Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου 2017

Ομόχρονη ή Ιστορική διγλωσσία

                          ΟΙ ΚΑΡΓΕΣ

   Καθώς μετέφερα στο ιστολόγιο ενδεικτικά στοιχεία και βιβλιογραφικές πληροφορίες για τον συγγραφέα Κώστα Ταχτσή, βρήκα στον φάκελό του ένα κιτρινισμένο δακτυλογραφημένο γράμμα του, μια επιστολή εννέα σελίδων, που αφορούσε το θέμα της γλώσσας και το κείμενο που είχε δημοσιεύσει-τότε-ο συγγραφέας και προκάλεσε αντιδράσεις από διάφορα άτομα.  Οι επιστολές αυτές που είχαν δημοσιευτεί σε εφημερίδες της πρωτεύουσας και της συμπρωτεύουσας αφορούσαν το γνωστό από παλαιά γλωσσικό μας ζήτημα, και την διγλωσσία για να μην γράψω εσωτερική μας πολυγλωσσία και εκφραστικό διχασμό. Ο χρόνος δημοσίευσης αυτών των επιστολών-άρθρων- είναι το 1972. Τα πρόσωπα που τα υπογράφουν σχετικά γνωστά και κατά κάποιον τρόπο αρμόδια. Την περίοδο αυτή η στρατιωτική δικτατορία είχε εδραιωθεί στη χώρα, στις ημερήσιες και εβδομαδιαίες εφημερίδες άρχιζαν να δημοσιεύονται διάφορα ελεγχόμενα άρθρα από τη λογοκρισία, που αφορούσαν τις συγκαλυμμένες αντιδράσεις επωνύμων και ανωνύμων ενάντια στο καθεστώς. Είτε με αρθρογραφία είτε με μικρές επιστολές. Στα βιβλιοπωλεία και τα περίπτερα συναντούσες τίτλους βιβλίων κομμουνιστών συγγραφέων, βιβλία όπως: Τα Στρατιωτικά Κείμενα του Τσε Γκεβάρα, το Κόκκινο Βιβλίο του Μάο Τσε Τουνγκ, η Αυτοβιογραφία του Εμβέρ Χότζα, μικρά κόκκινα αναρχικά βιβλία του Κροπότκιν, του Πλεχάνωφ, του Μπακούνιν, του Έγκελς, κλπ., άλλα που ερμήνευαν τα οράματα και τους πολιτικούς στόχους της Γαλλικής Επανάστασης, βιβλία για τον ελληνικό Εμφύλιο πόλεμο, τον ισπανικό, έργα του Καρόλου Δαρβίνου για την εξέλιξη και καταγωγή των Ειδών, βιβλία των εκδόσεων Αναγνωστίδη, διάφορες 16/σέλιδες ή 32/σελίδων πολιτικές μπροσούρες που κρέμονταν από τα μανταλάκια των περιπτέρων του Πειραιά, των κεντρικών δρόμων της Αθήνας, μέσα στο πρακτορείο-και περίπτερο στο σταθμό της Ομόνοιας, ή ήσαν απλωμένα σε πάγκους σε δρόμους στο Μοναστηράκι, στην πλατεία Βικτωρίας ή σε περιθωριακά βιβλιοπωλεία (που τα διατηρούσαν συνήθως γενειοφόροι ακροαριστεροί ή αναρχικοί νεαροί) ορισμένες φορές, μαζί με βιβλία υπέρ του στρατιωτικού καθεστώτος, που φυσικά εκτίθονταν, για να ρίξουν στάχτη στα μάτια της αστυνομίας ή των διαφόρων χαφιέδων, που δεν ήσαν και λίγοι εκείνη την εποχή. Σε ορισμένα βιβλιοπωλεία μάλιστα, όταν σε γνώριζαν οι βιβλιοπώλες, (μέσα στους υπόγειους αυτούς χώρους, δημιουργούνταν μικροί πυρήνες αντίστασης νεολαίων ενάντια στο στρατιωτικό καθεστώς) σου πωλούσαν και μικρούς 45 στροφών δίσκους του Μίκη Θεοδωράκη, ή κασέτες από παλαιές του συναυλίες πριν την δικτατορία. Θυμάμαι η συντηρητική εφημερίδα «Η Βραδυνή» του Τζώρτζη Αθανασιάδη εκείνη περίπου την περίοδο, δημοσίευε σε συνέχειες την ζωή του Χουάν και της Εβίτα Περόν του στρατιωτικού προέδρου της Αργεντινής, την βιογραφία του Κόμη Δράκουλα, ενώ άλλες, δημοσίευαν άρθρα ή κείμενα για το κυβερνητικό πείραμα του εκλεγμένου σοσιαλιστή προέδρου της Χιλής, Σαλβαντόρ Αλλιέντε. Η φιλοβασιλική εφημερίδα «Νέμεσις»  δημοσίευε την ιστορία της βασιλικής δυναστείας. Η θρησκευτική εφημερίδα «Χριστιανική» του Νίκου Ψαρουδάκη, δημοσίευε μικρά κείμενα του εκδότη εναντίον της χούντας. Ψήγματα δημοκρατικών ανοιγμάτων στην προσπάθεια του δικτατορικού καθεστώτος του Γεωργίου Παπαδοπούλου που είχε γίνει πρόεδρος της δημοκρατίας, να φορέσει δημοκρατικό μανδύα με την ανοχή των παλαιών προδικτατορικών πολιτικών, ενώ σε όχι μεγάλο χρονικό διάστημα, οι νέοι και οι νέες θα ξεσηκώνονταν στον χώρο της Νομικής, του Πολυτεχνείου, οι αγρότες θα έκαναν πορείες διαμαρτυρίας στην περιοχή των Μεγάρων. Το δικτατορικό καθεστώς είχε καταργήσει με νόθο δημοψήφισμα την Βασιλεία και είχε ανακηρύξει την προεδρική δημοκρατία. Στα μέσα της επομένης χρονιάς  1973, θα μεσολαβήσει το μικρό διάστημα διακυβέρνησης και προετοιμασίας «ελεύθερων» εκλογών από τον ιστορικό και παλαιό πολιτικό Σπύρο Μαρκεζίνη, που το ανέκοψε η δεύτερη και σκληρότερη περίοδο της Δικτατορίας της 25 Νοεμβρίου 1973 από την στρατιωτική αρσακειάδα, τον Δημήτρη Ιωαννίδη και την ομάδα των στρατιωτικών υποστηρικτών του. Και φυσικά το έγκλημα εναντίον του Κυπριακού Ελληνισμού, και την απόπειρα δολοφονίας του εκλεγμένου προέδρου αρχιεπισκόπου Μακαρίου και των συνεργατών του. Τέλος, δύο χρόνια μετά το 1972, χρονιά δημοσίευσης των άρθρων, θα έχουμε την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, την Τούρκικη στρατιωτική εισβολή και κατοχή εδαφών της Μεγαλονήσου, την προσφυγιά των Κυπρίων, και την κατοπινή μετά πολλών δυσκολιών, περίοδο της Μεταπολίτευσης. Που ακόμα δεν λέει να κλείσει με τις άπειρες πολιτικές και οικονομικές της παθογένειες-πτώχευση και σειρά οικονομικών μνημονίων από όλες τις κυβερνήσεις τα τελευταία επτά χρόνια-αλλά και τα όποια θετικά της. Η Ελλάδα και το ελεύθερο κομμάτι της Κυπριακής Δημοκρατίας γίνονται μέλη της Ευρωπαϊκής Οικογένειας, μπαίνουμε στον σκληρό πυρήνα του Ευρώ,  έχουμε τα διπλωματικά και πολιτικά ανοίγματα προς τις τότε ανατολικές χώρες και την Κίνα από τον Κωνσταντίνου Καραμανλή τον πρεσβύτερο, και έπειτα από τον Ανδρέα Παπανδρέου, τα διπλωματικά ανοίγματα προς τις αραβικές χώρες, τον τότε συνασπισμό των αδεσμεύτων, την ομάδα των σοσιαλιστικών κρατών, το κράτος του ισραήλ και το έθνος των παλαιστινίων κλπ.
     Την περίοδο αυτή-πριν το τέλος της δικτατορίας-η ημερήσια πρωινή εφημερίδα Το Βήμα, δημοσίευε τις σημαντικές και σοβαρές επιφυλλίδες της. Ονόματα άγνωστα σε εμάς, πανεπιστημιακών, αρχαιολόγων, φιλόλογων, επιστημόνων, συγγραφέων, ανθρώπων της τέχνης και των γραμμάτων που μας δίδασκαν με τα μικρά ή μεγάλα κείμενά τους, τις γνωστές σε όλους μας επιφυλλίδες,  ελληνική ιστορία και πολιτισμό, μας γνώριζαν θέματα της ελληνικής παράδοση και του λαϊκού πολιτισμού, μικρά κείμενα που αναφέρονταν σε θέματα χειρισμού της γλώσσας, τρόπους και θεωρητικά κλειδιά ανάγνωσης, με δύο λόγια, τα κείμενα των επιφυλλίδων, ήσαν ένα «ανοιχτό πανεπιστήμιο» της εποχής, για να δανειστώ τους όρους ενός εκπαιδευτικού θεσμού των ημερών μας. Κωνσταντίνος. Θ. Δημαράς, Ευάγγελος Παπανούτσος, Μανόλης Ανδρόνικος, Χρήστος Γιανναράς, Άγγελος Τερζάκης, Κώστας Ρωμαίος, Δημήτρης Φατούρος, Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος, Δημήτρης Μαρωνίτης, Στ. Αλαχιώτης, Θ. Τάσιος, και μια σειρά άλλων σημαντικών προσωπικοτήτων των ελληνικών γραμμάτων του πολιτισμού και της τέχνης, που για μεγάλο χρονικό διάστημα από τα τέλη σχεδόν της δικτατορίας που άρχισα να διαβάζω συστηματικότερα τις εφημερίδες θυμάμαι τα κείμενα αυτά, που διαμόρφωσαν τις καλλιτεχνικές, κοινωνικές και πολιτικές συνειδήσεις ημών των νεοελλήνων. Μας βοήθησαν να οικοδομήσουμε το αισθητικό μας κριτήριο. Το ίδιο συνέβαινε και σε άλλες εφημερίδες που κυκλοφορούσαν τότε, από δημιουργούς και συγγραφείς άλλων πολιτικών πλευρών. Δημοσιογράφοι και άνθρωποι της τέχνης, καλλιτέχνες και δοκιμιογράφοι έγραφαν και δημοσίευαν άρθρα που άπτονταν τα σύγχρονα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα των ελλήνων και της Ευρώπης γενικότερα. Ο Βασίλης Ραφαηλίδης επίσης με τις  κινηματογραφικές του αναλύσεις και σχολιασμούς μας μύησε στην μαγεία της έβδομης τέχνης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο δημόσια ανοιχτής παιδείας και των εποικοδομητικών συζητήσεων, των σκληρών καλοπροαίρετων αψιμαχιών, των πνευματικών σαρκαστικών βελών, των συγγραφικών μπηχτών, την περιπαικτική διάθεση και χιουμοριστική ατμόσφαιρα που ανέδυαν αυτά τα κείμενα που διαβάζαμε στις εφημερίδες και τα περιοδικά, οφείλουμε να εντάξουμε και ορισμένες από τις δημόσιες επιστολές του συγγραφέα Κώστα Ταχτσή. Δημόσιες επιστολές, που αναφέρονται στο γλωσσικό πρόβλημα της εποχής και τις δημόσιες θέσεις και ενστάσεις του για την εκφορά του προφορικού λόγου και τον χειρισμό του γραπτού, πριν την καθιέρωση της Δημοτικής γλώσσας ως επίσημης γλώσσας στις συναλλαγές και διαμεσολαβήσεις της ελληνικής πολιτείας, του δημόσιου με τους πολίτες. Την καθιέρωση του μονοτονικού συστήματος και την απάλειψη των πνευμάτων. Την απλοποίηση της γραμματικής, την ομοιογένεια κατά κάποιον τρόπο της ορθογραφίας και την αποπολιτικοποίηση της γλώσσας, από την συνειδητή ιστορικά κομματικοποίηση της δημοτικής γλώσσας, την στρέβλωσή της, από ακραίους κομματικούς σχηματισμούς και ιδεολογικούς μηχανισμούς ατόμων της ηττημένης πολιτικής παράταξης μετά τον εμφύλιο. Μια παραποίηση της γλώσσας και των κωδίκων επικοινωνίας της, κάπως κακόηχη και ατάσθαλη, (δες τις δύο μελέτες του ιστορικού Γιάννη Κορδάτου για το Γλωσσικό ζήτημα, εκδόσεις Μπουκουμάνη). Η νικημένη ιδεολογικά αριστερή παράταξη στην χώρα μετά το πέρας της εμφύλιας διχόνοιας οικειοποιήθηκε το δημοτικό ιδίωμα σαν μέσο ιδεολογικής προπαγάνδας και αντίστασης ενάντια στο αστυνομικό και αυταρχικό καθεστώς των μετέπειτα χρόνων. Με την πλευρά των δημοτικιστών είχαν συνταχθεί σημαντικές προσωπικότητες των ελληνικών γραμμάτων και της διανόησης, ποιητές και συγγραφείς, καθηγητές πανεπιστημίου και πολιτικοί, ανοιχτά μυαλά του ελληνικού λόγου. Πνεύματα φιλικά προσκείμενα είτε προς την σκληροπυρηνική και δογματική κομμουνιστική πλευρά, είτε προς τις ανανεωτικές της τάσεις και ομάδες. Πρόσωπα που προέρχονταν ή ήσαν ψηφοφόροι του πολιτικού κέντρου, καταγόμενα από την μεσοπολεμική Βενιζελική παράταξη ή την κατοπινή της μετεξέλιξη του Γεωργίου Παπανδρέου και των άλλων κεντροαριστερών πολιτικών σχηματισμών. Από την άλλη, η συντηρητική παράταξη-που κέρδισε όπως κέρδισε στην μάχη του εμφυλίου-και κυβέρνησε τις επόμενες δεκαετίες δια εξοριών, φυλακίσεων, στρατιωτικών και αστυνομικών διατάξεων και νόμων, υιοθέτησε την καθαρεύουσα, την αρχαϊζουσα, και αυτή την κακοτράχαλη μεικτή που μιλούσαν την περίοδο της δικτατορίας, σαν μέσο κυριαρχίας στις συνειδήσεις των νεότερων ελλήνων πολιτών. Το γλωσσικό ζήτημα που ταλάνισε για αρκετές δεκαετίες την χώρα και όλους εμάς, δεν ήταν ένα φαινόμενο που αφορούσε μόνο τα πνευματικά ή συγγραφικά πράγματα της νεότερης ελλάδας, αλλά κάτι που είχε να κάνει άμεσα και δραστικά με την ίδια την ιστορική της πορεία. Όλοι μας τότε διδαχθήκαμε, ότι η επίσημη γλώσσα ενός λαού είναι και η εθνική του συνείδηση. Ο γλωσσικός διχασμός ήταν παράλληλος με τον πολιτικό. Και αυτό ήταν πολύ εμφανές στις ζωές μας. Την περίοδο της επτάχρονης δικτατορίας που θυμάμαι, σαν μικρά παιδιά, μιλάγαμε την γλώσσα των γονιών μας την δημοτική, στα παιχνίδια μας, τις τρέλες μας τις μικρές συντροφιές μας, παρότι υπήρχαν μπόμπιρες, που οι γονείς τους ήσαν υποστηρικτές του δικτατορικού καθεστώτος. Υπήρχε ο φόβος, αλλά μιλούσαμε και συζητούσαμε μεταξύ μας, την ίδια συνεννοήσιμη γλώσσα, χωρίς να σκεφτόμαστε κανόνες, απαγορεύσεις ή να λογαριάζουμε ότι ορισμένα από τα παιδιά που παίζαμε μαζί τους, οι γονείς τους ήσαν φιλοχουντικοί. Στα σπίτια μας κρυφά και ιδιαίτερα ακούγαμε το αντιστασιακό πρόγραμμα του BBC, την Ντώιτσε Βέλλε, την Φωνή της Αλήθειας στα ραδιόφωνα και διαβάζαμε αντιστασιακά κείμενα. Η γλώσσα μας όμως ήταν μία, κοινή μεταξύ μας και ας μην το συνειδητοποιούσαμε τότε. Στο δημοτικό και κατόπιν στο γυμνάσιο φασκελοκουκούλωτα, γινόταν το έλα να δεις και να μην ξεμπερδευτείς, ιδιαίτερα, όταν μας μιλούσαν για το πώς οφείλουμε να εκφραζόμαστε γλωσσικά για να ικανοποιήσουμε το εθνικό πατριωτικό και θρησκευτικό όραμα της εθνοσωτήριου, τρομάρα σε όλους μας, και ιδιαίτερα στους υποστηριχτές της που δεν ήσαν και λίγοι. Τώρα πως βρέθηκαν στα μετά την δικτατορία χρόνια πάνω από το ογδόντα της εκατό των ελλήνων και ελληνίδων να είναι αντιστασιακοί και να έκαναν δυναμική αντίσταση εναντίον της χούντας, ποτέ μου δεν το κατάλαβα. Μέγα και μυστήριο θαύμα. Τότε ήμασταν μειοψηφία και φοβισμένοι, μετά γίναμε πλειοψηφία και δημοκρατικά βολεμένοι. Μου θυμίζει μοναχούς που βαπτίζουν το κρέας ψάρι για να το φάνε, και να είναι ήσυχοι με την νηστεύουσα γαστέρα της ψυχής τους.
     Το γλωσσικό λοιπόν ζήτημα, αφορούσε όλους μας, και εμάς τους απλούς πολίτες και, τους συγγραφείς και τους διανοούμενους, τους ιθύνοντες της πνευματικής τάξης. Δεν πρέπει να ξεχνάμε επίσης, ότι στην ηπειρωτική χώρα, στο νησιωτικό αρχιπέλαγος, σε απομακρυσμένες περιοχές της ελλάδας, οι άνθρωποι είχαν την δική τους διάλεκτο, τους δικούς τους ντόπιους γλωσσικούς ιδιωματισμούς, την ντοπιολαλιά τους. Χρησιμοποιούσαν λέξεις και φράσεις που εμείς των μεγάλων αστικών πόλεων δεν τις καταλαβαίναμε, γιατί δεν χρειάστηκε ποτέ στην ζωή μας να τις χρησιμοποιήσουμε, και δεν νιώθαμε άσχημα ούτε άβολα για αυτή μας την άγνοια. Τα μεταγενέστερα της μεταπολίτευσης χρόνια μας είπαν, ότι θα έπρεπε να έχουμε ενοχές γιατί δεν μιλούσαμε αυτό το γλωσσικό συμπίλημα, αυτές τις διανοουμενίστικες περιγραφές συγγραφέων γνωστών και μη εξαιρετέων, για το ότι δεν κατείχαμε την αττική κλασική γλώσσα των αρχαίων, ή μας ξένιζε η γλώσσα του Εμμανουήλ Ροΐδη, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντης κλπ. Η επιβολή των απόψεων είτε των νικητών είτε των ηττημένων, γίνονταν σε αυτήν την αιωνίως διχασμένη χώρα από τα πάνω. Δεν υπήρχε σωτηρία αν βρισκόσουν έξω από οποιαδήποτε πολιτική, κομματική ή θρησκευτική στρούγκα. Η κομματικοποίηση ήταν η μοναδική επιλογή σωτηρίας είτε στον πολιτικό, είτε στον κοινωνικό είτε στον καλλιτεχνικό στίβο. Η καταξίωση και η αναγνώριση όφειλε να γίνει πρώτα από τους κομματικούς και ιδεολογικούς ηγέτες, όσοι αρνιόνταν να ενταχθούν, τους έτρωγε η μαρμάγκα κατά το κοινός λεγόμενο. Γλώσσα ίσον κομματική πολιτική και κομματική κυριαρχία μέσω της γλώσσας. Ο γλωσσικός διχασμός ατόνησε, ο πολιτικός ακόμα.
     Αν έχουν ψήγματα ερμηνευτικής αλήθειας τα παραπάνω, θεωρώ ότι οι απόψεις του συγγραφέα Κώστα Ταχτσή παρουσιάζουν ενδιαφέρον ακόμα και σήμερα, χωρίς να ταυτίζω φυσικά τις όποιες άταχτες σκέψεις μου με τις περισσότερο τεκμηριωμένες του συγγραφέα, και χωρίς να θέλω να παρασύρω τις θέσεις του στο δικό μου πεδίο αναφορών και προβληματισμών. Μακριά από τις άλλες ιδιωτικές στιγμές και αποκλειστικά προσωπικές πλευρές του συγγραφέα Κώστα Ταχτσή, οι διάφορες επιστολές που έστελνε στα έντυπα της εποχής, διαμαρτυρόμενος για θέματα που θεωρούσε ότι όφειλε να αντιδράσει ή τον ενοχλούσαν σαν δημόσιο άτομο, μας δείχνουν μια άλλη ποιότητα του συγγραφέα. Φανερώνουν το διαρκές ενδιαφέρον του πάνω σε σύγχρονα θέματα του ελληνικού πολιτισμού, της τέχνης, του γλωσσικού χειρισμού, μα πάνω από όλα, της κοινωνίας. Ο Ταχτσής υπήρξε ένα αρκετά καλλιεργημένο άτομο πάνω σε πολλά σύγχρονά του και επίκαιρα προβλήματα. Δεν έμεινε μόνο στο χώρο της λογοτεχνίας, επεκτάθηκε και σε άλλους τομείς. Πράγμα που του δημιούργησε πολλές συμπάθειες και πολλές αντιπάθειες και εχθρότητες. Είχε όμως πάντα το θάρρος της γνώμης του και εξέφραζε με ευθυκρισία και χιούμορ τις απόψεις του. Αν διαβάσει κανείς προσεχτικά τις κρίσεις των διαφόρων δημοσιευμένων επιστολών του, των σκόρπιων δημοσιευμένων ή αδημοσίευτων κειμένων του (δες αυτό που δημοσίευσα για το θέμα της ομοφυλοφιλίας), τις θέσεις του για βιβλία, καλλιτεχνικά γεγονότα του καιρού του, πρόσωπα,-παρά την πικρόχολη διάθεσή του-και, το κυριότερο, απεγκλωβιστεί από τον μύθο και την επιτυχία του ενός βιβλίου, του Τρίτου Στεφανιού, απομακρυνθεί από τον τρόπο και  τις καθαρά προσωπικές επιλογές της ιδιωτικής του ζωής όσο ζούσε και προκαλούσε, θα ανακαλύψει έναν συγγραφέα διαρκώς παρών και έξω από τα θεσμικά χαρακώματα. Έναν συγγραφέα  που μετείχε στα κοινά με τόλμη και αρκετό θράσος, που αδιαφορεί για το τι θα πει ο κόσμος για εκείνον, όταν αντιδρούν στις απόψεις του ή πολεμούν τις θέσεις που εκφράζει,  εκείνος δεν μένει σιωπηλός, συνομιλεί με τους άλλους και τους απορρίπτει συνήθως συλλήβδην, αλλά όχι χωρίς επιχειρήματα. Εκφράζει σταθερές απόψεις-συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με θάρρος και επιμονή. Ενημερώνεται και διαβάζει ελληνικά και ξένα βιβλία πέραν των δικών του ενδιαφερόντων, εκφράζει όχι μόνο κάθετες και απόλυτες θέσεις αλλά και μετριοπαθείς που ταιριάζουν στο κλίμα και την ατμόσφαιρα της καταλλαγής και συγχώνευσης όλων των θέσεων, σκέφτεται σαν γνήσιος παραδοσιακός έλληνας πονηρά, στο τι θα μηχανευτεί για να ακουστούν και να επιβάλλει τις θέσεις του, ώστε να μην προκαλέσει μεγάλους αρνητικούς κραδασμούς, να μην κομματικοποιήσει τις ιδέες του, ενώ στην ουσία τους, είναι βαθειά πολιτικές. Με δύο λόγια, υπήρξε  και αυτός ως έλλην, διχασμένος.
Είτε με τον έναν είτε με τον άλλον τρόπο, ο συγγραφέας Κώστας Ταχτσής παρέμεινε παρών για πάρα πολλά χρόνια στο πνευματικό στερέωμα της χώρας.
     Μεταφέρω εδώ το κείμενο αυτούσιο, χωρίς να έχω πρόθεση να το εξετάσω φιλολογικά, ούτε να κάνω εμπεριστατωμένη ανάλυση και γλωσσικό σχολιασμό της επιστολής, μια και ούτε γλωσσολόγος είμαι, ούτε διαθέτω τα εφόδια εκείνα να κρίνω τις επιμέρους απόψεις περί γλώσσας που εξέφρασαν την εποχή εκείνη τα άτομα που μετείχαν σε αυτήν την ενδιαφέρουσα πιστεύω συζήτηση και ανταλλαγή θέσεων. Εξάλλου, αυτό θα προϋπόθεται την παράθεση και των άλλων επιφυλλίδων που δεν γνωρίζω, έχω διαβάσει μόνο του κυρίου Δημητρίου Φόρη το μικρό κείμενο που εκδόθηκε αυτόνομα και αγόρασα κάποτε από παλαιοπωλείο. Εδώ παραθέτω ασχολίαστο το κείμενο γιατί μου άρεσε και με συγκίνησε. Και ίσως, έχει να πει κάτι και στις μέρες μας στους ανθρώπους των γραμμάτων. Όχι στους καθηγητές γλωσσολογίας ή τους αυστηρά ειδικούς, αλλά στους συγγραφείς και τους δημιουργούς εκείνους που παλεύουν με τα ελάχιστα εφόδιά τους με την γλώσσα και τα κείμενα που έχουν μπροστά τους ως αναγνώστες ή δημιουργοί.
Εξάλλου, το ερώτημα αν το ταξίδι της ανάγνωσης ή της γραφής είναι το σημαντικότερο μέσα στην ζωή, δεν έχει ακόμα μάλλον απαντηθεί.
ΆΤΙΤΛΟ
     Κάπως καθυστερημένα έπεσε στα χέρια μου το φύλλο της «Θεσσαλονίκης» (24.8.72), στο οποίο δημοσιεύτηκε ένα άρθρο με υπότιτλο «Μια απάντηση στο συγγραφέα Κώστα Ταχτσή για το άρθρο του «Φθορά και Παραφθορά» («Βήμα», 11.6.72),  και υπογραφή Λ. Παπ.
     Πολλούς και ποικιλότροπα σκανδάλισε αυτό το άρθρο μου, και δεν τους αδικώ εντελώς. Θα μπορούσε νάταν καλύτερο. Αλλά, πρώτα-πρώτα, γράφτηκε υπό το κράτος οργής-του ανθρώπου, πού, από μικρό παιδί, ακούει τους «μεγάλους», κι αργότερα τους «ειδικούς» να τσακώνονται για τα ανυπόφορο πιά εν έτει 1972 γλωσσικό μας πρόβλημα, χωρίς να κάνουν τίποτα αποτελεσματικό για να το λύσουν, έστω και με την έννοια, ότι ακόμα κι όταν πρότειναν, όπως πράγματι πρότειναν, ορθές λύσεις, τους έλειψε η όχι και τόσον ευκαταφρόνητη ρωμέϊκη πονηριά ν’ ακολουθήσουν την τακτική εκείνη, που θα τους επέτρεπε να τις καταστήσουν αποδεκτές από μέρους του κατά κανόνα καχύποπτου κατεστημένου, και να τις δούν να γίνονται πραγματικότητα.
     Δεύτερον, όντας λιγότερο «άρθρο» και περισσότερο απαντητική επιστολή, ήταν επόμενο να προσδιοριστεί-και να περιοριστεί- σε σημαντικό βαθμό, απ’ το αντικείμενό του, δηλαδή τα τρία προηγούμενα άρθρα των κυρίων Λουκάτου, Βλάχου και Φόρη.
    Τρίτον, υπήρξε προϊόν δυστοκίας, αποτέλεσμα απ’ τη μια μεριά της πάσης πού έχω από ιδιοσυγκρασία να μη μασάω τα λόγια μου, κι από την άλλη της αδυναμίας μου, εκ των πραγμάτων, να μιλήσω απλά και λεύτερα απ’ τις στήλες μιάς εφημερίδας. Μπορεί, εξ άλλου, νάπεσα έξω και σε μερικά επί μέρους θέματα. Φίλος γλωσσολόγος με βεβαιώνει, λόγου χάρη, ότι η λέξη κ ο υ μ π ί δεν είναι «παραφθορά» της καθαρευουσιάνικης κ ο μ β ί ο ν, αλλά διατηρεί την αρχαία προφορά του «β» ως «μπ» κοντά σε ένρινο. Ότι, κατά συνέπεια, μάλλον η καθαρευουσιάνικη κ ο μ β ί ο ν είναι ανόητος, δήθεν εξευγενισμός της λαϊκής ή πιο σωστά προκαθαρευουσιάνικης κ ο υ μ π ί. Όλα αυτά τα δέχομαι.
     Αλλά δε δέχομαι ούτε τις κατηγορίες της αντιεπιστημονικότητας και της «μικροφιλολογίας» που μου προσάπτει-πώς τολμάει: -ο πιθανόν συμπαθέστατος κ. Παπ., ούτε το απαράδεκτο και ανεπίτρεπτο ειρωνικό ύφος με το οποίο τις διατυπώνει. Δεν είμαι,  κι’ είναι γνωστό ότι δεν είμαι, ούτε φιλόλογος, ούτε γλωσσολόγος. Κατά συνέπεια, το άρθρο μου δεν είχε επιστημονικές αξιώσεις. Δεν τόγραψα για να «μετριάσω» τις οξύτατες επιπτώσεις του φαινομένου της διγλωσσίας, που παρατηρείται στη δική μας γλωσσική κοινότητα», όπως λέει ο κ. Παπ., μιάς διγλωσσίας, που πληρώνω κι’ εγώ πολύ ακριβά, αν όχι πιο ακριβά από πολλούς άλλους. Τόγραψα περισσότερο με την ελπίδα ότι θα βάλω μερικά  πράματα στη θέση τους, ότι θα κατευνάσω τα πνεύματα, μ’ απώτερο σκοπό-ποιος ξέρει-την έστω και μερική λύση του προβλήματος. Δεν ήταν δική μου δουλειά να εξετάσω το θέμα «επιστημονικά»-είν’ άλλωστε ένα θέμα που έχει τώρα πιά λιγότερο επιστημονικό, και περισσότερο πρακτικό, πολιτικό, γενικό ενδιαφέρον. Δέχτηκα, λοιπόν, το θλιβερό ελληνικό φαινόμενο της διγλωσσίας σαν κάτι δεδομένο, και, μακράν του να το ερμηνεύσω-κάτι που έχει κάνει πρόσφατα με τρόπο απλό και τολμηρό ο κ. Ιωάννης Κακριδής απ’ τις στήλες μάλιστα της «Θεσσαλονίκης»-προσπάθησα απλώς να προτείνω, όχι όλους τους δυνατούς, αλλά δυό-τρείς τουλάχιστο τρόπους ενέργειας, που θα βοηθούσαν μακροπρόθεσμα στην έστω μερική, όπως είπα, λύση του προβλήματος. Πώς μπορεί να το λέει αυτό ο κ. Παπ. «μικροφιλολογία», και μάλιστα όταν το κάνει ένας άνθρωπος που γράφει ελληνικά, και πού, όσες αδυναμίες κι αν έχει, είν’ έτοιμος να παίξει τη ζωή του κορώνα-γράμματα για το γράψιμο;
     Παρ’ όλα αυτά, του χρωστάω χάρη. Γιατί, ενώ, όπως είπα, το άρθρο μου σκανδάλισε πολλούς, κανένας-θές από αδιαφορία, θές από κακώς εννοούμενη αγάπη για τον συγγραφέα Ταχτσή, θές για λόγους ανεξάρτητους της θέλησής του- δεν το τίμησε με μιάν απάντηση, όπως έκανε τουλάχιστον ο κ. Παπ. Θα προτιμούσα βέβαια μιάν απάντηση, πού,  αντί να μου δίνει απλώς την ευκαιρία ν’ ανασκευάσω μερικές απ’ τις επικρίσεις πούφτασαν στ’ αυτιά μου, νάταν κι’ εποικοδομητική. Και δυστυχώς δεν ήταν. Ο κ. Παπ., όχι μόνο δεν έχτισε τίποτα, αλλά είναι σά να τούπαν να πάει να γκρεμίσει ένα σπίτι, κι’ αυτός πήγε και γκρέμισε το διπλανό. Αν ήμουνα δηλαδή καθηγητής, και το άρθρο του κ. Παπ., μαθητική έκθεση, θα τη μηδένιζα με το αιτιολογικό: ΕΠΙΔΕΙΞΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΕΚΤΟΣ ΘΕΜΑΤΟΣ.
     Ο κ. Παπ., που φωνάζει ν’ αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα επιστημονικά, κάνει το θανάσιμο σφάλμα να φέρεται αντεπιστημονικά στο πρώτο μέρος του άρθρου του, και ψευτο-επιστημονικά στο δεύτερο.
     Στο πρώτο μέρος, παραθέτει, εντελώς ξεκάρφωτα, μερικές φράσεις μου, ενώ το σωστό κι «επιστημονικό» θα ήταν να διαβάσει προσεκτικά τα τρία άρθρα που προηγήθηκαν, να τα συσχετίσει πρώτα μεταξύ τους κι ύστερα με το δικό μου, να βρεί τα σημεία τους εκείνα που μ’ έκαναν ν’ αντιδράσω, και μόνο τότε να κρίνει και να κατακρίνει τον τρόπο που αντέδρασα.
     Στο δεύτερο μέρος, συγχέοντας την επιστημονικότητα με το πέταμα στα κεφάλια των άτυχων αναγνωστών του, επιστημονικών συγγραμμάτων, που προοριζόντουσαν μόνο για το δικό μου, μας δίνει, εξ ίσου ξεκάρφωτα, προχειρότατες προλήψεις διαφόρων γλωσσολογικών μελετών ξένων επιστημόνων-που δεν είναι άλλωστε όλες τους οι καλύτερες του είδους-και πού, δεν άπτονται του δικού μας, ιδιόρρυθμου γλωσσικού προβλήματος, δεν κολλάνε δηλαδή με κανένα τρόπο στην ε λ λ η ν ι κ ή πραγματικότητα. Απ’ αυτή την αντιεπιστημονική και ψευτο-επιστημονική στάση του, πηγάζουν όλα τα σφάλματα που κάνει ο κ. Παπ. στο άρθρο του, απ’ το οποίο επισημαίνω μόνο μερικά.
     Γράφει: «Δεν μπόρεσα να καταλάβω τι εννοεί ακριβώς ο Ταχτσής λέγοντας «ομόχρονη διγλωσσία». Τον πληροφορώ ότι η τιμή της εισαγωγής του όρου στη συζήτηση ανήκει στον κ. Φόρη, στο άρθρο του οποίου τον παραπέμπω. Ο κ. Φόρης ήταν εκείνος που έκανε το διαχωρισμό της διγλωσσίας σε ι σ τ ο ρ ι κ ή και σε ο μ ό χ ρ ο ν η, μεταφράζοντας υποθέτω-επιτυχέστατα άλλωστε-τους όρους DIACHRONIQUE (ιστορική) και SYNCHRONIQUE(ομόχρονη)-βλέπε λεξικό γλωσσολογικής ορολογίας του J. MAROUZEAU. Κι’ όχι μόνο δεν διαφώνησα μαζί του, αλλά άρπαξα τον όρο όπως ο πεινασμένος το καρβέλι. Αν διαφώνησα σε κάτι, ήταν η άποψή του ότι η δική μας διγλωσσία είναι μ ό ν ο ιστορική, ενώ των γλωσσών «πολιτισμού» (αγγλικής, γαλλικής κλπ.), όπως τις χαρακτήρισε, μ ό ν ο ομόχρονη. Τσαντίστηκα.
     Καλέ τι μας λέτε, είπα. (θίχτηκε, βλέπεις, και το ελληνικό μου φιλότιμο!). Πρώτον, και η δική μας είναι γλώσσα «πολιτισμού», και θα εννοούσατε μάλλον σ ύ γ χ ρ ο ν ο υ πολιτισμού. Δεύτερον, η διγλωσσία μας δεν είναι μ ό ν ο ιστορική, είναι κ α ί ομόχρονη. Πουθενά εξ άλλου δεν αμφισβήτησα την εγγενή πολιτικότητα της γλώσσας-κάθε γλώσσας. Πουθενά δεν αμφισβήτησα ότι η γλωσσική ποικιλία, στην οποία επιμένει, ξεφεύγοντας απ’ το θέμα του, ο κ. Παπ., πηγάζει απ’ την «κοινωνική στρωμάτωση». Το θεώρησα σαν κάτι δεδομένο κι’ αυτονόητο. Η Αθήνα δεν έχει πιά, αλίμονο, τις γλαύκες πούχε άλλοτε. Η Θεσσαλονίκη διαθέτει μερικές. Τις ξέρουμε και τις χαιρόμαστε. Αντ’ αυτών, όμως, ο κ. Παπ., μας στέλνει, άς μου συγχωρεθεί πού το λέω, μάλλον κάργες-απ’ τις οποίες, δόξα τω θεώ έχουμε μπόλικες.
     Τώρα άς έρθω στο τόσο λεπτό θέμα της πρότασης που έκανα ν’ αποπολιτικοποιήσουμε το γλωσσικό, μια πρόταση που μου στοίχισε τρομερό άγχος πρίν και μετά την δημοσίευση του άρθρου μου, και που σκανδάλισε περισσότερο από κάθε τι άλλο, όχι μόνο τους αδιάλλακτους, πού τη θεώρησαν ούτε λίγο ούτε πολύ σαν έσχατη προδοσία, αλλά κι ειλικρινείς φίλους μου, απ’ τους οποίους οι πιο επιεικείς με χαρακτήρισαν ή σαν εκτός πολιτικής πραγματικότητας ή σαν αθεράπευτα ρωμαντικό. Ίσως νάχουν δίκιο. Αλλ’ εγώ θα τόλεγα αλλιώς. Θάλεγα, όχι τόσο ότι είμαι μετριοπαθής, αλλ’ ότι έχω από ιδιοσυγκρασία μια ιδιότυπη τάση να ταυτίζομαι με πολλά συγχρόνως πράματα, αντίθετα μεταξύ τους, προσπαθώντας να τα συμφιλιώσω και να τα εξισορροπήσω μέσα μου, με λίγα λόγια μου λείπει η θεία εκείνη μονομέρεια που δημιουργεί ήρωες με την παραδοσιακή έννοια του όρου, πού εξακολουθεί, φεύ, νάχει πάντα μεγάλη πέραση. Καμιά φορά, λέω κάτι, κι αμέσως σκέπτομαι: ποιος με βεβαιώνει ότι και το αντίθετό του δεν είναι σωστό; Και στους χαώδεις, συγκεχυμένους καιρούς μας, όλα, μα όλα γύρω μας, αντί ν’ αποθαρρύνουν, ενθαρρύνουν αυτή την τάση. Χτεσινοί φίλοι γίνονται εχθροί. Χτεσινοί εχθροί γίνονται φίλοι. Άνθρωποι, που θεωρείς φυσικούς συμμάχους, γίνονται ξαφνικά αντίπαλοι, ή μένουν σύμμαχοι σ’ ένα επίπεδο, και σε πολεμάνε σ’ ένα άλλο. Σκέπτεσαι λοιπόν: πφ, η πολιτική δεν πρόκειται να λύσει ποτέ το μεγάλο, υπαρξιακό ανθρώπινο πρόβλημα, το κακό είναι πολύ βαθύ. Το λές στους ανθρώπους γύρω σου, και σου λένε: δεν είναι η ανθρωπότητα άρρωστη, εσύ είσαι άρρωστος. Απ’ την άλλη μεριά υπάρχει κι η καθημερινή πραγματικότητα που σε παρασύρει σ’ αγώνες που ξέρεις ότι είναι μάταιοι, αλλά που, θές δές θές, διεξάγεις, προσπαθώντας τουλάχιστο να το κάνεις, στο χαμηλό αυτό επίπεδο, μ’ όση μπορείς κι ελπίζει μεγαλύτερη επιτυχία. Υπ’ αυτό το πνεύμα, μπλέκεις χωρίς να το καταλάβεις και σ’ αυτό το φαύλο κύκλο που λέγεται γλωσσικό πρόβλημα, και προσπαθείς να βρείς την άκρη του κουβαριού.  Αντιδρώντας λοιπόν στην επιχειρηματολογία του κ. Φόρη, είπα κι εγώ τη γνώμη μου. Στη θέση του ότι η γλωσσική ποικιλία των άγγλων, λόγου χάρη, έχει καθαρά ομόχρονο χαρακτήρα, απάντησα, ή, αν δεν τόπα καθαρά, αυτό εννοούσα, ότι και σε μας λίγο-πολύ το ίδιο συμβαίνει, μόνο πού, σε μας, εξαιτίας της μακραίωνης ιστορίας του τόπου και της γλώσσας μας-κατάρα ή ευλογία, ανάλογα πώς το βλέπει κανείς, πρόσθεσα-και, πρό πάντων, εξαιτίας των ιστορικο-πολιτικών συνθηκών στη χώρα μας με τη στενή τους έννοια τα τελευταία 150-τόσα χρόνια, η γλωσσική αυτή ποικιλία που πηγάζει απ’ την κοινωνική στρωμάτωση, έχει πάρει νοσηρό, δίγλωσσο χαρακτήρα, και σ’ αυτόν ακριβώς το βαθμό θα πρέπει να προσπαθήσουμε με κάθε τρόπο να την αποπολιτικοποιήσουμε. Πώς; Εξηγώντας λόγου χάρη στους ιθύνοντες υπομονητικά όπως ο ψυχαναλυτής στον ασθενή-εμείς «πούχουμε εγκύψει στα μυστήρια της γλώσσας», σ’ αντίθεση μ’ εκείνους, μια ειρωνική απόχρωση που δεν συνέλαβε ο κ. Παπ.-εξηγώντας τους, λέω, ότι οι πατέρες τους κι’ οι παππούδες τους μιλούσαν κι έγραφαν τη δημοτική, ή τη μιλούσαν και την έγραφαν πρίν τους την διαστρεβλώσουν από πολιτική ιδιοτέλεια κάποιοι παλιότεροι ιθύνοντες για να τους κρατήσουν στην αμάθεια. Να τους εξηγήσουμε, ότι, επιβάλλοντας την καθαρεύουσα, τη γλώσσα των φυσικών εχθρών τους-πού χάρη στο προνόμιο της καλύτερης παιδείας έχουν στο μεταξύ υιοθετήσει τη δημοτική-είναι σά να ντρέπονται για την καταγωγή τους, αντί νάναι περήφανοι, σά να προδίδουν τους πατέρες τους και τους παππούδες τους-να τους φέρουμε με λίγα λόγια στο φιλότιμο. Πώς αλλιώς; Εξηγώντας τους ότι η διαφορά ανάμεσα στη δημοτική και την καθαρεύουσα είναι περισσότερο ζήτημα δομής και λιγότερο λεξιλόγιου, ότι δε θέλουμε, στην αρχή τουλάχιστο, να επιβάλουμε τη δημοτική, αλλά μάλλον να προσθέσουμε στο πλούσιο λεξιλόγιο της καθαρεύουσας στο λεξιλόγιο της δημοτικής, κι’ αυτό το χαρμάνι να το εντάξουμε στη μόνη δομή-τη δομή της δημοτικής-πού ανταποκρίνεται στο σύγχρονο γλωσσικό αίσθημα. Σαν πρώτο βήμα ν’ απλουστεύσουμε- όχι εμείς, αλλ’ εκείνοι, προς τους οποίους έκανα την έκκληση-τη γλώσσα και τη σύνταξη της ειδοποίησης, λόγου χάρη, που μας στέλνει η Εφορία, για το καλό, πρόσθεσα πονηρότατα, της ίδιας της Εφορίας. Να τους εξηγήσουμε, έστω και με κίνδυνο να κατηγορηθούμε απ’ τους αδιάλλακτους για «προδοσία», ότι ο όρος ωρολόγι είναι τραγέλαφος, ότι, αν δε θέλουμε να το λέμε ρολόϊ, ας εξακολουθήσουμε τουλάχιστο να το λένε ωρολόγιον, για να μην καταντήσουμε, αντί να γλυτώσουμε απ’ τη διγλωσσία, νάχουμε… τριλογία! Αυτά περίπου έγραφα. Και τέλειωσα με την «παραίνεση», όπως τη χαρακτηρίζει ο κ. Παπ., να προβάλουμε στους αρμόδιους αφανάτιστες λύσεις. Τι το κακό βλέπει σ’ αυτό; Τι θέλει; Να προβάλουμε φανατικές λύσεις; Είναι βέβαια απαισιόδοξος ως προς τη δυνατότητα να γίνουν δεκτές οι ακόμα κι αφανάτιστες λύσεις. Κι’ εγώ είμαι. Το γλωσσικό, εντάχθηκε στην κίνηση για την αναμόρφωση της Παιδείας, κι’ απ’ ό,τι ακούω, έχει πέσει, τουλάχιστον για την ώρα, στο νερό. Και τόπα στο άρθρο μου. Είπα: «Δεν έχω ψευδαισθήσεις». Αλλά πρέπει να παραιτηθούμε; Εγώ νομίζω ότι πρέπει να δοκιμάσουμε ξανά, και ξανά, και ξανά. Κι αν ξαναδοκιμάσουμε, να το κάνουμε αφανάτιστα, διακριτικά, και με μεγάλη λεπτότητα. Το άρθρο του κ. Λουκάτου, απ’ το οποίο ξεκίνησε όλη αυτή η συζήτηση, δεν ήταν, φεύ, και τόσο διακριτικό. Τάβαλε με το ποδόσφαιρο-ένα πολιτικό ευαίσθητο θέμα στις μέρες μας-και την εισβολή ξένων όρων στη γλώσσα μας μέσω του ποδοσφαίρου. Ήταν ένα σοβαρό λάθος τακτικής. Θάπρεπε να παραδεχτεί, ότι φαινόμενο δεν είναι ούτε μ ό ν ο τωρινό, ούτε μ ό ν ο ελληνικό, αλλ’ ότι απλώς στίς μέρες μας, με την τηλεόραση, έχει πάρει, όπως τόσα άλλα πράματα, επικίνδυνες διαστάσεις. Αλλά δεν τόπε ακριβώς έτσι. Μ’ αποτέλεσμα, αντί ν’ αποσυνδέσει, για λόγους σκοπιμότητας-μιάς ιερής σκοπιμότητας-, το γλωσσικό απ’ το πολιτικό, το συνέδεσε περισσότερο, προκαλώντας την ενστικτώδη αντίδραση των ιθυνόντων. Κι’ αυτού του είδους η λανθασμένη τακτική έχει ακολουθηθεί δυστυχώς πολύ συχνά στο πρόσφατο παρελθόν. Κάνω λάθος; Μπορεί. Πρώτος εγώ είμ’ έτοιμος να το παραδεχτώ.
     Τέλος άς αναφερθώ σε μια ακόμα απ’ τις μομφές πού εκσφενδονίζει εναντίον μου ο κ. Παπ. Διατυπώνω, λέει ειρωνικά, ωρισμένες «προσωπικές αντιλήψεις γύρω απ’ την τέχνη του γραπτού λόγου και την αποστολή ή μια απ’ τις αποστολές του συγγραφέα», και δεν καταλαβαίνει γιατί. Αν διάβαζε προσεκτικά τα τρία άρθρα που προηγήθηκαν, θα καταλάβαινε. Τι ήθελε δηλαδή να κάνω; Να συμφωνήσω ευθέως και δημόσια με τον κ. Βλάχο ότι άνθρωποι σαν τον Καζαντζάκη και το Μυριβήλη υπήρξαν «κακογράφοι»; Δεν είμαι συγγραφέας του βεληνεκούς του κ. Βλάχου, και δεν τολμώ. Περιορίστηκα λοιπόν διακριτικώτατα να διατυπώσω μερικές μάλλον αόριστες, τ’ ομολογώ,  «προσωπικές» αντιλήψεις γύρω απ’ το γραπτό λόγο σε σχέση πάντα με το γλωσσικό μας πρόβλημα-πού ήταν και το κύριο θέμα της συζήτησης-κι άφησα τους αναγνώστες να κρίνουν «σύμφωνα» και με τις δικές τους αντιλήψεις». Κι’ ο κ. Παπ. έκρινε. Χαιρετίσματα.
                                               ΚΩΣΤΑΣ ΤΑΧΤΣΗΣ
     Οι ορθογραφικές παρεμβάσεις μου στο δαχτυλογραφικό αυτό κείμενο του συγγραφέα Κώστα Ταχτσή, είναι ελαχιστότατες. Δεν ήθελα καμία μεταγενέστερη παρέμβαση-τουλάχιστον από εμένα-να αλλοιώσει την φιλοσοφία του κειμένου και την αλήθεια των λεγομένων του συγγραφέα. Η μεθοδολογία του, το λεπτό του χιούμορ, η εσκεμμένη του απόσταση από γνώμες επαϊόντων όσον αφορά την γλώσσα, η ελάχιστη παράθεση ονομάτων που ασχολούνται ή ασχολήθηκαν με το θέμα, η ενημέρωσή του πάνω στο θέμα που εξετάζει, ο τρόπος που εκθέτει τις απόψεις του, η ιδιαίτερη αίσθηση που έχει όσον αφορά την έκθεση μια θέσης και την απόρριψή της από το πνευματικό και πολιτικό κατεστημένο του καιρού του, ο διακριτικός του πατριωτισμός, το φιλότιμό του που εξεγείρεται όταν νομίζει ότι του θίγουν την «ελληνικότητα» και την ελληνική πολιτιστική παράδοση,  το καθαρό ύφος του, η λαγαρή σκέψη του, ο ευθύς και απλός λόγος του, ο καθόλου εξεζητημένος ή διανοουμενίστικος, κάτι που απεχθάνεται ο Ταχτσής, η αναφορά του σε συγκεκριμένες πηγές που του έδωσαν τα εφόδια στήριξης των απόψεών του, ο αυτοσαρκασμός του που βλέπουμε σε ορισμένα σημεία της γραφής του, αλλά πάνω από όλα, η ισορροπία που κρατά στην έκθεση και το ξετύλιγμα της απαντητικής του αυτής υπερασπιστικής των θέσεών του επιστολής. Τέλος, η προσπάθειά του να μην πολιτικοποιήσει το γλωσσικό πρόβλημα, πράγμα που γνωρίζουμε ιστορικά και γνώριζε καλά και ο ίδιος, ότι έχει προηγηθεί αρκετές δεκαετίες πριν από πολιτικούς σχηματισμούς και πρόσωπα, εντεύθεν κακείθεν των πολιτικών κομμάτων. Πράγμα που ζημίωσε το θέμα, το καπελώθηκαν οι στόχοι των ατόμων που προσπάθησαν να το λύσουν ή να προτείνουν κατευθύνσεις λύσεων και προτάσεων, με αποτέλεσμα, μαζί με τα πάθη και τον πολιτικό διχασμό να έχουμε παράλληλα και τον γλωσσικό διχασμό και τα επακόλουθά του που ίσως και μέχρι των ημερών μας υφίστανται ακόμα, έστω και μ εξασθενημένη μορφή. Ας προσέξουμε την γλώσσα των αριστερών εντύπων ή εφημερίδων, πχ. της εφημερίδας «Η Αυγή» ή του «Ριζοσπάστη», και ας τις συγκρίνουμε με την δημοσιογραφική γλώσσα των εφημερίδων «Η Καθημερινή», «Τα Νέα», «Το Βήμα», «Ελεύθερος Τύπος», «Πρώτο Θέμα», «Real News” κλπ. και θα κατανοήσουμε ότι υπάρχει ακόμα μάλλον ένας αδιόρατος γλωσσικός διχασμός, όχι τόσο λόγω άγνοιας των γλωσσικών κανόνων, όσο μάλλον εξαιτίας μιας διαφορετικής ιδεολογικής και πολιτικής κοινωνικής οραματικής στοχοθεσίας και αντιμετώπισης  των καθημερινών και διαχρονικών προβλημάτων, που εξετάζονται από τις εφημερίδες και τους άμεσους ή έμμεσους πολιτικούς σκοπούς και σκοπιμότητες που ενδεχομένως να εξυπηρετούν. Ο απεγκλωβισμός του γλωσσικού προβλήματος,-της εθνικής μας διγλωσσίας- από την πολιτική, δεν έχει επιτευχθεί ακόμα. Και ένα τρανό παράδειγμα των ημερών μας, είναι ο καλλιεργημένος και προσεχτικά σχεδιασμένος ποιητικός λόγος του ποιητή Γιάννη Ρίτσου. Αυτός ο καθημερινός γραπτός λόγος, που είναι περισσότερο προφορικός και παραμυθιακός ιδεολογικός, παρά τεχνικά προσανατολισμένος για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες και τα προβλήματα που προκύπτουν από τις ανάγκες της ίδιας της γραφής του ίδιου του κειμένου, αν δεν κάνω λάθος. Και αν παραλληλίσουμε τα απολίτικα κατά μία έννοια στρωτά κείμενα του Κώστα Ταχτσή και από την άλλη τα ποιητικά γεμάτα ιδεολογικό επαναστατικό οίστρο ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου, θα αναγνωρίσουμε ίσως τις κοινές όχι των προθέσεων τους καταβολές, αλλά τους εσωτερικούς ιστούς αντίστασης απέναντι στο όποιο κατεστημένο. Και ενώ στα πεζά κείμενα του Ταχτσή οι θνησιγενείς τύποι και αρμοί της απλοποιημένης δημοτικής απουσιάζουν, αντίθετα, στον πολιτικό αμιγώς ποιητικό λόγο του Ρίτσου, συναντάμε ψήγματα και κόμβους γλωσσικούς ιδεολογικά φορτισμένους που τραβούν τα δίχτυα των ποιητικών του συνθέσεων. Ο Γιάννης Ρίτσος επιδιώκει να «σκονίσει» τις λέξεις του με την αριστερή του ιδεολογία, και αυτό το θεωρεί τιμή του. Αντίθετα ο Κώστας Ταχτσής απεχθάνεται την πολιτικοποίηση της γλώσσας που υιοθετεί και προσπαθεί να ανακαλύψει γέφυρες που θα στηθούν πάνω από τους πολιτικούς και κομματικούς σκοπέλους. Το ένστικτό του και η ατομική του ιδιοσυγκρασία τον κάνει να απορρίπτει τις δονκιχωτικές προσπάθειες, τις «θερβαντικές» μάχες, προτιμά τους δρόμους της συνδιαλλαγής, των έμμεσων στηρίξεων των απόψεών του. Ο πεζογράφος πολεμά σαν αστός κινούμενος μέσα σε μια αστική και μικροαστική ατμόσφαιρα που φιλοδοξεί με προκλητικό και θρασύ τρόπο να αλλάξει, ο ποιητής ανεβαίνει στα χαρακώματα της επανάστασης για να προσκαλέσει τους προλετάριους με τους ποιητικούς του διθυράμβους  να αλλάξουν τον κόσμο. Ο ένας διακρίνεται για τον  φωτογραφικό του ρεαλισμό, ο άλλος για τον επαναστατικό του ρομαντισμό. Και, κάνοντας μια βουτιά στο πλέον ποιητικό-πολιτικό κείμενο του Οδυσσέα Ελύτη κατά την γνώμη μου, την «Μαρία Νεφέλη» ή σιμά με το «Άξιον Εστί», ο πεζογράφος υιοθέτησε τον στίχο του Ελύτη: «Ένα κορμί μου μένει και το δίνω» και αυτό έπραξε, ενώ ο ποιητής τον άλλο στίχο που λέει: «Κάθε καιρός κι ο Στάλιν του». Εκεί που ο πεζογράφος προσπαθεί να αποτινάξει την πολιτική από την γλώσσα, έρχεται ο ποιητής και την επανατοποθετεί μέσα σε αυτήν. Ενώ τα «παρδαλά μπαλώματα» της ψυχής, ο Ελύτης τα δαφνοστεφανώνει με τον Έρωτα.
     Τελικά διαβάζοντας την επιστολή αυτή του Κώστα Ταχτσή αναρωτιέται κανείς μετά από τόσα χρόνια, μήπως ο συγγραφέας σκόρπισε άδοξα το ταλέντο του ή καλύτερα το σκόρπισε σε δημόσιες αψιμαχίες και προστριβές, αντί να επανενώσει την δική του θρυμματισμένη προσωπικότητα ; Σκόρπισε το ταλέντο του στην φιλοδοξία του να αλλάξει τα κακώς κείμενα της κοινωνίας σε βάρος της ατομικής του ισορροπίας. Η συσχέτιση με τον ποιητή της Ρωμιοσύνης δεν είναι νομίζω αυθαίρετη. Ήθελα να δείξω δυό διαφορετικά παραδείγματα γραφής μέσα στην ιστορική πραγματικότητα της ελληνικής λογοτεχνίας. Ένας λόγος απολιτικός αλλά τόσο δραστικός στις συνειδήσεις των αναγνωστών και ένας λόγος καθαρά πολιτικός εξίσου δραστικός στις συνειδήσεις των αναγνωστών. Θέλοντας με αυτόν τον τρόπο, να αφήσω ανοιχτό το ερώτημα, αν δηλαδή οφείλει η τέχνη και η γλώσσα κατ’ επέκταση να είναι ανεξάρτητη και αποδεσμευμένη από τα χαλινάρια της πολιτικής, ή αν αντίθετα η τέχνη και η γλώσσα πρέπει να είναι πολιτική και στρατευμένη δεμένη στο άρμα της ιδεολογίας.
 Άραγε, Τα Παιδιά της Τέχνης προς τα πού θα πουν το Μεγάλο Ναι;

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή, 20 Σεπτεμβρίου 2017.

Πειραιάς, σαράντα έξι χρόνια από την κοίμηση του ποιητή Γιώργου Σεφέρη.                                     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου