Σάββατο 21 Μαρτίου 2015

Θέατρο ΚΥΒΟΣ

Θέατρο  ΚΥΒΟΣ

    Υπήρξε μια περίοδος στην γενέθλια πόλη μου τον Πειραιά, που η ζωή ακολουθούσε άλλους ρυθμούς, οι Πειραιώτες είχαν διαφορετικές προτεραιότητες, οι τότε δημοτικές αρχές ενδιαφερόντουσαν για πιο ουσιαστικές παρεμβάσεις στην ζωή της πόλης, οι δημότες αγωνίζονταν για μια πόλη πιο ανθρώπινη, πιο λειτουργική-στις μετακινήσεις, στις οικονομικές τους διαπραγματεύσεις, στις πολύμορφες εκδηλώσεις ψυχαγωγίας τους-πάλευαν για ένα λιμάνι, που δεν θα ήταν μόνο το επίνειο της πρωτεύουσας, αλλά θα αντικατόπτριζε και θα εκπροσωπούσε επάξια τους δημότες του και τις πολυποίκιλες και πολύροπες δραστηριότητές τους. Μιλάω για την εποχή μετά την επτάχρονη δικτατορία των συνταγματαρχών που οι έλληνες έβγαιναν από έναν πολιτικό και κοινωνικό ασφυκτικό κλοιό, και όδευαν προς τις αγκάλες της τότε ΕΟΚ, καθώς γεύονταν τα επιτεύγματα αργά και σταθερά των άλλων δημοκρατικών κρατών της Δυτικής Ευρώπης. Οι τριγμοί της κατάρρευσης των Ανατολικών κρατών και των κλειστών τους σε όλους τους τομείς συστημάτων, δεν είχαν ακόμα φανεί. Και ίσως ακουστεί περίεργο σήμερα, ότι οι Έλληνες, άρχισαν να εξοικειώνονται-τουλάχιστον η μεγάλη μάζα-με την κλασσική μουσική, καθώς έβλεπαν και άκουγαν στα τότε δύο κρατικά τηλεοπτικά κανάλια την ΕΙΡΤ και την ΥΕΝΕΔ, τις δημόσιες κηδείες των τότε ηγετών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης μετά τον θάνατο του Λεονίντ Μπρέσνιεφ. Κηδείες πολιτικές, που ταίριαζαν στο πολιτικό και ιδεολογικό κρατικό σύστημα που ίσχυε τότε στην Μέκκα του Κομμουνισμού και που συνοδεύονταν από διάφορα  εκκλησιαστικά ρέκβιεμ των κλασικών συνθετών.
Την περίοδο εκείνη, οι τότε έφηβοι-η γενιά του 1980-που δεν είχαν τελειώσει τις  δευτεροβάθμιες σπουδές τους, ή ετοιμάζονταν για τις κατατακτήριες εξετάσεις ή άλλοι «έστρωναν» την επαγγελματική τους σταδιοδρομία, οι νέοι και οι νέες δεν «ξεσάλωναν» μόνο, στα διάφορα μπαράκια τις ντίσκο και τα κλαμπ του Πειραιά και των ευρύτερων περιοχών του, αλλά είχαν και την δυνατότητα να ψυχαγωγηθούν και να εκφράσουν τις γενικότερες καλλιτεχνικές και πνευματικές τους ανησυχίες, μέσα στο καινούργιο πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον που αναδύονταν με αρκετές δυσκολίες και μεγάλες πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις. Υπήρχαν πάμπολλες κινηματογραφικές αίθουσες-χειμερινές και καλοκαιρινές(Αττικόν, Σπλέντιτ, Ολύμπιο, Σινεάκ, Χάι Λάιφ, Άνεσης, Παλλάς, Ζέα, Καστέλα, Κρανάη, και άλλα)-που μπορούσες να απολαύσεις όλες τις τότε κινηματογραφικές ελληνικές και ευρωπαϊκές πρωτοποριακές ταινίες,-έχω γράψει άλλοτε για αυτές-υπήρχαν αρκετά θέατρα στα οποία φωτισμένοι θιασάρχες και με ταλέντο σκηνοθέτες ανέβαζαν όλη την ελληνική και ξένη πρωτοπορία της εποχής. Τι να πρωτοθυμηθούμε, τις παραστάσεις του Τάκη Βουτέρη και της Αννίτας Δεκαβάλλε με έργα του Βασίλη Ζιώγα, του Γιώργου Μανιώτη, του Γιώργου Διαλεγμένου, του Αλέξη Σεβαστάκη, του Παύλου Μάτεση και άλλων νέων ελλήνων θεατρικών συγγραφέων στο «Θέατρο του Πειραιά»(1976), τις παραστάσεις του Γιάννη Γεωργιάδη με έργα του Ούγκο Μπέττι, του Τζον Όρτον ή του Μπέρτολτ Μπρεχτ στο Θέατρο «ΚΥΒΟΣ»(1974). Τις θαυμάσιες επιθεωρήσεις στο θέατρο «Αυλαία», στο θέατρο «Καλλιφόρνια», στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά ή ακόμα τις καλοκαιρινές παραστάσεις στο Βεάκειο, το Δελφινάριο αλλά, και άλλες υπαίθριες θεατρικές εκδηλώσεις, ή θεατρικές παραστάσεις που δίνονταν κάτω από την αιγίδα των διαφόρων φιλολογικών σωματείων της πόλης μας; Τις κατάμεστες αίθουσες των διαφόρων πολιτιστικών εκδηλώσεων στο τότε Γαλλικό Ινστιτούτο, στον Πειραϊκό Σύνδεσμο, στο φουαγιέ του Δημοτικού Θεάτρου και αλλού, τις δεκάδες εκθέσεις ζωγραφικής Πειραιωτών και μη εικαστικών, τις μουσικές εκδηλώσεις στις πλατείες των κατά τόπους διαμερισμάτων, για να μην μιλήσουμε για τις πολιτικές εκδηλώσεις που πάντοτε συνοδεύονταν από μουσική, τραγούδια και χορό. Αλλά, και για τους κουλτουριάρηδες και μη, πόσες μεγάλες αίθουσες μπιλιαρδάδικων δεν υπήρχαν γεμάτες καπνό και νεανική τρέλα, πόσες ταβέρνες με καθαρή ανόθευτη ρετσίνα με καλό και φτηνό φαγητό, πόσα μπαράκια για να ξεδώσουν τις πολύτροπες ροπές τους οι νέοι και οι νέες. Μια πόλη πολιτισμός, ένας πολιτισμός μια πόλη. Αυτά και άλλα έζησα και εγώ την εποχή εκείνη, με τις ατέλειωτες βαρκάδες με πέντε ή δέκα δραχμές στο Πασαλιμάνι και τις εφηβικές τσάρκες στους λιμενοβραχίονες και τις ερωτικές βεγγέρες πάνω στα Μακρά Τείχη καθώς απολάμβανες μαζί με την τρελοπαρέα ή τον ή την σύντροφό σου, τις αιώνιες και ανέξοδες ερωτικές εξομολογήσεις του άλλου για παντοτινή σχέση και αιώνιο έρωτα, και δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις αν η ερωτική εξομολόγηση απευθύνονταν σε εσένα και τα όνειρά σου, ή στην σαν αίμα , κόκκινο μεθυστικό κρασί Σελάνα που ανέβαινε στον Πειραϊκό ουρανό και μεθούσε ερωτευμένους και μη με την πόλη. Τότε που δεν ριγούσε το κορμί από το φιλί του συντρόφου μόνο, αλλά σύγκορμα τραντάζονταν οι μυστικές ρωγμές της πόλης και αναδύονταν οι σκιές των προγόνων για να συμμετάσχουν και αυτές στην ερωτική παννυχίδα των νέων Πειραιωτών πεζοπόρων.
    Ας αναφέρουμε όμως μερικά ονόματα θεατρικών αιθουσών που η Πειραϊκή μνήμη έχει συγκρατήσει για την ιστορία:
• Θέατρο «Αυλαία», έναρξη 13/2/1965
• Θέατρο «Κύβος», έναρξη 19/11/1974
• Θέατρο «Θέατρο Πειραιεύς»(Νέα Πορεία), έναρξη 1976
• Θέατρο «Πειραϊκό Λυρικό»(Δημοτικό Λυρικό Πειραιώς)
• Θέατρο «Θέατρο του Πειραιά», έναρξη 1976
• Θέατρο «Κάτω από τη Γέφυρα», έναρξη Οκτώβρης 1996
Και από τα παλαιότερα, αυτά που έχει η ιστορία του Πειραιά διασώσει είναι ονομαστικά τα εξής:
«Αρχαίο Θέατρο Πειραιώς», Θέατρο «Δραπετσώνας», Θέατρο «Καλλιφόρνια» στην περιοχή της Αγίας Σοφίας, το «Θέατρο» στο Νέο Φάληρο-Εργοστάσιο ΔΕΗ), Θέατρο «ΕΚΤΟΝΟΣΙΣ», ΤΟ «Θέατρο των Γραμμών», Θέατρο «Σπλέντιτ», Θέατρο «Ποσειδώνιον», Θέατρο «Ολύμπια», Θέατρο «Αστήρ», Θέατρο «Τσόχα», Θέατρο «Ερμής», Θέατρο στον «Χώρο Δηλαβέρη» στην Λεύκα.
Θεατρικές παραστάσεις έχουν επίσης δοθεί στο «Θέατρο» στην Αποθήκη του ΟΛΠ δες(«Ορέστης» του Ευριπίδη), στο Χατζηκυριάκειο Δημοτικό Ορφανοτροφείο Πειραιά, δες (Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, «Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα»), στην θεατρική αίθουσα του Πειραϊκού Συνδέσμου Πειραιά, στην Ελληνογαλλική Σχολή Πειραιά “Saint Paul”, στην Σχολή «Ecole Jeanne dArc”, στο παλαιό Γαλλικό Ινστιτούτο του Πειραιά και σε διάφορα Μουσικά Ωδεία. Από ερασιτεχνικούς θιάσους.
Ο Πειραιώτης συγγραφέας Γκίκας Μπινιάρης, έχει γράψει το βιβλίο «Εκατό χρόνια Θεατρικής Πειραϊκής ζωής», έκδοση Πειραίκού Συνδέσμου-Πειραιάς 1976 που αναφέρεται στην προπολεμική και μεταπολεμική θεατρική ζωή στην πόλη. Άρθρα επίσης για το ίδιο θέμα υπάρχουν στον τόμο «Θεατρικά ‘71», στο περιοδικό «Το Περιοδικόν μας» του Ανδρέα Κρητικού, στο περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα» του Νότη Κύτταρη, στο «Λεύκωμα Πειραιώς»του Ευάγγελου Καμπέρου, στο βιβλίο του Αδαμάντιου Λεμού «Η Ουτοπία του Θέσπη», υπάρχει η εργασία  της Κατερίνας Μπρεντάνου στο περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα», του Παύλου Μπαλόγλου στο περιοδικό «Φιλολογική Στέγη», του Τάκη Δ. Πουρή στην «Η Σφαίρα» Λεύκωμα του 1902, του Μανόλη Ρούνη στο Λεύκωμα «Πειραιεύς» 1960, στις πολύτομες εργασίες του ιστορικού του Θεάτρου Γιάννη Σιδέρη και σε άλλα Λευκώματα, βιβλία και θεατρικά περιοδικά παλαιότερα και σύγχρονα.
Ακόμα θυμάμαι τις δύο παραστάσεις αρχαίων κωμωδιών που είχα παρακολουθήσει του «Λαϊκού Θεάτρου Πειραιά» το «Popular Piraeus Theatre” την δεκαετία του 1980, τον «Πλούτο» και τους «Βατράχους» του Αριστοφάνη.
     Ο Ηθοποιός, σκηνοθέτης, παραγωγός και συγγραφέας Γιάννης Γεωργιάδης το 1973 δημιούργησε στο κέντρο του Πειραιά, Βασιλέως Κωνσταντίνου 12,(νυν Ηρώων Πολυτεχνείου) το Θέατρο «Κύβος». Στο θέατρο αυτό, παρακολουθήσαμε εμείς οι νέοι της εποχής εκείνης, πολύ ενδιαφέρουσες παραστάσεις ξένων και ελλήνων δραματουργών. Ήταν η εποχή που διαμορφωνόταν η θεατρική μας αισθητική και παιδεία και ο θεατρικός αυτός χώρος συνέβαλε ίσως και χωρίς να το γνωρίζει στην προσπάθεια αυτή. Έργα σύγχρονων και παλαιότερων καταξιωμένων συγγραφέων, έργα πολιτικά και έντονου κοινωνικού προβληματισμού, έργα αντιπολεμικά, έργα που άπτονται θεμάτων που αφορούν τις ιδιαίτερες προσωπικές σχέσεις των ανθρώπων, έργα σατιρικά, έργα σοβιετικών-τότε-συγγραφέων, έργα που έμειναν στην ιστορία της παγκόσμιας θεατρικής γραμματείας και τέχνης, παρουσιάστηκαν την εποχή εκείνη στον Πειραιά από νέους αλλά καταξιωμένους καλλιτέχνες με μεράκι, αγάπη, φιλότιμο και μεγάλο κόπο χωρίς βοήθεια και χωρίς αναγνώριση από τις τότε αλλά και μετέπειτα Δημοτικές αρχές. Μόνη τους βοήθεια η αγάπη του μικρού αλλά σταθερού θεατρόφιλου Πειραϊκού κοινού που αγάπησε την προσπάθεια αυτή και παρακολούθησε τις παραστάσεις, θεατρικοί στυλοβάτες μιας καλλιτεχνικής προσπάθειας που δεν πήγε χαμένη.Μια φιλοδοξία που οφείλεται σε έναν ρέκτη και άοκνο θεατράνθρωπο τον Γιάννη Γεωργιάδη. Οι αντιξοότητες, όπως σημειώνει και πάλι σε θεατρικό πρόγραμμα, στο «Ο Σβέυκ στο Β Παγκόσμιο Πόλεμο» ο ιδρυτής του «Κύβος» ήσαν πολλές αλλά όχι ανυπέρβλητες.
«Η κίνηση αυτή φύτρωσε πέρσυ στον Πειραιά μέσα σ’ ένα κλίμα αμφιβολιών και αμφισβητήσεων, μ’ ένα κόσμο που μας δέχτηκε αδιάφορα στην αρχή και ίσως μερικοί εχθρικά.
Δεν ήταν δυνατό να μας δεχθούν διαφορετικά έπειτα από μια συνεχή πλήση εγκεφάλου που του γινόταν επί μια επταετία από όλα τα μέσα ενημερώσεως, πως θέατρο ήταν αυτό το πανηγύρι που του προσέφεραν μετακαλώντας και μεταφυτεύοντας στον Πειραιά ξένα συγκροτήματα από κάθε γωνιά ελληνική και ξένη. Μάταια προσπαθήσαμε να πείσουμε τους υπευθύνους πως θέατρο δεν είναι αυτό που σήμερα γίνεται, αλλά κάτι πιο ουσιαστικό. Πως θέατρο είναι μια μόνιμη γωνιά με μια ομάδα ανθρώπων που προβληματίζεται σ’ένα μόνιμο χώρο και στον αυτό τόπο. Πως θέατρο είναι ένας θίασος που θα τολμά και θα παρακολουθεί το κοινό που τον περιβάλλει και όλοι μαζί χέρι με χέρι, χωρίς ξώπετσα παρασκευάσματα να ανεβάσουμε την καλλιτεχνική και πνευματική στάθμη του τόπου. Φυσικά οι φωνές μας δεν ήταν δυνατόν να ακουστούν μέσα στο όργιο διαφήμησις που γινόταν από το δήμο, που ξόδευε τόσο χρήμα για κάτι που τελικά αποδείχθηκε σαπουνόφουσκα.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον στήσαμε την σκηνή μας και πολλές φορές συναντήσαμε το φάσμα της διαλύσεως. Γρήγορα όμως μας αντιληφθήκανε οι νέοι, οι φοιτητές, οι εργαζόμενοι. Μας εμψύχωσαν και εγίνανε οι στυλοβάτες και οι διαφημιστές μας. Τους χρωστάμε την επικράτησή μας. Σήμερα μπορούμε να πούμε πως ριζώσαμε τόσο καλά ώστε να μη μπορούμε να μας ταρακουνήσουν…»
Λόγια ουσιαστικά γεμάτα αγωνία και ενδιαφέρον για μια πόλη και τους δημότες της, που ίσως ποτέ να μην στήριξε ουσιαστικά και δυναμικά τέτοιου είδους καλλιτεχνικές προσπάθειες. Όμως, ο σπόρος, που ρίχτηκε για δέκα περίπου χρόνια καρποφόρησε και άφησε θεατρικούς καρπούς και μελλοντικές αναμνήσεις θεατρικής παιδείας σε ορισμένους Πειραιώτες, έστω και αν οι επίσημες δημοτικές αρχές δεν ενδιαφέρθηκαν μεταγενέστερα για την θεατρική ιστορία αυτής της πόλης, ή οι κατά καιρούς ιστορικοί της δεν ασχολήθηκαν με την καταγραφή αυτών των γεγονότων και την θυσιαστική πολιτιστική προσπάθεια μερικών δυναμικών και ονειροπόλων Πειραιωτών.     
Για την Πειραϊκή ιστορία αναφέρω ότι, στην γωνία Τσαμαδού και Βασιλέως Κωνσταντίνου υπήρχε ένα μεγάλο βιβλιοπωλείο που πωλούσε κυρίως τεχνικά βιβλία του ιδρύματος «Ευγενίδη» και σχετικά απέναντι, δίπλα στην Αστυνομία Πειραιά, υπήρχε το γνωστό εμπορικό κατάστημα των αδερφών «Πανάγου» με τις κλωστές και τα πλεκτά, κέντρο συνάντησης των Πειραιωτών,-εκτός από το γνωστό παλιό «Ρολόϊ»-όπως το φαρμακείο του «Μπακάκου» στην Ομόνοια.
Ο Γιάννης Γεωργιάδης όπως αναφέρει σε μικρό και σύντομο βιογραφικό σημείωμά του: «Σαν ηθοποιός συνεργάστηκα με θιάσους του Μάνου Κατράκη, Λάμπρου Κωνσταντάρα, Βασίλη Διαμαντόπουλου, Δημήτρη Ροντήρη κ.λ.π. Με τον Ροντήρη δώσαμε παραστάσεις στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και ανεβάσαμε τους «Πέρσες» του Αισχύλου στην Βορειοδυτική πλαγιά του λόφου του Προφήτη Ηλία. Στη συνέχεια με προσωπικό θίασο αρχαίου δράματος ανέβασε τις τραγωδίες Ιππόλυτο, Ελένη και Επτά επί Θήβας τις οποίες σκηνοθέτησα  και έλαβα μέρος σαν ηθοποιός. Με τον θίασο αυτό επί τρία χρόνια δίναμε παραστάσεις σε ανοιχτούς χώρους και αρχαία θέατρα όλης της χώρας.
Το 1973 δημιούργησα το θέατρο «Κύβος» στον Πειραιά επί της οδού Ηρώων Πολυτεχνείου 12 στον οποίο σαν σκηνοθέτης και παραγωγός και ηθοποιός δούλεψα πάνω από δέκα χρόνια, ανεβάζοντας μια σειρά έργων ποιότητας διάσημων συγγραφέων, όπως Μπ. Μπρέχτ, Βικτόρ Λανού, Τζό Όρτον, Ούγκο Μπέττυ, Εντουάρντο Ντε Φίλιππο, Αρμπούζωφ κ.λ.π….»
      Στο πρόγραμμα της Α΄ χειμερινής του περιόδου το Θέατρο «Κύβος» που ίδρυσε ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Γιάννης Γεωργιάδης αναφέρονται τα εξής:
«Όταν ανοίγει ένα καινούργιο θέατρο είναι πάντα μια ελπίδα στον τομέα αυτό, όταν μάλιστα το θέατρο αυτό κατασκευάζεται και λειτουργεί για να το υπηρετήση σαν τέχνη, τότε η ελπίδα γίνεται χαρά, ενθουσιασμός. Οι παγίδες είναι πάντα και στη μία και στην άλλη περίπτωση συχνές, στη δεύτερη πιο πυκνές τελείως αόρατες και επικίνδυνες. Χρειάζονται βήματα προσεκτικά και σταθερά. Χρειάζεται όσφρηση και αίσθημα σιγουριάς για να τις προσπεράσης. Μέσα σ’ αυτό το δεύτερο μονοπάτι ερρίφθη ο ΚΥΒΟΣ. Μέχρι τώρα κάλυψε ένα μεγάλο και επικίνδυνο μέρος του δρόμου και να που σήμερα στέκεται μπρος σας έτοιμος θριαμβευτής για να συνεχίση το δεύτερο μέρος της πορείας του.
    Το θέατρο ΚΥΒΟΣ δημιουργήθηκε για να υπηρετήση την ποιότητα. Είναι μια πρωτοποριακή δουλειά μα φιλοδοξεί να  παρουσιάση το θέατρο σ’ όλες του τις μορφές. Από το αρχαίο κλασσικό μέχρι το σύγχρονο πρωτοποριακό, με μοναδικό κριτήριο για την επιλογή των έργων  την ποιότητα. Ο θίασός μας αποτελείται από νέους κυρίως καλλιτέχνες με παιδεία και έφεση προς το μοντέρνο θέατρο. Όλοι μας εργαστήκαμε σκληρά με πίστη και ενότητα στην προετοιμασία αυτής της δουλειάς, είμαστε έτοιμοι να σας την παραδώσουμε.
Ζήστε μαζί μας τις καταστάσεις και μετά μας κρίνετε»
                                                               Γιάννης Γεωργιάδης      
Ενδεικτική Παραστασιογραφία
-Α΄ χειμερινή περίοδος 1973-1974, με το έργο του γνωστού Άγγλου συγγραφέα Τζο Όρτον, «Τι είδε ο υπηρέτης»-μια δυναμική κωμωδία.
Σκηνοθεσία: Γιάννης Γεωργιάδης,
Σκηνικά Παύλος Μαντούδης
Μτφ. Φιλ. Παπαδόπουλος-Γιάννης Γεωργιάδης
Μουσική επιμέλεια Πόλα Γαζουλέα
Ερμήνευσαν οι: Γιάννης Γεωργιάδης, Πέρσα Καμπάνη, Πόπη Μαρέλλι, Νίκος Ντιμέρης, Τάκης Καραθανάσης, Δημήτρης Τσιουδάκης
-19/11/1974-7/3/1975, (Β΄ χειμερινή περίοδος 1974-1975) με το έργο του Γερμανού θεατρικού συγγραφέα Μπέρτολτ Μπρέχτ, «Ο Σβέυκ στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο»
Μετάφραση Κώστας Παλαιολόγος,
σκηνοθεσία Γιάννης Γεωργιάδης,
σκηνικά-κοστούμια, μτφ. τραγουδιών Παύλος Μαντούδης,
μουσική τραγουδιών Δημήτρης Μαραγκόπουλος,
χορογραφία Λένα Ζαμπούρα,
μουσική επιμέλεια Ιφιγένεια-Ευθυμιάτου-Σπύρου,
τραγούδι Μαρία Δημητριάδη
τη μουσική ερμήνευσαν: Κλαρινέτο Ηλίας Κολοβός, κιθάρα Θάνος Περσίδης, Πιάνο Θάνος Μικρούτσικος, ντράμς Νίκος Τουλιάτος, τρομπόνι Παναγιώτης Στέφος
έλαβαν μέρος οι ηθοποιοί: Άρης Κατιλιάνος, Γεράσιμος Παστός, Γιάννης Χαρίδημος, Ελένη Δημητρίου, Γιάννης Βέρσης, Γιάννης Γεωργιάδης, Χρήστος Παναγιωτέλλης, Γρηγόρης Δάσκας, Μάκης Πείθης, Θωμάς Χαλβατζής, Μιράντα Ζωγράφου, Δέσποινα Πολυχρονίδου, Φιλένη Ευθυμιάτου,   
-22/3-7/5/1975, (Β΄ χειμερινή περίοδος 1974-1975) το σατιρικό έργο σε δύο μέρη, του Γάλλου θεατρικού συγγραφέα Βικτόρ Λανού, «Το ανοιχτήρι»,
Σκηνοθεσία: Γιάννης Γεωργιάδης,
σκηνικά Παύλος Μαντούδης,
μτφ. Ελπίδα Μπραουδάκη,
μουσική επιμέλεια Ιφ. Ευθυμιάτου-Σπύρου,
ερμηνεύουν Γιάννης Γεωργιάδης και Γρηγόρης Δάσκας.
-25/12/1975-31/3/1976, με το έργο του Γιάννη Σκλάβου, «Η Χιονάτη και οι 7… ανώμαλοι»
-1-18/4/1976, με το έργο του Δημήτρη Τζελλά, «Μια νύχτα στον Πειραιά»
-17/11/1976-30/1/1977, με την κωμωδία του Μ. Βενιέρη, «Πορτοφολά…αγάπη μου»
-12/3/-3/4/1977, η Παιδική Σκηνή παρουσιάζει τις «Οι τρείς επιθυμίες» και το «Καλλιτεχνικό Πρακτορείο» του Τάσου Πετρή
-30/11/1977-15/3/1978, ο θίασος του Γιάννη Γεωργιάδη παρουσιάζει το έργο «Εδώ Ροβινσώνας», μια παραλλαγή του έργου του Ροβινσώνα Κρούσου του Ντανιέλ Ντε Φόε και την σύγχρονη άποψη του Μισέλ Τουρνιέ.
Σκηνοθεσία Γιάννης Γεωργιάδης
Σκηνικά-κοστούμια Παύλος Μαντουδάκης
Χορογραφία Λένα Ζαμπούρα
Μουσική επιμέλεια Πόλα Γαζουλέα
Διανομή: Γιάννης Γεωργιάδης, Γιώργος Καρμάτης, Δέσποινα Πολυχρονίδου, Τάκης Δημητρούλιας, Γιάννης Κόκκινος.
Και από το πρόγραμμα:
«Έπειτα από τη διετή προσωρινή διακοπή της δραστηριότητας στο χώρο του θεάτρου ποιότητας που επί τρία χρόνια υπηρέτησε πιστά το Θέατρο «Κύβος» παρουσιάζοντας σύγχρονους συγγραφείς και έργα τους για πρώτη φορά στην Ελλάδα, επανερχόμαστε με τη γραμμή που τότε χαράξαμε. Το θέατρο «Κύβος» θέλει να υπηρετήσει τις νέες τάσεις. Αναζητεί και προβληματίζεται πάνω σε νέες θεατρικές φόρμες και σε νέα θεατρικά και αισθητικά μέσα έκφρασης. Δεμένοι με τον Πειραίκό χώρο θα προσπαθήσουμε όπως και πριν να κρατήσουμε την ποιότητα και τη γραμμή μας στα ίδια επίπεδα.
Το θέατρο «Κύβος»συνεχίζει την προσπάθειά του αυτή χωρίς καμιά βοήθεια ηθική ή υλική από το κράτος ή το Δήμο. Ο τελευταίος μάλιστα έδειξε περίτρανα την αδιαφορία του. Άνθρωποι άσχετοι με το θέατρο και την τέχνη ρυθμίζουν τα θεατρικά και καλλιτεχνικά πράγματα του δήμου. Η δραστηριότητά τους συγκεντρώνεται πολλές φορές στο να διαθέτουν τα πολυάριθμα θέατρα του δήμου σε αμφιβόλου ποιότητας θιάσους και θεατρικούς επιχειρηματίες .Μάταια φωνάζουμε πως θέατρο δεν είναι η μετάκληση και μεταφύτευση θιάσων της Αθήνας αλλά η δημιουργία Πειραιώτικων θιάσων που θα παρακολουθούν και θα προβληματίζονται στον Πειραϊκό χώρο…»    
-Χειμερινή περίοδος 1978-1979, Ούγκο Μπέττι, «έγκλημα στο Κατσικονήσι»
Μετάφραση: Θεμιστοκλής Αθανασιάδη-Νόβα
Σκηνοθεσία Γιάννης Γεωργιάδης
Σκηνικά Παύλου Μαντούδη
Παίζουν Κωνσταντίνος Χιόνης, Τέρρυ Μακρυγιάννης, Γιάννης Γεωργιάδης, Ελένη Δημητρίου, Μαίρη Αναιρούση
-1981, παρουσιάζει την κωμωδία του Ιταλού Εντουάρντο Ντε Φίλιππο, «Αχ αυτά τα φαντάσματα»
Μετάφραση: Θεμιστοκλής Αθανασιάδη-Νόβα
Σκηνοθεσία Γιάννης Γεωργιάδης
Σκηνικά Παύλου Μαντούδη
Μουσική επιμέλεια Ρενάτα Δικαιοπούλου
Ερμηνεύουν οι: Ανδρέας Παπαδόπουλος, Ελένη Τσάκαλου, Μάκης Πείθης, Τέρρυ Μακρυγιάννης, Χρήστος Παναγιωτέλης, Γρηγόρης Δάσκας, Λευτερία Νικηράτου, Γιάννης Λοσκόκο, Χρήστος Τσιλογιάννης
-30/11/1985, το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Το Παραμύθι χωρίς όνομα»
     Τα προγράμματα των παραστάσεων είναι ασπρόμαυρα και με φωτογραφίες των συντελεστών της παράστασης, ορισμένες φορές έχουν διαφημίσεις και σχεδόν όλα έχουν πληροφοριακά στοιχεία για τους θεατρικούς συγγραφείς ή για το έργο, όπως επίσης και σχετικά σχόλια για τα προβλήματα που αντιμετώπιζε τότε ο θίασος αυτός και το Θέατρο «Κύβος» από την αδιαφορία των επίσημων δημοτικών αρχών της εποχής. Από την ενδεικτική αυτή παραστασιογραφία ενός Θεάτρου που φώτισε θεατρικά και εκπαίδευσε πολιτιστικά την πόλη μας για δέκα περίπου χρόνια, αντιλαμβανόμαστε όχι μόνο το θεατρικό όραμα του εμπνευστή της θεατρικής αυτής προσπάθειας Γιάννη Γεωργιάδη αλλά και τις αντιξοότητες της εποχής όσον αφορά τα πολιτιστικά πράγματα της εποχής εκείνης. Διαπιστώνουμε ακόμα, ότι οι συντελεστές είναι τα μέλη μιας κοινής θεατρικής ομάδας και σκηνοθέτης σε όλα σχεδόν τα έργα, ο ιδρυτής του Θεάτρου ο οποίος ερμηνεύει και σχετικούς ρόλους στα διάφορα ανεβάσματα. Πάντως οι συγγραφείς που επιλέγει ο Γιάννης Γεωργιάδης είναι αρκετά πρωτοπόροι στην θεατρική τέχνη και κρατούν τα θεατρικά σκήπτρα την εποχή εκείνη και ίσως ακόμα και σήμερα.
Τέλος, μια χώρα και μια πόλη που έβγαιναν από μια επτάχρονη δικτατορία, είχαν ανάγκη τις πολιτιστικές αυτές προσπάθειες και πρωτοβουλίες εμπνευσμένων ανθρώπων γιαυτό και τα ίχνη που άφησαν παραμένουν ακόμα και σήμερα επίκαιρα.
Μπορεί η εποχή μας να μην γεννά μιμητές τους, όμως η πολιτιστική τους συνεισφορά θάρθει η εποχή που θα  αναγνωριστεί.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή, σήμερα, Σάββατο, 21 Μαρτίου 2015
Πειραιάς, Σάββατο, 21 Μαρτίου 2015  
   
      

                  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου