φιλία που δεν είχε καν την ανάγκη μιάς συχνότητας επαφών, γιατί ο Κίμων Φράιερ είχε το πολύτιμο ιδίωμα της πιστότητας, της loyaute: όπως τον άφηνες στην προηγούμενη συνάντηση, έτσι ίδιον τον ξανάβρισκες, έστω και αν είχαν περάσει μήνες και καμιά φορά και χρόνια, ανάμεσα από τις δύο φορές των συναπαντημάτων σου. Η κακογλωσσιά δεν είχε ποτέ πέραση σ’ αυτόν, γιατί, πρίν απ’ όλα, ήταν τίμιος. Σας το λέει αυτό ένα θύμα που υπέφερε αρκετά από άδικες κατασυκοφαντήσεις, κατά καιρούς. Και αυτά, τα λίγα, για το ήθος του. Θα μπορούσε να γίνει ο φοβερότερος δυνάστης των ποιητικών μας πραγμάτων, ο ιδιοτελέστερος’ έγινε ο αγαθότερος και ο πιο ακριβοδίκαιος φίλος της νεοελληνικής ποίησης. Ο πιο απροσωπόληπτος.
     Η χούντα έγινε η αφορμή για μιά στενότερη προσέγγιση μεταξύ μας. Ο Κίμων, μέσα στις απεριόριστες αμερικανικές διασυνδέσεις του, ήταν δικτυωμένος και με ένα πανεπιστημιακό περιοδικό, το Books Abroad του Πανεπιστημίου της Οκλαχόμα, όπου με προέτρεψε να στέλνω, γραμμένες αγγλικά στο πρωτότυπο, κριτικές για βιβλία, όχι κατ’ ανάγκη ποιητικά, πού έβγαιναν εκείνο τον καιρό στην Ελλάδα, από αντιτιθέμενους στην χούντα συγγραφείς, όχι αναγκαστικά αντιστασιακών κειμένων. Οι επαφές μας πύκνωσαν. Με μεσολάβησή του, ανέλαβα να διδάσκω, διαδεχόμενος τον ίδιο, νεοελληνική λογοτεχνία σε αγγλική μετάφραση, σε ένα από τα πανεπιστημιακά προγράμματα που εφάρμοζε, για αμερικανούς φοιτητές, που διέμεναν για ένα ή δύο εξάμηνα στην Ελλάδα, το College Year in Athens, δημιούργημα της ακαταπόνητης και αξέχαστης Ισμήνης Φυλακτοπούλου. Για τη διδασκαλία μου εκείνη, στηρίχθηκα αποκλειστικά στις δικές του μεταφράσεις ποιημάτων, που πρώτον εμένα, αλλά και τους φοιτητές μου, κατέθελξαν.
     Η υποψία, πώς αυτό γινόταν επειδή ο μεταφραστής ήταν, πρίν απ’ όλα, και ο ίδιος ένας καλός ποιητής, αποδείχθηκε βάσιμη. Μιλώντας γενικά, μπορώ να πω πώς πολλά από τα ποιήματα πού δίδαξα τότε, μου φαινόταν άλλωστε ομορφότερα από τα πρωτότυπα. Θα πρέπει να ξεχωρίσω ιδιαίτερα, σε τούτο το χάρισμα, την μετάφραση από τον Φράιερ της «Οδύσσειας» του Καζαντζάκη, όπου, ενώ απομένει ατόφια ή άτεγκτη ρωμαλεότητα του ύφους, είναι αποκαθαρμένη η γλωσσική παραξενιά και η αναποδιά της λεξιθηρίας πού, σαν ένα οσφρητικό τυράννισμα στάνης και ξυνίλας, την περιβάλλει στο πρωτότυπο.
     Ιεραπόστολο, τον αποκαλεί ο Ελύτης. Κολοσσιαίο έργο χαρακτηρίζει τις μεταφράσεις του ο Παπατζώνης. Ευεργετική, ευγενική και γενναιόδωρη όσο και στοργική, βλέπει την προσφορά του στα ελληνικά γράμματα ο Εμπειρίκος. Τρείς ποιητές που δεν ρέπουν εκ συνηθείας στην υπερβολή, είναι αφειδώλευτοι σε επαίνους πολυσέλιδους.
     Πάντως, το έργο που τον καθιέρωσε διεθνώς και που αποτέλεσε και αναπάντεχα πετυχημένη εμπορικά έκδοση, ήταν η «Οδύσσεια», που ανέφερα μόλις πιο πάνω. Η ανεκδοτολογική ιστορία της έκδοσης τούτης είναι αρκετά ενδιαφέρουσα, πολύ χαριτωμένη και ακόμα περισσότερη διδακτική. Ο ζωγράφος Ν. Χατζηκυριάκος- Γκίκας είχε φτιάξει μιά σειρά από σαράντα σχέδια με μελάνη για μιά εικονογραφημένη έκδοση της καζαντζακικής «Οδύσσειας»’ τα είδε ο Φράιερ στο σπίτι του ζωγράφου στην Ύδρα και επιζήτησε να γνωρίσει τον Καζαντζάκη στην Ιταλία το 1951. Μιά τυχαία επαφή του εκδότη Μάξ Σούστερ με τον Καζαντζάκη απέληξε στην πρόταση του δεύτερου να εκδοθεί σε αγγλική μετάφραση ολόκληρο το έπος, πού με δισταγμούς αποδέχθηκε ο πρώτος (κυρίως επειδή επιθυμούσε την αποκλειστικότητα του τότε ξακουστού «Ζορμπά») και ήρθε, σαν πρώτη επιλογή μεταφραστού, το όνομα του Φράιερ στο στόμα του Καζαντζάκη. Κολακευμένος ο επίδοξος μεταφραστής επέδειξε τις πρώτες του μεταφραστικές απόπειρες σε διαβασμένους φίλους και δόκιμους λογοτέχνες, όπως τον Archibald Mac Leish, τον Gore Vidal, τον Tennessee Williams, τον Arthur Miller, ακόμα και τον T. S. Eliot. Ο τελευταίος του συνέστησε η μετάφραση να είναι σε ιαμβικό εξάμετρο και πάντως όχι σε πεζό, όπως ήταν μιά απόπειρα απόδοσης του Φράιερ της έκτης ραψωδίας ως τότε. Μιά πενιχρή υποτροφία Φούλμπραϊτ, ένας ακόμα πενιχρότερος μηνιαίος μισθός από τον Σούστερ για τα δύο χρόνια (έγιναν τρία) που προϋπολογιζόταν ότι θα εχρειάζοντο για τη μετάφραση, μιά μετοικεσία στην πάμφθηνη κείνον τον καιρό Ελλάδα, ένα ερημικό σπιτόπουλο στον Πόρο, και το 1957 το χειρόγραφο ήταν έτοιμο στην ημιτελική του μορφή. Μιά τελευταία κοινή επεξεργασία του κειμένου με τον Καζαντζάκη στο σπίτι τους στις Antibes, τον Μάϊο με Ιούνιο 1957, και το έπος παραδίδεται στην οριστική του αγγλική απόδοση στον εκδοτικό οίκο Simon and Schuster το καλοκαίρι του ίδιου έτους. Τον Δεκέμβρη του επόμενου χρόνου 1958, η κυκλοφορία του βιβλίου αποτελεί, απροσδόκητα, τεράστια φιλολογικό και βιβλιοεμπορικό γεγονός. Γίνεται κυριολεκτικά ανάρπαστο και αποσπά διθυραμβικές κριτικές από συνήθως πληθωρικά ιοβόλους κριτικούς καλάμους. Και η διασπορά αυτού του βιβλίου είναι, τεράστια μέχρι σήμερα, τεράστια σε όλο τον κόσμο όπου υπάρχουν αγγλόγλωσσα βιβλιοπωλεία. Ο ίδιος, έτυχε να το διαπιστώσω πολλές φορές, από τη  Βοστώνη ως το Yverdon και από τις Αζόρες μέχρι τις Μπαχάμες.
     Ο ίδιος εκδοτικός οίκος Simon and Schuster εξέδωσε και έναν τόμο μεταφράσεων του Φράϊερ ελληνικών ποιημάτων“From Cavafy to Elytis” (1973), ενώ υπάρχει ένα υλικό μεταφρασμένο για άλλους δύο τόμους, περιληπτικό συμπίλημα του οποίου εκδόθηκε το 1987 από το Υπουργείο Πολιτισμού σε ιδιωτική μάλλον και εκτός εμπορίου έκδοση. Και προσωπικά τρέμω για την τύχη του τόσο πολύτιμου όσο και απροστάτευτου μεταφραστικού υλικού, με 280 ποιητές μας και κάπου 1800 ποιήματά τους, τώρα που ο θάνατος του Κίμωνα Φράϊερ τα άφησε ορφανά. Εύχομαι ο κοινός φίλος Γιώργος Ποταμιάνος, πού τόσο στοργικά τον γνοιάστηκε στα στερνά του χρόνια, νε έχει δώσει κάπως τη φροντίδα του σε τούτα τα χειρόγραφα και να έχει προνοήσει για τη διάσωσή τους. Θα ήταν κρίμας να έχει πάει στράφι τόση αγαπησιάρικη προσπάθεια, τόσος μόχθος και τόση θυσία. Προσπάθησα, σε εποχές που ήμουν πιό αισιόδοξος για την ανθρώπινη ανιδιοτέλεια και για την εξυπηρέτηση του καλού στον τόπο μας, να κάνω το Ίδρυμα Ουράνη να ενδιαφερθεί για την έκδοση αυτών των δύο ανέκδοτων τόμων-δυστυχώς ματαίως-, όσο ακόμα ζούσε ο Κίμων και μπορούσε ο ίδιος να τα επιμεληθεί, αρκεί το Ίδρυμα τούτο να του χρηματοδοτούσε τα έξοδα του τυπώματος και μόνο. Εύχομαι άλλες πηγές, λιγότερο προσιτές σε μένα, αλλά περισσότερο αφειδώλευτες, να βρεθούν και να το πράξουν.
     Δεν ήταν στις προθέσεις μου να γράψω, με τούτο το άρθρο μου, μιά μελέτη για τον αξέχαστο Κίμωνα, μάλλον μιά μικρή προσωπική νεκρολογία’ αλλά και αυτή ετεροχρονισμένη. Θα ήτανε όμως παράλειψη να μην αναφερθούμε στα αγγλικά ποιήματα του ίδιου του Φράιερ, που στη γλώσσα μας μεταφράσθηκαν από τον Νίκο Καζαντζάκη με τον τίτλο «Η Γέννηση», όπου φανερώνεται εξ όνυχος τί σπουδαίος ποιητής θα είχε γίνει ο Φράιερ αν, εγωιστικότερα, δεν είχε αφεθεί να αναλώσει τον εαυτό του στην μεταγλώττιση αλλότριων ποιημάτων αντί να επιδοθεί στη συγγραφή των δικών του. Το βιβλίο αυτό κυκλοφορεί ακόμα, και προτείνω σε όσους ποιητές μας μεταφράστηκαν απ’ αυτόν, αλλά για οποιοδήποτε λόγο δεν ήρθαν στο ξόδι του, να καθίσουν ένα βράδυ τούτης της εβδομάδας και να διαβάσουν δύο-τρείς σελίδες του, σαν σιωπηρό φόρο τιμής για κείνον πού, αν και προικισμένος κατ’ ισομοιρίαν τουλάχιστον μαζί τους, προτίμησε να σκοτώσει τον φιλόδοξο ποιητή προς χάριν του αλλοτριωμένου μεταφραστή.
     Και θα ‘ταν επίσης παράλειψη αν δεν υποδήλωνα τη σημασία του Κίμωνα Φράιερ σαν θεωρητικού της ποίησης και της μετάφρασης’ η εισαγωγή του στον τόμο «Από τον Καβάφη στον Ελύτη» περιέχει δύο αξιόλογα μελετήματα, ένα για την νεοελληνική ποίηση και ένα για την σκοπιμότητα, αναγκαιότητα και δυνατότητα της ποιητικής μετάφρασης πού, κατά την προσωπική μου αντίληψη, είναι θεμελιακά και κεφαλαιώδη, στον τομέα τους, κείμενα. Με σαφήνεια, γνώση, στοργή και αγάπη, αλλά και επάρκεια και ευληπτότητα, θίγονται και επιλύονται προβλήματα καθοριστικά’ όπως το εάν μπορεί κανείς να μεταφράσει ένα ποίημα από τη γλώσσα πού γράφτηκε σε άλλη, τί πρέπει να προσέξει και τί να αποφύγει ο επίδοξος μεταφραστής και πότε το εγχείρημα είναι πετυχημένο. Η αναλυτική ματιά του Φράιερ, ενισχυμένη από μιά καθηγεσιακή πείρα πολλών ετών, τον βοηθάει να γίνει απόλυτα προσιτός ακόμα και στη διατύπωση των πιό δύσβατων σκέψεων, συλλογισμών, εννοιών ή δομικών συλλήψεων.
     Και τέλος, θα ήταν επίσης παράλειψη αν δεν αναφερόμουν στην ίδρυση, στήριξη και κυκλοφορία δύο αγγλόγλωσσων περιοδικών ελληνικού περιεχομένου στην Αμερική, του περιλάλητου «Ηνίοχου» (The Charioteer) και του πολυτελέστατου  Greek Heritage”, πού, όταν στερήθηκαν την παρουσία του, φυλλορρόησαν, απόδειξη και τούτο του δυναμισμού του.
     Δεν ξέρω άλλον άνθρωπο τόσο αφιερωμένο στην γενικότερη πνευματική δημιουργία τούτου του τόπου όσο τον Κίμωνα Φράιερ. Δόθηκε με όλη την ρωμαλεότητα της αθωότητάς του στην καλλιέργεια ενός έργου ζωής που αποτελεί κατορθώματα ευψυχίας’ φυλακισμένοι στα στενάχωρα κλουβιά της γλωσσικής μας απομόνωσης, οι ποιητές μας σαν άλλα ωδικά πτηνά απελευθερώθηκαν χάρις στους συστηματικούς του, όσο και συναισθηματικά φορτισμένους του, μόχθους. Όπως λέει συμπυκνωτικά ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, «η νεοελληνική Ποίηση χρωστάει στον Κίμωνα Φράιερ την οριστική πολιτογράφησή της στην αγγλική γλώσσα». Και αυτό είναι μέγα κέρδος για την Ελλάδα, όσο και για όλα τα αγγλόγλωσσα έθνη, ή όλους όσους ξέρουν ανάγνωση στα αγγλικά.
Θ. Δ. ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ
--
ΟΛΙΓΑ ΜΟΝΟ ΑΠΟ ΤΑ ΟΣΑ ΟΦΕΙΛΩ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΚΙΜΩΝΑ ΦΡΑΙΕΡ
Αντώνης Δεκαβάλλες, περ. Η Λέξη τχ. 117/9,10, 1993, σ. 599-601
     Φόρος τιμής και επάξια αναγνώριση ήταν το εξαίρετο «Επιτάφιο για έναν Απεγκλωβιστή: Χαιρετισμός στον Κίμωνα Φράιερ», που έγραψε ο φίλος Θ. Δ. Φραγκόπουλος στο τεύχος 116 της «Λέξης» Χαρακτήρισε με διεισδυτικότητα, ακρίβεια και συγκίνηση τις εξέχουσες αρετές στην προσωπικότητα του Κίμωνα Φράιερ, του μεγάλου μας ευεργέτη που χάσαμε, και την ποιότητα και την έκταση του τεράστιου μεταφραστικού και άλλου του δημιουργικού έργου, που κατάστησε τη νεοελληνική μας ποίηση, απ’ τον Καβάφη ως τη γενιά του 1970, γνωστή και πολύτιμο απόκτημα του αγγλόφωνου κόσμου. Το ουσιαστικότερο και μεγαλύτερο όφελος ήταν αναμφισβήτητα το δικό μας, των ελληνικών γραμμάτων, της ποίησής μας, της Ελλάδας της ίδιας. Άφθονα προικισμένος ποιητής, ο Κίμων αφιέρωσε το ποιητικό του δαιμόνιο στο ν’ αναπλάσει σε άλλη γλώσσα το έργο ενός πλήθους άλλων ελλήνων δημιουργών.
Η υπέρμετρη αγάπη του για τη γενέτειρά του, το πνεύμα της, την ποίησή της, τον έκανε ν’ αφήσει πίσω του τη λαμπρή πολυπράγμονη πνευματική σταδιοδρομία του στην Αμερική, για να εγκατασταθεί μόνιμα στο πάτριο έδαφος και να δώσει ολοκληρωτικά τον εαυτό του σ’ αυτό που αισθάνθηκε να είναι ο ύψιστος προορισμός του: η αναδημιουργία της ποίησής μας σε μιά γλώσσα που θα την έφερνε στα πέρατα της οικουμένης. Έδωσε σ’ αυτό το έργο την ακάματη πνευματική του δραστηριότητα και την ξεχωριστή, εμπνευσμένη και έμπειρη αξιοσύνη του. Ήταν έργο αυτοθυσίας αλλά και αυτοδικαίωσης.
     Πολύ μ’ έθλιψε ο θάνατός του, γιατί τον είχα στενό, πολύτιμο φίλο ως το τέλος της ζωής του. Βασανισμένα ήταν τα τελευταία του χρόνια από τα προβλήματα της υγείας του. Τον πίκραινε και το ότι, όπως ένιωθε, δεν μπορούσε να εκπληρώσει τα όσα ακόμα λογάριαζε να κάνει. Ήρθε στο πλήρωμα του χρόνου και μας τον πήρε, κι η παρηγοριά μας είναι πώς το έργο του μένει, και θα μείνει ζωντανή, αθάνατη κληρονομιά για όλους μας και τον καθένα μας ξεχωριστά.
     Στα όσα τόσο περιεκτικά συγκεφαλαίωσε ο Φραγκόπουλος στο «Επιτάφιό» του, δεν έχω να προσθέσω παρά λίγα από τα πολλά που μου δόθηκαν προσωπικά να εμπειραθώ στη μακρόχρονη φιλία μας με τον Κίμωνα, την ανταλλαγή και συνεργασία μας, και τα όσα ωφελήθηκα απ’ αυτά. Τον πρωτογνώρισα στην  Αθήνα το 1947. Αξέχαστα μου έχουν μείνει τα σαββατοκύριακα που αργότερα, προσκεκλημένος του, τα πέρασα στον Πόρο όπου έμενε, φιλοξενούμενος της κυρίας Διαμαντοπούλου. Εκεί, κάτω απ’ τα δέντρα της αυλής της, και γύρω από ένα τραπέζι φορτωμένο με ποιητικές συλλογές και λεξικά, στρωνόμαστε στη δουλειά. Το μεταφραστικό του έργο είχε κιόλας αρχίσει, κι εκεί συζητούσαμε τους ποιητές και τα ποιήματα που μετέφραζε, κι έκανα ό,τι μπορούσα να τον βοηθήσω στην κατανόηση των κειμένων, γιατί τα ελληνικά του είχαν τότε ακόμα τις ελλείψεις τους. Μετέφραζα κι εγώ τότε τα «Τέσσερα Κουαρτέτα» του Έλιοτ, και η βαθειά οικειότητά του με το κείμενό τους πολύ με βοήθησε στην κατανόηση και απόδοσή τους. Όταν η μετάφρασή μου εκείνη, με τα εισαγωγικά δοκίμια και σχόλιά μου, βγήκε σε βιβλίο το 1953, η πορεία της ζωής μου άλλαξε άρδην. Η θερμή του παρουσίαση του βιβλίου μου, και η μεσολάβησή του, με αξίωσε υποτροφίας για μεταπτυχιακές σπουδές στο North Western University, στην πολιτεία Illinois της Αμερικής, όπου μετανάστευσα το 1954. Το ταξίδι μου προς τα εκεί το σταμάτησα, χάρη στην πρόσκληση του Κίμωνα, στην Antibes για μερικές μέρες, όπου ευτύχησα να συμμετάσχω στα όσα αντηλλάγησαν με τον Καζαντζάκη ως προς το μέρος της «Οδύσσειας» που του είχε κιόλας μεταφράσει. 
     Η γεωγραφική απόσταση πού, εκτός από σύντομες συναντήσεις, μας χώριζε από τότε, δεν διέκοψε την πνευματική μας επαφή και ανταλλαγή μας. Ο Κίμων, στη μόνωση της ξενιτιάς μου, δεν έπαψε να μ’ ενθαρρύνει και παροτρύνει στη δημιουργικότητα, επιμένοντας πάντα να μείνω πιστός στη γλώσσα μου. Μετέφραζε τα ποιήματά μου, και μου έστελνε τις μεταφράσεις του άλλων ποιητών να τις εξετάσω. Μετέφρασα κι εγώ στα ελληνικά αρκετά από τα δοκίμιά του, και έγραψα άφθονα κριτικά σημειώματα για ελληνικά ποιητικά βιβλία που μου έστελνε, και που δημοσιεύονταν στο περιοδικό Books Abroad (το αργότερα World Literature Today), που εκείνος ήταν επιμελητής του ελληνικού του τμήματος. Μού έστελνε ακόμα και δημοσίευα στο αγγλόγλωσσο περιοδικό ελληνικού πολιτισμού The Charioteer, που διηύθυνα τότε στη Νέα Υόρκη, διάφορες εργασίες του, δοκίμια και επιλογές των μεταφράσεών του. Πέρα από τις ατομικές επαφές μου με έλληνες λογοτέχνες, ο Κίμων ήταν ο κύριος σύνδεσμός μου με τις ποιητικές κι άλλες εξελίξεις στην Ελλάδα. Μεγάλο του δώρο ήταν ο τόμος που ετοίμασε, ο αφιερωμένος στο ποιητικό μου έργο, με τον τίτλο Ransoms to Time: Selected Poems of Andonis Decavalles, translated by Kimon Friar, πού εκδόθηκε από την Fairleigh Dickinson University Press το 1984. Άπειρη η ευγνωμοσύνη μου γιαυτό.
     Κι αφού ανέφερα το περιοδικό The Charioteer, θα μου επιτρέψει, ελπίζω , ο φίλος μου Φραγκόπουλος, για χάρη της ιστορικής αλήθειας, να διορθώσω μιά σημαντική ανακρίβεια στο «Επιτάφιό» του για τον Κίμωνα. Όπως πληροφορεί, ο Κίμων ξεκίνησε εδώ στην Αμερική δύο εξαίρετα αγγλόγλωσσα περιοδικά ελληνικού περιεχομένου: τον «περιλάλητο» Ηνίοχο (The Charioteer) και το «πολυτελέστατο» Greek Heritage, πού «όταν στερήθηκαν την παρουσία του φυλλορρόησαν». Αυτό αληθεύει για το δεύτερο περιοδικό, αλλά το The Charioteer ζει ακόμα και βασιλεύει. Η επιβίωσή του χρειάστηκε από εμένα και τους συνεργάτες μου, εικοσιένα χρόνια διαρκή αγώνα, αγωνία και μόχθο. Τον Ηνίοχο τον ξεκίνησε ο Κίμων στην Νέα Υόρκη το 1960, μ’ εμένα consulting editor, και βγάλαμε τα δύο πρώτα τεύχη του. Όταν, την επόμενη χρονιά, ο Κίμων χρειάστηκε να φύγει, η Bebe Spanos κι εγώ αναλάβαμε τη συνέχιση του περιοδικού, κι αυτό ως τα 1983, έχοντας τον Κίμωνα συνεργάτη κι εκπρόσωπο στην Ελλάδα. Από το 1983, την έκδοσή του έχουν συνεχίσει με επιτυχία ο Λέανδρος Παπαθανασίου, διευθυντής του εκδοτικού οίκου «Πέλλα» της Νέας Υόρκης, με την C. Capri Karka. Το σύνολο των τευχών, που έχουν βγεί κι έχουν καλύψει πολλούς από τους εξέχοντες των γραμμάτων μας, αποτέλεσε σημαντικότατη συνδρομή στις νεοελληνικές σπουδές σε αμερικάνικα πανεπιστήμια. Πολλές είναι στα τεύχη αυτά και επανειλημμένες οι συνεργασίες από διακεκριμένα μέλη της Modern Greek Studies Association.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΔΕΚΑΒΑΛΛΕΣ
--
ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΦΩΤΟΣ
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ του τόνου
Κώστας Γεωργουσόπουλος, εφ. Τα Νέα 2/6/1993.
     Την εβδομάδα που πέρασε μας άφησαν καταλείποντες πλήρες έργο δύο δυναμικοί Έλληνες της διασποράς. Ο Μέμος Μακρής και ο Κίμων Φράιερ. Ο γλύπτης δοξάστηκε στην ξενιτιά, εξόριστος και ανεπιθύμητος στην πατρίδα’ τιμήθηκε στη δεύτερη πατρίδα του την Ουγγαρία όσο κανένας άλλος και αναγνωρίστηκε με έργα το ταλέντο του και την προσφορά του. Γλύπτης μνημειακός, στιβαρός, αδρός και λιτός άφησε πλούσιο έργο. Καιρός είναι η πολιτεία να το στήσει στο κέντρο του πολιτισμού μας γνωρίζοντας το έργο του στο πλατύ κοινό.
Ο μεταφραστής και δοκιμιογράφος Φράιερ ευδοκίμησε κυρίως στην Αμερική όπου προώθησε, ανέδειξε και διέδωσε την ελληνική κυρίως ποίηση. Τη μετέφρασε, την αξιολόγησε, την κωδικοποίησε και την όρθωσε στα όμματα της αμερικανικής αγοράς με το κύρος της ακέραιο. Χάρη στο Μακρή και τον Φράιερ η Ελλάδα εφύτρωσε στην ξένην με όλο το μεγαλείο της και την εσωτερική της δυναμική.
Οι δύο σεβαστοί νεκροί προσέφεραν στον τόπο περισσότερα απ’ όλα τα σωματεία, τα υπουργεία και τις εκθέσεις.
Οι ξένοι άνθρωποι απολαμβάνουν τις φόρμες του Μακρή και γοητεύονται από τις σελίδες του Φράιερ και γίνονται ελληνολάτρες. Χάρη σε έργα τίμια, τίμιων δημιουργών.
--
ΜΙΑ ΑΚΟΜΗ ΝΤΡΟΠΗ
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ του τόνου
Κώστας Γεωργουσόπουλος, εφ. Τα Νέα, Πέμπτη 25/4/2002.
     Μαθαίνω από καλό και αξιόπιστο γνώστη των πραγμάτων, που από σεμνότητα θέλει να κρατήσει την ανωνυμία του, πώς μέσα στο σπίτι που πριν από λίγα χρόνια, πριν αρρωστήσει και εν συνεχεία πεθάνει στον Χολαργό, εγκατέλειψε ο Κίμων Φράιερ, γωνία Καλλιδρομίου και Ιπποκράτους, στα υπόγεια έχουν (είχαν) εγκαταλειφθεί ανυπολόγιστης αξίας βιβλία, περιοδικά, επιστολές και χειρόγραφα του μακαρίτη Ελληνοαμερικανού μεταφραστή και μελετητή της νέας ελληνικής Λογοτεχνίας. Ο πληροφοριοδότης μου μού επισήμανε πως πιθανότατα από αυτήν την «πηγή» προέρχονται και τα χειρόγραφα και άλλα πολύτιμα ντοκουμέντα Παπαδιαμάντη, Καβάφη που πετάχτηκαν και βρέθηκαν πέρυσι στους κάδους απορριμμάτων της Καλλιδρομίου. Φαίνεται πώς κάποιοι (οι ιδιοκτήτες των υπογείων;) ξεφορτώνονται λίγο λίγο, το άχρηστο γι’ αυτούς υλικό. Ο Κίμων Φράιερ αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του μεταφράζοντας κυρίως Έλληνες ποιητές (και ολόκληρο τον Καζαντζάκη- ιδίως η «Οδύσσεια» έχει γίνει μπεστ σέλερ στην Αμερική. Αυτός πρώτος πληροφόρησε το αμερικανικό κοινό για τους νεώτερους ποιητές μας, αφού τύπωσε μια μοναδική ανθολογία περιλαμβάνοντας και ποιητές της γενιάς του ’70 (Φωστιέρης κλπ.). Πέρα από έγκλημα, είναι κάτι χειρότερο, όνειδος, το ορφανό αρχείο του να φτάσει ανυπεράσπιστο στη χωματερή ή σε επιτήδειους χαρτοσυλλέκτες που το πωλούν στους συλλέκτες πανάκριβα.
ΚΩΣΤΑΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
--
ΚΙΜΩΝ ΦΡΑΙΕΡ
Γιώργος Κ. Πηλιχός, εφ. τα Νέα 13/7/1974
    Η “LITERARY GUILD CLUB” η περίφημη, δηλαδή η «Αμερικάνικη Λέσχη της Λογοτεχνικής Συντεχνίας» επεφύλαξε μιά ξεχωριστή τιμή στον Κίμωνα Φράιερ: συμπεριέλαβε ανάμεσα στα καλύτερα βιβλία της χρονιάς τον θαυμάσιο α΄ τόμο της «Σύγχρονης Ελληνικής Ποίησης», όπου ως γνωστόν ανθολογούνται τριάντα Έλληνες ποιητές: από τον Καβάφη ως τον Ελύτη. Για τον τόμο αυτό, όπου επίσης περιέχεται ένα εισαγωγικό δοκίμιο 130 σελίδων που αναλύει ιστορικά και κριτικά την σύγχρονη ελληνική ποίηση, το δημοσιογραφικό όργανο της Λέσχης “Literary Guild” γράφει τα εξής:
Η «Σύγχρονη Ελληνική Ποίηση» του Κίμωνα Φράιερ είναι ένας ογκώδης τόμος (780 σελίδες) και λαμπρό επίτευγμα που συναγωνίζεται με την αδιάπτωτη εκφραστική της καθαρότητα τα μεγαλύτερα μνημεία της μεταφραστικής τέχνης. Οι μεταφράσεις του Κίμων Φράιερ αποτελούν αυτές καθ εαυτές υπέροχα έργα της αγγλικής ποίησης, έργα ενός ανθρώπου που είναι εξ ίσου ποιητής όσο και μεταφραστής. Πέρα από αυτό ο Κίμων Φράιερ έχει δημιουργήσει ένα έργο υψηλής φιλολογικής στάθμης γιατί οι σημειώσεις, τα σχόλια και ο μακρύς του πρόλογος για την σύγχρονη ελληνική ποίηση αποτελούν την πιο εξαντλητική και πλήρη μελέτη αυτού που τώρα μπορούμε επιτέλους να το εκτιμήσουμε ως τη χρυσή εποχή μιάς ποίησης-και που έγινε προσιτό στο αμερικάνικο κοινό και που θα πάρη τη θέση του ανάμεσα στα διαρκέστερα κλασικά έργα της λογοτεχνίας της γενιάς μας.
     Ο ίδιος ο Κίμων Φράιερ αντιμετωπίζει την τιμή που του έγινε απ’ την «Λέσχη της Λογοτεχνικής Συντεχνίας» μ’ αυτή την ψύχραιμη όσο και μετριόφρονα δήλωση: «Άς πούμε πώς πρόκειται για μια επιβράβευση των 25 ετών μόχθου που κατέβαλα για να γίνη αυτό το βιβλίο. Για τα 25 αυτά χρόνια που τα έζησα όλα στην Ελλάδα έχοντας το σπάνιο προνόμιο να γνωρίσω από κοντά τους 27 από τους τριάντα ποιητές που ανθολόγησα. Οι τρείς που δεν γνώρισα είναι ο Καβάφης, που πέθανε το ’33, ο Καρυωτάκης που πέθανε το ’28 κι ο Σαραντάρης που πέθανε το ’41. Τον Σικελιανό και τον Καζαντζάκη τους είχα γνωρίσει πρίν απ’ τη μόνιμη εγκατάστασή μου στην Ελλάδα. Αυτή η ζωντανή επαφή με τους ποιητές μου έδωσε την δυνατότητα να προσεγγίσω με μεγαλύτερη σιγουριά το έργο τους, να συζητήσω μαζί τους πάνω στις μεταφράσεις των ποιημάτων τους και να φτάσω σ’ ένα αποτέλεσμα για το οποίο υπήρξαν, ως ένα σημείο, συνυπεύθυνοι με μένα, αυτοί οι ίδιοι οι ανθολογούμενοι ποιητές».
Στο μεταξύ, παράλληλα με το “Literary Guilb” ένα άλλο αμερικανικό λογοτεχνικό έντυπο, το “The Charioteer” («Ο Ηνίοχος»). Πού εκδίδουν ελληνοαμερικανικές προσωπικότητες των γραμμάτων, έχει αφιερώσει ολόκληρο το τελευταίο του τεύχος (αρ. 15. 1974) στον Κίμωνα Φράιερ, για τον οποίο ο Αντώνης Δεκαβάλλες σε ένα δοκίμιό του με τον τίτλο «Ο Φράιερ ως μεταφραστής», γράφει ανάμεσα σε άλλα και τα εξής, με αφορμή τις μεταφράσεις του πάνω στους 30 Έλληνες ποιητές:
……Είναι η σφραγίδα της αγάπης του για τους ρόλους που αφιερώθηκε να παίξη και της δυσκολίας να διαλέξη ανάμεσα σε λεπτές αποχρώσεις του σεβασμού για τόσες διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες και των δικών του ποιητικών χαρισμάτων που κάνουν την Ανθολογία του να είναι ένα μεγάλο άλμα της σύγχρονης ποίησης στην πορεία της μέσα στον κόσμο….
Στο ίδιο τεύχος του «Ηνίοχου» περιλαμβάνονται και οι μεταφράσεις του Κίμωνα Φράιερ πάνω σε ποιήματα των Ελλήνων ποιητών της νεώτερης γενιάς, που θα αποτελέσουν τον β΄ τόμο της «Σύγχρονης Ελληνικής Ποίησης»….. Ο β΄ τόμος της Ανθολογίας «Σύγχρονη Ελληνική Ποίηση» θα κυκλοφορήσει πρώτα στα αγγλικά μέσα στο 1975 και εν συνεχεία και οι δύο τόμοι της ανθολογίας θα κυκλοφορήσουν και στα ελληνικά…. Στο μεταξύ τον ερχόμενο Οκτώβριο κυκλοφορεί  στην Αμερική, απ’ τις εκδόσεις του Πανεπιστημίου Τέμπλ της Φιλαδέλφειας ένα καινούργιο βιβλίο του Κίμωνα Φράιερ, με τίτλο “The Sovereign Sun” («Ο ηγεμών Ήλιος») που είναι μια επιλογή πάνω στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, απ’ τους «Προσανατολισμούς» μέχρι σήμερα. Στο βιβλίο αυτό (200 σελίδων) περιλαμβάνεται και μιά μελέτη 40 σελίδων για τον Οδυσσέα Ελύτη και το έργο του, γραμμένη επίσης απ’ τον Κίμων Φράιερ…….
ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΠΗΛΙΧΟΣ
--
ΝΕΑ ΑΓΓΛΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ.
ΠΡΟΣΦΟΡΑ-ΚΑΙ… ΛΑΘΗ-ΤΟΥ KIMON FRIAR
Κώστας Σταματίου, εφ. Τα Νέα 30/11/1985.
«ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ». Μετάφραση από τα Ελληνικά, Εισαγωγή, Βιογραφίες και Σημειώσεις υπό KIMON FRIAR. Εκδότης: Το Ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού. Σελ. 488. (Τυπώθηκε σε 1000 αντίτυπα εκτός εμπορίου).
     Έγινε στην Κέρκυρα, από 29 Σεπτέμβρη έως 2 Οχτώβρη, το λεγόμενο 8 Παγκόσμιο Συνέδριο Ποιητών. Πέρασε σχεδόν απαρατήρητο, γιατί, α) με την εξαίρεση δύο-τριών διασημοτήτων, όλοι οι άλλοι σύνεδροι ήταν διάφοροι Φούφουτοι της διεθνούς παραποιητικής παρασιτολογίας, και β) διεξήχθη ερήμην των αληθινών και σοβαρών Ελλήνων ποιητών. Όπως και να ΄ναι, το υπουργείο Πολιτισμού είχε ακόμα κάποια κονδύλια για ξεκοκάλισμα και περιποιήθηκε πολύ νωρίς τους κυρίους-κυρίους Συνέδρους. Έως και κρουαζιέρες στα νησιά τους πήγε (με όλο το σχετικό «κουρέλ λοκάλ» σουβλάκι, συρτάκι-ντανς κλπ.). Εμάς αυτά δεν μας ενδιαφέρουν, «δικό τους το πεπόνι, δικό τους και το μαχαίρι». Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι ένα βιβλίο που τυπώθηκε με την ευκαιρία του Συνεδρίου, στα εγγλέζικα, και που κυκλοφόρησε δωρεάν μεταξύ των συνέδρων και άλλων «εκλεκτών» (στις εφημερίδες δεν το έστειλαν, για τις οικείες στήλες αναγγελίας ας είναι). Πρόκειται για το ογκώδες «Σύγχρονη Ελληνική Ποίηση», του καθηγητή πολλών αμερικανικών πανεπιστημίων και ανθολόγου-μεταφραστή της ποίησής μας Κίμον Φράιαρ.
     Το 1973 ήδη, ο Φράιαρ είχε εκδόσει την ανθολογία «Μοντέρνα Ελληνική Ποίηση» (οίκος Simon και Schuster της Νέας Υόρκης), με 30 ποιητές, που τοποθετούνται κατά χρονολογική σειρά, από τον Καβάφη (γεν. 1863) και έως τον Βρεττάκο (1912). Στην επανέκδοση της παραπάνω ανθολογίας (από τον οίκο Ευσταθιάδη), το 1982, προστέθηκαν δύο ακόμη ποιητές που είχαν παραληφθεί, ο Γ. Στογιαννίδης (1910) και ο Ζήσης Οικονόμου (1911).
    Η τωρινή «Σύγχρονη» ανθολογία (του υπουργείου), είναι μιά συνέχεια της προηγούμενης. Αρχίζει με τον αείμνηστο Μηνά Δημάκη (1913-1980) και καταλήγει στον Αντώνη Φωστιέρη (γεν. 1953), καλύπτει δηλ. τέσσερις δεκαετίες…. Γεννήσεων. Ας το πούμε αλλιώς: καλύπτει 40 χρόνια νεωτερικής ποίησης, από τα τέλη του πολέμου κι ως τα προχθές (Τζένης Μαστοράκη, ποιήματα 1983), δηλ. την «Πρώτη Μεταπολεμική Γενιά», τη λεγόμενη «Γενιά του ‘70» και τα ενδιάμεσα δυσταξινόμητα «παιγνιόχαρτα».
Η ΟΠΤΙΚΗ ΦΡΑΙΑΡ
     Γνώστης, πεπειραμένος, ο Φ. εισάγει τον ξένο ενδιαφερόμενο στα της νεότερης ελληνικής ποίησης, με μιαν αναδρομή στο πολιτικό υπόβαθρο. Δύο-λέει- είναι τα μεγάλα γεγονότα που ασφαλώς επηρέασαν τη ζωή και το έργο των ποιητών: α) το τρίπτυχο Πόλεμος-Κατοχή-Εμφύλιος, και β) Η δικτατορία των συνταγματαρχών. Αφού τοποθετεί τη «Γενιά του ‘30» (αστράτευτοι: Σεφέρης, Ελύτης, Εμπειρίκος, Εγγονόπουλος, Γκάτσος «στρατευμένοι»: Βάρναλης, Ρίτσος, Βρεττάκος), εξηγώντας γιατί όλοι περίπου είναι «παιδιά του Καβάφη» κι όχι του Παλαμά, ανεβαίνει ως τις πηγές και μνημονεύει τους γεννήτορες Σολωμό και Κάλβο.
     Στη συνέχεια, διεξέρχεται την ελληνική πολιτική ιστορία από το Μεταξά και μετά-με την οπτική ενός «προοδευτικού» Αμερικανού και με αρκετά λάθη, πραγματικά και άλλα. Γράφει π.χ. ότι οι παρτιζάνοι του… ΕΛΑΣ νικήθηκαν το… 1948 στο Γράμμο (αγνοώντας ότι ο ΕΛΑΣ είχε διαλυθεί πριν από χρόνια και το δεύτερο εμφύλιο έκανε ο «Δημοκρατικός Στρατός». Δ.Σ., με Βαφειάδη αρχηγό κλπ.). Κάπου, μάλιστα, μιλάει και για … «κομμουνιστικές συμμορίες» (bands). Ας είναι.
    Στην παρουσίαση των ποιητών, πάντως, τα πάει καλύτερα, Οι σύντομοι χαρακτηρισμοί που κάνει για τον καθένα είναι συχνά εύστοχοι, πάντα αιτιολογημένοι, βάσιμοι. Γενικότερα, βλέπει πιο οριστικά, κατασταλαγμένα την Πρώτη μεταπολεμική Γενιά  και κάπως διστακτικά, μονόπλευρα, κείνη «Του Παραλόγου», όπως λέει στον υπότιτλο. Ιδιαίτερα υπερτονίζει, νομίζω την επίδραση της αμερικάνικης κουλτούρας της αγγλοσαξονικής ευρύτερα-Μπομπ Ντύλαν, Μπητλς, Ρόλλινγκ Στόουνς, Σάιμον και Γκαρφάνκελ Τζόαν Μπαέζ, Σίλβια Πλαθ, κ. ά.-στη «Γενιά του ‘70». Όχι ότι λείπει τελείως, προς Θεού! Αλλά στους περισσότερους ποιητές και ποιήτριες-μπορούν ν’ ανιχνευτούν άλλες επιδράσεις ισχυρότερες.
ΤΑ ΛΑΘΗ
     Δυστυχώς, μάλλον από υπερβολική σπουδή, αλλά και από άστοχες επιλογές, στο πολύτιμο αυτό για τη διάδοση της ελληνικής ποίησης Ανθολόγιο, έχουν παρεισφρήσει λάθη. Πραγματικά, πολλές φορές. Απτά. Και δεν υπεισέρχομαι στη μετάφραση των ποιημάτων-ίσως αφού την αποδέχθηκαν οι ποιητές τους, εμάς να μη μας πέφτει λόγος. Μιλάω για τα άλλα, της εισαγωγής των βιογραφιών, των σημειώσεων, που πέφτουν στο μάτι του αναγνώστη. Τα αναφέρω σκόρπια:
1.Ο Αλέξης Τραϊανός δεν «αυτοπυροβολήθηκε-με πιστόλι-εντός δάσους» (σελ. 477), αλλά κλείστηκε ερμητικά στο αυτοκίνητό του και πέθανε από το καυσαέριο της εξάτμισης που διοχέτευσε με σωλήνα στο εσωτερικό.
2.Ο Μανόλης Αναγνωστάκης δεν συμμετείχε σε ομάδες ανταρτών (guerrilla war) σαν φοιτητής πιάστηκε, στο Πανεπιστήμιο, και καταδικάστηκε σε θάνατο (σ. 436).
3.Ο Άρης Αλεξάνδρου: α) Γιατί μεταβαπτίσθηκε σε :”Ares”; Βέβαια, έτσι γράφεται στα εγγλέζικα ο θεός του πολέμου, αλλά τα ονόματα είθισται να μην αλλάζουν (άλλωστε ο ίδιος ο Φράιαρ γράφει τον Ελύτη Odysseus, δεν τον αποκαλεί αγγλιστί Ulisses…). Β) Πού γεννήθηκε ο Αλεξάνδρου; Πουθενά; (Και βέβαια, στην Πετρούπολη, το μετά Λένινγκραντ). Ακόμη: ο Αλεξάνδρου πέρασε τον περισσότερο καιρό της καταδίκης του σε κλειστές φυλακές κι όχι «σε διάφορα στρατόπεδα κρατουμένων», (σελ. 435)
4.Το ποίημα του Νίκου Καρύδη είναι «Λεωφόρος Αλεξάνδρας» (γι’ αυτό και αναφέρεται σ’ Αμπελόκηπους και Γκύζη) και όχι… Αλέξανδρου- Alexander, όπως γράφει δυο φορές ο Φ. (σελ. 83 και 453).
