Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Έλενα Χουζούρη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Έλενα Χουζούρη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2023

Το έργο του Γιώργου Ιωάννου μέσα από το βλέμμα της ποιήτριας και κριτικού Έλενας Χουζούρη

 

Η ποίηση  του  Γ.  Ιωάννου

Της ΕΛΕΝΑΣ  ΧΟΥΖΟΥΡΗ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ, «Χίλια δέντρα και άλλα ποιήματα», εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, Αθήνα 1987

Εφημερίδα Η ΑΥΓΗ 25/6/1989

     Επιχειρώντας μιαν επανάγνωση-ή και πρώτη ανάγνωση- των ποιημάτων του Γ. Ιωάννου, ο γνώστης της πεζογραφίας του θα τον αναγνωρίσει αμέσως. Ως προς το βίωμα, η διάθεση αλλά και τη θεματική. Διότι τα ποιήματα του Γ. Ιωάννου ως προς τα τρία αυτά στοιχεία αποτελούν σπέρματα του πεζογραφικού του έργου το οποίο ο συγγραφέας αρχίζει να δημοσιοποιεί έναν μόλις χρόνο (1964) μετά από την έκδοση και της δεύτερης συλλογής του «Τα χίλια δένδρα».

     Βιωματικός-όχι μόνο φύσει αλλά και θέσει όπως αποδείχθηκε αργότερα- ο Γ. Ιωάννου καταθέτει στα ποιήματά του το βίωμά του γυμνό και απέριττο. Είναι αυτό που συνομιλεί με τον εαυτό του σαν να μη θέλει να ακούσουν οι άλλοι οι οποίοι καραδοκούν να του τονίσουν τα αισθήματα ενοχής για την ερωτική του ιδιοτυπία. Στα «Ηλιοτρόπια» η ενοχή μοιάζει εφηβική αφού δεν έχει περάσει στην ωριμότητα της αυτογνωσίας. Πλανιέται στην ατμόσφαιρα ως φοβική διάθεση, ούτε ο ίδιος ο ποιητής δεν τολμά να αναμετρηθεί με ό,τι κρύβεται πίσω της. Ποιήματα ατμόσφαιρας- καβαφικών αποχρώσεων-θα ονομάζαμε τα «Ηλιοτρόπια» τα οποία λειτουργούν δίκην ποιητικών αναπνοών. Μονοπυρηνικά, διαρθρωμένα γύρω από μιάν εικόνα. Μόλις αρχίζουν, τελειώνουν. Ο άψογα όμως δουλεμένος απέριττος, διάφανος στίχος του με τους κυματιστούς ρυθμούς, προσδίδει σ’ αυτά μια θαυμαστή ενότητα ύφους και ποιητικής συγκίνησης.

     Στα «Χίλια δένδρα» τα ποιήματα από μπουμπούκια γίνονται λουλούδια. Ωριμάζουν δηλαδή από κάθε άποψη. Η φόρμα τους ανοίγει, αποκτά αφηγηματικούς ρυθμούς. Οργανώνονται μεν και αυτά γύρω από μιαν εικόνα, μια κατάσταση, ένα γεγονός, αλλά το αναπτύσσουν και το ολοκληρώνουν. Η ποιητική φράση αποκτάει αποφασιστικότητα και ακρίβεια έτσι ώστε το ποίημα να μην λειτουργεί μόνον ως διάθεση. Στα «Χίλια δένδρα» εμφανίζονται τα δύο βασικά στοιχεία τα οποία επιμελώς θα καλλιεργήσει με την πεζογραφία του ο Γ. Ιωάννου. Ο χρόνος-ως μνήμη-και ο χώρος-εκείνος της παιδικής και εφηβικής ηλικίας στη Θεσσαλονίκη. Συνάρτηση των δύο αυτών δομικών στοιχείων του συνολικού έργου του Ιωάννου, η θεματική του η οποία κατατίθεται κατά κανόνα στα «Χίλια δένδρα» με εξαιρέσεις στα «Ηλιοτρόπια». Όσο για το βίωμα του ποιητή- ερωτικό εν πολλοίς-έχει πλέον προσεγγίσει στα «Χίλια δένδρα» την αυτογνωσία. Η ιδιότυπη ερωτική επιθυμία, την οποία πλέον γνωρίζει και αποδέχεται, του γεννά οδυνηρά συναισθήματα ενοχής και αποκοπής από το γύρω του περιβάλλον και βέβαια βαθιάς μοναξιάς. Και στα «Χίλια δένδρα» οι στίχοι παραμένουν λιτοί, απέριττοι, χαμηλόφωνοι χωρίς καμιά ρητορεία ή φόρτιση, με έντονες τις καβαφικές δονήσεις.

      Δεν γνωρίζουμε πότε ο Γ. Ιωάννου έγραψε το ποίημα «Δούλος Ιερός του Έρωτα» (α΄ έκδοση 1980) αλλά το σίγουρο είναι πως η συγγραφή του πρέπει να έχει γίνει πολλά χρόνια μετά τα «Χίλια δένδρα». Εδώ το βίωμα είναι εντελώς διαφορετικό. Καμιά ενοχή πλέον, κανένα κλείσιμο, κανένας φόβος. Ακέραιος ερωτικά ο ποιητής, μακριά από την πόλη των εφηβικών και νεανικών ενοχών του τη Θεσσαλονίκη, καταθέτει το βίωμά του και αποφασιστικά. Δεν συνομιλεί πια με τον εαυτό του αλλά απευθύνεται άμεσα στο ερωτικό αντικείμενο. Το ποίημα αποτελείται από τέσσερις ενότητες με πέντε στροφές η κάθε μια. Η κάθε ενότητα ανταποκρίνεται και στην αντίστοιχη φάση, της ποιητικά «αφηγούμενης» ερωτικής ιστορίας και από την άποψη αυτή φέρει έντονα την πεζογραφική σφραγίδα του δημιουργού της (το αντίθετο δηλαδή με ό,τι συνέβαινε στα πρώτα του πεζογραφήματα «Για ένα φιλότιμο»). Στην πρώτη ενότητα ο ομιλών καταθέτει τη γενική ερωτική του διάθεση και πίστη στον έρωτα, στη δεύτερη αποκαλύπτει τα συναισθήματα προσμονής του ερωτικού συντρόφου καθώς και τις ενέργειες που προετοιμάζουν το ερωτικό σμίξιμο, στην τρίτη επέρχεται η πολυπόθητη συνάντηση και τα ανάλογα συναισθήματα που γεννάει και στην τέταρτη η απομάκρυνση του ερωτικού συντρόφου, προκαλεί νέες αγωνίες και καημούς για επαναπροσέγγιση. Η τελευταία ενότητα παραπέμπει σαν δομή και εκφορά λόγου στα ανάλογα ρεμπέτικα ή λαϊκότροπα τραγούδια. Γενικά όμως το πολύστιχο αυτό ποίημα δεν δημιουργεί την ίδια διάθεση και την ατμόσφαιρα των πρώτων ποιημάτων του Γ. Ιωάννου. Ωστόσο διατηρεί τη λιτότητα και το απέριττο του ποιητικού ύφους που καλλιέργησε, όσο καλλιέργησε, ο ποιητής Γ. Ιωάννου.

   «Παραναγνώστης- Επαρκής Αναγνώστης- Φιλολογικός Αναγνώστης»

Σημειώσεις:

     Συνεχίζω τα σημειώματα (που είχα αρχίσει το 2018) για το έργο και την παρουσία του ποιητή και πεζογράφου, αρθρογράφου και χρονικογράφου, μεταφραστή Θεσσαλονικιού Γιώργου Ιωάννου. Του πιο επίμονου και διακριτικού ίσως εραστή της πολυπολιτισμικής Θεσσαλονίκης. Με την αυτοκρατορική βυζαντινή ατμόσφαιρα και τον λαϊκό χαρακτήρα της. Την Πόλη που όσοι την έζησαν, την αγάπησαν, δεν την απαρνήθηκαν ποτέ. Μια ζωντανή μνήμη χιλιετιών, χοάνη ιστορικών και πολιτιστικών θραυσμάτων. Θεωρώ πλεονασμό να αναφέρω ότι διαβάζω ξανά τα βιβλία του και τις διάφορες μελέτες, δοκίμια, βιβλιοκριτικές που έχουν δημοσιευτεί, τα άρθρα από αποκόμματα εφημερίδων και περιοδικών, ορισμένων αφιερωμάτων που έχω διαφυλάξει σε φάκελο για την συγγραφική του διαδρομή. Αντιγράφω σε αυτήν την νέα ανάρτηση μέρος ή αποσπάσματα από τις θέσεις της ποιήτριας και κριτικού Έλενας Χουζούρη για τον ποιητή Γιώργο Ιωάννου, που τυγχάνει να γνωρίζω και έχω διαβάσει σε βιβλία της, σε δημοσιεύσεις της, σε συνεντεύξεις της με τον λογοτέχνη, σε εφημερίδες και περιοδικά, σε τηλεοπτικές εκπομπές που έχει επιμεληθεί. Τις απόψεις που διατυπώνει και τις θέσεις που εκφράζει μέσω των ερωτήσεων σε συνέντευξή της με τον ποιητή και πεζογράφο. Βλέπε πχ. περιοδικό «Πάνθεον» τχ. 724/ 28-4-1981. Έλενα Χουζούρη: «Μια αποκαλυπτική συνομιλία. ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ: ΝΑ ΔΩΣΩ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ». Μία άκρως ενδιαφέρουσα συνομιλία, (μία συνομιλία 3 ωρών) στην οποία ο Ιωάννου διατυπώνει με κατηγορηματικό και ξεκάθαρο τρόπο τι προσπαθεί να πετύχει με τα Πεζογραφήματά του, όπως, επίσης μας δίνει και τον ορισμό του συγγραφικού είδους σε σχέση με το διήγημα, το χρονογράφημα κλπ. Διαβάζουμε:

 ««Το κυριότερο που προσπαθώ να κάνω» μας λέει ο συγγραφέας, ξεκινώντας έτσι την τρίωρη περίπου συνομιλία μας εκεί στο σπίτι του της οδού Δεληγιάννη, «είναι να δώσω την εποχή μου και την κοινωνία στην οποία ζω, μέσα από τον εαυτό μου. όπως δηλαδή την βλέπω εγώ και όπως την αισθάνομαι και με όποια συναισθήματα, ιδέες και ψυχολογικές καταστάσεις μου δημιουργεί. Κυρίως με ενδιαφέρει να δώσω την εικόνα και την αίσθηση των ανθρώπων αυτής της κοινωνίας και εποχής με τους οποίους συζώ. Και όχι μόνον τους πολύ κοντινούς, αλλά και αυτούς που είναι για μένα μιά φευγαλέα εικόνα. Αλλά επειδή τώρα πιά, έχουν περάσει αρκετά τα χρόνια, μπορώ να πω ότι μιλώ και για πάρα πολλά πρόσωπα που εγνώρισα και καταστάσεις που δημιούργησαν οι άνθρωποι της εποχής μου και που τώρα δεν υπάρχουν πιά. Βλέπετε, όσο μεγαλώνουμε, ένα σημαντικό μέρος των ανθρώπων που ζήσαμε, αγαπήσαμε, μισήσαμε ή φοβηθήκαμε, δεν υπάρχει πιά, και τελικά θα μπορούσαμε να πούμε, ότι το πράγμα παίρνει κι ένα χαρακτήρα απολογισμού ή κατά κάποιο τρόπο μνημοσύνου. Όλα αυτά, δεν προσπαθώ να τα δώσω με κανένα «αντικειμενικό» τρόπο, δεν μ’ ενδιαφέρει, άλλωστε, άλλα μέσα από τις υποκειμενικές μου εντυπώσεις, οι οποίες θεωρώ ότι είναι και οι πιό αληθινές για κάθε άνθρωπο».».

     Αυτό είναι το στίγμα του χαρακτήρα και του βλέμματος του Γιώργου Ιωάννου, ο ίδιος πάντα υπήρξε ειλικρινής απέναντί μας. Σε κάθε του αφήγημα, σε κάθε δημόσια εξόμολόγησή του-συνέντευξή του, αφηγήσεις του, στα Πεζογραφήματά του, στον καθαρό Ποιητικό του λόγο, μας μιλά σχεδόν πάντα, για τον σταθερό και απαραίτητο πυρήνα ιστορικής και προσωπικής του βιωματικής αλήθειας, γύρω από τον οποίο υφαίνει τον πλούσιο και πολύχρωμο καμβά της γραφής του. Μια γραφή ανιχνευτική ποικίλων καταστάσεων, γεγονότων, περιστατικών και περιπετειών ζωής. Ο Ιωάννου, σαν ραβδοσκόπος ανιχνευτής αναζητά το μέσα των λαϊκών ανθρώπων μετάλλευμα και το φέρνει με χαρά στην επιφάνεια. Ο γενέθλιος τόπος του, η Θεσσαλονίκη, με τα μυστικά της και τις ερωτικές της μυρωδιές, τις βαριές αλλά τρυφερές αντρίκες ανάσες της είναι ο τόπος που δεν θα ξεχάσει ποτέ, ακόμα και όταν εγκαταστάθηκε μόνιμα για επαγγελματικούς λόγους στην άλλη, μεγαλύτερη και πλουσιότερη σε εμπειρίες και ερωτικά και άλλα μυρωδικά χοάνη, την Αθήνα. Την πρωτεύουσα των άλλων προσφύγων των απανταχού Ελλήνων. Η ευαισθησία του παραμένει η ίδια, καθώς και το νοσταλγικό και παρατηρητικό πάντα βλέμμα του. Ο Γιώργος Ιωάννου, ο βραβευμένος και ενδέχεται και ο πλέον προτιμητέος πεζογράφος του αναγνωστικού ανώνυμου κοινού, δεκάδες τα αφιερώματα για το έργο του και την φυσική του παρουσία μέχρι σήμερα,-και όχι αδίκως-θεωρείται μία από τις σημαντικότερες και ισχυρότερες λογοτεχνικές φωνές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς της Θεσσαλονίκης. Της γενέθλιας Πόλης του Ντίνου Χριστιανόπουλου, του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου, του Γιώργου Βαφόπουλου, του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, της Ζωής Καρέλλη, της Μαρίας Κέντρου Αγαθοπούλου, της Ρούλας Αλαβέρα, της Έλενας Χουζούρη, του Πέτρου Ωρολογά, του Μανόλη Αναγνωστάκη, του Δημήτρη Ν. Μαρωνίτη, του Βασίλη Βασιλικού, του Καρόλου Τσίζεκ, της Χαράς Χρηστάρας, του Γιώργου Θέμελη, του Νίκου Μπακόλα, του Ηλία Πετρόπουλου, για να συνενώσω λίγο τις γενιές και τις παραδόσεις, τα ρεύματα των Θεσσαλονικέων δημιουργών (κάπως αυθαίρετα λόγω του σημειώματος). Αν και, η Θεσσαλονίκη, του αγίου Δημητρίου και του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, της Εβραϊκής κοινότητας, των βυζαντινών και ρωμαϊκών τειχών και των τουρκομαχαλάδων, της εξόριστης κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου και της δολοφονίας του έλληνα Βασιλιά Γεωργίου του Α΄ και του αριστερού βουλευτή, μαραθωνοδρόμου της πορείας ειρήνης του Γρηγόρη Λαμπράκη, δεν έπαψε ποτέ να μας εκπλήσσει με τα ποικίλα πνευματικά και καλλιτεχνικά άνθη που παράγει. Την ανθρωπογεωγραφία της προσφυγιάς της.

     Το ενδιαφέρον και η «στοργική» εξέταση και περιήγηση στην συγγραφική παρουσία του Γ. Ι. από την ποιήτρια και κριτικό, νομικό Έλενα Χουζούρη, είναι διαχρονικό και σταθερό, όπως φανερώνουν τα συχνά δημοσιεύματά της και τα δύο βιβλία της που κυκλοφόρησε για το έργο του. Διαχρονικό το ενδιαφέρον της επανέρχεται συχνά στα γραπτά του. Ας κάνουμε μία μικρή ενδεικτική περιδιάβαση στα κατά καιρούς δημοσιεύματά της και στις πληροφορίες που έχω κατορθώσει να συγκεντρώσω. Πέρα από την οσάνω συνέντευξη στο περιοδικό «Πάνθεον» και την Βιβλιοκριτική της στην εφημερίδα «Κυριακάτικη Αυγή» που αντιγράφω, η Έλενα Χουζούρη σαν συγγραφέας δημοσιεύει: 1. Στο περιοδικό που διεύθυνε ο Μελωδός των Ονείρων μας Μάνος Χατζιδάκις «Το Τέταρτο» τχ. 11/, 3, 1986 το δισέλιδο καλογραμμένο κείμενο: «ΓΛΥΚΕΙΣ ΟΙ ΗΛΟΙ, ΕΙ ΛΙΑΝ ΟΔΥΝΗΡΟΙ.- Η ΛΑΪΚΗ ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ». Και τελειώνοντας το κείμενό της αναφέρει: «Έπειτα από χρόνιες περιπλανήσεις σε λαϊκές γειτονιές, σε λαϊκά σινεμά, σε υποψιασμένες πλατείες, έπειτα από συμβιώσεις και συνάξεις σε δωμάτια λαϊκών ξενοδοχείων, ο Ιωάννου φτάνει να φιλιωθεί με τον εαυτό του και με τους χώρους που επιθυμεί. Εκεί αγάλλεται η ψυχή μου και αυτούς δοξάζει «Γλυκείς οι ήλοι, και ει λίαν οδυνηροί». 2. Στο λογοτεχνικό περιοδικό που εξέδιδε ο ποιητής Κώστας Παπαγεωργίου, στο «Γράμματα και Τέχνες» Μηνιαία Επιθεώρηση Τέχνης, Κριτικής και Κοινωνικού Προβληματισμού,  Αφιέρωμα στον Γ. Ι. τχ. 39/ 3, 1985 «Η Θεσσαλονίκη στην πεζογραφία του Γ. Ι.» σ.8-12. 3. Στο ίδιο περιοδικό που αφιερώνει σελίδες για τον Γ. Ι. τχ. 62/3,4,1991. σ.14-18. «Η Θεσσαλονίκη Πόλη της περιπλάνησης στον χώρο και τον χρόνο». 4. Στο ποικίλης ύλης περιοδικό «Ένα» τχ. 10/ 6-3-1986, σ.70-71, «Γιώργος Ιωάννου, μια έντονη απουσία». 5. Έχει την συνπαραγωγή μαζί με τον ποιητή και κριτικό Κώστα Παπαγεωργίου, της εκπομπής «Μνήμη Γιώργου Ιωάννου, Ένας χρόνος από το θάνατό του». βλέπε και περιοδικό «Ραδιοτηλεόραση» τχ. 835/15-21/2/1986, σ.49. 6. Ένα χρόνο μετά στις 9/4/1987, προβάλλεται στην ΕΡΤ-1 η εκπομπή Περισκόπιο, «Εις μνήμην Γ. Ιωάννου», η Έλενα Χουζούρη είχε την επιμέλεια. 7. Δημοσιεύει στο λογοτεχνικό περιοδικό των Νιάρχου- Φωστιέρη, την «Λέξη» τχ. 65/6, 1987, σ. 506-, «Η Ποίηση στην Πεζογραφία του Γ. Ιωάννου». 8. Το περιοδικό της Θεσσαλονίκης «Εντευκτήριο» τχ. 10/3,1990, σ.55-60, αφιερώνει σελίδες για τον Γ. Ι. η Χουζούρη μετέχει με το κείμενο «Ο «περιπλανώμενος» αφηγητής Γ. Ι.». 9. Το περιοδικό της πολιτικής εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», η γνωστή Βιβλιοθήκη, Παρασκευή 25/2/2000, πραγματοποιεί αφιέρωμα στον Ιωάννου, η Χουζούρη συμμετέχει με «Νεωτερικότητα στη δομή-παράδοση στη γλώσσα». Ενώ, στον τόμο Αφιέρωμα στον Γιώργο Ιωάννου,-«Με τον ρυθμό της ψυχής» εκδ. Κέδρος 2006, στις σ. 162-171 δημοσιεύει το κείμενο «Η Μυθολογία του Λαϊκού». Και, στον συλλογικό τόμο που επιμελήθηκε ανθολόγησε τα κείμενα και έγραψε την εισαγωγή ο Πειραιώτης πανεπιστημιακός και συγγραφέας Δημήτρης Κόκορης, «ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΩΑΝΝΟΥ»-Κριτικά κείμενα, εκδ. Αιγαίον-Λευκωσία 2013, αναδημοσιεύεται απόσπασμα «Από το «εγώ» στο «εμείς». Η Θεσσαλονίκη του Γ. Ιωάννου. Περιπλάνηση στο χώρο και το χρόνο, εκδ. Πατάκη, 1995, σ.282-286. Παρενθετικά να υπενθυμίσουμε ότι, ο πειραιώτης συγγραφέας Δημήτρης Κόκορης, από όσο γνωρίζω, μας έχει δώσει δύο ακόμα άρθρα του για τον Γ. Ι. Το «Σημειώσεις για την ποίηση του Ιωάννου», σ.383-392, στο περιοδικό που εκδίδεται στην Κέρκυρα, «Ο Πόρφυρας» τχ. 89/1,2,3, 1999 και το κείμενο «Βίωμα θανάτου στον Γ. Ιωάννου» ποιητική και πεζογραφική εκδοχή, σελ. 22-23, στο αφιέρωμα της πρωινής πολιτικής εφημερίδος «Η Καθημερινή» στο περιοδικό «Επτά Ημέρες» Κυριακή 13/2/2005, Γ. Ιωάννου: Ένας συγγραφέας με «Το δικό μας αίμα». Ο Γιώργος Ιωάννου, δημοσιογράφησε στην εφημερίδα με κείμενά του, τα οποία η «Καθημερινή» εξέδωσε με τίτλο «Εύφλεκτη Χώρα».  Παρεμπιπτόντως, στο δημοσιογραφικό κύκλο τον παρότρυνε να μπει και να γράψει ο δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας «Πρωινή» και του περιοδικού «Θέατρο» Κώστας Νίτσος. Τα Πεζά Κείμενα στην «Πρωινή» κυκλοφόρησαν κατόπιν από τις εκδόσεις Ορέστης 1981, με τίτλο «ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΑ». Ενώ στο «Θέατρο» δημοσιεύτηκε ένα θεατρικό του. Βλέπε και προηγούμενα σημειώματά μου. Επανερχόμενος, όπως εύκολα διαπιστώνουμε, η ποιήτρια και κριτικός Έλενα Χουζούρη δεν παύει να ενδιαφέρεται για την μνήμη του Γιώργου Ιωάννου. Δεν μένει μόνο στα δημοσιεύματα, συνεχίζει το συστηματικό και εκ του σύνεγγυς ενδιαφέρον της με την κυκλοφορία δύο βιβλίων της. Το 1995 στις εκδόσεις Πατάκη εκδίδεται το μελέτημά της «Η Θεσσαλονίκη του Ιωάννου» Περιπλάνηση στο χώρο και το χρόνο, σελίδες 142, την επιμέλεια είχε ο Ηλίας Καφάογλου, ενώ το βιβλίο συνοδεύεται με φωτογραφικό παράρτημα του Γ. Ι, και μία δισέλιδη στατιστική καταγραφή με τίτλο «Ποσοτική εμφάνιση της Θεσσαλονίκης στο έργο του Γ.  Ιωάννου». Έχουμε συνολικά 2 ποιητικά και 5 πεζογραφικά βιβλία. Για την έκδοση έγραψαν θετικά ο κριτικός και ποιητής Βασίλης Κ. Καλαμαράς, εφ. Ελευθεροτυπία 12/10/1995, «Η περιπλάνηση του Γ. Ιωάννου». Ο κριτικός Βαγγέλης Χατζηβασιλείου στην ίδια εφημερίδα, 24/1/1996. Ο Γιώργος Ξ. Μαντζουράνης, στην εφημερίδα Η Αυγή 10/3/1996. Ανωνύμως στην εφημερίδα Εξόρμηση, Κυριακή 10/12/1995, «Συγγραφείς και μύθοι…». Στο περιοδικό Διαβάζω τχ. 361/1996.  Στο τχ. 363/1996. Μικρές αναφορές έχουμε στις εφημερίδες Η Ναυτεμπορική 10/12/1995, Η Καθημερινή 17/12/1995, Τα Νέα 23/4/1996. Και ακόμα, στην εφημερίδα Η Καθημερινή 9/5/1995, σε επιμέλεια του Παντελή Μπουκάλα, έχουμε προδημοσίευση του βιβλίου της Έλενας Χουζούρη. «Ο Γιώργος Ιωάννου και η μυθολογία μιας πόλης». Αναφορά στο έργο του, δέκα χρόνια από το θάνατό του. Δέκα χρόνια μετά την έκδοση Πατάκη, θα κυκλοφορήσει το μελέτημά της «ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ «Σαν σπόρος αγκαθιού…», εκδόσεις Ηλέκτρα 2005, σ. 102, στην σειρά «Βίοι Αγίων-Υπόγειες -Διαδρομές» υπεύθυνος της σειρά ήταν ο Κώστας Καναβούρης, ενώ την επιμέλεια είχε η Χριστίνα Μανταίου. Ο τόμος περιλαμβάνει τις εξής ενότητες: Η Γενέτειρα/ Η Ανάδοχος/ Επιστροφή στη Γενέτειρα/ Χρονολόγιο.

Με τις παραπάνω πληροφορίες και στοιχεία από την δική μου επισκόπηση των κειμένων και των βιβλίων για τον Γ. Ιωάννου από την Έλενα Χουζούρη, μάλλον μέχρι σήμερα περατώνεται το ενδιαφέρον της.

      Η προσεκτική ανάγνωση της κριτικής της ματιάς και των θέσεών της που εκφράζει, δεν δηλώνουν απλά το αγαπητικό ενδιαφέρον μιάς μυθιστοριογράφου, συγγραφέως παιδικών βιβλίων, συντοπίτισσας του ποιητή Γιώργου Ιωάννου- η Έλενα Χουζούρη μπορεί να μεγάλωσε και να σταδιοδρόμησε στην πρωτεύουσα, γεννήθηκε όμως στην συμπρωτεύουσα, την Θεσσαλονίκη-η οποία θεωρεί «υποχρέωσή της» να γράψει και να μας μιλήσει για μία σημαντική ποιητική και πεζογραφική φωνή της γενέθλιας Πόλης, αυτό διακρίνεται από την πρώτη στιγμή που θα προσεγγίσουμε τα κριτικά της κείμενα. Η Έλενα Χουζούρη υπερβαίνει αυτή την πρώτη θα σημειώναμε προσέγγιση, έστω και αν με περισσή φροντίδα και επιμέλεια εξετάζει το της γενέθλιας Θεσσαλονίκης πρόσωπο και διαδρομή του Γιώργου Ιωάννου. Από τις πιο γενικές του ως τις πιο μικρές του λεπτομέρειες και βαδίσματα, όπως με ευκολία ανιχνεύουμε, βλέπουμε από τα δημοσιεύματα, τα κείμενα (ποιητικά και πεζά), τα σχόλια, τις αναφορικές προσωπικές του μνήμες και αναμνήσεις, οικογενειακά και φιλικά περιστατικά, συναντήσεις και συναναστροφές με δεκάδες πρόσωπα του πνευματικού χώρου. Τα βιβλία του είναι διάσπαρτα από σήματα και στίγματα του τόπου και των ανθρώπων της Θεσσαλονίκης των εφηβικών και νεανικών και όχι μόνο χρόνων του. Οι δύο κεντρικές μελέτες της  Έλενας Χουζούρη είναι να επαναλάβουμε: «Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ» Περιπλάνηση στο χώρο και το χρόνο, επιμέλεια Ηλίας Καφάογλου, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 1995, σελ. 142. Και, «γιώργος ΙΩΑΝΝΟΥ «Σαν σπόρος αγκαθιού»», στην σειρά «ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ ΥΠΟΓΕΙΕΣ- ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ», επιμέλεια Χριστίνα Μανταίου, εκδόσεις Ηλέκτρα, Αθήνα 2005, σελ. 102. Όπως επαληθευτικά μπορώ να γνωρίζω, κριτικές και ορισμένες θέσεις της, δημοσιεύματα της Έλενας Χουζούρη που έχουν δημοσιευτεί σκόρπια σε διάφορα έντυπα, έχουν μεταφερθεί και σε συγκεντρωτικούς τόμους δοκιμίων της, χτενισμένες. Όπως παραδείγματος χάρη η βιβλιοκριτική της για «Τα χίλια δένδρα» που αντιγράφω από την εφημερίδα «Η Αυγή» 25/6/1989, η οποία συμπεριλαμβάνεται στον τόμο Έλενα Χουζούρη, «ΕΞ ΑΓΧΙΣΤΕΙΑΣ. ΚΡΙΤΙΚΕΣ- ΚΡΙΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ-ΔΟΚΙΜΕΣ», εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα , 2004, σελ. 38-41. Στην πρώτη ενότητα του βιβλίου με τις «ΚΡΙΤΙΚΕΣ». Το όνομα του Ιωάννου μνημονεύεται και στην σελίδα 103, κριτική της Χουζούρη για την ποιητική συλλογή του «Μιχάλη Εφταγωνίτη, Θάνατος και Ανάσταση της Πολιτείας, εκδ. Πλανόδιον, Αθήνα 1991». Γράφει μιλώντας μας για το πρόσωπο των πόλεων στην εξέλιξη της μυθοπλασίας ελλήνων και ξένων συγγραφέων. «Οι πόλεις που πέρασαν στη δικαιοδοσία του λογοτεχνικού μύθου είναι πολλές. Το Παρίσι του Μπωντλέρ, του Μπαλζάκ, του Ουγκώ ή του Αραγκόν, το Λονδίνο του Ντίκενς και του Πόε, το Δουβλίνο του Τζόυς, η Νέα Υόρκη του Ντος Πάσσος, η Αλεξάνδρεια του Καβάφη ή του Φόρστερ, η Θεσσαλονίκη του Ιωάννου και του Μπακόλα, η Κέρκυρα του Θεοτόκη και ο κατάλογος συνεχίζεται». Εύστοχη η αναφορά της ποιήτριας και κριτικού η οποία δηλώνει την Πόλη ως λογοτεχνικό γεγονός. Ας προσθέσουμε στον κατάλογο των ονομάτων, τον συγγραφέα Λόρενς Ντάρελ και την Αλεξάνδρεια, τους μετρ των αστυνομικών μυθιστορημάτων Άγκαθα Κρίστι και Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόϋλ και το Λονδίνο κλπ. Αλλά και από την πόλη μας, τον Πειραιά, τις περιπτώσεις του ποιητή Ανδρέα Αγγελάκη, του δημοσιογράφου και ποιητή Νίκου Χαντζάρα, του Βασίλη Λαμπρολέσβιου, του μυθιστοριογράφου Χρήστου Λεβάντα και άλλων. Καθώς και του σύγχρονου πεζογράφου Διονύση Χαριτόπουλου, του ποιητή Γιάννη Κακουλίδη κλπ. Γραπτά όπου το πρόσωπο της Πόλης (του Πειραιά) είναι παρών με πολλούς τρόπους μέσα στο λόγο, τα δημοσιεύματα και τη  γραφή τους. 

Εδώ, ας μας επιτραπεί μία μικρή παρένθεση, στην σελίδα 207 «Πρώτες δημοσιεύσεις» αναγράφεται «εφημερίδα Αυγή της Κυριακής, 9.1.1988». Βλέπουμε ότι η ημερομηνία δημοσίευσης διαφέρει από την δική μου (25/6/1989) που έχω αναγράψει πάνω στο απόκομμα του φύλου της εφημερίδας. Εδώ συμβαίνουν τρία πραγματάκια. Πρώτον, ή εγώ έκανα λάθος κατά την αντιγραφή της ημερομηνίας από το φύλλο της εφημερίδας, δεύτερον, είναι τυπογραφικό λάθος της έκδοσης Γαβριηλίδη του βιβλίου κατά την μεταφορά, και τρίτον, ενδέχεται η εφημερίδα να «συνήθιζε» να μεταφέρει και δεύτερη φορά διάφορες κριτικές συνεργατών της. Δεν μπορώ να σκεφτώ τέταρτη εκδοχή μια και μία αντιπαραβολή των δύο δημοσιευμάτων δεν μας φανερώνει να έχουν επέλθει αλλαγές. Εκτός του ότι οι τίτλοι των έργων στην μεταφορά τους στην έκδοση είναι μέσα σε εισαγωγικά. Για να μην ξινίσουν τα πρόσωπα ορισμένων, να διευκρινίσω το εξής. Αυτός δεν είναι ένας άχρηστος σχολαστικισμός, ή ένα υπερβολικό ψείρισμα-όταν μάλιστα, γνωρίζω, ότι διαφεύγουν από ορισμένα κείμενα που γράφω ορθογραφικά λαθάκια. Στην αναγνωστική μου σκέψη εδώ και χρόνια, έρχεται ένας «δοκιμαστικός όρος» για τον οποίο μας μίλησε ο κυρός καθηγητής Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης. Από όπου αντλώ και τον τίτλο των Σημειώσεών μου στην αρχή του άρθρου μου. Στο κείμενο αυτό, «Παρανάγνωση- Ανάγνωση- Φιλολογική Ανάγνωση» Νεκρόδειπνος-«Σοφία και άλλα» ο δοκιμιογράφος, Ομηριστής συντοπίτης του Ιωάννου, Δ. Ν. Μαρωνίτης, στην ομιλία-κείμενο «ΠΑΡΑΝΑΓΝΩΣΗ- ΑΝΑΓΝΩΣΗ- ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ» Νεκρόδειπνος- «Σοφία και άλλα». Φιλολογική ανάγνωση ενός ποιήματος», Βλέπε τον τόμο «ΠΙΣΩ ΜΠΡΟΣ» Προτάσεις και υποθέσεις για τη νεοελληνική ποίηση και πεζογραφία, εκδόσεις Στιγμή, Αθήνα 1986, σελ. 183-197. (στο κεφάλαιο για την ποίηση του Τάκη Σινόπουλου). Στο πυκνογραμμένο και ειδικό αυτό κείμενο όχι μόνο για εκπαιδευτικούς (είναι Ομιλία του που δόθηκε στο συμπόσιο «Η διδασκαλία της σύγχρονης ποίησης στη Μέση Εκπαίδευση», άνοιξη του 1978. Δημοσιεύτηκε στον τόμο που εξέδωσαν τα Εκπαιδευτήρια Ζηρίδη τον Δεκέμβριο του 1978), ο πανεπιστημιακός προσπαθεί να διασαφηνίσει –για την ακρίβεια να συζητήσει τους όρους που θέτει προς εξέταση. Γράφει: «Θα προσπαθήσω να ξεκαθαρίσω , θεωρητικά κάπως, τους δοκιμαστικούς όρους «παρανάγνωση- ανάγνωση-φιλολογική ανάγνωση»: να ελέγξω την ευστοχία τους, τη σημασία τους, τη χρήση τους και τη χρησιμότητά τους.» Και συνεχίζει: «Στόχος μου είναι να συζητήσω τους όρους για την ανάγνωση της ποίησης με τέτοιον τρόπο, ώστε να φανούν οι γέφυρες που οδηγούν από την ιδιωτική προσέγγιση στη συλλογική διδασκαλία της ποίησης: από την ελεύθερη, δηλαδή, και προσωπική σχέση πού αποκαθιστά, όποιος εντρυφά στα ποιήματα, με την ποίηση, στη συστηματική πιά προβολή της μέσα σε εκπαιδευτικό πλαίσιο…». Αν βγούμε έξω από το εκπαιδευτικό πλαίσιο, ή το αντικαταστήσουμε με το πλαίσιο των γενικών ανώνυμων ή επώνυμων αναγνωστών του ποιητικού λόγου στις ευρύτερες διαστάσεις και παραμέτρους του διαχρονικά, τότε δικαιούμαστε να εκφράσουμε την άποψη ότι εφόσον η ποιήτρια και κριτικός Έλενα Χουζούρη υπάγεται στην τρίτη κατηγορία του όρου, δηλαδή εξετάζει και κρίνει τα κείμενα και τα βιβλία από την οπτική του φιλολογικού αναγνώστη, τότε χωρίς διάθεση συσχετισμών, η μακροχρόνια τριβή μας με την ποίηση και την ανάγνωση εκατοντάδων ποιητικών συλλογών και δοκιμίων, τα «κοιτάσματα» συσσωρευμένων διαβασμάτων μας, μπορούμε να κατατάξουμε και την δική μας αναγνωστική και κριτική παρουσία στην δεύτερη κατηγορία, δηλαδή του επαρκούς αναγνώστη. Έχουμε τουλάχιστον κλείσει τον πρώτο κύκλο του ορισμού της παρανάγνωσης. Εδώ και η επισήμανση για την αναγραφή της ημερομηνίας. Αλλά ας επανέλθουμε στην κριτική ματιά της Έλενας Χουζούρη πάνω στο ποιητικό και πεζογραφικό έργο του Γιώργου Ιωάννου.

     Σε ένα πρώτο επίπεδο, θα μπορούσαμε να εκφράσουμε την ευχή η κριτική φωνή της Έλενας Χουζούρη να συσχετιστεί με τις άλλες γυναικείες κριτικές φωνές που ασχολήθηκαν με το έργο του Γ. Ιωάννου. πχ. της εκπαιδευτικού Ελευθερίας Κρούπη- Κολώνα, βλέπε το βιβλίο της «Ο  Έρωτας και ο Θάνατος στη Λογοτεχνία του Γ. Ι.», εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1992. Ή της Anna Zimbone,  «Ρεαλιστική παράσταση και ποιητική ενόραση στην πεζογραφία του Γ. Ιωάννου», εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2008. Ιδιαίτερα τις σελίδες 31-62, όπου εξετάζονται «Τα Ποιήματα». Αλλά και με κείμενα και αναλύσεις της Νένας Ι. Κοκκινάκη, της Σοφίας Ιακωβίδου, της Γεωργίας Πατερίδου, της Αντιγόνης Βλαβιανού η οποία επιμελήθηκε βιβλίο του και το περιοδικό του. Αλλά και άλλων γυναικείων φωνών, όπως είναι η ποιήτρια Τασούλα Καραγεωργίου που διερευνά την μεταφραστική του πλευρά, δίχως να παραγνωρίζουμε και τις δεκάδες αντίστοιχες ισότιμες κριτικές και δοκιμιακές αντρικές φωνές. Ο ποιητής πχ. Δημήτρης Καραμβάλης έχει ασχοληθεί σε αρκετά άρθρα του με την Ποίησή του. Συναριθμώ και τα δύο φύλα μια και η οπτική των διαβασμάτων και σημειωμάτων του υποφαινόμενου συμπεριλαμβάνει και τα δύο φύλα. Δεν είναι μία ιστοσελίδα εκφράσεων και δικαιωμάτων των γυναικείων φεμινιστικών σπουδών ούτε μία queer ιστοσελίδα. Αλλά μία ανοιχτή λογοτεχνική ιστοσελίδα σε όλα τα ρεύματα της τέχνης, με προτίμηση στον ποιητικό λόγο. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, θα ευχόμασταν ο κριτικός λόγος της ποιήτριας και κριτικού Έλενας Χουζούρη, να συσχετιστεί με τους ομοτέχνους της Θεσσαλονικείς δοκιμιογράφους και κριτικούς, οι οποίοι ασχολήθηκαν με την ιστορία και την διαδρομή της λεγόμενης Σχολής της Θεσσαλονίκης και των εκπροσώπων της. Όπως ο Ξενοφών Α. Κοκόλης και άλλοι. Αν και σε σχόλια στο «Φυλλάδιό» του ο Ιωάννου αρνείται να δεχτεί τον όρο Σχολή της Θεσσαλονίκης. Στο ποιους ή ποιές και πως και σε πιο βαθμό αισθηματοποιήθηκε η γενέθλια πόλη τους, η Θεσσαλονίκη μέσα στο έργο τους. Ποιητικό, πεζογραφικό ακόμα θα τολμούσαμε και δοκιμιακό. Σε πια κομβικά σημεία της συγγραφικής του διαδρομής και σε ποιες χρονολογικές-ημερολογιακές εξομολογήσεις και αφηγήσεις τους βλέπουμε να εικονογραφείται ψηφιδωτό το ψηφιδωτό η Εικόνα της πόλης μέσα στην γραφή τους, και πια προσωπικά τους βιώματα εκφράζει και αντιπροσωπεύει, η βιωματική αυτή της μνήμης προσωπική Εικόνα του καθενός ή κάθε μίας. Και σε ένα τρίτο επίπεδο, διαβάζοντας και εξετάζοντας τα κείμενα, τα δημοσιεύματα και τα βιβλία της ποιήτριας Έλενας Χουζούρη, να προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε την εξέλιξη της κριτικής της οπτικής και αν, γράφω αν, η γραφή και η σκέψη, το ύφος και η μεθοδολογία του συντοπίτη της ποιητή και πεζογράφου Γιώργου Ιωάννου, έχει επηρεάσει και την δική της πρωτογενή συγγραφική παραγωγή. Με μία λυρική διάθεση θα γράφαμε, πόσο συναντήθηκαν οι «ρυθμοί της ψυχής» του ποιητή με εκείνη της ποιήτριας κριτικού. Από τα μέχρι σήμερα διαβάσματά μου, πέρα από τις θετικές κριτικές τρίτων, που έχουν δημοσιευτεί για τα βιβλία της-πάνω στον Ιωάννου-δεν έχω συναντήσει την άποψη του Γιώργου Ιωάννου για την Έλενα Χουζούρη. Στην συζήτησή τους στο περιοδικό «Πάνθεον» σημειωτέων δεν συμπεριλαμβάνεται στις 28 συγκεντρωμένες συνεντεύξεις του που κυκλοφόρησαν αυτόνομα σε βιβλίο, "Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής", (Συνεντεύξεις 1974-1985) Κέδρος 1996 δεν διατυπώνεται κανένα σχόλιο του Ιωάννου για την ποιήτρια και δημοσιογράφο, ραδιοφωνικό παραγωγό. Μόνο η συμπαθητική και διακριτική πάντα φωνή της Χουζούρη, με σχεδόν καθόλου παρεμβάσεις της. Μπορεί να υπάρχει και να μην το γνωρίζω. Πέρα όμως από αυτά τα «κουλτουριάρικα» και τεχνικής φύσεως διευκρινιστικά, σημασία έχουν για τον επαρκή αναγνώστη τα ίδια τα κείμενα του Γιώργου Ιωάννου και τα αντίστοιχα κριτικά της Έλενας Χουζούρη. Είτε αυτόνομα τα διαβάσουμε είτε συσχετιστικά η απόλαυση είναι μεγάλη. Γιατί ο λόγος της Έλενας Χουζούρη πέραν των άλλων, διαθέτει μία καθαρότητα και μία θα τολμούσα να πω θερμότητα. Τα κριτικά της κείμενα διαθέτουν την δική τους κριτική γυναικεία θερμοκρασία, δίχως να σε καίνε ή να σε κάνουν να έχεις την αίσθηση ότι σαν κοινός, επαρκής αναγνώστης, -δεν σε κάνει να αισθάνεσαι άβολα, άσχημα,- ότι δεν διαθέτεις τις ανάλογες γνώσεις της. Η γραφή της είναι προσηλωμένη στο κείμενο ή το βιβλίο που εξετάζει και κρίνει, δίχως να στριφογυρνά στα πέριξ του διακοσμητικού του σκηνικού ή ατμοσφαιρικού περιβλήματος θεωρητικών και θολών αναλύσεων. Μπορεί να την διακρίνει μία διακριτική εμφανή ή λιγότερη εμφανή ιδιοσυγκρασιακή ματιά, (ίσως όσο αφορά την συμπρωτεύουσα) αλλά, δεν απεμπολεί την σοβαρότητα και την απόσταση που οφείλει να έχει ένας κριτικός από το βιβλίο ή το κείμενο που έχει μπροστά του. Και κάτι, για την δική μου αναγνωστική αντίληψη πολύ θετικό, το οποίο αναγνωρίζουμε στον κριτικό λόγο της Έλενας Χουζούρη. Αν εξετάσουμε συνολικά τις κριτικές της παρεμβάσεις και έχουμε μία επαρκή εποπτεία των γραπτών ή προφορικών ή ραδιοφωνικών της παρουσιάσεων, η Χουζούρη, δεν «συντρίβει» τον λογοτέχνη,  δεν κατακρημνίζει το κείμενο ή το βιβλίο στα συγγραφικά εκδοτικά τάρταρα, όπως έχουμε σε κριτικές περιπτώσεις όπου ο ή η κριτικός, απορρίπτει συλλήβδην το έργο, ή προβάλλει πάνω του τις δικές του θεωρητικές απόψεις και θέσεις. Το μοντέλο ερμηνείας των σπουδών του. Ορισμένες φορές μάλιστα, σύγχρονες ξενοσπούδαστες κριτικές φωνές, μεταφέρουν κριτικά μοντέλα τα οποία δεν αντιστοιχούν στα ελληνικά κριτικά δεδομένα και το δικό μας κριτικό πρόσωπο και φωνές της μέχρι σήμερα παράδοσης μας (Ο κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης έχει «υποφέρει» από τέτοια ερμηνευτικά μοντέλα).  Κριτικές φωνές σαν του Κλέωνος Παράσχου, του Γιάννη Χατζίνη, του Μήτσου Παπανικολάου, του Πέτρου Χάρη, του Μιχάλη Μερακλή, του Κώστα Στεργιόπουλου, του Κώστα Κουλουφάκου, του Γιάννη Δάλλα, του Τάκη Σινόπουλου, του Κίμωνα Φράιερ και πολλών άλλων, θεωρώ ότι στέκονται ισάξια δίπλα στις ξένες, ευρωπαϊκές και αμερικάνικες μοντέρνες φωνές και μπορούν ακόμα και σήμερα να προτείνουν αναγνωστικές λύσεις κατά την δική μας περιπέτεια της ανάγνωσης. Η Έλενα Χουζούρη συνβηματίζει εσωτερικά με το βιβλίο, ίσως και να ενώνει την φωνή του συγγραφέα με την δική της, δίχως να χάνει καμία φωνή την αυτονομία της, την ετερότητά της. Παρά την διαφορετική χρονική τους απόσταση. Χρειάζεται ειδική εξέταση της συνόλου συγγραφικής κριτικής παρουσίας για να γράψουμε αν η Έλενα Χουζούρη οικοδομεί μία δική της κριτική θεωρία εξέτασης των έργων, όπως πχ. έχουμε στις περιπτώσεις του κριτικού Κώστα Βούλγαρη (με τα θετικά ή τα αρνητικά της) ή στην περίπτωση του παλαιού κριτικού Κώστα Σταματίου, ο οποίος μάλλον περισσότερο ήταν «κριτικός σχολιογράφος», ή του Δημοσθένη Κούρτοβικ, ο οποίος μας μιλά καθώς διαβάζει και κρίνει ένα βιβλίο και για την χρησιμότητα στη ζωή μας που μπορεί να έχει μία νέα κυκλοφορία ενός συγγραφικού προϊόντος. Ή ο κριτικός λόγος παρουσίασης στο Κανάλι της Βουλής, της μυθιστορηματικής κυρίως παραγωγής, από την χαμογελαστή πάντα συγγραφέα Σταυρούλα Παπασπύρου η οποία δεν μας μιλά μόνο για την έκδοση αλλά την συνδέει με άλλες συγγραφικές δραστηριότητες του ξένου συγγραφέα και με τα διάφορα ιστορικά συμπαρομαρτούντα της εποχής του. Ή πάλι, η κριτική φωνή της φιλολόγου Ανθούλας Δανιήλ η οποία εντάσσει το εξεταζόμενο βιβλίο, την νέα έκδοση, σε ένα πολύχρωμο πολιτιστικό πλαίσιο και περιβάλλον από διάφορα είδη και κλιμάκια των τεχνών. Προσωπικών της διαβασμάτων και περιπλανήσεων. Ούτε  επίσης όπως ο εκπαιδευτικός Γιάννης Κουβαράς που μας δίνει το κλίμα και το συγγραφικό στίγμα του βιβλίου-της έκδοσης, υιοθετώντας χρήσιμους  οδοδείχτες προερχόμενους ή συμπληρωματικούς από την αρχαία γραμματεία ή την ποιητική επικράτεια όμορων φωνών και γενεών με τον συγγραφέα. Σε άλλο εύρος κριτικής θεώρησης και ρητορικής κινούνται τόσο ο κριτικός Αλέξης Ζήρας όσο και ο Παντελής Μπουκάλας οι οποίοι είναι ακόμα-και ευτυχώς ενεργοί. Δίχως διάθεση αρνητική ή έλλειψη σεβασμού, αν συναχθούν τα κριτικά σημειώματα και τα δοκιμιακά του κυρίου Αλέξη Ζήρα, έχουμε μία μικρή εγκυκλοπαίδεια κριτικού λόγου της εποχής μας μετά την μεταπολίτευση και σταθερούς οδοδείχτες και κόμβους μιάς νεότερης ιστορίας της ελληνικής λογοτεχνίας. Αλλά ίσως αυτό το κενό μέχρι σήμερα, το καλύπτει η τρίτομη ανθολογία Κριτικού λόγου του Γιάννη Γουδέλη και η πολύτομη ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας του Αλέξανδρου Αργυρίου. Μία επίσης ιδιαίτερη κριτική περίπτωση είναι η θρησκευτικής χροιάς κριτική φωνή του Σταύρου Ζουμπουλάκη. Στην γενική χρήσιμη συγγραφική κριτική περιφέρεια κινούνται οι φωνές του ποιητή και βιβλιογράφου Δημήτρη Δασκαλόπουλου, ενώ σε άλλα θεμέλια οι κριτικές φωνές του κυρού καθηγητή Γιώργου Σαββίδη και του εργατικού πάντα Γιώργου Ανδρειωμένου. Θέλω να πω, ότι σημασία δεν έχει τόσο μάλλον, η καταφατική ή η αρνητική κρίση, όσο τι σχεδιάζει ή προσπαθεί να διαμορφώσει ο ή η κριτικός πίσω από τα θετικών ή αρνητικών προσήμων γραφόμενά του. Ο κριτικός οφείλει να μας αφυπνίσει συναισθήματα, αναμνήσεις, σκέψεις, όνειρα, να ενεργοποιήσει κριτικές δυνάμεις μέσα μας, να απεγκλωβίσει αν αυτή υφίσταται από την ακινησία του το κείμενο, το βιβλίο. Εξάλλου, χρειάζεται ιδιαίτερη μαεστρία και τέχνη ώστε αυτή η «Δωρική σοβαρότητα και Ιωνική αλαφράδα» του Ιωάννου για την οποία μας μιλά ο συγγραφέας Τόλης Καζαντζής, βλέπε εφημερίδα «Η Αυγή» 24/2/1985, ο «ραψωδός» της Θεσσαλονίκης και των φτωχών και κατατρεγμένων, να αποκρυπτογραφηθεί. Τα κείμενά του μόνο στο περιοδικό «Αντί» να διαβάσουμε, από το κείμενο «Θεσσαλονίκη- Αθήνα, Μια ερωτική σύγκριση» έως το κείμενό του για το «Αμφί» το περιοδικό του ΑΚΟΕ θα εκπλαγούμε με το άνοιγμα των φτερών της αγκάλης του που σκεπάζει ότι είναι απλό, λαϊκό, κατατρεγμένο από την κοινωνία και τον μικροαστισμό της και καθωσπρεπισμό της.  Κάτι που μου αρέσει στον κριτικό της λόγο ακόμα, όπως και σε άλλες ελληνίδες κριτικές φωνές, η Έλενα Χουζούρη, δεν «μαρμαρώνει» το κείμενο-πεζό ή ποιητικό-για να αναδειχθεί η δική της φωνή. Μέσα από την ροή του λόγου της διασώζει κυρίως την φωνή του συγγραφέα και όχι του κριτικού. Η δική της παρουσία και συμβολή γίνεται μέσω μιάς ηθικής της κριτικής και αισθητικού πουδραρίσματος, πέρα από συντεχνίες. Έχουμε πάμπολλα σύγχρονα-των τελευταίων δεκαετιών μας παραδείγματα όπου οι κριτικές αυτονομούνται από το κείμενο που αναφέρονται ή το συγκαλύπτουν. Καθώς διαβάζουμε τις κριτικές αυτές αισθανόμαστε να λανθάνει η φωνή του συγγραφέα, αν δεν λαθεύω. Ελπίζω, να μην είναι υπερβολικός ο τόνος των απόψεών μου ο οποίος προέρχεται από την αναγνωστική μου εμπειρία κατά την ανάγνωση των κριτικών της Έλενας Χουζούρη και των βιβλίων της. Ούτε σκοπό έχουν οι θέσεις αυτές να υποσκελίσουν τις κριτικές φωνές άλλων, σύγχρονων αντρικών και γυναικείων κριτικών φωνών. Προσπαθώ απλά να «δημιουργήσω» ένα τεχνικό κριτικό σύνορο – συμβατικών αναφορών, ώστε να κατανοήσω ορθότερα και επαρκέστερα τις σύγχρονες κριτικές φωνές ενώ παράλληλα, να επανεξετάσω τις παλαιότερες του προηγούμενου αιώνα, ιδιαίτερα την κριτική φωνή του ποιητή Κωστή Παλαμά-και να δω πόσο είναι ακόμα και σήμερα σύγχρονες, επίκαιρες, λειτουργικές. Προσφέρουν λύσεις σε αναγνωστικές μας δυσκολίες. Μιλά σήμερα η κριτική φωνή της πολυγραφότατης Άλκης Θρύλου, ή διαβάζονται μόνο τα χρήσιμα και χρηστικά Θεατρικά της σημειώματα. Ή πάλι, πόσες κριτικές φωνές της Γενιάς του 1970 που, αν δεν κάνω λάθος ανήκει και η ποιήτρια και κριτικός Έλενα Χουζούρη, μπορούν να σταθούν αυτόνομα ως κριτικές παρουσίες. Μια και το τελευταίο διάστημα υπάρχει ένα συχνό και σταθερό ενδιαφέρον για την συνολική συγγραφική παρουσία και εικόνα της Γενιάς αυτής.

       Επανερχόμενος, η ποιητική αυτόνομη παρουσία του Γιώργου Ιωάννου, εξετάζεται και στο Γ Κεφάλαιο: «Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΩΣ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗΣ», ιδιαίτερα στις σελίδες 45, 46, 47, 48,49, του βιβλίου της «Η Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου». Ενώ στο Α Κεφάλαιο με τίτλο η «Γενέτειρα», στους «Βίους Αγίων» εξετάζει στις σελίδες 34,35, 36,37, 38 την Ποίηση του Γ. Ιωάννου, ενσωματώνοντας μέσα στο κείμενό της, υιοθετώντας τες, τις θέσεις του πειραιώτη πανεπιστημιακού στην Αυστραλία Βρασίδα Καραλή, οι οποίες δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στο αφιέρωμα του περιοδικού «Διαβάζω» τχ. 452/6, 2004, σ.75-80 στο «Ο Γιώργος Ιωάννου και η ποίηση της ενσυνείδητης αμαρτωλότητας». Η ματιά της διαφέρει από την θεώρηση της Annas Zimbone στο δικό της μελέτημα. Αναρωτιέται η Έλενα Χουζούρη και ξεδιπλώνει τις σκέψεις της:

«Πότε αρχίζει να γράφει; «Ποιήματα, όπως και τόσοι άλλοι νέοι, έγραφα από μικρός» μας πληροφορεί . Σ’ αυτή τη φράση διακρίνουμε μια αιδημοσύνη. Σαν να θέλει να υποβαθμίσει τη ροπή που από μικρός έδειξε να έχει προς τη γραφή, εξομοιώνοντάς την με των «τόσων άλλων νέων». Γιατί όπως θα δείξει η μετέπειτα πορεία του στα γράμματα, η ανάγκη της δημιουργικής έκφρασης ήταν κάτι πολύ περισσότερο από σύμπτωμα της νεανικής ηλικίας. Ήταν το χάρισμα της δημιουργίας που εμφανίζεται και σε παρασέρνει στα δικά του μονοπάτια, τα οποία ακολουθείς πιστά σε όλη σου τη ζωή. Για τον ευαίσθητο και μοναχικό νεαρό με την ερωτική ιδιαιτερότητα, που ξυπνούσε σιγανά αλλά σταθερά μέσα του και απαιτούσε το δικό της μερίδιο, η ποίηση θα πρέπει να λειτουργούσε σαν βάλσαμο, σαν μια παρηγοριά μέσα στην ακατανοησία και την σκληρότητα που πολλές φορές ήταν αναγκασμένος να ζει. Μαζί όμως με την ανάγκη να εκφράσει τα συναισθήματά του, πρέπει να σιγοκαίει και η τελειομανία του, αυτή που θα τον οδηγήσει να παιδεύει μέχρις εσχάτων κάθε λέξη και κάθε πρόταση. Από μικρός, λοιπόν, δεν δίσταζε να καταστρέφει ό,τι δεν τον ικανοποιούσε από τα πρωτόλεια εκείνα ποιηματάκια του που, επιπροσθέτως, πρέπει να πλημμύριζαν από συναισθήματα ώστε να συγκινούν μέχρι δακρύων τις γυναίκες του σπιτιού, αλλά και τις γειτόνισσες. «Τα ποιήματα εκείνα, που είχαν συγκινήσει μέχρι δακρύων τις γυναίκες του σπιτιού, αλλά και τις συγκάτοικές μας, τα ‘καψα αργότερα όλα. Μονάχα κάτι λίγους στίχους τους θυμάμαι, μα τους κρατάω για τον εαυτό μου. Μέχρι που πήγα στο στρατό, συνέχισα να γράφω και να καίω. Μεγάλη μανία είχα με το κάψιμο, φυλλαράκι δεν ήθελα ν’ απομείνει. Πέρασα από αγωνίες κι αμφιβολίες φριχτές. Με τίποτα δεν έμενα ικανοποιημένος.».

     Εδώ η Έλενα Χουζούρη ενσωματώνει τις απόψεις που έχει εκφράσει και μας εξομολογείται ο Γιώργος Ιωάννου στο αυτοαναφορικό του αφήγημα «Εις εαυτόν». Κείμενο απαραίτητο στην κατανόηση της ιδιοσυγκρασίας και του έργου του, στο οποίο αναφέρονται όλοι όσοι ασχολούνται με τα βιβλία και την γραφή του. Βλέπε το βιβλίο με τα Πεζογραφήματα, «η πρωτεύουσα των προσφύγων» σελ. 208-278. Συνεχίζει παρακάτω η Έλενα Χουζούρη:

      «Θα καταπιαστεί και πάλι με την ποίηση λίγα χρόνια αργότερα, αφού θα έχει απολυθεί από τον στρατό και θα έχει πιάσει δουλειά ως φιλόλογος στην Αλεξάνδρεια, ένα χωριό τότε, όχι μακριά από την Θεσσαλονίκη, γνωστό και ως «Γιδάς». Εκεί με «άλλη φωνή» πια, με ισχυρότερη ίσως αυτοπεποίθηση, με δικό του-κατάδικό του-χώρο, έστω και νοικιασμένο, ανάμεσα σε αθώα χωριατόπαιδα και σ’ ένα περιβάλλον φυσικό, σχεδόν ευτυχισμένος, άρχισε να σιγογράφει τα ποιήματα με τα οποία θα κάνει την είσοδό του στα γράμματα. Τα τιτλοφορεί Ηλιοτρόπια και δεν θα καλύπτουν όταν θα τυπωθούν περισσότερο από ένα δεκαεξασέλιδο. Αυτό όμως είναι αρκετό για να φανεί μια νέα αξιοσημείωτη ποιητική φωνή. Στα ποιήματα αυτά, όπως και εννιά χρόνια αργότερα (1963) στη δεύτερη ποιητική του συλλογή με τίτλο Τα Χίλια Δέντρα (η ελληνική ονομασία του Σέιχ Σου), ο νεαρός ποιητής ωθεί τις κρυφές του συναισθηματικές και  ερωτικές ανάγκες που πασχίζουν να αρθρώσουν μια ελάχιστη φωνή, να διεκδικήσουν μία ανάσα, καθώς καταπνίγονται από χίλιες μύριες ενοχές, φόβους και αναστολές. «Νιώθω σαν σπόρος αγκαθιού/ με γαντζωμένο το κεντρί/ στην αγκαθένια την καρδιά μου», γράφει στα Ηλιοτρόπια, δίνοντας όλο το μέγεθος της άφατης ερημιάς  μέσα στην οποία παράδερνε στα νεανικά του χρόνια η ψυχή του, καθώς το κορμί του ξυπνούσε και τα αιτήματά του προκαλούσαν βαθιές ενοχές στον ποιητή. Η «αμαρτωλότητα», σύμφωνα με τον Βρασίδα Καραλή, έχει αρχίσει να ρίχνει τους σπόρους της που θα φυτευθούν και θα βλαστήσουν στο μετέπειτα έργο του…….», σ.34-36.

       Η Χουζούρη, ορμώμενη από μία παρατήρηση του συγγραφέα Edmund Keely για την Καβαφική Αλεξάνδρεια, προβαίνει σε μία εύστοχη αναγνωστική για εμάς τους αναγνώστες προτροπή και δική της επισήμανση. Γράφει:

 «Θα υποστήριζα, λοιπόν, ότι στα κείμενα του Γιώργου Ιωάννου υπάρχουν δύο πόλεις: α) η πόλη του αφηγητή και β) η πόλη του αναγνώστη. Δε ποιά από τις δύο πρέπει να περιπλανηθεί ο μελετητής; Βασικά στη δεύτερη. Ωστόσο, ο μελετητής είναι πρώτα και κύρια ένας καλός αναγνώστης, ο οποίος όσο και αν ακολουθεί κάποιες συγκεκριμένες μεθοδολογικές υποδείξεις, δεν παύει να μεταφέρει στο δικό του κείμενο πια και τις προσωπικές του διαθέσεις, τα προσωπικά του βιώματα. Μόνο έτσι, άλλωστε, η ματιά του μπορεί να είναι δημιουργική και απελευθερωτική. Αλλιώς, θα παραμείνει στο επίπεδο της στείρας ανατομίας του κειμένου. Η περιπλάνηση, επομένως, του αφηγητή στους χώρους της Θεσσαλονίκης γίνεται και περιπλάνηση του μελετητή-αναγνώστη. Καθένας κρατάει για τον εαυτό του τις ανακαλύψεις του, ώσπου κάποια στιγμή συναντώνται. Η μεγάλη τους διαφορά είναι ο χρόνος. Χρόνος της βίωσης, χρόνος της γραφής και χρόνος της ανάγνωσης. Θα υποστήριζε κανείς πως το κείμενο διαφοροποιείται από τον ένα χρόνο στον άλλο.» σελ. 45 του βιβλίου της «Η Θεσσαλονίκη του Γ. Ιωάννου».

     Ορθές σκέψεις, αναγνωστικός φανός για να διαβάσουμε και περιδιαβούμε το έργο όχι μόνο του Ιωάννου. Ενώ, για την παρουσία της γενέθλιας πόλης του την Θεσσαλονίκη στις δύο ποιητικές του συλλογές, μας λέει παρακάτω:

    «Η γενέθλια πόλη εμφανίζεται στα κείμενα του Γιώργου Ιωάννου από την πρώτη του ποιητική συλλογή Ηλιοτρόπια. Η πρώτη αυτή εμφάνιση είναι μεταφορική. Η πόλη όχι μόνο δεν κατονομάζεται, αλλά εκφέρεται μεταφορικά μέσα από το στίχο. «[…], κι η πολιτεία άσπρο άλογο/ στη θάλασσα κατάστηθα [.] […] για να υπογραμμίσει το κλίμα της μοναξιάς και της ερωτικής ανυδρίας το οποίο κυριαρχεί στο ποίημα. Η πόλη παίρνει τη μορφή του άσπρου αλόγου, αλλάζει όψη, μεταμορφώνεται, μετατρέπεται σε πόλη της ποίησης, πόλη που μιλά μέσα από ποιητικά σύμβολα….» Ενώ στην δεύτερη ποιητική συλλογή γράφει: «… η πόλη λειτουργεί σαν απειλητική σκιά, με όγκους οι οποίοι περισσότερο μαντεύονται παρά αποκαλύπτονται, θέτουν αινίγματα, δημιουργούν αποχρώσεις, εξάπτουν τη φαντασία, ανοίγουν λογαριασμούς. Η πόλη  μιλά ψιθυριστά πίσω από τους στίχους. Είναι μία πόλη γεμάτη μοναξιά….» σελ. 46.

Την πρώτη ποιητική συλλογή του Γιώργου Ιωάννου και πολλά ποιήματα από την δεύτερη, τα έχω μεταφέρει και παρουσιάσει σε προηγούμενα σημειώματα αυτού του μήνα. Ας μεταφέρουμε λίγους ακόμα κριτικούς σπινθήρες της Έλενας Χουζούρη για την Ποίηση του Ιωάννου, με τις ελάχιστες «ερωτικές συνεντεύξεις» του, που δεν του έλειπαν, όπως μας αναφέρει σε δημοσιογραφικό χρονογράφημά του στην εφημερίδα «Πρωινή». Τώρα συγκεντρωμένα στο βιβλίο του «Κοιτάσματα» πεζά κείμενα, εκδόσεις Ορέστης 1981.

-στην συλλογή Ηλιοτρόπια ο τίτλος της παραπέμπει στους Εβραίους της Κατοχικής Θεσσαλονίκης, «Η μνήμη λειτουργεί φαντασιακά και όχι λυτρωτικά, όπως θα συμβεί αργότερα». Σ.47

-«Αν στα Ηλιοτρόπια η παρουσία της πόλης είναι εντελώς μεταφορική και υπαινικτική, στα Χίλια Δένδρα κάνει τη ρητή της εμφάνιση από τον τίτλο ακόμη.», σ.47

-«Στα Χίλια Δένδρα τα σημεία της πόλης έχουν μια λειτουργία εσωτερική, κλειστή, η αναφορά τους εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από τις συγκινησιακές φορτίσεις του ποιητή». σ. 47

-«Οι συγκινησιακές, όμως, φορτίσεις οδηγούν σ’ έναν υποβόσκοντα ερωτισμό, ο οποίος κατακλύζει τους χώρους της πόλης στους οποίους κινείται ο ποιητής. Έτσι, οι αναφορές στους χώρους λειτουργούν ως προσχήματα για να εκφραστεί αυτός ακριβώς ο ερωτισμός.» σ.47-48.

     Με τα ίσως όχι ελάχιστα παραπάνω που αντιγράφουμε από τις μελέτες και την βιβλιοκριτική στην εφημερίδα, μπορούμε και εμείς ως επαρκείς αναγνώστες να εκφράσουμε την θέση ότι οι χρόνοι και οι χώροι, οι διαδρομές σε εσωτερικές αισθήσεις πλησιάσματος του Άλλου, του ξένου, μέσα από αυτό το διπλό βλέμμα της πρωτογενούς αφήγησης και της κριτικής εξήγησης να αισθανθούμε αυτήν την έκφραση ερωτικής διάθεσης του Γιώργου Ιωάννου, και να νιώσουμε τους ερωτικούς τριγμούς περιπλάνησης της ίδιας της γενέθλιας Πόλης, της Θεσσαλονίκης, αλλά και των ερωτικών σοκακιών και δρόμων, πλατειών της Αθήνας που μας περιγράφει και περπάτησε, μετά την μόνιμη εγκατάστασή του στην πρωτεύουσα των προσφύγων του έρωτα και του πρόσφυγα έρωτα. Αυτού του μεγάλου κεφαλαιοχωριού που ονομάζεται Αθήνα.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, Πέμπτη 28/9/2023                    

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2023

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, 25 ΣΟΝΕΤΑ μετάφραση-εισαγωγή Διονύσης Καψάλης

 

Ποιητές- κριτικοί κρίνουν και σχολιάζουν την μετάφραση

            του ποιητή και μεταφραστή Διονύση Καψάλη

           Σέξπιρ- Σονέτα

    Πώς να σε πω-καλοκαιριάτικο πρωί… Έχεις πιο εύκρατη μορφή, πιο ερασμία… γνωρίζω ανέμους που κι Μάης φυλλορροεί… τα καλοκαίρια έχουν πάντα προθεσμία…» Εδώ, το ζήτημα χρειάζεται ένα χειρισμό αντάξιο, στο μέτρο του δυνατού, με την ιδιάζουσα φύση του αντικτύπου του. Παραθέτω ένα υπέροχο ποίημα:

Εσύ που είσαι μουσική, γιατί θλιμμένα

τη μουσική ακούς; Η χάρη με τη χάρη

κι η γλύκα με τη γλύκα χαίρονται. Κι εσένα

της ηδονής η θλίψη σ’ έχει συνεπάρει;

Ενώσεις ήχων μιάς πνοής συγκερασμένης,

κι αν σε προσβάλλει η λεπτή τους αρμονία,

μόνο γλυκά σε αποπαίρνουν, που σημαίνεις

όλα τα μέρη σου σε μια μονοτονία.

Τι αμοιβαία γλύκα χύνουν στον αέρα,

κι η μιά χορδή την άλλη δίπλα της δονεί’

όπως πατέρας, γιος και άσμενη μητέρα,

που όλοι ένας, τραγουδούν σαν μιά φωνή.

Άρρητος ήχος πολλαπλός και μοιάζει ένας,

σαν να σου λέει, «μόνος, γίνεσαι κανένας».

        Και ένα ακόμη:

Τη μουσική σου όταν παίζεις, μουσική μου,

πάνω στο ξύλο που γλυκά αναφωνεί

με την αφή σου, κι απαλά στην ακοή μου

της αρμονίας κυβερνάς την ηδονή,

φθονώ τα πλήκτρα που σκιρτώντας από ρίγος

φιλούν τις ρώγες των δαχτύλων σου, ενώ

τα δυό μου χείλη που τους πρέπει  αυτό ο τρύγος

με τέτοιο θράσος κοκκινίζουν στο κενό.

Μ’ αυτούς τους ξύλινους πιστούς ν’ άλλαζαν θέση,

που των χεριών σου τρέχουν πάνω τους χοροί,

κι είναι οι άψυχοι αυτοί, που τους αρέσει,

κι από τα χείλη μου που ζουν πιο τυχεροί.

 Δώσ’ τους, λοιπόν, αφού ‘ναι τόσο ερωτύλοι,

τα δάχτυλά σου να φιλούν, κι εγώ τα χείλη.

     Σωστά καταλάβατε, πρόκειται για δύο απ’ τα ωραιότερα σονέτα του Σέξπιρ ( VIII  CXXVIII), μεταφρασμένα, αριστοτεχνικά, απ’ τον Διονύση Καψάλη (ο ίδιος έγραψε, κατά τη γνώμη μου, το αρτιότερο σονέτο στην ελληνική γλώσσα, το Μέρες Αργίας, XV: βαθύ, ρωμαλέο, μουσικό και δωρικό συνάμα, πυκνό και ταυτοχρόνως αέρινο, απεριόριστα ανοιχτό στη συμβολική δράση και στις ανησυχίες της επινοητικότητας: σονέτο-πρότυπο για ένα- πώς να το πω-; μετά-ελυτικό κοσμοείδωλο. Η μοίρα αυτού του λογοτεχνικού είδους (του σονέτου) ήταν λοιπόν, με τα ελληνικά της μέτρα, παράδοξη καθεαυτή: το μεσουράνημα της έφτασε «μετά θάνατον!»).

      Ο Καψάλης παρουσίασε 25 απ’ τα 154 σονέτα του Άγγλου λυρικού και δραματουργού σε μια κομψή έκδοση- «προσευχητάρι» (συγχωρήστε μου την έκφραση!) με ευθύνη της Άγρας. Αν επιχειρήσω, εδώ να κρίνω το κατά πόσον διαβάζει κανείς μια μετάφραση πιστή, θα μεταθέσω το σχόλιο στον ορίζοντα της ολότελα άγονης συζήτησης σχετικά με το τι ακριβώς είναι η μετάφραση του ποιήματος. (Κατ’ ουσίαν- δηλαδή στην ιδεώδη μορφή της-, η μετάφραση της ποίησης απλώς δεν υφίσταται: «Ποίηση είναι», σύμφωνα με την κλασική απόφανση του Φροστ, στην οποία είχε έννομο συμφέρον, να επανέρχεται ο Ελύτης, «αυτό που δεν μεταφράζεται». Συνεπώς, δεν μπορούμε παρά να ελπίζουμε σε μια πρόγευση παραδείσου, ουτοπία των σημείων, διάθλαση όπου η ψευδαίσθηση πολεμάται με ψευδαίσθηση). Απ’ την άλλη, αν πω ότι η μετάφραση παρουσιάζεται βεβαρημένη από μιά γλωσσική ατμόσφαιρα περισσότερο λόγια, περισσότερη «πεποιημένη» απ’ την αντίστοιχη  της ιστορικής σεξπηρικής συγκυρίας, ίσως να κυριολεκτώ, θα αμαυρώσω όμως την εντύπωση ενός θαυμάσιου ταξιδιού τονίζοντας, ανώφελα, το κόστος των ναύλων. Παίρνω λοιπόν το θάρρος να πω ότι πρόκειται για μια μετάφραση υποδειγματική.

     Οξύμωρο; Ένας ποιητής, ο Διονύσης Καψάλης, που έζησε, με τρόπο τόσο ευτυχή, την περιπέτεια της πρόσβασης στην καρδιά της ευρωπαϊκής φιλολογικής συνείδησης, συμβαίνει να είναι από κείνους που προσκολλήθηκαν φανατικά στην πνευστιώσα παράδοση της λυρικής εντοπιότητας, στον «ελληνικό ήχο» του σικελιανικού άσματος, στον ψυχισμό που τραγουδάει ακόμη εντός των ερειπίων της έμμετρης αρχιτεκτονικής, στα περβάζια της ρίμας.

ΕΥΓΕΝΙΟΣ  ΑΡΑΝΙΤΣΗΣ,

εφημερίδα Ελευθεροτυπία τεύχος 49/7-5-1999, σ.14. (στο περιοδικό ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της Ελευθεροτυπίας ο ποιητής και κριτικός υπήρξε σταθερός συνεργάτης της εφημερίδας. Δημοσίευε κριτικές και δοκιμιακά σημειώματα και είχε την στήλη Non paper).

--

                   Ερωτικά  παιχνίδια  από  τον  Σαίξπηρ

ΟΥΙΛΛΑΜ  ΣΑΙΞΠΗΡ: 25 Σονέτα. Μετ.-επίμετρο: Διονύσης Καψάλης. Άγρα

     Μπορεί η ταινία «Ο ερωτευμένος Σαίξπηρ» να παρουσιάζει τον μεγάλο Άγγλο δραματουργό και ποιητή σύμφωνα με την ιδέα που είχε ο σκηνοθέτης γι’ αυτόν και τις ερωτικές του ευαισθησίες, η πραγματικότητα όμως κρύβεται πίσω από τα ερωτικά σονέτα αλλά και τα άλλα στιχουργήματα που μας κληροδότησε ο Σαίξπηρ. Το ποιός ήταν ο ερωτευμένος Ελισαβετιανός και πολύ περισσότερο με ποιον, είναι ένα μυστήριο που κανένας μέχρι σήμερα μελετητής του σαιξπηρικού έργου δεν μπόρεσε να λύσει. Κι όταν λέμε «ποιος» εννοούμε ποια ήταν η ερωτική του ψυχοσύνθεση, πώς ένιωθε και προς τα πού έγερναν οι ερωτικές του προτιμήσεις.

     Στα καθ’ ημάς, πριν από λίγους μήνες από τις εκδόσεις Άγρα κυκλοφόρησε ένα ιδιαίτερα καλαίσθητο τομίδιο με μεταφρασμένα από τον γνωστό ποιητή και δοκιμιογράφο Διονύση Καψάλη 25 από τα 154 σονέτα του Σαίξπηρ.

     Φυσικά η φροντισμένη αυτή έκδοση με το εκτενές, εν μέρει «μυθιστορηματικό» επίμετρο του μεταφραστή, δεν εμπίπτει, ως πρόθεση, στην σαιξπηρομανία που ενέσκηψε τον τελευταίο καιρό, και ούτε είναι δίκαιο να την εντάξει κανείς σ’ αυτό το πλαίσιο. Άλλωστε δεν είναι η πρώτη φορά που τα σονέτα του Σαίξπηρ αποδίδονται στη γλώσσα μας. Μετά την μεταπολίτευση ο κατεξοχήν μεταφραστής του σαιξπηρικού έργου, Βασίλης Ρώτας μαζί με τη Βούλα Δαμιανάκου μετέφρασαν και τα 154 σαιξπηρικά σονέτα που κυκλοφόρησαν από τον ΙΚΑΡΟ το 1978. Ακολούθησε η μετάφραση των  26 σονέτων από τον Στυλιανό Αλεξίου, που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις «στιγμή» το 1989.

     Ο Σαίξπηρ είναι 37 χρονών, όταν το 1591 αρχίζει να συνθέτει τα σονέτα του, τα οποία ολοκληρώνει τρία χρόνια αργότερα. Έχουν περάσει τέσσερα χρόνια από την εγκατάστασή του στο Λονδίνο και εννέα από τον γάμο του με την κατά οκτώ χρόνια μεγαλύτερή του Άννα Χεθάγουέι την οποία είχε αφήσει στη γενέτειρά του μαζί με τα τρία τους παιδιά. Την ίδια περίοδο που συνθέτει τα σονέτα του θα αρχίσει και η συγγραφή καθώς και το ανέβασμα των πρώτων του έργων, ενός ιστορικού δράματος και τριών κωμωδιών. Είναι φανερό ότι ο μεγάλος δραματουργός και ποιητής οδεύει  τον γόνιμο δρόμο της δημιουργίας και της αναγνώρισης.

     Ωστόσο, ενώ τα θεατρικά του έργα θα παίζονται μέχρι το θάνατό του, το 1616, τα σονέτα του δεν θα κυκλοφορήσουν παρά μόνον μία φορά, το 1609, και μάλιστα σε κλεψίτυπη έκδοση.

      Πώς ωθήθηκε ο Σαίξπηρ στη συγγραφή των σονέτων; Όπως μας πληροφορεί ο Διονύσης Καψάλης, το τελευταίο τέταρτο του 16ου αιώνα παρατηρήθηκε μια μανία γραφής σονέτων, κάτι σαν μόδα θα λέγαμε σήμερα, με αποτέλεσμα να γραφτούν περίπου τριακόσιες χιλιάδες(!) σονέτα και να κυκλοφορήσουν 326 βιβλία μόνον στην Ιταλία από το 1575 έως το 1600.

     Μια εξήγηση λοιπόν μπορεί να είναι ότι και ο Σαίξπηρ επηρεασμένος από το ρεύμα της εποχής άφησε τη λυρική του ευαισθησία να εκφραστεί με το σονέτο, τον παραδομένο αυτόν τρόπο ποιητικής γραφής από τους προβηγκιανούς τροβαδούρους και βεβαίως τον Δάντη και τον Πετράρχη. Το σονέτο όμως (sonnet = ασμάτιον στη προβηγκιανή διάλεκτο) τραγουδιέται στην αρχή, γράφεται αργότερα, κυρίως για να υμνήσει τον έρωτα ή να φιλοσοφήσει περί αυτόν, να μιλήσει για τη ζωή και το θάνατο. Ερωτικά λοιπόν είναι και τα 154 σονέτα που μας κληροδοτεί ο Σαίξπηρ. «Πώς να σε πω-καλοκαιριάτικο πρωί;/ Έχεις πιο εύκρατη μορφή, πιο ερασμία/ γνωρίζω ανέμους που κι ο Μάης φυλλορροεί/ τα καλοκαίρια έχουν πάντα προθεσμία.».

     Ποιο είναι το αντικείμενο του ερωτικού ύμνου του Σαίξπηρ; «Βλέπουμε πρώτα απ’ όλα», γράφει ο Διονύσης Καψάλης, ότι από τη θέση του εγκωμιαζόμενου εκτοπίζεται-πήγα να πω καθαιρείται-η συνήθης, εξιδανικευμένη γυναικεία μορφή, την οποία διαδέχεται επί 126 σονέτα, ένας ωραίος, μάλλον αριστοκρατικής καταγωγής νέος. Για τη σχέση του ομιλητή με τον νέον αυτόν δεν γνωρίζουμε και μάλλον δεν πρόκειται να μάθουμε τίποτε περισσότερο απ’ ό,τι λένε ή ίσως υπαινίσσονται τα σονέτα». «Μην πουν η αγάπη μου πώς είναι σαν ειδώλου/ κι αυτός που αγάπησα ομοίωμα κενό/ για έναν μόνο τραγουδώ κι ολωσδιόλου/ έναν, τον ίδιον έναν πάντα επαινώ».

     Ποιος είναι ο ένας, δηλαδή ο W. H.,  στον οποίο είναι αφιερωμένα τα σονέτα, είναι ένα μυστήριο το οποίο δεν έχει λυθεί ακόμη. Ωστόσο, ο Διονύσης Καψάλης στο επίμετρό του παρατηρεί ότι «στα ποιήματα που διαβάζουμε χωρούν κάλλιστα όλες οι πιθανές εκδοχές, από την ανυπόκριτη φιλία και το θαυμασμό του προστατευόμενου προς τον άρχοντα έως την πραγματοποιημένη ομοφυλοφιλική σχέση». Στην άποψη αυτή συνεπικουρεί και η ελαφρώς μεταγενέστερη αφιέρωση της «Λουκρητίας», ποιητικής σύνθεσης αποτελούμενης από 267 επτάστιχα, στον νεαρό φίλο και προστάτη του Σαίξπηρ Henricke Wriothesley, κάτι που συνηθιζόταν σε παρόμοιες σχέσεις.

      Η ανατροπή όμως έρχεται στο 127ο σονέτο όπου- επιτέλους- εμφανίζεται η κατά παράδοση ερωμένη της σονετογραφίας, με τη μορφή μιας μελαχρινής κυρίας, «απείρως πιο ερωτικής, πιο γήινης και πιο επικίνδυνης από την πετραρχική προκάτοχό της», όπως παρατηρεί ο Διονύσης Καψάλης. «Τα σκοτεινά της χρώματα ενσαρκώνουν ένα καινούργιο για την ποίηση, είδος ερωτικού λόγου, όπου συμφύρονται η επιθυμία με την ερωτική απειλή και η έλξη με το φόβο.

       «Εκείνο όμως που περιπλέκει ακόμη περισσότερο τις όποιες εικασίες είναι ότι, όπως μας πληροφορούν τα σονέτα, η μελαχρινή κυρία έχει εκμαυλίσει τον ωραίο νεαρό των πρώτων 126 σονέτων! Τι παιχνίδι μας έχει παίξει ο Σαίξπηρ; Σίγουρα ένα περίπλοκο παιχνίδι, αλλά οπωσδήποτε ερωτικό. Με όρους υψηλής αισθητικής, που εκφράζουν το ερωτικό συναίσθημα πιο ρεαλιστικά απ’ ό,τι τα πετραρχικά σονέτα, καθώς και τον πλούτο των αμφιθυμικών μεταπτώσεων που αυτό, εξ αντικειμένου, στους αιώνες των αιώνων, προκαλεί.

      Τι ωραία λοιπόν, πρόκληση, για έναν ποιητή του τέλους της χιλιετίας που μέσα από τα σονέτα αναγνωρίζει κι ένα δικό του νεανικό προσωπείο; Ο Διονύσης Καψάλης, καταξιωμένος ποιητής και μεταφραστής, προχωρεί σε μια τολμηρή ανάγνωση και μετάφραση των σονέτων, επιθυμώντας να  αναδείξει το σαιξπηρικό λυρικό συναίσθημα ως συμπαντικό και όχι ως κλειδί για τη μία ή την άλλη ερμηνεία των σαιξπηρικών προτιμήσεων. Άλλωστε τι μας ενδιαφέρει, όταν τέσσερις αιώνες μετά, διαβάζοντάς τα ο οποιοσδήποτε ερωτευμένος ή η οποιαδήποτε ερωτευμένη μπορεί όχι μόνο να συγκινηθεί αλλά να πάρει και μοναδικά μαθήματα ερωτικού ύφους και ήθους;

      Δεν έχει κανείς παρά να συμφωνήσει με τον μεταφραστή ότι τα σονέτα του Σαίξπηρ αποτελούν μέρος της ερωτικής μας παιδείας.

ΕΛΕΝΑ   ΧΟΥΖΟΥΡΗ,

Εφημερίδα Η Καθημερινή, Κυριακή 18 Απριλίου 1999, σελίδα 37 (η κριτική της ποιήτριας και κριτικού δημοσιεύεται στην σελίδα του ΒΙΒΛΙΟΥ).

--

         Με  τους  καλύτερους  καρπούς…

ΟΥΙΛΙΑΜ  ΣΑΙΞΠΗΡ: 25 Σονέτα. Μετάφραση-επίμετρο Διονύσης Καψάλης, εκδόσεις Άγρα

          Αν τα μεταφραστικά κατορθώματα μιας γλώσσας σημαίνουν κάτι για την δημιουργική ευρωστία της, στην περίπτωση των σονέτων του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ δεν μπορούμε να επαινέσουμε ιδιαίτερα την ελληνική. Λίγες κι αναιμικές οι αναμετρήσεις της, με επικεφαλής την εργασία του Βασίλη Ρώτα- Βούλας Δαμιανάκου, της οποίας η μοναδική αρετή είναι πώς περιλαμβάνει όλα τα ποιήματα. Ο Σαίξπηρ είναι κυρίως γνωστός για τα θεατρικά του και μεταφράσεις τους έχουμε αρκετές. Όμως τα σονέτα του, αν και τα καλύτερα αγγλικά ερωτικά ποιήματα, δεν κατέκτησαν ποτέ μια μόνιμη θέση στις ενασχολήσεις των ποιητών μας. Μόνο περιστασιακά κάποιος δοκιμάζει τις αντοχές του, μεταφράζοντας ένα ή περισσότερα. Τότε, οι υπόλοιποι ανακαλύπτουν πως αξίζουν περισσότερη προσοχή. Γιατί είναι  σονέτα, γιατί είναι γραμμένα από τον Σαίξπηρ και γιατί δεν μπορεί κανείς να ισχυρίζεται πώς έχει σχέση με την τέχνη της ποίησης αν δεν μελετήσει ένα τόσο σκληροτράχηλο έργο.

     Όποια και να είναι η συνθετική πρακτική που ακολουθεί κάθε ποιητής, το σονέτο πρέπει να είναι το σχολείο του. Μόνο μέσω αυτού μπορεί να μάθει τι σημαίνει ποιητική ακρίβεια. Το μυστικό του σονέτου είναι η ιδέα του: μια μεταφορά ή μια σειρά μεταφορών που επιχειρηματολογούν υπέρ των συναισθημάτων του σονετογράφου. Μια τέτοια μορφή καθιστά το ίδιο το σονέτο ένα εμπρόθετο ενέργημα με ισχυρή δόση αυτοδιάθεσης. Ο σονετογράφος χρειάζεται να παρομοιάσει αυτό με εκείνο, τούτο με το άλλο, όχι για να αποδείξει το ταλέντο του στην ευγλωττία αλλά γιατί το σονέτο είναι ένας τρόπος να ενεργήσει προς την κατεύθυνση του θέματός του. Αν και το μεγαλύτερο  μέρος των σονετογράφων αρκέστηκαν στην επίδειξη, η ποιητική αυτή σύνθεση ποτέ δεν ξέχασε την πηγή της, την παγανιστική προθετικότητα. Το αξιοσημείωτο στον Σαίξπηρ είναι πως μεταμορφώνει τη σύμβαση του σονέτου σε αμεσότητα, δραστικότητα και ειλικρίνεια. Τα Σονέτα του Σαίξπηρ παρακάμπτουν τα σονέτα του Πετράρχη (Francesco Petrarca) και ερωτοτροπούν με τα σονέτα του Καβαλκάντι (Guido Cavalcanti).  Γι’ αυτό, το φυσικό σύμβολο έχει τον πρώτο λόγο στους στίχους τους. Γι’ αυτό, στις καλύτερες στιγμές τους, συνδυάζουν τη στοχαστική διατύπωση με την ειλικρίνεια του πάθους και την αθωότητα με την υστεροβουλία. Γι’ αυτό και τα 124 είναι μια μεγάλη θεατρική παράσταση με τον πρωταγωνιστή να μην ξεχνά πώς είναι ηθοποιός. Αυτό άλλωστε συνιστά το σαιξπηρικό τραγικό στοιχείο: η πάλη ανάμεσα στο θεατρικό χαρακτήρα και στην ταυτότητα του ηθοποιού. Σαν να λέμε, το πραγματικό τραγικό πρόσωπο είναι ο ίδιος ο Σαίξπηρ. Οι ήρωές του τον ροκανίζουν και όσο τελειότεροι  είναι τόσο βαθύτερα τον οδηγούν στην συναίσθηση  της ανεπάρκειάς του. Προσπαθώντας να απωθήσει την οδυνηρή εμπειρία της διαφοράς του από αυτούς, τους διαπομπεύει, με τις εμβόλιμες παραστάσεις που τόσο χαρακτηρίζουν το ύφος του. Ο Σαίξπηρ ποτέ δεν θα είναι μόνο ο συγγραφέας των έργων του, αλλά πάντα ήδη ο αποδομητής τους. Τα σονέτα διαθέτουν αυτό το χαρακτηριστικό, που αποτελεί μια παγίδα και ένα πλεονέκτημα. Το πλεονέκτημα είναι πως ωθούν τον αναγνώστη σε μια προσωπική παρανάγνωση και η παγίδα πως κινδυνεύει κανείς να βρεθεί όχι μόνο εκτός σκηνής αλλά και εκτός θεάτρου. Ο ήρωας κρατάει πάντα κάτι δικό του, κάτι που ο αναγνώστης πρέπει να διαισθανθεί, αρχίζοντας με την ανίχνευση των χαρακτηριστικών του πρωταγωνιστή. Οι παλαιότεροι μεταφραστές δεν φαίνεται καν να υποψιάστηκαν τέτοιο πράγμα. Αντίθετα, ο Διονύσης Καψάλης προσπάθησε προς αυτή την κατεύθυνση. Ο επίλογός του αναφέρεται στη βιωματική διάσταση των επιλογών του. Αναμφίβολα έκανε εμπνευσμένη δουλειά. Τα 25 σονέτα που μετέφρασε είναι αισθητικά αξιολογότατα. Οι προτάσεις ρέουν με φυσικότητα μέσα στη μετρική φόρμα. Οι ομοιοκαταληξίες είναι ευρηματικότατες και τα περισσότερα κομμάτια χαρακτηρίζονται από φυσικότητα και πάθος. Ο πρωταγωνιστής προβάλλει ανάγλυφος, αλλά κάποτε τον διακρίνει υπερβολική στοχαστικότητα, η οποία αγγίζει τον κυνισμό, με τη φιλοσοφική άποψη, πριμοδοτώντας τη διαπιστωμένη προσήλωση του Σαίξπηρ στον στωικισμό. Συμφωνεί δεν συμφωνεί κανείς με αυτό, πρόκειται για ερμηνευτική άποψη του μεταφραστή και μάλιστα γοητευτική. Φυσικά, οι πρωτότυπες εικόνες έχουν διαθλασθεί για τις ανάγκες της μετάφρασης, αλλά οι αναλογίες που επινοεί ο μεταφραστής δεν ξεφεύγουν από την οντολογική περιοχή του  πρωτοτύπου. Στο ΙΙ σονέτο λόγου χάρη, ο W. Shakespeare γράφει: When forty winters shall besiege thy brow, / And dig deep trenches in thy beautys field, που σημαίνει: Όταν σαράντα χειμώνες πολιορκήσουν το μέτωπό σου και σκάψουν χαρακώματα στη γη της ομορφιάς σου. Για να αναπτυχθεί μια τέτοια εικόνα στα ελληνικά με ιαμβικά πεντάμετρα χρειάζονται αρκετοί στίχοι και το σονέτο έχει μόνο  δεκατέσσαρους. Εδώ ο μεταφραστής απομακρύνεται από τα σύμβολα, αναζητώντας την ίδια την συμβολική των στίχων και γράφει: Όταν βαθύς χειμώνας έρθει στρατιώτης/ να κυριεύσει τη μορφή σου… Ο «βαθύς χειμώνας στρατιώτης» μπορεί να μην είναι «σαράντα χειμώνες πολιορκητές», αλλά τα βάζει με το πρωτότυπο και στέκεται υπερήφανα δίπλα του.

     Μια δυσάρεστη σκιά στην όμορφη αυτή εργασία είναι η μείξη των γλωσσικών στοιχείων. Οι ανάγκες της στιχουργίας είναι μεγάλες και ο μεταφραστής αναγκάζεται να κάνει παραχωρήσεις στην καθαρεύουσα. Αλλά ο επιδέξιος τρόπος με τον οποίο λύνει τόσα και τόσα προβλήματα βαραίνει όσο  τίποτε άλλο στην τελική κρίση. Οι συγκριμένες μεταφράσεις του  Διονύση Καψάλη είναι οι καλύτερες που έχουν γίνει μέχρι σήμερα.

  Ο ΓΙΩΡΓΟΣ   ΜΠΛΑΝΑΣ  είναι ποιητής,

Εφημερίδα Η Κυριακάτικη Αυγή 20 Οκτωβρίου 2002, σ.20. (η κριτική αποτίμηση του ποιητή Γιώργου Μπλάνα δημοσιεύεται στις σελίδες των «Αναγνώσεων» αρ.1. Την επιμέλεια είχαν ο Κώστας Βούλγαρης και ο Γιάννης Παπαθεοδώρου)

     Την έκδοση επεσήμαναν και η εφημερίδα «Εποχή» 18/7/1999 και το περιοδικό «Αντί» τχ. 681/26-2-1999.

ΟΥΙΛΛΙΑΜ  ΣΑΙΞΠΗΡ

25 ΣΟΝΕΤΑ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ- ΕΠΙΜΕΤΡΟ: ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΨΑΛΗΣ

Τυπογραφικές Διορθώσεις: Παντελής Μπουκάλας

Την έκδοση σχεδίασε και επιμελήθηκε ο Σταύρος Πετσόπουλος

Εκδόσεις ΆΓΡΑ-Σταύρος Πετσόπουλος, Αθήνα, Νοέμβριος 1998, σελίδες 64, διαστάσεις 13,5Χ21, δραχμές 3350.

Τα σονέτα V, VI, XVIII, XXIX, XXX, LXXXIII, LXXVI, XCVII και CV δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στο περιοδικό ΠΟΙΗΣΗ 4 (1994), στις σελίδες 9-13. Το XCVII (πάλι) και το VIII (για πρώτη φορά) στο Ημερολόγιο του Νίκου Ξυδάκη (Δεκέμβριος 1995), στις σελίδες 54 και 55 αντιστοίχως. Το επίμετρο, «Μεταφράζοντας τα Σονέτα του Σαίξπηρ», είναι μιά ελαφρά παραλλαγμένη μορφή της ομότιτλης ανακοίνωσης στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο της Θεσσαλονίκης στις 24 Μαϊου του 1997, στην ημερίδα «Η γλώσσα της λογοτεχνίας και η γλώσσα της μετάφρασης» που οργάνωσε το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. σελίδα 7

Ι.,   Απ’ ό,τι επλάστη ωραίο θέλουμε καρπό,  σ.9

Απ’ ό,τι επλάστη ωραίο θέλουμε καρπό,

να ‘ναι το ρόδο του αθάνατο στη φύση,

κι όταν ο ώριμος πεθαίνει, τρυφερό

να έχει απόγονο τη μνήμη του ν’ αφήσει.

Μα εσύ, τη λάμψη των ματιών σου μνηστευμένος,

τρέφεις τη φλόγα σου αυτάρεσκη ουσία,

του εαυτού σου εχθρός, αμείλικτος σαν ξένος,

και μετατρέπεις σε λιμό την περισσεία.

Εσύ, πού κόσμημα του κόσμου είσαι τώρα

και σαν προάγγελος της άνοιξης θαμπώνεις,

θάβεις στο άνθος σου την καρπερή σου ώρα,

σαν τον φιλάργυρο φυλώντας ερημώνεις.

Τον κόσμο ελέησε ή λαίμαργος κρατήσου

κι ό,τι χρωστάς του κόσμου πάρε το μαζί σου. 

II.,  Όταν βαθύς χειμώνας έρθει στρατιώτης  σ.10

III.,  Δες στον καθρέφτη σου και  πες, ήρθε η ώρα  σ.11

Δες στον καθρέφτη σου και πες, ήρθε η ώρα

αυτό το πρόσωπο σε άλλο να το δεις’

κι αν δεν φρεσκάρεις τη δροσιά σου από τώρα,

τον κόσμο εμπαίζεις, μια μητέρα καταργείς.

Ποιά η  ωραία που σε μήτρα χερσωμένη

δεν θα σε ήθελε δικό της γεωργό;

Ποιός, άφρων, μέσα του θ’ αφήσει να πεθαίνει

σε τάφο αυτάρεσκο το γένος του αργό;

Είσαι καθρέφτης της μητέρας σου, κι εκείνη

βλέπει σ’ εσένα της ζωής της τον Απρίλη’

κι απ’ τα παράθυρα του βίου σου που σβήνει

η τωρινή σου λάμψη πάλι θ’ ανατείλει.

Όμως αν ζήσεις για να ξεχαστείς, θυμήσου:

πεθαίνεις μόνος και πεθαίνει κι η μορφή σου.    

IV.,  Άσωτα όμορφος, γιατί να σπαταλήσεις  σ.12

Άσωτα όμορφος, γιατί να σπαταλήσεις

στον εαυτό σου όση πήρες ομορφιά;

Απ’ το γενναίο κληροδότημα της φύσης

μόνο οι απλόχεροι δανείζονται αδρά.

Την αφθονία που σου εδόθη για να δώσεις

πώς αχρηστεύεις σαν χρυσάφι μυστικό,

που διαχειρίζεσαι αμύθητες πιστώσεις

για να ‘χεις άθροισμα ζωής παθητικό;

Κι αν συναλλάσσεται μ’ εσένα μόνο, κλέβεις

του εαυτού σου τη γλυκιά περιουσία’

κι όταν η φύση σ’ απολύσει και κατέβεις,

τι θ’ απομείνει για να κλείσεις τα βιβλία;

Τόση αμέριστη ομορφιά παίρνεις στο μνήμα,

πού αν τη διαθέσεις, ζωντανό θ’ αφήσεις κτήμα.     

V.,  Αυτές οι ώρες που με αργή χειροτεχνία  σ.13

Αυτές οι ώρες που με αργή χειροτεχνία

έπλασαν πρόσωπο στα μάτια να μαγεύει,

άγος του έργου τους θα γίνουν, τυραννία,

να καταλύσουν ό,τι όμορφα πρωτεύει.

Γιατί ο χρόνος ακατάβλητος κυλά,

σέρνει το θέρος σε χειμώνα, και παγώνουν

χυμοί που έσφυζαν και φύλλα σφριγηλά,

στην ομορφιά χιονίζει, κι όλα ερημώνουν.

Κι αν δεν απέμενε του θέρους λίγη φύση

αποσταγμένη στο γυαλί, υγρός δεσμώτης,

η ομορφιά με τις μορφές της θα ‘χε σβήσει,

τίποτε πιά να μη θυμίζει τ’ όνειρό της.

Το αποσταγμένο άνθος μέσα στο χειμώνα

κρατά τη γλύκα του κι ας χάνει την εικόνα.      

VI.,  Πρίν σ’ αποστάξουν, μην αφήνεις ν’ αφανίσει  σ.14

VIII.,  Εσύ που είσαι μουσική, γιατί θλιμμένα  σ.15

XVIII,  Πώς να σε πω- καλοκαιριάτικο πρωί;  σ.16

 Πώς να σε πω- καλοκαιριάτικο πρωί;

Έχεις πιό εύκρατη μορφή, πιό ερασμία’

γνωρίζω ανέμους πού κι ο Μάης φυλλορροεί,

τα καλοκαίρια έχουν πάντα προθεσμία.

Κάποτε καίει ο επουράνιος οφθαλμός

και της χροιάς του ο χρυσός συχνά θαμπώνει,

κάποιος μοιραίος του καιρού αναπαλμός

την ομορφιά της ομορφιάς απογυμνώνει.

Μα εσύ αιώνιο θα έχεις καλοκαίρι

κι η ομορφιά σου δεν θ’ απαλλοτριωθεί,

δεν θα επαίρεται ο Άδης πώς σε ξέρει

καθώς θα γράφεσαι στου χρόνου την πληθύ.

Όσο ζουν άνθρωποι και βλέπουν θα γυρίζουν

σ’ αυτούς τους στίχους και ζωή θα σου χαρίζουν.  

XXVI.,  Άρχοντα της αγάπης μου, πού υπήκοό σου  σ.17

XXIX.,  Όταν σμικρύνομαι στα μάτια όλου του κόσμου,  σ.18

XXX.,  Όταν σε ώρες σιωπηρές συνεδριάζουν  σ.19

Όταν σε ώρες σιωπηρές συνεδριάζουν

οι λογισμοί και συγκαλώ τα περασμένα,

αναστενάζω μ’ όσα χάθηκαν για μένα,

παλιά μου πάθη αγαπημένα που λιμνάζουν.

Βρύση τ’ αδάκρυτα κυλούν για κάποιο φίλο

στο αχρονολόγητο σκοτάδι του θανάτου,

άκυρο έρωτα καλώ με τ’ όνομά του,

κλαίω τον σπάταλο Καιρό και πάλι οφείλω.

Κι όλο λυπούμαι κάποια λύπη που ‘χει εκλείψει,

πόνο τον πόνο μου ξανά εξιστορώ

την προγενέστερη πού μ’ έθλιψε τη θλίψη,

πού την πληρώνω κι όμως πάντα υστερώ.

Μα τότε η σκέψη μου γεμίζει από σένα,

κι όλα τα πάθη αναιρείς και τα χαμένα.    

L.,        Πόσο βαραίνει στην καρδιά μου το ταξίδι,   σ.20

LIII.,    Ποια η ουσία σου, με τί είσαι πλασμένος,   σ.21

LXV.,   Αφού χαλκό, πέτρα, γη, πέλαγος, τα κρίνει   σ.22

LXXI., Το θάνατό μου μη βαρύνεις μ’ άλλο θρήνο  σ.23

Το θάνατό μου μή βαρύνεις μ’ άλλο θρήνο

όταν το σήμαντρο σημάνει βλοσυρό,

τον άθλιο κόσμο ειδοποιώντας πώς αφήνω,

να κατοικήσω την πανάθλια σορό.

Κι όταν θα ‘ρθεις για να διαβάσεις, να μή φέρεις

το χέρι που έγραφε στη μνήμη’ σ’ αγαπώ,

και αν η σκέψη μου σε κάνει να υποφέρεις,

τότε στη σκέψη σου γλυκά άς ξεχαστώ.

Κι αν σκύψεις κάποτε και δεις αυτόν τον στίχο,

τότε που χώμα με το χώμα θα ‘χω γίνει,

απ’ τ’ όνομά μου μην προσφέρεις κάν τον ήχο

κι άσε μαζί μου την αγάπη σου να φθίνει.

Για να μή γίνουμε περίγελος του κόσμου,

εσύ, το πένθος σου κι ο θρήνος κι ο νεκρός μου.   

LXXII.,  Και για να μην κληθείς να δώσεις εξηγήσεις  σ.24

LXXIII., Την ώρα εκείνη αντικρίζεις πιά σε μένα   σ.25

LXXIV.,  Μα όταν έρθει ανελέητος και δίχως   σ.26

LXXV.,  Όπως ο άρτος στη ζωή είσαι για μένα,  σ. 27

LXXVI.,  Γιατί οι στίχοι μου στερούνται νέου κόσμου,  σ.28

XCIV.,  Όσοι μπορούν να βλάψουν κι όμως δεν το κάνουν  σ.29

XCVII.,  Μοιάζει χειμώνας ο καιρός που έχω φύγει  σ.30

CV.,       Μην πουν η αγάπη μου πώς είναι σαν ειδώλου   σ.31

CVI.,    Όταν κοιτάζω πώς καιροί αλλοτινοί   σ.32

Όταν κοιτάζω πώς καιροί αλλοτινοί

ανιστορούν σκιές υπέροχων ανθρώπων,

κι η ομορφιά μ’ ωραίες ρίμες επαινεί

νεκρές κυρίες και ιππότες των ερώτων,

σε κάθε δείγμα καλλονής, σ’ όλα τα μέλη,

σε χείλη, μάτια, τα γλυκύτερα του κόσμου,

στην παλιά τους πένα βλέπω ν’ ανατέλλει

η ομορφιά αυτή που τώρα λάμπει εμπρός μου.

Τα εγκώμιά τους τον δικό μας δείχνουν χρόνο

κι όλα προλέγουν τη δική σου αρετή,

κι όπως με μάτια μαντικά έβλεπαν μόνο,

όλη η τέχνη τους δεν ήταν αρκετή.

Κι εμείς εδώ που ‘χουμε μάτια κι αγαπούμε

όντως θαυμάζουμε και άναυδοι σιωπούμε. 

CXXVIII.,  Τη μουσική σου όταν παίζεις, μουσική μου,   σ.33

ΕΠΙΜΕΤΡΟ: ΜΕΤΑΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΤΑ ΣΟΝΕΤΑ ΤΟΥ ΣΑΙΞΠΗΡ, σ.35-60

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ, σ. 61

Σημειώσεις:

           «Υπάρχουν ένθερμοι οπαδοί του Γκαίτε ή του Eddas ή του αργόσυρτου Nibelungenlied’ εμένα, ο Σαίξπηρ υπήρξε το πεπρωμένο μου. Και είναι ακόμη, αν και κατά ένα τρόπο που κανένας δεν θα μπορούσε να έχει προβλέψει, εκτός από ένα πρόσωπο, τον Ντάνιελ Θόρπ, που μόλις πέθανε στην Πρετόρια. Υπάρχει κι άλλος ένας άνθρωπος, αλλά δεν έχω δει ποτέ το πρόσωπό του…..»

                                                         Jorge  luis  borges

      Με αυτά τα εξομολογητικά λόγια αρχίζει το κείμενό του «Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΣΑΙΞΠΗΡ» ο αργεντινός αγαπημένος και μεταφρασμένος στην ελλάδα διηγηματογράφος- παραμυθάς Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Το άρθρο δημοσιεύτηκε σε μετάφραση του πειραιώτη κριτικού και δημοσιογράφου Κώστα Σταματίου στο λογοτεχνικό περιοδικό «Η Λέξη» τεύχος 58/10, 1986. (Μάλιστα, στο αμέσως διπλό τεύχος του περιοδικού, 59-60/11,12, 1986, δημοσιεύεται εκτενής σχολιασμός για δύο χρονολογικές αβλεψίες του μεταφραστή). Ο Κώστας Σταματίου κρατούσε για αρκετές δεκαετίες τις δύο και πάνω σελίδες κριτικής και παρουσίασης των νέων εκδόσεων της απογευματινής πολιτικής εφημερίδας «Τα Νέα» του παλαιού συγκροτήματος του Χρήστου Λαμπράκη. Είχε παρουσιάσει και μεταφράσεις των Σαιξπηρικών Σονέτων, Βλέπε πχ. 21/10/1989 την μετάφραση του Στυλιανού Αλεξίου. Η παραδοχή αυτή του Χόρχε Λουϊς Μπόρχες θα σημειώναμε, ότι έχει όπως μας δείχνουν οι χιλιάδες πηγές πληροφοριών και μελετημάτων-βιβλίων που κυκλοφόρησαν για τον Σαίξπηρ την ζωή και το έργο του, έχει λεχθεί και από άλλους παγκόσμιας εμβέλειας αναγνωρισμένους συγγραφείς και δημιουργούς. Δημιουργοί και καλλιτέχνες οι οποίοι δεν προέρχονται κυρίως και μοναδικά από τον χώρο του Θεάτρου, των συντελεστών και διαμορφωτών της Θεατρικής τέχνης και παράδοσης γενικότερα. Ο άγγλος λυρικός ποιητής και δραματουργός, τέσσερεις αιώνες τώρα εξακολουθεί να είναι παρών με τα έργα του, τις ιδέες του, την φιλοσοφία του, την φωνή του, το αίνιγμα της ζωής του, το μυστήριο των προσωπικών του επιλογών την εμπνευσμένη γραφή του. Οι ποιητικές του συνθέσεις, τα σονέτα του, τα θεατρικά του έργα, αποτελούν αξόδευτη πηγή έμπνευσης, ακαταμάχητης δημιουργίας, σχολή θεατρικής παιδείας, εκπαιδευτήριο της τέχνης των ηθοποιών, διαχρονική μαθητεία, γλώσσα κοινή, πρόσκληση για κάθε νέο ή νέα-κάθε φορά σκηνοθέτη, μέγα σχολείο διδαχής και απόλαυσης, ψυχαγωγίας, πολιτικού και ιστορικού προβληματισμού και για εμάς τους αναγνώστες του, και ας είμαστε στην πρώτη εικοσαετία τη τρίτης χιλιετίας της ανθρωπότητας. Ο Κινηματογραφικός παγκόσμιος φακός και το θεατρικό οικουμενικό σανίδι υπήρξαν και εξακολουθούν να είναι θαυμαστές και «απόστολοι» συνεχιστές της Σαιξπηρικής συγγραφικής μεγαλοφυΐας. Ο Σαίξπηρ, αυτός ο μάγος της θεατρικής γραφής και όχι μόνο, κέρδισε τον Χρόνο, την αθανασία. Είναι ο παντογνώστης δημιουργός, ο «εμπεδόμυθος» και ιεροφάντης εθνικός- «παγανιστής» άνθρωπος και ταυτόχρονα μέγας αρχιερέας του χριστιανικού κόσμου. Δεν είναι μόνο οι εκατοντάδες αρχαίες ελληνικές και λατινικές λέξεις που ανακαλύπτουμε και συναντάμε στα έργα του, είναι η φιλοσοφία ύφανσης και συνένωσης των δύο Κόσμων, πολιτισμού και φιλοσοφία ζωής, παράδοσης. Του Αρχαίου που διασώζεται μέχρι τον Μεσαίωνα και του Σύγχρονου που αναπλάθει και τα των αρχαίων φιλοσοφίας προτάγματα και διδαχές. Ο Σαίξπηρ βρίσκεται στο μεταίχμιο της ιστορικής και πολιτιστικής αλλαγής και τολμά το μεγάλο άλμα με επιτυχία. Μετά τον Σαίξπηρ και για αρκετούς αιώνες η ανθρωπότητα θα είναι Σαιξπηρική, δηλαδή ο άνθρωπος θα κινείται σύμφωνα με τις ερμηνευτικές του χαρακτήρα του και των συμπεριφορών του όπως μας τις αποτύπωσε και φωτογράφισε ο άγγλος δραματουργός. Μετά τον πρώτο και κυρίως, τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, και την ανάπτυξη της τεχνολογίας και των επιστημών, η ανθρωπότητα θα αρχίσει να «από-Σαιξπηρικοποιείται», και όχι απόλυτα. Η απομάγευση του Κόσμου και των σχέσεων των ανθρώπων γίνεται με αργούς ρυθμούς και αρκετά της παράδοσης και της μνήμης θρησκευτικά και θεολογικά πισωγυρίσματα. Ο Σαίξπηρ είναι η γέφυρα και ο καθρέφτης των δύο διαφορετικών αντιλήψεων Κόσμων. Του αρχαίου (ελληνορωμαϊκού) και του χριστιανικού της ευρωπαϊκής ιστορίας, του δυτικού κόσμου και παιδείας ευρύτερα. Την ίδια απήχηση με τα θεατρικά του έργα (τραγωδίες και κωμωδίες) είχε και ο ποιητικός του λόγος. Τα ποιήματά του, (αυτά που ανακαλύφτηκαν και ήρθαν σχολιασμένα στην επιφάνεια) και τα 154 σονέτα του έτυχαν της ίδιας μεγάλης αγάπης και αποδοχής και ενδιαφέροντος. Από φιλότεχνους και καθηγητές ερευνητές του, έως άγνωστους αναγνώστες ή επώνυμους ποιητές και ποιήτριες. Το ίδιο ισχύει και για τους ανά τους αιώνες μεταφραστές και σχολιαστές τους. Από την εποχή των ρομαντικών έως τους μοντέρνους ή μεταμοντέρνους καιρούς μας, ο λυρικός λόγος του ολιγόζωου-έφυγε σε νεαρή σχετικά ηλικία (1564-1616)-Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, βρίσκεται στο κέντρο του ποιητικού και μεταφραστικού και καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος. Μέσα από διάφορες χρονικές ή επετειακές της επικαιρότητας ευκαιρίες, έλληνες και ελληνίδες μεταφράστριες δοκιμάζουν τις αντοχές τους πάνω στον ποιητικό (και θεατρικό λόγο) του William Shakespeare. Είναι ο πλέον αγαπητός και πολυμεταφρασμένος παγκοσμίως ποιητής- θεατρικός δραματουργός μετά την Βίβλο και ίσως τα Ομηρικά έπη. Είναι πασίγνωστος και πέραν των ακρότατων ορίων της βρετανικής αυτοκρατορίας, κοινοπολιτείας. Ο Σαιξπηρικός φημισμένος λόγος και η παρουσία αντέχει ακόμα και ανθεί, καρποφορεί.

    Στο προηγούμενο σημείωμα αναφέρθηκα εν τάχει, στην ιστορία της μετάφρασης των Σαιξπηρικών σονέτων στην χώρα μας, στα ονόματα των μεταφραστών και μεταφραστριών, σε τίτλους βιβλίων που γνωρίζω και έχω διαβάσει και περιοδικών. Το εγχείρημα μιάς ελληνικής Σαιξπηρικής βιβλιογραφίας, μιάς καταγραφής των θεατρικών παραστάσεων ανά την ελλάδα και των μεταφρασμένων βιβλίων ή αποσπασμάτων, παραθεμάτων, δημοσιευμένων ποιημάτων του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, θα αποτολμούσα να έγραφα ότι ενδέχεται να είναι ακατόρθωτο. Ή τουλάχιστον, χρειάζεται ομαδική πολύχρονη συνεργασία και ερευνητική προσπάθεια για να έχουμε ένα υποφερτό και ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Γνωρίζω από παραπομπές τρίτων-δίχως να το έχω δει- ότι στην συμπρωτεύουσα-κυκλοφόρησε η μελέτη της Αικατερίνης Δούκα- Καμπίτογλου: «Η παρουσία του Σαίξπηρ στον ελληνικό χώρο μιά απόπειρα βιβλιογραφίας», Θεσσαλονίκη 1981. Και μία άλλη πληροφορία η οποία μας λέει ότι ο κυρός παλαιός πανεπιστημιακός και δοκιμιογράφος Γιώργος Σαββίδης, παρουσίασε στο περιοδικό «Περίπλους» τεύχος 17-18/1988, το «Εκδοτικές περιπέτειες των μεταφράσεων του Σαίξπηρ από τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη». Μία πρόχειρη και επιφανειακή απόπειρα καταγραφής της Σαιξπηρικής Θεατρικής κυρίως βιβλιογραφίας, όταν κυκλοφόρησε το ογκώδες μελέτημα του πειραιώτη θεατράνθρωπου, μεταφραστή και κριτικογράφου Μάριου Πλωρίτη, «Ο πολιτικός Σαίξπηρ» που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Καστανιώτη, σελίδες 400, ευρώ 20, μου φανέρωσε το μάταιο του εγχειρήματος αλλά, μου πρόσφερε από την άλλη, την ευκαιρία να ανακαλύψω μερικά δημοσιεύματα «διαμαντάκια» πάνω στο Σαιξπηρικό έργο όπως του Άγγελου Φιλανθρωπινού στα «Παναθήναια» του 1900, του γάλλου Αντρέ Μωρουά στο παλαιό προδικτατορικό περιοδικό «Κόσμος» τχ.11/1962 του σκηνοθέτη Πάνου Κατσέλη τα άρθρα, του φιλόλογου Δημ. Γ. Γεωργοβασίλη εξαιρετικό κείμενο, στην εφημερίδα "Η Καθημερινή". Του Χρίστου Ε. Αγγελομάτη την μελέτη για τα σονέτα στη "Νέα Εστία". Του αλεξανδρινού ποιητή Κωνσταντίνου Π. Καβάφη, «Ο Σακεσπήρος περί της ζωής», ένα πεζογράφημα στο περιοδικό Εικονογραφημένη «Κλειώ». (από "Φιλολογική Πρωτοχρονιά"  τ.18/1961). Του σκηνοθέτη Πίτερ Μπρούκ, «Δεν θα ησυχάσω αν ο Σαίξπηρ για μένα δεν γίνει μια εύκολη ανάγνωση,  κάτι σαν νυχτερινό οδηγό ψυχαγωγίας», μας λέει σε συνέντευξή του βλέπε εφημερίδα, «Ριζοσπάστης» και αρκετών άλλων. Όπως του έλληνα σημαντικού ηθοποιού και σκηνοθέτη Αλέξη Μινωτή στο βιβλίο του «Εμπειρική Θεατρική Παιδεία». Με βοήθησε να καταγράψω ορισμένους ξενόγλωσσους τίτλους βιβλίων, ερμηνείες πάνω στην Σαιξπηρική γραφή και τέχνη, παρουσιασμένους σε ελληνικές εφημερίδες, κυρίως στο «Βήμα», τα «Νέα», την «Ελευθεροτυπία», την «Καθημερινή», την "Απογευματινή" (με τα πικάντικα της κινηματογραφόφιλης Ρωζίτας Σώκου) κλπ. Ένα εποικοδομητικό ταξίδι γνώσεων, ανάγνωσης των ερμηνευτικών ξένων εκδοχών για το Σαιξπηρικό έργο. Παραδείγματος χάριν διαβάζουμε στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» της 8/1/2010, σελ. 6 «Βιβλιοθήκη» όπως μας πληροφορεί από το Βερολίνο ο Βασίλης Κοντόπουλος σε εκτενές δημοσίευμά του «Τα σονέτα του Σαίξπηρ στο Berliner  Ensemble”. «Ο Robert  Wilson διάλεξε 25 από τα 154 σονέτα του Σαίξπηρ, δανείστηκε στοιχεία από διαφορετικά είδη θεάτρου και συνέθεσε τη δική του κινέζικη όπερα, μια μεταμοντέρνα φαντασία στην οποία συνυπάρχουν η παντομίμα, το τσίρκο, το θέατρο σκιών, η comedia dellarte…..”. Μα, και ο τόμος «Επίλογος», οκτώ χρόνια νωρίτερα, Χρόνος 11/11, 2002, σ.258 μας πληροφορεί ότι το Θέατρο Σημείο και το ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας στις 15/3/2002 παρουσιάζει τα Σαιξπηρικά σονέτα. Η παράσταση παρουσιάστηκε εκ νέου στην Αθήνα 13/4/2002.  Όπως αντιλαμβανόμαστε ακόμα και στις ελληνικές μεταφραστικές περιπτώσεις των ποιημάτων και των σονέτων να εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας, θα συναντήσουμε μάλλον αρκετές δυσκολίες αποδελτίωσής τους. Όπως και νάχει, η Σαιξπηρική γραφή στην ελληνική επικράτεια έχει αναλυθεί, ανατεμνηθεί, μεταφραστεί, αποδοθεί, μεταφερθεί στην ελληνική γλώσσα από λαϊκές εκδόσεις έως σύγχρονες, επιμελημένες και άρτια οργανωμένες και ερευνημένες. Από τον Στάθη Ιω. Δρομάζο και τα «Σαιξπηρικά» του, Δίφρος 1959 έως το μυθιστόρημα του Βάϊου Παγκουρέλη, «Ένα κρανίο για τον γιορικ», Νεφέλη 2006 και από τις μεταφράσεις θεατρικών έργων του κύπριου σκηνοθέτη Μιχάλη Κακογιάννη, βλέπε «Κοριολανός» Καστανιώτης 1990, έως τις επανεκδόσεις των εκδόσεων Ίκαρος των «Ποιημάτων» και των «Σονέτων» σε μετάφραση και εισαγωγή Βασίλη Ρώτα- Βούλας Δαμιανάκου το ελληνικό μεταφραστικό σαιξπηρικό πεδίο παραμένει αρκετά προκλητικό και ενδιαφέρον. Ο «Ερωτευμένος Σαίξπηρ» εξακολουθεί να παραμένει ενεργός και πέραν των κινηματογραφικών αιθουσών.

      Υπάρχει μία Σαιξπηρική παράδοση στην χώρα μας, και οφείλουμε να την ακολουθήσουμε, την διαφυλάξουμε και να την διευρύνουμε είτε οι μεταφραστές του άγγλου ποιητή και δραματουργού είτε εμείς οι θεατρόφιλοι και φιλότεχνοι έλληνες αναγνώστες. Θεωρώ, ότι ανεξάρτητα αν είμαστε ειδικοί ή κατέχουμε τους βαθμούς επάρκειας της αγγλικής γλώσσας, σε αυτό το γενικό πλαίσιο μεταφραστικής παράδοσης και ενασχόλησης οφείλουμε να εντάξουμε όλες τις μέχρι σήμερα Σαιξπηρικές ελληνικές μεταφράσεις και των Σονέτων. Δεν έχουν σημασία μάλλον, τόσο οι τεχνικές και μέθοδοι, οι γλωσσικές επιλογές που υιοθετούν οι διάφοροι έλληνες ποιητές-μεταφραστές, ακόμα και η σονετική φόρμα, σημασία έχει η πρόθεση και ο ένθερμος ενθουσιασμός, η ουσιαστική προσέγγιση πάνω στον Σαιξπηρικό λόγο, τις ιδέες και φιλοσοφία ζωής και κόσμου του άγγλου δραματουργού. Και κατά την γνώμη μου, όσες μεταφράσεις έχω διαβάσει διακρίνονται για την γλωσσική τους επάρκεια, την ειλικρίνεια των προθέσεων, την διάθεση να συνομιλήσουν με σεβασμό με τα ίδια τα ποιήματα, τα σονέτα. Πέρα από το μέγεθος δυσκολίας προσέγγισής τους και ερμηνείας τους. Η ευαισθησία είναι κοινή και εν μέρει και η συγκίνηση. Είναι άλλο πράγμα η φιλολογική έρευνα και άλλο η ποιητική αίσθηση, το ένστικτο που διαθέτουν οι έλληνες ποιητές και μεταφραστές.

Καθώς έχουμε μπροστά μας τα 25 Σονέτα μεταφρασμένα από τον ποιητή Διονύση Καψάλη, διακρίνουμε με ξεκάθαρο τρόπο την τεχνική της διαχείρισης της Σαιξπηρικής φωνής και προβολής της στο ποιητικό σήμερα. Βλέπουμε την διαλεκτική της φωνής του να μας παρουσιάζεται αβίαστα. Είτε η χαροποιός διάθεση του ποιητή είτε η πένθιμη, η απαισιόδοξη, στην ελληνική της απόδοση δεν μεγαληγορεί, μας δίνεται σε ισορροπημένες δόσεις μέσα στην ελληνική φόρμα των σονέτων. Στην μετάφραση διαισθανόμαστε τον εσωτερικό λυρισμό του κάθε σονέτου ξεχωριστά, την μουσικότητά τους, την αλληλένδετη θεματική και εννοιολογική ενότητα των 25 από τα 154 σονέτα. Αναβρύζει το αίσθημα της ομορφιάς, της απώλειάς της αλλά και της συναισθηματικής ορφάνιας του ποιητικού υποκειμένου, δηλαδή του «ερωτευμένου» και «παθιασμένου» Ουίλλιαμ Σαίξπηρ. Αν δεν λαθεύω, υπάρχουν συγκεκριμένα μετρικά βαδίσματα τα οποία δεν καταλήγουν ούτε στον άκριτο έπαινο ούτε στην ανεξέλεγκτη θρηνωδία. Ο θρίαμβος της αγάπης αλλά και της απώλειάς της είναι καθαρός και μας δίνεται με ασφαλή γραφή. Η ελληνική γλώσσα είναι απροσποίητη και σφιχτοδεμένη, οι λέξεις εκφράζουν τις εσωτερικές της ψυχής και της συνείδησης συγκρούσεις και διλήμματα του άγγλου ποιητή. Η μεταφραστική γλώσσα του ποιητή και μεταφραστή Διονύση Καψάλη, διαθέτει μία πολύχρωμη πανοπλία που ευτυχώς, δεν βαραίνει τον πρωτότυπο λόγο, τον αναδεικνύει με χάρη και τρυφερότητα. Η γλώσσα της μετάφρασης του ποιητή και μεταφραστή, αμέσως φαίνεται ότι διαθέτει μία δυναμική, την ροή ενός γλωσσικού ρυακιού το οποίο δεν εμποδίζεται από λέξεις δυσκολοχώνευτες παλιάς ελληνικής γλωσσικής προφοράς ή χρονολογικών περιόδων που θα μπούκωναν την απόδοση. Ο λυρικός λόγος του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ είναι χαρμολυπικός το νιώθεις από την πρώτη στιγμή που θα πιάσεις το βιβλίο στα χέρια σου. Κινείται σε ένα θάμβος εκπλήξεων και απρόοπτων πένθιμων επισημάνσεων. Έχουμε μία εσωτερική «μονομαχία» αν δεν λαθεύω, μεταξύ του ποιητή και της συνείδησής του, και, συγχρόνως, της λειτουργικότητας της ποίησής που αποτυπώνει και εικονογραφεί τις παραστάσεις και τις αμφιβολίες του, τις διαπιστώσεις του. Ακούμε μία φωνή να διαλέγεται και να συνομιλεί με τους αντίλαλούς της μέσα στο 14 στίχων καλοσχεδιασμένο και ρυθμισμένο μουσικά σονέτο. Ο λόγος τεχνουργείται πάνω στο δίπολο Εγώ και Εσύ, μία διαλεκτική ερμηνεία της βιωματικής εμπειρίας και μνήμης που μας προσφέρεται στην ολιστική της αποτελεσματικότητα. Οι κοινωνικές συμβάσεις καταργούνται και η ποιητική εικόνα έστω και θολή, αινιγματική προβάλλει μέσα σε ένα κάδρο λυρισμού και γοητείας. Ποιητικής αμφισημίας. Σαν ένα παιδί που παίζει με τα παιχνίδια της φαντασίας του-μέσα στο δωμάτιό του- δίχως να ντρέπεται ούτε για αυτά που μας υπονοεί ούτε για αυτά που έκδηλα επιθυμεί και σκέφτεται μπροστά στα μάτια μας. Ο Σαίξπηρ ερωτοτροπεί δίσημα, από την μία με το είδωλο του προσώπου που έχει μπροστά του-και συνάπτει σχέσεις-και από την άλλη με το είδωλο της ποίησής του. Θρυμματισμένη αγάπη αλλά και κομματιασμένη ποιητική η απόδοσή της. Ο Σαιξπηρικός μελένιος λόγος συνήθως, δεν αποφαίνεται αλλά όπως μας λέει το Μαντείο των Δελφών σημαίνει. Δηλοί πρόσωπα, σκιαγραφεί φιγούρες, μνημονεύει σύγχρονούς του ποιητές, αριστοκράτες χορηγούς του, αισθήματα και αναστεναγμούς έρωτος, αγάπης συναισθήματα και περιπλανήσεις σε φυσικούς χώρους και αμυδρά σε μεταφυσικά τοπία.

      Και αυτή την σήμανση μας φανερώνει με τις 25 μεταφράσεις του ο ποιητής και μεταφραστής Διονύσης Καψάλης. Το πλούσιο επίμετρο που συμπληρώνει την έκδοση μας βοηθά όχι μόνο να κατανοήσουμε την λειτουργία και την αξία του σονέτου και την πορεία του αλλά, και τις εγγενείς δυσκολίες, το δύσβατο του μεταφραστικού δάσους που διάβηκε ο ποιητής-μεταφραστής, τις αμφιβολίες και τα διλήμματα που αντιμετώπισε και τις διαφορετικές μεταφραστικές εκδοχές που είχε μπροστά του, και τελικά ποιες από αυτές επέλεξε. Ένας μεταφραστικός διάλογος που συνεχίζεται στον χρόνο και πέρα από τις σελίδες του βιβλίου, με εμάς τους ανώνυμους αναγνώστες που κρατάμε μπροστά μας τα σονέτα του Σαίξπηρ για να τα απολαύσουμε και να τα χαρούμε, να συμμετάσχουμε νοερώς με τα σαιξπηρικά λογοπαίγνια, και όχι για να στήσουμε μία «μεταφραστική καρμανιόλα» προς επίδειξη της γλωσσικής μας, κριτικής μας πολυμάθειας.

Ο μεταφραστικός δρόμος που όργωσαν και καλλιέργησαν οι παλαιότεροι έλληνες μεταφραστές έχει δώσει εδώ και χρόνια εύχυμους καρπούς για όσους τολμηρούς.                     

Συμπληρωματικά:

     Στην εφημερίδα Η Κυριακάτικη Αυγή 17/10/1999, σ. 31(;) με τον γενικό τίτλο σελίδας «ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ», και τίτλο άρθρου «Αλτσχάιμερ» ο ποιητής και μεταφραστής των Σαιξπηρικών Σονέτων κύριος Διονύσης Καψάλης, ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του βιβλίου του δημοσιεύει το παρακάτω κείμενο, με αφορμή του διαβάσματος της μελέτης της φιλολόγου Έλεν Βέντλερ για τα σονέτα του Σαίξπηρ. Στο κείμενο αυτό ο ποιητής και μεταφραστής διαπραγματεύεται το θέμα της αποστήθισης της ανάγνωσης ενός ποιήματος και στην χρησιμότητά του. Ορμώμενος από αυτά που προσωπικά εξιστορεί η έγκριτος φιλόλογος και Σαιξπηρολόγος Έλεν Βέντλερ.  Εύστοχη η παρατήρηση περί «φιλολογικού Αλτσχάιμερ», και η διάκριση μεταξύ της «παπαγαλίας» και «μνημοτεχνίας». Αν  και στις μέρες μας, το ζήτημα ίσως είναι ποιοι και πόσοι διαβάζουν ακόμα ποίηση-με όποιον έστω τρόπο ή μέθοδο εκείνοι επιθυμούν. Καλογραμμένο και καλοδιατυπωμένο άρθρο, πρόταση για σκέψη, αναθεώρηση πρακτικών μας και εκπαιδευτική διαβούλευση. Και κάτι ακόμα, αυτά που αναφέρει η Βέντλερ, μας δηλώνουν ακόμα κάτι ουσιαστικό που συνέβαινε τουλάχιστον τα παλαιότερα χρόνια. Ο απλός καθημερινός ανώνυμος αναγνώστης ή αναγνώστρια του Ποιητικού λόγου, δεν χρειαζόταν να καταφύγει σε περισπούδαστες αναλύσεις και ερμηνείες επί των ερμηνειών για να απολαύσει ένα Ποίημα, εάν τον συγκινούσε, τον ερέθιζε συναισθηματικά το διάβαζε, το αποστήθιζε και το διέδιδε. Κάτι που σήμαινε αν δεν λαθεύω, ότι η Ποίηση δεν ήταν-μόνο- υπόθεση των κριτικών των εφημερίδων, των πανεπιστημιακών αιθουσών, των «ειδικών» αλλά γίνονταν κτήμα του απλού, ανώνυμου λαού. Μετατρέπονταν και γίνονταν ένα είδος τραγουδιού στα χείλη του. Το παράδειγμα αρκετών συνθέσεων του Μίκη Θεοδωράκη και την απήχηση που είχε σε μεγάλα στρώματα του ελληνικού λαού φανερώνει πολλά. Τέλος, να δώσουμε άλλη μία σχετική πληροφορία για τα μεταφραστικά λεγόμενα του ποιητή, δοκιμιογράφου και μεταφραστή κυρίου Διονύση Καψάλη. Στην ίδια εφημερίδα και συγκεκριμένα στις 5 Απριλίου 1998 ο ποιητής μας μιλά και πάλι για τα μεταφραστικά προβλήματα των Σαιξπηρικών έργων, ιδιαίτερα για τις θεατρικές αποδόσεις στα ελληνικά ορμώμενος από μία παλαιότερη μετάφραση του «Άμλετ» από τον Ιάκωβο Πολυλά και το σχόλιο του ιστορικού του ελληνικού θεάτρου Γιάννη Σιδέρη:. Ο τίτλος του κειμένου είναι «Σαιξπηρισμός». Αρχινά: «Διαβάζοντας, πάνε κάμποσα χρόνια, την Ιστορία του νέου ελληνικού θεάτρου του Γιάννη Σιδέρη, είχα σταθεί, θυμάμαι, με αισθήματα δυσφορίας στην ακόλουθη μνεία των σαιξπηρικών μεταφράσεων του Πολυλά….».

                          ΑΛΤΣΧΆΙΜΕΡ    

       «Διαβάζοντας, πρίν από δύο χρόνια, ένα λαμπρό βιβλίο της διακεκριμένης φιλολόγου Έλεν Βέντλερ για τα σονέτα του Σαίξπηρ ( Η τέχνη των σαιξπηρικών σονέτων, 1997) σταμάτησα στην ακόλουθη περικοπή, την οποία και υπογράμμισα με άδολη συγκίνηση αλλά και εύστοχη, όπως ίσως αποδεικνύεται τώρα, υστεροβουλία:

        «Ο πρώτος άνθρωπος που με εισήγαγε στα σονέτα του Σαίξπηρ ήταν η μητέρα μου. Τα παρέθετε  συχνά και πολλά τα είχε αποστηθίσει. Τα τελευταία γραπτά της (που τα βρήκαμε όταν η ασθένεια του Αλτσχάιμερ της είχε κλέψει πια τη μνήμη) ήταν αποσπάσματα από τα σονέτα, που τα έγραψε σε διάφορα κομμάτια χαρτί, είτε από τον φόβο της αμνησίας είτε για να νιώσει αυτοπεποίθηση. Δεν είναι μικρός φόρος τιμής προς τα σονέτα το γεγονός ότι από τις εκατοντάδες  ποιήματα που γνώριζε από στήθους εκείνα σβήστηκαν τελευταία».

     Η υπογράμμιση στο βιβλίο μού μαρτυρεί την ακόμη εντονότερη συγκίνηση που θα ένιωθα όταν, λίγο παρακάτω, στην Εισαγωγή του βιβλίου της, διάβασα τα ακόλουθα:

       «Προκειμένου να φτάσω στο επίπεδο κατανόησης που προτείνει ο Σχολιασμός μου, ανακάλυψα ότι ήταν αναγκαίο να αποστηθίσω τα Σονέτα. Συχνά πίστεψα ότι ΄ηξερα΄ ένα σονέτο, αλλά, απαγγέλλοντάς το στη μνήμη μου, έβρισκα  χάσματα. Τα κενά αυτά με βοήθησαν να καταλάβω ότι κάποια κομμάτια του όλου δεν είχαν ακόμη αφομοιωθεί στο πώς αντιλαμβανόμουν τις προθέσεις του έργου, γι’ αυτό και τα ξεχνούσα. Αποκαθιστώντας τα ελλείποντα μέρη, κατανοούσα καλύτερα το σχέδιο ενός σονέτου και συνειδητοποιούσα ό,τι δεν είχα αρχικά αντιληφθεί για τη λειτουργία των λέξεων αυτών. Κανείς πιανίστας ή βιολιστής δεν θα παραλείψει να αποστηθίσει μια σονάτα προτού την ερμηνεύσει δημοσίως, αλλά η ισοδύναμη συνήθεια να αποστηθίζουμε ποιήματα προτού τα ερμηνεύσουμε έχει πλέον χαθεί. Απομνημόνευσα για πρώτη φορά κάμποσα από τα Σονέτα (από το αντίτυπο της μητέρας μου) με τον εγκάρδιο τρόπο της νεότητας και ελπίζω ότι δεν έχω απολέσει αυτή την άπό καρδιάς΄ αίσθηση των ποιημάτων. Έχω όμως μάθει έκτοτε να αγαπώ με τρόπους πιο συνειδητούς την ευφρόσυνη ποικιλία της σαιξπηρικής επινόησης, την επιδεξιότητά του στην ειρωνεία, την εντυπωσιακά εκλεπτυσμένη τεχνική του και, πάνω απ’ όλα, την έκταση της σκεπτικής φαντασίας του»

       Προλεγόμενα σε κάθε μελλοντικό λόγο περί φιλολογικής μεθόδου θα μπορούσαν να ονομαστούν οι απλές αυτές εμπειρικές παρατηρήσεις. Υπενθυμίζω πάντως ότι τα σονέτα του Σαίξπηρ είναι 154- τόσα χρειάστηκε να μάθει απ’ έξω η κυρία Βέντλερ για να μπορέσει να γράψει το βιβλίο της όπως πραγματικά επιθυμούσε. Δεν χρειάζεται, νομίζω, να παραστήσω στον αναγνώστη πόσο σπάνια έχει καταντήσει αυτή η συνήθεια της απομνημόνευσης, τόσο στη μεθοδική-την επαγγελματική, ας πούμε-όσο και στην κοινή, ερασιτεχνική εκδοχή της. Από την άλλη, μπορώ να τον διαβεβαιώσω ότι έχω συναντήσει υποψήφιους διδάκτορες και διδάκτορες της φιλολογίας οι οποίοι δεν ήταν σε θέση να απαγγείλουν από μνήμης ούτε μία στροφή-πόσο μάλλον ολόκληρο ποίημα-του ποιητή στον οποίον διέτριψαν.

      «Δεν έχω καλή μνήμη», θα απαντήσει περίλυπος, εάν ερωτηθεί για την αναπηρία του, ο φιλόλογος. Η συνήθης εξήγηση γι’ αυτό το γενικευμένο φιλολογικό Αλτσχάιμερ (που πλήττει κυρίως τις μικρότερες ηλικίες) είναι τόσο κοινότοπη ώστε μοιάζει πια σχεδόν φυσιολογική’ δεν παύει όμως να δηλώνει την ύπαρξη συνδρόμου. Λίγοι άνθρωποι «έχουν» καλή μνήμη όπως έχουν- ή δεν έχουν-αυτοκίνητο, σύζυγο, σπίτι στην εξοχή’ μήτε με τον προληπτικό τρόπο που μπορεί να πιστεύουν ότι έχουν-ή ότι δεν έχουν-τύχη. Η μνήμη, όπως και πολλά άλλα πράγματα, είναι αποτέλεσμα παιδείας, άσκησης, ενίοτε δε και επίπονης’ είναι, με άλλα λόγια, τέχνη. Μαθαίνει κανείς να αποστηθίζει ποιήματα όπως μαθαίνει και τόσα άλλα πράγματα, χρήσιμα και άχρηστα’ και η διαδικασία της εκμάθησης μπορεί κάποτε να αποβεί τόσο απολαυστική όσο και το αποτέλεσμα: η πλήρης αφομοίωση ενός δυναμογόνου εκφραστικού πυρήνα (όπου μπορεί να συμπιέστηκαν πολλά αμήχανα χρόνια) στον διανοητικό και αισθηματικό οργανισμό ενός ζωντανού, ομιλούντος ανθρώπου. Δεν θα χρειαζόταν, επομένως, κανενός είδους απολογία υπέρ της ευλογημένης αυτής συνήθειας, εάν η απόρριψή της δεν συμπύκνωνε, με την επιμονή παραμορφωτικού συμπτώματος, τα χαρακτηριστικά ενός μείζονος προβλήματος που είναι  έκδηλο παντού, στην παραγωγή της ποίησης και σε όλο το φάσμα της υποδοχής της: από την τυχαία ακρόαση ως τη συστηματική ανάγνωση, από το καφενείο ως το σχολείο και  από την ερωτική εξομολόγηση ως τη βάναυση, γεροντική μοναξιά.

     Η γενική διάγνωση, λοιπόν, πρέπει να είναι άλλη, εντελώς διαφορετική από την ατομική υπεκφυγή. Απλούστατα, αυτός ο τρόπος συγχρωτισμού με την ποίηση, ο οποίος μέχρι πρότινος οδηγούσε, ηθελημένα είτε αθέλητα, στην απομνημόνευση ποιημάτων (ηθελημένα, ως άσκηση, και αθέλητα, όπως μετά από πολυετείς αναγνώσεις), αυτός ο τρόπος όχι μόνο δεν συνηθίζεται πια, αλλά θεωρείται παρωχημένος μεν- περίπου εκκεντρικός-ως στοιχείο γενικής παιδείας, ύποπτος δε και ανεπιθύμητος ως παιδαγωγική μέθοδος. Συγχέοντας την παπαγαλία (από την οποία βεβαίως δεν έχουμε απαλλαγεί) με τη μνημοτεχνία, λησμονήσαμε ότι  καλό ποίημα, κατά μία πιθανότατη εκδοχή, είναι εκείνο που εμπιστευόμαστε και επιθυμούμε με όλη μας την καρδιά να το αποστηθίσουμε, να το ενστερνισθούμε και να το πούμε».

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, Παρασκευή  27/1/2023