Κυριακή 4 Αυγούστου 2024

Τζένη Μαστοράκη, Το συναξάρι της αγίας νιότης

 

          Τζένη  Μαστοράκη

(Αθήνα 21/2/1949- Τρίτη 30/7/2024)

«Το συναξάρι της αγίας νιότης»

-ημερολόγιο μιάς μακρινής ηλικίας-

 

     ΗΜΕΡΟΔΕΙΧΤΗΣ

Κρατάμε στη χούφτα μας τις μέρες.

Μια βδομάδα, λέμε,

είναι ότι μετριέται στα δάχτυλά μας.

Μονάχα απ’ την Τρίτη ως το Σάββατο.

Η Κυριακή, γέρασε πιά

και πουλάει κεριά στις εκκλησίες.

Κι ύστερα η Δευτέρα,

που έχει ένα παιδί αναιμικό,

έβαλε πλύση και μας μήνυσε,

ότι λυπάται, λέει, πολύ

μα δε θαρθή.

       ΕΝΑ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΠΟΛΥ ΠΑΛΙΟ

Οι ώρες πέρασαν από το διάδρομο

του Γυμνασίου Θηλέων

και δεν σε βρήκανε.

Πέντε τ’ απόγευμα, κυλάει σαν πορτοκάλι

μες στην τσέπη της ποδιάς σου.

Πάνω απ’ τις στέγες, τα μαγαζιά, τα λεωφορεία,

η Παναγιά περνάει με τ’ άλογό της

κι έχει ένα σάλι ουρανί δεμένο γύρω στο κεφάλι της.

Τότε, ένα τζάμι τρίζει σ’ ένα ψηλό παράθυρο

και τα μήλα στα καφάσια του μανάβη

ανάβουνε σαν κόκκινες φωτιές

στα μάγουλα της΄άνοιξης.

Έρχεται ξαφνικά τ’ απόγευμα

και σε τραβάει απ’ τα μαλλιά.

-Είσαι για κυνηγητό; Φύγαμε!

Εσύ καμώνεσαι πώς σκύβεις,

να δέσης τάχα το κορδόνι στο παπούτσι σου.

-Όχι, ξελεφτερία, ξελεφτερία……

-Μη λες μεγάλες λέξεις

σε μικρά κυνηγητά.

-Τ’ απόγεμα μ’ έπιασε και με κρατάει σφιχτά.

Κάποιος να με ξελεφτερώση…

Ξελεφτερία…

 

Η ώρα έξι, περνάει σα μυστικό

μέσα σ’ ένα κλειστό τετράδιο.

Τώρα χτενίζουν τα μαλλιά τους.

Στην τάξη με το λίγο φώς

και τα παράθυρα που δε σ’ αφήνουνε

να δης στο δρόμο,

χτενίζουν τα μαλλιά τους

σαρανταδυό κορίτσια.

 

Μένουνε πίσω μοναχά

ένα στυλό διαρκείας που σταμάτησε,

μιά τούφα μαλακιά από καστανή αλογοουρά,

ένα φλούδι κίτρινου μολυβιού,

και το βιβλίο της Φυσικής

-κάτω στο πάτωμα…

        ΜΝΗΜΗ

Γύρω γύρω στη στέγη μας

περνάνε οι ώρες με βήματα βουβά,

ήσυχες και σκυφτές, με τα μακριά τους σκέλη

και τα μαλλιά δεμένα στη ρίζα του σβέρκου,

γυναίκες με βασανισμένα πρόσωπα

και τόνα χέρι να κρατάη σφιχτά

το ρούχο τους στο στήθος.

Όλοι μας έχουμε πυρετό.

Δε μπορεί, κάτι πρέπει να γίνη.

Όλοι μιλάνε για μεγάλα μαντάτα,

Πού δεν περνάνε πιά από τούτους τους δρόμους.

Καμιά φορά, μπορεί να πούνε:

-Πότε κιόλας μεγάλωσε

τούτο το παιδί;

Όμως καλά- καλά και σύ δεν ξέρεις να τους πής.

Θυμάσαι μόνο

δυό πλατειές πιτσιλιές από στουπέτσι

στο πεζούλι του παράθυρου που στέγνωσαν

τ’ άσπρα σου πέδιλα.

Κυριακή απόγευμα.

Ένα αυτοκίνητο κατάβρεχε

το δρόμο και τ’ αγόρια,

πού είχανε σύρριζα κουρέψει τα κεφάλια τους.

Στο σπίτι της γωνιάς

κορίτσια με ξανθά κεφάλια παίζανε τ’ αγάλματα.

Και σύ ήθελες πάντα νάχης

ένα κόκκινο φουστάνι

και τα μαλλιά σου ξέπλεγα στους ώμους.

Μα η Κυριακή ήταν ανένδοτη.

Σου θυμίζει πώς πρέπει νάσαι φρόνιμη,

με τις κοτσίδες σου και τη μεταξένια φούστα,

με το μικρό σου ληπημένο στόμα,

μια θλίψη κυριακάτικη

μ’ άσπρα καλτσάκια…

      Ο  ΚΑΙΡΟΣ-  ΑΝΥΠΑΡΧΤΟΣ

Δε μπορεί, κάτι πρέπει να γίνη.

Το μεσημέρι πηδάει απ’ το παράθυρο,

και μένει μόνο έν’ άσπρο φώς

πάνω από το τραπέζι μας.

Φύγανε γρήγορα οι μέρες τις λιακάδες,

κι οι Κυριακές κι οι μέρες της γιορτής,

σ’ αφήνουν πίσω.

Όπως όταν πέφτης, βράδυ χειμωνιάτικο,

να κοιμηθής με πυρετό

κι ακούς μέσα στον ύπνο σου,

πόρτες ν’ ανοίγουνε σιγά,

κάτι πατήματα πνιχτά στο διάδρομο,

ένα χέρι να σου φτιάνη τα σεντόνια,

κι όλη η κάμαρη μυρίζει ξαφνικά

ευκάλυπτο.

Κι ύστερα το πρωί ξυπνάς

και λες, πώς πάει πιά, πέρασε τ’ όνειρο.

Όσο που βλέπεις ξαφνικά απ’ το παράθυρο

τις ακακίες του δρόμου,

πού έχουν ανθίσει.

Βλέπεις καινούργια πράματα στο σπίτι.

Λείπουνε τα χαλιά κι οι σκοτεινές κουρτίνες,

τα παλιά κάδρα έχουν αλλάξει θέση

κι οι ανθοστήλες γέμισαν

λουλούδια πασκαλιάς.

Κι ωστόσο εσύ ήσουν εκεί

κι όλα τούτα πέρασαν δίπλα σου

με βήματα βουβά, μην τύχη και ξυπνήσης.

Και σύ ήσουν εκεί

μα τίποτα δεν ήτανε για σένα.

Πώς να τα προφτάσης

με τα μικρά σου πόδια

όλα τούτα που έφυγαν

και πώς να διαμαρτυρηθής στους άλλους

που κάνουν τόσα πράματα χωρίς εσένα.

Θέλεις μόνο να κλάψης πολύ

για τη γιορτή που πέρασε

και συ κοιμόσουν,

και για τις ακακίες που άνθισαν

δίχως να σε περιμένουν.

Τελικά, δεν τους λες τίποτα.

Σημάδι αυτό, πώς άρχισες να μεγαλώνης…

         ΤΟΥΤΟ  ΜΟΝΑΧΑ  ΑΠΟ  ΤΟ  ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Το καλοκαίρι πέρασε μπροστά απ’ την πόρτα μας

κι έλιωσε το τέταρτο του πάγου

μα δεν το είδαμε.

Έμεινε μόνο μιά μικρή λίμνη

να βρέχουν τα παιδιά τα πόδια τους.

Μα ούτε τα παιδιά τα είδαμε.

Κλείναμε πάντα τα παράθυρα το καλοκαίρι

για τη σκόνη.

Είχαμε ωστόσο ακόμα μια γωνιά

που μόνα τους τα δειλινά ξεφούντωναν

στη δύση του ήλιου.

Όχι βέβαια πού τη βλέπανε,

μα τη νοιώθανε με τους ήχους της

πίσω απ’ τους τοίχους του φωταγωγού.

Το νερό που έτρεχε στο νεροχύτη,

οι ειδήσεις των πέντε, να λένε για κάποιους

σκοτωμένους,

το μάθημα του πιάνου στο πάνω πάτωμα,

το σφύριγμα των αγοριών

και μια γυναίκα απλώνει

στο σκοινάκι του φεγγίτη.

Εκείνα ανθίζανε έτσι μόνα τους

αδιάφορα για τις εκτελέσεις

και το λογαριασμό του ηλεκτρικού

πράσινες κραυγές μες στο πηγάδι του φωταγωγού

με μωβ φωνήεντα και σύμφωνα κίτρινα

και δίφθογγους κόκκινους πολύ

με πλατειές σταγόνες άσπρου.

Τούτο μονάχα το καλοκαίρι.

Και τα κυπαρίσσια αλάθευτα,

να σημαδεύουνε το πέρασμα των μοναχών ανθρώπων

πάνω από μιά μάντρα σκοτεινή,

που κανένα παιδί δεν σκαρφάλωσε ποτέ,

για να κλέψη νεράντζια.

Και τα τραπέζια του καφενείου

κι οι τσίγγινες αχιβάδες

με το γλυκό του κουταλιού,

ή δυό καρύδια μες στην τσέπη σου,

πού δεν ξέρεις πώς τα τρώνε,

και τα φυλάς για τα χριστούγεννα

να τα ντύσης με Χρυσόχαρτο.

Τούτο μονάχα

από το καλοκαίρι….

 

Μεγάλες ειδήσεις χτυπούσαν τις πόρτες μας

κι οι μεγάλοι κάθονταν γύρω στο τραπέζι

ώρες πολλές.

Οι μέρες πέρναγαν από το πεζοδρόμιο

μ’ ένα δίχτυ γεμάτο άγρια ραδίκια

και μια φρατζόλα ψωμί στο χέρι.

Πήγαιναν στέγη-στέγη για να μη βραχούν

και μάζευαν τα τελευταία παιδιά απ’ το δρόμο.

Φέτο μαθαίναμε ιερή ιστορία,

για τον Ιωνά, που τον κατάπιε

ένα μεγάλο ψάρι,

και για το παλληκάρι, που το ρίξανε

σε μια λακκούβα με λιοντάρια.

 

Τώρα πιά φτιάχναμε και χάρτες

με τα ποτάμια, τα βουνά και τα λιβάδια τους,

φτιάχναμε την Ελλάδα μ’ όλους τους νόμους της.

κόκκινους, λεμονιούς, κυπαρισσένιους.

Γελάστηκες κάποτε,

κι έφτιαξες την Ευρυτανία γαλάζια.

-Να το θυμάσαι πιά, είπε ο δάσκαλος.

Γαλάζιο μόνο για τη θάλασσα.

Πέρναγε η σιωπή μ’ ένα μεγάλο λαδικό

και λάδωνε τους μεντεσέδες να μην τρίζουν.

Ήρθαν οι μήνες, ένας ένας,

και μας σφίξανε το χέρι

σα βουβοί μακρινοί συγγενείς σε κηδεία.

Πέρασαν οι εποχές κι αφήσανε

το μήνυμά τους πάνω στα τζάμια,

εκεί που γράφαμε με την άχνα μας

τ’ όνομά μας, και τη μέρα που ήτανε τότε

εν Αθήναις.

             ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Το φεγγάρι γελάει

κι έχει δυό νιόφυτα δόντια

και μια ραγισματιά στο κούτελο

σαν από πετροπόλεμο.

Στους άδειους δρόμους τρέχει ένα σκυλί.

Πίσω του τρέχει ένα παιδί

και σέρνει σ’ ένα σπάγγο

το χαρταητό του πρώτου σκοταδιού.

Κάποια γυναίκα βγήκε να μαζέψη το παιδί

και δεν το βρήκε.

Είπαν αργότερα

πώς το παιδί χάθηκε στο σκοτάδι

κι ακόμα αργότερα

ότι ξεστράτισε κοιτάζοντας τ’ αστέρια

και πάει.

Το κάνανε και παραμύθι.

         ΤΟ  ΤΑΞΙΔΙ

Μια μικρή φωνή

ταξιδεύει μόνη της μέσα στο δάσος.

Έχει ένα σακούλι με ψωμί

και για προσφάϊ μια φούχτα αστέρια.

Και χαίρεται

Επειδή το δάσος είναι μεγάλο και δυνατό

και το βράδυ μακριά.

Και μείς είχαμε περπατήσει μέρες πολλές

γυρεύοντας τη θάλασσα

δίχως ψωμί.

Κάπου έτρεχε νερό.

Τ’ ακούγαμε και λέγαμε πώς φτάσαμε.

Μά ήταν πάντα η τρύπια στέγη μας

που έφερνε τη βροχή.

Και η βροχή ήτανε τόσο φτωχειά

που δεν είχε να μας πάη πουθενά.

Καθότανε μονάχα στην άκρη του δρόμου

σα γριά ζητιάνα με τα πόδια της στη λάσπη

με τρύπιες κάλτσες

κι ένα σταχτί μαντήλι.

ΤΟΤΕ  ΠΟΥ  ΠΑΨΑΜΕ  ΝΑ  ΜΕΤΡΑΜΕ Τ’  ΑΣΤΡΑ

Οι μέρες μπερδεύονταν στα πόδια μας

σα ρούχο μακρύ, χειμωνιάτικο

μας λιγόστευαν το βήμα

κάθε που θέλαμε να τρέξουμε.

Οι δρόμοι δείχναν τ’ άδεια χέρια τους

στον ουρανό.

Δεν είχαμε τίποτα. Δε γυρεύαμε τίποτα.

Έτσι ήτανε πιο καλά.

Όμως τα βράδια βούιζε ο ουρανός σαν το ποτάμι.

Η Μεγάλη Άρκτος, όρθια στα πισινά ποδάρια της

χόρευε τον καρσιλαμά

κι ο γύφτος ήτανε φευγάτος.

Μονάχα κείνος ο χαλκάς πλήγωνε το ρουθούνι της

κι η λαβωματιά της έσπερνε

ψιλά- ψιλά αστερόπουλα.

Κάποιος ψάρευε καβούρια

στην ποταμιά του Γαλαξία

μ’ ένα φαρδύ φωτεινό καπέλο

και στρογγυλά γόνατα από αχάτη.

Η Ανδρομέδα άπλωνε τα πουκάμισα του Περσέα

κι ο Τοξότης παράτησε το τόξο του

κι έπαιζε φυσαρμόνικα να ξεμουδιάση.

Η Παρθένος κατέβηκε μ’ ένα φαντάρο στη γωνιά

κι ο Υδροχόος έκανε ποδόλουτρο

σ’ ένα κουβά νερό.

Άστραφτε ο Ζυγός, μια πάνω, μια κάτω

Του γυρέψαμε να μας ζυγίση τα όνειρά μας.

Τότες απολύσανε το σκύλο του Ωρίωνα

και μας κυνήγησε…

 

Ξανά δεν είχαμε τίποτα. Τίποτα δε γυρεύαμε.

Έτσι ήτανε πιό καλά.

        Η  ΚΟΙΜΗΣΗ

Το πρωί ξημερώθηκε χλωμό

σαν άρρωστο παιδί.

Έβηχε και ζητούσε λίγο γάλα.

Τότε λοιπόν ξυπνάς

και νοιώθεις σα να σούχουν κλέψει τόνειρο.

Μέσα στο σπίτι

υπάρχει μια άδεια θέση

μέσα στον ύπνο σου

υπάρχει μια άδεια θέση.

Είναι της νιότης, που έχει φύγει.

Βιάζεται να φύγη, και σύ, να μην αργήσης,

και σκέφτεσαι

ανάμεσα σε δυό κουμπιά από το πανωφόρι σου

τί έφυγε, τί λείπει.

Δεν σου απαντάει κανείς.

Το μεσημέρι πάλι, όλο νομίζεις

πώς ένα πιάτο λείπει απ’ το τραπέζι

σα νάχη ένα παιδί αρρωστήσει

κι η θέση έμεινε αδειανή.

Τότε λοιπόν, πιάνεις και σύ

ένα φύλλο χαρτί

και χαράζεις πάνω του τα λόγια:

«Σήμερα, Νοεμβρίου 28,

εν Αθήναις

η Αγία Νιότη εκοιμήθη».

       ΜΙΑ  ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ  ΚΟΥΒΕΝΤΑ

Τα βράδια ήτανε πάντα σκοτεινά

χωρισμένα σε μεγάλα δωμάτια

όπως το σάλι της γιαγιάς

σ’ όμοια τετράγωνα μαλλί.

Ο χειμώνας άρχιζε

ώσπου ξαφνικά άναβε ένα φώς

στην κολώνα του ηλεκτρικού

και ο θόρυβος της γκαζιέρας έλεγε

πώς το πετρέλαιο τέλειωσε.

 

«Κι από χρονιά σε χρονιά

πάντα κάτι τι καινούργιο»,

έλεγε ο χειμώνας.

«Σαν τότε που σου βάλανε το ποίημα

στο σκολειό

ή που έβγαλες το πρώτο δόντι

και το πέταξες στα κεραμίδια.

Πάντα κάτι θάχης να θυμάσαι.

Τα σκοτεινά πανωφόρια.

πού πιά δεν τα φορούσε κανείς

και στοίχειωναν στην κρεμάστρα του τοίχου,

και τα εικονίσματα

που τάπλεναν με κρασί

στις μεγάλες γιορτές.

Όλα τούτα είναι δικά σου,

μήν τ’ αρνιέσαι.

Κι αν φύγανε, είναι ακόμα δικά σου.

Μες στα κλειστά ντουλάπια

κοιμούνται τα μυστικά της γενιάς σου

σαν παιδιά πεθαμένα από χρόνια

που πιά δεν τα λέει κανείς με τ’ όνομά τους.

Και τα νομίζεις σκοτεινά

καθώς ψάχνεις ένα απόγευμα

που φύγαν όλοι από το σπίτι,

όσο πού, έτσι ξαφνικά,

μες στα παλιά χαρτιά και στις φωτογραφίες

βρίσκεις μια κάρτα πασκαλιάτικη

με κόκκινα αυγά κι ένα κουνέλι.

στην κόχη του ματιού,

και μία πίκρα στυφή κάτω απ’ τη γλώσσα.

Πώς μας ζητάνε τώρα να τους τραγουδήσουμε;

Τώρα πώς να το πούμε το τραγούδι μας;

Οι δρόμοι δείχνουνε τις άδειες τσέπες τους

στα σύννεφα και στους περαστικούς.

Τώρα, πώς να το πούμε και σε ποιόν.                

               

      Γεννήθηκε στα 1949 στην Αθήνα. Βρίσκεται στο τέταρτο έτος της Φιλοσοφικής. Σπούδασε ξένες γλώσσες. Η ποίησή της μαρτυρεί επεξεργασία. Εκείνο που ξεχωριστά σημειώνεται όμως είναι η ξαφνική μετάβαση μέσα στις εικόνες της από τον κόσμο της εφηβικής ηλικίας στον φιλοσοφικά οργανωμένο κόσμο του σκεπτόμενου κύτταρου του καιρού μας. Μια απλή αφηγηματική τεχνική μέσα από μια ευρηματικότητα ποιότητας.

       Τα  πριν  της  κεντρικής Αφήγησης

          Ξεκινώντας από τα γνωστά μας, θα αφηγηθούμε και εμείς με την σειρά μας την μικρή μας αναγνωστική ιστοριούλα πρόσληψης των ποιητικών αφηγήσεων της ποιήτριας και μεταφράστριας Τζένης Μαστοράκη. Για όσους αναγνώστες και αναγνώστριες της Ελληνικής Ποίησης και ιδιαίτερα της περιλάλητης Γενιάς του 1970 και ακόμα πιο ειδικά με τις γυναικείες φωνές της. Μια και θεωρούμε, αυτήν την «Χαλιμά» [βλέπε την γυναικείων σεξουαλικών και φροϋδικών σπουδών (περί ονείρων) στο έργο της Μαστοράκη αναφορά, στην μελέτη της Karen Vam Dyck, Η Κασσάνδρα και οι λογοκριτές], της  γυναικείας ελληνικής ποιητικής παρουσίας μία από τις πιο ενδιαφέρουσες και σημαντικότερες ή έστω, μία από τις επιφανέστερες γυναικείες ελληνίδες φωνές της Γενιάς της, που ταξίδεψε πρόσφατα Τρίτη 30 Ιουλίου 2024 για το αιώνιο της μνήμης και της γραφής ταξίδι για να συνεχίσει τις αφηγηματικές της προσωπικές ιστορίες. Την Τζένη Μαστοράκη ή κάτω από έναν διαφορετικό της αρχαιογνωσίας και ποιητικής πολυπολιτισμικής αφηγηματικής παραμυθίας συμβολισμό, "Ιφιγένειας". Έτσι μας την νοηματοδοτεί σε κριτικό του σημείωμα ο κυρός καθηγητής Γιώργος Σαββίδης στην εφημερίδα «Το Βήμα». «Παίζοντας κάθε τόσο (συνήθως κατά μόνας) ένα γραμματολογικό παιχνίδι….». Βλέπε προηγούμενο πληροφοριακό ηλεκτρονικό σημείωμά μας 1 Αυγούστου για την ποιήτρια-αφηγήτρια. Γιατί η πολύ καλή ποιήτρια και εξίσου αξιόλογη βραβευμένη μεταφράστρια, είχε το χάρισμα να μεταφράζει σε σωστά και καθαρά ελληνικά, κρατώντας την ποιότητα και ακρίβεια του λόγου τόσο των πρωτότυπων κειμένων, τη γλωσσική μουσική ρυθμολογία του ύφους των συγγραφέων όσο και κατά την μεταφορά τους στα ελληνικά την σαφήνεια, το μέτρο, την ακρίβεια που απαιτεί η ελληνική γλώσσα, από μία ποικιλία γλωσσών, διαφορετικών ειδών γραφής (ποίηση, πεζό, θέατρο, δοκίμιο, θεωρητικά κείμενα της λογοτεχνίας, μουσικά λιμπρέτα, ιστορικές μελέτες κλπ.). Ίσως και σε μικρή «αντιδιαστολή;» με τον καθαρό ποιητικό της λόγο και το ύφος της αφήγησής της. Φυσικά, μην παραβλέποντας ότι στην πρώτη περίπτωση (αυτής της μετάφρασης) μας αφηγείται ιστορίες άλλων που της κέντρισαν το ενδιαφέρον και αισθάνθηκε μία συγγένεια, συγκίνηση, με σεβασμό και ευσυνειδησία δίχως άχρηστες παρεμβάσεις, ενώ στην δεύτερη, της πρωτογενούς γραφής της, μας αφηγείται ιστορίες γυναικείου ενδιαφέροντος ατομικές της (και των θηλυκών ατόμων της γενιάς και περιβάλλοντός της, η αντρική παρουσία συνήθως παραμένει στην σκιά, ανενεργή, ο λειτουργικός της ρόλος μέσα στην αφηγηματική τεχνική είναι μόνο η αφορμή) έστω και αν τα όχι μεγαλόστιχα ποιήματά της, και η σχετικά με τον συνολικό βιολογικό της χρόνο έναρξη της ενασχόλησής της με την γραφή, είναι μικρή η ποιητική της κατάθεση, σε σχέση με άλλες γυναικείες και αντρικές ποιητικές φωνές. Τέσσερα όλα κιόλα τα ποιητικά της βιβλία. Η ποιήτρια Τζένη Μαστοράκη κυκλοφορεί ποιητική της συλλογή όταν η ίδια θεωρεί ότι έχει να μας αφηγηθεί κάτι, νιώθει την ανάγκη να μας πει κάτι διαφορετικό και όχι για να κρατηθεί στην ποιητική επιφάνεια της Γενιάς της. Τα Ποιήματά της διαθέτουν ευρεία διακειμενική ποικιλία τόσο από έργα της ελληνικής όσο και από αυτά της ξένης παράδοσης. Δεν ξέρω αν είναι ακριβές να γράφαμε ότι οικοδομούνται στους νοηματικούς φωτισμούς τους με «ξένα» υλικά καλοχωνεμένα και αφομοιωμένα παραθέματα. Σημαντικές φωνές της ελληνικής ποίησης όπως ο γενάρχης Διονύσιος Σολωμός, αποσπάσματα συγκεκριμένων στίχων του Λορέντζου Μαβίλη, ο Γεώργιος Βιζυηνός, η δημοτική μας ποίηση και το κλίμα των παραμυθιών με την έννοια της παραμυθίας και άλλες προσμείξεις είναι εμφανείς στην ποιητική της ύλη. Δίχως να αγνοούμε ότι η ποιήτρια φλερτάρει ανοιχτά και πετυχημένα με το κίνημα του υπερρεαλισμού στην επιθυμία της να μας αφηγηθεί τις γυναικείες ιστορίες της όχι με τον κλασικό και «κατεστημένο» τρόπο των παλαιότερων γενεών ποιητών, να απαντήσει στις διαφορετικές κάθε φορά πολιτικές και κοινωνικές καταστάσεις της εποχής της (αλλά και στην χρήση γλώσσας άλλων ελλήνων ποιητών, βλέπε Οδυσσέα Ελύτη) και πως τις εκλαμβάνει και αφομοιώνει συνειδησιακά και ποιητικά, και στο τι τρόπους και τεχνικές της γραφής σκαρφίζεται, τι λεξιλόγιο χρησιμοποιεί για να τις υπερβεί εντάσσοντας το γυναικείο όλο και θηλυκή ματιά στην ποίησή της. Λες και αρχινούν οι γυναικείες ποιητικές σπουδές στην Ελλάδα εννοώ του Φύλου με την φωνή της. «Όταν μετά το ’60 και ιδιαίτερα μετά το ΄70 , οι γυναίκες πυκνώνουν τις γραμμές της ποίησης, με βίωμα αυτό το αρνητικό κληρονόμημα, υπεραμύνονται για το ενιαίο του ανθρώπινου ψυχισμού και την υπεράνω φυλετικών διακρίσεων αποτίμηση της ποιητικής πράξης. Οι σχετικές εκτιμήσεις παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις, συναινούν  σε ένα σεβαστό αριθμό ποιητριών με σημαντικό έργο. Όμως, η επιδίωξη της ισοτιμίας συχνά υπερβαίνει τα όρια υποβιβάζοντας την ειδοποιό διαφορά που αδιάκοπα ελλοχεύει. Από την τραυματική είσοδο στο βραχύβιο ιδιωτικό χωρό-χρόνο, η εμπειρία, βεβαρυμένη ήδη από γενετικές καταβολές, σμιλεύεται με πανάρχαια παράδοση ανισοτιμίας όπου μέσα της έχουν οριστικά χαθεί τα ίχνη του πλατωνικού «Ανδρόγυνου»….. Σημειώνει μεταξύ άλλων στο κριτικό της σημείωμα η κριτικός Μαίρη Θεοδοσοπούλου, στο περιοδικό «Αντί» τχ.434/  5-4-1990.

Φυσικά, όπως με θαυμαστό και εκπληκτικό τρόπο μας φανερώνουν η πρώτη φορά εμφανιζόμενες 10 αφηγηματικές της ιστορίες (τις αντιγράφουμε παραπάνω) της ποιητικής της σύνθεσης με τον εύστοχο και προσδιοριστικό τίτλο «Το συναξάρι της αγίας νιότης» με διευκρινιστικό αλλά όχι αδιάφορο και περιττό υπότιτλο «- ημερολόγιο μιάς μακρινής ηλικίας-», η παρουσία των τεχνικών της γραφής, της απλότητας και αμεσότητας, της οικειότητας της προφορικότητας του λόγου, της καθαρότητας της έκφρασης της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου είναι κάτι παραπάνω από έκδηλη. Χωρίς ευτυχώς να υιοθετεί τον προπαγανδιστικό κομματικό οίστρο την ποιητική ιδεολογικά στρατευμένη νοηματική της ποίησης του μεγάλου ποιητή της Ρωμιοσύνης, παρά μόνο, την αυθεντική λαϊκή του ματιά, τον νεανικό του ενθουσιασμό, την περιπέτεια της καθημερινότητάς του. Η νεαρή, έφηβη ποιήτρια, χρησιμοποιεί άλλα ποιητικά τεχνάσματα, εφευρίσκει άλλους τρόπους ώστε να απαντήσει- όπως και άλλοι ποιητές και ποιήτριες της γενιάς της-να ξεπεράσει τους σκοπέλους της λογοκρισίας μια και ανθίζει ηλικιακά η νεότητά της μέσα σε ένα δικτατορικό καθεστώς. Μία περίοδος που είχαν αρχίσει να τρίζουν τα θεμέλιά του και οι νεότερες γενιές των ελλήνων και ελληνίδων ποιητών, με ένα πνεύμα ατίθασης ανεξαρτησίας και ελευθερίας, θέλοντας να κερδίσουν τον χαμένο χρόνο της ζωής τους και του πολιτικού τους βίου, στην δεδομένη περίπτωση της Γενιάς του 1970, της τρίτης μεταπολεμικής γενιάς, μετά και τον θάνατο και την πάνδημη αντιστασιακή κηδεία του πρώτου ελληνικού Νόμπελ, του ποιητή Γιώργου Σεφέρη, ένιωθαν την φουρτουνιασμένη επαναστατική και αντιστασιακή τους διάθεση να κοχλάζει, να αναζητούν διεξόδους να εκφραστούν ποιητικά, πεζογραφικά, θεατρικά, εικαστικά, μουσικά, να στεριώσουν σιγά-σιγά την δική τους ποιητική φωνή, να δηλώσουν την «άλλη» γραφή και αδέσμευτη πνευματική παρουσία, πέρα από τα καθιερωμένα και κατεστημένα περιβάλλοντα. Ήταν η δύσκολη και ομιχλώδη πολιτική και κοινωνική περίοδο όπου η Γενιά του 1970 άρχιζε να σχεδιάζει την δική της προσωπογραφία και να ιχνομυθεί και δημιουργεί την δική της μυθολογία. Εδώ ας μας επιτραπεί μία μικρή αναγκαία παρένθεση. Οι Γραμματολόγοι και οι ιστορικοί της ελληνικής λογοτεχνίας και οι διάφοροι ερευνητές και μελετητές της ποιητικής και άλλων μορφών τέχνης της παραγωγής της Γενιάς του 1970 ενδέχεται, μπορεί, να παραβλέπουν την σημαντική προσφορά, ή να μην δίνουν και τόση μεγάλη βάση στα γραφόμενα του στιχουργού και ποιητή Δημήτρη Ιατρόπουλου, και της μικρής ομάδας εχόντων ποιητική ευαισθησία και γνώσεις που τον συνοδεύουν, (σύμβουλος έκδοσης ο Θωμάς Γκόρπας)  στην απόφασή του να κυκλοφορήσει τον τόμο «Ποιητική αντιανθολογία ‘71», τον Ιανουάριο του 1971 σε 1500 αντίτυπα σε χαρτί σαμουά μάτ για λογαριασμό του  αντιανθολόγου. Δεν είναι μόνο οι διαφορετικές επιλογές και ταξινομήσεις που κάνει ο έμπειρος και πρωτοπόρος ποιητής, τα εύστοχα σχόλια για παλαιότερες ανθολογίες, δεν είναι μόνο η μέθοδος «Η λερναία ύδρα» ποιητικού κολάζ που εφαρμόζει, δεν είναι μόνο η παρουσίαση για πρώτη φορά 4 πρώτων συλλογών, των (Δημήτρη Καντακουζηνού, Πάνου Καπώνη, Τζένης Μαστοράκη, Χάρη Μεγαλυνού) είναι η εστίαση του ποιητικού ενδιαφέροντος του Δημήτρη Ιατρόπουλου σε Νέους Ποιητές- άντρες και γυναίκες, η ανάδειξή τους-οι οποίοι του έστελναν τα χειρόγραφά τους-όταν άλλοι μεγαλόσχημοι κριτές ούτε καν τα διάβαζαν ή τους απαντούσαν- ενώ ο ίδιος μαζί με το επιτελείο του τα διάβαζαν και ορισμένα δημοσιεύτηκαν στην Αντι- Ανθολογία. Όπως επίσης ενδιαφέρον όχι μόνο για την εποχή του παρουσιάζει, βλέπε το «Σχήμα Τέταρτο» της Αντιανθολογίας όπου μας παρουσιάζεται μια «άλλη ποίηση;». «Η ζωή ίσως; Μια αντιποίηση μήπως ή μια απλή καταγραφή του ποιητικού δυναμικού της ζωής;». Μας λέει: «Ένας μουσικοσυνθέτης, ένας αστρολόγος- ερευνητής, ένας επιληπτικός και μια τριάδα ατόμων με ψυχολογικά προβλήματα μετά από ένα τεστ, είναι το πρώτο δείγμα που παρουσιάζουμε μιας τέτοιας ποίησης…..» σ. 179. διαβάζουμε την εμφάνιση ενός παραληρηματικού λόγου, μιάς παραληρηματικής γραφής. Μέσα σε αυτό το υγιές ποιητικά και αντικομφορμιστικό και πνευματικής ανεξαρτησίας περιβάλλον, το βιβλίο του Δημήτρη Ιατρόπουλου, κάνει την εμφάνισή της για πρώτη φορά η νεαρή ποιήτρια και μεταφράστρια αδερφή του δημοσιογράφου και σκηνοθέτη Νίκου Μαστοράκη. Ενώ περίπου τρία χρόνια αργότερα, μερικούς μήνες πριν την πτώση του στρατιωτικού καθεστώτος θα κυκλοφορήσει ως του προηγούμενου έτους συνέχεια ο ογκώδης τόμος «Κατάθεση ΄74» εκδόσεις Μπουκουμάνη με κείμενα δεκάδων σημαντικών ανθρώπων του πνεύματος και των τεχνών της εποχής, σαν αντιδικτατορική συνέχεια (;) των «Νέων» και των «18 Κειμένων». Η ποιήτρια Τζένη Μαστοράκη που έχει κάνει ήδη την εμφάνισή της στα γράμματα και έχει κυκλοφορήσει την πρώτη της ποιητική συλλογή, "Διόδια" θα συμμετέχει με 4 Ποιήματά της. Δύο άτιτλα «Το νυφικό κρεβάτι», «Υπόγεια κυνηγητά», και δύο κάτω από τον γενικό τίτλο: «Βυζαντινή τοιχογραφία: το παληκάρι, χαράματα Κυριακής των Βαϊων» σελ. 342-345. Τα ποιήματα αυτά, που μάλλον προέρχονται και από το κλίμα των φιλολογικών της σπουδών έμειναν εκτός της ποιητικής ύλης των τεσσάρων αυτόνομων συλλογών της, καθώς και ο συνθετικός της εφηβικός ποιητικός προάγγελος «Το συναξάρι της αγίας νιότης». Είναι τα γυναικεία ποιητικά της βαδίσματα πριν την θηλυκή της ωριμότητα και ενηλικίωση. Από εδώ και έπειτα αρχίζουν τα βαδίσματα και οι μικρές ποιητικές και πεζές της εξιστορήσεις. Γίνεται μία αφηγήτρια της δικής μας συγκίνησης, με γνώμονα πάντα την καλλιέργεια και την όσο το δυνατόν δωρική απόδοση και νοηματοδότηση της ελληνικής γλώσσας, των ιδιαίτερων αστραφτερών λέξεων που χρησιμοποιεί στα Ποιήματά της. Λέξεις σαν απαστράπτουσες πετρούλες που είναι μέρος ενός μεγάλου πολύχρωμου ποιητικού κοσμήματος. Μας χαροποιούν σαν τα χρυσωμένα μικρά αγγελάκια με τα οποία στολίζαμε τα τζάμια των παραθύρων την περίοδο των Εορτών, τις πολύχρωμες μπάλες του Χριστουγεννιάτικου δέντρου. Μία δύσκολη και φορές άγνωστες λάμπουσες λέξεις, φωσφορίζουσας ποιητικής ευωχίας. Όπως προαναφέραμε, αναγνωρίζουμε μέσα στην ποιητική της ύλη δεκάδες ονόματα και πολιτισμικά, μυθολογικά και μυστηριακών συμβολικών αναφορών σύμβολα, τα οποία όχι μόνο ενδέχεται αλλά και δεν αναγνωρίζει με την πρώτη ματιά ο αναγνώστης ή ακούει για πρώτη φορά μέσα στο σώμα της ποίησης. Εξαρτάται πια από τις 4 συλλογές της διαβάζεις ή τέλος πάντων ερευνάς και τις ευχαριστιέσαι εν συνόλω. Ο προφορικών αναφορών αφηγηματικός λόγος της από συλλογή σε συλλογή αλλάζει την γενική της διαπραγματευτική πανοπλία. Γίνεται-και δεν είναι άδικο να το αναφέρουμε- κομμάτι αναγνωστικά δύσκολος για το ευρύ κοινό της ποίησης, ίσως και για μερίδα ποιητών. (αρκετά χρόνια αργότερα ο ποιητής Γιάννης Υφαντής θα ενσωματώσει στην ποίησή του αρχέγονα σύμβολα και θα ανθολογήσει έργα της άπω ανατολής και όχι μόνο) εκπέμπει με μία «μυστηριώδη» επιθυμία, την ξεχωριστή ατομικότητα της γυναικείας της κρυπτικότητα, μέσα από τα διαφορετικά κράματα της αφηγηματικής της ποιητικής και πεζής εκφραστικής.  Όπως και στην Καβαφική (ιστορική) περίπτωση χρειαζόμαστε ένα μικρό ερμηνευτικό λεξικό των ονομάτων και των προσώπων που σπονδυλώνουν την ποίησή της. Ανεξάρτητα πάντως από τις επιμέρους διαφοροποιήσεις των ποιητικών της συνθέσεων και εστιάσεις της γυναικείας οπτικής της, η ποιητική της αφηγηματικής της φωνής κρατώντας την ποιότητά της ρητορικής της παραμένει η ίδια, υψηλών προδιαγραφών ισοτονία και εξελίσσεται εσωτερικά δίχως να είναι εμφανής ή να λέγεται ρητά η συνέχεια. Το εύρος και η ποικιλία των αναγνωστικών της ενδιαφερόντων από την νεαρή της ηλικία υπήρξε μεγάλο. Μουσική, Θέατρο, Λογοτεχνία, Αστυνομική πεζογραφία, αναγνώστρια της αρχαίας ελληνικής Μυθολογίας, των ιερών Βιβλίων της Ιουδαϊκής και Χριστιανικής Θρησκείας, Ιερών και μυστικών Γραφών της πολιτισμικής παμπάλαιας προφορικής ιστορίας και παράδοσης των άλλων Λαών. Μπορεί αυτός ο πολιτισμικός οικουμενικός πλούτος να ενσωματωθεί μέσα στα σύγχρονα ρεύματα της μοντέρνας ελληνικής ποίησης; θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε. Αυτή η διακειμενική συνομιλία να περάσει, διοχετευτεί χωρίς μεγάλους κραδασμούς και απώλειες (και για τις δύο πλευρές) και να αφομοιωθεί από την ελληνική προφορική και γραπτή εκφραστική; Το παλαιότερο παράδειγμα του ποιητή και φιλόσοφου Νίκου Καζαντζάκη είναι ακόμα νωπό. Και πάλι η Γλώσσα είτε στην πρωτοτυπία της είτε στην απόδοσή της έχει όπως φαίνεται τον τελευταίο λόγο. Το βέβαιο πάντως είναι ότι η ποιήτρια και μεταφράστρια Τζένη Μαστοράκη επέλεξε την μοναχική και «δύσκολη» πλευρά της γραφής και ποιητικής λειτουργίας, αυτήν της εξιστόρησης των συμβάντων, της αφήγησης των πολύ παλαιότερων και σύγχρονών της γεγονότων και  καταστάσεων, κάτω από το γυναικείο πρισματικό καθρέφτη και ασφαλώς της αφηγήτριας ιστοριών. Της αφηγήτριας που βλέπει, ακούει και συμμάζει ότι λάμπει και φωτίζει την ανθρώπινη κατάσταση.

    Όπως στις "Χίλιες και Μία Νύχτα" της Ανατολής, αυτά τα της μυστικής και λάγνας Ανατολής συναξάρια παραμυθιών, τα οποία εξιστορούσε κάθε βράδυ η Χαλιμά για να νανουρίσει και μαγέψει τον Πρίγκιπα της Ανατολής, τον καλό της, και εκείνος να μην την βαρεθεί ερωτικά, και να κερδίσει έτσι μία ακόμα Νύχτα της δικής της ζωής, με την ίδια μέθοδο και η ποιήτρια Τζένη Μαστοράκη, ενδύεται μία συγγενική της Ποίησης εσθήτα, αυτήν της Παραμυθούς, (προσοχή όχι παραμυθατζούς) όπου συγκεντρώνει κοντά της όλους τους αστροκολασμένους και ονειροπόλους, και αφηγώντας τους τις ποιητικές και πεζογραφικές ιστορίες της, παραμένουμε ξάγρυπνοι όλοι μαζί κάτω από το έναστρο σύμπαν, μιλώντας και συζητώντας για την Ομορφιά του Κόσμου.

ΥΓ.  Οι αναγνώστες ή αναγνώστριες της πρώτης αυτής ποιητικής παρουσίας της ποιήτριας και μεταφράστριας Τζένης Μαστοράκη, στο δεύτερο αυτό σημείωμα στα Λογοτεχνικά Πάρεργα, οφείλουν να έχουν υπόψη τους την γλώσσα που χρησιμοποιούσανε οι νέοι και οι νέες της εποχής. Μερικά χρόνια πριν την τελευταία και οριστική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση μετά την μεταπολίτευση του 1974. Το μνημονεύω αυτό για να διευκρινίσω ότι κατά την ηλεκτρονική αντιγραφή των Ποιημάτων πολλές λέξεις κοκκινίζονταν εξαιτίας του άλλου λεξιλογίου των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Επειδή το θεωρώ εκνευριστικό να είναι μία σελίδα όλο κόκκινες γραμμές (λες και είμαστε σχολιαρόπαιδα), διόρθωσα την ορθογραφία ορισμένων λέξεων δίχως να θέλω να χτενίσω τα ποιήματα. Αυτοί που καταλαβαίνουν κατανοούν, εξάλλου ο προσδοκώμενος στόχος είναι η ανάγνωση και η  ευχαρίστηση, η απόλαυση των πρώτων αυτών  ποιημάτων της ποιήτριας- αφηγήτριας Τζένης Μαστοράκη από νεότερες γενιές και παλαιότερες αναγνωστών όχι μόνο της Γενιάς του 1970. Όσο για το ημιτελές και πρωτόλειο σημείωμα μετά το τέλος των Ποιημάτων, το μεταφέρω για να τιμήσω και το όνομα του Αντιανθολόγου ποιητή και στιχουργού Δημήτρη Ιατρόπουλου. Του πνευματικού και ελεύθερου δημοκρατικού φρονήματος ανθρώπου της ελληνικής γραμματείας που πριν από τον Γ. Ρ. και την αλησμόνητη εκδότρια του "Κέδρου" Νανά Καλλιανέση, διείδε το ταλέντο και την ποιητή αξία της έφηβης Τζένης Μαστοράκη, ενθαρρύνοντάς την έφεσή της στο γράψιμο και συμπεριλαμβάνοντάς την στην «Ποιητική αντιανθολογία» του.         

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς 3-4 Αυγούστου 2024      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου