Σ Α Π Φ Ω Π Ρ Ο Σ
Φ Α Ω Ν Α
…..Έρως δ’ ετίναξέ μοι
φρένας, ως άνεμος κατ’ όρος δρύσιν εμπέτων.
Ι
Ώ Φάωνε, γιέ
του Απόλλωνα η ζωή μου
Είναι ένα
κύμα τώρα μανιασμένο,
Πού έξω από
σε δεν ξέρει, για ν’ αράξει,
Άλλο λιμάνι.
Ώ Φάωνα, της
ψυχής μου όλη η ευφροσύνη
Χάθηκε, του
ύπνου μου η χαρά σκοτώθη,
Κι όμως
λαός, λαός τα ονείρατά μου
Και συ εκλεχτός τους.
Ως και της
λύρας μου η γλυκύτατη έγνοια,
Ώ Φάωνα, μ’
απαράτησε και τώρα,
Θέλοντας να
σε υμνήσω, την καρδιά μου
Σου κρούω για λύρα.
ΙΙ
Αν σ’ άλλα
χρόνια ετούτο το στεφάνι
Της Ολυμπίας
κοσμούσε τα μαλλιά μου,
Άχ όμοια με
ατιθάσευτη ελαφίνα
Στα στήθια μέσα
Ποθόπληχτη η
καρδιά μου θα σκιρτούσε.
Μά τώρα το
κρατώ χωρίς να νιώθω
Χαράν ή
περηφάνια- μόνο εσένα
Γυρεύει ο νούς μου.
Και σαν
αναλογιέμαι τα δυό μάτια,
Τα χείλια,
το κορμί και την αλκή σου,
Παράλυτα τα
χέρια μου το αφήνουν
Να πέσει χάμω.
Ώ πώς μπορεί
των Ελικωνιάδων
Το φίλημα
τον πόθο μου να πραϋνει;
Οι νύχτες
μου ασυντρόφιαστες περνάνε’
Προσμένω σε, έλα!
ΙΙΙ
‘Α, της
Μελίττας νάβλεπες τα μάτια
Τις ώρες που
αγρυπνώ πώς με κοιτάνε!
Είναι απορία
γιομάτα και λαχτάρα
Και σιγοκλαίνε.
Δεν ξέρει το
κρυφό, πού με παιδεύει,
Κι όπως με
βλέπει μοναχή τις νύχτες,
Της ηδονής
απάντεχο προσμένει
Το άφραστο ρίγος.
Θέλω να της
μιλήσω, μα φοβάμαι.
Σ’ αυτήν που
είταν πιστή συντρόφισσά μου,
Σ’ αυτήν που
με τ’ αμύριστα τα ρόδα
Της παρθενιάς της
Την έρμη
κλίνη μου έστρωσε μιά νύχτα
Κ’ έγινε πιά
από τότε η σύνευνή μου,
Πώς θες να
πω πώς πλάϊ της νιώθω τώρα
Νάμαι πιο μόνη;
IV
… πάρα δ’ έρχεται ώρα,
εγώ δε μόνα
καθεύδω.
Κάτωχρη
απόψε κι άγρυπνη η σελήνη
Και τα
βασιλεμένα της τα μάτια
Με ίσκιους
βαθιούς η κούραση του πόθου
Τα στεφανώνει.
Άχ ξέρω πώς
γυρίζει από το Λάτμο,
Κι αν
φαίνεται μονάχη σαν εμένα,
Τη
συντροφεύει η θύμηση μιάς νύχτας
Γιομάτης όργια.
Μονάχη της
δεν πλάγιασε ούτε απόψε’
Τα χείλια
του Ενδυμίωνα στην ειδή της
Έχουνε
αφήσει-να, τις βλέπω ακόμα!-
Πυρές σφραγίδες.
Μά εγώ και
πάλι μόνη θα πλαγιάσω,
Χωρίς να
ξέρω, αλλί μου, αν έχω τύχη,
Τουλάχιστο
τον ύπνο μου ο καλός μου
Να συντροφέψει.
V
Δε λέμε μόνο
για τη δύναμή τους
Θεούς, ώ
Φάωνα, τους θεούς του Ολύμπου,
Πρό πάντων
γιατί γεύονται το μέλι
Της ευφροσύνης
Κι απ’ το
χρυσό και ξέχειλο αμφορέα
Της ευτυχίας
το θείο κρασί της πίνουν,
Θεούς της
γης τα πλάσματα τους λένε
Κι αρμόζει και είναι.
Γι’ αυτό
τώρα κ’ εγώ που ευτυχισμένη
Όσο καμιά
θνητή είμαι κ’ έχω εντός μου,
Χαράς πηγή
λαλίστατη κ’ αιώνια,
Τον έρωτά σου,
Δε νιώθω
καθώς πρίν τα μάγουλά μου
Κόκκινα ο
φόβος και η ντροπή να βάφουν,
Όταν, σα
νάμαι αθάνατη, με κράζουν
Δέκατη Μούσα.
VI
Με βία
χαϊδευτική απ’ τα χρυσονέφια
Της Τέχνης
με κατέβασες στα εγκόσμια
Και τώρα πιά
έναν πόθο έχω: να ζήσω
Με σένα, πάντα.
Άχ μιά ζωή
βουκολική, τρισόλβια
Ποθώ κάτω
απ’ τους ίσκιους και τους μόσκους
Των γονικών
δρυμών. Σά μιά παιδούλα
Μάταιο παιχνίδι,
Παιχνίδι πού
βαρέθηκε, τη λύρα
Στα κλώνια
του πλατάνου θα κρεμάσω,
Πού το κρυφό
τραγούδι της καρδιάς μας
Μόνος θ’ ακούει.
Ώ δράμε, μην
αργείς’ σε περιμένω
Τον άγραφο
τον ύμνο για να ζήσω,
Μ’ ένα
σμυρτιάς αλλάζοντας στεφάνι
Τη μάταιη δάφνη.
VII
Τον έρωτά
μου πρόδωσες, το ξέρω,
Και η σκέψη
πώς σε λίγο ίσως μ’ αφήσεις,
Στα μάτια,
πού ήλιους τάλεγες, μου φέρνει
Κρουνοί το δάκρυ.
Και σά
λογιάζω πώς μιάς άλλης τώρα
Τά χάδια
τους αρμούς σου παραλούνε,
Τη Λύκη τη
δρυμίδα θέλω, αλήθεια,
Φάωνα, να μοιάσω.
Κι όπως
εκείνη πέτρωσε τη Δάφνη
Το Σικελό,
απ’ τη ζήλεια τυφλωμένη,
Έτσι και
σένα θάθελα να κάνω
Ψυχρή μιά πέτρα.
Μά κι αν
μπορούσα ακόμα, ποιό το κέρδος;
Τάχα μ’ αυτό
θα γλύτωνα απ’ τον πόνο,
Πού τη ζωή
μου πιά θα συντροφεύει
Πιστά σαν ίσκιος;
Ωϊμένα!
Πέτρα κάλλιο να μπορούσα
Την ίδια τη
φτωχή Σαπφώ να κάνω,
Τους
παιδεμούς της μνήμης και του πόθου
Για να μή νιώθω.
VIII
Μην το
πιστέψεις, Φάωνα, στην ψυχή μου
Ντροπή γι’
αυτή την περιφρόνησή σου
Πώς νιώθω.
Όχι, μονάχα ο πόνος θλίβει
Την ύπαρξή μου.
Κι αν
κάποτε, σε χρόνια ευτυχισμένα,
Σούλεγα πώς
αξίζει να με κράζουν
Του Απόλλωνα
αδερφή για τη χαρά μου
Την υπερκόσμια.
Τώρα που η
μοίρα ενάντια την ανέμη
Γυρνάει,
θαρρώ πώς πιότερο μου αρμόζει
Για τον
τρανό μου πόνο να με λένε
Θέαινα και Μούσα.
IX
Ροδόπη,
Καλλιστώ, γλυκές μου φίλες,
Και συ μικρή
Μελίττα αγαπημένη,
Μην κλαίτε,
δεν το θέλω, βλέποντάς με
Δυστυχισμένη.
Από της
ηδονής τον αμφορέα
Πόσο κρασί
δεν ήπιαμε- θυμάστε!
Μά είναι
αδερφή, καλές μου, της αγάπης
Η δυστυχία.
Γι’ αυτό μην
κλαίτε σείς, πού της χαράς μου
Μαζί μου
μοιραστήκατε το μέλι
Και νιώσατε
τη δόξα μου σα νάταν
Δόξα δικιά σας.
Να με
φθονήστε, αν θέλετε, μπορείτε’
Μα όχι γιατί
στής Ολυμπίας το στίβο
Νίκησα τον
Αλκαίο κι’ ένα στεφάνι
Κέρδισα δάφνης.
Κι αν όταν
πεθάνω ύμνο μου πλέξει
Κανένας για
της λύρας μου την τέχνη,
Σείς μόνο
γιατί αγάπησα να πείτε
Πώς τον αξίζω.
X
Είταν βαθύς,
μεγάλος ο έρωτάς μου,
Τόσος πού
δεν τον άξιζες. Έτσι όμως
Μονάχα στη
Σαπφώ ταίριαζε, Φάωνα,
Να σ’ αγαπήσει.
Μέγας, βαθύς
κι ο πόνος πού με φλέγει,
Μ’ αυτός δεν
είναι της αξίας σου μέτρο’
Είναι το
μέτρο της δικής μας αγάπης
Πού δεν πεθαίνει.
Γι’ αυτό στη
γη δε βρίσκω πιά ησυχία
Και θάλασσα
η ζωή μου είναι οργισμένη,
Πού με καλεί
στη λήθη της να πνίξω
Τον έρωτά μου.
Θα την ακούσω,
Φάωνα, κ’ είναι, αλήθεια,
Παρηγοριά
κρυφή μου πώς ένα άξιο
Μνήμα για
την αγάπη μου διαλέγω:
Το πόντιο κύμα.
Άπ’ της ζωής
μου ετούτο ψυχωμένο
Της
ερωτοχαμένης τη θυσία,
Θα χρησμωδεί
τον πόνο της αγάπης
Μέσα στους αιώνες.
Σελίδες
43-55.
--
Μ Ε Τ Α Φ Ρ Α Σ Ε Ι Σ
ΣΑΠΦΩ
ΣΤΗΝ ΑΦΡΟΔΙΤΗ
Αθάνατη,
ομορφόθρονη Αφροδίτη,
Πλάνα κόρη
του Δία, παρακαλώ σε,
Μή με
καημούς και πίκρες την καρδιά μου,
Πότνια, παιδεύεις.
Μά έλα, όπως
ήρθες κάποτε, από πέρα
Τη δεητική
σαν άκουσες φωνή μου
Κι άφησες
του πατρός σου το παλάτι,
Χρυσό να ζέψεις
Το αμάξι
σου’ κι ωραία στρουθιά πετώντας
Από τον
ουρανό γοργά στη μαύρη
Σ’ έφερναν
γη, χτυπώντας τα φτερά τους
Μες στους αιθέρες.
Και τί ζητά
η πολύπαθη ψυχή μου
Να γίνει:-
«Ποιόν ποθείς στον έρωτά σου
Πάλι η Πειθώ
να φέρει και ποιός πάλι,
Ψάπφα, σε θλίβει;
Γιατί κι αν φεύγει,
πίσω σου θα τρέξει
Κι αν δώρα
σου δεν παίρνει, θα σου δώσει
Κι όσο αν δε
στέργει σε, άθελα μιά μέρα
Θα σ’ αγαπήσει.»
Ώ, έλα ξανά
απ’ τις έγνοιες τις σκληρές μου
Να με
λυτρώσεις, κάμε ν’ αληθέψουν
Όσα η ψυχή
μου αποθυμάει και γίνε
Πάλι βοηθός μου.
ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΜΟΙ….
Με τους
θεούς μου φαίνεται πώς μοιάζει
Ο άντρας
αυτός που κάθεται αντικρύ σου
Και τη
γλυκιά φωνή σου ακούει με πόθο,
Πλάϊ του σαν είσαι
Και του
μιλείς και του γελάς με χάρη,
Εμένα όμως
σπαράζεται η καρδιά μου,
Γιατί μόλις
σε δώ, η λαλιά μου αμέσως
Πιάνεται, σβήνει,
Σά να
τραβιέται η γλώσσα στο λαιμό μου,
Σ’ όλο μου
το κορμί σάμπως να τρέχει
Μιά φλόγα
αργή, τα μάτια μου θαμπώνουν,
Βουίζουν τ’ αυτιά μου,
Σύγκορμη
τρέμω, κρύος με κόβει ιδρώτας,
Το χρώμα μου
πιό πράσινο απ’ το χόρτο
Γίνεται και
θαρρώ πώς λίγο ακόμα
Και θα πεθάνω.
Σελίδες
117-119
Από την
δεύτερη ποιητική του ποιητή, μεταφραστή και θεατράνθρωπου ΛΕΩΝ ΚΟΥΚΟΥΛΑΣ,
ΓΝΩΡΙΜΟΙ ΔΡΟΜΟΙ, εκδότης «ΑΕΤΟΣ», Αθήνα 1940.
Σχετικά:
«Η ομορφιά πού αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις έδινε στον
καλλιτέχνη τα όμορφα φυσικά χαρακτηριστικά’ η ιδεατή ομορφιά τα εξιδανικευμένα
γνωρίσματα: από εκείνην λάμβανε το ανθρώπινο, από αυτήν το θεϊκό».
Ι. Ι. Βίνκελμαν, «Σκέψεις για την μίμηση των ελληνικών έργων
στη ζωγραφική και τη γλυπτική», μτφ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλου, εκδόσεις Ίνδικτος,
Αθήνα 1996, σ.20
Μέσα στον κύκλο των διαβασμάτων μας αυτήν
την περίοδο, επικεντρωνόμενοι ιδιαίτερα στις ελληνικές μεταφράσεις, τις μελέτες
τα άρθρα που έχουν δημοσιευτεί και τα βιβλία που έχουν εκδοθεί για τον Γερμανό
λυρικό ποιητή Φρήντριχ Χαίλντερλιν, μιάς από τις εμβληματικότερες ποιητικές
φωνές του 18ου αιώνα του ρομαντικού κινήματος, του γερμανικού
ιδεαλισμού, ανατρέξαμε και στην δεύτερη ποιητική συλλογή «ΓΝΩΡΙΜΟΙ ΔΡΟΜΟΙ» του Συριανού ποιητή,
μεταφραστή και δασκάλου της θεατρικής τέχνης
Λέοντος Κουκούλα (Σύρος- Ερμούπολη 1894- Αθήνα 17/10/1967). Οι
παλαιότερες γενιές των ελλήνων συγγραφέων και των σπουδαστών του θεατρικού
λόγου, γνώριζαν την παρουσία του Λέοντος Κουκούλα ως καλλιτεχνικού διευθυντή
στο Εθνικό Θέατρο, ως δασκάλου της δραματικής τέχνης της Σχολής του Πέλου
Κατσέλη, ως προέδρου της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Σαν ποιητή και θεατρικό κριτικό στην παλαιά
εφημερίδα «Αθηναϊκή» στο περιοδικό «Νέα Εστία» και σε άλλα έντυπα της εποχής
του που έγραφε κριτικές. Δραστήριος συγγραφικά ο Λέων Κουκούλας άφησε ένα
σημαντικό αποτύπωμα πίσω του, έστω και αν δεν είναι τόσο ευρέως γνωστός μάλλον
στους σύγχρονους λογοτέχνες. Όπως φαίνεται, το μεγαλύτερο μέρος των
δημοσιευμάτων του παραμένει σκόρπιο και ασυγκέντρωτο στα διάφορα παλαιά
περιοδικά. Στις 5 Νοεμβρίου του 2024, ανάρτησα στα Λογοτεχνικά Πάρεργα ένα
σημείωμα για τον Λέοντα Κουκούλα και σε αυτό, με την ευκαιρία των μεταφράσεών
του γερμανών ποιητών, αναφέρθηκα σε δύο εκδόσεις που γνωρίζω. Αυτή των εκδόσεων
«Γαβριηλίδη» «ΛΕΩΝ ΚΟΥΚΟΥΛΑΣ, μιά παρουσίαση από τον Θ. Νιάρχο», Αθήνα 2000 και
εκείνη των εκδόσεων «Καστανιώτη» «Πώς βλέπει ο ποιητής» με πρόλογο της Εύας
Γεωργουσοπούλου και επίλογο Θ.Ν., Αθήνα 1998, οι οποίες με την φροντίδα και
επιμέλεια του ακούραστου πάντα συγγραφέα και επιμελητή Θανάση Θ. Νιάρχου μας
φέρνουν σε επαφή με την ποίηση και την αισθητική σκέψη του Συριανού ταλαντούχου
λογοτέχνη. Στο σημείωμα της 5 Νοεμβρίου 2024 ανθολόγησα ορισμένα από τα
ποιήματά του της δεύτερης ποιητικής του συλλογής και εξέθεσα τις σκέψεις μου.
Η δεύτερη
και τελευταία ποιητική του συλλογή «Γνώριμοι Δρόμοι» όπως μιλήσαμε και στο
πρώτο σημείωμά μας, ο ποιητής Λέων Κουκούλας μαζί με τα επιλεγμένα ποιήματά του
μας παρουσιάζει και μέρος των μεταφράσεών του. Μεταφράσεις αρχαίων ελληνίδων
ποιητριών, Σαπφώ, από την λατινική γραμματεία τον Οράτιο, και δύο γερμανούς
ποιητές του 18ου αιώνα. Τον Friedrich Klopstock και τον Friedrich Holderlin εκπροσώπους του γερμανικού ποιητικού
ρομαντισμού και ιδεαλισμού. Απολαμβάνοντας την ποίηση του Λέοντος Κουκούλα στο
παρόν σημείωμα, θα σταθούμε στα ποιήματα που συνέθεσε πάνω στην τεχνική και την
ποιητική ατμόσφαιρα της αρχαίας ελληνίδας ποιήτριας Σαπφώς, και παράλληλα, στις
δύο μεταφράσεις του από την ποίησή της. Δεν γνωρίζω αν έχει εντοπιστεί και έχει
αποδελτιωθεί η διττή αυτή συγγραφική κατάθεση του Κουκούλα από τους ειδικούς
και ερευνητές του αρχαίου ελληνικού ποιητικού λυρικού λόγου και ιδιαίτερα της
Σαπφώς. Σίγουρα πάντως, οι αναγνώστες της ποίησής του την περίοδο του πολέμου
και της κατοχής και φυσικά οι μαθητές στην θεατρική σχολή που δίδασκε τα
μεταγενέστερα χρόνια θα είχαν έρθει σε επαφή τόσο με τον ποιητικό του λόγο όσο
και με τις κλασικές μεταφράσεις του.
Τα ποιήματα που εδώ αντιγράφω-και οι μεταφράσεις-
έχουν ακόμα και σήμερα πιστεύω ενδιαφέρον, για την φρεσκάδα τους, την τόλμη
τους, την λυρική τους διάθεση, την επιθυμία τους να «αναμετρηθούν» γιατί όχι
και να «συγκριθούν» με τον λόγο της Σαπφούς, τον σοβαρό τους λόγο και μετρημένη
έκφραση. Και ασφαλώς, δεν μας δίνουν την αίσθηση ότι επιθυμούν να
αντιπαραβληθούν οι μεταφράσεις του με άλλες συγχρόνων του ή των προγενέστερων
χρόνων. Ειδικότερες φιλολογικές αντιβολές και σχολιασμούς. Οι καταθέσεις του
διαβάζονται αυτόνομα μέσα στο ποιητικό, των ιδεών, φιλοσοφικό και αισθητικό κλίμα
των ημερών που συνθέτονται και κυοφορούνται οι υπόλοιπες ποιητικές του μονάδες,
οι οποίες δεν είναι και τόσες πολλές. Ποιήματα τα οποία κατά την αναγνωστική
μας κρίση δεν απέχουν και τόσο πολύ μεταξύ τους, έχουν ένα μικρό θεματικό εύρος.
Ίσως να μην είναι τυχαίες άνευ λόγου και οι αφιερώσεις του και οι ρήσεις που
παρουσιάζει στις σελίδες του. Συνολικά αν ειδωθεί ο λόγος του έχει μια οργανική
ενότητα ίσως περιορισμένων θεματικών διαστάσεων να επαναλάβουμε, πέρα από ιδεολογικές
και των αντιστασιακών καιρών αποχρώσεις και υιοθετήσεις της εποχής. Ένας λόγος
μάλλον εσωστρεφής και στοχαστικός που αντιπροσωπεύει τον εσωτερικό κόσμο του
Λέοντος Κουκούλα, την ιδιοσυγκρασία του, την στάση του απέναντι στον κόσμο τους
ανθρώπους, τις καταστάσεις και τα πράγματα της ζωής. Από την πρώτη κιόλας ματιά
που θα ρίξουμε στα ποιήματά του συνειδητοποιούμε ότι ο Λέων Κουκούλας έχει
αφομοιώσει οργανικά τον λόγο της Σαπφούς, το συναισθηματικό της κλίμα του
πηγαίνει, και όχι μόνο αυτό, τον εικονοποιεί με την προσωπική του τεχνική και
λεξιλόγιο μέσα στα ποιήματά του, στο σύγχρονο ύφος της εποχής του. Τον
ενσωματώνει αρμονικά και ισορροπημένα στο δικό του έργο σαν μία ενότητα που
συνεχίζεται στο χρόνο. Ο Κουκούλας δεν πειραματίζεται είτε στην πρωτογενή του
δημιουργία, την ποίηση, είτε στην δευτερογενή, τις μεταφράσεις του. Δεν
προσπαθεί να αναμετρηθεί με παλαιότερες γνωστές μεταφράσεις της Σαπφούς,
διατηρεί την αυτονομία του λόγου του και υφαίνει την δική του σύγχρονη αίσθηση
και ερωτική ατμόσφαιρα δίχως να ελαττώνει ούτε τους ποιητικού του τόνους ούτε τις
ατομικές του ερωτικές εντυπώσεις τις οποίες διαχέει στην έκφραση της αρχαίας
ελληνίδας λυρικής ποιήτριας και του εξομολογητικού της λόγου, χωρίς να
υπερβάλει στην δική του εκφραστική ή να μειώνει την σύγχρονη έντασή της. Ο
λόγος στην διττή του εκφορά κυλά ήρεμα, η συγκίνηση είναι εσωτερική και διαρκής,
δεν κραυγάζει, δεν υπερβαίνει το ποιητικό μέτρο, δεν σκανδαλίζουν οι εικόνες
του, δεν ξεστρατίζουν από την «αστική» ευπρέπεια. Οι στίχοι ενώνονται ομαλά ο
ένας με τον άλλον παρά τα σημεία στίξεως που ενδέχεται να σταματούν για
λίγο την αναγνωστική μας ανάσα. Ίσως να
υπάρχουν τυπογραφικές της εποχής αβλεψίες, όπως και νάχει, η ποιητική σύνθεση
αρτιώνεται, ρέει αρμονικά και κάπως χαμηλόφωνα. Η γλώσσα του δεν ξενίζει ούτε
απωθεί.
Εδώ
ανοίγοντας αναγκαία παρένθεση να δηλώσουμε το εξής. Στα Λογοτεχνικά Πάρεργα
έχουμε ασχοληθεί και γράψει, δημοσιεύσει αρκετές φορές για την αρχαία ελληνίδα
λυρική ποιήτρια Σαπφώ, την ποίησή της και τις κατά καιρούς σύγχρονες
μεταφράσεις της που γνωρίζουμε. Τις μελέτες που έχουν κυκλοφορήσει. Η
αναγνωστική μας θέση εξακολουθεί να παραμένει σταθερή, μπορεί η αρχαία ελληνίδα
λυρική ποιήτρια μέσα από τα σπαράγματα των στίχων της και τις ολοκληρωμένες ποιητικές
της μονάδες να μας δηλώνει και το αμφίπλευρο άνοιγμα της ερωτικής της
ευαισθησίας και ίσως σεξουαλικής προτίμησης, όμως θεωρούμε ότι είναι λανθασμένη
η ερμηνευτική προσέγγιση της ποίησής της μόνο και αποκλειστικά από αυτήν την
ερωτική της λεσβιακή επιλογή. Το πώς
διαχειρίστηκε τον προσωπικό της βίο και πώς έβλεπε και αντιμετώπιζε τις
φιλενάδες του κύκλου της, το πώς μας τις περιγράφει και τι αναφέρει για τις
πλέον αγαπημένες της, είναι άλλο πράγμα, και δεν μας πέφτει λόγος, και μάλιστα
μετά από τόσους αιώνες που δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια τις κοινωνικές συνθήκες ή
τις μεταλλάξεις τους. Η διασωθείσα όμως θρυμματισμένη ποίησή της, ο υπέροχος
λυρικός ποιητικός της λόγος, η μαγεία που εκπέμπει η φωνή της, οι λάμπουσες και
αστραφτερές λέξεις της, η ονειρική της ατμόσφαιρα, η συγκίνηση που γεννά η
ευαισθησία της μετά από τόσους αιώνες, οι περιγραφές του φυσικού τοπίου
αλληλένδετου με τα ατομικά συναισθήματα και τις ψυχικές διακυμάνσεις των
κοριτσιών- μαθητριών της, είναι κάτι το αποκαλυπτικό και ανεπανάληπτο το οποίο
ξεφεύγει από την όποια ερωτική ή σεξουαλική περιπτωσιολογία ή επικαιρική
τουριστικών προδιαγραφών επικαιρότητα. Μιάς μάλιστα ποιητικής θηλυκής φωνής
προερχόμενη από την ελληνική περιφέρεια,
τις εσχατιές του Αιγαίου πελάγους του νησιώτικου ελληνικού υφαντού, και όχι το
κέντρο της Ελλάδος, την ανδροκρατούμενη φιλοσοφομάνα Αθήνα. Να το επαναλάβουμε, δεν πρέπει να
περιορίζεται το ποιητικό της έργο στα πολύ στενά όρια ενός σύγχρονου
σεξουαλικού ρεύματος, του λεσβιακού. Μπορεί οι γυναίκες που έχουν αυτήν την
ερωτική επιθυμία και ασφαλώς το δικαίωμα, να εκπροσωπούνται και να διεκδικούν
στον σύγχρονο κόσμο τα δικαιώματά τους, να εκφράζουν ελεύθερα και ακηδεμόνευτα
από της πολιτείας και του κράτους νόμους και απαγορεύσεις ερωτική τους επιλογή,
νομικούς αναχρονισμούς οικογενειακού δικαίου και ατομικής ζωής περασμένων
καιρών αγκυλώσεις όμως, ο ποιητικός λόγος της Σαπφούς δεν μπορεί να γίνεται
λάβαρο και κοινωνικό πρόταγμα διαφήμισης και συμβολισμού οποιασδήποτε ερωτικής
μειονότητας, θηλυκής ή αντρικής, αναφερόμενος και στην περίπτωση του
αλεξανδρινού ποιητή Κωνσταντίνου Π. Καβάφη. Η θέση αυτή, δεν υπάγεται σε καμία
αντί ομοφυλόφιλη, ομοφοβική ή αντί λεσβιακή οπτική, κάθε άλλο, ούτε ο γράφων
ούτε αυτή η ιστοσελίδα έχει δείξει τέτοιου είδους δείγματα και απαγορευτικές
συντηρητικές συμπεριφορές. Μιλώ καθαρά για τον ποιητικό λόγο, για τον λόγο της
Ποίησης. Ένας τέτοιας δυναμικής και ποιητικής ισχύς και ποιότητας κλασικός
λόγος και αίσθησης, όπως αυτός της λυρικής ποιήτριας Σαπφούς είναι λάθος να
εγκλωβίζεται μέσα στα στενά εφήμερα όρια δικαιωματικών επιθυμιών όλων μας.
(Μέχρι να κατοχυρωθούν οι ελευθερίες και οι μειονοτικοί δικαιωματισμοί και να
αποτελούν και αυτοί από την μεριά τους κατεστημένο). Μπορεί να εμπεριέχει την
λεσβιακή αισθησιακή αισθητική η ποίηση της Σαπφώς όμως όλοι μας οφείλουμε να
αναγνωρίσουμε ότι την υπερβαίνει, την υπέρ καλύπτει η ποιητική της αξία, η
ποιητική του λόγου της, οι αισθητικοί του εσωτερικοί κανόνες, το άπλωμα της
ευαισθησίας του, οι διδαχές του, ακόμα
και οι προτροπές του και νοσταλγίες του, θλίψεις του ποιητικού υποκειμένου.
Είναι ένας λόγος προσωπικός που εκφράζει την ετερότητα της ταυτότητας που τον
υφαίνει στον αργαλειό του χρόνου και της νύχτιας ατμόσφαιρας, του φεγγαρόφωτου
και της ερωτολάγνας Σελήνης αλλά υπερβαίνει τα όποια ενδεχομένως όρια του θέτει
η ποιήτρια δημιουργός του. Υπερβαίνει και τον χρόνο και τον τόπο και το φύλο.
Ας κάνουμε ένα πείραμα,-σαν αναγνώστες- ας απομονώσουμε τις ποιητικές εκείνες
μονάδες της Σαπφώς των οποίων το πρόσημο έχει θηλυκό φύλο- όχι τις άλλες της
που αναφέρονται στο αντρικό- και ας τους αφαιρέσουμε το άρθρο και την θηλυκή
εικονοποιία και ας την αντικαταστήσουμε με το άλλο φύλο το αντρικό, η ερωτική
αίσθηση, η λυρική ερωτική μαγεία, η ατμόσφαιρα είναι σχεδόν η ίδια, το ποιητικό
αποτέλεσμα που απολαμβάνουμε λειτουργεί με ασφάλεια στις συνειδήσεις μας δίχως
διαχωριστικές γραμμές. Γιατί, η ποίηση της Σαπφώς, είναι κλασική δηλαδή
υπερβαίνει τον χρόνο και την θεματογραφία της αφορμής της που την γέννησε,
άγγιζε τους αναγνώστες και αναγνώστριες της εποχής της όπως μας αγγίζει και εμάς σήμερα εξίσου το ίδιο
όπως μας διασώθηκε. Ασφαλώς κεντρίζει και ερεθίζει ξεχωριστά τις γυναίκες
ομοφυλόφιλες περισσότερο, λόγω της κοινωνικής και πολιτικής καταπίεσης της
γυναικείας ερωτικής και σεξουαλικής επιθυμίας από τους άντρες, των συστημάτων
της πατριαρχικής διακυβέρνησης μέσα στους αιώνες. Εξάλλου, το ερωτικό ένστικτο
πάντα ήταν δαιμονοποιημένο από τις εκάστοτε εξουσίες. Αυτό όμως το ζήτημα
υπάγεται στην κοινωνιολογική ερμηνεία των ζωών μας και του ανθρώπινου πολιτισμού
και όχι στον αποκλειστικό προσδιορισμό των ορόσημων του ποιητικού γυναικείου λόγου
και τις μετρήσεις απαγορεύσεών του. Οφείλεται στο γεγονός ότι ο γυναικείος
ποιητικός διαχρονικά μέσα στην ανθρώπινη ιστορία της θηλυκής παρουσίας λόγος,
είναι μικρότερος από αυτόν των αντρών παγκοσμίως. Το γυναικείο ποιητικό
δυναμικό υπολείπεται του αντρικού και στην συγγραφή και στην προβολή του. Το
ζήτημα κατά την κρίση μας εντοπίζεται στις πολιτικές και κοινωνικές
καταστάσεις, ηθικών κανόνων και θρησκευτικών απαγορεύσεων σχέσεις που
επικράτησαν και επικρατούν είτε στο καπιταλιστικό σύστημα είτε στα πρώην
ανατολικά κράτη, (που εφαρμόστηκε η Πρωσική νομοθεσία ή στον Αγγλοσαξονικό
κόσμο η Βικτωριανή ηθική, μέχρι περίπου το δεύτερο μισό του 20 αιώνα) και όχι στην αισθητική και καθαρότητα και
αξία του αυτού καθ’ εαυτού του ποιητικού λόγου. Η ποίηση της αρχαίας ελληνίδας
λυρικής ποιήτριας Σαπφώς είναι ερωτική, έμφυλη, αλλά και πέρα και πάνω από
αυτήν. Όπως αντίστοιχα και η ομοερωτική πλευρά της ποίησης του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη,
η οποία διαθέτει την διδακτική της πλευρά, την φιλοσοφική της, την αισθητική
της, την αρχαιοελληνική της, την ιστορική της, την θρησκευτική της, την
βυζαντινή της κλπ., και εμείς στεκόμαστε ερωτικά «πιασάρικα» στην ομοερωτική.
Ένα αντίστοιχο άλλου επιπέδου και κριτικής ματιάς παράδειγμα στον χώρο της ελληνικής
ποίησης, είναι η ποίηση του μεγάλου κομμουνιστή ποιητή Γιάννη Ρίτσου. Είναι
κατά την γνώμη μου αστείο να εγκλωβίζουμε το ωκεάνιο ποιητικό του έργο μέσα στα
όρια της κόκκινης ιδεολογίας που υποτάχθηκε, υπηρέτησε, θυσιάστηκε και πρέσβευε
μέχρι τα στερνά του βίου του ως γνήσιος κομμουνιστής. Ο ποιητικός κόσμος του
Γιάννη Ρίτσου είναι μία θεόρατη «πολυκατοικία» και εμείς στρεφόμαστε μόνο! Στα
της ιδεολογίας του προπαγανδιστικά « προλεταριακά υπόγεια». Τα ποιήματα των
τεράστιων λαϊκών διαδηλώσεων που όλοι μας- κομμουνιστές και μη μαρξιστές
τραγουδάμε με υπερηφάνεια. Το ποιητικό σύμπαν του Γιάννη Ρίτσου είναι και
πολύχρωμο και τεράστιων νοηματικών διαστάσεων. Διαθέτει πολλά πατώματα θεματικής
και αισθητικής, ποιητικής απόλαυσης. Έχουμε τα ποιήματα της αξεπέραστης
Τέταρτης Διάστασης, τα αρχαιόθεμά του, τα θεατρικής ατμόσφαιρας, τα υπαρξιακά
και οντολογικά του, της θεολογίας του. Έχουμε τον κοινωνικό Ρίτσο, τον
πολιτικό, τον εικαστικό, τον εκπαιδευτικό, τον ποιητή των απλών πραγμάτων, των
καθημερινών στιγμών, τον φυσιολάτρη, των χρωματικών διαθλάσεων, των σπιτιών και
των οικισμών και τόσες άλλες ποιητικές του εξακτινώσεις. Το ίδιο και η ποίηση
του δασκάλου ποιητή Κωστή Παλαμά. Η ποίηση της ερωτικής Μυρτιώτισσας, της
Θεώνης Δρακοπούλου, εμπεριέχει την γυναικεία ομοφυλοφιλία αλλά δεν
εγκιβωτίζεται μέσα σε αυτήν. Η μουσική μελωδία του Μελωδού των Ονείρων μας, του
Μάνου Χατζιδάκι και ο δίσκος του «Μεγάλος Ερωτικός» τι άλλο εκφράζει από τις
διάφορες μορφές και είδη της ερωτικής μας ευαισθησίας και συγκίνησης δίχως να
εστιάζονται οι αισθήσεις μας σε μία μόνο μορφή του ερωτικού συναισθήματος και
φαινομένου. Τον άνθρωπο μπορεί να τον εντάσσουμε σε εξέτασης και χειραγώγησης
κουτάκια, πλαίσια, την ποίηση όμως, τον ποιητικό λόγο όμως όχι γιατί είναι
διαρκώς ρέον, φουρτουνιασμένος, οραματικός, ελπιδοφόρος ή νοσταλγικός, πικραμένος
ή πένθιμος, όπως το τραγούδι της φύσης και της ζωής στην καθολικότητά της μέσα
στην Ιστορία. Μπορεί να λαθεύω, δέχομαι κάθε τεκμηριωμένη καλόπιστη αντίθεση
μέσα στο κλίμα και την ατμόσφαιρα εξέτασης του ποιητικού λόγου, ο οποίος
διαθέτει τους δικούς του κανόνες και αξίες, αρχές και σημασιολογικούς κώδικες
αναφορών, δεν υπόκειται στις όποιες ατομικές μας μικρές ή και μεγάλες
επιθυμίες. Ευελπιστώ οι αναγνώστες αυτής της Λογοτεχνικής Ιστοσελίδας, να
κατανοήσουν τις ποιητικές μου προθέσεις. Με δεκάδες τρόπους εξάλλου από παλαιά
διατυπωμένες. Εύχομαι να μην κάνω λάθος. Χωρίς πάντως διάθεση συνηγορίας των
παραπάνω θέσεων μου, ότι δηλαδή η ποίηση της Σαπφώς είναι ερωτική στις
προθέσεις της και όχι λεσβιακή μόνο στις δηλώσεις της, σε σύντομη συζήτηση με
άτομα ευυπόληπτο στον χώρο της φιλολογίας και περισσότερο έμπειρα από εμένα
πάνω στις Σαπφικές σπουδές, στην ποίηση της Σαπφώς, επικρότησαν τον διαχωρισμό
μου. Αλλά, ακόμα και λανθασμένη να είναι η ερμηνευτική οπτική μου, απορριπτέα στους
σύγχρονους καιρούς των εκατοντάδων δικαιωματισμών, και μόνο το αδιαμφισβήτητο γεγονός
ότι ακόμα και στις μέρες μας, την πρώτη εικοσαετία του 21ου αιώνα
εξακολουθεί να μας απασχολεί άμεσα ή έμμεσα, βιωματικά ή όχι, λόγιους και
ποιητές, μεταφραστές και αναγνώστες, μαθητές, ο λόγος της ΣΑΠΦΟΥΣ φανερώνει την
σπουδαιότητα της γυναικείας χειραφετημένης της παρουσίας, της ευαίσθητης ματιάς
της, της ειλικρίνειας του λόγου της, το τι επιδράσεις είχε και εξακολουθεί να
έχει η σπαραγματική ποιητική της γραφή στις καρδιές, τις ψυχές, τις συνειδήσεις,
τις επιθυμίες χιλιάδων ανθρώπων της παγκόσμιας Ποίησης ερωτευμένων και μη ανθρώπων
πέρα από φύλο και φυλή, εθνικότητα και πίστη. Και κάτι ακόμα, μας αποκαλύπτει την
σπουδαιότητα του αρχαίου ελληνικού λυρικού λόγου και των εκπροσώπων του.
Εν κατακλείδι, πέρασε από την σκέψη μου
να αντιγράψω μεταφράσεις ποιημάτων της Σαπφώς που γνωρίζω ή τον πρωτότυπο
αρχαίο λόγο της παράλληλα με τις καταθέσεις του ποιητή και μεταφραστή Λέοντος
Κουκούλα, αλλά φοβήθηκα ότι ίσως εστιαζότανε το βλέμμα μας στην σύγκριση, την
κριτική συσχέτιση, στους λαβυρίνθους της γλώσσας και των αποδόσεών της σε διάφορες
ιστορικές ελληνικές περιόδους, να στεκόμασταν σε λέξεις που μας άρεσαν, σε ύφη
ποιητών-μεταφραστών και ο σκοπός μου δεν ήταν αυτός. Πρόθεσή μου ήταν να φέρω
στην ποιητική επιφάνεια του χρόνου έναν σημαντικό παλαιότερων γενεών ποιητή και
μεταφραστή, να διαπιστώσουμε μόνοι μας το πώς διαπραγματεύεται μέσα στο
ποιητικό του σώμα τον ποιητικό κόσμο της Σαπφώς και πώς τον αποδίδει στις μέρες
του.
Ας ευχηθούμε
κάποιος σύγχρονος εκδοτικός οίκος που θα τον ξαναανακαλύψει να ενδιαφερθεί για
την ποιητική, μεταφραστική και θεατρική κριτική και άλλων πτυχών παρουσία του
Λέων Κουκούλα.
Γιώργος Χ.
Μπαλούρδος
Πειραιάς 21/
11/2024
Οι «αδερφοί
Ντάλτον» σε δράση.
Έφυγε και ένας
πολύ καλός και σοβαρός σκηνοθέτης αρκετών τηλεοπτικών επιτυχιών ο Μανούσος Μανουσάκης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου