ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΠΙΘΕΣ
«Θα πεθάνουμε αν δεν πλάσουμε τους θεούς,
Θα πεθάνουμε αν
δεν σκοτώσουμε τους θεούς-
ω βασίλειο του
πλανώμενου βράχου!»
ΑΔΩΝΙΣ, «Άσματα του Μιχάρ του
Δαμασκηνού»
Δεύτεροι χαιρετισμοί σήμερα, και οι
θρησκευόμενοι πιστοί συρρέουν στις εκκλησίες και τα μοναστήρια να υμνήσουν, να
δοξολογήσουν και να προσευχηθούν στον Θεό της πίστης των πατέρων τους, η Μεγαλόχαρη,
η Νύμφη Ανύμφευτε, έχει τον πρώτο λόγο. Από την άλλη, άτομα φανατισμένα και εκδικητικά,
ιστορικά επικίνδυνα, θρησκευτικά μισαλλόδοξα και κοινωνικά αγράμματα,
καταστρέφουν με μένος τα αγάλματα και την πανάρχαια πολιτιστική κληρονομιά του
Μεσογειακού χώρου, καταστρέφουν όχι μόνο την ίδια τους την ιστορική και
πολιτιστική παράδοση αλλά και του Παγκόσμιου Πολιτισμού. Με την καταστροφή των
πολιτιστικών μνημείων και των Μουσείων της Μέσης Ανατολής, δεν χάνονται μόνο
πολύτιμοι πολιτισμικοί θησαυροί που δεν πρόκειται δυστυχώς να αντικατασταθούν
ξανά, και οι οποίοι εξέφραζαν τα ιστορικά οράματα, τα κοινωνικά όνειρα, τις
πολιτικές αρχές και θρησκευτικές και μεταφυσικές δοξασίες των ανθρώπων μιάς
άλλης εποχής και τρισχιλιετούς ιστορίας, αλλά τελειώνει και η Ελληνική
Ελληνιστική περίοδο των επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ένας κόσμος με
αφάνταστο πολιτιστικό πλούτο και πνευματικό μεγαλείο. Ρωμανός ο Μελωδός,
Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Ισαάκ ο Σύρος, Εφραίμ ο Σύρος και μια πλειάδα άλλων ορθόδοξων ποιητών και
αγίων επώνυμων και ανώνυμων που κοσμούν ακόμα και σήμερα την Ελληνική και
παγκόσμια Γραμματεία. κατάγονταν από τις περιοχές αυτές, την «παλαιόθεν
Ελληνίς», αγίασαν τα ιερά αυτά χώματα με το αίμα και το πνεύμα τους, με
τις καλλιτεχνικές τους δημιουργίες, με τα αρχιτεκτονικά τους μνημεία, με τα
προαιώνια σοφά κείμενά τους.. Ένας πανάρχαιος ιστορικός Ελληνικός πολιτισμός
αλλά και Ρωμαϊκός, που ακόμα θαυμάζουμε τα ίχνη του. Να μιλήσουμε τέλος, για
την βαθειά και διαχρονική ποιητική παρακαταθήκη του Αλεξανδρινού ποιητή
Κωνσταντίνου Καβάφη και των ποιημάτων του, που αναφέρονται στην ιστορία και τα
πρόσωπα της Ελληνιστικής περιόδου και των περιοχών αυτών;
«Κι απ’ την θαυμάσια πανελλήνιαν εκστρατεία,/
την νικηφόρα, την περίλαμπρη,/
την περιλάλητη, την δοξασμένη/
ως άλλη δεν δοξάσθηκε καμιά,/
την απαράμιλλη: βγήκαμ’ εμείς΄/
ελληνικός καινούργιος κόσμος, μέγας./
Εμείς΄ οι Αλεξανδρείς, οι Αντιοχείς,/
οι Σελευκείς, κ’ οι πολυάριθμοι/
επίλοιποι Έλληνες Αιγύπτου και Συρίας,/
κ’ οι εν Μηδία, κ’ οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι./
Με τες εκτεταμένες επικράτειες,/
με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών./
Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά/
ως μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ως τους Ινδούς…»
Δυστυχώς, αυτός ο πανάρχαιος Κόσμος και
Πολιτισμός χάνεται, με την ανοχή και την μη δυναμική αντίδραση των Ευρωπαϊκών
Κυβερνήσεων, της Αμερικανικής Ηπείρου αλλά και των πολιτικών και θρησκευτικών
ηγετών του Αραβικού και Μουσουλμανικού Κόσμου, γιατί σίγουρα, δεν είναι αυτό το
Ισλάμ, η πολιτιστική, πνευματική και ιστορική του παράδοση, που έχει αφήσει
στην διάρκεια της ιστορικής του διαδρομής μεγαλειώδη έργα.
Τουλάχιστον εγώ, αν έχει
κόκκο αξίας ο λόγος μου, αν είναι αυτό το νέο πρόσωπο του πολιτικού και
θρησκευτικού Μουσουλμανικού Κόσμου, σαν Έλληνας και Ευρωπαίος, δεν θα ήθελα ούτε
η χρεοκοπημένη χώρα μου αλλά ούτε και η ευρωπαϊκή Ήπειρος να
Μουσουλμανοποιηθεί. Ας κρατήσει κάθε εθνική οντότητα, τα πολιτιστικά και
θρησκευτικά σύνορά της.
Ο Ελληνικός Ελληνιστικός Κόσμος
καταστρέφεται και χάνεται μαζί με την καταστροφή των αγαλμάτων και των Μουσείων,
και όπως τα γεγονότα δείχνουν, κανείς δεν ενδιαφέρεται γιαυτόν, ούτε οι πολιτικοί
ηγέτες ούτε οι θρησκευτικοί, ούτε ο απλός κόσμος που αδιαφορεί παντελώς, αλλά
ούτε και οι πνευματικοί κάθε είδους άνθρωποι και καλλιτέχνες, αυτό έχει σαν εφιαλτικό
αποτέλεσμα την καταστροφή της παράδοσης αλλά και την άρνηση της παγκόσμιας
Ανθρώπινης Ιστορίας.
Άρχισαν με την καταστροφή των
αγαλμάτων του Βούδα, συνεχίζουν με τα Μουσεία και τα αρχαιολογικά εκθέματα, και
μετά τι ;
Ένα πέπλο σκοτεινής και αιματοβαμμένης
ομίχλης και σκόνης σκεπάζει τον Κόσμο και μας οδηγεί σ’ έναν νέο Μεσαίωνα.
«Ποιό απόσταγμα να βρίσκεται από βότανα/
γητεύματος/
ποιό απόσταγμα κατά τες συνταγές/
αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων καμωμένο….»
Να σταματήσει το Κακό που
σκεπάζει τις συνειδήσεις και τις καρδιές των ανθρώπων, Χριστιανών και
Ισλαμιστών; Ποιο απόσταγμα;
Αυτές οι θλιβερές και απαισιόδοξες
σκέψεις έρχονται στο νου, καθώς ξεφυλλίζω μια παλαιά, πολύ παλαιά και
ξεθωριασμένη ποιητική και λογοτεχνική Ανθολογία που εκδόθηκε στον Πειραιά τον
Οκτώβρη του 1923 με τον γενικό τίτλο «ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΠΙΘΕΣ», αριθμός 1.
Το μικρού σχήματος αυτό βιβλιαράκι των 100
σελίδων έχει διαστάσεις 12Χ17 και είναι τόσο φθαρμένο και κιτρινισμένο, που με
μεγάλη δυσκολία ξεφυλλίζεται, παρόλα αυτά, αποφάσισα να το μεταφέρω εδώ στο
μπλοκ για όσους Πειραιείς ή μη ενδιαφέρονται.
Στο ανοιχτό καφέ εξώφυλλό
του, αναγράφονται τα εξής:
Στο δεξιό επάνω μέρος με
κεφαλαία γράμματα ο αριθμός 1. Αυτό μας δηλώνει όπως και η πληροφορία του
Χρήστου Ιερογιάννη, ότι θα ακολουθούσε και δεύτερη Ανθολογία., από την δική μου
έρευνα δεν γνωρίζω αν εκδόθηκε και δεύτερος τόμος. Στο παλαιοβιβλιοπωλείο που
το αγόρασα, μου είχε δοθεί η πληροφορία, ότι από την Πειραϊκή βιβλιοθήκη που
εκποιήθηκε από συγγενείς θανούντος πολιτικού(νομίζω του Μπίρη;) δεν βρήκαν
άλλον τόμο.
Με κεφαλαία βυσσινί
γράμματα ακριβώς από κάτω και στη μέση,
αναφέρεται ο τίτλος ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΠΙΘΕΣ. Τίτλος ενθουσιώδης και ελπιδοφόρος, που
μας υποδηλώνει τις πνευματικές προθέσεις και νεανικές φιλοδοξίες των Πειραιωτών
νέων της εποχής του Μεσοπολέμου, ένα χρόνο μετά την εθνική Μικρασιατική
Καταστροφή.
Ακολουθούν με κεφαλαία μαύρα
γράμματα τα κάτωθι: ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗΣ
ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ «Η ΣΠΙΘΑ». Ο υπότιτλος μας φανερώνει τα δύο κύρια στοιχεία της
έκδοσης. Πρώτον ότι είναι Ποιητική και Λογοτεχνική Ανθολογία, δηλαδή δεν
περιέχει μόνο ποιήματα αλλά και πεζά, και δεύτερον ότι η εκδοτική αυτή
προσπάθεια συντελείται από νέους που αποτελούν την Φιλολογική Οργάνωση με το
όνομα «Η ΣΠΙΘΑ». Τα στοιχεία μας αποκαλύπτουν τις πνευματικές ζυμώσεις και
άλλες ανησυχίες των νέων της εποχής εκείνης και ειδικότερα των Πειραιωτών. Ας
μην μας διαφεύγουν οι δύσκολες πολιτικές, στρατιωτικές και οικονομικές συνθήκες
της περιόδου αυτής, η πατρίδα μας βάλτωσε για μεγάλο διάστημα μέσα στα κάθε
μορφής στρατιωτικά και πολιτικά πραξικοπήματα, παρότι βρίσκονταν σε δεινή
οικονομική κατάσταση, όφειλε να περιθάλψει τους Μικρασιάτες πρόσφυγες και να
οικοδομήσει νέες διπλωματικές σχέσεις με την μέχρι προσφάτως σε εμπόλεμο
κατάσταση γείτονα χώρα. Δύσκολοι Καιροί, άγνωστες πολιτικές προοπτικές, για την
μικρή περιφερειακή αποικιοκρατική βαλκανική χώρα όπως είναι η Ελλάδα, με
αβέβαιη την έκβαση της ανοικοδόμησης.
Στο ποιητικό στερέωμα, το
άστρο του Κωστή Παλαμά αυτού του βάρδου του ελληνικού γένους, ήταν ακόμα έντονα
φωτεινό, αλλά και ο σοφός γέρος της Αλεξάνδρειας, αυτός ο παμπόνηρος ποιητής
και λάτρης της ελληνικής ιστορίας, ετοιμάζονταν να απλώσει τα φτερά του για το
παγκόσμιο ποιητικό σύμπαν. Η απαισιόδοξη ματιά του Κώστα Καρυωτάκη δεν είχε
ακόμα πυροβολήσει τα ποιητικά όνειρα και φιλολογικά οράματα των νέων της εποχής. Πολλές φημισμένες-τότε-
«χαμηλές φωνές» όπως θα έγραφε και ο Μανόλης Αναγνωστάκης βρίσκονταν στην πρώτη
γραμμή του ελληνικού ποιητικού Παρνασσού. Μιλτιάδης Μαλακάσης, Μυρτιώτισσα,
Ναπολέων Λαπαθιώτης, Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου, Μήτσος Παπανικολάου, Τέλλος Άγρας
και μια πλειάδα άλλων δημιουργών. Μοναχικοί οδοιπόροι ο Άγγελος Σικελιανός και
ο Νίκος Καζαντζάκης, πάλευαν με τα προσωπικά τους-οικουμενικά-ποιητικά όνειρα
και αγωνίζονταν να ενσαρκώσουν τους εσωτερικούς τους οραματισμούς. Η ποιητική
αμφισβήτηση της περιβόητης γενιάς του 1930 θα έρχονταν σύντομα να αντικαταστήσει
τον χθεσινό κόσμο(κατά Στέφαν Τσβάιχ)
και τις ιδεολογικές και πνευματικές του αξίες.
Μέσα σε παρένθεση ακριβώς από
κάτω γράφεται: (ΜΕ ΠΡΟΛΟΓΟ ΧΡ. ΙΕΡΟΓΙΑΝΝΗ). Έκπληξη προκαλεί το
άγνωστο-κατόπιν-αυτό πρόσωπο. Δεν νομίζω αν δεν λαθεύω να έμειναν τα ποιητικά
του ίχνη. Διάττοντας ποιητικός αστέρας στον ελληνικό ουρανό, όμως είναι ενδιαφέρουσες
αν και κάπως απλοϊκές οι απόψεις που
εκφράζει στον δισέλιδο πρόλογό του, οφείλουμε να του αναγνωρίσουμε, την πρόθυμη
και θερμή φιλική συμπαράσταση απέναντι στους νέους της εποχής εκείνης που
αποφάσισαν την έκδοση της Ανθολογίας αυτής. Γνωρίζουμε, ότι είχαν εκδοθεί και
κυκλοφορούσαν αρκετές Ποιητικές Ανθολογίες την περίοδο εκείνη, που σημαίνει
ότι, μια νέα ανθολογία, έπρεπε κάτι καινούργιο να κομίζει, τόσο στην ύλη της
όσο και στα νέα πρόσωπα.
Τέλος, με κεφαλαία και πάλι
μπολντ μαύρα γράμματα, στο κάτω μέρος αναφέρονται τα: ΕΚΔΟΣΗ
«ΣΠΙΘΑΣ»,-ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1923
Στο οπισθόφυλλο, μέσα σε
παράλληλες γραμμές με κεφαλαία γράφονται: ΤΥΠΟΙΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΑΣ &
ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΗΠΕΙΡΟΥ 24 ΑΘΗΝΑΙ.
Αυτό σημαίνει ότι, μπορεί η
έκδοση να είναι της «Σπίθας», αλλά τυπώθηκε στην Αθήνα, σε Αθηναϊκό
τυπογραφείο. Συνήθως, επειδή τα τυπογραφικά έξοδα των Πειραιώτικων τυπογραφείων
ήσαν πιο φτηνά, όπως και τα εργατικά, από εκείνα της πρωτεύουσας, οι ποιητές
και λοιποί δημιουργοί συνήθιζαν να τυπώνουν τα βιβλία τους στον Πειραιά συμπεριλαμβανομένης
και της περιοχής του Φαλήρου, στην παρούσα έκδοση συμβαίνει το αντίθετο.
Στην μέσα πρώτη σελίδα επαναλαμβάνονται τα γραφόμενα του εξωφύλλου.
Στην επόμενη σελίδα ακολουθεί
η αφιέρωση της έκδοσης στον ποιητή Μιλτιάδη Μαλακάση. ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ Μ.
ΜΑΛΑΚΑΣΗ ΑΠΟ ΣΕΒΑΣΜΟ ΚΑΙ ΕΚΤΙΜΗΣΗ.
Η απλή και γεμάτη σεβασμό
αυτή αφιέρωση σε έναν ήδη καταξιωμένο ποιητή μας φανερώνει τις εκλεκτικές
συγγένειες των συμμετεχόντων όσο και τις ενδόμυχες κυκλοφοριακές επιθυμίες των
νέων της «Σπίθας».
Στην επόμενη αριστερή σελίδα
έχουμε ασπρόμαυρο σκίτσο του ποιητή Μιλτιάδη Μαλακάση και στην απέναντι σελίδα
το ποίημα του με τίτλο
«Δάκρυα και Θυμοί»
Ζοφερό ένα γνέφος στέκει
Μεσ’ στα μάτια σου τα δυό,
Κλει βροχή, γι’ αστροπελέκι;
Σκιάζομαι που τα θωρώ.
--
Κι’ αν το δεύτερο, ας με κάψει
Του θυμού σου ο κεραυνός,
Μ’ αν το πρώτο, ποια θα κλάψει
Σαν εσένανε, και ποιος
--
Ο σκληρόκαρδος εκείνος
Που ό,τι κι’ αν τον τυραγνά,
Σαν ξεσπά παρόμοιος θρήνος
Όλα δεν τ’ αποξεχνά;….
Στις σελίδες 7 έως 11 έχουμε
τον πρόλογο του Χρίστου Ιερογιάννη με τίτλο Στους Νέους της «ΣΠΙΘΑΣ»
«Είχα την τιμή να μου ζητήσουνε νέοι, μια επιτροπή της
Πειραϊκής Φιλολογικής Οργάνωσης, η «Σπίθα», να προλογίσω αυτό το βιβλίο, πρώτη
έκδοση της «Σπίθας», που συγκεντρώνει λογοτεχνικά κομμάτια των μελών της Οργάνωσής
τους κι’ άλλων νέων.
Προτού ακόμα σκεφτώ για να διαβάσω τα χειρόγραφα των
αγνώστων αυτών νέων, ομολογώ πως η εντύπωση που μούκαναν, βλέποντας παιδιά,
τόσο παιδιά ακόμα, με τόσον ενθουσιασμό ν’ αρχίζουν ν’ ασχολούνται με τη
λογοτεχνία, και ν’ αφιερώνουν από σεβασμό κι ευγένεια το βιβλίο αυτό στο
λεπταίσθητο σεβαστό ποιητή της Ελληνικής ψυχής, της Ελληνικής συνείδησης, το Μ.
Μαλακάση,-ομολογώ πως η εντύπωση μου η πρώτη ήταν συγκινητική.
Η ιδέα μόνο γιατί υπάρχουνε σήμερα μάλιστα, νέοι, τόσο
νέοι ακόμα, που θέλουν να καταπιαστούν με τόσο ζήλο κι ευσυνειδησία,-καθώς
δείχνουν,-με πράμματα που φαίνονται βαρειά για την ηλικία αυτή, η ιδέα γιατί
βλέπω μόνο που αρχίζουν από τώρα να σκύβουν απάνου στα βιβλία για να μελετήσουν,
και ν’ αφήσουν την παιδική ψυχή τους να περιπλανηθή στα φοβερά, ατέρμονα ερέβη
της σκέψης-με κάνει όχι μόνο να αιστανθώ μέσα μου μια χαρά, μα και να υπερηφανεύομαι γιατί εγώ τυχαίνω πρώτος
να παρουσιάσω τους αγνώστους αυτούς νέους που αρκετά απ’ τα πρώτα τους αυτά
δοκίμια υπόσχονται να μας δείξουνε στη λογοτεχνία.
Δεν ήρθαν να μας πουν πως θέλουν να εκδόσουν κανένα
λογοτεχνικό περιοδικό με σκοπό να μας επιβληθούν, να μας ενοχλήσουν, ή να μας
αναδείξουν κι αυτοί ως λογοτέχνας τους ιδρυτάς, τον διευθυντή του περιοδικού
τους, τον αρχισυντάκτη, κτλ. κτλ. Ούτε μας παρουσιάζονται αυτά τα παιδιά μ’
εκείνο το “toupe” μ’ εκείνη
την «κλασσική» θρασύτητα, με την οποίαν παρουσιαστήκανε μερικοί
«αντιαισθητικοί» τύποι στη λογοτεχνία μας, δείχνοντας τις φθισίγονες
προσπάθειές τους, με τα «εις πεζόν και
εις στίχον μολυσματικά των γραφόμενα». Αυτοί θάναι όσο μένουν στην ενόχληση μας
αι «αιώνιαι ιπτάμεναι ή παράσιτοι πληγαί των Φαραώ», θάναι οι κοάζοντες
βάτραχοι, «αι εναλίως κινούμεναι, εφήμεροι μέδουσαι της θαλάσσης» στο γαλήνιο
ωκεανό της αισθητικής μας. Οι νέοι αυτοί μας λένε απλώς μ’ αυτά που έγραψαν, πως θέλουν να γράψουν. Κι αυτό
είναι το παν που κερδίζουν στην πρώτη τους αυτήν εμφάνιση. Αυτή είναι η
επιτυχία τους.
Έρχονται, έχοντας συναίσθηση της ηλικίας τους, της
μόρφωσής τους, της πνευματικής τους ανάπτυξης, χωρίς επανάστασι, με παιδικές,
μα ισόρροπες και καθάριες σκέψεις, με σεβασμό πρό πάντων…».
Αυτές
είναι μερικές σκέψεις του Χρίστου Ιερογιάννη που προλογίζει την Ανθολογία.
Σκέψεις που εκφράζουν πατρική συμπάθεια, τρυφερότητα, κατανόηση, ενός
«καταξιωμένου» δημιουργού, λόγια με ευαισθησία και αγάπη, και σίγουρα από καρδιάς
με περισσή διάθεση να συμπαρασταθεί ο ίδιος στα πρώτα νεανικά βήματα των τότε
νέων δημιουργών, στις πρωτοφανέρωτες ανοιξιάτικές τους πνευματικές δημιουργίες,
να τους ενθαρρύνει στους πρώτους αυτούς ποιητικούς και πεζούς τους
αναστεναγμούς, παραβάλλοντας μάλιστα την προσπάθειά τους με εκείνη άλλων
επίδοξων νέων εκδοτών νεανικών περιοδικών ή κειμένων.
Ο Ιερογιάννης, στον πρόλογό
του δεν παραλείπει να κάνει λόγο για τον πρωτόλειο λόγο πολλών από τους νέους
αυτούς, γράφει για τις ποιητικές ή λογοτεχνικές τους ατέλειες, για τις επιρροές
τους καθώς και για τα δειλά τους βήματα στην τέχνη της ποιήσεως. Πέρα όμως από
τις γενικές του κρίσεις, η τελική του διάθεση είναι επαινετική απέναντι στην
προσπάθεια αυτή, που σίγουρα θα πραγματοποιήθηκε ιδίοις εξόδοις των
συμμετεχόντων. Εκείνο που δυστυχώς δυσκολεύει την όποια εκ των υστέρων ένταξη
της Ανθολογίας αυτής μέσα σε ένα γενικό τεχνικό πλαίσιο παρόμοιων προσπαθειών,
είναι η παντελής έλλειψη πληροφοριακών στοιχείων των συμμετεχόντων και η
σχετική τους εργογραφία. Τα περισσότερα από τα άτομα που συμμετέχουν είτε με
ποιήματά τους είτε με πεζά τους μας είναι ακόμα και σήμερα άγνωστα, όπως και η
μετέπειτα πνευματική τους πορεία. Εκείνο που διευκολύνει κάπως την ανάγνωσή
της, είναι το σπάσιμο του βιβλίου θα γράφαμε σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος παρουσιάζονται
γνωστά μας και καταξιωμένα πρόσωπα της ελληνικής ποίησης ή λογοτεχνίας που
συνέχισαν και αργότερα την δημιουργική τους διαδρομή, με ποιήματα γνωστά μας,
ενώ το δεύτερο περιέχει κείμενα και πρόσωπα σχετικά άγνωστα σε εμάς. Ούτε ο
πρόλογος του Ιερογιάννη μας διαφωτίζει.
Σαν γενικές και εμείς κρίσεις,
διαβάζοντας την Ανθολογία αυτή, της έκδοσης των Νέων της Φιλολογικής Οργάνωσης
«Η ΣΠΙΘΑ» μπορούμε να γράψουμε αβίαστα
ότι τα ποιητικά κείμενα ακολουθούν την παραδοσιακή μετρική της ποιητικής
της εποχής του Μεσοπολέμου και των πρώτων λογοτεχνικών γενεών με τους ανάλογους
της εποχής ρυθμικούς συνδυασμούς. Εικόνες απλές, καθαρές, βατές και στον πιο
αμύητο της ποίησης αναγνώστη, γλώσσα όχι
πλούσια σε νοηματικές αποχρώσεις, ή φιλοσοφικούς υπαινιγμούς, αλλά με ένα
λεξιλόγιο που ταιριάζει στην ηλικία των δημιουργών. Σίγουρα, διακρίνουμε και
τις σχετικές επιδράσεις από μεγαλύτερους ομοτέχνους τους, αυτό όμως είναι και
φυσικό και ίσως και επιβαλλόμενο. Οι Νέοι αυτοί αναζητούν το ποιητικό ή
πεζολογικό τους στίγμα όχι για να φέρουν μια κάποια ρήξη στην μέχρι τότε
ποιητική παρουσία των άλλων, μεγαλύτερών τους δημιουργών, αλλά πρωτίστως και
κυρίως, για να εκφράσουν τα δικά τους
όνειρα, να ξεδιπλώσουν τις προσωπικές τους ευαισθησίες, να μας μιλήσουν για τα
δικά τους οράματα, να εκφράσουν τις ατομικές τους ανησυχίες για τα κοινωνικά και άλλα προβλήματα της εποχής και
της χώρας τους. Πρωτόγνωροι στο ποιητικό αυτό σεργιάνι είναι φυσικό να λυγίζουν
και να γονατίζουν ποιητικά, άλλωστε, πόσα τρομερά παιδιά της ποίησης κυοφόρησε
όχι η ελληνική αλλά η παγκόσμια ποίηση;
Όπως ανέφερα η Ανθολογία
χωρίζεται σε δύο μέρη, μέχρι την σελίδα 46 έχουμε την ποιητική παρουσία γνωστών
μας ποιητών και δημιουργών, και από εκεί
και έπειτα όπως αναφέρεται στην σελίδα 47, «ΛΟΓΟΤΕΧΝΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΗΣ
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ Η «ΣΠΙΘΑ» ΚΙ ΑΛΛΩΝ ΝΕΩΝ.
Στο πρώτο μέρος συνεργάζονται
οι εξής γνωστοί μας δημιουργοί:
Ο παρολίγον νομπελίστας
ποιητής Σωτήρης Σκίπης, με το «Γκρίζο Τραγούδι» από την συλλογή του «Προτού ν’
αράξουμε», ο τρυφερός και λεπταίσθητος ποιητής του μεσοπολέμου Ναπολέων
Λαπαθιώτης(ο πρώτος δηλώσας επισήμως άθεος της ελληνικής ποίησης. Οι άλλοι δύο
δημιουργοί που γνωρίζω, είναι ο συγγραφέας Ηλίας Πετρόπουλος και ο Βασίλης
Ραφαηλίδης) με την ποιητική του σύνθεση «Η Παναγία των Στεναγμών». Ακολουθεί ο
λησμονημένος Νίκος Πετιμεζάς-Λαύρας, ένας παραδοσιακός βουκολικός ποιητής με
δύο του ποιήματα: «Βλάχικος Γάμος» και «Στην Πεντέλη». Η από πολύ νωρίς
μοντέρνα και σημαντική ποιητική φωνή του Τάκη Παπατζώνη Nobilissimus, μας δίνει το ποίημα «Η Βασίλισσα Σαββά». Ο
λογοτέχνης και γραμματολόγος Αδαμάντιος Α. Παπαδήμας μας δίνει το γλαφυρό
κείμενο «Η Συνοικία των Ξυπασμένων». Η σημαντικότερη ποιητική φωνή του
μεσοπολέμου, η σαρκαστική και απαισιόδοξη, η σατιρική και μελαγχολική, η γεμάτη
σπίρτο αντισυμβατική, η ρηξικέλευθη και πολυστρωματική, η παραδοσιακή αλλά και
μοντέρνα, αυτή που ενσάρκωσε τους χαμένους πόθους και τα οράματα της εποχής
της, η διορατική της ακόμα και σήμερα πολιτικής και κοινωνικής μας
πραγματικότητας, αυτή που επηρέασε ουκ ολίγους μετέπειτα δημιουργούς η ποιητική
φωνή του Κώστα Καρυωτάκη έρχεται να μας δηλώσει την ποιητική της παρουσία με το
ποίημα “ SPLEEN” Ο ποιητής Χρίστος
Ιερογιάννης μας δίνει το ποίημα «Η Μικρή αδελφούλα μου… προσεύχεται…». Ο Φώτος
Γιοφύλλης, μας φανερώνει την δική του ποιητική φωνή με το ποίημα «Η Ηδονή της
Μηχανής». Ακολουθούν η Φανή Μιχαλοπούλου με την κατάθεση «Νέοι Διάλογοι», ο
Γιώργος Σταυρόπουλος με το «Φθινόπωρο», ο Ίσαντρος Άρι με το ποίημα «Ανάμεσα
στα γκρίζα έπιπλα…», Ο Μήτσος Παπανικολάου, ο φίλος του Ναπολέων Λαπαθιώτη και
γνωστός κριτικός της εποχής με το ποίημα «Βραδινοί Θάνατοι», η ποιήτρια Αιμιλία
Στ. Δάφνη μια αξιόλογη φωνή γυναικεία ποιητική φωνή της εποχής μας δίνει την
«Άνοιξη» ο Νίκος Λαϊδης το ποίημα «Την Θεοτόκον και Μητέρα», ο Λέων Κούκουλας
το “ In Memorian”
ο ποιητής και ανθολόγος Σπύρος Παναγιωτόπουλος μας δίνει την «Φλώρα», ο Γιάννης
Καψαμπέλης το «Θάναι μια μέρα θερινή», ο Βάσος Μεσολογγίτης το «Τραγούδι», ο
γνωστός μας συγγραφέας και κριτικός και
διευθυντής του περιοδικού Νέα Εστία
Πέτρος Χάρης μας γράφει για «Κάποια γειτονική πόλη». Ο Γιάννης
Ζήρα-Αγκαθιώτης δίνει ένα τρυφερό κείμενο με τίτλο «Χαμένη για πάντα». Ο
ποιητής Σύρος Μ. Καμηλλέρης αφιερώνει το ποιήματά του
«Αρχαίκό» στον Κωστή Παλαμά. Η
άδοξα φευγάτη σημαντική φωνή της εποχής αυτής η γνωστή μας ποιήτρια Μαρία
Πολυδούρη μας δίνει ένα όμορφο σονέττο με τίτλο «Τα Σονέττα του Κυνηγού».
Τέλος, το πρώτο μέρος της Ανθολογίας αυτής κλείνει με το ποίημα του ποιητή και
κριτικού επίσης άδικα χαμένου Τέλλου Άγρα με τίτλο «Προμάντεμμα».
Σημαντικές φωνές αποτελούν το πρώτο μέρος
αυτής της Ανθολογίας, ποιητικές μονάδες που σημάδεψαν με την παρουσία τους τα
ελληνικά γράμματα και σηματοδότησαν τις ποιητικές εξελίξεις τα κατοπινά
μεταμεσοπολεμικά χρόνια. Φωνές αντρικές και γυναικείες που ο ποιητικός τους
αχός ακούγεται ακόμα και στις μέρες μας και τροφοδοτούν με τα ποιητικά τους
οράματα και λεγόμενα τους νέους δημιουργούς. Πρόσωπα, άντρες και γυναίκες, άλλα
τυχερά και άλλα άτυχα στην προσωπική τους ζωή, που έμεινε η πνευματική τους
μνήμη φάρος στον ποιητικό ελληνικό ωκεανό. Εν γνώσει μου δεν αναφέρω
αποσπάσματα από τις ποιητικές τους καταθέσεις όχι μόνο γιατί μας είναι
γνωστές-σε όσους τουλάχιστον ασχολούνται με την ελληνική ποίηση, αλλά κυρίως,
γιατί προτίμησα να αναφέρω αποσπάσματα των Νέων της Φιλολογικής Οργάνωσης «Η
Σπίθα», για να γνωρίσουμε έμμεσα την δική τους ξεχασμένη πια λογοτεχνική
παρουσία.
Από την σελίδα 49, αρχίζει η
δική τους πνευματική κατάθεση. Θα γράφαμε ότι το πρώτο μέρος είναι η ποιητική
ατμομηχανή που «σέρνει» το δεύτερο.
Η Κουρή Κουράκου-Μαυρομιχάλη,
μας δίνει το «Ω! Ζήσε…»
«Ω! Ζήσε για τον Έρωτα! Ώ! Ζήσε για τον Πόθο/
Σε μια ματιά, σ’ ένα Φιλί, όλος ο κόσμος κλειέται!/
Μες στης ζωής το γύρισμα, μες στης ζωής τον κλώθο,/
Έρωτας-Πόθος δένεται, Έρωτας-Πόθος λυέται!...».
Η Κλεωνά Ελπίδα μας δίνει το
πεζό «Στο Βαπόρι»
«Το βαπόρι έσκιζε τα μαύρα νερά της θάλασσας, κι ο
αγέρας το βράδυ γινόταν πιο μανιακός. Βράδυαζε. Στεκώμουνα στην πόρτα της
πρώτης θέσης….».
Ο Λέανδρος Ανδρέας Καβαφάκης,
παρουσιάζεται με το ποίημα «Παράπονο»
«Την ώρα που γλυκά έρχονται μεσάνυχτα,/
Την ώρα που αφρόπλαστες παρθένες/
Κοιμούνται μεσ’ τα ρόδα παρθενιάς/
Μ’ ολάνοιχτα τα κάτασπρά τους στήθια…»
Ο ποιητής Γιώργος Σταμπολής
γράφει για το «Ερωτικό Μεθύσι»
«Το σώμα Σου, γλυκειά, στην αγκαλιά μου όταν κρατώ/
τις νύχτες της ηδονικές που ξέρεις να χαρίζης/
από την ηδονή μου την απέραντη μεθώ/
ωσότου πως θα τρελλαθώ σε κάνω να νομίζης…»
Ο Αλέξανδρος Κορμπένης γράφει
«Από τους τρικυμιασμένους λογισμούς»
-«Απόψε αγάπη μου στ’ ασημοβρόχι του φεγγαριού στη
ολόστρωτη γαλήνη της σιωπηλής νύχτας, θα νοιώσουμε για στερνή φορά το μεθύσι
που θα μας φέρει το ηδονικό και το ατέλειωτο σφίξιμο της σάρκας μας…»
Η Ιωάννα Αδριανοπούλου μας
δίνει το ποίημα με τίτλο «Στο δρόμο της τέχνης»
«Μούπαν: Μη πας τον δρόμο τον πλατύ:/
γιατί δεν θάβρης πέτρα ν’ ακουμπήσης,/
Κ’ είναι σπαρμένος βάτα κι’ αγκαθιές..
Γύρισε πίσω… πριν μετανοήσης!
--
Κι είπα: Ο πόνος της ψυχής είναι τροφή!/
Ο πόνος είναι στη ζωήν ωραίος/
όταν περνάει κανείς τον Γολγοθά/
που πέρασ’ ο γλυκός μας Ναζωραίος !...»
Ο γνωστός μας Μάριος Βαϊάνος
που συνδέθηκε και με την πόλη μας, μας δίνει την ποιητική του «Μαγδαληνή»
«Έσκυψε εκείνη απάνω στο Χριστό,/
και με το βλέμμα πονεμμένο/
ασπάσθηκε τ’ αγνό του πρόσωπο…/
-Το δείλι έγερνε, βαρύ θλιμμένο.-
--
Και ζήτησε σιγά, πνιχτά, συγχώρηση/
για το βαρύ αμάρτημά της./
-Γύρω προσμέναν άλλοι αμαρτωλοί,/
σε λίγο για να πάρουν τη σειρά της.- …»
Ο Πειραιώτης ποιητής Καίσαρ
Εμμανουήλ μας δίνει το «Ένα κλάμα»
«Περαστικός της ζωής στρατοκόπος/
σε κρεμνά και σε βάλτα… Λογισμένα/
κάποια κρίνα θωρώ κι’ αρρωστημένα/
ναν τους βυζαίνει τη δροσιά ένας τόπος…»
Ο Ερμάς Οικονόμου μας δίνει
την ποιητική του «Η Ξενητεμένη»
«Έτσι ήτανε της μοίρας μου γραμμένο/
σε ξένους τόπους μακρινούς ν’ αποπλανιέμαι/
Δεν ήξερα κι εγώ τι να προσμένω/
το θάνατο; ή στη ζωή να τυραννιέμαι;»
Η συγγραφέας Κατίνα Μπάιλα
μας δίνει το πεζό με τίτλο «Η Ανθούλα»
«Φώτα και λουλούδια, φώτα και λουλούδια πλημμυρίζουνε
όλες τις γωνιές. Ύστερα από κάμποσα χρόνια πένθους, τα πλούσια σαλόνια του
στρατηγού Ν… ανοίγανε τις δρύινες πόρτες τους, για να δεχτούνε ένα πλήθος
προσκαλεσμένους.»
Ο Γιώργος Κονταξόπουλος
γράφει το πεζό «Ο Θάνατος του αηδονιού»
«Κάποτε κάτι μικρά παιδιά του σχολείου βγήκανε, κι ήταν
καλοκαίρι και ώρα δειλινή, ως το λειβάδι που το στόλιζαν νεροκάλαμα σειρές, σειρές….»
Ο Νίκος Λ. Τουτουντζάκης μας
μιλά για «Μια περίεργη βάφτιση»
-«Πρώτος στη λεβεντιά, πρώτος στην αρχοντιά, πρώτος
στην ομορφιά στο χωριό του.
-Ποιος; -Ο Στρατής ο Ντέχας, ο ξάδερφος του παπά
Θύμιου πούταν αντάρτης έναν καιρό….».
Ο Γιώργος Κοπελιάδης μας
ξεδιπλώνει τις «Σκέψεις και Παράπονα»
«Πουλί σκλαβωμένο γίνηκα τώρα. Τα φτερά μου χτυπημένα, ανήμπορα ν’ ανοίξουν, να
πετάξουν…».
Η Μ Χου Παπαδοπούλου μας
δίνει τους γυναικείους της ποιητικούς «Θρήνους»
«Στης νύχτας το πολύπυκνο σκοτάδι/
Ακούγεται να σχίζη τον αιθέρα/
Φτερούγισμα σιγό, μα βιαστικό/
Ξεψυχισμένου ταξειδιάρικου πουλιού από πέρα…»
Ο Ανδρέας Σμυρλής γράφει το
πεζό «Έλα να φύγουμε»
«Έλα να φύγουμε. Οι άνθρωποι εδώ είναι κακοί κι όλα τα
εμπόδια βάνουνε στο δρόμο της αγάπης μας και θέλουν να χαλάσουν τη φωλιά μας»
Ο Ηλίας Σ. Σταμάτης γράφει
για «Το κλάμα της αμαρτωλής»
«Στο πάρκο και στα πεύκα εψές εγύριζε/
μεσ’ το χορό των απλωμένων σκιών/
η αμαρτωλή γυναίκα κλαίοντας…. Κλαίοντας/
με κλάμματα μικρών, αθώων παιδιών.»
Το ποίημα «Λίμνη» το υπογράφει
ο ή η Κ. Βαμβακά Χρυσόγελου,
«Στην κρυσταλένια όψι σου λιμνούλα/
ο πόθος κι η χαρά γλυκοκοιτίεται,/
Στα ειρηνικά νερά σου αποκοιμιέται/
Ο πόνος…».
Ο Γ. Μιχαλόπουλος μας δίνει
την ποιητική «Η χαρά μας»
«Σαν σύννεφο που πέρασεν/
ογλήγορα και πάει/
Σαν το νεράκι της πηγής/
που αθόρυβα κυλάει/
Σαν τον καπνό, που ο άνεμος/
σκορπάει,/
έτσι στον άνθρωπο η χαρά/
που πάντα αναζητάει/
μόλις κρατάει μια στιγμή,/
και χάνεται και πάει»
«Η Φθονερή Μοίρα» είναι από τον Στέφανο Μαρτυρίου,
«Μέσα στον έρημο και πυρωμένο κάμπο/
Από τον ήλιο του καλοκαιριού το φωτεινό/
Δίχως δροσιά, νερό, σπηλιά για νάμπω/
Διωγμένος απ’ τη μοίρα μου γυρνώ».
Η Ρίτα Μπούμα μας δίνει το
ποίημα «Οι Μεθυσμένοι»
«Σαν κοιτώ τους εργάτες που μεθάνε/
Κάθε βράδυ παρέα στη ταβέρνα/
Κι’ ακούω απ’ όξω τη βραχνή λατέρνα/
Να κλαίη τα χρόνια μας που πάνε…»
Ο ποιητής Τεύκρος Ανθίας, μας
δίνει το ποίημα «Ηδονικές στιγμές»
«Μου μίλησε απόψε το φεγγάρι. Παίζοντας με τ’ ανάλαφρα
κυμματάκια- που σιμά μου σπούσαν απαλά στην αμμουδιά- με κύτταξε εκστατικά μου
χάιδεψε τη θλιμμένη μορφή με τις αργυρόχρωμες αχτίδες του ερωτιάρικα…»
Ο Μήτσος Σ. Τσιρογιάννης
γράφει την «Αγία Μαρκέλλα»
«Αχ το χωριό μου πως ποθώ, ετούτη ‘δω τη μέρα,/
τα κάτασπρα σπιτάκια του, που μένουν ρημικά…»
Ο Ανδρέας Λοίζος γράφει το
«Φθινοπωρινό»
«Έλα στο μέρος κείνο για στερνή φορά/
που σ’ είδα στο θλιμμένο εκείνο βράδι,/
κι η νύχτα στη χλωμή σου τη θωριά/
ανάριο σούχε ρίξει το σκοτάδι…»
Ο Θόδωρος Σακελλαρόπουλος
γράφει το κείμενο «Τι κακός πούναι ο κόσμος»
«Καλά του το λέγανε τώρα τόσον καιρό, μα κείνος δεν το
πίστευε…»
Ο Θοδωρής Λιαρούτσος γράφει
για «Κάποια Ρόδα»
«Τα ρόδα σιγοτρέμουνε και σκύβουνε απαλά/
Το ζυγιστό τους το κορμί σαν το φυσάει τ’ αγέρι,/
Και κολυμπάν ευωδιαστά σε αέρινα φιλιά,/
Μα πόσο θε να ζήσουνε τα ρόδα αυτά; Ποιος ξέρει!»….
Ο Φώτος Τ. Μαρτυρίου, γράφει
το κείμενο «Πόθος»
Ο Θύρσι Γαλανός, γράφει τον
«Θρήνο»
«Έτσι σαν τώρα με στολίδια γάμου,/
σε βλέπω μέσα στα ονειρά μου,/
Τρέφει όσων ζούνε τα κορμιά η θερμότη/
του Ηλιού του φωτοδότη…».
Ο Σώτος Σωτήρχος, γράφει το
«Ολοκαύτωμα»
«Αγαπιόντουσαν τρελλά! Μα γιατί αγαπάει κανείς, για να
υποφέρη, να πονάη, να πεθαίνη;»
Το ποίημα «Πονώ» το υπογράφει
ο ή η Σ. Γραικούση,
«Φεύγω για πάντα μακρυά Σου/
Κι’ έχω στα στήθεια ένα
καημό/
Πως στο δικό μου το χαμό/
Ίσως γελάση κι η καρδιά Σου…»
Ο Αν. Παπαμανώλης δημοσιεύει
το ποίημα «Μια πυρκαϊά στη Δύση»
«Μια πυρκαϊά στη Δύση
αγγελικά/
Τραγούδια εψάλλαν από πέρα/
νερά΄ πουλιά κι ερωτικά/
γλυκά, παθητικά…»
Ο Μενέλαος Γεννάδης, γράφει
το «Βραδυάζει»
«Σιγαλοσβύνει στου νησιού την
άκρη το φεγγάρι./
Και τα ποτάμια τ’ αργυρά που
μέναν φωτισμένα,/
μεσ’ στο ασημένιο
πέλαγος χύνονται ένα ένα…/
Κι η φύση όλη μελάγχολη, μαζύ
και το φεγγάρι….»
Τέλος, στις επόμενες δύο
σελίδες έχουμε τα περιεχόμενα της ποιητικής και λογοτεχνικής αυτής Ανθολογίας που
εξέδωσε η Φιλολογική Οργάνωση Νέων «Η Σπίθα» τον Οκτώβριο του 1923
Κείμενα απλά, κείμενα απλοϊκά, αλλά γεμάτα
με την θέρμη της νιότης, με τον νεανικό ενθουσιασμό του πρωτοφανέρωτου
ποιητικού ονείρου, φωνές ενός άλλου κόσμου, σίγουρα ξεχασμένες μέσα στο
ποιητικό σεντούκι της ιστορίας αναδύονται από τις σελίδες του μικρού αυτού
βιβλίου. Το μεγαλύτερο ποσοστό των νέων της εποχής εκείνης ξεχάστηκε, δύσκολα
ξεχωρίζουμε δύο τρία ονόματα που συνέχισαν να δημιουργούν και να δημοσιεύουν
στα κατοπινά χρόνια. Οι ποιητές και οι ποιήτριες του πρώτου μέρους της
Ανθολογίας είναι όλοι τους διάσημοι και καταξιωμένοι ποιητές και συγγραφείς, οι
δημιουργοί του δεύτερου μέρους, λησμονήθηκαν μέσα στην τύρβη της καθημερινής
βιοπάλης, ίσως και οι ίδιοι οι συμμετέχοντες να λησμόνησαν την ποιητικής τους
παρουσία, να στρίμωξαν το μικρό αυτό βιβλίο ανάμεσα στους τόμους γνωστής τους
εγκυκλοπαίδειας, ίσως πάλι, να μετανόησαν για την έκδοση αυτή και την πρωτόλεια
παρουσία τους. Το σίγουρο είναι πάντως, ότι ο ελληνικός ποιητικός λόγος δεν
στερήθηκε την απουσία τους, αλλά και οι ίδιοι, οι τότε νέοι της «Σπίθας»,
δημιούργησαν έναν φιλόξενο χώρο για να ανοίξουν τα φτερά τους.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα, Σάββατο,
7 Μαρτίου 2015
Πειραιάς, 7 Μαρτίου 2015
Καλημέρα. Αναζητώ το ποίημα του Μάριου Βαϊάνου "Μαγδαληνή" που περιλαμβάνεται στην παραπάνω Ανθολογία. Το βιβλίο είναι εξαντλημένο.
ΑπάντησηΔιαγραφή