5.Γιατί… «Κρίτος» Αθανασούλης; (δύο φορές, σελ. 439). Αφού ο ποιητής λέγεται Κρίτων-σαφέστατα. (Το δικό του όνομα γιατί δεν το γράφει Κίμος;).
6.Ο Γιώργος Χρονάς παραθέριζε στα Βίλλια’ μόνο που δεν πάνε εκεί συχνά «οι Αθηναίοι για κολύμπι». Τα Βίλλια είναι μάλλον ορεινή κώμη.
7.Η Νατάσα Χατζηδάκη έχει γεννηθεί στο Μέρωνα Αμαρίου Ρεθύμνης (Κρήτη). Μόνο που ο Μέρωνας-πατρίδα του εκ μητρός προπάππου μου, γι’ αυτό το ξέρω..-είναι μικρό χωριουδάκι κι όχι… πόλη (town) της Κρήτης (σ. 450).
8.Μπορούμε να τοποθετήσουμε την πλατεία Κάνιγγος «μεταξύ Ομονοίας και Συντάγματος»; (σελ. 442). Θα ήταν μάλλον παρατραβηγμένο…
9.Ο ποιητής είναι ο Σταύρος Βαβούρης και όχι Varouris (σελ. 468΄ ασφαλώς τυπογραφικό).
10.Το σπήλαιο στην Παιανία λέγεται «Κουτούκι» κι όχι “Katouki” (σελ. 474, κι αυτό τυπογραφικό;)
11.Γιατί «Στεριάδης», «Στερυόπουλος»;
    Σταματάω. Ανέφερα τα, κατ΄ εμέ, λάθη προς διόρθωση. Γιατί το οριστικό βιβλίο του Φράιαρ θα κυκλοφορήσει στην Αμερική προσεχώς, συμπληρωμένο-μαθαίνω με μερικούς ακόμη ποιητές της νεότατης γενιάς. Αυτά, και με σεβασμό πάντα στο μόχθο και τον όγκο δουλειάς αυτού του ακούραστου απόστολου του Ελληνικού Λόγου.
Κ.(ΏΣΤΑΣ) Σ.(ΤΑΜΑΤΙΟΥ).
--
ΚΙΜΩΝ ΦΡΑΙΕΡ
ΕΝΑΣ ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΥΡΙΣΜΟΥ
Τάκης Μενδράκος, περ. Επίκαιρα τχ. 664/23-4-1981, σ. 76-77.
     Αν οι 33.333 στίχοι της «Οδύσσειας», στάθηκαν ένας άθλος για τον Νίκο Καζαντζάκη, για κείνον που διανοήθηκε να μεταφέρει αυτούσιο το έργο σε μιά ξένη γλώσσα είναι αναμφισβήτητα ένα φανταστικό τόλμημα. Γιατί αν από την καρδιά και το νου του ποιητή αναβλύζει ασυγκράτητος ο Λυρικός Λόγος, ο μεταφραστής, για να βυθιστεί στη δική του συγκίνηση και για να την εκφράσει με ολότελα διαφορετικά γλωσσικά δεδομένα, πρέπει να διανύσει τη δεκαπλάσια απόσταση. Και μόνο ένα τέτοιο εγχείρημα θα ήταν αρκετό για να δικαιώσει την πνευματική πορεία του Κίμωνα Φράιερ. Μια βιαστική ματιά στον όγκο των άρθρων και των κριτικών που ξεσήκωσε ο μεταφραστικός αυτός άθλος μόλις παρουσιάστηκε στο αγγλόφωνο κοινό, θα ήταν αρκετή για να πείσει και τον πιο δύσπιστο αναγνώστη: «Αυτό το μεγάλο ποίημα», γράφει ο HUGH LLOYD JONES, καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, «παρουσιάζει ένα φοβερότατο πρόβλημα για τον μεταφραστή. Αλλά το πρόβλημα έχει θριαμβευτικά ξεπεραστεί  από τον κ. KIMON FRIAR…”. O W. B. STANFORD καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας το Πανεπιστήμιο του Δουβλίνου, μιλώντας για τον μεταφραστή, επιμένει πώς «… η μεγαλύτερη αρετή του είναι η αδιάπτωτη πλαστικότητα και ευλυγισία του ύφους του σε ολόκληρο το γιγαντιαίο του εγχείρημα..». ενώ ο CECIL MAURICE BOWRA, ελληνιστής και αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, γράφει στον OBSERVER του Λονδίνου για το βιβλίο. «… Μιά έντεχνη καλλιτεχνική εκτέλεση. Ένας μεγάλος φόρος τιμής, σ’ έναν μεγάλο άνθρωπο και, ταυτόχρονα, ένα σημαντικό έργο τέχνης αυτό καθεαυτό…».
     Αλλά για τη διθυραμβική υποδοχή μπορεί να βρει ο αναγνώστης άπειρα δείγματα στο περιοδικό ΤΟΜΕΣ (τεύχος 58, Μάρτης 1980). Άλλωστε δεν σταματάει εδώ η προσφορά του Κίμωνα Φράιερ στη νεοελληνική λογοτεχνία. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι είναι η πρώτη φορά πού ένας και μοναδικός άνθρωπος έδωσε σε ξένη γλώσσα ένα τόσο ευρύ φάσμα του ελληνικού ποιητικού λόγου, ξεκινώντας από την αρχή του Μεσοπολέμου, για να φτάσει ως τη δεκαετία του ’70.
    Όμως, για τις γραμμές αυτές, πού δεν είν’ τίποτ’ άλλο από ένας ελάχιστος φόρος τιμής για μιάν ανεκτίμητη προσφορά στα νεοελληνικά γράμματα, δεν στάθηκαν αφορμή οι μεταφράσεις του Κίμωνα Φράιερ, αλλά ο καλαίσθητος τόμος με τα δοκίμιά του που κυκλοφόρησαν τελευταία από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ κάτω από τον τίτλο «Τα πέτρινα μάτια της Μέδουσας», δοκίμια που μαρτυράνε την παιδεία του συγγραφέα τους και ακόμα περισσότερο τη βαθιά και ειδική γνώση του πάνω στην ποιητική τέχνη και στην τέχνη της μετάφρασης. Κι αυτή την παιδευτική διαδρομή ίσως είναι σκόπιμο να την παρακολουθήσουμε…..
…………
Αν με τις ποιητικές του μεταφράσεις ο Κίμων Φράιερ δίνει τη δυνατότητα στην ελληνική ποίηση να περάσει τα στενά μας σύνορα, με τα δοκίμιά του αυτά δίνει στέρεες παρεμβάσεις για μια σίγουρη επικοινωνία με υψηλές μορφές της Αγγλοαμερικανικής ποίησης. Γραμμένα από το 1940 έως το 1978 και μεταφρασμένα από δέκα Έλληνες συγγραφείς, χωρίζονται σε τρείς βασικές ενότητες. Στην πρώτη, ο μύθος του Περσέα και της Μέδουσας τον παρακινεί στον συμβολισμό της καλλιτεχνικής δημιουργίας, στην προσπάθεια του δημιουργού να βρει μιά μορφή τέχνης και να δαμάσει τις δυνάμεις που προσπαθούν ν’ αποσυνθέσουν αυτόν και τον κόσμο του.
……………..
ΤΑΚΗΣ ΜΕΝΔΡΑΚΟΣ.
         Αισίως φτάσαμε και πάλι σε αυτό το δεύτερο μακροσκελές σημείωμα για τον παλαιό δάσκαλο της Ποίησης Κίμωνα Φράιερ, τις 43 σελίδες ή τις 15. 700 περίπου λέξεις. Ας κλείσουμε το σημείωμα με ελάχιστα από το κείμενο που έγραψε και πάλι ο δοκιμιογράφος Θ. Δ. Φραγκόπουλος, στην εφημερίδα Η Καθημερινή 4 Ιουνίου 1981, με τίτλο: «Στην υπηρεσία του αλλότριου ταλέντου», μιλώντας μας για τα δοκίμια «τα πέτρινα μάτια της Μέδουσας».. Γράφει ο λησμονημένος σήμερα δοκιμιογράφος και μεταφραστής με αγάπη και σεβασμό για τον Φράιερ:
     «Υπάρχουν εργασίες μεταφραστικές που προκαλούν περισσότερο από θαυμασμό: είναι εκείνες που δημιουργούν το δέος. Η μετάφραση των εβδομήκοντα, ας πούμε: ολόκληρη η Βίβλος μεταφράζεται μέσα σε κάπου τριάντα χρόνια, από έξη δωδεκάδες εξελληνισμένους ραββίνους της Αλεξάνδρειας. Πεντακόσια χρόνια αργότερα, ένας άνθρωπος ολομόναχος, θα επαναλάβει τον άθλο αυτό σε λιγότερο από είκοσι χρόνια: ο Άγιος Ιερώνυμος θα φτιάξει την Βουλγκάτα του. Και αυτό σε μιά εποχή όπου κάθε λέξη μετράει, επειδή έχουν αρχίσει κι όλας οι καυγάδες των αιρέσεων, και στα αρχικά «κόρπους» των εβδομήκοντα έχει προστεθεί και η Καινή Διαθήκη. Οτιδήποτε λοιπόν έχει να μας πει ο χαλκέντερος αυτός μεταφραστής για την τεχνική της μεταφοράς ενός κειμένου από μια γλώσσα σε άλλη, πρέπει να έχει ιδιαίτερη σημασία για όλους όσους καταγίνονται και σήμερα με τη μετάφραση. Σε μιάν από τις επιστολές του προς τον Ρουφίνο τον Μοναχό, σημειώνει πώς όλα είναι δυνατόν να μεταφραστούν από τη μια γλώσσα στην άλλη, εκτός από την ίδια την «αυτόχθονη ποιότητα της γλώσσας»  Αυτό, λέει παραμένει πάντα άπιαστο, γιατί δεν μπορεί να νοηθεί μια απόδοση σωστή της ποιότητας της γλώσσας, χωρίς τους ήχους, τον τονισμό, την φθογγή, και τους φόβους μέσα στους οποίους αυτή ενσαρκώθηκε.
     Να γιατί η μετάφραση ενός κειμένου, όπου η ποιότητα της γλώσσας παίζει τόσο μεγάλο ρόλο, όσο στην ποίηση, είναι έργο που απαιτεί μεγάλη επιδεξιωσύνη, έτσι ώστε αυτή η διαδικασία της ενσάρκωσης-της μετενσάρκωσης, θα λέγαμε-να μπορεί να επιτευχθεί σωστά. Και, επειδή αυτή την μετενσάρκωση μόνο διαισθητικά μπορεί κανείς να πλαστουργήσει, χρειάζεται ένας τεχνίτης που να κατέχει αυτή την διαίσθηση που ανιχνεύει ποιότητες όπως ο χειρουργός ανιχνεύει σαρκώματα: εκείνος ο τεχνίτης που λέγεται ποιητής. Την ποίηση, κανένας σοφός σχολάριος δεν μπορεί να την μεταφράσει’ και για τούτο, τα δύο ύψιστα παραδείγματα σωστής ποιητικής μετάφρασης μόνο ποιητής μπόρεσε να, τα προσφέρει, ο Μπωντλαίρ μεταφράζοντας Πόε και ο Στέφαν Γκεόργκε μεταφράζοντας-τι σύμπτωση!-Μπωντλαίρ.
     Υπάρχει βέβαια, το παράδειγμα του Έντουαρντ Φίτζεραλντ έδωσε όλους τους ποιητικούς του χυμούς στη μετάφραση των Ρουμπαγιάτ του Ομάρ Καγιάμ, ώστε να μην μείνει τίποτε άλλο από αυτόν τον ίδιο στην ιστορία. Σπάνιο δείγμα πνευματικού αλτρουισμού, που έφτασε στην έσχατη συνέπεια. Θα’ ταν σχεδόν και ανεπανάληπτο, αν δεν είχαμε, στη δική μας γλώσσα, ένα αντίστοιχο φαινόμενο, έναν ποιητή πού, θεληματικά, στρατεύθηκε στην μετάφραση τόσο πολύ ώστε να ξεχάσει τις προσωπικές δημιουργικές του φιλοδοξίες, να περιγράψει μέσα στην ψυχή του την ιερή έφεση για την πρωτότυπη ποιητική δημιουργία και ν’ αφιερωθεί ολόπλευρα στην μετάφραση. Και το πράγμα παίρνει διαστάσεις επικής αυταπάρνησης, όταν σκεφτεί κανείς πως ο ποιητής αυτός, δίγλωσσος από γεννησιμιού του, ήτανε κι όλας δόκιμος τεχνίτης σε μια γλώσσα με παγκόσμια ακτινοβολία, την αγγλική, και πώς εγκατέλειψε την ποιητική του σταδιοδρομία επειδή εζεύτηκε μιάν άλλη ιερότερη υποχρέωση: Να προβάλλει τα επιτεύγματα της ποίησης τούτου του τόπου στο διεθνές αγγλόφωνο κοινό. Πρόκειται για τον Κίμωνα Φράιερ, που από το 1946, με υπομονή καθαρώς μοναστηρίσια, και με μιάν επιδεξιότητα που μόνο η αφατρίαστη πραότητά του τη συναγωνίζεται, έχει επωμισθεί ακούραστα το βαρύ έργο της μετενσάρκωσης του ελληνικού ποιητικού λόγου στ’ αγγλικά…..».       
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 29 Ιουνίου 2020.
ΥΓ.  Και μιά μικρή ερωτησούλα.  Άραγε, η θετική θέση που εξέφρασε ο βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας δημοσίως, κύριος Κωνσταντίνος Μπογδάνος (σε άρθρο του και σε ραδιοφωνική ημερήσια εκπομπή του στο συγκρότημα του Θρύλου στον Πειραιά) για το σύμφωνο συμβίωσης και τον γάμο μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών, πηγάζει από την σύγχρονη πολιτική συνείδηση και σκέψη ενός φιλελεύθερου νέου βουλευτή της συντηρητικής παράταξης, εκπρόσωπο του ελληνικού κοινοβουλίου, δημοσιογράφου και πολιτικού, ή από ένα ακόμα πολιτικό παιχνίδι-του κομματικού μας συστήματος- για να βγει από τα «αριστερά της δεξιάς» στους πολιτικούς αντιπάλους της κυβέρνησής που τον εξέλεξε και υποστηρίζει; Μεγάλος περίπατος ή Μεγάλη πορεία;