Κυριακή 31 Μαρτίου 2024

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΚΝΩΣΟΥ

 

       Ο  Δ Ρ Ο Μ Ο Σ  Τ Η Σ   Κ Ν Ω Σ Ο Υ

ΚΙΜΩΝ ΦΡΑΪΕΡ

Περιοδικό Νέα Εστία έτος ΚΘ΄, τ.57ος, τχ.662/ 1-2-1955, σελ. 182-185.

       Όταν για πρώτη φορά, πέρασα με το βαπόρι τα ελληνικά νησιά του Σαρωνικού και μπήκα στο λιμάνι του Πειραιά, με ξάφνιασε η διαφάνεια του αγέρα, η γαλάζια λαμπράδα της θάλασσας και τ’ ουρανού κ’ η έλλειψη βάθους και προοπτικής: τα μακρινά και τα κοντινά βρίσκουνταν στο ίδιο στρωτό επίπεδο διαύγειας και λαγαράδας. Σώριασα με βιάση τις αποσκευές μου στο αυτοκίνητο’ πέρασαν κάπου δέκα λεπτά αφότου κίνησα από τον Πειραιά για την Αθήνα, πρίν καταλάβω πως ο ναός που μετεωρίζουνταν επιπλέοντας απάνω από το άστυ του και που αφηρημένος τον κοίταζα τώρα και λίγη ώρα τίποτα άλλο δεν είταν παρά η Ακρόπολη κι ο φοβερός Παρθενώνας. Τα μάτια μου καρφώθηκαν απάνω της μιά στιγμή μα ευτύς τα γύρισα πέρα γρήγορα, ως εάν έβλεπα το απολιθωτικό κεφάλι της Μέδουσας’ γιατί αλήθεια μου είταν ακατανόητο πώς μπορούσα να κοιτάξω έτσι τυχαία την ανώτατη κορυφή της λατρευτικής πορείας, πού τόσο καιρό και με τόση προσοχή είχα προετοιμάσει. Κι αληθινά, σε όλη την υπερωκεάνεια διαδρομή μου από την Αμερική στη Μεσόγειο συχνά έλεγα στον εαυτό μου πως το ταξίδι μου στην Ελλάδα σκοπόν είχε, πρίν απ’ όλα, να εξερευνήσω μιά νέα και όχι αρχαία κληρονομιά, γιατί γεννήθηκα σ’ ένα ελληνικό νησί στη θάλασσα του Μαρμαρά, ανάμεσα στη Μαύρη θάλασσα και στο Αιγαίο πέλαγο.

      Οι πολεοδομικοί νόμοι της Αθήνας απαγορεύουν να υψώνεται ένα χτίριο τόσο που να εμποδίζει τη θέα της Ακρόπολης’ γι’ αυτό ο Παρθενώνας ασκόνεται απάνω από κάθε στέγη της Αθήνας και διανέβει ολούθε σαν ένα προειδοποιητικό φάντασμα. Περιδιαβάζοντας απάνω κάτω την Αθήνα, απέφυγα με προσοχή να σηκώσω τα μάτια μου για να μην αντικρίσω το βαρύ αυτό φορτίο του περασμένου καιρού, που έχει καταπλακώσει την ελληνική φαντασία, όπως το έργο του Σαιξπήρου τη δημιουργική δύναμη των Άγγλων. Καταλαβαίνω γιατί μερικοί από τους νεότερους Έλληνες ποιητές συχνά είχαν επιθυμήσει η μπαρουταποθήκη που είχε ανατιναχτεί όταν ο Παρθενώνας τη φιλοξενούσε στα χρόνια της τούρκικης κατοχής, νάχε κάμει μαρμαρένια στάχτη κάθε συντρίμμι που μέλλονταν να καταντήσει στη νέα Ελλάδα βραχνάς. Κάπου-κάπου θάθελα να σηκώσω τα μάτια μου, σα να μπορούσα, με αδειανή κι αδιάφορη ματιά, να κάμω το μαυλιστικό αυτό φίδι να κατεβάσει τα μάτια του. Θαρρώ όλοι εμείς θα νοιώθουμε παρόμοια παράλυση μπροστά σε έργα τέχνης, που πολύν καιρό τα μελετήσαμε μα ποτέ μας δεν τα είδαμε και τα δεχόμαστε μπιστεβόμενοι στην πίστη των άλλων. Και σ’ ένα κόσμο τόσο γεμάτο απογοήτεψη και κρυμμένη ασκήμια, ένιωθα κ’ εγώ τη σοφιστικήν αντίδραση του νεώτερου ανθρώπου για έργα πανθομολογούμενης ομορφιάς.

      Αργά ένα απόγευμα, μιά ώρα περίπου πρίν βασιλέψει ο ήλιος, στοχάστηκα πώς θα μπορούσα να τραβήξω κατά τον Παρθενώνα και χαμογέλασα ειρωνικά στον εαυτό μου που διάλεξα, με υπερβολική τάχατε αφροντισιά, την πιο κατάλληλη ώρα. Πέρασα μπροστά από το ναό του Ολυμπίου Διός, περπάτησα όχτο τον όχτο στον Ιλισό, όπου ο Σωκράτης κι ο Πλάτων περπατούσαν ήσυχα με τους μαθητές τους, πέρασα κάτω από την Πύλη του Αδριανού, που μιά φορά χώριζε τις ελληνικές από τις ρωμαϊκές συνοικίες της παλιάς Αθήνας, προσδιάβηκα ξυστά από το θέατρο του Διονύσου, όπου, σε άλλους καιρούς, χορεύτηκαν και τραγουδήθηκαν τα έργα των μεγάλων ελλήνων δραματικών. Πιό πέρα πέρασα από το Ωδείο του ρωμαίου Μαικήνα και ευεργέτη της Αθήνας, του Ηρώδη του Αττικού, όπου σήμερα οι αρχαίες τραγωδίες ξαναζωντανεύουν κάτω από τον ήσκιο του Παρθενώνα και δίνονται συμφωνικές συναυλίες κάτω από το φεγγαρόφωτο, ανάμεσα στα ερείπια. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά, μά απέδοκα την ταραχή τούτη στην απότομη ανηφοριά.

      Στην είσοδο της Ακρόπολης σήκωσα μιά στιγμή τα μάτια στο μικρό ναό της Απτέρου Νίκης, στο μαρμαρένιο της ακρωτήρι και τα χαμήλωσα εφτύς στις οριζόντιες αυλακές του πέτρινου μονοπατιού που ακολουθούσα. Περνάει το μονοπάτι τούτο από τα Προπύλαια, το μεγαλόπρεπο πρόναο της καθαυτό Ακρόπολης, απ’ όπου δυό χιλιάδες χρόνια πρίν από μένα, περνούσαν τ’ άλογα και τ’ αμάξια, οι νεαροί πολεμιστές κ’ οι παρθένες της πομπής των Παναθηναίων, μιά φορά το χρόνο, μεσοκαλόκαιρα, κουβαλώντας σ’ ένα μεγάλο καράβι που αρμένιζε απάνω σε τροχούς, τον ιερό  πέπλο για την παρθένα θεά, την Αθηνά. Τ’ αυλάκια που χάραξαν τ’ αρχαία αυτά αμάξια διακρίνουνται ακόμα απάνω στην πέτρα.

     Πίσω μου, δυτικά, πέρα από την πόλη της Αθήνας και το θαλάσσιο προάστιο του Φαλήρου, το νησί της Σαλαμίνας απλώνουνταν σ’ ένα γαλαζόχρυσο δειλινό, κάτω από τις λοξές αχτίδες του ήλιου που βασίλευε και πίσω, πιοπέρα, το κωνικό βουνό της Αίγινας κι ακόμα πιοπέρα το νησί του Πόρου, όπου, χωρίς να το ξέρω καθόλου τότε, μου μέλλουνταν να ζήσω περίπου τρία χρόνια. Ο Παρθενώνας τώρα υψώνονταν αποπάνω μου γαλήνιος και χρυσομένος από τις στερνές ηλιαχτίδες κ’ έτρεμε το φώς απάνω του και πίσω του ο βαθυγάλαζος ουρανός της Αττικής κι ο μελόχαρος Υμηττός, τυλιγμένος τώρα σε αστραφτερή πορφυρομενεξελιά λάμψη. Τα χρώματα σκούραιναν και βάθαιναν στο αργόπορο μούχρωμα που ακολουθάει το βασίλεμα του ήλιου, όμοιο θαρρείς όχι μονάχα με τη μετάλαμψη που ρίχνει το φώς παρά και με τη μετάλαμψη του πολιτισμού. Εδώ πιά κάθε αμφιβολία καταντούσε αδύνατη, αδύνατο το κάθε ερώτημα’ έπρεπε να παραδοθείς, όπως παραδίνεσαι κ’ υποτάζεσαι στην πίστη. Όταν άπλωσα το χέρι και με τ’ ακροδάχτυλά μου άγγιζα μιά κολόνα, που άρχισε να τη σκεπάζει το σκοτάδι, ένοιωσα την απότομη αντίσταση της πραγματικότητας, τη σκληρή συναίσθηση πώς ο Παρθενώνας χτίστηκε με τόνους μάρμαρο, ολότελα έξω και πέρα από τα σύνορα του νου μου. Όταν διάβηκα μέσα στον ίσκιο, πέρα από τη διπλή σειρά τις κολόνες, και μπήκα στο εσώτερο ιερό, περνώντας όλο το μάκρος του ναού, και στάθηκα αντίκρυ στην ανατολή, ένοιωσα, σε μιά από τις βαθύτερες συγκινήσεις που είχα ως τώρα δοκιμάσει, πώς είχα πραγματικά προχωρήσει διαμέσου του Παρθενώνα και πέρα από τον Παρθενώνα, τον είχα αφήσει πίσω μου και δε βρίσκουνταν πιά στα απέραντα βασίλεια της φαντασίας. Στο νου μου δεν είχε πιά μήτε πλάτος μήτε μάκρος μήτε πνοή, γιατί κοίτουνταν μπαλσαμωμένος πέρα από τα δεσμά του τόπου και του χρόνου. Μα σε λίγες τώρα στιγμές είχα πατήσει και ξεπεράσει κι αφήσει πίσω μου, ό,τι πρίν υπήρχε στην αδιάστατη φαντασία. Ένοιωσα, σε καθόλου όμως ρομαντική έκταση παρά γαλήνια, με σιγουράδα και σαφήνεια, όχι μονάχα την καταστροφή του ονείρου, παρά ακόμα τη μεγαλύτερη δόξα της πραγματικότητας και δέχτηκα, όπως ο καθένας στην Ελλάδα πρέπει να το μάθει, τή διάβρωση είτε ενός βουνού είτε ενός ναού, με την ίδια αδιαφορία της φύσης. Αληθινά, η ζωή είναι λιγόχρονη μα η τέχνη είναι λίγο πιό μακρόχρονη. Σάμπως σε μεσόφωτο, ανάμεσα νύχτας και μέρας, πέρασα, για μιά στιγμή, πέρα από το εξωτερικό κατώφλι του απέραντου ονείρου, πατώντας απάνω στα χαλίκια και τις πέτρες και τις σκλήθρες του μαρμάρου που στρώνονταν απάνω στην Ακρόπολη’ και κατάλαβα, όπως η παραμονή μου στην Ελλάδα αργότερα μου το επιβεβαίωσε, πώς να ζεις στην Ελλάδα σήμερα, όπως και στους αρχαίους καιρούς, είναι σα να ζεις στη φαντασία της πραγματικότητας, σε μαρμαρένιο και χειροπιαστό όνειρο. Εδώ παραδέχονταν τον παμφάγο χρόνο που σαρώνει και σάρκες και μάρμαρα και συνάμα δέχονταν πώς η αιωνιότητα πλάθεται στο νου του ανθρώπου, όσο ο νους αυτός ζει και τη δημιουργεί. Εδώ υπήρχε υψηλή κι’ ευγενική επιβολή του ανθρώπου καμωμένη κι από τα όριά του κι ακόμα κι από την απεριόριστη δημιουργικότητά του- γλυκόπικρη σύνθεση της τραγικής και τροποποιήσιμης πραγματικότητας.

     Ύστερα από λίγους μήνες ταξίδευα με βαπόρια στα νησιά του Αιγαίου, Σύρα, Τήνο και Μύκονο κι από κει με μπενζίνα στη Δήλο, όπου γεννήθηκε ο Απόλλων κι όπου, κατά την αρχαιότητα κανένας δεν επιτρέπουνταν να γεννηθεί ή να πεθάνει. Όσες γυναίκες είταν ετοιμόγεννες κι όσοι είταν ετοιμοθάνατοι, τους περνούσαν κουπολατώντας σ’ ένα γειτονικό νησάκι κ’ έτσι μπόρεσε να δημιουργηθεί ένα νησί αθανασίας. Έπειτα από δέκα μέρες, στο ηφαιστειογένητο νησί της Σαντορίνης, πιό πυργωτό και πιό δραματικό από το Κάπρι, τράβηξα τέλος κι άραξα στο λιμάνι του Ηρακλείου, στην Κρήτη, κοντά στ’ αρχαία παλάτια της Κνωσού κ’ ευτύς άρχισε το προσκύνημά μου στα παλάτια ετούτα με τους πολύπλοκους δαιδαλικούς διαδρόμους.

     Οδεύοντας για την Κνωσό σταμάτησα σ’ ένα νεκροταφείο, που οι γερμανοί το είχαν συγυρίσει για τους αλεξιπτωτιστές τους, που στην αρχή του θέρους 1941 έπεσαν απάνω στην Κρήτη, σα φαρμακερά μανιτάρια. Στο λόφο, όπου κάτωθέ του απλώνεται το Ηράκλειο, η θάλασσα, η στενή συμμετρικά συγυρισμένη λουρίδα της είχε ρημάξει’ μονάχα ξεραμένα κοτσάνια και μωβ λουλούδια από αγκάθια στόλιζαν τα μονοπάτια από μαλτεζόπλακες και το χαμηλό τοιχάκι του φράχτη. Απάνω από κάθε τάφο είταν καρφωμένος ένας απλός ξύλινος σταυρός κι απάνω του με δυσκολία μπορούσα ν’  αναγνωρίσω τα μισοσβυμένα ονόματα ενός Χάνς κ’ ενός Φρίτς ή τις ημερομηνίες της γέννησης και του θανάτου τους: έφηβοι 16 ή 17 χρονών που πέταξαν σαν Ερμείς από τους ουρανούς απάνω σε γοργές φτερούγες, κεντημένοι, όπως οι περισσότεροι νέοι, από τη σπιρουνιά της πατρίδας και της δικαιοσύνης, μαντατοφόροι μιάς ιδεολογίας που την έφεραν ψεύτικοι θεοί. Ως βάδιζα απάνω στα γερμανικά πρόσωπα της πεθαμένης νιότης, δεν μπορούσα να νοιώσω μίσος παρά μονάχα θλίψη πικρή, που νέοι άντρες, σε όλο τον κόσμο, βγαίνουν να πολεμήσουν, για ιδανικά που τους φάνταζαν η μοναδική αγνή ελπίδα της αναγέννησης του κόσμου. Στην κορφή του νεκροταφείου υψώνονταν ένα μνημείο από ντόπια κρητικιά πέτρα, που στορούσε σε ανάγλυφο ένα αητό που χιμούσε κρατώντας στέφανο δάφνη στα νύχια του κι αποκάτω με γοτθικά γράμματα μπόρεσα με δυσκολία να συλλαβίσω πώς μονάχα η δόξα μπορούσε να χαρίσει σ’ ένα πεθαμένο ήρωα αιώνια ζωή. Και στράφηκα πάλι στους ξύλινους σταυρούς απάνω από τους τάφους, όπου το ξάσπρισμα από τον ήλιο και το μούσκεμα της βροχής φανέρωναν πως οι σταυροί αυτοί χρησιμοποιήθηκαν πολλές φορές για πλήθιους ενταφιασμούς κι αχνό το ένα όνομα διακρίνονταν από το άλλο.

       Ως πήρα πάλι θλιμμένος το δρόμο κατά την Κνωσό, σταμάτησα έναν Κρητικό χωριάτη να τον ρωτήσω και να μάθω γιατί τα τοιχιά και τα μνημεία του νεκροταφείου δεν τα γκρέμισαν, να πάρουν τις πέτρες και με αυτές να ξαναχτίσουν τα βομβαρδισμένα και γκρεμισμένα τους σπίτια. Με κοίταξε με κρύο μάτι και μου ‘πε:

         -Δεν είμαστε βάρβαροι!

     Η βαθειά εντύπωση που ο λόγος ετούτος μου προξένησε δεν ελαττώθηκε, πήρε απλώς ειρωνικό βάθος όταν, ξαναγυρίζοντας ύστερα από λίγα χρόνια στο ίδιο νεκροταφείο, βρήκα τις μαλτεζόπλακες που σκέπαζαν τα μονοπάτια αναποδογυρισμένες και τους τοίχους διαγουμισμένους από τις πελεκητές πέτρες τους. Μεγάλη η απόσταση ανάμεσα στα ιδανικά και στις ανάγκες του ανθρώπου.

     Λίγο πιοπέρα στο δρόμο της Κνωσού, βρίσκεται ένα νέο ελληνικό νεκροταφείο’ την ώρα που έμπαινα μιά κηδεία δρασκέλιζε το κατώφλι του. Παρατήρησα, σα να περίμενα νάχει τούτο κάποια συμβολική σημασία, πού δεν μπόρεσα να καταλάβω, πώς όλοι που μοιρολογούνταν είταν άντρες ξυπόλυτοι και ξεσκούφωτοι, ντυμένοι με σκούρα εργατικά ρούχα. Το φέρετρο, καμωμένο από χοντρό καρτόνι με ξύλινο σκελετό, το τραβούσε ένα γαϊδουράκι σε δίτροχο κάρο. Μέσα στο φέρετρο κοίτονταν ένα νέο παλικάρι 26 χρονών περίπου, με το σώμα σκεπασμένο με λουλούδια, από τους αστραγάλους ως το λαιμό, τα δάχτυλά του στρουφιχτά και συσπασμένα, τα χείλια του ανασηκωμένα σα σκύλου που ουρλιάζει. Απάνω στο αναιμικό του μέτωπο, που κανένα φκιασίδι δεν τόχε εξωραΐσει, (γιατί οι Αμερικανοί κάνουν κούκλες τους νεκρούς), είχαν βάλει ένα στεφάνι ασπροκέρινα λουλούδια, σαν τα στεφάνια που χρησιμοποιούν στους ελληνικούς γάμους και που σήμαινε τώρα πώς το παλληκάρι αυτό είχε πεθάνει ανύπαντρο και θα παντρεύονταν τώρα το Χάρο. Το φέρετρο πούπεφτε πολύ μικρό και γι’ αυτό είχαν ανοίξει τρύπες στο κάτω μέρος, απόπου ξεπρόβαιναν τα πόδια του, που φορούσαν λιμοκοντορίστικα καφετιά κι’ άσπρα παπούτσια σπορ’ σίγουρα θα του τάχε στείλει κάποιος μακρινός συγγενής του ή κάποιος άγνωστος ευεργέτης από την Αμερική. Σαν υπνωτισμένος σε όνειρο ακολουθούσα την αργοσάλευτη κηδεία ως την εκκλησία, όπου οι παπάδες μουρμούριζαν τη νεκρώσιμη ακολουθία, βαριεστημένοι, με βαριά βλέφαρα, γιατί ο θάνατος δεν είταν γι’ αυτούς η εξαφάνιση ενός αναντικατάστατου ατόμου παρά μιά από τις πολλές καθημερινές κι ανώνυμες διακοπές από τις ασχολίες τους. Οι μοιρολογητές στέκονταν σ’ όλο το σέβας απόσταση από το φέρετρο με τα χέρια σφιχτά μπροστά τους, με τα κεφάλια γερμένα, θαρρείς μπροστά από κάποια ακατανόητη ανάγκη. Δεν είδα μήτε ένα δάκρυο, δεν άκουσα κλάματα. Σε λίγο μερικοί σήκωσαν το φέρετρο απάνω στους ώμους τους και βαδίζοντας ανάμεσα στις ταφόπετρες το απίθωσαν σ’ ένα χαμηλό ανάβαθο λάκκο. Ο παπάς έριξε μιά φούχτα χώμα απάνω στο νεκρό κ’ έχυσε απάνω του μιά κούπα κρασί, σα σπονδή. Ένας νέος τότε έφερε ένα δίσκο κουφέτα, σαν κείνα που προσφέρουν ύστερα από την τελετή του γάμου, και τα σκόρπισαν στο ξέσκεπο ακόμα φέρετρο. Τρία τέσσερα παιδιά πήδηξαν μέσα στο λάκκο κι άρχισαν να μαζεύουν τα κουφέτα από το αφράτο χώμα, ανάμεσα από τα λουλούδια, απάνω από το σώμα του νεκρού, από τα μάτια και τα χείλια. Ως γύρισα να φύγω, άκουσα τον απόκουφο χτύπο, που έκανε το χώμα πέφτοντας μέσα στον τάφο.

      Πήρα πάλι το δρόμο προς την Κνωσό και τώρα πιά πέρασα από τα νέα προπύλαια και μπήκα σ’ έναν πολιτισμό πρίν από πεντέμιση χιλιάδες χρόνια πεθαμένο. Περιδιάβασα ανάμεσα από τα σιωπηλά δωμάτια του βασιλικού Παλατιού, μέσα στις αίθουσες με τις κολόνες, στο μέγαρο της βασίλισσας, στην αυλή με τις ρόκες, στο λαβύρινθο του Μινώταυρου. Είδα τις χαμηλόλιγνες κολόνες και τη λεκάνη του καθαρμού, τ’ αποχωρητήρια και τους νεραγωγούς, τις τοιχογραφίες με τις νεαρές, με τα καμπανωτά φουστάνια, χορεύτρες και τους μεγαλόπρεπους πολεμιστές, τις αφιερωμένες ασπίδες, τους διπλούς πελέκεις,  τα ιερά ταυροκέρατα, το τάβλι με τα πολύχρωμα γιαλιά, με το φίλντισι και το κρύσταλλο, τις ιδεογραμμικές γραφές, πού κανένας ως τώρα δεν μπόρεσε ν’ αποκρυφογραφήσει, ενώ όλα γύρα μου, αίθουσες και διάδρομοι του βασιλικού Παλατιού, αντηχούσαν με βουβήν ευγλωττία, ως εάν κάποιος να μάχουνταν να μου μιλήσει πίσω από ένα χοντρό γιαλί. Κοίταξα πέρα στις στενόμακρες, καμμιά, δωδεκαριά, αποθήκες με τα γιγάντια πήλινα πιθάρια, πού κάποτε είχαν γεμίσει με σιτάρι και λάδι και τώρα είταν αλαφριά πασπαλισμένα με τα περιττώματα που αφήκαν τα ποντικάκια των χωραφιών. Απίθωσα τα δάχτυλά μου στα χείλια μιάς πήλινης σαρκοφάγου, όπου τα μικρά πρώταμα της Κνωσού είχαν ενταφιαστεί κουβαριαστά, με τα σκουλαρίκια και τα βραχιόλια, τις πόρπες και τους καθρέφτες, τα ξίφη και τα κοντάρια της ματαιότητάς τους. Κ’ ύστερα από μικρό δισταγμό απλοχέρισα μέσα στα φέρετρα κι άγγιξα τα κόκαλα κάποιου μεγαλόσωμου νεκρού.

     Όλη τη μέρα εκείνη περπατούσα απάνω στα πρόσωπα των πεθαμένων και κατέβαινα σιγά-σιγά στον Άδη, ωσότου ένοιωσα πώς με μαύλιζε ακαταμάχητα το επίμονο ρούφηγμα του περασμένου καιρού και το μαύλισμα αυτό είταν τρομερό και συνάμα γεμάτο γοητεία. Είχα περάσει κάτω από τις κολόνες του Παρθενώνα, ανάμεσα από τ’ όνειρο και την πραγματικότητα και πιό πολύ ακόμα, όπως τώρα, το κατάλαβα, σε μιά πραγματικότητα ριζωμένη στο πλούσιο λίπασμα που σώριασαν πολλά πτώματα και πολλοί πολιτισμοί και το ζωντανό πρόσωπο πρόβαινε απάνω από το σάβανο που τούχε σκοτεινιάσει η βαρειά μνήμη όσων έφυγαν πρωτύτερε κι όσων ήρθαν κατόπιν. Κι άξαφνα ένοιωσα πόσο ανάλαφρα πατούμε τη γής στην Αμερική. Γιατί στο Νέο Κόσμο παχαίνουμε βόσκοντας την πείρα και την παράδοση παλιών πολιτισμών και δεν είμαστε ακόμα καταπλακωμένοι από τα σάβανα που αποτελούν οι γκρεμισμένες ρητορεύουσες πέτρες, όπως σε μιά φυλακή όπου υπάρχει λιγοστό φώς και πολύ σκοτάδι. Στην Ευρώπη οι αρχέγονες ρίζες φτάνουν τόσο βαθιά στα περασμένα, που τ’ άνθη ξεφουντώνουν προτού να γίνουν μπουμπούκια. Κέρδος και ζημιά κι από τις δυό μεριές κι αν εμείς στην Αμερική δε βλέπουμε καθεμέρα να μετεωρίζεται αποπάνω μας το υψηλό κατόρθωμα της πιστευτής φαντασίας που είναι ο Παρθενώνας, δε νοιώθουμε όμως και να βαραίνει αποπάνω μας ο άθλος αυτός συντρίβοντας τις πιό τολμηρές μας προσδοκίες. Ο δρόμος προς την Κνωσό οδηγεί με πολλούς ανέγυρους ανάμεσα από περασμένους πολιτισμούς, από πολλά νεκροταφεία στις κλασσικές γραμμές που έχουν οι ουρανοξύστες μας.

         ΚΙΜΩΝ  ΦΡΑΪΕΡ

Περιοδικό Νέα Εστία τεύχος 662/1-2-1955, σ. 182-185.

Πειραιάς 31/3/2024.                     

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2024

Εορτάζοντας την Ημέρα της Ποίησης

 

  Η μ έ ρ α   Π ο ί η σ η ς   21 Μαρτίου 2024

Απάνθισμα 21 Ποιημάτων

του ποιητή Κώστα Στεργιόπουλου

     

   1. Π Α Ν Ω   Α Π’  Τ Α  Σ Υ Ν Ν Ε Φ Α

                Στον Τάκη Βαρβιτσιώτη.

Πυκνόμαλλα κοπάδια που σαλεύουνε

σε ανάστροφο ουρανό.

 

Καπνοί κι εκρήξεις από ηφαίστεια

ή λόφοι από μπαμπάκι.

 

Μαλλιά ξασμένα

για να χάσκει το κενό-

κι ανάμεσα

φολιδωτό τέρας η θάλασσα.

 

Εκεί στέκουνε κι εμείς περνούμε.

 

Τόποι με δέντρα χιονισμένα’

τα κόβουμε με το φτερό.

 

Ο ουρανός έγινε γη κι η γη ουρανός. Σελ. 57

       2. Μ Ε Σ Α   Σ Τ Η    Β Λ Α Σ Τ Η Σ Η

                     Στον Kimon Friar.

Μέσα στη βλάστηση,

παραμονεύουν κρυμμένοι ο σκορπιός, η έχιδνα’

τέρατα προϊστορικά ετοιμάζουν την επίθεσή τους,

κι η κατακτημένη σελήνη, πάντοτε υποκριτική,

κρύβεται τάχα πίσω απ’ τα κλαδιά κι από τα

     σύννεφα,

σαν τη ντροπαλή παρθένα.

 

Επιμένουν ακόμη να ζουν παλιά πράγματα:

ένας σκουριασμένος ανεμοδείχτης πετεινός,

όπως μεθαύριο μια κεραία τηλεοράσεως.

Ο τυφλοπόντικας ακονίζει το δόντι του,

κι ο γυμνοσάλιαγκας δοκιμάζει το σάλιο του.

 

Μα δεν τα γνωρίζω πια και δε με γνωρίζουν. σελ. 93.

          3. Α Σ’  Τ Ο Ν Ε  Ν Α  Μ Ι Λ Η Σ Ε Ι

             «Να πνιγούν οι πνιγμένοι, να εκβραστούν.»

                       Γ. ΘΕΜΕΛΗΣ («Δενδρόκηπος» (Ι), ΙΙ)

                                 Στον Θέμελη.

Άσ’ τονε να μιλήσει ακόμα εκείνον που ‘χεις φυλακι-

     σμένο’

δε γλιτώνει κανείς τόσο βολικά απ’ τον ίσκιο του,

κι απ’ όλα αυτά που ασπρίζουν τα μαλλιά χωρίς να

     σε γερνάνε.

Ας βουλιάξουν όλοι μαζί οι πνιγμένοι.

Τόσο έχει εισδύσει η σκόνη στα ρουθούνια μας!

Ας βουλιάξουν όλοι μαζί, με τα κρυμμένα

στιλέτα και τα υποκριτικά χαμόγελα.

 

Θρύψαλα όλα κι άλλη μια φορά.

Σαν τα γυαλιά ή τη ζάχαρη

χυμένη που πατούμε χάμω.

 

Μα άσ’ τονε να μιλήσει ακόμα.

Να σκοτώσει κανένας δε μπορεί τον ίσκιο του.

Ξετρύπωσε από μια στενή ρωγμή’

σε χαιρετάει, σου βγάζει το καπέλο του! σελ. 99

                  4. 5

                Στον Σταύρο Βαβούρη.

Ύστερα από μια πλούσια ευωχία,

ξαναγυρίζει κανείς τρέμοντας στο σκληρό αγώνα.

Αυτές οι αιθρίες θα φέρναν καταιγίδες.

Επόμενο που χάλασε ο καιρός,

έπειτα από τόσες μονότονες, λαμπρές λιακάδες.

Μα, έτσι κι αλλιώς, οι άγγελοι δε θα ‘ρχονταν στους

     πικρούς καιρούς μας.

Κι αν ήτανε να ‘ρθουν, θα ξαναφεύγαν. σελ. 143

           5. Ο  Π Ρ Ο Γ Ο Ν Ο Σ

            Στη μνήμη του Άγγελου Τερζάκη.

Κανείς δεν τον πρόφτασε και δεν τον ήξερε.

Υπήρχαμε σα να μην υπήρξε.

Δεν ξέραμε καν ποιος είμαι εγώ, εσύ,

ποιος είναι ο κόσμος.

 

Πού να πάμε πιο πίσω;

Η ζωή άρχιζε με φυσαλίδες,

αλλά τέλειωνε πάντα σ’ έναν τάφο.

 

Τον ανακαλύψαμε,

όταν είχαμε σκαφτεί βαθιά ως τα κόκαλα:

ψυχή να καίει σαν αναμμένο κάρβουνο,

μ’ αυτή την έκρηξη μέσα στα μάτια.

 

Κι ωστόσο, εκείνος είχε προπληρώσει γι όλους μας.

Ανεξερεύνητος,

μπορούσε πια να σώζει. σελ.159

         6. Φ Ο Ρ Τ Ι Ο   Ζ Ω Η Σ

   Στον Γ. Π. Σαββίδη, που ξέρει τη Λεωφόρο απ’ την… αρχή της.      

Άσπρη και πράσινη θάλασσα θυμάμαι τις λεύκες στη Λεω-

     φόρο,

τώρα που όλες οι φυλλωσιές αρχίσαν να σαλεύουν.

Πράσινη κι άσπρη θάλασσα θυμάμαι εκείνες τις λεύκες,

παλιές αρχόντισσες θροϊζοντας μες στα μεταξωτά τους,

που μόνο η μνήμη μου πια μπορεί να τις κάνει να σαλέψουν.

 

Με τόση φύση γύρω δε μπορώ να δω τη φύση.

 

Μνήμες από βαθύχορδο και βιολοντσέλο

στην ερημιά που σου κρυώνει το αίμα.

Χρόνια βαρύς σε πέταγε στο στήθος σου ο βραχνάς,

τόσο βαρύς με πέταγε στο στήθος μου ο βραχνάς,

που μου ‘χει αφήσει απάνω μου το πάτημά του ακόμα.

 

Τις μάντρες με τα μάρμαρα θυμάμαι στη Λεωφόρο,

άσπρους σταυρούς κι αγγέλους επιτάφιους.

«ΑΝΘΗ ΦΥΤΑ ΣΤΟΥ ΒΙΝΤΖΗΛΑΙΟΥ»,

πού ξέβαφαν στους τοίχους.

Ήλιους βυζαντινούς σε μέρες φλογισμένες.

 

Επάλιωσε ο καιρός κι εμείς μαζί του.

Ο κόσμος όλος έγινε πιο μολυσμένος

κι απ’ τα νερά της Ελευσίνας.

Δεν ξέρεις πια ποιος είναι ο γύφτος ποια η αρκούδα.

 

Σηκώνοντας χρόνια αυτό το βάρος,

τόσο φορτίο ζωής,

για πόσα πράματα έπρεπε να κάνω υπομονή ο ανυ-

     πόμονος!

Αλλά δε θέλω να πάψω να σηκώνω αυτό το βάρος,

που είναι τουλάχιστον φορτίο ζωής. Σελ. 223

      7. Μ Ε  Τ Α  Δ Ο Ν Τ Ι Α

          Στον Φάνη Ι. Κακριδή.

Σκοποί τελευταίο νούμερο,

ανάμεσα στους απογόνους των δεινοσαύρων.

Να κρατήσουμε πρέπει μ’ έναν κόκκο σινάπεως.

Ολιγόπιστοι, μα όχι άπιστοι.

Με τα δόντια πρέπει να κρατήσουμε,

δεκατιζόμενοι.

 

Ο κόσμος μας ετοιμοθάνατος,

κι ο καιρός μας ένας μεθυσμένος,

που προσπαθούμε να τον στηρίξουμε,

τρεκλίζοντας κι εμείς μαζί του.

 

Κνίσες και τελετουργικές θυσίες στο Μαμμωνά.

Μικροαστός στο τιμόνι κι η συντροφιά όλο χαμό-

      γελα,

καταβροχθίζοντας εκεί τα σφάγια.

Σφίγγες ωραίες,

με μυστικά και δίχως μυστικά,

«ποπ» και «οπ»,

και τα πόδια τους γδύνουν τον αέρα.

 

Αυτή τη λίγη πίστη

με πόσο πείσμα την κρατώ.

Γιατί χανόμαστε αλλιώς,

το καράβι κάνει νερά

και κατεβαίνουμε όλοι στον πάτο. Σελ. 39.

     8. Γ Ι Α  Μ Ι Α Σ  Σ Τ Ι Γ Μ Η Σ  Χ Α Ρ Α

            «… ασμενέστατα μέντοι αυτό απέφυγον,

              ώσπερ λυττώντά τινα και άγριον δε-

               σπότην αποδράς.»

                        ΠΛΑΤΩΝ («Πολιτεία», Α΄ 329 c.)

              Στον Φάνη Ι. Κακριδή.

Η γεύση του καιρού είναι μες στα μήλα

και στους καρπούς του έρωτα,

καθώς ξυπνάει και πάλι το αποκοιμισμένο μου αίμα.

Καιρός ν’ αρχίσω ξανά τη μάχη με το μεγάλο δαίμονά μου.

Κι εσύ το πίστευες και δεν το πίστευες,

πως είχες τάχα από φριχτό δυνάστη απαλλαχτεί.

 

Πολύ νωρίς και πολύ αργά.

Όλο μας φαίνεται ο βίος βραχύς κι όλα βαστάει ακόμη.

Ανάβεις με ξύλα μια μικρή φωτιά,

και την άλλη μέρα βρίσκεις καμένο όλο το δάσος.

 

Όσο πιο το σκοινί τεντώνει η στέρηση

τόσο και πιο μεγάλη ύστερα η πτώση,

καθώς ζυγιάζεσαι κρατώντας την ψυχή στα δόντια για

     μιας στιγμής χαρά

κι έπειτα βυθίζεσαι στη θλίψη του ζώου.

 

Δεν αγαπώ τη σάρκα του έρωτα’

αγαπώ τη λάμψη που τη φλογίζει.

Αλλά μαζί με την ορμήν αυτή, που τόσο μας βασάνισε,

αισθάνεσαι να φεύγει

                                τη ζωή. σελ. 167.                  

     9. Τ Ο Υ  Λ Ι Μ Α Ν Ι Ο Υ

             Στον Αντώνη Κ. Λάβδα.

Ηλιοβασίλεμα στη θάλασσα.

Θερμές αχτίδες. Πανί που τρέμει,

όπως μια προσδοκία, όταν φυσά

το πελαγίσιο το μελτέμι.

 

Εδώ την αρμυρή αντηλιά λησμόνησαν,

νωχελικά, πάνω στα κόκκινα καϊκια,

ο ήλιος κι οι λιτανείες των καταρτιών,

που λεν τ’ αλλοτινά μοτίβα.

 

Και πέρα, απ’ του πελάγου την αχλή,

αφρίζοντας γύρω στα βράχια, εδώ που μένω,

έρχεται με τα λέπια τα λευκά του το πολύ,

το σκούρο θαλασσί, το θυμωμένο.

 

Όμως ο νυσταγμένος ήλιος δε βαστά-

και να: εκεί, κάτω απ’ τον ορίζοντα, γέρνει τα μάτια.

Τώρα δεν είμαι τίποτα.

Είμαι άνεμος, που κρέμεται σχισμένος στα κατάρτια.

 

(Θα μείνει κάποια απίθανη γραμμή μακριά

-μόνο κάποια γραμμή-σαν απορία,

όταν θ’ αρχίσει η θάλασσα, καθώς χλιαρή παρηγοριά,

τη χαμηλή της φλυαρία.

 

Θ’ ανάψουνε δειλά τα φώτα πάνω στο νερό,

στο ήσυχο το νερό, μακραίνοντας, ολοένα

μακραίνοντας,- σα να ζητάνε τον αλλοτινό καιρό

μέσα στο μαύρο της πυθμένα.)

 

Ύπουλη κούραση πια ο ρεμβασμός.

Κι έκπληκτο βλέπει το άπειρο που ξεθυμαίνει,

πώς στάθηκαν αδελφικά η ψυχή κι ο λογισμός,

δειλοί- και σαν αφηρημένοι… σελ. 11      

       10. Η  Σ Ι Ω Π Η

Έπεσε στη ζωή μας μιά πηχτή σιωπή,

σαν τη σιγή που πέφτει

μετά το σκάσιμο της κανονιάς.

 

Σιωπή τόσον καιρό, σιωπή.

 

Τί μένει να κάνουμε πιά

παρά ν’ αρχίσουμε απ’ την αρχή.

Όχι για τίποτ’ άλλο’ για να επιζήσουμε.

 

Βρεθήκαμε ούτε καλά-καλά στη μέση,

απ’ την κακή μεριά,

εκπατρισμένη μέσα στην πατρίδα μας,

ν’ ακούμε τις ύαινες και τα τσακάλια.

 

Τυμπανιστές χωρίς τύμπανα.

Σαλπιγκτές δίχως σάλπιγγες.

Λογχοφόροι χωρίς λόγχες.

 

Να μιλάς είναι πάντοτε μιά λύση. Σελ.67

    11 ΣΤΗ  ΧΩΡΑ  ΤΟΥ  ΗΛΙΟΥ

Πάλι ξεμυτίζει η κάμπια,

και το μυρμήγκι βγαίνει στράτα.

Στα ψυχρά κλίματα της καλοσύνης

βόσκει ο ήλιος,

κι’ η τσουκνίδα στη ραγισμένη καρδιά

     της πέτρας.

 

Ούτε τη βλέπω πιά την άνοιξη,

αν φεύγει, αν έρχεται.

Κλεισμένος μέσα σ’ αυτό το κάστρο,

πόσο θ’ αντέξω;

Κι’ όταν νικώ, ξοδεύω τις δυνάμεις μου.

 

Σ’ όποιο τραπέζι κάθησα,

ήμουνα καλεσμένος και περαστικός.

Με σήκωναν με τη μπουκιά στο στόμα,

και με πετούσαν έξω.

 

Μα τώρα καιρό δεν έχω

στη χώρα του ήλιου και της μαύρης μοίρας.

Έρχονται οι άσπλαχνοι καιροί,

έρχονται οι μεγάλες μεταμορφώσεις.

 

Κι’ εμείς δεν έχουμε άλλον ήλιο από τον

     ήλιο μας,

άλλο θάνατο απ’ το θάνατό μας. σελ.70

      12.   VI

            Στόν Γιάννη Μπακογιαννόπουλο.

     Τώρα μπορούμε να δρέψουμε πάλι τ’ αποκαϊδια της

          πυρκαγιάς.

κρατώντας ακόμα στα μάτια μας το φάσμα της πλάνης,

σφίγγοντας ακόμα στα χέρια μας το σχήμα της απάτης.

 

Μια σύντομη αστραπή, που σε βυθίζει στο σκοτάδι.

 

Αυτό που έχω να πω τρέμει μες στη φωνή μου.

Ζήσαμε μέσα σε τόση τύψη, τόση σιωπή,

κρύβοντας μέσα στα σπλάχνα μας τέτοια δίψα,

     τέτοια ζωή!

Ήταν μια οφθαλμαπάτη από νερά και βλάστηση,

μια στάλα δροσερό νερό την ώρα της μεγάλης δίψας.

 

Τώρα, μένουμε εδώ, στην άκρη της σιωπής,

γιατί μας έτρωγε το πάθος για τα είδωλα,

τιμωρημένοι καθώς οι μυθικοί μας πρόγονοι:

ο Προμηθέας, ο Σίσυφος κι ο Τάνταλος. Σελ. 168.    

        13. Ο  Τ Α Φ Ο Σ   Τ Ο Υ  Τ Ε Λ Ο Υ   Α Γ Ρ Α

Ύστερα απ’ τις Ολύμπιες στήλες, που γυμνώ-

νουν ξάφνου τον ορίζοντα,

ο δρόμος ο ανθισμένος και λευκός,

σαν εκκλησία το μεσημέρι τη Μεγάλη Παρασκευή,

ίσιος, χωρίς καμπάνες,

με τη μαρμάρινη την Πύλη, που χωρίζει από τα εγκόσμια,

κι εκεί στο βάθος, τους πολλούς σταυρούς- σταυρούς:

ο τάφος στου!

 

(Ίσως να ‘ρθω κάποτε και με τα βήματα του ύπνου,

οδεύοντας μέσα απ’ τη χώρα του ύπνου.)

 

Δεν είναι άλλος κανείς σήμερα εδώ. Πόση ερημιά!

Άλλο από το τραγούδι των πουλιών, την αμφίβολη συννεφιά,

την αύρα που ακραγγίζει τα χορτάρια με το φόρεμά της.

Κι η γης είναι ζεστή, σα μιαν αγκάλη ερωτική.

Όμως, δεν είναι άλλος κανείς σήμερα εδώ’

εδώ, που κάθομαι στο μνήμα σου.

 

(Μα ίσως κάποτε να ‘ρθω και με τα βήματα του ύπνου,

οδεύοντας με την αφή του ύπνου,

και ν’ ανταμώσουμε-εκεί, στη χώρα του ύπνου.)

 

Για δες, πιο πέρα, στη σειρά-σειρά,

ίσκιοι από κυπαρίσσια που μυρίζουν  θλιβερά.

Και δες, πάνω από τις φτελιές, ο εαρινός ουρανός.

Μες στους παράταιρους σταυρούς, ένας άσπρος σταυρός:

ο τάφος σου!

 

(Τώρα, όταν σου μιλεί η βροχή πάνω στο κρύο το μάρμαρο,

θα ‘ρχονται τα πουλιά να πίνουνε νερό

στις άβαθες λακκούβες, που στρογγύλεψε ο καιρός.)

 

Τα νέα κορίτσια για να ‘ρθουν είναι πολύ μακριά.

Πέρα, στην πολιτεία, ανυποψίαστο άγαλμα

μιανής στιγμής η ανθρώπινη ομορφιά.

Μην τα προσμένεις.

Αν είσαι μόνος, με την άνοιξη έσμιξες την ερημιά σου

-κι ο ήλιος σου αρκεί:

μια αχτίδα φως, από λοξή χαραματιά,

μέσα στη σκοτεινή την κάμαρα που μένεις… σελ.71

      14. Δ Ε  Μ Π Ο Ρ Ε Σ Α  Ν Α  Κ Α Τ Α Λ Α Β Ω…

                Στον Στέφανο Διαλησμά.

Δε μπόρεσα να καταλάβω την αταραξία των δέντρων,

αυτή τη χάρη του Θεού.

 

Ποιος είναι βέβαιος πια για τίποτα!

Το σώμα δεν κουράζεται μόνον, αλλά κι εκδικείται,

σαν του στερείς του ζώου τη βεβαιότητα.

 

Εμάς ακόμα

μας ψήνουν τα λιοπύρια πάνω από τους τάφους,

βροχές μας μαστιγώνουνε και κρύοι βοριάδες

μας σβήνουν τα κεριά.

Και πάλι έχουμε κι άλλα δάκρυα,

που κάποτε κι αυτά στερεύουν.

 

Άμα έχεις αφήσει πίσω σου όλη την έρημο κι η

     έρημος συνεχίζεται.

Όταν αλλάζει πια η ψυχή το δέρμα της

και χάνει το πρώτο της χνούδι.

 

(Έπαιζε πάντα ο δαίμονας σκληρά μαζί μου,

κι ο άγιος σήκωνε το σπαθί, όταν είχα πια γδαρθεί.) σελ. 87      

           15. Γ Λ Υ Φ Η   Β Ρ Ο Χ Η

                Στον Μπάμπη Νικηφορίδη

Γλυφή βροχή στη θάλασσα

γλυκαίνει τ’ αλμυρά νερά,

και το βρεμένο σώμα ξαναβρέχει.

Τη γλώσσα πλένει από τ’ αλάτι,

τρέχει απ’ τα φρύδια, απ’ τα μαλλιά.

 

Να με ξεπλύνει ολόκληρο η γλυφή βροχή

από τις αμαρτίες των άλλων. Σελ.111 

        16. Τ Ο  Α Π Ρ Ο Σ Δ Ο Κ Η Τ Ο

               Στον Αλέξανδρο Κοτζιά

Τουλάχιστον, ας καρτερούμε το απροσδόκητο,

όπως μια σπίθα κάτω από  τη χόβολη.

Γύρω απ’ τη λάμπα εμείς μένουμε εδώ,

κι οι νύχτες όξω γράφουνε τα ριζικά μας.

 

Αν σώθηκα ως τώρα, μ’ έσωσε ο ίδιος ο Θεός’

εγώ χτυπούσα μόνο τα χέρια και τα πόδια μου,

αλλά στην κρίσιμη στιγμή

μ’ άρπαζε πάντα κάποιο χέρι.

 

Κάθε στιγμή ενεδρεύει το απροσδόκητο,

η μοίρα-ή όπως θέλεις πες την- που αγρυπνεί.

Νομίζουμε πως θα σωθούμε, και χανόμαστε’

νομίζουμε πως θα χαθούμε, πως σωνόμαστε.

Μα ξέρει πάντα εκείνη πιο πολλά από μας.

 

Προσπάθησα να κάνω την όψη του κόσμου πιο

      χαρούμενη,

κ’ η τύψη με ξανάβρισκε πάντα κι η θλίψη.

Κι όμως, ένιωθα μέσα μου ύστερα από κάθε

     πτώση,

έτοιμα να σαλέψουν, δυο φτερά. σελ.153

17. ΑΚΟΜΑ   Ε Ι Μ Α Σ Τ Ε   Κ Α Τ Ω  Α Π’  Τ Ο  Φ Ω Σ

                  Στον Σπύρο Πλασκοβίτη

Αλλάζει γύρω μου ο καιρός, αλλάζει ο κόσμος μέσα μου.

Φαντάσματα της νύχτας,

ακόμα είμαστε κάτω απ’ το φως.

 

Ώσπου να γίνουμε κι εμείς φαντάσματα.

 

Η νύχτα βαραίνει το κορμί, μουδιάζει τις κλειδώσεις’

σε σέρνεις ν’ αφήσεις, να ενωθείς μαζί της.

Μα ο νους φτεροκοπάει σα νυχτερίδα,

χτυπάει τους τοίχους,

σάμπως να θέλει κάπου αλλού να φύγει.

        

Να πάψει αυτός ο δισταγμός, να λείψει αυτή η συσπεί-

     ρωση,

μπροστά στο δέντρο, στο πουλί, στον άγριο σκίνο

και στον αέρα που φυσάει τα στάχια,

σαν πράσινος καπνός ή κύμα θάλασσα.

 

Να σταματήσει λίγο αυτός ο καλπασμός,

να δω τον κόσμο’

τον ήλιο, πίσω από τα σύννεφα,

που ανοίγει τη βεντάλια του.

 

Ακόμα είμαστε κάτω απ’ το φως. σελ.174

         18. Τ Ο   Φ Ρ Α Γ Μ Α

             Στον συγγραφέα του.

Να σπάει αυτό το φράγμα. Το νερό

να μην τρέχει στα παλιά κανάλια.

Να ξεχυθεί να πνίξει τα φαντάσματα.

 

Δε μας τρομάζουνε οι πληγές μας και

      τα ράκη μας.

 

Να σπάσουν όλες οι παλιές οι στρόφιγγες.

Τα ρυάκια να γίνουνε βαθιά ποτάμια,

οι λίμνες θάλασσες.

Κι ας μας πάρει το νερό ακυβέρνητους.

 

Να κινδυνέψουμε, για να σωθούμε. σελ. 226

     19. Τ Ο  Σ Κ Ο Ι Ν Ι  Κ Ι  Ο  Α Κ Ρ Ο Β Α Τ Η Σ

           Στον Γ. Θ. Βαφόπουλο.

Όταν βαδίζεις στο τεντωμένο σκοινί,

να μη σκέπτεσαι το σκοινί.

 

Το πλήθος γύρω σου σωπαίνει με πιασμέ-

     νη ανάσα,

ενώ χτυπάει το τύμπανο,

μέσα σε μια σιωπή που εγκυμονεί κιν-

     δύνους.

 

Μα εσύ να προχωρείς μονάχος με το θάρρος σου.

 

Και να μη σκέπτεσαι το σκοινί.

Για να ‘χεις κάτι απ’ το φτερό και του

      πουλιού την αλαφράδα. σελ. 206

                  20. Σ Ε  Ω Ρ Α  Μ Η Δ Ε Ν

             Στον Γιάννη Καμπίτση.

Αφού μας σάπισε η βροχή, μες στα βαθιά μεσάνυχτα,

σε καθαρό σκούρο ουρανό

τώρα σαν κρύσταλλο αρμενίζει το φεγγάρι.

Φασματικά τα χιονισμένα γύρω μας βουνά,

μετέωρα  με τα χιόνια τους

στο αρνητικό μιας μαύρης πλάκας.

 

Αλλά στεγνό δε βρίσκεις τόπο να πατήσεις’

κι αν πας να σύρεις μια κραυγή,

θα βγει ο αχνός από το στόμα σου παρά η φωνή σου.

 

Το αχανές γύρω κάτω απ’ το μηδέν, σε ώρα μηδέν,

σε τόπο ξένο.

Ο δρόμος κατεβαίνει αλλάζοντας ονόματα,

ο ίδιος πάντα δρόμος,

κι ορεινή μεγαλοπρέπεια σε λίγο γίνεται μονότονος

βόμβος εντόμου.

 

Νύχτα αερώδης και ανυπόστατη στις εσχατιές της

    γης,

όπου μονάχοι τους, χωρίς το σώμα σου,

μετέωροι περπατούν κι οι λογισμοί σου.

Σκηνικό μάλλον για τουρίστες,

κι όχι για να παγώνεις χρόνια από ερημιά. Σελ. 129.

        21. ΦΩΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΛΗΘΗ

                   Στη μνήμη του Γιάννη Νούσια

Τα παιδιά τραγουδούσαν και δακρύζαμε.

Φωνές από τη λήθη,

απ’ τη σιωπή.

 

Τόσο βαθιές,

μου θάμπωσαν όλα τα τζάμια.

Τόσο ψιλές,

μου ράγισαν όλα τα κρύσταλλα.

 

Πίσω γυρνώ να βρω το ανεύρετο νερό,

τότε που η αίσθηση άστραφτε σαν την αλήθεια,

να μπω να ζήσω μέσα τους να διαρκέσω.

Η ψυχή των παιδιών με βοηθάει να δω.

 

Στης σιωπής και της λήθης τον καιρό. Σελ. 119.       

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

      Η 21 Μαρτίου έχει καθιερωθεί ως Παγκόσμιος Ημέρα της Ποίησης. Ένα πολιτιστικό και εμπορικό πανηγυράκι της γραφής και της ανάγνωσης της Ποίησης, μνήμης της μικρής κοινότητας ποιητών και ποιητριών για 24 ώρες. Πιστοί ιερείς και θεράποντές της, παλαιότεροι και νεότεροι ποιητές και ποιήτριες μύστες της, φανατικοί και παθιασμένοι αναγνώστες της, θα συγκεντρωθούν σε αίθρια μουσείων, θα συναχθούν σε αίθουσες βιβλιοπωλείων, θα παρευρεθούν σε πολιτιστικά ιδρύματα, θα επισκεφτούν φιλολογικές λέσχες και καφενεία και θα απαγγείλουν δημοσίως ποιήματά τους, θα διαβάσουν ποιήματα ομοτέχνων τους ποιητών που αγάπησαν, θα ακούσουν νέους στίχους, μπορεί και να γράψουν ένα ποίημα ή να μεταφράσουν. Θα χαρούν και θα απολαύσουν τον έπαινο και την ποιητική επιβράβευση των παρευρισκομένων, ίσως να δώσουν και συνέντευξη. Θα τιμήσουν ποιητές ή ποιήτριες που έφυγαν πρόσφατα από κοντά μας θα μιλήσουν για το έργο τους. Ορισμένοι, θα προσκληθούν και σε ραδιοφωνικές εκπομπές και θα αναφερθούν στον ρόλο και την σημασία της Ποίησης στις ζωές μας, στις κοινωνίες μας, στην καλλιέργεια της συνείδησής μας, την αγωγή του χαρακτήρα μας, στην εμβάθυνση της ποιότητας των ευαισθησιών μας. Ενδέχεται ακόμα, να παρουσιαστούν στις εμπορικές βιτρίνες, το αναγνωστικό κοινό ως είθισται λόγω της ημέρας, νέες ποιητικές συλλογές ή θεματικές ποιητικές ανθολογίες οι οποίες κυκλοφόρησαν με την ευκαιρία της εορτής των σημερινών εκδηλώσεων της Ποίησης. Η 21η Μαρτίου είναι μία επετειακή ημέρα συνάντησης και γνωριμίας ομάδας ανθρώπων που διαβάζουν και γράφουν Ποίηση. Περιδιαβαίνουν στο λιβάδι του οίστρου των λέξεων, στην οικονομία και την πληθωρικότητά τους, όπως οι μεγάλες ανθρωπομάζες στους θαλάμους των χρηματιστηρίων και των τραπεζών. Οι ποιητές είναι οι παραδοσιακοί «χρηματιστές» των λέξεων. Οι «γιάπηδες» της εξέλιξης και εκφοράς της ποιητικής γλώσσας στην διαχρονική της πορεία.

Οι ποιητές και οι ποιήτριες, θέλγονται από ήχους, ακουμπούν τα όνειρά τους σε φθόγγους, αρέσκονται σε στάσεις λεκτικών σημάτων και ψιθυρισμούς αφήγησης, κενά ανάμεσα σε λέξεις και προτάσεις που μας διηγούνται μία ιστορία, ένα αφήγημα εμπειριών και καταστάσεων που συνέβει ή προφητικά θα συμβεί όπως πιστεύουν. Είναι οι προφήτες ενός Θεού που χάθηκε ή που κρύβεται μέσα στις λέξεις, η μετουσίωση της αιωνιότητας της ύπαρξης στην φθορά της υλικότητας των λέξεων, της γλώσσας. Εικονογραφούν εικόνες μιάς άλλης φαντασίας, κοινωνικής πραγματικότητας. Χρησιμοποιούν παρομοιώσεις, υιοθετούν μεταφορές, εφευρίσκουν συμβολισμούς, κατασκευάζουν μοτίβα, είδωλα μύθων, αφουγκράζονται φωνές, αισθήσεις, μυστήρια ξένα. Πολεμούν με ενοχές και φαντάσματα της συνείδησής μας αντί για εμάς. Καλλιεργούν νέα πεδία κοινωνικής αφύπνισής μας, εκφράζονται μέσα από σπαράγματα σιωπών, μορφές και φορτία συγκίνησης της παλαιότερης ποιητικής παράδοσης. Επεκτείνουν τα όρια και τους συμβολισμούς της μητρικής μας γλώσσας, της πρώτης κούνιας μας που δεν γνωρίζει σύνορα και διακρίσεις, δεν κάνει διαχωρισμούς είτε στην ομιλούμενη είτε στην γραφόμενη εκδοχή της. Στα νανουρίσματά της, στα μοιρολόγια της. Οι ποιητές επανασχεδιάζουν πάνω στην λευκή τους κόλλα αισθήματα ψυχολογικής μας ασφάλειας, προαιώνια διλήμματα, φόβους και ελπίδες, δημιουργούν αξίες, υπερασπίζονται κρυφά ρεύματα λυρισμού της προσωπικής μας ομιλίας. Σκιτσάρουν κτερίσματα αλληλεγγύης της επικοινωνίας μας και αναδεικνύουν ερείπια παλαιότερων απορρίψεων ανθρώπινων επαφών. Οι ποιητικές τους συνθέσεις έχουν πολεμική ή δοξαστική διάθεση, ερωτική ατμόσφαιρα ή επαναδιαπραγματεύονται ανθρώπινες ιδεολογίες και πολιτικές, ατομικά συμβάντα που δεν λησμονήθηκαν. Ο λόγος τους φανατίζει ή ειρηνεύει, προξενεί θυμηδία ή τον γέλωτα, την συγκίνηση το δάκρυ. Οι ποιητές ιχνομυθούν τους βαθμούς, την ποιότητα και το βάθος της φιλανθρωπίας μας. Εφευρίσκουν καινούργιες τεχνικές της γραφής, υιοθετούν προγενέστερα μοντέλα γλωσσικής εκφοράς. Στις ποιητικές τους καταθέσεις χρησιμοποιούν λεκτικές και γλωσσικές προσμείξεις, προκαλούν την πολεμική των λέξεων ή είναι καθαρολόγοι. Έχουν γνώμη, κρίση, άποψη, έμπνευση, καθαρότητα ή πυκνότητα σκέψης, δεν είναι άβουλα όντα, απαθή, αμέτοχα, νωχελικής διάθεσης, μετέχουν ενεργά, δυναμικά στα πολιτικά κοινά της κοινωνίας μας. Χαράσσουν το προσωπικό τους ύφος, την ταυτότητα του χαρακτήρα τους και αυτήν της ποίησής τους. Σχεδιάζουν και πειραματίζονται την όσο το δυνατόν ευρύτερη αποδοχή και διάδοση του ποιητικού τους λόγου, των ποιητικών τους θέσεων και απόψεων. Συνομιλούν με όχημα την ποιητική τους γραφή με άλλους ομοτέχνους τους, ορίζουν τις ποιητικές τους συντεταγμένες, προσδιορίζουν διακρίσεις και συγγένειες, συνοψίζουν ποιητικές παραδειγματικές παρακαταθήκες άλλων ομοτέχνων τους. Αμφισβητούν παλαιότερες ποιητικές παραδόσεις, φωτίζουν προβολές άλλων ποιητών και έργων που τους συγκινούν ακόμα. Φιλοδοξούν να κρατήσουν στην επιφάνεια του χρόνου, στο σήμερα της γλώσσας και την σημερινή επικαιρότητα των λέξεων την ποίησή τους, τις συλλογές τους, να διατηρήσουν και επαυξήσουν το αναγνωστικό τους κοινό.  21η Μαρτίου, μία ημέρα για μεγάλα, ονειροπόλα, ευφάνταστα, χαρούμενα παιδιά που εξακολουθούν να παίζουν με τις λέξεις την παρτίδα σκάκι της ζωής και του θανάτου, του ονείρου και της πραγματικότητας, του μύθου και της μαρτυρίας, της αλήθειας και της μυθοπλασίας, εντός και εκτός του παιδικού τους δωματίου. Παιδιά που μηχανεύονται τρόπους, από αρχαιοτάτων χρόνων, στο πώς θα κατορθώσουν να ταιριάξουν πάνω στην λευκή σελίδα τα σκοτεινά σήματα γράμματα της αλφαβήτου και θα τα φωτίσουν, θα τους δώσουν κίνηση, θα καταστήσουν τον συνδυασμό των λέξεων αυτοκίνητο. Αγωνίζονται πως θα περιτειχίσουν αυτό το αθωωτικά ή καταδικαστικά επικίνδυνο, φουρτουνιασμένο μέγα μυστήριο της γλώσσας. Πώς θα δαμάσουν την ανεπεξέργαστη πρωτογενή πληθωρικότητα της παρθενικής αινιγματικότητάς της, τους μηχανισμούς της που μετασχηματίζουν το ορατό σε αόρατο και το αόρατο σε προσδοκώμενη αποκάλυψη στην αντίληψή μας. Το ανερμήνευτο ενυπάρχον σε ζώσα συνείδηση και ερμηνεία της ορατότητας του Κόσμου. Ένα κυνηγητό μεταξύ του Προμηθέα και της Κασσάνδρας που διεξάγεται αενάως. Ποίηση ένας Δούρειος Ίππος της ανθρώπινης ενατένισης. Ποιητές οι κοινωνούντες από το λάλων ύδωρ της κοινότητας των λέξεων, της ενικότητας και πληθυντικότητας των εικόνων και συμβολισμών του Κόσμου. Της ερημίας και συντροφικότητας του ακατανόητου και αινιγματικού μυστηρίου του Λόγου, πού όπως μας είπαν οι παλαιές ποιητικές γραφές έγινε σάρξ, δηλαδή, εφήμερος χρόνος των αποκαλυπτικών θαυμάτων της ζωής. Ποίηση μία αινιγματική ιεροτελεστία των λέξεων. Ένα γαϊτανάκι εκφράσεων και αισθήσεων της ανθρώπινης φωνής και των σιωπών της. Ποίηση, η ευχετική προσδοκία της ανθρώπινης γραφής για μελλοντική ουτοπία. Για επανεύρεση των χαμένων παραδείσιων ευκαιριών μέσω της γλώσσας και ίσως της προφητικής της αλαλίας.

Ποίηση, την εορτάζουμε και την τιμούμε υπερηφάνως σήμερα, Πέμπτη 21η Μαρτίου 2024. Tomorrow is another Day.

         Τα 21 αφιερωματικά ποιήματα σε ποιητές, συγγραφείς, μεταφραστές, καθηγητές, πανεπιστημιακούς, μουσικούς πεζογράφους, κριτικούς, φιλικά πρόσωπα του ποιητή, μυθιστοριογράφου, διηγηματογράφου, κριτικού, δοκιμιογράφου, αναστηλωτή και επιμελητή παλαιότερων δημιουργών πανεπιστημιακού κυρού Κώστα Στεργιόπουλου, προέρχονται από την δίτομη έκδοση των Ποιητικών του Απάντων. ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, τόμος Α΄ 1944-1965, εκδόσει Νεφέλη, Αθήνα, 10, 1988, σελίδες 256. Και ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, τόμος Β΄ 1965-1983, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, 11, 1992, σελίδες 248. Το κόσμημα των εξωφύλλων και των δύο τόμων είναι της Γεωργίας Καμπάνη.

Θέλησα η λογοτεχνική ιστοσελίδα τα Λογοτεχνικά Πάρεργα, να συμμετάσχει στον εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας της Ποίησης με την μνημόνευση ενός έλληνα επιστήμονα, φιλόλογου, ελληνιστή, κριτικού και επιμελητή εκδόσεων, πανεπιστημιακού δάσκαλου ο οποίος διέθετε και ισχυρή ποιητική φλέβα. Είχε την γνήσια στόφα όχι μόνο του κριτικού αλλά και την αυθεντικότητα ενός λογοτέχνη. Από το 1943 που πρωτοεμφανίστηκε με ποιήματά του στο περιοδικό «Νέα Εστία» έως τον θάνατό του ο ποιητής Κώστας Στεργιόπουλος (Αθήνα 20/5/1926-Αθήνα 11/1/2016 ) κυκλοφόρησε 12 ποιητικές του συλλογές, χαρακτηριστικά δείγματα της ευαισθησίας του, της ποιότητας της φωνής του, του ύφους της γραφής του, των ενδιαφερόντων του της υπαρξιακής του φιλοσοφίας. Οι δέκα από τις ποιητικές συλλογές οι οποίες κυκλοφόρησαν από διαφορετικούς εκδοτικούς οίκους από το 1955 και μετά βλέπε: «Τα τοπία του φεγγαριού» «Μαυρίδης» 1955.- «Η σκιά και το φώς» «Δίφρος» 1961.- «Το χάραμα του μύθου» «Δίφρος» 1963.- «Ο κίνδυνος» «Βάκων» 1965/ 1972. – «Τα τοπία του ήλιου» «Βάκων» 1971.-«Έκλειψη» «Βάκων» 1974. – «Τα μισά του πλου» «Κέδρος» 1979.- «Αλλαγή φωτισμού» «Κέδρος» 1984 συμπεριλαμβάνονται στους δύο τόμους των Απάντων του των εκδόσεων «Νεφέλη». Οι δύο τελευταίες του, «Ο ήλιος του μεσονυχτίου» 1991 και «Παλίρροια» 1998 εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του. Ποιητής και συγγραφέας της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς ο Κώστας Στεργιόπουλος, βραβεύθηκε με το δεύτερο και το πρώτο κρατικό βραβείο ποίησης το 1961 και το 1993. Με το βραβείο κριτικής μελέτης της «Ομάδας των Δώδεκα» 1963, με το πρώτο κρατικό βιβλίο μελέτης το 1974 και με το βραβείο πεζογραφίας της ακαδημίας αθηνών του ιδρύματος Πέτρου Χάρη το 2002.  Ποιήματα και συλλογές του αντιστασιακού καθηγητή ποιητή (επί χούντας εκδιώχθηκε από την εκπαιδευτική του θέση) μεταφράστηκαν και κυκλοφόρησαν σε αρκετές ευρωπαϊκές γλώσσες. Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ρουμανικά, Σουηδικά, Ιταλικά, Ισπανικά, Πολωνικά, Βουλγαρικά κλπ. Επίσης, κυκλοφόρησαν και αρκετές δίγλωσσες ανθολογήσεις ποιημάτων του. Όσον αφορά τις φιλολογικές και κριτικές του μελέτες, αξιομνημόνευτες και αξιοζήλευτες είναι οι εργασίες του πάνω στο έργο και την αναστύλωσή του, του συμβολιστή ποιητή Τέλλου Άγρα. Αναστύλωσε τα Κριτικά του Άγρα ενώ προσέχθηκε και το βιβλίο του «Ο Τέλλος Άγρας και το πνεύμα της παρακμής». Αίσθηση έκανε η μελέτη του «Οι επιδράσεις στο έργο του Κώστα Καρυωτάκη». Μελέτες και άρθρα του περιέχονται στην πολύτομη σειρά του «Περιδιαβάζοντας». Σημαντική και η συμμετοχή του στην γραμματολογία- ανθολογία της σειράς παλαιότερης πεζογραφία και ελληνικής ποίησης των εκδόσεων «Σοκόλη». Επιμελήθηκε την κυκλοφορία ποιημάτων του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, του Καίσαρα Εμμανουήλ, του Ρήγα Γκόλφη, της επιλογής από το διηγηματικό έργο του πεζογράφου Σπύρου Πλασκοβίτη. Στον οποίο αφιερώνει και δύο ποιήματά του. «Το Φράγμα» είναι πεζό του Πλασκοβίτη. (έχει γυριστεί και ταινία βασισμένη στο στόρι του). Ο Κώστας Στεργιόπουλος υπήρξε ένας δραστήριος, δημιουργικός και φιλολογικά οξυδερκής κριτικός. Ενώ ο ποιητικός του λόγος κινείται ανάμεσα στο δίπολο φωτός και σκότους, σε αντιθετικά ζεύγη ημέρα και νύχτα, φύση και αστικό τοπίο. Ποίηση στοχαστική μιάς υπαρξιακής ενατένισης με υπερβατικές προεκτάσεις. Αντιθετικές εικόνες και παλαντζαρίσματα εννοιών και παραστάσεων, διλήμματα προσωπικής του μυθολογίας, υπαρξιακές αγωνίες και χαμηλόφωνοι ερωτικοί στεναγμοί. Γυναικείες φιγούρες και η πανταχού παρούσα φωτεινή και σκοτεινή πλευρά της σελήνης. Ακριβέστερα, η θηλυκή Σελήνη με την ουδέτερη ονομασία της, ως το Φεγγάρι Αρκετοί τίτλοι συλλογών του δηλώνουν αυτή του την πνευματική και φιλοσοφική διπολικότητα, τα τοπία της ποιητικής του περιδιάβασης. Τόσο οι φιλολογικές του επιλογές και εργασίες όσο και η ποιητική του γραφή μας αποκαλύπτουν με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο, ότι ο Κώστας Στεργιόπουλος προέρχεται από τις δεξαμενές του κινήματος του Συμβολισμού και του Νεοσυμβολισμού.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2024