Ο
ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΜΥΘΟΣ ΣΤΟΝ
ΣΙΚΕΛΙΑΝΟ (*)
του
Γιώργου Π. Σαββίδη
Το διεθνές
πλαίσιο της δημιουργικής προσέγγισης του Άγγελου Σικελιανού στον Χριστιανικό
Μύθο μας έχει δοθεί έμμεσα από τον Θεόδωρο Τσιολκόβσκι στο βιβλίο του Μυθιστορηματικές Μεταμορφώσεις του Ιησού
(1). Φυσικά ο καθηγητής Τσιολκόβσκι δεν μνημονεύει τον Σικελιανό (τυπικά για
τους ίδιους λόγους για τους οποίους δεν αναφέρει π.χ. τον Claudel), αλλά εξετάζει εκτενώς τον
Καζαντζάκη, ιδιαίτερα τα δύο όψιμα μυθιστορήματά του, Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται και Ο
Τελευταίος Πειρασμός, που γράφτηκαν ανάμεσα 1948 και 1951, δηλ. μετά το
τελευταίο σχετικό έργο του Σικελιανού, την τραγωδία που μας είναι γνωστή ως Ο Θάνατος του Διγενή (μολονότι ο κύριος
τίτλος της είναι Χριστός Λυόμενος)
και που γράφηκε το 1946.
Πρόθεση τούτης της ανακοίνωσης είναι
να δώσει μερικά στοιχεία για την μελέτη του ελληνικού πλαισίου της ποιητικής
και δραματικής προσέγγισης του Σικελιανού στον Χριστιανικό Μύθο- προσέγγιση που
πρωτοφανερώθηκε το 1917, όταν ο ποιητής έφτασε «στής ηλικίας το πλήρωμα… του
Χριστού» (2), δηλ. στην σταυρική ηλικία των 33 ετών. Για λόγους μεθοδολογικής
ευκολίας θα προσπαθήσω να απομονώσω τούτο τον Μύθο από τον Κλασικό (ακριβέστερα:
τον Παγανιστικό) και τον Κοσμικό, με την προειδοποίηση ότι, στην πράξη, η απομόνωση
αυτή δεν είναι πάντα εφικτή ούτε και σκόπιμη, γιατί έρχεται σε πλήρη αντίθεση
με τον συγκρητισμό του Σικελιανού, όπως ήδη διαφάνηκε από τον τίτλο Χριστός
Λυόμενος που βέβαια προϋποθέτει τον Προμηθέα Λυόμενο του Αισχύλου.
Βασιζόμενοι στα δημοσιευμένα τεκμήρια,
μπορούμε να διακρίνουμε δύο περιόδους στο δημιουργικό ενδιαφέρον του Σικελιανού
για τον Χριστιανικό Μύθο. Η πρώτη περίοδος, όπως είδαμε, αρχίζει επίσημα το
1917, πρώτα με την έκδοση του τέταρτου τόμου του Προλόγου στη Ζωή, δηλ. με την
Συνείδηση της Πίστης που αποτελείται από επτά άσματα: 1. «Η Μετάληψη του Ελευσίνιου Κυκεώνα», 2. «Θεογονία», 3. «Δύση Θεών»,
4. «Αντρίκειο Βάφτισμα», 5. «Μάνα του Γιού του Ανθρώπου», 6. «Διόνυσος-
Ιησούς», 7. «Δέκατη Μούσα».
Στενά ειδωμένο, μόνο το έκτο από αυτά τα
άσματα έχει σχέση με το θέμα μας: πρόκειται για μιά χαρακτηριστικά συγκριτική
ταύτιση όχι μόνο Διονύσου και Ιησού αλλά και Ιάκχου και Απόλλωνος (στ.
242-243).
Ωστόσο πρέπει να σημειώσουμε
τουλάχιστον άλλα δύο θέματα: στο δεύτερο άσμα, το θέμα της Θεογονίας που
πραγματοποιείται με ανθρώπινη βοήθεια- θέμα που βαθμιαία θα ωριμάσει στους Salvatores Dei (1927) του Καζαντζάκη ή «Σωτήρες του
Σωτήρος» κατά την ειρωνική διατύπωση του Καρυωτάκη’ και στο πέμπτο άσμα, το
θέμα της Παναγίας ως Μάνας του Γιού του Ανθρώπου- θέμα που ο Σικελιανός
ανέπτυξε τον ίδιο εκείνο χρόνο (1917-19) σε ένα αριστούργημα «καθαρής ποίησης»
με τίτλο Μήτηρ Θεού: παρά τον τίτλο, η Κοίμηση της Θεοτόκου, στο ποίημα αυτό,
χρησιμεύει ως διπλή πρόφαση για ένα θρήνο στην μνήμη της αδελφής του ποιητή,
Πηνελόπης Duncan, και για μιά δοξολόγηση της “natura naturans perpetuam divinitatem” (3).
Η πρώτη περίοδος αποκορυφώνεται με
μιάν άλλη φιλόδοξη σύνθεση, το Πάσχα των Ελλήνων. Το τύπωμά της, αρχινισμένο
πρόωρα το 1918, διακόπηκε απότομα από τον ίδιο τον ποιητή για λόγους που
παραμένουν αντικείμενο εικασίας, μα συνεχίστηκε ως το 1935 με σποραδικές
δημοσιεύσεις. Στην σημερινή της μορφή, τούτη η ανολοκλήρωτη σύνθεση αποτελείται
από έντεκα τελειωμένα άσματα και δύο πρώιμα αποσπάσματα.
Το 1947, στην πρώτη έκδοση του Λυρικού Βίου, (Γ΄, σ.129), ο Σικελιανός
ανακοίνωσε ότι «το φθινόπωρο του 1938… γυρίζοντας από το Πήλιο, έχασε ένα
μεγάλο τετράδιο με ανέκδοτα Άσματα απ’ το Πάσχα των Ελλήνων». Όμως στον Πρόλογο
του Λυρικού Βίου, γραμμένο «το χειμώνα του 1938» και δημοσιευμένο το 1942,
μιλώντας για το Πάσχα των Ελλήνων, είπε πώς η ποίησή του «δεν μπορούσε βέβαια
να υποταχθεί σε σχέδιο a priori οργανωμένο μιάς οιασδήποτε
προσπάθειας ‘λογοτεχνικής’».
Οπωσδήποτε, από τα έντεκα τελειωμένα
άσματα, τα πρώτα τρία («Καθαρμοί», «Ο Ύμνος στην Ελένη» και «Το Τραγούδι των
Αργοναυτών») δεν μας αφορούν άμεσα εδώ. Τα επίλοιπα οκτώ άσματα τιτλοφορούνται:
4. «Πέμπτο Ευαγγέλιο», 5. «Η Φυγή», 6.
«Στον Ξενώνα της Βηθλεέμ», 7. «Η Γέννηση», 8. «Ο Δωδεκαετής», 9. «Ο Ιησούς στη
Βηθανία», 10. «Μαγδαληνή», 11. «Ύμνος στην Παναγία» (5).
Κατά τον Τσιολκόβσκι, η έκφραση «Το Πέμπτο Ευαγγέλιο»
πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Ερνέστο Renan το 1863. Κατά πόσο η Vie de Jesus και οι συνακόλουθες αντιδράσεις
υπήρξαν μία από τις αφετηρίες του Σικελιανού, είναι ίσως αξιερεύνητο. Εκείνο
που μου φαίνεται άμεσα αξιοσημείωτο είναι πώς ο Σικελιανός ένιωσε κατ’ εξαίρεση
την ανάγκη να προλογίσει, από την πρώτη κιόλα δημοσίευση, τούτο το άσμα με το
ακόλουθο κείμενο:
Αφού, στα πλάγια του Ελικώνα, ακούσει ο Ποιητής τις Μυστικές
Ελληνικές φωνές πού στρέφουν την ψυχή του, καθώς στρέφεται ο μαγνήτης από το
Βοριά, καθάρια, προς το Πάν, κ’ ενώ «σαν ο Ηγεσίας, αθλητής, ιερέας και
προφήτης» ανεβαίνει το βουνό ολοένα, ακούει ξάφνου μιά μικρή καμπάνα που καλεί
σε μακρινό χωριό, θαρρεί, για τους Χαιρετισμούς της Μάνας Θεού:
Μικρή καμπάνα
θαμπή κι
ανάρια ανέβαινε στην αψηλήν ερμιά,
δειλή φωνή, κ’
εφώναζε τρεμάμενη τον Πάνα…
Έτσι, στην
γλυκύτατη ώρα, μπρός στον Ενιαίο Νόμο του Έρωτα φανερωμένο το «Πιστεύω» στην
κορφή, που «παντελής και μεμυημένος» οργιάζει ο νους «κι από τα σπάρτα είναι
χρυσός ως κάτου ο Ελικώνας», χύνεται σαν Ύμνος νικητήριος’ κι ο πεσμένος στα
σκοτάδια Μύθος του Ιησού φωνάζει ως το πουλί πόχε γλιστρήσει απ’ τη φωλιά. Τότε
ξεχειλίζει στην καρδιά του το Έλεος, αδελφός του Άθλου. Και, σηκώνοντας το
Μύθο, παίρνει πάλι τον ανήφορο του θείου βουνού, για να τον ανεβάσει στην κορφή
σαν ο Ηρακλής, τ’ Αρκαδικά τα δάση που
περνώντας,
μες στην απέραντη, μουγκή γαλήνη του
βραδιού,
άκουσεν άξαφνα φωνή που από βαθιά
κινώντας
κλάμα του εφάνη κ’ ήτανε μιανού μικρού
παιδιού’
και τρέχοντας με τ’ άκουσμα μες στα
πυκνά, ολοίσα,
τί μέσα του λαχτάρισε μιάν άγνωρη
μιλιά,
βρίσκει στα πόδια του μπροστά μικρό
πουλάκι, κίσσα,
οπού ‘χε πέσει, θέλοντας να φύγει, απ’
τη φωλιά’
και τότε ο ίδιος, ψάχνοντας, βρίσκει
τον κλώνο απ’ όπου
είχε γλιστρήσει το πουλί, και μ’
έγνοια στοργική
(μέσα του εχτύπαγε βαθιά πολύ η καρδιά
του ανθρώπου)
το παίρνει και, σκαλώνοντας, το
ξαναβάνει εκεί…
Τότε αρχίζει
να διηγείται στους ανθρώπους το Ευαγγέλιο-μέρος του έργου, - στους ξωμάχους και
στους λιγοστούς (γιατί δεν είναι η Τέχνη για το «διαβασμένον όχλον» αλλά για
τους Λίγους και για τη Φυλή, για τη Φιλία και για την Ανθρωπότητα),
ιστορίζοντας όσο μπορεί «απλά, ατρεμή και ευδαίμονα» τα πρόσωπα που αιώνες ήταν
και είναι ο μυστικός καθρέφτης των ψυχών. (6)
Πέρα από τον μάλλον φανερό αριστοκρατικό
λαϊκισμό αυτού του κειμένου, που περιλαμβάνει μιά σαφέστερη διατύπωση του
θέματος των Salvatores Dei και εικονογραφεί την αδυναμία του Σικελιανού να στιχουργήσει
ολόκληρο το ιδεολογικό του «σενάριο», νομίζω πώς αξίζει να υπογραμμίσουμε δύο
γενικές παρατηρήσεις σχετικές με τα χριστιανικά άσματα του Πάσχα των Ελλήνων.
α. ότι μόνο δύο από αυτά τα οκτώ
άσματα («Ο Ιησούς στη Βηθανία» και «Μαγδαληνή», αμφότερα σύντομα
αποσπάσματα μάλλον παρά ολοκληρωμένα άσματα) αναφέρονται σε επεισόδια της
ανδρικής ηλικίας του Ιησού. Ωστόσο αξιόπιστη πηγή μας πληροφορεί πώς το σχέδιο
του ποιητή περιλάμβανε «κάποια τμήματα για τη διδαχή του Χριστού στη Γαλιλαία,
για την επί του Όρους ομιλία, για τα θαύματα, για το Πάθος και τη Σταύρωση. Θ’
ακολουθούσε το σχετικό με την Ανάσταση, κι από εκεί το ποίημα θα έκανε τη
μετάβασή του προς τον παγκόσμιο μυθικό κύκλο» (7).
β. Ότι, όποτε του δίνεται η ευκαιρία,
ο Σικελιανός προτιμάει την παράδοση των Απόκρυφων Ευαγγελίων από εκείνη των
Κανονικών. (8)
Για να
κλείσω τούτη την αναγκαστικά λειψή παρουσίαση της πρώτης περιόδου, παραθέτω
μερικά αποσπάσματα από τον Πρόλογο του Λυρικού Βίου (κείμενο γραμμένο κάπου
είκοσι χρόνια αργότερα), στα οποία ο Σικελιανός σχολιάζει αναδρομικά το Πάσχα των Ελλήνων:
Το «Πάσχα
των Ελλήνων» είναι η πρώτη αυθόρμητή μου απόπειρα, λοιπόν, καθολικής μου,
μ’ ένα τρόπον, επαφής με το θρησκευτικόν αυτό «υποσυνείδητο» … όπως το
εκφράζονταν για μένα τότε, όχι το δόγμα ή η οργάνωση, αλλά ο γνήσιος Μύθος του
Χριστιανισμού. Μύθος που οι ρίζες του βυθίζονται στην ιστορία της Ανθρωπότητας:
μες σε όλες ανεξαίρετα τις τραγικές της περιπέτειες, μες σ’ όλο της τον
προαιώνιο πόνο, και μες σ’ όλη τη βαθύτερη ελπίδα της κι απαντοχή. Αλλά και,
γι’ αυτό ακριβώς το λόγο, Μύθος- «σκάνδαλο», τόσο από την εξωτερική «ιστορική»
μορφή του, όσο κι απ’ τον εσωτερικό υπερβατικό δυναμισμό του αντίκρυ σ’ όλους
τους τυποποιημένους εξ αιτίας του τρόπους είτε σκέψης είτε ρύθμισης της γύρα του
ζωής. Με άλλα λόγια: Μύθος που ξανατοποθετεί τον άνθρωπο, με κάποια κίνηση
συγκεντρική απαλότητα, στο κέντρο και της Ιστορίας και της Κοσμογονίας ακόμα
ολόκληρης. Ως όν υπεύθυνο κ’ ελεύθερο και δημιουργό.
Το Μύθο αυτό λοιπόν,
αδιασάφητο ακόμα ως σήμερα στην πιό βαθιά δημιουργική του πρόθεση, παρανοημένο,
ή στρεβλωμένο, ή εκμεταλλευμένο απέραντα, κι απ’ τους πιστούς του κι από τους
αντιπάλους συγχρόνως, ονειρεύτηκα να τον προσφέρω στην καθάρια ποιητική γραμμή
και υπόστασή του, ξαναβάνοντάς τον μες στο πλαίσιο των αιώνιων κοσμικών
διαστάσεών του… Σε τρόπο πού… να πραγματοποιήσω, τέλος, με το μύθο του
Χριστιανισμού (αλλά τη φοράν ετούτη, όχι με την προβολή της καθαυτό προσωπικής
μου εμπειρίας, όπως στη Μητέρα Θεού, αλλ’ επικά μαζί και λυρικά, καθώς σ’ αυτό θα
με βοηθούσε αυτός ο ίδιος Μύθος), και την αρχική μου ιδέα της Φύσης ως Μητέρας
οπού πάντοτε αγωνίζεται και «έχει εν γαστρί και βασανίζεται τεκείν», και την
ιδέα του Ανθρώπου ως κοσμικού παράγοντος, όσον υπεύθυνου απέναντι της ίδιας
ύπαρξής του και της ζωής του Όλου, άλλο τόσο ως «εξουσίαν έχοντος» κι ως
«δημιουργού».
Αλλά η συμπλήρωση μιάς γιγαντιαίας
κοσμικής μορφής, καθώς εκείνη του Χριστού, όχι «κατά σάρκα» αλλά «δυνάμει», δεν
είναι έργο ενός Ποιητή, αλλά και έργο της Ιστορίας.
Και η Ιστορία, ακριβώς κατά τα χρόνια
που έγραφα το Πάσχα των Ελλήνων, κι
όπως βρίσκονταν στην κυοφορία μιάς συνολικής μεταμορφωτικής απόδοσής της, μ’
έκαμε ώστε, προς τα μέσα του Έργου, να στραφώ προς τα βαθιά και όχι ολότελα
απροσδόκητα διδάγματά της, με σκοπό να συνεχίσω, αν μου χρειάζονταν, αργότερα
την προσπάθειά μου, έχοντας στη σκέψη μου τα λόγια του Angelus Silesius: «ολοκληρωτικός Χριστός δεν φάνηκε
στην γην ακόμα. Η θεϊκά ανθρώπινη εικόνα του έχει ανάγκη ακόμα να συμπληρωθεί»
(9).
Το σχόλιο
αυτό, που προϋποθέτει τις εμπειρίες της Οκτωβριανής Επανάστασης, της
Μικρασιατικής Καταστροφής, της αποτυχίας της Κοινωνίας των Εθνών, της Δελφικής
Προσπάθειας και της φασιστικής κλιμάκωσης προς τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά
και της υπαρξιστικής φιλοσοφίας, ουσιαστικά προεισάγει την δεύτερη περίοδο
δημιουργικής προσέγγισης του Σικελιανού στον Χριστιανικό Μύθο. Αλλά πριν
στραφούμε στην επισκόπηση της δεύτερης αυτής περιόδου, επωφελούμαι από την
παρέμβαση της Ιστορίας για να επισημάνω πώς δύο από τους μεγάλους συγκαιρινούς
του Σικελιανού, ο Καζαντζάκης και ο Βάρναλης, επίσης δοκίμασαν, στα ίδια
περίπου χρόνια, να δώσουν ποιητική έκφραση στον Χριστιανικό Μύθο.
Ο
Καζαντζάκης, ανάμεσα 1915 και 1921, εν μέρει γοητευμένος από τον Σικελιανό,
σχεδίασε ένα δράμα με τίτλο Χριστός. Το
έργο αυτό εκδόθηκε το 1928, ένα χρόνο μετά την δημοσίευση της πρώτης μορφής του
ηρωικού μηδενιστικού ή «μετακομμουνιστικού» ευαγγελίου του, του Salvatores Dei πού στην τελική μορφή του μας είναι
γνωστό με τον τίτλο Ασκητική. Κατά
τον Καζαντζάκη, το δράμα αυτό παρουσιάζει «το Χριστό ύστερα από την Σταύρωση,
όταν η Μαγδαληνή και οι Μαθητές τον ξανάπλασαν μέσα στην καρδιά τους, και του
έδωσαν το νέο του σώμα, το αθάνατο, ανασταίνοντάς τον» (10).
Κατά την ίδια περίοδο, δηλ. από το
1919 ως το 1927, ο Βάρναλης, περνώντας βαθμιαία από τον αισθητικόν ιδεαλισμό
στον μαρξιστικόν ανθρωπισμόν, δημοσίεψε τρείς άνισες ποιητικές συνθέσεις: πρώτα
τον ελληνοχριστιανικό Προσκυνητή
(άθελα επηρεασμένον από τον Σικελιανό)’ κατόπι (1922) Το Φώς που καίει, με μιά σατιρική αντιπαράθεση Ιησού και Προμηθέως,
και δυό λυρικούς μονολόγους της Μάνας του
Χριστού και της Μαγδαληνής, που αμφότεροι απευθύνονται σε έναν πάρα ανθρώπινο,
κοσμικά φιλόδοξο Ιησού’ και τέλος (1927) τους Σκλάβους Πολιορκημένους, των οποίων το ένα τρίτο τιτλοφορείται «Το
Θείο ήτοι Το Ανθρώπινο Πάθος» και στερεώνει με λυρικό είτε σατιρικό τρόπο την
γήινη διαλεκτική θεώρηση του Χριστιανισμού, που διακρίνει τον Βάρναλη.
Σύμφωνα με τα βιβλιογραφικά δεδομένα,
περισσότερα από είκοσι χρόνια χωρίζουν την πρώτη και την δεύτερη περίοδο δημιουργικής
προσέγγισης του Χριστιανικού Μύθου από τον Σικελιανό. (11). Το ίδιο σχεδόν
ισχύει και για τον Καζαντζάκη-με την εξαίρεση ενός από τα είκοσι Κάντα ή Τερτσίνες που αφιέρωσε στους
διάφορους «σωματοφύλακες της Οδύσσειας», ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνονται
ο Βούδας, ο Μωάμεθ, ο Μωυσής και ο Χριστός. Το άσμα του Χριστού δημοσιεύτηκε το
1937, ένα χρόνο πρίν από την έκδοση της Οδύσσειας. Είναι αξιοσημείωτο πώς ο
Χριστός κάνει μιά επεισοδιακή εμφάνιση στο Φ της Οδύσσειας, μεταμφιεσμένος σε
παρθένο νέγρο ψαρά. Αντίθετα, ο Βάρναλης φαίνεται να εγκατέλειψε οριστικά τον
Χριστιανικό Μύθο μετά το 1927- μολονότι συνέχισε να αναθεωρεί και να διορθώνει Το Φώς που καίει και τους Σκλάβους Πολιορκημένους ως τα βαθιά μα
θαλερά του γεράματα.
Τούτη η μακριά έκλειψη και
επανεμφάνιση του Χριστιανικού Μύθου στους παράξενα παράλληλους βίους του
Σικελιανού και του Καζαντζάκη θα άξιζε να εξεταστεί λεπτομερέστερα. Προσώρας,
άς αρκεστούμε να σημειώσουμε πώς ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος φαίνεται να μην ήταν
άσχετος προς την επιστροφή τους στον Χριστιανικό Μύθο (όπως άλλωστε και ο Α΄
Παγκόσμιος), και πώς η επιστροφή αυτή πραγματοποιήθηκε με καινούργια, για τον
καθένα τους, λογοτεχνική μορφή: για τον Σικελιανό με δύο τραγωδίες, και για τον
Καζαντζάκη με δύο μυθιστορήματα.
Για την ακρίβεια, οφείλω να προσθέσω
πώς ο Σικελιανός, το 1941 έγραψε και δύο ποιήματα άμεσα αναφερόμενα στον
Χριστό: «Άγραφον» και «Διόνυσος επί λίκνω». Από τα δύο, το «Άγραφον» είναι το πιό πρωτότυπο και το
πιό γνήσια ταπεινό: παραλληλίζει δραματικά τον Ιησού και τον «στερνό» μαθητή
του, δηλ. τον ίδιο τον ποιητή, να αντιμετωπίζουν το κάπως μπωντλαιρικό ψοφίμι
ενός σκύλου σε ένα σκουπιδότοπο, που μέσα στα σύγχρονα συμφραζόμενα συμβολίζει την
αποσύνθεση του ευρωπαϊκού πολιτισμού, και να αντλούν καρτερία και ελπίδα από
την θέα της λευκότητας των δοντιών του. Όπως δηλώνει ο τίτλος, ο μύθος του
ποιήματος βασίζεται σε προφορική παράδοση- πολύ πιό σημαντικό βήμα απομάκρυνσης
από την Καινή Διαθήκη από ό,τι ήταν τα Απόκρυφα. Το «Διόνυσος επί λίκνω»
συνίσταται σε μιά ένθερμη νυκτερινή προσευχή την παραμονή των Χριστουγέννων και
σε μιά επίσημη υπόσχεση υπεράσπισης του νεογέννητου θεού ενάντια στις δυνάμεις
του σκότους. Μιά ώριμη πραγμάτωση του νεανικού νιτσεϊκού συγκρητισμού του
Σικελιανού και του θέματος των Salvatores Dei.
Όμως,
αλήθεια, η σημαντικότερη και πιο δημιουργική συμβολή του Σικελιανού στον
Χριστιανικό Μύθο βρίσκεται στις δύο τραγωδίες που έγραψε το 1945 και το 1946- Ο
Χριστός στη Ρώμη και Χριστός Λυόμενος ή Ο Θάνατος του Διγενή
και οι οποίες πάντως αποτελούν το επιστέγασμα της παραγνωρισμένης ποιητικής
δραματουργίας του, κυρίως γνωστής από την άνιση Σίβυλλα. Στις δύο αυτές τραγωδίες, ο Σικελιανός επιτέλους ξεπέρασε
τον πειρασμό, του «πέμπτου Ευαγγελιστή» (που ακόμα υποφώσκει στον απελπισμένο
μεσσιανισμό της Σίβυλλας), πειρασμό που ο Καζαντζάκης στάθηκε ανήμπορος να τον
υπερνικήσει ως το τέλος.
Ο
Χριστός στη Ρώμη βασίζεται χαλαρά στις Πράξεις, αλλά πραγματικά
αντιπαρατάσσεται τους πρώτους Χριστιανούς στον Καισαροπαπισμό του Νέρωνα, με
τρόπο πολύ πιό αποτελεσματικό από ό,τι συμβαίνει με τους ειδωλολάτρες αδελφούς
τους στην Σίβυλλα. Επίσης, τελείως
εξαιρετικά για τον Σικελιανό, τούτη η τραγωδία δεν έχει ορατόν, ατομικό
πρωταγωνιστή. Η Σταύρωση κυριολεκτικά αναπαριστάνεται από μιά ομάδα Μυστών,
αλλά το Μυστήριο της Μετάληψης διακόπτεται απότομα από το πεινασμένο πλήθος. Ως και το μαρτύριο του
Πέτρου είναι απλώς ένα επεισόδιο στον συλλογικό αγώνα Εβραίων και Ελλήνων για
μιά Έξοδο προς τα Νέα Ιεροσόλυμα.
Οι ίδιες πνευματικές και πολιτικές
εμπειρίες της Κατοχής χρησιμοποιούνται με ακόμη μεγαλύτερη δημιουργική
ελευθερία στον Χριστό Λυόμενο. Ο
παραδοσιακός μεσαιωνικός ήρωας Διγενής εμφανίζεται, σύμφωνα με τις ιστορικές
εικασίες του βυζαντινολόγου Henri Gregoire, ως ο ηγέτης της αίρεσης των
Παυλικιανών, πού απορρίπτουν την δολοφονική κοσμική εξουσία του αυτοκράτορα
Βασιλείου Α΄ και το επίσημο δόγμα της Σωτηρίας διαμέσου μιάς αέναα
επαναλαμβανόμενης Σταύρωσης. Ο Χριστός ταυτίζεται σιωπηρά με τον Προμηθέα και η
πρόσφατη εμπειρία της λαϊκής αντίστασης ενάντια στον Φασισμό δίνει νέο νόημα
στον ουσιαστικό ανθρωπισμό της αρχικής διδασκαλίας του Ιησού:
… ζητάμε το Χριστό στον κόσμο
να ξαναρθεί, στην γην απάνω, καθώς
ήταν
των τριάντα- τριώ χρονώ το κύμα την
καρδιά του
σα φούσκωνε ψηλό, τον τύραννο να
πνίξει…
Τόνε ζητάμε- ακούς;- τριάντα- τριώ
χρονώ σα ήταν,
πρίν ζωγραφίσατε στο πλάι του ένα
γέρο,
κι απάνωθέ του ένα πουλί, το Πνέμα,
πού’ ναι
για να σκορπάει το Λόγο από μιάν άκρη
σ’ άλλη
της γης, και πού τον κλείσατε σφιχτό
ένα κόμπο
στο Τετραβάγγελο, σε θήκη από βαρύ
χρυσάφι,
να σκύβει ο κόσμος το χρυσάφι να φιλεί
και το δικό σας χέρι…
Εμείς, ζητάμε το σταυρό να κόψουμε απ’
τη ρίζα,
δέντρο ζωής στη θέση του τρανό ν’
ανέβει
και να φουντώσει γύρα του ο παράδεισος
τ’ Ανθρώπου…
Τί ο κάθε Χριστιανός μπορεί ο Χριστός να
γίνει,
κ’ η κάθε Χριστιανή μιά Παναγιά…
(στ. 382-397)
Είναι
νομίζω, πολύ ικανοποιητικό να βλέπει
κανείς τον Σικελιανό να κλείνει με τόση βιωμένην ωριμότητα τον κύκλο που άνοιξε
με την συνείδηση της Πίστης: επιστροφή στη Μάνα του Γιού του Ανθρώπου, ενός
ανθρώπου επιτέλους αυτοδύναμα ελευθερωμένου από τον φόβο, όχι απλώς του θανάτου
αλλά και της μεταθανάτιας ζωής.
(*) Ελληνική απόδοση ανακοίνωσης που
διαβάστηκε αγγλικά στις 30 Δεκεμβρίου 1979 στο Συμπόσιο της Modern Language Association στον Άγιο Φραγκίσκο. Το θέμα, προσδιορισμένο
από την Modern Greek Studies Association, είχε κατανεμηθεί από τον
προεδρεύοντα του Ελληνικού Τμήματος, καθηγητή Θανάση Μασκαλέρη, ως εξής: «Ο
Κλασικός Μύθος στον Σικελιανό» (Edmund Keeley), «Ο Χριστιανικός Μύθος στον
Σικελιανό» (Γ. Π. Σαββίδης) και «Κοσμικός Μύθος στον Σικελιανό» (Νάνος
Βαλαωρίτης).
Χρησιμοποίησα κάποιες απόψεις από μιά
επιφυλλίδα μου δημοσιευμένη στο Βήμα της 10 Νοεμβρίου 1973 με τίτλο «Ο
Πειρασμός του Ευαγγελιστή» (βλ. τώρα Εφήμερον Σπέρμα, Ερμής 1978, σ.σ. 43-48).
Καθώς και στοιχεία από μιά παλαιότερη εργασία μου, «Βιβλιογραφικά στον
Σικελιανό», περιοδικό Ηώς, Αφιέρωμα Εύας Σικελιανού, τεύχος 103-107, 1966, σ.σ.
309-310.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1., Theodore Ziolkowski, Fictional Transfigurations of
Jesus, Princeton U. P. 1972.
2., Πάσχα
των Ελλήνων, Ι «Καθαρμοί», στ. 2
3., Λυρικός
Βίος, Α΄, Ίκαρος 1965, σ.34
4., Ο. π.,
σ.37
5.,
Ακριβέστερα, «Ο Ιησούς στη Βηθανία» η «Μαγδαληνή» και ο «Ύμνος στην Παναγία»
χαρακτηρίζονται από τον ίδιο τον ποιητή ως αποσπάσματα. Βλ. Λυρικός Βίος, Γ΄,
Οι Φίλοι του Βιβλίου, 1947, σ. 129.
6., Το
κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο περ. Οι Νέοι, Μάιος 1919, σ.57 κ.ε. και
αναδημοσιεύτηκε και στις δύο εκδόσεις του Λυρικού Βίου.
7., Θεοδώρου
Ξύδη, Άγγελος Σικελιανός, Ίκαρος (2)1979, σ.135
8., Βλ.
Ξύδη, ό.π., σ. 141 κ.ε.
