ΚΟΤΙΝΟΣ ΣΤΟΝ
ΑΓΓΕΛΟ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟ
ΤΡΙΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ
ΤΟΥ
ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΕΥΘΥΝΗΣ
Νούμερο 11/11,1980, σ. 192
Δεύτερη Έκδοση,
διαστάσεις 16.5Χ 25, δραχμές 500
[ΤΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ
ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΤΗΣ «ΕΥΘΥΝΗΣ» ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟ ΓΙΑ ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΤΟΝ ΝΟΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 1980 ΣΤΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Κ.
ΠΑΡΙΣΙΑΝΟΥ ΣΤΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΑΤΤΙΚΗΣ]
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΕΥΘΥΝΗ, 7-8,
ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ ΜΥΣΤΗΣ
ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ
ΜΥΣΤΗΣ
Στο χρόνο που μας έρχεται
συμπληρώνονται κιόλας 30 χρόνια από τότε που ο Άγγελος Σικελιανός σφάλισε τα
μεγάλα μάτια του κι έφυγε ανηφορίζοντας στα ουράνια, απ’ όπου στα 1884 είχε
κατέβει στη γη.
Για τέτοιους αντρειωμένους του
πνεύματος η μνήμη της θανής δεν φέρνει δάκρυα αλλά θάμβος στην ψυχή και στο νου
έξαρση και φωτισμό. Με τέτοια αισθήματα και καθώς ο κηλιδωμένος αυτός αιώνας
γέρνει προς τη δύση του, στεκόμαστε σ’ ένα καταράχι κι αντικρύζουμε πάλι τον
Σικελιανό, φορτισμένοι με την πείρα πικρών ημερών και τη θανάσιμη αγωνία μιάς
εποχής που σύντριψε πολλές βεβαιότητες της ψυχής και μας βύθισε στην ταπείνωση
μιάς ανθρώπινης σχετικότητας των πάντων. Τον αντικρύζουμε τρισμέγιστο κι
ολόφωτο, πνευματικά ακέραιο και ποιητικά εγκυρότατο, να συγκερνά, να συντήκει
μέσα στο εύρος της τιτάνιας έμπνευσής του και στον τόνο του ποιητικού του λόγου
ολόκληρο τον Ελληνισμό, από την αρχαιότητα ως τα νεώτερα χρόνια.
Είναι ποιητής σπανίου διαμετρήματος,
είναι μύστης και ιεροφάντης. Έφερε τον ποιητικό λόγο στα χείλη πυθικά, έφτασε
την ελληνική παράδοση σε μιά ώρα που ξανάγινε επίκαιρη, βιώσιμη, κι έδειξε την
αιώνια ειδή της μέσα στην πενιχρότητα μιάς ζωής, του τόπου μας, βασανισμένης
από την Ιστορία.
Σ’ αυτόν βρίσκουμε, σε κράση μοναδική,
την ευρωστία του λόγου και την υψηλοφροσύνη του ήθους, τον ένθεο οραματισμό και την συνείδηση της
εθνικής αποστολής, τον βάρδο και τον απόστολο, τον Έλληνα και τον άνθρωπο, στην
μεγαλοσύνη και το ακήρατο κάλλος τους.
Ήταν και ε ί ν α ι ο Άγγελος Σικελιανός ένα ανάστημα γιγάντιο,
αξεπέραστο του πνευματικού μας βίου, μιά γενναιόδωρη ψυχή και μιά βαθιά φιλάνθρωπη
καρδιά.
Η «Ευθύνη», με το Τετράδιο αυτό,
επιθυμεί να τον ορθώσει ως υπόδειγμα, στο σύνορο των καιρών, επικεφαλής των
Νέων Ελλήνων: υπόδειγμα υψηλού έργου και νοηματισμένου βίου που εξαγίασε η
αγάπη στην Ελλάδα και η πίστη στην ιερότητα του ποιητικού λόγου.
Οι δάφνες πού τον σκεπάζουν θα
παραμένουν αμάραντες στον αιώνα!
Η «ΕΥΘΥΝΗ»
-ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, 9-11, Ο «ΕΝΘΕΟΣ» ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
Ο «ΕΝΘΕΟΣ» ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
Ο Άγγελος Σικελιανός ήταν «ένθεος». Δεν
ξέρω, αν μπορούμε να το πούμε για άλλο νεοέλληνα ποιητή. Ο χαρακτηρισμός δεν
περιέχει αξιολόγηση με κριτήρια λογοτεχνικά. Με τη λέξη «ένθεος» (προτιμώ τον
αρχαιότερο αυτόν τύπο) χαρακτηρίζω τον «άνθρωπο» Σικελιανό. Ήταν –όσοι τον
γνώρισαν καλά θα συμφωνήσουν, νομίζω, μαζί μου- πλήρης θεού ή θεών. Τον κατείχε
το Θείο σε κάθε στιγμή της ζωής του. Ήταν αδιάκοπα, χωρίς ανάπαυλα, ποιητής. Η
ίδια η ανάσα του ήταν ποιητική.
Αλλά ο «ένθεος» ποιητής ήταν και
«ανθρώπινος, πολύ ανθρώπινος». ‘Έδινε πολλές φορές την εντύπωση, ότι ο Απόλλων
και ο Διόνυσος, που και οι δυό τους κατοικούσαν μέσα του («ώ Απόλλων
Διονυσόδοτε /και ώ Βάκχε Αθάνατε του νήφειν»!), τον είχαν απομακρύνει από τους
απλούς ανθρώπους του καθημερινού μόχθου, από το λαό. Η εντύπωση αυτή δεν
ανταποκρινόταν στη βαθύτερη αλήθεια του προσώπου του, του βίου του και του
ποιητικού του έργου. Όχι μόνον ύστερ’ από το 1940, έτος που σημείωσε μιά μεγάλη
καμπή στην ιστορία του λαού μας και στη δική του ζωή, αλλά και από τα πρώτα του
βήματα και οράματα ο Άγγελος Σικελιανός ήταν πολύ κοντά στο λαό. Είκοσι χρονών
έγραψε τον «Αλαφροΐσκιωτο», όπου διαβάζουμε τους στίχους: «Γύρα, στον κάμπο,
στα βουνά, παντού ο αδρός αργάτης. Δίπλα στ’ αμπέκια ο πιστικός αγρύπναε κι ο
δραγάτης. Ολούθε ο ιδρομέτωπος κυβέρναγε χωριάτης» Ο Άγγελος Σικελιανός, ο «ένθεος»,
ήταν πάντα, από τα νιάτα του, πολύ κοντά στο λαό. «Παντού ο λαός» και «ώ ο λαός
αγαπημένος!», λέει ο εικοσάχρονος ποιητής. Η συντροφιά των χωρικών, των
ανθρώπων του λαού γενικά, ήταν η πιό αγαπητή του συντροφιά. Υπερήφανος,
μεγαλόστομος, λαμπρός μπροστά στους «μεγάλους», ήταν απλός και ταπεινός μπροστά
στο «λαό». Τον αγάπησαν οι απλοί άνθρωποι του μόχθου. Από αυτούς προσδοκούσε
ταπεινά αγάπη, όχι θαυμασμό Πάρα πάνω από τον Απόλλωνα κατοικούσε μέσα του ο
Χριστός. Σωστότερα: Κατόρθωσε να ενώσει μέσα του σε ομοούσια τριάδα τον
Απόλλωνα, τον Διόνυσο, τον Χριστό.
Είχα την καλή τύχη να γνωρίσω πολύ
νέος τον Άγγελο Σικελιανό. Με οδήγησαν κοντά του, στο 1924, οι αλησμόνητοι
φίλοι μου αδελφοί Τουρνάκη, ο Γιάννης και ο Κώστας. Από τότε, ο δεσμός μου με
τον ποιητή γινόταν όλο και πιό εγκάρδιος. Βρεθήκαμε, τον ίδιο χρόνο της πρώτης
γνωριμίας μας, μαζί στην Ολυμπία. Εκεί του σύστησα έναν άλλο αλησμόνητο φίλο,
που αφοσιώθηκε στον ποιητή, τον Γιώργο Καρανικολό. Έζησα θαυμάσιες ώρες και
στην αητοφωλιά του, στους Δελφούς. Αργότερα, στο σπίτι του Κωστάκη και της
Ιωάννας Τσάτσου (στην Πλάκα, Κυδαθηναίων, 9) βρεθήκαμε πολλές φορές μαζί. Σ’
ένα δοκίμιο, που δημοσιεύθηκε στη «Νέα Εστία» (Δεκέμβριος 1977) *, διηγήθηκα δύο χαρακτηριστικά
περιστατικά του δεσμού μου με τον Άγγελο Σικελιανό: «Πήρε, το καλοκαίρι του
1939, από το υπουργείο Ασφαλείας την άδεια να με επισκεφθεί στο νησί της
εξορίας μου, για να συστήσει στη γυναίκα μου και σε μένα τη δεύτερη σύζυγό του,
την Άννα, και να μας απαγγείλει με την βροντερή φωνή του τα τελευταία ποιήματά
του. Ήρθε, στα πρώτα έτη της Κατοχής (φθινόπωρο του 1941) στο σπιτάκι της
στενής, τότε, οδού Αρδηττού- στέκεται ακόμα ανάμεσα σε πολυκατοικίες το σπιτάκι
αυτό της γυναίκας μου- για να μας φέρει λίγα τρόφιμα (φρούτα). Έβρεχε. Από το
παλιό ταβάνι περνούσαν πηχτές σταγόνες βροχής. Μας βοήθησαν να απλώσουμε και να
στηρίξουμε ψηλά ένα σεντόνι».
Η Κατοχή και η Αντίσταση δεν
μεταμόρφωσαν, όπως νομίζουν ίσως πολλοί, τον Άγγελο Σικελιανό. Ο ποιητής-ο
άνθρωπος- έμεινε ο ίδιος. Έζησε τα γεγονότα, τα μεγάλα, τα δραματικά, με την
ίδια καρδιά, που είχε φυτέψει μέσα του- το όραμά της ήταν αδιάκοπα μπροστά του-
η Μάνα του. Ο εικοσάχρονος λέει στον «Αλαφροΐσκιωτο»: «Εμέ, λεχώνα η μάνα μου,
στη μπόρα τη μαρτιάτικη πούχε τα ουράνια ανοίξει, εσκιώθη και με πήρε στην
αγκάλη της, τον πρώτο κεραυνό για να μου δείξει!» Είχε, λοιπόν, από την κούνια
του, προετοιμαστεί για να υποδεχθεί στους κεραυνούς της Φύσης και της Ιστορίας.
Τα μεγάλα γεγονότα τον έδειξαν ακόμα μεγαλύτερο. Αλλά ήταν πάντα μεγάλος. Και ο
ποιητικός του λόγος ήταν μέγας. Περ’ από τα γνωστά είδη ποιητικού λόγου ή και
από τις διάφορες «σχολές» και «μόδες», ο ποιητικός λόγος έχει πολλές ηχητικές
βαθμίδες, που- από το pianissimo ως το fortissimo- αντιστοιχούν σε διαφορετικές
ιδιοσυγκρασίες. Υπάρχει ο χαμηλόφωνος ποιητικός λόγος, που μπορεί νάναι κι’
αυτός βαθύς, πολύ βαθύς, και υπάρχει και ο ποιητικός λόγος, που χτυπάει στα
τύμπανα της ακοής μας σαν τις καμπάνες της Αναστάσεως. Μεσ’ από τα ποιήματα του
Άγγελου Σικελιανού- από τον «Αλαφροΐσκιωτο» ως τα δυό δραματικά μεγαλουργήματά
του – «Ο Χριστός στη Ρώμη» και «Χριστός Λυόμενος (Ο θάνατος του Διγενή)»,
χτυπούν οι καμπάνες της Αναστάσεως.
*Το
δοκίμιο αυτό αναδημοσιεύθηκε στον τόμο: Π. Κανελλόπουλου, Δοκίμια και άλλα
κείμενα σαράντα πέντε ετών (1935-1980) Θεσσαλονίκη, Εγνατία 1980, σελ. 318-326.
-Ι. Μ.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, 12-17, ΑΓΓΕΛΟΣ
ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ (ένας χαρακτηρισμός)
-Ε. Π.
ΠΑΠΑΝΟΥΤΣΟΣ, 18-21, ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
-Π.
ΠΡΕΒΕΛΑΚΗΣ, 22-26, ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΣΤΟ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟ
-ΣΠΥΡΟΣ
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, 27-31, ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟ
-ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ
ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ, 32-34, ΜΝΗΜΗ ΑΓΓΕΛΟΥ
ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ
-ΓΙΩΡΓΟΣ Π.
ΣΑΒΒΙΔΗΣ, 35-43, Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΜΥΘΟΣ
ΣΤΟΝ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟ
-ΟΛΓΑ ΒΟΤΣΗ, 44-50, Η ΕΙΚΟΝΑ
ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ
ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ
-ΝΙΚΟΣ Δ. ΚΑΡΟΥΖΟΣ, 51-53, Ο ΕΜΠΕΔΟΚΛΕΙΟΣ
ΑΛΗΤΗΣ ΜΕΣΑ Σ’ ΕΝΑ ΤΑΞΙ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΒΑΛΕΡΥ
Ο ΕΜΠΕΔΟΚΛΕΙΟΣ ΑΛΗΤΗΣ
ΜΕΣΑ Σ’ ΕΝΑ ΤΑΞΙ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΒΑΛΕΡΥ
Δεν έχω την ανήλιαγη πρόθεση να ασκήσω
κριτική. Δεν είναι για μένα κάτι τέτοια. Η κριτική σχετίζεται με επιφυλάξεις,
το συνηθέστερο, χάνοντας απ’ τα μάτια της την ολικότητα. Η αίσθηση μονάχα
υπάρχει στο δικό μου λογαριασμό. Πού ταυτίζεται με φ υ λ ά ξ ε ι ς του ορατού
μέσα στο αόρατο και γνωρίζει, μόνη της, αυτή, να οδεύει προς το φώς του
θανάτου. Τύπος αμύθητος της φυσικής μεταφυσικότητας αναδείχθηκε ο απρόσκλητος
στο χώρο της παχυλότερης υλοφροσύνης Άγγελος Σικελιανός με την πενταθλητική
καρδιά του, τελείως μπετοβενικός. Τί με νοιάζει εμένα το πώς είναι και φλύαρος
και ανισότατος (και σ’ αυτό διαφέρει, ασφαλώς, από εκείνο το μεγάλο συνθέτη);
Άς ξανάρθει εύκολα στον ίλιγγο της ζωής και της Ελλάδας μιά τόσο πελώρια
αίσθηση… Δεν είναι κι άλλο του αίματος μυστικό. Η αίσθηση ή όπως ο ίδιος θάλεγε
η αισθαντικότητα. Στην ομιλία που έκανε το 1936 για τον Παλαμά («Ο Παλαμάς
ασκητής και μύστης») διαβάζουμε: «Τον προπερασμένο Σεπτέμβρη, πηγαίνοντας μιά
μέρα με το Βαλερύ, (δεν θυμούμαι πιά καλά από ποιό δρόμο που ‘ναι πίσω από την Place Vendome) , μ’ ένα ταξί στο σπίτι του,
συνεχίζαμε μιά κουβέντα για την εξαφάνιση από την πνευματική συνείδηση της
εποχής μας ενός κεντρικού, ενός ουσιαστικά- έλεγα εγώ- θρησκευτικού κριτηρίου,
που να φωτίζει με το γενικό του φώς και να διαστέλλει, και στις μέρες μας, την
επίπλαστην αισθαντικότητα των αναρίθμητων «ναρθηκοφόρων» της Τέχνης, της Σκέψης
και της Ζωής από την αισθαντικότητα των αυθεντικών δημιουργών, των καθαυτό
«Βάκχων», ως το θέλει το Ορφικό ρητό του Πλάτωνα, από την αισθαντικότητα που,
όπως το θέλει ο Γκαίτε κι ο Λεοπάρδι, αποτελεί, αυτή καθεαυτή, Αρετή.-Ναι,
εκατάληξεν ελλειπτικά ο Βαλερύ, όλα κρέμονται από την αισθαντικότητα. (Oui, tout est suspendu a la sensibilite.)».
Δεν είναι λίγες οι φορές που σκέφτηκα
πώς ο Άγγελος Σικελιανός, βιγλάτορας της θεότητας, θάπρεπε να περνούσε κατά
στιγμές ξαφνικές κι απροσμέτρητες σε εκείνη τη φώτιση της εκστατικής οντότητας,
την ονομαζόμενη απ’ τη διδασκαλία του βουδισμού Ζεν: Satori. Στην πλήρη αποσυσχέτιση από κάθε
σημάδι της ατομικότητας. Στο βαθύτερο υπαρκτικό γεγονός της ταυτότητας με το
Όλο. Αυτό που ισχυρίζομαι το φανερώνει κατ’ επανάληψη το ποιητικό του έργο,
μαρτυριέται όμως κι απ’ τη μεθυσμένη του καθημερινότητα.
Ο Άγγελος Σικελιανός προέχει, κυρίως,
ανάμεσα στους έλληνες ποιητές με το πιό καίριο και φλεγόμενο χαρακτηριστικό
του: τη χλιδή της αιωνιότητας. Μιλώντας υπό τα δάκρυα της έναστρης λύπης μου φαίνεται πώς κραυγάζει
«αυτοδοξάζομαι» (*) τείνει πάντα
ορθόκορμος με αδιάκοπη συνειδητότητα στου Απολύτου το δοξασμό και την άκλαυτη
βίωση. Ας μου επιτρέψει ο αναγνώστης να κλείσω τη σημείωση τούτη με ένα ποίημα
οπού πρίν από κάμποσα χρόνια δημοσίεψα στη «Νέα Εστία» με τίτλο «Άγγελος
Σικελιανός».
Χαντακωμένος μέσα στην
απόλυτη του βίου σημασία
μετάλαβε
το θάνατο καθώς το σώμα και το αίμα.
Πολύς
καιρός τον περιμένει ξέσκεπος
που
θαλαμεύεται ψυχρά
στη
νοητή ευθεία του μέλλοντος.
Αν
όχι της ενότητας η άκρα ευδαιμονία
τουλάχιστον
ο έρωτας.
Αν
όχι ο θεός ολάκερος- τουλάχιστον η χάρη.
Τί
νάτανε λοιπόν αυτός ο αποφασισμένος λύτης;
Άγριο
φυλλοβόλι, ταπεινό νερό ή μέτωπο
του
αντίχρονου πολέμου;
Συνταξιούχος
αργοναύτης ή λεπτεπίλεπτος αετός
έρημος
εκκλησόκηπος ή πότης στην Ελευσίνα;
Κ’
έχοντας την ορμή της επιείκειας
μήπως
ένας χριστιανός απ’ τους ρωμαίους;
Ό,τι
και νάτανε μαθήτεψε στη μεγαλοσύνη
πλούσια
ρημαγμένος.
Ψαλίδιζε
τις αστραπές μοίραζε τους ανέμους.
Τάβαζε
με τη λησμονιά ταυρίζοντας το Λόγο.
Κι
αν φύτευε αμπέλια έτσι θάτανε
κι
αν ξόδευε τη μοίρα στις παλαίστρες
έτσι
πάλι.
Μονάχος
έσυρε τον τράγο στο βουβό μαχαίρι.
Μονάχος
στάθηκε, νομίζω, και σ’ όλη τη ζωή του.
Φέρνοντας
ένα γύρο στην αμέτοχη ματιά
κείνη
που χάριζε τα νιόφυτα βιώματα.
Γλυστρώντας
ευόνειρος μεσ’ στα στήθη.
Τώρα
πλανιέται μακριά
στη
χαίτη των άστρων επιβάτης ακράτητος
με
το μαράζι του ήλιου.
Γι’
αυτό κι ο θάνατος τον ασήμωσε
μ’
ένα βαρύ τάλλαρο χρυσό
των
λαμπερών αγώνων.
(*) Με την έννοια που ο Ίμπν Μανσούρ, ο
μεγάλος «σουφί» του δέκατου αιώνα, ονόμαζε τον εαυτό του Θεό, λέγοντας: Ana Al Haq (Είμαι η Αλήθεια).
-ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΛΕΒΙΤΣΗΣ, 54-62, Ο ΑΛΑΦΡΟΪΣΚΙΩΤΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
-ΠΕΤΡΟΣ
ΧΡΟΝΑΣ, 63-71, ΣΤΟ ΣΤΑΘΜΟ
ΤΟΥ ΔΙΑΚΟΦΤΟΥ
-ΚΩΣΤΑΣ Π.
ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ, 72-84, ΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ
-ΚΩΣΤΑΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ, 85-89, Ο «ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΙΓΕΝΗ» ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ
Ο «ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ
ΔΙΓΕΝΗ» ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ
Ο Σικελιανός έγραψε το «Θάνατο του Διγενή»
ανάμεσα στο 1945 και το Δεκέμβρη του 1947. Το τελευταίο όριο δηλώνεται στην έκδοση
του Γαλλικού Ινστιτούτου που τύπωσε το έργο στο τυπογραφείο του Μηνά Μυρτίδη.
Το πρώτο όριο λογικά πρέπει να προχωρήσει πιό μπροστά για δυό λόγους: όπως
σημειώνει ο ποιητής στους «υπομνηματισμούς» του, στην ίδια έκδοση, το Νοέμβρη
του 1944 έπεσε βαριά άρρωστος για πολλές μέρες και τότε συνέλαβε τον πυρήνα του
έργου’ ο πρώτος αυτός λόγος οδηγεί στο δεύτερο’ η απόφασή του να γραφτεί ο
«Θάνατος του Διγενή» πρέπει να τον οδήγησε στη συγκέντρωση βιβλιογραφίας’ και
συναντήθηκε με τη μελέτη του Henri Gregoire που συνδέει τους Ακρίτες με την
αίρεση των Παυλικιανών (1942, Αμερική). Ο Σικελιανός ομολογεί πώς διάβασε την
μονογραφία του βέλγου βυζαντινολόγου «τρία χρόνια αργότερα», δηλαδή μέσα στο
1945.
Καταλήγω στο συμπέρασμα πώς το 1946
είναι η χρονιά που συστηματικά ο Σικελιανός συνθέτει την «Τραγωδία» του. Τα
γεγονότα που καλύπτουν τη σύνθεση είναι αυτό «που συνηθίσαμε να λέμε
«απελευθέρωση», τα Δεκεμβριανά, η Βάρκιζα, ο θάνατος του Βελουχιώτη, το δημοψήφισμα,
οι εκλογές και οι πρώτοι μήνες του εμφύλιου. Πρέπει να σημειώσω ακόμη πώς την
ίδια πάνω κάτω περίοδο εγκυμονούνται, γράφονται, τυπώνονται ή παίζονται: το
σχεδίασμα Τραγωδίας «Αντάρα στ’ Ανάπλι» του Θεοτοκά, τα «Ελληνικά νιάτα»
(Τραγωδία) του Ρώτα και η τραγωδία «Καποδίστριας» του Καζαντζάκη.
Οι παραπάνω παράλληλες πορείες
δηλώνονται μόνο ενδεικτικά, μόλο που θα μπορούσαν να στηρίξουν μιάν
ενδιαφέρουσα και διαφωτιστική αποδεικτική.
Δε μου διαφεύγει επίσης ότι αυτήν την
περίοδο εγκυμονείται η «Κίχλη» του Σεφέρη, ότι έχει λειτουργήσει βαθιά ο
«Μπολιβάρ» του Εγγονόπουλου και ότι ο Εμπειρίκος έχει βιώσει την εμπειρία του
«Δρόμου» στα Κρώρα (Δεκέμβρης ’44- κατάθεση Έκτορα Κακναβάτου).
Δεν σκοπεύω να κάνω εδώ συγκρίσεις’
αναφέρω μονάχα κάποιες δ ι α δ ρ ο μ έ ς που ανιχνεύουν το νεοελληνικό πρόσωπο
την ώρα που εξέρχεται καθημαγμένο από τη μεγάλη κρίση. Μ’ αυτήν την έννοια
θεωρώ το «Θάνατο του Διγενή» έργο βαθιά και καίρια πολιτικό, απάντηση σε μιάν
ορισμένη ιστορική πρόκληση. Ο Merlier προλογίζοντας την έκδοση του Ινστιτούτου το θεωρεί περίπου
«έργο οργής», ανάλογης με την οργή του ομηρικού Αχιλλέα.
Οπωσδήποτε ο «Θάνατος του Διγενή»,
είναι ένα έργο με θέση’ μιά θέση αιρετική και επαναστατική.
Πρέπει να ομολογήσω ότι δεν είναι
πάντα στον μελετητή εύκολη η ανίχνευση των ιδεολογικών δανείων του Σικελιανού’
όταν είναι βέβαιος ότι κρατάει στα χέρια του ένα κλειδί διαπιστώνει σε λίγο πώς
είναι αδύνατο να προχωρήσει στη δεύτερη ή την Τρίτη θύρα του ιδεολογικού
οικοδομήματος. Πάντως είναι ανιχνεύσιμα ψήγματα ουτοπικού σοσιαλισμού,
αναρχισμού, μανιχαϊσμού, υπαρξισμού και περσοναλισμού. Πολιτικές και κοινωνικές
ουτοπίες συμφέρονται με φιλοσοφικές ηθικές και ο υλοζωϊσμός απροσδόκητα
ανταμώνεται με το Νίτσε, το Μόργκαν, τον Έγκελς κάτω από την σκέπη του Έγελου.
Αυτή η πληθώρα των δανείων δεν προκαλεί καμιά σύγχυση ούτε στο νου του ποιητή
ούτε στο ποίημα.
Το έργο ισορροπεί στην περιοχή της
Τέχνης και για την ισορροπία εγγυάται η ποιητική πρόθεση.
Το έργο συλλαμβάνεται
σε μιά περίοδο που οι κοινοί αγώνες, οι κοινοί σκοποί και τα κοινά όνειρα
εγγυώνται μιά νέα ζωή. Στο Σικελιανό αυτό το όραμα της νέας ζωής περιέχει την
απαίτηση ενός νέου ήθους. Το «ξαναχτίσιμο της χτίσης» έχει ανάγκη από μιά νέα
συνείδηση για τον κόσμο’ μιά νέα χρήση του κόσμου.
Ο Σικελιανός φαίνεται πώς γοητεύτηκε από την ανακάλυψη του Gregoire που συνέδεε την αίρεση των
Παυλικιανών με τους Ακρίτες, τους αγώνες τους και το βίο τους στη Μ. Ασία. Ο
Παυλικιανισμός, που ίδρυσε κάποιος Κωνσταντίνος από τα Σαμόσατα, είναι μία νέα
εκδοχή του Μανιχαϊσμού, της απόπειρας δηλαδή να συνδεθεί ο Χριστιανισμός με τη
διδασκαλία των Ζωροάστρη’ κυριαρχεί στην περιοχή της Μ. Ασίας από το τρίτο
αιώνα μ.Χ., όταν ο πέρσης αιρεσιάρχης Μανιχαίος πρωτοεισηγήθηκε μιά τέτοια
σύνθεση. Ο Μανιχαίος δέχεται τον περσικό δυαλισμό μέσα στον Χριστιανισμό και
θεμελιώνει ένα δόγμα και μιά ηθική πάνω στην ανειρήνευτη πάλη καλού και κακού.
Οι Παυλικιανοί απορρίπτοντας την Παλαιάν Διαθήκη και την ιερή παράδοση
αποδέχονται μόνο το Ευαγγέλιο του Ιωάννη και εν μέρει του Λουκά και τις
επιστολές του Παύλου. Επιστρέφουν σε ένα πρωτόγονο χριστιανισμό με κοινωνικές
ρίζες και διαπροσωπικές σχέσεις. Απορρίπτουν το ιερατείο, είναι εικονομάχοι και
δε στέργουν τις τελετές, τις ακολουθίες και τα σύμβολα. Θρησκεύονται κατά
φύσιν, όχι όμως με την έννοια που έδωσε στον όρο ο Δαμασκηνός που τους πολέμησε
στο «κατά Μανιχαίων».
Στο κείμενο του Σικελιανού ένας σχολαστικός αναγνώστης θα
βρει κοντά στα άλλα και επιδράσεις από την παράλληλη σλαβική παραλλαγή του
Παυλικιανισμού, την αίρεση των Βογομίλων (αυτοί κυρίως απέρριπταν το σημείο του
σταυρού, κύριο μοτίβο στο «Θάνατο του Διγενή»), αλλά και θέσεις του Πελάγιου’ η
απόρριψη του προπατορικού αμαρτήματος και η απόλυτη προτεραιότητα της ελεύθερης
βούλησης που ακούγεται συχνά μέσα στο έργο του Σικελιανού είναι βασικές
δογματικές θέσεις του Πελαγιανισμού.
Σκοπός μου δεν είναι να εξαντλήσω ούτε την ιστορία των
αιρέσεων βέβαια, ούτε να παρουσιάσω, τώρα κανένα Σικελιανό Θεολόγο. Ο ποιητής
έφτασε στην αιρετική Μ. Ασία ακολουθώντας ανάστροφα την πορεία του Διονύσου’ ο
δρόμος του είναι ελληνικός’ γι’ αυτόν ο Τμώλος και ο Ταύρος, ο Ευφράτης είναι
οι συντεταγμένες που καθορίζουν τη γενέθλια γη του Βάκχου. Η ταύτιση Διονύσου
και Χριστού έχει γίνει πολύ πρώιμα στο έργο του’ τώρα η ανακάλυψη του Gregoire του δίνει ένα ιστορικό πεδίο, τον
ποιητικό χώρο, μιά αναφορά για να φανεί ο μύθος πού ευαγγελίζεται σ’ όλο το
έργο του’ εξ άλλου η ταύτιση Διόνυσου και Άδη που έγινε πάλι από έναν
μικρασιάτη, τον Ηράκλειτο, του προσφέρει μιάν διάσταση πρωτόφαντη, αυτή που ο
ίδιος στους «υπομνηματισμούς» του τη θεωρεί υπαρξιστικό αξίωμα.
Μ’ αυτό τον οπλισμό προσέρχεται στο μύθο
του Διγενή. Το κεντρικό πρόσωπο του έργου είναι μιά ιδιοφυής σύνθεση ιστορικών
μυθολογικών και ηθικών στοιχείων’ ο Διγενής είναι ο Μιχαήλ ο Δ΄, ο λεγόμενος»
Μέθυσος», ο Ακρίτας του έπους, ο Χριστός, ο Διόνυσος, ο Προμηθέας και ο Άδωνις.
Το σύμβολο αυτό προικίζεται από τον ποιητή με μιά κοινωνική διάσταση. Εδώ είναι
που παρεμβαίνει η εμπειρία του μεταπολεμικού ανθρώπου. Το όραμα της νέας ζωής
παραπέμπει στους κοινωνικούς αγώνες που συνδυάστηκαν με την αντίσταση στον
Κατακτητή. Ο ποιητής είτε παγιδευμένος στους νόμους της αφαίρεσης και της
σχηματοποίησης είτε γοητευμένος από το μύθο του αντάρτη, στηριγμένο πάνω στο
στέρεο έδαφος της κλέφτικης και αρματολικής παράδοσης, προχωρεί στον κοινωνικό
του μανιχαϊσμό’ λαός και εξουσία’ το καλό, το απόλυτο καλό και το απόλυτο κακό’
το κατά φύσιν και το κατά συνθήκη’ η αλήθεια και το ψεύδος’ η αγάπη και το
μίσος. Ο Διγενής και ο λαός του ζώντας συντροφικά εγκαθιδρύουν το νέο
Παράδεισο, εδώ και τώρα, το βασίλειο της Ελευθερίας, ξαναχτίζουν τη χτίση χωρίς
ιεραρχίες, χωρίς προνόμια, χωρίς κάστες, χωρίς ιερατείο, χωρίς συμβολική, χωρίς
αξιωματική γνώση’ ζουν με αυτάρκεια, δηλαδή χωρίς ανάγκες, αφομοιώνοντας το
μεγάλο μάθημα της φύσης, δηλαδή αποδεχόμενοι το θάνατο. Ζουν πέραν του καλού
και του κακού.
Ο Βασίλειος ο Α΄ και οι επιτελείς του,
το κακό, η εξουσία, ο αρματωμένος φόβος ζουν τη ζωή ως ιεραρχία, ως δειλία, και
ως φόβος θανάτου. Αναπαράγουν ένα σύστημα συμβόλων για να ξεπεράσουν το
αδιέξοδο της υπάρξεως. Σαν τον Σαταναήλ των Βογομίλων επαναστάτησαν και
δημιούργησαν τον κόσμο ως κακό.
Δε χρειάζεται βέβαια να πω ότι η
σχηματοποίηση του Σικελιανού και αντιδιαλεκτική είναι και ανιστόρητη. Μιά
τραγωδία όμως δεν είναι υποχρεωμένη, αν θέλετε, να υπακούσει σ’ αυτούς τους δύο
όρους.
Είναι όμως τραγωδία ο «Θάνατος του
Διγενή»;
Ο Σικελιανός κρατάει απροσχημάτιστα,
έστω και στα εξωτερικά γνωρίσματα, στο έργο του τη δομή της αρχαίας τραγωδίας.
