Κυριακή 18 Αυγούστου 2024

Φεδερίκο Γκαρσία Λόρκα Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΟΥ

 

Ποιος θυμάται τον Ποιητή

 

      Στον Ανδαλουσιανό Ποιητή

     Όπως το είχε συνήθεια ο Τειρεσίας για μία ακόμα φορά άνοιξε το μυστικό βιβλίο των χρησμών της Ποίησης προσπαθώντας να ερμηνεύσει, κατανοήσει τα πάθια και τους καημούς τα αμέτρητα, ατέλειωτα βάσανα του Κόσμου. Γνώριζε πια, ότι το τυχαίο και απρόβλεπτο παιχνίδι που λέγεται Ζωή πλησίαζε στο τέλος του. Η Μοίρα κρατούσε στα χέρια της την λήκυθο με τις στάχτες των διαψευσμένων ονείρων του, τα χαμένα του οράματα, τις περασμένες του μνήμες, τις αναμνήσεις που γίνονταν αγκάθια και τον πλήγωναν. Από τότε που συνήθιζε να γράφει ωδές σε Ταυρομάχους. Στηριζόμενος στο μπαστούνι του -τώρα που το σώμα του είχε σταφιδιάσει, κυρτώσει, δεν τον υπάκουε πια και η όρασή του είχε μειωθεί δραματικά-βάδιζε αργά-αργά σέρνοντας τα πόδια του πάνω στα κατεστραμμένα από την φωτιά ερείπια και καψαλισμένα δέντρα και τοπία της πατρίδας του. Μια χώρα από άκρου εις άκρου πύρινη φλόγα καίγονταν και καταστρέφονταν, παντού στάχτες και αποκαΐδια, θρύψαλα και ερείπια κόποι βίου χαμένοι, διαλυμένοι κατεστραμμένοι μέσα σε μια στιγμή, με το αποτέλεσμα της φωτιάς στο δέρμα τους, στα σπλάχνα τους στις καψαλισμένες ψυχές τους, ζωές ανθρώπων αφημένες στα μελτέμια του ανέμου, στο πουθενά. Ζώα τσουρουφλισμένα, φοβισμένα, τραυματισμένα, πληγωμένα, μισοξεψυχισμένα, αφημένα στην αλυσοδεμένη τύχη τους κοίταζαν το χαμό. Τρομαγμένα πουλιά άνοιγαν τις φτερούγες τους να πετάξουν μην ξέροντας προς τα πού, η καπνιά είχε σκοτεινιάσει τα πάντα. Ένα σκούρο κίτρινο, μια ώχρα θανάτου σκέπαζε τον χώρο. Και σκόνη αφόρητη καλοκαιρινή από την Αφρική σκόνη. Ζουζούνια και καρκαλέτζοι και άλλα ζωύφια, αργοκίνητες χελώνες και στρατοί μυρμηγκιών, άνθρωποι μικροί και μεγάλοι καψαλισμένοι, μισόγυμνοι, με το κενό στα μάτια τους έτρεχαν αλαφιασμένοι να σωθούν μην ξέροντας προς τα πού, με έναν ντενεκέ στο χέρι να σβήσουν την φωτιά. Αναζητούσαν το μεταίχμιο εκείνο του χρόνου που ενώνει την ζωή με τον θάνατο, την λύτρωση με την κατάρα, την ελπίδα με την απελπισία, την εφήμερη χαρά με την απόγνωση. Αυτό το χαμένο «Μουέρο πορκέ νο μουέρο». Η “alientos cortos” των Ανθρώπων βαριά, κουρασμένη, θλιμμένη, αγχωμένη, πικραμένη, αβέβαιη ανάσα γεμάτη απόγνωση, απελπισία. Ένα πένθος απέραντο, ασήκωτο, μια Κραυγή «Υ τόντο ες νάντα!» ακούγονταν. Άνθρωποι αλαφιασμένοι, εικόνες μιας άλλης βροντόλαλης απουσίας, βοήθειας, συμπαράστασης. Υπάρξεις μιας άλλης πραγματικότητας, ενός εχθρικού τοπίου «τεταρταίου», παραδομένο «στη φυσική κλίση του κακού στον κόσμο». Άνθρωποι μικροί και μεγάλοι, άφηναν το πικρό και αρμυρό μαζί τους δάκρυ να πέσει στα ξερά χώματα, να συναντά τις φωτιές που χουχούλιαζαν μέσα στις κουφάλες των δέντρων, να στάζει πάνω στα δέντρα που λαμπάδιαζαν σαν λαμπάδες θανάτου. Ένα δάκρυ απροσδόκητο θαύμα σε αγέλαστα και πένθιμα πρόσωπα. Ένας μακάβριος χορός θανάτου σαν παράσταση από ταμπλό του Άλμπρεχτ Ντύρερ με τους καβαλάρηδες ιππότες της αποκαλύψεως που καλπάζουν ασταμάτητα ανάμεσά μας. Άνθρωποι και Τοπία, Ζώα και Φύση λάφυρα της παγανιάς τους. Το μάντευε ο κουρασμένος Τειρεσίας, αυτό το λεπτοκαμωμένο μελαμψό αγόρι που γεννήθηκε στο χωριό Φουεντεβακιέρος στη Γρανάδα της καθολικής Ισπανίας στις 5 Ιουνίου του 1898, δεν θάχε καλό τέλος. Αυτό το ανήσυχο πνεύμα με την καλλιεργημένη φλέβα ευαισθησίας, την κλήση προς την Ποίηση, το Θέατρο και τις Ταυρομαχίες. Αυτός ο σκανδαλιάρης ερωτύλος τροβαδούρος της λαϊκής ψυχής και της παράδοσης του λαού του, της θερμότητας της ψυχής της πατρίδας του, της άσβηστης κάψας της Ισπανικής ψυχής. Της Ισπανίας των Αράβων, της Ισαβέλλας και του Φερδινάνδου, την λατρεία του Ισπανικού λαού για τον θάνατο, τις ταυρομαχίες, τον περιφερόμενο σταυρωμένο πόνο στα σοκάκια και τους δρόμους των πόλεών της. Τις ιερές θεατρικές της υπαίθριες τελετουργίες, το Κουκλοθέατρο. Προορατικός ο μάντης Τειρεσίας όπως πάντα, είχε προβλέψει το τέλος του ποιητή, την δολοφονία του, του είχε μηνύσει να μην πάει να κρυφτεί, να ζητήσει καταφύγιο στο σπίτι του ποιητή και προσωπικό του φίλο Λουϊς Ροσάλες. Εκεί στο χωριό Βιθυάρ τον βρίσκουν οι φαλαγγίτες και τον τουφεκίζουν με άλλους Ισπανούς δημοκράτες πατριώτες τη νύχτα της 17ης προς την 18 Αυγούστου 1936. Άλλοι αναφέρουν την 19 Αυγούστου, άλλοι ότι σκοτώθηκε από τους κόκκινους, τι σημασία έχει. Ο κοινός τους τάφος δεν βρέθηκε ποτέ, έμεινε μόνο ο αντίλαλος της τελευταίας νικητήριας κραυγής τους πάνω από τον τάφο. Τα οστά του παραμένουν ακόμα και σήμερα άγνωστο που βρίσκονται, η φωνή του όμως παρέμεινε ζωντανή, αηδονολαλεί, δεν έσβησε, η φήμη του εκτινάχθηκε στα πέρατα της οικουμένης. Ο λυρικός του λόγος μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες ενώ τα θεατρικά του έργα αποτελούν σταθμό στην παγκόσμια θεατρική γραμματεία και τέχνη. Οι ηρωίδες του μαυροφορεμένα ποθοπλάνταχτα ερωτικά σύμβολα. Υπερήφανες και παράτολμες γυναίκες με τον πόνο του έρωτα στα στέρφα σπλάχνα τους.

      Τα Ελληνόπουλα από την γαλαρία, ο Κάρολος, ο Μάνος και ο Νίκος της απάνω σκηνής συμμετέχουν παίζοντας στο Κουκλοθέατρο του Federico Garcia Lorca. Ενώ ο Τειρεσίας ανοίγει τις σελίδες του βιβλίου των χρησμών της Ποίησης και με τα μάτια της ψυχής του διαβάζει φωναχτά την ΠΟΙΗΤΙΚΉ του Ισπανού ποιητή.

                 Π Ο Ι Η Τ Ι Κ Η        

(Προφορική, προς τον Cerardo Diego)

     Όμως, τι να σας πω εγώ για την Ποίηση; Τι να σας πω γι’ αυτά τα σύγνεφα, γι’ αυτόν τον ουρανό; Να κοιτάς, να κοιτάς, να τα κοιτάς, να τον κοιτάς, και τίποτα παραπάνω. Θα καταλαβαίνεις, πώς ένας ποιητής δε μπορεί να πει τίποτα για την Ποίηση. Ας τ’ αφήσουμε αυτό στους κριτικούς και τους καθηγητές. Μα μήτε εσύ μήτε εγώ, μήτε ποιητής κανένας, δεν ξέρουμε, τι είναι η Ποίηση.

     Εδώ είναι’ κοίτα. Κρατάω τη φωτιά μέσα στα χέρια μου. Τη νιώθω και δουλεύω μ’ αυτή στην εντέλεια, όμως δεν μπορώ να μιλήσω γι’ αυτήν χωρίς φιλολογίες. Καταλαβαίνω όλες τις Ποιητικές’ θα μπορούσα να μιλήσω γι’ αυτές, αν δεν άλλαζα γνώμη κάθε πέντε λεφτά της ώρας. Δεν ξέρω. Μπορεί κάποια μέρα να μου αρέσει στο  έπακρο η κακή ποίηση, όπως μου αρέσει (μας αρέσει) σήμερα η κακή μουσική μέχρι παραφροσύνης. Θενά κάψω νύχτα τον Παρθενώνα, για ν’ αρχίσω να τόνε χτίζω το πρωί και να μην τελειώνω ποτέ μου.

     Στις διαλέξεις μου έχω μιλήσει μερικές φορές για την Ποίηση, όμως για το μόνο πράμα που γι’ αυτό δεν μπορώ να μιλήσω είναι η δική μου η ποίηση. Κι όχι επειδή δεν έχω συνείδηση εκείνου που κάνω. Αντίθετα, αν είναι αλήθεια πώς είμαι ποιητής, με τη χάρη του Θεού-ή του Διαβόλου-, ωστόσο είμαι αυτό το πράμα και με τη χάρη της τεχνικής και της προσπάθειας, και με το ν’ αναλογίζουμαι απόλυτα αυτό που αποτελεί ποίημα.

    Σημείωση:

Σύμφωνα με τον μεταφραστή του και σχολιαστή του έργου του στα ελληνικά Κώστα Ζαρούκα, Η Ποιητική του τέκνου της Ισπανικής γης Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα, δόθηκε για να δημοσιευθεί πρώτη φορά στην «Ανθολογία» του «Ισπανική Ποίηση: οι Σύγχρονοι» (Signo, Μαδρίτη, 1932), του Gerardo Diego. Βλέπε σελ. 167, της έκδοσης Aguilar, Μαδρίτη, 1968.

    Είχα σιμά μου σε αυτό το σημείωμα μνήμης στον ισπανό ποιητή, θεατρικό συγγραφέα και ζωγράφο, ο οποίος αφομοίωσε και εξέφρασε αυθεντικά τις νέες τάσεις του «Ουλτραϊσμού» στην πατρίδα του την Ισπανία, την σειρά Federico Garcia Lorca, ΑΠΑΝΤΑ, μεταφρασμένα απ’ τα ισπανικά. Πρόλογος ΕΛΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ, Απόδοση ΚΩΣΤΑΣ ΖΑΡΟΥΚΑΣ, εκδ. ιστορικές εκδόσεις λογοτεχνίας, Γ. Μέρμηγκας, Αθήνα 1975. Επίσης τα ισπανικά αποσπάσματα που συναντάμε είναι από την σειρά των βιβλίων του «Ταξιδεύοντας», ΙΣΠΑΝΙΑ του Νίκου Καζαντζάκη, εκδόσεις Ελένης Καζαντζάκη, 5η έκδοση 1966 και σε μεταγενέστερες επανεκδόσεις. Ο Νίκος Καζαντζάκης βρίσκεται σε ταξίδι στην Ισπανία όταν πληροφορείται την δολοφονία του Λόρκα, βλέπε σελίδα: 202:

«-Ξέρεις, μου είπε, σκότωσαν τον ποιητή που αγαπούσες…

-Ποιόν; Φώναξα ανατριχιάζοντας.

-Τον Φρειδερίκο Γκαρθία Λόρκα…

-Τον Λόρκα! Ποιοί;

-Άλλοι λέν οι κόκκινοι, άλλοι λεν εμείς. Κανένας δεν ξέρει.

-Γιατί;

-Δεν ξέρω. Ίσως από παρεξήγηση… πρόστεσε σηκώνοντας τους ώμους.

     Όπως στις τραγωδίες του Σαιξπήρου, οι άνθρωποι σκοτώνουνται έτσι, χωρίς λόγο, η ζωή κρέμεται από μιάν τρίχα, και την τρίχα αυτή την καμπανίζει στα χέρια  της η ασυνείδητη τυφλή Τύχη. Γιατί μοιάζουν τα ονόματα, γιατί θάρρεψαν πως είπαν μια λέξη που δεν είπαν, γιατί φορούσαν όμοια ρούχα με κάποιον άλλον…..»

         Στον ισπανό ποιητή Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα ο Νίκος Καζαντζάκης που επισκέφτηκε την Ισπανία έπειτα από πρόσκληση της Ισπανικής δημοκρατικής κυβέρνησης την περίοδο της εμφύλιας σύγκρουσης, αναφέρεται και στον τόμο «Τετρακόσια Γράμματα του Νίκου Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη» εκδ. Ελένης Ν. Καζαντζάκη, Αθήνα 1984. Βλέπε το Γράμμα του από την Μαδρίτη βράδυ 19/10/1932, σ. 339, και το Γράμμα του από την Μαδρίτη 21 Γενάρη 1933, σελίδα σημειώσεων 359 και 360. Διαβάζουμε:

«Τα άρθρα του Κ. δημοσιεύτηκαν τελικώς στην Καθημερινή από 21 Μαϊου έως 4 Ιουνίου 1933 με τον γενικό τίτλο «Ισπανία 1933». Όσο για την παρουσίαση των Ισπανών ποιητών, βλ. το περ. Ο Κύκλος, τα τεύχη Απριλίου, Μαϊου, Ιουνίου, Αυγούστου- Σεπτεμβρίου 1933. Οι σύγχρονοι Ισπανοί ποιητές που ο Κ. ανθολόγησε στις μεταφράσεις του είναι οι ακόλουθοι: J. R. Jimenez, Antonio Machado, Miguel de Unamuno, Pedro Salinas, Federico Garcia Lorca. Rafael Alberti, Vicente Aleixandre.- Τον επόμενο χρόνο δημοσίευσε πάλι στον Κύκλο (1934, σ.σ. 409-428) μερικές μεταφράσεις. Έτσι ανταπέδωσε τη φιλοξενία που η Ισπανική Κυβέρνηση του είχε παράσχει για μερικούς μήνες (κατά σύσταση του Χιμένεθ και με την υποστήριξη του Menendez Pidal»

       Οι φωτιές στην χώρα μας συνεχίζονται καταστρέφοντας εκατοντάδες χιλιάδες δασικές εκτάσεις. Καίγοντας τα πάντα, νοικοκυριά και βιός φτωχών ανθρώπων και οικογενειών. Κόποι και ιστορία μιας ζωής που ποτέ δεν θα είναι πιά οι ίδιες. Τα ψίχουλα της κρατικής βοήθειας που δίνονται, δεν μπορούν να γαληνέψουν τις μελαγχολικές, καταθλιπτικές και κατεστραμμένες ζωές των ελληνικών οικογενειών. Δεν καταπραΰνεται ο ατομικός, προσωπικός ή οικογενειακός πόνος μετά την καταστροφή. Για άλλη μία φορά το πολιτικό προσωπικό της χώρας μας μέσω της κρατικής βοήθειας, κάνει τα ελάχιστα όχι τα μέγιστα για τους φορολογούμενους κατοίκους του σε καιρό ειρήνης. Ο Ισπανός ποιητής παρά του ότι δολοφονήθηκε σε νεαρή ηλικία, κέρδισε με τον μύθο που δημιουργήθηκε γύρω από το όνομά του, και ενισχύθηκε και από την μη ανεύρεση του τάφου του ακόμα και σήμερα, την άξια φήμη του. Ο μελλοντικός χρόνος της Ποίησης και της Θεατρικής τέχνης στάθηκε υπέρ του, η φωνή και τα έργα του ξεπέρασαν τα δύστοκα χρόνια της βιολογικής του ζωής και της γενέτειράς του. Έγινε Κλασικός.

Τα Ελληνόπουλα από την άνω γαλαρία είναι ο δάσκαλος του Θεάτρου και ιδρυτής του Θεάτρου Τέχνης Κάρολος Κουν, ο Μελωδός των Ονείρων μας Μάνος Χατζιδάκις και ο ποιητής και μεταφραστής Νίκος Γκάτσος.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

18/8/2024             

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου