Σάββατο 31 Αυγούστου 2019

Δημήτρης Πικιώνης ΖΩΓΡΑΦΙΚΑ


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΙΚΙΩΝΗΣ, ΖΩΓΡΑΦΙΚΑ

     «Όσον αφορά την ποίηση έχουμε την ομόλογη δήλωση του Δάντη για την Κωμωδία του, ότι «ο στόχος του όλου έργου δεν ήταν θεωρητικός αλλά πρακτικός… Ο σκοπός είναι να αποσπάσει εκείνους που διάγουν αυτήν την ζωή από την κατάσταση της αθλιότητας και να τους οδηγήσει στην ευλογία».
      Ananda K. Coomaraswamy, ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΗ, Οι Μεταφυσικές Αρχές της Τέχνης, πρόλογος Philip Sherrard, εκδόσεις Πεμπτουσία-Αθήνα 1991, σ.51 μετάφραση Παναγιώτης Σουλτάνης.

     «Γεννήθηκα το 1887 στον Πειραιά ΄ οι γονείς μου κατάγονται από τη Χίο. Η μητέρα του αείμνηστου Πορφύρα κι η δικιά μου ήταν αδελφάδες, το γένος Συριώτη. Τις εγκύκλιες σπουδές τις πέρασα στον Πειραιά. Κι όποιος ξέρει τι σημασία έχει για το νέο η παρουσία στην κριτική τούτη ηλικία ενός προσώπου σαν τον λαμπρόν εκείνο παιδαγωγό, που θύμιζε αρχαίον Έλληνα, τον αείμνηστο Ιάκωβο Δραγάτση, νιώθει γιατί οι μαθητές του φυλάγουν σ’ όλη τους τη ζωή, μέσα στην καρδιά τους, τη μνήμη της μορφής του.», με αυτά τα λιτά, ουσιαστικά ευγνωμοσύνης λόγια για τον παλαιό πειραιώτη δάσκαλο Ιάκωβο Δραγάτση ξεκινά να εξιστορεί το νήμα της ζωής του στα «Αυτοβιογραφικά σημειώματά» του, ο Δημήτρης Πικιώνης. Και συνεχίζει παρακάτω: «Είχα το σπάνιο προνόμιο να ΄χω ξάδελφο έναν ποιητή. Από το στόμα του, του αείμνηστου, πρωτάκουσα τα τραγούδια του λαού μας, του Σολωμού και των άλλων. Μαγικό κόσμος ανοίχτηκε στα μάτια του παιδιού… Του χρωστώ αιώνια αγάπη και ευγνωμοσύνη. Κι αναμφίβολα χρέος μου είναι εδώ να μνημονεύσω το Νιρβάνα, το Λαμπελέτ, το Μελά, το ζωγράφο Μηλιάδη, που πάντοτε μου παραστάθηκαν…». Και μας εξιστορεί ο Πειραιώτης αρχιτέκτονας περιπατητής της Πειραϊκής γης, του ελληνικού τοπίου ευρύτερα: «Εκεί κάτω, εις τα βράχια της Φρεαττύδας που καθημερινά μας πήγαινε την αδελφή μου κι εμένα η γιαγιά μας, ανάμεσα στα τραχιά εκείνα βράχια, όπου η αύρα έσειεν απαλά το μίσχο το φυτού που φύτρωνε στις κουφάλες των βράχων, στο χώμα το θεοφόρο, τα σπαρμένο από τα θραύσματα των αγγείων, ανάμεσα από τα χαίνοντα πηγάδια που μου μιλούσαν για τους αρχαίους κατοίκους αυτής της γης, της γης μου, εμόρφωνα τη συνείδησή της, έπλαθα την ιστορία της…». Αυτό το καβαφικό «εμόρφωνα» που συμπληρώνεται με το «έπλαθα» δυό ρήματα ορμήματα ψυχής και ανθρωπίνου χρέους, αυτοσυνειδησίας, μας αποκαλύπτουν την ποιότητα του χαρακτήρα, το ήθος του προσώπου, την οικεία σε μας πνευματικότητα του καλλιτέχνη, την αξία της ατομικής έκφρασης του πειραιώτη προσκυνητή της ελληνικής γης, του φυσικού τοπίου, της συνέχειας της περπατησιάς των ελλήνων στις σήραγγες του χρόνου της ιστορίας.
     Ο Δημήτρης Πικιώνης, αυτός ο μικρός το δέμας «Ανταίος» σάρκωσε με το έργο του, τα αισθητικά οράματα ολάκερων γενεών που βρίσκονταν εν υπνώσει. Μορφοποίησε ιδανικά πανάρχαιου κάλλους της ύπαρξης του έλληνα ανθρώπου που, τα χνάρια του, τα συναντάμε στις Πλατωνικές αρχές αισθητικής του ενιαίου χώρου (του ανθρωπίνου όντος και του φυσικού τοπίου), τις Πυθαγόρειες θεωρίες περί της πρωταρχικής σημασίας των αριθμών στην αυτοκίνητη αρμονία και οργάνωση του σύμπαντος, έδωσε φως στην λασπωμένη ύλη, την ξερή γη με τις πολυποίκιλες μορφές φανέρωσής της, τις μυστικές δυνάμεις της πέτρας, όπως διδάσκονταν πατροπαράδοτα από την αρχαία πίστη της παράδοσής τους να πράττουν οι βυζαντινοί ορθόδοξοι τεχνίτες, σμιλεύοντας την φθαρτότητα και επικαιρικότητα της ύλης, ανοίγοντας φανερή αμάχη με την σκληράδα αλλά ζωοποιό ζεστασιά της αιωνιότητάς της, υπαρκτικά μεταμορφώνοντάς την-μέσα στα όρια του πεπερασμένου χρόνου ζωή τους-σε επίγειο θαύμα κοινωνίας προσώπων και σχέσεων, οικοδομώντας τους ναούς τους και χτίζοντας τις οικίες τους. Ο Δημήτρης Πικιώνης, ακολούθησε τον ποταμό της ελληνικής παράδοσης ζωής και αισθητικής μέχρι τις εκβολές του, μέχρι τις Αισχύλειες απαρχές του και Ηρακλείτειες αναβλύζουσες πηγές ζωής και στοχασμού. Το βλέμμα του ήταν από πάντα στοχαστικό, μορφοποιητικό, ενορατικό, είχε το χάρισμα της γονιμοποιούς αφαίρεσης σε ότι καταπιάνονταν, την βαθειά αίσθηση του καίριου, του ουσιώδους, τις αποφυγής του περιττού, του πλεονάζοντος της ανθρώπινης όρασης. Το βλέμμα με το οποίο προσέγγιζε εξακολουθητικά την ύλη, το ελληνικό τοπίο και το ερμήνευε, το δανειζόταν και όχι το χρησιμοποιούσε, για να αρχιτεκτονήσει τον χώρο επαγγελματικά, παρέμεινε αναλλοίωτο –αν και εμπλουτισμένο με τα νέα εικαστικά και αρχιτεκτονικά ευρωπαϊκά ρεύματα της εποχής και των σπουδών του-από τότε που ήταν παιδί ως την κοίμησή του. Σημειώνει και πάλι στα «αυτοβιογραφικά του σημειώματα»: «Είχε ενωρίτερα εκδηλωθεί η κλίση μου για τη ζωγραφική. Κι αναθυμούμενος τα παιδικά τα χρόνια, βρίσκω πως μέσα στο βρέφος, μέσα στο παιδί, στα ορμήματα της ψυχής του και στους αδιατύπωτους στοχασμούς του, στις αδυναμίες του και τις δυνάμεις του, κρύβεται αυτούσιος ο χαρακτήρας του μεγάλου, η μοίρα της ζωής του ολάκερης». Αυτήν την σοφή παιδικότητα διατήρησε ο Δημήτρης Πικιώνης και μας κληροδότησε. Αυτήν την αντίληψη του ότι δεν υπάρχουν διαχωριστικές γραμμές μεταξύ ορατού κόσμου και αοράτου, μεταξύ ύλης και πνεύματος, μεταξύ στιγμής και αιωνιότητας. Ο ρυθμός της ύπαρξης της Φύσης είναι ενιαίος. Αυτήν την ρυθμική αρμονία, την παραδοξότητα της ζωής που μετατρέπεται σε θαύμα, την κατάργηση του δυϊσμού μεταξύ οργανικής ύλης και συνεχούς αναδημιουργούσας φθοράς, είναι που ενοποίησε στις δημιουργίες του και στα δικά μας μάτια ο Δημήτρης Πικιώνης. Ο πειραιώτης δάσκαλος και στοχαστής αναίρεσε τις εννοιολογικές διαιρέσεις του κόσμου όπως τις γνωρίζουμε από τις απαρχές του ευρωπαϊκού διαφωτισμού με την επικράτηση και την κυρίαρχη παντοδυναμία της λογικής. Συγκέρασε, αν δεν λαθεύω, την πρωταρχική έκπληξη της φανέρωσης της ύλης με το τελικό για τις ανθρώπινες συνειδήσεις αποτέλεσμα. Μας έκανε εύληπτη και κατανοήσιμη την βιωμένη ανθρώπινη εμπειρία στο διάβα του χρόνου. Εγκολπώνοντας ισορροπημένα και αρμονικά τις αρχές της μοντέρνας τέχνης, του κυβισμού που είχε ιδρύσει ο ποιητής Γκυγιώμ Απολλιναίρ, επηρεασμένος από την ζωγραφική ατμοσφαιρικότητα των εικαστικών δημιουργιών του Σεζάν, υιοθετώντας τα σύγχρονα της εποχής του ρεύματα εμπλούτισε τον δικό του προσωπικό εικαστικό οραματισμό, μεταφέροντας τα μέσα στα έργα του. Μόνο που ο Πικιώνης, θα τολμούσα να γράψω χωρίς να είμαι ειδικός, ακολούθησε έναν δικό του, ελληνικό τρόπο φώτισης. Ο στοχασμός του και το αισθητικό του βλέμμα έγινε ο αγωγός που ανέσυρε τα πιο δημιουργικά στοιχεία της ελληνικής λαϊκής παράδοσης. Διαπιστώνουμε μια εκπληκτική διαύγεια στα «Ζωγραφικά» του αρχιτέκτονα-ποιητή Δημήτρη Πικιώνη. Είτε καθήμενος στο ατελιέ του, είτε ταξιδεύοντας σαν μικρός οδοιπόρος σε διάφορα μέρη της ελλάδας, ο Πικιώνης, είναι ένας και ο αυτός. Το παιδί που στέκεται με θάμβος απορίας μπροστά στην μαγεία της φύσης, τις χαρές και παιχνιδίσματα του τοπίου, τις αισθησιακές γραμμές του φωτός και των αντίστοιχων σκιών που αφήνει στο αποτύπωμά της η μορφή της ύλης, που, γεμάτο χαρά, και προπαντός απορία, αγωνίζεται να μας μεταδώσει και να μεταφέρει μέσα στους σχεδιαστικούς του προβληματισμούς, στα σχέδια που φτιάχνει με μολύβι ή μελάνι, σέπια ή κάρβουνο, νερομπογιές, λάδι σε χαρτόνι ή πάνω στα μικρών διαστάσεων χαρτιά του, τις ακουαρέλλες και τις τέμπερές του, τις γαιώδεις πάντα μαλακές πινελιές του, εστιάζεται πάντα στην ποικίλη ελληνοκεντρική θεματολογία του, στην συμπαντική ενότητα του Κόσμου. Στα εικαστικές συνθέσεις του Πικιώνη, είτε αυτές έχουν σαν θέμα τους διάφορες στιγμές από τα τοπία της Αίγινας, της Σαλαμίνας, είτε εικονίζουν το σύμβολο της γοργόνας ή τις αρχαίας εκδικητικής μέδουσας, είτε εικονίζουν γυναικεία γυμνά σώματα, σώματα αρχαίων θεών και θεοτήτων, του Δία, της Νίκης, των Νεφελών,-τα αρχαιόθεμά του-είτε βλέπουμε αντίγραφα από επιτύμβιες στήλες, ή διαπραγματεύεται θέματα βυζαντινής ναοδομίας, ο στόχος του είναι ένας. Ο κοινός οραματισμός του ανθρώπου με την φύση. Η Φύση εμπεριέχει την ανθρώπινη παρουσία και η ανθρώπινη οντότητα εμπεριέχεται μέσα στην οργανική ύλη της Φύσης. Η Αίσθηση της φύσης και η πρόσληψή της από το ανθρώπινο βλέμμα είναι κοινή, με την αίσθηση της ίδιας της φύσης που παράσχει αφειδώς τα δώρα της στον άνθρωπο που γέννησε και αναμένει. Η Φύση, γέννησε το ανθρώπινο ον για να την θαυμάσει, να την καταστήσει φανερή μέσα στο σύμπαν. Ο Πικιώνης σχεδιάζει με την ίδια ευκολία και χάρη, έμπνευση και ποιότητα αγίους και λαϊκούς ήρωες, τον λαϊκό ήρωα καραγκιόζη και σκηνή από τον ερωτόκριτο,  διαπραγματεύεται με την ίδια σχεδιαστική δυναμική θέματα προερχόμενα από την λαϊκή τέχνη και εσωτερικής του χώρου διακοσμητικής. Σχεδιάζει ήρωες του 1821 σαν σε σχολική εορτή και γυναικείες σωματικές φιγούρες που ίσα-ίσα που τις διακρίνει το μάτι μας. Υπάρχουν πίνακες σχεδίων του επίσης, που, αδρά μόνο διακρίνουμε ένα βλέμμα να μας παρατηρεί. Το σύνολο σχεδόν από τα επτακόσια περίπου σχέδιά του δεν ονοματίζονται. Τα έργα χωρίζονται σε μεγάλες ομάδες και επιμέρους ενότητες, δεν φέρουν όμως όνομα. Ανακαλούν στην μνήμη μας, βυζαντινούς ανώνυμους αγιογράφους που δεν υπογράφουν τα έργα τους. Αν και στην περίπτωση του Δημήτρη Πικιώνη, πολλές του συνθέσεις φέρουν την υπογραφή του. Κάτι που αξίζει να σημειώσουμε ακόμα είναι ότι τα σώματα του Πικιώνη έχουν όγκο και έντονες και χαρακτηριστικές αρχιτεκτονικές γραμμές. Σαν να βρίσκονται μέσα σε ένα πεδίο μαθηματικής αρμονίας. Γεωμετρικά σχήματα που, δημιουργούν πολλές φορές το περίγραμμα του σωματικού όγκου ή το «προστατεύουν» μέσα σε μια σκιά που προέρχεται από την συμμετρία των γραμμών και όχι των καμπύλων που μάλλον κάνει στα δικά του προπλάσματα σχεδίων ο Δημήτρης Γαλάνης. Ο Πικιώνης χωρίζει τα σχέδιά του σε ενότητες που, όλες τους όμως έχουν οργανική ενότητα μεταξύ τους. Συνομιλούν μεταξύ τους και μαζί μας μέσα στο χρόνο. Τα σχέδια του Πικιώνη μας προσκαλούν να εμβαθύνουμε στον μέσα μας κόσμο, να διευρύνουμε την οπτική μας εξερευνώντας την φύση γύρω μας. Οι πίνακές του που γίνονται πάνω σε «φτωχά» θα λέγαμε υλικά, σε χαρτιά μικρών διαστάσεων, σε γκουά, σε χαρτόνια, σε στρατσόχαρτα κλπ., με μολύβι ή μελάνι, δεν μας προτρέπουν να τα παρατηρήσουμε και εξερευνήσουμε από έξω, από απόσταση αλλά από μέσα. Τα αντικείμενα, τα πρόσωπα, οι αδρές φιγούρες, οι γαιώδεις φόρμες και ανθρώπινες μορφές, ότι μικρολεπτομέρειες συναντάμε σε έναν πίνακα νεκρής φύσης, το θαλάσσιο τοπίο και η ατμόσφαιρά του, όλα αυτά, μας φανερώνουν τον μηχανισμό και τον τόνο απεικόνισής τους από τον Πικιώνη και ταυτόχρονα ας επαναλάβουμε την όρασή τους από τα μέσα. Υπάρχει αν δεν λαθεύω, μια ενοποίηση του χώρου με τον χρόνο στα έργα αυτά, ένα σχεδιαστικό τελικό «προϊόν» που εμπεριέχει εντός του το παρελθόν και το παρόν της λαϊκής τέχνης και μέρους της ελληνικής ζωγραφικής και παράδοσης. Τα σχέδιά του, σου δίνουν την αίσθηση μιας παραμυθίας ζωής και τρόπου ύπαρξης. Είναι καινοτόμα, γιατί είναι παραδοσιακά. Είναι μοντέρνα γιατί συνομιλούν και στηρίζονται σε αξίες και αρχές της παρελθούσας ιστορίας της ελληνικής γης και παράδοσης αισθητικής. Δεν είναι τυχαίο, όπως ο ίδιος σημειώνει ότι ο Περικλής Γιαννόπουλος προέτρεψε τον πατέρα του αρχιτέκτονα να ασχοληθεί ο γιός του με την ζωγραφική. Ο ίδιος γράφει για τον Γιαννόπουλο: «Ο Γιαννόπουλος… Περίμεναν από αυτόν να ‘ναι αυτό που στην εποχή του δε θα μπορούσε ποτέ να γίνει. Άς μας αρκέσει ότι ενσάρκωσε ο ίδιος  το ευγενέστερο και πλέον υπερήφανο είδος του Έλληνα». Υπήρξε ευτυχισμένος, όπως γράφει ο ίδιος όταν βρήκε έναν παιδευτή κι έναν δάσκαλο στην τέχνη, στα 1906, στο πρόσωπο του Κώστα Παρθένη, χαίρονταν με τις φεγγαρίσιες συζητήσεις που έκανε με τον συνομήλικό του Γιώργο Μπουζιάνη, συνπερπατητής του Τζώρτζιο ντε Κίρικο. Ορισμένες σχεδιαστικές του συνθέσεις φέρουν το στίγμα του de Chirico, ή θυμίζουν κάτι από την ατμόσφαιρα του Βολιώτη διάσημου ζωγράφου. Διάβασε με το ίδιο πάθος τον Αισχύλο και βίωσε τα χιλιάδες μυστικά και μηνύματα του Αττικού τοπίου, ώστε να μπορεί να σημειώσει: «Ώ πέτρωμα, σύ εμόρφωσες τον αυστηρό κρόταφο του Αισχύλου….».
     Ο Δημήτρης Πικιώνης, που θεωρούσε ότι «Μια φωνή μου έλεγε πως δεν ήρθαμε σε τούτο τον κόσμο με τη συγκατάθεσή μας, μα εκτίοντας κάποιο πταίσμα», μας καλεί σαν αρχαίος διδαχός από τα βάθη της ελληνικής ιστορίας και παράδοσης να συμμετάσχουμε μαζί του, σε μια νέα διαδικασία επανεύρεσης της αγνότητας και καθαρότητας της όρασής μας, που ανιχνεύουμε το ελληνικό τοπίο, της επανεύρεσης ενταξής μας στο φυσικό μας περιβάλλον, να επαναφέρουμε στην επιφάνεια της συλλογικής μας συνείδησης όχι τόσο ή μόνο, τα στοιχεία που μας υποδεικνύει ο ίδιος, όσο με αυτά που φέρουμε μέσα μας, έχουμε καταχωνιάσει τις αναμνήσεις του βίου μας, τις εμπειρικές μας γνώσεις, των σχέσεών μας και των συνομιλιών μας με τον έξω χώρο, κληροδοτημένα μέσα στο σεντούκι της ελληνικής παράδοσης και τρόπου ζωής, και, μας προσκαλεί, να συμμετέχουμε στην ανακατασκευή του κόσμου γύρω  μας, ως Κόσμου Κόσμημα. Ένα κόσμημα μέσα στο οποίο μας έλαχε να δούμε το φως, να αναπαραχθούμε, να δημιουργήσουμε, να γνωρίσουμε τα μυστικά του και να του προσφέρουμε τα κοινά μας οράματα.
      Γιατί η όραση των εμπνευσμένων και αληθινών καλλιτεχνών, δεν είναι παρά η αθωότητα της εν κινήσει τέρψης των αισθήσεων μέσα στον χώρο και χρόνο.
     Ο Δημήτρης Πικιώνης, ίσως θα τολμούσα να πω, είναι η ή μία από τις αφετηριακές εστιάσεις της ελληνικής σύγχρονης όρασης. Η πλέον αναγνωρίσιμη, από όσους έτυχε να τον γνωρίσουν και να συνεργαστούν μαζί του από κοντά, ή να μαθητεύσουν κοντά του, ενδοσκοπική διαύγεια της ελληνικής αισθητικής στην εποχή του. Είναι ο ποιητής αρχιτέκτονας, ο έλληνας στοχαστής, που μας έκανε προσιτό και αναγκαίο, το καθημερινά χειροπιαστό της ζωής μας μέσα στον χώρο, στην περιδιάβασή του, όχι όμως ενταγμένο μέσα σε μια ουράνια σφαίρα αλλά σε ένα ενθάδε τυχαίο παρόν που ομορφαίνει την ζωή μας. Που η αναπνοή μας ενώνεται με την ανάσα και εκπνοή ζωής του τοπίου.
     Στο προηγούμενο σημείωμα για τον Δημήτρη Πικιώνη, μετέφερα και αντέγραψα ενδεικτικές σύγχρονες καταγραφές πληροφοριών που αφορούν το έργο του, στο παρόν, αντιγράφω ορισμένες από τις κριτικές που υποδέχτηκαν την έκδοση. Ο Πικιώνης σημειώνει ο εικαστικός Παναγιώτης Τέτσης που προλογίζει την δίτομη έκδοση των εκδόσεων της «Ινδίκτου»: «Υπήρξε ένα φαινόμενο, από τα ελάχιστα, αν όχι το μοναδικό. Ήταν όλα μαζί: αισθαντικός, πνευματικός, αισθησιακός. Και γι’ αυτό το έργο του έχει παλμό, έλκει, γίνεται δικό μας».
Ο δε επίσης Πειραιώτης δάσκαλος στοχαστής και εικαστικός Γιάννης Τσαρούχης, σημειώνει σε κείμενό του που υπαγορεύει στην κόρη του Πικιώνη, Αγνή Πικιώνη, το πρωί της 5/4/1987:
«Ο Πικιώνης, αν θέλουμε να καταλάβουμε ποιος είναι, πρέπει να τον δούμε σαν ένα Ευρωπαίο που μένει στην Ελλάδα και προσαρμόζεται σ’ αυτήν. Δεν είναι απ’ αυτούς που θέλουν να γίνουν εφάμιλλοι της Ευρώπης αλλά θέλει να κάνει ό,τι θα ‘κανε ένας Ευρωπαίος στην Ελλάδα. Η διαφορά αυτή είναι τεράστια γιατί όταν ο καλλιτέχνης θέλει να γίνει εφάμιλλος, εξαρτάται από το τι ονομάζει Ευρώπη. Όλοι αυτοί που πάνε ένα διάστημα ή και περισσότερο στην Ευρώπη τι βλέπουν και τι ξέρουν από Ευρώπη; Το πρόβλημα είναι αυτό. Η Ευρώπη των καφενείων και των άσκοπων συζητήσεων, ο καφές και το folklore του Παριζιάνικου δημιουργούν ένα εμπόδιο να καταλάβει κανείς τι είναι αληθινό και τι ψεύτικο. Τι έχει κάνει γι’ αυτό ο κόσμος, παλιός και καινούργιος; Ο Έλληνας καλλιτέχνης που παίρνει στα σοβαρά την Ελλάδα είναι μοιραίο να έρθει σε αντίθεση με το επίσημο κράτος και με την ελληνική πραγματικότητα. Αυτό δίνει  στον κάθε δημιουργό Έλληνα τη δυσκολία να υπάρχει και να είναι διαφορετικός από το Ευρωπαίο και τον Ανατολίτη.
     Ο Πικιώνης θέλησε να τονίσει το γνήσιο από αυτά που τον περιστοίχιζαν, αφήνοντας απόλυτη ελευθερία να κάνει κανείς σφάλματα επ’ άπειρον αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Ο Έλληνας που θέλει να κάνει ό,τι του κατέβει δεν δέχεται την παράδοση και θέλει να υπάρχει ξένοιαστος για το τι γίνεται, δημιουργώντας ένα επιπόλαιο και πληροφορημένο σχετικώς στυλ. Η σειρά των έργων με την οποία προσπαθεί να αποδώσει την Αττική είναι επηρεασμένη από την δουλειά του Cezanne, αυτουνού δηλαδή που αλλάζει όλη την πορεία της παγκόσμιας ζωγραφικής. Όταν οι άλλοι αντιγράφουν τους ακαδημαϊκούς με το σουξέ τους ο Πικιώνης μένει ανεπηρέαστος και με τα τοπία του τα ελληνικά προσπαθεί να βρεί την ουσία της σκέψεώς του. Να αποδώσει την Ελλάδα ουσιαστικά, φτάνει να προϊδεί την αφηρημένη τέχνη ΄ κυνηγώντας το καλό, βρίσκει το Ελληνικό. Αυτές οι σπουδές με λάδι εκ του φυσικού δίνουν την δυνατότητα στον Πικιώνη να ζήσει το δράμα της σύγχρονης ζωγραφικής. Είναι συγχρόνως τα σχέδια ενός αρχιτέκτονα τα οποία θα συμπληρωθούν από μια αρχιτεκτονική ανάλογη. Ξεκινάει από το Τοπίο για να φθάσει στην Αρχιτεκτονική και η Αρχιτεκτονική γι’ αυτόν είναι Ποίημα στο οποίο οι πρακτικές ανάγκες και λύσεις στοιχειωδώς εξυπηρετούνται.
     Πρέπει να ‘ναι ωραίο αυτό που κάνουμε, έλεγε, κι έχουμε δικαίωμα να αρνηθούμε την πραγματικότητα όσο δυνατή κι αν είναι. Ο σκορπιός, έλεγε, εξυπηρετείται οργανικά με την κατασκευή του αλλά οι ανθρώπινες ανάγκες τον βρίσκουν περιττό και ειδεχθή. Είναι τέλειο πλάσμα και δεν θα τον θέλαμε παρ’ όλο που είναι οργανικά τα πάντα σ’ αυτόν.
     Είναι ο πρώτος αρχιτέκτων στην Ελλάδα που είχε το θάρρος να διακηρύξει ότι η Αρχιτεκτονική είναι Τέχνη και Ποίησις, κι έτσι είναι ένα πρόσωπο που παράλληλα με τη δημιουργία το ασκεί την αντιπολίτευση στην κατάσταση που δημιούργησαν οι διάφοροι «θετικοί» αρχιτέκτονες που βάλλουν το confort και την οργανικότητα παραπάνω από όσο είναι απαραίτητο. Η ζωγραφική εκτός από την ποιότητά της είναι υπέροχη, είναι συγχρόνως η καλύτερη προετοιμασία στην αρχιτεκτονική του. Τα έργα του, από τη σειρά ΦΥΣΗ και πολλά άλλα δείχνουν πάντα τη διπλή τους αξία, σαν προετοιμασία στην αρχιτεκτονική και σαν ζωγραφική δημιουργία. Οι δημιουργίες του, του 1930-50, οι καθαρά ζωγραφικές, αρχίζουν να γίνονται άλλο πράγμα με την προσπάθεια να κάνει μία ζωγραφική διακοσμητική και ποιητική μαζί. Θαρρείς πως είναι η ολοκλήρωσις του σχεδίου εκ του φυσικού που τον οδηγεί στην ανεξαρτησία του και στην ελευθερία της ζωγραφικής του, που είναι μια παρομοίωσις και όχι μια αντιγραφή. Ένα στοιχείο μεταφυσικό έρχεται στο φως και δίνει πάλι το περιεχόμενο της αρχιτεκτονικής του αναζητήσεως. Βασίζεται σε ρυθμούς και ιδανικά λεπτεπίλεπτα που μόλις υπάρχουν και θέλει να τα βάλει σ’ έναν κόσμο στέρεο και έντονο.
     Κάποτε ο Le Corbusier μου είπε: «Θέλω να χτίσω σπίτια σαν τις Versailles, θέλω να κάνω τέχνη αλά με στοιχεία σύγχρονα». Αυτό είναι ο πόθος κάθε καλλιτέχνη, να κάνει έργα που μία μοίρα τα διευθύνει και είναι ανεξάρτητα και πειθαρχούν σ’ ένα ανώτερο ρυθμό που βγαίνει από μας και είναι πιά η έκφρασις των πραγμάτων που είναι δικά μας και δεν είναι.». σ.21-22, τόμος Α΄, Ίνδικτος-Αθήνα 1997.                         

Α) Ηρακλής Λογοθέτης, εφ. «Το Ακροκέραμο» της Βραδυνής, Κυριακή 21/12/1997, σ.12-13.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΙΚΙΩΝΗΣ, ΖΩΓΡΑΦΙΚΆ
     Προσωπικότητα όλως ιδιαίτερη που με την βαθιά της πνευματικότητα άνοιξε ένα καινούργιο κεφάλαιο στην ιστορία της ελληνικής αρχιτεκτονικής, ο Δημήτρης Πικιώνης παραμένει και σήμερα, ακόμα και μετά τη μεγάλη συγκεντρωτική έκθεση του ζωγραφικού του έργου στην Εθνική Πινακοθήκη το 1978, περίπου άγνωστος ως ζωγράφος. Για την αφάνεια ετούτη ευθύνεται ο ίδιος ο Πικιώνης που, καθώς με ακραία σεμνότητα θεωρούσε τα έργα του αυτά πορεία προοπτικής μαθητείας και εσωτερικής σπουδής, μεθόδευσε συστηματικά σχεδόν την απόκρυψή της, αφού ουδέποτε τα παρουσίασε-με εξαίρεση τα σχέδια που έδωσε να δημοσιευθούν στο περιοδικό ΖΥΓΟΣ το 1958, σε ειδικό αφιέρωμα με αφορμή την αποχώρησή του από το Πολυτεχνείο. «Ζωγραφίζω αποκρυπτόμενος για να με ανακαλύψουν ακριβώς» θα μπορούσε να έχει πει ο ίδιος αν, προσυπογράφοντας με τρυφερή ειρωνεία, παράφραζε ταυτόχρονα τη γνωστή ρήση του Κίργκεγκορ.
     Ωστόσο, επειδή από καταβολής κόσμου είναι τα κεκρυμμένα που με ιδιαίτερη εμμονή αξιώνουν την ανάδυσή τους στην επιφάνεια, το ζωγραφικό έργο του Πικιώνη παραδίδεται επιτέλους σε πλήρες φως. Κι αυτό χάρη στην πολύχρονη και πολύμοχθη προσπάθεια της κόρης του Αγνής, η οποία μελέτησε και ταξινόμησε με συγγνωστή συνέπεια τον θησαυρό που απρόοπτα ανακάλυψε σε μια ξύλινη κασέλα στην αναταραχή μιας μετακόμισης και στην συνδρομή του διεισδυτικού και ευαίσθητου βλέμματος του εκδότη Μανώλη Βελιζανίδη, ο οποίος έφερε εις πέρας μια έκδοση υποδειγματικής αισθητικής αρτιότητας, αποτελούμενη από τις ακόλουθες ενότητες:
ΑΠΟ ΤΗ ΦΥΣΗ (1904-1935)
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ (1910-1925)
ΑΡΧΑΙΑ (1910-1925)
ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ (1915-1946)
ΤΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ (1930-1950)
ΛΑΪΚΑ (1930-1955)
     Η έκδοση που περιλαμβάνει 700 έργα του Δημήτρη Πικιώνη (σχέδια, λάδια σε χαρτόνι ή μουσαμά, ακουαρέλες, παστέλ και κολάζ), πλαισιώνεται από πρόλογο του Παναγιώτη Τέτση, εισαγωγικό σημείωμα της Αγνής Πικιώνη, κείμενα του Μπουζιάνη και του Τσαρούχη για τον Πικιώνη (το τελευταίο σε πρώτη δημοσίευση), αυτοβιογραφικά σημειώματα του ζωγράφου και κείμενό του με τίτλο «Συναισθηματική Τοπογραφία» όπου εκτίθενται οι σχέσεις μορφής και τοπίου, φωτός και αισθήσεων στο κάδρο της προσωπικής του οπτικής. Ακόμα και μια βιαστική ματιά στο έργο αυτό του Πικιώνη, που καλύπτει μισόν αιώνα ζωής του δημιουργού, είναι ικανή να καταδείξει τη βαθιά και λειτουργική σχέση μεταξύ των αρχιτεκτονικών του επιδιώξεων και του ζωγραφικού του προτάγματος. Περισσότερο όμως εκθέτει ολόγλυφα την πνευματική στάση του Πικιώνη απέναντι στο τοπίο, την σύλληψη δηλαδή της ουσιώδους του υποστάσεως που μόνη αυτή καθορίζει τη μορφή της εξεικόνισής του και όχι το έκτυπο σήμα του. Η μορφή στον Πικιώνη δεν αποτίθεται δυναστικά και αυθαίρετα, ως εξωτερική απόδοση της συγκυριακής της εμφάνισης, αλλά προκύπτει ως αβίαστη μεν, αδήριτη δε, έκφραση της εσωτερικής αρμονίας που συνέχει ένα τοπίο και τον εκσυγχρονίζει στη διαδοχή των εποχών του.
     Και δεν χρειάζεται νομίζω να τονίσω πόσο ιδιαζόντως ελληνική είναι αυτή η στάση (η οποία ωστόσο ελάχιστα έχει προαχθεί από τότε που ο Περικλής Γιαννόπουλος έγραψε την «Ελληνική Γραμμή»), που θεωρεί τη μορφή ως απείκασμα μυστικό και συνάμα θωριά τοις πάσι ορατή ενός ολοζώντανου οργανισμού. Ούτε την εκλεκτική της συγγένεια με την αριστοτελική ένδελέχεια και την έκφραση αυτής της ιδέας στο χώρο της τέχνης, όπου ο φιλόσοφος θεωρεί το έργο τέχνης «ζώον και άπαν», ολοκληρωμένο δηλαδή και ζώντα οργανισμό και διόλου μηχανισμό εξωτερικών συσχετίσεων. Από τα έργα της περιόδου που ο Πικιώνης εμπνέεται από την τοπιογραφική σύλληψη του Σεζάν, ως τις σπουδές του αττικού τοπίου και τις αναπλάσεις της αρχαίας ελληνικής τέχνης, διακρίνει κανείς το νήμα της οργανικής συνέχειας. Κεντρικό μέλημα του ζωγράφου η ανάδυση της μορφής από την ελλοχεύουσα δυναμική της πνευματικής της υποστάσεως. Μόνο που ο Πικιώνης δεν αναζητά αυτή τη γραμμή για να τη συστρέψει στην αδηλότητα των ψυχολογισμών του «βάθους», αλλά για να την αναπτύξει σε επιφάνεια φωτός και να την καταστήσει εμφανέστατη. Στην προοπτική της παλαιόθεν ελληνικής φάνειας κινείται ο Πικιώνης, τιμώντας την εκδήλωση της επιφάνειας χωρίς να την υποβιβάζει αφελώς σε επιφανεικότητα ή προφάνεια, όπως κάνουν πολλές σύγχρονες αντιλήψεις που αντιλαμβάνονται τη «βαθύτητα» ως αυτοκίνητο μέγεθος. Γι’ αυτό και η ανάγνωση της ανοικτής του οπτικής δεν μπορεί να καρποφορήσει παρά με βάση το δηλούμενο που προκύπτει πάντοτε ως συνέργεια του βλέμματος και των χειρών-δήλιον έργο δηλαδή μιας εν επιγνώσει σαφήνειας.
--
Β) Νίκος Γ. Ξυδάκης, εφ. Η Καθημερινή 1/2/1998
Η τοπιογραφία του Δημήτρη Πικιώνη

Δυο νέοι τόμοι με τις «Ζωγραφικές» συμπληρώνουν την εικόνα του δάσκαλου, ποιητή, καλλιτέχνη
     «Είχα την εντύπωση ότι κρατούσε σπόρους στη χούφτα του και τους έριχνε, περπατώντας πάνω στη γη και ήξερε πως κάποτε θα καρποφορήσουν». Μιλά ο Γιώργος Μπουζιάνης για το φίλο του Δημήτρη Πικιώνη, ενθυμούμενος τις θερμές συναντήσεις τους στο Μόναχο, το 1907. Και ζωγραφίζει με τον πιο χυμώδη τρόπο το φίλο του και συνομιλητή του. Πράγματι, με την ευκαιρία της εκδόσεως των δίτομων «Ζωγραφικών» του Πικιώνη, και την ταυτόχρονη ανάγνωση ζωγραφικών και γραπτών του έργων, καταλαβαίνουμε και πάλι τη συμβολή του στη διαμόρφωση της σύγχρονης νεοελληνικής σκέψης.
     Λάτρης του μοντέρνου αλλά και του λαϊκού, κατ’ εξοχήν «ευρωπαίος» και ενήμερος των ρευμάτων του 20ου αιώνα, αλλά και μύστης της ανατολικής σοφίας, του αρχαιοελληνικού πνεύματος, ευαίσθητος ακροατής των μυστικών φωνών του τοπίου, ο Πικιώνης κατόρθωσε προπάντων να θέσει ζητήματα, να ανοίξει δρόμους, να υπαινιχθεί τρόπους δημιουργικού σμιξίματος φαινομενικά ασύμβατων παραδόσεων, να υπερβεί διλήμματα.
      Σα δάσκαλος και μύστης, σαν οραματιστής, λοιπόν, και λιγότερο ίσως σαν τυπικός αρχιτέκτονας ή καλλιτέχνης, κατέχει ξεχωριστή θέση σε μια ελληνική ιστορία των νοοτροπιών. Η Θέση του είναι πλάι στο Σικελιανό, με τον οποίο μοιράζεται την παγανιστική σύλληψη της αρχαίας Ελλάδας και τον παράφορο έρωτα για τις μορφές της Φύσης και της Ζωής, ακόμη και παρόμοια ρητορική ΄ πλάι στους ανασκαφείς της λαϊκής ομορφιάς, τον δαιμόνιο Κόντογλου και τον πρωτοπόρο Στρατή Δούκα,    
πλάι στους ζωγράφους Παπαλουκά και Τσαρούχη, πλάι στον Εγγονόπουλο. Ο Πικιώνης προσπαθεί να συνταιριάξει τον Σεζάν με τη λαϊκή εικονογραφία, τον μοντερνισμό με τη διαχρονική σοφία των ανώνυμων μαστόρων, βρίσκει το οικουμενικό μες στο τοπικό, το Όλον μέσα στο Μέρος, κι όλα αυτά χωρίς να καταφεύγει σε θρησκευτικά στηρίγματα. Η ζωγραφική του, όπως μας φανερώνεται  τώρα, υποστηρίζει αυτή το συλλογισμό  όταν, λ.χ. ζωγραφίζει κυβιστικά μιαν Αρβανίτισσα ή όταν επιχειρεί να συλλάβει το αττικό τοπίο με την αναλυτική ζωγραφική μέθοδο του Σεζάν.
      Την ζωγραφική του Πικιώνη τοποθετεί έξοχα ο φίλος του Τσαρούχης. Γράφει ο σπουδαίος ζωγράφος και στοχαστής: «Ο Έλληνας που θέλει να κάνει ό,τι του κατέβει δεν δέχεται την παράδοση και θέλει να υπάρχει ξένοιαστος για το τι γίνεται, δημιουργώντας ένα επιπόλαιο και πληροφορημένο σχετικώς στιλ. Η σειρά των έργων με την οποία προσπαθεί να αποδώσει την Αττική είναι επηρεασμένη από τη δουλειά του Cezanne, αυτουνού δηλαδή που αλλάζει όλη την πορεία της παγκόσμιας ζωγραφικής. Όταν οι άλλοι αντιγράφουν τους ακαδημαϊκούς με το σουξέ τους ο Πικιώνης μένει ανεπηρέαστος και με τα τοπία του τα ελληνικά προσπαθεί να βρει την ουσία της σκέψεώς του.
     Να αποδώσει, την Ελλάδα ουσιαστικά, φτάνει να προϊδεί την αφηρημένη τέχνη κυνηγώντας το καλό, βρίσκει το ελληνικό… Η ζωγραφική του εκτός από την ποιότητά της είναι υπέροχη, είναι συγχρόνως η καλύτερη προετοιμασία στην αρχιτεκτονική του». Ο ίδιος ο Πικιώνης, αυτοβιογραφούμενος, περιγράφει με συγκίνηση τις «ζωγραφικές» συναντήσεις του, με το δάσκαλό του Παρθένη, με τους συμμαθητές του Τζόρτζιο ντε Κίρικο και Γ. Μπουζιάνη. Μαζί με τα «Κείμενα» (Μ.Ι.Ε.Τ.) και τα «Αρχιτεκτονικά» (Μπάστας-Πλέσσας) που προηγήθηκαν, οι λιτοί πολυτελείς τόμοι των «Ζωγραφικών» συμπληρώνουν την εικόνα του δασκάλου, στοχαστή, μύστη, ποιητή και καλλιτέχνη Πικιώνη.
     Τώρα έχουμε πια στα χέρια μας σχεδόν πλήρες το σώμα του πικιωνικού έργου, του κατατεθειμένου στο χαρτί. Η έκδοση, επιμελημένη από την κόρη του Αγνή Πικιώνη, συγκεντρώνει όλα τα ζωγραφικά του έργα κατά θεματικές ενότητες: Από τη Φύση, Αναμνήσεις από το Παρίσι, Αρχαία, Βυζαντινά, Της Φαντασίας, Λαϊκά, Σχέδια, ζωγραφική σε χαρτί και μουσαμά, τοπία, πρόσωπα, αρχαιοελληνικά, βυζαντινά και λαϊκά θέματα, ασκήσεις βλέμματος και ανασκαφές σε αναζήτηση της ουσίας.
     Μια έξοχη έκδοση, που μας βοηθά να καταλάβουμε την περιπέτεια της ελληνικής ζωγραφικής στον 20ό αιώνα, αλλά και να αντιληφθούμε το εύρος των αναζητήσεων και τον παλμό της περιέργειας ενός σπουδαίου νεοέλληνα στοχαστή.  
--
Γ) Δημήτρης Σταμέλος, εφ. Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 18/2/1998
ΠΙΚΙΏΝΗΣ: Κλασικός και σύγχρονος

ΠΙΚΙΩΝΗ, «Ζωγραφικά» Ίνδικτος, Αθήνα. Τόμος Α΄ Β΄ σελ. 582 δρχ. 37.000
     Ο Δημήτρης Πικιώνης (1887-1968), φυσιογνωμία πολυεδρική και πολυσύνθετη, στάθηκε ανάμεσα στους κορυφαίους του αιώνα μας, με το πολύτιμο έργο του, που μπορεί να χαρακτηριστεί και ως εθνική διδαχή. Ο αγώνας του για τον επαναπροσδιορισμό της αρχιτεκτονικής με βάση τις αρχέγονες καταβολές και την αίσθηση του μέτρου, αλλά και τη σοφία που αποπνέει η παραδοσιακή μας αρχιτεκτονική, η προσπάθεια διάσωσης του απαράμιλλου φυσικού τοπίου και η αρμονική συνύπαρξη του ανθρώπου μαζί του, ο στοχαστικός του λόγος πάνω σε καίρια προβλήματα της πολιτιστικής μας πορείας και η πρωτοτυπία της ζωγραφικής ως έκφραση της αληθινής, πηγαίας και υψηλής τέχνης, συνθέτουν ένα συναρπαστικό πανόραμα ιδεών και μια πολύτιμη παρακαταθήκη.
     Οι ιδέες του Πικιώνη είναι περισσότερο επίκαιρες και χρήσιμες σήμερα, στη διαγραφόμενη επικίνδυνη αλλοτρίωση της εθνικής μας ταυτότητας, στον διασυρμό βασικών αξιών της ζωής, στην καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, στη δημιουργία πόλεων-τεράτων, στη φθορά που συνεπάγεται ο ευδαιμονισμός, στην απογύμνωση συχνά της τέχνης από την εσωτερική εκείνη γοητεία που συνταιριάζει την αλήθεια με την ομορφιά, ως έκφραση ελευθερίας και ζωής. Έτσι, σε κατάλληλη ώρα έρχεται η έκδοση αυτή για να μας εμπνεύσει την αυτοπεποίθηση, καθώς πηγάζει και από το ζωγραφικό έργο του Πικιώνη, τον σεβασμό στη γνησιότητα της καλλιτεχνικής δημιουργίας που ταυτίζεται με τον σεβασμό στον ίδιο τον άνθρωπο. Αυτή η ανοιξιάτικη πανδαισία μέσα στη βαρυχειμωνιά αποκτά ιδιαίτερη σημασία για τους δρόμους που πρέπει να ακολουθήσουμε στους χαλεπούς καιρούς μας.
     Αναφερόμενος σ’ ένα του άρθρο το 1954 (Γαίας ατίμωσις) στην καταστροφή του τοπίου της Αττικής θα πει: «Τρισμέγιστη είναι η ενοχή μας. Κι όχι μονάχα απέναντι του εαυτού μας μα έναντι της μνήμης των περασμένων, έναντι του μέλλοντος και έναντι όλων των λαών της οικουμένης. Μα οι ανάγκες; θα μου πείτε. Εκείνοι που βάζουν αυτό το ερώτημα ξέρουν πολύ καλά ότι δεν είναι η αδήριτη χρειά, αυτή καθεαυτή, η αιτία της καταστροφής. Η αιτία έγκειται στον τρόπο που ανεχθήκαμε να θεραπευτεί αυτή η χρειά.
     Μιλώντας επίσης για το θέμα της ανοικοδόμησης μεταπελευθερωτικά στο άρθρο του «Η ανοικοδόμηση και το πνεύμα της παράδοσης», 1946) θα επιμείνει στην ανάγκη χρησιμοποίησης βασικών παραδοσιακών στοιχείων στην σύγχρονη αρχιτεκτονική, τονίζοντας, πως μέσα στη λαϊκή μας παράδοση «διασώζεται ολοζώντανο το νόημα ολάκερης της πνευματικής μας κληρονομιάς». Σε έκθεσή του στον καθηγητή Κ. Α. Δοξιάδη (1961) θα σημειώσει πως «υπέρτατη αρχή του πολεοδόμου είναι αναντίρρητα, όχι να επιβάλει αυθαίρετα το ιδανικό της ατομικής του, και γι’ αυτό αυθαίρετης, θέλησης, αλλ’ «σβήνοντας, μ’ αδιάκοπη προσπάθεια, την προσωπικότητά του εις την απόλυτη αλήθεια» να θελήσει να εικάσει, να ταυτιστεί με την ομαδική ψυχή της εθνότητας».
     Αναφερόμενος επίσης στην αρχιτεκτονική, θα γράψει το 1952 (Αισθητικές αρχές της Αρχιτεκτονικής του Αιξωνικού Συνοικισμού): «Πραγματικά, όσο αποβλέπουμε στο ουσιαστικό και το κύριο στη ζωή και στην τέχνη μας, τόσο ρίχνουμε ρίζες στο γνήσιο είναι μας, εξασφαλίζοντας έτσι την παραδοτική συνέχεια. Αλλιώς, δουλεύουμε στο μεταβλητό και το εφήμερο, και καταλύουμε έτει τη σχέση του σήμερα και του αύριου με το χθες, δηλαδή την ιστορική μας μνήμη». Απόψεις και σκέψεις εθνικής διδαχής.
     Η δίτομη αυτή έκδοση μας αποκαλύπτει, με τρόπο εντυπωσιακό, μιαν άλλη διάσταση της πολύμορφης προσωπικότητας του Πικιώνη, τη σημαντικότατη δημιουργία του ως ζωγράφου, όπου κυριαρχεί η στοχαστική εκείνη ενόραση που συνολικά τον διέκρινε. Από παιδί είχε εκδηλώσει την κλίση του στη ζωγραφική, που μέστωνε με τα χρόνια μέσα του, όπως ο ποιητικός του λόγος. Θαυμαστής Σεζάν, ο φίλος του de Chiriko από το 1904 και του Παρθένη από το 1906 κι άλλων πρωτοπόρων ζωγράφων στη συνέχεια, οι σχετικές σπουδές του στο Μόναχο και το Παρίσι (1908-1912), η αδιάκοπη μελέτη της αρχαιοελληνικής τέχνης, σε συνάρτηση με την έμφυτη και πηγαία κλίση που διέθετε, οδήγησαν σε εξαίσιες δημιουργίες, όλο ποίηση και στοχαστικότητα. Ακολούθησα «έναν αυτόνομο δρόμο που με δίδασκε η φύση», θα πει.
     Σ’ ένα πεζό του ποίημα του 1918 με τίτλο «Ζωγράφος», θα εξομολογηθεί: «Αχ, πρέπει να σε κάνω όπως σ’ αισθάνομαι, ω Φύση. Αλλιώς τα χέρια μου να σας αγγίξουν δεν πρέπει, θεία χρώματα του Ουρανού, αχτίδες χρυσές και σένα των μορφών Αρμονία… Ω Μούσα, σίμωσε, κατέβα και δώσε, ω θεά, τ’ ασύλληπτο, το φευγαλέο να βάλω στην εικόνα». Αυτό το φευγαλέο, το μυστήριο της ώρας, τη μυστική πνοή του τόπου μας, την ιερότητα και την αρμονία του, έκανε ζωγραφικήν εικόνα ο Πικιώνης, όπως η γοητευτική του πλαστική φόρμα και το φως του χρώματος ξεδιπλώνεται στο στα έργα του περιλαμβάνει η εξαίρετη αυτή έκδοση.
     Την έκδοση προλογίζει ο Παναγιώτης Τέτσης, ο οποίος γράφει: «Παρ’ όλο που ο Πικιώνης είναι ο επίμονος της ισορροπίας της φόρμας, του τόνου και της σύνθεσης, εν τούτοις δεν θα χαρακτηρίζετο ως ζωγράφος εγκεφαλικός, αλλά αντιθέτως πνευματικός, αισθησιακός». Χαρακτηρίζει δε την έκδοση «πολύτιμο απόκτημα». Δημοσιεύονται επίσης κείμενα του Μπουζιάνη και του Τσαρούχη για τον Πικιώνη, αυτοβιογραφικά του σημειώματα. Εισαγωγικό σημείωμα και επιμέλεια Αγνής Πικιώνη.
--
Δ) Άρης Μαραγκόπουλος, εφ. Το Βήμα, Κυριακή 29/3/1998, σ. στ4.
Ημερολόγιο σε εικόνες
     Τα «Ζωγραφικά» του Δημήτρη Πικιώνη είναι ένα ιδιότυπο εικονογραφημένο ημερολόγιο μέσα από το οποίο μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα τον αρχιτέκτονα και τον κόσμο του. Στις σελίδες του αποτυπώνονται αισθητικές αναζητήσεις μισού αιώνα.

Δ. Πικιώνης, Ζωγραφικά. Επιμέλεια Αγνή Πικιώνη. Εκδόσεις Ίνδικτος, 1997 Τόμοι 2, σελ. 323+259

     «Και ίσως θα χρειαστεί εμείς να ξαναπλάσουμε μια παιδική καρδιά, για να μπορούμε να διαβάσομε».
               Μέλπω Αξιώτη, Θέλετε να χορέψουμε, Μαρία;
     Το οδοιπορικό της ζωής του Δημήτρη Πικιώνη (1887-1968) είναι δεμένο με την πορεία αυτού του τόπου από την παράδοση στον (εκ) μοντερνισμό. Γεννήθηκε και ανδρώθηκε σε ένα λησμονημένο και άγνωστο στους νεότερους τόπο. Στα βράχια της Φρεαττύδας, όπου σκαρφάλωνε παιδί και πίσω από τους οποίους σήμερα οι όγκοι των κακόγουστων πολυκατοικιών υψώνονται απειλητικά, η αύρα δεν «σείει απαλά το μίσχο του φυτού που φύτρωνε τότε στις κουφάλες των βράχων» (Α΄, σ. 24) το Μοσχάτο, που στον ελαιώνα του ζωγράφιζε, σήμερα πλημμυρίζει βιοτεχνίες και ο Κηφισός, τις όχθες του οποίου συνήθιζε να ακολουθεί ως την Ιερά Οδό, έχει ενταφιαστεί οριστικά κάτω από την άσφαλτο.
     Θυμόμαστε τον Πικιώνη ως έναν από τους τελευταίους της γενιάς του: αυτούς που πρόλαβαν την Αθήνα ως «κλεινόν άστυ», αυτούς που μορφώθηκαν στο Μόναχο του Κ. Χατζόπουλου και του Μπουζιάνη, αυτούς που συνομίλησαν με τον Παρθένη και τον Ντε Κίρικο στο Παρίσι των αρχών του αιώνα, αυτούς που συμμετείχαν με το έργο τους στο βαρύ κληροδότημα της Γενιάς του Τριάντα.
      Για τους καλλιτέχνες αυτής της γενιάς, τον Κόντογλου, τον Παπαλουκά, τον Διαμαντόπουλο, τον Στέρη, τον Μπουζιάνη, η ζωγραφική αποτελούσε διαρκής μαθητεία, άσκηση ζωής. Παρακολουθώντας, μέσα από τους δύο επιβλητικούς τόμους των εκδόσεων Ίνδικτος, τον ζωγραφικό βίο του Πικιώνη, συνειδητοποιούμε, αυτό που συχνά πυκνά ομολογείται μέσα από τα συνοδευτικά αυτοβιογραφικά κείμενά του: η ζωγραφική ως μελέτη των εσώτερων δομών της φύσης, το σχέδιο ως ενδελεχής μελέτη του κόσμου συνιστούν Αυτογνωσία. Τα όρια ανάμεσα στην πειθαρχημένη ματιά και στη φευγαλέα ματιά είναι τα όρια του ορατού κόσμου. Ο διανοούμενος διδάσκεται ως ασκητής το νόημα της ζωής μέσα από τη σπουδή του χρώματος, της σκιάς και του φωτός. Η σχέση του με τη φύση καταγράφεται , μεταστοιχειώνεται στη ζωγραφική σπουδή  ως θρησκευτική σχέση. Ο καλλιτέχνης είναι ένας ευλαβής πιστός που «υπακούει στους συμπαντικούς Νόμους τους αιώνιους» (Α΄, σ.30). Κάτω από αυτό το πρίσμα οφείλουμε να διαβάσουμε τα Ζωγραφικά του Πικιώνη.
    Ξεφυλλίζοντας τους φροντισμένους τόμους της Ινδίκτου ο αισθαντικός αναγνώστης έχει τη διαρκή εντύπωση ότι παρεισφρέει στις μυστικές σελίδες ενός ημερολογίου έργων και ημερών. Η πρώτη και άμεση διαπίστωση είναι ότι δεν έχουμε να κάνουμε με την εκδήλωση μιας απλής φιλοκαλίας, μιας καλλιτεχνίζουσας προέκτασης των αναζητήσεων του σπουδαίου αρχιτέκτονα. Το ιδιότυπο αυτό ημερολόγιο εικόνων αποδεικνύει ότι το ζωγραφικό σχέδιο δεν υπήρξε γι’ αυτόν μια δευτερεύουσα ενασχόληση. Ήδη στο πεδίο της αρχιτεκτονικής ο Πικιώνης θεωρεί το  ζωγραφικό σχέδιο αναπόσπαστο εργαλείο για την αισθητική θεμελίωση του έργου (Β΄, σ.12) ενώ οι ποικίλες ζωγραφιές του με κτίσματα στη φύση διαισθάνεται κανείς ότι δεν αποτελούν απλώς προσφιλές θέμα: συγκροτούν σε ένα αρμονικό όλο την έρευνα του καλλιτέχνη και ταυτοχρόνως την αισθητική του.
     Ο Πικιώνης φαίνεται ότι ιχνογραφεί όλα τα στάδια των αναζητήσεών του με τη μεθοδικότητα που άλλοι τηρούν ημερολόγιο της διανοητικής τους πορείας. Και όπως τα συνήθη ημερολόγια φωτίζουν όχι μόνο τις πτυχές της προσωπικής τους πορείας αλλά και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής, το ίδιο και με το «εικονογραφημένο ημερολόγιο» εκείνου. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ελαφρές του ύλες, οι ακουαρέλες, τα σχέδια, έχουν για τον θεατή μεγαλύτερη γοητεία από ό,τι τα πιο «δουλεμένα» έργα του, ας πούμε σε σεζανικές δοκιμές του. Διότι τα πρώτα έργα, αποτυπώνοντας εντυπώσεις και αισθήματα καιρών και τόπων, αποκαλύπτουν κάτι ουσιαστικότερο από τον ενσωματωμένο στα δεύτερα μόχθο του ζωγράφου΄ αποκαλύπτουν με την αθώα ματιά του αυτοδίδακτου της ζωής τα ερωτηματικά μιας γενιάς.
     Ο Πικιώνης, σαφώς ζυμωμένος με τους προβληματισμούς της εποχής του, είναι πεισμένος ότι η πορεία του Ελληνισμού θα εξαρτηθεί «από την υπεύθυνη στάση μας ανάμεσα Ανατολής και Δύσης», γι’ αυτό και απαιτεί το «οικουμενικό πνεύμα να συντεθεί με το πνεύμα της εθνότητος» (Α΄, σ.31). Στην Ανατολή και στο Βυζάντιο διακρίνει μια «γλώσσα συμβολική» στην οποία οφείλει να μαθητεύσει η τέχνη μας-και στην οποία εν πολλοίς μαθητεύει και η δική του. Από την άλλη, ήδη στα 1931, σκιαγραφώντας το «πνεύμα της εποχής» του, απαιτεί να «ξεπεράσουμε τις κατώτερες μορφές του νατουραλισμού και του ρεαλισμού» (Β΄, σ.17), πράγμα που ο ίδιος δοκιμάζει με γεωμετρική αυστηρότητα σε πολυάριθμα σχέδιά του.
    Αυτή την αντίφαση ανάμεσα στο εθνικό και στο οικουμενικό, που η Γενιά του Τριάντα απεγνωσμένα προσπάθησε να λύσει, πότε με δάνειους δυτικούς τρόπους, πότε με κατάδυση στο λαϊκό και παραδοσιακό, πότε  με συνδυασμό των δύο τάσεων, τα «Ζωγραφικά» του Πικιώνη την αποτυπώνουν με ευδιάκριτη μια προσωπική, διπλή σφραγίδα: μιας οιονεί απορίας αφενός για ό,τι συνιστά το θαύμα του κόσμου και μιας ιδιάζουσας ηθικής αφετέρου. Διατρέχοντας εξεταστικά τον αρχαίο τρόπο ως τον βυζαντινό και τον δημώδη , μαθητεύοντας πεισματικά στον Σεζάν αλλά και σε έναν ελληνοπρεπή πριμιτιβισμό (μέσα από τον οποίο διαχειρίζεται την πολλαπλότητα των φυσικών μορφών), τα έργα του ανιχνεύουν με αγωνία ανάμεικτη με θαυμασμό τις ίδιες εντέλει –κλασικές στην οικουμενικότητά τους-αξίες που θέλησε να αναδείξει η ματιά του συγκαιρινού και φίλου του Τζούλιο Καϊμη, καθώς και των περισσοτέρων εκφραστών της γενιάς του. Αλλά αυτό που κυρίως εκπέμπει η προσωπική ματιά του Πικιώνη είναι μια λησμονημένη και «άχρηστη» στη μεταμοντέρνα εποχή μας ουμανιστική αξία. Παρατηρώντας ένα οποιοδήποτε τοπίο του (ιδίως αυτά που περιέχουν κάποιο κτίσμα), εξετάζοντας τις σπουδές του (σαν τις αριστουργηματικές με τα γήινα βυζαντινά χρώματα, Α΄ εικ. 262-263), ο θεατής αποκομίζει την αλλόκοτη αίσθηση ότι ο Πικιώνης ζωγραφίζει σταθερά το ίδιο θέμα: την Ευσέβεια και το Δέος απέναντι στο Σχήμα του σύμπαντος κόσμου. Αυτή ακριβώς η ιδιόμορφη-ως προς την ηθική της-απεικόνιση του επιτρέπει να λύνει με τον τρόπο του και το ζήτημα της νεωτερικότητας. Είτε κάνει κολάζ με κυβιστικές μορφές πάνω σε λαϊκά μοτίβα (Β΄, εικ. 213) είτε απεικονίζει με σχεδόν μινιμαλιστικό τρόπο σπαράγματα του καθημερινού και του μύθου είτε ακόμη σχεδιάζει “a la maniere de”, η ζωγραφική του εκπέμπει πάντα την ίδια ευλάβεια απέναντι σε αυτό που συνιστά την Καθολικότητα. Το ενδιαφέρον είναι μάλιστα ότι αυτή η ευλάβεια απορρέει από την πίστη σε μια εσωτερική ελευθερία, αυτήν που ο καλλιτέχνης κερδίζει εφόσον παραμένει ασκητής και όχι επαγγελματίας της τέχνης. Αυτή η ελευθερία του επιτρέπει να παραμένει εκλεκτικός και όχι δέσμιος των συρμών, να τηρεί για παράδειγμα ίσες αποστάσεις τόσο από την παραδοσιακή αφηγηματική ζωγραφική όσο και από τον σουρεαλισμό (Β΄, σ.18) και να εμμένει εντέλει σε έναν εντελώς προσωπικό κανόνα που ανάγεται στην εσωτερίκευση της φυσικής εμπειρίας: «Ω γη, συ ανάγεις όλα εις τον εαυτό σου, ως εις μέτρο. Αληθινά συ είσαι το modulus που μπαίνει εις το καθετί» (Β΄, σ. 85).
     Επαναλαμβάνω ότι έχουμε να κάνουμε (από τη στιγμή μάλιστα που τα Ζωγραφικά συγκροτούνται σε βιβλίο) με ημερολόγιο εργασίας: ένα ευαίσθητο ημερολόγιο που στις ιστορημένες σελίδες του αναγνωρίζεται μισός και παραπάνω αιώνας αισθητικών αναζητήσεων (1904-1955) ως ζωγραφικό «έργο εν προόδω». Ο ζωγραφικός βίος του Πικιώνη είναι ο βίος και η πολιτεία μιας ολόκληρης εποχής που μέσα στη δίνη των εθνικών περιπετειών κατάφερε να διαφυλάξει, αν μη τι άλλο, αυτή την «παιδική καρδιά» που μια συγγραφέας της ίδιας γενιάς, η Μέλπω Αξιώτη, θεωρούσε προϋπόθεση δημιουργίας και που εμείς-στη δική μας λογιστική εποχή-είναι δυστυχία να μην την αποζητάμε με ανάλογη πίστη στην αναγκαιότητά της.
--
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή, σήμερα.
Πειραιάς, 31 Αυγούστου 2019

ΥΓ. Είθε, η Δημοτική αρχή του Πειραιά και οι Πολιτιστικοί φορείς της, να στήσουν μία προτομή ή άγαλμα του πειραιώτη Δημήτρη Πικιώνη στον χώρο που γεννήθηκε, περπάτησε και δόξασε. Και να διοργανωθεί μία Έκθεση των έργων του, ώστε οι μαθητές των σχολείων του Πειραιά να γνωρίσουν το έργο του, να διαβάσουν τα κείμενά του, να μάθουν για την προσφορά του, να διδαχθούν οι νεότεροι, πάνω σε ποια ιερά πειραϊκά βήματα αξιοσημείωτων πειραιωτών βαδίζουν. Να δοθούν τα ονόματα των σημαντικών παιδιών του Πειραιά σε δρόμους και σταθμούς του Μετρό των περιοχών της Πόλης που θα λειτουργήσουν.
          

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2019

Δημήτρης Πικιώνης


                ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΙΚΙΩΝΗΣ
             Πειραιάς 1887-Αθήνα 28/8/1968
Αρχιτέκτονας, ζωγράφος, καθηγητής Ε.Μ.Π., συγγραφέας.

Το φως των γραμμών και οι σκιές των ανασκαφών

       Η τέχνη της Αρχιτεκτονικής, είναι η πιο εξωστρεφής τέχνη του ανθρώπου, είναι μια δημιουργία που δεν βασίζεται μόνο σε μια ιδέα, ή σε έναν οραματισμό, ή το ταλέντο ενός καλλιτέχνη, αλλά βασίζεται σε πολλούς παράγοντες. Ένας καλλιτέχνης μπορεί να βασιστεί μόνο στο δικό του το όνειρο, μπορεί να κλειστεί και να περιγράψει το δικό του μόνο σύμπαν, αλλά ένας αρχιτέκτονας οφείλει πρωτίστως να σκεφτεί τις λειτουργικές ανάγκες των ανθρώπων στους οποίους απευθύνεται το έργο του, να γνωρίζει επίσης, τις ανάγκες και την λειτουργικότητα του χώρου πάνω στον οποίο θα οικοδομήσει το έργο του, και φυσικά, να προβλέψει το αποτέλεσμά του-των αρχιτεκτονικών ιδεών και οραμάτων του-μέσα στον χρόνο, να προβλέψει την ανθεκτικότητα του αποτελέσματός του στο μέλλον. Η αρχιτεκτονική είναι μια πολύ εξωστρεφής τέχνη, δεν μπορεί να κρύψει τίποτα. Η αρχιτεκτονική τέχνη ενώ είναι μια επιστήμη που βασίζεται στα μαθηματικά και την γεωμετρία, μπορεί να μετατραπεί στα χέρια ενός μεγαλοφυούς αρχιτέκτονα καλλιτέχνη σε ποιητικό όνειρο, σε μαγεία του στίγματος σε ένα συγκεκριμένο χώρο, είναι αυτή που οργανώνει την ζωή των ανθρώπων και σχηματίζει τις πόλεις που θα εγκατασταθούν.
         Ο Πειραιάς, παρότι είναι μια κακοτράχαλη μικρή περιοχή ευτύχησε να έχει τέτοιου είδους κτηριακά αρχιτεκτονήματα, που ανεξάρτητα από τον «εκλεκτικιστικό μιμητισμό τους», αποδείχθηκαν ο ιεραρχικά λειτουργικότερος και λογικότερος σχεδιασμός της νεοσύστατης πόλης. Μιας πόλης φτωχών δημοτών αλλά με μεγάλα και πλούσια όνειρα.
     Ένα από τα γνωστότερα και επάξια τιμημένα διεθνώς παιδιά της πόλης του Πειραιά, υπήρξε και ο αρχιτέκτονας ποιητής, ζωγράφος και καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, ο πειραιώτης που διαμόρφωσε την αισθητική του χώρου του κέντρου της πρωτεύουσας και όχι μόνο, Δημήτρης Πικιώνης. Ο Πικιώνης γεννήθηκε στην πόλη μας το 1887 μισό σχεδόν αιώνα μετά την ίδρυση του Δήμου. Συγγενής του πειραιώτη λυρικού ποιητή του μεσοπολέμου Λάμπρου Πορφύρα, ο με καταγωγή από την Χίο στοχαστής αρχιτέκτονας, πρωτοπόρος αρχιτέκτονας και διαμορφωτής του αισθητικού βλέμματος των νεότερων Ελλήνων και του ελληνικού στοχασμού, είναι ο γνωστότερος εντός της Πόλης, μετά τον αρχιτέκτονα και μηχανικό του Δήμου Ιωάννη Λαζαρίμο και τον Ερνέστο Τσίλερ από την παλαιότερη γενιά της σχολής των εμπνευσμένων αρχιτεκτόνων του πρώτου λιμανιού της χώρας. Ο θαλασσογράφος Κωνσταντίνος Βολονάκης, ο εικαστικός στοχαστής και δάσκαλος Γιάννης Τσαρούχης, ο δάσκαλος θεατράνθρωπος Δημήτρης Ροντήρης, η τραγωδός Κατίνα Παξινού, ο ποιητής Λάμπρος Πορφύρας, ο ιστορικός Ιωάννης Αλ. Μελετόπουλος, ο Δημήτρης Πικιώνης, είναι μεταξύ άλλων, τα φωτισμένα παιδιά της Πόλης, που την δόξασαν και την έκαναν γνωστή στα πέρατα της οικουμένης με την παρουσία και το έργο τους, την καλλιτεχνική τους δημιουργία τον προηγούμενο αιώνα. Είναι οι πνευματικοί δημιουργοί του Πειραιά, οι μπροστάρηδες της προηγούμενης χιλιετίας.
Ο Δημήτρης Πικιώνης δεν υπηρέτησε με καλλιτεχνικό πάθος την αρχιτεκτονική τέχνη, δεν υπήρξε ένας σπουδαίος αρχιτέκτονας δάσκαλος της Ελλάδας μόνο, ο Δημήτρης Πικιώνης, ο ταλαντούχος σχεδιαστής και έμπλεος ενός κοινωνικού και λειτουργικού αρχιτεκτονικού και όχι μόνο οράματος για την Αθήνα, ονειρεύτηκε και υλοποίησε χρησιμοποιώντας απλά υλικά, καθαρές μορφές της πέτρινης ύλης, μορφές οικείες, θερμές χωμάτινες προσμείξεις υλικών από διάφορα μέρη της Ελλάδας, αδρές γραμμές οριοθέτησης του χώρου και εμφανείς περιχαράξεις, αυτό που οι αρχαίοι έλληνες ονόμαζαν συλλογική συμμετοχή στα κοινά της πόλης. Μετοχή των ανθρώπων στον χώρο, ενεργά και εποικοδομητικά. Χρησιμοποίησε υλικά και διέπλασε τον χώρο με τέτοια ονειρική μαεστρία, ώστε αυτά να εκφράζουν τον ανθρώπινο ψυχισμό και μεγαλείο. Να υπάρχει μια οργανική αντιστοιχία μεταξύ της υπαρκτικής των εμπειρικών καταστάσεων του ανθρώπου με αυτό που θα τολμούσαμε να ονομάσουμε-ως μη ειδικοί-οντολογία της αλήθειας του χώρου, του φυσικού τοπίου. Έκανε σκοπό της ζωής του και πέτυχε να εμπεδώσει στις συνειδήσεις των απλών καθημερινών κατοίκων της πρωτεύουσας, ότι η αισθητική του χώρου που ζει και περιδιαβαίνει, κατοικεί και εργάζεται, διασκεδάζει και ονειρεύεται, δεν είναι μόνο προς όφελός του, προς τέρψη και ικανοποίηση των ποιο αγαθών στοιχείων του χαρακτήρα του αλλά, και η αναγκαία οργανωτική λειτουργικότητα της ζωής τους και των παιδιών τους. Το έργο του Πικιώνη έχει πρόσωπο, διαθέτει ταυτότητα, έχει χαρακτήρα, εκφέρει άποψη, αναδεικνύει αξίες και οράματα, δημιουργεί συμμετοχές σε κοινούς προβληματισμούς. Είναι όπως και ο ίδιος, σαν άτομο, ελληνοκεντρικό, χωρίς να απεμπολεί τίποτα από την αυθεντικότητα της οικουμενικότητάς του. Κρύβει μέσα του μια μέθη για την εφήμερη πραγματικότητα της ύλης, που όμως στην ουσία της, είναι μια άλλη αποκάλυψη της πνευματικότητας της φύσης. Το έργο του όπως και άλλων αρχιτεκτόνων της εποχής του, βλέπε αυτό του Άρη Κωνσταντινίδη, δεν είναι ένα απρόσωπο εμπόρευμα που το παράσχει η κρατική μέριμνα στους κατοίκους της μετά από εισηγήσεις αξιοσημείωτων ελληνικών φωνών της αρχιτεκτονικής, αλλά μια νέα οργανωτική λειτουργία και οραματική προέκταση του χώρου της πόλης. 
Η πόλη ανοίγεται και συνομιλεί με τους πολίτες και οι πολίτες βηματίζουν πάνω στους δρόμους της πόλης και συνομιλούν μαζί της. Απολαμβάνουν τα κρυφά της σημεία και τις ιερές πανάρχαιες κόχες της, αναγνωρίζουν λησμονημένες πτυχές της κοινής τους παράδοσης, οσμίζονται τις μυρωδιές του πάτριου χώματός της και των κατασκευαστικών υλικών της καθώς την γνωρίζουν από κοντά, ζουν και εργάζονται, ψυχαγωγούνται και παίζουν μέσα στα όριά της. Ο Πικιώνης, ζωντάνεψε το περιβάλλον του κέντρου της Αθήνας δίνοντάς του έναν άλλο ρυθμό προσωπικής ζωής, μια άλλη εμπειρότερη γνωσιολογική λειτουργικότητα, εμπλούτισε την όψη της, την δοκιμασμένη μέσα στον ιστορικό χρόνο της ελληνικής παράδοσης που δεν του ήταν ξένη και δεν μας ήταν άφιλη. Συνένωσε παλαιότερους οραματικούς θησαυρούς και σχεδιάσματα με ένα νέο αρχιτεκτονικό ύφος και στιλ, καθαρά προσωπικό, για να μην σημειώσουμε προσωποκεντρικό, αλλά και ταυτόχρονα πανελλαδικό, οικουμενικό. Ανθρωποκεντρικό με μέτρο σύγκρισης τον άνθρωπο και τις ανάγκες του.Τίποτα το φανταζέ, το επίπλαστο, το κραυγαλέο, το κοντόθωρο, το βεντετίστικο, ίσως και αποσπασματικό, δεν συναντάμε στο έργο του, στις αρχιτεκτονικές του συλλήψεις. Τα πάντα έχουν αρχή και τέλος το ανθρώπινο μέτρο, το ελληνικό βλέμμα κατανόησης του φυσικού κόσμου, το ελληνικό φως, τις πανάρχαιες γραμμές και σκιές που προέρχονταν από την αρχαία και μεσαιωνική-βυζαντινή ελληνική παράδοση. Οι θέσεις και οι απόψεις του συγγραφέα Περικλή Γιαννόπουλου περί ελληνικής αισθητικής και της οργανικής λειτουργίας του φωτός πάνω στον ελληνικό χώρο όπως δημοσιεύονται στο περιοδικό «το 3ο μάτι» που υπήρξε φιλικός συνιδρυτής και συγγραφέας κειμένων, ο αρχιτέκτονας, δεν είναι θεωρώ τυχαία και άστοχη. Ο πειραιώτης αυθεντικός ποιητής-αρχιτέκτονας, δεν κράτησε τα οραματικά μυστικά του αρχιτεκτονικού ονείρου για τον εαυτό του, δεν πρόβαλε πάνω στην ύλη που χρησιμοποίησε και οργάνωσε την εγωτική του επιστήμονα και ματιά, αλλά την ερωτική του διάθεση για την οργάνωση και λειτουργία της πόλης για όλους τους ενεργούς πολίτες. Για τους πολίτες που γνωρίζουν σε πια ιερά χώματα περπατούν, πάνω σε ποια ίχνη αρχαίων και νεότερων οραματιστών και προικισμένων πνευματικά και καλλιτεχνικά βαδίζουν. Ο Πικιώνης με το έργο του έκανε τους κατοίκους της πρωτεύουσας και όχι μόνο, να ξαναγνωρίσουν την προσωπικότητα του χώρου της πόλης που πάνω της περπατούν και παίζουν. Να την αισθανθούν, ερευνώντας τον χώρο που τους προτρέπει να ζήσουν. Επανέφερε στην επιφάνεια ίχνη που είχαν χαθεί μέσα στην άμμο του χρόνου, είχαν σκεπαστεί από σχεδιασμούς πολλές φορές ξενόφερτους, έκανε το σεργιάνισμα μέσα στην πόλη απόλαυση. Ή τουλάχιστον αυτό γύρω από τον ιερό βράχο της Ακρόπολης. Το αρχιτεκτονικό του έργο, είναι το περίσσευμα της ψυχής ενός έλληνα δυστυχώς μιας άλλης εποχής, μιας άλλης Ελλάδας, πριν αυτή καταντήσει τουριστικό έρμαιο προς δόξα μόνο του Κερδώου Ερμή. Του τερατώδους καταναλωτισμού εις βάρος της ποιότητας και του ήθους της παράδοσής της. Οι οραματικές υλοποιήσιμες και θερμές οικείες θέσεις του Δημήτρη Πικιώνη, και άλλων ελλήνων στοχαστών και καλλιτεχνών της εποχής του-ιδιαίτερα της λεγόμενης γενιάς του 1930-δεν προέρχονται από μια τάση εθνικής προγονολατρείας, μιας ανιστόρητης πατριδολαγνείας, από κάτι ξένο προς την ζωής των ελλήνων, ούτε από μια νέα επιθυμία κοινωνικού και καλλιτεχνικού ευρωπαϊκού ή διεθνούς πνευματικού απομονωτισμού, ή από μια άγονη και στείρα επιθυμία μιμητισμού της ευρωπαϊκής αισθητικής και του προερχόμενου από τα κανάλια του διαφωτισμού κλέη και αρχιτεκτονικά, σχεδιαστικά επιτεύγματα από εμάς τους Έλληνες, τους πάντα μειονεκτικά αισθανόμενοι απέναντι των ξένων επιτευγμάτων. Ο Πικιώνης, όπως και άλλοι έλληνες του καιρού του, έκανε μια νέα ελπιδοφόρα στροφή προς την ελληνική παράδοση μην αγνοώντας τους νέους κανόνες και ρυθμούς αισθητικής των ξένων, την τεχνογνωσία τους. Επανέφερε στην μνήμη των ανθρώπων δικές του/τους παλαιότερες εικόνες ζωής και εμπειρίες κοινωνικού βίου, προκλήσεις και συμπεράσματα βιωμάτων, στιγμών ζωής και σχέσεων. Μετέτρεψε τον απομονωτισμό του έλληνα, όσον αφορά τον δημόσιο χώρο, σε ατομική του επιθυμία κοινωνικής συμμετοχής και εξωστρέφειας. Μας δίδαξε μια άσκηση αλήθειας αποφυγής του περιττού και του εχθρικού προς το ελληνικό μάτι και μέτρο. Μας γνώρισε την σαφήνεια, της προσέγγισης της πληρότητας των αισθήσεων με απλά μέσα και τρόπους. Εμείς οι Έλληνες, δεν αγαπάμε πολύ τον δημόσιο χώρο, δεν τον σεβόμαστε, τον θεωρούμε εχθρικό, απειλητικό, γιαυτό και με άμεσο ή έμμεσο τρόπο και ενέργειες κοιτάμε να τον καθυποτάξουμε και να τον καταστρέψουμε. Να τον βεβηλώσουμε με όποιον ανοίκειο τρόπο και συμπεριφορές μπορούμε. Παρότι από την φύση μας εξωστρεφής λαός, οικοδομήσαμε έναν πολιτισμό του έξω χώρου, της υπαίθρου-δηλαδή πέρα από την ατομική μας εστία, αντί να τον κάνουμε «παράδεισο» κάνουμε ότι περνά από το χέρι μας να τον μετατρέψουμε σε «κόλαση» με μεγάλη μάλιστα επιδεικτική υπερηφάνεια, ή κάνω λάθος; Οι έλληνες με τον χαρακτήρα και την ποιότητα όπως ο πειραιώτης Δημήτρης Πικιώνης, ο ελληνοκεντρικός Δημήτρης Πικιώνης, αιματοδότησαν την αισθητική του χώρου στις συνειδήσεις των κατοίκων του και το αντίστροφο. Συν-κοινώνησαν την προβληματική τους. 
Ο Πικιώνης ενεργοποίησε το βλέμμα και τις συνειδήσεις των πολιτών και έστρεψε το ενδιαφέρον τους προς την Πόλη, με κέντρο μάλιστα, ότι ιερότερο υπάρχει μέσα στην ιστορική μνήμη των Ελλήνων, την Ακρόπολη. Ο Πικιώνης έκανε κοινό ταμείο της αισθητικής για την πόλη με αυτό των κατοίκων της. Η γονιμοποιός αγωνία του για το αισθητικό και αρχιτεκτονικό της μέλλον, μετατράπηκε σε πολιτική προσδοκία και υλοποιήθηκε. Ο κόσμος του Πικιώνη ήταν η μεγάλη υπόσχεση που έγινε πράξη. Η βίωση του χρόνου της ιστορικής παράδοσης ημών των ελλήνων μέσω της αισθητικής της πέτρινης ύλης ως χρήση ζωής και όχι κατάχρηση αυθαιρεσίας βίου. Ήταν η απαραίτητη κίνηση προς το μέλλον της χώρας μας, ανεξάρτητα από τα μεταγενέστερα ιστορικά και πολιτικά αποτελέσματα της και ημών των ελλήνων, και των καταστροφικών αλλαγών στις νοοτροπίες μας για τον δημόσιο χώρο, τον αισθητικό προσανατολισμό της πατρίδας μας ευρύτερα. Η γιορτινή θα τολμούσα να σημείωνα ατμόσφαιρα αισθητικού σχεδιασμού του πειραιώτη Δημήτρη Πικιώνη αποτύπωσε τον αλλοτινό χαρακτήρα της πόλης και των κατοίκων της. Τον επαναμυθοποίησε μέσα στην σύγχρονή του ρεαλιστική πραγματικότητα και προοπτική. Ο Δημήτρης Πικιώνης χωροθέτησε με το έργο και τις σκέψεις του τα αισθήματά μας. Οργάνωσε εκ νέου το βλέμμα μας και το εστίασε στο καίριο και ουσιώδες. Έδωσε απάντηση όχι σε αυτούς που πρόβαλαν προς τα έξω και υποστήριζαν ότι η πανάρχαια κληρονομημένη ομορφιά του ελληνικού τοπίου πουλάει, είναι ένα εύπεπτο προϊόν προς εμπορική κατανάλωση αλλά, πρόσφερε απαντητική λύση σε αυτούς που υποστήριζαν ότι η ομορφιά του ελληνικού τοπίου πονάει, ματώνει επώδυνα. Ο Φυσικός χώρος απόκτησε μια άλλη προσιτότητα μέσα στις συνειδήσεις των νεοελλήνων. Ο χώρος επαναπνευματοποιήθηκε λειτουργικά και αυθεντικά. Οι εύστοχες προειδοποιήσεις του για το μέλλον της πόλης δυστυχώς, αν δεν λαθεύω μια και δεν είμαι ειδικός, δεν εισακούστηκαν όσο θα έπρεπε. Η αισθητική σταδιοδρομία και κοινωνική συμπεριφορά των Ελλήνων άλλαξε δραματικά με τα γνωστά σε όλους μας αποτελέσματα. Και οι όποιες εκ των υστέρων «μπαλωματικές» δημόσιες επεμβάσεις, μοιάζουν μάλλον, με τα επιπρόσθετα μεταγενέστερα στίγματα πάνω στο ξεθωριασμένο υφαντό του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού και της ρυμοτομίας μιας πρωτεύουσας, που δεν σχεδιάστηκε να δεχθεί στα σπλάχνα της τόσα εκατομμύρια κατοίκων από όλη την Ελλάδα, λαμβάνοντας υπόψη μας και το μέγα πλήθος των επισκεπτών και τουριστών κατά την καλοκαιρινή περίοδο. Ιδιαίτερα μάλιστα, μετά την αναμενόμενη εισδοχή χιλιάδων προσφύγων και μεταναστών, που χρήζουν βοήθειας, περίθαλψης και φροντίδας μέχρι να τους δοθεί η ευκαιρία να ακολουθήσουν τον δικό τους δρόμο. Μην ξεχνώντας όμως, ότι οι ανθρώπινες αυτές ψυχές, ακολουθούν τις δικές τους-και  είναι φυσικό-πολιτιστικές παραδόσεις και αισθητική για τον δημόσιο χώρο. Θέλω να πω, ότι η πρωτεύουσα όπως και το επίνειό της ο Πειραιάς, σχεδιάστηκαν και οργανώθηκαν έτσι ώστε να δεχτούν έναν ορισμένο πληθυσμιακά ανθρώπινο όγκο. Η μεγάλη και συνεχής αστυφιλία, έφερε τα γνωστά μας ίσως μη αναστρέψιμα προβλήματα.
     Ο Δημήτρης Πικιώνης δεν άφησε μόνο το αρχιτεκτονικό του αποτύπωμα στην Αθήνα αλλά, το πολιτιστικό του ελληνικό βάδισμα στην Οικουμένη. Απέδωσε στην αρχιτεκτονική την ποιητική της διάσταση και στην ζωγραφική την διακοσμητική της απλότητα και χάρη. Η αγάπη του επίσης μεταξύ άλλων, για το έργο του μαρμαρογλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά, ίσως είναι ένα ακόμα προσδιοριστικό στοιχείο των οραματισμών του. Τα κείμενα που συνέγραψε και δημοσίευσε παράλληλα με την αρχιτεκτονική του δράση, μας δηλώνουν το εύρος, τον πλούτο και την χρωματική ποικιλία των ενδιαφερόντων και των ζητημάτων που τον απασχολούσαν. Ο Δημήτρης Πικιώνης «υπάκουσε» δημιουργικά στην ελληνική παράδοση και εκείνη τον αντάμειψε.
Στην μνήμη του καταγράφω ορισμένα ενδεικτικά πληροφοριακά στοιχεία, ευελπιστώντας ότι ο Δήμος του Πειραιά θα του στήσει έστω μια προτομή στο γεωγραφικό διαμέρισμα που κατοίκησε. Και να ζητήσει από το Μουσείο Μπενάκη, να επαναληφθεί εντός των ορίων της πόλης μας η Έκθεση που πραγματοποιήθηκε το 2010 με έργα του. Όσοι ευτύχησαν να την επισκεφτούν ακόμα θυμούνται την αγαλλίαση που αισθάνθηκαν βλέποντας και παρατηρώντας και ανιχνεύοντας, τα έργα του.
Τα έργα του Δημήτρη Πικιώνη όπως και άλλων επιφανών πειραιωτών, είναι η αντοχή της Πόλης μέσα στην ροή του χρόνου.               
1887 γεννιέται στον Πειραιά. Γιός του Πέτρου και της Μαρίας του γένους Συριώτη
1903 αποφοιτά από το Α΄ Γυμνάσιο Πειραιά
1908 τελειώνει το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, ως διπλωματούχος Πολιτικός Μηχανικός.
1909 έως αρχές 1912 ασχολείται στο Παρίσι με τη σπουδή σχεδίου ζωγραφικής στην Academia de la Grande Chauniere υπό τον L. Simon.
1919 διδάσκει στις νυχτερινές Σχολές Τεχνικών της Ελληνικής Βιοτεχνικής Εταιρείας, στο τμήμα επιπλοποιών.
1921-1923 διορίζεται επιμελητής του καθηγητή Αναστασίου Ορλάνδου στο μάθημα της μορφολογίας της αρχιτεκτονικής και της ρυθμολογίας.
1921 οικοδομεί την πρώτη του οικία. Το σπίτι του Φ. Μωραϊτη στις Τζιτζιφιές.
1925 παντρεύεται την Αλεξάνδρα Αναστασίου.
1925 εκπονεί ξυλογραφίες και σχέδια για το Λαογραφικό Αρχείο. Κτίζει την οικία Καραμάνου στο Ηράκλειο.
1926 σε συνεργασία με τον Εμ. Κριεζή εκπονεί τα σχέδια σχολείου-οικοτροφείου στην Αίγινα.
1927 σε συνεργασία με τον Εμ. Κριεζή και πάλι, κάνουν τα σχέδια για τον ιερό Ναό Αγίων Αναργύρων στη Νέα Ιωνία.
1930 γίνεται μόνιμος καθηγητής στην έδρα της Διακοσμητικής. Οικοδομεί την οικία Παπαϊωάννου στην οδό Μαρκορά.
1932 κτίζει το δημοτικό σχολείο στα Πευκάκια του Λυκαβηττού
1933 κτίζει το θερινό Θέατρο της Μαρίκας Κοτοπούλης στην οδό Χέϊδεν, σύμφωνα με τα πρότυπα σχεδιασμού του αρχαίου ιαπωνικού θεάτρου.
1934 κάνει τα σχέδια για τον τάφο του ποιητή Λάμπρου Πορφύρα, και της οικογένειας Παυλή στο νεκροταφείο του Πειραιά. Ο πειραιώτης λυρικός ποιητής του μεσοπολέμου ήταν εξάδελφος του Δημήτρη Πικιώνη. Το κοιμητήριο είναι η Ανάσταση, που μέχρι πριν μερικά χρόνια λειτουργούσε ως νεκροταφείο των πειραιωτών πριν τεθεί σε λειτουργία το κοινό νεκροταφείο με άλλους όμορους Δήμους του Σχιστού.
1935 από την εποχή αυτή σημειώνεται μια στροφή στις αισθητικές του αντιλήψεις. Στοχάζεται ότι το οικουμενικό πνεύμα πρέπει να συνδεθεί με το πνεύμα της εθνότητας. Στην αντίληψη αυτή βασίζονται όλα τα αρχιτεκτονικά του έργα. Σχεδιάζει τον τάφο της οικογένειας Γουναράκη στο Α Νεκροταφείο, καθώς και τρία σπίτια και το Πειραματικό Σχολείο της Θεσσαλονίκης.
1935 τον Οκτώβριο, μαζί με τους Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα,  Στρατή Δούκα, Σπύρο Παπαλουκά, Σωκράτη Καραντινό εκδίδουν το περιοδικό «το 3ο μάτι». Έκδοση Πνευματικής Καλλιέργειας και Τέχνης Τεύχος 1 Οκτώβρης 1935,  διπλό τεύχος 2-3 Οκτώβρης-Νοέμβρης 1936, τριπλό τεύχος 4-5-6 Γενάρης-Φλεβάρης-Μάρτης 1936 και εξαπλό τεύχος 7-12  του 1937. Το πρωτοποριακό για την εποχή του περιοδικό, ανατυπώθηκε σε μεγάλο σχήμα το 1982 από το ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ του Μάνου Χαριτάτου, στην σειρά Τα Ελληνικά περιοδικά του 20ου αιώνα.
1943 εκλέγεται τακτικός καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο
1948 εκδίδει με τον τίτλο «Πινακοθήκη της Τέχνης του Ελληνικού Λαού» και με εντολή του Συλλόγου «Ελληνική Λαϊκή Τέχνη», τα «Αρχοντικά της Καστοριάς» και τα «Σπίτια της Ζαγοράς». Και τα δύο του έργα βραβεύονται από την Ακαδημία των Αθηνών
1950-1957 στο διάστημα αυτό, σε συνεργασία με τον γαμπρό του Αλέξανδρο Παπαγεωργίου δουλεύει στην αρχιτεκτονική. Κάνει σχέδια για το δασικό χωριό στο Περτούλι, για τον πρότυπο ελληνικό οικισμό Αιξωνής. Το Ξενία των Δελφών. Την έπαυλη Ποταμιάνου στη Φιλοθέη. Διαμορφώνει τον Αρχαιολογικό χώρο γύρω από την Ακρόπολη και τον λόφο του Φιλοπάππου. Επίσης, το τουριστικό περίπτερο του Αγίου Δημητρίου Λουμπαρδιάρη. Δραστηριοποιείται στην Εθνική Κοσμητεία Εθνικού Τοπίου.
1958 συνταξιοδοτείται ως καθηγητής μετά 35 χρόνια από το ΕΜΠ.
1966 εκλέγεται τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στην έδρα της Αρχιτεκτονικής
1968 28 Αυγούστου πεθαίνει στην Αθήνα.     
              Έργα του
-Το 1997 εκδίδονται τα «Ζωγραφικά» του, τόμοι 2, εκδόσεις Ίνδικτος 1997/ 1998, Επιμέλεια: ΑΓΝΗΣ ΠΙΚΙΩΝΗ.
Τόμος Α
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Ο ΜΠΟΥΖΙΑΝΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΙΚΙΩΝΗ
Ο ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΙΚΙΩΝΗ
ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ
ΑΠΟ ΤΗ ΦΥΣΗ
ΣΧΕΔΙΑ ΕΚ ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ
ΓΥΜΝΑ
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ
ΑΡΧΑΙΑ
ΑΡΧΑΙΑ ΑΓΓΕΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ
ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΑ-ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ
Τόμος Β
ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ
ΤΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ
ΑΡΙΑΔΝΕΣ
ΝΕΦΕΛΕΣ
ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ
ΑΤΤΙΚΑ
ΛΑΪΚΑ
ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ ΛΑΪΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
ΓΛΥΠΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ
ΛΑΪΚΑ ΕΓΧΡΩΜΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ
ΚΛΕΦΤΕΣ ΚΑΙ ΑΡΜΑΤΩΛΟΙ
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑΣ ΤΟΥ Δ. ΠΙΚΙΩΝΗ

-Περιοδικό «Αιξώνη» τόμος Α 1950-1951, τεύχη 12.
- ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΙΚΙΩΝΗΣ, ΚΕΙΜΕΝΑ, ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΖΗΣΙΜΟΥ ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΥ, ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΑΓΝΗ ΠΙΚΙΩΝΗ- ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης-Αθήνα 1987.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Πρόλογος, του Ζήσιμου Λορεντζάτου
Σημείωμα για την έκδοση
ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ- ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
Αυτοβιογραφικά σημειώματα (1958)
Γ. Μπουζιάνης (1956)
ΤΡΙΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
Γράμμα 1 (Μπάζελ, 7 Ιουλίου 1954)
Γράμμα 2 (Παρίσι, 18 Ιουλίου 1954)
Γράμμα 3 (Μόναχο, 21 Αυγούστου 1954)
ΠΕΖΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1918)
Ειρήνη
Ζωγράφος Ι
Ζωγράφος ΙΙ
Αγάπη
Ευσέβεια
ΛΑΪΚΗ ΤΕΧΝΗ
Πρόλογος για τη Λαϊκή Τέχνη (1927)
Η Λαϊκή μας Τέχνη κι εμείς (1925)
ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ
Συναισθηματική Τοπογραφία (1935)
Ιδεογράμματα της οράσεως (1935)
Τα παιχνίδια της οδού Αιόλου (1935)
Το πνεύμα της εποχής μας (1931)
23 gravures (1935)
Αντώνης Σώχος (1961)
Σπύρος Παπαλουκάς. Αφιέρωμα εις τον άνθρωπο και τον καλλιτέχνη (1958)
Η έκθεση της γλύπτριας Ναταλίας Κωνσταντινίδη (1963)
ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Η ενόραση του θεατή (1953)
Σπουδαστικός κόσμος (1955)
ΤΟΠΙΟ
Γαίας ατίμωσις (1954)
[Ομιλία για το τοπίο] (1958)
Το Αρσάκειο (1948)
Εισήγησις της Αισθητικής Επιτροπής της Γενικής Γραμματείας Τουρισμού επί των αρχών επί των οποίων πρέπει να βασισθούν τα νομοθετικά μέτρα προασπίσεως της Αισθητικής της Χώρας εις τας Τουριστικάς Ζώνας (1946)
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Το πνεύμα της παράδοσης (1951)
Η ανοικοδόμηση και το πνεύμα της παράδοσης (1946)
Γύρω από ένα Συνέδριο (1933)
Η Ελληνική Αρχιτεκτονική (1951)
Λόγος εις πνευματικήν εορτήν εις μνήμην του αρχιτέκτονος Γ. Κοντολέοντος (1953)
Η θεωρία του αρχιτέκτονος Κ. Α. Δοξιάδη για τη διαμόρφωση του χώρου εις την αρχαία Αρχιτεκτονική (1937)
Έκθεση του Καθηγητή Δημήτρη Πικιώνη προς τον κ. Κωνσταντίνο Α. Δοξιάδη (1961)
Το πρόβλημα της μορφής (1950)
Α΄ Ιστορικές μορφές και λαϊκή παράδοση
Β΄ Θεώρηση των σύγχρονων προβλημάτων
Εικονογραφία
Σημειώσεις
Έκθεσις επί των έργων διευθετήσεως εν Δελφοίς (1946)
Α. Διευθέτησις του αρχαιολογικού χώρου
Β. Έργα αφορώντα την κωμόπολιν των Δελφών
Αισθητικές αρχές της αρχιτεκτονικής του Αιξωνικού Συνοικισμού (1952)
Οικιστικός Κανονισμός Αιξώνης. Μορφολόγηση των επί μέρους στοιχείων (1952)
Επιστολή προς τον Υπουργόν Δημοσίων Έργων (1955)
Εισηγητική έκθεσις επί της συνεργασίας εις τα υπό εκτέλεσιν έργα των περί την Ακρόπολιν αρχαιολογικών χώρων (1955)
Γράμμα στον Δήμαρχο Ηρακλείου για το Μνημείο Καζαντζάκη (1958)
Τουριστική αξιοποίησις της Φορτέτζας Ρεθύμνου (1966)
Υποθήκες από την ελληνική παράδοση (1963)
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Ι. Χρονολογικός πίνακας βιογραφίας του Δ. Πικιώνη
ΙΙ. Χρονολογικός πίνακας κειμένων του Δ. Πικιώνη
ΙΙΙ. Ευρετήριο κυρίων ονομάτων.
- «Η Αρχιτεκτονική της Χίου» πρόλογος Αγνή Πικιώνη, επιμέλεια- μετάφραση Μιχαήλ Παρούσης, εκδόσεις Ίνδικτος-Παρουσία.
- «Έργα Ακροπόλεως» επιμέλεια έκδοσης Αγνή Πικιώνη, φωτογραφία Γιώργος Μαυρόπουλος, εκδόσεις Ίνδικτος 2002
-ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΙΚΙΩΝΗΣ –ΟΙ ΟΜΙΛΙΕΣ ΤΟΥ ‘65, Επιμέλεια και Κείμενα: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ, Ειδική φωτογράφηση για την έκδοση ERIETA ATTALI, εκδόσεις Μέλισσα 2009.
(ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ: 
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ/ Ι. ΕΥΡΕΣΗ ΚΑΙ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΥΛΙΚΟΥ: ΜΙΚΡΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ/ ΙΙ. ΔΕΥΤΕΡΗ ΟΜΙΛΙΑ: 
«Η ΣΚΕΨΗ ΚΑΙ Η ΜΕΣΑ ΒΛΕΨΗ»/ 
ΙΙΙ. ΤΡΙΤΗ ΟΜΙΛΙΑ: «ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ»/
IV. ΟΜΙΛΙΕΣ ΚΑΙ ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ: Τεχνικές οργάνωσης.- Κατηγορίες αναφορών.-Θεματολογία.-Μετάθεση οπτικής.-Συσχέτιση των Ομιλιών του ’65 με άλλες ομιλίες.- Συνομιλητές και συζήτηση/ 
V. Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΠΙΚΙΩΝΗ ΩΣ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ: Η διδασκαλία του Πικιώνη.- Μνήμη και Κολλάζ.-Αυτοσχεδιασμός.-Προφορικότητα./ 
VI. ΠΟΣΟ «ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ» ΕΙΝΑΙ ΣΗΜΕΡΑ Ο ΠΙΚΙΩΝΗΣ;- η επίκαιρη διδασκαλία- Νεότεροι συνεχιστές./ 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ/ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ/ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ/ ΠΗΓΕΣ ΕΙΚΟΝΩΝ)
-«Δημήτρης Πικιώνης 1887-1968», Κατάλογος Μουσείου Μπενάκη 2010, επιμέλεια: Αγνή Πικιώνη-Ντόρα Ρόκου-Πικιώνη. Επιμέλεια κειμένων: Δημήτρης Αρβανιτάκης. Πρόλογος: Άγγελος Δεληβοριάς
(μια σημαντική Έκθεση 15/12/2010-13/3/2011 για τον Πειραιώτη αρχιτέκτονα και ζωγράφο,-ξάδερφο του Πειραιώτη ποιητή του μεσοπολέμου Λάμπρου Πορφύρα-που είχα την τύχη να την παρακολουθήσω τρείς φορές).
Αγνή Πικιώνη, Μικρό ιστορικό για το έργο που μας άφησε ο Δ. Π.
Δ. Πικιώνης, Αυτοβιογραφικά σημειώματα
ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ
Θανάσης Μουτσόπουλος, Ζωγραφίζοντας την ιθαγένεια. Μια προσπάθεια αποτίμησις του εικαστικού Πικιώνη
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Δημήτρης Φιλιππίδης, "Γάρμπος" και "χούι" κ. ά
Γιώργος Λέστος, Δ. Πικιώνης: Μια φαινομενολογική διερεύνηση της πρακτικής του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ
Δημοσιευμένα κείμενα για τον Δημήτρη Πικιώνη. Επιλογή.
Χρονολόγιο
Εργογραφία-Βιβλιογραφία
Εκθέσεις: ατομικές-ομαδικές
- Παύλος Καλαντζόπουλος, ΜΙΑ ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΗ 
23 ιστορίες  με πρώτο πρόσωπο τον Δ. ΠΙΚΙΩΝΗ, εκδ. Πλέθρον 1988.
(ΠΕΡΙΕΧΌΜΕΝΑ: 
Πρόλογος σ’ ένα σύγχρονο αποκελισμό./Μια κατεδάφιση./Η κατοικία του φύλακος/Κτιριολογία/ Ο παπάς της αισθητικής/Αθήνα Μεγάλο Πεύκο Φανερωμένη/ Οι συζητήσιμες πλευρές του επαγγέλματος/ Εισαγωγή στον Όμπερον/ Τα πορτραίτα/ Μεσολόγγι/ Το καφενείο του Κινίνη/ Η καλλιτεχνική στέγη/ Είχαμε πει για Πέμπτη/ Μυστικοπάθεια και τσιμεντόλιθοι/ Δύο εικόνες του Φώτη Κόντογλου/ Η ευθεία οδός/ Οι ζωγράφοι των ανακτόρων/ Επίσκεψη στο σπίτι του γιατρού/ 1η Αυγούστου 1960/Μια πλάκα μπετόν 300 τ.μ./ Στον πρώτο διδάξαντα/ Οι πολύτιμες ώρες/ Σε ελεύθερη απόδοση/ Το τζάμωμα.)
- ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ-ΒΕΝΕΤΑΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΙΚΙΩΝΗΣ (1887-1968)-Τα χρόνια της μαθητείας μου κοντά του. ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΜΝΗΜΗΣ, εκδόσεις Α. Α. Λιβάνη 2001.
(Θα τολμήσω τώρα εδώ μια κριτική του δασκάλου μου. Κατά την γνώμη μου βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την πιο αμφιλεγόμενη πτυχή της δημιουργίας του: Ο Πικιώνης επενέβη στο ιστορικό τοπίο με μοναδικό γνώμονα το καλλιτεχνικό του αισθητήριο και όχι την ιστορική μεθόδευση και αξιοπιστία. Εισήγαγε με πολλή διακριτικότητα στην σύνθεσή του, στον ιστορικό αυτόν χώρο, αναφορές σε μνήμες οικείων και αξιαγάπητων μορφών από την ελληνική αρχιτεκτονική παράδοση όλων των ιστορικών περιόδων. Ήταν διαχρονικός στην ελληνοκεντρικότητά του, αυτό διαφαίνεται και από το κτισμένο αλλά και από το γραπτό του έργο. σ.68)
-ΖΗΣΗΣ ΚΟΤΙΩΝΗΣ, ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΙΚΙΩΝΗ, εκδόσεις Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας 1998.
(ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ: 
Προλογικό Σημείωμα του Δ. Αντωνακάκη/ Πρόλογος/ Εισαγωγή/ Κεφάλαιο Ι. Οι εκδηλώσεις του αδύνατου στην αναζήτηση της καταγωγής./ Κεφάλαιο ΙΙ. Η αρχιτεκτονική και η θεματολογία της γης/ Κεφάλαιο ΙΙΙ. Η αναζήτηση της καταγωγής στην οντολογική συγκρότηση του έργου τέχνης (Αναφορά στις διαμορφώσεις της Ακροπόλεως Ι)/  Κεφάλαιο IV. Η αναζήτηση της καταγωγής στη μεταφορική λειτουργία της τέχνης. (Αναφορά στις διαμορφώσεις της Ακροπόλεως ΙΙ)/ Συμπέρασμα./ Παράρτημα. Οι αναλογίες της μοντέρνας αισθητικής (Αναφορά στις διαμορφώσεις της Ακροπόλεως ΙΙΙ)/ Συμπέρασμα/ Βιβλιογραφία.)
-ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΙΚΙΩΝΗ- ΝΙΚΟΥ ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΥ-ΓΚΙΚΑ. Επιμέλεια: Ν. Π. Παϊσιος, εκδόσεις Ίκαρος, Μουσείο Μπενάκη-Πινακοθήκη Γκίκα & Αγνή Πικιώνη, 1996.
(ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ: 
Σημείωμα του επιμελητή. 15 ΓΡΑΜΜΑΤΑ(6 του Πικιώνη και 9 του Γκίκα). Επίμετρο: Ν. Χατζηκυριάκου-Γκίκα, Οι πολλαπλές γνώσεις του Πικιώνη. Φωτογραφίες. Κατάλογος Εικόνων)
-«Κατασκευές της Όρασης-Από τη θεωρία του Δοξιάδη στο έργο του Δημήτρη Πικιώνη», του Κώστα Τσιαμπάου, εκδόσεις Ποταμός 2010.
-ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΙΚΙΩΝΗΣ-Αφιέρωμα στα εκατό χρόνια από τη γέννησή του, έκδοση Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο, Αθήνα 1989.
(ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ: 
Εισαγωγή Πρυτάνεως Ε.Μ.Π./ Εισαγωγή Προέδρου Τμήματος Αρχιτεκτόνων/
ΚΕΙΜΕΝΑ: Αντώνη Κ. Αντωνιάδη, Πικιώνης: Τέσσερεις διαστάσεις./Γιώργος Γιαννουλέλλης, Μια περιπέτεια του Πικιώνη στον αγώνα του για τη διάσωση των αθηναϊκών λόφων…/Άγγελος Δημητρίου, Δημήτρης Πικιώνης 1887-1968/ Νίκος Δήμου, Ο Ανατολίτης/ Αλέξανδρος Ι. Ζάννος, Ένα γράμμα/ Παύλος Καλαντζόπουλος, Οι πολύτιμες ώρες/ Γιώργος Κανδύλης, Ο Δημήτρης Πικιώνης μέσα από τις ενθυμίσεις μου/ Ναταλία Μελά-Κωνσταντινίδη, «Δόξα τω Θεώ…»/ Ν. Κ. Μουτσόπουλος, Μνήμες από τη ζωή στο Πολυτεχνείο την εποχή του Πικιώνη/ Χαράλαμπος Μπούρας, Ο Πικιώνης και οι αρχαίοι Ελληνες/ Κωνσταντίνος Γ. Ξυνόπουλος, Αναμνήσεις από τον Πικιώνη/ Περ. Παντελεάκης, Πικιώνης, μια παγά λαλέουσα της εποχής μας/ Αλέξης Παπαγεωργίου, Η θεματική χαρτογράφηση των βράχων της Ακρόπολης/ Αλέξανδρος Παπαγεωργίου-Βενετάς, Δάφνη στη μνήμη του Δασκάλου μου/ Μιχάλης Παρούσης, «Η Μελέτη» Τα ονειρικά τοπία του Δημήτρη Πικιώνη/ Αριστομένης Προβελέγγιος, Η παρουσία του Πικιώνη διακατέχει τον νου και τα αισθήματά μου/ Γεώργιος Μ. Σαρηγιάννης, «Τα έργα των περί Ακρόπολιν χώρων».-Ο Πικιώνης και το Ελληνικό Δημόσιο/ Παναγιώτης Τέτσης, «Οι λίγες λέξεις που ήθελα να γράψω για τον Πικιώνη…»/ Σούλα Τζάκου, Ο Δάσκαλος/ Δημήτρης Φιλιππίδης, Τα «Αττικά» σχέδια του Δημήτρη Πικιώνη/ Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Οι πολλαπλές γνώσεις του Πικιώνη/ Νίκος Θ. Χολέβας, Για τον Δημήτρη Πικιώνη/ Jean van Geest, Old Stones and new Meanings/ Σάββας Κονταράτος, Αρχιτεκτονική και Ιστορία/ Α. Ν. Συμεών, Αρχιτεκτονικός μετα- μοντερνισμός. Και μετά;)
-- 
 ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΔΙΚΑ ΤΟΥ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
-περ. Εποχές τχ. 9/1, 1964, σ.54-56, Υποθήκες από την Ελληνική Παράδοση
-περ. Ζυγός τ. 2/1966, Σταμάτης Λαζάρου. Ένας προικισμένος λαϊκός ζωγράφος και πηλοπλάστης.
-περ. Γράμματα και Τέχνες τχ. 9/9, 1982, σ.22. Για μια Ελληνική Αρχιτεκτονική
-περ. Ίνδικτος τχ. 6/Φθινόπωρο 1996, σ.205-208. Το Πνεύμα της Παράδοσης
-περ. Ίνδικτος τχ. 20/1, 2006, σ. 145-153. Η Λαϊκή μας Τέχνη κι εμείς. (κριτική μελέτη). (Η κριτική αυτή μελέτη είχε δημοσιευτεί για πρώτη φορά στο περιοδικό «Φιλική Εταιρία» του 1925, σ.145-158.)
ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΕΣ
Α) ΖΩΓΡΑΦΙΚΑ, Επιμέλεια Αγνή Πικιώνη, εκδ. Ίνδικτος 1997, τόμοι 2. Σελ. 323+259
-Νίκος Γ. Ξυδάκης, εφ. Η Καθημερινή 1/2/1998, Η τοπιογραφία του Δημήτρη Πικιώνη. Δύο νέοι τόμοι με τις «Ζωγραφικές» συμπληρώνουν την εικόνα του δασκάλου, ποιητή, καλλιτέχνη.
-Πόλυ Κρημνιώτη, εφ. Η Κυριακάτικη Αυγή 1/2/1998, σ.38. Τα ζωγραφικά του Πικιώνη»
-Δημήτρης Σταμέλος, εφ. Ελευθεροτυπία Τετάρτη 18/2/1998. Πικιώνης: Κλασικός και σύγχρονος
-Της Πάρης Σπίνου, εφ. Κυριακάτικη 22/2/1998, σ. 64-65. Στην παλέτα του Δημήτρη Πικιώνη.. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους αρχιτέκτονες. Αλλά μια έκθεση και μια έκδοση αποκαλύπτουν ακόμη μία καλλιτεχνική πλευρά του. Και, «Ένας Ευρωπαίος που μένει στην Ελλάδα». Ένα αδημοσίευτο κείμενο του Γιάννη Τσαρούχη για τον Πικιώνη που υπαγόρευσε στην Αγνή Πικιώνη τον Ιούλιο του 1981.
-Εφ. Η Ναυτεμπορική Παρασκευή 27/2/1998, σ.59. Ο άγνωστος Πικιώνης
-Βασίλης Κ. Καλαμαράς, εφ. Ελευθεροτυπία Παρασκευή 27/2/1998, σ.39, Το μέγιστον μάθημα, η επαφή με το χώμα.
-Μισέλ Φάϊς: επιμέλεια. Εφ. Ελεύθερος Τύπος Κυριακή 15/3/1998, Εικαστικά λευκώματα. Εκδόσεις με έργα των Δημήτρη Πικιώνη, Γιάννη Κουνέλη και Ισμήνης Καρυωτάκη.
-Άρης Μαραγκόπουλος, εφ. Το Βήμα Κυριακή 29/3/1998, σ. 4., Ημερολόγιο σε εικόνες
-Εφ. Ελευθεροτυπία 2/4/1998, Η ζωγραφική ενός αρχιτέκτονα.
-Γιώργος Τζιρτζιλάκης, εφ. Τα Νέα-Πρόσωπα 21ος Αιώνας, τχ. 67/17-6-2000, Νέα Ματιά στον Πικιώνη. (βιβλιοκρίνονται μαζί με το βιβλίο του Ζήση Κοτιώνη: «Το Ερώτημα της Καταγωγής στο έργο του Δ. Πικιώνη»)
Β) ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΙΚΙΩΝΗ-ΝΙΚΟΥ ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΥ ΓΚΙΚΑ, εκδ. Ίκαρος-Μουσείο Μπενάκη- Πινακοθήκη Γκίκα και Αγνή Πικιώνη 1996. Επιμέλεια-πρόλογος Ν. Π. Παϊσίου
-Μικέλα Χαρτουλάρη: ρεπορτάζ, εφ. Τα Νέα Σάββατο 7/12/1996, σ.33, Από το Φάληρο στο Παρίσι. Προδημοσίευση από την αυτοβιογραφία του Γκίκα και την αλληλογραφία του με τον Πικιώνη.
-εφ. Η Αυγή 24/12/1996, Δύο βιβλία για δύο «μεγάλους» της ελληνικής τέχνης. «Το χαλί όπου παίζαμε ήτανε κόκκινο» και «Γράμματα Δ. Πικιώνη-Ν. Χατζηκυριάκου Γκίκα». Κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ίκαρος.
-Αρ. Ελληνούδη, εφ. Ο Ριζοσπάστης 23/2/1997. «Σκέψεις» δυο μεγάλων της Τέχνης
-Κώστας Γάλλος, περ. Νέα Εστία τχ. 1684/1-9-1997, σ. 1291-1292.
Γ) Ζήσης Κοτιώνης, Το ερώτημα της καταγωγής στο έργο του Δημήτρη Πικιώνη. Εκδόσεις Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, Μάρτιος 1998
-Νίκος Βατόπουλος, εφ. Η Καθημερινή 11/7/1998, Ο Πικιώνης και ο Χάιντεγκερ
-Μαρία Νταλιάνη, εφ. Τα Νέα Πέμπτη 16/7/1998, σ.45, Φως στο έργο του Δημήτρη Πικιώνη
-Δημήτρης Φιλιππίδης, περ. Αντί τχ. 669/25-9-1998, Ελληνική Αρχιτεκτονική
Δ) Δημήτρης Πικιώνης 1887-1968, επιμέλεια: Αγνή Πικιώνη, εκδ. Μπάστα-Πλέσσα, Αθήνα 1994
-Μάρη Θεοδοσοπούλου, εφ. Η Εποχή 25/3/1995, Ευαίσθητος στην ελληνική παράδοση.
Ε) Δημήτρης Πικιώνης
Τόμος Α΄ Ι. Δ. Π. 1887-1968, σ.108
ΙΙ Αρχιτεκτονικό έργο 1912-1934 σ. 80
ΙΙΙ Αρχιτεκτονικό έργο 1935-1955, σ. 150
IV Αρχιτεκτονικά σκίτσα 1940-1955, σ. 106
Τόμος Β΄ V Αρχιτεκτονικό έργο 1949-1964, σ.154
VI. Αιξωνή 1951-1955, σ.106
VII Διαμόρφωση του περί την Ακρόπολη αρχαιολογικού χώρου 1954-1957, σ.198
VIII  Παιδικός κήπος Φιλοθέης 1961-1964, σ.72. Εκδόσεις Μπάστα-Πλέσσα Αθήνα 1974
-Δημήτρης Δασκαλόπουλος, εφ. Τα Νέα Τρίτη 21/2/1995, σ.33, Συνομιλίες με το τοπίο
--
-Μαρία Μαραγκού, εφ. Ελευθεροτυπία Τρίτη 10/1/1995, Με το βλέμμα του Πικιώνη. Οκτώ τόμοι με το αρχιτεκτονικό του έργο
-Γιώργος Σαρηγιάννης, εφ. Τα Νέα Πέμπτη 8/12/1994, σ.45, Σεβασμός στη φύση. Δ. Πικιώνης-Λεύκωμα
-Ν. Κ.-Ρ., εφ. Ελευθεροτυπία Τρίτη 8/1/2002, σ.25. Ένα ποίημα για την Ακρόπολη. Το λεύκωμα «Δημήτρη Πικιώνη. Έργα Ακροπόλεως»
-Μισέλ Φάϊς, περ. EXTRA ΤΥΠΟΣ τχ. 81/8-1-1995, σ.74. Τα ίχνη δύο μεγάλων της ελληνικής αρχιτεκτονικής.
Ανωνύμως- Διάφορα
-Εφ. Ελευθεροτυπία 17/2/1998, σ.32, Πικιώνης, ο ζωγράφος. Έκθεση από αύριο στην Ακαδημία
-Εφ. Ο Κυριακάτικος Ριζοσπάστης 30/12/2001, σ.2, Αρχιτεκτονική της Χίου και Πικιώνης.
-Η Λογοτεχνία των Ελλήνων, τόμος 11/ εκδ. Χάρης Πάτσης, σ.541. λήμμα
-Λεξικό Ελλήνων Λογοτεχνών, τόμος 4ος /εκδ. Μέλισσα 2000, σ.491-493. Λήμμα
-περ. Φιλολογική Στέγη τχ. 17/Χριστούγεννα 1969, σ. 55. (στις Πειραϊκές απώλειες)
-περ. Μανδραγόρας τχ. Σ.64. Σκηνικά Δημήτρη Πικιώνη-Γιώργου Στέρη, για το Θεατρικό Έργο «Η Βροχή», δράμα σε 4 πράξεις 30/10/1932, των Τζων Κόλτον-Κλεμάνς Ράντολφ, στο Θέατρο Κεντρικό από το Θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη.
-εφ. Η Καθημερινή 9/7/1998, Διαμαρτυρία για τις κατηγορίες στη μνήμη του Δημήτρη Πικιώνη. Από τους αρχιτέκτονες: Περικλής Παντελεάκης, Ηλίας Μελετόπουλος, Μανώλης Γλυνιαδάκης, Ηλίας Γουναρόπουλος, Φανή Μηταράκη-Μπαξή, Μιχάλης Ζήσης. Και το λογοτέχνη Χρήστο Αδαμόπουλο. (Ο λογοτέχνης Χρήστος Αδαμόπουλος είναι ο γνωστός πειραιώτης διανοούμενος και συγγραφέας) . Δημοσιεύεται και η απάντηση του δημοσιογράφου Β. Αγγελικόπουλου.
-Μαίρη Φωτεινού-Στάθης Κουτρουβίδης, εφ. Η Εποχή 31/12/2010, σ. 16-17. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΙΚΙΩΝΗΣ: ΜΙΑ ΣΠΟΥΔΑΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ, ΕΝΑ ΠΟΛΥΤΙΜΟ ΕΡΓΟ. ΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΕΝΟΣ ΟΡΑΜΑΤΙΣΤΗ ΚΑΙ ΟΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΒΑΡΒΑΡΩΝ. «Τι εκάματε τον Ιλισσό και τον Κηφισσό, τα δύο αγιάσματα». Ο Τσαρούχης για τον Πικιώνη: «Κυνηγώντας το καλό, βρίσκει το ελληνικό». Αυτοβιογραφικό κείμενο του Δημήτρη Πικιώνη, Το οικουμενικό μέσα από το εντόπιο.
-ΑΦΙΕΡΩΜΑ του περιοδικού ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ της εφημερίδας Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΉ, Κυριακή 16/10/1994.  Την επιμέλεια του αφιερώματος για τον Δημήτρη Πικιώνη είχε η Πέγκυ Κουνενάκη. Σελίδες 2-23, 32.
-Πέγκυ Κουνενάκη, Ο Έλλην δημιουργός Δημήτρης Πικιώνης. Ο στοχαστής και φιλόσοφος που άνοιξε νέους ορίζοντες στην αισθητική της αρχιτεκτονικής στη χώρα μας.
-Χρονολόγιο του Δημήτρη Πικιώνη. Οι σημαντικότεροι σταθμοί στη ζωή και το πολύπλευρο έργο του σπουδαίου δημιουργού.
-Αλέξης Παπαγεωργίου, Ο αρχιτέκτονας και οι μοντέρνοι της εποχής του. Μορφή και περιεχόμενο στο έργο του Πικιώνη.
-Παύλος Καλατζόπουλος, Η λαϊκή τέχνη και ο Πικιώνης. Οπαδός της επιστροφής στη φύση έφερε στην Ελλάδα τις νέες ευρωπαϊκές τάσεις.
-Ζήσης Κοτιώνης, Μια «θραυσματική» αφήγηση κάτω από την Ακρόπολη. Έργο τέχνης η διαρρύθμιση από τον Πικιώνη των υπαίθριων χώρων γύρω από τον Ιερό Βράχο.
-Γιάννης Τσαρούχης, Η αρχιτεκτονική ως τέχνη. Ο Πικιώνης έδωσε στα έργα του μια ατμόσφαιρα και ένα όραμα σχεδόν ζωγραφικό.
-Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Οι πολλαπλές γνώσεις του Πικιώνη. Η δίψα για μάθηση του επέτρεψε να εμβαθύνει τις φιλοσοφικές και αισθητικές του αναζητήσεις.
-Δημήτρης Φιλιππίδης, Η επίδραση του Πικιώνη. Η αποτίμηση του πρωτοποριακού έργου του σπουδαίου αρχιτέκτονα και δάσκαλου.
-Ζήσιμος Λορεντζάτος, Ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης. Τα έργα που σκάρωσε στεγάζουν ή υποδέχονται τον σύγχρονο άνθρωπο…
Η εφημερίδα ευχαριστεί την κα. Αγνή Πικιώνη και τις εκδόσεις Μπάστα-Πλέσσα για το φωτογραφικό υλικό.
-Κώστας Ρεσβάνης, εφ. Τα Νέα 13/4/2009. Στην σελίδα «ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ». Αφιέρωμα στον μεγάλο Πικιώνη. (αναφέρεται στο περιοδικό «Εν Βόλω» που είναι αφιέρωμα στον Δ. Πικιώνη.
-Τζούλιο Καϊμη,(ο οποίος συνδέθηκε και με την πόλη του Πειραιά), «Το αρχιτεκτονικό έργο του καθηγητή Πικιώνη», δες εφημερίδα Ο Δημότης 8/6/1960. Το κείμενο αυτό που δημοσιεύτηκε στην ημερήσια τοπική Πειραϊκή εφημερίδα, περιλαμβάνεται και στο βιβλίο, σε επιμέλεια του συγγραφέα και κριτικού Μισέλ Φάϊς, «Τζούλιο Καϊμη: Ένας αποσιωπημένος, Μαρτυρίες και κρίσεις», το ζωγραφικό του έργο, επιλογή από τα άρθρα του 1928-1976, εκδόσεις Γαβριηλίδης 1994.
Για τη Έκθεση του Μουσείου Μπενάκη
-περ. Αρχαιολογία τχ. 117/12,2010, σ. 125-126. (Επιμέλεια: Βάσω Ηλιοπούλου). Δημήτρης Πικιώνης.
-περ. Ο Ταχυδρόμος τχ. 505/23-12-2010, σ.37, Μια σημαντική έκθεση
-Σπύρος Γιανναράς, εφ. Η Καθημερινή Κυριακή 12/12/2010, σ. Σεβασμός στην ιερότητα της γης. Ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης με το έργο του διδάσκει, μισόν αιώνα μετά, το πάντρεμα της Φύσης με τον πολιτισμό. Και: Αγνή Πικιώνη, Προφητικός για το περιβάλλον./ Ζήσης Κοτιώνης, Ως τέχνη, ως τοπίο./ Παύλος Καλαντζόπουλος, Με ματιά ελεύθερη./ Αλέξανδρος Παπαγεωργίου-Βενετάς, Αυτοσχεδίαζε συνεχώς, παντού.
-Της Πάρις Σπίνου, εφ. Ελευθεροτυπία- Η Τέχνη της Ζωής 7, τχ. 471/28-11-2010, σ.20-21, Ο Πικιώνης της ζωγραφικής. Μια άλλη πλευρά του μεγάλου αρχιτέκτονα θυμίζει η έκθεση του Μουσείου Μπενάκη. Και: της Χαράς Τζαναβάρα- φωτό: Π. Πετρόπουλος: Τι αντέχει, τι ρημάζει Τα δημόσια έργα του Πικιώνη βρίσκονται γύρω μας. Χωρίς όμως τη φροντίδα που τους πρέπει.
-Φωτεινή Μπάρκα, εφ. Σαββατιάτικη Ελευθεροτυπία 11/12/2010, σ.12-13. Ο αρχιτέκτονας που ήθελε να είναι ζωγράφος. (Εγκαινιάζεται την Τρίτη στις 8 μ.μ. στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς 138. Διαρκεί έως τις 13 Μαρτίου). Και Αγνή Πικιώνη: «Αποφεύγω να επισκέπτομαι τα έργα του πατέρα μου».
ΑΡΘΡΑ
-Κατερίνα Αγγελιδάκη,- Photos: Προσωπικό αρχείο Αγνής Πικιώνη, περ. Ο Ταχυδρόμος τχ. 93/8-12-2001, σ. 39-44. Ο Οραματιστής του Ελληνικού Τοπίου. Η Αγνή, κόρη του κορυφαίου Έλληνα αρχιτέκτονα Δημήτρη Πικιώνη, ανασύρει λεπτομέρειες από τη ζωή και το έργο του εν όψει μίας ακόμη έκδοσης και μίας έκθεσης σχεδίων στο Μουσείο Μπενάκη.
-Δημήτρης Αντωνακάκης, στον τόμο Επίλογος 1994, χρόνος 3ος /11, 1994, εκδ. Γαλαίος, σ. 464-472. Ο Γιάννης Πολίτης για τον Δημήτρη Πικιώνη. (Ο μαθητής για τον δάσκαλο)
-Σουζάνα Αντωνακάκη, εφ. Τα Νέα 27/1/1999, Στο λόφο του Φιλοπάππου.
-Βιβή Βασιλοπούλου, εφ. Ο Κόσμος του Επενδυτή 12/2/2000, Έργα Πικιώνη στην «Πινακοθήκη»
-Ν.(ίκος) Β.(ατόπουλος), εφ. Η Καθημερινή Τετάρτη 24/11/1993, σ.14. Σχέδια Πικιώνη στο Ελσίνκι. Μεγάλη Έκθεση για το έργο του Έλληνα αρχιτέκτονα οργανώνεται στη Φινλανδία.
-Νίκος Βατόπουλος, εφ. Η Καθημερινή Τετάρτη 23/11/1994, σ.15. Δημήτρης Πικιώνης: ζωή και έργο. Η πορεία του μεγάλου αρχιτέκτονα και στοχαστή και ο πνευματικός περίγυρος της εποχής του καταγράφονται σε μία έκδοση.
-Νίκος Βατόπουλος, εφ. Η Καθημερινή 7/12/1995, Ο φυσιολάτρης Δημήτρης Πικιώνης. Εκδήλωση και έκθεση για τον μεγάλο Έλληνα αρχιτέκτονα σήμερα στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.
-Κώστας Γεωργουσόπουλος, Κλειδιά και Κώδικες θεάτρου. ΙΙ Ελληνικό Θέατρο, εκδ. Εστία 1984, σ.343.
-Αντρέας Γιακουμακάτος, Ιστορία της Ελληνικής Αρχιτεκτονικής, 20ος Αιώνας, εκδ. Νεφέλη 2004, σ. 15, 33, 35, 36, 38- 39, 71, 75, 76, 77, 79, 91, 101, 111, 137, 164.
-Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, εφ. Η Καθημερινή Κυριακή 16/10/1994, σ. 19-20. Οι πολλαπλές γνώσεις του Πικιώνη. Η δίψα για μάθηση του επέτρεψε να εμβαθύνει τις φιλοσοφικές και αισθητικές του αναζητήσεις.
-Σπύρος Γιανναράς, εφ. Η Καθημερινή Κυριακή 6/2/2011, σ. 4. Το περίπτερο του Πικιώνη θυσιάζεται στο Lifestyle. Ο νέος διαχειριστής θα σηκώσει το βάρος αποκατάστασης του… αρχιτεκτονικού ήθους.
-Χρήστος Γιανναράς, Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα, εκδ. Δόμος 1992, σ. 268, 415, 418-420, 435.
-Χρήστος Γιανναράς: Ανθολόγηση, Αλφαβητάρι του Νεοέλληνα. Κείμενα επίκαιρης ελληνικής αυτοσυνειδησίας, εκδ. Σ. Πατάκη 2000, σ.127, 177-180, 225-226, 229-1954
-Χρήστος Γιανναράς, Η Νεοελληνική Ταυτότητα, εκδ. Γρηγόρη 1978, σ. 8.
-Δημήτρης Δασκαλόπουλος, στον τόμο Επίλογος 1995, χρόνος 4ος /11, 1995, σ. 23. Κατάλογος 40 αξιόλογων βιβλίων της χρονιάς. (βιβλιοκριτική για «Αρχιτεκτονικό έργο 1912-1934, «Αρχιτεκτονικό έργο 1935-1955» εκδ. Μπάστα- Πλέσσα- Αθήνα 1994)
-Άγγελος Δεληβοριάς, Τα Πορτραίτα του Φαγιούμ και η Γενιά του 1930 στην αναζήτηση της Ελληνικότητας, εκδ. Μουσείο Μπενάκη 1998, σ. 12-17.
-Κωνσταντίνος Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, 9η έκδοση, εκδ. Γνώση 2000, σ. 572.
-Κωνσταντίνος Δοξιάδης, εφ. Το Βήμα 1/9/1968. Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΙΚΙΩΝΗΣ. ΕΝΑΣ ΜΕΓΑΛΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ. (Το ίδιο κείμενο μεταφέρεται και στο περιοδικό της Νέας Εστίας τχ. 991/ Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1968, σ.1222-1223)
-Κώστας Θεοφάνους, Ο Εικαστικός Πειραιάς σ. 348-349, σ. 314. Στον τόμο Πειραιάς Ιστορία και Πολιτισμός, εκδ. Δήμος Πειραιάς 2001
-Κώστας Θεοφάνους, εφ. Η Φωνή του Πειραιώς Τετάρτη 20/10/1999, σ. 2;, 7. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΙΚΙΩΝΗΣ Τριάντα χρόνια από το θάνατό του. Το ίδιο και στο περιοδικό ;;; τχ. 21/10,12, 1999, σ.215-217. (στις σελίδες «Στο τρίμηνο που πέρασε»)
-Μαρία Θερμού, εφ. Το Βήμα Κυριακή 11/11/2001, σ. 8. Ο άγνωστος Πικιώνης. Η ουσία της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής όπως αναδύεται μέσα από τα σχέδια του μεγάλου δημιουργού για τη Χίο που έρχονται στο φως, για πρώτη φορά μετά από εβδομήντα χρόνια, στο Μουσείο Μπενάκη.
-Παύλος Καλατζόπουλος, εφ. Η Καθημερινή Κυριακή 16/10/1994, σ. 11-12, Η λαϊκή τέχνη και ο Πικιώνης. Οπαδός της επιστροφής στη φύση έφερε στην Ελλάδα τις νέες ευρωπαϊκές τάσεις.
-Πατρίτσια Καλαφατά, εφ. Η Αυγή της Κυριακής 26/12/2010, σ. 30. Οι σεισμοί, ο Πικιώνης και οι κοπάνες του 25ου.
-Μαρίνος Καλλιγάς, Τεχνοκριτικά 1937-1982, εκδ. Μουσείο Μπενάκη-Άγρα 2003, σ. 439, 441.
-Σωκράτης Καραντινός, Σαράντα Χρόνια Θέατρο. Ι. Στον προθάλαμο-Σκαμπανεβάσματα Α΄, εκδ. Αθήνα 1974, σ. 14, 19.
-Γ. Δ. Κατζουράκης, περ. Νέα Εστία, τόμ. 84ος,  τχ. 991/15-10-1968, σ. 1332-1338. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΙΚΙΩΝΗΣ
-Παρασκευή Κατημερτζή, εφ. Τα Νέα Σαββατοκύριακο 6-7 Νοεμβρίου 1999, σ. 55. Στο μπαλκόνι της Αθήνας.
-Παρασκευή Κατημερτζή, εφ. Τα Νέα-Πρόσωπα του 21ου Αιώνα τχ. 145/15-12-2001. Δ. Πικιώνης. «Κιβωτός της ουσίας».
-Ελένη Κούκη, περ. Αθηνόραμα τχ. 1116/27-2-1998, σ. 75, Ο ζωγράφος Πικιώνης.
-Denis Kohler, Η Νεοελληνική Λογοτεχνία, εκδ. Αρχιπέλαγος 1998, σ.213. (καταγράφει λανθασμένα στοιχεία ημερομηνίας θανάτου (1887-1987))
-Κώστας Ε. Λασσιθιωτάκη, περ. Ευθύνη τχ. 8/8,1972, σ.366-369. (Σκιαγραφία)
-Άρτεμις Λεοντή, Τοπογραφίες Ελληνισμού- Χαρτογραφώντας την πατρίδα, εκδ. Scripta 1998, σ.127,162, 209, 312, 314.
-Γιώργος Λέστος, περ. Σύγχρονα Θέματα τχ. 50-51/1,6, 1994, σ.54-67,  Ο Πικιώνης και η μεταφυσική.
-Γιώργος Λέστος, περ Σύγχρονα Θέματα τχ. 66/1,3,1998, σ.119-124. Ουτοπία και πολεοδομικός σχεδιασμός μικρής κλίμακας: η περίπτωση του Δημήτρη Πικιώνη.
-Ηρακλή Λογοθέτης, εφ. Η Βραδυνή Κυριακή 21/12/1997, σ.12-13, (στο Ακροκέραμο της Βραδυνής), Δ. ΠΙΚΙΩΝΗΣ Τα «ζωγραφικά»
-Ζήσιμος Λορεντζάτος, εφ. Η Καθημερινή Κυριακή 16/10/1994, σ.32, Ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης. Τα έργα που σκάρωσε στεγάζουν ή υποδέχονται τον σύγχρονο άνθρωπο…
-Ζήσιμος Λορεντζάτος, Μελέτες τόμ. 2ος, εκδ. Δόμος 1994, σ. (9-62), 66,74,83,92, 545, 608. 
-Γιάννης Α. Μαθές, εφ. Η Φωνή του Πειραιώς Τετάρτη 11/9/2002, σ.7. Δ. Πικιώνης (Ένας ακόμα πειραιώτης (Χιώτης την καταγωγή) τρανός της τέχνης.
-Ν(ίκος) Β.(ατόπουλος ;), εφ. Η Καθημερινή Κυριακή 28/11/1993, σ.24, Ευχής έργον να γίνει ο ελαιών άλσος της πόλεως των Αθηνών… Τι συνιστούσε το 1920 το «Ανώτατο Τεχνικό Συμβούλιο» και έλεγε το 1933 ο Δημήτρης Πικιώνης. Και Ν. Κ. Μουτσόπουλος, Ρεαλιστικές προτάσεις που όμως αγνοήθηκαν.
-Ξένη Μουχίμογλου, εφ. Η Ναυτεμπορική 22/2/1994, σ.53, Άστεγο το έργο του Πικιώνη. Μετά τις εκθέσεις στις Σκανδιναυικές χώρες.
-Γιώργος Χ. Μπαλούρδος, Πειραϊκό Πανόραμα. Πνευματικό και Καλλιτεχνικό Χρονολόγιο του Πειραϊκού Χώρου 1784-2005, εκδ. Τσαμαντάκη-Πειραιάς 2006
-Γιώργος Χ. Μπαλούρδος, Βιβλιογραφία για τον Πειραιά, εκδ. Τσαμαντάκη-Πειραιά 2010
-Γιώργος Ν. Μπαχάς, περ. ΝΕΜΕCIS τχ. 24/1,1998, σ. 134-135. Η πεμπτουσία της ελληνικής ψυχής
-Γιώργος Ν. Μπαχάς, περ. ΝΕΜΕCIS τχ, 4/9,1999, σ.90-95.  Στο έλεος του Θεού. Άγιος Δημήτριος Λουμπαρδιάρης.
-Ελένη Μπίστικα, εφ. Η Καθημερινή 1/3/1998, «Σαν σε προσκύνημα να πλησιάζουμε την Ακρόπολη» Εκκρεμεί η οφειλή όλων μας και της Πολιτείας στο έργο του κορυφαίου Δασκάλου Δ. Πικιώνη.
-Ελένη Μπίστικα, εφ. Η Καθημερινή Κυριακή 4/5/2003, σ. 27, Αρχαία βήματα στην Αθήνα της Ολυμπιάδας. Διεθνές βραβείο στα «μονοπάτια του Δ. Πικιώνη», που βρίσκονται κάτω και πέριξ της Ακρόπολης
-Μαίρη Παπαγιαννίδου, εφ. Το Βήμα 11/9/1994, σ. 41, Διά χειρός Πικιώνη
-Γιώργος Πηλιχός, Κάρολος Κουν-Συνομιλίες, εκδ. Κάκτος 1987,σ.128
-Αφροδίτη Πολίτη: κείμενο. Αρχειακό Υλικό/Α.Ν.Α. Αρχεία Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής του Μουσείου Μπενάκη. Εικονογράφηση: Παύλος Φυσάκης. Φωτογραφίες: Αχιλλέας Ζάβαλλης. Περ. Έψιλον τχ. 1036/20/2/2011, σ.49-55. ΟΙ ΦΑΝΑΤΙΚΟΙ ΤΟΥ ΠΙΚΙΩΝΗ. Ακολουθώντας τα βήματά του στα λιθόστρωτα γύρω απ’ την Ακρόπολη.
-Γιώργος Σημαιοφορίδης, περ. Θεωρία και Κοινωνία τχ.6/1, 1992, σ.78-92.  Η απώθηση του ρασιοναλισμού στην ελληνική αρχιτεκτονική.
-Της Πάρης Σπίνου, εφ. Κυριακάτικη 22/2/1998, σ.64-65. Στην παλέτα του Πικιώνη.
-Ιωάννης Αλ. Σπυρόπουλος, περ. Αντί τχ.22-/5/1998, σ. 38-39. ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΙΚΙΩΝΗ. Με την ευκαιρία των 30 χρόνων από το θάνατο του αρχιτέκτονα.
-Κώστας Σταματίου, Το βιβλίο και ο χρόνος, τ. 2, εκδ. Καστανιώτης 2004, σ.464,688-689, 730,938, 998, 1737.
-Μάνος Στεφανίδης, Ελληνομουσείον. Έξι αιώνες ελληνικής ζωγραφικής, τ. Α΄ εκδ. Μίλητος 2001, σ.452. (Από τη σειρά Φύση- Σχέδιο για το Δελφικό κέντρο)
-ΠΑ. Σ., εφ. Κυριακάτικη 27/2/2000, Ο υιός Πικιώνης. (Για την έκθεση του γιού του Δημήτρη Πικιώνη, πολιτικού μηχανικού Τάσου Πικιώνη στην «Πινακοθήκη» Ψυχάρη 36
-Ο.Σ., περ. Αντί τχ. 655/27-2-1998, σ.41. ΕΚΘΕΣΗ ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΙΚΙΩΝΗ
-Παναγιώτης Τέτσης, Το θράσος του καλλιτέχνη να γράφει, εκδ. Καστανιώτης 1995, σ.
-Παναγιώτης Τέτσης, Χωρίς Τηλεόραση, εκδ. Καστανιώτης 2001, σ.
-Τήλεφος, εφ. Η Καθημερινή 30 (;) /12/2001, Ο Πικιώνης και η Χίος στο Μουσείο Μπενάκη
-Δημήτρης Γρ. Τσάκωνας, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και Πολιτικής Κοινωνίας, εκδ. Σώφρων 1992, τομ. 6ος, σ.552-556
-Μαρία Τσιλιμιδού, εφ. Ο Κόσμος του Επενδυτή Σάββατο 7-Κυριακή 8/3/1998, σ.29. Ο άγνωστος ευεργέτης Δημήτρης Πικιώνης. Η κόρη του μεγάλου ευεργέτη που ξεχάστηκε τόσο γρήγορα μιλά στον «Ε». Λήγει τη Δευτέρα η Έκθεση με τα Ζωγραφικά του έργα στην Ακαδημία Αθηνών.
-Κώστας Τσιρόπουλος: Εισαγωγή-Τελική Επιλογή, Τα Δοκίμια των Ελλήνων, εκδ. Μέγας Αστρολάβος 2002, σ. 92-94. Δημήτρης Πικιώνης: «Τα Πνεύμα της Παράδοσης».
-Δημήτρης Φιλιππίδης, εφ. Η Καθημερινή Κυριακή 16/10/1994, σ.22-23, Η επίδραση του Πικιώνη. Η αποτίμηση του πρωτοποριακού έργου του σπουδαίου αρχιτέκτονα και δασκάλου.
-Δημήτρης Φιλιππίδης, περ. Αντί τχ. 687/21-5-1999,  Οι χαμένοι δρόμοι της Αρχιτεκτονικής
-Δημήτρης Φιλιππίδης, εφ. Τα Νέα Πέμπτη 25/11/1999, σ.18-19. (Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ 20Ος ΑΙΩΝΑΣ-ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ) Δημήτρης Πικιώνης-Άρης Κωνσταντινίδης
-Δημήτρης Φιλιππίδης, Πρόσωπα του 20ου αιώνα, εκδ. Τα Νέα-Νέα Σύνορα 2000, σ.405-410. Δημήτρης Πικιώνης (1887-1968)-Άρης Κωνσταντινίδης.
-Δημήτρης Φιλιππίδης, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τόμ. 8ος, εκδ. Εκδοτική Αθηνών 1999, σ. 273-275, λήμμα Σ. Πικιώνης
-Σ. Ν. Φ., περ. Χιακή Επιθεώρηση τχ. 21/11,1969, σ.201, Αναγραφή δημοσιευμάτων Δημήτρη Πικιώνη. (Αναγράφονται στο δ΄ σημείωμα, 9 δημοσιεύματα των ετών 1963, 1964, 1966, 1968).
-Γρηγόρης Χαλιακόπουλος, εφ. Ο Κόσμος του Επενδυτή Σάββατο 5-Κυριακή 6/6,1999, σ.44-45.  Ο πατριάρχης της ελληνικής αρχιτεκτονικής. Η Ιταλία τιμά φέτος το έργο του με Έκθεση στο «QUERINI STAMPALIA” της Βενετίας, ενώ μεγάλη επιτυχία σημειώνει και η έκδοση της μονογραφίας  DIMITRIS PIKIONIS 1887-1968»
-Γρηγόρης Χαλιακόπουλος, περ. Ο Ταχυδρόμος τχ. 62/5-5-2001, σ. 154-158. Δημήτρης Πικιώνης Ο λάτρης του ελληνισμού
-Γιάννης Χατζημανωλάκης, περ. Φιλολογική Στέγη τχ.26/Χειμώνας 1979, σ.293-296.  Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΑΣ (10 χρόνια από το θάνατο του Δ. Π.)
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 20 Ιουλίου- 26 Αυγούστου 2019
Ξαναδιαβάζοντας τα κείμενα του πειραιώτη, ελληνοκεντρικού Δημήτρη Πικιώνη.