Υπάρχει ένας διαλογικός πρόλογος, υπάρχει πάροδος, υπάρχουν επεισόδιο και
στάσιμα’ υπάρχει ένας εξόδιος κομμός. Ιδιαίτερα τα στάσιμα για τη γέννηση του
ήρωα, για το Μιχαήλ τον Δ΄ απηχούν τη φρεσκάδα και το ήθος του σοφόκλειου
Αίαντα, του Φιλοκτήτη και των Βακχών του Ευριπίδη. Αυτή η τελευταία τραγωδία
βρίσκεται στο βάθος του σχεδιασμού του «Διγενή». Κάπως βέβαια ανεστραμμένη.
Πάντως ο Διόνυσος- Διγενής και ο Βασίλειος- Πενθέας αλλά και ο Ιλαρίων
–Τειρεσίας (Κάδμος) εύκολα αναγνωρίζονται.
Πού όμως βρίσκεται η ύ β ρ ι ς; Ο
Βασίλειος έρχεται ως εξουσία να αμφισβητήσει τη νέα θρησκεία και φεύγει
πανικόβλητος και γελοιοποιημένος’ ο Διγενής πέφτει θύμα ενός πανικόβλητου
δειλού. Ύβρις δεν υπάρχει’ υπάρχει σ κ ά ν δ α λ ο, το οποίο όμως δικαιώνεται
και θριαμβεύει. Δεν υπάρχει σε καμιά πλευρά μετάνοια, μετάγνωση. Οι δύο αρχές
που συνέχουν τον κόσμο, το καλό και το κακό, θα συνεχίσουν την αιώνια πάλη
τους. Αυτό που έγινε στο έργο ήταν ένα, μέσα στα πολλά, επεισόδιο αυτού του
ανειρήνευτου αγώνα.
«Ο Θάνατος του Διγενή» δεν είναι τραγωδία.
Είναι μιά ηθολογία, μιά Moralite, η αναπαράσταση του αγώνα ενός
μάρτυρα του πανανθρώπινου Μαρτυρολογίου. Εδώ όμως βρίσκεται μιά άλλη αντίφαση
του Σικελιανού. Οι Παυλικιανοί μέσα στις άλλες τους απορρίψεις αρνιόντουσαν την
αναπαράσταση, όποια αναπαράσταση. Απ’ όλες τις αιρέσεις του ίδιου κλίματος,
Χριστιανικές και αραβικές, μόνο η αίρεση των Σιϊτών (στις Περσικές και τις
Τουρκικές παραλλαγές της) έχει θέατρο, το «Ταζιγιέ», που αναπαριστά τα μαρτύρια
των Ιμάμηδων, οι οποίοι διώκονται από την επίσημη εξουσία.
Ο Σικελιανός ασφαλώς αγνοούσε αυτό το
θέατρο. Δεν είχε άλλες φόρμες αναφοράς από την αρχαία ελληνική τραγωδία. Αυτή
όμως η φόρμα δε λύνει προβλήματα μανιχαϊστικά. Η Ύβρις και η Άτη δεν είναι
απλουστευτικά σχήματα του τύπου Κακό- Καλό.
Έκανα στην αρχή του άρθρου έναν
παρακινδυνευμένο υπαινιγμό. Αναφέρθηκα στο θάνατο του Βελουχιώτη. Την εποχή που
γράφεται το έργο (και σήμερα ακόμη) αυτός ο θάνατος είχε αναχτεί στην περιοχή
του μύθου. Φορτισμένος κατ’ εξοχήν με τα γνωρίσματα του λαϊκού ηγέτη, από τη λαϊκή
φαντασία, άτεγκτος, σκληρός, αλλά συντροφικός χαρισματικός αρνείται να
υποταχτεί στις αποφάσεις της συμφωνίας της Βάρκιζας’ συνεχίζει τον αγώνα του,
ώσπου κυνηγημένος σκοτώνεται σε χωσιά. Τον κυνήγησε η επίσημη εξουσία, αλλά τον
αποκήρυξε και η ιεραρχημένη εξουσία του κόμματός του.
Ο Σικελιανός πέρασε μιά περίοδο
έντονης συναισθηματικής συγγένειας με πρόσωπα και καταστάσεις της αντίστασης.
Προσωπικά πιστεύω πώς δεν είναι χωρίς βάση ο συσχετισμός μου. Υπάρχουν πολλά
εσωτερικά στοιχεία στο «Θάνατο του Διγενή» που τον στηρίζουν.
Αν ο Σικελιανός έγραφε το «Διγενή»
ύστερα από τον εμφύλιο, χωρίς ν’ αλλάξει βασικά το πρωτογενές υλικό, πιστεύω
πως θα είχε κατορθώσει να γράψει μιά συνταρακτική τραγωδία.
-ΣΠΥΡΟΣ Α. ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΣ, 90-91, Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΘΕΑΤΡΙΚΗ
ΠΡΑΞΗ
Ο ΑΓΓΕΛΟΣ
ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΠΡΑΞΗ
Την ενασχόληση του Άγγελου Σικελιανού με
την θεατρική πράξη εμείς οι νεώτεροι τη γνωρίζουμε μόνο από την ιστορία και την
πανελλήνια απήχηση των Δελφικών Εορτών. Έχουμε ακούσει, έχουμε διαβάσει γι’
αυτές δει φωτογραφίες και κινηματογραφήσεις αποσπασμάτων των παραστάσεων.
Ξέρουμε ακόμη πόσο χάραξαν την προσπάθεια διερεύνησης του αρχαίου δράματος σε
μιά «καθυστερημένα πρώϊμη» για το νεοελληνικό θέατρο εποχή. Από εκεί ξεκινούν
οι εντυπώσεις και οι σκέψεις μας.
Από τα
παραπάνω γίνεται φανερό πώς δεν μπορούμε να ασχοληθούμε αναλυτικά με τη
μορφολογική και υφολογική αντιμετώπιση των παραστάσεων και θα σταθούμε σ’ ένα
μόνο σημείο: τη γενική σύλληψη.
Είναι αδύνατο με σημερινά κριτήρια να
σταθμίσουμε τις τεχνικές σκηνοθετικές ικανότητες του Σικελιανού. Όπως σοφά είχε
πει ένας μεγάλος μου Δάσκαλος, ο Άγγελος Τερζάκης, η σκηνοθεσία είναι ένα πολύ
«θολό» επάγγελμα. Υπάρχουν πράγματι σκηνοθέτες «οργανωτές παραστάσεων» και
σκηνοθέτες «ποιητές». Ο συνδυασμός των δύο δίνει το μεγάλο σκηνοθέτη. Δυστυχώς
ενώ «οργανωτές» σκηνοθέτες δεν έλειψαν απ’ το θέατρο μας ποτέ, οι «ποιητές»
ήταν και είναι συντριπτικά λίγοι. Ο Σικελιανός ήταν ένας από τους ελάχιστους
και, νομίζω, ο πρώτος «ποιητής» σκηνοθέτης του νεοελληνικού θεάτρου. Η γενική
σύλληψή του, το όραμα της αναβίωσης του αρχαίου δράματος, το υπηρέτησε με
επιβλητικό και ανεπανάληπτο «μέγεθος». Προσπάθησε να ξαναζήσει ο ίδιος-κι ο
χώρος του- τις «δονήσεις» που οδήγησαν στις συνθέσεις των μεγάλων τραγικών
έργων. Επιδίωξε μιά «φανταστική αναπαράσταση» μιάς εποχής και μ’ όλες τις
εκδηλώσεις- παραστάσεις και τελετές πού τις συνόδευαν- πέτυχε να ζωντανέψει ένα
μυθικό κόσμο, χαμένο στα βάθη της μνήμης μας και να προσδώσει στην αναβίωση
αυτή τόνο προσωπικό. Ήταν μία μεγάλη στιγμή του νεοελληνικού θεάτρου.
Οι νεώτεροι, μελετώντας τα στοιχεία
που διαθέτουμε, είναι εύκολο να πέσουμε στο λάθος να κρίνουμε με σημερινά
κριτήρια τη μορφή και το ύφος των Δελφικών Εορτών κι έτσι να τις βρούμε
παλαιϊκές, μπαρόκ ή μελοδραματικές. Η μορφή και βέβαια ξεπερνιέται. Η
μεγαλειώδης, δυναμική σύλληψη όμως καταξιώνει το εγχείρημα. Κι απ’ αυτή τη
σκοπιά πιστεύω πώς ο Άγγελος Σικελιανός ήταν ένας μεγάλος «ποιητής της
θεατρικής πράξης.»
-ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
ΦΩΤΕΑΣ, 92-97, ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ή τα ριζώματα πάντων
-ΓΙΑΝΝΗΣ
ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, 98-116, ΜΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ
ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ
-ΚΥΡΙΑΚΟΣ
ΠΛΗΣΗΣ, 117-121, ΕΝΑΣ ΜΥΗΜΕΝΟΣ
-ΤΑΚΗΣ
ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ, 122-140, ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ
ΔΕΛΦΙΚΗΣ ΙΔΕΑΣ
-ΔΗΜΗΤΡΗΣ
ΠΛΑΚΑΣ, 141-146, Η ΣΙΒΥΛΛΑ ΤΟΥ
ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ
-ΡΙΤΣΑ ΦΡΑΓΚΟΥ-ΚΙΚΙΛΙΑ, 147-160, ΤΡΙΑ ΣΟΝΕΤΑ ΤΟΥ
ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ ΚΑΙ Ο ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ
-ΚΩΣΤΑΣ Ε.
ΤΣΙΡΟΠΟΥΛΟΣ, 161-164, ΦΩΤΟΛΟΓΙΑ Σχόλιο στην ποίηση του Άγγελου Σικελιανού
-ΑΝΝΑ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ,
165-178, ΕΝΑΣ ΜΥΘΟΣ
ΖΩΗΣ. Απόσπασμα από ένα βιβλίο
-ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ, 179, ΕΠΙΣΤΟΛΗ
ΣΤΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΤΣΑΤΣΟ
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΤΟΝ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΤΣΑΤΣΟ
Ανακοίνωση
2.2.935.Αθήνα
Σωτήρος 10
Ευγενικέ
Φίλε.
Στις 18 του Γενάρη του 1926 έχασα τη μητέρα μου. Είχα μείνει ολομόναχος
μαζί της όλο το ύστερο πρωί κ’ ενώ μου κρατούσε το χέρι, είδα πώς «αγάλι-
αγάλι, ο θάνατος τη σκέπασε σαν χιόνι». Ό,τι έζησα τότε ανήκει σ’ ένα κόσμο,
που δεν μπορεί ποτέ ν’ αγγιχθεί καθώς πρέπει από τη λέξη. Ένιωσα μόνο κατάβαθα
πως η ζωή της μητέρας μου δεν σταματούσε εκεί, αλλά έμπαινε στο πιό πλατύ
στάδιο της στοργής της και της ενέργειάς της. Και το άγιό της λείψανο είταν για
με το αισθητό σύμβολο αυτής της ίδιας ενέργειας, που την κινεί τέτοιος ρυθμός,
που να μη μπορεί να συλληφθεί απ’ το βλέμμα μας παρά σαν κάτι ακίνητο, τόσο ο
ρυθμός αυτός είναι πλούσιος και ταχύς. Κι’ αυτά δεν τα σκέφτηκα. Τάζησα. Ο
«πόνος» έγινε για με κλειδί της «έκστασης», μιάς έκστασης που δεν μ’ ούδωσε τη
λύτρωση λίγων στιγμών μονάχα, μα τη σταθερή στάση της ψυχής μου έκτοτε μπρός
στο Μυστήριο.
Έτσι
βλέπω σήμερα και τη λειτουργική στοργή της Μητέρας Σας να δουλεύει επάνω στη
μονάδα της ψυχής σας κ’ έτσι κινημένος σαν από την ίδια άναρχη δύναμη σιμώνω
τον αγώνα της ψυχής Σας, που ξέρω πώς μες στα ίδια αυτά κύματα του πόνου που
Σας κυκλώνει, ξαναβαφτίζεται απ’ τη ρίζα και δυναμώνει πάναγνα μέσα της την
πρωταρχική της έφεση προς το μυστικόν ήλιο της Άναρχης Αγάπης.
Δικός Σας
Άγγελος Σικελιανός
-ΒΙΟΧΡΟΝΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ
ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ, 181-187
--
Μνήμη
Άγγελου Σικελιανού
«…. Ό,τι αγγίζει με το
στοχασμό, το αίσθημα ή το λόγο, γίνεται αμέσως ιερό μ’ έναν τρόπο ξεχωριστό…».
Στις 19 Ιουνίου 2025 συμπληρώθηκαν 74
χρόνια από την απώλεια του Ορφικού ποιητή εμπνευστή και διοργανωτή της
«Δελφικής Ιδέας» «Δελφικών Εορτών (1927 και 1930)» Άγγελου Σικελιανού. Ενός από
τους μεγαλύτερους έλληνας ποιητές του Νεότερου Ελληνισμού. Ο Άγγελος Σικελιανός
γεννήθηκε στις 15 Μαρτίου (με το παλαιό ημερολόγιο) 1884 στην Λευκάδα και
πέθανε στην Αθήνα στις 19 Ιουνίου 1951 σε ηλικία 67 ετών από συμφόρηση. Πατέρας
του ήταν ο Ιωάννης Σικελιανός και μητέρα του η Χαρίκλεια, το γένος Στεφανίση η
οποία είχε βαθμό συγγενείας με τον ποιητή και πολιτευτή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.
Τελειώνοντας την δευτεροβάθμια εκπαίδευσή του έρχεται στην Αθήνα (1901) και
εγγράφεται στη Νομική Σχολή Αθηνών. Την τριετία (1902- 1904) κάνει την πρώτη
του εμφάνιση στα ποιητικά μας πράγματα δημοσιεύοντας ποιήματά του στα
λογοτεχνικά περιοδικά «Διόνυσος», «Παναθήναια», «Νουμάς» κ.ά. Το (1905) στο
σπίτι της αδερφής του Πηνελόπης, συζύγου του αμερικανού Ραϋμόν Ντόνκαν αδερφού της
χορεύτριας και χορογράφου Ισιδώρας Ντόνκαν, γνωρίζεται με την αμερικανίδα Εύα
Πάλμερ λάτρη της αρχαίας ελλάδας και της ελληνικής παράδοσης. Την ίδια χρονιά
ταξιδεύει στην Βόρεια Αφρική- την Λιβύη- όπου γράφει μέσα σε μία εβδομάδα τον
«Αλαφροΐσκιωτο». Βρισκόμενος στην Αμερική 9 Σεπτεμβρίου 1907 νυμφεύεται την
πρώτη του σύζυγο Εύα Πάλμερ. Το 1909 εκδίδει τον «Αλαφροϊσκιωτο» ποιητική
σύνθεση που έκανε μεγάλη αίσθηση στους φιλολογικούς κύκλους και το φιλότεχνο
κοινό. Δημοσιεύει στο περιοδικό «Ο Νουμάς» την «Ωδή αποχαιρετισμού». Γεννιέται
ο μοναχογιός του Γλαύκος. 1910 δημοσιεύει τον «Δελφικό Ύμνο». Μετέχει ως ενεργό
μέλος στην ίδρυση του «Εκπαιδευτικού Ομίλου». 1911 ταξιδεύει με την Εύα Πάλμερ-
Σικελιανού στο Παρίσι όπου το ζεύγος Σικελιανού διοργανώνει παραστάσεις του
αρχαίου δράματος. Πεθαίνει ο πατέρας του. 1912 ταξιδεύει εκ νέου στη Γαλλία και
γνωρίζεται με τον φημισμένο γλύπτη Αύγουστο Ροντέν. Την εμπειρία από την
γνωριμία και τις συζητήσεις τους ο έλληνας ποιητής τις κάνει μία σειρά άρθρων
«Ομιλίες με τον Ροντέν» και τις παρουσιάζει στο περιοδικό «Γράμματα» της
Αλεξάνδρειας. Με την κήρυξη των Βαλκανικών Πολέμων ο Σικελιανός επιστρατεύεται
ως απλός στρατιώτης. Την ίδια χρονιά δημοσιεύει στην εφημερίδα «Ακρόπολη» το
ποίημα «Δέηση», ενώ στα τέλη της χρονιάς παρουσιάζει στο «Νεολόγο των Πατρών»
την «Προσευχή στα Γιάννινα». 1913 δημοσιεύει στο περιοδικό των δημοτικιστών
« Ο Νουμάς» τα ποιήματα: «Διθύραμβος», «Μνημόσυνο», «Παρηγορήτισσα», «Εισόδια».
1914 Δημοσιεύει μεταξύ άλλων τα ποιήματα «Παν», «Πρόλογος στον Πλήθωνα» κ.ά.
Γνωρίζεται με τον συγγραφέα Νίκο Καζαντζάκη –πνευματικό αδερφό και
συμπολεμιστή- ταξιδεύουν μαζί στο Άγιον Όρος. Η περιήγησή τους κρατά σαράντα μέρες.
Επιθυμία των δύο συναθλητών η ίδρυση Νέας Θρησκείας. 1915 μαζί με τον Νίκο
Καζαντζάκη περιηγούνται διάφορα μέρη της Ελλάδας «αναζητώντας τη συνείδηση της
γης και της φυλής τους». Γράφει τη «Μάνα του Ντάντε», τον «Γιάννη Κητς» κλπ.,
αρχίζει την δημοσίευση «Πρόλογο στη ζωή». Το 1917 φεύγει από την ζωή η αδερφή
του Πηνελόπη στο Νταβός της Ελβετίας. Ο Σικελιανός θρηνεί την απώλειά της στην
σύνθεσή του «Μήτηρ Θεού». Επισκέπτεται το Μοναστήρι του Οσίου Λουκά, με τον
Νίκο Καζαντζάκη επισκέπτονται την Μάνη. Συνεχίζει τις περιηγήσεις του σε
διάφορα μέρη της υπαίθρου της Ελλάδας, Ολυμπία, Επίδαυρος κλπ. 1919 δημοσιεύει
την «Παναγιά της Σπάρτης», την «Ουράνια Αφροδίτη», τον «Χαιρετισμό στον Νίκο
Καζαντζάκη» και αποσπάσματα από την σύνθεσή του «Πάσχα των Ελλήνων». 1920 μαζί
με την σύζυγό του Εύα Πάλμερ διαμένουν για ένα διάστημα στη Συκιά Κορινθίας.
Στο περιοδικό «Οι Νέοι» δημοσιεύει το δεύτερο μέρος της σύνθεσής του «Πάσχα των
Ελλήνων». 1921 Ταξιδεύει στην Παλαιστίνη. Διαμένει στα Ιεροσόλυμα και μελετά τα
της ιστορίας του Πατριαρχείου. 1923 δίνει μία σειρά από 20 ομιλίες για τους
φοιτητές στην αίθουσα της Νομικής Σχολής Αθηνών με θέμα «τους προδρόμους, παλιούς και
σύγχρονους, της ιδέας της παγκόσμιας ελευθερίας και αδερφοσύνης των λαών».
Δημοσιεύει στη «Νέα Πολιτική» μια σειρά άρθρων με τίτλο «Ομιλίες μου στους
Αρίστους». 1925 Προσκαλεί και συγκεντρώνει Έλληνες και Ξένους διανοούμενους και
ανθρώπους του πνεύματος για το Διεθνές Κέντρο των Δελφών. Φεύγει από τη ζωή η μητέρα του
Χαρίκλεια και ενταφιάζεται στους Δελφούς. 9 και 10 Μαϊου 1927 πραγματοποιούνται
με μεγάλη επιτυχία οι Δελφικές Εορτές. Την έμπνευση και υλοποίηση του
μεγαλόπνευστου πνευματικού οράματος και την υλοποίησή του είχαν ο Άγγελος και η Εύα Πάλμερ
Σικελιανού. 1929 δημοσιεύονται για πρώτη φορά στο περιοδικό «Ιόνιος Ανθολογία» σχόλια για την
απονομή του Βραβείου Νόμπελ στον Άγγελο Σικελιανό. Η Ακαδημία Αθηνών απονέμει
δύο αργυρά μετάλλια «εις το φοιβόληπτον ζεύγος Αγγέλου και Εύας Σικελιανού δια
την γενναίαν προσπάθειαν προς ανασύστασιν των Δελφικών αγώνων». 1 Μαϊου του
1930 αρχίζουν οι δεύτερες Δελφικές Εορτές. Παρουσιάζονται μεταξύ άλλων ο
«Προμηθέας Δεσμώτης» και οι «Ικέτιδες» του Αισχύλου. Η παγκόσμια προβολή της
Δελφικής Ιδέας και του «κινήματος» των Δελφικών Εορτών από το ζεύγος Σικελιανού
βρήκε συμπαράσταση πέρα από τον πνευματικό και καλλιτεχνικό κόσμο εντός και
εκτός Ελλάδος και από τους πολιτικούς, πρώτο πρόεδρο της ελληνικής δημοκρατίας
Αλέξανδρο Παπαναστασίου, Ανδρέα Μιχαλακόπουλο και άλλους. 8 Φεβρουαρίου
1931ιδρύεται η Δελφική Ένωση. 1932 Εκδίδεται η διακήρυξη προς τους
εκπαιδευτικούς για τη Δελφική Ένωση, για ένα Διεθνές Δελφικό Πανεπιστήμιο. 1933
σε συν-σκηνοθεσία Άγγελου και Εύας Σικελιανού ανεβάζεται για δύο παραστάσεις η
τραγωδία του Άγγελου Σικελιανού «Ο Διθύραμβος του Ρόδου». Το έργο εκδίδεται την
επόμενη χρονιά (1934) με φιλολογικές αναλύσεις και επιλεγόμενα από τον φίλο και
συγγραφέα του Σικελιανού Τάκη Δημόπουλου. Ο Τάκης Δημόπουλος είχε δημοσιεύσει
μία σειρά άρθρων για το πνευματικό και μεταφυσικό σύμπαν του Σικελιανού και
κυκλοφορήσει την μελέτη του αυτόνομα. 1935 Εκδίδονται «Τα Λυρικά» σε επιλογή
και εκτενή πρόλογο του Άγι Θέρου. Γράφει την «Ιερά Οδό» και «Στου Οσίου Λουκά
το Μοναστήρι». 1936 Ο Σικελιανός κυκλοφορεί την πεντάγλωσση διακήρυξη «για την
οργάνωση των μελλοντικών Δελφικών Εορτών και του Δελφικού Πνευματικού
Κέντρου.». 1937 Γράφει μεταξύ άλλων τα ποιήματα «Λιλίθ», «Αυτοκτονία του
Ατζεσιβάνο» κ.ά.. 1938 Δίνει την Ομιλία με θέμα «Ο Ποιητικός Προφορικός Λόγος και η
εποχή μας». Την ίδια χρονιά γνωρίζεται με την δεύτερη σύζυγό του Άννα Καραμάνη.
1939 γράφει το ποίημα «Μελέτη Θανάτου» ενώ ζητά την έγκριση της Εύας Πάλμερ
για την σχέση του με την Άννα η οποία δίνει τις ευχές της. Στις 17 Ιουνίου του 1940 παντρεύεται την Άννα
Καραμάνη στον αρχαιολογικό χώρο της Ελευσίνας. Συγγράφει το έργο του «Σίβυλλα».
1941 γράφει τα «Πέντε Ακριτικά Ποιήματα». Άνοιξη του 1942 κυκλοφορούν τα
«Ακριτικά» σε χειρόγραφη βυζαντινή γραφή και ξυλογραφίες του εικαστικού Σπύρου
Βασιλείου. Με την Άννα Σικελιανού ταξιδεύουν στην Αίγινα και συναντούν το
ζεύγος Ελένη Σαμίου και Νίκο Καζαντζάκη. Στην Αίγινα ο Σικελιανός γράφει την τραγωδία
του «Ο Δαίδαλος στην Κρήτη», το «Μέγιστο Μάθημα» και δημοσιεύει τον «Πρόλογο»
στο «Λυρικό Βίο». 1943 στο περιοδικό «Νέα Εστία» προδημοσιεύεται ο «Δαίδαλος
στην Κρήτη». Εκδίδεται μία επιλογή από τα Λυρικά του με τίτλο «Αντίδωρο». Στις
27 Φεβρουαρίου 1943 μέσα στην Κατοχή πεθαίνει ο ποιητής και δάσκαλος Κωστής
Παλαμάς. Ο Άγγελος Σικελιανός εκφωνεί πάνω στο φέρετρο του ποιητή το αγωνιστικό ποίημα
«Ηχήστε σάλπιγγες…». Στις 25 Μαϊου δίνει διάλεξη για τον Κωστή Παλαμά, ενώ τον
Αύγουστο δίνει ομιλία για τον ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Στο Κάϊρο -Αίγυπτος
τυπώνεται το έργο του «Ακριτικά». Η πενταμερή ποιητική σύνθεση κυκλοφορεί και σε
γαλλική μετάφραση από τον διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου Octave Merlier. Στις 11 Νοεμβρίου του 1944 η Άννα
και ο Άγγελος Σικελιανός παντρεύουν στον ιερό ναό Αγίου Γεωργίου Καρύτσης την
Ελένη Σαμίου με τον Νίκο Καζαντζάκη. Πρώτη εκδήλωση της αρρώστιας του. 1945
κυκλοφορεί σε δίγλωσση έκδοση η «Μήτηρ Θεού» σε γαλλική μετάφραση, εισαγωγή του Robert Levesque. Η Ακαδημία Αθηνών αρνείται να τον
συμπεριλάβει στα μέλη της. 1946 Η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών υποβάλλει αίτημα
προς την Σουηδική Ακαδημία για απονομή του Βραβείου Νόμπελ στον έλληνα ποιητή.
Στις 26 Μαϊου ο Άγγελος Σικελιανός και ο Νίκος Καζαντζάκης υποδέχονται στην
Ελλάδα στο θέατρο «Αττικόν» τον γάλλο αντιστασιακό ποιητή Πώλ Ελυάρ.
Υποβάλλεται δεύτερο αίτημα προς την Σουηδική Ακαδημία να δοθεί από κοινού το
Βραβείο Νόμπελ στον Άγγελο Σικελιανό και το Νίκο Καζαντζάκη. Στις 10 Δεκεμβρίου
ο Σικελιανός δίνει διάλεξη στο Βρετανικό Ινστιτούτο για τον άγγλο ρομαντικό
ποιητή John Keats. 1947 από τις εκδόσεις των «Φίλων του Βιβλίου» κυκλοφορούν ο
Α΄ και ο Β΄ τόμος του «Λυρικού Βίου». Μεταφράζεται και κυκλοφορούν στην Γαλλία
ποιήματά του από τον Robert Levesque και στην Ιταλία Bruno Lavagnini. Προσκαλείται στο Montreux της Ελβετίας στο Συνέδριο για μια παγκόσμια ομοσπονδιακή
οργάνωση. Ο γάλλος συγγραφέας Αντρέ Ζίντ, ο ποιητής Πωλ Κλωντέλ και άλλοι
ευρωπαίοι συγγραφείς προτείνουν τον Άγγελο Σικελιανό για το Βραβείο Νόμπελ. 1948
εκδίδεται από τις εκδόσεις «Ίκαρος» η τραγωδία του «Ο Θάνατος του Διγενή». Στις
2 Φεβρουαρίου 1949 δίνει διάλεξη στην αίθουσα του Γαλλικού Ινστιτούτου με θέμα «Ιουδαϊσμός-
Ελληνισμός». Την 1η Απριλίου μιλά στην αίθουσα του Βρετανικού Ινστιτούτου
με θέμα «Η Τρικυμία του Σαίξπηρ», ενώ στις 20 Μαϊου στο θέατρο «Αλίκης» μιλά
για τον Γεώργιο Βιζυηνό. Στην Σουηδία το περιοδικό “Prisma” δημοσιεύει μεταφράσεις ποιημάτων
του και προλογικό σημείωμα για αυτά από τον Gullberg Hjalmar. 1950 εκδίδεται από το Γαλλικό Ινστιτούτο
ο Α΄ τόμος της «Θυμέλης»: «Διθύραμβος του Ρόδου», «Σίβυλλα», ο «Δαίδαλος στην Κρήτη».
Συνέντευξη του Άγγελου Σικελιανού στον Βασίλη Φράγκο στην εφημερίδα «Μάχη» με τίτλο
«Ο Άγγελος Σικελιανός και το χρέος των πνευματικών ανθρώπων. Μια ομιλία με τον
μεγάλο ποιητή». Τον Μάϊο του 1950 ο Άγγελος Σικελιανός προσβάλλεται από συμφόρηση.
Πεθαίνει στις 19 Ιουνίου του 1951.
Εν κατακλείδι, έχουν περάσει 45 χρόνια
από την κυκλοφορία του αφιερωματικού τόμου των «Τετραδίων Ευθύνης» τόμος
11/11, 1980 «ΚΟΤΙΝΟΣ ΣΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟ», και παρά τα δεκάδες βιβλία που έχουν
κυκλοφορήσει έκτοτε για τον σημαντικό αυτόν έλληνα ποιητή, το έργο και την πορεία
του, την κυκλοφορία και έκδοση των ανέκδοτων εργασιών του, ημερολογιακών του
βιβλίων και της αλληλογραφίας του, εκατοντάδες άρθρα και δημοσιεύματα που έχουν γραφεί, τα αφιερώματα
σύγχρονων λογοτεχνικών περιοδικών, την διοργάνωση Συνεδρίων, ο τόμος των «Τετραδίων Ευθύνης»
παραμένει ακόμα χρήσιμος για τις Σικελιανικές σπουδές. Η Βιβλιογραφία για τον Άγγελο
Σικελιανό από τον πρώτο του βιβλιογράφο Παλαμιστή Γιώργο Κατσίμπαλη είναι τεράστια
και πολύπλευρη και βαίνει αυξανόμενη μέχρι των ημερών μας. Εκατοντάδες είναι και οι μεταφράσεις των
ποιημάτων του. Ένα ποιητικό ρεύμα της σύγχρονης ελληνικής ποίησης και των σύγχρονων
ελλήνων και ελληνίδων ποιητών και ποιητριών φέρει το Στίγμα των Οραματισμών του
και της φιλοσοφίας του, των ιδεών του και των θέσεών του για την Δελφική Ιδέα
και την οικουμενική αδελφοσύνη και ειρήνη των λαών. Η Αναβίωση του Αρχαίου Δράματος στην
πατρίδα μας οφείλει τα πάντα στον Άγγελο και την Εύα Πάλμερ-Σικελιανού. Είναι
οι εμπνευστές και οι διοργανωτές του στην σύγχρονη Ελλάδα σε καιρούς μάλιστα δύσκολους
και σκοτεινούς. Λίγα χρόνια μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και σε περιόδους έντονου
πολιτικού διχασμού και στρατιωτικών κινημάτων που ταλαιπώρησαν την χώρα μας. Τεύχη
του παλαιού περιοδικού «ΗΩΣ» είναι αφιερωμένα στην Δελφική Ιδέα την Εύα Πάλμερ
και τον Άγγελο Σικελιανό.
Όλα τα κείμενα
είναι μεστά και εμπεριστατωμένα και εξετάζουν πλευρές του έργου του Άγγελου Σικελιανού.
Τέλος να θυμίσουμε, ότι δύο συγγραφείς προέρχονται από την πόλη του Πειραιά. Ο
παιδαγωγός και συγγραφέας Ευάγγελος Π. Παπανούτσος και η ποιήτρια και μεταφράστρια
Όλγα Βότση. Τα ΑΠΑΝΤΑ του Άγγελου Σικελιανού κυκλοφορούν εδώ και χρόνια [Ποίηση
(Λυρικός Βίος)- Πεζά- Τραγωδίες (Θυμέλη)] συγκεντρωμένα, σε φιλολογική επιμέλεια
του κυρού καθηγητή Γιώργου Π. Σαββίδη από τις γνωστές και αγαπητές εκδόσεις «ΊΚΑΡΟΣ»
σε επανεκδόσεις, από το 1975 που της γνώρισε η δική μου ποιητική γενιά, γενιά
του 1980. Επίσης, τα τελευταία χρόνια κυκλοφόρησαν στην ελληνική βιβλιο-αγορά
και μονογραφίες που εξετάζουν την ζωή και τον ελληνικό οραματισμό της Εύας Πάλμερ την μεγάλη αγάπη της, τον θερμό ενθουσιασμό της για την ελληνική λαϊκή
τέχνη και τον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό.
Η εισαγωγική γραμμή των σχολίων προέρχεται
από το βιβλίο του Τάκη Δημόπουλου, «Σικελιανός Ο Ορφικός», εκδόσεις «Ίκαρος», Αθήνα
1981, δραχμές 200, σελ. 11. Το βιβλίο προλογίζει ο γιός του συγγραφέα Δημήτρης Π.
Δημόπουλος και είναι μία επιλογή από την εκτενή αρθρογραφία του φίλου του Άγγελου
Σικελιανού, του Τάκη Δημόπουλου για τον ποιητή που έφυγε την ίδια χρονιά.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς
Πέμπτη 26 Ιουνίου
2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου