Τα
Ε Ι Δ Υ Λ Λ Ι Α
Σχετικά με την ποίηση του Νίκου Ι.
Χαντζάρα
«ΣΑ ΣΕ ΟΝΕΙΡΟ»
Γλυκιά καμπάνα εσπερινού. Στη θύμησή
μου πάλι
της πεθαμένης μάνας μου σεμνή η μορφή
προβάλλει.
Ανάλαφρο στην κεφαλή μαντήλι, άσπρο
σα χιόνι.
Χαμόγελο καλόψυχο. Θυμιάζει και ζυγώνει.
Νίκος
Ι. Χαντζάρας
ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΓΗΓΕΝΩΝ
ΠΕΙΡΑΙΩΤΩΝ
Ζωσιμαδών 50
Εν Πειραιεί
1 Ιουνίου 1946
Αξιότιμε
Κύριε
Το
Διοικητικόν Συμβούλιον του Ημετέρου Συνδέσμου κατά την συνεδρίασίν του της 30ης
Μαϊου ε.ε. εξέλεξε μέλη της Επιτροπής Τύπου και Διαφωτήσεως της προβλεπομένης
υπό του εσωτερικού Κανονισμού τους εκ των τακτικών του μελών κ.κ. Ιωάννην
Μελετόπουλον, Γεώργιον Μπουκουβάλαν, Γεώργιον Πιτσάκην, Νίκον Χαντζάρα και
Κωνσταντίνον Βούρβουλην. Ανακοινούντες υμίν την εκλογήν παρακαλούμεν όπως
ευαρεστηθήτε και προσέλθητε την προσεχή Κυριακή ώραν 11ην π.μ. εις τα γραφεία
διά την μετά των μελών της Διοικήσεως επαφήν και την σχετικήν συζήτησιν περί
του σκοπού και των εργασιών της συσταθείσης ως άνω Επιτροπής.
Κατ’ εντολήν της Διοικήσεως
Μέρος
1ο
Ο ήλιος της Πόλης ανέτειλε για τα
καλά, ο Φαέθων πάνω στο υπέρλαμπρο άρμα του μας εποπτεύει από ψηλά
χαμογελώντας, ακούραστος πάντα εργάτης της νομοτέλειας της Φύσης, της
Δημιουργίας του αχανούς Σύμπαντος των μυριάδων άστρων, πλανητών, γαλαξιών που
το φώς τους τρεμοπαίζει. Που και που κάποια Μαύρη Τρύπα αναμένει για τα
περαιτέρω… όπως μας λένε οι αστροφυσικοί. Η ροδοδάχτυλη αυγή χάνεται μέσα στις
ομορφιές των χρωμάτων της. Το μεγάλο ασημένιο τόπι της Σελήνης δεν έχει βασιλεύσει
ακόμα. Η γλυκοτραγουδισμένη και αγαπημένη Σελάνα της αρχαίας ελληνίδας
ποιήτριας Σαπφώς και άλλων λυρικών ποιητών, ρομαντικών από τα αρχαία χρόνια
μέχρι των ημερών μας, αχνοφεγγίζει με το φώς της (Ηλιακή αντανάκλαση).
Διαχρονικό το ποιητικό της πρόσωπο μέσα στην ιστορία της παγκόσμιας
γραμματείας. Αγαπημένο συγγραφικό θέμα των ποιητών και διαπραγμάτευσης των
ζωγράφων μοτίβο. Το Φως και οι Σκιές του, οι διαθλάσεις του πάνω στον χώρο και
τα πράγματα, η υγρασία και η θερμότητά του που ενεργοποιεί τις δυνάμεις ζωής
στα έμψυχα κάθε κατηγορίας και είδους όντα, καθρεφτίζεται πάνω στα άψυχα, στη
λεγόμενη «νεκρά φύση», κρυσταλλώνει επιθυμίες και όνειρα, ανατάσεις ελπίδων. Η
Ζωή σε λειτουργία συνεχίζεται όπως και εμείς, διαβάζοντας και αποδελτιώνοντας,
αναρτώντας τα «Πειραιώτικα» του παλαιού πειραιώτη ποιητή και δημοσιογράφου
Νίκου Ι. Χαντζάρα στην τοπική εφημερίδα «Η Φωνή του Πειραιώς» και σε άλλα
πειραϊκά έντυπα κατά χρονολογία. Η παρούσα μνήμη μας ξεγλιστρά από τον σημερινό
καθημερινό μικρόκοσμο της επικαιρικότητας των γεγονότων και επιστρέφει στις
εφηβικές μας αναμνήσεις, τότε, που ως παιδιά παρακολουθούσαμε την προσσελήνωση
του ανθρώπου στο Φεγγάρι, «Ένα μικρό βήμα του Ανθρώπου, ένα μεγάλο βήμα της
Ανθρωπότητας». Τότε που ακούγαμε τις μουσικές μελωδίες του ιταλού τραγουδιστή
Αλμπάνο και της Ρωμίνας Πάουερ, που μαθαίναμε από ξένους σταθμούς ότι πλησιάζει
το τέλος της επτάχρονης δικτατορίας στην Ελλάδα. Που ακούγαμε για το
στρατιωτικό πραξικόπημα στην Χιλή και την πτώση της εκλεγμένης Κυβέρνησης του
Σαλβαντόρ Αλλιέντε και του θανάτου του. Την δολοφονία του μπαλλαντοποιού ποιητή
Ο’ Χάρα. Τότε, που διαβάζαμε στην εφημερίδα «Η Βραδυνή» την ζωή της Εβίτας και
του Χουάν Περόν, πριν δούμε την ζωή της μεταφερμένη στην κινηματογραφική οθόνη.
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν ακόμη νωπή, η πόλη του Πειραιά σχεδόν άγνωστη
σε εμάς, η ψηφιδωτή εικόνα της ήταν κάπως θολή στα κιτάπια της μνήμης μας,
ελάχιστα τα βήματά μας, περιορισμένα στις γειτονικές συνοικίες και τα σοκάκια,
σε κοντινούς χειμερινούς και υπαίθριους κινηματογράφους, στην αλάνα του
Δηλαβέρη, στην παλιά κεραμοποιία της αρχοντικής οικογένειας της Αθηνάς
Κωνσταντοπούλου που βλέπαμε χαμογελαστοί χάνοι παραστάσεις Καραγκιόζη, τις
βουβές ταινίες του Τσάρλι Τσάπλιν και του Μπάστερ Κήτον. Η ρόδα με το φιλμ της
Μηχανής γύριζε ασταμάτητα και πολλές φορές κόβονταν, σταματούσε η προβολή και
ακούγονταν οι διαμαρτυρίες των μικρών και μεγαλύτερης ηλικίας παιδιών.
«Καμπούρη γράμματα» άκουγες σε διάφορες συχνότητες φωνών από το παιδομάνι. Το
φιλμ των χρόνων του περασμένου βίου μας, σαν και αυτό που μας ξεδιπλώνει ο
ποιητής Νίκος Ι. Χαντζάρας στα Πειραιώτικά του της δικής του ζωής και των γύρων
του, των καθημερινών πειραιωτών της συνοικίας- τα Υδραίικα που γεννήθηκε και
μεγάλωσε, έπαιξε, ονειρεύτηκε, έκανε τα νεανικά μπάνια του, ψιθύρισε τα πρώτα
του τραγούδια της εποχής, έγραψε πάνω στο πακέτο τσιγάρα που κάπνιζε τα πρώτα
του στιχάκια, αφομοίωνε σαν σφουγγάρι τις πρώτες αναμνήσεις και ενθυμήματά του
προετοιμάζοντας το υλικό των αφηγήσεών του και την ολιγόστιχη δωρική βουκολικού
κλίματος ποίησή του. Τα «Ειδύλλια» και τα νέα "μικρά Ειδύλλια". Δεκάδες φορές
επεξεργάζονταν τα ποιήματα αυτά μας αναφέρουν σταθερά στα γραπτά τους οι φίλοι
και συντοπίτες του συγγραφείς και λόγιοι, οι δημοσιογράφοι που τον έζησαν και
συναναστράφηκαν από κοντά. Τα περισσότερα είναι δημοσιευμένα σε πειραιώτικα και
αθηναϊκά λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες της εποχής του, άλλα
αναδημοσιεύτηκαν τις επόμενες δεκαετίες μετά τον θάνατό του είτε αυτούσια είτε
κουτσουρεμένα, ενδέχεται ορισμένα να λανθάνουν σε έντυπα που ακόμα δεν έχουμε
δει ή και να χάθηκαν, καταστράφηκαν, αλλοιώθηκε η φόρμα της πρώτης εικόνας
τους, έμεινε ο κεντρικός τους πυρήνας, η πρώτη σπίθα της σύλληψής τους, λέξεις
και στίχοι τους, φράσεις, αποσπάσματα μιάς άλλης αναφοράς και διάταξης
ενδεχομένως. Πολύ ωραίες είναι οι παρομοιώσεις του παρμένες από το φυσικό
περιβάλλον, ζώα οικόσιτα, του αυλόγυρου μετέχουν στις ζωές των φτωχών και αθώων
αντιλήψεων ατόμων. Τα «Ειδύλλια» αποπνέουν θα γράφαμε έναν αγροτικό ερωτισμό
ζωής, μία βουκολική ατμόσφαιρα κάπως ονειρική που η μνήμη επαναφέρει στην
επιφάνεια δηλώνοντας την παρουσία της. Ορισμένοι στίχοι έχουν κάτι από το
Λαπαθιώτικο ποιητικό εξομολογητικό κλίμα, ή σωστότερα είναι ενσωματωμένο στο
ειδυλλιακό κλίμα της ποίησης του Μεσοπολέμου. Σημαντικές και γνωστές μας κριτικές φωνές της
εποχής πρόσεξαν και μίλησαν θετικά για την ποίησή του. Όπως και στα
δημοσιευμένα Πειραιώτικα έτσι και στην Ποίησή του έχουμε έναν ποιητικό λόγο σε
διαρκή εξέλιξη, προς το δωρικότερο, προς την ελλειπτικότητα δίχως να χάνει τον
χαρακτήρα της ταυτότητάς της, της καθαρότητας των αισθημάτων της, την συγκίνησή
της, τον λυρισμό και ευαισθησία της. Μια ποίηση με συγγενικές εσωτερικές
διασυνδέσεις με την αρχαία ελληνική λυρική ποίηση, την βουκολική ποίηση του
Θεόκριτου, εκλεκτικές συνάφειες. Μάλιστα, αν διαβάσουμε και δούμε τα διάσπαρτα
σε διάφορα έντυπα ποιήματά του, θα μπορούσαμε έστω παρακινδυνευμένα να
μιλήσουμε και για ένα ποιητικό κλίμα των τετράστιχων ή δίστιχων στροφών που
θυμίζουν Ιαπωνικά Χάϊ- Κου. Είναι δυνατές εικόνες που εντυπώνονται αμέσως στην
συνείδηση του αναγνώστη, ενεργοποιούν καταστάσεις της μνήμης. Απλές ή σύνθετες
λέξεις, μετοχές και ουσιαστικά, επίθετα, με ισχυρή ενέργεια και έλξη μεταξύ
τους. Λεξούλες μάλλον άγνωστες στο ευρύ κοινό που χρησιμοποιούνται για να
δώσουν τον ρυθμό, να εντείνουν την εσωτερική μελωδία, το ζευγάρωμα των στίχων.
Συνήθως είναι οξύτονες ή παροξύτονες και όχι πάντα στην ονομαστική. Στην
καθημερινή τους χρήση το φορτίο τους έχει κοινωνικό ηθικό κουκούτσι δήλωσης
όπως το «δαγκωμένη» ή το «προκάνουνε» που χρησιμοποιούσε στην προφορική
πολιτική του ομιλία Καρδιτσιώτης πολιτικός αρχηγός. Το άπλωμα των στίχων του
και ο αριθμός τους μέσα στην σύνθεση μπορεί να είναι διαφορετικός από ότι των
Χάϊ- Κου αλλά η αίσθηση που αφήνουν είναι η ίδια. Αλλά αυτή η σκέψη μου σηκώνει
συζήτηση. Και αυτή είναι η γοητεία της ποίησης ενός ποιητή της ποιότητας σαν
τον Νίκο Ι. Χαντζάρα, ότι ο ποιητικός του λόγος παραμένει ανοιχτός,
διαπραγματεύσιμος, ίσως και αναθεωρήσιμος στο ευρύτερο περίγραμμά του, όμως
πάντα διάπλατα ελεύθερα συζητήσιμος. Είναι από τα είδη του ποιητικού λόγου που
έχει παράσχει η ελληνική και παγκόσμια γραμματεία, το οικουμενικό ποιητικό
πνεύμα που παραμένει επίκαιρο σε κάθε εποχή στα μάτια του αναγνώστη, μπορεί
ακόμα να συγκινεί και να γεννά παραστάσεις νοσταλγίας και μαρτυρίες ζωής που
ακόμα, και στην σύγχρονη σκληράδα και παγερότητα, κυνικότητα των χρόνων μας
ένας αναγνώστης ή αναγνώστρια του ποιητικού λόγου και δημοσιογραφικής γραφής
του πειραιώτη δημιουργού καθρεφτίζεται η αθωότητα και αφτιασίδωτη, πηγαία
μεγαλοσύνη των «χαμένων» ονειρικών νεανικών χρόνων της ζωής μας, και η
αναπόληση της ωριμότερης ηλικίας μας, όχι μόνο ως ατομική αίσθηση αλλά σαν
αίσθηση της Πόλης μας, του Πειραιά, που γέννησε στις ψυχές μας εκατοντάδες
αισθήματα και συναισθήματα. Μικρά λακουβάκια ευαισθησίας σαν και αυτά που
ανοίγαμε μικροί στους χωμάτινους δρόμους για να παίξουμε με τα φιλαράκια μας τα
γυαλένια και τις άσπρες, γαλακτερές βούζες.
Νίκος Ι.
Χαντζάρας. Πειραιάς 1884- Πειραιάς 2/6/1949 Ψευδώνυμα: Νικολός Β., Νικολός Γ.,
Πειραιώτης.
Αν δεν κάνω
λάθος στην Δημοτική Βιβλιοθήκη του Πειραιά μας δίνονται οι εξής πληροφορίες για
τον ποιητή: Ν. Ι. ΧΑΝΤΖΑΡΑ.
1.,
Ειδύλλια/ Ν. Ι. Χαντζάρας, Αθήνα: Μουσικά Χρονικά, 1931- (889.1).
2., Μικρά
ειδύλλια/ στίχοι Νικ. Χαντζάρα [χ.τ.]: [χ.ό]. [19 --] –[782.42162].
Θέλοντας να ξεκουράσω για λίγο τη
σκέψη μου και να βοηθήσω την όρασή μου από την κούραση του ψειρίσματος και την
σχολαστικότητα της οργάνωσης των δύο τελευταίων χρόνων των Πειραιώτικων,
στράφηκα προς την Ποίησή του και αναρτώ σε αυτό το πρώτο σημείωμα τα 18
Ειδύλλιά του, έτσι όπως τις προηγούμενες δεκαετίες προμηθεύτηκα από
παλαιοπωλείο την έκδοση. Φυσικά είχα υπόψη μου και την εργασία του ποιητή και
ανθολόγου, εκδότη Τάσου Κόρφη στο περιοδικό «Διαγώνιος» του Θεσσαλονικιού
ποιητή και εκδότη Ντίνου Χριστιανόπουλου, το αφιέρωμα στον ποιητή του
περιοδικού «Φιλολογική Στέγη» του ομώνυμου Σωματείου της Πόλης και άλλες πηγές.(1).
Επιπρόσθετα, συμπληρώνω όπως είχα πράξει και στα τέσσερα προηγούμενα σημειώματά
μας για τα «Πειραιώτικα» με ενδεικτικά στοιχεία για τον πειραιώτη ποιητή.
Κομμάτια του παζλ του μέχρι να έχουμε μία επαρκή ολοκλήρωση του πορτραίτου του.
Αν και όπως συνηθίζουμε να επαναλαμβάνουμε διαρκώς, μία Βιβλιογραφία έχει αρχή
αλλά όχι τέλος, όπως και η χαρά του διαβάσματος μιάς ποιητικής συλλογής, ενός
πεζού, μιας δοκιμιακής μελέτης, έρευνας κλπ.
ΦΙΛΟΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
-Το νέο
διοικητικό συμβούλιο του πειραϊκού εκπολιτιστικού ομίλου «Φίλοι της Τέχνης»
καταρτίστηκε ως εξής:
Νίκος
Χαντζάρας πρόεδρος
Ι.
Γιαννάτος γενικός γραμματέας
Μ.
Παξιμάδης ταμίας. Δημήτρης Πανίτσας,
Αντώνης Μαρμαρινός και Ευάγγελος Καμπέρος
σύμβουλοι.
Ν.
Ι. Χ Α Ν Τ Ζ Α Ρ Α Σ
Ε Ι Δ Υ Λ Λ Ι Α, Έκδοση «ΜΟΥΣΙΚΑ
ΧΡΟΝΙΚΑ», ΑΘΗΝΑ 1931, Σελίδες 32. Διαστάσεις 15Χ21. Τιμή Βιβλιοπωλείου 1050 παλαιές
δραχμές.
Η έκδοση δεν έχει κολοφώνα με σχετικές
πληροφορίες. Ο τίτλος της συλλογής έχει χρώμα κόκκινο ενώ τα υπόλοιπα στοιχεία
του βιβλίου και το σχέδιο (ένα κλωναράκι λουλουδιού του εξώφυλλου και αυτό της
τελευταίας μέσα σελίδας που κοσμούν την έκδοση είναι με μαύρα). Οι σελίδες
είναι αριθμημένες, 30. Διαβάζουμε από την τέταρτη αριστερή εσωτερική σελίδα:
Εσχηματίσαμε μιά σειρά από την εργασία του κ. Ν. Χαντζάρα, τη
δημοσιευμένη σε διάφορες φιλολογικές επιθεωρήσεις της τελευταίας
εικοσιπενταετίας, με την επιθυμία να δώσουμε μίαν ιδέα επάξια της τέχνης του.
Μας
έδωσεν ο λογοτέχνης την έγκρισή του, και αναθεώρησε μάλιστα την εργασία του.
ΤΑ «ΜΟΥΣΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ»
Προάγγελος
των Ειδυλλίων είναι το ΔΑΚΡΥΒΡΕΧΤΟ ΕΙΔΥΛΛΙΟ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ, σελ.5-10. (Ο Χαντζάρας
έχει αφιερώσει όπως γνωρίζουμε το ποίημα στην αδερφή του). Οι σελίδες 11 έως 30
περιλαμβάνουν τα ΜΙΚΡΑ ΕΙΔΥΛΛΙΑ. Τα Ειδύλλια δημοσιεύονται όλα άτιτλα, όπως
θέλησε ο ποιητής. Στις μεταγενέστερες αναδημοσιεύσεις τους και σε άλλες
ποιητικές του μονάδες οι κατά καιρούς ανθολόγοι του-ορισμένοι- βάζουν τίτλο.
ΔΑΚΡΥΒΡΕΧΤΟ
ΕΙΔΥΛΛΙΟ ΤΗΣ
ΕΛΕΝΗΣ
Αργείς,
αγέρι, το πανάκι του
Να φέρεις με
τ’ άλικο χρώμα.
Φαίνεται
ακόμα σα γαρύφαλλο
Πεσμένο απ’
της αυγής το στόμα.
Στο αθώο το
στήθος, ώ μητέρα μου,
Γλυκοί που
βασιλεύουν πόνοι.
Η Ελένη
χάνεται απ’ τον έρωτα,
Που εμάγευε
ως τα χτες τ’ αηδόνι.
Ώ παρθενιά
μου εσύ, ώ γλυκύτατο
Της κάθε
κορασιάς στεφάνι,
Με το
θαλασσινό της έρωτα
Γλήγορα η
Ελένη που σε χάνει.
Μ’ ακόμα παίρνω
το πανάκι του,
-Ζέφυρε,
αργότατα ζυγόνει,-
Για ένα
τριαντάφυλλο που ξέφυγεν
Απ’ της
αυγής τη χρυσή ζώνη.
Νοιώθω το
στήθος, ώ μητέρα μου,
Γιομάτο
αγάπη για το ταίρι,
Σαν το
κλωνάρι το κατάκαρπο,
Πού σώνει
και μικρού το χέρι.
Με τη
θαλασσινή αγάπη της,
Μοιάζει η
καρδιά σου τώρα, Ελένη,
Δέντρο, που
απ’ τον καρπό εγονάτισε,
Μηλιά τα
μήλα φορτωμένη.
Μ’ ακόμα
παίρνω το πανάκι του,
-Γιομάτο
φούσκονέ το, αγέρι,-
Για ένα
εκατόφυλλο στα κύματα,
Πεσμένο, απ’
της αυγής το χέρι.
Θυμάμαι τί
γλυκά, μητέρα μου,
Μικρούλα που
μ’ αποκοιμούσες,
Σαν μ’
έπαιρνεν αθώο παράπονο,
Λιγάκι ως μ’
εχαϊδολογούσες.
Στα γόνατά
σου ν’ αποκοίμιζες
Πλειά δε
μπορούσες την Ελένη,
Πού με χρυσή
σαϊτταν ο Έρωτας
Βαρειά την
είχε πληγωμένη.
Χρυσή μητέρα
μου, εσυνείθιζες
Κάθε
ξημέρωμα στο στρώμα
Να με
ξυπνούσες με χαϊδέματα
Και με γλυκά
φιλιά στο στόμα,
Κάποια
χαράματα το χέρι σου
Θα
ματαπλόνεται για χάδια’
Και θα
στενάζης, ώ μητέρα μου,
Τη θέση μου
σα βρίσκης άδεια.
Μικρή σαν
ήμουνα, στα λούλουδα,
Στις
χλωρασιές όλο εγυρνούσα’
Χαρούμενη,
στο λευκό μέτωπο
Της
παπαρούνας φύλλα εσκούσα’
Ώ, τόρα, άς
ήταν να μου στρώνανε
Μιά κλίνη
απ’ άνθια μυρωμένα,
Νεκρή να
γείρω, με τα χέρια μου
Στο αθώο το
στήθος σταυρωμένα.
Μητέρα, θα
ζητήσης, άδικα
Παντού σε
λίγο την Ελένη,
Πού θ’
αρμενίζη στ’ άσπρα κύματα
Με την αγάπη
της δεμένη.
Κ’ ύστερα,
αλοίμονο, μητέρα μου,
Τα μαύρα σου
μαλλιά θα λύσης
Και την
Ελένη, που σ’ αρνήθηκε,
Πικρά θα
γείρης να θρηνήσης.
Μ
Ι Κ Ρ Α Ε Ι Δ Υ Λ Λ Ι Α
Περνώντας τ’
όμορφο λιβάδι,
Την
απριλιάτικη αυγινή,
Άπλωσα στο
γλυκόνε αέρα
Την
κρουσταλλένια μου φωνή.
Τ’ άνθια
ετραγούδησα του κάμπου
Και τα
πουλιά τα πλουμιστά,
Είπα
τραγούδι στο ποτάμι
Με τ’
ασημένια του νερά.
Και
χαμηλόνοντας λιγάκι
Την
κρουσταλλένια μου φωνή,
Τραγούδησα
κ’ εσένα, Γιώργο,
Την
απριλιάτικη αυγινή. σ.13
--
Της γης τα
ρόδα έχουν ανοίξει’
Του Απριλιού
ζέφυρος τερπνός’
Παντού είνε
δάφανος και λάμπει
Ψηλά ο
γαλάζιος ουρανός.
Κι’ από το
πράσινο λιβάδι
Με το ποτάμι
το αργυρό,
Περνάει
ξανθόμαλλο κοράσι,
Του σταριού
φύτρο τρυφερό.
Όμορφος,
μάννα, που είνε ο κόσμος’
Απάρθενος
και φωτεινός’
Κ’ είνε
βαθύς, είνε μεγάλος
Ψηλά ο
γαλάζιος ουρανός. σ.14
--
Τόρα νοιώθω
πλέρια τη ζωή μου,
Τα χέρια, τα
πόδια, το κορμί μου.
Μάννα, μες
τα στήθια ετούτα νοιώθω
Δυνατή
καρδιά κι’ αντρίκιο πόθο.
Μά κ’ η
Ελένη με τη χρυσή ζώνη,
Σαν το
στάχυ, γλήγορα μεστόνει. σ.15
--
Περίλυπα
σφυρίζοντας, ποτίζω
Στη δροσερή
το Μαύρο μας πηγή.
Επέθανε τ’
ολόξανθο κοράσι,
Η Μαρία, που
επαίζαμε μαζί.
Απ’ το φτωχό
σπιτάκι την επήραν
Κι’ απ’ τη
λευκή της κλίνη βιαστικά.
Τα ευγενικά
της χέρια είχε βαλμένα
Στο στήθος
της απάνω σταυρωτά.
Με το παλιό
σου φόρεμα στον τάφο
Σ’ εβάλανε,
έρμο φύτρο της αυγής.
Αστόλιστη
και παραπονεμένη
Σ’ έθάψανε
βαθειά στη μαύρη γης. σ.16
--
Ένας ξανθός
λεβεντονιός στη στράτα μ’ ανταμόνει.
Απ’ τα
σγουρά του πειό όμορφα δε βρίσκονται μαλλιά.
Μα εγώ,
περνώντας δίπλα του, τα μάτια χαμηλόνω
Από δειλή
καρδιά.
Ένας ξανθός
λεβεντονιός στη στράτα μ’ ανταμόνει.
Κάτι μου
λέει γλυκά-γλυκά και μου χαμογελά.
Μα εγώ
διαβαίνω αμίλητη’ κι’ αυτό θα τον πικραίνη’
Μα έχω δειλή
καρδιά.
Σαν μ’
αγαπάς, λεβέντη μου, σύρε και γύρεψέ με
Στον κύρη
μου, στ’ αδέρφια μου, στη μάννα τη γλυκειά.
Είμαι κοράσι
απάρθενο και τ’ άσπρο μου το στήθος
Κρύβει δειλή
καρδιά. σ.17
--
Ξυπνώ με την
αυγή. Τα χέρια μου
Τον άσπρο
κόρφο μου κουμπόνουν.
Νάν τόνε
ιδούνε δεν προκάνουνε
Τα μάτια
μου, που χαμηλόνουν.
Φροντίζει ο
Θεός, στον ξένοιαστο ύπνο μου,
Κι’ όλο
φουντόνω κι’ ομορφαίνω.
Θρέφει και
το χρυσό τον έρωτα,
Πού στην
καρδιά μου έχω κρυμμένο. σ.17
--
Στη μνήμη
μου, απαλά, τη μαραμένη,
Κόμπος
δροσιάς εστάλαξεν Ελένη.
Μικρή, στον
κάμπο με τις τιντιλίνες,
Θυμάσαι, που
σ’ ετρόμαζαν οι χήνες;
Στο πόδι το
κρινάτο δαγκωμένη,
Κάποτε, που
μου εγύρισες κλαμμένη;
Και τον
χρυσό τον πετεινό θυμήσου,
Πού σου
άρπαζε απ’ το χέρι το ψωμί σου.
Χελιδονιού
φωνή έβγαινες, Ελένη.
Τί θύμηση
παλιά, χαριτωμένη. σ.19
--
Με την
καρδιά δειλή κι’ ανάλαφρα
Επέρασα πολύ
σιμά του.
Τερπνά και
ξένοιαστα εκοιμότανε
Στην
ασημένια ελιά από κάτου.
Γραμμένο
στήθος του βοσκόπουλου,
Που ο
ζέφυρος, γυμνό, εφιλούσε.
Μιά τρυφερή
ματιά κ’ επέρασα.
Κρυφά η
καρδιά μου το εζητούσε. σ.20
--
Ηλιοβασίλεμα.
Σαλεύουν
Αύρες τα
λουλούδια απαλά.
Σε διάφανο
ουρανό, τ’ αστέρι
Το βραδινό
φωτάει δειλά.
Άγρια
βελάσματα, κουδούνια,
Σφυρίγματα,
στη σιγαλιά.
Γυρνούν στη
στάνη τα κοπάδια,
Ζυγά
φωλιάζουν τα πουλιά.
Από τον
κάμπο στο χωριό του
Αντρόγενο
όμορφο γυρνά.
Διαβαίνει
ομπρός το παλληκάρι
Και το
κατόπι η νιά περνά.
Εκειός με το
τσαπί στον ώμο,
Αλυγαριά
χλωρή στ’ αυτί’
Κ’ έχει
γλυκά στης νιάς τον κόρφο
Το βρέφος
αλησμονηθή. σ.21
--
Το νιόβγαλτο
χρυσό βλαστάρι
Βυζαίνει και
κλαίει τρυφερά.
Σε φυλακή
ήταν το παιδί μου
Κι’ όλο
εζητούσε λευτεριά.
Φώς
εζητούσε, αύρες, λουλούδια,
Νερά,
πουλιά, ουρανό βαθύ.
Στη χλωρασιά
κ’ εγώ το βγάνω,
Σαν πέρδικα,
με την αυγή.
Ήλιε, απαλά
να μου φιλήσης
Στα μάτια το
μικρό πουλί
Κι’ όλα τα
ρόδα ναν του δείξης
Με τη χρυσή
σου ανατολή. σ.23
--
Φτερωμένο
πέρασμα της κόρης,
Την αυγή,
στο πράσινο λιβάδι,
Πού ο μικρός
βοσκός με τη φλογέρα
Βόσκει το
χιονόμαλλο κοπάδι.
Με γλυκειά
μιά φλόγα στην ματιά του
Ν’
αλαφοπερνά τηνε κυττάζει,
Απαλά
χαϊδεύοντας το χνούδι
Πού στ’
απάνω χείλι του χαράζει. σ.24
--
Το ξανθό μου
αμίλητο. Δεν έπιανε
Το βυζί κ’
ήμουν συλλογισμένη.
Στην ψυχή
μου γύρω η δείλια μου, ένοιωθα,
Κάποιαν άχνα
ολονυχτίς να υφαίνη.
Απολησμονήθηκα
κ’ επρόβαλε
Ροδισμένη
αυγή καλό να φέρη’
Στον
ξεκουμπωμένο κόρφο μου ένοιωσα
Του παιδιού
μου τρυφερό το χέρι. σ.25
--
Δειλά
χαϊδεύει το καλύβι
Φώς της
αυγής. Χόρτου ευωδία.
Όμορφη νια
στη θύρα γνέθει
Και βρέφος
έχει στην ποδιά.
Σκαλίζουν
όρνιθες μπροστά της,
Σπόρους
διαλέγουν απ’ τη γης.
Ανάλαφρες, και
κακαρίζουν
Αργά στην
άχνα της αυγής, σ.26
--
Πλειά η
φλογέρα σου δε θ’ αχολογήση,
Την καρδιά
μας γλυκά ναν τη μεθύση;
Το τραγούδι
σου, γαλανέ τσοπάνη,
Ποιά νεράϊδα
κακιά τόχει μαράνει;
Αν ήταν έτσι
γλήγορα να σβύση,
Πλειό καλά
να μην είχε αντιλαλήση, σ.27
--
Βοσκέ, στον
κόρφο που βαστάς νιογέννητον αρνάκι
Και σαλαγάς
τα πρόβατα, σταμάτησε λιγάκι.
Με θλιβερά
βελάσματα η μάννα του ακλουθάει.
Για βάλ’ το
χάμου, πλάϊ της τρικλίζοντας να πάη. σ.28
--
Τη βαθειά
νύχτα, τρυφερό
Νανούρισμα
για το μωρό,
Πού γλυκά
ήταν κοιμισμένο
Κ’ έκλαψεν,
αλαφιασμένο.
«Τρίζει η
βαρκούλα σου, τερπνά,
Σου λάμνω με
χρυσά κουπιά.
Και σαν πάρη
να χαράξη
Μες τη
Βενετιά θ’ αράξη.» σ.29
--
Κοιμάται’ κ’
η καρδιά μου
Ξυπνά και
λαχταρά.
Ζητάει χλωρά
λιβάδια
Και
κρούσταλλα νερά.
Πουλιά, να
ταξιδεύουν
Σε ουράνια
γαλανά.
Θάλασσες και
ρουμάνια
Κι’ αλαργινά
βουνά.
Αναστενάζω,
μάννα,
Την ώρα της
αυγής’
Έχει
ομορφιές η πλάση,
Έχει και
ρόδα η γης. σ.30
Σημειώσεις:
Δεν θέλησα να επέμβω στην ορθογραφία
που χρησιμοποιεί ο ποιητής ή υιοθετεί το τυπογραφείο. Πχ. «είνε», «μάννα»,
«χαμηλόνουν» «φουντόνω» κλπ. ούτε από την άλλη να τα προσαρμόσω στην σύγχρονη
ορθογραφία, σύνταξη και έκφραση όπως έπραξαν μεταγενέστεροι ανθολόγοι του όπως
ο ποιητής Τάσος Κόρφης, ο πειραιώτης ιστορικός Γιάννης Χατζημανωλάκης κλπ.
ΒΙΒΛΙΑ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟ Ι. ΧΑΝΤΖΑΡΑ
1.,
ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΝΙΚΟΣ
ΧΑΝΤΖΑΡΑΣ ΕΝΑΣ ΕΙΔΥΛΛΙΑΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
ΜΙΑ ΕΚΔΟΣΗ
ΤΗΣ «ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΟΥΣΑΣ»
Πειραιάς
1944, σ.14 (Φωτοτυπία)
2., ΧΡΗΣΤΟΣ
ΛΕΒΑΝΤΑΣ
ΔΥΟ ΜΟΡΦΕΣ
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ
Ν. ΒΟΥΤΥΡΑΣ
ΝΙΚΟΣ Ι. ΧΑΝΤΖΑΡΑΣ
ΜΕΛΕΤΗ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΕΚΔΟΣΗ
«ΠΕΙΡΑΪΚΩΝ ΧΡΟΝΙΚΩΝ»
Πειραιάς
1952, σ.90
3., ΑΝΤΩΝΗΣ
ΜΑΡΜΑΡΙΝΟΣ
ΠΕΙΡΑΪΚΕΣ
ΜΟΡΦΕΣ
ΝΙΚΟΣ
ΧΑΝΤΖΑΡΑΣ
Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ
ΕΡΓΟ ΤΟΥ
(ΟΠΩΣ ΤΑ
ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ Ο ΙΔΙΟΣ)
Πειραιάς
1956, σ. 70
4. ΓΙΩΡΓΟΣ
ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΝΙΚΟΣ
ΧΑΝΤΖΑΡΑΣ ΕΝΑΣ ΕΙΔΥΛΛΙΑΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΙΑ
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
Πειραιάς
1961, σ. 16 (Φωτοτυπία)
(1)., ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΩΝ
1., Ο
λογοτέχνης
ΜΗΝΙΑΙΟ
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗΣ
Ιδιοκτήτης-
Διευθυντής: Σ. Δ. ΧΑΤΖΗΜΙΧΕΛΑΚΗΣ
ΧΡΟΝΟΣ Αος
–ΑΘΗΝΑ ΓΕΝΑΡΗΣ 1957-ΤΕΥΧΟΣ 6, Σελίδες 6-8
[Το Αφιέρωμα
περιέχει:- Γιώργου Σταυρόπουλου, «ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ ΤΩΝ «ΕΙΔΥΛΛΙΩΝ», σ.
6-8. -Περιλαμβάνει τα ποιήματα: «Χαρές Χαμένες, «Τραγούδι του Οδοιπόρου»
(απόσπασμα), «Ξημέρωμα», σ. 1,8.]
2.,
ΔΙΑΓΩΝΙΟΣ
Εκδότης-
Διευθυντής Ντίνος Χριστιανόπουλος
Τεύχος
13/1,3,1968, ΣΕΛ. 35-40.
ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΠΟ
ΤΑ «ΜΙΚΡΑ ΕΙΔΥΛΛΙΑ»
Και Βιβλιογραφικό
Σημείωμα: ΤΑΣΟΣ ΚΟΡΦΗΣ. Σελίδες 35-40
[Η Επιλογή
και το βιβλιογραφικό σημείωμα είναι του Κερκυραίου ποιητή, μεταφραστή,
ανθολόγου και εκδότη Τάσου Κόρφη, ψευδώνυμο του Αναστάσιου Ρομποτή (1929-1994).
Περιλαμβάνει: -Από την συλλογή τα «Ειδύλλια» τα ποιήματα των σελίδων 13, 15,
17, 19, 20, 21-22, 24, 27, 28. Και ακόμα τα έντιτλα: «ΞΗΜΕΡΩΜΑ», «ΚΑΜΑΡΩΜΑ»,
«ΣΑ ΣΕ ΟΝΕΙΡΟ», «ΠΑΙΧΝΙΔΙ», «ΤΟ ΚΑΚΙΩΜΑ», «ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ 1 και 2», «ΧΑΡΕΣ ΧΑΜΕΝΕΣ»,
«ΘΛΙΒΕΡΗ ΚΑΡΔΙΑ», «ΑΝΟΙΞΗ». Σημειώνει στο Βιβλιογραφικό του σημείωμα ο Τάσος
Κόρφης:
«Η επιλογή
των «Μικρών Ειδυλλίων» έγινε από τις δύο, πιο βασικές συγκεντρώσεις των
ποιημάτων του Χαντζάρα, πού έκανε ο ίδιος ο ποιητής, δηλαδή από την έκδοση των
«Μουσικών Χρονικών» (Ειδύλλια, σχ.8ο, σελ. 30, Αθήνα 1931) και από
τη σειρά του περιοδικού «Πειραϊκά Γράμματα», όπου δημοσιεύτηκαν με το γενικό
τίτλο «Ειδύλλια, βιβλίο δεύτερο σ’ οριστική μορφή». (Πειραϊκά Γράμματα: β΄
χρόνος, τεύχος 2, Αύγουστος 1942, σελ. 58-59.- τεύχος 4, Οκτώβριος 1942, σελ.
188 και 217.- τεύχος 6, Δεκέμβριος 1942, σελ. 316.- γ΄ χρόνος, τεύχος 1,
Ιανουάριος 1943, σελ. 19. –τεύχος 3, Μάρτιος 1943, σελ. 121. –τεύχος 5, Μάϊος
1943, σελ. 225. – δ΄ χρόνος, τεύχος 7, Ιούλιος 1943, σελ. 14).
Το έργο του ποιητή βιβλιογράφησε ο
φίλος του λογοτέχνης Χ. Λεβάντας. (Χ. Λεβάντα, «Δύο Μορφές», Πειραιάς 1952,
σελ. 62-88). Για ένα μέρος αυτής της βιβλιογραφίας χρησιμοποιήθηκε το
συγκεντρωμένο από τον ίδιο τον ποιητή υλικό που διασώθηκε από τον Λεβάντα και
παραδόθηκε στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Πειραιώς. Το αποτελούν αποκόμματα, τα περισσότερα
όχι ακριβολογημένα χρονολογικά, επικολλημένα άταχτα σε φύλλα δέκα τετραδίων με
ενδιαφέρουσες σημειώσεις του ποιητή σε ποιήματά του, διορθώματα, αδημοσίευτα γράμματα
φίλων του και φωτογραφίες.].
3.,
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΣΤΕΓΗ
Χρόνος 19ος
– Τόμος Ε΄. Τεύχος 31/ Δεκέμβριος 1984
Επιμέλεια έκδοσης:
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΜΑΝΩΛΑΚΗΣ Σελίδες 181-205.
ΑΦΙΕΡΩΜΑ
ΝΙΚΟΣ Ι. ΧΑΝΤΖΑΡΑΣ. Σκίτσο της Βάσως Κατράκη. Το ομώνυμο περιοδικό της «Φιλολογικής
Στέγης» και σε άλλα του τεύχη δημοσιεύει ποιήματα του Νίκου Ι. Χαντζάρα, ενώ
κατά χρονικά διαστήματα τελεί πνευματικό μνημόσυνο εις μνήμη των Πειραιωτών
λογοτεχνών στο Νεκροταφείο της Αναστάσεως. Με σύντομες ομιλίες και καταθέσεις
στεφάνων.
Το εύρωστο Αφιέρωμα
της Φ.Σ.Π. περιλαμβάνει τα εξής: - Χειρόγραφο αυτόγραφο «Ειδύλλιο» σ.181. – Γιάννης
Χατζημανωλάκης, «Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΩΝ «ΕΙΔΥΛΛΙΩΝ»», σ.182-184. –ΝΙΚΟΣ Ι. ΧΑΝΤΖΑΡΑΣ (1884-
1949) Βιογραφικό σημείωμα. Περιλαμβάνει ακόμα –Μεταθανάτιες εκδηλώσεις για το Νίκο
Χαντζάρα. Εκδηλώσεις της Φ.Σ.Π. για τα 100 χρόνια από τη γέννησή του. –Βιβλιογραφία.
Σελ. 185-186. –Κριτική Ανθολογία, επιλογή κρίσεων για το έργο του Ν. Χαντζάρα. (Διαβάζουμε
μικρά αποσπάσματα των Τέλλου Άγρα, Στέλιου Γεράνη, Γιώργου Δέλιου, Τάσου Κόρφη,
Χρήστου Λεβάντα, Κλέων Παράσχου, Μιχάλη Περάνθη, Μανόλη Θ. Ρούνη, Σωτήρη Σκίπη),
σελ.187-188. –ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ «ΕΙΔΥΛΛΙΑ» (1931). «ΔΑΚΡΥΒΡΕΧΤΟ ΕΙΔΥΛΛΙΟ
ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ», «ΜΙΚΡΑ ΕΙΔΥΛΛΙΑ» σελ.189-196. –«ΑΠΟ ΤΑ «ΝΕΑ ΕΙΔΥΛΛΙΑ». («ΞΗΜΕΡΩΜΑ»,
«ΚΑΜΑΡΩΜΑ», «Η ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ», «ΑΝΟΙΞΗ», «ΤΟ ΚΑΚΙΩΜΑ», «ΚΟΡΗ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ», «ΣΑ ΣΕ
ΟΝΕΙΡΟ», «ΛΕΥΤΕΡΑ ΠΟΥΛΙΑ», «ΧΑΡΕΣ ΧΑΜΕΝΕΣ», «ΔΕΙΛΙΝΟ», «ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ Ι, ΙΙ», «ΔΑΚΡΥΑ
Ι, ΙΙ» και «ΦΤΩΧΕΙΑ»). Τα ποιήματα προέρχονται από τα περιοδικά «Πειραϊκά Γράμματα»
και «Πνευματική Πορεία». σ. 189-200.- Θανάσης Ζαφειρόπουλος, «Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΟΥ
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ Ν. ΧΑΝΤΖΑΡΑ», (είναι αναδημοσίευση από τη «Φωνή του Πειραιώς»
12 Ιανουαρίου 1979), σελ. 201. –Νίκου Χαντζάρα, «ΕΝΩ ΤΥΛΙΓΕΤΑΙ Η ΨΥΧΗ ΣΤΗΝ
ΑΣΗΜΕΝΙΑ ΠΑΧΝΗ» (Αυτοβιογραφικό κείμενο του ποιητή από το «Περιοδικό μας» νέα
περίοδος, τόμος Α, σελ. 251, Πειραιάς, Απρίλιος- Μάϊος 1959), σελ. 202-203. –Ποίημα
Αφιερωμένο «ΣΤΟ ΝΙΚΟ ΧΑΝΤΖΑΡΑ» του πειραιώτη ποιητή Λουκά Μουζάκη, σελ. 203. Το
Αφιέρωμα κλείνει την αυλαία των σελίδων του με την παρτιτούρα των στίχων του Χαντζάρα
«ΞΥΠΝΩ ΜΕ ΤΗΝ ΑΥΓΗ», σε μουσική Ιωσήφ Γκρέκα, σελ. 204-205.
Αυτό είναι το μικρό Πειραϊκό ταξιδάκι μας
με το καϊκάκι του πειραιώτη ποιητή και δημοσιογράφου Νίκου Ι. Χαντζάρα. Ούριος
στάθηκε ο άνεμος για τον ποιητή, είτε ασχολήθηκε με την ποίηση είτε έβγαινε για
δημοσιογραφικό «πυροφάνι» στις πολύχρωμες καταγραφές των ρεπορτάζ του. Το πετρώδες
τοπίου του Πειραιά και η θάλασσα του αντανακλούν την φωνή και τα γραπτά του Νίκου
Ι. Χαντζάρα.
Στα επόμενα σημειώματά μας θα αναρτήσουμε
τα νεότερα ποιητικά του «Ειδύλλια», την συνέχεια των ετών των Πειραιώτικων 1947
και 1948 χρονογραφημάτων του και ενδεικτική Βιβλιογραφία του.
Μέρος Α΄
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς
Σεπτέμβριος
5-11/9/ 2025