Ζ
Ω Η Κ Α Ι Τ Ε Χ Ν Η
Του ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ Π.
ΠΑΠΑΝΟΥΤΣΟΥ
Ότι ο Καλλιτέχνης δεν αντιγράφει τη φυσική και ιστορική
πραγματικότητα, αλλά την αναδημιουργεί με τη φαντασία του για να κλείσει μέσα
σε μιάν ιδανική μορφή το βαθύτερο νόημά της, που εκείνος έχει συλλάβει’ ότι
λοιπόν δεν τη μιμείται, αλλά την κατακτά πνευματικά, φαίνεται αρκετά καθαρά
στις Τέχνες του λόγου και ιδίως σε καλλιτεχνήματα σαν το δράμα και το
μυθιστόρημα. Μια φράση του Shakespeare, ότι η Τέχνη είναι ο καθρέφτης της Ζωής,
έγινε έμβλημα του αισθητικού ρεαλισμού. Ο abbe de Saint-Real έδωσε στην ίδια εικόνα άλλη, πεζότερη διατύπωση και ο Stendhal την υιοθέτησε και την έκανε αξίωμα
της αισθητικής του: “Un roman c’ est un miroir qu’ on promene la long d’ un chemin”. Αλλά το απόφθεγμα τούτο αξίζει όσο
και η αμφίβολης καλαισθησίας παρομοίωσή του. Μέσα στο έργο των μεγάλων romanciers δεν καθρεφτίζεται απλώς, αλλά
κατακτάτε πνευματικά η ζωή. Συχνά ακούμε το επιχείρημα, ότι αν εγνωρίζαμε
αρκετά τα «πραγματικά γεγονότα» και τους «αληθινούς τύπους» που έδωσαν στους
μεγάλους συγγραφείς την αφορμή και κάποτε και το περιεχόμενο του έργου των, θα
μπορούσαμε να εκτιμήσουμε καλύτερα την ομολογία τους, ότι έγραψαν όσα οι ίδιοι
«έζησαν». Ωστόσο γνωρίζουμε την «προϊστορία» μερικών αριστουργημάτων. Ξέρουμε
λ.χ. την αισθηματική περιπέτεια του Goethe
στο Wetzlar, σ’ αυτήν, λέγουν, χρωστούμε το
«Βέρθερο».
Ακριβώς όμως στο «Βέρθερο» μπορούμε
εξαίρετα να μελετήσουμε πώς η ποιητική φαντασία μεταμορφώνει τα πραγματικά
πρόσωπα και δίνει άλλη πλοκή στα αληθινά γεγονότα για να συνθέσει το έργο που
θα εκφράσει πλαστικά και σύμφωνα με τους νόμους της Τέχνης ένα βαθύτερο νόημα.
Όπως η υπόθεση του «Βέρθερου» με τη δέση και τη λύση της είναι ένας μύθος και
όχι ιστορία, έτσι και τα πρόσωπα του έργου σα χαρακτήρες δεν υπήρξαν στην
πραγματικότητα. Βέβαια υπήρξαν πραγματικά η Καρλότα Buff και ο αρραβωνιαστικός της ο Kestner, όχι όμως και η Lotte και ο Albert, που μας περιγράφει μέσα στο
μυθιστόρημά του ο Goethe. Τα πρόσωπα αυτά δεν μοιάζουν εντελώς με τα αντίστοιχα
πραγματικά, ούτε είναι τόσον «απλά» όσον εκείνα που έζησαν στο γραφικό Wetzlar ένα μέρος από την αληθινή ιστορία του
δράματος. Ο Goethe για να
πλάσει τη Lotte, για την οποία σκοτώνεται ο «Βέρθερος», «έχυσε» και συγχώνευσε σ’ έναν
τύπο πολλές από τις κοπέλες που γνώρισε και αγάπησε παράφορα’ τα χαρακτηριστικά
της τα δανείσθηκε από δύο αληθινά πρόσωπα κυρίως: από την Καρλόττα Buff και από τη Max de la Roche, που μαζί της διάβαζε Rousseau και Klopstok. Ο ίδιος εξομολογείται στην «Αυτοβιογραφία»
του: «Δεν μου ήταν άγνωστο τί εύνοια μεγάλην είχεν ο καλλιτέχνης εκείνος που
του ανέθεταν να πλάσει μιάν Αφροδίτη με τη σπουδή πολλών καλλονών και για τούτο
επέτρεψα κι’ εγώ στον εαυτό μου να πλάσει τη Lotte με τη μορφή και τα χαρίσματα πολλών
ωραίων κοριτσιών, αν και τα κύρια χαρακτηριστικά είχαν παρθεί από την πιό
αγαπημένη». Αλλοιωμένον επίσης-σύμφωνα με το γενικώτερο νόημα του έργου-
παρουσιάζει και τον αρραβωνιαστικό της Καρλόττας, τον Kestner μέσα στον τύπο του Albert’ του έχει δώσει πολλά από τα χαρακτηριστικά του
Peter Anton Brentano, του χοντρού στους τρόπους συζύγου
της Max de la Roche, πού στάθηκε κι’ αυτός, όπως και ο Kestner, εμπόδιο ανυπέρβλητο στις σχέσεις
του με το αγαπημένο πρόσωπο. Ο ίδιος ο Kestner, όταν εδιάβασε το «Βέρθερο», έγραψε
δυσαρεστημένος στον Goethe ένα γράμμα γεμάτο από τη ζήλεια και το θυμό του: «Είναι
αλήθεια, ότι μέσα σε κάθε πρόσωπο έχετε συνυφάνει κάτι ξένο προς αυτό, ότι
έχετε συγχωνεύσει πολλά σ’ ένα μόνο. Πολύ καλά. Αλλά εάν είχατε συμβουλευθεί την
καρδιά σας, όταν εκάνατε αυτή την ύφανση και το συγκερασμό, δεν θα είχαν
εκπορνευθεί με αυτόν τον τρόπο τα αληθινά πρόσωπα, που εδανεισθήκατε τα
χαρακτηριστικά τους… Η αληθινή Lotte θα ήταν πολύ δυστυχής εάν έμοιαζε προς τη Lotte σας… Και ο σύζυγος της Lotte (τον ελέγατε φίλο σας και ο Θεός
ξέρει εάν ήταν πραγματικά) βρίσκεται στην ίδια θέση». Το γράμμα του Kestner επίκρανε πολύ τον Goethe’ άλλο τόσο τον εθύμωνε η περιέργεια
του κόσμου να εξιχνιάσει τα αληθινά στοιχεία της τραγικής ιστορίας του
«Βέρθερου»: «Όλοι ήθελαν να μάθουν ποιό ήταν το κυρίως αληθινό μέσα σ’ αυτή την
ιστορία. Η περιέργεια αυτή με θύμωνε πολύ και τις περισσότερες φορές φερνόμουνα
απέναντί της με πάρα πολύ μεγάλη αγένεια. Γιατί, για ν’ απαντήσω στο ερώτημα
τούτο, θα έπρεπε το μικρό μου έργο, που για να δώσω σε διάφορα στοιχεία του μιάν
ενότητα ποιητική εκοπίασα τόσον καιρό με τη σκέψη, να το κομματιάσω πάλι και να
καταστρέψω τη μορφή, οπότε και αυτά ακόμη τα αληθινά συστατικά μέρη του, όπου
δεν θα εκμηδενίζονταν, θα σκορπούσαν και θα γίνονταν θρύψαλα».
Εκτός από τη Lotte και τον Albert σύνθετο και πλασματικό είναι και το
κύριο πρόσωπο του δράματος ο Werther. Για να πλάσει τον ήρωά του ο Goethe συγχώνευσε δύο πραγματικούς τύπους,
τον εαυτό του και το μελαγχολικό Jerusalem, από τον κύκλο του Wetzlar κ’ εκείνον, που πραγματικά αυτοκτόνησεν
από απελπισία, γιατί αγαπούσε τη γυναίκα του φίλου του Herd. Το τραγικό τέλος αυτού του δυστυχή
νέου, έδωσε στον Goethe τη λύση του μύθου που αναζητούσε, για να δώσει μ’ ένα
ποιητικό έργο διεξοδικό στην καταθλιπτική διάθεση που τον εβασάνιζε: «Εμάζεψα
τα στοιχεία, που εδώ κ’ ένα δυό χρόνια στριφογύριζαν μέσα μου, έφερα στο νου
μου τα περιστατικά που με είχαν περισσότερο πιέσει και πτοήσει’ αλλά τίποτα δεν
ήθελε να σχηματισθεί: μου έλειπε μιά υπόθεση, ένας μύθος, όπου θα μπορούσαν να
ενσωματωθούν τα γεγονότα. Αίφνης μαθαίνω το θάνατο του Jerusalem και αμέσως ύστερα από τη γενική
συγκίνηση λαβαίνω την πιό ακριβή και λεπτομερή περιγραφή του περιστατικού’
εκείνη τη στιγμή είχε βρεθεί το σχέδιο για το «Βέρθερο»: το όλο μάζεψε απ’ όλες
τις μεριές κ’ έγινε μια μάζα στερεή, όπως μέσα στο δοχείο το νερό που έχει
φτάσει στο σημείο να παγώσει, με το παραμικρό
κούνημα αμέσως μεταβάλλεται σε στερεό πάγο». «Ο θάνατος του Jerusalem που αιτία του ήταν η άτυχη αγάπη του
νέου προς τη γυναίκα ενός φίλου του, με τίναξε από το όνειρο και επειδή όχι
μόνο έβλεπα σα να ξετυλίγονταν μπροστά μου εκείνα που είχαν συμβεί σ’ αυτόν και
σε μένα, αλλά και η ίδια ατυχία, που τότε ακριβώς με είχε βρει, γεννούσε μέσα
μου την ταραχή ενός πάθους, γι’ αυτό δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς παρά να δώσω
στο έργο μου, πού άρχισα αμέσως να το γράφω, εκείνη τη φλόγα που δεν επιτρέπει
καμμιά διάκριση του ποιητικού και του πραγματικού». Πραγματικά η μοίρα του Werther είναι η μοίρα όχι του Goethe, αλλά του Jerusalem. Γιατί ο Goethe αγαπούσε βέβαια την Καρλόττα Buft και υπέφερε πολύ από τη συγκρατημένη
στάση αυτής της απλής κόρης που δεν έστεργε ν’ αντικαταστήσει ένα φρόνιμο
σύζυγο μ’ έναν ασύνετο εραστή, καθώς και από την παρουσία του Kestner πού ήταν φίλος του, αλλά δεν έφθασεν
έως την αυτοκτονία- επροτίμησε να παραμερίσει για το καλό και την ησυχίαν όλων.
Ύστερα από σαράντα δυό χρόνια, ένδοξος πιά ποιητής και επίσημο πρόσωπο στο
δουκικό παλάτι της Weimar, ξαναβλέπει γέρος ο ίδιος την Καρλόττα γριά, που έρχεται να
τον παρακαλέσει να ενδιαφερθεί για τους γιούς της- η συνομιλία είναι δύσκολη
και στενόχωρη πολύ’ δεν αναγνωρίζει ο ένας τον άλλο και δεν έχουν τίποτε πιά να
ειπούν.
Αυτά είναι τα «πραγματικά πρόσωπα» και τα
«ιστορικά γεγονότα» που έζησεν ο Goethe. Και πώς τα αναδημιούργησε μέσα στη φαντασία του;
Έπλασεν έναν ανθρώπινο τύπο, το Βέρθερο, που με την εξαιρετική του ευαισθησία
και την τραγική μοίρα του έγινε το ζωντανό σύμβολο μιάς ολόκληρης νοσηρά
αισθηματικής εποχής. Και τον έπλασε να παρουσιάζει μιά τέτοιαν εσωτερικήν
ενότητα και αναγκαιότητα, ώστε κανένα πραγματικό πρόσωπο να μην αποφασίζει, να
μην τολμά να συγκριθεί μαζί του. Αυτός και η μοίρα του έχουν μιάν εκπληκτικήν
αντιστοιχία μεταξύ τους. Μιά τέτοια τύχη περιμένει και «αξίζει» σ’ ένα τέτοιον
άνθρωπο. Κι’ ο άνθρωπος αυτός έτσι «πρέπει» να ζήσει, ν’ αγαπήσει και να
πεθάνει. (Ο Goethe το «είδε», αλλά δεν το έκανε). Είναι ο ρωμαντικός εραστής άρτιος,
ολοκληρωμένος, χυμένος σε μιά καθαρή και
εσωτερικά πειθαρχημένη μορφή ζωής. Για ν’ αναδείξει ακόμη περισσότερο την
ιδανική, τη συμβολική του φυσιογνωμία, ο Goethe τον αντιθέτει προς δύο άλλους τύπους
εραστών μέσα στο έργο του: ο ένας έχει τρελλαθεί από την αγάπη- είναι ο τρελλός
που μαζεύει στο βουνό λουλούδια για την πριγκηποπούλα του (πιό πέρα τον
αποκαλύπτει; Είναι θύμα κι’ αυτός της Lotte)’ ο άλλος είναι ο υπηρέτης της χήρας
πού σκοτώνει τον αντεραστή (ο Βέρθερος λέγει γι’ αυτόν περίλυπος: «δεν είσαι
για σωτηρία δυστυχισμένε! Το βλέπω καλά, πώς δεν είμαστε πιά για σωτηρία….»). Ο
πρώτος δεν έχει τη φυσική δύναμη να σηκώσει τον έρωτα και κάμπτεται,
γελοιοποιείται’ ο δεύτερος, βάναυσος εγωϊστής, σκοτώνει τον αντίζηλο- ο
Βερθέρος θα πεθάνει. Είναι η μόνη λύση, προς την οποία φέρεται από τον
εσωτερικό νόμο της ζωής του. Αυτό απαιτεί το βαθύτερο νόημα, που κλείνει η
μοίρα του. Ώστε ο «Βέρθερος» γεννήθηκε από μιά πραγματική βίωση του ερωτικού
πάθους, αλλά για να διαμορφωθεί σε τύπο- σύμβολο, έπρεπε η καλλιτεχνική
φαντασία να ξεδιπλώσει το αρχικό γεγονός έως την τέλεια ολοκλήρωσή του, να το
συμπληρώσει με στοιχεία που δεν τα περιείχε η πραγματικότητα, αλλά τα έθετε
επιτακτικά η ανάγκη να εξαφθεί ένα πρόσωπο σε μιάν άρτια και εσωτερικά
πειθαρχημένη, σε μιάν ιδανική μορφή ζωής, με άλλες λέξεις έπρεπε η πραγματική
ιστορία να κατακτηθεί πνευματικά.
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Π.
ΠΑΠΑΝΟΥΤΣΟΣ
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ τεύχος 37/
Ιανουάριος 1946, σ. 9-12.
Μνήμη Πειραιωτών:
Ο
Πειραιώτης παιδαγωγός, φιλόσοφος, θεολόγος, μεταφραστής, δοκιμιογράφος,
αρθρογράφος, μεταρρυθμιστής της ελληνικής εκπαίδευσης και ανακαινιστής της
ελληνικής παιδείας, δημοτικιστής Ευάγγελος Π. Παπανούτσος (Πειραιάς 27/7/1900-
Αθήνα 2/5/1982) υπήρξε συνεργάτης της κυβέρνησης του Γέρου της Δημοκρατίας
Γεωργίου Παπανδρέου, 1964, ενώ διετέλεσε για μεγάλο χρονικό διάστημα γενικός
γραμματέας του υπουργείου παιδείας. Είναι μία από τις εμβληματικότερες πνευματικές-
εκπαιδευτικές μορφές της πόλης του Πειραιά και της Ελλάδας γενικότερα. Ήταν ο εισηγητής
της δημοτικής γλώσσας στην δημόσια εκπαίδευση, του διαχωρισμού του παλαιού
εξατάξιου Σχολείου σε Γυμνάσιο και Λύκειο και πολλών άλλων εκπαιδευτικών και
της ελληνικής παιδείας ανακαινιστικών πρωτοβουλιών από την δεκαετία του 1960.
Δυστυχώς, το τεράστιο εκπαιδευτικό ανακαινιστικό δημοκρατικό όραμά του
διακόπηκε από το καθεστώς της επτάχρονης δικτατορίας η οποία τον κυνήγησε,
απαγόρευσε τα βιβλία του, σταμάτησε την υλοποίηση του εκπαιδευτικού του
προγράμματος. Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας τον Ιούλιο του 1974, (πέρασαν
τόσο γρήγορα 50 χρόνια) η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Κωνσταντίνου
Καραμανλή επί υπουργίας Γεωργίου Ράλλη το 1976, στηρίχθηκε στις δικές του αρχές
και οραματισμούς στην εφαρμογή της δημόσιας εκπαιδευτικής της πολιτικής και
κυβερνητικής μεταρρύθμισης.
Η φήμη του
ως παιδαγωγού και φιλόσοφου, καθηγητή και δασκάλου είχε υπερβεί τα γεωγραφικά
όρια της χώρας μας ασφαλώς κατά πολύ και της γενέθλιας Πόλης του. Μελέτες του
μεταφράστηκαν στο εξωτερικό ενώ βιβλία του εντάχθηκαν ως διδακτική ύλη στην
μέση ελληνική εκπαίδευση μετά την μεταπολίτευση του 1974, βλέπε «Λογική» και
«Ψυχολογία». Ενώ μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε στα ελληνικά η διδακτορική του
διατριβή «Το θρησκευτικό βίωμα στον Πλάτωνα». Τιμήθηκε με διάφορα κρατικά
βραβεία και υπήρξε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Παρά την πανελλαδική,
αναμφισβήτητη πνευματική και εκπαιδευτική του αξία ως καθηγητή και παιδαγωγού
για αρκετές δεκαετίες, δυστυχώς, η πόλη του Πειραιά, δεν ενέσκηψε πάνω στο έργο
του, την ξεχωριστή και σημαντική εκπαιδευτική περίπτωσή του, δεν αποφάσισε να
τον γνωρίσει καλύτερα, πληρέστερα να διαδώσει την φιλοσοφία του, να κάνει
γνωστότερο το έργο του, να μελετήσει τα βιβλία του, να έρθει σε επαφή με τις
εκπαιδευτικές του αρχές, τους οραματισμούς του, τα δεκάδες συγγράμματά του και
κείμενά του, να τα φέρει σε επαφή με το νεότερο σε ηλικία πειραϊκό κοινό, στους
μαθητές και σπουδαστές της πόλης μας, στα δημόσια εκπαιδευτήρια του δήμου των
ετών μετά την μεταπολίτευση. Ακόμα και με τους φοιτητές του «ΠΑΠΙ». Για άλλη
μία φορά ας το επαναλάβουμε, πάντα καλοπροαίρετα αλλά με θλίψη, δυστυχώς ο
Πειραιάς δεν ασχολήθηκε σοβαρά, δεν ενδιαφέρθηκε σχεδόν καθόλου με την
περίπτωσή του τιμημένου τέκνου της Πόλης. Δεν επέλεξε σοβαρά και υπεύθυνα να
γνωρίσει ένα από τα φημισμένα και τιμημένα πνευματικά παιδιά του στις νεότερες
γενιές των νέων και νεανίδων του πρώτου λιμανιού της χώρας, στους μαθητές και
σπουδαστές της Πόλης. Να διαδώσει στην πειραϊκή «δημοσιότητα» εκ νέου το
πρωτοποριακό και προοδευτικό έργο του, την πανελλαδική εκπαιδευτική συμβολή
του, τις παιδαγωγικές του αρετές, των αγωνιστικών του προσπαθειών στην
υιοθέτηση και χρήση στους δημόσιους θώκους της Δημοτικής Γλώσσας. Να
ανακαλύψουν οι νέοι Δημότες την διδασκαλική του μορφή, το έργο και την παρουσία
του. Αν και ευτύχησε ο πειραιώτης παιδαγωγός και φιλόσοφος, να δει να
εφαρμόζονται οι ιδέες και οι αρχές του από κυβερνητικούς πολιτικούς παράγοντες
στην εκπαιδευτική τους πολιτική μεταρρύθμιση και πρόγραμμα μετά το 1976, παρά
του γεγονότος ότι βιβλία του εντάχθηκαν
στην ύλη διδασκαλίας στην μέση εκπαίδευση, και παρά του ότι ο ίδιος
εξακολούθησε να είναι συγγραφικά ενεργός και παραγωγικός μέχρι το τέλος της
ζωής του, αρθρογραφούσε στην εφημερίδα «Το Βήμα» ανελλιπώς, και σε άλλα έντυπα μέχρι τα τελευταία χρόνια
του επίγειου βίου του, η δημόσια αρθρογραφία και κειμενογραφία του υπήρξε
αρκετά μεγάλη, και ακόμα, παρά του ότι δημοσιεύματά του απετέλεσαν θεματική ύλη
στις πανελλήνιες εξετάσεις, η εκπαιδευτική και κοινωνική του συνεισφορά και
πολύπλευρη προσφορά, δεν έγινε μάλλον και τόσο γνωστή στον Πειραϊκό χώρο, πέρα
από έναν μικρό και στενό κύκλο πνευματικών ανθρώπων του Πειραϊκού χώρου. Ορισμένα
άτομα τον ανέφεραν με την ευκαιρία κάποιας επετείου. Το όνομά του μνημονεύονταν
άτακτα, αραιά και που, δίχως δημιουργική συνέχεια ή άλλες πληροφοριακές περί
του προσώπου του αναφορές και προσεγγίσεις. Ας μου επιτραπεί να αμφιβάλλω αν
συναντούμε –από όσο μπορώ να γνωρίζω από προσωπικές συμμετοχές και εμπειρία-
ότι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού άτομα, από τις παλαιότερες γενιές
των πειραϊκών πνευματικών κύκλων είχαν διαβάσει πάνω από ένα ή δύο βιβλία του,
αν δεν λαθεύω. Και αυτά, χάριν σχολικής επικαιρότητας. Παραδείγματος χάρη,
ποιος από τους Πειραιώτες των σύγχρονων χρόνων της γενιάς μας έχει μελετήσει
την πολυσέλιδη «Αισθητική» του, την επίσης πολυσέλιδη «Λογική» του, την ογκώδη
«Ηθική» του και άλλους τίτλους βιβλίων. Ποιες έρευνες και εργασίες του χώρου
σχεδιάστηκαν με αφορμή ή για τα βιβλία του. Μιλώ πάντα για εντός πειραϊκού χώρου
περιβάλλοντα. Τουναντίον υπήρξαν θρησκευτικοί και άλλοι εντός της Πόλεως κύκλοι
που τον πολεμούσαν, τον κατηγορούσαν, τον μέμφθηκαν για διάφορους λόγους και
αιτίες ακόμα και πέραν των εκπαιδευτικών του δημόσιων προσφορών και ανακαινιστικών
πρωτοβουλιών. Άτομα που τον κατηγόρησαν για τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές
του ιδέες και θέσεις. Η δική μου πειραϊκή μεταπολιτευτική γενιά πάντως, έπρεπε
να αναζητήσει από μόνη της να γνωρίσει το έργο του σπουδαίου αυτού Πειραιώτη,
ανεξάρτητα αν διαφώνησε μαζί του, όταν δημόσια πήρε θέση στην απαγόρευση
μετάφρασης και έκδοσης έργων του γάλλου συγγραφέα Μαρκησίου ντε Σαντ στην χώρα
μας. Όταν οι ελληνικές αρχές αν θυμάμαι σωστά είχαν μηνύσει την εκδότρια Μάγδα
Κοτζιά των εκδόσεων «Εξάντας». Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε κάνοντας μία χρονική
αναδρομή των πνευματικών και καλλιτεχνικών δεκαετιών μετά το 1974, αναφερόμενος
πάντα στα πνευματικά και άλλα δρώμενα, τεκταινόμενα εντός των συνόρων της πειραϊκής επικράτειας,
ότι ο Ευάγγελος Π. Παπανούτσος ήταν μάλλον «αποκλεισμένος» και «παραγκωνισμένος»,
τα βιβλία του αγνοούνταν από τους διάφορους πνευματικούς κύκλους και φορείς του
Πόρτο Λεόνε. Έλλειψη αναγνωστικού ενδιαφέροντος, αδιαφορία γνωριμίας για κάτι
που τους ήταν κάπως γνωστικά ξένο και τους υπερέβαινε συγγραφικά, ναρκισσιστική
διάθεση ασχολίας με συγγραφικά προϊόντα αφορόντα μόνο φιλικά και διπλανά μας
συγγραφείς άτομα; Αυτολιβάνισμα ημετέρων και υμετέρων; (τα δικά μας της τέχνης
παιδιά). Επαρχιώτικη πνευματική νοοτροπία και «βολέματος» δικών μας φιλικών
ομάδων; Μη συναίσθηση ότι όλες οι πειραϊκές γενιές δημιουργών διαχρονικά από
την ίδρυση του Δήμου, αρχιτεκτονούν - σχεδιάζουν, ανάλογα με τις πνευματικές
τους δυνάμεις και συγγραφικές αντοχές αυτό που θέλω να κατοχυρώσω ως Πειραϊκή
Σχολή, και όχι ομάδα της Φρεαττύδας ή ταβερνόβιοι πειραιώτες λογοτέχνες που
ασπάζονται οι παλαιότεροι; Αυτή πάντως η της δημοτικής αρχής αδιαφορία και η
πνευματική λησμοσύνη κύκλων του Πειραιά, δεν βοήθησαν ώστε να επαναπροσεγγίσει
το ευρύ Πειραϊκό κοινό, οι μαθητές και σπουδαστές της πόλης και του ευρύτερου
χώρου του Πειραιά την μνήμη, το έργο και τα βιβλία του Ευάγγελου Π.
Παπανούτσου. Να διοργανωθεί παραδείγματος χάρη ένα συνέδριο στην μνήμη του, να
πραγματοποιηθούν εκπαιδευτικές και άλλες ημερίδες, να γίνει ένα πειραϊκό
συμπόσιο εξέτασης της παιδαγωγικής προσφοράς του, της συνεισφοράς του στην
επιμελημένη επανέκδοση αρχαίων ελλήνων συγγραφέων, βλέπε εκδόσεις Ι.
Ζαχαρόπουλος, την επανακυκλοφορία μελετών και επανεκδόσεις βιβλίων του
εξαντλημένων από χρόνια. Να διεξαχθούν ομιλίες σε πειραϊκά σχολεία και άλλα
πνευματικά ιδρύματα της Πόλης. Να δοθεί το όνομά του σε μία πλατεία, σε ένα
σταθμό του μετρό ή του ησαπ ή σε έναν δρόμο στο πειραϊκό διαμέρισμα που
γεννήθηκε και κατοίκησε η οικογένειά του. Να στηθεί μία προτομή του, να
ενδιαφερθεί ο Δήμος ή το Πανεπιστήμιο του Πειραιά ώστε να συγκεντρωθούν εντός
της πόλης τα σκόρπια και διάσπαρτα δημοσιεύματά του και άλλες επιστημονικές του
εργασίες, να επανακυκλοφορήσουν τα βιβλία του. Μιάς πνευματικής φυσιογνωμίας η
οποία κόσμησε και εξακολουθεί να κοσμεί και να τιμά την πόλη και τον δήμο του
Πειραιά. Ότι με δυό λόγια όφειλαν να πραγματοποιηθούν από τις δημόσιες αρχές
που να θυμίζουν θετικά, δημιουργικά και εποικοδομητικά την επίγεια παρουσία του
τα συγγραφικά του πεπραγμένα, πέρα από τον στενό κύκλο των συνεργατών του, των μαθητών του και της επιστημονικής κοινότητας.
Έχουν κυκλοφορήσει ασφαλώς βιβλία και μελέτες τα οποία μας κάνουν γνωστή την
δημόσια εκπαιδευτική και παιδαγωγική του εικόνα, σχολιάζουν τομείς και πλευρές
του έργου του, από την πειραιώτικη μεριά μου μιλώ για το τι δεν έπραξε και
όφειλε να πράξει ο Δήμος του Πειραιά ως επίσημη αρχή, τα πνευματικά σωματεία
της πόλης εδώ και δεκαετίες μετά την εκδημία του.
Δεν είναι
θέλω να πιστεύω γκρίνια οι παραπάνω σκέψεις και προτάσεις, είναι ενδέχεται
άκαιρο και αδιάφορο στους πολλούς πειραϊκό παράπονο, μία μελαγχολική διάθεση
για την Πόλη μας που και αδιαφορεί με υπερηφάνεια, αμελεί να πράξει τα ελάχιστα
αυτονόητα απέναντι στους συγγραφείς της, τα λόγια και πνευματικά παιδιά της του
προηγούμενου αιώνα-και του νέου-ώστε να κρατήσει ενεργή, ζωντανή, θερμή υψηλής
θερμοκρασίας ενδιαφέροντος την μνήμη των παλαιότερων Πειραϊκών γενεών. Αυτών
που δεν προέρχονται ούτε από τον χώρο του αθλητισμού και του ποδοσφαίρου, ούτε
από τα περιβάλλοντα των διαφόρων κατηγοριών και ειδών της μουσικής και του
τραγουδιού, ούτε από εκείνα της θεατρικής και κινηματογραφικής και μόνο τέχνης,
ή τα στέκια των ρεμπέτηδων ή των περιοχών της Τρούμπας και των Βούρλων- των
Λαμαρίνων. Ούτε γεμίζουν τα βιβλία της ιστορίας της πειραϊκής και ελληνικής
δημοσιογραφίας. Είναι όμως γνωστές ή λιγότερο γνωστές μας Προσωπικότητες και
σημαντικές Φυσιογνωμίες που τίμησαν και δόξασαν τον Πειραιά διαχρονικά εντός
και εκτός κυρίως των γεωγραφικών του ορίων και συναπαρτίζουν την καθόλου
Πειραϊκή Λογοτεχνική Σχολή και Πνευματική Ιστορία της Πόλης. Θα μας λεχθεί, με
σύγχρονη δημοσιογραφική ορολογία η αντίρρηση ή η ένσταση, ότι ένας τραγουδιστής
ή ένας ηθοποιός, ένας αθλητής- ποδοσφαιριστής «πουλάει», κεντρίζει το
ενδιαφέρον του σύγχρονου πειραϊκού κοινού (ιδιαίτερα του νεανικού) περισσότερο
από ότι ένας παιδαγωγός, ένας εκπαιδευτικός μεταρρυθμιστής, ένας συγγραφέας,
αρθρογράφος του προηγούμενου αιώνα, και ίσως η μερίδα αυτών που υποστηρίζουν
αυτές τις θέσεις να έχει εν μέρει δίκιο. Να σκέφτονται με «ορθολογικότερο» και
«εμπορικότερο», διαφημιστικό ρεαλισμό στους μοντέρνους και ανατρεπτικούς
καιρούς ίσως και μη αξιακούς που ζούμε. Όμως τα Μακρά Τείχη της σύγχρονης
ιστορίας της Πόλης του Πειραιά από την ίδρυσή του έως των ημερών μας,-αυτά που
την προστάτευσαν από επίβουλες ξένες επιθέσεις- είναι τα πνευματικά του τέκνα,
οι ποιητές του, οι πεζογράφοι του, οι δοκιμιογράφοι του, οι παιδαγωγοί του, οι
μεταφραστές του, οι διηγηματογράφοι του, οι λόγιοί του, οι ιστορικοί και
ερευνητές του, οι διανοούμενοί του, οι καλλιτέχνες του και από πολιτικής σκοπιάς
η εργατιά του. Όλοι και όλες αυτές που οικοδόμησαν την Ιστορία της Πόλης, την
συλλογική της μνήμη, το πνευματικό και καλλιτεχνικό της πρόσωπο, την
καθολικότητα της εικόνα της πανελλαδικά, παγκόσμια, ίσως και μέσα στις
συνειδήσεις και παραστάσεις των Πειραιωτών ασυναίσθητα, αδιόρατα, διακριτικά,
αθόρυβα, σεμνά. Εκτός αν λαθεύω ή νοσταλγικά φλυαρώ στους νέους, σύγχρονους
πειραϊκούς καιρούς και συνθήκες, πνευματικές ανάγκες για κάτι και κάποιους που
έχουν χαθεί, λησμονηθεί οριστικά. Και τα βιβλία και οι πνευματικές τους
παρακαταθήκες δεν είναι παρά οι κιτρινισμένες σελίδες στα ράφια της Δημοτικής Βιβλιοθήκης
του Πειραιά ή άλλων δημόσιων χώρων και αρχείων.
Ο
Ευάγγελος Π. Παπανούτσος ασφαλώς, δεν χρειάζεται ούτε την επικουρική εκ των
υστέρων αναγνωστική υποστήριξη του γράφοντος αυτό το σημείωμα για να
ανακαλυφθεί η αξία και προσφορά του, ούτε χρειαζόταν την συνηγορία ημών των
Πειραιωτών για να γίνουν γνωστά τα ρηξικέλευθα, προοδευτικά, πρωτοποριακά
εκπαιδευτικά του ίχνη ως εθνικού παιδαγωγού. Η παρουσία του, το μορφωτικό του
επίπεδο, η βαθειά του καλλιέργεια, ο αστείρευτος πλούτος των γνώσεών του,
ιδιαίτερα στον χώρο της φιλοσοφίας και των παιδαγωγικών επιστημών, η πολύχρονη
διδασκαλική και καθηγητική του πείρα και εμπειρία, το συγγραφικό του ταλέντο, η
αρχαιογνωσία του, ήταν πράγματα γνωστά και πέραν των εκπαιδευτικών ορίων και
της επιστημονικής κοινότητας εντός και εκτός Ελλάδας. Υπήρξε άτομο σεβαστό, οι
θέσεις του ακούγονταν, επικροτούνταν, τα βιβλία και οι μελέτες του σχολιάζονταν
επαινετικά, οι πρωτοποριακές του ιδέες υιοθετούνταν από κάθε εκπαιδευτικής
βαθμίδας-και πολιτικών-χείλη. Ανεξάρτητα αν ακούγονταν και οι ελάχιστες
αντιρρητικές φωνές, οι συντηρητικές εκείνες φωνές και γραφίδες οι οποίες
πολεμούσαν ορισμένες από τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές του απόψεις. Η γενική
αποτίμηση της εκπαιδευτικής συμβολής και προσφοράς του είναι θετική, και ας τον
λησμονήσαμε εμείς οι νεότεροι Πειραιώτες και οι πολικοί μας ή του Δήμου
εκπρόσωποι. Οι περισσότεροι τίτλοι βιβλίων του συμπεριλαμβάνονται ακόμα και
σήμερα σε ξενόγλωσσες και ελληνόγλωσσες βιβλιογραφίες και μελέτες. Όμως στην
περίπτωση του πειραιώτη Ευάγγελου Π. Παπανούτσου θα επανέλθουμε όταν
αντιγράψουμε και αναρτήσουμε τα περιεχόμενα του αφιερωματικού τετραδίου, των
«Τετραδίων Ευθύνης» το οποίο κυκλοφόρησε έναν χρόνο πριν την εκδημία του
θεολόγου, φιλόσοφου παιδαγωγού και δοκιμιογράφου Πειραιώτη.
Στο παρόν
σημείωμα, αντέγραψα τις θέσεις του Ευάγγελου Π. Παπανούτσου, στο κείμενό του
«ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ» για το πάντα επίκαιρο και ενδέχεται ανοιχτό καίριο ζήτημα της
Καλλιτεχνικής Δημιουργίας, στην αλληλοπεριχώρηση δηλαδή των μηνυμάτων του
φαινομένου της Ζωής με εκείνα της Τέχνης. Στο πώς δηλαδή η ιστορική
πραγματικότητα, ένα τυχαίο της πραγματικότητας ατομικό συμβάν μετατρέπεται,
μεταπλάθεται από την φαντασία του καλλιτέχνη σε έργο τέχνης, σε διαχρονικό
σύμβολο της τέχνης της μυθοπλασίας, στο πώς ένα σύνολο χαρακτηριστικών και
καθημερινών ιδιοτήτων της ζωής διαφορετικής τυπολογίας ατόμων, συμπεριφορών και
αντιδράσεων, συγχωνεύονται και πλάθουν έναν συγγραφικό ήρωα, έναν λογοτεχνικό
χαρακτηριστικό τύπο ως σύμβολο ακολουθίας και μίμησης. Με αφορμή το γνωστό
μυθιστόρημα «Βέρθερος» του γερμανού διάσημου συγγραφέα Γκαίτε ο Παπανούτσος μας
αναλύει τις θέσεις του σχετικά τους δρόμους και τους τρόπους που εφεύρε ο
ολύμπιος Γκαίτε, στην προσπάθειά του να σχεδιάσει τους αντρικούς και γυναικείους
Ήρωές του να τους καταστήσει διαχρονικά σύμβολα χρησιμοποιώντας στοιχεία και
πλευρές της προσωπικότητάς του ίδιου, των παλαιότερων, νεανικών του εμπειριών
και των στοιχείων εκείνων του χαρακτήρα προσωπικών και φιλικών του προσώπων,
του κύκλου που συναναστρέφονταν. Ένας ιδανικός ανεκπλήρωτος έρωτας γίνεται η
αφορμή για να υφανθεί η τραγική ιστορία του «Βέρθερου» και η αιτία να ξανά σμίξουν
δύο μεγάλης ηλικίας άτομα που, ακολούθησαν διαφορετικούς δρόμους το καθένα. Η
πυκνογραμμένη και άψογα οργανωμένη αυτή μικρή μελέτη του Ευάγγελου Π. Παπανούτσου,
είναι ένα από τα πλέον σοβαρά και όμορφα κείμενα που διαβάζει ο αναγνώστης του
παλαιού λογοτεχνικού περιοδικού «Φιλολογικά Χρονικά» του εκδότη Νίκου Σ. Μοναχού.
Είναι, δίχως διάθεση πειραιωτολαγνείας, ή γενέθλιου τοπικισμού, μαζί με τις μελέτες
του επίσης πειραιώτη Βασίλειου Λαούρδα, ότι πιο επίκαιρο σε πεζό μπορούμε να
διαβάσουμε ακόμα και σήμερα. Τουλάχιστον κατά την γνώμη μου, δίχως να παραβλέπω
και τις άλλες συμμετοχές. Αναφέρομαι στον φιλολογικό λόγο και όχι τον ποιητικό,
εκείνο των μεταφράσεων, των ξενόγλωσσων δοκιμίων και άλλων κειμένων της ύλης
του περιοδικού.
Η επαναπροσέγγιση εν τέλει παλαιότερων
τίτλων φιλολογικών εντύπων, η επανά- ανακάλυψη και η μεταφορά στην σημερινή
επικαιρότητα, στην σύγχρονη επιφάνεια παλαιών, παραδοσιακών και ίσως λησμονημένων
φωνών, το άνοιγμα συζήτησης μαζί τους, μας βοηθά στην τελική ανάλυση να γνωρίσουμε
καλύτερα το πνευματικό παρελθόν μας, τις πνευματικές και τοπικές ρίζες μας, να
αναγνωρίσουμε με τι ασχολούνταν και τι ενδιέφερε, τι συλλογίζονταν οι λόγιοι
και συγγραφείς εκείνων των δεκαετιών του προηγούμενου, του 20ου αιώνα,
τι έγραφαν και ποια είδη λόγου προτιμούσαν και τι κόμισαν τόσοι οι δημιουργοί άντρες
και γυναίκες όσο και τα έντυπα και λογοτεχνικά περιοδικά που δημοσίευαν τα κείμενά
τους. Οι φωτισμένοι εκδότες που έδιναν συγγραφικό βήμα στους νέους και τις νέες
της εποχής τους.
Όσο για την περίπτωση του Ευάγγελου Π.
Παπανούτσου, αβίαστα θα υποστηρίζαμε ότι είναι ένας ακόμα κρίκος της πνευματικής
πειραϊκής παράδοσης, αυτού που ονομάζουμε Πειραϊκή Λογοτεχνική Σχολή δίχως αστερίσκους
και αποκλεισμούς.
Στους σύγχρονους
Πειραιώτες εναπόκειται να εμβαπτιστούν στα εκατοντάδες νάματά της.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς
Σάββατο 2 Νοεμβρίου
2024.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου