Τα Π Ε Ι Ρ Α Ι Ω Τ Ι Κ Α του 1948
του ΝΙΚΟΥ Ι.
ΧΑΝΤΖΑΡΑ
Εφημερίδα Η
ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Μέρος 6ο
«Πώς βλέπετε, κύριε Χαντζάρα την πνευματική κίνηση του
Πειραιά;
-Η ερώτησή σας σε
στιγμές, που διαδραματίζονται τεράστια πολεμικά γεγονότα, που θα κρίνουν την τύχη
της ανθρωπότητας, με ξαφνίζει. Μούρχονται αμέσως στην μνήμη μου κάτι στίχοι του
Παλαμά:
Μεσ’ τα ρόδα ή μεσ’ τα
αίματα,
Όπου η Ελλάδα ο Λόγος
θεός,
η Ομορφιά είναι η μοίρα
η δέσποινα
και των όλων ο σκοπός.
Από συνέντευξη του
Νίκου Ι. Χαντζάρα στον πειραιώτη ποιητή Δημήτρη Γιατράκο στην εφημερίδα
«Σημαία» 27 Μαϊου 1940.
Με την χρονιά αυτή, κλείνει ο κύκλος
της καταγραφής, αποδελτίωσης, εξέτασης, οργάνωσης, διαβάσματος και ανάρτησης
στα Λογοτεχνικά Πάρεργα των Ρεπορτάζ- Χρονογραφημάτων «ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΚΑ» του
δημοσιογράφου και ποιητή Νίκου Ι. Χαντζάρα τα οποία δημοσιεύτηκαν πριν 80 πάνω
κάτω χρόνια στην τοπική εφημερίδα «Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ». Όπως γνωρίζουμε από
τους παλαιούς φίλους του δημοσιογράφους και συγγραφείς που μας έδωσαν στοιχεία
για την ζωή του ο Χαντζάρας υπήρξε μέλος και είχε χρηματίσει και πρόεδρος του
Σωματείου Συντακτών του Πειραιά. Την χρονιά αυτή, δηλαδή το 1948, είχαν αρχίσει
να επιδεινώνονται τα προβλήματα της υγείας του που έκαναν την εμφάνισή τους τα προηγούμενα
χρόνια. Υπάρχει μία λεπτή και σύντονη διαπίστωση που του κάνει ο συντοπίτης
φίλος του γηγενής Πειραιώτης Σπύρος Αραπογιάννης που ήταν 86 χρόνων σε
συνάντησή τους. Λέει ο Αραπογιάννης στον Χαντζάρα: «Μα εσύ, Νίκο συνέχισεν
ο Αραπογιάννης, πώς τα κατάφερες και δεν συνέχισες την Πέμπτη νεότητά σου; Ως
τα Σαράντα ήσουνα νέος. Από κει και πέρα άρχισες να πέφτης. Πού ογδόντα έξη
χρόνια, τον αριθμό της ηλικίας μου, πού τα εορτάζω τώρα, εν χορδαίς και οργάνοις,
και που τα εξήντα τέσσερα τα δικά σου!...». βλέπε «Πειραιώτικα» ΟΓΔΟΝΤΑ ΕΞΗ! Της Τρίτης 20
Ιανουαρίου 1948, αρ. φ. 71. Από αυτήν την ημερομηνία μπορούμε να συνάγουμε και
την πραγματική του ηλικία και το πιά χρονιά γεννήθηκε. Στα 1884 και όχι από
λάθος που την αναβιβάζουν το 1881. Όπως θα δούμε παρακάτω στις αντιγραφές μας.
Σοβαρά λοιπόν προβλήματα υγείας τον
κατέβαλαν σωματικά και ψυχικά, διανοητικά, αναγκάζοντάς τον να μην έχει διάθεση
να γράψει, να παραιτείται ακόμα και από την διάθεση να ζήσει, να σταματήσει να
δημοσιεύει, να γράφει ποιήματα, να τα διορθώνει, να τα επεξεργάζεται. Βλέποντας
τον εαυτό του να καταπέφτει, να έχει χάσει την παλιά του ζωντάνια, αίγλη και
σωματικές του αντοχές. Η διάθεσή του για συγγραφική δημιουργία όχι μόνο είχε
ελαττωθεί αλλά έπαψε κάθε του επιθυμία να διασώσει ό,τι είχε μέχρι τότε
δημοσιεύσει. Διανοητικά, ψυχικά και σωματικά ήταν πλέον ένα ράκος. Ο συγγραφέας
Αντώνης Μαρμαρινός που τον γνώρισε από κοντά και έτρεφε για τον ποιητή μεγάλη
εκτίμηση και θαυμασμό στην εξαιρετική μελέτη του που κυκλοφόρησε το 1956 στηριζόμενος
αποκλειστικά στα «Πειραιώτικά» του, ζωγραφίζει παραστατικά την ψυχογραφία του
χαρακτήρα του και σκιαγραφεί με ανάγλυφο τρόπο την φυσιογνωμία του, τονίζει δε
δύο φορές, το θανατικό που χτύπησε τον Χαντζάρα και την Οικογένειά του και πόσο
τα σκοτεινά αυτά συμβάντα επέδρασαν καταλυτικά και ανασταλτικά στην
προσωπικότητά του και την διανοητική του κατάσταση. Γράφει στην σελίδα 35:
«Το σπιτικό του Χαντζάρα το χτύπησαν
μεγάλες συμφορές. Το δρεπάνι του Χάροντα θέρισε μέσα σε λίγες μέρες αγαπημένες
υπάρξεις του ποιητή, τη μάνα του και την αδελφή του την Ελένη. Πιό μπροστά
ακόμη, η κυρά Μπίλιω του διηγότανε το χαμό του αδελφού της πάνω στον ανθό της
νιότης του. Λίγο αργότερα, έχασε τον πατέρα του. Όλος αυτός ο πόνος αυτός ο
αβάσταχτος συσσωρεύτηκε μέσα στην ψυχή του ποιητή και τον αφήνει να πλημμυρίσει
στα χρονογραφήματα και τα ποιήματά του: «Ένα γαλλικό τραγουδάκι τριγυρίζει στο
μυαλό μου σήμερα: «Παλιές κορδέλες κι’ άνθια μαραμένα…». Είναι κάτι στίχοι
γιομάτοι από μελαγχολία, απαλή που σαν να τυλίγη την ψυχή με μιάν ασημένια
πάχνη, πάχνη των πρώτων φθινοπωρινών ημερών.» Και συνεχίζει στην σελίδα 37:
«Ο θάνατος της μάννας και της αδελφής
του Ελένης του στοίχησε περισσότερο απ’ όλα στη ζωή: Γράφει η Χαντζάρας, «Όταν
έφτασα προχτές στη Νέα Κοκκινιά, μια σαϊτα μυτερή ένοιωσα να μου σκίζη την
καρδιά… Εκεί έχασα τη γριά μάννα μου, την παντρεμένη αδερφή μου και δύο παιδιά
της. Όλα εθαφτήκανε στο νεκροταφείο των Αγίων Αναργύρων, σ’ ένα διάστημα δώδεκα
ημερών.». Βλέπε Αντώνη Μαρμαρινού, ΠΕΙΡΑΪΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ.
ΝΙΚΟΣ ΧΑΝΤΖΑΡΑΣ. Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ (ΟΠΩΣ ΤΑ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ Ο ΙΔΙΟΣ), Πειραιάς
1956, (Έκδοσις «Χρονογράφου»), σελ, 70, 1500 παλαιές δραχμές.
Και ποιά ανθρώπινη ευαίσθητη ύπαρξη
δεν θα τσακίζονταν από τόσα θανατικά που θα της συνέβαιναν και θα ξεκλήριζαν
την οικογένειά της, τα κοντινά της αγαπημένα πρόσωπα σε μικρό χρονικό διάστημα.
Δεν θα της προκαλούσε αβάσταχτο διαρκή πόνο, θλίψη και πίκρα δεν θα κινδύνευε
να χάσει τα λογικά της. Όσες αντοχές και δυνάμεις να διαθέτει ο άνθρωπος
έρχονται στιγμές που λυγίζει, τσακίζεται σαν κλαράκι ανεπανόρθωτα, νιώθει την ματαιότητα
της ζωής και της τέχνης, αυτό συνέβει και με τον πειραιώτη ποιητή με τα γνωστά
αποτελέσματα που τον οδήγησαν τελικά στον θάνατο. Τα τελευταία χρόνια του βίου
του ήσαν δραματικά. Ο προβολέας της αγαπητικής ματιάς του με τον οποίο φώτιζε
την ιστορία της Πόλης του Πειραιά και των κατοίκων της είχε σκοτεινιάσει, είχε
σβήσει. Στο έργο του Νίκου Ι. Χαντζάρα συναντάμε κάτι το συγκλονιστικό που
ίσως, να μην έχουμε σε άλλους Πειραιώτες συγγραφείς-με εξαίρεση μάλλον τον
Πειραιώτη ποιητή Βασίλη Λαμπρολέσβιο- και εννοώ το εξής. Όταν ο Νίκος Ι.
Χαντζάρας αυτοβιογραφείται μέσα στα Πειραιώτικα ενθυμήματά του φιλοτεχνεί στην
ουσία τον Πειραιά την ιστορία του και τους συντοπίτες του, και όταν μας
αφηγείται στιγμές, εικόνες, καταστάσεις, καθημερινά συμβάντα της Πόλης και της
ιστορίας της εν κινήσει, ουσιαστικά μας μιλά και αναφέρεται στον εαυτό του, την
οικογένειά του και τους κοντινούς του. Έχουμε δηλαδή κατά την γνώμη μου μία
εύστοχη, πετυχημένη διπλή αυτοβιογράφηση σε μία ενιαία και αρμονική μορφή και
εξιστόρηση. Ένα κοινό άλλοτε υμνητικό και άλλοτε νοσταλγικό, θλιμμένο τραγούδι
αγάπης για ότι υπήρξε σημαντικότερο στην ζωή του, ο Πειραιάς.
Επιβάλλεται να γράψουμε το εξής, αν
στον Χρήστο Λεβάντα χρωστάμε την
διάσωση του Αρχείου του ποιητή και την προσφορά του στο Ιστορικό Αρχείο του
Δήμου, στον Αντώνη Μαρμαρινό (Προποντίδα ;/ 1911/1912- ;/5/2006) οφείλουν
τα Πειραιώτικα Γράμματα και ευρύτερα η Ελληνική Γραμματεία ότι μας κληροδότησε
την μοναδική μέχρι σήμερα ολοκληρωμένη εικόνα της προσωπικότητας, του
ψυχογραφήματος του Νίκου Ι. Χαντζάρα. Είναι το μοναδικό βιβλίο που μπορούμε να
βασιστούμε όταν θέλουμε να έρθουμε σε επαφή με το έργο του. Ο Αντώνης
Μαρμαρινός επιλέγει με προσοχή και ακρίβεια τα Χρονογραφήματα εκείνα του
Χαντζάρα που φωτίζουν την προσωπικότητα του χαρακτήρα του και της γραφής του.
Κομμάτια και αποσπάσματα των ετών 1945, 1946, 1947 και 1948, συνολικά 83 τον
αριθμό από την «Φωνή» και 1 από τον «Χρονογράφο» και με το πρωτογενές αυτό
υλικό μας μιλά για τον άνθρωπο πειραιώτη Χαντζάρα. Για το χρήσιμο αυτό βιβλίο
θα αναφερθούμε σε άλλο σημείωμά μας ξεχωριστά όπως του αξίζει. Εδώ εν τάχει να
αναφέρουμε ότι ο Μαρμαρινός μας δίνει την πανοραμική εικόνα ζωής του ποιητή από
τα μαθητικά του, για την ακρίβεια νηπιακά του χρόνια ως τα γεράματά του,
φωτίζει με αδρές πινελιές τις τρυφερότητες και ευαισθησίες του, τις πτώσεις και
αδυναμίες του, τις αγάπες και ονειροπολήσεις του, τις νοσταλγίες και τους
κρυφούς του πόνους και θλίψεις, τους ρεμβασμούς και αναστεναγμούς, πόθους, το
σουλατσάρισμά του στους δρόμους της Πόλης, τα στέκια Καφενεία, Ζαχαροπλαστεία,
Κουρεία που συχνάζει και αντλεί τις ειδήσεις και τον πυρήνα της συγγραφικής του
εξομολόγησης έτσι όπως όλα αυτά καταγράφονται με ειλικρίνεια από το σταθερό
χέρι και μολύβι του Νίκου Ι. Χαντζάρα στα Χρονογραφήματα. Ο Μαρμαρινός στέκεται
πάνω στο Πειραιώτικο φιλολογικό φαινόμενο που ονομάζεται Νίκος Ι. Χαντζάρας και
μας το αναδεικνύει με διακριτικότητα και σεβασμό. Οι βαθμοί δυστυχίας του όποτε
αυτές προβάλλουν στην γραφή του ποιητή και δημοσιογράφου, στις εξομολογητικές
αφηγήσεις του ο Αντώνης Μαρμαρινός είναι όσο γίνεται πιο διακριτικός και
συγκαταβατικός στις τραγικές στιγμές του. Δεν παρεμβαίνει, αφήνει τον ίδιο και
τα επιλεγμένα αποσπάσματα των κειμένων του να μιλήσουν απευθείας στον αναγνώστη,
σπάνια τα σχολιάζει. Το μόνο που πράττει είναι να βάζει τίτλους στα αποσπάσματα
που επιλέγει ως κατάλληλους της δικής του εξέτασης. Ακόμα αντιγράφει ποιήματα
δημοσιευμένα και ανέκδοτα του Χαντζάρα που είχε στην κατοχή του, αναφέρει
τίτλους λογοτεχνικών περιοδικών που συνεργάζονταν ο ποιητής. Εφόσον
αποδεχόμαστε τα γραφόμενα του Μαρμαρινού μπορούμε να γράψουμε από την μεριά μας
με επιφύλαξη (;) ότι ο συγγραφέας Αντώνης Μαρμαρινός είχε δει το Αρχείο με τους
Φακέλους του Χαντζάρα. Και ίσως αυτό να εξηγεί τις διπλογραφίες και διπλοαριθμήσεις
που συναντάμε στην δική μας έρευνα. Όμως για να είμαστε δίκαιοι και ακριβείς το
μπέρδεμα των χαρτιών τουλάχιστον ο υποφαινόμενος δεν γνωρίζει από πού προήλθε
και σε ποια χρονική περίοδο. Με την σημερινή μας καταγραφή και ταξινόμηση
προσπαθούμε να βάλουμε τα πράγματα σε μία σειρά ευχόμενοι να το κατορθώσουμε.
Οι πληροφορίες που αντλήσαμε από
διάφορους χώρους όχι μόνο του Πειραιά που φυλάσσονται, τόμοι και φύλλα
εφημερίδων, (Στο Παλιό Καπνεργοστάσιο παλαιότερα) μας φανερώνουν τα προβλήματα
που αναφύονται όταν θελήσουμε να προσδιορίσουμε επακριβώς αριθμητικά, πόσα
είναι συνολικά τα «ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΚΑ» του Νίκου Ι. Χαντζάρα, όχι μόνο στην «Φωνή του
Πειραιώς» αλλά και σε άλλους τοπικούς τίτλους εφημερίδων όπως είναι ο
«Χρονογράφος», οι «Νέοι Καιροί», το «Θάρρος», η «Πρόνοια», η «Σημαία», το
«Ελληνικό Μέλλον» και άλλοι δυσεύρετοι τίτλοι εντύπων όπως τους είχα σημειώσει
τις προηγούμενες δεκαετίες στις καταγραφές μου. Εφόσον και από την μεριά μου
μέσα στην ταλαιπωρία και κούραση των χρόνων εκείνων δεν έκανα λάθος. Πάντως το
μόνο σίγουρο που μπορούμε να γράψουμε είναι ότι όσοι ασχολήθηκαν με τον
Χαντζάρα μέχρι τώρα, δεν αντιγράφουν ούτε μνημονεύουν κείμενά του η
δημοσιεύματά του, του έτους 1949, σταματάνε στα 1948. Το που βασίστηκαν και
γιατί ενώ αναφέρουν και μήνες του 1949 έως εκεί, είναι ένα άλλο ζήτημα της
έρευνας. Ούτε μπορούμε να είμαστε βέβαιοι αν οι πηγές τους προέρχονται από τα
τότε φύλλα των τοπικών εφημερίδων ή αποκλειστικά από το Αρχείο του ποιητή. Ενδεχομένως
και να χάθηκαν φύλλα. Όμως και με το υπάρχον διασωθέν συγγραφικό υλικό της
«Φωνής του Πειραιώς» να έχουμε μπροστά μας το κέρδος είναι μεγάλο για την
γνωριμία μας με την ιστορία της Πόλης, των κοινωνικών συνηθειών των δημοτών των
Πειραϊκών Γραμμάτων και της Ελληνικής Φιλολογίας γενικότερα.
Η Εικονογραφία του Πειραιά και οι πινελιές των χρωμάτων της
από τον Νίκο Ι. Χαντζάρα μας φανερώνει έναν παθιασμένο Πειραιολάτρη, έναν
Πειραιώτη που ανέπνεε το οξυγόνο του Δήμου, της Πόλης που λάτρεψε και αγάπησε
δια βίου και γι’ αυτό δεν θέλησε να την εγκαταλείψει ποτέ του, αν και διέμεινε
για διάστημα στον ευρύτερο χώρο που ονομάζουμε Πειραιά. Συνήθιζε πάντως να
κάνει συσχετισμούς με τα συμβαίνοντα στην Αθήνα με αυτά του Πειραιά και να
συναναστρέφεται δημάρχους και άλλων δήμων όπως πχ. του Κερατσινίου. Σαν κισσός
περιπλέχτηκε γύρω από το Πειραϊκό δέντρο συναναπνέοντας και συνκαρποφορώντας.
Την χρονιά του 1948 έχουμε τα λιγότερα δημοσιεύματα, συνολικά
όπως θα δούμε παρακάτω, κάτι παραπάνω από 20 φύλλα με «ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΚΑ». Φυσικά
υποψιαζόμαστε και πάλι ότι ορισμένοι τίτλοι είναι διπλοί, ότι ενδέχεται να τους
έχουμε ξανασυναντήσει και σε προηγούμενες χρονιές, αλλά αυτό θα ξεκαθαριστεί
μετά την ολοκλήρωσή τους, όταν θα κάνουμε την σούμα.
Ο ποιητικός
και δημοσιογραφικός κύκλος του τερματίζεται στις αρχές του πρώτου εξαμήνου του
1949, στις 2 Ιουνίου ο Νίκος Ι. Χαντζάρας θα φύγει από την ζωή σε ηλικία 65
ετών. Εφόσον δεχόμαστε το 1884 ως ημερομηνία γεννήσεώς του όπως προαναφέραμε
παραπάνω. Αλλά ακόμη και αν σαν υπόθεση εργασίας δεχτούμε το 1881 που αναβιβάζουν
ορισμένοι την ημερομηνία γέννησής του-από μία διάλεξη που δόθηκε από κάποιον
φέρελπι νέο για το έργο του- είχε ακόμα πολλά να μας προφέρει παρά τις
κακουχίες που υπόμεινε.
Ας
επαναλάβουμε, όπου έχουμε τα αρχικά Χ.Λ. παραπέμπουν στον Χρήστο Λεβάντα και το
βιβλίο του, όπου Α. Μ. παραπέμπουν στον Αντώνη Μαρμαρινό και στην μελέτη του.
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ
Τετάρτη
14/1/1948, Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΟΥ ΦΙΛΑΝΔΡΟΥ, αριθμός φύλλου 66. Χ.Λ. 247
[Φιλολογικού
και όχι μόνο ενδιαφέροντος]. Ορμώμενος από μία επιστολή που του απέστειλε ο
Μιχαήλ Κατζάκης τμηματάρχης του Δήμου Κερατσινίου, μας μιλά για την φιλία του
με τον Δήμαρχο Κερατσινίου Κώστα Φίλανδρου και τον τόπο καταγωγής του από ένα
χωριό κοντά στην Καλλίπολη της Θρακικής χερσονήσου. Μιλά για τον Φιλήντα και το
γλωσσικό ζήτημα, εκθέτει τις απόψεις του για τον Γιάννη Ψυχάρη. Υπάρχει και
μνεία στην φιλοπατρία του Κωνσταντινουπολίτη Πατριάρχη Ιωακείμ τον Πάνυ.
Ταβέρνα Καλαμπάκα
Προσοχή
Ο Χρήστος
Λεβάντας έχει και την ημερομηνία 17/1/1948. «Ηγησώ».
Τρίτη
20/1/1948, ΟΓΔΟΝΤΑ ΕΞΗ! αρ. φ. 71
*Είναι
γραμμένη και η ημερομηνία Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 1948 η οποία σβήνεται.
Σημείωση: Στο ίδιο φύλλο δημοσιεύεται μέσα σε
πλαίσιο και η εξής πληροφορία.
«Το
«Ξημέρωμα» του κ. Ν. Ι. Χαντζάρα.
Κατά την
αποψινήν εκπομπήν μουσικής του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών, ώρα 9.45 μεταξύ
άλλων θα τραγουδηθή και το περίφημον
ειδύλλιον «Ξημέρωμα» του γνωστού Πειραιώτου ποιητή και συνεργάτου μας κ. Ν. Ι. Χαντζάρα, με μουσικήν του συμπολίτου
μουσουργού κ. Ιωσήφ Παπαδόπουλου (Γκρέκα).». Ακούστηκε στις 19/4/1948. Δες και
Χ.Λ. 248
[Ο γηγενής
Πειραιώτης Σπύρος Αραπογιάννης] Η Ταβέρνα του Λύμπου στα Καρβουνιάρικα.
Σημείωση:
Αυτός που
έκανε λάθος στην ημερομηνία γέννησής του ήταν ο συγγραφέας πειραιώτης Μανόλης
Ρούνης. Γράφει με παράπονο ο Χαντζάρας:
«Ένας νέος
λογοτέχνης στο ελληνογαλλικό Ινστιτούτο, έκανε μια κόνφερανς για το υποκείμενό
μου και μου καταρίθμησε χίλια πράματα, όλα υπέρ της τέχνης μου. Σ’ ένα έκανε
λάθος. Με παρουσίασε μικρότερο πέντε χρόνια. Έτσι μου φάνηκε».
Τετάρτη
28/1/1948, Η ΕΛΕΝΗ, αρ. φ. 68
[Η σαντανέζα
τραγουδίστρια Σαπφώ]. Το Καφενείο του Λάμπρου στου Τζελέπη. Το Ξενοδοχείο
Παρισίων του Μακρή.
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ
Τετάρτη
4/2/1948, Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΙΡΜΑΣ, αρ. φ.3
[Η φιλοζωία
του] Για τον θάνατο της μικρής σκυλίτσας Ίρμας από αυτοκίνητο. Το γαλατάδικο
του Μπούτου. Ο γιατρός Γκαβανόζης.
Πέμπτη
10/2/1948, ΞΗΜΕΡΩΜΑ, αρ. φ. 82
[Περί
Πειραιωτών Μουσουργών. Η μελοποίηση ποιημάτων του από τον μουσουργό Ιωσήφ
Παπαδόπουλο, ψευδώνυμο Γκρέκας]. Μας μιλά για τον δάσκαλό του που διέμεινε ένα
διάστημα στον Πειραιά και μετείχε στα καλλιτεχνικά πράγματα τον Γεώργιο
Λαμπελέτ. Ο Ιωσήφ Γκρέκας είχε μελοποιήσει 10 με 15 Ειδύλλια του Χαντζάρα. Ο
Χαντζάρας αντιγράφει το μελοποιημένο Ειδύλλιό του που ακούστηκε στο Ραδιόφωνο
από την ποιητική ανθολογία του Ηρακλή Αποστολίδη.
Με την
ευκαιρία να αναφέρουμε ότι την περίοδο αυτή είχε κυκλοφορήσει και το βιβλίο με
τα «Ειδύλλια» του ποιητή Γεωργίου Δροσίνη.
Πέμπτη
12/2/1948 Ο ΜΙΜΗΣ, αρ. φ. 65
*δημοσιεύεται
και σε φύλλο με αριθμό 89. Διαπιστώνουμε λάθος στην ημέρα. Η 12η
είναι Σάββατον.
[Ο Μίμης ο
Παρασκευάς ή «Μητσάρας». Ο Μήτσος Παρασκευάς ήταν ρεπόρτερ της εφημερίδας
«Θάρρος» του Χαραλάμπους και διάβαζε Έντγκαρ Άλλα Πόε. Η Σπηλιά του Σηραγγείου
και οι θρύλοι της}. Το αρχαίο θέατρο στο παλαιό γυμναστήριο του «Πειραϊκού
Συνδέσμου». Το Βασιλικό Ζαχαροπλαστείο του Κουτρουφιώτη.
ΜΑΡΤΙΟΣ
Τρίτη
16/3/1948, ΠΑΛΙΑ ΚΟΥΛΟΥΜΑ, αρ. φ. 49
*Επαναδημοσιεύεται
και στο φύλλο 74
[αναμνήσεις
της Κατερίνας της Κρανιδιώτισσας] Μεταφέρονται δίστιχα της εποχής.
Προσοχή
Ο Χ. Λ.
καταγράφει μία ακόμη ημερομηνία 19 Μαρτίου 1948 και τον τίτλο «Δάκρυα».
Τρίτη
23/3/1948, ΤΟ ΡΟΔΟ. Α.Μ. σ. 30
Ο Α. Μ. έχει
και την ημερομηνία της 23 Μαρτίου 1948, «Το Ρόδο», σ. 30. Βλέπε και 20 Μαρτίου
1948.
Τετάρτη
24/3/1948, ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ!, αρ. φ.2 Α. Μ. σ.28
[Για την
θρησκεύουσα Μητέρα του και την λαϊκή της
αθωότητα] Περιοχή του Αγίου Βαασιλείου. «Ρόδον το Αμάραντο».
Τρίτη
30/3/1948, ΩΡΕ ΜΙΡΕ!, αρ. φ. 25. Α. Μ. σελ. 28
*Επαναδημοσιεύεται
και στο αρ. φ. 31
[Γράφει: «Όταν
ακούω αυτές τις δύο λέξεις συγκινούμαι, βαθειά. Η μία είναι ρωμαϊικη κι’ άλλη αρβανίτικη.
Κι’ οι δύο αποτελούν την φράση «ώρα καλήν». Και έχει και συμπλήρωμα τη φράση
«Ώρε μίρε ντρομ μπουμπάκ», (ώρα καλή κι’ στράτα σου μπαμπά…] Ο παλαίμαχος
Σουσάνας, μνεία του θανάτου της μητέρας του που πέθανε στην επιδημία γρίπης.
Διάβασμα του περιοδικού «Πανδώρα». Περιγραφή των Κήπων της Τερψιθέας.
Ο Νίκος Ι. Χαντζάρας γνώριζε από την
Υδραία Μάνα του αρβανίτικα και λέξεις και φράσεις διανθίζουν τα κείμενά του. Ας
θυμηθούμε και τον ζωγράφο Νίκο Χατζηκυριάκο- Γκίκα, και το αρβανίτικο Λεξικό
του Μάρκου Μπότσαρη.
Τετάρτη
31/3/1948, ΥΜΗΤΤΟΣ, αρ. φ. 27
*Επαναδημοσιεύεται
και στο φύλλο 33
ΑΠΡΙΛΙΟΣ
Παρασκευή
2/4/1948, ΟΙ ΧΑΡΕΣ ΜΟΥ, αρ. φ. 30. Α.Μ. σελ. 61.
[παλαιές
αναμνήσεις από τους Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, τον Τέλλο Άγρα. Το περιοδικό
«Κρυστάλλης»].
Σάββατον
3/4/1948, Η ΜΑΡΙΑ, αρ. φ.34
[Η μικρούλα,
δύο ετών ανιψιά του και τα λογάκια της]
Τρίτη
6/4/1948, ΟΙ ΝΕΟΙ, αρ. φ. 42
[Στέκια που
σύχναζε. Συμβουλές στους νέους] Λογοτεχνικός Σύλλογος «Αργώ». Πολύβιος Βαρώνος,
Γ. Τσοπανάκης, Η. Αντωνιάδης, Γ. Παπασιδέρης νέοι φιλότεχνοι της εποχής.
Παρασκευή
9/4/1948, Ο …ΑΕΡΑΣ…, αρ. φ. 63
[Όταν
κολυμπούσαν σαν παιδιά γυμνοί στην θάλασσα του Πειραιά]
Πέμπτη
15/4/1948, ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΕΣ.
[Στις ακτές
της Φρεαττύδος]. Ονόματα αθηναίων ποιητών.
Τρίτη
27/4/1948, ΜΠΑΙΝ-ΜΙΧΤ, αρ. φ. 93
[Τα μπάνια
των αγοριών και των κοριτσιών. Και η διαταγή του διοικητή της δημοτικής
αστυνομίας λοχαγός κ. Καμάρας]
Πέμπτη
29/4/1948, ΠΩΣ ΕΓΙΝΑ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑΡΑ, αρ. φ. 91. Α. Μ. σ.44. Ο Α. Μαρμαρινός
αντιγράφει από τον τίτλο «Η ΠΑΠΑΡΟΥΝΑ».
[η Ιστορία
της οδοκαθαρίστριας Κατερίνας]
ΜΑΪΟΣ
Σάββατον
1/5/1948, ΠΑΛΙΑ ΧΡΟΝΙΑ, αρ. φ. 92
*Αναγράφεται
η ημερομηνία Παρασκευή 30 Απριλίου 1948 η οποία σβήνεται.
[ανάμνηση
περί του Ιταλού Φιντιρίκου που πωλούσε αχινούς και χέλια].
Τετάρτη
5/5/1948, Ο ΕΛΛΗΝΙΣΤΗΣ, αρ. φ. 32
[Περί
γλώσσας]. Ο Ελληνιστής Σ. Νικολαϊδης.
Γράφει: «Παίρνω την κόλλα και γράφω απάνω-απάνω το
γενικό τίτλο της στήλης μου Πειραιώτικα». Μα γιατί «Πειραιώτικα» και όχι
«Περαιώτικα». Μου φαίνεται πώς λέω ψέματα. Δεν εξιστορώ την καθαρήν αλήθεια.
Καμώνεται κανένας όταν γράφη. Πολλές φορές ξεφεύγει να φροντίζη να παρουσιάζη
τη λέξη, όπως πραγματικά μιλιέται κι’ άλλοτε τον επιάνει μια λεπτότητα παράξενη
και καταρτίζει το κείμενό του γιομάτο από υποχωρήσεις στην «καθαρεύουσα» μα και
στην αρχαία.».
Το πρόβλημα της γλώσσας και της ορθής
ποιητικής ή δημοσιογραφικής έκφρασης πάντα απασχολούσε τον Νίκο Ι. Χαντζάρα,
όταν βρίσκει ευκαιρία πάντα αναφέρεται και εκφράζει την γνώμη του. Γιαυτό είναι
και αρκετά τα Πειραιώτικά» του που έχουν σαν θέμα τους Εκπαιδευτικά ζητήματα και
αναφορές στους δασκάλους του, από το νηπιαγωγείο έως το γυμνάσιο. Η γλώσσα του
είναι στρωτή και με σαφήνεια. Πόσο διαφορετική παραδείγματος χάριν από του
Πειραιώτη συγγραφέα, μεταφραστή και ποιητή ακραίου Ψυχαριστή Αλέξανδρου Πάλλη (Πειραιάς 1851- Λίβερπουλ
Αγγλίας 18/3/1935)
Παρασκευή
7/5/1948, ΦΑΒΟΥΔΕΣ, αρ. φ.95
*Από λάθος
αναγράφεται 1848
Τρίτη
11/5/1948, ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΕΙΣ, αρ. φ. 98.
[Πώς λεγόταν
το όνομα του Σουβλή…] Ιάκωβος Δραγάτσης. Παλαιά Κέντρα του Πειραιά. Το Χάι-
Λάιφ. Το μέγαρο Κατσίκη, το σπίτι του Ζολώτα. Το περιβόλι του Μυταράκη κλπ.
Τετάρτη
12/5/1948, ΒΟΛΩΝΑΚΗΣ, Χ.Λ. 250 και Α.Μ.
[Ο
Πειραιώτης θαλασσογράφος ή Καραβογράφος για τον πειραιώτη τεχνοκριτικό Μανόλη
Βλάχο]
Προσοχή
Παράγραφος 251, του Χρήστου Λεβάντα στις 13
Δεκεμβρίου 1948, «Ο Γιώργος Καρατζάς» ο νεαρός πειραιώτης ποιητής που πέθανε
νέος.
Έχουμε γράψει στα Λογοτεχνικά Πάρεργα
για την περίπτωση του Γιώργου Καρατζά.
Ο φιλόλογος και δημοσιογράφος Σάββας Παπαδόπουλος, στην εφημερίδα «Η
ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ» της 11 Ιουνίου 1945, γράφει για το Έργον του Χαντζάρα. Βλέπε
ο ποιητής των «Ειδυλλίων». Ο αυλός του τραγουδιστή στις κορυφές του Παρνασσού.
Αρχινά τη
δημοσίευμά του:
«Αν ο
Αριστοτέλης γεννιώτανε αργότερα από τον Νίκο Χαντζάρα τον αθόρυβο Θεόκριτο του
νεοελληνικού τραγουδιού θα λέγαμε πώς για τον τελευταίο αυτόν γράφτηκε ο
περίφημος ορισμός της αρμονίας των αντιθέσων του μεγάλου Σταγειρίτη. Γιατί αυτή
ακριβώς την εικόνα των αντιθέσεων δίνουν η ζωή και το έργο του ποιητή μας. «Ένα
αγριολούλουδο αναπάντεχα στην κορυφή της τζιμινιέρας….».
Τι παραπάνω να προσθέσουμε σήμερα.
Γιώργος Χ.
Μπαλούρδος
6ο
Σημείωμα.
Πειραιάς
Δευτέρα 15
Σεπτεμβρίου 2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου