Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κώστας Βούλγαρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κώστας Βούλγαρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 7 Αυγούστου 2021

ΣΑΠΦΟΥΣ ΣΑΠΦΕΙΡΟΙ- ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑΣ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

Σ Α Π Φ Ο Υ Σ   Σ Α Π Φ Ε Ι Ρ Ο Ι

ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ  ΓΥΝΑΙΚΕΙΑΣ  ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΗΣ  ΠΟΙΗΣΗΣ  19ΟΥ -20ΟΥ  ΑΙΩΝΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ- ΕΠΙΛΟΓΗ: ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΚΑΡΑΒΑΣΙΛΗΣ

Εκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ-Αθήνα, Μάρτιος 2001, σελίδες 94

Επιμέλεια έκδοσης: Άγγελος Αγγέλου

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

          ταίς κάλεσιν όμμι τώμον

          ού διάμεμπτον

                              ΣΑΠΦΩ

     Η ερωτική έλξη πού προκαλεί μια γυναίκα σε άλλη γυναίκα, η τρυφερότητα πού αναπτύσσεται ανάμεσά τους με υπαινικτικές κοινοποιήσεις σε κλειστές κοινωνίες, όπως η δική μας, η εξύμνηση της γοητείας των ομοφυλόφιλων πνευματικών, ψυχικών, αλλά και κάποτε σαρκικών χαρισμάτων του θηλυκού φύλου συγκεντρώνονται κι εκφράζονται, απ’ όσα γνωρίζουμε, για πρώτη φορά στην ιστορία της ποίησης, στο μικρό σε μέγεθος, αλλά τεράστιο, διαχρονικής ακτινοβολίας, έργο της Σαπφούς.

     Χάρη στη μεγάλη λέσβια ποιήτρια, θεματογραφικά, η κατηγορία της ποίησης αυτής πήρε τον τίτλο, πού αν θέλετε τον χρησιμοποιώ επηρεασμένος κι εγώ, λεσβιακή ποίηση.

      Δεν γνωρίζω αν έχουν συγκεντρωθεί κάπου άλλου τέτοια δείγματα γραφής με πρώτο γνώμονα την ποιότητα. Αν έχει λεξικογραφηθεί ο όρος λέσβιος ή λεσβιακός έρωτας με σκοπό τον εκχυδαϊσμό μιάς ανθρώπινης, αν είναι, αδυναμίας όπως τόσες άλλες, πού τα ανά τους αιώνες ήθη δέχονται, ανέχονται ή αποδοκιμάζουν (το σύστημα πάντως θέλει την ισοπέδωση των υπηκόων του και στο σεξουαλικό τομέα για να προχωρήσει), τότε η συγκεκριμένη ελάχιστη ανθολογία περιττεύει. Αλλά εφόσον παραδεχτούμε ότι τα κομμάτια που επελέγησαν εδώ διαθέτουν ως πρώτο κριτήριο παράθεσης τη φόρτιση του ποιητικού Λόγου, ας γευτούμε με το μέλι και αυτού του μελισσιού.

     Έτσι, πιστεύω πώς η έρευνα σταχυολόγησε τους ιδιαίτερους καρπούς της σε μιά ποικιλία της, ανάλογα με το κλίμα, τη δοκιμασία και τη δυναμικότητα των δημιουργών-καλλιεργητών της.

     Η σαπφική ποίηση, με την ευρύτατη έννοια του όρου, θρέφει τις ρίζες της από την ποιήτρια πού δικαιωματικά της χάρισε τις καλύτερες στιγμές της.

      Το πρόβλημα που συναντά κανείς συνοψίζεται στο ερώτημα: Γιατί μες στους αιώνες δεν υπήρξε ανάλογη συνέχεια, όπως στην ανδρική ομοφυλοφιλική ποίηση;      Το ερώτημα «γιατί» έχει μείνει αναπάντητο. Οι θρησκείες, ο πουριτανισμός, η δομή της τελευταίας χιλιετίας ίσως κατέστρεψαν ή ανέστειλαν κάθε δημοσιοποίηση αυτής της «παρέκκλισης». Ενδεχομένως ο φόβος της πυράς φυλάκισε τη λεσβιακή ποίηση σε κατακόμβες…

     Από την αρχαία Ελλάδα μας καταφθάνει μόνο η μαρτυρία του Χαιρήμωνα, αλλά με τις δαγκάνες του Αριστοφάνη και των λατίνων σατυρικών Ιουβενάλη και Μαρτιάλη η ιδιαιτερότητα κι ό,τι την ύμνησε λοιδορείται, ασφυκτικά, στραγγαλίζεται.

       Οι αιώνες κυλούν και πυκνό πέπλο σιωπής έχει κατασκεπάσει πολλά (θέματα) λόγου.

      Το εύφορο πεδίο της λέσβιας ερωτικής ποίησης περιμένει το κατάλληλο κλίμα για ν’ ανασηκωθεί, να ανακλαδιστεί και να ευδοκιμήσει’ αλλά φαίνεται πώς δουλεύει υπόγεια και ψάχνει το πρόσφορο, χλωρό έδαφος. Κάποιες σπάνιες παρουσίες εμφανίζονται από την Αναγέννηση που μόλις τώρα ανακαλύπτονται.

      Και να, που ξαφνικά κι επίσημα ορθώνεται διά μιάς αναστημένη, συγκροτεί, ανανεώνεται σ’ ένα σώμα, εμψυχώνει με καινούργιο ρίγος τον κορμό της, χάρη σε κάποιες μεγάλες φυσιογνωμίες που πέφτουν αξεδίψαστες στις πάμπολλες πηγές της έμπνευσης. Πρόκειται για τις βροντερές φωνές των «καταραμένων», των «αιρετικών», των «περιθωριακών», φωνές όπως των Σαρλ Μπωντλαίρ και Πωλ Βερλαίν. Ταυτόχρονα, και άλλοι γάλλοι πεζογράφοι, όπως οι Εμίλ Ζολά και Ονόρε ντέ Μπαλζάκ (άς θυμηθούμε τη «Σεραφίτα» του) ανασύρουν και το λέσβιο έρωτα από τη γραμματολογική του λήθη. Τον ξαναπλάθουν. Φυσικά, πρίν, ο Διαφωτισμός, η Γαλλική Επανάσταση, η ανατροπή παλιών αξιών στέκονται οι αόρατοι υποκινητές και παραστάτες στην κατάρριψη της γενικότερης υποκρισίας αιώνων.

       Και φυσικά υπάρχει και συνέχεια. Οι γυναίκες παίρνουν τα ηνία στα χέρια τους. Ας θυμηθούμε την Άμυ Λόουελ πού, όπως ο λίγο προγενέστερός της Όσκαρ Ουάιλντ, θα ταρακουνήσει τη Βικτωριανή εποχή. Οι ποιήτριες που εμπνέονται απ’ το συγκεκριμένο θέμα ξεχύνονται μεσ’ από ποικίλες εντάσεις, αποχρώσεις και αισθητικές επιρροές. Παραδείγματα: Η Εντνα Λίντσαιη από την Αμερική, η βασανισμένη και αμφισεξουαλική Ρωσίδα Μαρίνα Τσβετάγιεβα, αλλά και οι δικές μας,  η Μυρτιώτισσα, η εντελώς άγνωστη Σαπφώ Σπαθοπούλου που ξανασυναντά τον ερωμένο της μεσ’ απ’ το κορμί της αγαπημένης του (τι έκπληξη κι’ αυτή Θεέ μου!)

      Στο παράρτημα παραθέτουμε ενδεικτικά δείγματα δύο γάλλων επιφανών ποιητών, του Σαρλ Μπωντλαίρ και του Πωλ Βερλαίν, όπως και του Βαλερύ Λαρμπώ, πού πέρα από τη λειτουργία της γεφύρωσης του κενού ανάμεσα στη Σαπφώ και, με την ευρεία έννοια, στις συνεχίστριες της παράδοσής της, καταθέτουν μιάν άποψη του άλλου φύλου σχετικά με το ανεξάντλητο θέμα.

      Θα ‘θελα, τέλος, να σταθώ στη μεγάλη σύγχρονη ποιήτριά μας Ζωή Καρέλλη. Χάρη στη μεταφυσική της ιδιοσυγκρασία, αλλά και την διονυσιακή της φύση περικλείει πολλές από τις προηγούμενες φωνές με τά πιό άδολα αισθήματα διακριτικότητας εξύμνησης και λατρείας προς το φύλο της, που τα υποστηρίζει μόνο και μόνο η ποίηση.

      Γιατί, για να ξαναθυμηθούμε τη Σαπφώ, έρως ήδη και πάλι ο έρως-έρωτας της ποίησης. Πρίν απ’ όλα!

                               Γιώργος  Κ.  Καραβασίλης

Υ.Γ. Ευχαριστώ θερμά τους διευθυντές των περιοδικών οδός Πανός και Ποίηση, ποιητές Γιώργο Χρονά και Χάρη Βλαβιανό, που μ’ εξαιρετική ευγένεια παραχώρησαν μεταφράσεις.

Ευχαριστώ επίσης την ποιήτρια Αναστασία Αναστασιάδου πού, πέρα από την μεταφραστική της προσφορά, συνέτεινε στην έρευνα ανεύρεσης ποιητριών, εν πολλοίς αγνώστων στο ελληνικό κοινό.

                                                   Γ. Κ.

ΣΑΠΦΩ

[7ος αιώνας π. Χ. μέσα 6ου αιώνα ο. Χ.].

                Τρία  Ποιήματα

]ν[ [κ]έλομαι σ[ε  Γο]γγύλα [πέφα’] νθι λάβοισα μα

   [γλα]κτίναν’ σε δηύτε πόθος τ[έαυτος] αμφιπό-

   ταται

τάν κάλαν’ ά γάρ κατάγωγις αύτα[ επτόαισ’ ίδοι-

   σαν’ έγω δε χαίρω’ και γάρ αύτα δή τ[όδ]ε

   μέμφ[εταί σοι Κ] υπρογέν[ηα

τ]άς άραμα [ι τούτο τω] β]όλλομα[ι

 

Γογγυλα κατθάνην δ’ ίμερός τις [έχει με και λωτί-

   νοις δροσόεντας [όχ]θ]οις ίδην Αχέρ[οντα.

γύρνα πάλι κοντά μου σ’ εξορκίζω Γογγύλα’ το χι-

τώνα φορώντας το λευκό σα γάλα πάλι φανερώσου’

όμορφη’ να ‘ξερες τι λαχτάρες μου γεννάς έτσι ντυ-

μένη! και πώς νιώθω χαρούμενη που όχι εγώ μά η

θεά μας η ίδια σου το λέει’ σα να σε μαλώνει’ πού

τόσα χρόνια την παρακαλώ και την παρακαλώ

 

Γογγύλα’ λες κι ένας πόθος με πιάνει να πεθάνω και

τίς όχθες όπου ανθεί ο λωτός μέσα στη δρόσο ν’

αντικρίσω του Αχέροντα. σ. 13

--

χαίρε πόλλα [Γύρινν’] ισάριθμα [τε] τώι χρόνωι όν

   [σέθεν] απελειπόμαν

ούδ’ ίαν δοκίμωμι προσίδοισαν φάος αλίω έσσεσθαι

   σοφίαν πάρθενον είς ουδένα πω χρόνον τεαύταν.

καλώς μας ήρθες Γυριννώ’ κι άμποτε λέω να μείνεις

   χρόνους πολλούς εδώ κοντά μου όσους κι αυτούς

   πού μού ‘λειψες

ούτε ποτέ πιστεύω στους καιρούς που θα ‘ρθουν κά-

   τω απ’ το φώς του ήλιου θα βρεθεί ποτέ παρθένα

   με τη γνώση τη δική σου. σ. 15

--

ευμορφοτέρα Μνασιδίκα τάς απάλας Γυρίννως

σύ δε στεφάνοις ώ Δίκα πέρθεσθ’ εράτοις φόβαισιν

   όρπακας ανήτω συναέρραισ’ απάλαισι χέρσιν’

   ευάνθεα γάρ πέλεται και Χάριτες μάκαιραι

   μάλλον προτερην αστεφανώτοισι δ’ απυστρέφο-

   νται. 

ομορφότερη λέω πώς είναι η Μνασιδίκα κι από την

   τρυφερή τη Γυριννώ

έλα Δίκα λοιπόν από φρέσκο γλυκάνισο στεφάνια να

   ετοιμάσεις’ κι επάνω στα μαλλιά σου που ‘ναι

   χάρμα σωστό μ’ αέρινα δάχτυλα να τα φορέσεις’

   επειδή να το ξέρεις οι Θεές οι μακάριες θέλουν να

   τους πηγαίνεις ανθοστόλιστη’ αλλιώς μήτε πού

   καταδέχονται να σε κοιτάξουν. σ. 17

--

]μισσε Μίκα ]ελα []λά σ’ έγωύκ εάσω ]ν φιλότ[ατ΄]

   ήλεο Πενθιλήαν [  ]

δα κα[κό] τροπ’ άμμα [

]μέλ[ος] τι γλύκερον[ ]α μελλιχόφων[

]δει λίγυραι δ’ άη[

] δρος[ό] εσσα[

μα να σ’ αφήκω εγώ δε γίνεται Μίκα γλυκιά μου’ κι

   άς έλαχε να σ’ αγαπήσουν κόρες από το σόι των

   Πενθελιδών

εμάς όλο παραξενιές

κάποιο μαγευτικό τραγούδι απαλό στ’ άκουσμα

   ψάλλει

κι αηδόνια σταλάζοντας… σ. 19

--

Ασαροτέρας ουδαμά πώρα [ν] σέθεν τύχοισαν

σοί δ’ έγω λεύκας επιδωμον αίγος [πιόνα καύσω]

κάπιλείψω τοι

έμεθεν δ’ έχηισθα λάθαν ή τίν’ άλλον ανθρώπων έμε-

   θεν φίληισθα…  

ούτε που μού ‘τυχε ποτέ γυναίκα πιό αλαζονική

   ωραία μου από σένα

πού εγώ για χάρη σου πάνω στο βωμό γίδας

   ασπρουδερής (το λίπος για θυσία θ’ ανάψω)

και λέω ακόμη να σου αφήκω

μ’ όλο πού

μοιάζει να μ’ έχεις λησμονήσει’ ανίσως και δεν είναι

   κάποιος άλλος πού ν’ αγαπάς ακόμη πιό πολύ… σ. 21

                    Ανασύνθεση και απόδοση

                             ΟΔΥΣΣΕΑΣ   ΕΛΥΤΗΣ        

-WU TSAO, [Κίνα, 19ος αιώνας]. Της εταίρας Τσίνγκ Λίν, μτφ Αναστασία Αναστασιάδου, 22.

-CHARLOTTE MEW, {Αγγλία, 1869-1929]. Στο δρόμο για τη θάλασσα, μτφ. Όλβια Παπαηλιού ,23-25.

-AMY LOWELL, [ΗΠΑ, 1874-1925]. Η Παναγία των Εσπερινών λουλουδιών. Και IN EXCELSIS, μτφ. Τάσος Κόρφης, 26-28

-GERTRUDE  STEIN, [ΗΠΑ, 1874-1946].Πολλά γι’ αυτούς (Απόσπασμα), μτφ. Αναστασία Αναστασιάδου, 29

-“MARIE MADELAINE” [Baroness von Puttkamer].[Πρωσία, 1881-1944]. Το αμάραντο, μτφ. Όλβια Παπαηλιού, 30-31.

- ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑ [1885-1968], Γλυκιά Ερανώ…, 32-33

-HILDA  DOULITLE [ΗΠΑ, 1886-1961]. [17] «Όμως η φωνή της σταθερή, τα μάτια της στεγνά,…», μτφ. Θανάσης Ντόκος, 34

-EDNA SAINTVINCENT MILLAY [ΗΠΑ, 1892-1950]. Σύλβια, μτφ. Μελισσάνθη, 35

-MARINA  TSVETAJEVA [Ρωσία, 1897-1941], (άτιτλο) «Με δαχτυλίδια σκιάς/ τα μάτια μου κύκλωσες…», μτφ. Μίλια Ροζίδη, 36-37

-ELSA  GIDLOW [Αγγλία, 1898-1986]. Για τη γνώριμη θεά, μτφ. Όλβια Παπαηλιού, 38

-ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ, [1901-1997] «Ηδυπάθεια». Και «Όνειρα βασταγμένα από καιρό… (απόσπασμα)» και «Ματινάδα», 39-41.

-ELIZABETH  BISHOP [ΗΠΑ, 1911-1979]. Πρόσκληση στην Δεσποινίδα Μαριάννε Μούρ, μτφ. Βικτωρία Καπλάνη, 42-44.

-ΣΑΠΦΩ ΣΠΑΘΟΠΟΥΛΟΥ [1922-;], Αυτόν πού πιότερο λαχτάρησε η ψυχή μου, 45-46

-JOYCE MANSOUR [Αγγλία, 1928-1986], (άτιτλο) «Μές στών νεκρών τα στόματα/ ζήτησα τ’ όνομά σου…», μτφ. Έκτωρ Κακναβάτος, 47

-ADRIENNE EICH [ΗΠΑ, 1929], Από τα είκοσι ένα Ποιήματα Αγάπης. ΧΙ., μτφ. Αναστασία Αναστασιάδου, 48

-MARIA GRAZIA LENISA [Ιταλία, 1930], Μέλισσα ήταν το στόμα σου, μτφ. Φοίβος Δέλφης, 49

-RITA MAE BROWN [ΗΠΑ, 1944]. Χορεύοντας γίνεται η κραυγή ψαλμωδία, μτφ. Όλβια Παπαηλιού, 51

-ALICE BLOCH [ΗΠΑ, 1947]. Έξι χρόνια (για τη Νάνσυ), μτφ. Όλβια Παπαηλιού, 51-52

-ΟΛΓΑ ΜΠΡΟΥΜΑΣ [1949]. Δίδυμες Αμαζόνες Ι, ΙΙ., μτφ. Αναστασία Αναστασιάδου, 53-54.

-CAROL  ANN  DUFFY [Σκωτία, 1955]. Θερμαίνοντας τις Πέρλες της, μτφ. Αναστασία Αναστασιάδου, 55-56

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

-ΧΑΙΡΗΜΩΝ  ΑΘΗΝΑΙΟΣ [περίπου 450-375 π. Χ.]. «Στο σεληνόφως το λευκό μιά πλάγιαζε…/, μτφ. Σίμος Μέναρδος, 59

-CHARLES  BAUDELAIRE [Γαλλία, 1821-1867]. Κολασμένες γυναίκες (Δελφίνη και Ιππολύτη), μτφ. Γιώργος Σημηριώτης, 60-64

-PAUL  VERLAINE [Γαλλία, 1844-1896]. Εσωτερικές του παρθεναγωγείου, μτφ. Γιώργος Κ. Καραβασίλης, 65

-VALERY LARBAUD [Γαλλία, 1881-1957]. Από τις εικόνες ΙΙ., μτφ. Γιώργος Κ. Καραβασίλης, 66

ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ

 σελίδες 69-84

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Σελίδα 85

Τα ποιήματα Στο δρόμο για τη θάλασσα, Για τη γνώριμη θεά, Το αμάραντο, Χορεύοντας γίνεται η κραυγή ψαλμωδία, Έξι χρόνια για τη Νάνσυ πρωτοδημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Οδός Πανός, τχ. 108.

Το ποίημα Πρόσκληση στη δεσποινίδα Μαριάννε Μούρ στο περιοδικό Ποίηση, τχ. 10.

Κριτική βιβλίου

     Κώστας Βούλγαρης, περιοδικό Ο ΠΟΛΙΤΗΣ τεύχος 89/6, 2001, σ. 48. Στις σελίδες «και γράμματα γνωρίζω». Γιώργος Καραβασίλης (εισαγωγή- επιμέλεια) Σαπφούς Σάπφειροι, εκδόσεις Γαβριηλίδης Αθήνα 2001, σ. 94.

       Πρόκειται για ένα ενδεικτικό ανθολόγιο, καμωμένο με γνώση, μεράκι και ευαισθησία, όπως και άλλα ανάλογα του Γιώργου Καραβασίλη. Με θεματικό του άξονα τη γυναικεία ομοφυλοφιλία, ξεκινά από την ιδρύτρια του «είδους», το οποίο φαίνεται πως χρειάστηκε περισσότερους από είκοσι αιώνες για να βρει τη συνέχειά του και κυρίως την εκ νέου νομιμοποίηση στους Γάλλους καταραμένους ποιητές και εν προκειμένω στον Μπωντλαίρ και τον Βερλαίν. Μάλλον φτωχή και η συγκομιδή των επομένων χρόνων, δυσανάλογη με τον αριθμό, τη βαρύτητα και τη  λειτουργικότητα των ομοφυλόφιλων ποιημάτων του άλλου φύλου, τα οποία έχουν δημιουργήσει μιά κραταιά παράδοση, με ποιήματα και ποιητές πρώτης γραμμής. Λίγα και τα ευρήματα από την ελληνική ποίηση, περιορίζονται στη συμμετοχή της Μυρτιώτισσας, της Ζωής Καρέλλης και της Όλγας Μπρούμας, αν και νομίζω πώς η έρευνα στα μετά το 1974 περιοδικά του «χώρου» θα μπορούσε να αποδώσει και άλλους καρπούς. Παρ’ όλα αυτά, η αποκάλυψη του ανθολογίου είναι το ποίημα της σχεδόν άγνωστης Σαπφούς Σπαθοπούλου, της οποίας τα βιογραφικά στοιχεία δεν είναι δεδομένα, αφού δεν γνωρίζουμε επακριβώς ούτε τη χρονολογία γέννησης (1922 ή 1923, κάπου στη Βόρεια Ελλάδα), το επάγγελμά της (μάλλον δασκάλα), ενώ συγκεχυμένες είναι και οι πληροφορίες πώς κακοποιήθηκε φριχτά από τους Γερμανούς κατά τη διάρκεια της Κατοχής και έζησε κάτω από άθλιες συνθήκες στη Θεσσαλονίκη μέχρι τη δεκαετία του ’70. Τα λίγα αλλά επαινετικά πού έχουν γράψει γι’  αυτήν ο Γιάννης Ρίτσος και ο Ανδρέας Καραντώνης δεν έχουν δημιουργήσει κάποιο σημείο αναφοράς για το έργο της. Το ανθολογούμενο ποίημά της επιγράφεται, παραδόξως, «Αυτόν πού πιότερο λαχτάρησε η ψυχή μου» και περιγράφει τη διαδικασία υποκατάστασης του απολεσθέντος εραστή μέσα από μιά φαντασιακή σχέση της πρώην με την νέα ερωμένη του, σ’ ένα ερωτικό σύμπλεγμα αξεδιάλυτο. Ένα ψυχολογικού τύπου και μεσοπολεμικών απηχήσεων εύρημα, με μπόλικη δόση από Πιτιγκρίλι και Νικολάϊ Σεγκύρ, που καθιστά το ποίημα πολλαπλώς απρόσμενο.

                 Κώστας Βούλγαρης, περ. Ο Πολίτης τχ. 89/6, 2001, σ. 48.

Λίγες ακόμα πληροφορίες για την ΣΑΠΦΩ,

ΣΗΜΕΙΩΜΑ  ΠΕΜΠΤΟ.

1., WERNER  JAEGER, (PAIDEIA. THE IDEALS OF GREEK CULTURE), ΠΑΙΔΕΙΑ. Η ΜΟΡΦΩΣΙΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, μτφ. Γεωργίου Π. Βέρροιου, πρόλογος Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλου, Δ’ έκδοση, εκδ. Παιδεία, Αθήναι 1968, τόμος Α΄, σ. 166-171, κ. αλλού. Στο κεφάλαιο «Η Αυτομόρφωσις του ατόμου εις την ΙΩΝΙΚΗΝ-ΑΙΟΛΙΚΗΝ ΠΟΙΗΣΙΝ»

(εξετάζεται κυρίως το έργο του Αρχίλοχου, του Αλκαίου, της Σαπφώς. Τα δύο Σαπφικά αποσπάσματα που δημοσιεύονται είναι αμετάφραστα. Βλέπε και σημειώσεις σ. 507.

Αναγράφεται μεταξύ άλλων:

  …. «Η ομοιότης μεταξύ Πλατωνικού και Σαπφικού Έρωτος είναι εμφανής. Ο γυναικείος έρως, ο οποίος ακόμη μας συγκινεί δια των μελωδικών και τρυφερών του ασμάτων, ήτο ακόμη αρκούντος ισχυρός, ώστε να δημιουργήση μίαν αληθινή κοινότητα με τας ψυχάς των πιστών του. Ούτως αποτελεί κάτι περισσότερον της απλής συγκινήσεως: πρέπει να ήνωνετας εμπνεομένας εξ αυτού εις μίαν υψηλοτέραν ενότητα. Ήτο παρών με την αισθητήν  χάριν του χορού και της παιδίας’ ενεσαρκούτο εις την ένδοξην μορφήν, η οποία ήτο συγχρόνως φίλη και ιδανικόν των συντρόφων της. Αι μεγάλαι στιγμαί της λυρικής ποιήσεως της Σαπφώς παρουσιάζονται, όταν αγωνίζεται να κερδίση την ανώριμον καρδίαν μίας κόρης, όταν αποχαιρετά την αγαπημένην φίλην, η οποία εγκαταλείπει τας συντρόφους της δια να επιστρέψη εις τον οίκον της ή να ακολουθήση τον άνδρα, ο οποίος θα την νυμφευθή (και ο γάμος τότε δεν είχε καμμίαν σχέσιν με τον έρωτα), και τέλος όταν σκέπτεται μετά λύπης διά μίαν σύντροφον, η οποία περιπατεί το βράδυ εις ένα ήρεμον κήπον μακράν και ματαίως καλεί το όνομα της Σαπφούς, την οποίαν είχε χάσει.

     Θα ήτο και μάταιον και ανάρμοστον να επεξεργασθώμεν αναποδείκτους ψυχολογικάς ερμηνείας περί της φύσεως του Σαπφικού Έρωτος ή να αισθανώμεθα αγανάκτησιν διά την βλασφημίαν μιάς τοιαύτης ερμηνείας και να βεβαιώσωμεν, ότι αυτή και αι φίλαι της ησθάνοντο μόνον τας συγκινήσεις, τας οποίας η αστική Χριστιανωσύνη θα επεδοκίμαζε. Εκ των ποιημάτων της είναι σαφές, ότι ο έρως ήτο πάθος συγκλονίζον την όλην ύπαρξιν των θυμάτων του και εκυριάρχει των αισθήσεων εξ ίσου ισχυρώς, όσον και η ψυχή. Δεν υπάρχει λόγος να ταρασσώμεθα, προκειμένου να καθορίσωμεν την ύπαρξιν αισθησιακής πλευράς εις το πάθος της Σαπφούς’ ό,τι μας ενδιαφέρει είναι η εκπληκτική του δύναμις να κυριεύση και μεταμορφώνη την όλην προσωπικότητα και η ευρεία εξάπλωσις της συγκινήσεως, η οποία ελευθερούται. Ουδεμία αρρενωπή ερωτική ποίησις μεταξύ των Ελλήνων επλησίασε κάν το πνευματικόν βάθος της λυρικής ποιήσεως της Σαπφώς. Διότι οι Έλληνες διέκρινον πνεύμα και αισθήσεις ως δύο αντιθέτους πόλους της υπάρξεως, ώστε ήτο πλέον αργά, όταν έφθασαν να πιστεύουν, ότι το ερωτικόν πάθος θα ηδύνατο να αποκτήση τοσαύτην σημασίαν, ώστε να εισβάλη εις την πνευματικήν φύσιν και να διαβρώση την όλην ζωήν.

     Αυτή η μεταβολή εις την ανδρικήν στάσιν ωνομάσθη ελληνιστική θηλυπρέπεια. Και βεβαίως, κατ’ αυτήν την πρώϊμον περίοδον, μόνο μία γυναίκα ήτο, ικανή να αφιερώση τελείως τας αισθήσεις και την ψυχήν της κάπου, πράγμα το οποίον θα εθεωρούμεν αντάξιον της εννοίας της αγάπης. Η αγάπη συνιστά την όλην ύπαρξιν της γυναικός, και αυτή μόνη δύναται να την υποδέχεται με όλην την φύσιν της αδιαίρετον και άνευ δισταγμού. Αλλά τότε, όταν ολίγοι υπήρχον, εάν καθόλου ειπείν υπήρχον, γάμοι εξ έρωτος, ήτο δύσκολον διά μίαν γυναίκα να αισθανθή τοιούτον πάθος δι’ ένα άνδρα΄ εντελώς ομοίως η υψίστη ενσάρκωσις της αγάπης ενός ανδρός δεν ήτο έρως προς μίαν γυναίκα, αλλ’ ο πλατωνικός έρως. Θα ήτο όμως αναχρονιστικόν να ερμηνεύσωμεν την συγκίνησιν της Σαπφούς, η οποία ουδέποτε απομακρύνεται των αισθήσεων, συστοίχως προς την μεταφυσικήν ροπήν της πλατωνικής ψυχής προς την ιδέαν, τον μεταφυσικόν εκείνον πόθον, ο οποίος αποτελεί το μυστικόν του Έρωτος του Πλάτωνος. Έχει όμως τούτο το κοινόν προς τον Πλάτωνα: και αυτή αντελήφθη, ότι το αληθές πάθος συγκινεί εκ βαθέων την ψυχήν. Εξ αυτού του συναισθήματος δημιουργείται η βαθεία λύπη, η οποία δίδει εις την ποίησιν της όχι μόνον την τρυφεράν χάριν της μελαγχολίας, αλλά και την υψηλοτέραν έξαρσιν της αληθούς τραγωδίας……».).

2. Το Μάρτιο του 2004 από τις εκδόσεις Επτανησιακά Φύλλα, Ζάκυνθος, κυκλοφόρησε το βιβλίο «ΣΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΥΠΤΗ» ΛΥΡΙΚΑ ΤΕΤΡΑΣΤΙΧΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ, του εξαιρετικού ποιητή και εκδότη Διονύση Σέρρα.  Ο τόμος, όπως μας λέει και ο υπότιτλος, χωρίζεται σε δύο μέρη, Α΄ΛΥΡΙΚΑ ΤΕΤΡΑΣΤΙΧΑ και Β΄ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ. Μεταφράζονται ο Αρχίλοχος, ο Αλκαίος, ο Ίβυκος, ο Ανακρέων και Η Σαπφώ, σελίδες 61-77. Τα ποιήματα 15, 22,31, 47, 48, 49, 50,55, 102, 112, 114, 129,130,131,140, 168Β, Οι μεταφράσεις του Διονύση Σέρρα που συνοδεύονταν από το αρχαίο κείμενο είχαν δημοσιευθεί στο περιοδικό του Άργους Ελλέβορος τχ. 6-7/1990, σ. 118-119.

[Κύ]πρι, και[‘ι σ]ε πι[κροτέρ]αν έπευρ[εν

οι δε καυχάσαντο τόδ’ εννέ]ποντες,

Δω[ρίχα το δεύ]τα[ερον ως πόθε]ινον

εις έρον ήλθε

Και σύ, Αφροδίτη, πιότερο την βασάνισες

κι αυτοί την περιπαίζανε λέγοντας το εξής,

πώς νέο μεγάλο έρωτα συνάντησε

η Δωρίχα.

--

     Έρος δ’ ετίναξε μοι

φρένας, ως άνεμος κατ’ όρος δρύσιν εμπέτων.

Και την ψυχή μου ο Έρωτας συτάραξε

σαν άνεμος που στο βουνό τ’ άγρια δέντρα δέρνει.

--

ηράμαν μέν έγω σέθεν Ατθίδα μου, εγώ σε αγαπούσα…

σμίκρα μοι πάις έμμεν’ εφαίνεο κάχαρις.

Από παλιά, Ατθίδα μου, εγώ σε αγαπούσα…

μά μού φαινόσουνα μικρή, δίχως το πρώτο χνούδι.

--

παρθενία, παρθενία, ποί με λίποισ’ αποίχη;

ουκέτι ήξω προς σε, ουκέτι ήξω.

-Παρθενιά, παρθενιά, που φεεύγοντας μ’ αφήνεις;

-Δεν θα γυρίσω πιά σ’ εσέ, ποτέ δεν θα γυρίσω.

--

δέδυκε , μεν ά σελάννα

και Πληϊάδες’ μέσαι δε

νύκτες, παρά δ’ έρχετ’ ώρα,

εγώ δε μόνα κατεύδω.

Ά! το φεγγάρι χάθηκε, μαζί του

και η Πούλια μεσά-

νυχτα, η ώρα φεύγει,

κι όμως εγώ μονάχη μου κοιμάμαι.   

3. Για την Λέσβο, την ιστορία, αρχαιολογία και την πολιτιστική της παράδοση βλέπε το Αφιέρωμα  «ΛΕΣΒΟΣ. Πρόσωπα και πολιτισμός» της εφημερίδας Η Καθημερινή-Επτά Ημέρες Κυριακή 30/10/1994. Την επιμέλεια του αφιερώματος είχε η Ελευθερία Τραϊου. Σελ. 1-32. Αναφέρεται και η αρχαία ποιήτρια ΣΑΠΦΩ. Επίσης, για την ΛΕΣΒΟ βλέπε και Μιχαήλ Σταματελάτος- Φωτεινή Βάμβα-Σταματελάτου, «ΕΠΙΤΟΜΟ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ», εκδόσει Ερμής, Αθήνα 2001, σ. 422. Στην αναφορά στην περίοδο της γενικής ακμής της αναφέρονται τα ονόματα «(Σαπφώ, Αλκαίος κ. ά)».

4. C. M. BOWRA, ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, μτφ. Ευαγγελία. Μωραϊτη-Βάσσου (γυμνασιάρχης), εκδ. Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 1950, ο τόμος περιλαμβάνει και μικρό πρόλογο του Κ. Δ. Γεωργούλη, πριν την μετάφραση της Βάσσου. Στο κεφάλαιο «Η πρώτη ελεγειακή και λυρική ποίηση», σελ. 32-36…

5. C. M. BOWRA, ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ, μτφ. Ιωάννης Ν. Καζάζης, Α΄ τόμος ΑΛΚΜΑΝ, ΣΤΗΣΙΧΟΡΟΣ, ΑΛΚΑΙΟΣ, ΣΑΠΦΩ. Εκδόσεις Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1980, σελίδες 261-343. Ενώ στις σελίδες 387-402 έχουμε τις εμπεριστατωμένες σημειώσεις για την ποιήτρια.

     Το κείμενο και η εμπεριστατωμένη κριτική ματιά, οι αναλύσεις και οι παρατηρήσεις του πολύγλωσσου, πολυμαθούς και πολυγραφότατου παλαιού ελληνιστή της Οξφόρδης Cecil Maurice Bowra (1898-1971), είναι ότι πληρέστερο έχει γραφεί, ή έστω είχε δημοσιευθεί στην εποχή του, από τον πληθωρικό πανεπιστημιακό της Oxfords. Είναι μάλλον, η πρώτη βάση μετά την δημοσίευση των αρχαίων ελληνικών ποιητικών λυρικών Fragmenta από τον  Diehl και τον Lobel-Page, από την πλευρά των ξένων μελετητών και πανεπιστημιακών, για να τους αντιδιαστείλω από τους δικούς μας σημαντικούς Αριστόξενο Σκιαδά και Ιωάννη Φ. Κακριδή κ. ά. Η ΣΑΠΦΩ, η ιερή, όπως την απεκάλεσε ο συμπατριώτης της ποιητής Αλκαίος, έγινε σημείο αναφοράς και ορισμένες φορές «αμφιλεγόμενο», αναφέρομαι στα ποιητικά της σπαράγματα που μας διασώθηκαν και μας μιλούν για την ερωτική ατμόσφαιρα μεταξύ των γυναικών, το ενδεχόμενο κλίμα γυναικείας ομοφυλοφιλίας της εποχής της και της σχολής της, σαν μια μορφή κοινωνικής αγωγής και παιδείας, της προσωπικής διδασκαλίας των κοριτσιών της εποχής, της άνθησης της καλλιτεχνίας μέσω των ιδιαίτερων προσωπικών σχέσεων των μαθητριών  (των μαθητών επί Πλάτωνος), μια και αυτός που θεωρείται ποιητής στην αρχαιότητα ήταν ταυτόχρονα και διδάσκαλος. Είχαν όπως μας λέν οι αρχαίες πηγές και οι έρευνες μάλλον ιδιαίτερες προσωπικές σχέσεις. Η κατάσταση αυτή, η έλξη αν θέλετε αυτή, η ιδιαίτερη θερμή σχέση παιδαγωγίας που αναπτύσσονταν μεταξύ των μειρακίων μαθητών και των πρεσβυτέρων δασκάλων (των νεαρών αμούστακων ερωμένων, για να θυμηθούμε και τον Γιώργο Ιωάννου) είναι κάτι που δεν μπορούμε εμείς οι σημερινοί να κατανοήσουμε, πράγμα που σημαίνει ότι, ανάλογα με την εκπαιδευτική, κοινωνική, θρησκευτική αγωγή ημών των νεοτέρων ανθρώπων, καταδικάζουμε ή επικροτούμε τις ιδιαίτερες αυτές σχέσεις στο βαθμό που αυτές υφίστανται, στις σχολές που συνηθίζονταν, στους δασκάλους που τις υιοθετούσαν και φυσικά, από ποιο αριστοκρατικό γένος και οικονομικό επίπεδο προέρχονταν ο μαθητής ερωμένος και τι σχέση είχε μαζί του ο εραστής διδάσκαλος και παιδαγωγός. Ο πολιτισμός μας, και ο ελληνικός, στην εξέλιξη του χρόνου και της ιστορίας άλλαξε συνήθειες και εκπαιδευτικές πρακτικές. Οι κοινωνικές και θρησκευτικές συνήθειες είναι εντελώς διαφορετικές, το ίδιο και το αξιακό σύστημα κάθε εποχής και ηπείρου-κράτους. Ένα σχετικό παράδειγμα, θα μπορούσαμε να αντλήσουμε από το παλαιό φεμινιστικό σύγγραμμα των γυναικών, το «Δεύτερο φύλο» της Σιμόν ντε Μπωβουάρ, όποιος το έχει διαβάσει θα έχει ανακαλύψει ότι η Μποβουάρ, το βλέμμα της, είναι αρνητικό όσον αφορά τις γυναικείες ομοφυλόφιλες σχέσεις. Δεν τις επικροτεί παρά τους κοινωνικούς της αγώνες για την γυναικεία χειραφέτηση και απελευθέρωση. Φυσικά, υπάρχει το κίνημα των γυναικείων Μουσών του Υπερρεαλισμού. Των γυναικών μοντέλων ζωγράφων ή έμπνευσης ποιητών σουρεαλιστών, γυναικεία πρόσωπα που ήσαν αμφίφυλα. Είχαν δηλαδή σχέσεις και με άντρες και με γυναίκες ή συζούσαν και με τα δύο φύλα. Βλέπε πχ. τις περιπτώσεις της μεξικανής ζωγράφου Φρίντα Κάλο, την Αναϊς Νις, αλλά και το αυτοβιογραφικό έργο της Γερτρούδη Στάιν, «Η αυτοβιογραφία της Άλις Μπ. Τόκλας» εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα Μάρτης 1980, μτφ. Μίνα Δαλαμάγκα. Ένα έργο γραμμένο το 1933, ευρωπαϊκός μεσοπόλεμος και έκανε διάσημη τόσο την συγγραφέα και καλλιτέχνιδα όσο και το κλίμα της εποχής της μπελ εποκ που κυριαρχούσε στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες μετά τον μεγάλο πόλεμο. Μόνο που φοβάμαι αν δεν κάνω λάθος στις δικές μου αναγνώσεις και διαβάσματα, οι γυναικείες ερωτικές σχέσεις, οι ιδιαίτερες σχέσεις μεταξύ των γυναικών, μεταξύ των «τριβαζουσών»  λειτουργούσαν κάτι σαν καλλιτεχνική «τσόντα» στα λάγνα μάτια των αντρών καλλιτεχνών υπερρεαλιστών ή μη. Που κατά το κοινώς λεγόμενο, την «έβρισκαν» και «φτιάχνονταν» και με διάφορες ουσίες. Χρόνια αργότερα η συγγραφική και η ίδια ατομική παρουσία της Γαλλίδας συγγραφέως Μαργαρίτας Γιουρσενάρ, με τα έργα της και την στάση της απέναντι στην κοινωνία της εποχής της ήρθε να ισορροπήσει το ζήτημα. Και ασφαλώς, η αγγλοσαξονική ομοφυλόφιλη παράδοση ξεχωριστά της μεγάλης και νέας, πλούσιας ηπείρου, της Αμερικής, είναι αυτή που καλλιέργησε από την δεκαετία του 1950 την έμφυλη έρευνα, τις γυναικείες σπουδές και τα προβλήματα των ιδιαιτεροτήτων των γυναικών εκείνων που προτιμούσαν να αγκαλιάζουν, να φιλούν, να πλαγιάζουν με μια άλλη γυναίκα παρά με ένα «φαλλοκρατικό γουρούνι» όπως θα έγραφαν οι πιο ακραίες φωνές τους. Το πρόβλημα λοιπόν δεν έγκειται στην ίδια την όποια ιδιαιτερότητα αλλά, στο πως την διαχειρίζεσαι, και από σαράκι την μετατρέπεις σε ανάσα ζωής και ίσως, και καλλιτεχνίας. Αλλά αυτό, ανοίγει ένα ευρύτερο πεδίο συζήτησης και εξέτασης.

Στο πλαίσιο αυτό η ποιητική σημαδούρα της αρχαίας λυρικής ποίησης που λέγεται ΣΑΠΦΩ, μπορούμε απεριφράστως να σημειώσουμε ότι η λέσβια ποιήτρια είναι πρωτίστως και πάνω από όλα ερωτική ποιήτρια. Το ίδιο θα υποστηρίζαμε και για τις άλλες γυναικείες φωνές που ανθολογεί ο ποιητής και ανθολόγος Γιώργος Κ. Καραβασίλης, στο ωραίο βιβλίο του που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. Αν εξαιρέσουμε ορισμένα λαθάκια-δεν εννοώ ορθογραφικά-αλλά πχ. ημερομηνία γέννησης της Μυρτιώτισσας και άλλων ποιητριών, οι επιλογές των ποιημάτων είναι εξαιρετικές, συγκινητικές, αποτυπώνουν την γυναικεία ομορφιά, συναίσθημα, τρυφερότητα, ονειρισμό, ερωτικό οραματισμό, ποιητική θεματολογία, με δυό λόγια, τον πλούσιο και πολλές φορές αινιγματικό κόσμο της γυναικείας ψυχοσύνθεσης και κόσμου εμπειριών. Σίγουρα εδώ και δεκαετίες-ακόμα και στην πατρίδα μας, την κλειστή και συντηρητική Ελλάδα, τα θέματα αυτά, δεν ξενίζουν πλέον, ή δεν προκαλούν τις κοινωνικές αντιδράσεις και τις επακόλουθες ηθικές απαξιώσεις, που προκαλούσε η γυναικεία ομοφυλοφιλία τα παλαιότερα χρόνια. Σίγουρα επίσης, η ελληνίδα ποιητική γραφή αλλά και μυθιστορηματική περιπέτεια στα ελληνικά γράμματα, δεν έχει καλλιεργήσει αν δεν κάνω λάθος, μεγάλο πεδίο αναφορών και εμπειριών, δηλαδή ιστορίες, περιπέτειες, αυτοβιογραφικές ταξιδιωτικές αναμνήσεις που να αναφέρονται στην γυναικεία ομοφυλοφιλία. Υπάρχουν μελετήματα επιστημονικά και μη, αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα. Εννοώ μια συστηματική σπουδή της συγγραφικής διαδρομής της γυναικείας ελληνικής ομοφυλοφιλίας, των αντιξοοτήτων και των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η ελληνίδα ομοφυλόφιλη σαν πολίτης, σαν κάτοικος, σαν ερωμένη και μπορεί και σαν παντρεμένη, σύζυγος με παιδιά.  Έργα ποιητικά και πεζογραφικά που μας δηλώνουν την ατομικότητα των αισθημάτων την συλλογικότητα της κοινωνικής συνείδησης και ερωτικής επιλογής, το γυναικείο πάθος και ένταση της ερωτικής σχέσης και των προβλημάτων της.

Η Σαπφώ όπως μας λέει ο Μπόουρα, «Τα λόγια της διατηρούν και σήμερα τη δροσιά που είχαν και τότε πού πρωτογράφτηκαν, και, μολονότι δεν έχουμε στα χέρια μας παρά ένα αξιοθρήνητα μικρό τμήμα της όλης παραγωγής της (μεγάλο μέρος του οποίου επέζησε για λόγους ανεξάρτητους από τις ποιητικές του αρετές), της αξίζει και πάλι με το παραπάνω ο τίτλος της γυναίκας που έγραψε την καλύτερη ποίηση που γράφτηκε ποτέ.»….

Και σε μετάφραση Ιωάννη Ν. Καζάζη:

Σχόλιο του Οράτιου:

Aeolis fidibus querentem

Sappho puellis de popularibus.

(και τη Σαπφώ που με την αιολική λύρα της παραπονιέται

για τις συμπατριώτισσές της.) σ. 264.

Και, «Την καλύτερη σχετική μαρτυρία μας πρόσφερε ο Αλκαίος, που τα παρακολουθεί κατά την εξορία του στην Πύρρα:

όππαι Λ[εσβί]αδες, κριννόμεναι φύσιν

πώλεντ’ ελκεσίπεπλοι, περί δε βρέμει

άχω θεσπεσία γυναικών

ίρας[ς ό[λολύγας ενιαυσίας.

(όπου οι κοπέλες της Λέσβου με τα μακρόσυρτα πέπλα τους πηγαινοέρχονται πέρα δώθε και κρίνονται για την ομορφιά τους, ενώ γύρω τους αντηχεί η θαυμαστή ιερή κραυγή των γυναικών, χρόνο με το χρόνο.]. σ. 265

μάλα δή κεκορημένοις

Γόργως

(πού παραχόρτασαν τη Γοργώ], σ. 267

--

 τίς δ’ αγροϊωτις θέλγει νόον…

αγρόϊωτιν επεμμένα σπόλαν…

ούκ επισταμένα τα βράκε΄ έλκην επί των σφύρων.

[ποιό χωριατοκόριτσο σου πήρε το μυαλό… ντυμένη με χωριάτικο φουστάνι… που δεν ξέρει κάν να σηκώσει το φόρεμα πάνω από τους αστραγάλους της;)

--

Άτθι, σοί δ’ έμεθεν μέν απήχθετο

φροντίσδην, επί δ’ Ανδρομέδαν πόται.

(Ατθίδα μου, έχεις φτάσει στο σημείο να μισείς και μόνη την ιδέα μου, να κάνεις φτερά για την Ανδρομέδα). Σ.266

Και από την σελίδα 269: «Ένα παράλληλο βρίσκουμε σε κάποιο δίστιχο που αποδίδεται στον Θέογνη, και ήταν γνωστό και στον Αριστοτέλη ως «Δηλιακό επίγραμμα»:

     κάλλιστον το δικαιότατον, λώστον δ’ υγιαίνειν,

     πράγμα δε τερπνότατον του τις ερά το τυχείν.

(το ποιο όμορφο πράγμα είναι η δικαιοσύνη, το καλύτερο η υγεία,

αλλά το πιο γλυκό είναι να βρεί κανείς αυτό που αγαπά η ψυχή του.) 

 6. ΑΠΟ ΤΗ ΜΗΔΕΙΑ ΣΤΗ ΣΑΠΦΩ. Ανυπότακτες γυναίκες στην αρχαία Ελλάδα. Υπουργείο Πολιτισμού-ICOM-ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ, Αθήνα, εκδ. Καπόν 1995. ΕΘΝΙΚΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ 20/3/-10/9/1995. Υπεύθυνος έκδοσης Γιάννης Τζεδάκις, Καλλιτεχνική επιμέλεια Ραχήλ Μισδραχή-Καπόν. Η Έκθεση, που είχα την χαρά να παρακολουθήσω ήταν αφιερωμένη στις «ιδέες και στους αγώνες της Μελίνας Μερκούρη».

Ανάμεσα στις αρχαίες γυναίκες του Μύθου και της Ιστορίας που εξετάζονται, (Μήδεια, Κίρκη, Κλυταιμνήστρα, Αμαζόνες, Ηλέκτρα, Ιφιγένεια, Άλκηστις, Αντιγόνη, Φαίδρα, Ελένη, Αριάδνη, Διοτίμα, περιλαμβάνεται και η «Σαπφώ-η φωνή της γυναίκας» μια παρουσίαση από την Αγγελική Κοτταρίδου. Σελίδες 144-146. Που περιέχεται στο κεφάλαιο «ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΕΡΩΤΑ». Τα αποσπάσματα είναι από τον C. M. Bowra, και τις αντίστοιχες μεταφράσεις του Ιωάννη Κ. Καζάζη.

7. ALBIN  LESKY, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, μτφ. Αγαπητού Γ. Τσοπανάκη, Ε΄, έκδοση αναθεωρημένη, εκδ. Αδερφών Κυριακίδη-Θεσσαλονίκη 1981. Βλέπε το κεφάλαιο «Παλαιότερη Λυρική Ποίηση-Λεσβιακό Μέλος», ΣΑΠΦΩ, σ. 213-227.

Διαβάζουμε μεταξύ άλλων σημαντικών:

«Νεότεροι φαντάσθηκαν τόσο παράξενα πράγματα για την ιδιωτική ζωή της Σαπφώς, ώστε δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν κοντά της θέση για έναν σύζυγο….», σ,215. Και παρακάτω, «Σύμφωνα με αυτά πού σώζονται, η Σαπφώ μίλησε στα περισσότερα ποιήματά της για τον δικό της κόσμο, και νιώθουμε σ’ αυτά τη φωνή μιάς γυναίκας που αγαπά. Κοπέλλες του κύκλου της, που πολλές φορές μπορούμε να πούμε το όνομά τους, της ξυπνούν νοσταλγία μιάς καρδιάς που ψάχνει αιώνια, την γοητεύουν και την απογοητεύουν, την βασανίζουν και την κάμνουν ευτυχισμένη…..», σ. 220. Και μια ορθή παρατήρηση παρακάτω, για αυτούς που αποκαλούν την Σαπφώ πρόστυχη Pierre Bayle, «Εκείνος που δεν περιορίζεται στην αισθητική απόλαυση αυτών των ποιημάτων νιώθει να γίνεται πιο καυτό σε κάθε βήμα το πρόβλημα των μορφών της ζωής που τα γέννησαν. Οι απαντήσεις ταλαντεύονται  από εκατονταετίες ανάμεσα σε ακρότητες…» σ. 222.

     Παρατηρήσεις που μας δηλώνουν ότι ανάλογα το ποιό μονοπάτι προσωπικής ερμηνείας επιλέγεις να ερευνήσεις και να ακολουθήσεις, εξάγεις και τα ανάλογα συμπεράσματα και χαρακτηρίζεις την ποιήτρια. Το αυτό ισχύει και για τον ποιητή, μεταφραστή και ανθολόγο Γιώργο Κ. Καραβασίλη, και στις επιλογές του, με τον εξαιρετικό και μπρίλιαν τίτλο του ανθολόγιού του.

8.  Ο ποιητής και μεταφραστής Σωτήρης Κακίσης, πέρα από το βιβλίο του ΣΑΠΦΩ, Τα Ποιήματα, που μετέφρασε και εξέδωσε από τις εκδόσεις Κέδρος 1979, κυκλοφόρησε και το βιβλίο του «ΜΙΚΡΑ ΛΥΡΙΚΑ» απ’ την αρχαία ελληνική ποίηση, εκλογή και απόδοση Σωτήρης Κακίσης, επιμέλεια Θεόδωρος Ιωαννίδης, εισαγωγή Ευγένιος Αρανίτσης, εκδ. Μπάμπης Μπαρμπουνάκης, Θεσσαλονίκη 1979. Στις σελίδες 140-141, μεταφράζονται ποιήματα της ποίητριας:

     έρος δ’ ετίναξε μοι

     φρένας, ως άνεμος κατ’ όρος δρύσιν εμπέτων

Σαν άνεμος μου τίναξε ο έρωτας την σκέψη

πού στο βουνό με δύναμη βελανιδιές λυγάει.

--

κατθάνοισα δε κείσηι ουδέ ποτα μναμοσύνα σέθεν

έσσετ’ ουδέ ποκ’ ύστερον΄ού γαρ πεδέχηις βρόδων

των εκ Πιερίας΄αλλ’ αφάνης κάν Αίδα δόμωι

φοιτάσηις πεδ’ αμαύρων νεκύων εκπεποταμένα

και θα πεθάνεις’ κι ύστερα θα σε ξεχάσουν όλοι΄

κανένα τριαντάφυλλο από την Πιερία

ποτέ σου δε σε στόλισε’ χλωμή θα τριγυρίζεις

στον Άδη μέσα, άγνωστη, μες στων νεκρών το πλήθος.

--

Ό μέν κάλος όσσον ίδην πέλεται κάλος’

Ό δε κάγαθος αύτικα κύστερον έσσεται

Ο όμορφος είναι όμορφος όσο κοντά σου είναι

μα ο καλός είναι καλός και τότε και κατόπι.

--

ήλθες κάλ’ επόησας, έγω δε σ’ εμαιόμαν,

όν δ’ έψυξας έμαν φρένα καιομέναν πόθωι

ήρθες, καλά που έκανες, που τόσο σε ζητούσα,

δρόσισες την ψυχούλα μου που έκαιγε ο πόθος

--

      πόδας δε

ποίκιλος μάσλης εκάλυπτε, Λύδι-

    ον κάλον έργον

και φόρεμα πολύχρωμο της σκέπαζε τα πόδια,

υφασματάκι όμορφο, φερμένο απ’ τη Λυδία

9. ΑΡΙΣΤΟΞΕΝΟΣ Δ. ΣΚΙΑΔΑΣ, ΑΡΧΑΪΚΟΣ ΛΥΡΙΣΜΟΣ, τόμος 2ος, Αλκμάν, Σαπφώ, Αλκαίος, Στησίχορος, Ίβυκος, Ανακρέων, Σιμωνίδης, Κόριννα. Εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1981,  ΣΑΠΦΩ, σελίδες 94-226.

     Οι εργασίες του παλαιού δασκάλου Αριστόξενου Δ. Σκιαδά, διακρίνονται για την επιστημονική τους επιστημοσύνη, για την τεκμηρίωση των επιχειρημάτων του, για την αυστηρότητα των επιλογών του, για την αναφορά και χρήση των πλέον σύγχρονων πηγών της εποχής του σε ελληνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, στην σοβαρή ματιά του, την σφιχτή γραφή του, την εξειδίκευση των επιχειρηματικών του προσεγγίσεων, την δομή του λόγου του. Τα κείμενα του Αριστόξενου Δ. Σκιαδά διαθέτουν το ιδιαίτερο ύφος γραφής τους συγγραφέα τους, είναι ασφαλώς κείμενα επιστημονικού ενδιαφέροντος, για ειδικούς κλασικούς φιλολόγους και μάλλον, όχι για το μεγάλο ευρύ κοινό. Αυτό όμως, δεν εμποδίζει ένα απλό φιλότεχνο αναγνώστη με λίγη περισσότερη προσπάθεια και κόπο να τα πλησιάσει, να τα προσεγγίσει με σχετική άνεση, ή ελεγχόμενη δυσκολία, και να του γίνουν αφορμή ώστε, να αναζητήσει από την πλευρά του να αυγατίσει το σακίδιο των πληροφοριών του πάνω στο θέμα που εξετάζει. Η πυκνότητα του κειμένου, καμιά φορά σε κάνει να νιώσεις λιγάκι άβολα, (φανερώνει την δική σου αναγνωστική ενημερότητα ) αλλά με μια δεύτερη ανάγνωση και ίσως και τρίτη και με την συγκέντρωση των ανάλογων σημειώσεων και στοιχείων οι δυσκολίες ξεπερνιούνται και η ικανοποίηση είναι δεδομένη. Το ίδιο συμβαίνει και στο δίτομο έργο του «Αρχαϊκός Λυρισμός» ένα έργο που στάθηκε σταθμός όταν πρωτοεκδόθηκε, διαβάστηκε και χρησιμοποιήθηκε από φιλολόγους και μεταφραστές της αρχαίας ποίησης και έδωσε την ευκαιρία σε νεότερους επιστήμονες να δοκιμάσουν τις δικές τους σύγχρονες δυνάμεις σπουδής πάνω στο διαρκώς εμπλουτιζόμενο πρόβλημα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας , του Αρχαίου Λυρισμού ευρύτερα. Ασφαλώς υπήρχε η παλαιότερη εργασία-μεταξύ άλλων-του Ηλία Π. Βουτιερίδη, «Αρχαίοι Έλληνες Λυρικοί», εκδόσεις Δημ. Ν. Παπαδήμα, γ΄ έκδοση, που πληρεί με επάρκεια τις ανάγκες της εποχής της πρωτοδημοσίευσής του.  Η εργασία όμως του Σκιαδά, θέτει το διαρκώς ανανεούμενο ζήτημα σε νέα προσέγγιση. Το βλέμμα του Αριστόξενου Δ. Σκιαδά, όπως και το βιβλίο του Γιάννη Κορδάτου, καθώς και του πρώτου έλληνα εθνολόγου Παναγή Λεκατσά, είναι κοινωνιολογικό. Είναι «φορτωμένο» με τις επιστημονικές αρχές της κοινωνιολογίας, μιάς νέας επιστήμης που εισήχθη στην ελλάδα αν δεν λαθεύω από τον πανεπιστημιακό, φιλόσοφο και πολιτικό Παναγιώτη Κανελλόπουλο. Κάτω από αυτήν την επιστημονική ομπρέλα εξετάζεται ή ορθότερα, διερευνάται η όποιες ιδιαίτερες σχέσεις της λέσβιας λυρικής ποιήτριας Σαπφώς, με τις μαθήτριές της και φιλενάδες της. Τις προσωπικές σχέσεις που αναπτύσσει μαζί τους, τα αισθήματα και συναισθήματα που καλλιεργούνται ανάμεσα στις κοπέλες μαθήτριες και εκπαιδευόμενες για έναν καλό γάμο, την διατήρηση ενός καλού σπιτικού, την ισορροπημένη οικογενειακή ζωή και γαμήλια ζωή της.

Γράφει ο Σκιαδάς, σελ. 99:

«Ξέρομε, πώς δεν είχε μόνον η Σαπφώ ένα κύκλο κοριτσιών γύρω της, αλλά ότι υπήρχαν και άλλες καλλιεργημένες γυναίκες με την ίδια δραστηριότητα και που χαρακτηρίζονται ως «αντίτεχνοι» της Σαπφώς: Γοργώ, Ανδρομέδα. Πίσω από τις αντιθέσεις αυτές, κρύβεται, βέβαια, μια κοινωνική δομή και μια συγκεκριμένη κοινωνιολογική ερμηνεία, αφού όλες αυτές οι «δασκάλες» ανήκαν ουσιαστικά σε ανώτερες κοινωνικές τάξεις.

     Το πρόβλημα της σχέσεως Σαπφούς και κοριτσιών πρέπει να αντιμετωπίζεται και να κρίνεται ουσιαστικά όχι με βάση τις διάφορες (συχνά ανεύθυνες και αναξιόπιστες) πληροφορίες, αλλά με βάση το έργο της ποιήτριας. Βέβαια, πολλοί θεωρούν ευκολώτερο-και, ίσως, πιο εντυπωσιακό και «μοντέρνο»-το να αναζητούν και να προβάλλουν τις υπερβολές, παρά να ερμηνεύουν αντικειμενικά και με προσοχή τις διάφορες αναφορές, πού γίνονται στους στίχους της ποιήτριας. Ας μην ξεχνούμε, ότι όλα σχεδόν, όσα ξέρομε, εμπλέκονται συχνά με ύποπτες πληροφορίες και με τους υπαινιγμούς της κωμωδίας. Βιογραφικές πηγές βέβαια (βλ. το παπυρικό κείμενο) μνημονεύουν-και μερικοί σκανδαλοθήρες προβάλλουν έντονα-την μομφή, ότι η Σαπφώ ήταν «γυναικεράστρια». Λησμονείται όμως η βάση του προβλήματος: ότι δηλ. μια ποίηση-σαν την ποίηση της Σαπφούς, που αναφέρεται σε σχέση γυναικών, σε συμβίωση και συμμετοχή στα ωραία, και παρουσιάζει επιθαλάμια και άλλα ποιήματα για κορίτσια πού παντρεύονται –είναι φυσικό να παρερμηνευθεί κάποτε. Και είναι ευνόητο. Η ίδια, όμως, η ποίηση της Σαπφώς-όπως μας σώθηκε-μας δείχνει καθαρά την εσωτερική σχέση, που συνδέει την ποιήτρια με τις «μαθήτριες» και τις «φίλες» της, τη συγκίνηση για τη συμβίωση και την ομορφιά της, τον πόνο και τον χωρισμό και την έντονη μνήμη για τα ωραία, που ανήκουν σε ένα γοητευτικό παρελθόν. Στα ποιήματά της διαπιστώνουμε την αγωνία και τον αγώνα της για κάθε μια από αυτές τις κοπέλες και το δέσιμο μαζί τους……».

     Ο ανθολόγος Γιώργος Κ. Καραβασίλης, περιλαμβάνει πέντε γυναικείες λυρικές φωνές, Στο πέμπτο αυτό σημείωμα για την Σαπφώ, ο πειρασμός ήταν μεγάλος να ξεστρατίσω και να απλωθώ σε πληροφορίες που έχουν να κάνουν με την γυναικεία σεξουαλικότητα και ιδιαίτερα την ερωτική και σωματική αυτοδιάθεση του γυναικείου σώματος και της διαχείρισής του. Επέλεξα να το αποφύγω και να επικεντρωθώ στην ποιητική μαγεία της αρχαίας ποιήτριας και κατ’ επέκταση, και των άλλων γυναικείων ποιητικών φωνών που περιλαμβάνει ο ανθολόγος. Τα ποιήματα είναι εκείνα που με συγκινούν πρώτα, αυτή η αίσθηση της γυναικείας ματιάς πάνω στα πράγματά, η γυναικεία αφή του βλέμματος και του λόγου, και όχι η θεματική, το ποιητικό μοτίβο, που δεν το παραγνωρίζω, μια και εμφορούμαι από τα ίδια ερωτικά πάθη προς το αντρικό φύλο, για να μην σφυρίζω, τάχαμα μου, αδιάφορα. Το θέμα είναι ο ποιητικός λόγος και η ευχαρίστησή του, η επικοινωνία μας μαζί του, το άνοιγμα μιάς δημιουργικής και εποικοδομητικής συνομιλίας μετά από δύο και πάνω χιλιετίας ελληνικής ιστορία και παράδοσης, και κατόπιν το αν αληθεύει ο λόγος της Σαπφώς στα προσωπικά της βιώματα ή αν προσομοιάζουν με τα δικά μου, σαν αναγνώστης- ες. Εξάλλου, η εργασία μου για την ποιήτρια Μυρτιώτισσα και η εισαγωγή μου ξεκαθαρίζει την θέση που ακολουθώ. Γιαυτό και παρότι παλαιότερα είχα διαβάσει την συλλογή «Κρεμάλα» Αθήνα 1964 της ποιήτριας Σπαθοπούλου που χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Σαπφώ, δεν επεκτάθηκα σε αναφορές στο έργο της ή των υπολοίπων. Ούτε αντέγραψα το ωραίο ποίημα του Ράινερ Μαρία Ρίλκε για την Σαπφώ. Προτιμώ να συνδυάσω το ποίημα «Η Παναγιά των Εσπερινών λουλουδιών» της αμερικανίδας ποιήτριας Amy Lowell, με συγκινητικές ποιητικές μονάδες της θρησκευτικής φωνής του Ράινερ Μαρία Ρίλκε. Όσο για τις «Δίδυμες Αμαζόνες» της νεαρής ποιήτριας Όλγας Μπρούμας, η άγνοιά μου είναι ανάλογη, με τις περιπτώσεις πολλών αντρικών ομοφυλόφιλων ποιητικών φωνών. Να θυμίσω μόνο ότι ποιητικές συλλογές της Αγγλίδας ποιήτριας Τζόϋς Μανσούρ, Αγγλία 25/7/1928-Γαλία 27/8/1986, έχει αποδώσεις στα ελληνικά ο σουρρεαλιστής πειραιώτης ποιητής Έκτωρ Κακναβάτος, βλέπε ποιήματα «ΕΡΩΤΙΚΑ» εκδόσεις Κείμενα Μάρτης 1978, και «ΟΡΝΙΑ» από τον ίδιο εκδοτικό οίκο 1987. Ποιήματά της έχουν κυκλοφορήσει οι εκδόσεις Άγρα και οι εκδόσεις Ύψιλον. Η δε ρωσίδα ποιήτρια Μαρίνα Τσβετάγεβα είναι γνωστή και αγαπητή στην ελλάδα της οποίας έχουν μεταφραστεί βιβλία της. Όσον αφορά τις ποιητικές φωνές από την Κίνα, αξεπέραστη ακόμα και σήμερα οι μεταφράσεις Κινέζικης ποίησης της ποιήτριας Αμαλίας Τσακνιά.  

      Μεταξύ Αυγούστου 1922- και Αυγούστου 2021

Η φωτιά και η καπνιά, ο καύσων, η πυρακτωμένη στάχτη και η λαύρα, απλώνεται σαν εφιαλτική σκοτεινή ομίχλη πάνω από την σκλαβωμένη ακόμα χώρα. Παρά τις τσιρκοειδείς επετειακές εκδηλώσεις για την αποκατάσταση της δημοκρατίας, και τις μεγαλαυχίες του εορτασμού της εθνικής μας παλιγγενεσίας. Η Ελληνική Τραγωδία συνεχίζεται. Μία ελάχιστη πολιτική κίνηση με κοινωνικό και ανθρωπιστικό πρόσωπο εκ μέρους του συνόλου του πολιτικού συστήματος της χώρας μας, (κυβέρνησης και σύσσωμης της δημοκρατικής και προοδευτικής αντιπολίτευσης) θα ήταν, για τα λάθη και τις παραλήψεις τους των περασμένων δεκαετιών, την έλλειψη πρόσληψης και οργάνωσης του κρατικού μηχανισμού σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης (δυστυχώς επαναλαμβανόμενης ανάγκης της δασικής μας προστασίας) που διοικήσατε, την κυβερνητική ανοργανωσιά και την υποστελέχωση των δομών, και άλλες συναφή αβελτηρίες και αλαλούμ, η μέχρι του τέλους της εξάντλησης της κοινοβουλευτικής τετραετίας της παρούσας κυβέρνησης και την προκήρυξη των επόμενων εκλογών, η αναστολή της χρηματοδότησης όλων των κοινοβουλευτικών κομμάτων της Βουλής από τον κρατικό κορβανά. Και η προσφορά των χρημάτων (με διακομματικό έλεγχο)  στους χιλιάδες πυρόπληκτους και τις οικογένειές τους ανά την Ελλάδα. Αρκεί, ή μήπως όχι ο μισθός του έλληνα βουλευτή να ζήσει τον ίδιο και την οικογένειά του; ή μήπως είναι λανθασμένη η πολιτική αυτή σκέψη ενός μεροκαματιάρη έλληνος φορολογούμενου; Δεν θα ήταν η κίνηση αυτή μια πράξη αλληλεγγύης, συμπαράστασης, σύμπνοιας, ενότητας και εθνικής προσφοράς εκ μέρους των ελληνικών κομμάτων απέναντι στους Έλληνες και τις Ελληνίδες φορολογούμενους; Ή λαθεύω; Μια και μας λέτε συνέχεια ότι πρέπει να είμαστε ενεργοί πολιτικά πολίτες, και όχι λαπάδες τηλεορασάκηδες, επί του καναπέως . Θαυμάζουμε και σεβόμαστε τους αγώνες των πυροσβεστών και των άλλων παραγόντων, καθώς και το συνεχές προσωπικό τρέξιμο του υφυπουργού προστασίας του πολίτη. Τεράστιες σωματικές και ψυχικές αντοχές για έναν πολιτικό, σε όποια παράταξη και αν ανήκε. Υπεύθυνος και εργασιομανής, σπάνιο είδος για έλληνα πολιτικό. Και προπάντων ψύχραιμος.

Και κάτι με θλίψη και πίκρα. Ο νυν πρωθυπουργός από την Κρήτη, και το κυβερνητικό του επιτελείο, πέρα από τον πολιτικό και κομματικό χώρο στον οποίο ανήκει και εκπροσωπεί, προσπαθεί να εκσυγχρονίσει αυτήν την ρημαδιασμένη πατρίδα, με τα όποια κυβερνητικά του λάθη και τακτικές, μέσα στην τετραετία που κυβερνητικά του αναλογεί. Και τι βλέπουμε, η γκαντεμιά της προσωπικής του Μοίρας να βάζει τροχοπέδη στην καλυτέρευση των κοινωνικών συνθηκών συνόλου των Ελλήνων. Η σκληρή Μοίρα του Ανθρώπου, η παράδοξη Μοίρα της Ελλάδας που θα μας έλεγε από τα βάθη του χρόνου η φωνή του ΑΙΣΧΥΛΟΥ.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

  

 

Σάββατο 22 Αυγούστου 2020

Σχετικά με το έργο του γάλλου συγγραφέα Αντρέ Ζίντ


ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕ ΖΙΝΤ

     Η προσέγγιση του έργου ενός συγγραφέα γίνεται με αρκετούς τρόπους. Ο πρώτος και κυριότερος, είναι η άμεση ευχαρίστηση του ίδιου του αναγνώστη ή αναγνώστριας. Η τέρψη που νιώθει ένας αναγνώστης καθώς παίρνει στα χέρια του ένα βιβλίο και αρχίζει να το ξεφυλλίζει και στη συνέχεια να το μελετά. Η επιθυμία (ακόρεστη ορισμένες φορές) ενός ατόμου που έμαθε ενστικτωδώς ή διδάχτηκε-μέσα από άλλων το παράδειγμα-να αγαπά το διάβασμα και να διαθέτει τον προσωπικό του χρόνο, τα ατομικά του έξοδα στην αναζήτηση, αγορά και διάβασμα ενός βιβλίου. Συνήθως η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων που διαβάζει, στηρίζεται στις δικές της και μόνο πνευματικές δυνάμεις και αντοχές. Θέλω να πω ότι η επιλογή ανάγνωσης ενός βιβλίου δεν βασίζεται σε εξωτερικούς πάντα παράγοντες, στηρίζεται συνήθως, στην ίδια την αναγνωστική βούληση του αναγνώστη/ ας. Δεν μεσολαβεί μεταξύ του αναγνώστη και του συγγραφέα ο κριτικός λόγος ενός κριτικού βιβλίου, η παρέμβαση ενός δοκιμιογράφου, η προτροπή ενός καθηγητή πανεπιστημίου, το ενδιαφέρον ενός μεταφραστή, η επαγγελματική πρόθεση ενός δημοσιογράφου, η πολιτιστική πολιτική ενός κρατικού ή ιδιωτικού φορέα κλπ. Η προσωπική επιθυμία ενός αναγνώστη-ο οποίος είναι και αυτός εργαζόμενος, έχει δημιουργήσει την οικογένειά του, τις κοινωνικές του υποχρεώσεις, αντιμετωπίζει τα ίδια της ζωής οικονομικά έξοδα ή αδιέξοδα, όπως ένας δημιουργός ή καλλιτέχνης-είναι που μετράει. Η προσωπική του απόφαση να βγει από το σπίτι του να μεταβεί σε ένα βιβλιοπωλείο να αγοράσει ένα βιβλίο και να το διαβάσει, είναι τηρουμένων των κοινωνικών αναλογιών και ψυχικών αναγκών, όπως η επιθυμία ενός πιστού να βάλει τα καλά του, να βγει από την οικία του και να μεταβεί στον ναό της περιοχής του ή αλλού, για να επιτελέσει τα θρησκευτικά του καθήκοντα. Να συμμετάσχει σε εκδηλώσεις προσέγγισης και διαλόγου με τους διπλανούς του, μέσω εξωτερικών της παράδοσής του τυπικών και κοινωνικών δημόσιων ενεργειών και εκδηλώσεων. Ανοίγματος προς τον κόσμο-τους άλλους, που θα του δώσουν την ευκαιρία να νιώσει άνετα, καλύτερα, ευχάριστα, ερχόμενος σε επαφή με έναν άλλον περιβάλλοντα χώρο, με πρόσωπα που κουβαλούν το δικό τους φορτίο αλήθειας βίου και αναγκών, όπως αυτές του δικού του και της οικογένειάς του. Έχουμε μια κοινωνικοποίηση που προσφέρει στον άνθρωπο χαρά, αγαλλίαση, ευχαρίστηση και την αίσθηση του «πανηγυριού», του ξεδόματος, της ανάπαυλας από τις καθημερινές δυσκολίες της ζωής και τα προσωπικά του αδιέξοδα. Το ίδιο με έναν άλλον τρόπο, θα τολμούσαμε να γράφαμε ότι συμβαίνει και με τα άτομα που συχνάζουν στα καφενεία (όχι για να παίξουν χαρτοπαίγνια αλλά για να επικοινωνήσουν και έρθουν σε επαφή, να συζητήσουν και να ανταλλάξουν γνώμες με άλλους), ίδιες καταστάσεις αναγνωρίζουμε και με τις νεότερες ηλικίες ατόμων που συχνάζουν σε καφετέριες, σε μπαράκια, σε στέκια, σε χώρους μουσικής διασκέδασης και ψυχαγωγίας. Μικρές χαρές ανάσας που δροσίζουν την σκοτεινιά του βίου των σύγχρονων ζωών μας.
 Στις περιπτώσεις αυτές των χαρών της ζωής εντάσσουμε και τον αναγνώστη. Που για να είμαστε ειλικρινείς, μπορεί ο πληθυσμιακός αριθμός μιάς χώρας όπως η δική μας να μην είναι μεγάλος που διαβάζει, υπάρχει όμως μια μικρή υποφερτή μαγιά σταθερών αναγνωστών που ανθίσταται (όπως θα μας έλεγε και ο Βασίλης Λογοθετίδης) στις διαφημιστικές ιλουστρασιόν προκλήσεις και αχαλίνωτης ευδαιμονίας προσκλήσεις των καιρών, και εξακολουθεί να διαβάζει και να ενδιαφέρεται για το βιβλίο. Το ότι αποφασίζει ένα άτομο να μεταβεί σε ένα βιβλιοπωλείο να αγοράσει ένα βιβλίο της αρεσκείας του που του κέντρισε το ενδιαφέρον, ή που του μίλησαν για αυτό, να το διαβάσει ή να το προσφέρει ως δώρο, είναι σαν να έχει ήδη κοινωνήσει με το έργο και τον κόσμο, το όραμα ενός συγγραφέα. Η συγκεκριμένη επιλογή του, η απόφασή του δηλαδή να διαβάσει ένα βιβλίο, τον καθιστά μέτοχο του κόσμου, των ιδεών, των θέσεων του δημιουργού. Ανεξάρτητα του βαθμού πρόσληψης και κατανόησης του ίδιου του έργου. Σημασία έχει η επιθυμία να αποφασίσεις να αγοράσεις και να διαβάσεις ένα βιβλίο. Να πιάσεις στο χέρι σου ένα βιβλίο και να αρχίσεις μαζί του μια συνομιλία. Γίνεσαι μέτοχος τότε μιάς άλλης μορφής «πανηγυριού» μιάς άλλης κοινότητας της κοινωνίας που την αποτελούν κατά κύριο λόγο οι πνευματικοί δημιουργοί, οι μεταφραστές (αν είναι ξενόγλωσσος ο συγγραφέας), οι επιμελητές εκδόσεων, οι διορθωτές, οι τυπογράφοι, οι εικαστικοί που φροντίζουν για το εξώφυλλο, οι βιβλιοδέτες, οι εκδότες. Και στον όχι και τόσο μικρό αυτό κύκλο των ανθρώπων που εργάζονται στον χώρο έκδοσης και κυκλοφορίας ενός βιβλίου, συμπεριλαμβάνονται οι ενδιάμεσοι μεταδότες του μηνύματός του, που είναι οι βιβλιοκριτικοί, οι δημοσιογράφοι παρουσιαστές που θα μιλήσουν για την νέα έκδοση, οι δάσκαλοι στα σχολεία που θα το προτείνουν στους μαθητές τους, οι καθηγητές στις πανεπιστημιακές σχολές που θα προτείνουν επίσης τους ανάλογους τίτλους βιβλίων για την εκπόνηση εργασιών από τους φοιτητές τους, οι κριτικοί των εφημερίδων και των λογοτεχνικών περιοδικών, τα διάφορα κεντρικά ή περιφερειακά κέντρα ανάγνωσης οι λέσχες βιβλίων-λογοτεχνίας. Υπάρχει όπως βλέπουμε ένα διευρυμένο εμπορικά και πνευματικά οργανωμένο σύστημα αξιολόγησης της έκδοσης και προώθησης ενός βιβλίου, της προώθησής του, μέχρι να φτάσει στα χέρια του ανώνυμου αναγνώστη ή αναγνώστριας και να το απολαύσει, να ανοίξει ένα διάλογο μαζί του. Από την στιγμή που εκδίδεται ένα βιβλίο, θα τολμούσα να έγραφα, ότι προετοιμάζεται και η κυκλοφορία του επόμενου. Αυτό είναι το γενικό περίγραμμα μέσα στο οποίο κινείται ένας ανώνυμος ή επώνυμος αναγνώστης (επώνυμος εννοώ τους αναγνώστες εκείνους που είναι παράλληλα και συγγραφείς οι ίδιοι) στην επιθυμία του να διαβάσει ένα βιβλίο. Όχι μόνο το σούρουπο όπως είναι ο τίτλος ενός τίτλου παλαιού πεζογράφου. (αναφέρομαι στον Τσάρλς Ντίκενς).                                                                  Ένας δεύτερος δρόμος ανάγνωσης είναι η προτροπή από το εκπαιδευτικό περιβάλλον. Ένας καθηγητής στην πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια εκπαίδευση, προτείνει στους μαθητές της τάξης του να προμηθευτούν και να μελετήσουν ένα βιβλίο πάνω στο οποίο θα εργαστούν ή το οποίο εντάσσεται μέσα στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα της διδακτέας λογοτεχνικής ύλης των νέων ελληνικών του υπουργείου. Ένας παρόμοιος δρόμος είναι και η προτροπή από καθηγητές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που προτείνουν βιβλία στους φοιτητές τους που είτε έχουν συγγράψει οι ίδιοι και το διδάσκουν, είτε επιλέγουν άλλα όμορα έργα-σαν συμπληρωματική βιβλιογραφία-  για ανάλογες ερευνητικές εργασίες οι οποίες συνήθως, ορισμένες από αυτές, κυκλοφορούν κατόπιν στο εμπόριο για το ευρύ αναγνωστικό κοινό.                               Ένας τρίτος δρόμος γνωριμίας ενός αναγνώστη με ένα βιβλίο είναι η βιβλιοπαρουσίαση και η βιβλιοκριτική που δημοσιεύεται από τις στήλες των εφημερίδων, τις σελίδες των λογοτεχνικών περιοδικών και άλλων εντύπων. Ο βιβλιοκριτικός είναι ο μεσολαβητής γνωριμίας ενός συγγραφέα με τον αναγνώστη. Είναι τα μάτια του πρώτου αναγνώστη ενός έργου, που θα το προτείνει κατόπιν σε εμάς τους υπόλοιπους. Θα μας ενημερώσει για την έκδοσή του, θα μας πληροφορήσει για την αξία του ή την σημαντικότητά του, θα μας μιλήσει για άλλα έργα του συγγραφέα που ενδεχομένως έχουν κυκλοφορήσει ή έχουν μεταφραστεί. Στην περίπτωση αυτή, που είναι η πιο διαδεδομένη και μάλλον κυρίαρχη στον χώρο των εκδόσεων, ο διαμεσολαβητής είναι ο πρώτος «ανταυτού» αναγνώστης ενός έργου για μας. Εμείς κατόπιν πλησιάζουμε το έργο μέσω της κρίσης και των θέσεων του βιβλιοκριτικού ή βιβλιοπαρουσιαστή που επιλέγει πριν από εμάς για εμάς. Αυτό σημαίνει ότι ένα έργο από την στιγμή της κυκλοφορίας του ερευνάται και σχολιάζεται πολλαπλώς. Μέχρι την στιγμή που θα «κατακάτσει» στις αναγνωστικές συνειδήσεις και θα γίνει αποδεκτό. Δεν θα σχολιάσουμε το ενδεχόμενο εμπορικών ή καλλιτεχνικών σκοπιμοτήτων γιατί αυτά συμβαίνουν κατά περίσταση σε όλους τους δημόσιους χώρους επικοινωνίας και επαφής των ανθρώπων. Θα δεχτούμε την θέση ότι ένα συγγραφικό έργο κρίνεται και ερευνάται πρώτα από τον κριτικό του και παράλληλα από τον αναγνώστη του. Έχουμε συνήθως μια κοινή αναγνωστική αποδοχή αλλά μπορεί και όχι. Τα κριτήρια δεν είναι ποτέ σταθερά. Είναι ευμετάβλητα όπως και οι κρίσεις του κάθε αναγνώστη στην δεδομένη χρονική στιγμή. Οι κριτικές των ερασιτεχνών ή επαγγελματιών κριτικών είναι χρήσιμες στο βαθμό που μας ξεκλειδώνουν τα μυστικά συγγραφής ενός έργου, τις συγγένειές του με άλλα όμορα έργα, την συνομιλία του με τα έργα άλλων συγγραφέων. Στο τι εκφράζει και τι θέλει να μας περάσει σαν μήνυμα στην εποχή του και τους ανθρώπους της. Δεν αναφερόμαστε ασφαλώς σε συλλέκτες ή αγοραστές πολυτελών λευκωμάτων, στους οποίους απευθύνεται ο λόγος ορισμένων κριτικών, μιλάμε για τους αυθεντικούς καθημερινούς αναγνώστες, τους λάτρεις του βιβλίου, τους βιβλιόφιλους ή βιβλιοφάγους όπως συνηθίζεται να αποκαλούμαι τα άτομα που συστηματικά και εξακολουθητικά διαβάζουν. Ότι τους ευχαριστεί και ικανοποιεί τις πνευματικές και άλλες ανάγκες τους. Η αναγνωστική ερευνητική ματιά ενός διαμεσολαβητή κριτικού, άντρα ή γυναίκας, τις τελευταίες δεκαετίες στην χώρα μας έχουν παρουσιαστεί δυνατές γυναικείες φωνές κριτικής σκέψης και ανάλυσης με εξαιρετικές δοκιμιακές και κριτικές δημοσιεύσεις, μπορεί να διαφέρει από την δική μας. Ημών των απλών αναγνωστών. Ο κριτικός με αφορμή την έκδοση ενός έργου θα το ερευνήσει και θα το σχολιάσει μέσα στο πλέγμα αναφορών που έχει να κάνει με τις δικές του πρωτίστως αναγνωστικές ανάγκες απόλαυσης ή αγάπης που τρέφει για την συγγραφική διαδρομή ενός συγγραφέα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν διαθέτει τα ανάλογα εφόδια και ερμηνευτικά κλειδιά προσέγγισης ενός έργου, αναγκαία αρματωσιά διαβασμάτων που οφείλονται αποκλειστικά και μόνο στην ατομική του εμπειρία, γνώση, ενδιαφέρον, κάθε άλλο, αυτά τα της ανάγνωσης προσωπικά εφόδια του κριτικού είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να μας μιλήσει για το έργο που έχει μπροστά του. Το ζήτημα βρίσκεται αλλού, αν υπάρχει ζήτημα. Αν η διαμεσολάβηση της ματιάς του κριτικού «εμποδίζει» ή «παραδρομεί» την αμεσότητα της προσέγγισης και απόλαυσης ανάγνωσης ενός έργου από τον καθημερινό αμύητο αναγνώστη ή βιβλιόφιλο. Εδώ ίσως να μην μπορεί κανείς να δώσει μια σαφή απάντηση ή να μην έχει απάντηση, και να πράττει ερμηνευτικά κατά περίπτωση και ανάλογα την συγγραφική περίσταση. Αν υπάρχουν δηλαδή έργα που χρειάζονται περαιτέρω επεξηγήσεις από τον βιβλιοκριτικό ενός εντύπου την στιγμή της κυκλοφορίας του ή δεν είναι απαραίτητη η μεσολάβησή του.
 Όταν ένας αναγνώστης πιάνει ένα βιβλίο στο χέρι του, κάτι σκιστά μέσα του και ας μην μπορεί να το προσδιορίσει, κάτι τον συγκινεί και ας μην μπορεί να το εξηγήσει, κάτι του δημιουργεί μια ευφρόσυνη διάθεση, τον χαροποιεί, αισθάνεται χωρίς να μπορεί να δώσει σαφή εξήγηση ότι εδώ κάτι συμβαίνει και ενδεχομένως μπορεί να του αλλάξει την ζωή, τον τρόπο που βλέπει και αντιμετωπίζει τα πράγματα. Ότι το διάβασμα του συγκεκριμένου βιβλίου κομίζει μιαν αλήθεια ζωής και σκέψης που τον βοηθά σε στιγμές ή περιστατικά της δικής του ζωής, στον βαθμό που παρακολουθώντας τις αντιδράσεις και τις ενέργειες των ηρώων ενός μυθιστορήματος, παραδείγματος χάριν, ταυτίζεται μαζί τους, προσπαθεί όσο το δυνατόν να τους μιμηθεί και να τους μοιάσει, να μεταφέρει το αξιακό τους κοινωνικό σύστημα στην καθημερινότητα του περιβάλλοντος της ζωής του. Να συνεχιστεί η ροή της ζωής των ηρώων της μυθοπλασίας στον παρόντα χρόνο της καθημερινής ζωής του αναγνώστη. Να συνεχιστεί η συγγραφική πρόθεση και ο οραματισμός του στις διάφορες σχέσεις που έχει δημιουργήσει ο αναγνώστης στον δικό του κύκλο επικοινωνίας και τριβής. Να διαδοθεί το όνειρο του συγγραφέα μέσω της ανάγνωσης και να συναντήσει το δικό του. Το παιχνίδι αυτό της πνευματικής ευχαρίστησης είναι αμφίδρομο. Και εδώ βρίσκεται ο διαμεσολαβητικός ρόλος ενός κριτικού. Μας βοηθά με τα λόγια και τα κείμενά του, να κατανοήσουμε καλύτερα τους κανόνες του συγγραφικού παιχνιδιού.
      Κάτω από αυτό το πρίσμα, μεταφέρω στο δεύτερο αυτό σημείωμα για τον γάλλο  συγγραφέα Αντρέ Ζίντ, ορισμένες από τις βιβλιοκριτικές που κατά καιρούς έχουν δημοσιευτεί για το έργο του, και ειδικότερα τις βιβλιοκριτικές εκείνες που γνωρίζω και κατόρθωσα να αποδελτιώσω και έχουν να κάνουν με το μελέτημα της καθηγήτριας Αλεξάνδρας Σαμουήλ πάνω στο έργο του Αντρέ Ζίντ και της πρόσληψής του από έλληνες πεζογράφους. Οι δημοσιευμένες αυτές κριτικές-που εδώ αντιγράφω, μας είναι ήδη γνωστές-και μας φανερώνουν έναν άλλον δρόμο ερμηνείας, αναλυτικού πλησιάσματος και προσέγγισης του έργου του Ζίντ και του θρύλου αναφοράς που δημιουργήθηκε γύρω από το όνομά του, το πεζογραφικό του έργο και τις ημερολογιακές του εξομολογήσεις και καταθέσεις. Ο όποιος αναγνώστης αυτού του δεύτερου σημειώματος, θα δει το έργο του Ζίντ μέσα από τον φακό της κριτικής γραφής και θέσεων διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας βιβλιοκριτικών και κρίσεων. Και νομίζω, αυτή είναι η γοητεία τέτοιων σημειωμάτων. Δεν έχουμε την «μονομέρεια» την «μονοσήμαντη» ερευνητική ματιά ενός δοκιμιακού μελετήματος, όσο άρτιο και χρηστικό και αν μας είναι στο ταξίδι ανάγνωσής μας του έργου. Έχουμε τις απόψεις υποδοχής του έργου από βιβλιοκριτικούς της εποχής που φέρουν την ταυτότητα του δικού τους στίγματος ανάγνωσης και προσέγγισης. Κάτι που δίνει την δυνατότητα στον ανώνυμο αναγνώστη να αναμετρηθεί με τις δικές του πνευματικές δυνάμεις, να συγκρίνει θέσεις, να σχολιάσει κρίσεις, να αποδεχτεί ή να απορρίψει ερμηνείες. Ούτως ή άλλως, το ταξίδι της ανάγνωσης για τον κάθε έναν και την κάθε μία είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο. Ο κριτικός λόγος δεν είναι μάλλον, παρά το γλυκό έδεσμα που προσφέρουν οι «καμαρότοι» σε εμάς τους αναγνώστες ταξιδιώτες κατά την διάρκεια του ταξιδιού μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου.
     Η αντιγραφή και η σειρά τους, δεν ενέχει εκ μέρους μου, την πρόθεση αξιολόγησης των κριτικών φωνών ούτε αντιπαράθεσής τους. Προσπάθησα τα κείμενα να μας συμπληρώνουν όσο είναι δυνατόν την εικόνα του γάλλου συγγραφέα. Σαν μικροί αναγνωστικοί οδοδείχτες μελλοντικής επαναγνωριμίας μας μαζί του. Συμπληρωματικά, προσθέτω ακόμα λίγες πληροφορίες για αυτό το παράξενης συμπεριφοράς πλούσιο μοναχοπαίδι των Γαλλικών γραμμάτων, γιού ενός καθηγητή του Ρωμαϊκού Δικαίου και μιας κόρης οικογένειας βιομηχάνων. Το οποίο έπαιζε κρυφτούλι μέχρι το τέλος σχεδόν της ζωής του με την ερωτική του ταυτότητα. Την ομοφυλοφιλία του. 
Καθώς διαβάζω ξανά τα έργα του Αντρέ Ζίντ, διαβάζω παράλληλα και ένα βιβλίο που εκδόθηκε στα ελληνικά προσπαθώντας να κατανοήσω την ατμόσφαιρα της Γαλλίας του 19ου αιώνα, πέρα από την οπτική των γενικών ιστοριών για την Γαλλία ή την ματιά με την οποία αποτύπωσαν την Γαλλία μέσα στα έργα τους ο Εμίλ Ζολά, ο Βίκτωρ Ουγκώ, ο Αλέξανδρος Δουμάς, ο Γεώργιος Ονέ, ο Ονόρε ντε Μπαλζάκ, ο Γουσταύος Φλωμπέρ, ο Μαρσέλ Προύστ, και μια σειρά άλλοι κλασικοί, φημισμένοι και πολυμεταφρασμένοι γάλλοι μυθιστοριογράφοι, που στα παλαιότερα χρόνια, ξεσήκωναν πλήθη αναγνωστών. Συγγραφείς που με την σκιαγράφηση μιας παραδειγματικής συμπεριφοράς των ηρώων και των ηρωίδων τους, οι οποίοι με τέχνη και μαεστρία, με την μυθιστορηματική τους μυθοπλασία, μέ τις παιδαγωγικές τους ιστορίες και περιπέτειες, ατόμων, οικογενειών, τάξεων, κοινωνικών συνόλων, χειραφετήσεων αντρών και γυναικών, παιδιών, ταυτόχρονα μας εξιστορούσαν και την πραγματική ιστορία της Γαλλίας. Την πολιτική της διακυβέρνηση, την θρησκευτική της εκαπίδευση και αγωγή (τα της καθολικής εκκλησίας), των κοινωνικών της στρωμάτων, των τάξεών της τον 19ο αιώνα. Του αιώνα που προετοίμασε επιστημονικά και κοινωνικά, με τις εφευρέσεις και την ανάπτυξη της τεχνολογίας και των διαφόρων επιστημών τον επόμενο. Τον εικοστό αιώνα, που κλείνοντας τον πολιτικό κύκλο των αυτοκρατορικών του διακυβερνήσεων και ιστορικών επιτευγμάτων, (οι αιώνες των υπερπόντιων εξερευνήσεων είχαν δώσει την θέση τους στις εξερευνήσεις εντός των εθνικών ορίων, της έρευνας πάνω στον χαρακτήρα και την φυσιογνωμία που λέγεται ανθρώπινο Όν), πέτυχε στρατοκρατικά και εθνικιστικά να παρασύρει μια ολόκληρη ήπειρο, να λύσει τα παγκόσμια προβλήματά της, με αιματηρούς τοπικούς πολέμους και διεκδικήσεις και δύο μεγάλες παγκόσμιες συρράξεις. Που τα πολλαπλά και ποικίλα τραύματά των συγκρούσεων αυτών, ακόμα δεν έχουν επουλωθεί στις συνειδήσεις των ευρωπαίων κατοίκων. Συγγραφικά έργα και μυθιστορήματα πολυεπίπεδων αναφορών και επισημάνσεων, που τα περισσότερά τους έχουν μια εκπληκτική της καθημερινότητας ρεπορταζερίστικη δομή, που αναπλάθουν και ιχνογραφούν σε πολύχρωμες τοιχογραφίες τις κοινωνίες των ευρωπαϊκών εθνών και κρατών του 19ου αιώνα. Το βιβλίο αυτό είναι της Ευτυχίας Κ. Νικολακοπούλου, δόκτορος της ελληνικής και γαλλικής φιλολογίας: «Το Παρίσι του Φλωμπέρ» 19ος αιώνας, εκδόσεις «Οσελότος»-Αθήνα 2011. Όπου εξετάζεται η γεωγραφία και η ανθρωπογεωγραφία της Πόλης του Παρισιού, η αισθητική της, η οργάνωση της Πόλης, η Παρισινή φυσιογνωμία του τόπου, φυσικά με κέντρο το έργο και την πορεία του συγγραφέα της «Αισθηματικής Αγωγής» Γουσταύου Φλωμπέρ και άλλων Ρομαντικών συγγραφέων. Αναφέρω ενδεικτικά αυτήν την εργασία, γιατί καλά και άξια όλα αυτά τα σύγχρονά μας δαιδαλώδη σχήματα και περιπεπλεγμένοι ιστοί ερμηνείας περί της Τέχνης και Τεχνικής των Μυθιστορημάτων, των δομών και των πλοκών της μοντέρνας γραφής της πεζογραφίας αλλά, πίσω από την συγγραφική κουρτίνα, υπάρχει ο άνθρωπος και τα προβλήματά του, το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ανατράφηκε και μεγάλωσε, διαμορφώθηκε, και όχι μιά αόριστη ιδέα περί λογοτεχνίας. Όλες αυτές οι μοντέρνες ή μεταμοντέρνες θεωρίες αποδόμησης της μυθιστορηματικής γραφής άραγε, αφορούν στην ουσία τους τον ίδιο τον παραλήπτη ενός έργου, δηλαδή τον απλό και ανώνυμο αναγνώστη; Ή μήπως είναι ερμηνευτικά θεωρητικά σχήματα για άλλα θεωρητικά σχήματα, για υπόγειες θεωρητικές υπόνοιες που ενδεχομένως είχε μέσα στο μυαλουδάκι του το πρώτο και αυθεντικό υποκείμενο της γραφής που είναι ο ίδιος ο συγγραφέας; Θέλω να πω ότι, μήπως προσπαθούμε να τυλίξουμε μέσα σε ένα νέφος θολούρας ερμηνειών ένα έργο το οποίο από μόνο του είναι τόσο ξεκάθαρο στο τι θέλει να μας πει; Πιστεύουμε αλήθεια ότι όσα χρόνια και αν περάσουν όσες κινηματογραφικές διασκευές και αν γίνουν για το έργο «Οι Άθλιοι» του Βίκτωρος Ουγκώ, ότι το μήνυμα ή τα μηνύματα του μυθιστορήματος δεν θα γίνονται κατανοητά ακόμα και από τον πλέον αδαή αναγνώστη σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου που αγαπά την λογοτεχνία; «Η Κυρία με τας Καμελίας», «Το Κατηγορώ» και μια πλειάδα άλλων έργων χρειάζονται «στρουκτουραλιστικές» ή «αντιστρουκτουραλιστικές» ερμηνείες για να γίνει η γραφή τους κατανοητή; Ο μυθιστορηματικός λόγος ή αφορά την Κοινωνία ή αφορά τα προβλήματα του έμψυχου υλικού της Κοινωνίας.Δηλαδή τους ανθρώπους. Ο ρεαλισμός του είναι καθρέπτης των συσχετισμών και των συνιστωσών των σχέσεών της. Οικονομικών, κοινωνικών, θρησκευτικών, παιδαγωγικών, αντιλήψεων, επιστημονικών και πάει λέγοντας. Ένα μυθιστόρημα, δεν γράφεται με σκοπό να γίνει επί νέου συγγραφικού χάρτου εργασία για τον μελλοντικό θεωρητικό του. Την Τέχνη ή την απολαμβάνεις ή σε αφήνει αδιάφορο. Δεν οικοδομείς πάνω της έναν πύργο της Βαβέλ ερμηνειών της, ακατανόητων όχι μόνο γλωσσικά. Μπορεί να κάνω λάθος. Τα λάθη ενός προχειρολόγου αναγνώστη, όμως σαν εξακολουθητικός αναγνώστης της λογοτεχνίας, εμένα διαβάζοντας το έργο του Αντρέ Ζίντ, μου γεννήθηκε ένα κεντρικό ερώτημα. Για παρατηρήστε πόσοι ομοφυλόφιλοι ποιητές και πεζογράφοι, καλλιτέχνες φανερώθηκαν στον 19 αιώνα παγκοσμίως και ιδιαίτερα στην Γαλλία; Πέρα από την ατομική περιπέτεια έκβασης θετικής ή αρνητικής, που είχε στην προσωπική του κάθε ατόμου ζωή, ξεχωριστά κάθε συγγραφέα. Αν διαβάσουμε προσεκτικά το Ημερολόγιο από τα Κάτεργα του σλάβου Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι,(έχουν κυκλοφορήσει οι δύο του τόμοι στα ελληνικά) θα παρατηρήσουμε ότι ο «παίκτης» Ντοστογιέφσκι, ο «πότης» Ντοστογιέφσκι, ο «γυναικάς» Ντοστογιέφσκι, ενώ ζει άμεσα και παρατηρεί την ομοφυλοφιλία μέσα στο περιβάλλον της φυλακής των εξόριστων από το τσαρικό καθεστώς στα εδάφη της Σιβηρίας, δεν αναφέρεται ευθέως στο θέμα αυτό, σαν να φοβάται να μιλήσει ανοιχτά για το θέμα αυτό. Η θρησκευτική του πίστη τον αποτρέπει. Μικρή παρένθεση, ο δικός μας άγιος των γραμμάτων ο κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, πόσο απέχει από την Ντοστογιεφσκική ματιά; Σαν ερώτημα το θέτω, γνωρίζοντας όλοι μας, το πόσο ερωτικός συγγραφέας είναι ο ταλαιπωρημένος και δεσμευμένος από τα θρησκευτικά και κοινωνικά ήθη της νησιώτικης επαρχίας Σκιαθίτης. Αυτές οι από απόσταση περιγραφές των κορασίδων του, έχουν το ίδιο βάρος αισθησιακής μαγείας με τις προσωπικές του επικλήσεις στις αρχές της εκκλησιαστικής ορθόδοξης παράδοσης που συνειδητά υπηρετεί και ακολουθεί. Θέλω να πω ότι σε όλα τα μέρη και πλάτη της γης, ένας συγγραφέας ακολουθεί τους επιτρεπτούς κανόνες του κοινωνικού του χώρου. Τι περιγράφουν σε σελίδες τους «Οι επτά πύλες της κολάσεως» του Λώρενς της Αραβίας; Τι τα έργα του άγγλου μυθιστοριογράφου Ν. Χ. Λώρενς, αυτό το τρέμουλο αισθησιασμό των σωμάτων πέρα από το φύλο αναφοράς τους και αποδοχής τους. «Ο θάνατος στην Βενετία». Και μια σειρά άλλων έργων που κυοφορήθηκαν τον 19 αιώνα και των αρχών του 20ο αιώνα. Οι Γάλλοι ποιητές και πεζογράφοι που προετοίμασαν το ανατρεπτικό και αντισυμβατικό κοινωνικό κίνημα του Υπερρεαλισμού, είναι αρκετοί, ευδιάκριτη και όχι αμελητέα η συνεισφορά τους στην εξέλιξη της γαλλικής και ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Τι ερωτικό πρόσημο είχαν πολλοί από αυτούς; Η Πόλη του Φωτός, το Παρίσι, το Καθολικό Παρίσι και η Κοινωνία του, κυοφόρησαν το έργο του Αντρέ Ζίντ, που περισσότερο μας εξομολογείται τις ομοφυλόφιλες επιθυμίες του στα προσωπικά του Ημερολόγια και στα Γράμματα που στέλνει στους ομότεχνους καθολικούς φίλους του, παρά μάλλον στα πεζά του. Εκείνο που έχει ακόμα ενδιαφέρον στο όχι και τόσο μεγάλο έργο του, είναι πρώτον, η επιλογή των αρχαίων προσώπων- συμβόλων της ελληνικής μυθολογικής θρησκείας του «Θησέα» και της αρχαίας τραγωδίας, του «Οιδίποδα» και στο πως επεξεργάζεται τα διαχρονικά αυτά ελληνικά του πολιτισμού σύμβολα στην εποχή του. Μια μικρή έρευνα θα μας έδειχνε όχι ίσως πολλούς αλλά αρκετούς γάλλους δημιουργούς οι οποίοι διαπραγματεύονται μέσα στα έργα τους παρόμοιες καταστάσεις και περιστατικά που προέρχονται από την αρχαία ελληνική γραμματεία και τα σύμβολά της. Όχι μόνο από τον χώρο των Συμβολιστών ή των Ρομαντικών δημιουργών.
Αν ο αυστριακός συγγραφέας Στέφαν Τσβάιχ μας έδωσε μια εκπληκτική πανοραμική εικόνα της ευρωπαϊκής ηπείρου και των χρόνων της στο έργο του «Ο Κόσμος του χθες» Αναμνήσεις ενός ευρωπαίου,(σε διάφορες κατά διαστήματα εκδόσεις), αν ο 20ος αιώνας ονομάστηκε από μελετητή ο «Αιώνας του Ζαν Πωλ Σαρτρ», βλέπε το βιβλίο του B. H. Levy εκδόσεις Scripta, τότε δικαίως οφείλουμε να πιστέψουμε τον υπαρξιστή πολιτικό φιλόσοφο και πάντα αντισυμβατικό Σάρτρ, υπέρμαχο και υπερασπιστή των μειονοτικών κινημάτων και του ομοφυλόφιλου, ετεροφυλόφιλου συγγραφέα και λάτρη των γυναικών Ζαν Πωλ Σάρτ, που όπως γράφει στην αρχή της μελέτης της «Ο ΑΝΤΡΕ ΖΙΝΤ. ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΤΟΥ ΕΜΠΕΙΡΙΑ» η Δέσποινα Θεοδωράκη στο βιβλίο της, σ. 76., «Ο Ζαν Πωλ Σάρτρ αξιολογεί το βαθμό επίδρασης του Ζίντ μια εποχή: «Ολόκληρη η γαλλική σκέψη των τελευταίων χρόνων, είτε το ήθελε είτε όχι, όποιες κι αν ήταν οι υπόλοιπες αναφορές της, Μαρξ, Χέγκελ, Κιερκεγκάαρντ, έπρεπε να οριστεί επίσης σε σχέση με το Ζίντ»». Και αυτό δεν είναι ούτε λίγο ούτε άνευ σημασίας στην ιστορία της ευρωπαικής λογοτεχνίας. Ή μήπως είναι υπερβολική η κρίση του Σάρτρ;
Δίνω ακόμα μερικές πληροφορίες που δεν είχα αντιγράψει στο προηγούμενο σημείωμα και μεταφέρω εμβόλιμες κρίσεις για τον Αντρέ Ζίντ μεταξύ των βιβλιοκριτικών δημοσιευμάτων. Έσπασα το σημείωμα σε δύο μέρη γιατί ήταν αρκετά μακροσκελές και χωρίς την υποστηρικτική της ανάγνωσης φωτογραφικό υλικό, κατανοώ ότι είναι αρκετά κουραστικό στον σημερινό αναγνώστη που δεν έχει μάθει να διαβάζει συστηματικά μακροσκελή κείμενα και μελέτες. Προτιμά τα μικρά, ευσύνοπτα, περιληπτικά κείμενα, τα κείμενα λεζάντες κάτω από δεκάδες πολύχρωμες φωτογραφίες. Η Εικόνα στις μέρες μας, και μάλιστα οι συνεχούς ροής Εικόνες, έχουν αντικαταστήσει το «δεσμωτήριο» των λέξεων, που απαιτεί προσωπικό χρόνο, συνέπεια, κριτική σκέψη και αναγνωστική αφοσίωση.                        
Η ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΩΝ ΓΑΛΛΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
     ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
             ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕ ΖΙΝΤ

     Το βράδυ της 19ης Φεβρουαρίου έκλεισε ήσυχα τα μάτια του στο Παρίσι ο διασημότερος ίσως συγγραφέας της σύγχρονης Γαλλίας, ο Αντρέ Ζίντ. Έπαψε να χτυπά η μεγάλη καρδιά εκείνου που σ’ όλη του τη ζωή είχε μιά και μόνη μεγάλη αγάπη: την Ανθρωπότητα και το Πνεύμα της.
     Ο Ζίντ ήταν ο συγγραφέας που άσκησε την μεγαλύτερη επίδραση, στην νέα λογοτεχνική γενιά της Γαλλίας. Πρίν από το 1919 ήταν σχεδόν άγνωστος στο μεγάλο κοινό. Το μέχρι τότε έργο του ήταν γνωστό μόνο  σ’ ένα στενό κύκλο διανοουμένων. Και έξαφνα, μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο όταν πιά ήταν 50 χρονών, ο Ζίντ έγινε απότομα διάσημος και απέκτησε τεράστια φήμη.
     Την φήμη του τη απόκτησε κυρίως με το πρώτο του έργο, όπως «Η επίγειος τροφή» και τα «Υπόγεια του Βατικανού», βιβλία γεμάτα ειρωνεία, όπου όμως θίγονται μερικά από τα πλέον επίκαιρα και φλέγοντα προβλήματα της εποχής, όπως το ζήτημα της ελευθερίας του ατόμου και η αξία της πράξεως από την υποκειμενική σκοπιά του «εκτελούντος» αυτήν. Επακολούθησαν άλλα ενδιαφέροντα έργα όπως η «Ποιμενική Συμφωνία» που προκάλεσε τόσες συζητήσεις, το πολύκροτο «Σχολείο Γυναικών», ο «Ανηθικιστής» οι «Παραχαράκτες» και άλλα Αναφέρουμε εδώ τα δύο πολύκροτα έργα του «Επιστροφή από την Ε.Σ.Σ.Δ.» και «Διορθώσεις στην Επιστροφή μου από την Ε.Σ.Σ.Δ», για τα οποία θα μιλήσουμε εκτενέστερα παρακάτω. Έργα εξαιρετικά είναι χωρίς άλλο και η «Κλειστή Πύλη», το «Απροκατάληπτο Πνεύμα» και «Ο Ντοστογιέφσκι», όπου ο Ζίντ διατυπώνει μερικές οξύτατες παρατηρήσεις πάνω στο έργο και στην προσωπικότητα του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα. Αξίζει τέλος να τονισθή ότι ο Ζίντ διακρίθηκε και σαν θεατρικός συγγραφέας και δοκιμιογράφος και το περιφημότερο έργο του της κατηγορίας αυτής είναι ασφαλώς ο «Οιδίπους» που εξεδόθη στα 1931.
     Τα στενά πλαίσια ενός σημειώματος δεν επιτρέπουν να επεκταθούμε περισσότερο στην ανάλυση των έργων του μεγάλου Γάλλου συγγραφέα. Θα περιοριστούμε να διατυπώσουμε μερικές γενικές απόψεις γύρω από το έργο και την προσωπικότητα του Ζίντ.
     Περισσότερο ίσως από το έργο του τούτο καθ’ εαυτό, ενδιαφέρουσα, πολυσύνθετη και αλλόκοτη είναι η προσωπικότητα του Ζίντ, αυτό που οι Γάλλοι ονομάζουν “Le personage gidian” Μέσα στην ψυχή του συγκρούονται δύο αντίθετες ροπές: ένας έντονος ηδονισμός και ένας προτεσταντικός πουριτανισμός.
     Ποιοί ήταν οι λόγοι που έκαναν τον Ζίντ να προσχωρήσει στον κομμουνισμό; Και γιατί τον απαρνήθηκε κατόπιν και την κοσμοθεωρία του και το σοβιετικό καθεστώς, ύστερα από μιά σχετικά σύντομη επίσκεψή του στην Ε.Σ.Σ.Δ.; Τους λόγους θα τους βρούμε στην προσωπικότητα, στην ψυχοσύνθεση και στον χαρακτήρα του Ζίντ. Βαθύτατα ανθρωπιστής και πιστεύοντας σ’ έναν καλύτερο μέλλον για την ταλαιπωρημένη, πονεμένη ανθρωπότητα, που τόσο πολύ την αγαπούσε, ο Ζίντ, όπως και ο ίδιος λέει, νόμισε πώς βρήκε στον κομμουνισμό και ειδικώτερα στο σοβιετικό καθεστώς το νέο αστέρι της Βηθλεέμ, τον δρόμο που θα οδηγούσε την ανθρωπότητα στην λύτρωση και θα την απήλλασσε από τις αντινομίες, τις αδικίες και τους άλλους αλληλοσπαραγμούς. Πίστεψε πως οι μεγάλες μάζες, λυτρωμένες από τις μοιραίες επιδράσεις των οικονομικών στερήσεων, θα μπορούσαν να αναπτύξουν σε όλη του την ένταση, τον λανθάνοντα δυναμισμό τους και τις πνευματικές τους δυνατότητες, για να δημιουργήσουν έναν νέο πολιτισμό, έναν καινούργιο και καλύτερο κόσμο. Πίστεψε ότι στη νέα αυτή κοινωνία οι άνθρωποι, απαλλαγμένοι από την φετιχιστική προσήλωση σε άψυχα σύμβολα και την προσωπολατρεία, θα εξυψώνονταν για να βαδίσουν προς την ολοκλήρωσή τους. Με Μια λέξη ο λόγος που ώθησε τον Ζίντ προς τον κομμουνισμό ήταν-χωρίς να παραβλέπουμε και τις γενικότερες συνθήκες της εποχής εκείνης-η απέραντη στοργή του για τον Άνθρωπο και η πίστη προς την αξία και τον προορισμό του. Τα σκληρά μέτρα του σοβιετικού καθεστώτος τα εγνώριζε βέβαια, αλλά τα θεωρούσε σαν ένα μεταβατικό στάδιο, αναγκαία προς τη Γή της Επαγγελίας.
     Κατά τα μισά της τέταρτης δεκαετηρίδας του αιώνα μας, ο Ζίντ επισκέφτηκε την Σοβιετική Ένωση. Και λόγω των πεποιθήσεών του τού επέτρεψαν να κυκλοφορήση σ’ όλη τη χώρα και να δη πολλά πράγματα. Αλλά πόσο λίγο τον ήξεραν! Η οξύτατη παρατηρητικότητά του, ο βαθύς ανθρωπισμός του, η ευαισθησία του και η ειλικρίνειά του δεν είχαν διόλου αμβλυνθή από την προσχώρησή του στις κομμουνιστικές θεωρίες, όπως συνήθως συμβαίνει με όσους προσχωρούν στον κομμουνισμό. Είχε μείνει ανεπηρέαστος από την απίθανη εκείνη διανοητική ακροβασία που οι κομμουνιστές ονομάζουν «διαλεκτική» και που τείνει να παρουσίαση το μαύρο σαν άσπρο. Είχε μείνει ανεπηρέαστος από την «αλλόκοτη» λογική τους. Και στην Ε.Σ.Σ.Δ., ο Ζίντ είδε και άκουσε πολλά. Κρατούσε τα μάτια του ανοιχτά και διαπίστωσε ότι όσα είδε ερχόντουσαν σε κατάφωρη αντίθεση με τους λόγους για τους οποίους είχε προσχωρήσει στον κομμουνισμό και είχε θαυμάσει το σοβιετικό καθεστώς. Και όταν γύρισε, δεν δίστασε να καταγγείλει το καθεστώς αυτό και τον κομμουνισμό στα δύο πολύκροτα βιβλία του για την Ε.Σ.Σ.Δ. πού αναφέραμε παραπάνω. Ο ανθρωπισμός του, η ηθική του ευαισθησία, η ειλικρίνειά του και η ακεραιότητα του χαρακτήρα του τον οδήγησαν σ’ αυτό το δρόμο.
     «Μας είπαν, γράφει, ότι στη Ρωσία είναι δικτατορία του προλεταριάτου. Και εμείς διαπιστώσαμε δικτατορία επί του προλεταριάτου.». Ο Ζίντ πήγε στην Σοβιετική Ένωση περιμένοντας να μη συναντήση προνομιούχους, και  αντιθέτως βρήκε μιά κλίκα προνομιούχων του κόμματος που συμπεριφερόντουσαν ως πραγματικοί δεσπόται των εργατικών και αγροτικών μαζών. Πήγε στην Ε.Σ.Σ.Δ. περιμένοντας να βρή κάτι το διαφορετικό, και όμως είδε τον Στάλιν να λατρεύεται σαν θεός με εκδηλώσεις με εκδηλώσεις που δεν θα ταίριαζαν ούτε στους πιό καθυστερημένους υπηκόους του Μικάδο. Στην Σοβιετική Ένωση δεν υπάρχουν κοινωνικές τάξεις. Σύμφωνοι. Υπάρχει όμως το απέραντο πλήθος των φτωχών και των δυστυχισμένων, των πνευματικά καθυστερημένων, που θα μπορούσαν να βρίσκονται σε ψηλότερο υλικό και πνευματικό επίπεδο.
     Ποια λοιπόν, αναρωτιέται ο Ζίντ, πρακτική αξία έχει η κατάργηση των τάξεων; Και εκείνο που του προκάλεσε αηδία και πλήγωσε τον ανθρωπισμό του ήταν η Μυστική Αστυνομία που ήταν πανταχού παρούσα, που τρομοκρατούσε και έλεγχε τα πάντα.
     Αλλά ο Ζίντ, με την ανεξαρτησία του πνεύματός του που τον εχαρακτήριζε, εξεγέρθηκε πρό παντός εναντίον της «πνευματικής δουλείας» που επικρατούσε στην Ε.Σ.Σ.Δ. Τον απογοήτευσε το γεγονός ότι όλοι οι συγγραφείς, δημοσιογράφοι, καλλιτέχνες κλπ., ήταν υποχρεωμένοι να εξυμνούν μονότονα και στερεότυπα τον Στάλιν και το καθεστώς του, χωρίς καμμιά προσπάθεια εκδηλώσεως των δικών τους εσωτερικών τάσεων και απόψεων. Δεν υπήρχαν ιδεολογικά ρεύματα, η συζήτηση ήταν κάτι το άγνωστον, δεν υπήρχε δηλαδή ουσιαστικά πνευματική και καλλιτεχνική ζωή. Αυτή λοιπόν ήταν η νέα κοινωνία ; Και πώς ένας συγγραφέας, λέει ο Ζίντ, να δημιουργήση έργο αν δεν έχη μέσα του την επαναστατικότητα, αν δεν δείχνει με το έργο του καινούργιους δρόμους, αλλά περιορίζεται στην μονότονη και θλιβερά «παπαγαλίστικη» εξύμνηση της «καθεστηκυίας τάξεως ;» «Πάνω από το σοβιετικό καθεστώς, γράφει ο Ζίντ, με ενδιαφέρει η Ανθρωπότητα, η Μοίρα της, το Πνεύμα της».
ΚΑΛ.  Εφημερίδα «Τα Νέα ;» Φεβρουάριος 1951;
Σημείωση: Δυστυχώς η με το μικρό μαύρο μολυβάκι ημερομηνία και ο τίτλος της εφημερίδας που είχα αναγράψει με την πάροδο του χρόνου έσβησε. Το αντιγράφω χωρίς τις απαραίτητες πληροφορίες.
--
«Άλλοι συγγραφείς της περιόδου του Μοντερνισμού, κατεξοχήν ο Αντρέ Ζίντ και ο Τόμας Μαν, πραγματεύθηκαν με αμεσότερο τρόπο την επαμφοτερίζουσα φύση της ανδρικής λίμπιντο.  Ιδιαίτερα η νουβέλα του Ζίντ Ο ανηθικολόγος (Limmoraliste, 1902) κατέχει κεντρική θέση στη λογοτεχνία που διερευνά την ομοφυλοφιλία. Στα μυθιστορήματά του τα ημερολόγια του Αντρέ Βαλτέρ (Les Cahiers dAndre Walter, 1891) και Γήινες Τροφές. (les Nourritures terrestres, 1897) ο Ζίντ εξύμνησε τη λατρεία του σώματος, όπως αυτή έγινε γνωστή από το κίνημα της Παρακμής στα τέλη του 19ου αιώνα. Στα έργα αυτά η ομοφυλοφιλία του Ζίντ δεν είναι σαφής ούτε συνοδεύεται από κάποια θεωρητική στήριξη. Στον Ανηθικολόγο όμως συμβαίνουν και τα δύο. Εκεί, παρακολουθούμε τον νεαρό γάλλο καθηγητή Μισέλ, ο οποίος σε ένα ταξίδι του στη Βόρειο Αφρική αισθάνεται έντονη έλξη για έναν Άραβα, ένα ντόπιο αγόρι. Όταν ο ήρωας του Ζίντ επιστρέφει στη Γαλλία, η προσωπικότητά του μεταλλάσσεται και στρέφεται από την προηγούμενη πουριτανική «λαχτάρα για ευγένεια ψυχής» σ’ έναν αμοραλιστικό υπαρξισμό, και από την σωματική αδυναμία στην ευρωστία και στην αυτοπεποίθηση (σε αντίθεση με τη σύζυγό του που ακολουθεί αντίστροφη πορεία). Η προσωπική αυτή διαδρομή τελειώνει με ένα δεύτερο ταξίδι στη Βόρειο Αφρική (σε αναζήτηση του αγοριού), και με την απόφασή του να παραμείνει σ’ έναν τόπο που αντιμετωπίζει ως πρωτόγονο και ζωογόνο, αφιερώνοντας το μέλλον του σ’ εκείνους τους «ανέγγιχτους θησαυρούς που βρίσκονται κάπου σκεπασμένοι, κρυμμένοι, συνθλιμμένοι από τον πολιτισμό, την ευπρέπεια και την ηθική»…» σελίδες 243-244. Στο τρίτο κεφάλαιο ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ του Martin Travers, ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΝΕΩΤΕΡΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Από τον ρομαντισμό ως το μεταμοντέρνο.
Σημείωση: ίσως κατανοήσει ο μη συστηματικός αναγνώστης της λογοτεχνίας τα σχετικά λίγα παραπάνω από το κεφάλαιο του συγγραφέα για την ομοφυλοφιλία, αν αναλογιστεί τι επαίνους έγραφαν οι εφημερίδες για τον πανέμορφο άντρα αιγύπτιο ηθοποιό Ομάρ Σαρίφ, όταν τον έβλεπαν στις κινηματογραφικές οθόνες. Το αντρικό και κυρίως το γυναικείο πλήθος και ακροατήριο ήταν ερωτευμένο μαζί του. Κάτι σαν την αντίστοιχη περίπτωση του Ροκ Χάτσον.
--   
ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ,  εφημερίδα Η Αυγή, Πέμπτη 22/4/1999, σ. 16.
Επιμέλεια σελίδας: Ανδρέας Πανταζόπουλος
Η πρόσληψη του Αντρέ Ζίντ στην Ελλάδα.
Αλεξάνδρα Σαμουήλ, Ο βυθός του καθρέφτη. Ο Andre Gide και η ημερολογιακή μυθοπλασία στην Ελλάδα. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 1988.
      Οι συγγραφείς «του ‘30» έχουν μελετηθεί τόσο προνομιακά σε σχέση με τους προηγηθέντες ή τους επόμενους ομοτέχνους τους, που προκύπτει εύλογη η απορία αν αυτό οφείλεται  μόνο στην αξία του έργου τους ή και στη διαρκή επικαιροποίησή τους μέσα από την πληθώρα μελετών και μελετημάτων, αφιερωμάτων και εκδηλώσεων.
    Για παράδειγμα (και προσφεύγω επίτηδες σ’ ένα προκλητικό παράδειγμα) δεν μπορώ να δω καμία χαώδη διαφορά ποιότητας, σημασίας ή επικαιρότητας, ανάμεσα στον Καραγάτση και στον Νικόλαο Επισκοπόπουλο και αναφέρομαι μόνο στον καθ’ ημάς συγγραφέα και όχι στο εν Γαλλία Nicolas Segut, που μεταφρασμένος κυριάρχησε για πολλές δεκαετίες στις εκδόσεις και στα βιβλιοπωλεία-του δρόμου», δηλαδή στα κάρα, στα περίπτερα και στην αναγνωσιμότητα.
     Να υποθέσουμε πως στα χρόνια του ’30 την πρώτη «οργανωμένη», δηλαδή αστικά οργανωμένη λογοτεχνική γενιά, που η πανταχόθεν τροφοδοτούμενη υπερτροφική αυτοπεποίθηση της είχε σαν αποτέλεσμα τόσο την τοποθέτηση σχεδόν όλων των προηγηθέντων στη θέση των τιμητικώς αποστρατευθέντων, όσο και την παράταση του «αναμενόμενου» κύκλου ζωής της; Και αν η ποίηση έδωσε μεγέθη που δικαιολογούν, για ένα διάστημα, την μονοπώληση του ενδιαφέροντος, τα αντίστοιχα μεγέθη στην πεζογραφία επιτρέπουν κάτι ανάλογο; Επειδή καμία «μεγάλη συνωμοσία» δεν έλαβε χώρα (μικρές υπήρξαν αρκετές) νομίζω πως, σήμερα, θα άξιζε μελέτης και προσοχής σε αντίθεση, ας πούμε (πάλι προκλητικά) με τη μελέτη της χρήσης του τραπεζιού στα πεζογραφήματα του Θανάση Πετσάλη…
Μετά απ’ αυτές τις παρεκβάσεις, τι θα μπορούσε να ειπωθεί για το βιβλίο της Αλεξάνδρας Σαμουήλ, που να μην το καταργούσε; Τι το τόσο σημαντικό και πρωτότυπο θα είχε να προσθέσει ένα ακόμη αναλυτικό και γνωσιολογικό» βιβλίο, που θα αφορούσε κάποια πλευρά της πεζογραφίας του ’30; Ένα βιβλίο που, δεδομένου όλου του προηγούμενου κλίματος από τον τίτλο του, προδιαθέτει αρνητικά, γιατί ο αναγνώστης αναμένει μια ακόμα σχολαστική πανεπιστημιακή μελέτη, που θα χάνεται μέσα στην πληθώρα επουσιωδών παρατηρήσεων, βεβιασμένων συσχετισμών, αδιάφορων γραμματολογικών λεπτομερειών και, πάνω απ’ όλα, θα είναι γραμμένο με τρόπο που θα δείχνει πλήρη αδιαφορία προς τον αναγνώστη, γιατί θα επαναπαύεται στην αναγκαστική ανάγνωσή του στο πλαίσιο της διδακτικής του χρήσης ή θα στοχεύει απλώς στη δημιουργία κάποιου «ντοσιέ».
     Παρ’ όλα αυτά, το βιβλίο της Αλεξάνδρας Σαμουήλ είναι και ενδιαφέρον και πρωτότυπο και απολύτως απαραίτητο, χωρίς μάλιστα να επιχειρεί να αποτελέσει ένα «αντι-βιβλίο» σε σχέση με τα προηγούμενα και τα προηγηθέντα. Η μελέτη της πρόσληψης του Αντρέ Ζίντ στα καθ’ ημάς δικαιολογεί πλήρως την αναγκαιότητά της, γιατί το έργο του, εκτός από το σημαντικό ρόλο του στη διαμόρφωση των εν γένει προσανατολισμών της πεζογραφίας στα χρόνια του ’30, είναι ο καταλύτης και συχνότατα το παράδειγμα για την ανάπτυξη, κάποτε δε και για την πρώτη εισαγωγή, της ομάδας των «υποειδών» που σχετίζεται με την ημερολογιακή γραφή, η οποία είναι ο βασικός δίαυλος για τη γόνιμη εισβολή της αστικά προσδιορισμένης αυτοαναφορικότητας.
     Οδεύοντας προς το τέλος αυτού του μικρού σημειώματος, δεν θα ήθελα να επιχειρήσω κάποια υποτυπώδη παρουσίαση του βιβλίου, αλλά προτιμώ να επισημάνω πάλι το ειδικό βάρος και την ιδιαιτερότητά του. Ο βυθός του καθρέφτη, λοιπόν, αναδεικνύει όχι μόνο τις βασικές ελλείψεις της βιβλιογραφίας και της γνώσης μας πάνω σε θεμελιακές πλευρές της πεζογραφίας του ’30, αλλά και το όντως περιττό μύριων όσων άλλων εργασιών, που επιμένουν να πορεύονται σε δρόμους πρό πολλού βατούς και περιοχές σίγουρα εκχερσωμένες. Το βιβλίο της Αλεξάνδρας Σαμουήλ αξίζει να διαβαστεί, τόσο από τον μελετητή της πεζογραφίας όσο και από κάποιον που θα ήθελε απλώς να γνωρίζει κάποια βασικά πράγματα για το μυθιστόρημα των αμέσως πριν και μετά τον πόλεμο των δεκαετιών.
--
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ, περ. Αθηνόραμα τχ. 354/22-2-2007, σ. 110
ΑΝΤΡΕ ΖΙΝΤ, Η ΣΤΕΝΗ ΠΥΛΗ, μτφ. Λίλα Κανομάρα, εκδ. Μεταίχμιο.
    Μισός του 19ου και μισός του 20ού, ο βίος του Ζίντ (1869-1951) αποτέλεσε για τη Γαλλία ένα από τα συγγραφικά πρότυπα που άφησαν πλατιά σφραγίδα. Είναι γνωστή η εξέγερσή του απέναντι στο πουριτανικό περιβάλλον του και το περίφημο ταξίδι του στη Μόσχα: όταν μίλησε γι’ αυτά που είδε εκεί, το βιβλία του εξαφανίστηκαν από τα ρώσικα βιβλιοπωλεία. Η ιστορία του Ζερόμ και της Αλίσα- τυπική στο ρομαντισμό της και στην κατάληξή της- μπορεί σήμερα να μη συγκινεί, αλλά αποτελεί πάντα παράδειγμα άπραγου έρωτα που, λόγω βαθύτητας, στέλνει τη γυναίκα στο θάνατο ή στο Θεό και τον άνδρα σε μιαν ξαρματωμένη επιβίωση. Η «αισθητική αγωγή», πάντα ενδιαφέρουσα για τους Γάλλους, έχει γεννήσει πολλά βιβλία απόλυτου έρωτα και απόλυτης αποχής. «Άλλοι μπορεί να την είχαν κάνει βιβλίο. Εγώ όμως την ιστορία που θα διηγηθώ εδώ έβαλα όλες μου τις δυνάμεις να τη ζήσω και τα ψυχικά μου αποθέματα εξαντλήθηκαν».
--
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, εφημερίδα Κυριακάτικη 6/1/2001
Η ηθική της αυτονομίας
     Ο Ανηθικολόγος κυκλοφόρησε το 1902, όταν ο Αντρέ Ζίντ ήταν σε ηλικία 33 ετών.
Το έργο δεν ανήκει, προφανώς, στην ώριμη φάση του, αλλά προαναγγέλλει με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο τόσο τη θεματογραφία, η οποία τον καθιέρωσε στα χρόνια του Μεσοπολέμου, όσο και τον τρόπο της γραφής και της σύνθεσής του, που κέρδισαν κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου τον ενθουσιασμό της νεολαίας.
•Η ιστορία του Ανηθικολόγου είναι η ιστορία ενός νεαρού λογίου, που ανακαλύπτει σταδιακά τον εαυτό του, μετά την ανάρρωση από μια πολύ σοβαρή αρρώστια.
•Στην πραγματικότητα, το βιβλίο περιγράφει μια διαδικασία μύησης και μαθητείας: ο ήρωας μυείται στο δύσκολο κόσμο της ατομικής ελευθερίας και μαθαίνει να ζει με το τίμημα αυτού του τόσο δυσβάστακτου κέρδους-δεν είναι εύκολο να ανέβει κανείς ξαφνικά σε μεγάλο ύψος και να αναπνεύσει με μιας όλο τον καθαρό αέρα του ουρανού.
•Ο Μισέλ, πίσω από το πρόσωπο του οποίου κρύβεται συχνά το πρόσωπο του Ζίντ, βιώνει καθημερινά (και ως την τελευταία τους λεπτομέρεια) τους αναβαθμούς της ελευθερίας του: και γίνεται ελεύθερος γιατί αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεών του επειδή μπορεί εντέλει να σηκώσει το βάρος της αυτονομίας του, που τον φέρνει εκ των πραγμάτων σε κόντρα όχι μόνο με την κοινή ηθική, αλλά και με πλήθος δημόσιες ή προσωπικές συμβάσεις.
•Ποιος είναι στ’ αλήθεια σ’ αυτή τη μακρά διαδρομή ο ανηθικολόγος. Μήπως ο Μισέλ, που κατορθώνει να διεκδικήσει σιγά σιγά την ερωτική του ετεροδοξία, όπως και την αποδέσμευσή του από τις απαιτήσεις της εργασίας και της περιουσίας, ή ο συνοφρυωμένος κοινωνικός του περίγυρος, που εγκλωβισμένος στην ηθικολογία του απαγορεύει τύποις και ουσία τη διατύπωση ενός αμιγώς ηθικού αιτήματος, το οποίο δεν είναι άλλο από το αίτημα της απεξάρτησης από κάθε προαποφασισμένη συμπεριφορά και στάση;
    Ο Ζίντ δεν θα απαντήσει ρητά, αλλά θα σπεύσει να υποστηρίξει έστω και έμμεσα τις συνέπειες που θα δημιουργήσει η επώδυνη πορεία του προς την απελευθέρωση.
     Ο Ανηθικολόγος μπορεί να δείχνει στις ημέρες μας κάπως χλιαρός και τετριμμένος (οι αξίες του δοκιμάστηκαν ποικιλοτρόπως στον 20ο αιώνα και η οποία επανατοποθέτηση δεν μπορεί παρά να γίνει με εντελώς διαφορετικούς πλέον όρους), αλλά η λογοτεχνία την οποία εκπροσωπεί δεν έχει να χάσει πέρα για πέρα τη σημασία της.
     Ο Ζίντ σχηματίζει με λιτές και ελλειπτικές γραμμές τα πρόσωπα, ξέρει να προβάλλει με υποβλητικό τρόπο κάθε συνειδησιακό κλυδωνισμό τους (οι αλλαγές του φυσικού τοπίου παρακολουθούν πάντα τις εσωτερικές μεταβολές των ηρώων) και, πάνω απ’ όλα, έχει την ικανότητα να κάνει τον αναγνώστη να μη νιώθει άβολα με τις μυθιστορηματικές του καταστάσεις: κρατώντας τον σε μια σοφά υπολογισμένη απόσταση από τη δράση τους, τον αφήνει να κρίνει ο ίδιος για τα παρεπόμενά τους, όπως και να δώσει τη δική του ηθική απάντηση στις συγκρούσεις τους.
--
Γιώτα Κωνσταντάτου, περιοδικό Symbol τχ. 112/12, 1997
Ένα επιμύθιο για μια ιδιοφυϊα
Αντρέ Ζίντ «Ο Όσκαρ Ουάιλντ και εγώ» (Εκδόσεις «Στοχαστής»)
     Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης μετέφρασε τον Αντρέ Ζίντ που έγραψε το βιβλίο ως ύστατο φόρο τιμής στον Όσκαρ Ουάιλντ, στενό φίλο και αγαπημένο συνομιλητή. Έτσι λοιπόν στο «Όσκαρ Ουάιλντ και εγώ» η παρέα είναι εξαίρετη και το ενδιαφέρον πολλαπλό. Η απόδοση στην ελληνική ήταν το τελευταίο έργο του Λαπαθιώτη, η αυτοκτονία του άφησε τις τελευταίες γραμμές ανολοκλήρωτες. Η μικρή «βιογραφία» του μεγάλου Ιρλανδού συγγραφέα και ποιητή γίνεται και δήλωση του συγγενικά προκλητικού, αντιφατικού πνεύματος του Ζίντ.
Το βιβλίο προσπαθεί να μεταφέρει θραύσματα της προσωπικότητας του Ουάιλντ, σκέψεις και στιγμές της ζωής μιας ιδιοφυϊας που οι σύγχρονοί της θεωρούσαν ότι η κατάθεσή της στη ζωή υπήρξε σπουδαιότερη από την κατάθεση της στην τέχνη. Ο ίδιος άλλωστε δήλωνε «έβαλα όλη μου τη μεγαλοφυϊα στη ζωή μου-και μονάχα το ταλέντο μου, μέσα στα έργα μου». Οι λίγες σελίδες του βιβλίου είναι γεμάτες με τις ιστορίες του bon viveur παραμυθά που θάμπωσαν τους διανοούμενους της Ευρώπης στο τέλος του προηγούμενου αιώνα, με τις τελευταίες στιγμές από το χρονικό ενός προαναγγελθέντος κοινωνικού, οικονομικού, καλλιτεχνικού, τέλος και σωματικού θανάτου του ασυμβίβαστου Ουάιλντ.
«Ο Γουάιλντ πίστευε σε κάποιο πεπρωμένο του τεχνίτη, κι’ ότι η ιδέα είναι πιο δυνατή κι’ από τον άνθρωπο.
«Υπάρχουν έλεγε, δύο είδη είδη καλλιτέχνες: οι πρώτοι δίνουν απαντήσεις, κι’ άλλοι, ερωτήσεις. Πρέπει κανείς να ξέρη αν είναι απ’ αυτούς που απαντούν, ή μήπως από κείνους που ρωτούν’ γιατί εκείνος που ρωτάει, ποτέ δεν είν’ αυτός που απαντάει. Υπάρχουν έργα που προσμένουν, και που, για κάμποσον καιρό, μένουν ακατανόητα, -και τούτο, γιατί δίνουν απαντήσεις, σ’ ερωτήσεις, που δεν έγιναν ακόμα’ γιατί’ η ερώτηση, πολλές φορές, φτάνει τρομερά αργότερα, απ’ την απάντησή της».
Κι έλεγε ακόμα:
«Η ψυχή γεννιέται γερασμένη στο κορμί’ και για να μπορέση να την ξανανιώση το κορμί γερνάει. Ο Πλάτων είναι, ακριβώς, η νιότη του Σωκράτη…».  
--
ΜΙΣΕΛ ΦΑΙΣ, εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος 5/4/1992.
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕ ΖΙΝΤ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΙΑ Ως ΤΗΝ ΩΡΙΜΟΤΗΤΑ
ΑΝ Ο ΣΠΟΡΟΣ ΔΕΝ ΠΕΘΑΝΕΙ
     Τι θυμίζει στο μέσο αναγνώστη το όνομα του Αντρέ Ζίντ; Το πολύ τρία-τέσσερα εργογραφικά πράγματα; Ομοφυλοφιλία, αγάπη για την Ελλάδα, σταλινισμός στα στερνά, Νόμπελ Λογοτεχνίας και τους «Κιβδηλοποιούς» άντε και «Τα υπόγεια του ‘Βατικανού’» (διαβασμένα ή απλώς τους τίτλους).
     Αυτό, όμως, υπήρξε ο Γάλλος συγγραφέας (1869-1951); Ο Μορίς Μπλανσό σε ένα διεισδυτικό του δοκίμιο για τον Ζίντ μας δίνει δύο βασικά ερμηνευτικά κλειδιά για να πλησιάσουμε το έργο του μεγάλου συγγραφέα. Το πρώτο έχει να κάνει, θα έλεγα, περισσότερο με την ευρύτερη ηθική στάση του ανθρώπου και το δεύτερο με την αφηγηματική ιδιοσυγκρασία του συγγραφέα. Από τη μιά πλευρά, λοιπόν, έχουμε μας λέει ο Μπλανσό, τη σύγκρουση της ανάγκης για απόλυτη ειλικρίνεια με την αισθητική καλλιέργεια του συγγραφέα που απαιτούσε καλλιέπεια. Και από την άλλη, την αντιπαράθεση ανάμεσα στην κλασική αντίληψη της λογοτεχνίας (που θέλει τον συγγραφέα ως ευδαίμονα δημιουργό αριστουργημάτων) και της εκδοχής του μοντερνισμού (που αδιαφορεί για το έργο και προτάσσει τη λογοτεχνική εμπειρία οσοδήποτε καταστροφική και αν είναι για τον συγγραφέα).
     Και τα δύο αντίθετα ζεύγη συναντώνται άλλοτε βίαια και άλλοτε αρμονικά στην αυτοβιογραφία του Ζίντ, που κυκλοφόρησε πρόσφατα με τον τίτλο «Αν ο σπόρος δεν πεθάνει…» σε επαρκή μετάφραση του Δημήτρη Ζορμπαλά από τις εκδόσεις «Ροές».
      Αναμνήσεις
«Θα γράψω τις αναμνήσεις μου όπως ακριβώς μου έρχονται, χωρίς να προσπαθήσω να τις βάλω σε κάποια τάξη» (σελ. 28). Εδώ ο Ζίντ θίγει έμμεσα ένα αίτημα των καιρών. Η πεζογραφία της εποχής (και μιλάμε για την άνθιση του μοντερνισμού: Προυστ, Τζόις, Γουλφ, Φόκνερ) υπαγορεύει την ανάδειξη της ανθρώπινης στιγμής με κάθε μέσο. Την πυκνότητα και την ένταση της εμπειρίας, δηλαδή, αγνοώντας την παρατακτική ανέλιξη του χρόνου ή την παραδοσιακή διάκριση του σημαντικού και του ασήμαντου συμβάντος. Ο Ζίντ, με άλλα λόγια είναι δέσμιος του λογοτεχνικού περιβάλλοντος, που του επιβάλλει σχεδόν τους κανόνες συγγραφής της αυτοβιογραφίας του.
«Τα απομνημονεύματα είναι πάντοτε μονάχα κατά πενήντα στα εκατό ειλικρινή, όσο μεγάλη κι αν είναι η φροντίδα για την αλήθεια: όλα είναι πάντοτε πιο μπερδεμένα απ’ ό,τι λέγονται. Ίσως μάλιστα να πλησιάζει κανείς περισσότερο την αλήθεια στα μυθιστορήματα» (σελ. 281). Στο σημείο αυτό, ο αναγνώστης δεν θα διαπιστώσει μόνο αυτό που σημειώνω πιο πάνω, σχετικά με την έμμονη ιδέα του συγγραφέα για το βαθμό ειλικρίνειάς της. Ο Ζίντ αμέσως μετά (στο δεύτερο μέρος) από αυτή τη διατύπωση, κοινοποιεί στον αναγνώστη τον αποκλίνοντα ερωτισμό του. Κάτι που είχε κάνει νωρίτερα στον «Ανηθικολόγο» (κυκλοφορεί σε ανασκευασμένη έκδοση το 1920 χρονιά που κυκλοφορεί και η αυτοβιογραφία του σε 13 μόλις αντίτυπα).
     Βλέπουμε εν ολίγοις, τον Ζίντ να αναρωτιέται για το πιο από τα δύο προσωπεία-του μυθιστοριογράφου ή του αυτοβιογράφου-οδηγεί πλησιέστερα στην αλήθεια.
      Ημερολόγια
Η παρούσα αυτοβιογραφία, μαζί με τα ημερολόγιά τους (σε δύο μέρη: 1889-1939 και 1942-1949, αμετάφραστα ακόμη), θα μπορούσε να πει κάποιος ότι σκιαγραφούν σε μεγάλο βαθμό τα σημεία επαφής, τους κοινούς τόπους του συγγραφέα και του ανθρώπου.
     Μοναδική «ένσταση» για την προσεγμένη γενικά έκδοση, η απουσία της στοιχειώδους ένδειξης στο εξώφυλλο ότι πρόκειται τελικώς για αυτοβιογραφία. Πέρα απ’ αυτό δεν θα ήταν κατά την γνώμη μου, αυτοβιογραφία. Πέρα απ’ αυτό δεν θα ήταν κατά την γνώμη μου, «μειωτικό» ένα προλογικό σημείωμα που να τεκμηριώνει κάπως αυτό το τόσο σημαντικό βιβλίο, όχι μόνο της βιβλιογραφίας του Ζίντ, αλλά εν γένει της ευρωπαϊκής γραμματείας.
--
ΝΑΣΟΣ ΒΑΓΕΝΑΣ, εφημερίδα Το Βήμα 28/2/1999
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
     Παρότι οι πεζογράφοι της γενιάς του ’30 ανανέωσαν την πεζογραφία μας, ο βαθμός της νεοτερικότητάς τους υπολείπεται κατά πολύ εκείνου των ποιητών της. Σε σύγκριση με τα μοντερνιστικά και πρωτοποριακά στοιχεία της ποίησης του Σεφέρη ή του Ελύτη, του Εγγονόπουλου ή του Εμπειρίκου, τα καινούργια στοιχεία στην πεζογραφία του Θεοτοκά, του Τερζάκη, του Πολίτη ή του Ξεφλούδα είναι ισχνά και, στο επίπεδο του αισθητικού αποτελέσματος, όχι τα δραστικότερα. Ορατότερο νεοτερικό χαρακτηριστικό της πεζογραφίας αυτής της γενιάς θεωρείται η χρήση του εσωτερικού μονολόγου, η οποία τελικά διαπιστώνουμε ότι- κατ’ ουσίαν- είναι το μόνο προσδιοριζόμενο από την κριτική σημείο επαφής της με την πεζογραφία της ευρωπαϊκής νεοτερικότητας.
Ωστόσο νιώθει κανείς ότι η μελέτη του μοντερνισμού της πεζογραφίας της γενιάς του ’30 δεν έχει εξαντληθεί’ ότι υπάρχει κάτι στην έως σήμερα προσέγγισή του που, παρότι είναι αισθητό, δεν έχει εντοπιστεί ή δεν έχει επακριβώς προσδιοριστεί. Αυτή την έλλειψη έρχεται να καλύψει σε σημαντικό βαθμό το βιβλίο της Αλεξάνδρας Σαμουήλ Ο βυθός του καθρέφτη: Ο Andre Gide και η ημερολογιακή μυθοπλασία στην Ελλάδα (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1998). Διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, η εργασία αυτή είναι στην πραγματικότητα δύο βιβλία σε ένα. Αφενός εξετάζει την πρόσληψη και την απήχηση του έργου του Αντρέ Ζίντ στην Ελλάδα, και αφετέρου ανασύρει στην επιφάνεια ένα λανθάνον έως σήμερα λογοτεχνικό μας είδος, την ημερολογιακή μυθοπλασία. Η περιοχή όπου τα δύο αυτά βιβλία συνεκβάλλουν σε ένα είναι το τρίτο, και τελευταίο, μέρος του, στο οποίο η ημερολογιακή μορφή αναλύεται  ως μια ισχυρή τάση της μυθοπλασίας της γενιάς του ’30 διαμορφωμένη υπό την επίδραση του έργου του Ζίντ («Η ημερολογιακή μυθοπλασία στην Ελλάδα και η συνεισφορά του Gide: Η ημερολογιακή μυθοπλασία στην Ελλάδα έως το 1951’ β. Σεφέρης, Ξεφλούδας, Θεοτοκάς»).
     Για να προσδιορίσει ακριβέστερα την επίδραση, αυτή η Σαμουήλ την εξετάζει μέσα στο πλαίσιο της ευρύτερης απήχησης του Ζίντ στον ελληνικό χώρο, από την πρώτη αναφορά του ονόματός του σε ελληνικό έντυπο ως το έτος του θανάτου του («Μέρος πρώτο: Η παρουσία του Gide στην Ελλάδα, 1902-1951: α. Μεταφράσεις’ β. Κριτικά κείμενα και αναφορές»). Ακόμη, για να δείξει καλύτερα το σημαντικότερο σημείο αυτής της επίδρασης, που θεωρεί ότι είναι το σημείο επαφής της πεζογραφίας της γενιάς του ’30 με τα μοντερνιστικά στοιχεία του έργου του Ζίντ, η μελετήτρια εξετάζει την ημερολογιακή μυθοπλασία-το λογοτεχνικό είδος στο οποίο εκδηλώνεται ο μοντερνισμός του Ζίντ-και προσδιορίζει τα νεοτερικά στοιχεία με τα οποία ανανέωσε το είδος αυτό ο Γάλλος συγγραφέας («Μέρος δεύτερο: Η ημερολογιακή μυθοπλασία-προβλήματα συγχρονίας και διαχρονίας: α. Η ιστορία του ημερολογιακού μυθιστορήματος’ β. Η δομή του ημερολογιακού μυθιστορήματος’ γ. Η συμβουλή του  Gide»).
   Ο Ζίντ είναι ο πρώτος σημαντικός συγγραφέας του 20ου αιώνα που καλλιέργησε συστηματικά την ημερολογιακή γραφή. Συγχρόνως χρησιμοποίησε σε μεγάλο βαθμό τον ημερολογιακό τρόπο αφήγησης και στο δημιουργικό του έργο. Η πρωτοτυπία του, από την οποία απορρέει ο ιδιότυπος μοντερνισμός του, βρίσκεται στη συνύπαρξη μέσα στο έργο, του δύο αντίθετων στοιχείων: σε μια νιτσεϊκής φύσεως καλλιέργεια του εγώ, από τη μια, και στο γεγονός, από την άλλη, ότι ο καλλιτέχνης και το έργο, ιδανικά της εποχής του συμβολισμού, αντικαθίστανται στα κείμενά του από την ιδέα του συγγραφέα και της γραφής. Την ιδέα αυτή-συμφωνούν οι κριτικοί-ο Ζίντ υπηρετεί με διάφορους τρόπους: με τον πολλαπλασιασμό των οπτικών γωνιών, ο οποίος οδηγεί σε μια κυρίαρχη σχετικότητα’ με τη μετατόπιση της έμφασης από την ιστορία στην αφήγηση’ και κυρίως με το τέχνασμα της mise en abyme- της εικονογράφησης, μέσα στο κείμενο, της ίδιας της διαδικασίας της δημιουργίας του (της δημιουργίας του συγκεκριμένου κειμένου, όχι της συγγραφικής δημιουργίας γενικά)-το οποίο δίνει την ευκαιρία στον αναγνώστη να έρθει σε επαφή με το εργαστήρι του συγγραφέα.
     Μολονότι- παρατηρεί η Σαμουήλ-οι διανοούμενοι του ελληνικού μεσοπολέμου δεν χρησιμοποιούσαν ειδολογικές κατηγορίες για να περιγράψουν το έργο του Ζίντ αλλά θεματικές (όπως εκείνες της «εξομολόγησης» ή της «αυτοανάλυσης»), υπογράμμιζαν ως νεοτερικά εκείνα στοιχεία της πεζογραφίας του που είχαν άμεση σχέση με τη μορφή του μυθοπλασιακού ημερολογίου. Και τούτο γιατί ελκύονταν από το περιεχόμενό της, που αποτύπωνε τον εγωτισμό και τον ατομισμό του Ζίντ, το κύριο στοιχείο της ιδιοσυγκρασίας του, το οποίο εξέφραζε εκείνη την εποχή το, συμβολιστικής καταγωγής, νεοτερικό αίτημα της ενδοσκόπησης και της αυτοανάλυσης. Εδώ βρίσκεται, σημειώνει η Σαμουήλ, η μία όψη της επίδρασης του Γάλλου συγγραφέα στους Έλληνες ομοτέχνους του: η ιδεολογική παράμετρός της, η οποία συνίσταται στην αφομοίωση από σημαντικούς συγγραφείς του μεσοπολέμου της «ηθικής» του Ζίντ, ηθικής της διαθεσιμότητα, δηλαδή της απελευθέρωσης από προκατασκευασμένες ιδέες και της άρνησης κάθε οριστικής και αμετάκλητης επιλογής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αφομοίωσης βρίσκουμε στα κείμενα του Θεοτοκά, κυρίως στο Ελεύθερο πνεύμα, όπου η ιδέα της διαθεσιμότητας επεκτείνεται και στο πολιτικό πεδίο, παρέχοντας στον Θεοτοκά το «ηθικό» έρεισμα, πάνω στο οποίο οικοδομεί τον φιλελευθερισμό του.
     Όμως το επίκεντρο της μελέτης της Σαμουήλ είναι η «υλική», η τεχνική πλευρά της επίδρασης του Ζίντ. Οι συγγραφείς της γενιάς του ’30 έβλεπαν ότι η μορφή του ημερολογιακού μυθιστορήματος, όπως την εκμοντέρνισε ο Ζίντ, προσφερόταν περισσότερο από εκείνη κάθε άλλου λογοτεχνικού είδους για την απεικόνιση όχι μόνο του ατομικού, του εσωτερικού ανθρώπου, αλλά και των προβλημάτων της γραφής. Η μεγάλη συχνότητα με την οποία εμφανίζονται στην Ελλάδα κατά τη δεκαετία του 1930 τα ημερολογιακά πεζογραφήματα (24 τον αριθμό) οφείλεται – διαπιστώνει η Σαμουήλ- σε σημαντικό βαθμό στο παράδειγμα του Ζίντ. Στο ίδιο παράδειγμα οφείλεται και η χρήση της mise en abyme (μιας από τις πιο προχωρημένες αναζητήσεις της νεοτερικότητας) στο Έξι νύχτες στην Ακρόπολη του Σεφέρη, στο Ημερολόγιο της «Αργώς» και του «Δαιμονίου» του Θεοτοκά και στα Τετράδια του Παύλου Φωτεινού και την Εσωτερική συμφωνία του Ξεφλούδα.
     Η μελέτη της Σαμουήλ είναι ένα σημαντικό βιβλίο, που καλύπτει περισσότερα απ’ ό,τι συνήθως πραγματεύεται μια διδακτορική διατριβή. Τα σπουδαιότερα από τα νέα στοιχεία που προσκομίζει είναι αυτά που ήδη αναφέραμε:
1.Μας προσφέρει μιαν ιστορική και κριτική περιγραφή της ουσιαστικά άγνωστης έως σήμερα ημερολογιακής μυθοπλασίας μας, εξετάζοντας 80 ημερολογιακά πεζογραφήματα της περιόδου 1834-1951 (είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι ένα διεθνώς περιορισμένο αριθμητικά είδος καλλιεργείται τόσο έντονα στην Ελλάδα, καθώς και το ότι αποδεικνύεται τόσο ευπροσάρμοστο στις ποικίλες τεχνοτροπικές κατευθύνσεις της πεζογραφίας μας). Η επί του θέματος έρευνα της Σαμουήλ φαίνεται εμπεριστατωμένη: λίγα ημερολογιακά πεζογραφήματα θα πρέπει  να της έχουν διαφύγει (αναφέρω ένα που γνωρίζω, το μυθιστόρημα Μάριος- 1923-του Ηλία Βουτιερίδη, το οποίο, καθώς είναι γραμμένο από μελετητή του έργου του Ζίντ, φαίνεται να ενισχύει το πόρισμα της Σαμουήλ για την απήχηση του Γάλλου πεζογράφου στους Έλληνες συγγραφείς του μεσοπολέμου).
2.Εκτός του ότι μας δίνει μια πλήρη εξέταση της ελληνικής πρόσληψης του Ζίντ, το βιβλίο της Σαμουήλ μας βοηθάει να καταλάβουμε καλύτερα τις νεοτερικές αναζητήσεις της πεζογραφίας της γενιάς του ’30: αφενός αναλύοντας-με την περιγραφή των ελληνικών εφαρμογών της ζωτικής mise en abyme- μιαν ανερεύνητη έως τώρα τάση της’ και αφετέρου εξετάζοντας ακριβέστερα τις σχέσεις αυτής της γενιάς με τον εσωτερικό μονόλογο. Η Σαμουήλ διαπιστώνει ότι ο Ξεφλούδας στα δύο πρώτα του έργα δεν υιοθετεί, όπως πιστεύεται, τον εσωτερικό μονόλογο, αλλά χρησιμοποιεί τις πλέον ακραίες εκδοχές της mise en abyme (η οποία φαίνεται ν’ αποδεικνύεται η αιχμή της πεζογραφικής νεοτερικότητας της γενιάς του ’30, καθώς τη βλέπουμε να επανεμφανίζεται στο γαλλικό «Νέο μυθιστόρημα» και ν’ αποτελεί ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της λεγόμενης μεταμοντέρνας λογοτεχνίας).
     Το πλήθος των νέων στοιχείων που περιέχει το βιβλίο της Σαμουήλ δεν σημαίνει ότι καθιστά αφανείς κάποιες ελλείψεις του. Το τρίτο μέρος του θα μπορούσε να αναπτυχθεί περισσότερο, ενώ στο πρώτο η πυκνή έκθεση στοιχείων για την παρουσία του Ζίντ στον ελληνικό χώρο θα μπορούσε να γίνει με τρόπο περισσότερο αφαιρετικό. Το δεύτερο μέρος, το οποίο πραγματεύεται τις απόψεις της γαλλικής και της αγγλικής βιβλιογραφίας για την ημερολογιακή μυθοπλασία, θα ήταν πληρέστερο αν περιλάμβανε και τις θέσεις της γερμανικής. Όμως αυτά αντισταθμίζονται από τον πλούτο των ιδεών του βιβλίου, αρκετές από τις οποίες κατατίθενται  ως θέματα προς ανάπτυξη-λχ. η περιγραφή των διακειμενικών σχέσεων του Δραγούμη με τον Ζίντ ή η διατύπωση σκέψεων για παρεμφερή προς την ημερολογιακή μυθοπλασία είδη (πραγματικό ημερολόγιο, αυτοβιογραφία, μυθιστορηματική βιογραφία). Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η παρακολούθηση δύο τάσεων της μεσοπολεμικής λογοτεχνικής κριτικής μας, οι οποίες αναπαράγουν σύγχρονές τους γαλλικές αναζητήσεις και οι οποίες δεν είχαν ως τώρα γίνει αντικείμενο προσοχής: της «κριτικής της ταύτισης» και της «κριτικής του παραλληλισμού» (με κύριους εκπροσώπους τον Κλέωνα Παράσχο και τον Σεφέρη αντιστοίχως).
     Βιβλίο καλογραμμένο, ο Βυθός του καθρέφτη χαρακτηρίζεται και από τον φυσικό τρόπο με τον οποίο περιέχει τη θεωρία, η οποία στις σελίδες του δεν επιπολάζει, όπως στον τόπο μας συχνά συμβαίνει σε εργασίες όχι μόνο νέων μελετητών (το βιβλίο είναι ένα από τα ελάχιστα ελληνικά κείμενα που αναφέρουν, επειδή υπάρχει πραγματικός λόγος, και όχι ως επίδειξη κριτικής ταυτότητας, το όνομα του Ρολάν Μπάρτ). Η Σαμουήλ δεν αναπαράγει απλώς τις απόψεις των ξένων αλλά συνδιαλέγεται με αυτές. Ορισμένες από τις παρατηρήσεις της για την έννοια της ημερολογιακής μυθοπλασίας αποτελούν συμβολή στη μελέτη του είδους, το οποίο μόλις τις δύο τελευταίες δεκαετίες έχει αρχίσει σε ορισμένες χώρες ν’ απασχολεί την κριτική.
--  
Συμπληρωματικές πληροφορίες:
-ΑΝΤΡΕ ΖΙΝΤ, Η ΣΤΕΝΗ ΠΥΛΗ, μετάφραση και σχόλια Ανδρέας Κατσαμακίδης, εκδ. Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος-Αθήνα 1989, σ. 175, 7.40 ευρώ. (Κεφάλαια 9, σ.5-157), (Σημείωση του Γάλλου εκδότη, σ.158-159), (Α. Κ. : ΕΠΙΛΟΓΟΣ σ.160-164) (Α. Κ.: ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ, σ. 165-175).
-ΑΝΤΡΕ ΖΙΝΤ, ΤΑ ΥΠΟΓΕΙΑ ΤΟΥ ΒΑΤΙΚΑΝΟΥ, μετάφραση και επίλογος Ανδρέας Θ. Κοτσαμακίδης, εκδ. Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος-Αθήνα 1970, σ. 320, 12.72 ευρώ. (Βιβλία Πέντε σ.5-305), (Α. Κ.: «Τα υπόγεια του Βατικανού» ΕΠΙΛΟΓΟΣ, σ. 307-312), (ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ σ. 313-320)
1) Edwin Berry Burgum, ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ. Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία. Προυστ, Τζόυς, Κάφκα, κ. ά., μτφ. Νέλλη-Όλγα Γκανά, εκδ. Θεωρία-Αθήνα 1982, σ. 21,75,162, 163, 165, 167, 168.
2) Ζαν Πωλ Σάρτρ, ΥΠΕΡ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΩΝ ΣΥΝΗΓΟΡΙΑ, μτφ. Άγγελος Ελεφάντης, εκδ. Ο Πολίτης-Αθήνα 1994, σ. 77
3) Martin Travers, ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Από τον ρομαντισμό ως το μεταμοντέρνο., μτφ. Ιωάννα Ναούμ-Μαρία Παπαηλιάδη. Επιστημονική Επιμέλεια-Εισαγωγή: Τάκης Καγιαλής, εκδ. Βιβλιόραμα-Αθήνα 2005, σ. 204,215, 243, 244, 245, 284.
4) Χαρά Μπακονικόλα- Γεωργοπούλου, ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ, Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΚΑΙ Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΣΤΟΝ ΕΙΚΟΣΤΟ ΑΙΩΝΑ, εκδ. Ινστιτούτο Βιβλίου-Α. Καρδαμίτσα-Αθήνα 1997, σ. 130, 146, 176, 185, 255.
5) Μήτσου Λυγίζου, ΘΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΕΣ. ΔΟΚΙΜΙΑ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΕΣ, εκδ. Δωδώνη-Αθήνα 1977, σ. 250
6) Μήτσου Λυγίζου, ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ. ΔΟΚΙΜΙΑ, εκδ. Δωδώνη-Αθήνα 1976, σ. 186.
7) Μιχ. Κ. Μακράκη, Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ. ΤΑ ΤΡΙΑ ΣΤΑΔΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΙΑΚΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ ΤΟΥ, εκδ. Αρμός-Αθήνα 1992, σ. 8,9,73,83,89.
8) Γιώργος Πράτσικας, ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΣΚΑΛ ΣΤΟΝ ΚΟΚΤΩ. ΕΙΚΟΣΙ ΤΡΕΙΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΤΟΥ Γ. Π., εκδ. Γκοβόστη-Αθήνα 1967, σ. 196.
9) Κλέων Παράσχος, ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ  ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ, εκδ. Δίφρος-Αθήνα 1956., 
α. Andre Gide, σελ. 136-140 (εφ. Πολιτεία 10/11/1932)., 
β. Το Ημερολόγιο του Α. Ζ., σελ.140-145 (εφ. Η Καθημερινή 3/6/1947)., 
γ. (Γενική Ματιά) σ. 145-148., (εφ. Η Καθημερινή 23/11/1947)., 
δ. (Ο ατομισμός του) σελ. 149-154. (περ. Νέα Εστία 15/3/1951 και βιβλίο Μορφές και Ιδέες. «Κύκλος Νέος»)
10) Νάσος Βαγενάς, ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ, εκδ. Κέδρος-Αθήνα 1999, ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ σ. 311-317. (Πρώτη δημοσίευση εφ. Το Βήμα 28/2/1999).
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 22 Αυγούστου 2020
ΥΓ. Μητσοτάκης και τούρκικο τζαμί, εκέκραξαν εν χορδές και οργάνοις τα δύο ιδιωτικά κανάλια της ελληνικής τηλεόρασης που δείχνουν τούρκικα σήριαλ με μεγάλη ελληνική ακροαματικότητα. Και μπακλαβά και μπακλαβά μέσα σε τούρκικο χαμάμ. Μελωμένο.