Σάββατο 20 Ιουνίου 2020

Βιβλιοκριτικές του καθηγητή Μιχάλη Γ. Μερακλή στο ποιητικό περιοδικό "η νέα ποίηση"


Βιβλιοκριτικές του Μιχάλη Γ. Μερακλή στο περιοδικό «η νέα ποίηση» με το ψευδώνυμο Κ. ΜΙΧΑΗΛ.

     Η πειραματική αυτή έκδοση του ποιητικού περιοδικού «η νέα ποίηση», (βλέπε και μικρό σημείωμα 6 αρχών της έκδοσης από τον εκδότη και διευθυντή του, («Άλλωστε, η έκδοση τούτη είναι πειραματική-καρπός φιλοδοξίας νανοιχτεί ένας δρόμος’ ούτε εγώ είμαι επαγγελματίας εκδότης, ούτε το περιοδικό, περιοδικό «καριέρας». Ούτε προχωράει με παρωπίδες……», σελ. 63 του 3 τεύχους), την έκδοση και τη διεύθυνση είχε ο ποιητής και μεταφραστής της γενιάς του 1970 Αντώνης Φωστιέρης, κυκλοφόρησε την χρονιά της μεταπολίτευσης στην χώρα μας. Πρώτο τεύχος Νοέμβρης 1974. Πρώτη περίοδος. Για το πειραματικό αυτό ποιητικό περιοδικό έχω γράψει και έχω αποδελτιώσει  εν τάχει τις σελίδες του παλαιότερα στην ιστοσελίδα μου 14/9/2014. Εδώ καταγράφω τις βιβλιοκριτικές για ποιητικές συλλογές που κυκλοφόρησαν-τότε-νέων ποιητών και ποιητριών, του ομότιμου καθηγητή και ιστορικού της ελληνικής λογοτεχνίας, βιβλιοκριτικού και μεταφραστή, λαογράφου κυρίου Μιχάλη Γ. Μερακλή, ο οποίος δημοσίευε τις κριτικές του παρουσιάσεις με το ψευδώνυμο Κ. ΜΙΧΑΗΛ. Καθώς και τους άλλους βιβλιοκριτικούς των τευχών.
Τον Μιχάλη Γ. Μερακλή, σταθερό συνεργάτη του ποιητή και εκδότη, τον συναντάμε και στις μεταγενέστερες δεκαετίες με βιβλιοκριτικές του για τον Πεζό λόγο στο λογοτεχνικό περιοδικό που συνεξέδωσε ο ποιητής Αντώνης Φωστιέρης με τον ποιητή και μεταφραστή Θανάση Θ. Νιάρχο, την γνωστή μας «Η Λέξη». Αποδελτίωσα σε προηγούμενο σημείωμα τις βιβλιοκριτικές του Μιχάλη Γ. Μερακλή στο περιοδικό και τις δημοσίευσα στην ιστοσελίδα μου. 3/5/2020 και 5/5/2020.
Συμπληρωματικά, να σημειώσω, ότι ο ιστορικός της ελληνικής λογοτεχνίας Μιχάλης Γ. Μερακλής, δεν είναι η πρώτη φορά που γράφει κριτική για βιβλία, ποιητικού ή πεζού λόγου. Κριτικές του διαβάζουμε τις προηγούμενες δεκαετίες στο λογοτεχνικό περιοδικό της Θεσσαλονίκης «Νέα Πορεία» που εξέδιδε ο πεζογράφος και εκδότης Τηλέμαχος Αλαβέρας. Ακόμα, τον συναντάμε και στα τελευταία τεύχη του προδικτατορικού περιοδικού «ΕΠΟΧΕΣ» μηνιαία έκδοση πνευματικού προβληματισμού και γενικής παιδείας, με διευθυντή τον πεζογράφο και στοχαστή της γενιάς του 1930 Άγγελο Τερζάκη. Και συμβούλους τους Γιώργο Σεφέρη, Κωνσταντίνο Θ. Δημαρά, Γιώργο Θεοτοκά, Κωνσταντίνο Σκαλιώρα, Λέων Β. Καραπαναγιώτη, Χρήστο Δ. Λαμπράκη. Στο προδικτατορικό με την πλούσια και ποικίλη ύλη μεγάλου σχήματος περιοδικό, συνηθέστερα η ύλη του είχε να κάνει με θέματα που άπτονται του χώρου της Φιλοσοφίας και των ευρωπαϊκών ρευμάτων της, στις τελευταίες σελίδες του, με τίτλο «Χρονικό» δημοσιεύονταν και βιβλιοκριτικές βιβλίων για τον Πεζό λόγο, τον Ποιητικό, και ευρύτερης θεματολογίας εκδόσεις. (Παιδαγωγικά, Ιστορικά, Κοινωνιολογικά κλπ.). Στα τελευταία του τεύχη του έτους 1967 ο Μιχάλης Γ. Μερακλής δημοσιεύει μακροσκελέστατες κριτικές του. Μετά μάλλον τις βιβλιοπαρουσιάσεις του καθηγητή πανεπιστημίου Ιωαννίνων και δοκιμιογράφου κυρού Παναγιώτη Μουλλά, που μάλλον σταμάτησε η συνεργασία του, ή συνέπεσε με την αναστολή της έκδοσης του περιοδικού λόγω δικτατορίας.Το νούμερο 48 του Απριλίου, είναι το τελευταίο του περιοδικού καθώς είχε ξεσπάσει το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου.
Στις Σημειώσεις, καταγράφω τα τεύχη και τους τίτλους των βιβλίων και τα ονόματα των πεζογράφων.
ΠΟΙΗΤΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ
Τεύχος 1/11, 1974, σ.18-22
-Γιώργος Θέμελης, «Κήποι». Θεσσαλονίκη 1974. (19-20)
-Γιώργος Θέμελης, ARS POETICA. Θεσσαλονίκη 1974. (20)
-Έλενα Στριγγάρη, «Ακάλυπτος χώρος», εκ. Δωδώνη-Αθήνα 1974. (20-21).
-Α. Κ. Χριστοδούλου, «Ποιήματα ΙΙ». Βόλος 1974. (21-22)
Τεύχος 3/1,1975, σ. 61-62
-Κατερίνα Αγγελάκη-Ρούκ, «Μαγδαληνή, το μεγάλο θηλαστικό». Εκδ. Ερμής-Αθήνα 1974, σ. 61-62.
-Ολυμπία Καράγιωργα, «Το μεγάλο κύμα». Αθήνα 1974, (62)
Τεύχος 4/2,3,1975, σ. 85-86
-Νανά Ησαϊα, «Ένα βλέμμα», εκδ Ερμείας»-Αθήνα 1974, σ. 85-86
-Παυλίνα Παμπούδη, «Τα μωρά των αγγέλων άσπρα και τυφλά», εκδ. Ερμείας- Αθήνα 1974, (86)
Τεύχος 5/4,5,1975, σ. 108-110
-Σπύρου Κυριαζόπουλου, «Η πολιορκία». Ιωάννινα 1975, (108-109)
-Σωκράτης Λ. Σκαρτσής. «Τραγουδίσματα». Πάτρα 1974, (109-110)
Τεύχος 6/Καλοκαίρι-Σεπτέμβριος 1975, σ. 132
-Δημήτρη Ποταμίτη. «Ένα δέντρο που νομίζει πώς είναι πουλί». Ποίημα. Εκδόσεις των Φίλων. Αθήνα 1974, (132)
Τεύχος 7/Οχτώβρης 1975-Γενάρης 1976, σ. 155-156
-Βίλης Ευστρατιάδης, «Τώρα που ο νεκρός ζει». Ποίημα. Αθήνα 1974, σ. 155-156.
Τεύχος 8/2,5,1976, σ. 179
-Στέλιος Γεράνης, «Η Παθολογία και τα Μικρά μου θαύματα, μαζί με τίς Θανάσιμες απουσίες». Εκδ. Θερμοπύλες 1975, (179).
Τεύχος 9,/6,9,1976, σ. 204.
-Ανέστης Ευαγγέλου, «Το διάλειμμα». Θεσσαλονίκη 1976, (204).
Τεύχος 10/10,12, 1976, σ. 238-240
ΔΥΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΜΑΣ
-Δημήτρη Τσαλουμά, «Παρατηρήσεις υποχονδριακού» και «Το σπίτι με τους ευκαλύπτους» (1975). (238) (238-239)
-Σπύρου Τσακνιά, «Εν Αυλίδι» και «Ιστορίες για το Σέργιο». (1976).(239-240) (240).
Σημειώσεις:
-Στο 1 τεύχος, Νοέμβρης 1974, του περιοδικού «η νέα ποίηση» μετά τις βιβλιοκριτικές του Κ. ΜΙΧΑΗΛ, ο ποιητής και εκδότης Δημήτρης Δούκαρης παρουσιάζει την ποιητική συλλογή του Στέφανου Ροζάνη: “FLOCO LUME”, σ. 22. Αποκαλώντας τον δοκιμιογράφο και ποιητή Στέφανο Ροζάνη: «…Εγώ τον ονομάζω βιβλικό ποιητή. Όχι, βέβαια, γιατί μεταφέρει τη μυθική αίγλη της προϊστορικής οροθεσίας, αλλά γιατί μέσα από τη σύγχρονη αντιφατικότητα κατορθώνει να υπερφαλαγγίζει το  μερικό με μια θεώρηση υπερβατικής καθολικότητας. Η ποίησή του έχει κάτι από το βιβλικό βάδισμα ενός εγκόσμιου θαύματος….» 
-Στο τεύχος 6 του περιοδικού «η νέα ποίηση», Καλοκαίρι- Σεπτέμβριος 1975, μετά την βιβλιοκριτική παρουσίαση του ποιητικού βιβλίου του σκηνοθέτη, ηθοποιού και ποιητή κυρού Δημήτρη Ποταμίτη, σελ. 132, από τον Κ. ΜΙΧΑΗΛ, ψευδώνυμο του ομότιμου καθηγητή πανεπιστημίου και ιστορικού της ελληνικής λογοτεχνίας Μιχάλη Γ. Μερακλή, στις επόμενες σελίδες 133-134, ο ποιητής Στέφανος Μπεκατώρος γράφει για την ποιητική συλλογή της ποιήτριας της γενιάς του 1970 Μαρίας Λαϊνά: «Αλλαγή Τοπίου» εκδ. Κέδρος 1974. (Μιά διαλεκτική της ζωής και του θανάτου).
-Στο τεύχος 7 του περιοδικού «η νέα ποίηση», Οχτώβρης 1975-Γενάρης 1976, μετά την βιβλιοκριτική του Κ. ΜΙΧΑΗΛ, σελίδες 155-156, ο ποιητής και εκδότης του λογοτεχνικού περιοδικού «Τομές» κυρός Δημήτρης Δούκαρης, σελίδα 156 γράφει για τα ποιήματα της ποιήτριας Μελισσάνθης, «Τα Ποιήματα», εκδ. Εκδόσεις των Φίλων. Αθήνα 1975. Ενώ ο ποιητής Θανάσης Θ. Νιάρχος, στην επόμενη σελίδα, 157 γράφει για το βιβλίο του ποιητή και βιβλιοκριτικού, ιατρού Τάκη Σινόπουλου, «Το Χρονικό», εκδ Κέδρος-Αθήνα 1975.
-Στο τεύχος 10, του περιοδικού «η νέα ποίηση» (με το τεύχος αυτό το περιοδικό ολοκληρώνει τον εκδοτικό του κύκλο) Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1976, μετά την βιβλιοκριτική του Κ. ΜΙΧΑΗΛ, σελίδες 238-240, ο ποιητής και μεταφραστής Θανάσης Θ. Νιάρχος, γράφει για τις μεταφράσεις που εκδόθηκαν-τότε-του ποιητή Οδυσσέα Ελύτη «Δεύτερη Γραφή», εκδ. Ίκαρος-Αθήνα 1976, σ.240-241. Ενώ, ο σημαντικότερος βιβλιοκριτικός της γενιάς του (μας), πολυγραφότατος Αλέξης Ζήρας, γράφει για το βιβλίο του ποιητή Δημήτρη Δούκαρη, «Το άγαλμα». Αθήνα 1976, σ. 241-242.  Στο ίδιο τεύχος, στις σελίδες 243-244, δημοσιεύεται Ευρετήριο των τευχών «η νέα ποίηση» 1-10.
     Με την καταγραφή των βιβλιοκριτικών του ομότιμου καθηγητή Μιχάλη Γ. Μερακλή (15) στο περιοδικό «η νέα ποίηση» που εξέδωσε ο ποιητής Αντώνης Φωστιέρης το 1974, και την συμπληρωματική καταγραφή και των υπολοίπων βιβλιοκριτικών από τους Δημήτρη Δούκαρη (2), Αλέξη Ζήρα (1), Στέφανο Μπεκατώρο (1), και Θανάση Θ. Νιάρχο (2), ολοκληρώνεται η ονομαστική αποδελτίωση των βιβλιοκριτικών του περιοδικού για τις ποιητικές και μεταφραστικές εκδόσεις που κυκλοφόρησαν τις χρονιές εκείνες. Με επίκεντρο πάντα, τις βιβλιοκριτικές του καθηγητή Μιχάλη Γ. Μερακλή.
     Επιπρόσθετα, να συμπληρώσουμε στις βιβλιοκριτικές αυτές του Μ. Γ. Μερακλή, και εκείνες που είχε δημοσιεύσει στο προδικτατορικό περιοδικό «ΕΠΟΧΕΣ» στα τέσσερα τελευταία του τεύχη του 1967, πριν την αναστολή της έκδοσής του εξαιτίας της επτάχρονης δικτατορίας. Καθώς και την αναφορά της βιβλιοκριτικής του καθηγητή πανεπιστημίου Αλέξη Δημαρά, για το βιβλίο «Συντακτικό της Δημοτικής Γλώσσας» που ο Μ. Γ. Μερακλής συνεξέδωσε και συνέγραψε μαζί με τον καθηγητή Στάθη Αλημίση. Στις βιβλιοκριτικές του αυτές για βιβλία του πεζού λόγου, ο Μ.Γ.Μ. υπογράφει με το όνομά του και όχι με ψευδώνυμο.   
-τχ.45/1,1967, 67-69. Ένα «πολλαπλό» βιβλίο
ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΣΙΛΙΚΟΥ: ΕΚΤΟΣ ΤΩΝ ΤΕΙΧΩΝ, εκδ. «Θεμέλιο» 1966. (67-68) και
Σύγχρονη ηθογραφία.
ΙΟΥΛΙΑΣ ΔΑΒΑΡΑ: ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ: διηγήματα, Alvin Redman Hellas. (68-69)
-τχ. 46/2,1967, 167-170. Ιστορία, λαογραφία και μυθιστόρημα
ΧΡ. ΣΑΜΟΥΗΛΙΔΗ: ΚΑΡΑΜΑΝΙΤΕΣ, εκδ. Φέξη 1965
-τχ. 47/3,1967, 267-270. Άτομα και καθεστώτα
ΑΝΤΩΝΗ ΣΑΜΑΡΑΚΗ: ΤΟ ΛΑΘΟΣ: Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» 1965
-τχ. 48/4,1967, 371-374. Προωθημένες τάσεις
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΧΙΝΑΣ: ΑΝΑΦΟΡΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΩΝ, Αθήνα 1966. και
-τχ. 30/10,1965, 73-74. Κριτική του Αλέξη Δημαρά για το βιβλίο των Μιχάλη Μερακλή-Στάθη Αλημίση: ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ ΤΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, Πρόλογος Α. Μωραϊτη, Ψυχικό 1968. Στις σελίδες του περιοδικού «ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ». Κάτω από τον γενικό τίτλο «Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ». 
Μαζί με το βιβλίο των Μερακλή-Αλημίση, κρίνονται και τα βιβλία των: Ζωής Κωτούλα- Σοφίας Κοκολάκη: Η ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΕ ΑΠΛΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ, Πρόλογος Κ.Π. Δεμερτζή, Αθήνα 1965. Και το βιβλίο των: Γ. Μαρκαντωνάτου-Γ. Μοσχόπουλου: ΣΥΝΤΑΧΤΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ, Αθήνα 1965.
           Η μαντική ικανότητα της κριτικής.
     Χρησιμοποιώ τον ορισμό αυτόν-σαν επικεφαλίδα-για να μιλήσω για την λειτουργία και την ουσία της Κριτικής, του κριτικού και ιστορικού της ελληνικής λογοτεχνίας κυρίου Μιχάλη Γ. Μερακλή,-χωρίς εισαγωγικά- και για να γράψω δύο λόγια, εισαγωγικά, πριν παραθέσω ενδεικτικές κριτικές του που δημοσιεύτηκαν πριν σαράντα τέσσερα χρόνια στο μικρό και ολιγοσέλιδο ποιητικό περιοδικό «η νέα ποίηση» του ποιητή Αντώνη Φωστιέρη. Μια πειραματική έκδοση, που αν προσέξει κανείς τα κείμενα, τα ποιήματα και τις μεταφράσεις που δημοσιεύτηκαν, τα ονόματα που δημοσιεύουν, θα τολμούσαμε να σημειώσουμε ότι, το μικρής αγοραστικής τιμής αυτό περιοδικό, στοίχιζε 12 δραχμές, εκτός του τελευταίου που κόστιζε 24, δεν ήταν και τόσο «πειραματικό». Ο τίτλος του δηλώνει τους στόχους και τις φιλοδοξίες των νέων ποιητικών δυνάμεων στην χώρα μας τις χρονιές εκείνες. Των νέων ηλικιακά ποιητών και ποιητριών, που στην πλειοψηφία τους, προέρχονται από την ποιητική δεξαμενή της Ποιητικής Γενιάς του 1970. Και πρέπει να μην το ξεχνάμε αυτό, όχι μόνο για την ιστορική και πολιτική του πλευρά, στο ότι δηλαδή η γενιά αυτή των νέων ποιητών και ποιητριών ανδρώθηκε μέσα σε ένα δικτατορικό περιβάλλον στην πλειονότητά της, σε συνθήκες δύστοκες που τους έδωσαν την δυνατότητα να αποκτήσουν επαναστατική και πολιτική φωνή και για αρκετούς από αυτούς και πρακτική, εννοώ κοινωνικά. Και γιατί η επιβολή της επτάχρονης δικτατορίας στην Ελλάδα, τους έκανε να ωριμάσουν κάπως πρόωρα και να προσανατολίσουν την ποιητική τους φωνή και τα πνευματικά και καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα, σε ζητήματα και καταστάσεις που δεν αφορούσαν τις προηγούμενές τους ποιητικές γενιές. Ασφαλώς η σκιά των ποιητών των μεταπολεμικών και μετακατοχικών γενεών (πολλοί από τις παλαιότερες συγγραφικές γενιές, ακόμα και από την γενιά του 1920, του 1930, βρίσκονταν στην ζωή και εξακολουθούσαν να είναι συγγραφικά και ποιητικά ενεργοί) έπεφτε βαρειά και σταθερά πάνω στο έργο, τις ατομικές και πνευματικές τους συνειδήσεις. 
Η γενιά του 1970, φιλοδόξησε και πέτυχε στον μεγαλύτερό της συγγραφικής της περιπέτεια βαθμό, να απαγκιστρωθεί από τις προηγούμενες γενιές, όσο και αν φανερά δεν το παραδέχονταν άμεσα, και να χαράξει τα δικά της ευδιάκριτα ίχνη όχι χωρίς κόπο και ίσως, πισωγυρίσματα. Η πολιτικοποίησή της κυρίως, προέρχονταν από τα δικά της ηλικιακά βιώματα της προδικτατορικής, δικτατορικής και μεταδικτατορικής περιόδου. Αγώνες και πάλη ενάντια στο κοινωνικό, πανεπιστημιακό και κοινοβουλευτικό, εκκλησιαστικό κατεστημένο. Αγώνες και διαδηλώσεις για το Κυπριακό και το 114. Πνευματικές αψιμαχίες πάνω στο γλωσσικό ζήτημα (μέχρι την νομοθετική επιβολή της Δημοτικής γλώσσας στην δημόσια διοίκηση). Κουβαλούσαν παραστάσεις και πληροφορίες που προέρχονταν από το εξωτερικό, των πολλαπλών αγώνων των ευρωπαικών νεολαιών και της  αμερικάνικης εξεγερμένης νεολαίας, ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, κατά της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας σε χώρες του τρίτου κόσμου, στην Ινδοκίνα. Αφουγκράζονταν τους αγώνες και τις ζυμώσεις για την σεξουαλική απελευθέρωση, αντρών και γυναικών, τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων. Γνώριζαν πολλά για το κίνημα των χίπις, τα μουσικά φεστιβάλ. Τον αγώνα της δυτικής νεολαίας να γκρεμίσει τα δικτατορικά καθεστώτα των δεκαετιών εκείνων. (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία, νότιο αμερική). Οι δεκαετίες εκείνες, έφεραν στο πολιτικό και κοινωνικό προσκήνιο, δυνάμεις και κινήματα από τα κάτω. Είχαμε επαναστατικές ανατροπές στον ευρύτερο χώρο της μουσικής βιομηχανίας, της μόδας, της έβδομης τέχνης, του θεάτρου. Η νωπή μνήμη της δολοφονίας του ιατρού Τσε Γκεβάρα φώτιζε και τις ελληνικές ποιητικές γενιές παράλληλα με τις δυτικοευρωπαϊκές. Στα σύγχρονα φωτοστέφανα των οικουμενικών μύθων του κοινωνικού σώματος είχαν προστεθεί και πρόσωπα της πολιτικής, εκτός του περιβάλλοντος της θρησκείας και της μεταφυσικής. Τα βιώματα θέλω να πώ και οι μνήμες, των ποιητών και των ποιητριών της γενιάς του 1970, είχαν την ταυτότητα την δική τους ημερολογιακά, ήσαν φορτωμένα με τις πολύχρωμες ιστορικές, πολιτικές και κοινωνικές αναφορές τους, των προηγούμενων πρόσφατων δεκαετιών. Διέφεραν από τα βιώματα των οικογενειών τους, των γονιών τους. Οι Νέοι Καιροί που ανέτειλαν, οι κοχλάζοντες επαναστατικά, αντανακλούνται έμμεσα πολλές φορές στο έργο τους, όπως τα βιώματα και οι καταστάσεις της ελληνικής κατοχής και του πολέμου, του εμφύλιου σπαραγμού στα έργα των προηγούμενων γενεών. Με εξαίρεση, τους κομματικοποιημένους ποιητές και διανοούμενους, τους κομμουνιστές ποιητές και ποιήτριες, που σηκώνουν οικειοθελώς το βάρος του αγωνιστικού και ηρωικού σταυρού τους και της κοινωνίας-όπως πιστεύουν και ισχυρίζονται- δια βίου, και μεταφέρουν στο έργο τους μια ευρύτατη γκάμα αγωνιστικών αγώνων και κοινωνικών πολιτικών διεργασιών.Τους το «επιβάλλει» η μαρξιστική ιδεολογία που ακολουθούν και ασπάζονται.
Οι νέοι ποιητές και ποιήτριες της γενιάς του 1970 στην πλειοψηφία τους, αρνούνται να παίξουν τον ρόλο του «ήρωα» εθνικού ποιητή, παρά τις αντιστασιακές τους δράσεις, εκδηλώσεις, ποιητικές και άλλου είδους συγγραφικές, καλλιτεχνικές καταθέσεις τους, πνευματικές τους δραστηριότητες. Φωνές δημοκρατικής και πολιτικής διαμαρτυρίας, ποιητικές εκφραστικές δυναμικές που κυκλοφορούσαν και ακουγόντουσαν δυναμικά μεν, με το σχετικό επαναστατικό φορτίο ασφαλώς της ηλικίας τους, αλλά μάλλον, μέσα σε έναν ίσως στενό κύκλο νεαρών ποιητών και ποιητριών που όπως είναι φυσικό μέσα στους αιώνες της βιολογικής ιστορίας, το αίμα τους βράζει, και ο ηλικιακός κοχλασμός και οι της σκέψης τους ανησυχίες αντικατοπτρίζονταν στο έργο τους, στην ποίησή τους, στα πεζά τους, στις καλλιτεχνικές τους δημόσιες εκφράσεις, εκδηλώσεις, προτάσεις. Η επιβολή της επτάχρονης δικτατορίας συνέβαλε στην παράταση της «ηρωοποίησης» και όχι της ομαλής ωρίμανσης και απελευθέρωσης της ελληνικής γενιάς των δεκαετιών 1960-1970. Κράτησε και ανέδειξε τα πάθη των ελλήνων ενεργά και με επικίνδυνες για τον λαό επιπτώσεις. Εξάλλου, η Σεφερική φωνή διαμαρτυρίας ενάντια στην δικτατορία καθόριζε τα βήματά τους και τις συνειδήσεις τους. Συγκεφαλαίωνε στον χώρο του πνεύματος και της ελληνικής ποίησης την συλλογική και πανεθνική φωνή διαμαρτυρίας ενάντια στο δικτατορικό καθεστώς. Ο νομπελίστας μας ποιητής-που αποτελούσε τον σύγχρονο ποιητικό φάρο για τους νεότερους ποιητές-με την ραδιοφωνική του δήλωση ενάντια στην δικτατορία, είχε δώσει όχι μόνο το έναυσμα εγρήγορσης αλλά έδειχνε και τι στάση όφειλε να κρατήσει ο νέος έλληνας ποιητής, συγγραφέας, διανοούμενος. Ο Γιώργος Σεφέρης, ο ποιητής και δοκιμιογράφος, υπήρξε ο οδηγός κατά κάποιον τρόπο της γενιάς του 1970, όπως για τις παλαιότερες γενιές, φάρος και δάσκαλος υπήρξε ο Κωστής Παλαμάς, ενάντια στην ναζιστική και φασιστική επιβολή και μετέπειτα κατοχή. Στο φέρετρο του Γιώργου Σεφέρη ακουμπούσε πανηγυρικά και δοξαστικά, η πολιτικοποιημένη γενιά του 1970 και όχι μόνο. Ήταν μια χειρονομία αφύπνισης της εθνικής και πατριωτικής συνείδησης των πνευματικών ανθρώπων της ελλάδας, αλλά, και του παλαιού κοινοβουλευτικού κατεστημένου. Η παλαιά πνευματική παράδοση συνεχίζονταν συνειδητά και υμνητικά. 
Η γενιά του 1970, υπήρξε και είναι-μια και ηλικιακά πολλοί συγγραφείς της βρίσκονται εν ζωή-η πλέον πολιτικά και μορφωτικά χειραφετημένη σύγχρονη ελληνική ποιητική συντροφιά, για να μην πω ομάδα. Ξενοσπούδαστοι, ξενόγλωσσοι, με πτυχία και ορισμένοι με πανεπιστημιακή σταδιοδρομία. Οι περισσότεροι ήσαν αναρχικοί ή αναρχοαυτόνομοι. Ορισμένοι και Μαοϊκοί. Άλλοι τροτσκιστές, ή και σταλινικοί. (Ας μην ξεχνάμε την πολιτική δεξαμενή του Μάη του 1968 στην Γαλλία). Πολυταξιδεμένοι, με επαφές και γνωριμίες με πολλούς ευρωπαίους και αμερικανούς ομοτέχνους τους. Με ακούσματα επαναστατικά των αναβράζοντων ιδεολογιών των δεκαετιών εκείνων. Με ενδιαφέροντα και πέρα από τον χώρο της Ποίησης. Ταξιδιωτικές εμπειρίες, κινηματογραφική τέχνη, θεατρικές διαδρομές, εικαστικά ανατρεπτικά ρεύματα και φανερώσεις, στιχουργική τέχνη, αρχιτεκτονική. Τεχνολογία και Οικονομία. Νέα ρεύματα και πρόσωπα στο χώρο της κοινωνιολογίας. Παλαιότερες και νεότερες σχολές της φιλοσοφίας και της επιστήμης. Χριστιανισμός και άλλα θρησκευτικά δόγματα. Λαϊκή παράδοση και Πολιτισμός. Δημοτική ποίηση και ελληνική ιστορία της απελευθέρωσης, περίοδος του 1821 και των κατοπινών χρόνων. ΕΑΜ και εθνική Αντίσταση. Αναχωρητισμός και ανατολικές θρησκείες και δοξασίες. Δρόμοι της μεταφυσικής και τεκτονισμός. Αποκρυφισμός και άλλα της κοινωνίας και του κόσμου «παραδοξολογήματα». Πολιτική και κομμουνιστική επανάσταση και ιστορικές της παραφυάδες και ιδεολογικές εκβολές. Γαλλικός Μάης του 1968 και Ελληνικό αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα. Πολυτεχνείο, εξέγερση φοιτητών του Νοέμβρη του 1973. Αμερικανική ποιητική γενιά των Beat και Έζρα Πάουντ. Ουώλτ Ουίτμαν και Τένεσσυ Ουίλλιαμς. Εμιλλυ Ντίκινσον και Βιρτζίνια Γουλφ. Τόμας Στερν Έλιοτ και Ουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς. Τζών Κητς και λόρδος Βύρων. Αρθούρος Ρεμπώ και Σαρλ Μπωντλαίρ. Υπερρεαλισμός και Αντρέ Μπρετόν. Ζαν Ζενέ και Στέφαν Μαλλαρμέ. Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι και Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Αμερικάνικη λογοτεχνία, ανατρεπτικές φωνές του Τζακ Λόντον αλλά και του Τσάρλς Μπουκόφσκυ. Σεξουαλικοί δρόμοι της γραφής του Χένρυ Μίλλερ και μυστικός οραματισμός του άγγλου Ουίλλιαμ Μπλέηκ. Ρώσικος ορθόδοξος μυστικισμός και μυστικοί ποιητές της Ανατολής. Άγιον Όρος και περιδιαβάσεις σε χώρους της ψυχολογίας και παραψυχολογίας. Χέρμαν Έσσε και Λόψα Ράμπα. (Το τρίτο μάτι). Εκατοντάδες πρόσωπα, έργα, σχολές, πειραματικές εκδηλώσεις, μικρές επαναστατικές και αναρχικές πρακτικές, ιδέες και διαδρομές, η τέχνη της φωτογραφίας, γλωσσικοί πειραματισμοί, δρόμοι της ψυχανάλυσης, επηρεάζουν, καθρεπτίζονται, αφήνουν τα ίχνη τους, αναφέρονται, μνημονεύονται μέσα στο σύνολο των έργων των ποιητών και ποιητριών της γενιάς του 1970, στις προσωπικές τους εξομολογήσεις, τα γραπτά. Εξετάζοντας και πλησιάζοντας φυσικά την γενιά αυτή στην καθολικότητά της αλλά ταυτόχρονα, και στην μερικότητά της. Στην ξεχωριστή ψηφίδα του καθενός και κάθε μίας δημιουργού που σχηματίζουν το ψηφιδωτό της ιστορικής της εικόνας. Της τελευταίας μάλλον ποιητικής ελληνικής επαναστατικής, πολιτικοποιημένης και κοινωνικοποιημένης γενιάς στην πατρίδα μας. Αν δεν κάνω λάθος στην ερμηνεία των διαβασμάτων μου των έργων της. Η γενιά αυτή, είναι η τελευταία κοινωνικά πολιτική γενιά, πριν την περίοδο που διανύουμε της τρυφηλότητας, των διαφόρων βαρβιτουρικών και ουσιών, αδιεξόδων, της κοινωνικής βίας και της αποδοχής της, των μετέπειτα ποιητικών γενεών. Πριν την εμφάνιση της γενιάς του καναπέ και του φραπέ, των τάμπλετ και των πανέξυπνων αιπαντ και πανάκριβων αντιποιητικών τηλεφώνων και προϊόντων υψηλής τεχνολογίας που-αν δεν κάνω λάθος, ας το επαναλάβω- είναι τόσο άξενο το περιβάλλον και η κοινωνία, απέναντι στην θερμότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και επικοινωνίας, την επιθυμία της να ζήσει αυθεντικά, άμεσα, η έστω να αποπειραθεί να ζήσει ο σύγχρονος άνθρωπος και ο νέος ή νέα ποιητικά, να νιώσει την ανάγκη να διαβάσει, να γράψει ποίηση μέσα σε ένα εχθρικό και γεμάτο αντιξοότητες περιβάλλον δίχως μνήμη. Που απωθεί την μνήμη από τις ζωές των ανθρώπων. Να διαβάσει ποίηση μέσα στην φραπεδιάρικη χαύνωση της ραστώνης του και του ελεύθερου χαβαλεδιάρικου χρόνου του ο μοντέρνος άνθρωπος. Η νεότερες ηλικιακά γενεές έχουν το προνόμιο από την ιστορία λόγω της τεχνολογίας όχι να διαβάζουν ιστορία αλλά να γράφουν ιστορία εδώ και τώρα. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν χρειάζονται την Ποίηση, τον ποιητικό λόγο, που προϋποθέτει σκέψη, κρίση, αυτενέργεια, όραμα, ευαισθησίες, ανεξαρτησία γνώμης, ζυμώσεις πνευματικές και ψυχικές αναταράξεις, κατάργηση της ισοπέδωσης και της ομοιομορφίας. Ανεξαρτησία. Οι σύγχρονοι καιροί είναι παμφάγοι, χρειάζονται την βία των εικόνων και την αποπληροφόρηση για να αναπαραχθούν. Η Ποίηση χρειάζεται μοναξιά, ερημιά, συγκέντρωση, κρίση, επαναστατική διάθεση, ελεύθερη πρόθεση, μυαλό σε εγρήγορση. Όνειρο, φαντασία, οραματισμό του σήμερα μέσω των στοών του χρόνου του παρελθόντος. Ιερουργία. Μύηση σε κόσμους πεπατημένης αισθητικής και μαγείας. Προσευχή και προσοχή στο Εν. Οι κοινωνίες μας είναι Πολυδιασπασμένες, αντιιστορικές. Η μνήμη είναι βάρος για τον σύγχρονο άνθρωπο, με τις ποικίλλες μορφές των δημόσιων και ατομικών νευρώσεών του και εκδηλώσεων και συμπεριφορών του.
Όπως μας δείχνει η αποδελτίωση των βιβλιοκρισιών των δέκα τευχών ο καθηγητής Μιχάλης Γ. Μερακλής δημοσιεύει στα εννέα τεύχη. Είναι δηλαδή σταθερός συνεργάτης του περιοδικού και συμπαραστάτης της εκδοτικής και πνευματικής προσπάθειας των κατά πολύ νεότερών του ηλικιακά ποιητών. Το δεύτερο τεύχος του περιοδικού, τχ. 2/12, 1974, είναι αποκλειστικά αφιερωμένο στη «λαϊκή μούσα ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ». Και πως θα μπορούσε να είναι διαφορετικά άλλωστε το 1974. Η ύλη του είναι αμιγώς αφιερωματική ποιητικά. Μετά τα πρώτα τεύχη, δημοσιεύονται και βιβλιοκριτικές από άλλους γνωστούς έλληνες κριτικούς, ποιητές και νεότερους δοκιμιογράφους. Βλέπε αποδελτίωση ονομάτων και τίτλων παρακάτω. 
Η βεντάλια των κρίσεων του Μιχάλη Γ. Μερακλή είναι όχι μόνο μεγάλη αλλά και δεν αποκλείει καμία ποιητική φωνή. Όπου διαισθανθεί ότι κάτι έχει να μας πει, και ότι η ποίηση αυτή αξίζει να προσεχθεί και να αναδειχθεί το πράττει. Αναφέρεται μάλιστα, και στα κάθε εποχής λογοτεχνικά και άλλα κυκλώματα, που εμποδίζουν να αναδειχθούν και να ανθίσουν ποιητικές φωνές που δεν ανήκουν σε αυτά. Μια διαπίστωση καίρια και ουσιαστική που δυστυχώς δεν κατόρθωσε μάλλον να ξεριζωθεί έκτοτε. Ένα διαχρονικό φαινόμενο στην συγγραφική και ποιητική επικράτεια στην χώρα μας. Όπως συμβαίνει και σε δημόσιες πολιτικές και κοινωνικές εκδηλώσεις και γεγονότα, υπάρχει και στον χώρο του πνεύματος, και συνακόλουθα της ποίησης, μια «προσωποπαγή» αντίληψη για το τι είναι Ποίηση, ποιος είναι καλός Ποιητής, τι αξίζει και τι όχι να δημοσιοποιηθεί, να προβληθεί δημοσιογραφικά, να σχολιαστεί. Όπως και στην πολιτική αρένα και την ιδεολογική, τα περιβάλλοντα της θρησκευτικής πίστης, ή είσαι μαζί μας ή εναντίον μας. Ή είσαι του τάδε οπαδός και ακροατής ή αναγνώστης, αναγνωρίζεις τα πρωτεία μας ή τίθεσαι εκτός ποιητικού Παρνασσού. Αυτήν την κατάσταση την ζούσαν και την διαπίστωναν και πολλά μέλη και ποιητές της γενιάς του 1970. Όπως αντίστοιχα την είχε βιώσει και η γενιά του 1930 και πάει λέγοντας.
Ο Μιχάλης Γ. Μερακλής δεν κάνει κριτικό σκόντο. Διαβάζει με την ίδια προσοχή και επιμέλεια το έργο ενός πολύ νέου ποιητή όπως και εκείνο ενός παλαιότερου. (Θέμελης-Νανά Ησαία) Δεν τον ενδιαφέρει αν η ποιητική αυτή φωνή προέρχεται από την πρωτεύουσα ή την επαρχία. (Αθήνα- Βόλος) Αν είναι πειραιώτης ή θεσσαλονικιός. Βλέπε τις περιπτώσεις ποιητών από τον πειραιά, του Σπύρου Κυριαζόπουλου και του Στέλιου Γεράνη. Αν είναι πανεπιστημιακός ή άσημος επαρχιώτης. Άντρας ή γυναίκα. Από τις μικρές του παρατηρήσεις στα κείμενα που υπογράφει με το ψευδώνυμο Κ. Μιχαήλ, βλέπουμε ότι είναι ενήμερος της ποιητικής εξέλιξης του ποιητή. Γνωρίζει τις προηγούμενες ποιητικές του καταθέσεις. Τα κριτικά του επιχειρήματα τα τεκμηριώνει με αποσπάσματα ή ποιήματα που προέρχονται από τις κρινόμενες συλλογές. Αν δεν λαθεύω στην κρίση μου, το βάρος της κριτικής του ματιάς πέφτει στις ποιητικές εκείνες φωνές που θα ονομάζαμε κοινωνικές πρώτιστα, ερωτικής πνοής κατόπιν, και υπαρξιακής θρησκευτικής συμβολιστικής διάθεσης έπειτα. Σε ορισμένες ποιητικές συλλογές, αισθάνεται καθώς τις εξετάζει μια θρησκευτική πνοή να διαπνέει το έργο και την φωνή ορισμένων ποιητών. Σε άλλες, κάνει λόγο για τον ιδιαίτερο συμβολισμό της θεματολογίας τους, την ερωτική τους πνοή, τα ποιητικά στοιχεία που κρύβει η συλλογή και την καθιστούν θελκτική στα μάτια του αναγνώστη. Για την εικονοποιία του έργου. Άλλες κριτικές του προτάσεις βλέπουμε να συμβαδίζουν με τους ρυθμούς της εσωτερικής ανάσας του ποιητή ή της ποιήτριας, να εντοπίζει τους κόμβους της ποιητικής του αγωνίας και να αναζητά τρόπους να βγάλει στην ποιητική επιφάνεια το πανάρχαιο αυτό της ποίησης παιχνίδι για να μας συγκινήσει. Οι κριτικές του βασίζονται και στηρίζονται στα αισθητικά του κριτήρια, σαν δάσκαλος και πνευματικό άτομο. Ο κριτικός έχει ένα στέρεο ποιητικό θεωρητικό μοντέλο, γνωρίζει το τι αναζητά και τι περιμένει από μια ποιητική συλλογή, και σχολιάζει τις περιφερειακές δυνάμεις που αναπτύσσονται καθώς ο ποιητής οικοδομεί το ποίημά του, συνθέτει τα μέρη της συλλογής του. Δεν στέκεται μάλλον σε θέματα τεχνικά, παρά μάλλον, σε θεωρητικής φύσεως της ποίησης ζητήματα. Συνολικής σύλληψης και επεξεργασίας των ποιητικών μονάδων. Ανακαλύπτει τον κεντρικό πυρήνα θα γράφαμε της ποιητικής σύλληψης, της οραματικής σύνθεσης του ποιητή και αυτόν σχολιάζει. Οι κριτικές του στο συγκεκριμένο περιοδικό που αφορούν όλες τους ποιητικές συλλογές νέων και παλαιότερων ποιητών είναι συνήθως σύντομες, περισσότερο «λακωνικές» σε σχέση με τις βιβλιοκριτικές του που διαβάζουμε σε άλλα περιοδικά και έντυπα και αφορούν τον πεζό λόγο, τον χώρο της πεζογραφίας, του διηγήματος. Οι κριτικές του για πεζά είναι μακροσκελέστατες, πράγμα που του προσφέρει την δυνατότητα-ο πεζός λόγος-να αναπτύξει ανετότερα τις σκέψεις του, να σχολιάσει και να εκφέρει τις όποιες θέσεις του για την κοινωνία, την πολιτική, τον άνθρωπο. Φωτίζει τις ιδεολογικές διαμάχες που διαδραματίζονται μέσα σε ένα πεζογράφημα, διήγημα, νουβέλλα. Γιαυτό και όχι τυχαία, μαζί με τις βιβλιοκριτικές του για ποιητικές συλλογές στο περιοδικό «η νέα ποίηση», δίνω και την πληροφορία των ελάχιστων μετρημένων στα δάχτυλα βιβλιοπαρουσιάσεών του για τον πεζό λόγο στο προδικτατορικό περιοδικό «Εποχές». Όσοι έχουν παρακολουθήσει και έχουν διαβάσει την συγγραφική πορεία του Μιχάλη Γ. Μερακλή και γνωρίζουν τις εκδόσεις των βιβλίων του που αφορούν την ελληνική λογοτεχνία, αναγνωρίζουν την «συμπάθεια» μάλλον του κριτικού για τον πεζό λόγο. Χωρίς να παραγνωρίζουμε την μεγάλη του αγάπη και αφοσίωση στο σύμπαν της λαογραφίας. Έχει δημοσιεύσει μάλιστα, μεταξύ άλλων, και σχετικό άρθρο του στο περιοδικό «Καινούργια Εποχή» τχ. 21/Άνοιξη του 1961, σ. 128-, που τιτλοφορείται «Λογοτεχνία και Λαογραφία». Θέλω να σημειώσω με τα ενδεικτικά αυτά μικρά συγγραφικά στίγματα του ιστορικού της λογοτεχνίας Μιχάλη Γ. Μερακλή που καταγράφω ότι, ο κύκλος των ενδιαφερόντων του, από τότε που πρωτοπαρουσιάστηκε στα ελληνικά γράμματα, είναι ευρύς και με μεγάλη ειδολογική ποικιλία.                                                  Και αν υιοθετήσουμε σαν σχολιαστικό μοντέλο την ορολογία από τον ιδεολογικό χώρο στον οποίο ανήκει και υπηρετεί, σύμφωνα πάντα με τα λεγόμενά του κατά καιρούς, ο Μιχάλης Γ. Μερακλής, είναι ίσως ο κυριότερος και αντιπροσωπευτικότερος- σημαντικότερος αριστερός-κομμουνιστής ιστορικός της ελληνικής λογοτεχνίας της γενιάς του τον προηγούμενο ελληνικό αιώνα. Μαζί με τον Μ. Μ. Παπαϊωάννου η συγγραφική του πένα είναι η καλύτερη που μπορεί να μας παράσχει αυτός ο πολιτικός και κομματικός χώρος. Η φωνή του Μιχάλη Γ. Μερακλή, δεν διαθέτει την δογματικότητα του Γιάννη Κορδάτου, την μάλλον γενική προχειρότητα του ποιητή Νίκου Παππά, την θεωρητική πολλές φορές ασάφεια και πρόκληση του Μάρκου Αυγέρη. Από τις σύγχρονές μας κριτικές φωνές που ανήκουν στον χώρο της ευρύτερης αριστεράς, θα τολμούσαμε να τον εντάξουμε στην ομάδα που ανήκει ο Κώστας Κουλουφάκος, ο Δημήτρης Ραυτόπουλος, ορισμένες φορές ο Μπάμπης Κλάρας, και ορισμένοι άλλοι κομμουνιστές οι αριστερίζοντες κριτικοί, οι οποίοι όμως, όπως πχ. ο Βύρων Λεοντάρης, μπορεί να διαθέτουν έναν πιο δομημένο, αριστοκρατικό όμως αριστερό λόγο, δεν διαθέτουν αυτήν την  λυρική λαϊκότητα του λόγου και της σκέψης του Μιχάλη Γ. Μερακλή που καθιστά τα κείμενά του περισσότερο ελκυστικά και οικεία στους αναγνώστες. Το μείον μάλλον σημείο των παλαιών και νεότερων κομμουνιστών και αριστερών προδιαγραφών κριτικών βρίσκεται πρώτα στον εξακολουθητικό δογματισμό της ανάλυσής τους και των προσεγγίσεών τους αλλά και στην κάπως υπερβολική θεωρητικολογία της σκέψης τους. Οι θέσεις τους συνήθως εκφέρονται μέσα σε ένα δαιδαλώδη σύννεφο μαρξιστικών θεωρητικών αναφορών που δεν έχουν να κάνουν εν τέλει με το ίδιο το εξεταζόμενο κείμενο, αλλά το ίδιο το κριτικό κείμενο αυτονομείται και αποκτά μια δική του ιδιαιτερότητα και καλλιτεχνική ταυτότητα που έχει να κάνει πιά με τον κόσμο των μαρξισιτκών ιδεών και όχι της κριτικής. Πολλές φορές ο κόσμος της κριτικής στην χώρα μας είναι σκοτεινός και στριφνός. Περιβάλλεται από  μια θεολογική δογματική που αντί να «αγιάσει» και να «εξαγνίσει» το κείμενο που σχολιάζει η το βιβλίο που έχει μπροστά της το «εξορίζει», το θέτει έξω από τον λογοτεχνικό «παράδεισο». Γιαυτό θεωρώ τον σύγχρονο επιστημονικά τεκμηριωμένο αλλά λαϊκό λόγο, οικείο κριτικό λόγο του Μιχάλη Γ. Μερακλή τον σημαντικότερο μέσα στην χορεία των αριστερών ή αριστερόστροφων κριτικών φωνών. Και φυσικά, δεν εννοώ τον κριτικό λόγο των δημοσιογραφικών κομματικών εντύπων. Από την άλλη, το πλήθος των κριτικών του παρουσιάσεων και αναγνώσεων, εννοώ του Μ. Γ. Μ., θυμίζει το μεγάλο εύρος των κριτικών σημειωμάτων του Απόστολου Σαχίνη, και γιατί όχι, το ογκώδες δοκιμιακό και κριτικό έργο του Ανδρέα Καραντώνη.
     Εκείνο που χαρακτηρίζει την σκέψη και τις κρίσεις του Μερακλή είναι η νηφαλιότητα, η πραότητα, ο μειλίχιος πάντα σχολιασμός του και λόγος του. Αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι να επικρίνει με μελανά χρώματα έργα, καταστάσεις ή πρόσωπα που γνωρίζει, γνώρισε ή μη και αναφέρεται σε αυτά. Ακόμα και σε άτομα, άλλους κριτικούς και συγγραφείς που έχουν αναφερθεί και γράψει κριτικά, αρνητικά για βιβλία του ή μελέτες του. (δες ελάχιστες περιπτώσεις του δημοσιογράφου και βιβλιοκριτικού Κώστα Σταματίου και του υπερρεαλιστή ποιητή Νάνου Βαλαωρίτη). Ο λόγος και η σκέψη του δεν έχει την οξύτητα και την τραχύτητα που αναγνωρίζουμε στον λόγο των κομμουνιστών δοκιμιογράφων ή κριτικών της λογοτεχνίας. Δεν έχει χαράδρες απολυτότητας που βλέπουμε σε ομοϊδεάτες του, έτοιμους με τα γραπτά και τις κριτικές τους αποφάνσεις να γκρεμίσουν στα τάρταρα της προλεταριακής τέχνης τους ιδεολογικούς τους αντιπάλους. Οι λέξεις του δεν είναι σκληρές γεμάτες κόγχες. Ο Μερακλής είναι περισσότερο διαλλακτικός, συγκαταβατικός, και παρά του ότι είναι κομμουνιστής, ο λόγος του διαθέτει μια θρησκευτική πραότητα, μια γαλήνια ματιά πίκρας έστω, που δεν προσκαλεί σε μάχη αλλά σε ειρήνη. Χωρίς να είναι ο ίδιος λογοτέχνης, να έχει γράψει εννοώ ποίηση ή πεζογραφία, η μεγάλη του θητεία στον χώρο της λαογραφίας δίνει στην σκέψη του κααι την γραφή του μια βαθειά λυρικότητα, έναν καθησυχαστικό μάλλον κριτικό τόνο, μια συγκαταβατικότητα προς τα ανθρώπινα αδιέξοδα, καταστάσεις και προβλήματα. Αν και πάλι τον ερμηνεύω σωστά, να σημειώσω, ότι η λαογραφία και ο λυρισμός της, ο ανθρωπισμός της, μπόλιασε την κριτική του ματιά και έδωσε μια ανθρωπιστική ανάσα στην σκληρότητα και παγερότητα του ιδεολογικού λόγου, και της μοντέρνας κριτικής της ποίησης και του πεζού λόγου. Η δημοσιογραφική του απλότητα θυμίζει την περίπτωση του Πέτρου Χάρη, που κατόρθωσε να κρατήσει ζωντανό ένα λογοτεχνικό περιοδικό για πάνω από μισό αιώνα, παρά την συντηρητική ταυτότητα πολλών φωνών του. Ο καθηγητής και κριτικός Μ. Γ. Μ. κρατά σταθερά μια κάποια απόσταση από την κριτική δημόσια αρένα και εκφέρει, διατυπώνει, δημοσιοποιεί τις θέσεις του με πολύ διακριτικότητα, ευγένεια και κάποια σεμνότητα, και ίσως, μια κάποια δόση μελαγχολικής αδιαφορίας με την πάροδο του χρόνου. Τόσο προς τους αρνητές του ιδεολογικά όσο και στους συντρόφους του. Έμαθε πιά ότι ο δρόμος της τέχνης είναι ένας πολύ μοναχικός δρόμος. Δεν έχει να κάνει ούτε με τις νοητικές προσλαμβάνουσες του προλεταριάτου, ούτε με τις αριστοκρατικές προβολές των αστών και άλλων μεγαλόσχημων της δημόσιας προβολής και καταξίωσης. 
Το ύφος του είναι καθαρό, απλό, όπως και η γλώσσα που χρησιμοποιεί. Δεν έχει σκοτεινά σημεία μη αναγνωρίσιμα ή άλλες γλωσσικές τρικλοποδιές που διαβάζουμε σε ορισμένους κριτικούς που είναι σαν να θέλουν να μας υπενθυμίσουν την δική μας αναγνωστική άγνοια. Οι κριτικοί του συσχετισμοί με άλλους ποιητές ή παρόμοιες ποιητικές καταστάσεις και οραματισμούς, ρεύματα και σχολές είναι εύστοχοι, καίριοι αν και συνήθως συνοπτικοί, περιληπτικοί, μιλώ εδώ για την σύνολη συγγραφική του παρουσία που σχετίζεται με την ελληνική λογοτεχνία. Δεν ξέρω αν θα μπορούσε ή θα ήθελε ο Μιχάλης Γ. Μερακλής, σαν κριτικός και ιστορικός της ελληνικής λογοτεχνίας να συνθέσει ένα πολύτομο έργο όπως αυτό που μας κληροδότησε ο Αλέξανδρος Αργυρίου. Έστω και σε μορφή και γραφή «αποδελτιωτική». Ίσως οι εποχές μας, τις δεκαετίες μετά την δικτατορία να μην σηκώνουν το βάρος μιας πολύτομης ιστορίας της ελληνικής λογοτεχνίας, από ένα και μόνο άτομο-ιστορικό. Όπως αντίστοιχα η ελληνική ποίηση δεν αντέχει τον όγκο και το βάρος ενός νέου ελληνικού Έπους όπως αυτό της Καζαντζακικής Οδύσσειας. Να «βολευόμαστε» εμείς οι Έλληνες με μεγάλα μεν, σπουδαία, αλλά αποσπασματικά έργα. Που εκφράζουν την μερικότητά μας και όχι την καθολικότητά μας. Το παράδειγμα της ανθολογίας και γραμματολογίας των εκδόσεων «Σοκόλη» είναι χαρακτηριστικό. Τόσο στην χρηστική του αποτελεσματικότητα όσο και στην αναφορικότητα της πρόσληψής του από το ευρύ κοινό, δηλαδή, από όλους μας. Όλοι μας, αναγνώστες και συγγραφείς, κριτικοί και σχολιαστές λειτουργούμε μάλλον περιφερειακά μέσα στον ευρωπαϊκό χώρο και τον δυτικό κόσμο. Η πρόσβασή μας σε ξένα έργα και σχολές εξ αιτίας της ξενογλωσσίας μας, δεν αναιρεί τον κανόνα. Οι επανεκδόσεις βιβλίων καθώς και ο μη εκ νέου εμπλουτισμός τους δηλώνει αν δεν κάνω λάθος την έλλειψη εκ μέρους μας ενδιαφέροντος συγγραφικής και αναγνωστικής προσαρμοστικότητας. Ιδεολογικής και κριτικής ευελιξίας που οφείλαμε να είχαμε αποκτήσει εδώ και χρόνια, παρά να περπατάμε και να παρουσιαζόμαστε με τον της εθνικής μας σταύρωσης χιτώνα αναγνώρισης προς εσωτερική κατανάλωση, αλλά όχι ανταλλάξιμος στο εξωτερικό. Ακόμα μάλλον και ο χώρος του λαικού μας πολιτισμού και της λαογραφίας ιδιαίτερα, αν ο λαογραφικός μας πολιτισμός δεν ξεφύγει από τα στενά γεωγραφικά όρια της εθνικοφροσύνης μας και της συλλογικής μας πατριδοκαπηλίας, και δεν ανοιχτεί στις διαστάσεις έρευνας της παγκόσμιας εθνογραφίας, τότε φοβάμαι ότι θα παραμείνει στο πλαίσιο των κυριακάτικων τηλεοπτικών εκπομπών από χωρίον εις χωρίου. Μόνο που η βασιλεία στην ελλάδα μας τέλειωσε και ο βασιλιάς ενδεδυμένος σαν απλός έλληνας πολίτης επανήλθε να κατοικήσει σαν τέως εστεμμένος στην ελληνική γη που το δικαιούται ιστορικά, όπως και κάθε διωκόμενος έλληνας που κατέφυγε στο πρώην ανατολικό μπλοκ μετά το πέρας του εμφύλιου σπαραγμού. Θέλω να πω, τόσο ιστορικά όσο και λαογραφικά αλλά και λογοτεχνικά οφείλουμε να σχεδιάσουμε το νέο πρόσωπο της ταυτότητάς μας σαν έλληνες και σαν χώρα. Ποιος θα είναι ο νέος ποιητής βάρδος, ο ιστορικός ή ο αντίστοιχος πατέρας της σύγχρονης ελληνικής λαογραφίας, εγώ τουλάχιστον, δεν μπορώ να εικάσω, έστω και αν αποδέχομαι την «μαντική ικανότητα της κριτικής», που γράφει ο καθηγητής.
      Οι ποιητικές του αγάπες φανερώνονται σε ολοκληρωμένες, επεξεργασμένες-αναπτυγμένες μελέτες του, όπως παραδείγματος χάριν είναι για τον Κωστή Παλαμά, ο σχολιασμός και η μελέτη του για τις Ωδές του Ανδρέα Κάλβου, το βιβλίο του Δεκαπέντε ερμηνευτικές δοκιμές στον Οδυσσέα Ελύτη. Η εισαγωγή του στην έκδοση των Ποιημάτων του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη κλπ. (Είναι ενδιαφέρον αυτός ο πρόλογος στα Καβαφικά ποιήματα γιατί ο Μερακλής παραλληλίζει την θεατρικότητα των Πλουταρχικών Πορτρέτων του 48 εν συνόλω, με την ηθοποιία και σκηνοθετική τεχνική του Αλεξανδρινού). Στο πνευματικό πλέγμα των ενδιαφερόντων και των ενασχολήσεών του, συμπεριλαμβάνονται οι αρχαίοι τραγικοί και οι μεταφράσεις έργων τους, ο αρχαίος Έλληνας ιστορικός Πλούταρχος, (βλέπε βιβλίο του) αλλά και ο Λατίνος συγγραφέας Πετρώνιος και το βιβλίο του Σατυρικόν, που τόσο εύστοχα μετέφρασε ο καθηγητής Μιχάλης Γ. Μερακλής. Βλέπουμε δηλαδή έναν πνευματικό άνθρωπο της εποχής του, έναν στοχαστή, πανεπιστημιακό δάσκαλο και πολιτικό-κοινωνικό σχολιαστή όπως μας φανερώνουν τα άρθρα του στην παλαιά εφημερίδα «Έθνος», «Εβδόμη», το κομματικό δημοσιογραφικό όργανο του ΚΚΕ, τον παραδοσιακό και ιστορικό «Ριζοσπάστη», αλλά και σε πολλά άλλα έντυπα. Ας μην λησμονούμε και τις παρεμβάσεις και παρουσιάσεις του, νέων ελλήνων και ελληνίδων συγγραφέων και ποιητών στα Συμπόσια της Ποίησης στην Πάτρα. Γράφει δοκίμια για την ποίηση, δημοσιεύει κριτικά λήμματα σε λογοτεχνικά λεξικά, εκδίδει βιβλία συντακτικού για μαθητές, διδάσκει σε ιδιωτικά εκπαιδευτήρια εγνωσμένης φήμης και παιδείας, δίνει ομιλίες. Κρατά ζωντανό τον χώρο της λαογραφικής εταιρείας. Εξακολουθεί να γράφει βιβλία και μελέτες για την λαογραφία, μελέτες για τον ρόλο και την παιδαγωγική αξία του Παραμυθιού. Την λαϊκή παράδοση και τον ελληνικό πολιτισμό. Ένας καθηγητής παιδαγωγός, ένας έλληνας παιδαγωγός του 20 και 21 αιώνα. Πολυγραφότατος και όχι μόνο φιλαναγνώστης αλλά και πολυαναγνώστης αν είναι ορθός ο όρος. Δεκάδες είναι και οι πρόλογοι του σε μελέτες και βιβλία τρίτων. Στάθηκε ευήκοος συμπαραστάτης σε κάθε νέο συγγραφέα, μελετητή, επιστήμονα που διέκρινε το πάθος και την αφοσίωσή του στον σκοπό του. Ίσως, ενδόμυχα, ο καθηγητής και ιστορικός της λογοτεχνίας Μιχάλης Γ. Μερακλής, ένα βαθειά δημοκρατικό άτομο (συμφωνεί κανείς ή διαφωνεί με την προσωπική του πολιτική επιλογή, σαν έλληνας πολίτης), να ευτύχησε να ακολουθήσει τον δρόμο του παλαιού δασκάλου και ποιητή Κωστή Παλαμά. Του ποιητή που ήταν πάντα ανοιχτός και δεκτικός σε κάθε νέο και κάθε νέα συγγραφέα, ποιητή και ποιήτρια και το έργο τους. Ο Μεσσήνιος καθηγητής, κρατήθηκε μακριά από τα φώτα της κοινωνικής δημοσιότητας και άφησε το έργο του να φωτίζεται και να διαβάζεται. Στον χώρο της λαογραφίας που ακόμα υπηρετεί με παθιασμένη αγάπη, δεν παύει να μνημονεύει τον δάσκαλό του Κώστα Ρωμαίο.
Το έργο του, είναι μια πρόταση ευγνωμοσύνης και ευχαριστιών σε προγενέστερούς του πνευματικούς δασκάλους και αξιοσημείωτους έλληνες δημιουργούς.        
Ενδεικτικές κριτικές του Κ. ΜΙΧΑΗΛ

Γιώργος Θέμελης «Κήποι» Θεσσαλονίκη 1974.
      Διαβάζοντας τους «Κήπους» του κ. Θέμελη, «άκουγα» μέσα μου μιά φωνή, που κατά κάποιον τρόπο, συμπλήρωνε τον τίτλο: -Κήποι Αδώνιδος. Είναι γνωστό το αρχαίο έθιμο, πού διασώθηκε σε μερικά μέρη ως σήμερα, ιδιαίτερα στη Β. Ελλάδα (όπου ζει και ο ποιητής): Γυναίκες, που πενθοφορούσαν, έβαζαν σε νεκροκρέβατο ομοιώματα, από κερί πλασμένα, του Άδωνη, στολισμένα με λουλούδια και με τους λεγόμενους «κήπους», δηλαδή γλάστρες με φυτά που φυτρώνουν αμέσως και αμέσως μαραίνονται, ακριβώς όπως σήμερα, στην περιφορά του Επιταφίου, βάζουν κάποιες γυναίκες στο κατώφλι τους την εικόνα του εσταυρωμένου και δίπλα ένα πιάτο με χλόη φακής ή κριθαριού, «φυτεμένου» για το σκοπό τούτο μιάν ημέρα της Μεγάλης Σαρακοστής. Ο Άδωνις, όπως και ο Χριστός, είναι από τους θεούς πού συνδύασαν άρρηκτα το θάνατο με την ανάσταση.
     Έτσι κι ο κ. Θέμελης θέλει το σπόρο του θανάτου, πού πέφτει από ψηλά και καρποφορεί μέσα μας, να τον μετατρέψει σε σπόρο αναστάσεως: σε αγάπη και έρωτα. Το λέει εισαγωγικά: «πιστεύω στην Αγάπη-Έρωτα, την άλλη όψη του Θανάτου, ως την πιό ενδεχόμενη δυνατότητα του Ακατόρθωτου». Και το επαναλαμβάνει ποιητικά:
       Να μοιραστούμε το ψωμί, το φως, το σώμα το ακατάτμητο.
       Το κοίταγμα και το άγγιγμα, τον εναγκαλισμό, τη βρώση και την πόση.
       Για μιά μικρή μικρή σπιθοβολή ουρανού που σπέρνει σπέρματα φωτιάς,
       για ένα ακόμα ρόδο στο φράχτη,
       να ξαστερώνει
       ν’ αυξαίνει η συγκομιδή των αγρών, η ευφορία των κήπων.
       Μην είμαστε αγροί σποράς του Ήλιου, κήποι φωτός,
       Ο Ήλιος σπέρνεται, φυτρώνει σαν το φυτό.
Αυτά λέγονται στο πρώτο ποίημα. Το βιβλίο περιέχει ακόμα εννέα, που είναι παραλλαγές στο ίδιο θέμα. Η λέξη παραλλαγή είναι μιά σπουδαία λέξη, γιατί εκφράζει το θαύμα της ανακυκλήσεως ενός φαινομένου ζωντανού, το οποίο επαναλαμβάνεται και όμοιο και διαφορετικό συγχρόνως. Η συγκλονιστική αυτή, προκειμένου για την ποίηση και την τέχνη, λέξη, έχει μιάν ιδιαίτερα ζωντανή λειτουργία στην ποίηση του κ. Θ., η οποία διακρίνεται από μια σπάνια «συνέπεια» και «συνέχεια», καθώς στρέφεται γύρω από ένα κεντρικό άξονα, βασίζεται πάνω σε μιάν αμετάλλακτη δομή: το μέλημα της ψυχής, την αγωνία του τι θα γίνη, όχι μόνο εκεί, αλλά και εδώ’ πώς θα σωθεί, πώς θα κερδηθεί. Όλα τα άλλα είναι ο πολύμορφος, ο πολύχρωμος και πολύοσμος κήπος που ανθεί, δροσισμένος κάθε φορά από τα νάματα της πνευματικής και λυρικής ευαισθησίας του ποιητή. Δίνω ακόμα μερικές παραλλαγές αγάπης από τους Κήπους:
       Μονάχα οι νεκροί φοβούνται, ντρέπονται
       που έχασαν τα μάτια τους, τα χείλη τους.
       Εμείς τα μάτια τάχουμε, βλέπουμε.
       Εμείς την έχουμε την ψυχή μας.
       Αγαπάτε: εξαγοράζεστε
       Εδώ
       Και
       Τώρα.
       Μην επαναπαύεσθε
       στη στάχτη και στη σκόνη.
      
Λέω και πάλι, λέω, τίποτα δεν μπορώ να πώ, να ονομάσω το ανονόμαστο.
       Αν πω «στάμνα» θρυμματίζεται, γυρίζει πίσω στη χωματένια της άμορφη ύλη.
       Αν πω «ουρανός», η λέξη μου γυρίζει πίσω όπως μια πέτρα, στο κενό, αντηχεί.
       Τίποτα δεν μπορώ να πω και να σταθεί να υπάρξει δέντρο φυτό εδώ σ’ αυτή τη γη την ανελέητη διάψευση.

       Μπορώ μονάχα να πιάσω να σημαίνω σήμαντρα εκκωφαντικά ν’ αντιλαλούν- ν’ αντιλαλώ μέσα στο χρόνο, μπορώ μονάχα
       να βάλω μιά κραυγή: «αγαπώ».
       Νυμφεύομαι την ψυχή μου
       την περιπόθητη ερωμένη μου.
Με το τελευταίο απόσπασμα βλέπουμε πώς μιά, πολύ γνωστή, «όψη» της αγάπης μπορεί να είναι και ο ναρκισσισμός. Αλλά ο ναρκισσισμός είναι και κάτι άλλο: η επιβεβαίωση, η συνείδηση της νεότητας, που αγαπά τον εαυτό της. Και ο κ. Θέμελης μένει πάντα νέος.
--
Γιώργος Θέμελης ARS POETICA. Θεσσαλονίκη 1974
     Στο δεύτερο τούτο βιβλίο του ο κ. Θέμελης γίνεται «θεωρητικότερος», καθώς ζητεί να εξηγήσει, τι είναι το ποίημα. Θα έλεγα ότι για τον κ. Θέμελη η ποίηση είναι το πρόσωπο του Θεού (έστω: του δικού του Θεού). Από μιάν άποψη λοιπόν ο ποιητής, είτε ποίηση είτε για την ποίηση, «θεολογεί». Και σαν τον καλό θεολόγο ξέρει, ότι το πρόσωπο εκείνο είναι απερίγραπτο. Χάνεται μέσα στο μυστήριο και δεν μπορούμε να δούμε παρά κάποιες αντανακλάσεις του, που έρχονται από μακριά:
       Αρέσκεται στο σκοτάδι το ποίημα. Εκεί σπέρνεται
       ανοίγοντας μικρούς φεγγίτες, πού μεγαλώνουν, μεγαλώνουν….

       Το πολύ ηλιακό φως το εκτυφλωτικό το πληγώνει.
       Γιατ’ είναι φως το ποίημα, φως ενός άλλου φωτισμού,
       δυνατότητα ενός άλλου Ήλιου.
Τέτοιες έμμεσες, ψηλαφητές μέσα στο ιερό σκοτάδι προσεγγίσεις της «άλλης» ουσίας της ποίησης, μας δίνει εδώ ο ποιητής:
       Το Ποίημα κοιμάται μες στην πληρότητά του.
       Σαν τα νήπια που χόρτασαν το μητρικό τους γάλα
       κι έγιναν πλήρη
              σπιθίζοντας ευφροσύνη κάτω από τα βλέφαρά τους.
Και εδώ, και παντού, η περιγραφή των αποτελεσμάτων της αιτίας, όχι της αιτίας της ίδιας, της απροσέγγιστης και της απροσπέλαστης.
       Η αντίληψη αυτή για το ποίημα μπορεί να είναι ιδεαλιστική, αλλά δεν ισχύει μόνο για το ιδεαλιστικό ποίημα’ δεν ξέρω τι θα μπορούσε να πη ο Μαγιακόφσκι ή οποιοσδήποτε άλλος καλός κοινωνικός είτε «πραγματιστής» ποιητής, όχι για το περιεχόμενο των ποιημάτων του, αλλά οπωσδήποτε για τον τρόπο, που τα δημιούργησε: τρόπο που πάντα μετέχει του μυστηρίου.
--
Έλενα Στριγγάρη, «Ακάλυπτος χώρος», εκδ. Δωδώνη-Αθήνα 1974.
     Η νέα ποιήτρια εμφανίζεται ανανεωμένη σε σχέση με την πρώτη της παρουσία («Υπό το φώς των προβολέων», 1970). Έχει πιά αφήσει κατά μέρος την προσπάθεια να καινοτομήσει πάση θυσία και επιχειρεί, σοβαρά, να εκφράσει τις αντιδράσεις της, όπως διαμορφώθηκαν, καθώς αυτή ωριμάζει μέσα σε μιά ζούγκλα, την οποία της εμφάνιζαν για παράδεισο:
       Με ρίξατε στην ζούγκλα
       άοπλη
       να καταγράψω παραδείσια πουλιά
       και θείες ραψωδίες.
       Όμως,
       τώρα τι γίνεται
       πού, απρόοπτα, με κύκλωσαν θηρία;
     Κάτω από την ψυχολογική επίδραση μιάς τέτοιας διάψευσης και με τη φορά της νιότης της, θέλει να απομακρυνθεί από το ψευδογόνο περιβάλλον που απειλεί να της λεηλατήσει την αλήθεια, θέλει ν ανήκει στους απλούς «καθημερινούς ανθρώπους» πού, πέρα από μεγαλεπήβολες και θεωρητικές επιδιώξεις, πραγματοποιούν μιάν αυθεντική ζωή. Ο έρωτας, όπως τον νοιώθει η ανυστερόβουλη αθωότητα των νεανικών ψυχών, είναι ένας τρόπος τέτοιας αυθεντικής ζωής, ένας τρόπος διεξόδου:
       Με σφίγγει
       στα πλοκάμια του
       για να υπάρξει
       το σαρκοβόρο
       αστικό
       γενεαλογικό μου δέντρο.

       Ξερόκλαδο
       στολίζω
       στα κενοτάφια
       τ’ ανθοδοχεία….

       Γι’ αυτό λυγίζω προς το μέρος σου.
       Γι’ αυτό ζητάω ν’ απλώσω ρίζες.
       Γι’ αυτό μετράω το στήθος σου
       το βράδυ απεγνωσμένα.

       Ψάχνω
       μιά χούφτα κοκκινόχρωμα
       για να ελευθερωθώ
       διά της μεθόδου των καταβολάδων.
       Το βιβλίο περιέχει πολλά ερωτικά ποιήματα. Δεν φτάνουν όλα στο ύψος του αισθητικού αποτελέσματος που πέτυχε το παραπάνω. Οπωσδήποτε όλα υπάρχουν για να επιβεβαιώνουν ότι μια νέα καρδιά εδώ πάλλει μπροστά στην αποκάλυψη ενός μυστηρίου που θέλει να το χρησιμοποιήσει και ως μέσα για μιά γενικότερη κοινωνική ανάσα, για μιάν αυτοβεβαίωση μέσα στην ολισθηρότητα των κοινωνικών συμβάσεων: ως μιάν αφετηρία αλήθειας.
--
Α. Κ. Χριστοδούλου, «Ποιήματα ΙΙ». Βόλος 1974
     Όπως και ο τίτλος του βιβλίου υποδηλώνει, είναι αυτό η δεύτερη εμφάνιση του νέου ποιητή από το Βόλο Πρόκειται για έναν άνθρωπο με εξαιρετική πνευματική καλλιέργεια και αδιάπτωτο πάθος μελέτης. Μελετάει, πάντα για την υπόθεση της ποίησης, τις πηγές της γλώσσας μας, με ιδιαίτερη προτίμηση στα εκκλησιαστικά και ορισμένα αρχαιοελληνικά (οπωσδήποτε της μεταγενέστερης, όχι της κλασικής περιόδου) κείμενα, τα οποία πλησιάζει με μιάν προσωπική δεχτικότητα και ευαισθησία. Τα ποιήματα έχουν την σφραγίδα του «έντεχνου» κειμένου, εννοώ του κειμένου που είναι αποτέλεσμα μιάς συναισθηματικής, βέβαιας, συγκινήσεως, αλλά, κυρίως, μιάς νηφάλιας διανοητικής επεξεργασίας που πάντα ακολουθεί: Αυτό αποτελεί μιάν ολότελα θελημένη πράξη του κ. Χ. ,όπως το δείχνουν π.χ. και οι τίτλοι των δύο ενοτήτων του βιβλίου του: η πρώτη περιλαμβάνει «Οικονομικά ποιήματα», η δεύτερη «Θεωρητικά ποιήματα».
     Στο πρώτο μέρος είναι φανερός ένας σατιρισμός-όχι οξύς και «ορμητικός» αλλά, θα έλεγα, γραφειακά και βιβλιακά συγκρατημένος-των θεσμίων της ζωής, και σχεδόν πάντα με μιάν απώτερη προοπτική φθοράς, που πηγαίνει ενάντια στα πράγματα, ανεξάρτητα από τη δική τους, την εσωτερική διαλεκτική της φθοράς. Η μιά φθορά δίπλα στην άλλη, μέσα στην άλλη. Η μιά φθορά του κόσμου, η άλλη των πραγμάτων. Η μιά που είναι αναπότρεπτη, η άλλη που μπορούσε και να μην είναι (αυτό γεννά και τη βαθύτερη «δυσθυμία» του ποιητή):
       Διανοητικό αδιαχώρητο κοινωνίας,
       παρεκτικής και πανταιτίας της ζωής
       εμπόρων, φονιάδων και χριστιανιζόντων,
       εγώ, που κρέμασα τη γη μες στα νερά,
       πού χαλιναγώγησα την απείρανδρο άβυσσο,
       πού αναχαίτισα βουερές θάλασσες,
       καιροφυλαχτώ στη διασταύρωση,
       σαν αγριομυρίκη, στην άγρια ερημιά
       κατασκηνωμένη πάνω σ’ αλμυρή γη,
       για το άρπαγμα από μιά ευκαιρία.
       Γιατί ποιά η διαφορά του αισθαντικού
       απ’ τον άσκεφτο, μπρός στο ισοπέδωμα
       του χρόνου και του θανάτου;
     Με το παράδειγμα αυτό, όπου η αχνή μορφή του Χριστού συγχέεται με τη μορφή του σημερινού (του παντοτινού) ανθρώπου, για να εκφράσει υπαινικτικά το άδοξο τέλος ενός λαμπρού ξεκινήματος, ο αναγνώστης μπορεί να σχηματίσει  ευκρινέστερα μιάν ιδέα για το είδος του διανοητικού ποιήματος, που καλλιεργεί ο κ. Χ.- είδος το οποίο ασφαλώς ανανεώνεται σημαντικά στα χέρια του. Και θα είναι κρίμα, αν τελικά τον πνίξη ο Βόλος (ο Βόλος ως συμβολική, περιληπτική υποτύπωση της αποκοπής από το κέντρο και, προπάντων, από τα κυκλώματα δημοσιότητας, που λειτουργούν παραβαίνοντας συχνά βάναυσα τα ορθά αξιολογικά κριτήρια).
--
Ανέστης Ευαγγέλου «Το διάλειμμα». Θεσσαλονίκη 1976
     Αν δεν ξέρουμε τους ποιητές τους ίδιους, κινδυνεύουμε κάποτε να διαπράξουμε σοβαρά λάθη ερμηνεύοντας τα ποιήματά τους’ η μαντική ικανότητα της κριτικής δεν μπορεί παρά να είναι περιορισμένη. Οπωσδήποτε, επειδή οι ποιητές παρουσιάζουν συχνά το έργο τους με μεγάλα πρωθύστερα, σε μιάν υποκειμενικήν επανεκτίμηση και ανακατάταξη του βιωμένου χρόνου, θα μπορούσα να πω, ότι στη νέα συλλογή του κ. Ευαγγέλου έχουμε τον αντίχτυπο από την πρώτη του συνάντηση με τον έρωτα- «πού κόβει τον καιρό μονοκόμματα στα δύο και τον αποσβολώνει».
     Ήρθε ο Σεφέρης να ορίσει έτσι το έρωτα και αχρήστεψε ουσιαστικά μια σειρά άλλους προσδιορισμούς και ποιητικές ανατυπώσεις της οριακής αυτής στιγμής. Και οι μαρτυρίες του κ. Ευαγγέλου δε μπορούν επίσης , νομίζω, να μας ξαφνιάσουν ποιητικά, παρόλο που νιώθουμε τον ανθρώπινο συγκλονισμό του.
     Ωστόσο στο δεύτερο μέρος του βιβλίου του (έχει τον ενδειχτικό τίτλο «Μετά την καύση») ο ποιητής επιχειρεί να ενώσει ξανά τα δύο κομμάτια του χρόνου, με τη συγκολλητική ουσία μιας καθολικότερης  αγάπης. Και ξαναγυρίζει στα χωρικά του ύδατα, γιατί οι προοπτικές του κ. Ευαγγέλου διανοίγονται, ακριβώς, στην περιοχή του ουμανισμού, που αγγίζει το χορδή της ευαισθησίας του περισσότερο κι από τον έρωτα τον ίδιο:
       Στην καταφρόνια και στη φτώχεια πέρασες τα χρόνια σου- μην το ξεχνάς.
       Κι αν τώρα τόσο αναπάντεχα εγύρισε ο τροχός
       και βρήκες ρούχα κι έντυσες τη γύμνια σου
       και σπίτι και φωτιά να ζεσταθείς
       και δυό γλυκές κουβέντες-
       μη λησμονείς ποτέ την προσφυγιά
       και μιάν αγάπη κράτα για τους στερημένους.
Η επιμέλεια του βιβλίου, από τον κ. Δημήτρη Καλοκύρη, αποκαλύπτει πολλήν ευαισθησία-ίσως ως κάποιαν εκζήτηση. Θαυμάσιο είναι το εξώφυλλο.
--  
Στέλιος Γεράνης «Η Παθολογία και τα Μικρά μου θαύματα, μαζί με τις Θανάσιμες απουσίες» Θερμοπύλες 1975.
     Η «Παθολογία», δημοσιευμένη, την πρώτη φορά, στην αρχή της κρίσιμης για την Ελλάδα δεκαετίας του ’60, αποτελεί μιά ποιητική περιγραφή της παθολογικής κατάστασης του διαμορφωνόμενου τότε και στον τόπο μας σύγχρονου αστού, που κουβαλούσε μέσα του την αντινομία του παρελθόντος που έτεινε να το απαρνηθεί και μιάς νέας κατάστασης (με διαμερίσματα, μπίζνες και ερεθιστική «κατανάλωση»), που εξέπεμπε τη μαγική ακτινοβολία της. Ο ποιητής «περιγράφει», κατά προτίμηση, εκείνους, που ο διχασμός επενεργούσε πάνω τους συντριπτικά’ πού δεν ήθελαν να κυριευθούν δίχως μάχη και καταντούσαν διαιρεμένες υπάρξεις, με την αδυναμία να χαράξουν στο πρόσωπό τους, κι ένα χαμόγελο. Τα ποιήματα της συλλογής είναι, κυρίως, παραλλαγές σ’ αυτό το θέμα’ όπως θάλεγε ο ίδιος ο ποιητής: «μιά ακτινογραφία en serie».
     Τον ποιητή έτρεφε η ελπίδα (ουτοπική, όπως απόδειξε η διαβρωτική εκείνη δεκαετία που θα συζητιέται στο μέλλον πολλές φορές), πώς οι ευαίσθητοι δε θα εξελίσσονταν σε αναίσθητους, θάσπαγαν το βασανιστικό μέσα τους διχασμό, περνώντας στη θετική αντίσταση. Ανάμεσα σ’ αυτούς έτασσε και τον εαυτό του.
       Γι’ αυτό τολμώ να πώ: ο ιατρός εγώ ειμί!
       Εγώ γνωρίζω τα καθέκαστα του πάθους μου.
       Κι αν υπομένω ψύχραιμα
       έρευνες
       εξευτελισμούς
       κι αστείες διαγνώσεις’ κι αν
       ακρωτηριάζουν
       κάθε μέρα
       το σώμα μου
       και δεν μιλώ’ είναι γιατί
       αθροίζω αιτίες κι αφορμές
       ν’ αλλάξω τα φθαρμένα μάτια μου
       και ν’ ανασύρω από το χάος τη φωνή μου:
       Αυτή, τη μόνη ασθενική
       πού την ποτίζω κάθε βράδυ με τις μνήμες μου
       να γίνει ανθός
       να γίνει λόγος εύρωστος:
       ο μόνος άξιος ιατρός
       πού θα με σώσει.
Έχει, νομίζω, σημασία, το ότι ο κ. Γεράνης επέλεξε, για μια δεύτερη έκδοση, την «Παθολογία» (1960) και τη συλλογή «Τα μικρά μου θαύματα» (1974), αφήνοντας κατά μέρος άλλα βιβλία του, ενδιάμεσα. Πιστεύω ότι εδώ αληθινά ακεραιώνεται το ποιητικό του νόημα. Κατορθώνει να απαλλαγεί από τον υπέρμετρο λυρισμό, ο οποίος μάλιστα, στο δεύτερο βιβλίο, δίνει κάποτε τη θέση του και σ’ ένα «διδακτισμό», που εκφράζεται με απλούς, ανάλαφρα αλλά εντυπωσιακά πλασμένους «μύθους». Μέσα από αυτούς πιάνουμε και το πεσιμιστικό μήνυμα μιάς πτώσης, μιάς διάψευσης των αισιόδοξων προοπτικών που διαγράφονταν μέσα από τον παλαιόν εκείνο διχασμό του:
       Ήταν σπουδαίος αθλητής
       γύμναζε κάθε μέρα την ψυχή του
       στο άλμα εις ύψος
       κι όλο ν’ αλλάζει
       ο πήχης αριθμούς.
       Τώρα του απόμεινε η ανάμνηση του ύψους
       δεν είναι πλέον τώρα
       παρά φτωχός προπονητής
       στο σύλλογο
       των
       κάτω
       πετραλώνων.
Το βιβλίο εξάλλου αυτό περιέχει και τις τραγικές εμπειρίες της Επταετίας. Η νέα δουλειά, οι «Θανάσιμες απουσίες», παρόλο που περιέχει και πολύ καλά κομμάτια («Απορία», «Όταν θα σιγήσουν τα τύμπανα», «Η ομορφιά μπορεί να περιμένει») δείχνει πως οι σημαντικότερες χρονολογίες του κ. Γεράνη εξακολουθούν να παραμένουν ως τώρα οι δύο πιο πάνω σημειωμένες.
--
Παυλίνα Παμπούδη, «Τα μωρά των αγγέλων άσπρα και τυφλά» Ερμείας-Αθήνα 1974.
      Η έκδοση, σε μοντέρνα εκτύπωση, συνοδεύεται από πέντε σχέδια, φιλοτεχνημένα από την ίδια την ποιήτρια.
     Και στα σχέδια και στα ποιήματα-που πρώτιστα, βέβαια, μας ενδιαφέρουν εδώ-υπάρχει, ακόμα, έκδηλος, ένας εφηβισμός, που δεν μπόρεσε να μεταλλαχθεί σε ποιητικό υλικό. Επισημαίνω μια κάπως αλογάριαστη παράταξη λέξεων, που δεν δένονται πάντα με κάποια νοηματική και πνευματικήν επάρκεια, παρά παίζουν, πιο πολύ, το ρόλο εμπρεσιονιστικών στιγμών πού, όλες μαζί, δημιουργούν μιάν εντύπωση. Αρέσουν, ύστερα, στην ποιήτρια τα σύνθετα επίθετα και πιο γενικά οι εντυπωσιακές (εξωτερικές θα τις έλεγα, ή και ζωγραφικές) λέξεις, όπως: τα φολιδωτά αισθήματα, οι βαμβακεροί αναστεναγμοί, οι ιώδεις εντυπώσεις, τα υμενόπτερα δέντρα και ο γαλακτώδης τρόμος. Έκδηλος είναι, τέλος, ένας εγωκεντρισμός’ η ποιήτρια μιλάει για τον εαυτό της, όπως, βέβαια, το κάνουν και άλλοι-οι περισσότεροι-ποιητές, αλλά κατά έναν τρόπο που μένει σ’ αυτόν’ η ποίηση αρχίζει να σχηματίζεται από τη στιγμή, όπου μέσα στο υποκειμενικό του ποιητή ανευρίσκουν οι άνθρωποι και τον δικό τους εαυτό (ή πιό καταπληκτική σύγχρονη περίπτωση: ο Καβάφης). Και στην προκειμένη περίπτωση  πρέπει η ιδιαζόντως «προσωπική» εκρηκτικότητα και αισθησιακότητα- που μυθοποιείται σε ένα μάλλον διάφανο «σατυρικό δράμα», καθώς παρασταίνεται η σεξουαλική ωρίμανση μιάς νέας γυναίκας, ως την καίρια στιγμή,-να αλλοτριωθεί» Οπωσδήποτε το ποίημα «Τετάρτη ε», το τελευταίο, είναι μια πολύ δυνατή και αρκετά προχωρημένη στην ποιητική μεταστοιχείωσή της στιγμή. Ας γίνει η αρχή για ένα νέο ξεκίνημα.
--
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 20 Ιουνίου 2020
     


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου