Ανθρωπογεωγραφική Πειραιογνωσία
24 συν 3
κείμενα για το Βασίλη
Επιμέλεια- Ανθολόγηση: Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Εκδόσεις Κιβωτός, Πειραιάς, 2008, σ.138. Εξώφυλλο: Γιάννης
Ιωακειμίδης
(έκδοση Εκτός Εμπορίου)
Ακολουθώ τις συντεταγμένες
που μ’ όρισες
Σκοπός
Πώς;
Το νερό του γέλιου σου
Πού;
Το μάννα των χεριών σου
Χωρίς.
Η αλήθεια σου,
γοργόνα καρφωμένη στην
πλώρη,
χαράζει την ρότα μου
για όπου…
για όσο…
Βαγγελίτσα Σολωμού
Πρόλογος
Σφυρίζουν τα καράβια τώρα που
βραδιάζει στον Πειραιά
σφυρίζουν ολοένα
σφυρίζουν μα δεν κουνιέται κανένας
αργάτης
καμιά αλυσίδα δεν
έλαμψε βρεμένη στο στερνό φως που
βασιλεύει
ο καπετάνιος μένει
μαρμαρωμένος μες στ’ άσπρα και στα
χρυσά.
Όπου και να ταξιδέψω η
Ελλάδα με πληγώνει’
Γιώργος
Σεφέρης
Ο δικός μου Πειραιάς
Διαβατάρικα
πουλιά οι άνθρωποι, συνεχώς ταξιδεύουν. Αναζητούν έναν χώρο, ασφαλή, να
εναποθέσουν τις εμπειρίες και τις ελπίδες τους, την αυθεντικότητα της ύπαρξής
τους, το κύρος των κοινωνικών τους επιλογών, τα ιστορικά ενδεχόμενα των
συμπεριφορών τους, την γλωσσική και εθιμική τους συνείδηση, την ατομική τους
ευζωία. Πολλές φορές ξενιτεύονται, γνωρίζοντας εκ των προτέρων το αβέβαιο της
πορείας τους, το μάταιο του εγχειρήματός τους και όμως συνεχίζουν, σαν τους
ορειβάτες, φιλοδοξώντας να κατακτήσουν, τον τόπο-κορφή, που θα τους αναγνωρίσει
την προσωπική τους αλήθεια. Τον τόπο που θα σαρκώσει το παρόν των μεταφυσικών
τους προσδοκιών. Τον τόπο που θα εκφράσει το αισθητικό τους όνειρο. Τον τόπο
που θα ελευθερώσει την δημιουργική τους ασφυξία.
Συνήθως
επιτυγχάνουν τον στόχο τους. Ο χώρος ανακαλύπτεται,-μετά βασάνων-κατακτάται,
μεταμορφώνεται από την δική τους ισχυρή και επιβλητική παρουσία. Εμπνέονται από
αυτόν σε σημείο κορεσμού και απόγνωσης. Η ποιητικότητά του απηχεί τον μέσα τους
κόσμο. Ο χώρος αποκτά μια οπτική, πλαστική, αρχιτεκτονική εκφραστικότητα,
σύμφωνα με την ατομική καλλιέργεια του καθενός, και την αριστοκρατική συνείδηση
καταγωγής του συνόλων των μελών της ομάδας. Όμως οι άνθρωποι εξακολουθούν να
μένουν ανικανοποίητοι, μελαγχολικοί, ασυνταύτιστοι, μαχητικοί, χαοτικοί.
Ανηφορίζουν ακολουθώντας τα σκιρτήματα της καρδιά τους. Μάχονται απεγνωσμένα να
εικονογραφήσουν τις αφαιρετικές παραστάσεις των σκέψεών τους. Με σταθερά αλλά
επισφαλή βήματα δημιουργικής αυτό ικανοποίησης αγωνίζονται να υπερβούν τα ίσαλα
της τρικυμισμένης ζωής τους. Προσπαθούν να υπονομεύσουν την ήρεμη μορφολογική
στερεοτυπία του χώρου. Βαδίζουν από αισθήματα σε αισθήματα, από διαψεύσεις σε
διαψεύσεις, από λατομημένες εμπειρίες σε αδιάβροχες επιθυμίες. Ψάχνουν
εναγωνίως έναν τόπο να αναπαύσουν τον σερνάμενο από τα βάσανα βίο τους.
Πεταρίζουν πάνω από άγνωστους χώρους και οι σκιές τους σαβανώνουν την χέρσα γη,
τους δρόμους, τα σοκάκια, τα δάση, τις λίμνες, τα ποτάμια, τα βουνά, το ξερό
χώμα. Αναμετρώνται με το φυσικό περιβάλλον βρίσκοντας παρηγοριά στο ατομικό
τους γεωγραφικό μετερίζι, της μικρής γης που τους αναλογεί. Γίνονται κυνηγοί
αλλά ταυτόχρονα και θηράματα του χώρου. Οδεύουν προς αναζήτηση ενός τόπου, που
το βλέμμα τους θα μεταστοιχειωθεί σε αίσθηση αφής, που θα ψηλαφεί το μέλλον των
προσδοκιών τους. Που θα ανιχνεύει με σταθερότητα την ιστορική πρόταση της
εξερεύνησης που τους προσφέρεται. Παρατηρούν τον χώρο και μαθαίνουν να
ικανοποιούν τις πολύπλοκες ανάγκες του δικού τους σώματος. Παγιδεύουν
μνημονικές στιγμές, ουτοπικές προσκλήσεις, γνησιότητες παρηγοριάς, αθλήματα
ψυχής, αποσβένουν διχαστικές προκλήσεις του νου, αφουγκράζονται αμείλικτα
ερωτήματα του βίου, βιώνουν ανερμήνευτες πνευματικές εκπροσωπήσεις, και τα
εναποθέτουν όλα αυτά, στον χώρο που αναζητούν και εγκαθίστανται. Στον χώρο που
τους θρέφει και τους αφομοιώνει μαζί. Εκεί που γεννιούνται, μεγαλώνουν,
ερωτεύονται, εργάζονται, σπαταλούν τον ατομικό τους χρόνο, συνομιλούν αδιάκοπα
για τους πάντες και τα πάντα. Στον χώρο που τους θέτει τα πρώτα ερωτήματα της
μικρής και τυχαίας, ταλαιπωρημένης τους ύπαρξης. Στην αρχιτεκτονική αισθητική
των κτιρίων που οικοδομούν, στην εύρυθμη λειτουργικότητα των πόλεων που χτίζουν,
στην τρυφερή και πολύοσμη ζεστασιά των αυλών των σπιτιών τους, εκεί που
ξεκουράζονται από τον κάματο του χρόνου. Στις οσμές των λουλουδιών που φυτεύουν
μαζί με την απόγνωση της αποτυχημένης, ή ευτυχισμένης ζωής τους. Στα ασβεστωμένα
πεζούλια της μικρής ανθρώπινης γειτονιάς τους που τα κοσμούν με πήλινες
γλάστρες βασιλικού και δυόσμου, και τα θυμιατίζουν για να ξορκίσουν τα βάσανα
του χάρου. Στους ναούς που αρχιτεκτονούν για να εναποθέσουν με ευλάβεια και
σεβασμό τις χαμένες τους ελπίδες και τα διαψευσθέντα της ζωής τους οράματα. Στα
κοιμητήρια που με ελεήμονα προσφορά φτιάχνουν, για να συνεχίσουν με τους δικούς
τους νεκρούς την καταλαγιαστική τους συνομιλία για τα ύστερα της ζωής. Αποζητούν
να χουχουλιάσουν εκεί, που η δολοπλόκος Μοίρα της ατομικής τους περιπέτειας
συνδέεται με την ιστορική αφήγηση της γενέθλιας Πόλης τους. Αυτής της
Πόλεως-Σώμα, που θα τους διδάξει τους προβληματισμούς της προσωπικής τους
αλήθειας. Θα τους οδηγήσει σε ανυποψίαστα καλντερίμια ψυχικών αναζητήσεων. Θα
τους ξεπροβοδίσει στο ταξίδι προς το άγνωστο, ασύνειδο, το ανεξερεύνητο, του
μέσα τους χώρου, στα σκοτεινά μονοπάτια της συνείδησής τους. Εκεί, που οι
αφετηριακές μνήμες της ζωής συνοδοιπορούν με το παρελθόν και το παρόν της
συλλογικής εμπειρίας. Και η ανεπανάληπτη αξόδευτη δύναμη της ζωής συμφύρεται με
τον χώρο που η αβεβαιότητα και το τυχαίο καθορίζουν. Η Πόλη που ανακαλύπτουν
στο σύντομο της ζωής τους ταξίδι, είναι το σημείο αναφοράς της ατομικής τους αυτοσυνειδησίας
του θαυμαστού συμβάντος που λέγεται Ζωή. Εκεί που ο ρυθμός της ζωής τους θα
συνοδοιπορήσει με αυτόν της Πόλης. Και πάνω της αντικατοπτρίζεται το παράδοξο
γεγονός της ανθρώπινης ύπαρξης και του όποιου πολιτισμού οικοδομεί. Η Πόλη
είναι αυτή που θα ακινητοποιήσει τις αδιάκοπες εξερευνητικές προσπάθειες του
ανθρώπινου όντος και θα τον επαναπαύσει από τις διαρκείς οδοιπορίες του. Θα
μονιμοποιήσει θεοποιημένα οράματά του. Θα χαλιναγωγήσει τις πανίσχυρες και
καταστροφικές του φιλοδοξίες. Θα ερμηνεύσει τις ανιχνευτικές του αμφιβολίες. Θα
κηδεμονεύσει τα μικρά πεπραγμένα του βίου του. Η Πόλη θα πειθαρχήσει τα
ενθουσιαστικά του όνειρα, θα οργανώσει τις επαναστατικές του οδύνες. Γιατί η
Πόλη, εκφράζει, την μαγγανεία της αιωνιότητας στον αισθητικό δυναμισμό του
παρόντος χρόνου.
Και αυτή η αέναη οδοιπορία των ανθρώπων,
συνεχίζεται ατέρμονα μέσα στην ατομική ή συλλογική ιστορία του καθενός μας, μέχρι
η Πόλη-Σώμα, να γίνει Πόλη-Σήμα. Εκεί όπου τα γεγονότα του βίου θα αποκτήσουν
την σωστή τους διάσταση, και ο κλήρος του θανάτου θα τροφοδοτήσει ξανά το
προμήνυμα της καινούργιας ζωής. Ένας κλήρος θανάτου απαραίτητος, αναγκαίος, που
τον προσφέρει με φόβο και άγχος η τροφοδότρα ανθρώπινη ύπαρξη στην Πόλη. Στην Πόλη
που της έδωσε την δυνατότητα να καρπωθεί-έστω και για σύντομο χρονικό διάστημα-το
αδούλωτο φύραμα της ζωής.
Και αυτό το
απροσδιόριστο φύραμα της ατομικής μου πορείας οφείλω στον Πειραιά. Το λιμάνι που
πραγμάτωσε τα νεανικά μου όνειρα και ξεδίπλωσε τις μύχιες ευχαριστηριακές πτυχές
των αδιαμόρφωτων-τότε-προσωπικών μου αισθήσεων. Το λιμάνι που ένιωσε τις
ατέλειωτες καθημερινές μου κραυγές εσωτερικής διαμαρτυρίας. Το λιμάνι που μορφοποίησε
τις αινιγματικές κάποτε σωματικές εκδηλώσεις μου.
Η Πόλη του Πειραιά
παγίωσε τις ανομοιογενείς θελήσεις μου, οριοθέτησε τις κοινωνικές μου
ιδιορρυθμίες, μετέθεσε-επί τα βελτίω-τις επιλογές μου. Ο Πειραιάς- σίγουρα
κάποτε-μας πρόσφερε χειροπιαστά αποτελέσματα εμπειριών ζωής. Αντιπροσώπευσε
όλους τους δυνατούς εφηβικούς και νεανικούς μετασχηματισμούς μου. Αυξομείωσε τα
όρια της κοινωνικοποίησής μου. Ελάττωσε την-θεμιτή-νεανική αυτάρκειά μου με
μόνη την παρουσία του θαλάσσιου στοιχείου του. Η γαλήνια απεραντοσύνη του
θαλάσσιου στοιχείου που περικλείει την Πειραϊκή Πόλη, της πρόσφερε κάποτε-τουλάχιστον
όταν εγώ ήμουνα έφηβος, στα μέσα της δεκαετίας του 1970-την αρχοντιά της, την
ευγένειά της, την μεγαλοσύνη της καταγωγής της. Το Είναι της ιστορικής της
διαδρομής. Της πρόσφερε πίστη, προσέδιδε κύρος και ασφάλεια στους πνευματικούς
της ορίζοντες. Αυθεντική αρχοντική κληρονομιά του καθημερινού βίου των κατοίκων
της. Την αρμυρή μέθη μιας ζωής γεμάτη κοινωνικότητα.
Το λιμάνι με την
πολύβουη και σφύζουσα ζωή του, η δυσώνυμη περιοχή της Τρούμπας με την πολυχρωμία
των εμπειριών της και την μυριόπνοη σωματική ατμόσφαιρα της πελαγίσιας
διασποράς των αισθήσεων που απέπνεε, η Καστέλα με τα αστικά νεοκλασικά της και
την ασυναγώνιστη θέα προς το Φαληρικό αλίπεδο, το Τουρκολίμανο με τις συντροφικές
ταβέρνες και τα πλούσια θαλασσινά εδέσματά του, με το φως της πανσελήνου να
ασημίζει την θάλασσα αλλά και τις στέγες
των σπιτιών. Ο καθησυχαστικός των αισθήσεων λιμενοβραχίονας του όρμου της Ζέας,
Η δαντελωτή, δυναμική και άγρια επιβολή του χώρου της Πειραϊκής, τα Μακρά Τείχη
με το μέλλον τους στραμμένο προς το ένδοξο παρελθόν τους, η πολυτραγουδισμένη
Φρεαττύδα, με τους ξέμπαρκους γέρους ναυτικούς να πίνουν τον ζεστό καφέ τους
στα μικρά καφενεδάκια και να αφηγούνται ιστορίες θαυμαστές και να μαθαίνουν
στους νεότερους να ξεχωρίζουν την όστρια από τον λεβάντε. Και εμείς να
διακρίνουμε στα κλεφτά, με έκπληξη, το χαραγμένο μπλε κορμί της γοργόνας πάνω
στο μπράτσο τους. Το Ναυτικό Μουσείο με τα ενδιαφέροντα ναυτικά εκθέματά. Το κτιριακό συγκρότημα του
Αρχαιολογικού Μουσείου του Πειραιά με τα διαχρονικά αρχαιολογικά του ευρήματα.
Ο ακριβώς απέναντι χώρος, που βρίσκονταν το θέατρο και που κάποτε ζωντάνευε την
ιερότητα της ζωής των κατοίκων και κρατούσε τις ρίζες της φυλής ζωντανές. Η
φιδίσια διαδρομή που οδηγεί στο Πασαλιμάνι με το νεοκλασικό κτίριο του Γαλλικού
ινστιτούτου που στέκεται σαν άλλος Πειραϊκός βιγλάτορας της αισθητικής των
κατοίκων και συναγωνίζεται σε θάμπος και ομορφιά το απέναντι κτίριο στην στροφή
της Καστέλας, το οικοδόμημα του Τσίλλερ. Το μοναχικό ρολόι που βρίσκεται στην
κορυφή ενός πυργίσκου στην διασταύρωση του κέντρου του Πασαλιμανιού, που κάποτε
ο ωροδείκτης του έδειχνε το Πειραϊκό όραμα και ο λεπτοδείκτης του το Πειραϊκό
όνειρο. Την κεντρική πλατεία που βρίσκεται το Δημαρχείο της Πόλης, και η
πασίγνωστη Ιωνίδειος Σχολή. Εδώ, την λειτουργικότητα του χώρου την κανοναρχεί
το αριστοκρατικό και ιστορικό
κομψοτέχνημα του Δημοτικού Θεάτρου. Πολιτιστικό επίκεντρο της πνευματικής ζωής
του Πειραιά. Αναφορικός προσδιορισμός των καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων και όχι
μόνο. Το Δημοτικό Θέατρο μας υπομνηματίζει την ένδοξη και λαμπρή πραγμάτωση των
οραματικών ευγενών φιλοδοξιών των
παλαιότερων γηγενών και μη Πειραιωτών. Και η προστατευτική της κεντρικής
πλατείας ιστορική του λειτουργικότητα μας υπενθυμίζει τις μεταμορφωτικές
προσδοκίες των πρώτων Πειραιωτών οικιστών. Η πόλη του Πειραιά με το Δημοτικό
Θέατρο απέκτησε το ιερό αριστοκρατικό κέντρο αναφοράς της. Αίσθηση ανθρώπινης
ζεστασιάς προσφέρει επίσης ο κήπος της Τερψιθέας καθώς και ο Τινάνειος. Και η
ανάδελφη μνήμη των νεοτέρων, αναζητά μοναχικές φωνές της πόλης που θα της
μιλήσουν με νοσταλγία για το παλιό σύμβολό της,-το Ρολόι,-που βρίσκονταν στην
παραλία, και κοσμούσε το πρώτο Δημαρχείο, απέναντι από το σημερινό άγαλμα του
Θεμιστοκλή. Η Πειραϊκή ζωή κυλά ασταμάτητα χωρίς φυλετικούς και κοινωνικούς
φραγμούς στο παζάρι της πλατείας Ιπποδαμείας και στην κεντρική αγορά, καθώς οι
ελάχιστοι φιλότεχνοι ανηφορίζουν προς το φημισμένο κτίριο του παλαιού Ταχυδρομείου,-νυν
Δημοτική Πινακοθήκη του Δήμου. Οι μυστικές προκλήσεις της ζωής και οι
συνακόλουθες προσκλήσεις, οδηγούν στο ερειπωμένο εργοστάσιο του Δηλαβέρη στην
Λεύκα, όπου μερικά στενά παραπάνω στην περιοχή Α΄ Καραβά βρίσκεται το σπίτι που
μεγάλωσα και άνδρωσα τις Πειραϊκές συναισθηματικές μου επιθυμίες, επιλογικές
σωματικές ψηλαφίσεις, και συσωρευτικές ευαισθησίες ζωής.
Ο Πειραιάς,
υπήρξε για μένα μια αξεδίψαστη δίψα ζωής, μου πρόσφερε σταγόνες δημιουργικής
δροσοσταλιάς νεανικών ονείρων, οι παλμοί της ζωής του ενώθηκαν με τους σφυγμούς
των οραμάτων μου. Ο Πειραιάς που γνωρίσαμε δεν υπάρχει πια. Μια άλλη πόλη αντικρίζω
πλέον, που μπορεί να έχει το ίδιο όνομα, την ίδια ιστορία, τις ίδιες ρίζες,
όμως όχι, τα πάντα έχουν αλλάξει. Έγινε μια αφιλόξενη, κάπως εχθρική, επαρχιακή
πόλη που τίποτα δεν θυμίζει την προγενέστερη μαγευτική της αίγλη. Η παλαιά
ψηφιδωτή αισθητική εικόνα της ψυχής της χάθηκε. Με κατοίκους αδιάφορους,
επιλήσμονες και επιδεικτικά αγράμματους ως προς την ιστορία της.
Πλείστοι
συγγραφείς εκτός Πειραϊκού χώρου αποτύπωσαν μέσα στο έργο τους την πόλη μας, τον
Πειραιά, και τους κατοίκους του. Η σύναξη και η επιλογή αυτών των
κειμένων-πεζών και ποιητικών-που άγγιξαν την αναγνωστική μου ευαισθησία, έγινε
με σκοπό να μας προτείνει λησμονημένες εικόνες ζωής του παλαιού Πειραιά. Την
μαγεία του άλλοτε. Μνήμες και αισθήσεις, οσμές και γεύσεις της Πειραϊκής ζωής
που χάθηκαν ανεπιστρεπτί. Εικόνες και στιγμιότυπα ζωής που ο συγγραφικός φακός
των δημιουργών απεικόνισε όταν επισκέφτηκαν την πόλη μας, ή έζησαν για λίγο σε
αυτήν-για επαγγελματικούς ή άλλους λόγους-στην διαδρομή του χρόνου. Ο Μ. Καραγάτσης,
αναφέρεται στον Πειραιά, στο μυθιστόρημά του «το 10»,-και σε άλλα του έργα-, ο
Ιωάννης Κονδυλάκης, στο έργο του «Οι Άθλιοι των Αθηνών», ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος,
στο μυθιστόρημά του «Χαμοζωή»,-και σε άλλα του έργα-, ο Πέτρος Αφθονιάτης,
στους «Μετανάστες» του, ο Νίκος Τσιφόρος, στο πολυδιαβασμένο «Τα παιδιά της
πιάτσας» μας φωτογραφίζει την τυπολογία μιας ορισμένης Πειραϊκής ομάδας. Η Έλλη
Παπαδημητρίου, στην αφηγηματική της τριλογία «Ο Κοινός Λόγος», ο Γιώργος
Κιτσόπουλος, στο «Σημείο στο χάρτη του Πολέμου», ο Νίκος Λαδάς, στο πεζό του «Ο
Τρομοκράτης», ο Αλέξανδρος Μωραΐτίδης, στο διήγημά του «Η Χρυσή καδένα», ο
Κώστας Δ. Χατζηαργύρης, στο έργο του « Η Παληά αυλή». Άλλοι αναφέρονται σε τίτλο του έργου τους στον
Πειραιά, όπως ο Γιάννης Ρίτσος, στο ποίημά του «Τμήμα Μεταγωγών Πειραιά», ο
Μιλτιάδης Μαλακάσης, στο πεζό του «Δι’ Ιταλίας εις Πειραιά», ο Γεώργιος Μ.
Βιζυηνός στο τρυφερό και συνταρακτικό του διήγημα «Μεταξύ Πειραιώς και
Νεαπόλεως». Σποραδικά, ο Ν. Καμπάς, ο Α. Καρκαβίτσας, στο σπονδυλωτό «Τα λόγια
της πλώρης», ο Κ. Ταχτσής, στα διηγήματά του «τα ρέστα», ο Χρήστος Ζαλοκώστας
στο «Το Χρονικό της Σκλαβιάς», ο Γιώργος Σεφέρης, στο πασίγνωστο ποίημά του «Με
τον τρόπο του Γ. Σ.», από την συλλογή «Τετράδιο Γυμνασμάτων»,(από όπου και το
σχετικό απόσπασμα του προλόγου μου) και άλλοι πολλοί,-μη Πειραιώτες-αναφέρονται
εκτενέστερα για περιοχές του, περιγράφοντας με γλαφυρό ύφος την εποχή τους. Υπάρχει
και μια ομάδα δημιουργών, που μιλούν στο έργο τους για τον προσφυγικό Πειραιά,
όπως η Τατιάνα Σταύρου, στις «Πρώτες ρίζες» της, η Μέλπω Αξιώτη, στο έργο
«Εικοστός Αιώνας» και άλλοι. Αξίζει να μνημονευθεί και το θαυμάσιο κείμενο του
Εμμανουήλ Ροΐδη, «Εν τω παλαιώ Φαλήρω».
Ορισμένοι εξ αυτών, έζησαν τα πρώτα τους χρόνια για σύντομο
χρονικό διάστημα εδώ, ή σχετίστηκαν μαζί του, όπως π.χ. ο Νίκος Καζαντζάκης, ο
Κώστας Βάρναλης, ο Τζούλιο Καΐμης, ο Μάριος Βαϊάνος, ο Νικηφόρος Βρεττάκος
κ.λ.π.
Επίσης, ο Παντελής Πρεβελάκης στο θεατρικό του έργο
«Μοναξιά» εικονογραφεί με αδρές πινελιές, την ζωή των φτωχών μεροκαματιάρηδων
στις πρώτες εργατικές πολυκατοικίες του Πειραιά. Ο Πειραιάς, η πόλη μας,
απεικονίστηκε από πάμπολλους ζωγράφους, οι τοποθεσίες του χρησιμοποιήθηκαν κατά
κόρο από τον παλιό λαϊκό Ελληνικό κινηματογράφο, υμνήθηκε δοξαστικά από τον
μελωδό των ονείρων μας Μάνο Χατζιδάκι, τραγουδήθηκε από τον ποιητή Τάσο Λειβαδίτη,
τον στιχουργό Πυθαγόρα και άλλους. Και ασφαλώς, κατέχει την κυρίαρχη θέση στην
θεματολογία αρκετών ρεμπέτικων τραγουδιών.
Η επιλογή
των ανθολογημένων κειμένων της «Ανθρωπογεωγραφικής Πειραιογνωσίας» έγινε με
καθαρά προσωπικά κριτήρια, χωρίς επιθυμία αξιολόγησης τους, με την διάκριση όσο
ήταν δυνατόν να μην επαναλαμβάνονται οι περιγραφικές τους αποτυπώσεις.
Συνειδητά επέλεξα να μην καταφύγω σε παλαιότερα κείμενα που είχαν δημοσιευτεί
στον περιοδικό έντυπο τύπο του Πειραιά, ούτε στα Πειραϊκά φιλολογικά περιοδικά,
ούτε στις τοπικές εφημερίδες. Π.χ. παρότι γνώριζα το ωραίο κείμενο του Μίνωα
Αργυράκη, και άλλων, δεν το μετέφερα εδώ, γιατί ήδη είναι δημοσιευμένο σε
Πειραϊκό ημερολόγιο. Δεν κατέφυγα στην πρώτη ανθολόγηση για τον Πειραιά του κυρού
Στέλιου Γεράνη, και δεν επέλεξα κείμενα Πειραιωτών συγγραφέων που είναι παρότι
σκόρπια, πάρα πολλά. Θέλησα πρωτότυπα να χαρτογραφήσω και να καταγράψω μόνο το
στίγμα της πόλης του Πειραιά που μας προσφέρουν οι άλλοι, οι μη Πειραιώτες. Το
ανέκδοτο κείμενο του γιατρού και φιλόλογου από την Κόρινθο Νίκου Τόμπρα, το
οποίο του το ζήτησα, αντιπροσωπεύει για μένα,-μέσα στα άλλα δημοσιευμένα κείμενα,
προαπελθόντων και μη-τη νοερή γέφυρα ανάμεσα σε όλους εμάς και τους απελθόντες Πειραιώτες.
Τα κείμενα του
μικρού αυτού ανθολογίου μνήμης, Πειραικής πολύοσμης ανθοδέσμης,
είναι είκοσι τέσσερα (24), και αντιπροσωπεύουν την ηλικία του
νεαρού Πειραιώτη Βασίλη Σολωμού, συν τρία (3), από την ξαφνική και αναπάντεχη
αποδημία του.
Είθε, το
Πειραϊκό αυτό νεανικό αγριολούλουδο που κόπηκε νωρίς το νήμα της ζωής του, να
λειτουργηθεί, έστω και νοερά, με τα κείμενα αυτά, και να γενούν πρόσφορο
προσφοράς προς την Πόλη, από εμάς και για μας.
Γιώργος Μπαλούρδος
Ο
ζωγραφικός Πειραιάς
Ζωγραφικός,
ζωγραφισμένος ή ζωγραφίστικος: Το ίδιο κάνει. Ο Πειραιάς τρυπώνει παντού. Τον
μαντεύουμε στον πίνακα. Τον αναγνωρίζουμε στη λεζάντα. Τον ανακαλύπτουμε στο
μικρό βιογραφικό σημείωμα. «Γεννήθηκα στον Πειραιά».Και το σπουδαιότερο, το
διαπιστώνουμε μέσ’ απ’ το χέρι του καλλιτέχνη: «Θάλασσα της Πειραϊκής», «Νεκρή
φύση με κάστανα», «Παιδί στο παράθυρο», «Ο Πειραιάς με καταιγίδα», «Μανάβικα»
και τόσα άλλα.
Πάει πια η εποχή που
ψάχναμε τι συγκινεί περισσότερο το θέμα του πίνακα, η προσωπική τεχνική ή οι υψηλές
επιδόσεις του καλλιτέχνη; Ο Πειραιάς είναι παρών. Τ’ άλλα δεν ενδιαφέρουν. Δε
δημοπρατείται η ζωγραφική ψυχή. Τ’ αριστουργήματα κοσμούν συνήθως τα μέσα
δωμάτια.
Επισκέφθηκα μέσα σε
μια δεκαετία πολλές εκθέσεις, μαγαζιά, εκθετήρια. Που βρέθηκαν, στ’ αλήθεια,
τόσοι καλλιτέχνες; Θα ‘λεγες πως ολόκληρη η πόλη έχει θεμελιωθεί σε μια
παράδοση που δεν ταξινομήθηκε ακόμα. Γεμάτη ταπεινότητα και ευλάβεια τρόπων που
σε αφοπλίζει. Και αναρωτιέσαι: γιατί αυτό;
Αρχίζω βέβαια από
το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων, όπου πλειοδοτούν οι εκθέσεις
Πειραιωτών. Μα στο φυσικό περίγυρο της πόλης, τα πράγματα είναι καλύτερα. Τα
μαγαζιά και τα εκθετήρια υπηρετούν περισσότερο άμεσες διακοσμητικές ανάγκες για
την επίπλωση και τον εξοπλισμό του σπιτιού. Ωστόσο, οι ανάγκες του πολίτη για
τον καλλιτεχνικό Πειραιά καλύπτονται από τις εκθέσεις που γίνονται μέσα στην
πόλη. Παρασκευή βράδυ ή το Σάββατο είναι οι ιδανικές μέρες για μιαν επίσκεψη.
Στην Πανελλήνια της
περασμένης άνοιξης, οι Πειραιώτες ήταν παντού. Και δεν καταποντίζονταν, βέβαια,
μέσα στο χάος των εκθετών. Δυστυχώς, η απουσία των παλαιότερων ζωγράφων
σακάτευε την όλη υπόθεση.
Πότε θα δούμε την
αναδρομική έκθεση όλων των Πειραιωτών; ‘Η ακόμα, μιαν ομαδική στις καλύτερες
στιγμές της; Η Θεσσαλονίκη επέτυχε μέσα σε τριάντα χρόνια, να δώσει, πανελλήνια
τουλάχιστον, μιαν εντύπωση ποιότητας και ιδιοτυπίας. Ο Πειραιάς, όμως, γεννάει
ασταμάτητα τη ζωγραφική τέχνη. Πώς να μην αποκρυσταλλωθεί αυτό το πράγμα σ’ ένα
πολύ επίπεδο σκηνικό που θ’ αφήσει άναυδους και τους πιο απαιτητικούς ή
δύστροπους επισκέπτες ή αγοραστές;
Νίκος-Αλέξης
Ασλάνογλου, στο «παρά δήμον
ονείρων», Αθήνα, εκδ. Καστανιώτη 1991, σ.14
Χρόνια στον Περαία
Το κάρβουνο κι η χαμαλίκα
Όταν έφυγα από τη
Σύρα και ήρθα στον Πειραιά, έμεινα σε μια θεία μου που τη λέγανε Ειρήνη
Αλτουβά, στην οδόν Φωτίου Κορυτσάς, τέρμα στα Ταμπούρια. Εκεί εγνώρισα κάτι
πατριώτες μου Φραγκοσυριανούς. Αν και μικρός, το βραδάκι στο καφενείο τους
γνώρισα, και συναναστράφηκα μαζί τους. Αυτοί, ήταν κι αυτοί γαιανθρακεργάτες.
Τους παρεκάλεσα και με πήραν μαζί τους, αν και μικρός, επειδή γνωρίζανε τον
πατέρα μου. Με αυτή τη σκληρή δουλειά που έκανα, δεκαπέντε χρονών να κουβαλώ
ζεμπίλι στην πλάτη με τα κάρβουνα, εκέρδιζα είκοσι, σαράντα δραχμές γιατί
εδουλεύαμε με τον τόνο.
Τότες μου φάνηκε
και μένα πως πλούτισα, και για πρώτη φορά αγόρασα κι έβαλα παπούτσια στο ποδάρι
μου. Ως τότε από την ξυπολισιά είχανε κάνει οι πατούσες μου σχισίματα.
Κατάκοπος κάθε
βράδυ, εκοιμόμουνα με δυο κουβέρτες στο πάτωμα της θείας μου, και φαινόμουνα
και βάρος, μολονότι της έδινα εξήντα δραχμές τη βδομάδα. Με τάιζε και μ’
έπλενε.
Από τις υπόλοιπες
έστελνα στη μάνα μου όσες μπορούσα. Δεν ήμουνα και σπάταλος ακόμη. Ως μικρός,
και στο καφενείο στη ζούλα εχωνόμουνα.
Τα γράμματα από το
σπίτι μου πηγαινοερχόντουσαν σε μένα και στη θεία μου, την οποία η μάνα μου
περικαλούσε να με προσέχει, για να μην πάρω μεγαλύτερο κακό δρόμο. Είχα αρχίσει
πια να είμαι παλικαράκι. Έπιασα διάφορους φίλους, της γειτονιάς τα παιδιά.
Πειραιάς εδώ.
Λιμάνι. Ο κόσμος αλητεμένος. Τα παιδιά άλλος έπαιζε χαρτιά, άλλος γύριζε στις
γειτονιές, άλλος κάπνιζε. Αρχίνησα και γω να καπνίζω στου Φουκά.
Τότες ο κόσμος,
χωρίς εμπόδιο από κανέναν, τρεις μέρες κράτηση μονάχα για όποιον πιάνανε να
φουμάρει, κάπνιζε χασίσι εύκολα, χωρίς να νιώθει πως τον πειράζει. Το χασίσι
ερχόταν από την Τουρκία λαθραίο. Υπήρχε και στην Ελλάδα, κατώτερης ποιότητας.
Όσοι εργαζόντουσαν στα
λιμάνια απόκτησαν τη συνήθεια και τη διάδωσαν στους
χαμάληδες απλούς εργάτες, και σ’ όποιον αποζητούσε να ξεχνά.
Το πρωί, μισή ώρα
ποδαρόδρομο απ’ τα Ταμπούρια να φθάσουμε στις δεξαμενές του Βασιλειάδη, στον
Κάνθαρο. Εδώ μπροστά στο λιμάνι που μπαίνουμε μέσα, τότες υπήρχαν οι
καρβουναποθήκες διαφόρων, του Παληού, του Εμπειρίκου, αυτών που είχαν καράβια.
Εμείς γεμίζαμε τις μαούνες από τις αποθήκες και το βάζαμε στα καράβια. Το
κάρβουνο ερχόταν από την Αγγλία, από τη Ρωσία, από διάφορα μέρη. Ερχόντανε τα
καράβια, τα φορτηγά, και αδειάζανε εκεί στις αποθήκες. Κι ύστερα από τις
αποθήκες στα καράβια που ήταν να ταξιδέψουν. Αυτή ήταν η δουλειά μας….
Στο λιμάνι δεν είχε
μέρος να πλυθείς. Καθένας ήθελε να πάει στο σπίτι του να σαπουνιστεί, να πλυθεί
να γίνει ωραίος στα καθαρά.
Στο κεφάλι φορούσαμε
μαντίλι από μια πετσέτα. Τη δέναμε στα μαλλιά για να μη πηγαίνει η μουτζούρα.
Πάντως επήγαινε. Ένα μαντήλι που δέναμε στο λαιμό μας για να μην πηγαίνουν από
πίσω από το λαιμό, στην πλάτη, τα κάρβουνα. Πετσέτα ειδήμων γι’ αυτή τη
δουλειά, δηλαδή περίπου ενάμισι πήχης φάρδος και ενάμισι πήχης μάκρος. Την
έβαζες εκεί πέρα κι έπαιρνε το κάρβουνο, τον ιδρώτα, ξέρω γω τι. Αυτή ήτανε
ταχτική. Μόλις πηγαίναμε στο σπίτι τη βγάζαμε και ή την πλέναμε ή την αφήναμε
εκεί στέγνωνε και την άλλη μέρα τα ίδια…
Αφού δούλεψα
τέσσερα χρόνια στο κάρβουνο πέτυχα να πάω στη Ζέα, στο τελωνείο του Κυργιάκου
Μαργιολή για να οικονομάω περισσότερα….
Το λοιπόν, είπαμε
βρισκόμαστε στη βρωμόλιμνη, στη Ζέα δηλαδή. Εκεί βούιζε η κλεψιά, ήταν οι
παπατζήδες, οι πορτοφολάδες, οι λαχανάδες κι οι χασικλήδες κι οι διάφοροι, και
μάγκες κι εγκληματίες και κουτσαβάκια….
Η πρώτη φορά που
βρέθηκα στον τεκέ και που έκρινε τη ζωή μου. Βρέθηκα σε μια παρέα με φίλους,
στα Αθάνατα του Άι Γιωργιού, πλάι στην Ανάσταση, ο ένας ο Αντώνης ο αραμπατζής,
ο άλλος ο Μήτσος ο καραβομαραγκός, ο άλλος ο Βασίλης ο κουλός, λιμενεργάτης.
Αυτοί ήταν μεγάλοι σαράντα, τριάντα πέντε χρονών, χασικλήδες. Πήγαν στον τεκέ
και με πήραν μαζί τους. Αυτοί με πήραν στο λαιμό τους και μου έδωσαν το πρώτο
μαύρο. Στα ίσια ναργιλέ. Για πρώτη φορά είχα πολύ ζαλιστεί, βούρκωσαν τα μάτια
μου, αρχίνισα τον εμετό, έβηχα πάρα πολύ κι ένιωσα σα να γύριζε ο κόσμος
σβούρα. Ήταν αδύνατο να κουνηθώ απ’ τη θέση μου. Μου χύνανε νερό να συνέλθω,
μου δίνανε λεμόνι ξυνό να φάω. Έγινε αυτό στα Αθάνατα του Άι Γιωργιού, πλάι
στην Ανάσταση, στο εικόνισμα του Άι Γιωργιού. Ήμουνα δεκαοχτώ χρονώ. Αφού
περάσανε δύο τρείς ώρες, τότες συνήλθα. Τι μ’ έκανε και ξαναπήγα και δεν
σταμάτησα; Το ντερβισιλίκι μου.
Το ντερβισιλίκι
πάει να πεί πως ήμουνα μάγκας, φιλότιμος, δεν πείραζα κανένανε, με σεβόντουσαν,
τους σεβόμουνα, μ’ αγαπάγανε, τους αγάπαγα, σ’ ό,τι έλεγε ο ένας επικροτάγανε
όλοι. Ήμαστε μάγκες, μάγκες ιππότες. Κονομάγαμε με τον ιδρώτα μας. Δεν είχαμε
σχέση με τους αλανιάρηδες, που κλέβανε και κάναν διάφορες ατιμίες.
Μάρκος Βαμβακάρης,
«Αυτοβιογραφία»- εισαγωγή-παρουσίαση Αγγέλας Βέλλου-Κάϊλ, Αθήνα, εκδ. Παπαζήση
1978, σ.81, 82,83,85,86,87,91,93,94
Τουρκολίμανο
Βράδιαζε. Τα σύννεφα πέρα απ΄ τη Σαλαμίνα χάναν σιγά-σιγά τα
τελευταία χρυσά χρώματα, ολοένα γίνονταν σκούρα. Η μπουκαδούρα έφερνε μες στο
λιμάνι λίγο κύμα. Οι ψαροπούλες μια-μια σαλπάριζαν, άσπρες, κίτρινες, πράσινες
φιγούρες ανάλαφρες μες τα χρώματα του διαστήματος. Οι ψαράδες που δεν ήταν να
ρίξουν τα δίχτυα ή τα παραγάδια τους σιγουρέρναν τον κάβο που ήταν δεμένες οι
βάρκες στη στεριά, παίρναν τα κουπιά στον ώμο και τραβούσαν για τα καλύβια
τους. Ένα τσούρμο μωρά ξιπόλυτα παίζαν στην ακρογιαλιά, κυνηγιόντανε κάνοντας
μεγάλο πατιρντί. Σκάλωναν πάνου στο καινούργιο σκαρί, το στημένο στον ταρσανά,
το καΐκι του καπτά-Μανόλη. Τρέχαν από πρύμη σε πλώρη, πέφταν, τσίριζαν. Ολοένα
μερεμετιζόταν το καινούργιο σκαρί. Θα γινόταν τρεχαντήρι. Ότι του είχαν περάσει
το μίνιο. Ένας μικρός ξυλένιος σταυρός στην πλώρη του-να φωτίζει ο Χριστός τους
μαστόρους για να δώσουν καλό πλεούμενο τα κύματα. Μύριζε κατράμι και σάπιο φύκι
γύρω.
Ένας άνθρωπος
καθισμένος σε μια πέτρα, στ’ ακρογιάλι, κοίταζε. Είναι ψηλός, ξερακιανός, τα
μαλλιά του πολύ πυκνά, γκρίζα, αχτένιστα. Το μούτρο του αυλακωμένο από τις
χαρακιές έχει μεγάλα γένια, βρώμικα. Για να κρύβουν τα μαλλιά του κατεβαίνουν
πυκνά εκεί και τα σκεπάζουν. Δεν είναι ντυμένος σαν τους ψαράδες, φορά και μια
λεκιασμένη παλιά ρεπούμπλικα. Είναι φαγωμένη από το σκώρο, έχει τρύπες στο
γείσο. Ό άνθρωπος φαίνεται σα ξεστρατισμένος Στο Τουρκολίμανο, όλα φωνάζουν
απάνω του πως έχασε το δρόμο.
Μια γυναικεία φωνή:
-‘Ελα! ‘Ελα πια! Τα μωρά απαντέχουν να φάμε!
Τίναξε λίγο το
κεφάλι του σα να γύριζε από ταξίδι.
-Εμένα λες;
-Εσένα λέω! Νύχτωσε!
-Καλά έρχουμαι.
Όμως πάλι δεν σηκώθηκε. Εκεί, λίγα μέτρα μακριά του, είναι ο
σταυρός που βοηθάει τους μαστόρους και το καινούργιο σκαρί. Τα παιδιά που
τρέχαν από πλώρη σε πρύμη φύγανε, η νύχτα ολοένα κατεβαίνει, δεν ξεχωρίζει πια
καλά ο σταυρός μπερδεύεται στο σκοτάδι. Μα είναι εκεί, αυτός τον ξέρει, τον
βλέπει. Έτσι γίνεται πάντα με τα σκαριά που στήνουνται στον ταρσανά. Σιγά σιγά
μεγαλώνουν, παίρνουν σχήμα, τα ξύλα γίνουνται μάσκες, γίνουνται αμπάρια. Ύστερα
θα μπει ο στόκος, θα μπει η μπογιά, η πίσσα. Κ’ ύστερα τα ξύλα θα ταξιδέψουνε.
Θα τα δείρουν τα κύματα, το μελτέμι και η τραμουντάνα. Τι άραγες είναι να
φέρουν τούτα εδώ τα ξύλα-χαρά και πόνο; Ο ερημικός άνθρωπος που φαίνεται σαν να
φουντάρισε στο Τουρκολίμανο ξέρει πια πως πλάϊ στην μοίρα των ανθρώπων είναι η
μοίρα των πραγμάτων. Αυτή αποφάσισε την πρώτη φορά και βούλιαξε το καΐκι του. Το
αποφάσισε και για δεύτερη φορά. Και για μια ακόμα, για τρίτη. Τρία καΐκια είναι
πολλά για μια ζωή. Άλλοι δεν βαστούν και πέφτουν στο πρώτο. Τούτος ρήμαξε στο
τρίτο. Αποτραβήχτηκε τότες απ’ τη θάλασσα, καταστάλαξε με τη γυναίκα του και τα
δυό μωρά του σ’ ένα καλύβι στο Τουρκολίμανο και ζει δουλεύοντας στους μύλους. Αλλά
τώρα έχει λίγη δουλειά στους μύλους. Τον πιο πολύ καιρό τον περνά όξω απ’ τον
ταρσανά, εκεί που στήνουνται τα καινούρια σκαριά. Τα παρακολουθά μέρα με τη
μέρα που μεγαλώνουν, που σχηματίζονται και, όταν πια είναι έτοιμα, που πέφτουν
στη θάλασσα. ‘Ένα ένα φεύγουν τα καινούργια καΐκια, άλλα ξύλα που θα γίνουν
καΐκια παίρνουν τον τόπο τους, οι μέρες περνούν τα μαλλιά ασπρίζουν. Όμως δικό
του άλλο καΐκι φαίνεται πια δεν θα στηθεί. Τρία καΐκια που του πήρε η
τραμουντάνα στο Αιγαίο είναι πολλά για μια ζωή. Έγινε ένας μίζερος άνθρωπος
ένας μονόχνωτος άνθρωπος. Τα παιδιά των ψαράδων που παίζουν στο μουράγιο τον
έχουν για μπαμπούλα τους. Τα βλαστημά, δεν τους χαμογελά ποτές, τον πειράζει
που τα βλέπει να παίζουν και να χαίρουνται. Ξέρει πως μέσα σ’ όλα τούτα τα
παιδιά χτυπά μια ζεστή καρδιά θαλασσινών που αύριο-μεθαύριο θα κινήσουν για το
πρώτο καΐκι τους, να το κερδίσουν. Όλα θ’ αρχίσουν, όλα εδώ στο Τουρκολίμανο
αρχίζουν και ξαναρχίζουν. Μονάχα αυτό τέλειωσε. Στο Τουρκολίμανο ζουν ψαράδικα.
Σήμερα πήγε καλά η θάλασσα, αύριο δεν πήγε καλά, μα την άλλη θα ξαναπάει. Δεν
γυρεύουν πολλά στο Τουρκολίμανο κ’ έτσι δεν χάνουν τίποτα. Αυτός γύρεψε τρεις
φορές ανοιχτές θάλασσες όξω απ’ το Σαρωνικό. Πρέπει να πληρώσει…
Ηλίας Βενέζης, περ. «Ελεύθερα
Γράμματα»-περιοδικό της ζωντανής σκέψης-. Αθήνα, τεύχος 1/Σάββατο 5 Μαΐου 1945,
σ.7
Πειραιάς
Μ’ αρέσουν οι πολιτείες σα δεν
είναι άχρωμες. Εκείνες που λένε ευθύς το «να μαι», όχι οι άλλες που ψάχνεις να
βρεις «γωνίες», σκαλίζεις τη μνήμη σου να θυμηθείς κάποιους δρόμους, κάποιες
γειτονιές που τις πρόσεξες. Όχι που δεν βρήκα «άλλο λιμάνι». Δεν ψάχνω για να
πω «Τζένοβα», εκεί ‘ναι ένα κομμάτι της καρδιάς μου, το ξέρω. Όμως ο Πειραιάς
μου μιλά, μου μιλάει γιατί ‘ναι Πειραιάς, δεν κάνει τάχατες τον Ευρωπαίο, είναι
ρωμιός Πειραιάς, και τόσο του φτάνει.
Καθόμουν στο Ρολόι
και κοίταζα, πλοία που φεύγανε και πλοία που μπαίνανε, το ‘να είχε φτερωτό
λιοντάρι στο φουγάρο του, τ’ άλλο ήτανε ρούσσικο, μάταια προσπάθησα να διαβάσω
τα’ όνομα, βγήκε και χάθηκε τραβώντας για την Οντέσσα. Τ’ άλλα πηγαίνανε στο
Σαρωνικό, με λίγες δραχμές είχες την ψευδαίσθηση του ταξιδιού, οι κομψές
σιλουέττες τους σκίζανε τα νερά, μόλις επρόφταινες να ζαλιστείς, κ’ είχες
κιόλας φτάσει. Ήτανε λερός ο Πειραιάς στο λιμάνι, στην αγορά μύριζε ψαρίλα και κρέατα
και τζαρτζαβατικά, είχε και μαγέρικα ακάθαρτα που τρώγανε άνθρωποι βιαστικά,
λυμασμένα. Όμως ετούτη ήτανε η φατσάδα μονάχα, ο Πειραιάς απλωνότανε πίσω της,
πολιτεία άλλη. Στο θέατρο το Δημοτικό, είχε μιαν άλλη του αίσθηση, κάθησα στο
γωνιακό καφενείο κι’ έβλεπα-έβλεπα, μου φάνηκαν όλα σαν άγνωστα, οι γυναίκες σα
να ‘τανε ράτσας άλλης. Πήρα τους δρόμους, βάδιζα στ’ άγνωστο, κάποιες βιτρίνες ήτανε
πρόκληση, τα γυναικεία εσώρουχα, υπόσχεση ευδαιμονίας, τα πολύχρωμα φώτα,
πρόκληση για τ’ αλλού, ο Πειραιάς σα να βουτήχτηκε σε πελάγη κοσμοπολίτικης παγχρωμίας,
ο Πειραιάς που ‘παιρνε ξαφνικά μιαν όψη άλλη.
Την νοσταλγώ τη
Στιγμή, τη νοσταλγώ. Πασαλιμάνι με τα καφενεία τα υπαίθρια, Τουρκολίμανο με τις
βάρκες που λιάζονται, Φρεαττύδα-προτομές του Πορφύρα και του Νιρβάνα, να
κοιτάζουνε με μάτια μαρμάρινα.
Δεν ήθελα να σκεφτώ
εκείνα τ’ άλλα, τις φτωχογειτονιές του Πειραιά, κάτι τ’ απάνθρωπο. Όμως είναι
και τούτες ο Πειραιάς, δεν έχει άλλο. Ίσως και να ‘ναι η ζωντανή του καρδιά, ο
Πειραιάς δε φόρεσε ποτές του ρεπούμπλικα, φοράει στραβά λιγδιασμένο κασκέτο.
Στο στρίψιμο ενός δρόμου, με παραφύλαγε η Αμαρτία. Η Αμαρτία μιλούσε εγγλέζικα,
πρόσμενε ναύτες, έπινε ουίσκι μ’ Αμερικάνους και γελούσε πρόστυχα. Ήτανε στη
σειρά τα κέντρα εκεί, γράφαν εγγλέζικα στις επιγραφές, στις βιτρίνες φωτογραφίες
κοριτσιών που δείχναν τη γύμνια τους, ο δρόμος αντηχούσε τζατζμπαντικές
κακοφωνίες, η ζούγκλα της σάρκας που πουλιέται στο ρυθμό του χορού,
μισοσκότεινα «καμπαρέ», άλλα μαγαζιά με πόρτες μισόκλειστες, άλλα υπόγεια να
πονηρεύεσαι περισσότερο και να θες να κατέβεις. Η μεγάλη Φτώχεια φορούσε
φουστάνια στενά, παράσταινε τη χαρούμενη, σκεφτότανε τ’ αντρικό πορτοφόλι. Οι
ναυτικοί δεν είχανε άλλη παρηγοριά, η ζωή η σκυλίσια της θάλασσας γύρευε
λύτρωση, απόστασαν πια τα ρουθούνια στην καρβουνόσκονη, θέλανε τώρα να
μυρίσουνε γυναικεία σάρκα. Μ’ άρεσε έτσι, μ’ άρεσε και τούτη η μορφή της ζωής,
ένα χαστούκι στο μάγουλο της Ειμαρμένης.
Άφησα πίσω το δρόμο
και βγήκα στο λιμάνι, η νύχτα ήτανε ζεστή, λουρίδες φωτεινές αυλακώνανε τη
γαλήνη της θάλασσας. Η Αθήνα ήτανε μακριά και κοντά, ένας κόσμος εδώ, κι’ άλλος
εκεί, δύο πόλεις διαφορετικές που όλο και σμίγουν, αγάπη και μίσος τις ενώνει
και τις χωρίζει, μοίρα κοινή και μοίρα διάφορη.
Ένα βαπόρι σφύριξε
φεύγοντας, τραβούσε για κάποια νησιά μονάχα τους κι’ έρημα, «άγονες γραμμές»,
μοναξιά, ελπίδες για καλύτερες μέρες. Μια μπενζίνα ξεκίνησε, ο θόρυβος της
μηχανής όλο χανόταν, στο τέλος σβήστηκε ολότελα, χάθηκε κ’ η μπενζίνα κατά
κείνα τα πλοία. Φορτηγά με γεράνια ψηλά που
προσμένανε ναύλο, λαμαρίνες αρμυροποτισμένες, μόχθος για το ψωμί.
Ο Πειραιάς
απλωνότανε πέταλο. Είχε ξεχάσει πια τους προγόνους, μάταια δείχνανε στο μουσείο
τ’ αγάλματα. Ο Πειραιάς μιλούσε για το Σήμερα, η εργατιά μεθούσε σε κάποια
ταβέρνα, άλλοι βιαζόντανε να γυρίσουνε σπίτια τους, κορμιά τσακισμένα. Γυναίκες
περνούσανε βιαστικές, η μίσθια δουλειά δεν είχε σκοτώσει τη φιλαρέσκεια, τα
μάτια τους ψάχνανε, δεν είχε άλλο. Ο Πειραιάς τα ‘βλεπε όλα τούτα καλόβολα, το
μεγάλο Ρολόι μου φάνηκε γιγάντιο μάτι, ο Πειραιάς που φρόντιζε τα παιδιά του.
Ήθελα να σμίξω μαζί τους, μ’ αρέσει να αισθάνομαι λιμανιώτης. Μπορώ να κάνω
ευκολότερα όνειρα, τα όνειρα ταξιδεύουνε με τα πλοία που φεύγουν, πίνεις στη Μαρσίλλια
κρασί «μπωζολαί», παίζεις γροθιές μ’ έναν αλήτη στη Μπαρτσελώνα.
Μπήκα σε μια
ταβέρνα και ζήτησα κρασί, «δε θέλω ρετσίνα», είπα, «κρασί αρετσίνωτο». Έπινα
και κοιτούσα τα βαπόρια που φεύγανε με θολό μάτι. Ήπια πολύ; ΄Ητανε παραίσθηση;
Ο Πειραιάς αργοσάλεψε. Ταξίδευε ο Πειραιάς-και γω μαζί του-μέσα στη νύχτα.
Μανόλης Γιαλουράκης,
«Ελληνικές Πολιτείες»-«Πειραιάς», περ. «Νέα Εστία» έτος ΛΕ, τ.69ος,
τεύχος 814/ 1 Ιουνίου 1961, σ. 742-743
«Στραφήτε προς τον Πειραιά
…Στραφήτε προς τον Πειραιά
όλαι αι καπνοδόχοι διαγράφονται μία μία ο κάθε καπνός χωριστά και κάθε καπνός
γινόμενος ασημένος, αεροπορεί χωριστά εις το χρυσούν φώς όσαι καπνοδόχαι, τόσοι
καπνοί διακρίνονται άνωθεν του Πειραιώς. Εις τον δρόμον του Πειραιώς καθ’ όλον
τον χειμώνα, διακρίνετε από την θέσιν αυτήν, τον σκελετόν κάθε μιάς, λεύκης
ολόκληρον, σαν να είναι πλησίον σας ένα δένδρον τριχοειδές. Εις την θάλασσαν
ένα πλοίον περιπατεί το στήθος του, τα εξαρτήματά του φαίνονται όλα καθαρά,
όταν φωτίζεται καταλλήλως.
…Το απώτατον αυτό Ορεινόν Κυάνεον Κύκλωμα, του οποίου τα στήθη
αργυρώνει και τους υπεράνω αυτού αέρας, και τας υποκάτου αυτού ύλας χρυσώνει,
Χρυσός και Άργυρος σχεδόν ούτε ωρισμένως ουρανόθεν, αλλ’ αοράτως αερόθεν
καταχεόμενος, κόπτει ο εντός αυτού και πλησιέστερον ημών σχηματιζόμενος
δεύτερος Κύκλος, από πεδία, λόφους και βράχους-Οσίου Λουκά, Λυκαβηττού,
Αρδηττού, Φιλοπάππου, Αστεροσκοπείου. Και με ευρυτέραν ακόμη περιφέρειαν περιλαμβάνουσαν την Φαληρικήν γην, την
Καστέλλαν, και τα προς ημάς φουσκώματα της Κορυδαλλείου και Σκαραμαγκείου
βουνογραμμής.
…Περιμείνετε ολίγην ώραν να πέση ο ήλιος όπισθεν της Καστέλλας.
Στραφήτε προς τα εκεί, η θάλασσα κρόκος αυγού χρυσός, η Καστέλλα καφφεόχρους,
άνωθεν της χρυσορρόδινος αήρ. Να ακόμη απλούστερα, ευκολώτερα, όπου της εξοχής τύχη
να ευρεθήτε…
Περικλής Γιαννόπουλος,
«Η Ελληνική γραμμή», Αθήνα, εκδ. Γαλαξίας 1961, σ.77,97,100
Πειραιάς
‘Ο,τι σε
ικανοποίησε,
Αλλά και ο,τι δε σε ικανοποίησε,
Σ’ αυτή την πόλη
Έχει ριζικά αλλάξει.
---
Και τι δε θάδινα
Για να ξαναρχότανε το παρελθόν,
‘Η ευτυχισμένη αγνωσιά μου
Κι η ανόητη νιότη μου!
Όθων Μ. Δέφνερ, «Ένα
νυχτολούλουδο για τον Μορφέα», Αθήνα, εκδ. Οδός Πανός 1993, σ.59
ΕΠΙΝΙΚΟΣ 1959
Ηλία Υφαντή, Πειραιεί, Ποδοσφαίρα
Στη συντεχνία των ποιητών, ο τελευταίος
Δε λογίζομαι. Έτσι, κάποια μέρα,
Στο πανελλήνιον όχι, αλλά στους φίλους
της περιέργειας και της ρέμβης θα θυμήσης,
τραγούδι μου, ότι ο Ηλίας, του Υφαντή
γιος, την αντίπαλη εστίαν εκπορθώντας
πάλι και πάλιν, έδωσε και πάλι, στην μεγάλην
ομάδα του, το κύπελλο της νίκης, στους αγώνες
για το πρωτάθλημα της ποδόσφαιρας, τιμώντας,
έτσι, τους Πειραιείς και την πόλη τους,
----
τον δήμο, πάλαι ποτέ, της φυλής, που τ’ όνομά του
της έδωσε ο Ιπποθόων, του Ποσειδώνα ο
γιος και της ωραίας Αλόπης με την κακή μοίρα,
τι ο σκληρός Κερκυών, ο κύρης της, που τυραννούσε
ληστρικά κι αφιλόξενα της Ελευσίνας
τα μέρη, τον γάμο της μη στέργοντας, μονάχη
την έκαμε στην θάλασσα να πέση
και να πνιγή. Πλην οι Αθηναίοι, που εδώσαν
με τον Θησέα στις αδικίες του Κερκυώνος τέλος,
υποχρεώθηκαν, αργότερα, στα χρόνια των πολέμων
των μηδικών, κινημένοι απ’ την Ανάγκη
κι απ’ τον
Θεμιστοκλή, πρώτο λιμάνι
της πόλης τους τον Πειραιά να κάμουνε (τον όρμο
των Φαλήρων εγκαταλείποντας) με τείχη
και προχώματα περιβάλλοντάς τον, υψωμένα απ’
τον Περικλή, κ’ ενώνοντάς τον με την πόλη
της Αθηνάς.
-----
Δόξα πολλήν
απόχτησε τα χρόνια,
που, ως χρόνια, βιαστικά έτρεχαν το ένα ξωπίσω απ’
τ’ άλλο, στο Πουθενά ως να φτάσουν
και ως σε μας πιο βιαστικά, οπωσδήποτε, από τα καράβια
τα γρήγορα, δέρματα βοδινά από την Κυρήνη
που ‘φερναν και καυλό, παστά και σκόμβρους
απ’ τον Ελλήσποντο, τυρί και χοίρους απ’ τις Συρακούσες
κρεμαστά ιστία και βίβλους απ’ την Αίγυπτο, λιβάνι απ’
τη Συρία, για τους θεούς κυπαρίσσι από την Κρήτη
την όμορφην, άφθονο απ’ την Λυβίαν
ελεφαντόδοντο, κι από τη Ρόδο ηδυονείρους
ισχάδες και σταφίδες: καρπούς κ’ έργα
της γης και των ανθρώπων, για να ευφράνουν
το κορμί και το πνεύμα των πατέρων μας, κάτω από τη σκέπη
της Μουνιχίας ή της Βενδίδος
Αρτέμιδος, σ’ ενάρετους καιρούς.
-------
Μα, ω
Μνημοσύνη,
οδυνηρή κ’ ευφρόσυνη, σάρκα της σάρκας
μας και νου του νου μας, τη γλώσσα μου κάμε
γρήγορη, να θυμήση πώς, αν βρίσκη
πάντα έναν τρόπον η αρετή ν’ ακολουθήση
της φήμης τη φαρδιά λεωφόρο, ο βιαστής φθόνος,
που από πίσω της τρέχει, μορφές έχει
πολλές και τρόπους, και τεχνάσματα, να κόψη,
όχι τον πεπρωμένο δρόμο της, παρά τον δρόμο
που στην αφετηρία της επιστρέφει. Πάντα
το κατορθώνει, πλην όχι για πάντα, γιατί υπάρχει
κι ο δικαιοκρίτης χρόνος, ο ελληνικός.
--------
Δειλιάζω,
ωστόσο,
της φήμης προσφιλές λιμάνι, να θυμήσω ποιοι ‘σαν
οι πρώτοι αυτοί που σε κατάστρεψαν’ σκεπάζει
το πρόσωπό της η Αιδώς, της Μνημοσύνης
ακούοντας να διηγήται των Ελλήνων
το αρχαίο φθοροποιό πάθος, που αδελφόν χωρίζει
από αδελφόν, και πάντα τωρινό,-έτσι, για της Μοίρας
της βαθύβουλης μόνο θα μιλήσω
τα όργανα (ή τις μορφές), χρόνια και χρόνια
που, βαθύκολπε, σε πολιορκούσαν ή σε δηώναν,
πριν (η γρηγορούσα Νέμεση!) σ’ αφήσουν πάλι
στους Έλληνες: τους Ρωμαίους εννοώ και τους Ερούλους,
τους Φράγκους και τους Γότθους, Ενετούς και Τούρκους
και τους Αλαμάνους, πιο πέρα, εδώ, σχεδόν, σε τούτον
τον χώρον όπου βρίσκομαι του χρόνου.
---------
Χώρος
σ’ έναν αθέρα παρελθόντος και μέλλοντος’ ζωής που φεύγει
και ζωής που έρχεται’ λιμάνι μέγα
κ’ ελάχιστο’ ο Πειραιάς’ λογιών καράβια
εισπλέουνε κι αποπλέουνε, για όλα τα έθνη
της γης’ φέρνουν και παίρνουνε λογιών πραμάτειες:
μάτια, προπαντός, άπληστα κ’ επιθυμίες
για ευτυχίαν ανονόμαστη, ανήμερες. Αλλ’ όλα
περνούν, κ’ εσύ, λιμάνι, πιο αργά απ’ όλα, μες στη βιάση
των ημερών, που προς τις πιο καλές τους τρέχουν: ώστε,
πως μένεις, μπορώ να πω, η αμετακίνητη καρδιά του κόσμου,
για να δίνης μοναχά και να παίρνης, δίχως
τίποτα να κρατάς για σε. Οπωσδήποτε, όχι
τον πλούτο’ αλλά τα χέρια, γι’ άλλα χέρια
που το καρποφορούν.
--------
Μα, ω
Μνημοσύνη, αν πρέπη
ν’ σαι δοξαστική, καθώς στο εγκώμιο αρμόζει,
του ελλαδικού έθνους το αίσχος, στην Ιωνία,
ν’ αποσιωπήσης. Αυτό ‘ταν που προμήθεψε το δάσος
των χεριών τούτο. Πλην θύμησε. Ανάγκη,
εσύ η αυστηρή, που και την Αιδώ κάνεις
περιττή πολυτέλεια, αυτά τα χέρια,
που για τη δύσκολη ζωή μοχθούνε
των μικρών αγαθών, ζητώντας τα μεγάλα
μόνο αγαθά, που έγιναν ένα με τη γη μας,
γη μας: το κάλλος του κορμιού, που με το κάλλος
του νου μαζί πηγαίνει,-ή πιο μεγάλη
που από τους Θεούς στον άνθρωπο εδόθη-
κε αρετή.
-----------
Μεσ’ από
τέτοια χέρια,
για υψηλούς άθλους άξια κι αγαθά μεγάλα,
που σε λιμάνι κ’ εργοστάσια και καράβια
για λίγη μόνο ζωή μοχθούν, σ’ ανάξια χέρια
την πλήρη ζωή σωριάζοντας, οι φλόγες τούτες
τινάχτηκαν οι ηρωικές, κι άναψαν
των θεών την ουσία στην καρδιά ακέριου
του πανελλήνιου, γύρω από τη σφαίρα,
που δεν ήταν πια σφαίρα, παρά η Σφαίρα
που, στο αχανές τ’ ουρανού, σ’ ώραν ακραίας
διάθεσή της, οι αθάνατοι επαίζαν.
--------------
Τους
αρίστους
επαινώ, κι απ’ τους αρίστους, τον άριστο, σε αγώνα
που προσέρχεται ευγενικόν, για ν’ αγκαλιάση
τη Νίκη. Έτσι κ’ εσένα Ηλία, του Υφαντή γιέ, σ’ αρπάζω
τώρα, με τη βοήθεια του Απόλλωνα, απ’ τον Χρόνο,
σώζοντάς σε από ασκήμια, γήρας κι Άδη, να σε παραδώσω
στην αιωνιότητα, νέο πάντα, ωραίο κι ακμαίο,
πρότυπο κούρου του καιρού μου,
στους νέους που θα ‘ρθουν αύριο να δοξάσουν
τη γενιά και την πόλη τους. Εσένα
διάλεξε η Νίκη μες στους όμοιους σου, τον ύμνο τούτο
για να κινήσης, τον πολύτροπο, που εγκωμιάζει εσένα
και τη μεγάλη ομάδα σου.
------------
Ευτυχισμένος
ο Πειραιάς, που έχει φορτώσει τόσες
απ’ τις ελπίδες του πάνω σε τέτοια αγόρια!
Άρης Δικταίος, «Τα
Ποιήματα-1934-1965», Αθήνα, εκδ. Δωδώνη 1974, σ.255-258
Φυγή
Ο Λίνος βγήκε από τον σταθμό του Πειραιά,
σερνάμενος από το ρεύμα του πλήθους, που διαλύθηκε ευτύς αμέσως, και βρέθηκε
ξαφνικά μονάχος του στις προκυμαίες. Τότε συλλογίστηκε τι του γινότανε και
τρόμαξε. Είχε νυχτώσει ολότελα και το φεγγάρι αργούσε να χαράξει. Το λιμάνι
ξανοιγότανε μπροστά του, απέραντο, σκοτεινό και άγριο. Δεν έβλεπες πούθε άρχιζε
και που σταματούσε. Μονάχα ατέλειωτες σειρές από μαύρα καράβια, στριμωγμένα
στους μώλους, σιωπηλά. Μαύρα και τα νερά, ακίνητα και βαριά, σα μια θάλασσα από
πίσα, αντιφεγγίζανε τα φώτα της μεγάλης βρώμικης πολιτείας που έβριθε ακόμα από
την ορμητική ζωή της ημέρας. Πολλοί άνθρωποι περνούσαν ολόγυρα με το βαρύ και
μονότονο βήμα της εργατιάς, σκυθρωποί και αμίλητοι, τραβούσαν για το βραδινό
καρβέλι, σκουπίζοντας τον ιδρώτα τους. Μες στο σκοτάδι ένιωθες, παρούσες εκεί
δίπλα, τις πελώριες μηχανές του λιμανιού, τις κοιμισμένες φάμπρικες, τις σκάλες…Κόσμος
άγνωστος και κλειστός, σιδερόφραχτος, που σου έκοβε ολούθε τον δρόμο. Μα λίγο
πιο πέρα ήξερες πως απλωνότανε, προς το άπειρο, το ανοιχτό, πέλαγο κ’ η
ελευθερία. Ο Λίνος για μια στιγμή αισθάνθηκε τη θέλησή του να παραλύει και πολύ
δυνατά την ανάγκη της υποχώρησης. Κοντοστάθηκε άβουλος, χαμένος. Εμπρός ή πίσω;
Η έλξη της θάλασσας υπήρξε πιο δυνατή…
Λίγο αργότερα,
καθώς πλανιότανε στα κουτουρού στις προκυμαίες, σφίγγοντας τα χρήματα μες στις
τσέπες του και ψάχνοντας με ποιο τρόπο μπορούσε να φύγει στα ανοιχτά του
πελάγου, βρέθηκε μπροστά στο Λιμεναρχείο. Ένας πεζοναύτης φρουρούσε την είσοδο
λυγερός και ακίνητος. Η ξιφολόγχη του γυάλιζε από μακριά, αντιφεγγίζοντας
κάποιο γειτονικό φως. Ο Λίνος στάθηκε και τον κοίταξε και τον θαύμασε με αγάπη.
Ένας άντρας νέος, δυνατός, σίγουρος για τον εαυτό του, μοναχός του μες στη
νύχτα, μ’ ένα όπλο στο χέρι. Ένας ναύτης, που φρουρούσε τη θάλασσα. Σκέφτηκε
για μια στιγμή να τον πλησιάσει, να του μιλήσει, να του ζητήσει βοήθεια, μα τον
πτόησε η αστραφτερή ξιφολόγχη. Κίνησε να φύγει…
….Κατά τα μεσάνυχτα, κουρασμένος από τις άσκοπες περιπλανήσεις
του, νευριασμένος, ζαλισμένος, ο Λίνος, μες στην αμηχανία του, μπήκε σ’ ένα
υπόγειο καμπαρέ, σε μια στενόμακρη πάροδο της ακτής. Ζήτησε ένα κονιάκ, μη
ξέροντας κανένα άλλο ποτό, το ήπιε μηχανικά, ακούμπησε το κεφάλι του στα δυό
του χέρια και κοίταξε με ανέκφραστο βλέμμα τους στριμωγμένους χορευτές, που
σφιγγόντανε μες σ’ ένα σύννεφο καπνού. Δεν μπορούσε πια να σκεφτεί τίποτα. Δεν
πρόσεχε μήτε το ταβατούρι των λαϊκών γλεντζέδων, που γεμίζανε τα τραπεζάκια
ολόγυρα του, μήτε την εξαιρετική ακαθαρσία του καταστήματος, μήτε τις
προκλητικές Πειραιώτισσες πόρνες, που του χαμογελούσαν πότε-πότε ή τον
προσκαλούσαν κοντά τους με βραχνή φωνή.
Λίγο παραπέρα
τρεις άντρες με ύφος πολύ περιποιημένο και πολύ μόρτικο, με μεταξωτά πουκάμισα
και λαδωμένα μαλλιά κολλημένα στο μέτωπο, παρακολουθούσαν από κάμποση ώρα το
όμορφο αγόρι και κρυφομιλούσαν. Στο τέλος ο ένας τους σηκώθηκε, έκανε τάχα πως
περπατούσε αδιάφορα, στάθηκε λίγη ώρα δίπλα στο Λίνο. Ο έφηβος νιώθοντας την
παρουσία του, στράφηκε και τον κοίταξε.
-Θα είστε ξένος, κύριε, είπε ο άλλος μ’ ένα πολύ γλυκό
χαμόγελο.
-Όχι, κύριε, είμαι από την Αθήνα.
-Α έτσι! Επειδή σας είδαμε μονάχο υποθέσαμε πως είστε ξένος…
Γιώργος Θεοτοκάς,
«Αργώ», Αθήνα, εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» χ.χ. έκδοση 7η,
σ.250, 251, 252, 253
Αυτή τη φορά….
…Αυτή τη φορά πεντάρα δεν δίνει η Λωξάντρα για το νοικοκυριό
της. Τι πρόκειται να χάσει σάματις; Τα γιούκια της, ή τους κουρελόμπογούς της; Εκείνα
πάνε χαθήκαν μαζί με το Μακροχώρι. Πάει και το χαμηλό το οντάδικό της, πάει και
ο πλάτανό της. Όμως η Παναγία η μεγαλόχαρη δεν την άφησε, της έδωσε το παιδί,
και όπου είναι το παιδί, εκεί είναι κιμ ο παράδεισος της. Με τη μυρωδιά του
παιδιού ζει και με το φως του βλέπει. Γιατί ένα είναι. Το Παιδί και η Λωξάντρα
είναι η γιαγιά του παιδιού.
Και έτσι
αποφασίστηκε να πάνε να εγκατασταθούνε στον Πειραιά….Και έτσι, ένα ηλιόλουστο
φθινοπωρινό πρωί, μέσα στα καλοκαιριάτικα του Άι-Δημήτρη, πέρασε το βαπόρι
μπροστά από την προβλήτα του Πειραιά, και βγήκανε οι πειραιώτικες βάρκες να το
προυπαντήσουν και να το μπάσουν πανηγυρικά μέσα στο λιμάνι. Απ’ το Λιμεναρχείο,
ξεκίνησε η ατμάκατος. Στην προκυμαία του Τελωνείου άρχισε κάποια κίνηση.
Κατέβασε το βαπόρι τη σκάλα του για ν’ ανέβει ο έλεγχος, οι επιβάτες έτοιμοι
ανεβήκανε στο σαλόνι. Γύρω απ’ το βαπόρι αλληλοσπρώχνουνταν οι βάρκες και οι βαρκάρηδες
ξεφώνιζαν. Πίσω απ’ το φιλιστρίνι της κουκέτας της παραμόνευε η Λωξάντρα και
περιμένει ν’ ακούσει τους ζουρνάδες και τα νταβούλια της υποδοχής. Περιμένει να
δει τους Υπουργούς και τους Ναυάρχους με τα τρικαντά και τα σπαθιά. Πούν’ τους
για; Ούτε Υπουργούς βλέπει ούτε σπαθιά.
…Όλοι κλαίγουνται. Φτώχεια, λέει, και ακρίβεια. Που την
είδατε την ακρίβεια; Με ογδόντα δραχμές το μήνα βρίσκεις ωραίο σπίτι στον
Πειραιά, Με μισή λίρα που χάλασε η Λωξάντρα και τι δεν έκανε! Τι φανέλες
αγόρασε απ’ του Μαντζούνη, τι μεταξωτά απ’ την Καρασταμάτη, τι εκδρομή πήγανε
με αμάξι στους Αμπελόκηπους, στην Αλυσίδα, στο Ζωολογικό Κήπο που είναι στο
Παλιό Φάληρο. Ωραίο είναι εκείνο το Φάληρο! Απ’ το ξενοδοχείο σεργιανάς την
εξέδρα, ακούς μουσική, βλέπεις καμιά φορά και τη βασιλική οικογένεια όταν
πηγαίνει να επισκεφθεί τους ξένους στόλους.
….Την Αποκριά ήλθε η Ελεγκάκη στον Πειραιά και κάθισε μαζί
τους μια βδομάδα. Όταν τέλειωσαν οι εκλογές και ανάλαβε την κυβέρνηση ο
Δηλιγιάννης, και βγήκανε στους δρόμους του Πειραιά, οι γκαζοντενεκέδες να
ρεζιλέψουν τους μουντζουρωμένους, και πιάστηκαν μαλλιά με μαλλιά οι Κρητικοί με
τους Μανιάτες, η Λωξάντρα, πήρε το παιδί και πήγε στης Ελεγκάκης «για να
γλιτώσει απ’ τη σφαή».
-Μητέρα, μη λες αυτά τα πράματα, ντροπή. Εδώ σφαγές δε
γίνονται. Οι Κρητικοί τσακώθηκαν με τους Μανιάτες.
-Κάνε με και τρελή! Κάνε με και στραβή! Μπρέ ο Κιούρτης με
τη μαύρη βράκα και το σαρίκι στο κεφάλι δεν τον έσφαξε το χριστιανό μπροστά στα
μάτια μου; Έλληνας ήταν ο Κιούρτης; -Έλληνας, Κρητικός.-Και ο άλλος τι
ήτανε;-Έλληνας. –Έ, τότες γιατί τον έσφαξε;-Για τα πολιτικά. –Τα ποια;-Τα
πολιτικά σε λένε. Ούφ, μητέρα, ασ’ τα τώρα, δεν καταλαβαίνεις.
…Μπήκε η Άνοιξη! –Σήμερα τι κάνουμε, γιαγιά;
-Τι λες εσύ να κάνουμε;
-Πάμε για ραδίκια;
Παίρναν αμάξι και ξεκινούσαν για τη Φρεαττύδα. Μετά το
Ρωσικό Νοσοκομείο ήτανε του Σκουλούδη το σπίτι, και έπειτα ερημιά. Κατσάβραχα.
Τι ωραία ραδίκια , τι καυκαλήθρες, τι λάπατα μάζευες εκεί.
……Την Λωξάντρα με τον καιρό τη μάθανε οι
αμαξάδες του Πειραιά. Τη μάθανε τα λουστράκια της αγοράς και η Τρούμπα και ο
κήπος ο Τινάνειος, όπου τα καλοκαίρια χόρευε ταραντέλα. Από την κυρά Αρχόντω,
την πλύστρα τους, σιγά-σιγά την έμαθε ο Άι-Διονύσης, και από τα δουλικά της
γειτονιάς την έμαθε ο Προφητηλιάς και τα Μανιάτικα και άλλες συνοικίες. Και
αρχίσανε να κατεβαίνουνε οι γυναικούλες στην Καστέλα γυρεύοντας να βρούνε που
κάθεται μια γριά Πολίτισσα που μοιράζει ρούχα και τρόφιμα. Τη μάθανε στο τέλος
και οι βαρκάρηδες.
-Απ! Γιαγιά! Σιγά να μη φουντάρουμε.
-Σούς μπρέ! ζεβζέκη!
Απανεμιά είχε τις
πιο πολλές φορές στο Τουρκολίμανο και ο αέρας μύριζε φύκια, κατράμι και ψαρίλα.
-Άτζαμπα! Τι ψάρι φέρανε σήμερα οι ψαρόβαρκες; Ά, να ο κυρ
Σταμάτης.
Ο κυρ Σταμάτης ο Βολιώτης έτρεχε σαν την έβλεπε.
-Θώρευε δω, γιαγιά! Χελιδονόψαρο!
-Αυτό τι σόι ψάρι είναι; Τι άλλο έχεις;
-Μαρίδα.
-Αθερίνα;
-Μαρίδα.
-Καλκάνι-μαλκάνι, μπιλμέμ νε φιλάν φιστικ γιόκ;
…..Από τους ψαράδες του Τουρκολίμανου η Άννα έμαθε τι είναι
ο γάντζος, το καμάκι, η λαδιά, η πράγγα, οι σύρτες. Έμαθε τα ονόματα των ψαριών
και ξέρει πως όταν πιάσει μαΐστρος αποβραδίς, τη νύχτα θα σηκωθεί μελτέμι.
…. Πριν κλείσουν τρία χρόνια από τότες που είχαν έρθει στον
Πειραιά, η Λωξάντρα είχε γίνει τόσο κοσμοαγάπητη, που αν έβαζε κάλπη στις
δημαρχιακές εκλογές θα του την έσκαγε του Δαμαλά, γιατί όλες οι συνοικίες θα
ψήφιζαν Λωξάντρα. Και ας ήταν και Πολίτισσα, και ας σιχαίνουνταν τις Πολίτισσες
οι ντόπιοι. Όλοι Λωξάντρα θα ψηφίζανε. Όλοι, εκτός απ’ τα Υδραίικα.
Μαρία Ιορδανίδου,
«Λωξάντρα», Αθήνα εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» 1963, σ.192,
200,201,210,211,212,216
Το ιστορικό ρολόι στον Πειραιά
Καμιά ικανοποίηση
δεν πήραν οι Αθηναίοι και πολύ περισσότερο οι Πειραιείς από την είδηση ότι στο
χώρο, όπου επί εκατό περίπου χρόνια βρισκόταν το «Ρολόι» πάνω στο παλιό
Δημαρχείο της πόλης, στήθηκε πάνω σε μια κολώνα ένα καινούργιο ρολόι. Το παλιό
Δημαρχείο το είχε γκρεμίσει
ο τότε Δήμαρχος Σκυλίτσης, που ήταν γνωστός από τη διαφημιστική
εταιρία «Γκρέκα», αλλά και από το γεγονός ότι είχε καταγωγή από τζάκι μεγάλο. Ο
Σκυλίτσης υπήρξε ένας επιτυχημένος δήμαρχος για την πόλη του Πειραιά, αλλά και
καινοτόμος.
Στον ίδιο χώρο του
παλιού Δημαρχείου με το ρολόι, όπου ήταν το σημείο συνάντησης όσων ήθελαν να
ταξιδέψουν, γιατί από εκεί περνούσαν υποχρεωτικά για να πάνε στην προκυμαία να
επιβιβασθούν στα καράβια, δημιουργήθηκε ένας κυκλοφοριακός κόμβος με αυτόματες
σηματοδοτήσεις, ενώ καταργήθηκε τμήμα της ακτής Μιαούλη, προς την οποία
επεκτείνετο ο Τιτάνειος κήπος. Το καινούργιο ρολόι ήταν ένα από τα δέκα που
είχε προμηθευτεί ο Δήμος και έστησε σε διάφορα σημεία του Πειραιά.
Ο δήμαρχος
Σκυλίτσης φιλοδοξούσε να στήσει στην κορυφή του λόφου της Καστέλας κι ένα
τουριστικό περίπτερο, όπως εκείνο του «Διονύσου» που ήταν στο λόφο του Φιλοπάππου,
απέναντι από τον βράχο της Ακροπόλεως. Επίσης εκτός του ότι οι οδοκαθαριστές
φορούσαν άσπρες μπλούζες και θύμιζαν νοσοκομειακό προσωπικό, είχε αγοράσει 150
μεταλλικά περίπτερα για να αντικαταστήσει τα παλιά σαράβαλα που βρίσκονταν
στους δρόμους του Πειραιά. Ήδη στο Δημοτικό θέατρο είχαν στηθεί μερικά για να
τα δει ο κόσμος….
Γιάννης Καιροφύλας, «Η
Αθήνα στη δεκαετία του ‘70», Αθήνα, εκδ. Φιλιππότη 2006, σ.45
Κύκλοι στο Αιγαίο
Α΄ προς τις Κυκλάδες
Πόσο πιο ήσυχα,
πιο νοικοκυρεμένα είναι τώρα τα μεγάλα λιμάνια, σαν κι αυτό του Πειραιά. Η
ποίησή τους διαφέρει από κείνη των παλιών χρόνων, όσο διαφέρει ο εμπρεσιονισμός
από τον κυβισμό και η σιωπή από τον ακατάστατο θόρυβο. Κι όμως ακόμα ζει μέσα
μου η βροντερή και καπνισμένη ποίηση των παλιών λιμανιών, όταν είχαν για νόμο
τους το απειθάρχητο, την αταξία, το αυθόρμητο, το πρωτόγονο. Τότε δεν πλεύριζαν
ακόμα τα καράβια. Άραζαν όπου βρίσκαν χώρο άδειο μες στο λιμάνι, κι έτσι το
γέμιζαν όλο δίνοντας την εντύπωση πως ήταν αμέτρητα. Τα φορτηγά μέναν πάρα έξω, προς τον προλιμένα, συχνά κι
απ’ έξω απ’ αυτόν. Τα καράβια της γραμμής πλησίαζαν όσο μπορούσαν πιο πολύ το
μόλο, όσο τους επέτρεπε το βάθος του νερού, και μόνο τα καΐκια άγγιζαν με την
πλώρη ή με την πρύμνη τους τη στεριά. Αμέτρητες βάρκες και βαρυοφορτωμένες μαούνες
πηγαινοέρχονταν ανάμεσα από τα αραγμένα πλοία, μ’ ένα συνωστισμό που θυμίζει
τον σημερινό των αυτοκινήτων στους δρόμους , τις ώρες της μεγάλης κυκλοφορίας. Συχνά
η μια βάρκα χτυπούσε πάνω στην άλλη, μπλέκονταν τα κουπιά, κι οι τρομερές
κραυγές κι οι βλαστήμιες των βαρκάρηδων σε ζάλιζαν πιο πολύ κι από τη
θαλασσοταραχή.
Τα μεγάλα βίτσια
των βαποριών γρίνιαζαν στριγγά, γράφοντας μεγάλα τόξα για να κατεβάσουν στις
φαρδιές μαούνες ή για να σηκώσουν απ’ αυτές μεγάλα κιβώτια, σακιά, δέματα και
ζώα αποχαυνωμένα, βαρέλια και σωρούς από ξυλεία. Οι κραυγές των βαρκάρηδων και
των ξυπόλυτων χαμάληδων διασταυρώνονταν με τα βροντερά προστάγματα των
καπετάνιων, ψηλά από τις γέφυρες των καραβιών. Και τα καράβια, είτε μπαίναν,
είτε βγαίναν από το λιμάνι, είτε λίμναζαν πάνω από τις άγκυρές τους, σφύριζαν
γοερά, όσο ήθελαν κι όποτε ήθελαν. Άκουες, ανάλογα με τον αγέρα, όλων των ειδών
τα σφυρίγματα. Από τα βαριά, τα βαθύφωνα και τα κυματιστά, ως τα μυτερά
ουρλιάγματα των σειρήνων ή τις κοφτές κι απανωτές σφυριξιές. Κάποτε, κάποια
σφυρίγματα που ακούονταν σαν από το πέλαγος, τα ‘παιρνε ο αγέρας και τα γύριζε
πίσω-ένιωθες , καθώς αδυνάτιζαν, το πονεμένο φευγιό τους μέσα στον αγέρα. Τα
σφυρίγματα είχαν το καθένα το δικό τους μήνυμα, μα μέσα στον ανακατωμό τους
φτιάχναν όλα μαζί μια δαιμονική συνήχηση.
Προειδοποιούσαν, φοβέριζαν, δείχναν το θυμό ή τη βιασύνη του
καπετάνιου, γύρευαν προσοχή, μηνούσαν το χαίρε του φευγιού ή του ερχομού, τη
χαρά ή τη λύπη. Κι όλο το λιμάνι, κι όλος ο Πειραιάς μύριζε δυνατά καπνιά, κι
όλα ήταν μαυρισμένα από το κάρβουνο, που καίουνταν μέσα στις κοιλιές των
καραβιών, για να φτιάξει την κινητήρια δύναμη, τον ατμό. Κι ο ατμός ξεφυσούσε
τσιρίζοντας από παντού, από τις τσιμινιέρες, από τις ασφαλιστικές βαλβίδες, από
κάτι σωλήνες- κι ύστερα γίνουνταν νερό και χύνουνταν από τα όκκια στη λιγδωμένη
θάλασσα.
Από τα ψηλά,
πολύχρωμα φουγάρα, ντουμάνι έφευγε ο καπνός-σύννεφα από άσπρο, γκρίζο, θολό ή
κατάμαυρο χρώμα. Και πότε έπηζε ο καπνός και σκέπαζε το λιμάνι με χαμηλά
σύννεφα, πότε σχημάτιζε πλεξούδες που ανέβαιναν ψηλά στο γαλάζιο, πότε
διαλύονταν σε αραιή ομίχλη, που ταξίδευε αργά μέσα από τα ξάρτια και τα
φουγάρα. Η οσμή του κάρβουνου, νοτισμένη από τη θαλασσινή υγρασία, για άλλους
θύμιζε προκλητικά ταξίδια και τους γεννούσε ανάλογα συναισθήματα, άλλους τους
ανακάτευε και δεν μπορούσαν να την υποφέρουν…..
Κι η πόλη, ο
Πειραιάς, με τα ταπεινά παραλιακά του κτίρια-πόσο μεγάλα φαίνουνταν τότε- και
τα χαμηλά του σπίτια, με τα κατάγυμνα υψώματα ολόγυρα, ήταν κι αυτή τυλιγμένη
σε κίτρινες ομίχλες από τις κακομοιριασμένες φάμπρικες εκείνης της εποχής κι
από τις μαύρες τούφες των βαπορίσιων καπνών. Έτσι πρωτοθυμάμαι το λιμάνι του
Πειραιά ένα πρωί Σεπτεμβρίου, εδώ και πόσα χρόνια, σαν έφτασα από το νησί μου
να μπω σε γυμνάσιο, γιατί εμείς δεν είχαμε ακόμη. Κι ήταν κι ο καιρός της
μικρασιατικής προσφυγιάς- ακόμη έβλεπες στο λιμάνι πρόχειρες κατασκηνώσεις και
παράγκες, που είχαν στήσει οι δυστυχισμένοι για να κάνουν κάποια δουλίτσα. Έτσι
το θυμάμαι το λιμάνι για πολλά χρόνια ακόμα. Μα δεν ξέρω γιατί, αυτή η εικόνα
του, αυτή η ενθύμηση του, οσμητική και οραματική κι ακουστική μαζί, έμεινε για
μένα ένα εντονότερο ποιητικό βίωμα, κάτι που για πολλούς λόγους δε μπορεί πια
κανείς να το ξαναζήσει….
Κι αυτό το λιμάνι του
Πειραιά, που το βλέπω τώρα από τον «Κανάρη» να μισοκοιμάται καθάριο και
ταχτικό, σ’ ένα αποχρυσωμένο μεσημέρι καλοκαιριού, δε μοιάζει σε τίποτα με το
συναρπαστικό λιμάνι του πρώτου μου γυμνασιακού Σεπτεμβρίου….
Ο μεγαλύτερος χώρος
του λιμανιού είναι σχεδόν άδειος από πλοία. Όλα τώρα πλευρίζουν. Σιμά στη
στεριά, ένα μ’ αυτήν, χάνουν κάτι από τον όγκο τους, καθώς τα συγκρίνεις με τα
μεγάλα κτίρια που υψώνονται στην παραλία. Ο μόλος έχει πλατύνει, σε διάφορα
σημεία του έχουν γεωμετρήσει και κατασκευάσει καινούριες αποβάθρες, ολόκληρα τετράγωνα
που προχωρούν μέσα στη θάλασσα, για να υποδέχουνται τα καράβια. Βάρκες πια δεν
υπάρχουνε, μήτε βαρκάρηδες να φωνάζουν κι οι μαούνες έχουν λιγοστέψει, γιατί το
ξεφόρτωμα γίνεται απ’ ευθείας στο μόλο. Και τα πλοία έχουν αλλάξει σουλούπι,
αλλιώς τα χτίζουν τώρα, και τα φορτηγά και τα υπερωκεάνεια και τα ποστάλια.
Περνάμε δίπλα από πλευρισμένα
πλοία. Τα πιο πολλά είναι καινούρια, όλα σχεδόν κάτασπρα. Καθώς βγαίνουμε από
το λιμάνι, δεξιά είναι τα μεγάλα φορτηγά που έχουν έρθει από ξένες χώρες, με
ονόματα παράξενα, κοκκινογραμμένα στα λευκά πλάγια της πλώρης. Κι αυτά τα
φορτηγά είναι κομψά, πεντακάθαρα, μοιάζουν με σύγχρονες βίλες ή με μοντέρνες
κλινικές ή ξενοδοχεία- η μοντέρνα αρχιτεκτονική των οικοδομημάτων της στεριάς
έχει επιβληθεί και στα κινούμενα κτίσματα της θάλασσας. Από τον παλιό, τον
προπολεμικό Πειραιά μόνο το Ρολόι μένει για να τον θυμίζει ακόμη, καθώς τον
βλέπεις από το καράβι. Το Ρολόι με τον τετράγωνο πυργίσκο του κι εκείνους τους
παμπάλαιους δείχτες, που ανεπαίσθητα χαράζουν τον κύκλο και την πορεία των ωρών…
Κι εμείς αργότερα
βγαίνουμε από το λιμάνι. Παρακολουθώ τα οικοδομικά τετράγωνα του Πειραιά από τη
μεριά του Τελωνείου και της Σχολής των Δοκίμων: τα χαμηλά τους σπίτια, τους
παράλληλους δρόμους που κατηφορίζουν από τους λόφους πανέρημοι προς το λιμάνι,
δρόμοι γαληνοί, γιομάτοι ήλιο. Κάπου-κάπου κανένα αυτοκίνητο, κάπου-κάπου
κανένας διαβάτης. Ο Πειραιάς είναι ακόμη, προς το εσωτερικό του και προ παντός
σ’ αυτές τις μεριές, μια ήσυχη νοικοκυρεμένη επαρχία. Πουθενά πράσινο ή δέντρο,
κι όπου φαίνεται γη σ’ αυτούς εδώ τους λόφους, είναι γυμνή, ξερή και κατάξανθη.
Κι όπως τούτη η γης καίγεται μέσα στον μεσημεριάτικο ήλιο, τυλιγμένη σε μιαν
άχνα χρυσαφιού, και δείχνει να ‘ναι πιο πολύ σφυρηλατημένο μέταλλο παρά χώμα,
συλλογίζομαι ποια θα ‘ναι η εντύπωση ενός ξένου που θα την πρωτοβλέπει, αν
τύχει να ΄ρχεται στην Ελλάδα από τη θάλασσα.
Αντρέας Καραντώνης,
«Ελληνικοί Χώροι»-Ταξιδιωτικές εικόνες και στοχασμοί-, Αθήνα, εκδ.
Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» 1979, σ. 160,161,163,164,165,166,167
Όρμος της Αφροδίτης
Κάθεται στο παγκάκι κάτω απ’ τον
ήλιο και κρυώνει. Η γυναίκα του ρίχνει τη ζακέτα του στους ώμους και τον
παρακαλάει να κουμπωθεί καλά. Της κάνει νόημα να φύγει, γιατί θέλει να μείνει
μόνος. Όλο μόνος θέλει να μένει και να μη μιλάει. Συνήθως δεν σκέφτεται τίποτα.
Κοιτάζει τη θάλασσα, τα βραχάκια, τα τείχη, τις βάρκες, την κίνηση στο λιμανάκι
της Αφροδίτης, το μικρό
Εκκλησάκι που έστησε εκεί από χρόνια ο Όμιλος Ερετών. Πάντα
του άρεσε να κάνει πράγματα μόνος και ήσυχος.
Αν η σκέψη του
σκαλώνει κάπου είναι στο κυριακάτικο παζάρι, στο λεγόμενο «μοναστηράκι του
Πειραιά», στην πλατεία Ιπποδαμείας που επίσης του άρεσε να πηγαίνει και να
ψάχνει μόνος μετά τη Λειτουργία…Τα βράδια συνήθως κάνανε μεγάλες βόλτες κατά
μήκος της Φρεαττύδας και απολάμβανε ως μεγάλο δώρο την ακτή όπως διαμορφώθηκε
από μια υπουργό που ήταν και πειραϊκής καταγωγής και καλλιτέχνης…Εδώ η θάλασσα
τον παρηγορεί όπως πάντα. Πριν πάρει την σύνταξή του έπρεπε να σηκώνεται κάθε
μέρα γύρω στις πέντε το ξημέρωμα και να περιμένει μέσα στη χειμωνιάτικη
υγρασία, την αλμυρή καταχνιά που ανέβαινε από το λιμάνι, το λεωφορείο που θα
τον πήγαινε στο αεροδρόμιο όπου δούλευε. Το καλοκαίρι όμως ήταν υπέροχο το
ξημέρωμα με τα νερά να βάφονται λίγο λίγο χρυσά και ως το Χασάνι.-το Ελληνικό
που ονομάστηκε αργότερα, αναγεννιόταν κάθε μέρα μέσα του η επίμονη ψευδαίσθηση
πως πηγαίνει για εκδρομή.
Ένιωθε πάλι παρηγορημένος γιατί είχε την τύχη να ζει ένα
βήμα από τη θάλασσα.
-Εμένα φαίνεται ο βομβαρδισμός του Πειραιά στον Ελληνοϊταλικό,
αντί να με πανικοβάλει με δίδαξε την υπομονή, έλεγε καμιά φορά που μιλούσαν για
την πόλη και τις αλλαγές της…Εκείνη βέβαια ήθελε τη ζωή αλλιώς. Όλη τη ζωή, όχι
μόνο τη δική τους. Εκείνος ήταν ήσυχος. Απλά ήσυχος: για όλα τα στραβά, για
όλες τις κακοτυχίες, τα ατυχήματα ή τις διάφορες δυστυχίες γύρω τους, ένας
περίπατος ως πέρα το Χατζηκυριάκειο ήταν αρκετός για να του φέρει έναν γαλήνιο
ύπνο το βράδυ…Τρεμουλιάζει αλλά η θάλασσα τον παρηγορεί και νιώθει ευγνωμοσύνη
που μπορεί ακόμη να βγαίνει έξω, να κάθεται στο λιμανάκι της Αφροδίτης κάτω από
τους μεγάλους ευκαλύπτους και να τη βλέπει.
…Μπορεί ο δρόμος τους να ήταν στενός, με πανωσηκώματα του
πενήντα και του εξήντα κυρίως, αλλά στο βάθος της κατηφόρας έλαμπε η θάλασσα.
Κι αν δεν έλαμπε…υπήρχε, κι αυτό ήταν αρκετό. Μαζί της, κατά μήκος της
παραλίας, υπήρχαν τα παλιά αρχοντικά, τα λεγόμενα νεοκλασικά κι αργότερα ωραίες
δίπατες κατοικίες με κήπο, εξώστη και μικρό περιστύλιο. Ακόμα και όταν η ακτή
γέμισε πολυκατοικίες στους γύρω δρόμους και στις πλατείες, τα σπίτια με τις
στολισμένες προσόψεις, τις γύψινες γιρλάντες, τα στενόμακρα παράθυρα και τις
μικρές γοητευτικές βεράντες δεν απόλειψαν ποτέ εντελώς. Ώσπου πρόσφατα άρχισαν
να τα εκτιμούν πάλι, να τα μιμούνται στις νέες κατασκευές και πιο συχνά να τα
διατηρούν προσθέτοντας ωραίους συνδυασμούς ώχρας και άλλων χρωμάτων στις
προσόψεις, τα κουφώματα ή τα κιγκλιδώματα. Έτσι ό,τι είχε καταφέρει να
περισωθεί από αρχοντικά σε όλο τον Πειραιά, στο κέντρο, την ακτή, το λιμάνι, ξανάπαιρνε
όχι μόνο την πρώτη μεταπολεμική αλλά κι αυτή την προπολεμική λάμψη του
καινούργιου-που πια είναι η λάμψη του ανακαινισμένου. Τα μοντέρνα ή
μεταμοντέρνα κτίρια, οι γυάλινοι όγκοι μπορούν μια χαρά να γειτονεύουν με την
παλιά ή πιο πρόσφατη αρχιτεκτονημένη ιστορία της παράκτιας πόλης, του αρχαίου
λιμανιού.
…Πόση χαρά έδωσαν στη ζωή του τα φωτισμένα καράβια που
προβάλλουν ξαφνικά από τη μεριά του λιμανιού, τα τουριστικά και τα άλλα με τα
λαμπιόνια που αιωρούνται σα χρυσή τρέσα από την πρώρα στην πρύμη…Ένιωθε βλέποντας τα σαν στη
Βενετία, όπου στο μεγάλο κανάλι τα πλοία προβάλλουν πάνω κι από τα πιο ψηλά
κτίρια.
«Ήμουν άνθρωπος της
γραμμής», περνά απ΄ το μυαλό του η σκέψη καθώς ένα ένα τα πλοία της γραμμής
βγαίνουνε σα σαλιγκάρια μετά τη βροχούλα, για να αφήσουν πάνω στη θάλασσα τις
ασημένιες τους κλωστές. Από το λιμάνι στο αεροδρόμιο, αυτή ήταν για χρόνια η
διαδρομή: Πειραιάς-Ελληνικό. Μετά τα βραδάκια Καστέλλα-Καλλίπολη με τα πόδια κι
άντε πάλι στη διαδρομή που τελειώνει, το ξέρει. Είναι ήσυχος. Καμιά νοσταλγία
δεν τον τυραννά, καμιά ανεκπλήρωτη επιθυμία δεν ανεβαίνει σαν παράπονο από το
βάθος της ψυχής του αλλά με τον τρόπο της δικής του μοναδικής εγκαρτέρησης,
ξέρει κάτι ακόμα.
Στιγμές στιγμές σα
να υψώνεται από τον εαυτό του, παρακολουθεί από ψηλά το σώμα του στο παγκάκι
όπου κάθεται. Στο βάθος της θάλασσας τρέχει πάνω απ΄ τα κύματα το άρμα της
Ιπποδάμειας και του Πέλοπα, που η προσευχή του εισακούσθηκε από τον Ποσειδώνα,
όταν ο μελανοπρόσωπος πρίγκιπας, του φώναξε, ξετρελαμένος από επιθυμία για την
Ιπποδάμεια, την κόρη του σκοτεινού και άγριου Οινόμαχου, του φονέα τόσων
μνηστήρων που την διεκδικούσαν, όρθιος στην άκρη του πόντου: «Αν είναι κανείς
προορισμένος να πεθάνει, τάχα γιατί πρέπει να ζήσει τη ζωή του ανώνυμος,
καθισμένος στα σκοτάδια, χωρίς να πάρει μέρος σ’ όλες τις χαρές; Δός μου την
ποθητή επιτυχία! Πήγαινέ με στην Ήλιδα, χάρισέ μου την εξουσία και την
Ιπποδάμεια!»
Το άρμα αστράφτει,
τα κύματα σπιθοβολούν, μετά όλα σβήνουν κι εκείνος μόνος στο παγκάκι του, στον
όρμο της Αφροδίτης νιώθει ως το βάθος της ύπαρξής του πως δεν την έχει
χορτάσει. Ας τον διαπερνά το μυστικό ρίγος. Ήταν καλά εδώ. Μακριά φαίνεται η
φιγούρα της γυναίκας του που επιστρέφει από τη γωνία του Πόρτο Λεόνε. Είναι
καλά ακόμα. Η θάλασσα πίνει λίγο λίγο τα καράβια, σβήνει τα ίχνη τους, διαρκώς
σβήνει και υπάρχει.
…Έστω να καθόμασταν στα βραχάκια να
βλέπουμε τα καράβια να ξεμυτίζουν πίσω από τη Σχολή Δοκίμων, ή να πιούμε ένα καφέ
στο Πόρτο Λεόνε που υπάρχει ακόμα, βουλιαγμένες η κάθε μια στη σιωπή της, γιατί
για όλες το αρχαίο Λιμάνι κι ό,τι είναι γύρω απ’ αυτό από την Καλλίπολη μέχρι
τις πιο μακρινές συνοικίες, σήμαινε κάτι διαφορετικό. Και πάντα θα σημαίνει,
γιατί η Αθήνα δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς αυτό το Λιμάνι που εισβάλλει μέσα της
για να πάρει και για να φέρει το Σαρωνικό κι όλες τις άλλες θάλασσες και
τόπους. Εισβάλλει ή εκβάλλει…όπως το δει κανείς, αλλά πάντως την ορίζει.
Νατάσα Κεσμέτη, «Ο
εραστής μου ο Ερρίκος»-δώδεκα διηγήματα και μια νουβέλα-, Αθήνα, εκδ.
Αλεξάνδρεια 2005, σ.68,78,203
Ο Πειραιάς
Μετά το ’22
ηνέβηκα στον Πειραιά. Ήπηρα σπίτι στην οδό Μπουμπουλίνας στο Πασαλιμάνι κι
ήνοιξα από κάτω τα γραφεία. Θυμούμουνα τση Σαντορίνης, αλλά κι εδώ τη θάλασσα
την είχα κοντά μου.
Ήβαλα τα δυό
κορίτσια μου στο σχολείο τση Παπακώστα. Οι δυό γιοί ταξιδεύανε, ο Αλέξαντρος με
το Νομικό. Το Χρήστο μου τον είχα στο γραφείο και οι μεγάλες μου κόρες μαζί μου
κι αυτές. Η Καλλιόπη ηγάπα τη μουσική, το πιάνο ήφερα δασκάλα στο σπίτι κι
ημάθαινε. Πήαινε και στο Γυμνάσιο, να το τελειώσει.
Ηνέβασα και την
Άννα να μου βοηθάει στις δουλειές, και για συντροφιά.
Στο γραφείο
ηκατέβαινα κάθε μέρα, όλη την ώρα, να ‘χω το νού μου. Ηρχούντουσαν οι
καπεταναίοι, ηρχούντουσαν τα πληρώματα, άλλος τα παρακολουθούσα.
Τον καιρό που ήφυα
απ’ την πατρίδα μου, ήπηρα την «Ιουλία», ποστάλι.
Ήπηρα τότε και
μικρά καραβάκια. Άλλα τορπιλίστηκαν κι άλλα νευάγησαν.
Τέλος ηγόρασα και
το ατμόπλοιο «Ρηνάκι» λεγόμενο, ήκαμε εμπόριο τσιμέντα και ζημίωσε και διάφορα,
όπου στο τέλος αγοράζω και το βαπόρι του Κολαΐτη, το «Ζάκυθος», 15.000
στερλίνες κι ήφιαξα και στο ναυπηγείο του Περάματος κι ένα τριχαντήρι, 150
τόνων, λεγόμενο «Εφταπαίδες».
Τα φόρτωσα και τα
δυό εμπορεύματα και τράβηξαν για τη Ρωσία, στο ένα ο Γιωργάκης, ο άντρας μου,
στο άλλο ο Αλέξαντρος, καπεταναίοι.
Στα δυό χρόνια
πάνω, γυρίζουνε κι οι δυό και μου κουβαλούνε σακίδια με ρούβλια. Ίντα να κάμω με
τα ρούβλια; Πας τα ‘παιρνε κανένας; Με λίρες ήπρεπε ν’ αλλάξουνε.
Στο τέλος ανευάγησε
το «Ζάκυθος» στη Μαύρη Θάλασσα, ήπαθαν και μιαν αβαρία οι «Εφταπαίδες» κι
‘πόμεινα στον Πειραιά, τέσσερα κορίτσια, Νομικός και Χρήστος, χωρίς καμιά
ελπίδα, χρεωμένη κι ήρχα κι ‘πόσωσα. Ήκλαια κρυφά να μη νιώσουν τα παιδιά μου,
όλη τη νύχτα.
Αναγκάζομαι και
πηαίνω στο διοικητή τση Τράπεζας της Ελλάδος, τον Δ. Νομικό και του λέω την κατάστασή
μου. Αυτός ο άθρωπος με λυπήθηκε που είπα την αλήθεια και πιάνει και μου δώνει
την εγγύηση τση Τράπεζας και λίγα λεφτά.
Τα στέλλω και
ξεχρεώνω και λευτερώνεται το βαπόρι κι ήρχισα πάλι, με την ευχή των γονέων μου
ν’ αγοράζω.
Ήπηρα το «Άβυδος»
και 15 πόντους στο «Θράκη».
Αρχινήσανε τα
ταξίδια, ηπλήρωνα και τις υποχρεώσεις μου στην Τράπεζα και με τη βοήθεια του
Θεού μαζώχτηκαν τα λεφτά κι ‘πόφυγα την καταστροφή.
Τότες ήπηρα την
απόφαση κι ήστειλα στη Σαντορίνη ένα ποσό, να χτίσω μιάν εκκλησιά. Ένα αμπέλι
που ‘χα πάνω απ’ του Μαυρομάτη το ‘δωκα κι ήγινε η εκκλησία των Αγίων
Εφταπαίδω. Ήκαμα και το πανιερόσπιτο, με την τράπεζα και τσοί πάγκοι, είχε και την
στέρνα του με το νερό.
Ήμουν πολύ
ευτυχισμένη που μ’ ηξίωσε ο Θεός να κάμω μέσα στη Χώρα τσοι Αγίους Εφταπαίδες,
να πηαίνει ο κόσμος να λειτουργείται. Από μικρή, το ‘θελα και το ‘καμα.
Κάθε χρόνο, στη
γιορτή τους ήκαμα τσοι άρτοι και την πανήγυρη. Τον Οκτώβριο, στις 22.
Το παράπονο του δικηγόρου
Μου συστήσανε τότες
δα έναν καλό δικηγόρο του Πειραιώς, που γνώριζε τα ναυτιλιακά. Είχε και δυό
μικρά καράβια με συνέταιρο.
Ήπηα και τον
ήβρηκα στο γραφείο του, πίσω απ’ το Δημοτικό Θέατρο, εκεί έμενε κιόλας με την
οικογένειά του, και τονε συμβουλεύτηκα. Ήξερε για τσοι ναύλοι μου. Τον εκτίμησα
και τον ήβαλα δικηγόρο στις υποθέσεις μου. Ό,τι μου ‘λεε ήκαμα. Οι δικηγόροι
που ‘χα μες στο γραφείο, το δικό μας, τονε σεβούντουσαν. Ήτονε αρχοντάθρωπος.
Πειραιώτης, μα ηβάστα από την Πόλη. Δικηγόροι από πάππου προς πάππου.
Αντωνιάδηδες. Έτσι ήτονε παλαιά τα’ όνομα τους, αλλά άμα ήρχανε στην Ελλάδα,
κάποιος απ’ αυτούς τ’ άλλαξε.
Στην Ανάσταση του
Πειραιώς έχουνε οικογενειακό τάφο. «Οίκος Αντωνιάδη» γράφεται κι από κάτω τ’
άλλο όνομα.
Καδιώ Κολύμβα, «η
Πάνω Μεριά του κόσμου», Αθήνα, εκδ. Αρμός 2000, σ.63-66,79-80
Μόλις ο Νότης…
Μόλις
ο Νότης ο Αυγουστής, το καλαματιανάκι, ντύθηκε φαντάρος, έστριψε απ’ τα
παραπήγματα, κ’ έτσι καθώς ήταν, κουρεμένος με την ψιλή μηχανή, με το φαρδύ τ’
αμπέχωνο, που ‘πλεχε όλος μέσα, και τα μακριά μανίκια, πήρε το τραίνο και
κατέβηκε ίσια στον Περαία. Καθώς τραβούσε για τα Κρητικά, βρήκε στο δρόμο το
Σκουντή το Λια, και πήγανε, κ’ οι δυο μαζί, ως την ταβέρνα του μπαρμπα-Σταμάτη.
…Όταν έκλεισε κ’ η μάντρα του Σταμάτη, ο Νότης, με το Νάσο
και το Νίκο, τράβηξαν για το Πασαλιμάνι. Καθώς βγήκαν στην πλατεία, έπεσαν
απάνω στο περίπολο. Ο λοχίας, ο περιπολάρχης, φώναξε το Νότη, κι άμα εκείνος
δικαιολογήθηκε πως είχε σήμερα ντυθεί, του είπε μόνο να μη γυρίζει όξω. Κ’
εκείνος τον χαιρέτησε, έκανε μια κανονική μεταβολή, έκοψε μεσ’ απ’ τα στενά,
και βγήκε, μαζί με την παρέα του, ίσια στη Φρεαττύδα. Το φεγγάρι ασήμωνε τα
κοιμισμένα τα νερά, κ’ έν’ αγεράκι χάιδευε τα μάγουλα κι άγγιζε τα’ αυτιά και
τα μαλλιά, σα χέρι τρυφερό κι αγαπημένο. Εκεί, πίσω στο Ρούσικο Νοσοκομείο,
βρήκαν το Μίκια το Ντουρντή και το Μπαλή το Μήτσο. Βρήκαν ακόμα κι άλλα δυο
παιδιά. Και τότε γίναν όλοι μια παρέα, και τράβηξαν πέρα, προς το γύρο, μ’
αγριοφωνάρες και μ’ αστεία.
…Δυνάμωσαν το βήμα, και τράβηξαν, στο φως του φεγγαριού.
Έκαναν το γύρο της Πειραϊκής, αμίλητοι-κ’ έφτασαν σ’ έναν ήσυχο κολπίσκο, ένα
μικρό μυχό της Χερσονήσου. Εκεί ήταν ο ντεκές του Νταλαβέρη, ο πιο επίσημος απ’
όλους τους ντεκέδες, άσυλο των ντερβίσηδων και των μανιταρτζήδων, που η
καταδίωξη, εκείνο τον καιρό, δεν τους είχε ακόμα ξεπαστρέψει.
…Στην τελευταία άκρη, ακριβώς, εκεί που κλείνει ο μεγάλος
γύρος, λίγο πριν απ’ τη μικρή γεφυρούλα, που φέρνει στων Δοκίμων τη Σχολή, μέσα
σ’ ένα λιμανάκι γραφικό, προφυλαγμένο απ’ όλες τις μεριές, ήταν στημένος ο
ντεκές του Νταλαβέρη. Τον ντεκέ αυτόν τον βαστούσε, εδώ και πέντε χρόνια, ένας
παλιός και περιβόητος «ντερβίσης», που είχε πάει τρείς φορές-φόβητρο και τρόμος
της μεριάς-ο Γιάννης ο Τσαρμπάρας. Το Νταλαβέρης ήταν παρατσούκλι. Λεγόταν,
ακόμα, και Μεμέτης-ή Μεμετάκης, πιο χαϊδευτικά-ίσως γιατ’ είχε ζήσει και στην
Πόλη. Ψηλός, λιγνός, μαυριδερός-ένα λελέκι ίσαμ’ εκεί πάνω-και, κοντά στ’ άλλα,
κοσμογυρισμένος, είχε κάνει όλες τις δουλιές, και τέλειωσε να γίνει
μαγαζάτορας. Στα νιάτα του είχε δουλέψει μούτσος σε κάποιο φορτηγό, που πήγαινε
ίσαμε την Καλκούτα, κάποτε κι ακόμα παρακάτω. Τώρα τελευταία, όμως, είχε
τσακίσει λίγο κ’ επί πλέον, το ‘να του χέρι κρεμότανε παράλυτο. Με τα λίγα
παραδάκια που του μέναν-είχε άλλοτε πολλά, αλλά τα είχε φάει, κάθε τόσο, σε
λογής-λογής βρωμοδουλιές-θέλησε να νοικοκυρευτεί. Πήρε το ντεκέ καταδικό του κ’
έπιασε μεγάλη πελατεία, ρίχνοντας τους άλλους τους ντεκέδες, χάρις στη θρυλική
παλληκαριά του. Όποιος περνούσε στα γύρω του ντεκέ, δε θα ‘βλεπε παρά ένα
ξύλινο παράπηγμα, μια ξεβαμμένη κι άθλια παράγκα. Ίσως να το θαρρούσε κι
ακατοίκητο. Μόλις, όμως, προχωρούσες παραμέσα, θα ‘βρισκες τρύπες, κρυψώνες και
σπηλιές, κ’ ένα βαθύ και σκοτεινό λαβύρινθο, σκαμμένο μες στο βράχο, που λέγαν
πως, τα χρόνια τα παλιά, συγκοινωνούσε με την Αθήνα…Μέσα κει, ήταν ο ντεκές του
Νταλαβέρη-ή «του κουμπάρου», καθώς ήταν γνωστός στην περιφέρεια.
Προτού να στήσει το
ντεκέ του ο «κουμπάρος», στην ίδια θέση ακριβώς, ήταν ένας άλλος, ίσως ακόμα
πιο ονομαστός-ο ντεκές του Μήτσου. Ο ντεκές εκείνος, στον καιρό του, είχε δει
πολύ μεγάλα πράγματα. Τον είχαν γράψει κ’ οι εφημερίδες.
Μα ο Μήτσος ο
«κουμπάρος», πέθανε, ή, καλύτερα τον είχε σκοτωμένο κάποιος τσακωμένος παραγιός
του, κι ο Νταλαβέρης μόλις είχε πρωτορθεί, κ’ έκανε με τρόπο κατοχή. Όμως, ο
ντεκές κράταγε ακόμα τα’ όνομά του- όνομα σχεδόν ιστορικό. Ο Νταλαβέρης,
λείποντας τόσα χρόνια (η σωστή καταγωγή
του ήταν απ’ τα’ Ανάπλι, αλλά μικρός, ήταν φερμένος στον Περαία), δεν είχε
τόσες γνωριμίες με την αστυνομία και θα βρισκόταν κάπως μπερδεμένος, αν δεν
είχε συνεταιριστεί με τρεις άλλους ακόμα χασικλήδες, που είχανε τα μέσα, κι ο
ένας, μάλιστα, ήταν κι ανηψιός του αστυνόμου- το Μήτσουλα, τον κρητικό, τον
Κουφογιάννη και το Ζαγκανά. Μ’ αυτούς μαζί εξακολουθούσε τη δουλειά του.
…Υπήρχε στον Περαία, παλαιότερα, ένας μεγάλος
καλντεριμιτζής, ο Τσορονίκος, ή Μποχός, με τα’ όνομα. Είχε σκοτωθεί, εδώ και
δέκα χρόνια, σε κάποιο φοβερό καβγά με την αστυνομία. Ο Τσορονίκος είχ’ ένα
κορίτσι, από γάμο νόμιμο με μια κοινή γυναίκα, γάμο που τον έκανε στα νιάτα
του, τον καιρό που πάλευε ν’ ανοίξει μαγαζί-κάποιο καφενεδάκι στου Τζελέπη-
γυρεύοντας να
γίνει καλός άνθρωπος, προτού τον πάρει για καλά ο κάτω
δρόμος. Τη γυναίκα του την είχε παρατήσει, κι αυτή, κατόπιν έσμιξε με κάποιο
μαραγκό. Είχε μαζί της, πάντα, το κορίτσι-ωσότου χάθηκε, κι αυτή, μια μέρα, με
τον άντρα της. Είχαν πει πως τράβηξαν για την Κεφαλωνιά. Είχε κάνει και μιαν
άλλη κόρη, εκείνη, όμως, πέθανε στην κούνια. Το κορίτσι έμεινε παντάρφανο,
στους δρόμους. Δεν γύρισε κανείς να το κοιτάξει. Τη μάζεψε κάποια γρηά
γειτόνισσα με το σκοπό να την κρατήσει ψυχοκόρη, αλλά και κείνη, δεν της
φέρθηκε καλά, κ’ η Φρόσω το ‘σκασε μια νύχτα της γρηάς, και πήγε κ’ έπιασε
δουλειά σε κάποιο σπίτι.
Στις αρχές, η Φρόσω
ήταν φρόνιμη. Είχε μαύρα μάτια, πολύ όμορφα, κ’ είχε μάθει και κάμποσα
γραμματάκια. Σε λίγα χρόνια, όμως, άλλαξαν τα πράγματα. Έμπλεξε άσκημα με
κάποιον κελευστή, που ήταν τότε στο λιμεναρχείο, κι όταν εκείνος μετατέθηκε
άλλού, την παράτησε στα κρύα του λουτρού, όπως συνήθως γίνεται σε τέτοιες
περιστάσεις. Και κατρακυλώντας διαρκώς, καθώς ήταν μόνη κι απροστάτευτη,
κατέληξε μέσα στα καφέ-κονσέρ. Επειδή ήταν ακόμα πολύ νέα, κ’ ήξαιρε κάπως και
να τραγουδεί, βρέθηκε, μια μέρα, στης Γιακούς, το πιο επίσημο καφέ-κονσέρ της
Τρούμπας.
…Έγινε σιωπή, για λίγη στιγμή. Είχαν αφήσει(οι
δυό φίλοι), πια τη Φρεαττύδα κ’ είχαν φτάσει στο Πασαλιμάνι. Το λιμανάκι
φάνταζε, στο φως του φεγγαριού, γαλανό, βαθύ και κοιμισμένο, σα μια μικρή λιμνούλα
πεθαμένη. Ένας κόσμος βάρκες και καΐκια ήταν αραγμένα γύρω-γύρω σε μια φανταστικήν
ακινησία. Πού και πού, στο φύσημα της αύρας, έτριζε, μοναχά, κάποιο κατάρτι.
Η νύχτα ήταν αρκετά
προχωρημένη, ώστε να μην υπάρχει φόβος για περίπολο. Έκαναν όλο το μεγάλο γύρο
και πήγαν ως την άλλη τη μεριά ίσαμε την πλατεία Αλεξάντρας. Καθήσανε στην
άκρη, στο πεζούλι. Είχαν βάνει πρόγραμμα να μην πάνε για ύπνο. Ο Νότης είχε
κέφι για ρομάντζα…
Και το φεγγάρι
προχωρούσε πάντα. Στο δρόμο δε φαινότανε ψυχή. Τα σπίτια, γύρω στο Πασαλιμάνι, φεγγαρολουσμένα,
στη σειρά, έμοιαζαν με πρόσωπα κλεισμένα και νεκρά.
Κοίταζαν αμίλητοι τη θάλασσα.
…Και η ζωή κυλούσε καθώς πάντα, μεγάλη, φοβερή και φλογερή…
Ναπολέων Λαπαθιώτης,
«Το τάμα της Ανθούλας»-επιλεγόμενα-φιλολογική επιμέλεια: Γιάννης Παπακώστας,
Αθήνα, εκδ. Α. Α. Λιβάνη 2007, σ.11,17,18,19,40,41,73,74,91
Το
Περιβολάκι
Οι Πειραιώτες
γνωρίζουν την Αθήνα; Σοβαρόν πρόβλημα! Αλλ’ ότι οι Αθηναίοι αγνοούν τον Πειραιά,
αλήθεια αναμφίβολος.
Πρώτον δεν κατεβαίνουν
παρά πολύ σπανίως, εννοώ οι Αθηναί’ οι καθαυτό, οι γηγενείς, οι ευγενείς, οι
λέοντες του Ζαππείου, οι ντιστεγκέδες του Συντάγματος, οι μπουλεβαρντιέ της
οδού Σταδίου, οι αποτελούντες την ψυχήν των Αθηνών και ως κόσμον γνωρίζοντες
και θεωρούντες μόνον το μεταξύ των δύο μεγάλων πλατειών διάστημα. Δεύτερον αν
τους τύχη και καμμιά φορά να κατεβούν θα είνε για λίγα δευτερόλεπτα, να ιδούν
καμμίαν κατεπείγουσαν δουλειά τους ή να κατευοδώσουν κανέναν φίλον τους
φεύγοντα με το βαπόρι. Και η γνώμη τους όταν γυρίσουν και συμπέση ποτέ λόγος
περί του Πειραιώς: «Ώχ αδερφέ, βρώμα! Μπακαλούπολις! Πως μπορούν και κάθονται!»
Διότι οι άνθρωποι
δεν βλέπουν από τον Πειραιά παρά την παραλίαν, τα μπακάλικα, τα μαγαζιά, την
Τρούμπαν και τα παρεπόμενα. Αλλά ο Πειραιεύς δεν είνε δα και τόσον, δι’ όποιον
τον ιδή εκ του πλησίον, τον γνωρίση κάπως διαρκέστερον, άξιος τοιαύτης
καταδίκης και τοιαύτης περιφρονήσεως’ αν υστερή δε εις πολλά των Αθηνών, εις
άλλα όμως προφανώς υπερτερεί και αυτών ακόμη, και ιδίως εις τ’ αναγόμενα εις
την ευμάρειαν της καθημερινής αστικής ζωής και τα τοιαύτα.
Και πρώτον,
αντιθέτως προς την γενικώς επικρατούσαν εν Αθήναις γνώμην, δεν είνε βρώμικος.
Βρώμικη
ημπορεί να είνε η προκυμαία και η Τρούμπα και τα περί το τελωνείον μέρη, όπως
άλλως τε η παραλία πάσης εμπορικής πόλεως, μολονότι και αυτά δεν είνε πλέον
όσον άλλοτε πνιγηρά και οχληρά’ αλλ’ όταν έμπης εις το εσωτερικόν της πόλεως
θαυμάζεις όντως την κρατούσαν καθαριότητα, την τάξιν την ευπρέπειαν, την
κομψότητα και την καλήν διάταξιν των οίκων, τας παντοίας ευκολίας, αίτινες
καθιστούν την εν αυτή διατριβήν, αν όχι εξαιρετικώς ευάρεστον βεβαίως όμως μη
επαχθή και ανιαράν.
Οι δρόμοι
είνε άνετοι, ευθείς, καλώς διαγεγραμμένοι, ήσυχοι και δενδρόφυτοι πολλάκις’
σαρώνονται τακτικώτατα και επιμελέστατα, λείπει απ’ αυτών η σκόνη η αφόρητος
και τα άλλα ποικίλα ενοχλήματα των αθηναϊκών, κοσμούνται δε, ημπορεί να ειπή
κανείς, σχεδόν ανά παν βήμα υπό ουρητηρίων καλλιτεχνικώς κατασκευασμένων, τα
οποία υπηρετούντα τας ανάγκας των διαβατών, τέρπουν συγχρόνως αυτούς δια του
σχήματός των και της εν γένει θέας των και προ των οποίων τα εν τη πρωτευούση
βρωμερά επινοήματα αποτελούν αυτόχρημα αίσχος δι’ αυτήν.
Πλατείαι
εύρυθμοι και περιστόλιστοι ικανοί υπάρχουν, εν αις η κίνησις είνε αρκούντως
ζωηρά κατά τας εορτάς και τας ημέρας της μουσικής, και εις την άλλην καλλονήν
των οποίων ιδιαίτερα προσδίδει θέλγητρα η γειτνίασις της θαλάσσης.
Κήποι
θάλλοντες και πλούσιοι και μετά φροντίδος και επιμελείας ασυνήθους και
δημιουργηθέντες και συντηρούμενοι διακόπτουν συχνότατα την μονοτονίαν της εν
ταις οδοίς περιπλανήσεως και αναπαύουν το βλέμμα του παρατηρητού δια της
πρασίνης αυτών βλαστήσεως.
Λέσχη
αρίστη, φιλοκάλως εστορεσμένη, κατάφωτος, αναπαυτική, πολύδομος, ανοικτόκαρδος,
νοημόνως διευθυνομένη, πρόθυμος την υπηρεσίαν, βρίθουσα εις εφημερίδας παντός
τύπου και είδους, μεταξύ των οποίων δύνασαι να ανεύρης ηδονικώς εξαπλούντα την πλατείαν
ράχην του και αυτόν τον παρισινόν «Φιγαρώ», λειτουργεί, εις ην ημπορεί να εύρη
καταφύγιον τερψίθυμον και ο παρεπιδημών ξένος και ο διαβαίνων ταξειδιώτης και ο
βεβαρημένος εκ του βιωτικού μόχθου εντόπιος, συνέρχεται δε όλη η εκλεκτή τάξις
της πόλεως και η ευπετής νεολαία.
Το άρτι
ανοίξαν τας πύλας του μέγαν δημοτικόν θέατρον, του οποίου τα εγκαίνια εγένοντο
δια λαμπρού και πρωτοτυπωτάτου θρησκευτικού αγιασμού επι της σκηνής, όστις θα
ηδύνατο να εμπνεύση ωραίαν περιγραφικήν και ολίγον συμβολικήν σύγχρονον σελίδα
εις συγγραφέα μη σικχαθέντα οριστικώς και αμετακλήτως και το γράφειν και την
ζωήν του, αν υπάρχη ακόμη κανείς τοιούτος εν Ελλάδι, καθ’ όλους τους κανόνας
της ανθρωπινής επιτελέσεως των τοιούτων ιδρυμάτων εν χρυσού χλιδή και μαρμάρου
λάμψει ανοικοδομηθέν, θα ημπορούσε να υποστή την σύγκρισιν αφόβως προς κάθε
επαρχιακής ευρωπαϊκής πόλεως ανάλογον κατασκεύασμα.
Ωδικά
καφενεία, μπιραρίαι εξοχικαί, θεάματα, ακούσματα και κέντρα διάφορα αναψυχής εν
γένει ποτέ δε λείπουν, τώρα δε με το καλοκαίρι ο αριθμός αυτών αυξάνει
καταπληκτικώς και ο λαός διαχύνεται εις αυτά, απολαμβάνων την δρόσον της νυκτός
και ευθυμών εν ειλικρινεί και
αδόλω χαρά ανθρώπων τιμίων και εργαζομένων ίνα αποκτήσουν εν
ιδρώτι του προσώπου των το δικαίωμα να διασκεδάσουν και ολίγον.
Τινά εκ των
κέντρων τούτων θα προσπαθήσωμεν λοιπόν εν συντόμω και δια γενικών γραμμών να
περιγράψωμεν, επί τη ενάρξει αυτή του θέρους, δημοσιογραφικώ τω τρόπω, χάριν
των αναγνωστών της «Εστίας», ίνα ούτω καταστήσωμεν κάπως γνωστότερον εις τους
νωχελείς Αθηναίους τον τόσω γείτονα αλλά και τόσω άγνωστον εις αυτούς Πειραιά
και υπό άλλην ή την εμπορικήν του όψιν.
Αρχίζομεν δε από το λεγόμενον Περιβολάκι, το οποίον
δύναται ίσως να θεωρηθή ως το κυριότερον αναψυχής κέντρον κατά την εποχήν
ακριβώς αυτήν και δι ολίγον καιρόν ακόμη. Είνε δε τούτο ο γνωστότερός σας
πιθανώς εξ ακοής και ίσως ολίγον και εξ όψεως παλαιός εκείνος Τινάνειος κήπος,
τον οποίον συναντά κανείς αριστερά του μόλις γκρεμοτσακισθή απ’ το τράμβαϊ του
Φαλήρου αποβιβαζόμενος υπό το Δημαρχείον και το μέγα επάνωθέν του ωρολόγιο.
Ο κήπος
ούτος υπό των πολλών ελέγετο συνήθως και Τιτάνειος, είχε δε αληθινά, ως
ενθυμείσθε ίσως, τιτανοειδώς αγρίαν όψιν μέχρι τούδε, διότι εφαίνετο ως είδος
τι δρυμού ακανονίστου και αβάτου και σχεδόν παρθένου, παρεμφερής κάπως προς τον
εν Αθήναις κήπου του Κλαυθμώνος και κινών εις δάκρυα μάλλον ή εις ευθυμίαν τους
πελάζοντας αυτώ.
Τον είχε
φυτεύση άλλοτε ένας κάποιος Τινάν, Γάλλος στρατηγός ελθών επί της κατοχής, αν
δεν απατώμαι, και διατάξας, ως πολιτισμένος άνθρωπος , τους στρατιώτας του να
φυτεύουν δέντρα κατά τας ώρας της σχολής των εις την πόλιν ην κατέλαβαν, εξ ου
έσχε και το όνομα.
Έκτοτε δεν
ηξέρω αν ο κήπος είδε και ημέρας ακμής, αλλ’ εγώ τον έφθασα εις παρακμής
ημέρας, απεριποίητον, ακάθαρτον, ανώμαλον και υπερκομώντα, ως τα δράματα του
εσχάτως λήξαντος Ρετσινείου διαγωνισμού, όπως λέγει ο κ. Ροΐδης.
Ευρέθη όμως
δήμαρχος φιλόκαλος εις τα τοιαύτα όντως, ο οποίος έκαμε την σκέψιν ότι ημπορεί
αυτός ο κήπος έτσι κεντρικός κ’ ευρύς και άλλος άξιος λόγου, διορθονόμενος
ολίγον ν’ αποβή ωφέλιμος και χρήσιμος κατά πολλούς τρόπους εις την πόλιν.
Έγεινε
λοιπόν σχέδιον του Ματτόν Γάλλου (και αυτού) μηχανικού (καϋμένοι Γάλλοι!) από
κείνους της αποστολής, οι οποίοι έτρωγαν οι άνθρωποι παράδες αλλά κάτι κ’
έκαναν ως φαίνεται, και δι’ αυτού ο κήπος ερρυμοτομήθη, διευθετήθη, εχωρίσθη
εις συστάδας κομψοτάτας δένδρων και ανθών, απέκτησε δρομίσκους ελικτούς και
μαλακούς και καθαρίους, εις ους μία χαρά είνε κανένας να βαδίζη, διεποικίλθη
δια φανών, εκιγκλιδώθη με ανοίγματα θυρών κατάλληλα απολειφθέντα προς την δύσιν
και βορράν και μεσημβρίαν, εγεμίσθη με θρανία αναπαυτικώτατα, απέκτησε
χαριτωμένους πίδακας, λελέκια εκτινάσσοντα νερόν από το ανοικτόν λαρύγγι των με
τεταμένας πτέρυγας, θεούς υποβρυχίους γενειώντας και τριαινοφόρους και φυσώντας
εις σουραύλια, εκοσμήθη μ’ ένα βάτερ-κλόζετ τρομερά παράδοξον και άξιον
προσοχής, διότι τοιούτον ίδρυμα εις κέντρον κόσμου είνε ως γνωρίζετ’
απαραίτητον, αλλά δεν πρέπει άμα να κινή την αηδίαν ούτε καν να φαίνεται, και
επομένως ας επινοήσωμεν είδος τι βράχου έξωθεν χλοάζοντος κ’ έσωθεν λαξευμένου,
εν τω οποίω κρύψωμεν το αναγκαίον τούτο της αθλίας ημών φύσεως συμπλήρωμα,
ιδίως δε εκαλλωπίσθη δια τεσσάρων περιπτέρων ή κιοσκίων, ων τα δύο εις τας
άκρας προς τα κάτω, δια την πώλησιν καπνού και των τοιούτων, λεπτοφυή και
στενωπά και υψηλόκορμα, τα δε άλλα δύο μέσα, αποδώ και αποκεί, κινεζικού
σχήματος, κομψότατα και μεγαλείτερα εκείνων, μ’ υπερμεγέθεις στέγας, ανασυρομένας
στης γωνιές, ως εκείνας τας οποίας περιγράφει ο Λοτί, περιθεόμενα δια λαμπτήρων
και λαμπιόν, καθαρώτατα, φαιδρότατα. Φιλοπρόοδοι επιχειρηματίαι, εργασθέντες
άλλοτ’ εν Αιγύπτω και ειδήμονες, οι κ.κ Αυδής, Τζαννίδης και Κόκκορης, τα
ενοίκιασαν και το μεν εν παρέχει ζύθον, μπιραρία πρόχειρος, το δ’ άλλο παγωτά, γλυκά, καφφέν,
ποτά παντοία, κατ’ ουδέν υπολειπόμενα του Ζαχαράτου, του Πετρίτση ή του Ρήγου.
Έρχεται δε
λοιπόν του Πειραιώς ο κόσμος από τότε, και ευρίσκει πλέον ανακούφισιν, και
στρώνεται εις τα αγροτικά των τα καθίσματα, παρά τα μικροσκοπικά τραπέζια, επί
των θρανίων των πλατέων, υπό των σκιερών δένδρων την θολίαν, παρά τας συστάδας
των ανθών των μυριπνόων, ροδοδάφναι ευωδέσταται και άλλα άσπρα κάτασπρα, και
πλημμυρεί αυτόν, το πρωί ιδίως, δέκα έως δώδεκα, το δείλι στης επτά και στης
οκτώ, το βράδυ μετά το φαγί ως τα μεσάνυκτα, νεολαία εύθυμος, αγαθοί αστοί,
κομψαί και εύμορφοι κυρίαι,-διότι και ο Πειραιεύς έχει, έχει , μάλιστα, κυρίας
τε και δεσποινίδας και ευμόρφους και κομψάς, (έκπληξις εις το αθηναϊκόν
ακροατήριον).
Αλλά το
σπουδαιότερον, εξέδρα ίδρυτ’ εν τω μέσω, ευρυτάτη, υψηλή, με πλήθος αναλόγια,
περιθεομένη δε κι αυτή από λαμπιόνια, λάμπουσα υπό το απαστράπτον φως, όπου ως
τώρα μεν έπαιζε τακτικά καθ’ εβδομάδα επανειλημμένως το απόγευμα η καλή του
Δήμου Φιλαρμονική, τόρα όμως επειδή παίζει το απόγευμα στο Πασσά-Λιμάνι,
ενοικιαζομένη από τους φιλοτίμους κιοσκιοοιδιοκτήτας παίζει εδωπέρα νύχτα πλέον,
βράδυ τρείς φορές την εβδομάδα. Τρίτην, Πέμπτην και Κυριακήν, και καλεί τους
Πειραιείς.
Τότε δε
τότε ιδείν κίνησιν και κακόν και πλήθος και συνώθησιν και τύρβην και επίδειξιν του μικροκόσμου της εμπορουπόλεως, συρρέοντος
εκεί δια να ακούση, να λαλήση, να ιδή και ιδωθή.
Το «πάμε
στο περιβολάκι;» φράσις η οποία τόσην θέσιν κατέχει εν τη πειραϊκή ζωή, είνε το
γενικόν σύνθημα, και τρέχουν οι αστοί, τρέχουν οι νεανίσκοι, τρέχουν αι κυρίαι
αι κομψαί και εύμορφοι.
Τοιούτον εν
ωχρά περιγραφή το Περιβολάκι, το πειραϊκόν κέντρον του καιρού αυτού, άξιον να
το γνωρίσουν κ’ αι Αθήναι, να κατέρχωνται καμμιά φορά να παίρνουν τη μπυρίτσα
τους σ’ αυτό, με την ωραίαν του λιμένος άποψιν αντίκρυ, τον εύγραμμον του Αγίου
Σπυρίδωνος ναόν από το ένα μέρος και τ’ ογκώδες Δημαρχείον αποκεί, παρά την
αποβάθραν την βασιλικήν, εφ’ ης των κινουμένων ναυτικών ως γραφικόν το θέαμα,
με τους ιστούς των μαλακώς λικνιζομένων επί της θαλάσσης καραβιών, ους
διαβλέπεις μεταξύ των φυλλωμάτων διαγραφομένους επί του ορίζοντος,
καταλληλότατον προς διατριβήν και τέρψιν ενδιαίτημα, και το οποίον δεν ηδύνατο
παρά και ως εκ της θέσεώς του και ως εκ του είδους του να χρησιμεύση ως
προμετωπίς εις τας των λαϊκών εν Πειραιεί διασκεδάσεων και καθόλου μερών
ψυχαγωγίας πεταχτάς εικόνας μας.
Υπόγειος
Μιχαήλ Μητσάκης,
«Αφηγήματα και Ταξιδιωτικές Εντυπώσεις»-φιλολογική επιμέλεια: Μανόλης Γ.
Σέργης, Αθήνα, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 2006, τ. Α’ σ.733-738
ΠΕΡΑΙΑΣ
Μόλις ετέλειωνε η δουλειά κάθε βραδιά
Χρόνια και χρόνια κάναμε παρέα
Μ’ άδεια τη τσέπη και με πλούσια τη καρδιά
Δικό μας είχαμε όλο τον Περαία…
-Επειδή, αγοράκια
μου, η Τρούμπα μοιάζει με όαση, με πίνακες του Βατώ, μπροστά στην κόλαση που
βάλθηκα να ερευνήσω σπιθαμή προς σπιθαμή. Κι απόψε εκεί θα πάω για να
ξεκουραστώ. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ψυχαγωγία από το να σκάβης την άβυσσο της
ανθρώπινης ψυχής. Ας ανατριχιάζης, ας φτύνης, ας κάνης εμετό. Όσο πιο βαθειά
χώνεσαι, τόσο πιο πολλά μαργαριτάρια βρίσκεις. Κοντεύω να φτάσω στο τελευταίο
σκαλοπάτι. Έφτασα κι όλας έφτασα…
Η παγωνιά μαζί με
τις ψιχάλες τους μαστίγωνε τα πρόσωπα και τα μάτια τους δεν ξεδιάκριναν τίποτα
σχεδόν στην αρχή, συνηθισμένοι στο δυνατό φως και τη ζεστή λάμψη του μαγγαλιού.
Ο Μαυρουδής προπορευόταν κι οι δυό, τον ακολουθούσαν. Οι δρόμοι και το λιμάνι
με τους ασάλευτους πλωτούς όγκους ήταν κουκουλωμένο στο υγρό σάβανο που τους
ύφαινε η βροχή. Κι οι γλόμποι ακόμη είχαν θαμπώσει πάνω στους στύλους κι
έστελναν ένα νυσταγμένο μισόφωτο στους
ανθρώπους που βιάζονταν να καταφύγουν κάτω από κάποια στέγη.
Έξω από το σταθμό του ηλεχτρικού μπουλούκια νοικοκυραίων περίμεναν υπομονετικά
το τραμ και τα λεωφορεία. Όσοι κρατούσαν ομπρέλα γινόνταν καταφύγια των
διπλανών τους που στριμώχνονταν δίπλα τους βλαστημώντας σιγανά το νερό και τις
εταιρίες μεταφορών.
-Τους ζηλεύω, είπε ο ζωγράφος, αλλά δεν θα ήθελα, να γίνω
όμοιός τους ξανά.
Αυτή ήταν η
μοναδική κουβέντα που ειπώθηκε κι η πορεία προς τον Άι Διονύση συνεχίστηκε.
Πέρασαν επιτέλους τη σιδερένια γέφυρα που αγκομαχούσε κάτω από τις αρβύλες μιας
παρέας φαντάρων που ο επί κεφαλής ένας γεροδεμένος δεκανέας με μεγάλα
μουστάκια, τους έδινε το χρόνο:
-Έν-δυό, έν-δυό, ένα-δυό! Προχωρείτε, προχωρείτε! Όλοι για
το κοκό, όλοι για το μαντρί:
Η φωνή του είχε
κάποια μακάβρια ζωντάνια και τα γέλια των συντρόφων του έμοιαζαν με γαυγίσματα
πεινασμένων μαντρόσκυλων που νιώθουν από μακριά τη μυρωδιά από σάπιο κρέας. Μα
το ποθητό τέρμα βρισκόταν κι όλας πολύ κοντά. Λίγα βήματα μετά την γέφυρα, οι
τρείς φίλοι πέρασαν την τεράστια πόρτα, σπρωγμένοι με τους φαντάρους που, μετά
τα χαχανητά, εκδηλώνονταν τώρα με ευφρόσυνα σφυρίγματα. Το πρώτο που αντίκρισαν
ο Μένης κι ο Κώστας ήταν ένα φωτισμένο παράπηγμα με την επιγραφή:«Αστυνομία».
Πίσω από την ασπίδα της ζούσε και κινιόταν μια ολάκερη πολιτεία με τις πόρνες, τους μαστρωπούς, τους
νταβατζήδες, και τους πελάτες, άσπρους, κίτρινους, μαύρους σ’ όλες τους τις
ποικιλίες. Οι τελευταίοι περπατούσαν κάπως φοβισμένοι στο μισοσκόταδο. Μονάχα
οι παρέες των μεθυσμένων τραυλίζαν δυνατά σ’ όλες τις γλώσσες και προχωρούσαν
με παραπατήματα σε κάτι φωτισμένα σπιτάκια απ’ όπου ακούονταν να παίζουν οι
φωνόγραφοι. Μερικοί σταματούσαν για να ξεράσουν κι αμέσως έπειτα, σα να μην
έγινε τίποτε, αγκάλιαζαν τους φίλους των, και συνέχιζαν τις φωνές και τα
σκαμπανεβάσματα. Αμέτρητες γριές πόρνες, κυκλοφορούσαν σα νυχτερίδες και σ’
άρπαζαν από το μπράτσο για να σου πουν εμπιστευτικά να φύγης για να μη μαράνης
τα νιάτα και τη λεβεντιά σου με την αρρώστια και να τις ακολουθήσεις για να σε
πάνε στις ανιψιούλες και τις εγγονούλες τους: «καθαρό πράμα του γάλακτος, κι η
βαζελίνη κι οι καπότες δικά μας». ΄Ηταν πιο ενοχλητικές κι από τις βδέλες, πιο
ανατριχιαστικές κι από τις στρίγγλες του μεσαίωνα Η Περσεφόνη ήταν μπροστά τους
μια συμπαθητική γιαγιάκα μ’ ένα μεγάλο έρωτα στα νιάτα της που της είχε αφήσει
ένα ρομαντικό τραγούδι για ανάμνηση.
Βασίλης Μοσκόβης,
«Περαίας», Αθήνα, εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» 1979, σ.222,223,224
Στο λιμάνι του Πειραιά
Τις μέρες αυτές είχαμε μεγάλες
χαρές: Ένα τηλεγράφημα απ’ τη Νέα Υόρκη μας έφερε την είδηση πως ο πατέρας του
Φάνη έρχεται στην Ελλάδα. Στην αρχή ταραχτήκαμε. Θα τον έπαιρνε λοιπόν τόσο
γρήγορα απ’ τη συντροφιά το μικρό μας αρχαιολόγο;
-Κρίμα να μην είναι
ποτέ η χαρά ξέχωρη απ’ τη λύπη, είπε η Μυρτώ. Έχω τόσο συνηθίσει τον Φάνη, που
θα μου λείψει πολύ.
-Κάτι τέτοιο, μου
φαίνεται, θα νιώσω κι εγώ, είπε ο Λεωνίδας, με ύφος κάπως παιχνιδιάρικο. Αν και
«ουδέν κακόν αμιγές καλού», όπως έλεγαν κι οι αρχαίοι μας πρόγονοι. Θα
ξεκουραστούμε λιγάκι απ’ τις ατέλειωτες πορείες και τα ταξίδια.
Ο Φάνης δεν είδε
τον Λεωνίδα που μου ‘κλεισε το μάτι κι έτσι πειράχτηκε.
-Ομολογώ, είπε, πως σας ξεθέωσα, μα ποτέ δε θα σας ξεχάσω γι’
αυτό το υπέροχο δώρο που μου κάνατε, γνωρίζοντάς μου μ’ αυτό τον ευχάριστο και
ζωντανό τρόπο την Ελλάδα.
-Έλα παραπονιάρη, μην κλάψεις! Το ‘πα για να σε πειράξω,
απάντησε ο Λεωνίδας. Κι αν θες να μιλήσω για μια φορά σοβαρά μαζί σου, εγώ
πρέπει να σ’ ευχαριστήσω, που έγινες αιτία ν’ αφήσω, κι εγώ ο πεζός, τη
φαντασία μου να πετάξει λίγο στα περασμένα και να κοιτάξει πιο πέρα και πιο
ψηλά από την πραγματικότητα. Όσο ο για να μας φύγει ο Φάνης, μην το φοβάσαι
Μυρτώ. Ο θείος δεν έρχεται, βέβαια μέσα στο χειμώνα για να γυρίσει με τ’ άλλο
βαπόρι. Θα έχει κι εκείνος τις νοσταλγίες του.
-Ναι, μα έχει και τις δουλειές του, είπε τώρα λυπημένος κι ο
Φάνης και δεν μπορεί να μείνει πολύ στην Ελλάδα. Πάντως, έχουμε σίγουρα στη
διάθεσή μας ένα δυό μήνες ακόμη. Λοιπόν, μη μιλάτε τώρα για κούραση. Έχουμε να
κάνουμε πρόγραμμα. Τι δεν έχουμε δει, τι χρειάζεται ακόμα να δούμε… Μένουν τα
Επτάνησα, οι Κυκλάδες, η Θράκη, η Κύπρος… Πού θα πρωτοπάμε, λοιπόν;
-Στον Πειραιά, είπε
μ’ ένα ύφος πολύ σοβαρό.
Όλοι έσκασαν στα γέλια.
-Στον Πειραιά;
-Μα και βέβαια! Να υποδεχτούμε τον πατέρα του Φάνη….
Έτσι, βρισκόμαστε σήμερα στον Πειραιά, να καλωσορίσουμε τον
αγαπημένο μας ταξιδιώτη. Νιώθουμε μια περίεργη συγκίνηση, μια ανυπομονησία που
μας ξεσήκωσε απ’ τα χαράματα. Σαν φτάσαμε στο μεγάλο μας λιμάνι, η ώρα ήταν
οχτώ και το πλοίο θα ‘φτανε στις δέκα.
-Και τώρα τι θα κάνουμε δυό ολόκληρες ώρες; Ρώτησε ο Φάνης.
-Θα δούμε τον Πειραιά, αποκρίθηκε ο Λεωνίδας.
Αλήθεια, δεν το
είχαμε ποτέ σκεφτεί πως δεν είχαμε δείξει στον Φάνη το μεγάλο λιμάνι της
Ελλάδας, τον Πανάρχαιο Πειραιά.
-Μου θυμίζετε, είπα, έναν παλιό μύθο.. Κάποιος αστρολόγος,
λέει, περπατούσε με τη ματιά του προσηλωμένη στον έναστρο ουρανό, όταν άξαφνα
βρέθηκε μπροστά του ένας μεγάλος λάκκος.
Φυσικά ο σοφός μας έπεσε μέσα κι ένας διαβάτης τον
κορόιδεψε: «Ανόητε», είπε, «ψάχνεις τους αιθέρες, ζητάς να μάθεις τι γίνεται
πάνω στα άστρα, ενώ δε βλέπεις, τι βρίσκεται κάτω από τη μύτη σου». Μου
φαίνεται πως βρισκόμαστε λίγο στη θέση του παιδιά μου. Ακούς εκεί να μην έχουμε
δείξει στον Φάνη τον Πειραιά!...-Ας αρχίσουμε λοιπόν απ’ τον Πειραιά, είπε ο
Λεωνίδας. Ελάτε να δούμε πρώτα το λιμάνι.
-Αυτό το είδα και όταν ήρθα, είπε ο Φάνης. Μοιάζει ολάκερο
ένα δάσος με τα φουγάρα και τα κατάρτια των καραβιών υψωμένα στον ουρανό σαν
ψηλόκορμα δέντρα. Είναι φυσικό το λιμάνι ή τεχνητό;
-Φυσικότατο, είπε ο Λεωνίδας. Δεν το άνοιξαν χέρια ανθρώπου.
Το χάρισε ο Θεός στην Ελλάδα. Κι είναι ένα απ’ τα μεγάλα λιμάνια της Ευρώπης,
το μεγαλύτερο στη Μεσόγειο. Αν θέλετε, θα σας δώσω και μια στατιστική για την
κίνησή του. Κάθε χρόνο παλιότερα έμπαιναν κι έβγαιναν κάπου δυό εκατομμύρια
διακόσιες χιλιάδες τόνοι εμπορεύματα και ξεμπάρκαραν ένα εκατομμύριο επιβάτες,
με κάπου τριάντα χιλιάδες καράβια.
-‘Ασε τους αριθμούς, Λεωνίδα, γιατί μας ζάλισες, είπε η
Μυρτώ. Εξάλλου, οι στατιστικές σου, όπως το είπες και ο ίδιος, είναι παλιές.
Σήμερα η κίνηση είναι πολύ μεγαλύτερη. Μα καθώς θα περπατούμε στην προκυμαία,
αγναντεύοντας πέρα τη θάλασσα, ας μας πει η θεία την ιστορία του Πειραιά.
-Την πόλη, άρχισα,
την ίδρυσε ο μεγάλος πολιτικός της Αθήνας, ο Θεμιστοκλής. Ξέρετε πόση σημασία
είχε δώσει εκείνος στη θάλασσα και το ναυτικό. Είναι ο μόνος που ένιωσε το
χρησμό της Πυθίας, πως «τα ξύλινα τείχη θα σώσουν την πόλη των Αθηνών». Κι
εξήγησε πως η ιερή μάντισσα, λέγοντας ξύλινα τείχη, εννοούσε τα πλοία. Ο
Θεμιστοκλής, λοιπόν, βρήκε περίφημη την Πειραϊκή χερσόνησο μ’ αυτό το θαυμάσιο
λιμάνι. Τα έξοδα που χρειάστηκε τα έδωκαν τα μεταλλεία του Λαυρίου.
-Μα σε χερσόνησο βρίσκεται ο Πειραιάς;
-Ναι, δυτικά είναι η Ακτή, αριστερά η Καστέλα, δυο λόφοι που
προχωρούν προς τη θάλασσα σχηματίζοντας μαζί με το ακρωτήρι αυτό τρεις φυσικούς
όρμους, που τους οχύρωσε ο Θεμιστοκλής και συμπλήρωσε την οχύρωση τους ο Κίμων
κι ο Περικλής. Τότε έγιναν και τα Μακρά Τείχη, που ένωσαν την Αθήνα με τον
Πειραιά.
-Πόσο πληθυσμό έχει τώρα η πόλη;
-Δεν είμαι σπουδαία στους αριθμούς, σαν τον Λεωνίδα, μα
νομίζω κάπου τριακόσιες χιλιάδες με τους συνοικισμούς γύρω. Ακόμα έχει σπουδαία
ρυμοτομία, όπως είδαμε καθώς κατεβαίναμε με τ’ αυτοκίνητο. Στα αρχαία χρόνια οι
Αθηναίοι φώναξαν το Μιλήσιο αρχιτέκτονα, τον Ιππόδαμο, για να χαράξει το σχέδιο
του Πειραιά. Στη μέση της πολιτείας, ο σπουδαίος αυτός καλλιτέχνης έκαμε την
αγορά, που την ονόμασαν Ιπποδάμειο Αγορά προς τιμή του. Εκεί τελειώνανε όλοι οι
δρόμοι, σχηματίζοντας ορθές γωνίες. Σπουδαία ήσαν και τα υπόστεγα όπου φύλαγαν
τα πλοία, οι νεώσοικοι. Τα σπίτια δηλαδή των καραβιών, όπως λέει η λέξη. Στο
Πασαλιμάνι, που ήταν η αρχαία Ζέα, σώζονται ακόμη λείψανά τους. Τούτο το
λιμάνι, όπου βρισκόμαστε τώρα, οι αρχαίοι το έλεγαν Κάνθαρο, γιατί έβρισκαν πως
στο σχήμα έμοιαζε με σκαθάρι.
-Φαντάζομαι πως η εμπορικότατη αυτή πόλη, είπε ο Λεωνίδας, δε
θα ‘χε και καλλιτεχνική κίνηση...
-Κι όμως είχε. Στο θέατρό της παίζονταν σ’ επανάληψη όλα τα
δράματα που παρουσιάζονταν στην Αθήνα. Οι Πειραιείς έκαναν και γιορτές, τα
Περαία και τα Βενδίδεια. Στην τελευταία αυτή γιορτή, κάλπαζαν μέσα στη νύχτα
ιππείς μ’ αναμμένους δαυλούς στα χέρια. Γίνονταν επίσης λεμβοδρομίες και οι
πλούσιοι φιλοξενούσαν συχνά τους σοφούς και τους καλλιτέχνες. Στον Πειραιά
ζούσε ο πάμπλουτος Καλλίας, που στο σπίτι του έγινε το περίφημο «Συμπόσιο»
που μας απαθανατίζει ο Πλάτων στο
ομώνυμο έργο του.
-Δεν θα πάμε τώρα να δούμε και τίποτα σύγχρονο; Είπε ο
Λεωνίδας;
‘Ετσι γυρίσαμε λίγο
στην πόλη κι είδαμε τα ωραία της κτήρια κι αντικρίσαμε πέρα τους καπνούς των
μεγάλων εργοστασίων της.
-Αν είχαμε καιρό, θα ‘πρεπε να δούμε τα ναυπηγεία και τις
δεξαμενές αντίκρυ. Θα πηγαίναμε με μια βάρκα το γρηγορότερο…
Εκείνη τη στιγμή
ακούστηκαν δυνατά σφυρίγματα κι όλοι στρέψαμε τα μάτια προς τη θάλασσα. Το
μεγάλο υπερωκεάνειο έμπαινε στο λιμάνι.
Σοφία
Μαυροειδή-Παπαδάκη, «Ο Μικρός Περιηγητής», Αθήνα, εκδ. Καστανιώτη 1981, τ. Γ.
σ.107-113
Γράμματα Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Εν Πειραιεί τη 22 8βρίου 1869
Σεβαστέ μου πάτερ!
Έλαβον την
επιστολήν υμών και τα χρήματα. Είχετε δίκαιον αλλά δεν κατόρθωσα να εισέλθω εις
το Β΄ Γυμνάσιον, και το πρώτον είναι κυκεών.
Ήδη
κατετάχθην εις το του Πειραιώς. Ώ ησυχάσατε, είναι το αυτό. Ενοικίασα δωμάτιον
δια δρ.8, αλλά θα ελαττώσω, θα περικόψω τα έξοδά μου, θα κάμω όσην δυνηθώ
οικονομίαν, μην παροργίζεσθε. Η βραδύτης της αποφάσεώς μου προήλθεν εκ του ότι
είχον μάλλον σκοπόν να επανέλθω εις Χαλκίδα, ότε έλαβον την μνησθείσαν σοβαράν
αποστολήν Σας. Άλλως τε το Γυμνάσιον του Πειραιώς, είναι ήδη υπέρ παν άλλο
καλώς κατηρτισμένον το προσωπικό του συνίσταται εξ απομάχων Γυμνασιαρχών, οίον
του ιδικού μου (εν Χαλκίδι) Σταθάκη, του Κουπιτώρη, έως χθες Γυμνασιάρχου Πατρών,
οίτινες είναι ήδη απλοί Καθηγηταί. Φαντασθήτε εάν είχον δίκαιον οι κύριοι φίλοι
παραγγέλοντες υμίν ότι φοβούμαι τα μαθήματα.
Έχω ανάγκην
χρημάτων. Του λοιπού θα τακτοποιηθώ.
Σας
ασπάζομαι ο υιός Σας.
‘Αλέξανδρος
Σεβαστέ μοι πάτερ!
Εν Πειραιεί τη 6 9βρίου 1869
Έλαβον την
επιστολήν υμών και το 30δραχμον χαρτονόμισμα αλλά δια να τα λάβω ηναγκάσθην να
τρέχω εις τας Αθήνας δις, κλπ. Ο άνθρωπός σας ήτον εκλογή επιτυχεστάτη καθ’
όλα.
Επεθύμουν, ει
δυνατόν, να μοι εστέλλετε τα χρήματα δια του ατμοπλοίου, διότι ο Μανιώτης θα
βραδύνη πολύ, πιθανώς. Θέλετε ειπή ίσως σκληρόν τι, αλλ’ ιδού ο λογαρισμός μου
από των μέσων Οκτωβρίου.
Εκ των 25 δρ. ας
παρά του Αλ. Βαλσαμάκη έλαβον επλήρωσα πέντε εις ενοίκιον εν Αθήναις, 6 εις το
Γυμνάσιον, 2 προς μετακόμισιν της αποσκευής μου απ’ Αθηνών εις Πειραιά. 13
αμέσως. Αλλ’ ενταύθα επικρατεί το σύστημα της προκαταβολής. Αι περιλειπόμεναι
12 δεν μου ήρκουν, να πληρώσω το ενοίκιον, ν’ αγοράσω τρία βιβλία, και να
διέλθω δεκαπενθήμερον όλον. Ευρέθην
λοιπόν εις την σκληράν δι εμέ ανάγκην να δανεισθώ 18 δρχ.
παρά του Σωτηρίου, όστις δεν καυχάται ότι είναι πλούσιος βεβαίως, και ούτως
επέρασα τσικ τσικ, όπως λέγουσι, μέχρι ότου λάβω τας 30, εξ ων επέδωκα τας
μνησθείσας 18, και ούτως έμεινα με δώδεκα, διότι δεν ήθελον να βλέπω τον Κύριον
τούτον αγριομουτσουνιάζοντα. Κρίνατε λοιπόν, εάν διάγω ωραίαν ζωήν…Και ταύτα
μεν ούτως. Λυπούμαι δε, και λυπούμαι εγκαρδίως και πολύ, επιδή ουδέν εις εμέ
είναι μέτριον, λυπούμαι διότι δεν θέλετε να εννοήσετε αιωνίως, ότι ουδεμίαν έχω
εμπιστοσύνην εις τον γνωστόν Δημήτριον Οικονόμου, δια να τω αναθέτητε την
φροντίδα του απολωλότος εμού προβάτου. Θα με βιάσητε να έλθω εις θλιβερόν τι
συμπέρασμα.
Σας
ασπάζομαι
ο
υιός Σας
Αλέξανδρος
Εν Πειραιεί τη 4 Δεκεμβρίου 1869
Την από 23, του λήξαντος επιστολήν
σας έλαβον αργά, ήτοι μόλις την 29, του αυτού. Έσπευσα επομένως να μεταβώ παρά
τω Κυρίω Ρετσίνα, αλλά δεν εύρον τίποτε, διότι ο επιφορτισμένος την παράδοσιν
των, περί ων διελάμβανε η ρηθείσα επιστολή σας, 32 δραχμών, λησμονήσας ίσως
(είναι γνωστός εν γένει ως τρεπεντέρης) μετέβη εις Σύραν χωρίς να τας παραδώση.
Ήλπισα ότι εις την επιστροφήν του ατμοπλοίου ήθελε λυθή αισίως και το δράμα
τούτο, αλλά κακώς ήλπισα, διότι αντί του «Πανελληνίου» ήλθεν η «Επτάνησος».
Εννοείται
πόσον βαρυθυμώ και πόσον υποφέρω δια πάντα ταύτα αλλ’ ήτο γραπτόν.
Εν τούτοις
σας παρακαλώ να μη πέμψητε ήδη την λατινικήν Γραμματικήν του Καστόρχη, ήτις μοι
χρησιμεύει. Ευρίσκεται νομίζω προ πολλού χρόνου κεκλεισμένη εις το ερμάριον,
όπερ σας χρησιμεύει ως βιβλιοθήκη. Ταχέως, παρακαλώ.
Ουδέν άλλο
ή ότι σας ασπάζομαι.
Ο
υιός Σας
Αλεξ.
Παπά Αδαμαντίου
Υ.Γ. Γράψατέ μοι σας παρακαλώ, και περί της Ουρανίας μας,
εάν απηλλάγη αισίως της εγκυμοσύνης της.
Ο
αυτός
Αλέξ.
Παρά του επιφέροντος κ. Αντωνίου Κ. Μαμμή ηναγκάσθην δι’ ους
σας εκθέτω λόγους να δανεισθώ δραχμάς δεκαπέντε αρ. 15, οποίας σας παρακαλώ να
τω επιστρέψητε.
Ο
υιός Σας
Αλεξ.
Παπαδιαμ
Αλέξανδρος
Παπαδιαμάντης, «Αλληλογραφία»-Φιλολογική επιμέλεια: Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Αθήνα,
εκδ. Δόμος 1992, σ.15,16,17,18
Τα Παιχνίδια μου
Δε θυμάμαι να
έπαιξα με άλλα παιδιά. Η μητέρα μου κέρβερος. Που να μ’ αφίσει να βγω έξω απ’
του σπιτιού μας την πόρτα. Και δεν την αδικώ. Κάποτε που απομακρύνθηκα για μια
στιγμή από κοντά της στο δρόμο, πλησίασα μιαν αναμμένη φουφού, άρπαξε η τσίτινη
ποδιά μου φωτιά, κι έμεινα μήνα ολόκληρο στο κρεβάτι ώσπου να γιατρευτεί ένα
έγκαυμα στον αριστερό μου μηρό. Αλλά και πριν από αυτό, τριών χρονών μόλις,
γλίστρησα στο μαρμαρένιο κεφαλόσκαλο της εισόδου του σπιτιού μας στη Σύρα, κ’ η
κώχη του μου άνοιξε σε δυο την επιδερμίδα στο μέτωπο. Μου έρραψαν την τομή, μα
ύστερ’ από μερικές μέρες, πέφτοντας πάλι, ξανάνοιξε προς μεγάλη λύπη της
μητέρας μου, που μ’ έβλεπε τώρα σημαδεμένο για πάντα.
Ως παιδί δε νομίζω
να ήμουνα άταχτο. Ούτε πηδούσα, ούτε χαλνούσα τα έπιπλα, ούτε έσπαζα γυάλινα.
Πάντως δε θυμάμαι να με είχαν μαλώσει για σκανδαλιές. Άλλωστε τη μητέρα μου δεν
την ενοχλούσα ούτε με κλάψες ούτε και με παράλογες απαιτήσεις. Εμένα μου άρεσε
ν’ αποτραβιέμαι σε μια γωνιά και να παίζω μόνος. Εγώ δε ζητούσα τουφεκάκια,
σφυρίχτες, ροκάνες. Αυτά όλα δε μου έλεγαν τίποτα. Εγώ ζητούσα μολύβια
χρωματιστά και χαρτί. Και η μόνη μου διασκέδαση ήταν να ζωγραφίζω πλοία. Ούτε
βάρκες, ούτε μαούνες, αλλά πλοία και μόνο πλοία. Αυτά μιλούσαν στην φαντασία
μου. Με τα γερτά φουγάρα τους και τις ατέλειωτες σειρές των φινεστρινιών τους.
Κι ως πρότυπό μου δεν είχα μόνο εκείνα τα θεόρατα που έβλεπα στο λιμάνι του
Πειραιά, μα προπάντων
τα θαυμάσια ομοιώματα τους που έφτιαχναν τα μεγάλα παιδιά
και τα περιφέρανε με καμάρι στις γειτονιές, λέγοντας από σπίτι σε σπίτι τα
κάλαντα. Καμμιά λεπτομέρεια δεν έλειπε από τα περίφημα εκείνα της Πρωτοχρονιάς.
Μήτε και η θάλασσα, λουλάκι πάνω σε βαμβάκι….
Ο πρώτος μου
δάσκαλος λεγόταν κύριος Τζανέτος. Ένας μικρόσωμος και γλυκύτατος άνθρωπος.
Παράλληλα όμως μ’ εκείνον πολύ γρήγορα απέκτησα και δεύτερο. Αυτός όμως δεν
ήταν άνθρωπος. Αυτός ήτανε δρόμος και λεγόταν Οδός Φίλωνος. Και ο μεν ένας μου
μάθαινε γράμματα, ο δε άλλος μου μάθαινε πράγματα και μου άνοιγε ορέξεις. Είναι
ο δρόμος που έπαιρνα για να πάω στο σχολείο. Γυρίζοντας όμως τ’ απόγευμα, μου
άρεσε σ’ αυτόν να χαζεύω και να παρατηρώ πότε το ένα και πότε το άλλο. Αν όμως
είχε κανείς την περιέργεια να με παρακολουθήσει, θα έβλεπε ότι εκείνο που με
τραβούσε κυρίως ήταν ο θόρυβος μιας ορθάνοιχτης πόρτας ενός ακινήτου. Εκεί
σταματούσα. Και απολάμβανα τις παλινδρομικές κινήσεις ενός μεγάλου τυπογραφικού
πιεστηρίου και μαζί την αυτόματη πτώση των φύλλων μετά την εκτύπωση. Ένα θέαμα
φοβερά συναρπαστικό. Τόσο συναρπαστικό ώστε συχνά ξεχνιόμουν κι έφτανα σπίτι με
κάποιαν αργοπορία.
Στην πρόσοψη του
ακινήτου εδιάβαζα «Γραφεία και Τυπογραφεία της Σφαίρας». Άρα τα φύλλα που
έβλεπα να πέφτουν ένα-ένα απ’ το πιεστήριο ήταν φύλλα εφημερίδας. Και όμως ποτέ
ως τότε δεν είχα πιάσει φύλλο εφημερίδας στα χέρια. Γι’ αυτό κι αισθάνθηκα χαρά
μεγάλη όταν μια μέρα στην ίδια εκείνη πρόσοψη είδα τοιχοκολλημένες δυο-τρεις
μεγάλες διαφημίσεις μιας καινούργιας εφημερίδας που θαβγαινε προσεχώς με τον
τίτλο «Χρονογράφος». Αλλά τι πειρασμός για μένα οι διαφημίσεις αυτές από κείνη
την μέρα! Κάθε φορά που περνούσα έπρεπε να σταθώ να τις διαβάσω και να τις
ξαναδιαβάσω κι εγώ δεν ξέρω πόσες φορές. Τα χτυπητά μαύρα κεφαλαία τους, θα
έλεγε κανείς ότι ασκούσαν στην φαντασία μου μαυλιστικήν επίδραση. Ώσπου δεν
άντεξα. Και ένα απόγευμα, γυρίζοντας από το σχολείο, είπα της μητέρας μου ότι
πολύ θα ήθελα να με εγγράψει συνδρομητή στον «Χρονογράφο». Πήγαινα τότε στην
Τρίτη τάξη. Και εκείνη η καυμένη, μπροστά στην επιμονή μου, και κάνοντας ίσως
την σκέψη ότι στο κάτω-κάτω εφημερίδα ζητούσα και όχι τράπουλα, με πήρε και
πήγαμε. Η ευτυχία μου δεν περιγράφεται. Το γεγονός ότι κάτω από την χαραμάδα
της πόρτας μας, εύρισκα κάθε μέρα τον «Χρονογράφο», για μένα άξιζε τόσο όσο και
μια κατάκτηση. Εννοείται ότι πολύ λίγα πράγματα καταλάβαινα απ’ τα γραφόμενά
του. Αλλ’ αυτό καθόλου δεν με ενδιέφερε. Εκείνο που μ’ ενδιέφερε κυρίως ήταν η
μεθυστική μυρωδιά του φρεσκοτυπωμένου χαρτιού. Μόλις έπιανα το φύλλο στα χέρια
τόφερνα αμέσως στη μύτη. Και η συνήθεια αυτή από τότε μου έμεινε. Κάθε φορά που
θ’ αγοράσω βιβλίο, πριν ακόμα το κόψω, τ’ οσφραίνομαι άπληστα!
Τα φύλλα του
«Χρονογράφου» τα μάζευα μ’ επιμέλεια, σκοπεύοντας να τα δέσω μια μέρα σε τόμο.
Αυτό όμως δεν έγινε γιατί, στο μεταξύ εκδόθηκε η εβδομαδιαία «Ελλάς» του Σταύρου
Ποταμιάνου, που έγινε αφορμή ν’ αντιληφθώ μόνος μου πως άλλο εφημερίδα κι άλλο
περιοδικό. Μα ούτε και στην «Ελλάδα» εύρισκα ύλη για την ηλικία μου. Ενώ
απεναντίας, το προηγούμενο καλοκαίρι θυμάμαι πως είχα αναλυθεί σε λυγμούς, όταν
η γιαγιά μου μού έδωσε και της διάβασα στη Μύκονο, τον συγκινητικώτατο βίο του
Άϊ-Γιάννη του Καλυβίτη.
Ένα χρόνο μετά την
«Ελλάδα» βγήκε και δεύτερο εβδομαδιαίο, ο «Παρνασσός» του Παναγή Ξένου. Αυτό
μου άρεσε περισσότερο. Ίσως επειδή η πρώτη σελίδα του ήταν εικονογραφημένη με
μιαν επίκαιρη σύνθεση. Πάντως όταν περί τα τέλη του 1906 φύγαμε οριστικά για
την Αίγυπτο, για να είμαστε στην ίδια ήπειρο με τον πατέρα μου που εργαζόταν
από το 1900 στους κρατικούς σιδηροδρόμους του Σουδάν, τα μόνα έντυπα που πήρα
μαζί μου ήταν το πρωτοχρονιάτικο ημερολόγιο του «Παρνασσού» και μερικά φύλλα
του.
Τίμος Μαλάνος,
«Αναμνήσεις ενός Αλεξανδρινού»-Αυτοβιογραφικές, Φιλολογικές, Κοινωνικές, Αθήνα,
εκδ. Μπουκουμάνη 1971, σ.13,14,15,16,17
Πειραιεύς ο λιμήν των Αθηνών…
Πειραιεύς,
ο λιμήν των Αθηνών, 40 στάδια απέχων αυτών, ούτω δε καλούμενος, είτε διότι έκειτο
πέραν των ελών άτινα εχώριζον αυτών από των Αθηνών, είτε διότι αρχαιότατα,
ένεκα των ελών τούτων, εις αυτόν δια θαλάσσης επεραιούντο εκ του Φαλήρου, όστις
ην κατ’ αρχάς ο λιμήν της πόλεως. Προς τα έξω, νοτιοδυτικώς, επερατούτο εις δύο
ακρωτήρια τον Άλκιμον, δεξιώς τω εισπλέοντι, και την Ηετιώνειαν, αριστερώς.
Ενέκλειε δε και δύο μικρούς κόλπους ή λιμενίσκους, τον Κάνθαρον προς τα δεξιά,
και τον Κωφόν λιμένα προς τ’ αριστερά εν τω μυχώ. Πειραιεύς δ’ ωνομάζετο και
παν το προς νότον και ανατολάς του λιμένος προέχον ορεινόν ακρωτήριον, έχον εις
τα νοτιανατολικά αυτού και έτερον λιμένα, την Ζέαν, έτι δ’ ανατολικώτερον,
έτερον λιμενίσκον, την Μουνυχίαν, μεθ’ υπερκειμένου ομωνύμου λόφου. Εις τα βορειανατολικά
του μεγάλου λιμένος, έκειτο η πόλις, Πειραιεύς και αυτή καλουμένη, και
ρυμοτομηθείσα κατά σχέδιον του επί Περικλέους περιφήμου αρχιτέκτονος Ιπποδάμου.
Μεταξύ των ναών της πόλεως επισημότερον ην το Αφροδίσιον, ανεγερθέν υπό Κόνωνος,
μετά την εν Ευρυμέδοντι ναυμαχίαν. Οι Πειραιείς αποτελούν δήμον ανήκοντα εις την Ιπποθωοντίδα φυλήν. Ην δ’ ο
λιμήν, αφ’ ότου αντικατέστησε τον Φαληρικόν, εις των εμπορικωτέρων της Ελλάδος,
και προσέτι πολεμικός, έχων νεωσοίκους των τριήρεων εις τον Κάνθαρον, την Ζέαν,
την Μουνυχίαν. Μετά των Αθηνών συνέδεσεν οχυρωματικώς τους λιμένας ο Κίμων δια
δύο μακρών τειχών, το μεν περατούμενον εις τον Πειραιά, το δυτικόν μέρος του
πορθμού αυτού, το δε εις το Φάληρον. Είτα δ’ ο Περικλής έκτισε μεταξύ των δύο
το Διά μέσου τείχος ονομασθέν, και απολήγον εις τ’ ανατολικά του Πειραΐκού
πορθμού (Θουκ. Β,13.-Διόδ. ΙΓ.-Παυσ. Α). Επί Τουρκοκρατίας ο Πειραιεύς ελέγετο
Δράκος, δι’ αρχαίον λίθινον λέοντα ιδρυμένον κατά την είσοδον και φέροντα
μεταγενεστέραν Ρουνικήν επιγραφήν, όστις δε μετετέθη εις Βενετίαν.
Αλέξανδρος Ρίζος
Ραγκαβής, «Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας», Αθήνα, εκδ. Ανέστης
Κωνσταντινίδης 1891, τ. Β. σ. 938-939
Ο Καρνάβαλος στον Πειραιά
Εγώ νεότης ροδαλή
Και
παπαρδέλα παρδαλή
των Αθηνών εμούντζωσα τους μασκαράδες τώρα
κι ήλθα στον τόπο της δουλειάς, που δεν τον δέρν’ η ψώρα.
---
Εφέτος ήλθα και προς
σας αστείους να σας κάνω
Και με το
παραπάνω,
Να κάνετε τον έξυπνο και σεις οι ταλαράδες
μουντζουρωμένοι να κερνούν, να πίνουν μασκαράδες,
και να ξοδέψετε και σεις σαν τους πρωτευουσιάνους
για μασκαράδων τρόπαια, βραβεία και στεφάνους.
---
Βρόντησε ,
γη των μηχανών, των κάρρων και των βρόντων,
Που δεν ακούν οι δρόμοι σου τους ήχους οργανέτων,
στέλλεις παντού συγκομιδήν πλουσίων προϊόντων,
στέλλεις και στην πρωτεύουσα συγκομιδήν εκθέτων.
---
Αλλ’ όμως η πρωτεύουσα, που βγάζει τέτοια πλήθος,
αναίσθητη
σαν λίθος,
παίρνει τα Πειραιώτικα τα κρυφογεννημένα
κι οπίσω στην γενέντειραν τα στέλλει συστημένα.
---
Εγώ νεότης ροδαλή, που στους Ρωμιούς εγέρασα,
μαζί με την Απόκρια κι απ’ την Αθήνα πέρασα,
κι από τους καφενέδες των εβγήκαν Αθηναίοι
και μούπαν
κεχηναίοι:
---
Φέτος να πας στον Πειραιά με δάφνη και με μύρτο,
και πες του
με τρανή λαλιά
να μη σας
βάλουν τα γυαλιά,
κι αδικηθεί το πνεύμα μας, πούναι μονάχο σπίρτο.
---
Φοβούνται μη τους κλέψετε τ’ αστεία τ’ Αττικά,
που τάχουν μονοπώλιον λογάδες καμπανάτοι,
και συμφωνία μούπανε να γίνει μυστικά,
σεις νάχετε την θάλασσα, κι αυτοί νάχουν τ’ αλάτι.
Κι εγώ τραβώντας πίσω μου μωρά και παραμάνες
νάχω και για τους δυό σας βραβεία και λεκάνες.
Γεώργιος Σουρής, «Τα
Άπαντα»-Νέα ολοκληρωμένη έκδοση-,αναστύλωσε και έκρινε, Γ. Βαλέτας, Αθήνα, εκδ.
Χρ. Γιοβάνη 1966, τ. 4ος σ.609-610
Β’ Γυμνάσιο Αρρένων Πειραιώς
Μνήμη Σπύρου Γεωργαντά
(Β’ Γυμνάσιο Αρρένων Πειραιώς. Σημερινό ΣΤ’ Γυμνάσιο και
Λύκειο. Στη συνοικία Βρυώνη, από τις ωραιότερες. Κύρια είσοδος από την οδό
Αφεντούλη. Τότε κτήριο από τα ονομαζόμενα νεοκλασικά. Μεγαλόπρεπα μαρμάρινα
σκαλοπάτια που εκτείνονταν στο μεγαλύτερο μέρος της προσόψεως.
Επιστάτης-κωδωνοκρούστης ο μπαρμπα-Θανάσης. Σήμερα υψώνεται εκεί τετραώροφο
ουδέτερο κτήριο).
-Λέγε ρε!
Οι νέοι συμμαθητές
μου με είχαν ενημερώσει προληπτικά πως ο καθηγητής της μουσικής δεν ήταν κακός
ούτε παιδοφάγος, αντιθέτως με κατανόηση
και σύμμαχος των παιδιών, αλλά λίγο παραπάνω από ιδιόρρυθμος, ιδιότητα που τον
έκανε πιο αγαπητό.
Το επαρχιωτάκι που τα ‘χε χαμένα προερχόμενο από το κατ’
ευφημισμό ημιγυμνάσιο της γενέτειράς του- που δεν ήταν παρά το ένα έκτο, με τη
μοναδική πρώτη τάξη προπαρασκευαστική της Σχολής Εμπορικής ναυτιλίας, με δυό
μόνο καθηγητές, μαθηματικό και φιλόλογο, που δίδασκαν ό,τι ήταν στις
δυνατότητές τους, μέχρι και γαλλικά-κρατούσε το βιβλίο των μουσικών
προπαιδευμάτων, του σολφέζ, που είχα αγοράσει από την βιβλιοπανήγυρη, από χέρι
σε χέρι, στην πλατεία Κοραή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιώς που έσφυζε από
βλαστάνουσα νεολαία κάθε Σεπτέμβρη, τότε που η δωρεάν παιδεία θα φάνταζε ως
μύθος καθώς δαπανούσε κάθε οικογένεια για δίδακτρα και βιβλία’ ο επαρχιώτης
μαθητής λοιπόν εκαλείτο να πει μάθημα, να ανοίξει το στόμα του και οι φωνητικές
χορδές του να αποδώσουν τα σύμβολα του ήταν τυπωμένα σε μελωδία. Εξήγησε στον
καθηγητή για τις ανύπαρκτες μουσικές γνώσεις του και τον λόγο της ελλείψεώς των.
Φάνηκε να υπάρχει
κατανόηση από μέρος του, αλλά δεν νομίζω ότι διαγράφετο δυνατότητα πιθανής
ένταξής μου στην μουσική σφαίρα, στην οποία είχαν την τύχη να έχουν μυηθεί από
την περασμένη χρονιά οι τωρινοί συμμαθητές μου…..
….Η προειδοποίηση των νέων μου φίλων ήταν ακριβής. Κι αν
φωνάζει και μιλάει άγρια, έχει καρδιά μάλαμα. Έτσι ήταν. Κυκλοφορούσαν πολλές
ιστορίες γύρω απ’ αυτόν, οι οποίες δεν απείχαν της πραγματικότητος. Ήταν ο
άνθρωπος που δεν είχε κλειδωμένο και σφραγισμένο υποσυνείδητο’ έλεγε ελεύθερα
τα πάντα. Σε κάποιο από τα μαθήματά του ρωτά τον αδελφό μου-προηγείτο κατά μία
τάξη- ή συμμαθητή του: «Πες μωρέ, τι είναι μουσικός φθόγγος;». Η αδέξια
απάντηση: «Κύριε καθηγητά, ο ήχος που βγαίνει από το στόμα του ανθρώπου». «Κι
από πού ήθελες να βγαίνει ρε, από τον κ….του γαϊδάρου;». Την πρώτη χρονιά ,
κατά πως το είχα καταφέρει, λάθος φαίνεται δικό του, με είχε βαθμολογήσει με 8
(με άριστα το 10 τότε), την επομένη με καλεί να με εξετάσει αλλά οι επιδόσεις
μου δεν ήταν ικανοποιητικές, οπότε με ρωτά το βαθμό που είχα την προηγούμενη
και ακούγοντας το οκτώ απλώνει τη χερούκλα του, ανοίγει τα δάχτυλα της παλάμης
προς εμένα και αναστρέφοντάς την προς το πρόσωπό του ακολούθως λέει: «Πάρε
πέντε εσύ κι άλλα πέντε εγώ να γίνουν δέκα». Κίνηση που προκάλεσε το γέλιο σ’
όλη την τάξη’ επιστράτευσε τη σοβαρότητά του για να επιβάλει πειθαρχία,
κατάσταση που δεν διαρκούσε περισσότερο από λίγα δευτερόλεπτα, γιατί ο ίδιος
δεν μπορούσε να συγκρατηθεί’ έτσι η επίπλαστη αυστηρότης του παραχωρούσε θέση
στην γενική θυμηδία. Κάποτε σηκώνει το χέρι να δώσει σφαλιάρα σε κάποιον κι ο μαθητής σκύβει να την αποφύγει.«Κάτσε ρε
να φας τη μάπα». «Κύριε καθηγητά χέρι είναι αυτό για κουπί!» Εκτός από τα
μαθήματα που παρέδιδε στο δικό μας γυμνάσιο, δίδασκε σε αντίστοιχο θηλέων που
στεγαζόταν λίγο πιο πέρα. Ο χαρακτήρας όμως του Γεωργαντά δεν μπορούσε να
αλλάξει όταν περνούσε την είσοδο του Β’ Γυμνασίου Θηλέων. Το άγριο αλλά
καλωσυνάτο λεκτικό του δεν ήταν εύκολα κατανοητό, εάν ο μαθητής και πολύ
περισσότερο η μαθήτρια, καινούργιοι, δεν είχαν εξοικειωθεί με την προσωπικότητά
του’ έτσι όταν κάλεσε μια κοπελίτσα για να ακούσει τις γνώσεις της, με το «Λέγε
μωρή» το κοριτσάκι ξέσπασε σε κλάμα, οπότε έχοντας αντιληφθεί πως δημιουργήθηκε
δυσάρεστη ατμόσφαιρα, θέλησε να επανορθώσει παρηγορώντας την. Αλλά πώς; Μα με
τον πιο κομψό τρόπο, λέγοντάς της: «Μωρή γιατί κλαις, το βρακί σου έπεσε;»
Κατά τους
διαγωνισμούς εξαμήνου και τέλους της χρονιάς, έκανε χρέη επιβλέποντος, γιατί
τότε όπως μας χώριζαν, αντί των δύο ή τριών στο θρανίο, μας τοποθετούσαν ανά
έναν και οι ανάγκες αιθουσών διπλασιάζονταν εις αριθμό. Στην περίπτωσή του δεν
λογαριάζονταν ως επιβλέπων των μαθητών αλλά ως επιβλέπων των κινήσεων του
υπεύθυνου καθηγητή να δώσει σήμα για να σταματήσει η ασυδοσία της αντιγραφής,
την οποία όχι μόνον ευνοούσε αλλά και ευλογούσε, αν τυχόν, όπως ήταν πιθανό,
έκανε την παρουσία του ο διδάσκων. Στεκόταν στην πόρτα και παρακολουθούσε τις
κινήσεις.
Ήταν
καλοφτιαγμένος, ψηλός, με ωραία κατατομή’ βηματισμό λίγο «μπλαζέν», καμηλό
παλτό το χειμώνα και καφέ καστόρινα παπούτσια.
…Είχε το πάθος να πετύχει κάτι περισσότερο από το τακτικό
μάθημα που θα ήταν βαρετό γι αυτόν. Είχε δοθεί στην οργάνωση μιας αξιόλογης
χορωδίας μέσα από τους μαθητές του γυμνασίου, με πρωταγωνιστή ένα νέο παιδί που
είχε εξαιρετική φωνή (δεν ξέχασα ποτέ το επίθετό του, Μηλιός, δεκαετίες μετά),
ακολούθησε δε εκπομπή από το νεαρό τότε ελληνικό ραδιόφωνο. Την επομένη ήταν
στις μαύρες του, όλο νεύρα, δικαιολογημένα, γιατί ο εκφωνητής κατά λάθος
ανήγγειλε πως τη χορωδία διηύθυνε ο κύριος Αργυρόπουλος’ όλο το πρωινό
επαναλάμβανε: «Δεν είμαι εγώ, με λένε κύριο Αργυρόπουλο»
Τον πρώτο καιρό το
μάθημα συνοδευόταν από ένα μικρό αρμόνιο, το οποίο διέθετε το σχολείο και το
οποίο κλωτσούσε όταν νευρίαζε-την μεθεπόμενη χρονιά δεν το ξαναείδαμε- αλλά
στις ιδιομορφίες του περιλαμβανόταν και η όχι τόσο ευγενική συνήθεια να
χρησιμοποιεί σπάνια το μαντήλι του για φτύσιμο, έτσι αριστερά και δεξιά του
αρμονίου και της έδρας μετά το μάθημα υπήρχαν τέτοιου είδους υπογραφές της
παρουσίας του. Αυτό όμως χρησίμευσε ως σημείο αναφοράς μελλοντικά…..
…Κατοικούσε στην οδό Σπευσίππου, σε ένα παλιό σπίτι πατρικό,
σε φυσικό χαριτωμένο περιβάλλον, όπου οι αυλές και ο κήπος έδιναν και στην οδό
Ξενοκράτους’ κι όπως το έδαφος ήταν επικλινές, μπλέκονταν ελιόδεντρα, συκιές,
βράχοι, πηγάδι, σκαλιά, σε ένα μοναδικό μικρό τοπίο’ διατηρούσε κάποτε και
μελίσσια. Εκεί συγκεντρώνονταν για μουσικές βραδιές τρείς-τέσσερις εκτελεστές
φίλοι. Ο ίδιος έπαιζε βιολοντσέλο, ο πεθερός μου-τον οποίον αποκαλούσε
«παγωτάκι», γιατί τα καλαμπούρια που έλεγε τα έβρισκε κρύα- έπαιζε βιόλα, ο
Αρβανιτάκης βιολί και ο Ζαργάνης φλάουτο.
Ακολουθούσε ευωχία. Καϋμός του η τέχνη. Όλη την οικογένεια
του την ήθελε να έχει δεσμούς με την τέχνη. Ο πατέρας του ζωγράφος. Ο ίδιος δεν
μπόρεσε να διακριθεί παρά μόνο στις χορωδίες που οργάνωνε στα σχολεία όπου
υπηρετούσε και εδίδαξε. Όμως του ήταν αδύνατον να κάνει ένα βήμα προς την
νεότερη τέχνη. Δεν κατέληξε ποτέ σε άκρα γηρατειά’ διατηρούσε μια φυσική
λεβεντιά, όπως και την αθυροστομία του. Νομίζω ότι πολλοί μαθηταί του πρέπει να
τον θυμούνται. Πέρασε όλη του τη ζωή σ’ αυτή τη γειτονιά. Αν ο Παπαδιαμάντης
ήταν στοιχειό της Δεξαμενής, οι
Αυγέρης, Βάρναλης, Σπαχής, Λάσκαρης, θαμώνες του «Όμορφου»
και της παλιάς ταβέρνας του Φιλίππου, αυτά που θα μας διηγηθεί ο Φραντζής
Φραντζεσκάκης σε λίγο, ο Γεωργαντάς δίχως ιδιαίτερες περγαμηνές του intellectuel δέσποζε απανωτές
δεκαετίες σ’ όλη τούτη τη γειτονιά και θα είναι τώρα το δεύτερο στοιχειό της.
Παναγιώτης Τέτσης, «Β’
Γυμνάσιο Αρρένων Πειραιώς», περιοδικό «η λέξη»-αφιέρωμα , ιστορίες από το
σχολείο, Αθήνα, τχ. 175/Μάιος-Ιούνιος 2003, σ.468,469,471,472,476,477
Μετακόμιση στον Πειραιά
Το νήμα της
ζωής-όλοι το ξέρουμε-γρήγορα στην αρχή πως ξετυλίγεται κι αργά-κι επώδυνα- καθώς
κυλάει ο χρόνος. Και είναι τότε, με το αργό του, ξετύλιγμα που για ν’
απαλύνουμε την οδύνη ή και για να γεμίσουμε τα κενό, που θυμόμαστε την εποχή
του γρήγορου ξετυλίγματος. Και γίνεται αυτό κομματιαστά, αποσπασματικά, μα το
ίδιο πάντα ζωντανά.
Σ’ ένα τέτοιο
ξετύλιγμα της δικής μου ζωής θα σας πάω τώρα. Και μην νομίσετε ότι αυτή η
ανάκληση της παλαιάς (;) μνήμης είναι σημάδι γήρατος. Να θεωρήσετε- όπως κι
εγώ- πως είναι ανάκληση μνήμης «πρόσφατης» γιατί ότι σήμερα οριοθετεί την
προσωπικότητα, τις αρχές ή ότι άλλο με χαρακτηρίζει βρίσκεται-ατόφιο και δυνατό
σπέρμα- σ’ εκείνες τις σημαντικές για μένα εμπειρίες και εικόνες.
Αρχή της ιστορίας λοιπόν.
Το καλοκαίρι του 1963 τελειώνοντας το γυμνάσιο στην Κόρινθο,
ήρθα στην Αθήνα, για να ετοιμαστώ για τις εξετάσεις εισαγωγής μου στην Ιατρική
σχολή. Σειρά από συμπτώσεις βοήθησε σ’ αυτό. Πρώτα , η πώληση τους σπιτιού μας
στην Κόρινθο, και η συνακόλουθη οικονομική ευχέρεια και τελευταία, αλλά όχι
λιγότερο σπουδαία, η φιλοξενία που μου προσφέρθηκε από γνωστή μας οικογένεια
που έμενε στην Καλλιθέα, ώστε να μπορώ χωρίς άλλη έγνοια να παρακολουθήσω το
καλοκαιρινό εντατικό φροντιστήριο.
Ήμουν τότε ένας έφηβος πεισματικά δεμένος με την οικογένεια,
ανίκανος σχεδόν να ζήση έξω απ’ αυτήν. Και ο σκληρός ρεαλισμός της σκέψης ότι
τα λεφτά τελειώνουν μας έκανε-την μητέρα μου κι εμένα κυρίως- να πάρουμε την
απόφαση της μετακόμισης στην πρωτεύουσα. Απόφαση ηρωική γιατί μετά από μένα τον
πρωτότοκο, ακολουθούσαν άλλα τέσσερα παιδιά. Και υπήρχε μόνο ένα μεροκάματο για
όλους-του πατέρα. Η διαδικασία μπαίνει μπροστά. Στην αρχή εγώ στην Καλλιθέα, να
προετοιμάζομαι για τις εξετάσεις, ύστερα η Ζωή-η μεγάλη μας αδελφή-στον Πειραιά
να εργάζεται σ’ ένα φίλο του πατέρα που είχε μια μικρή βιοτεχνία ρούχων και να
φιλοξενείται στην οικογένειά του. Και τέλος η μητέρα που πήρε τους δρόμους,
ψάχνοντας να νοικιάσει ένα σπίτι στον Πειραιά για να στεγάσει τα’ ασκέρι που θα
μετακόμιζε.
Αύγουστος πια και η κυρά Σοφία με πήρε ένα πρωί να πάμε να
δούμε ένα σπίτι που είχε «κλείσει» στον Πειραιά στην Γούβα του Βάβουλα.
Εκείνο τον καιρό, είχε βέβαια αρχίσει η ανοικοδόμηση της
Αθήνας και του Πειραιά αλλά ακόμη έβρισκες παλιά σπίτια με έναν ή δύο ορόφους
κατάλοιπα της οικονομικής άνθησης πριν από τον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Σ’ ένα
τέτοιο διώροφο βρήκε και «καπάρωσε» η μητέρα δύο δωμάτια και κουζίνα.
Όταν αντίκρισα το σπίτι έπαθα σοκ. Με την ξύλινη εσωτερική
σκάλα, την τζαμαρία που έβλεπε στην σκοτεινή αυλή, την πρόχειρη επισκευή του
που τόνιζε, παρά μείωνε τη σημασία της φθοράς δημιουργώντας τόση έντονη
αρνητική εντύπωση σε μένα, που όταν φεύγοντας μια άλλη νοικάρισσα που
συναντήσαμε μας ευχήθηκε «καλό χειμώνα», έπεισα την μητέρα να βρούμε κάτι
καλύτερο. Το καλύτερο ήταν κάτι ανάλογο στην Αγία Σοφία, αλλά εν τω μεταξύ οι
αντιστάσεις μου είχαν αρχίσει να ατονούν.
Η Γούβα του Βάβουλα
βέβαια (πολύ θα ήθελα να μάθω πως πήρε αυτό το όνομα) δεν ήταν καθόλου μα
καθόλου μια περιοχή μπαμπούλας κι αυτό το κατάλαβα στα αμέσως επόμενα χρόνια
περπατώντας στην περιοχή που έμενε ένας από τους Πειραιώτες καλός μου φίλος.
Περιοχή που κατοικούνταν-τότε-από «σφιχτοδεμένες», αστικές πειραϊκές
οικογένειες, που απ’ αυτές ξεπήδησαν Επιστήμονες και άλλα κοινωνικά στελέχη της
μετέπειτα δεκαετίας. Η ειδική σημασία που απόκτησε για μένα τον επαρχιώτη, που
μεγάλωνε προστατευμένος από το ισχυρό γονικό ένστικτο του Κυρ-Μανώλη και της
Κυρά-Σοφίας είναι ότι, κατάλαβα την δομή της αστικής οικογένειας. Και το λέω
αυτό γιατί με τις πρώτες φιλίες στον Πειραιά, φοιτητής πια, μπήκα σε τέτοια
σπίτια και έζησα τη ζωή τους. Η Γούβα του Βάβουλα σήμερα είναι όπως είναι. Για
μένα όμως κατέχει στη μνήμη μου μια θέση, σαν όνειρο. Τα ερείπια των Μακρών
Τειχών, η πυροσβεστική κοντά στη γέφυρα του Καλαμάκι,(το όνομά της το πήρε από
τον ιδιοκτήτη του αλευρόμυλου που υπήρχε έως πριν γίνει η γέφυρα), με τους
πυροσβέστες να πίνουν τον καφέ τους στο πεζοδρόμιο, δίπλα στην περικοκλάδα που
πρασίνιζε σε πείσμα του καυσαέριο, τους ίσους δρόμους που λες και σταματούσαν
κι αυτοί μαζί με μας να πιούν τον καφέ τους, στο «Ακροπόλ» στην πλατεία
Δημοτικού Θεάτρου και πάνω απ’ όλα οι δικές μου ανακαλύψεις απ’ τις κουβέντες
με τους φίλους. Το πολιτιστικό και πολιτικό στίγμα της εποχής. Η νεολαία
Λαμπράκη, ο Θεοδωράκης, ο Σεφέρης (το πρώτο Νόμπελ τότε), ο Ελύτης.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στον Αύγουστο του 1963.
Νοικιάζοντας λοιπόν στην αρχή της οδού Βιτωλίων δύο δωμάτια
και κουζίνα με κοινή τουαλέτα, στον πρώτο όροφο ενός νεοκλασικού διώροφου
λίγο-πολύ σαν το διώροφο της Γούβας του Βάβουλα, αλλά πιο καλά διατηρημένο μετακομίζουμε
εκεί. Η εποχή για την οποία μιλάμε πνέει ήδη τον αέρα μιας αλλαγής θα έλεγα
μεγάλης και καθοριστικής που πλανιόταν παντού και κατακάθιζε και στις γειτονιές
και στις ψυχές μας. Επιθυμία μου είναι να σας κάνω να «αναπνεύσετε» και σεις
τώρα, αυτό που «ζούσαμε» εμείς τότε έστω και για λίγο και για να το καταφέρω θα
σας πάω στο κέντρο του Πειραιά, στο μαγαζί που όπως σας είπα δούλεψε για λίγο η
αδελφή μου η Ζωή, γωνία Φίλωνος και Καραολή-Δημητρίου.
Ας μιλήσουμε για τις άλλες τρεις γωνίες που αποτελούν αυτό
το σταυροδρόμι. Πρώτα το κτίριο του τότε Ταχυδρομείου. Σήμερα λαμπρά
αναπαλαιωμένο-ως Πινακοθήκη του Δήμου-τότε αφημένο στη φθορά του χρόνου ν’
αργοπεθαίνει από την εντατική χρήση του. Στα χρόνια που ακολούθησαν είδα πολλά,
γιατί ταξίδεψα λιγάκι, κι έχω να μαρτυρήσω ότι η πρώτη εντύπωση που είχα
βλέποντας ένα τέτοιο κτίριο, μοιάζει με την εντύπωση που είχα βλέποντας τα κτίρια
της Βουδαπέστης. Μόνο που το Ταχυδρομείο του Πειραιά, θες γιατί το φως του
Πειραιά του απάλυνε θα λέγαμε τις γραμμές, θες γιατί ήξερα πως λίγο παρακάτω
ανοίγει τον ορίζοντα η θάλασσα, μου άφηνε μια γλυκόπικρη αίσθηση αισιοδοξίας,
σε αντίθεση με την πικρή κι απαισιόδοξη «ψυχή» των κτιρίων της Βουδαπέστης του
«Υπαρκτού Σοσιαλισμού», που γνώρισα.
Και για να φλυαρήσουμε και λίγο περισσότερο θα σας περπατήσω
λίγα μόλις μέτρα παρακάτω από το
Ταχυδρομείο. Επί της Φίλωνος, να συναντήσουμε το χαρτοβιβλιοπωλείο του Καλούδη.
Ένα από τα πρώτα του Πειραιά. Το πρώτο μου είπαν ήταν του Σμυρλή στην Τσαμαδού.
Α, και να μην ξεχάσουμε και τον άλλο σταθμό της πυροσβεστικής που ήταν εκεί και
είναι ακόμα. Τέλος το βιβλιοπωλείο του Μαρινάκη, κέντρο των φιλοτελιστών στον
Πειραιά. Η άλλη γωνία όπως την γνώρισα τότε, ήταν ένα μεγάλο οικόπεδο-αργότερα
έμαθα ότι εκεί ήταν το στρατιωτικό εργοστάσιο ρούχων αυτό που ονομάζουμε Κοπή,
που υπήρχε την εποχή που έζησα στον Πειραιά κοντά στην Ανάσταση, και υπάρχει ακόμα- μέσα
στο οποίο ήταν στημένο ένα Λούνα-πάρκ. Δίπλα από το
Λούνα-πάρκ, επί της Φίλωνος υπήρχε γνωστό εκκλησιαστικό
βιβλιοπωλείο από το οποίο είχα προμηθευτεί αρκετούς δίσκους βυζαντινής
μουσικής, με τους οποίους εμπλούτισα την δισκοθήκη μου. Τέλος η τρίτη γωνιά, το
σπίτι -που υπάρχει ακόμη-της οικογένειας του Γεωργίου Μιζάρα, σήμερα ανήκει στο
Ορφανοτροφείο και το Γηροκομείο του Πειραιά. Τότε ζούσε σε αυτό η χήρα Μιζάρα.
Ο Γεώργιος Μιζάρας ήταν παππούς του Γιώργου ακριβού φίλου πειραιώτη. Από αυτόν
έχω ακούσει πολλά για την οικογένεια και την ιστορία της. Στο ισόγειο του
σπιτιού υπήρχε ένα κλασικό της εποχής καφενείο δίπλα από το παλαιοβιβλιοπωλείο
του Ζαφειρόπουλου, και αμέσως μετά το ολοκαίνουργιο –τότε-κτίριο του ΟΤΕ. Το
κτίριο του ΟΤΕ είχε τον ρόλο του στη ζωή μου γιατί μαζί βέβαια με τον πατέρα
δουλεύαμε στην καντίνα του για χρόνια, τα περισσότερα της Χούντας. Πως όμως να
μην αναφέρω και το Παρακαταθηκών και δανείων επί της Φίλωνος; Κι αυτό
ιδιοκτησία Μιζάρα. Στο μπαλκόνι του σπιτιού μου σήμερα υπάρχουν μερικές
γλάστρες από τον «κήπο» που είχε η Μεταξία Μιζάρα-η γιαγιά του Γιώργου- στην
ταράτσα του Παρακαταθηκών.
Με τον πατέρα να δουλεύει-και να τον βοηθάω-στον ΟΤΕ για το
καθημερινό μας, τα παλαιοβιβλιοπωλεία να ταΐζουν το πνεύμα μου, το Γιώργο
εγγονό του Μιζάρα που δεν ασχολήθηκε με το εμπόριο όπως οι περισσότεροι γόνοι
των αστικών οικογενειών του Πειραιά, αλλά με τις Επιστήμες, να σηματοδοτεί με
το φωτεινό του πνεύμα και το κοφτερό του μυαλό όλη τη μετέπειτα ζωή μου. Για να
είμαι όμως πιο σαφής θα πρέπει να σας δώσω το στίγμα της ευρύτερης περιοχής
μέσα στο οποίο εντάσσεται το σταυροδρόμι. Η Αγία Τριάδα-μητρόπολη-το παλιό
ρολόι με το καφενείο του τότε και τον κήπο από πίσω. Η αγορά, το λιμάνι, η
τρούμπα, όλα μια ανάσα από το σταυροδρόμι. Εκείνη την εποχή αν κάποιος στεκότανε
για λίγο στις αφετηρίες των λεωφορείων μπροστά από τον φούρνο του Πριφτάκη, στο
τέλος της Καραολή-Δημητρίου, θα ψηλαφούσε τον παλμό μιας «θάλασσας» ανθρώπινης
που ζούσε στην Κοκκινιά την Νεάπολη την Νίκαια, του Κορυδαλλού και θάχε στα
χείλη του την στιφή κι αρμυρή γεύση του αγώνα των ανθρώπων για ένα καλύτερο
αύριο.
Καιρός όμως να ξαναπιάσουμε το κουβάρι της αφήγησης. Αύγουστος
του 1963 μετακομίζουμε στα δυό δωμάτια της οδού Βιτωλίων 2. Επόμενη γωνία
Βιτωλίων και Αιτωλικού η διάσημη ταβέρνα «Βασίλαινα». Οι γύρω δρόμοι μέχρι
σχεδόν το λιμάνι και παράλληλοι με τις γραμμές του τρένου ήσαν γεμάτοι μικρά
σπίτια, ισόγεια, χτισμένα με το υστέρημα του κατώτερου ναυτικού, του εργάτη,
του εσωτερικού μετανάστη. Σπίτια με τις αυλές τους, τις γλάστρες τους, την
πάστρα του ασβέστη και τον μόχθο της νοικοκυράς. Στην Βιτωλίων βέβαια το σπίτι
ήταν νεοκλασικό. Όχι της ποιότητας του νεοκλασικού του κέντρου του Πειραιά,
όπως π.χ. το σπίτι του Μεταξά, ή εκείνο του Τσίλλερ στην πλατεία
Αλεξάνδρας που το ύμνησε ο Τσαρούχης. Η
τύχη πάντως αυτών των σπιτιών την δεκαετία του 1960 ήταν καθορισμένη.
Πολυκατοικία.. Για εκείνον που ξέρει την περιοχή, αυτόματα πηγαίνει ο νους του
στον κινηματογράφο «Καλλιφόρνια» τ’ όνομά του με προϊδεάζει ότι κάποιος Έλληνας
μετανάστης στην Αμερική ξόδεψε τα λεφτά του γι’ αυτό. Ένα κτίριο με όψεις σε
δύο δρόμους-η μία Παλαμηδίου με μαγαζιά στο ισόγειο. Το ραφείο του Αργυριάδη
ήταν εκεί, που δούλευε πολλά χρόνια η άλλη μου αδελφή η Βούλα. Και βέβαια η
κινηματογραφική αίθουσα στον πρώτο όροφο. Αριστερά και δεξιά από το κτίριο του
κινηματογράφου τα δύο μεγάλα καφενεία της συνοικίας, το «Αβέρωφ», και το
καφενείο του Περιμένη, αργότερα δούλεψε ο πατέρας μου, μετά τον ΟΤΕ. Να μην
ξεχνάμε όμως και τα Μανιάτικα, πιο πάνω, που καθορίζανε σε μεγάλο βαθμό,
συμπεριφορές και νοοτροπίες όλης της περιοχής. Και να μην ξεχάσω και τον άλλον
κινηματογράφο την «Κρανάη». Με το ωραίο της όνομα απ’ το νησάκι-χερσόνησος
ακριβώς- που βρίσκεται στο Γύθειο. Προφανώς μανιάτης ο νονός. Κι ο άλλος τέλος,
θερινός αυτός, στην ταράτσα του κτιρίου γωνία Παλαμηδίου και Λακωνίας,
«Κρόνιον» νομίζω τον λέγανε. Σε αυτή τη συνοικία έκανα τους πρώτους Πειραιώτες
φίλους και με αυτούς παρέα ωριμάσαμε και περάσαμε στο άλλο σκαλοπάτι της ζωής
μας το πιο υπεύθυνο, το πιο συνειδητοποιημένο. Αλλά ας μείνω λίγο ακόμη στις
εφηβικές αναπολήσεις μου. Τίποτα λέω δεν είναι εντελώς τυχαίο. Το σπίτι στην
Αγία-Σοφία το «πιάσαμε» γιατί λίγο μακρύτερα, στον Άγιο Διονύση, έμενε μια φίλη
και πατριώτισσα της μητέρας μου, η κυρά Φωτούλα. Κι έτσι υπήρχε και κάποιος
σύνδεσμος με την Κόρινθο. Η κυρά Φωτούλα-χήρα με πέντε παιδιά- είχε μετακομίσει
χρόνια πριν από εμάς σ’ ένα ιδιόκτητο σπίτι στην οδό Σφακτηρίας στον Άγιο
Διονύση. Πριν από τις γραμμές του Τραμ του Πειραιά, που πήγαινε τότε μέχρι το
Πέραμα. Κι είναι οι γραμμές του Τραμ η μια άκρη μιας άλλης περιοχής-λαϊκής,
εργατικής-με την άλλη άκρη τον κινηματογράφο REX, την εκκλησία και το σουβλατζίδικο του Καράμπαμπα. Την
περιοχή,
ειδικά τις γραμμές του τρένου που σε κάποιο σημείο είναι
κάτω από τον δρόμο, την έχει φωτογραφήσει κατά κόρον θα λέγαμε ο τότε ανθίζων Ελληνικός
κινηματογράφος. Επομένως μιλάμε για πολύ γνωστή εικόνα. Ποιός όμως άραγε θυμάται
τον λαϊκό κινηματογράφο «Βαλκάνια» τον λέγανε, και τα Λουτρά στην αρχή του
δρόμου που πάει για την Ανάσταση, αμέσως μετά την Αγίου Δημητρίου. Ποιος
θυμάται το θερινό κινηματογράφο «Όασις» στην περιοχή με το φτηνό του εισιτήριο.
Τα θυμόμαστε εμείς, παιδιά τότε που δεν χάναμε ταινία για ταινία Ελληνική.
Ξετυλίγεται λοιπόν
αργά κι επώδυνα τώρα πια το κουβάρι της ζωής. Αδειάζει, νομίζεις ο χρόνος, τι
θα γεμίσει το κενό. Η ανάμνηση. Το γρήγορο κομματιαστό ξετύλιγμα της ζωής, τότε
που είμαστε νέοι. Και να μου επιτρέψετε να παρασύρω και εσάς σ’ αυτή τη
διαδικασία, Πειραιώτες και μη Πειραιώτες. Κι ας μπερδευτούν τα κουβάρια.
Έτσι κι αλλιώς-ευτυχώς- ακόμα ξετυλίγονται.
Νίκος Τόμπρας,
ανέκδοτο κείμενο, Κυψέλη, Σεπτέμβρης 2008
Πειραιά-Βεγγάζη μ’ ένα ψαροκάικο
….Ήταν, θυμάμαι,
κάποιο Σαββατόβραδο. Ο Αύγουστος έτοιμος να σαλπάρη στην αιωνιότητα του χρόνου.
Σε μια απόμερη γωνιά του Πειραϊκού λιμανιού που οι άνθρωποι της πιάτσας
ονομάζουν «Καρβουνιάρικα», βρισκόταν κάπου, ανάμεσα σ’ ένα σωρό άλλα
αγκυροβολημένα σκαφίδια, κι ένα βασανισμένο μηχανοκάικο. Στην πρύμη του,
καθισμένος πάνω σ’ ένα βαρέλι, παρακολουθούσα, την κίνηση του λιμανιού. Βαπόρια
που έρχονταν και φεύγαν. Βαπόρια που σφύριζαν το καθένα σ’ ένα διαφορετικό
τόνο. Άλλα ανάγγειλλαν τον ερχομό τους σα σκίρτημα χαράς, κι άλλα πάλι
τραβούσαν προς τα έξω βραχνιασμένα. Μακρυά, τα φώτα χάνονταν στα νερά, σαν
κουρασμένες πυγολαμπίδες. Άνθρωποι που δεν φαίνονται: Οι αχθοφόροι κι όλοι
εκείνοι οι εργάτες των πόρτων, ακόμα κι παστελάδες, οι σαλεπιτζήδες.
Άνθρωποι που βγάζαν
τακτικά ημερομίσθιο κι άνθρωποι που ζούσαν με την αβέβαιη κομπίνα της στιγμής.
Κάποιο πακέτο αμερικάνικα τσιγάρα, κάποιος ξένος γλεντζές, κάποια οποιαδήποτε
δουλειά του ποδαριού. Άνθρωποι που γι’ αυτούς η νύχτα είναι ίδια με τη μέρα, γιομάτη
πάλη… Ένας γύρος του βλέμματος απ’ τα μακρινά πράγματα, που άλλα φαινόντουσαν
αμυδρά, κι άλλα μπορούσε κανείς να φανταστή πως υπήρχαν, μας φέρνει πάλι πίσω
στο φτωχό αποκούμπι των ψαράδων, στα Καρβουνιάρικα. Κι εδώ άνθρωποι που τους
βλέπεις κάτω απ’ το βρώμικο ημίφως να πηγαινοέρχωνται, άλλοι βιαστικά κι άλλοι
βαριεστημένα. Όλο και κάτι μεταφέρουνε στους ώμους , κι όταν τα χέρια τους,
γυρίζουν λεύτερα, χειρονομούν, μουγγρίζουν καλοκάγαθα και κάπου-κάπου
μισοαρπάζονται.
Όταν όλα τα
πράγματα είχαν φορτωθή στο καΐκι, νερά, τρόφιμα, κότες και τσουμπελέκια δύο
επιβατών, πετρέλαιο κι όλα τα απαραίτητα για το ψάρεμα, εργάτες και
θαλασσόλυκοι κάναν βόλτες πάνω στην κουβέρτα κι άρχισαν να τα λένε. Ο
καπετάνιος αργούσε να φανή κι έτσι πήραμε ώρα να περιμένουμε το σαλπάρισμα για
το μεγάλο ταξίδι…
Κωστής Χαιρόπουλος, «Ταξίδια
και περιπέτειες» Αθήνα, εκδ. Ματαράγκας χ.χ. σ.5,6,.. (το κείμενο είχε
δημοσιευθεί στην εφημερίδα «Έθνος» τον Οκτώβριο του 1954, με τον τίτλο «Στη
Λιβύη με τους σφουγγαράδες μας»
Ακριβή
Κουράστηκα
στη ζωή μου κουράστηκα και υπόφερα πολύ.
Είμαι ένας άνθρωπος
που δεν πείραξε ποτέ κανέναν, έγινα θυσία για όλους , αλλά για μένα δε βρέθηκε
κανείς. Το’ θελε η μοίρα μου, φαίνεται, να με ρίξει στον Πειραιά, να πάρω έναν
άντρα που δεν ήθελα και να δουλεύω στο εργοστάσιο για να τους θρέψω όλους,
οικογένεια κι αδέρφια, και να τρέχω στα νοσοκομεία και στις φυλακές, πότε για
τον έναν, πότε για τον άλλον.
Μεγαλώνοντας εγώ,
ταξιδέψανε τ’ αδέρφια μου… Ο Θωμάς που πνίγηκε, πήγε στον Πειραιά, ο Σπύρος το
ίδιο κι ο Σωτήρης στη Θεσσαλονίκη. Ταχτοποιηθήκανε πολύ καλά. Η Φωτεινή, ο
Άγγελος κι ο Πάνος, ήτανε μικρά ακόμα, πιο μικρά από μένα. Το Σπύρο τον είχε
πάρει μαζί του ο πατέρας μου στην Αμερική. Τον έβαλε εκεί στα καλύτερα σχολεία
να σπουδάσει, να γίνει άλλος άνθρωπος, αλλά ο Σπύρος φοβότανε τους αραπάδες και
δεν ήθελε να μείνει. Τον κάνανε χρυσό οι θείοι μου, μείνε και μείνε, μα δεν
άκουσε κανέναν κι όταν γύρισε ο πατέρας μου, γύρισε κι αυτός. Αλλά δεν ήρθε στο
χωριό, έμεινε στον Πειραιά. Αυτός με πήρε στο λαιμό του. Για να εξυπηρετηθεί ο
ίδιος, με πάντρεψε με τον πρώτο που βρήκε και με κράτησε εδώ.
Εγώ κατέβηκα στον
Πειραιά το ’38, δεκαεφτά χρονών κοπελίτσα, να φτιάξω τα δόντια μου και δεν
ξανάφυγα.
Σπύρος
Εγώ με μισό γουρνοτσάρουχο ξεκίνησα
απ’ τη Χελιδόνα.
Είχα έναν αδερφό
που πνίγηκε κι άλλα πέντε αδέρφια μικρότερα. Εγώ ήμουν και πατέρας, εγώ και
αδερφός και μάνα. Αλλά αφού τους οδηγούσα, τους έλεγα έτσι θα πάτε, έτσι θα
περπατήσετε, γιατί παραπατήσανε; Αυτοί γυρνάγανε στα βουνά και στις φυλακές,
αλλά ποιος τους κοίταζε; Συνέχεια με το χέρι στην τσέπη ήμουνα. Ό,τι
χρειαζόντουσαν, μα τ’ αδέρφια μου, μα οι οικογένειές τους, στο Σπύρο τρέχανε.
Εγώ είχα μυαλό από
μικρός. Είδα στη Χελιδόνα δεν είχαμε προκοπή. Φως από πουθενά. Είχαμε έναν
πατέρα, θεριό, ίσαμε έναν πλάτανο αλλά, ο Θεός να σε φυλάει! Άγριος. Δεν ήθελε
ν’ ακούσει το παραμικρό. Σκληρός. Έκανε δώδεκα χρόνια στρατιώτης συνέχεια,
λοχίας, στο ευζωνικό, κοντά στον Κωνσταντίνο πάντα. Θέλανε να το πάρουν και
στην Μικρά Ασία, αλλά είχε πάθει το μάτι του και δεν πήγε. Με πήρε και πήγαμε
στην Αμερική το ’20. Εγώ ήμουνα, ούτε δώδεκα χρονών….
Φύγαμε μ’ ένα εγγλέζικο βαπόρι το «Πανώνια» λεγόμενο, της
Τιούνερ Λάιν…
Στην Αμερική δεν
κάτσαμε πολύ. Ο πατέρας δεν μπόραγε, δεν ξέρω πέθανε η μάνα του εδώ κι ήθελε να
γυρίσει….
Γυρίσαμε πίσω με το
«Βύρων», το «Νέο Ελλάς» λεγότανε τότε.
Όμως στο χωριό δεν
γύρισα. Ντρεπόμουνα. Εκεί είχανε βγει φήμες πολλές. Α, θα φέρει λεφτά. Α, θα
κάνει έτσι, θα κάνει αλλιώς. Εμείς γυρίσαμε χωρίς δεκάρα. Άφραγκοι. Αφού δεν
κάτσαμε, που να τα βρούμε; Κάτι πράγματα που οικονόμησε ο πατέρας, μας δώσανε
από κει, τα πουλάγανε μετά για να φάνε. Να πάω κι εγώ; Έμεινα στον Πειραιά
μπήκα στη λάντζα σε μια ταβέρνα στη Φίλωνος. Στην Τρούμπα. Τι τράβηξα!..
Δουλειά από νύχτα σε νύχτα και να κοιμάμαι κλεφτά σ’ ένα υπόγειο, κάτω. Όλοι
του σκοινιού και του παλουκιού, πουτάνες, παληκαράδες. Δίπλα ήτανε ένα
χαρτοπαίγνιο μ’ ένα πηγάδι στην αυλή. Πόσους είχε φάει αυτό το πηγάδι. Απ’ την
στεναχώρια και τον φόβο μου, πέσανε τα μαλλιά μου κι έβαλα γλίνα απ’ το τηγάνι
μ’ ένα πανί από πάνω να μη σκορπάει, για να ξαναφυτρώσουνε.
Ένα βράδυ, τρώγαμε
μ’ ένα άλλο παιδί απ’ το Λιδωρίκι. Το πηρούνι αντί στο στόμα, να πηγαίνει στο
μάτι απ’ τη νύστα και την κούραση. Εκεί ήτανε μια πόρτα καρφωμένη από πάνω
ήτανε ξενοδοχείο. Βλέπουμε και μπαίνει ένας αράπης μέσα, μέχρι εκεί πάνω. Ωπ,
γύρισε μας κοίταξε, προχώρησε κι έφυγε. Πάμε με τρόπο, κοιτάμε την πόρτα,
καρφωμένη όπως ήτανε. Ώρε, γαμώ την κόλαση; Τώρα τι να κάνουμε. Βγαίνουμε
απέναντι σ’ ένα καμπαρέ, ήτανε ένας φίλος του αφεντικού, πελάτης, μας ήξερε.
Του κάνω νόημα κι έρχεται έξω. Του λέω έτσι κι έτσι.
-Μη φοβάστε ρε, δεν είναι τίποτα. Φαντασίες.
-Τι φαντασίες, αφού τρώγαμε και τον είδαμε.
-Φαντασίες.
Έκατσα δυό χρόνια
εκεί, μετά πήγα απέναντι σ’ ένα άλλο μαγαζί, πήγα και σ’ άλλα, αλλά το μυαλό
μου ήτανε στην Αμερική.
Ακριβή
Σ’ όλη την Κατοχή,
εγώ έμπαινα μπροστά, και για τον άντρα μου και για τους σπιτονοικοκυραίους μου
και για τ’ αδέρφια μου. Κρυβόμαστε στο υπόγειο του σπιτιού και το πρωί έβγαινα
εγώ να δω, πριν βγούνε οι άλλοι. Κάνανε μπλόκα οι Γερμανοί και σ’ αρπάζανε. Όταν έγινε το μπλόκο
της Κοκκινιάς, ακούσαμε φασαρία, φωνές.
-Βγες Ακριβή να δεις τι είναι.
Βγήκα εγώ, έμαθα τι
γίνεται και δεν τους άφησα να φύγουνε. Εκεί στο υπόγειο είχαμε βάλει σακιά με
άμμο στα παράθυρα, γιατί άρχισε το Κίνημα κι είχαμε συνέχεια βομβαρδισμούς. Από
τον άσφαλτο και κάτω, ήτανε ο στρατός και από τον άσφαλτο και πάνω οι αντάρτες.
Τη νύχτα, οι αντάρτες κατεβάζανε το στρατό ως το λιμάνι, τη μέρα, ανέβαζε ο
στρατός τους αντάρτες επάνω στο βουνό. Γινόντουσαν μάχες συνέχεια. Και χωρίς
εγώ να το ξέρω, με τους αντάρτες ήτανε κι αδερφός μου Άγγελος. Είχε κατέβει με το τάγμα του απ’ τη
Ρούμελη και πολέμαγε πλάι στο σπίτι της αδερφής του, χωρίς να το ξέρει. Ήξερε
πως μένουμε στον Πειραιά, αλλά δεν ήξερε ακριβώς που.
Τον άντρα μου
ήρθανε δυό φορές να τον πάρουνε.
Μια οι Χίτες, που
μπήκανε ξαφνικά μες στο δωμάτιο που κοιμόμαστε. Αυτός ήτανε από τη μέσα μεριά,
μικροσκοπικός και δεν φαινότανε. Γύρισα εγώ με το πλάι, τον κάλυψα εντελώς.
-Καλώς τα παιδιά. Τι θέλετε; Ρωτάω.
-Που είναι ο άντρας σου;
-Στο φούρνο ψήνει.
Φύγανε αυτοί.
Μας πετύχανε οι
αντάρτες στο υπόγειο, όλους μαζεμένους. Έξω χάλαγε ο κόσμος, οβίδες, κακό.
Ήρθανε τρείς-τέσσερις, με τα όπλα, να στρατολογήσουνε για αγγαρεία. Πήρανε κάτι
άλλους, εγώ μόλις τους είδα, ρίχνω μια κουβέρτα στον άντρα μου και κάθισα επάνω
του. Εκείνος ξαφνιάστηκε, δεν κατάλαβε τι έκανα. Πήρανε όσους βρήκανε κι αυτός
γλίτωσε.
Τέλειωσε το Κίνημα
κι ήρθανε οι αραπάδες. Μπαίνανε μες στα σπίτια και ψάχνανε….
Διονύσης
Χαριτόπουλος, «τα παιδιά της χελιδόνας», Αθήνα, εκδ. Καστανιώτης1983, σ.9,10,13,
14,15,51,52
Οι περιοχές και τα στέκια που μαζευόντουσαν και δημιουργούσαν οι
Μάγκες
Ο Πύργος της Ηλείας, η Καλαμάτα,
η Τρίπολη, τα Τρίκαλα, το Ναύπλιο, το Άργος, ο Βόλος, η Λάρισα, η Θεσσαλονίκη,
τα Γιανιτσά, το Κιλκίς, τα Γρεβενά, η Σύρα, ο Πειραιάς, και η Αθήνα, ήσαν τα
μεγαλύτερα στέκια, ή περιοχές που ζούσαν οι μάγκες και δημιουργούσαν ταραχές,
σύγχυση, αταξία και θόρυβο προκαλώντας γενική οργή στην εξουσία. Στις γειτονιές
της Αθήνας, Γκαζοχώρι, Βατραχονήσι, και Αέρηδες στου Ψυρρή, στο Μεταξουργείο
στη Δεξαμενή, στις γειτονιές του Πειραιά, στην Καστέλα, στου Καραϊσκάκη, στην
Δραπετσώνα, στην περιοχή της Τρούμπας, στο Νέο Φάληρο που ζούσαν και
διαφέντευαν οι Σκριβάνος, Δέλιας, Καρυδάκιας, ο Φούρκας, κ. ά. Γειτονιές που
παράγκες, τενεκέδες και μπορδέλα ήσαν αγκαλιασμένα σε μια συμπαγή μάζα, που
αγαπητικοί, μπράβοι, έμποροι ναρκωτικών και χρήστες, μπερμπάντηδες και
μαχαιροβγάλτες γύριζαν μέσα στη νύχτα παρακολουθούμενοι από τους αστυνομικούς
με τα πολιτικά με τα φαρδιά παλτά και τα ιδιότροπα καπέλα τους και τα μαύρα
γυαλιά, που τους επέτρεπαν να βλέπουν όσα ήθελαν και όποιον ήθελαν για να το
οδηγήσουν στο τμήμα ασφαλείας για εξακρίβωση…Μέσα στα διάφορα καταγώγια
σύχναζαν οι μάγκες, πίνοντας ούζο, τσίπουρο και το χασίσι τους, πράγματα που
τους προξενούσαν ένα ηδονικό συναίσθημα, ακόμα και λήθαργο, υπερβολικά
ευχάριστον ως ξελιγωτικό, μεθούσαν και όπως λέει και ο λαός «είδε ο τρελός τον
μεθυσμένο και φοβήθηκε» γιατί είναι γεγονός πως ο μεθυσμένος πολλές φορές είναι
πιο επικίνδυνος από τον τρελό. Έτσι κι έβγαιναν στους δρόμους, αλλοίμονο σε
εκείνον που θα τολμούσε να τους λοξοκοιτάξει. Σκότωναν έτσι για τη μαγκιά τους,
από το μεράκι τους. Η
Αστυνομία σε κείνα τα μέρη κάθε τόσο ερχότανε σε συμπλοκές
μαζί τους και πάρα πολλές φορές, πολλοί από τους άντρες της σκοτωνόντουσαν. Τα
μέρη αυτά με την αυξημένη εγκληματικότητα ήσαν τόποι επικίνδυνοι για
χωροφύλακες και αστυφύλακες… Μετά από χρόνια πολλοί από τους μάγκες αδυνατώντας
ν’ αντέξουν άλλο το κυνηγητό της αστυνομίας, αλλά και τα σε βάρος τους δυσμενή
σχόλια ακόμα και από τους πιο δικούς τους ανθρώπους, εγκατέλειψαν την ύπαιθρο και σπεύδουν να εγκατασταθούν στα
μεγάλα αστικά κέντρα, που τα μπουρδέλα, οι τεκέδες, το εμπόριο ναρκωτικών και
οι κύριοι που πλέρωναν για το φόνο κάποιου που η παρουσία του τους ενοχλούσε ή
και για ξυλοδαρμούς ανύποπτων ανθρώπων που στεκόντουσαν εμπόδιο στις
βρωμοδουλειές τους, αφθονούσαν.
Σ’ αυτές λοιπόν τις
πόλεις σε περιοχές υψηλής εγκληματικότητας, συγκεντρώθηκαν και ζούσαν στα
«γκέτο» που είχαν όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά των περιθωριοποιημένων
πληθυσμών, τοπικό συγκεντρωτισμό, δικιά τους διάλεκτο(αργκό), δικιά τους
κουλτούρα, τραγούδι και προπαντός δικούς τους άγραφους νόμους. Αυτή λοιπόν η
συνοχή η αδιάρρηκτη και ομοιόμορφη στον τρόπο ζωής, ομιλίας και συνηθειών,
δημιούργησε μιαν ιδιαίτερη φιλοσοφία ζωής και ξεχωριστούς κανόνες, ο οποίοι
εκφράζονταν μέσα από τα τραγούδια τους και τους χορούς τους…
Μέσα σ’ αυτά τα «γκέτο» οι μάγκες τον τρόπο ζωής τους τον
ήθελαν δίχως μεταξύ τους μυστικά και φιλοσοφίες που δεν καταλάβαιναν. Μα ούτε
τον ήθελαν στατικό και ηθικό. Η ιδέα πως το κάθε τι έπρεπε να έχει μιαν αρχή,
δεν τους ταιριάζει. Προτιμούσαν να ζούνε χωρίς το φόβο του μυστηρίου της ήττας
του θανάτου. Ριχνόντουσαν μέσα σε όλα, λες και επρόκειτο για γλέντι. Ενώ παράλληλα,
αυτή τους η πίστη τους δυνάμωνε το ένστικτο της αυτοσυντήρησης τους απέναντι
στους μηχανισμούς περιθωριοποίησης κάνοντάς τους να διατηρούν μια δική τους
πέρα για πέρα ιδιότυπη ιδιομορφία. Η οργή και το μίσος των άλλων ανθρώπων…τους
έκαναν να αναπτύσσουν μεταξύ τους προσωπικές σχέσεις και να φτιάχνουν
αμοιβαίους κανόνες που χαρακτηρίζουν στο σύνολό τους την υπόλοιπη κοινωνία. Αυτοί οι όχι από μόνοι
τους περιθωριοποιημένοι μάγκες, είχαν μάθει μέσα στα σκληρά σχολεία της
φτώχειας και της απόγνωσης να μην κοιτάζουν γύρω τους για να βρούνε φανταστικά
στηρίγματα, να μην εφευρίσκουν συμμάχους στον ουρανό, αλλά να αποβλέπουν
καλύτερα στις δικές τους προσπάθειες στη γη, για να κάνουν όσο μπορούν καλύτερη
τη σύντομη παρουσία τους πάνω της.
«Τι να την κάνω τη ζωή αν είναι άλλη τόση
αφού μια μέρα το κορμί στο χώμα θε να λιώσει;»
Έτσι οι μάγκες μέσα
στα γκέτο τους, αναγκάζονται εκ των πραγμάτων να δρουν μ’ ένα συγκεκριμένο
τρόπο ζωής, ριζικά αντίθετο από εκείνον που ζουν οι υπόλοιποι άνθρωποι. Και
μάλιστα χωρίς να υπολογίζουν κανέναν άλλον από εκείνον τον κανόνα που έχουν οι
‘ιδιοι φτιάξει και που αποτελεί κανόνα ζωής της ομάδας τους.
Διονύσης Γ. Χιώνης,
«Οι Μάγκες-Γέννηση και εξέλιξη των Μάγκηδων και του Τραγουδιού τους», εκδ.
Αθήνα 1993, σ.75-80
Το
Ταξίδι μου
Οικιακά κυνάρια
Κατέβηκα στον Περαία κι απορούσα μ’
όσα βλέπανε τα μάτια μου. Τι ακάματος λαός! Τι ενέργεια που την έχει! Με τι
πόθο πιάνει δουλειά! Είναι δεν είναι πενήντα χρόνια, μόλις ύπαρχε η Αθήνα. Κοντέβουνε
τριάντα χρόνια που πήγα πρώτη φορά παιδί στον Περαία, και μόλις ύπαρχε ο
Περαίας. Σήμερα βλέπεις παντού δρόμους, μαγαζιά, μηχανές, φάμπρικες,
βιομηχανία, κίνηση και εμπόριο. Οι φάμπρικες αφτές πόσο μου αρέσουνε! Η λέξη
μπορεί να είναι ξένης παραγωγής οι φάμπρικες όμως είναι δικές μας- κι αφτό μας
φτάνει, παιδιά. Πρέπει ναρθή κανείς από την Τουρκιά, για να καταλάβη τη
διαφορά, για να διή τι θα πη έθνος, τι είναι λαός, τι γίνεται με της ψυχής την
ενέργεια, με την αγάπη της πατρίδας, τι μπορεί να κατορθώση η λεφτεριά. Σας
βεβαιώνω πως ο Παρθενώνας δε μου αρέσει, όσο μου αρέσει τόνομα της Λεφτεριάς, η
Ακρόπολη τόσο ωραία δεν είναι. Μια φορά είδα την Ακρόπολη και δεν χρειάστηκε να
την ξαναδώ. Μου έφτανε πως πατούσα λέφτερο χώμα. Από την Τουρκιά κατεβαίνω κι
ανοίγει η καρδιά μου. Ο Φειδίας δεν μπορεί να μου δείξη ωραιότητες πιο μεγάλες
από τη χαρά που φαίνεται σ’ όλα τα μάτια, από τη λεφτεριά που καθαρίζει τον
ουρανό, που σ’ ολωνώνε την όψη φέγγει κι ολωνώνε τα πρόσωπα φωτίζει. Εδώ βλέπω
έθνος! Εδώ βλέπω ζωή!
Βλέπω κάπου, κάπου
και κάτι άνοστα γραψίματα στα μαγαζιά- «Τη καλαισθησία» ή «Αποθήκη οίνων και
πνευματωδών ποτών» Μα δεν πειράζει. Σα να μην είτανε γραμμένα! Ο καλός μας ο
λαός κορακίστικα δεν ξαίρει, το κρασί, πάντα κρασί το λέει….
Τραβάτε, παιδιά,
ίσια στον Περαία, να μάθετε τη γλώσσα.
Καλήτερα θα τη
μάθετε στον Περαία παρά στο σκολείο.
Πολλή ώρα όμως δεν είχα να κάτσω στον Περαία, μήτε και να
προσέξω σ’ όσα κοίταξα. Είχα κάτι άλλα στο νου μου. Δεν είναι μονάχα το ζήτημα
της γλώσσης που μας βασανίζει είναι και το ζήτημα της προφοράς.
Γιάννης Ψυχάρης, «Το
ταξίδι μου», πρόλογος Κωστής Παλαμάς, Θεσσαλονίκη, Μακεδονικαί εκδόσεις χ.χ.
έκδοση 4η, σ.185,186,187
Περιεχόμενα
Βαγγελίτσα Σολωμού,-Ποίημα
Πρόλογος: Γιώργος Χ. Μπαλούρδος, «Ο δικός μου Πειραιάς» σ.9-19
Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, «Ο ζωγραφικός Πειραιάς» σ.21-22
Μάρκος Βαμβακάρης,-απόσπασμα- «Χρόνια στον Περαία. Το
κάρβουνο κι η χαμαλίκα» σ.23-26
Ηλίας Βενέζης,-απόσπασμα- «Τουρκολίμανο» σ.27-29
Μανόλης Γιαλουράκης,-απόσπασμα- -«Πειραιάς» σ. 31-34
Περικλής Γιαννόπουλος,-απόσπασμα- «…Στραφήτε προς τον
Πειραιά» σ. 35-36
Όθων Μ. Δέφνερ,-ποίημα- «Πειραιάς» σ.37
Άρης Δικταίος,-ποίημα-«Επινίκιος 1959» σ. 39-44
Γιώργος Θεοτοκάς,-απόσπασμα- «Φυγή» σ.45-47
Μαρία Ιορδανίδου,-απόσπασμα-«…Αυτή τη φορά πεντάρα» σ. 49-52
Γιάννης Καιροφύλλας, «Το ιστορικό ρολόι στον Πειραιά» σ.53-54
Αντρέας Καραντώνης,-απόσπασμα-«Κύκλοι στο Αιγαίο. Α΄ προς
τις Κυκλάδες» σ. 55-59
Νατάσα Κεσμέτη,-απόσπασμα-«Όρμος της Αφροδίτης» σ. 61-64
Καδιώ Κολύμβα,-απόσπασμα-«Ο Πειραιάς» σ. 65-67
Ναπολέων Λαπαθιώτης,-απόσπασμα-«Μόλις ο Νότης ο Αυγουστής»
σ.69-73
Μιχαήλ Μητσάκης, «Το Περιβολάκι» σ. 75-81
Βασίλης Μοσκόβης,-απόσπασμα-«Μόλις ετέλειωνε η δουλειά κάθε
βραδιά» σ. 83-85
Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, «Στο λιμάνι του Πειραιά» σ. 87-91
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης,-γράμματα-«Εν Πειραιεί τη…» σ.
93-96
Τίμος Μαλάνος,-απόσπασμα-«Τα Παιχνίδια μου» σ. 97-100
Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής,-λήμμα-«Πειραιεύς» σ. 101-102
Γεώργιος Σουρής,-ποίημα-«Ο Καρνάβαλος στον Πειραιά» σ.
103-104
Παναγιώτης Τέτσης,-απόσπασμα-«Β΄ Γυμνάσιο Αρρένων Πειραιώς»
σ. 105-109
Νίκος Τόμπρας,-ανέκδοτο κείμενο-«Μετακόμιση στον Πειραιά» σ.
111-118
Κωστής Χαιρόπουλος,-απόσπασμα-«Πειραιά-Βεγγάζη μ΄ ένα
ψαροκάικο» σ. 119-120
Διονύσης Χαριτόπουλος,-απόσπασμα-«Ακριβή» σ. 121-125
Διονύσης Γ. Χιώνης,-απόσπασμα-«Οι περιοχές και τα στέκια που
μαζευόντουσαν οι Μάγκες» σ. 127-129
Γιάννης Ψυχάρης,-απόσπασμα-«Το Ταξίδι μου. Οικιακά κυνάρια»
σ.131-132
Επίμετρο
Βασίλης Δ. Σολωμός Πειραιάς 6/4/1984 -Πειραιάς 28/11/2005
Ο Βασίλης Σολωμός
γεννήθηκε τον Απρίλη του ’84 και βλάστησε σε τούτη εδώ την πόλη την ίδια και
τόσο αλλιώτικη απ’ τις άλλες.
Τα πρώτα
αναγνωριστικά της ζωής βήματα τα ‘κανε σε μια γειτονιά του Πειραιά, τον Άγιο
Νείλο, που είχε ακόμη τη νησιώτικη μυρουδιά των κατοίκων της.
Στους
δρόμους σεργιάνισε τα όνειρά του, έτρεξε, κάλπασε. Στα σκαλάκια των σπιτιών
κάθισε με τους φίλους του, στις παρελάσεις του ερωτεύτηκε και στα βραχάκια της
Πειραϊκής έκλαψε.
Και στις 28
Νοέμβρη του 2005 πήρε τα 24 χρόνια και το γέλιο του κι έφυγε πλησίστιος.
Ευαγγελία Σολωμού, σ. 133
Ιστορικό μιας έκδοσης
Μνήμη Πειραιωτών συγγενών και
φίλων
Το δεύτερο
Πειραϊκό Ανθολόγιο της Πόλης, με τίτλο «Ανθρωπογεωγραφική Πειραιογνωσία» ήταν
μία ιδέα που ήθελα να υλοποιήσω μετά την έκδοση του τόμου «Πειραϊκό Πανόραμα», Πειραιάς
2006. Μια άλλη προσφορά στην πόλη μου, τον Πειραιά. Το πρώτο Ανθολόγιο-μελέτη
για τον Πειραιά, ήταν του σημαντικού ποιητή και κριτικού Στέλιου Γεράνη, είχε
κυκλοφορήσει από το πολιτιστικό κέντρο «Στοά»,1971«Ο Πειραιάς και οι Ποιητές
του». Ήθελα να είναι η συμβολή της δικής μου-μας γενιάς, των σύγχρονων
Πειραιωτών μετά την μεταπολίτευση του 1974 σε μια Πόλη που αγαπούσαμε πέρα και
πάνω από τα προσωπικά μας όνειρα, που συγχωνεύτηκαν οι ατομικές καταστάσεις της
καινούργιας-επερχόμενης ζωής μας με τις δικές της ιστορικές και κοινωνικές εξελίξεις.
Κοινά βαδίσματα κοινά ίχνη. Ήταν η νέα γενιά Πειραιωτών η οποία άνοιγε τα φτερά
της φαντασίας και των ονείρων της, ξεδίπλωνε τα οράματά της στα σπλάχνα της
πόλης των 5 διαμερισμάτων της που τα προστατεύουν από την αρχαιότητα μέχρι
σήμερα τα Μακρά της Τείχη. Οι σκιές των πρώτων οικιστών της. Ήθελα να καταθέσω
την μαρτυρία των συγγραφέων και καλλιτεχνών της Πόλης μου σε μία σειρά βιβλίων
τα οποία θα αποτελούσαν μία ενιαία θεματική ενότητα. Θα αφορούσαν το πολιτιστικό
πρόσωπο του Πειραιά, τα Πειραϊκά Γράμματα και τις Τέχνες στο πρώτο λιμάνι από
την ίδρυσή του σε Δήμο τον 19ο αιώνα μέχρι το 2005. Μία Βιβλιογραφία
για τον Πειραιά, (κυκλοφόρησε στο εμπόριο), μία μελέτη-εισαγωγή για τα Πειραϊκά
Γράμματα και ένα Εργογραφικό– Βιβλιογραφικό Λεξικό Πειραιωτών Λογοτεχνών.
Θέλοντας να θέσω τα σύγχρονα θεμέλια της Πειραϊκής Σχολής της Λογοτεχνίας όπως
πίστευα και εξακολουθώ να πιστεύω. Με βεβαιότητα μπορούμε να υποστηρίξουμε-κάτι
αυτονόητο στους καιρούς μας- η τεράστια πινακοθήκη πειραϊκών ονομάτων και
καλλιτεχνών, διανοουμένων και λογίων, επιστημόνων και πανεπιστημιακών
συγγραφέων που κοσμούν την Πόλη διαχρονικά και έχουν πλέον απογραφεί και
καταγραφεί σε διάφορες μελέτες και βιβλία που κυκλοφόρησαν, μας προσφέρουν την
σιγουριά της άποψης και της θέσης, ότι οφείλουμε-όχι μόνο Εμείς οι Πειραιώτες
φιλότεχνοι και φιλαναγνώστες να μιλάμε για Πειραϊκή Σχολή μέσα στην καθόλου
ιστορία της ελληνικής γραμματείας. Φιλόδοξος στόχος, για έναν πειραιώτη ο οποίος
ερευνούσε και εργάζονταν από μεράκι και αγάπη για τον Πειραιά δίχως τεχνική
υποστήριξη (όλα γράφονταν και αντιγράφονταν στο χέρι τον πρώτο καιρό, δεκάδες
οι φωτοτυπίες και οι χειρόγραφες σημειώσεις), χωρίς οικονομική ή άλλου είδους
συμπαράσταση, από δημοτικούς ή ιδιωτικούς φορείς. Εμψυχωτική επιβράβευση μας έδωσαν
οι Πρόλογοι –σε δύο βιβλία μας- δύο σημαντικών πανεπιστημιακών καθηγητών και
συγγραφέων, του ποιητή και κριτικού Νάσου Βαγενά και του ιστορικού της
ελληνικής λογοτεχνίας Μιχάλη Γ. Μερακλή. Μεγαλόπνοος ο σχεδιασμός μας, «πρωτόγνωρος»
για τα Πειραϊκά συγγραφικά δεδομένα και αντιλήψεις. Ερευνητικοί σχεδιασμοί και
πλάνα για κάτι που κανείς και τότε και σήμερα δεν πιστεύει ακόμα. Στην Πειραϊκή
Σχολή, ισότιμη με τις άλλες, πχ. Αθηναϊκή Σχολή, Σχολή της Θεσσαλονίκης,
Επτανησιακή, Κρητική κλπ.. Μοναδική βοήθεια ο προσωπικός χρόνος του γράφοντος,
το όποιο οικονομικό περίσσευμα από την εργασία του, το αποθεματικό των εφηβικών
φιλικών του αναμνήσεων για την Πόλη και πείσμα στον οραματισμό του, η φλογερή
του αγάπη για την ελληνική λογοτεχνία, την καλλιτεχνία, τον πολιτισμό, οι
ατέλειωτες ώρες διαβασμάτων του. Ορισμένες φορές μάλιστα-κατά την διάρκεια των
ερευνών- ήταν εμφανής η εχθρότητα απέναντι στην νέα προσπάθεια ανίχνευσης και
καταγραφής των προγενέστερων μέσα στην πολιτιστική ιστορία Πειραϊκών ριζών και
πληροφοριακών δεδομένων, βιογραφικών τεκμηρίων, από ορισμένα άτομα του
πνευματικού Πειραιά, (ακόμα και τρικλοποδιές) όπως και αντίστοιχα, η
εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό μου, η ενθάρρυνση ορισμένων άλλων φωνών μετρημένων
στα δάχτυλα του ενός χεριού. Αυτές οι λίγες φωνές με έκαναν να συνεχίσω, να
αντέξω την πειραϊκή «μοναξιά» των ερευνητικών εργασιών μου δυσκολίες, να υπερβώ
αδιέξοδα και σιωπές δεκαετιών που είχαν σκεπάσει κατά κάποιον τρόπο το επίνειο
της Αθήνας, τον Πειραιά μας. Υπερίσχυσε η πείσμονα αγάπη για την Πόλη,-που
διαθέτουμε «Εμείς οι Πειραιώτες»- το μεγάλο υλικό που είχα αποδελτιώσει και
συγκεντρώσει για τα πνευματικά της παιδιά, τους καλλιτέχνες και λογίους της, τους
διανοούμενους και ποιητές της τους συγγραφείς, τους επιστήμονές της και τους
ρεμπέτες της, τους μουσικούς της, τους πολιτικούς και τους ηθοποιούς της, τους
καραγκιοζοπαίχτες και αρχιτέκτονές της, τους εικαστικούς της οι οποίοι με τα
έργα και τις δράσεις τους, τις παρεμβάσεις τους, τα πνευματικά τους
κληροδοτήματα δόξασαν τον Πειραιά στα πέρατα της οικουμένης, τον τίμησαν
πανελληνίως. Διέδωσαν το όνομά της Πόλης στα τέσσερα σημεία της υφηλίου. Ήταν
και είναι τα τιμημένα «Παιδιά του Πειραιά» που ύμνησε ο Μελωδός των Ονείρων μας
Μάνος Χατζιδάκις και τραγούδησε η ελληνίδα Μελίνα Μερκούρη. Οι πολύχρωμες
ψηφίδες της Εικόνας του στην Ιστορία τον Χρόνο και τον Πολιτισμό.
Έχω μια σταθερή πεποίθηση από τότε που άρχισα να ασχολούμαι
συστηματικότερα με την Πόλη μου- μας, να γνωρίζω πρόσωπα, δημιουργίες να ζω και
να μετέχω σε πνευματικές καταστάσεις, ότι η Πόλις (κάθε Πόλη) είναι μια μεγάλη
Κιβωτός και όλοι εμείς οι Πειραιώτες, οι Δημότες της, οι εγκατεστημένοι εντός
των γεωγραφικών της ορίων είμαστε ο έμψυχος πλούτος και η ιστορία της, οι
μνήμες και οι παραστάσεις της, οι ρίζες της, η καθολική της εικόνα, το
αντιπροσωπευτικό ψηφιδωτό της που ταξιδεύουμε μαζί της στον χρόνο και την
ιστορία. Ο Μύθος και η Κοινωνική της πραγματικότητα. Ο μόχθος και ο ιδρώτας των
απλών και ανώνυμων ανθρώπων της και η πειραϊκή ταυτότητά τους, η αποκτηθείσα
συνείδησή τους. Είναι κοινό το μεθυστικό ταξίδι της Οδύσσειας της Πόλης και των
Πειραιωτών.
Ο Πειραιάς είναι η πόλη που μπουσουλίσαμε στα χώματά του και
μάτωσαν για πρώτη φορά τα γόνατά μας, που περπατήσαμε στα σοκάκια και τις
γειτονιές της μυρίζοντας τα γιασεμιά των αυλών των χαμηλοτάβανων προσφυγικών
σπιτιών της, που αγγίξαμε τους εύοσμους βασιλικούς στα παραθύρια με τα
κουρτινάκια πλεγμένα με βελονάκι στα τζάμια. Το πρώτο δάκρυ και το γέλιο μας
έγινε λίπασμα των χωμάτων του, μοιρολόι της παλαιότερης της ιστορίας του
μνήμης. Ο δικός μας τόπος του «αποθανείν». Ο ρεμπέτικος καημός των κακοτράχαλων
συνοικιών του, το πετρώδες έδαφός του. Το χαραγμένο αίσθημα της παρουσίας του
μέσα μας. Το βάσανο και η υπερηφάνεια μας. Η απογοήτευση και το εγκώμιό μας. Το
παιχνίδι της Πόλης με τους Δημότες της. Το Μικρασιάτικο τραγούδι των προσφύγων
κατοίκων του, η Κρητική λύρα και η Επτανησιακή Μπάντα, ο Υδραίικος και ο
Σπετσιώτικος ηρωισμός, οι Χιώτες και οι Ηπειρώτες, οι σκληροτράχηλοι Μανιάτες
και οι Θεσσαλοί, οι Βορειοελλαδίτες και οι ταξιδιάρηδες Πελοποννήσιοι, όλος
αυτός ο ανθρώπινος πλούτος και έμψυχος πολιτισμός που με παλληκαριά και τόλμη,
θάρρος και πίστη, «λογισμό και όνειρο» πάμφτωχοι και ανέστιοι έλληνες,
χειρώνακτες και ναυτικοί, θαλασσινοί, επαρχιώτες, λιμενεργάτες και
μικροθεληματίες, μεγαλοκτηματίες και βιομήχανοι, έμποροι και βιοτέχνες,
σαράφηδες και καραβοκυραίοι, εσωτερικοί ελλαδίτες εξόριστοι, μετανάστες, ήρθαν και
εγκαταστάθηκαν στα χώματά του Πόρτο Λεόνε. Ζήτησαν την προστασία του αρχαίου
στρατηγού της Πόλης Θεμιστοκλή και του αγίου Σπυρίδωνα, την προσευχητική
επιστασία της Παναγιάς της Πειραιώτισσας και του αρχαίου θεού της θάλασσας
Ποσειδώνα. Του αγίου Νικολάου την ευλογία και την επιστροφή των δύο φρουρών της
Πόλης των δύο Λιονταριών που της αφαίρεσαν βίαια. Πότισαν τα χώματά του με τον
ιδρώτα και το αίμα τους, τον μόχθο και την κοπιώδη προσπάθειά τους, τα όνειρά
τους σελάγισαν στην θάλασσα που την κυκλώνει, οι ρυθμοί της καρδιάς τους
χτύπησαν στους ρυθμούς των δεικτών των Ρολογιών της. Τον ονειρευτήκαμε στις
μοναχικές ξάστερες ρεβεράντζες μας, με συντροφιά, να πλέει στο φεγγαρόφωτο
φωτίζοντας τους κρυφούς έρωτές μας. Μας μεθούσε το ηλιοβασίλεμα της Πόλης καθώς
έσβηνε αργά και σιγαλά στον θαλάσσιο ορίζοντα χρωματίζοντάς τον με τα χρώματα
της ίριδας. Μας νανούριζε ο φλοίσβος των ακτογραμμών της, κολυμπούσαμε στους
ορμίσκους της, ψαρεύαμε στους λιμενοβραχίονές της, ποτίστηκε το δέρμα μας από
την αρμύρα των κυμάτων που την τυλίγουν, λευκοί αφροί του θαλάσσιου στοιχείου
της που έσπαγαν πάνω στα βράχια που κούρνιαζαν τα γλαροπούλια. Φουρτούνες
βασάνων Πειραιωτών, φουρτούνες της Πόλης στο πέρασμα των χρόνων. Εξυψωθήκαμε
και λυγίσαμε μαζί της, αναζητώντας τα θέλω μας στα θέλω της και αντίστροφα. Ρεμβάσαμε
περπατώντας πάνω στα Μακρά Τείχη που κυκλώνουν τον Πειραιά του Θεμιστοκλή και
των πρώτων οικιστών του από τους αρχαίους χρόνους. Μια Πόλη ενός άλλου
ελληνικού κάλλους που μας μεγάλωσε με καημούς και πόνους, με ασυναγώνιστους
μικρούς καθημερινούς ηρωισμούς και πράξεις, με καταχρηστικές ιστορικές
επεμβάσεις αλλοίωσης του φυσικού της τοπίου, με τρικυμισμένες παρεμβάσεις που
αντιστρατεύτηκαν τον αρχικό σχεδιασμό της. Φάλτσαρε ο Πειραιάς, φαλτσάραμε και
εμείς μαζί του, αντέξαμε. Ένα ανοιχτό άλμπουμ ατέλειωτων αναμνήσεων η Πόλη
μου-μας, συμπυκνωμένων καλότροπων ή κακότροπων στιγμών που μοιραζόμασταν με
τους άλλους, τους γύρω μας, δικές της και δικές μας. Πειραιάς ένα τραγούδι και
ένας λυγμός, μια μοναξιά και μια πλήρωση, μια έμπνευση και μια νοσταλγία, μια
θλίψης αίσθηση και ένα χαμόγελο. Μια «δεξιοτεχνία» της πανάρχαιας ελληνικής
ιστορίας. Η ναυτοσύνη της Ελλάδος. Μια Πόλη διαρκώς παρούσα στο πρόσκαιρο της
ζωής παρόν μας, που γνωρίζει να μεταμορφώνεται σε Θεά προστάτιδα αλλά και να
εμφανίζεται ως Ερινύα, εφιάλτης, σκοτεινή μοίρα. Μια Πόλη που πλέει στο χρόνο
με «αστρολάβο» όσους και όσες εγκαταστάθηκαν διαχρονικά στα χώματά της και την
αγάπησαν.
Οι παλαιοί Πειραιώτες, συνήθιζαν, να λένε συμβουλεύοντάς
μας: «Άλλαι αι βουλαί ανθρώπων άλλα ο Θεός κελεύει». Θέλοντας να μας
επισημάνουν ότι δεν πρέπει να κάνουμε μεγάλα-υπερβολικά όνειρα, να έχουμε
υπέρμετρους πέρα των αντοχών μας στόχους, να είμαστε προσγειωμένοι στις επιλογές
και τις αποφάσεις μας ανάλογα με τα προσωπικά μας μέτρα. Γειωμένοι στα μέτρα
και τις δυνατότητες της ζωής μας. Τα πράγματα στην ζωή δεν μας έρχονται πάντα
όπως τα θέλουμε, τα υπολογίζουμε, τα σχεδιάζουμε, τα οραματιζόμαστε. Τι θέλω να
πω μετά από δύο δεκαετίες της κυκλοφορίας των Πειραϊκών μου βιβλίων. Ενώ
οργάνωνα και ταξινομούσα το σκόρπιο πολύχρωμο και πολύστικτο υλικό που είχα με
μόχθο συγκεντρώσει, έδινα ομιλίες και διαλέξεις, έγραφα κείμενα, δημοσίευα
άρθρα πάνω στα πνευματικά και καλλιτεχνικά τεκταινόμενα της πόλης του Πειραιά
και όχι μόνο σε πειραϊκά έντυπα, αγόραζα δεκάδες βιβλία ως πηγές αναφορών, η
Σκοτεινή και Αινιγματική Μοίρα άρχισε να δείχνει το μουντό και σκληρό, κυνικό
πρόσωπό της. Αρρώστιες μακροχρόνιες στενών συγγενικών και φιλικών ατόμων,
θάνατοι ξαφνικοί και απρόοπτοι προσώπων που σε αναστατώνουν συθέμελα, σου
ξεθεμελιώνουν τις όποιες βεβαιότητες των επιθυμιών σου, τις ελπίδες να
συνεχίσεις σε αυτά που σχεδίαζες, και για ποιούς. Όταν αποφασίσει η Μοίρα να σε
κτυπήσει δεν κάνει σκόντο. Δεν υπάρχει ερμηνευτική παρανόηση στο φαινόμενο του
θανάτου όταν κτυπά την πόρτα σου, την πόρτα συγγενικών ή φιλικών σου προσώπων και
παρελαύνει πανηγυρικά. Είναι ξεκάθαρο το μήνυμα της Μοίρας, δεν μπορείς να το
αγνοήσεις, δεν γίνεται να το αψηφήσεις, δεν το μέμφεσαι χαριτολογώντας το αποδέχεσαι.
Πεσιμισμός ίσως, «φαρσαλέα απόγνωση»; μπορεί, αλλά αναγνωρίσιμο μέσα στις υπόλοιπες
αλήθειες της πραγματικότητας του βίου μας. Τι να πλαστογραφήσεις από την εικόνα
ενός αγαπημένου σου προσώπου, του γεννήτορα σου, που έχεις μπροστά σου
κατάκοιτο και λιώνει αργά-αργά στο κρεβάτι από την αρρώστια. Τι να ονειρευτεί
μια μάνα όταν βλέπει το μοναχοπαίδι της να ερωτοτροπεί με τον θάνατο που δίνουν
οι ουσίες που παίρνει ο λατρεμένος της μοναχογιός. Δεν έχω συναντήσει στην ζωή
μου τέτοια υπερβολή λατρεία αγάπης μάνας για το μοναχοπαίδι της. Ποια
πνευματική καλλιτεχνία ή συγγραφική ψευδαίσθηση μπορεί να σε κρατήσει όρθιο
καθώς εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο έχεις καθήκον να είσαι στο
προσκέφαλο ενός κατάκοιτου ατόμου, να το φροντίζεις αγόγγυστα χωρίς κρατική
μέριμνα ή άλλη εξωτερική βοήθεια. Ποια άμυνα να κρατήσεις μπροστά στο σκοτεινό
πρόσωπο του θανάτου, του αργόσυρτου και βασανιστικού σβησίματος της ζωής που
είναι η αρρώστια; Όταν το σώμα, η ύπαρξη λιώνει μπροστά στα παρατηρητικά μάτια
σου. Φαινόμενο πανάρχαιο ο θάνατος, καθόλου πρωτόγνωρο, άγνωστά μας ατομικά ή
συλλογικά πένθη στην ιστορία του ανθρώπινου γένους. Επί τη εμφανίση του. Ίσως
και στα υπόλοιπα όντα του ζωικού βασιλείου της Φύσης, αν φέρουμε στη σκέψη μας το
θρήνο της μάνας Ελαφίνας του Δημοτικού τραγουδιού. Να βασιστείς στην μεταφυσική
ελπιδοφόρα δικαίωση και παρηγοριά ενός Θεού των Θρησκευτικών δοξασιών; Αστεία
πράγματα κατά την γνώμη μας. Ο πολιτισμός μας ένα απέραντο νεκροταφείο, μνημεία
και ηρώα τεθνεώτων, λίπασμα της Γης, ρίζες της ύστερης μνήμης. Να καταφύγεις
στα μυριόπνοα άνθη της Τέχνης και των Μουσών; Μα και αυτά, δεν είναι παρά άνθη
ευλαβείας στον προσωπικό του καθενός μας Επιτάφιο στολισμό. Πώς το εκφράζει
ένας εκκλησιαστικός συγγραφέας «Είπερ εν πράγμασιν ημίν, ούκ εν ρήμασιν η
αλήθεια» αν δεν παρανοώ τα λόγια. Την μνήμη θανάτου κανείς μέχρι σήμερα δεν κατόρθωσε
να «εξαντλήσει». Το ύστερο κενό βλέμμα. Η ζωή συνεχίζονταν μέσα από τις
Πειραϊκές δυσκολίες και η επιθυμία ολοκλήρωσης μιάς αρχινισμένης προσπάθειας παρέμενε
ημιτελής.
Ο χρόνος κύλησε γρήγορα
φωτογραφίζοντας ανθρώπινα ερείπια, τσακισμένες ψυχές, ράκη σωμάτων, πένθους
ομολογίες. Και με το πληροφοριακό υλικό που με πολύ κόπο και μεγάλο μόχθο είχε
συγκεντρωθεί τι θα γινόταν, τόσες εργατοώρες, τόσα τρεχάματα, τόσα ξενύχτια και
έξοδα, τόσα παρακάλια και ικεσίες για άντληση και μάζωξη στοιχείων, εκατοντάδες
φωτοτυπίες και αγορές βιβλίων, επισκέψεις σε δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους
που ευελπιστούσες ότι θα ανακαλύψεις ή θα σου δοθεί κάτι χρήσιμο, απαραίτητο, θα
πήγαιναν χαμένα; Η Ζωή μου έδειχνε το πραγματικό της πρόσωπο και στις δύο
σκληρές και κυνικές της όψεις εκείνα τα χρόνια, όφειλα να πληρώσω το τίμημα, τους
οβολούς των επιλογών μου, να πειθαρχήσω στα κελεύσματα της σκοτεινής Μοίρας με
υπομονή και επιμονή, αντοχές από το πουθενά. Οι χυμοί όμως της έρευνας και των
κουράγιων είχαν στερέψει. Ίσως με συγκράτησε η γοητεία της γραφής, ο
ναρκισσισμός του συγγραφέα όπως καλά γνωρίζουν όσοι ασχολούνται με το γράψιμο
και μας λένε οι θεωρητικοί της λογοτεχνίας, ω εγωτισμός. Ίσως ήταν μία διέξοδος
στην μαυρίλα των ημερών εκείνων, ο προσωπικός μου δρόμος επιβίωσης, η μη αποστράτευσή
μου από το παιχνίδι των λέξεων. Η επαναπροώθηση στους εξωτερικούς ρυθμούς της ζωής.
Ακόμα όμως και σήμερα, μετά από σχεδόν
μια εικοσαετία, αναρωτιέμαι αν άξιζε αυτός ο ερευνητικός συγγραφικός μόχθος,
αυτή η «εύτρωτη γυμνητεία» (όπως θα έγραφε ο Χρήστος Γιανναράς) του προσωπικού
μου βίου και χρόνου σε έναν μεγαλόπνοο στόχο εκείνη την δεκαετία που με
υπερέβαινε, με ξεπερνούσε, για να αισθανθώ την ευφορία των σημερινών
συγγραφικών- εκδοτικών αποτελεσμάτων; Το μεγάλο «Ναι» και το μεγάλο «Όχι» της Καβαφικής
ποίησης. Ποιό άθλημα αλήθεια είναι ισχυρότερο, αυτό της ζωής ή αυτό της γραφής.
Δύσκολο να απαντήσει κανείς σε αυτό το ερώτημα όταν είναι εθισμένος της γραφής,
του βιβλίου, ίσως και της οίησης που προσφέρει η γνώση. Άχρηστη στους πολλούς
κατάρα για τον έναν.
Το 2008 φεύγει
από την ζωή μετά από πολύχρονη αρρώστια η μητέρα μου Βάσω ενώ έχουν περάσει
τρία χρόνια από την απώλεια του νεαρού γιού της φίλης Βαγγελίτσας και του
Δημήτρη Σολωμού. Αποφάσισα λοιπόν αντί να κυκλοφορήσω ένα Πειραϊκό Ανθολόγιο το
οποίο θα συμπεριελάμβανε ανθολογημένα κείμενα τόσα σε αριθμό όσα ήταν τα χρόνια
της ζωής της μητέρας εις μνήμη της, να εκδώσουμε εφόσον το επιθυμούσε-το
χαροκαμένο ζεύγος Σολωμού- ένα Πειραϊκό Ανθολόγιο το οποίο θα έχει δημοσιεύματα
αριθμητικά που αναφέρονται στον Πειραιά όσα ήταν τα χρόνια του μοναχογιού τους
που χάθηκε, συν τρία ακόμα που είχαν περάσει από την εκδημία του. Γνώριζα τις
μεταφυσικές απόψεις του Δημήτρη και της Βαγγελίτσας, σέβονταν την θρησκευτική
παράδοση του τόπου μας, όπως και ο γράφων αλλά μέχρι εκεί. Δεν περιμέναμε την
«εξ ύψους σωτηρία». Το βασανιστικό και κουραστικό παιχνίδι του βίου μας παίζεται
στο τώρα, του καθενός της ζωής ενθάδε. Κατανοούσε όμως όπως και εγώ, την διαρκή
και με διάφορους τρόπους ανάγκη συνομιλία μας με τους προαπελθόντες, τους
κεκοιμημένους μας, τους προγόνους μας. Έτσι τηρούσαν τα χριστιανικά ήθη και
έθιμα της ελληνικής παράδοσης. Όσοι περνούσαν από το βιβλιοπωλείο μέχρι τον
θάνατο της Βαγγελίτσας θα θυμούνται ότι δίπλα ακριβώς από την καρέκλα που
κάθονταν στο ταμείο του μαγαζιού βρίσκονταν μια φωτογραφία του Βασίλη της και
ένα αναμμένο κεράκι ή φωτάκι εις μνήμη του. Για μεγάλο διάστημα ένα κεράκι
αναμμένο κρατούσα και εγώ δίπλα στην φωτογραφία της μητέρας που έφυγε. Η
Βαγγελίτσα δέχτηκε την πρότασή μου, εξάλλου, το υπόλοιπο της ζωής της ήταν μία
κρυφή ή φανερή θρηνωδία για την απώλεια του Βασιλάκη της. Τους έδωσα το υλικό
σε μία δισκέτα υπολογιστή, και της ζήτησα δύο μόνο πράγματα. Να γράψει ό,τι
θέλει στην αρχή και στο τέλος σαν ένα είδος μητρικού κουκουλιού που θα
χουχουλιάζουν μέσα του τα ανθολογημένα κείμενα, την έπεισα παρά τις ενστάσεις
της-και δεύτερον, να μην κυκλοφορήσει στο εμπόριο το Ανθολόγιο αλλά να δοθεί
στο μνημόσυνο για τα τρίχρονα του Βασίλη στο καφενείο μαζί με τον καφέ και τα
κόλλυβα στην Εκκλησία της περιοχής της. Η χαροκαμένη μάνα δέχτηκε με συγκίνηση.
Ανέλαβαν τα της έκδοσης-της τύπωσης και την αισθητική εμφάνιση του Πειραϊκού
Ανθολογίου. Την Κυριακή που έγινε το Μνημόσυνο μετά την Θεία Λειτουργία
παρευρεθήκαμε στην αίθουσα που συγκεντρώθηκαν οι συγγενείς και οι φίλοι του
Δημήτρη και της Βαγγελίτσας, σταθεροί πελάτες του βιβλιοπωλείου «Κιβωτός» που
διατηρούσαν στο κέντρο του Πειραιά, στην οδό Δραγάτση, στον πεζόδρομο, απέναντι
από το άγαλμα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Όπως μου είπαν, την πρώτη φορά εξέδωσαν
350 ή 400 αντίτυπα και εξαντλήθηκαν αμέσως. Μοιράστηκαν τα αντίτυπα μαζί με τα
κόλλυβα και το σακουλάκι με το στρογγυλό ψωμάκι. Ήταν κάτι πρωτότυπο για να
τιμηθεί η μνήμη ενός παιδιού που χάθηκε τόσο νέος, και μάλιστα σε ένα
μνημόσυνο. Μετά το τέλος του μνημόσυνου, ζήτησα από τον Δημήτρη και την
Βαγγελίτσα να με πάρουν μαζί τους με το αμάξι όπου θα πήγαιναν στο κοιμητήριο
του Σχιστού όπου είχε ταφεί ο Βασίλης να του κάνουν ένα τρισάγιο και να του
ανάψουν το καντήλι. Πήγαμε και οι τρείς μας στο Σχιστό και έκανα και από την
μεριά μου ένα τρισάγιο πάνω στον τάφο της Βάσως Μπαλούρδου. Το φιλικό ζευγάρι τύπωσε
ξανά τρείς ή τέσσερις φορές το Ανθολόγιο, εκτός εμπορίου το επόμενο διάστημα
και το μοίραζε στους πελάτες, τους φίλους του μαγαζιού, ενώ για ένα διάστημα πωλούνταν
λίγο πριν κλείσει το βιβλιοπωλείο. Από την πλευρά μου, τους ζήτησα να μου
δώσουν τριάντα αντίτυπα της δεύτερης έκδοσης ή της τρίτης δεν θυμάμαι ακριβώς
και άφησα τα πράγματα να κυλίσουν, εξάλλου, είχα να διαχειριστώ το δικό μου
πένθος και αδιέξοδα βίου. Δεν μπορώ όμως να μην γράψω ότι χάρηκα που άρεσαν τα
κείμενα του Ανθολογίου που είχα επιλέξει στο φιλαναγνωστικό κοινό και όχι μόνο
του Πειραιά που ούτε καν γνώριζα, ούτε συνάντησα ποτέ μου, και αν συναντούσα
κανέναν Πειραιώτη και μου μιλούσε για το Ανθολόγιο απέφευγα να πω ότι ήμουν ο
συντάκτης του. Ευχόμουν όμως, και άλλοι να υιοθετήσουν μια παρόμοια ενέργεια
τιμής μνήμης του χαμού ενός φιλικού τους ή συγγενικού τους προσώπου εφόσον η κίνηση
αυτή δεν θα ήταν αντίθετη προς τις θρησκευτικές τους συνήθειες και αντιλήψεις.
Ο χρόνος κύλησε
γρήγορα, η χαροκαμένη μάνα μην αντέχοντας το χαμό του παιδιού της έφυγε και
αυτή μετά από λίγο καιρό. Την περίοδο της πανδημίας έφυγε και ο καλοκάγαθος
πατέρας, ο Δημήτρης. Μια πραγματικά φιλόξενη πάντα πειραϊκή νησιώτικων ριζών
οικογένεια μέσα σε μία δεκαετία περίπου διαλύθηκε. Το ένα μέλος ήταν σαν να
«παρέσερνε» στην θανή το άλλο. Το σπίτι τους ερήμωσε, αυτό που είχε πάντα
ανοιχτές τις πόρτες του να μπαίνουν μέσα οι γείτονες και οι φίλοι τους να τους
φιλέψουν, να τους κεράσουν ένα ποτήρι κρασί και ένα ζεστό πιάτο φαί. Πάντα
φιλόξενο ζευγάρι, δημοκρατικοί πολίτες με την ευρεία έννοια της χρήσης του
πολιτικού όρου, ανοιχτόμυαλοι και προσηνείς, παρά του ότι δεν ήσαν πιστοί χριστιανοί-
σύμφωνα με τα χριστιανικά της εκκλησίας επίγεια και μεταφυσικά μέτρα- στην
πράξη είχαν αυτό το νησιώτικο της φιλοξενίας και έξω καρδιάς ελληνικό φρόνημα,
την αγάπη προς τον άνθρωπο και την βασανισμένη του περιπέτεια, υπερασπιστές
ανθρώπινων υπάρξεων που, άλλοι, έθεταν στο περιθώριο. Η Βαγγελίτσα δεν έγραφε
μόνο ποιήματα αλλά και μετέφραζε βιβλία λογοτεχνίας, έφτιαχνε χειροποίητα
αντικείμενα παρ’ ότι φοβερά φιλάσθενη και τα πωλούσε στο μαγαζί. Λαμπάδες,
παιδικά πρόχειρα παιχνίδια και άλλα μικροαντικείμενα γραφείου, μικρά χαριτωμένα
στολίδια του σπιτιού που μάγευαν τα πιτσιρίκια που πήγαιναν με τους γονείς τους
να αγοράσουν βιβλία ή τετράδια. Επιτραπέζια παιχνίδια και παιδικά βιβλία στόλιζαν
τους στενούς πάγκους του μαγαζιού και την βιτρίνα του καταστήματος. Ζύμωνε
κουλούρια και έφτιαχνε γλυκίσματα στην κουζίνα του σπιτιού της και τα πρόσφερε
σε γνωστούς και άγνωστους πελάτες που έμπαιναν στο βιβλιοπωλείο. Διάβαζε τα
βιβλία που είχε πάνω στον πάγκο προς πώληση και έγραφε μικρές περιλήψεις τους πάνω
σε καρτούλες για να βοηθήσει τους αναγνώστες-πελάτες. Ήταν πάντα ενήμερη των νέων
εκδόσεων, ιδιαίτερα του παιδικού βιβλίου. Καθημερινά περνούσαν από το μαγαζί οι
φίλοι τους να τους πουν μια καλημέρα, να τους φιλέψουν κάτι, να μιλήσουν για τα
βάσανα της ζωής, να τους χαμογελάσουν, να τους κεράσουν έναν καφέ. Άλλη Πειραϊκή
ατμόσφαιρα άλλων γενεών έλληνες και ελληνίδες. Ο Δημήτρης πάντα χαμογελαστός
και φουριόζος έκανε μαθήματα μαθηματικών σε παιδιά. Κάπως μποέμ σαν χαρακτήρας
καβαλούσε τη μηχανή του και έτρεχε να φέρει τις παραγγελίες, να κουβαλήσει τις
αναγκαίες προμήθειες για το μαγαζί, τα χαρτικά και τα σχολικά βιβλία που βρίσκονταν
στο υπόγειο του μαγαζιού τους. Στο πατάρι υπήρχαν τα παιδικά παιχνίδια. Ψηλός
και γεμάτος όταν άφηνε τα γένια του να μεγαλώσουν, θύμιζε καλόκαρδο κοινωνικό
επαναστάτη που είχε την ψυχή ενός παιδιού και μαζί και την δειλία του απέναντι
στον κόσμο και τις θηλυκές υπάρξεις που τις θώπευε από απόσταση. Γλεντζές,
λάτρευε την γυναίκα του και την φρόντιζε στις περιπέτειες της αρρώστιας της, το
μοναχοπαίδι τους, τον Βασίλη. Πατέρας και Μάνα είχαν απλώσει προστατευτικά τις φτερούγες
της φροντίδας και αγάπης τους και ήσαν σε κάθε του επιλογή δίπλα του, κοντά
του, δίχως να βαρυγκωμήσουν, χωρίς να κρίνουν τις επικίνδυνες επιλογές του, ακόμα
και όταν έμπλεξε. Δεν κατόρθωσαν όμως να αποτρέψουν το μοιραίο. Το μικρό χλωρό
κλαράκι έσπασε, έπεσε στο πειραϊκό χώμα, έγινε λίπασμά του, μορφή σε μικρή κορνίζα
και οι γονείς, δύο «κούτσουρα» να το ποτίζουν με τα δάκρυά τους, τον πόνο τους,
την βαριά τους θλίψη. Η αδερφή της Βαγγελίτσας η Χάρις, που έφυγε πρώτη, αρχές
της δεκαετίας του 1980 αν θυμάμαι σωστά, ήταν μέλος της πρώτης φιλικής παρέας
φιλότεχνων από τον Πειραιά που ίδρυσαν την λογοτεχνική επιθεώρηση του
«Διαβάζω».
Πόσες χαρμολυπικές
αναμνήσεις δεν έρχονται στην σκέψη μας στο σεργιάνι αυτό στον χρόνο και την
πόλη του Πειραιά, σε Πειραιώτες, καθώς θέλησα να αντιγράψω το δεύτερο αυτό
Πειραϊκό Ανθολόγιο που κυκλοφόρησε στην Πόλη για την Πόλη και να το αναρτήσω
στην ιστοσελίδα Λογοτεχνικά Πάρεργα. Σήμερα, που οι μνήμες σβήνουν, χάνονται μέσα στην ματαιότητα κάθε πρόσκαιρου επίγειου
ανθρώπινου εγχειρήματος. Πόσες αναμνήσεις δεν παραμένουν ακόμα ζωντανές, πόσες
παραστάσεις ενεργές, εικόνες ασκίαστες, πόσα συναισθήματα δεν γυρεύουν τρόπους
να επανέλθουν και να κρατηθούν στην επιφάνεια της σύγχρονης Ιστορίας του
Πειραιά που συνεχίζει να γράφεται και να ταξιδεύει σαν πανάρχαια Κιβωτός.
Τελικά, δεν
γνωρίζουμε αν η ατομική μας μνήμη ή η καθολική μνήμη της Πόλης είναι η
επικρατέστερη ως υλικό γραφής, ποια από τις δύο ή μήπως και τις δύο οφείλει να
διασώσει ο ποιητής.
Πειραιάς
21 Ιανουαρίου 2025.
ΥΓ. Έφυγε πλήρης ημερών μία γνήσια και αυθεντική λαϊκή
ερμηνεύτρια, η Σαμιώτισσα την καταγωγή Καίτη Γκρέϋ. Ένα από τα θηλυκά αηδόνια
του λαϊκού ελληνικού πενταγράμμου. Τα τραγούδια που ερμήνευσε έγιναν σχεδόν όλα
επιτυχίες, ευπώλητοι οι δίσκοι που κυκλοφόρησε, κτήμα διασκέδασης και ψυχαγωγίας
σε αρκετές γενιές ελλήνων και ελληνίδων. Αγαπήθηκε και μεσουράνησε την δεκαετία
του ’50, η παρουσία της όμως έμεινε ζωντανή μέχρι των ημερών μας. Ανέβηκε στο πάλκο
και τραγούδησε δίπλα σε ιερά τέρατα του λαϊκού τραγουδιού πάντοτε με επιτυχία. Η
φωνή της χαρακτηριστική και λατρευτή. Για ένα μεγάλο διάστημα των πρώτων χρόνων
του βίου της διέμενε στον Πειραιά, στα Ταμπούρια.