9., Λυρικός
Βίος, Α΄, Ίκαρος 1965, σ.σ. 35-37. Η τελευταία παράγραφος, αποκτά νέο,
απροσδόκητο βάρος ύστερα από την ανακάλυψη και δημοσίευση των Γνωστικών
Ευαγγελίων του Nag Hammadi.
10., Π.
Πρεβελάκη, Ο ποιητής και το ποίημα της Οδύσσειας, Βιβλιοπωλείο της Εστίας,
1958, σ.310.
11., Π.χ. «Ο
Ιησούς στη Βηθανία» και η «Μαγδαληνή», μολονότι δημοσιεύτηκαν το 1926,
χρονολογούνται ρητά «Μάης του 1918». Βλέπ. Πρόχειρα Γ. Κ. Κατσίμπαλη,
Βιβλιογραφία Α. Σικελιανού, 1946, λήμμα αρ. 118.
ΓΙΩΡΓΟΣ Π. ΣΑΒΒΙΔΗΣ, σελ. 35-43.
Στον τόμο ΚΟΤΙΝΟΣ ΣΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟ. ΤΡΙΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ
ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ. Δεύτερη έκδοση. ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΕΥΘΥΝΗΣ Νούμερο 11/11, 1980.
Σχετικά
Πριν λίγες
μέρες (26/6/2025) ανήρτησα στα Λογοτεχνικά Πάρεργα, το τρίτο κατά σειρά (20/6/2019)
και (25/10/2024) σημείωμα για τον μείζονα ανάμεσα στους σύγχρονους έλληνες
ποιητές Άγγελο Σικελιανό. Θεωρώ ότι δεν χρειάζονται συστάσεις για το ποιητικό
μέγεθος, την ποιότητα και την ποιητική προβληματική του Ορφικού δημιουργού. Του
Λευκαδίτη ποιητή ο οποίος όχι μόνο ξεπέρασε τα πνευματικά σύνορα της γενέθλιας
νήσου του αλλά και της χώρας μας, σημαδεύοντας θετικά και δημιουργικά με τις
εμπνευσμένες συλλήψεις του, τις καλλιτεχνικές δράσεις του, τον πεζό και
ποιητικό λόγο του τα Ελληνικά Γράμματα τον προηγούμενο αιώνα. Ο διεθνώς
αναγνωρισμένος και καταξιωμένος έλληνας ποιητής Άγγελος Σικελιανός-όπως και ορισμένοι
άλλοι μεγάλοι μας ποιητές ο Διονύσιος Σολωμός, ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης,
ο Κωστής Παλαμάς, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Οδυσσέας Ελύτης κλπ.,
δεν υπήρξαν μόνο ενεργά και δυναμικά παρόντες με τις ατομικές τους πράξεις, τον
λόγο και τα γραπτά τους, το έργο τους στα Ελληνικά Γράμματα, εμπλουτίζοντας την
Ελληνική Γραμματεία με το υψηλό ήθος της συγγραφικής τους παρουσίας αλλά και
ενεργά μετέχοντες στα φριχτά καθέκαστα και φοβερά και τραγικά γεγονότα που
συντάραξαν την Ελληνική Ιστορία και Κοινωνία. Το έργο και τα δημοσιεύματά τους
είναι η απάντηση που έδωσαν ως Εθνικοί Έλληνες Ποιητές στα γεγονότα και
συμβάντα που ταλάνισαν και βασάνισαν την πατρίδα μας για μακρό χρονικό διάστημα, της Ελλάδας, ως ελεύθερο και
ανεξάρτητο κράτος μετά την απελευθέρωσή μας από τον Οθωμανικό Τούρκικο ζυγό.
Παράλληλα, με την φωνή τους έδωσαν την προσωπική τους απάντηση, σαν έλληνες πολίτες,
άτομα αυτής της πατρίδας στις εσωτερικές διαμάχες και εμφύλιους σπαραγμούς,
πολιτικές κυβερνητικές ανακατατάξεις που υπέστη ο Ελληνικός Λαός μέχρι την
μεταπολίτευση του 1974. Οι φωνές και τα γραπτά των ποιητών είναι η απάντηση των Νέων της γενιάς τους για όσα συνέβησαν τον τελευταίο αιώνα στο ελληνικό σώμα,
ενώ, με ένα μέρος της πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας τους έστησαν
γέφυρες επικοινωνίας της ελληνικής ποιητικής παράδοσης, γλώσσας, μορφής,
θεματολογίας με τις ποιητικές παραδόσεις άλλων λαών ιδιαίτερα των
δυτικοευρωπαϊκών. Για να μπορέσουν όμως να αρθρώσουν οι έλληνες ποιητές έναν
ισότιμο και άξιο λόγου εθνικό ποιητικό λόγο, όφειλαν να γνωρίσουν τις ρίζες
τους, να έρθουν σε επαφή με τα ριζώματα και τα νάματα της παράδοσής τους, είτε
λαϊκής είτε λόγιας. Η Ελληνικότητα δεν ήταν κάτι δεδομένο, έπρεπε να
ανακαλυφθεί εκ νέου, να βρεθούν οι ιστορικοί της κόμβοι, τα έργα και τα
ανθρωποβιώματα εκείνα που κράτησαν όρθια την εθνική της φυλής συνείδηση και
όψη στα τετρακόσια χρόνια της σκλαβιάς. Τα πάσης φύσεως κληροδοτήματα της
Αρχαίας Ελλάδας, η φιλοσοφική της όψη και προβληματική, η πολιτική της
διακυβέρνηση-ως Εκκλησία του Δήμου- ο ποιητικός λόγος των διαφόρων γεωγραφικών
διαμερισμάτων της χώρας εντός και εκτός (Ιωνία, η Μεγάλη Ελλάδα), τα έργα των
αρχαίων τραγικών, κωμωδών, η οντολογική θεώρηση και μεταφυσικές της
θρησκευτικές δοξασίες που αναπτύχθηκαν στα ελληνικά χώματα κατά την διάρκεια
της πολιτικής της εξουσίας των Πόλεων-Κράτους έναντι των άλλων μεγάλων Πόλεων,
το αισθητικό βλέμμα των ανθρώπων όπως καλλιεργήθηκε και αναπτύχθηκε στο
κεντρικό τοπόσημο της αρχαιότητας την Αθήνα, διαμόρφωσαν την ιδιομορφία και την ιδιοπροσωπεία
του Έλληνα Ανθρώπου στο ιστορικό του βάδισμα. Όμως, η Ελληνική Ιστορία, δεν
σταμάτησε το 146 μετά την κατάληψή της από τους Ρωμαίους, συνεχίστηκε μέσα από
άλλους διαύλους στο χρόνο. Η Αρχαία Κληρονομιά και οι αντιλήψεις των κατοίκων της
χερσονήσου του Αίμου τροφοδότησε τα κατοπινά χρόνια την Βυζαντινή Αυτοκρατορία
και την πολυπολιτισμική, πολυγλωσσική, εθνική της ταυτότητα ως κρατική οντότητα. Μπορεί μετά από
πολλές εσωτερικές πολεμικές διαμάχες και συγκρούσεις εντός του αυτοκρατορικού
βυζαντινού κρατικού ιστού να επεκράτησε η Νέα Θρησκεία, ο Χριστιανισμός όπως
θεσμοθετήθηκε από τις Οικουμενικές Συνόδους και Αυτοκρατορικά διατάγματα,
μπορεί να εκδόθηκαν απαγορευτικοί νόμοι που ζητούσαν από τους κατοίκους της αυτοκρατορίας την
καταστροφή των παλαιών Εθνικών Ναών και Μνημείων, να απαγορεύονταν ελευθέρως και δημοσίως να
λατρεύουν τους αρχαίους ειδωλολατρικούς Θεούς, όμως, οι παλαιές θρησκευτικές
παραδόσεις και δοξασίες, οι Αρχαίοι Θεοί εξακολούθησαν να τροφοδοτούν και να
εμπνέουν τις ζωές και τις συνειδήσεις των ανθρώπων. Το Βυζάντιο όπως έχει
λεχθεί υπήρξε στο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα που υφίστατο ως αυτοκρατορία
ελληνόγλωσσο στην πανσπερμία των κατοίκων του αλλά όχι Ελληνικό. Οι παλαιοί
Εθνικοί Θεοί των Ελλήνων και άλλων αρχαίων Λαών της Μεσογειακής λεκάνης που
είχαν ενταχθεί στο Ελληνικό της Θεολογίας Πάνθεον πίστης και παράδοσης, των προ
Ομηρικών και μετά Ομηρικών χρόνων, η Θεογονία και η Κοσμογονία τους
διοχετεύτηκε άμεσα ή έμμεσα, φανερά ή υποδόρια στο νέο θρησκευτικό μοντέλο της
ανθρωπογενούς οντολογίας της Χριστιανικής Μυθολογίας ως μεταφυσικής πρόταση,
της Εικονογραφικής Μυθογραφίας των χριστιανών συγγραφέων και απολογητών-ομολογητών της
νέας Πίστης στην φιλοδοξία εδραίωσής της. Σε αυτό βοήθησε το ελληνικό αλφάβητο.
Η δοξαστική υμνογραφία των Αρχαίων Θεών, Ημιθέων και Ηρώων, όπως εκφράστηκε με την
ελληνική γλώσσα μεταφέρθηκε ως ποιητικό-συγγραφικό πρότυπο για την περιγραφή
του σκηνικού της θείας χριστιανικής οικογένειας των προσώπων της και των αγίων της εικονογράφηση. Τα κοσμητικά επίθετα που
υιοθετούσαν οι αρχαίοι Εθνικοί Έλληνες και κοσμούσαν τους παλαιούς Θεούς και
Θεές στις λατρευτικές τους λειτουργίες και πρακτικές, μεταλαμπαδεύτηκαν ως
προσφωνήσεις στο Χριστιανικό Αγιολόγιο αρμονικά, αλλάζοντας την ονοματολογία των
αρχαίων της θρησκείας Συμβόλων. Ο Θεός Διόνυσος, ο Απόλλωνας, η παντοδύναμη
μορφή του Δία, η Δήμητρα, η Περσεφόνη, ο Ποσειδώνας, η Αθηνά και άλλες μορφές
του Εθνικού των Ελλήνων δωδεκαθέου και τα Ηρωικά τους κατορθώματα και δραστικές
επεμβάσεις στις ζωές των ανθρώπων, συνεχίστηκαν εν ετέρα Χριστιανική μορφή και
ονοματολογία στους Βυζαντινούς της Ελληνικής Ιστορικής περιπέτειας αιώνες. Παρά
τις θρησκευτικές συμπλεύσεις των δύο θρησκευτικών διαμετρικά αντίθετων δοξασιών
και κοσμοαντιλήψεων, ο κεντρικός αρχέγονος Μύθος της γέννησης, της αναγέννησης,
του θανάτου και της ανάστασης των Θεών (ορισμένων τουλάχιστον από αυτούς,
αυτούς που ονομάζουμε Θεούς της Βλάστησης, της εναλλαγής των Εποχών) παρέμεινε
ακμαίος, ζωντανός, ανθηρός στις συνειδήσεις και ζωές των ανθρώπων, συνεχίστηκε
με ποικίλους τρόπους και λαβυρίνθους επικοινωνίας, διοχετεύτηκε στο Χριστιανικό
Πάνθεον. Μορφές των ριζών της Ελληνικότητας και της μακραίωνης παράδοσής της
αντλήθηκαν μεν από την Αρχαία Κλασική Ελλάδα οικοδομήθηκαν δε κατά την κατοπινή
Χριστιανική Βυζαντινή περίοδο.
Την
αναζήτηση του διαχρονικού αυτού Σώματος, τα μέλη και τα ανθοφόρα κλαδιά του
ιχνηλάτησαν μεταξύ άλλων οι έλληνες ποιητές, πεζογράφοι και ιδιαίτερα οι
δημιουργοί της Γενιάς του 1930, της οποίας οι δημιουργοί ιχνομυθώντας έργα και
φυσιογνωμίες θέλησαν να κατοχυρώσουν την ιστορική τους αυτοσυνειδησία ως
Έλληνες και να μιλήσουν για την ταυτότητα του Νέου Ελληνισμού στους κατοίκους
και τους κύκλους των διανοουμένων της Δύσης και των πολιτισμικών επιτευγμάτων
της. Και ο κεντρικότερος όρος αναγνώρισης της πνευματικής αξίας και κληρονομιάς
της Ελλάδας ως ενιαίο Σώμα της Ελληνικότητας στο χρόνο είναι η Παιδεία, τα
Γράμματα και οι Τέχνες, ό,τι μας κληροδότησαν ή οικοδόμησαν, κατασκεύασαν ή
έγραψαν, μίλησαν οι αρχαίοι κάτοικοι. Ό,τι περιβλήθηκε, εντάχθηκε στην σφαίρα
του ζωοποιού Μύθου.
Ο ποιητής
και οραματιστής Άγγελος Σικελιανός είναι η σημαντικότερη περίπτωση στον χώρο
των Ελληνικών Γραμμάτων ο οποίος οραματίστηκε να συγχωνεύσει τον αρχαίο Μύθο με
τον Χριστιανικό και το πέτυχε εκπληκτικά, και ενδέχεται, σε σχέση με άλλους
έλληνες ποιητές ή ποιήτριες να είναι ο μοναδικός έλληνας ποιητής που σπούδασε
τόσο επισταμένα και ενδελεχώς τα αρχαία κείμενα, μελετώντας την παράδοση της
Θεογονίας και Κοσμογονίας των Αρχαίων Θεών. Το ίδιο έπραξε και με τα ιερά
κείμενα της Χριστιανικής Θεολογίας και της παράδοσής της. Ίσως περισσότερο και
από τον Νίκο Καζαντζάκη ο οποίος μπλέχτηκε στα δίχτυα της γλώσσας και της τάσης
του να βιώσει και να μας μιλήσει για τα πάντα, προγενέστερά του και σύγχρονά
του. Ο Άγγελος Σικελιανός, ο μεγαλόστομος, παρέμεινε κάτω από την σκέπη της
διδασκαλίας των Ορφικών και αυτήν επεξεργάστηκε στις ποιητικές του συνθέσεις.
Το αν κατόρθωσε στην ποιητική του κυριολεξία να ενώσει τους δύο κεντρικούς
οικουμενικούς Μύθους του δυτικού πολιτισμού, τον Αρχαίο Μύθο με τον
Χριστιανικό, τον Διόνυσο και τα ιερουργά Πάθη του με αυτά του Χριστού και τα
ιερουργά μυστηριακά Πάθη του, τον Απόλλωνα με τον Ιησού είναι κάτι που δεν θα έδιναν
καταφατική ή αποφατική απάντηση τα Λογοτεχνικά Πάρεργα, θα προτιμούσαν να
θέσουν ερωτήματα, να εκθέσουν απορίες και θέσεων εκδοχές, να αναζητήσουν πηγές, να ψάξουν στην
ανεύρεση στοιχείων και τεκμηρίων από προγενέστερες ερευνητικές φωνές και
συγγραφείς. Όπως έπραξαν και με το εμπεριστατωμένο και επιστημονικά έγκυρο
κείμενο του κυρού καθηγητή Γιώργου Π. Σαββίδη.
Το
καλογραμμένο και ενδιαφέρον κείμενο του Γ. Π. Σαββίδη φιλολογικού επιμελητή
των Απάντων του Άγγελου Σικελιανού που εκδόθηκαν και κυκλοφορούν από τις
εκδόσεις «Ίκαρος» δεν θέλησα να το μεταφέρω στο προηγούμενο σημείωμα του
«Κότινος στον Άγγελο Σικελιανό» των Τετραδίων Ευθύνης, θέλησα να το μεταφέρω
ξεχωριστά μια και έχει την δική του ερμηνευτική διαπραγματευτική φιλολογική
βαρύτητα και αξία, και προϋποθέτει εκτός από το αναγκαίο επίπεδο γνώσεων και πληροφοριών
πάνω στην αρχαία ορφική και διονυσιακή θρησκεία και κοσμολογία των αρχαίων
ελλήνων και μία σειρά βοηθημάτων πάνω στην χριστιανική θρησκευτική μυθολογία
και οντολογία. Να σημειώσουμε μόνο ότι στην σειρά «Άρτος Ζωής» κυκλοφορούν
μελέτες για τις αρχές του χριστιανικού κινήματος στον αρχαίο κόσμο. Ο κυρός
θεολόγος και συγγραφέας Σάββας Αγουρίδης έχει εκδώσει σε δική του επιμέλεια «Τα
Απόκρυφα Ευαγγέλια» και άλλα μελετήματα για τον Ιησού. Στα ελληνικά κυκλοφορούν
εδώ και χρόνια τα βιβλία του γάλλου συγγραφέα Ερνέστου Ρενάν, του θιασώτη της
θεωρίας του ιστορικού Χριστού.
Όπως και νάχει το σίγουρο είναι ότι στην
ελληνική και παγκόσμια φιλολογική γραμματεία ο Μύθος του Ιησού (ή όσων αποδέχονται
την θεία φύση του), παρέμεινε παρών διαχρονικά μέσα στην Ιστορία, το πρόσωπό
του και τα λόγια του έγιναν θεματική ύλη σε εκατοντάδες ποιητικά και πεζογραφικά
έργα πλείστων συγγραφέων. Αν και από το σκηνικό της Χριστιανικής Μυθολογίας τα
πρόσωπα στα οποία επικεντρώθηκε το ενδιαφέρον περισσότερο μάλλον, ήσαν αυτό της
Μάνας Παναγίας και της Μαρίας Μαγδαληνής, διαχρονικά σύμβολα στις θρησκευτικές συνειδήσεις
των πιστών. Όσον αφορά το σύγχρονο των ημερών μας πρόσωπο της Ελληνικότητας,
των ριζωμάτων της Ελληνικής ταυτότητας, παρά τις ερμηνευτικές διασαφήσεις και επικεντρώσεις
αρκετών ελλήνων δημιουργών σε έργα κόμβους, η πολυεκδοχικότητά της είναι η μοντέρνα
και σύγχρονη πορεία της στον 21ο αιώνα όπως μας δείχνει η παρουσία
των απανταχού Ελλήνων. Παρακινδυνευμένα θα γράφαμε ότι το σύγχρονο πρόσωπο της Ελληνικότητας
το εκφράζει ο Ελληνισμός της διασποράς, σε αντίθεση με εμάς τους Ελλαδίτες που
μείναμε «δέσμιοι» μιάς κρατικών προδιαγραφών Ελλαδικότητας.
Το εκκρεμές
συνεχίζεται.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς
Σάββατο 28 Ιουνίου
2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου