ΔΗΜΗΤΡΗΣ
ΚΟΛΛΑΤΟΣ
(Αθήνα
9/6/1937- Αθήνα 30/1/2025)
Κινηματογραφιστής, ηθοποιός και
σκηνοθέτης, θεατρικός συγγραφέας, ποιητής, διηγηματογράφος, πολιτευτής,
τηλεοπτικός σχολιαστής, αντισυμβατικός και δραστήριος, πολιτικοποιημένος
έλληνας, ενεργός πολίτης. Διαπρύσιος αμφισβητίας με έντονη δημόσια παρουσία και
κοινωνική δράση, ακραίο πολλές φορές λόγο, επικαιρικών σκοπιμοτήτων του
πολιτικού και οικονομικού συστήματος διακυβέρνησης της χώρας μετά την
μεταπολίτευση, των κυβερνητικών θεσμών και ελληνικών κυβερνήσεών. Υπέρμαχος
υποστηρικτής της πανάρχαιας ιστορικής ελληνικότητας της περιοχής της Θράκης,
και της κρούσης του κινδύνου μουσουλμανοποίησής της- «τουρκοποίησής της» από
τις αθηναιοκεντρικές ελληνικές κυβερνητικές αβελτηρίες, άστοχους πολιτικούς
σχεδιασμούς και διπλωματικές κινήσεις. Βλέπε την ταινία του «Αλέξανδρος και Αϊσέ» 1998. Κυρίως όμως,
ο αντισυμβατικός μέχρι τέλους Δημήτρης Κολλάτος υπήρξε σκηνοθέτης θεατρικών
παραστάσεων και μεγάλων και μικρών αυτοβιογραφικών του ταινιών, βραβευμένων στο
εξωτερικό (Γαλλία) και στην Ελλάδα, στο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου στην
Θεσσαλονίκη στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Η
πρώτη επίσημη αναγνώρισή του έρχεται με το Βραβείο των κριτικών
σκηνοθεσίας, σεναρίου και μουσικής (Γιάννης Μαρκόπουλος), στην πρώτη του μεγάλη
ταινία «Ο θάνατος του Αλέξανδρου» όταν προβλήθηκε το 1966 στο Φεστιβάλ
Θεσσαλονίκης. Χαρακτηριστική έμεινε η θετική γνώμη για την ταινία του Μάνου
Χατζιδάκι, (ως μέλος της επιτροπής) όπως έγραφαν οι εφημερίδες της εποχής, παρά
τις αρνητικές κρίσεις άλλων μελών, όπως του φιλόσοφου Ιωάννη Θεοδωρακόπουλου.
Τιμητική διάκριση ερμηνείας έτυχε και η
ταινία του «Η ζωή με τον Άλκη» το
1989, ενώ ειδικό βραβείο έλαβε και το «Κόκκινο
τριαντάφυλλο σου έκοψα» το 1993. Ταινία που αναφέρεται στην αυτοκτονία της
γαλλίδας συζύγου του και ηθοποιού Αρλέτ Μπωμάν, μητέρας των δύο παιδιών του.
Στην Γαλλία όπου διέμενε σκηνοθέτησε το «Το
Συμπόσιο» 1972 βασισμένο στο Πλατωνικό έργο και τις αντιλήψεις των αρχαίων
ελλήνων για τον έρωτα. Γύρισε επίσης το ντοκιμαντέρ «Η Γαλλία του Ζισκάρ»
1977, μια περιδιάβαση στην φίλη χώρα περίοδο προεδρίας του Γάλλου προέδρου
Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν. Επίσης τις ταινίες: «Νίκος Μέρτης» και «Ψάχνοντας
για την Πηνελόπη» και οι δύο το 1980, τέλος, την επόμενη χρονιά 1981
γυρίζει το έργο «Ο άγιος της Πρεβέζης»,
βασισμένο σε ένα επίκαιρο των χρόνων εκείνο ερωτικό σκάνδαλο ιεράρχη της Επτανήσου.
Στο Φεστιβάλ
Θεσσαλονίκης πρωτοπαρουσιάστηκε με την βραβευμένη μικρού μήκους ταινία «Αθήνα Χι Ψι Χι» 1962, Ενώ το 1964
βραβεύεται η ταινία τους «Ελιές»
βασισμένη σε διηγήματά του τα οποία κυκλοφόρησαν με τον ίδιο τίτλο.
Επανεκδόθηκαν το 1978 από τις εκδόσεις Πλειάς. Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1956
με την ποιητική του συλλογή «Δέκα
ερωτικά ποιήματα». Ενώ το 1975 πάλι από τις εκδόσεις Πλειάς κυκλοφορεί το
θεατρικό του «Η γυναίκα του Σωκράτη». Σαν θεατρικός σκηνοθέτης εμφανίστηκε την
περίοδο 1959-1960 ιδρύοντας το «Πειραματικό Θέατρο Τσέπης» όπου παραστάθηκαν
πρωτοποριακά έργα για την εποχή τους όπως αυτά του Ευγένιου Ιονέσκου, του
Χάρολντ Πίντερ, του Σάμιουελ Μπέκετ και άλλων. Συνεργάστηκε με ηθοποιούς όπως η
εξαιρετική Μαριέττα Ριάλδη, ο ηθοποιός που έκανε καριέρα στο εξωτερικό Σπύρος
Φωκάς, ο Βαγγέλης Καζάν, ο Κώστας Καραγιώργης, ο Κώστας Μποζώνης, (που έφυγαν
νωρίς), η Τζένη Ζαχαροπούλου, ο καλλικέλαδος Γιώργος Μούτσιος, ο Βασιλάκης
Καϊλας, η γαλλίδα Αρλέτ Μπωμάν, (που παντρεύτηκαν) ο Βάσος Ανδρονίδης και άλλοι. Κατά την διάρκεια των χρόνων της
διαμονής του στην Γαλλία ανέβασε αρχαία ελληνική τραγωδία, (Ευριπίδη), έργο του
ρώσου Άντον Τσέχωφ και άλλους θεατρικούς συγγραφείς.
Η Φιλμογραφία και Θεατρική παραστασιογραφία
του Δημήτρη Κολλάτου ο οποίος διέπρεψε στην Πόλη του Φωτός όπου διέμενε κατά
την περίοδο της επταετίας και όχι μόνο, δεν υπήρξε μεγάλη και ίσως τόσο
σημαντική, σε σχέση με άλλους άντρες και γυναίκες έλληνες σκηνοθέτες της γενιάς
του εκείνες τις δεκαετίες, που άρχιζε να ανθίζει ο νέος ελληνικός σύγχρονος
κινηματογράφος ο οποίος άνοιγε τα φτερά του με την καινούρια θεματολογία του,
τον σύγχρονο κινηματογραφικό του λόγο, τις επιδράσεις και επιρροές του από τα
ξένα ρεύματα, την φρέσκια του ματιά, την ανάδειξη νεότερων ηλικιακά ηθοποιών
και άλλων συντελεστών της έβδομης τέχνης, την σπουδή του πάνω σε ζητήματα που
αφορούσαν την πρόσφατη ελληνική πολιτική ιστορία και κοινωνία. Ο Κόσμος τις
δεκαετίες αυτές ήταν ακόμα διχασμένος ανάμεσα στο δυτικό και ανατολικό μπλοκ, η
δε ελληνική πολιτική σκηνή και κοινωνία βίωναν την σκληρή νομοθεσία και
αποκλεισμούς του εμφύλιου τραύματος. Το ίδιο διχασμένοι ήσαν και οι έλληνες
λόγιοι και καλλιτέχνες οι οποίοι είχαν χωριστεί σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα.
Όπως και νάχει πάντως, οι σκηνοθετικές κινηματογραφικές και θεατρικές του δουλειές
δεν πέρασαν καθόλου απαρατήρητες, έκαναν αίσθηση, προκλήθηκε ντόρος όταν
προβλήθηκαν στις κινηματογραφικές αίθουσες ή παραστάθηκαν στις θεατρικές σκηνές.
Προκάλεσαν ποικίλες αντιδράσεις και σχόλια, ένα σούσουρο απόψεων από τους
κριτικούς του σινεμά αλλά και το ευρύ κινηματογραφόφιλο κοινό, δημιούργησαν ένα
κλίμα «άρνησης» απέναντί του, βλέπε τις κριτικές του θεωρητικού του κινηματογράφου
Βασίλη Ραφαηλίδη, για τον ερασιτεχνισμό του και για τις αντοχές του
κινηματογραφικού του οπλοστασίου. Ορισμένες λογοκρίθηκαν για τις
σκανδαλολογικές τους προθέσεις. Θεωρήθηκαν για μερίδα ειδικών «σκάνδαλο», προκλητικές
και κραυγαλέες στην γραφή και τα μηνύματά τους, ένιωσαν αμηχανία απέναντι σε
πλάνα και εικόνες, καταστάσεις τους καθόσον διαπραγματεύονταν θέματα ταμπού των
ηθικών αξιών και αρχών της ελληνικής κλειστής κοινωνίας και οικογενειακών
σχέσεων για πρώτη φορά στην μεγάλη οθόνη ή την θεατρική σκηνή. Το πρωτοποριακό περιεχόμενο
των δύο εξ αυτών πρώτων του αυτοβιογραφικών ταινιών ξάφνιασε, εξέπληξε θετικά
και επαινέθηκαν τα αυτοβιογραφικά στοιχεία και συμβάντα του βίου του, της
οικογένειάς του που στηρίζονταν το υλικό των ταινιών και αναδείκνυε με
συγκινητικό τρόπο, βλέμμα πικρό αλλά και σκληρό, με έντονα φορτία λυρισμού και
ανθρωπιάς, υπομονής, προσωπικής του καρτερίας και εγκαρτέρησης. Ο Κολλάτος θέλησε να μας μιλήσει για το σταυρό
της Ζωής που του επεφύλαξε η Μοίρα να σηκώσει. Μας κοινοποίησε με αξιοπρέπεια
και θάρρος, τόλμη και ειλικρίνεια μέσω του κινηματογραφικού του φακού ζητήματα
και προβλήματα ιατρικής και ατομικής ψυχολογίας φύσεως και επιλογών της δικής
του οικογένειας και του ατομικού του βίου στάσης. Προσέχθηκε επίσης και η δραματικότητα
των ρόλων που ενσάρκωνε μαζί με την γαλλίδα σύζυγό του και τον μεγάλο του γιο,
ηθοποιό Αλέξανδρο. Ο Δημήτρης Κολλάτος, στην καλλιτεχνική του σταδιοδρομία δεν
ερμήνευσε ρόλους προερχόμενους από κινηματογραφικούς στιλιζαρισμένους κώδικες,
προπλάσματα μυθιστορηματικών ιστοριών, ατομικές συγκρούσεις και υπερβάσεις
τραυματισμένων ή ατσαλάκωτων χαρακτήρων ηρώων, δεν ακολούθησε κινηματογραφικά
βαδίσματα εθιμικής κοινωνικής σεναριογραφίας, «πιασάρικες» λύσεις εύπεπτες και
αποδεκτές από τα κοινωνικά στρώματα. Τύπους αναγνωρίσιμους είδωλα λαϊκής
ηθογραφίας, αυτοσυντηρούμενα μεγέθη ατομικών ρυθμών τραγικότητας ερμηνευτών, ή
ιατρικών αντιλήψεων δεδομένα και κρίσεις ρόλων, θέσεις και απόψεις άγνοιας της
ελληνικής κοινωνίας για τα άτομα με ειδικές ανάγκες, όπως ήταν και ο μικρότερος
γιός του, ο Άλκης, που έπασχε από Αυτισμό. Η λογική των δύο του πρώτων ταινιών,
και υποκριτική του ερμηνευτική είχε σκοπό να μας μιλήσει για το πώς οφείλουμε
να αντιδρούμε και να συμπεριφερόμαστε απέναντι σε ακραίες καταστάσεις και
φαινόμενα όπως είναι η αυτοχειρία μελών της οικογένειάς μας και οι σωματικές
και ψυχικές αρρώστιες συγγενικών μας, διπλανών μας προσώπων, στην συγκεκριμένη
περίπτωση τον Αυτισμό, της μη άνετης και πλέριας επικοινωνίας του ατόμου με το
περιβάλλον και τους γύρω του, της κλεισίματος στον εαυτό της ανθρώπινης ύπαρξης.
Στην μη ιδρυματοποίησή του, του εγκλεισμού του δηλαδή σε κρατικά άσυλα, αλλά
στην όποια θεραπευτική αγωγή και συνύπαρξη μέσα στην ίδια την οικογενειακή
εστία ισότιμα, με τις δικές του ιδιαίτερες ανάγκες και φροντίδα. Ο Δημήτρης
Κολλάτος θέλησε και με τις δημόσιες δράσεις και ενέργειές του να κινητοποιήσει
και άλλα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας που αντιμετωπίζουν παρόμοια
προβλήματα, να ενεργοποιήσει τους κρατικούς θεσμούς στην υποστήριξη με όποιον
τρόπο στις ελληνικές αυτές οικογένειες που αντιμετώπιζαν παρόμοια προβλήματα. Απέφυγε
την παγίδα της αυτολύπησης και βγαίνοντας μπροστά διεκδίκησε τα αστικά και
ανθρώπινα αυτονόητα δικαιώματά του για τον γιό του και τα άλλα άτομα. Ήρθε σε
σύγκρουση με κατεστημένες αντιλήψεις και εμπόδια στον στόχο του, δεν λύγισε,
παρά πάλεψε ουσιαστικά και πλείστες φορές μονάχος του. Η μεγάλη οθόνη ήταν το
έδαφος που καλλιέργησε και φανέρωσε τις σκέψεις και αποφάσεις του, επιλογές του
και τις στάσεις του για ζητήματα τέτοιας υφής. Την αλήθεια της ζωής του, της
δικής του της συζύγου του και του μεγάλου του γιού, του Αλέξανδρου που υποδύθηκε
τον μικρότερό του αδερφό στις ταινίες του. Δύσκολα και κακοτράχαλα τα μονοπάτια
που βάδισε μέχρι που έφυγε ο αυτιστικός γιός από ανακοπή πριν την δική του,
χθεσινή απώλεια.
Οφείλουμε στην μνήμη του, να καταθέσουμε
και τα εξής. Δεν είχαν όλες οι ταινίες του θετική ανταπόκριση από το κοινό και
τους κριτικούς. Αν θα χωρίζαμε χάριν εργασίας σε δύο περιόδους την καλλιτεχνική
του και κοινωνική πεδίων συνεισφοράς, θα γράφαμε ότι η δεύτερη σκηνοθετική
κινηματογραφική και θεατρική παραστασιογραφία του κάνει μάλλον κοιλιά σε σχέση
με την πρώτη. Προκάλεσε αρνήσεις για την απλοϊκότητα χειρισμού των θεμάτων του,
της προκλητικότητας των επικαιρικών καθαρά προθέσεών του, της χαλαρής του και
κάπως σκανδαλολογίας της ματιάς του και της τηλεοπτικής παρουσίας και εικόνας
του, των δημόσιων σχολιασμών του. Ο Δημήτρης Κολλάτος αυτήν την περίοδο ένιωθε αποκλεισμένος
από το κατεστημένο, γι αυτό και η φωνή του ήταν ακατέργαστη, επιθετική, ακραία,
μονοσήμαντη. Αναφέρονταν σε πράγματα που γνώριζε ότι θα προκαλέσουν
αντιδράσεις, εχθρότητες. Θεωρήθηκε ότι αντιπροσωπεύει μία πλευρά του
ελληνικού κινηματογράφου χαλαρή,
ξεπερασμένη, λαϊκίστικη, όχι σοβαρή και η κριτική του ματιά πάνω σε θέματα που
απασχόλησαν την εποχή των χρόνων της Αλλαγής μετά το 1981 και μετέπειτα, όπως
ήταν ο θεσμός της εκκλησίας, της δικαιοσύνης, των οικονομικών παραγόντων
(εφοπλιστές) κλπ., και των όποιων σκανδάλων πληροφορούμεθα από την ειδησεογραφία
του τύπου, εξετάζονταν κάτω από ένα βλέμμα που έχανε την ποιότητά του, με τον
κραυγαλέο τρόπο διεκδίκησης του δίκιου των απόψεών του. Δίχως να παραβλέπουμε
ασφαλώς τις παλαιότερες θετικές κρίσεις και απόψεις για το έργο του, τις
επίσημες κινηματογραφικές βραβεύσεις του για την σύνολη σκηνοθετική συνεισφορά
του. Οι θεατρικές του παραστάσεις ήσαν «κόκκινο πανί». Ήταν ο πρώτος, αν δεν
κάνω λάθος που παρουσίασε πάνω στην θεατρική σκηνή Αντρικό Γυμνό αν δεν με
απατά η μνήμη από την παράσταση που είχα παρακολουθήσει «Ένας Έλληνας σήμερα»,
μα και σε άλλες του παραστάσεις. Οι ταινίες του Δημήτρη Κολλάτου δεν
προβλήθηκαν σε πολλούς κινηματογράφους όμως όποτε προβάλλονταν το κοινό έδειχνε
ενδιαφέρον. Ορισμένες από αυτές,
προβλήθηκαν παλαιότερα και από την δημόσια τηλεόραση.
Συμπερασματικά θα σημειώναμε, ότι η
παρουσία του Έλληνα καλλιτέχνη Δημήτρη Κολλάτου αυτά τα 50 περίπου χρόνια,
υπήρξε θετική στην αποτίμησή της τόσο στο επίπεδο και τους χώρους της έβδομης
τέχνης και των θεατρικών παραστάσεων όσο και στους στίβους των κοινωνικών
αγώνων για αλλαγή των αντιλήψεων της ελληνικής κοινωνίας, τα όποια προσωπικά
του επιλογικά της δημόσιας εικόνας του λάθη και απόλυτες μονομέρειες θα λησμονηθούν στον χρόνο αν δεν έχουν ήδη
ξεχαστεί. Θα μείνουν μόνο οι αρνητικές και θετικές αποτιμήσεις των έργων του με
τα οποία ασχολήθηκαν και μας μίλησαν οι ειδικοί της κινηματογραφικής τέχνης.
Θα κλείσουμε το σημείωμα με τρείς αντίθετες
κρίσεις για ταινίες του. Η μία, η κάθετα αρνητική είναι του θεωρητικού και κριτικού
του κινηματογράφου Βασίλη Ραφαηλίδη, την διαβάζουμε στην εφημερίδα «Δημοκρατική
Αλλαγή» 28/9/1966, δες τον 5ο τόμο του βιβλίου του «Λεξικό Ταινιών»
Με κριτικές του Βασίλη Ραφαηλίδη. Ξένες ταινίες συμπλήρωμα Α-Ω. Ελληνικές
ταινίες, εκδόσεις Αιγόκερως, Αθήνα 1983, σελίδες 102-103. Για την ταινία «Ο
θάνατος του Αλέξανδρου» (1966). Η κινηματογραφική κριτική μεταφέρεται και στο
βιβλίο Βασίλης Ραφαηλίδης, «Ελληνικός Κινηματογράφος» Κριτική 1965-1995,
εκδόσεις Αιγόκερως, Αθήνα 1995, σελίδα 11. Στον ίδιο τόμο, διαβάζουμε και την
δεύτερη αρνητική κριτική του για την ταινία «Η ζωή με τον Άλκη» που
δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Έθνος» 4/6/1989. Δες σελίδες 200-204. Η επόμενη
κρίση που περιγράφει την ατμόσφαιρα των αντιδράσεων είναι του ιστορικού του
ελληνικού κινηματογράφου Γιάννη Σολδάτου, «Ιστορία του Ελληνικού
Κινηματογράφου» τόμος 1ος, 1900-1967, 10η έκδοση,
εκδόσεις Αιγόκερως, Αθήνα 2002. Η τρίτη τέλος, η θετική είναι του
πανεπιστημιακού φιλόλογου και μεταφραστή Βρασίδα Καραλή όπως δηλώνεται στο αξιόλογο μελέτημά του Βρασίδας Καραλής, «Μια
ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου» μετάφραση Αχιλλέας Ντελλής, εκδόσεις
Δώμα/ βιβλία στην Αθήνα, 2012. Βλέπε σελίδες 177, 181, 190, 314, 323.
Αντιγράφουμε:
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΛΛΑΤΟΣ, Ο θάνατος του
Αλέξανδρου (1966):
Λυπούμαστε πολύ
που είμαστε υποχρεωμένοι να πενθήσουμε τον «θάνατο» ενός νεαρού σκηνοθέτη που
στο παρελθόν έδωσε δύο εξαιρετικά ενδιαφέροντα δείγματα κινηματογραφικής
γραφής. Ο Δημ. Κολλάτος άνθρωπος αναμφισβήτητα ανήσυχος, δεν κατορθώνει να
δώσει στην ανησυχία του αυτή μια διέξοδο περισσότερο σοβαρή, πιο υπεύθυνη και
προβληματισμένη.
Ο θάνατος του Αλέξανδρου προσπαθεί να
πλησιάσει ένα ασύλληπτα δύσκολο θέμα, το οποίο πολύ διστακτικά θα τολμούσαν να
αγγίξουν πεπειραμένοι και περισσότερο από τον Κολλάτο καλλιεργημένοι
δημιουργοί.
Η φιλοσοφική διερεύνηση ενός
προβλήματος που έχει σχέση με τον πρόωρο αναπότρεπτο θάνατο-ο Αλέξανδρος της
ταινίας πεθαίνει από λευχαιμία-αν δεν αποκτήσει την απόλυτα αναγκαία βαρύτητα
που απαιτεί το δυνάμει τραγικό αυτό θέμα, πολύ εύκολα θα μπορούσε να ξεπέσει σε
μια φτηνή αυτοψυχανάλυση σχετική με την στάση του δημιουργού απέναντι στο
πρόβλημα και να πάρει μια χροιά εύκολου ξορκισμού ή ψευδοηρωικής πρόκλησης του
θανάτου.
Ο Κολλάτος υποπτευόμαστε πως το μόνο
που είχε στο νου του όταν γύριζε αυτήν την ταινία ήταν να κάνει μια τετριμμένη
ψευδοφιλοσοφική επίδειξη κυνισμού περί ματαιότητας του κόσμου τούτου και τα
παρόμοια.
Όμως με τέτοιου είδους ξόρκια δεν
λύνονται τα μάγια που θάκανε πολύ καλά αν προτού επιχειρήσει, το εκ των
προτέρων χαμένο εγχείρημα διάβαζε προσεχτικότερα ένα μεγαλοφυές έργο σχετικό με
το ίδιο θέμα: Το Μαγικό βουνό του Τόμας Μαν.
Τότε θα καταλάβαινε ίσως πως όσο
αληθινή και αν είναι η ιστορία του πρόωρου θανάτου ενός συμπαθητικού νεαρού
(που υποδύεται ανεπιτυχώς ο ίδιος), δεν είχε το δικαίωμα να την πλησιάσει με
τόση αφέλεια και τέτοιον απάνθρωπο κυνισμό. Είναι αδύνατο να καταλάβουμε γιατί
επέλεξε ένα τόσο δύσκολο θέμα για την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία. Ίσως
γιατί νόμισε πώς η επιτυχία κατακτάται
με την «επιθετική στρατηγική» που εφάρμοσε ο Όρσον Γουέλλες στον Πολίτη
Καίην. Ο Γουέλλες όμως ήταν- και είναι- ιδιοφυής και ο δυναμικότατος Κολλάτος
αν εζήλωσε την δόξα του έκανε μάλλον λάθος. Το μόνο που μας μένει είναι να του
ευχηθούμε μεγαλύτερη επιτυχία, μεγαλύτερη προσοχή και πιο υπεύθυνη εκλογή του
θέματος της δεύτερης ταινίας του.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΑΦΗΛΙΔΗΣ
Ο θάνατος του Αλέξανδρου
Ο Δημήτρης Κολλάτος, με τον Θάνατο του
Αλέξανδρου σόκαρε, για δεύτερη χρονιά μετά τις Ελιές (1964), τους θεματοφύλακες
του ηθικού κατεστημένου. Ο Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, ακαδημαϊκός και πρόεδρος
της Κριτικής Επιτροπής του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης δήλωσε:
Και ο ρεαλισμός έχει όρια. Ένας
άρρωστος από λευχαιμία, που πεθαίνει σε λίγα λεπτά, βάζει τη γυναίκα του να
γυμνωθεί εντελώς, και προχωρεί σε πλήρη σεξουαλική ομιλία μαζί της. Αυτά
ξεπερνούν κάθε αντοχή.
Όταν
απαγορεύτηκε η προβολή της ταινίας στις αίθουσες, ο Τ. Γεωργίου, υπουργός
Προεδρίας της κυβέρνησης απάντησε σε πρόκληση του Κολλάτου:
Ο έλληνας νοικοκύρης
δεν πρέπει να δει αυτή την ταινία. Οφείλω να προστατεύσω τον ελληνικό λαό από
το φίλμ σας.
Ο Κολλάτος
προχώρησε πέρα από το δικαίωμα της καλλιτεχνικής του έκφρασης και έφτασε στην
επιθετικότητα και την πρόκληση, γνωρίζοντας τα όρια του έλληνα νοικοκύρη και
ακριβώς αυτά τα όρια έγιναν ο στόχος του, ορισμένες φορές ακόμα και σε βάρος
της ισορροπίας του έργου του.
Ο Γιάννης Καλλιόρης, περιγράφοντας την
«άστοχη» κατά την άποψή του προκλητικότητα στη σκηνή του πορνείου, κατέληξε
στην κριτική του παρουσίαση της ταινίας στην Επιθεώρηση Τέχνης (Νοέμβριος
1966).
Η ψυχολογική όμως
ένδεια της διατύπωσης έδωσε την εντύπωση πώς η επιδίωξη ήταν μάλλον να
«καταπλαγούν οι αστοί», παρά να αποσπαστεί από τη συγκεκριμένη πράξη η αλήθεια
της.
Ο Τύπος
ασχολήθηκε αρκετά με τον Θάνατο του Αλέξανδρου και στο σύνολό του ήταν θετικός
έως εγκωμιαστικός.
Θέμα της ταινίας, που θυμίζει τον Θάνατο
του παλληκαριού του Παλαμά, είναι ο άδικος θάνατος του νέου άνδρα από
λευχαιμία, ένας θάνατος πάντα άδικος και παράλογος, έστω και αν είναι το λογικό
επακόλουθο της ζωής. Αυτή η παράλογη λογική, αυτό το ακατανόητο- και όμως,
απόλυτα φυσικό- πέρασμα από τη ζωή στο θάνατο, διέπει τη θεματική προβληματική
του Κολλάτου. Ο Αλέξανδρος προσπαθεί να κρατηθεί στη ζωή, τόσο με τα φλας μπακ,
που επαναφέρουν στη μνήμη του τις πλέον ζωντανές στιγμές του, όπως αυτήν της
μύησής του στην ερωτική πράξη στο πορνείο, όσο και με την απόπειρά του σ’ αυτή
την ύστατη στιγμή να κάνει έρωτα με την γυναίκα του. Αν τα καταφέρει, σημαίνει
πως ζει: διαφορετικά, είναι ήδη κλινικά νεκρός. Σ’ αυτό το σημείο, ο Κολλάτος
κινήθηκε σε δύσκολα και απωθημένα, τόσο στη ζωή όσο και στην τέχνη, σημεία
ισορροπίας. Ήταν πολύ σκληρή η δοκιμασία που αποπειράθηκε να εκθέσει στην
οθόνη. Η απόπειρα του Αλέξανδρου είναι μάταιη. Ο θάνατος έρχεται και οι φίλοι
του νεκρού αδυνατούν να συλλάβουν τον παραλογισμό του συμβάντος.
Στο επίπεδο, της κινηματογράφησης, ο
Κολλάτος δούλεψε με συνεχή γκρο πλάνα, που κάλυψαν το μεγαλύτερο μέρος της
ταινίας και όχι σπάνια κούρασαν το θεατή. Ακόμα, οι κινήσεις της μηχανής
περιορίστηκαν στις μίνιμουμ ανάγκες, και η προτεραιότητα δόθηκε στο κατ που
εξυπηρέτησε τη σκληρότητα του θέματος, όπως και η φωτογραφία του Αριστείδη
Καρύδη- Φουκς.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΟΛΔΑΤΟΣ
Στο κεφάλαιο: «ΔΟΞΑ ΚΑΙ ΠΤΩΣΗ: 1960-1970»
Μια άλλη σημαντική ταινία από αυτά τα δύο
αξέχαστα χρόνια (1965 έως 1967), ήταν το Ο θάνατος του Αλέξανδρου του Δημήτρη
Κολλάτου (1966), μια ανεξάρτητη παραγωγή του ίδιου του σκηνοθέτη, ο οποίος είχε
ήδη γυρίσει δύο ταινίες μικρού μήκους. Η ιστορία αφορούσε έναν νεαρό που
πέθαινε από λευχαιμία στο νοσοκομείο. Καθώς βρίσκεται στην επιθανάτια κλίνη
του, ζητά από τη σύζυγό του να του κάνει έρωτα, μια πράξη που γίνεται καταλύτης
για την ανάδυση αναμνήσεων από την παιδική και την εφηβική ηλικία του. Η ταινία
ήταν μια από τις καλύτερες διερευνήσεις της θνητότητας στο ελληνικό σινεμά.
Μέσα από κοντινά και στατικά πλάνα, ο Κολλάτος απεικονίζει το θάνατο και τις
επιπτώσεις του στους ζωντανούς, καθώς το σώμα εκφυλίζεται, ενώ το μυαλό είναι
ακόμα δραστήριο και γεμάτο ζωή. Η μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου, με την
αυστηρή λιτότητά της, ενίσχυσε τα οδυνηρά συναισθήματα του πρωταγωνιστή με
λεπτότητα και διακριτικότητα. Ήταν μία από τις πιο ανθρώπινες και
εξανθρωπιστικές ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ, μια ταινία που προκάλεσε γνήσια
συναισθήματα στο κοινό της μέσω της απεικόνισης της αδυσώπητης σκληρότητας του
θανάτου που χιμά πάνω σ’ έναν καθημερινό, συνηθισμένο, κοινό άνθρωπο. Ήταν το
κινηματογραφικό ισοδύναμο του Θανάτου του Ιβάν Ίλιτς του Τολστόι και
αντιπροσώπευε μία ακόμη μοναδική περίπτωση στον ελληνικό κινηματογράφο. Λίγο
μετά την παραγωγή της ταινίας, ο Κολλάτος κατέφυγε στη Γαλλία, όπου η
αναθεωρητική του απεικόνιση του resistancialisme προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και
διαμάχες.», σ. 181.
Στην σελίδα 314 γράφει ο συγγραφέας
για την ταινία «Η Ζωή με τον Άλκη»:
Ιδιαίτερη
μνεία πρέπει να γίνει στη Ζωή με τον Άλκη του Δημήτρη Κολλάτου, ένα συγκινητικό
και καθαρτήριο αυτοβιογραφικό «εικονογραφικό δοκίμιο» για τη ζωή ενός πατέρα με
αυτιστικό παιδί. Η ταινία αποκαλύπτει τη σημειολογική σύγχυση στην επικοινωνία των
αυτιστικών παιδιών με τους γονείς τους, ενώ χαρτογραφεί τους παράξενους κώδικες
και τα απροσδόκητα σύμβολα που εφευρίσκει ένας πατέρας που αγαπά το παιδί του,
προκειμένου να επικοινωνήσει μαζί του μέσα στην απομόνωση του αυτισμού.
Και
τελειώνει την οδοιπορία του ο Βρασίδας Καραλής στην ταινία του Δημήτρη
Κολλάτου, «Κόκκινα τριαντάφυλλα….» γράφει σελίδα 323:
Η ανεξάρτητη παραγωγή του Δημήτρη
Κολλάτου Κόκκινο τριαντάφυλλο σου έκοψα ήταν ένας συγκινητικός αυτοβιογραφικός
στοχασμός πάνω στην αυτοκτονία της συζύγου του σκηνοθέτη και στη ζωή με τον
αυτιστικό γιο του, καθώς προσπαθεί να ανακτήσει τον χαμένο χρόνο βλέποντας τις
παλιές ταινίες που είχαν γυρίσει μαζί.
ΒΡΑΣΙΔΑΣ ΚΑΡΑΛΗΣ
Όπως διαπιστώνουμε και οι τρείς κριτικές
φωνές μας παραπέμπουν σε κλασικά κείμενα της ξένης ευρωπαϊκής και ελληνικής
λογοτεχνίας. Τόμας Μαν, Λέων Τολστόι και Κωστής Παλαμάς, πράγμα που μας
φανερώνει την κινηματογραφική παιδεία του σκηνοθέτη και διηγηματογράφου Δημήτρη
Κολλάτου, όσο και την σχέση μεταξύ λογοτεχνίας και σινεμά, την συνομιλία με
διαφορετικούς κάθε φορά τρόπους κώδικες επικοινωνίας μεταξύ τους. Από την άλλη,
αυτός ο «δογματικός» κριτικός της Μαρξιστικής καθαρότητας στην πολιτική και την
τέχνη, ο Βασίλης Ραφαηλίδης στην κριτική του για την ταινία «Η Ζωή με τον Άλκη»
στο πρώτο μισό της κριτικής του μνημονεύει τον ιατρό Κλώντ Μπερνάρ και τις
θέσεις του για την μη διαφορά μεταξύ του υγιούς ατόμου και του ασθενούς. Τα
δυσδιάκριτα όρια μεταξύ υγείας και ασθένειας, αναφέροντας και ορισμένα άλλα
ονόματα της «υπαρξιακής ψυχιατρικής» όπως το όνομα του Ρόναλντ Λαίνγκ και του
Ντέιβιντ Κούπερ. Για δε την ταινία γράφει μεταξύ άλλων στην σελίδα 202:
«Η ταινία του Δημήτρη Κολλάτου Η ζωή
με τον Άλκη που στάθηκε αφορμή για τα παραπάνω, είναι ένα εξαιρετικά πολύτιμο
ντοκουμέντο. Κι αυτό, άσχετα απ’ την όποια αισθητική αξία της ταινίας, που δεν
είναι το πρώτο που θα ενδιέφερε τον νοήμονα θεατή σ’ αυτή τη συγκεκριμένη περίπτωση.
Γιατί ο Κολλάτος είναι πατέρας ενός αυτιστικού παιδιού, του Άλκη. Και γιατί έχει
την τύχη να’ χει κι ένα άλλο παιδί με
αξιοπρόσεκτο υποκριτικό ταλέντο, τον Αλέξανδρο. Στο φιλμ ο Δημήτρης Κολλάτος παίζει
τον εαυτό του, και ο γιος του Αλέξανδρος παίζει τον αδερφό του τον Άλκη. Αυτό
σημαίνει πώς οι δύο πρωταγωνιστές γνωρίζουν
πάρα πολύ καλά τι σημαίνει αυτισμός, και συνεπώς μπορούν να αναπαραστήσουν τη
συμπεριφορά του αυτιστικού με απόλυτη ακρίβεια και πειστικότητα, πράγμα που, βέβαια,
καθεαυτό δε συνιστά τέχνη. Όμως, η αναπαράσταση του αυτισμού μέσα από ένα είδος
αναγκαστικού, θα έλεγα, «σινεμά βεριτέ», που θα το ζήλευε ο Ζαν Ρους ή ο Έντγκαρ
Μορέν, τοποθετείται αυτόματα πέρα απ’ το αισθητικό γεγονός, στην περιοχή του
ντοκουμέντου…….»
Αξίζει από την μεριά μας να σημειώσουμε
ότι θα άξιζε η δημόσια τηλεόραση μέσα στην σειρά των ελληνικών κινηματογραφικών
της επαναλήψεων, να επαναπροβάλει τις ταινίες του διηγηματογράφου και σκηνοθέτη,
σεναριογράφου και ηθοποιού αντισυμβατικού Δημήτρη Κολλάτου.
Τέλος, πρόσφατα
έφυγαν από κοντά μας ένας άνθρωπος του κινηματογράφου και συγγραφέας ο
δημοσιογράφος Ιάσων Τριανταφυλλίδης, και ο συγγραφέας και επιμελητής εκδόσεων,
αρθρογράφος Γιάννης Η. Χάρης, ένα ταγμένο άτομο στην διδασκαλία και την φροντίδα
της ελληνικής γλώσσας και της προφορικής και γραπτής εκφραστικής της.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς,
Σάββατο 1 Φεβρουαρίου
2025.