ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ Αθήνα 1/6/1940-Αθήνα 3/10/1993
Μια
αιρετική γυναικεία ποιητική φωνή της Γενιάς του 1970
του Γιώργου Μπαλούρδου
του Γιώργου Μπαλούρδου
«Τα πάντα γύρω με κουράζουν, τα
πάντα γύρω με κουμπώνουν, τα πάντα γύρω με τρυπάνε. Ακόμα κι οι πευκοβελόνες.
Ακόμα και τα τζιτζίκια μου θυμίζουν το μονότονο ήχο των κομπρεσέρ.»
Νικόλας Άσιμος, «Αναζητώντας
Κροκανθρώπους»
εκδ. Βιβλιοπέλαγος 2000, σ.87
Αν αναζητήσει ο υποψιασμένος αναγνώστης, την ποιητική φωνή της Κατερίνα
Γώγου, σε ανθολογίες ποιητών της γενιάς του 1970, σε μελετήματα ή άρθρα που
αναφέρονται σε αυτήν τη μετά Σεφερική γενιά, δεν θα συναντήσει το όνομα της.
Μόνο η ανθολογία του Βασίλη Βασιλικού και η δίγλωσση-ξενόγλωσση της Karen
Van Dyck
την μνημονεύουν όπως αναφέρω στη βιβλιογραφία παρακάτω. Και μάλλον, από τη
σχετική έρευνα που διεξήγαγα δεν κάνω λάθος. Το όνομά της δεν κοσμεί τις
επίσημες πληροφοριακές πηγές της ποιητικής κατάθεσης αυτής της γενιάς, και
ιδιαίτερα, των γυναικείων εκείνων ποιητικών φωνών που προσπάθησαν να
απεγκιβωτιστούν από την αντρική κυριαρχία και κατεστημένη ποιητική παρουσία των
αντρών ομοτέχνων τους. Οι «επίσημοι» μελετητές και κριτικοί αυτής της γενιάς και
της ποίησης γενικότερα, δεν έχουν αποφασίσει ακόμα πια θα είναι η ωραία, ωραίου,
κορυφαία του ποιητικού αυτού χορού. Πια θα πάρει τη σκυτάλη, από την
κραταιά Σαπφώ, τη λυρική υμνωδό του
τροπαρίου της Κασσιανής, τη χειραφετημένη Ευανθία Καΐρη, την ερωτική Μαρίκα
Πίπιζα, τη χαντακωμένη από τη φωνή του συζύγου της Αιμιλία Δάφνη, τη λησμονημένη
Ελένη Σβορώνου, την επαναστάτρια Μυρτιώτισσα, την ερωτικά πληγωμένη Μαρία
Πολυδούρη, την πολιτικοποιημένη Ρίτα Μπούμη-Παπά, την μελιστάλαχτη Μελισσάνθη
και τις άλλες σαπφιάζουσες και αγωνιστικές γυναικείες ποιητικές φωνές του αιώνα
που πέρασε. Στον Ελληνικό χώρο, σύμφωνα με μια έρευνα που διεξάγω εδώ και χρόνια
οι άντρες που αποκαλούνται ποιητές ή έχουν εκδώσει βιβλία, ή έχουν δημοσιεύσει
ποιήματά τους σε περιοδικά και εφημερίδες μετά το 1821, υπολογίζεται ότι είναι
περίπου 5000 έως 6000, η γυναικεία παρουσία φτάνει στις 2000 έως 3000 άτομα.
Ασφαλώς οι ποιητικές αυτές φωνές δεν εκφράζουν με επάρκεια πάντα, τη γυναικεία
συνείδηση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ψυχολογίας του φύλου τους, την
ιδιοσυστασία της προσωπικότητας τους τον οραματικό πλούτο της φαντασίας τους, το
εύρος του κόσμου των συναισθημάτων τους. Και σίγουρα, οι περισσότερες από τις
διανοούμενες αυτές πέρα από την θεμιτή φιλοδοξία να αποκληθούν ποιήτριες και να
αναδειχθούν στο ποιητικό στερέωμα, δεν έχουν να κομίσουν και τόσα πολλά στον
ποιητικό χώρο. Σε θέματα τεχνικής και χειρισμού της γλώσσας, επιλογή της
κατάλληλης φόρμας, διαχείριση της θεματολογίας τους, ιδεολογικού πλαισίου
κατάθεσης της ποιητικής τους μαρτυρίας, ρυθμού, σχολής κ.λ.π. ακολουθούν την
αντρική παράδοση είναι μπολιασμένες συνήθως από τον αντρικό λόγο υιοθετούν
πεπατημένα μονοπάτια. Ελάχιστες σχετικά στον όχι και τόσο πληθυσμιακά μικρό
αυτόν αριθμό των γυναικών ποιητριών, δεν χειραγωγούνται από την αντρική
δεσμευτική ματιά που αντικρίζουν και ερμηνεύουν τον κόσμο. Το κοσμοείδωλο τους
είναι και αυτό αντρικό μια και ο πολιτισμός μας είναι αρσενικά, αρχετυπικά
δομημένος Πατριαρχικά κυριαρχούμενος, δεν υπάρχει χειραφέτηση των πολιτισμικών
δεδομένων. Η γυναικεία παρουσία είναι ακόμα-πέρα φυσικά από τους κατά καιρούς
ιστορικούς της αγώνες-δέσμια μιας παγιωμένης αντίληψης για τη ζωή, τα προβλήματά
της, την τέχνη και γενικά όλο το υπάρχον εποικοδόμημα των εκφράσεών της.. Πολλές
φορές επίσης η κατεδαφιστική τους πρόταση και η ανατρεπτική τους ματιά στρέφεται
κυρίως προς τις ομόφυλες τους παρά προς εκείνη της αντρικής επικυριαρχίας μέσα
στην κοινωνία και στο χώρο της τέχνης. Η γυναικεία αμφισβήτηση προχωρά με
αργότερους ρυθμούς σε σχέση με αυτή του άλλου φύλου, του επονομαζόμενου και
ισχυρού.
Η γυναικεία άνθηση της ποιητικής παρουσίας και
εκδοτικής παραγωγής έχει την ιστορική της αρχή μετά το τέλος της δικτατορίας της
21ης Απριλίου, στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Όταν άρχισε να
γίνεται περισσότερο ελεύθερα και διαδόσιμος ο πολιτικός λόγος. Η αντιστασιακή
ευφορία ενάντια στη στρατιωτική πραξικοπηματική ηγεμονία, παραχωρούσε την θέση
της στην καθεστωτική οργάνωση και ποδηγέτηση της πολιτικής σκέψης με ότι αυτό
συνεπάγεται. Η ιδεολογική φυσικότητα πολλών μέχρι τότε δεδομένων άρχισε να
αμφισβητείται. Η νέα και πρωτόγνωρη καθημερινή πραγματικότητα της
πολιτικοποίησης των πάντων σταθερά επέβαλε την κυριαρχία της στην Ελληνική
κοινωνία. Τα προαπετούμενα ανάδειξης ακόμα και στον καλλιτεχνικό χώρο, ήσαν οι
αντιστασιακές περγαμηνές του ατόμου-καλλιτέχνη και όχι η αξία, το ήθος, η
συνολική προσφορά, και γιατί όχι η ποιητική ηθική της κατάθεσης του εκάστοτε
δημιουργού. Η οδυνηρή εμπειρία της Δικτατορίας έδωσε τη σκυτάλη στην πολιτική
μαγκιά και η κοινωνική κομματικοποίηση απορροφούσε κάθε άλλον προσωπικό
κραδασμό. Μέσα σε έναν κόσμο που όλοι διαισθάνονταν ότι άλλαζε κανείς δεν ένιωθε
σιγουριά και ασφάλεια, πολλώ δε μάλλον οι καλλιτέχνες. Οι επαναστατικές εκροές
του Μάη του 1968, η δολοφονική καταστολή της Δημοκρατικής Σοσιαλιστικής
διακυβέρνησης του Σαλβαντόρ Αλιέντε στη Χιλή, οι αγώνες των χιλιάδων Αμερικανών
εφήβων ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ τον κοινωνικό συντηρητισμό και τις
φυλετικές διακρίσεις, η αιματοβαμμένη Άνοιξη της Πράγας, η πολιτική και
κοινωνική αμφισβήτηση των καθεστώτων του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, τα
απελευθερωτικά κινήματα του τρίτου κόσμου ενάντια στην παντοδύναμη κυριαρχία του
Δυτικού κυρίως καπιταλισμού, οι απελευθερωτικοί εθνικοί αγώνες των αφρικανικών
κρατών και άλλες μορφές και είδους
αμφισβητήσεις ήταν ο καινούργιος περίγυρος μέσα στον οποίο προσκαλούνταν να
ζήσουν και να δημιουργήσουν τα άτομα. Και όπως επισημαίνεται, η πολιτική και
κυβερνητική έλλειψη μεγάλων ηγετικών φυσιογνωμιών, πολιτικών ανδρών που
διαμόρφωσαν την πορεία της ευρωπαϊκής ηπείρου και του κόσμου ολόκληρου, ηγετών
που ενέπνευσαν εμπιστοσύνη, καλλιεργούσαν οραματικές ελπίδες, δημιουργούσαν τις
προϋποθέσεις για κοινωνικές ανατροπές, ιδεολογικές ρήξεις, και κωδικοποιούσαν με
την πολιτική τους παρουσία τα ασφαλή όρια μιας ανοιχτής κοινωνίας ήταν ένας
ανασταλτικός παράγοντας στην χάραξη μιας νέας πιο δίκαιης πολιτικής
διακυβέρνησης. Αλλά και οι δεκάδες επίπονοι και επίμοχθοι αγώνες των λαϊκών στρωμάτων για καλύτερες και
ανετότερες συνθήκες εργασίας, μεγαλύτερη ανάπτυξη του βιοτικού τους επιπέδου,
επανανοηματοδότηση της καθημερινής τους ζωής, ουσιαστικότερης αυτοδιάθεσης του
ελεύθερου χρόνου τους, και απελευθερωτικής διαχείρισης των ερωτικών τους
αναγκών, συνέβαλαν στις τεράστιες και πρωτόγνωρες ανατροπές και διαμόρφωσαν το
νέο περιβάλλον μέσα στο οποίο όφειλε να ζήσει ο σύγχρονος άνθρωπος, ο
μετακατοχικός και μοντέρνος. Καθώς έκλεινε ο κύκλος των μετεμφυλιακών περιπετειών
και των κοινωνικών τους επιπτώσεων.
Οι μεταμορφωτικές
και επισφαλής αυτές συνθήκες, ήσαν οι κύριοι τροφοδότες του υλικού, σε
ιδεολογικό και βιωματικό επίπεδο του έργου των δημιουργών από τα μέσα της
δεκαετίας του 1970. Αυτό ήταν πλέον το πολιτικό, κοινωνικό και ιδεολογικό στίγμα
με το οποίο θα πορεύονταν οι πνευματικοί δημιουργοί και το έργο τους. Η οικονομική παντοδυναμία του καπιταλιστικού
συστήματος, είχε όχι μόνο υπερφαλαγγίσει τις επιμέρους κοινωνικές επαναστατικές
συνιστώσες που κυοφορήθηκαν εντός του, αλλά είχε εδραιωθεί ως η μόνη εναλλακτική
πολιτική διέξοδος διακυβέρνησης παγκοσμίως. Απορρίπτοντας ή απορροφώντας άλλες
ιδεολογικές τροχιοδρομήσεις κυβερνητικής ή επαναστατικής πρακτικής. Και
συνοψίζοντας στον χώρο του εποικοδομήματος θα σημειώναμε ότι το επαναστατικό
Ουρλιαχτό του Άλλεν Γκίνσμπεργκ και άλλων ποιητικών φωνών της Αμερικάνικης
γενιάς των Μπητ, έγινε αφίσα διαφημιστική της Κόκα Κόλα από τον πατέρα της Ποπ
Άρτ, Άντυ Ουόρχωλ.
Οι
περισσότεροι από τους δημιουργούς της γενιάς του 1970 δεν ακολούθησαν την
συμβουλή του Οδυσσέα, δηλαδή να κλείσουν τα αυτιά τους στις νέες καπιταλιστικές
σειρήνες. Η καταναλωτική ευζωία είναι πολύ μεγάλος πειρασμός- για όλους μας- για
να τον αποφύγουμε. Η επαναστατική δυναμική της γενιάς του 1970, άρχισε αργά και
σταθερά να ατονεί, οι δημιουργοί να λοξοδρομούν από τις αρχές τους, να
χαλαρώνουν τους δεσμούς τους με το πρόσφατο αγωνιστικό τους παρελθόν να
συμβιβάζονται σε ατομικό και καλλιτεχνικό επίπεδο. Να χάνουν με δυο λόγια την
αυθεντικότητα της φωνής τους στο όνομα μιας πρωτόγνωρης για αυτούς
αναγνωρισιμότητας. Ο αμφισβητησιακός χαρακτήρας του λόγου τους,-στους
περισσότερους- μετατράπηκε σε κηρυγματικό μεγαλείο της ποιητικής τους τεχνικής.
Ο εξεγερτήριος πνευματικός τους λόγος που κάποτε ταρακουνούσε συνειδήσεις
μεταλλάχθηκε σε αυτοδικαιοτικό παραμιλητό της νέας κατάστασης στην οποία ζούσαν.
Οι δημιουργοί, δεν χρειάζονταν πλέον να εξωτερικεύσουν με τον ποιητικό τους λόγο
κανέναν προσωπικό ή συλλογικό συνειδησιακό ενδοιασμό. Θα λέγαμε, ότι αντί η
ποίηση να εγκολπωθεί τη ζωή και να την εξαγιάσει ή να την ονειροποιήσει, ο νέος
καταναλωτικός τρόπος του βίου όπως επιβλήθηκε και έγινε μαζικά αποδεκτός,
απομάγευσε την ποίηση, της αφαίρεσε τον παραμυθιακό ρόλο της ύπαρξής της, της
αφαίμαξε τους χυμούς της ευαισθησίας της. Έτσι, ενώ από την ποίηση της ήττας
περάσαμε στην ποίηση της αμφισβήτησης χωρίς μεγάλους κραδασμούς, από την ποίηση
της αμφισβήτησης περάσαμε στην ποίηση της κατεστημένης αποδοχής για την κρατική
κυρίαρχη ιδεολογία. Η επαναστατική πληρότητα του ποιητικού γίγνεσθαι μετατράπηκε
σε αδιάφορη συνοδοιπορία στις ατομικές και κοινωνικές φιλοδοξίες του ίδιου του
ποιητικού υποκειμένου. Η ποιητική πνοή, που ζωογονούσε πρώτα και κύρια τον ίδιο
τον ποιητή, μεταποιήθηκε σε επιβραβευτική καταξίωση μεταλλάξιμων
συμφερόντων.
Όμως η ρηγματική
ελπιδοφορία, μέσα στο κοινωνικό σώμα που πρόσφερε κάποτε η Ποίηση, ιστορικά
έκλεισε τον κύκλο της για να είμαστε και δίκαιοι απέναντι στην γενιά του 1970.
Που δεν άφησε και λίγους αυθεντικούς δημιουργούς πίσω της, μια και έχουμε
αρχίσει να ερευνούμε την χρηστικότητα του λόγου της καθώς ανθοφορεί η νέα γενιά,
εκείνη του 1980 η οποία με τη σειρά της καρπώνεται τα οφέλη που κέρδισε η
προηγούμενη από αυτήν γενιά.
Μέσα σε
αυτό το πολύστικτο αμάλγαμα ιδεολογιών, θεωρητικών θέσεων, φιλοσοφικού
μηδενισμού, γλωσσικών ανακατατάξεων, ανάλγητων κοινωνικών συμπεριφορών,
πολιτικών καιροσκοπισμών, υπαρξιακών αδιεξόδων, παθητικών αντιδράσεων,
θεολογικής ειδωλολατρίας, απρόβλεπτων κοινωνικά επιδράσεων, οικονομικής
εκμετάλλευσης, προσωπικών αδιεξόδων, μεταφυσικών διαψεύσεων, κίβδηλων
πνευματικών προθέσεων, άπληστων ατομικών επιλογών, ουμανιστικής φενάκης, χαμένων
ευκαιριών, νέων μορφών των κατασταλτικών αρχών εξουσίας, αλλά και καταθλιπτικών
παλαιομοδίτικων επαναστατικών επιλογών, εξακτινώθηκε ο ποιητικός λόγος της
Κατερίνας Γώγου. Μιας όμορφης και λεπτοκαμωμένης ηθοποιού που θέλησε να
δονκιχωτήσει τη ζωή της ακολουθώντας μια άγρια και φοβερή πορεία από ένα σημείο
και έπειτα. Και όσο εξασθένιζαν τα αποθέματα του βίου της, τόσο εξεγείρονταν η
συνείδησή της, τόσο ο λόγος της μετατρέπονταν σε λαϊκή επαναστατική πεζοδρομιακή
μπροσούρα. Τόσο περιχαρακώνονταν σε μια αγκαθωτή μοναξιά προσωπικών αδιεξόδων.
Τόσο το πάθος της ζωής διολισθαίνει προς ένα ριζοσπαστικό μηδενισμό. Η Κατερίνα
Γώγου κραυγάζει σα μικρό παιδί μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο. Διαλαλεί τον τρόμο
της, τις φοβίες της, τις πίκρες της, την απελπισία της, την αίσθηση αδυναμίας
που νιώθει, τις αμφιβολίες της, την αυτοεγκατάλειψή της, τις εικόνες υπαρξιακής
αγωνίας που βιώνει, τους κραδασμούς της σωματικής της πτώσης, τις συνεχείς
συναισθηματικές της εκπυρσοκροτήσεις, τις δύσθυμες παραισθήσεις της, τα
επιβλητικά αδιέξοδά της, την αναλληλέγγυα κοινωνική πραγματικότητα που βιώνει,
την ισχυρή τάση της για αυτονομία. Η Κατερίνα Γώγου, αυτό το υπερευαίσθητο και
αυτοκαταστροφικό γυναικείο πλάσμα κραυγάζει και επειδή κανείς δεν την ακούει
κανείς δεν της απαντάει, κάνει την πληγωμένη και οργισμένη φωνή της πυρσό, φως
για να φωτίσει την μοναχική της πορεία, αντίλαλο παρηγοριάς για να
επαναπορροφήσει όχι τους χυμούς της ζωής της που έτσι και αλλιώς δικαιωματικά
αποφάσισε να τους εξαντλήσει αλλά της ποιητικής της διαμαρτυρίας. Η ποιητική της
φωνή υποδηλώνει εκτός από την διαφορετική πορεία που ακολούθησε σε σχέση με
άλλους δημιουργούς της γενιάς της και την χάραξη μιας ελπίδας αισιοδοξίας για
μια αυτόνομη διαδρομή της Ζωής, χειραφετημένη από κάθε είδους και υφής
κανονιστικούς καταναγκασμούς, ηθικολογικές επιστρατεύσεις, μεταφυσικές
προσταγές. Η Κατερίνα ξέρει, όπως και οι ελάχιστοι φίλοι της, ο Νικόλας Άσιμος,
ο Παύλος Σιδηρόπουλος, και άλλες ασυμβίβαστες υπάρξεις που την περιτριγύριζαν,
ότι αντί να ζήσει κανείς μια μίζερη και ανελεύθερη ζωή, μια ζωή
κονσερβοποιημένης ευωχίας, καλύτερα η τραγική επιλογή της αυτοαπομόνωσης, ο
υπαρξιακός αυτοεγκλεισμός σε έναν χώρο που χωρούν και περιδιαβαίνουν μόνο
συνειδητές υπάρξεις. Η δραματική και ριψοκίνδυνη αυτή υπέρβαση προς άλλες μορφές
μεταφυσικών διεξόδων από τον πόνο και την απόγνωση που επέλεξε χωρίς επιστροφή,
θεωρώ ότι δεν της απέδωσαν το γαλήνιο τέλος που θα επιθυμούσε. Ίσως πρόσκαιρα η
επιλογή αυτή να υπερβαίνει τη
βασανιστική εμπειρία της ζωής και να δημιουργεί άλλες ψευδαισθήσεις, όμως η
οδύνη της ζωής παραμένει παρούσα, ο τραγικός εφιάλτης του υπαρξιακού κενού
ορθώνεται απειλητικά και τρομακτικά μπροστά μας από την ημέρα που θα αρχίσουμε
να συνειδητοποιούμε και να ερμηνεύουμε τον κόσμο. Η διαπίστωση αυτή, είτε σε
προσωπικό είτε σε συλλογικό επίπεδο είναι κάτι που δεν μπορείς να αποφύγεις αν
δεν θέλεις να έρθεις σαν απλός τουρίστας σε αυτή την ούτως ή άλλως γλυκιά και
καταραμένη ζωή. Να έρθεις και να σπαταλήσεις το βίο σου, θαυμάζοντας και
φωτογραφίζοντας ανενεργά τα διάφορα διαχρονικά αξιοθέατα της ιστορικής διαδρομής
του ανθρώπινου είδους, από την στιγμή που ξέφυγε από τα άλλα ζώα του φυσικού
βασιλείου και αποφάσισε να καθυποτάξει τα φυσικά του ένστικτα και να υπερβεί τα
όρια της φυσιολογίας του. Τον τρόμο αυτόν του κενού του συνειδητού ανθρώπου, ο
καθένας ανάλογα με τα εφόδια που επέλεξε να φορτωθεί στο σύντομο πέρασμά του από
αυτή τη ζωή τον καλύπτει με ότι τον λυτρώνει και τον επαναπαύει. Όμως όποια
απατηλή, εθιστική σαγήνη και αν επιλέξει ο άνθρωπος το πρόβλημα παραμένει
ανοιχτό, όπως και η ανερμήνευτη περιπέτεια της ίδιας της ζωής. Αυτό είναι κάτι
που δεν κατανόησε η Κατερίνα Γώγου. Δεν συνειδητοποίησε επίσης, ότι η ίδια η
κατάθεση της ποιητικής της πράξης και δημοσίευσης των αντικομφορμιστικών της
θέσεων και διαμαρτυριών, ήταν η σανίδα σωτηρία της όχι μόνο για εκείνη
προσωπικά, αλλά και για τους χιλιάδες αναγνώστες της. Δεν πίστεψε ότι η άγρια
και ατίθαση φωνή της το ακατέργαστο και πρωτόγονο ύφος της, ο κοινωνικός της
σαρκασμός, οι έντονα πολιτικές της ποιητικές χειρονομίες, οι κουραστικοί
τρανταγμοί της απειθάρχητης ψυχής της, το αβυσσαλέο πάθος της για ζωή την ίδια
στιγμή που ερωτοτροπεί με τον θάνατο, ήταν οι μόνες σωτήριες προτάσεις που
μπορούσε να προσφέρει σε αυτό που λέγεται Ζωή. Ο κόσμος που περιγράφει είναι
είδη κατεστραμμένος και όζει από όλες τις μεριές και χωρίς τη δική της φωνή
διαμαρτυρίας. «Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ»
ψέλνει ο μελωδός των ονείρων μας Χατζιδάκις. Η Γώγου δεν υποψιάστηκε ότι θα
μπορούσε να δημιουργήσει ένα κλίμα ελευθερίας ο λόγος της στους γύρω της αλλά
και να κρατήσει την οργισμένη επιθυμία των νεότερών της αναγνωστών σε εγρήγορση. Αυτός ο απελπισμένος δυϊσμός του
ποιητικού λόγου της Κατερίνας Γώγου, δεν είναι κάτι που συναντάτε για πρώτη φορά
στην ελληνική ποίηση, να θυμίσω την περίπτωση μιας άλλης φωνής της γενιάς της,
εκείνης του Αλέξη Τραϊανού, ο οποίος κάτω από άλλες ατραπούς οδηγήθηκε στα δικά
του αδιέξοδα, παρότι πήρε στα σοβαρά την περιπέτεια όχι μόνο της ζωής του αλλά
και της ποιητικής του μαρτυρίας τόσο με το δικό του έργο όσο και με τις
αριστουργηματικές μεταφράσεις του. Η περίπτωση πάλι του Λευτέρη Πούλιου, που δεν
κατάφερε να προσαρμοσθεί αλλά ο λόγος του παρέμεινε επαναστατικός αλλά με την
πάροδο του χρόνου μεταλλάχτηκε σε ειρηνευτικό και ελπιδοφόρο μήνυμα. Η περίπτωση
επίσης του Γιώργου Χρονά, που ενώ κρατά μια ασυμβίβαστη στάση μέσα στην ποιητική
του κατάθεση με έναν λόγο τραχύ και ένα ύφος κυνικού λυρισμού και μια
τροποποιητική διεύρυνση της ποιητικής του θεματολογίας, ενώ διαβλέπεις τον
εσωτερικό σπαραγμό της ποιητικής του φωνής, ο ίδιος απολαμβάνει με τον τρόπο του
τις μικρές απολαύσεις της ζωής πανταχόθεν. Η Κατερίνα Γώγου φοβάμαι και ίσως να
κάνω λάθος δεν πήρε στα σοβαρά τον ποιητικό λόγο, τον χρησιμοποίησε για να
εκφράσει την γκετοποίησή της την ίδια στιγμή που την καταπολεμούσε. Η γλώσσα που
χρησιμοποιεί δεν θα μπορούσε να εκφράσει τίποτε άλλο εκτός από αυτό. Είναι σαν
τις επιστολές διαμαρτυρίας ή τους επαναστατικούς στίχους που γράφανε οι
παλαιότεροι επαναστάτες στους τοίχους. Όμως οι ποιητικές αυτές αντεργκράουντ
καταθέσεις, συνήθως η ιστορία μας διδάσκει ότι έμεναν στο περιθώριο του
ιστορικού γίγνεσθαι, δεν κατόρθωναν να δημιουργήσουν τις αναγκαίες και
απαραίτητες εκείνες ζυμώσεις και κοινωνικές διεργασίες που θα στήριζαν τα μεγάλα
πληθυσμιακά σύνολα για μια ουσιαστικότερη αλλαγή της ζωής τους και ιδιαίτερα,
όταν οι προσωπικές επιλογές αυτές του εκάστοτε ποιητικού υποκειμένου, δεν
αποποινικοποιούσαν θα λέγαμε δημιουργικά τις άλλες πορείες ζωής των ανθρώπων. Η
Κατερίνα Γώγου, δεν αρθρώνει μια προσωπική μυθολογία συνυφασμένη με αυτήν του
ιστορικού χώρου, δεν παίζει με νηφαλιότητα λόγου και ύφους, όπως κάνει Τζένη
Μαστοράκη με τον ιδιαίτερο καλλιεργημένο λόγο της. Δεν αποδέχεται θα σημειώναμε
τον ορισμό της «ονειροτόκου» μια και η ονειρική ατμόσφαιρα είναι εκείνη που
συνδέει τις ασύνδετες εικόνες και καταστάσεις ζωής στην ποιητική φωνή της μάλλον
λησμονημένης Νανάς Ησαϊας, που ακολουθούσε και εκείνη με τον τρόπο της τα δικά
της αδιέξοδα. Η Γώγου αρνείται το
όνειρο, αποζητά την διαρκή καθημερινή σκληρότητα, σαν μια επιθυμία
αυτοβασανισμού. Της είναι ξένο επίσης το σκηνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο
κινείται ο φθοροποιός και απελπισμένος συνήθως ερωτικός λόγος της Μαρίας Λαϊνάς.
Η Γώγου ενώ επιθυμεί την αντρική αγκαλιά εκείνο που της μένει από αυτή την
συνάντηση δεν είναι παρά μια στιγμιαία σεξουαλική εκτόνωση. Και δεν έχει ο λόγος
της αυτόν τον προκλητικό ερωτισμό, όμως αποδεκτό, της Βερονίκης Δαλακούρας. Η
μητρική της αγάπη δεν καθησυχάζει τους
υπαρξιακούς της εφιάλτες. Και ασφαλώς της είναι ξένο το ποιητικό δαιμονικό τοπίο
της Παυλίνας Παμπούδη. Η Γώγου δεν σέβεται την ποιητική γλώσσα, δεν φιλοδοξεί να
τη δαμάσει, δεν χαριεντίζεται μαζί της με σοβαρότητα όπως κάνει στο δικό της
έργο η άλλη σημαντική φωνή της γενιάς της η Μαρία Κυρτζάκη. Δεν συμπλέκει
διαφορετικά γλωσσικά ιδιώματα με αρμονία, όπως πράττει η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ
που φαίνεται ότι τα θέματα υπηρετούν τη
γλώσσα και όχι το αντίθετο. Αντίθετα η Γώγου απογυμνώνει τη γλώσσα από κάθε
χρωματισμό της ευαισθησία της. Την αποφλοιώνει από κάθε εσωτερικό ρυθμό της
προσδίδει μια άλλη ιδιότητα, εκείνη της στυγνής καταγγελτικής αναφοράς του
συστήματος. Την αφήνει χωρίς τα ψιμύθια των λειτουργικών νοημάτων της. Την
ορφανεύει, φορτώνοντάς την τις δικές της διαψεύσεις και με τον τρόπο αυτό τη
στιγματίζει αμετάκλητα. Αυτή η τόσο τρυφερή αλλά και τόσο επιθετική γλώσσα
ορισμένες φορές θυμίζει Θωμά Γκόρπα. Μόνο που δεν έχει την οργανωτική αυτοτέλεια
μιας ρεμπέτικης υφολογίας εκείνου. Η γλώσσα της Γώγου ακολουθεί μια πιο μοναχική
και πρωτόγονη πορεία. Πεζολογεί εκεί που δεν το περιμένεις και σε συγκλονίζει
εκεί που αναμένεις να βυθιστεί στα αδιέξοδά της. Από την πρώτη της εμφάνιση το
1978 με την συλλογή της «Τρία Κλικ Αριστερά», μέχρι την τελευταία της τους
«Απόντες» το 1986, δεν αναφέρω αυτήν που βγήκε μετά τον θάνατό της, το 2002 «Με
λένε Οδύσσεια», η αναρχική της διαδρομή είναι εμφανής. Ο ποιητικός λόγος δεν
έχει άλλον σκοπό από το να εκφράσει την αντίθεσή της στο υπάρχον σύστημα, να
στηλιτεύσει την κοινωνική παθογένεια της καταναλωτικής κοινωνίας, να
εξομολογηθεί τα δικά της πολιτικά αδιέξοδα, να αηδιάσει με την ανακολουθία του
Κομμουνιστικού Κόμματος, που άδοξα ελπίζει ότι μπορεί να φέρει κάποια αλλαγή, να
καταγράψει την αίσθηση προδοσίας που νιώθει από το Κόμμα και τους συντρόφους της που κάποτε είχαν τον ίδιο στόχο, και το κυριότερο, να μην πάψει να επιδιώκει το
άπιαστο, το απόλυτο, το ανεδαφικό, το ακαθόριστο της ζωής ετούτης. Και όσο πιο
πολύ επιθυμεί να πετάξει από πάνω της κάθε κοινωνικό συμβιβασμό και πολιτικό
εξαναγκασμό, τόσο η γλώσσα της γίνεται πιο επιθετική, ο λόγος της πιο αιχμηρός,
οι λέξεις της μοιάζουν να σε πετροβολούν, και να σου λένε ξύπνα. Μια γλώσσα που
κρατά και την ίδια σε μια υπερένταση σαν για να αποφύγει το μοιραίο που έρχεται
και ίσως και εκείνη επιδιώκει.
Αυτή η
απομυθοποίηση κάθε κοινωνικού σταθερού σημείου αναφορά της ζωής, αυτή η
απομάσκεψη του εσωτερικού της κόσμου είναι που μας μαγεύει στην κατά τα άλλα
κακοτράχαλη ποίηση της Κατερίνας Γώγου. Σαν να είχε στον νου της τους στίχους
ενός άλλου ποιητή, του Κώστα Τριπολίτη που γράφει, «Όλα από χέρι καμένα και τα
σπίρτα μας βρεγμένα».
Αυτός ο επιθετικός πολιτικός ρητορισμός του ύφους της είναι
που ξενίζει και δεν την κάνει αγαπητή σε άλλους ομοτέχνους της, Οι οποίοι δεν
κατανοούν ότι η Γώγου δεν αναζητά την προσωδία στην ποιητική της γλώσσα, όπως
δεν την επιδιώκει κανείς στην καθημερινή του ομιλία. Ούτε επιζητεί τη ρομαντική
σκοτεινότητα κάποιων ομοτέχνων της, η την ατσαλάκωτη φόρμα κάποιων άλλων της
γενιάς της. Αλλά κοιτά, σκουντώντας μας να μας αποκαλύψει την αυθεντικότητα των
αμφισβητησιακών της συναισθημάτων απέναντι σε μια σάπια και κούφια κοινωνία. Να
μας αφυπνίσει με αυτήν την τραυματικής εμπειρίας οιμωγή της. Γιαυτό και δεν
συνδιαλέγεται με καμία άλλη ποιητική φωνή, δεν αντιστρέφει την ωμή
πραγματικότητα που σπαρακτικά βιώνει αλλά μνημονεύει λαϊκές φωνές που τραγουδούν
τους καημούς των απλών καθημερινών ανθρώπων. Η δηκτική της σκληρότητα δεν
καταδέχεται να καταφύγει σε στοχαστικό ρεμβασμό, σε παιγνιώδη διάθεση, σε
αιφνίδιους πίδακες λυρικού αισθησιασμού, σε ιερά καταφύγια προγονικών καταβολών,
σε μυθολογικές γέφυρες της παράδοσης όπως συμβαίνει με άλλες γυναικείες φωνές.
Αλλά όπως αποσαρθρωμένος είναι ο Κόσμος, έτσι και τον εκφράζει Η φωνή της είναι
η πιο φεμινιστική αντί σεξιστική πρόταση.(Εδώ θυμίζει τη Λιλή Ζωγράφου).Η
Κατερίνα Γώγου είναι μάλλον η πιο πολιτικοποιημένη γυναικεία ποιητική φωνή των
ημερών μας. Ανεξάρτητα αν περισσεύει η πληθωρική συναισθηματική επικαιρότητα στο
έργο της. Και σίγουρα για να χρησιμοποιήσω πολιτική ορολογία, η μόνη
αναρχοαυτόνομη ποιητική παρουσία μέσα στις άλλες ποιητικές φωνές της γενιάς της.
Μιας γενιάς που η νωθρότητα ορισμένες φορές του ποιητικού της λόγου, στέκεται
τροχοπέδη στην αποδοχή διαφορετικών ιδιοσυγκρασιακά φωνών και θεματικών
ιδιαιτεροτήτων.
Στις 19 Ιουνίου του 1967,το αντιδραστικό και ατίθασο
τρελοκόριτσο της Φίνος Φιλμ, παντρεύεται τον σκηνοθέτη Παύλο Τάσιο, και αποκτά
μια κόρη την Μυρτώ, που τόσες φορές αναφέρει μέσα στην ποίησή της.
Ευτύχημα
αποτελεί ότι έστω και αργά το 2007, κυκλοφόρησε ένα μελέτημα που αφορά το έργο
της. Και αναφέρομαι στο βιβλίο της Αγάπης Βιργινίας Σπυράτου, με τίτλο «Κατερίνα
Γώγου: Έρωτας Θανάτου», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βιβλιοπέλαγος. Στο
ενδιαφέρον αυτό μελέτημα η συγγραφέας, αναφέρει ότι:1. Εντάσσει την Γώγου στην
λογοτεχνική παράδοση. 2. Αποδυναμώνει την αφοριστική προσέγγιση του έργου της.
3. «Νομιμοποιεί» στο πρόσωπο της Γώγου όλους τους «ασκεπείς» ανθρώπους της
τέχνης. Όλο το μελέτημα περιστρέφεται στο πρόβλημα του Θανάτου, στις διάφορες
εκδοχές του και πως αυτό γίνεται προσληπτό από τη γυναικεία συνείδηση και
γραφίδα της ποιήτριας. Εξετάζει από τα μέσα το έργο της με σεβασμό, χωρίς
αγιοποιήσεις, ή άλλου είδους αφορισμούς. Επίσης συνοδεύεται και από φωτογραφικό
υλικό από την ιδιωτική ζωή της ποιήτριας.
Στο
Ίντερνετ, όπως με πληροφόρησαν, και τους ευχαριστώ για αυτό, ο ποιητής Τάσος
Καραντής, και ο φίλος Άκης Κωστάκης, υπάρχουν αρκετές σελίδες με ποιήματα της
ποιήτριας, και σκέψεις πάνω στην ποίησή της. Αντίθετα στα λογοτεχνικά έντυπα και
στα άλλα περιοδικά και βιβλία δεν συναντάει κανείς εύκολα κείμενα για την ποίησή
της. Ας τα δούμε όμως μετά από σχετική σύντομη έρευνα αναλυτικά. Τα ποιητικά
βιβλία που εξέδωσε πριν τον θάνατό της και τα οποία γνώρισαν επανειλημμένες
εκδόσεις είναι έξι, και ένα με στιγμιότυπα προσωπικού ημερολογίου, και σκηνές
από σενάρια, καθώς και ανέκδοτα ποιήματα, κυκλοφόρησε το 2002 με τίτλο «με λένε
Οδύσσεια».
Η σχετική εργογραφία
είναι η εξής:
«Τρία Κλικ Αριστερά» εκδ. Καστανιώτης 1978,«Ιδιώνυμο» εκδ.
Καστανιώτης 1980,«Απόντες» εκδ. Καστανιώτης 1986,«Ο μήνας των παγωμένων
σταφυλιών» εκδ. Καστανιώτης 1988,«Νόστος» εκδ. Λιβάνης 1990/ β΄ Καστανιώτης
2004,«Το Ξύλινο παλτό» εκδ. Καστανιώτης 1982/ β΄1999,«με λένε Οδύσσεια» εκδ.
Καστανιώτης 2002.Με έναν τετρασέλιδο πρόλογο του Μάνου Λουκάκη.
Η ενδεικτική βιβλιογραφία που εξέτασα είναι
η κάτωθι:
•Ανωνύμως, εφ. Τα Νέα 8/10/1993
«Αντίο απ’ τους φίλους στην Κατερίνα Γώγου»(αναφέρεται στην
κηδεία της στο Α Νεκροταφείο)
•Ανωνύμως, εφ. Πριν 17/10/1993
«Η Κατερίνα δεν άντεξε…»(με στίχους ποιημάτων της μικρό
πολιτικό σημείωμα)
•Ανωνύμως, εφ. Μεσημβρινή 7/10/1993
«Άγνωστη» νεκρή η Κατερίνα Γώγου»/ «Ανωνύμως» προς το
θάνατο»(πληροφοριακό σημείωμα, με αναφορές στην κινηματογραφική και ιδεολογική
της σταδιοδρομία)
•Ανωνύμως, εφ. Ριζοσπάστης 7/10/1993
«Πέθανε η Κατερίνα Γώγου»(τυπικό πληροφοριακό σημείωμα)
•Ανωνύμως, εφ. Αυγή 7/10/1993
«Μοναχικό αντίο από την ποιήτρια του περιθωρίου»(γράφει: η Κ.
Γ. της σιωπής, της μοναξιάς και των παρεκκλίσεων, ξεκίνησε, την Κυριακή, για την
τελευταία της περιπλάνηση. Αιτία θανάτου; ίσως η ίδια της η ζωή)
•Ανωνύμως, εφ. Ελευθεροτυπία 26/10/1993
«Οι φίλοι για την Κατερίνα»(αναφέρεται στην εκπομπή της
Σεμίνας Διγενή στον ΑΝΤΕΝΑ)
•Ανωνύμως, εφ. Ελευθεροτυπία 1/3/1995
«Ο λόγος της Γώγου επί σκηνής.-Για δυο βραδιές στο θέατρο
Κνωσσός»
•Βασιλικής Κόκκαλη, Μαριελίνας Μελά, εφ. Πρώτο Θέμα
14/12/2008 σ.28-29
«Εξάρχεια For ever»(αναφέρεται σε θρυλικές
μορφές που κατοίκησαν στην περιοχή)
•Ρούβας Άγγελος-Σταθακόπουλος Χρήστος, Ελληνικός
Κινηματογράφος, εκδ. ΕλληνικάΓράμματα
2005,σ.86.156,184,188.218.226,230,246,250,253,268,274.285,292,305,314,321,325,328,357,367,369,374,494,512,522,543,565,584
•Ακρίτα Έλενα, περ. Ο Ταχυδρόμος τχ.37/14-9-1978
«Μακρύ ταξίδι μέσα στη νύχτα»(δανειζόμενη τον τίτλο γνωστού
θεατρικού έργου, η Ακρίτα γράφει ένα ωραίο συγκινητικό κείμενο για την ποιήτρια
με σκέψεις της ίδιας, και κομμάτια ποιημάτων της-«Για την Κ.Γ. την ηθοποιό, που
φοβάται πια να παίξει, την ποιήτρια που δεν της φτάνει πια να γράφει, θάναι
μακρύ το ταξίδι μέσα στη νύχτα»)
•Αραβανής Σπύρος, περ. Δίφωνο τχ.157/12,2008 σ.20
«25 και κάτι»(αναφορά στους «αγίους» των Εξαρχείων)
•Βλαχογιάννη Στέλλα, Ηλεκτρονικό Περιοδικό «Ηριδανός» Μάιος 2006
(Διάφορες επαινετικές κρίσεις για την Κ. Γ., με αφορμή το
CD του Κυράκου Σφέτσα,
ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ)
•Γαραντούδης Ευριπίδης, Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ.
Πατάκη 2007 σ.447
(μικρό λήμμα, και βιβλιογραφία. Γράφει: «η ποίηση της Γώγου
μπορεί να χαρακτηρισθεί έντονα βιωματική και εξομολογητική…Πάντως στα νεώτερα
έργα της δεν ανανεώθηκε ποιητικά)
•Γκιώνης Δημήτριος, εφ. Ελευθεροτυπία 8/7/1991
«Η Κατερίνα Γώγου ξανά στη σκηνή- Η Κατερίνα αγαπάει τα
ρόδα»(συνέντευξή της μετά την επιστροφή της από το Παρίσι, για την παράσταση στο
«Ρόδον»). Και εφ. Ελευθεροτυπία 7/10/1993
«Η Κατερίνα που αγαπούσε τα ρόδα»(κείμενο πληροφοριακό με
αφορμή την κηδεία της) και «Η μόνη επιζήσασα, εγώ…» (Μικρά αποσπάσματα από τις
κατά καιρούς συνεντεύξεις της που είχε δώσει στην ως άνω
εφημερίδα.(Τετάρτη19/10/1986-Τρίτη24/5/1988-Δευτέρα 8/7/1991). Και εφ.
Ελευθεροτυπία 24/5/1988, «Προκάλεσα με πάθος τη ζωή»(συνέντευξή της με αφορμή
την έκδοση της συλλογής, «Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών»)
•Δελαπόρτας Μάκης, στα εξής Άλμπουμ Ελλήνων Ηθοποιών: -Τζένη
Καρέζη, εκδ. Άγκυρα 2003 σ.204,209,254. -Ντίνος Ηλιόπουλος, εκδ. Ορφέας 2006
σ.282. -Βίβα Ρένα, εκδ. Άγκυρα 2002 σ.221,227,231,233,235. -Δημήτρης Παπαμιχαήλ,
εκδ.Άγκυρα 2002 σ.150,250,255. Και –Αλέκος Σακελλάριος, εκδ. Άγκυρα 2001
σ.76,120. (αναφέρει την συμμετοχή της σε ταινίες)
•Έξαρχος Θεόδωρος, «Έλληνες Ηθοποιοί-Η Γενιά μας» τόμος
Τρίτος(Α-Λ) σ.139-140 εκδ. Δωδώνη 2000. (Λήμμα για την ηθοποιό με θεατρική
παραστασιογραφία, και ενδεικτική Κινημ/κη.)
•Κ. Μ., εφ. Καθημερινή 7/10/1993
«Χάθηκε πρόωρα η Κ. Γ.»(συγκινητικό σημείωμα με αφορμή το
θάνατό της, γράφει: «Ούτως ή άλλως ζούσε στο μεταίχμιο. Όχι δεν αυτοκτόνησε με
την ερμηνεία που δίνουν στη λέξη η ιατρική και η εγκληματολογία. Όμως υπήρξε με
τον τρόπο της αυτόχειρ.)
•Κάγιος Παύλος, εφ. Τα Νέα 7/10/1993
«Απέραντη μοναξιά- πέθανε η Κ. Γ.»(κατατοπιστικό σημείωμα,
γράφει: «Οι απροσάρμοστοι πεθαίνουν νέοι. Και η Κ. Γ. όλοι το ξέραμε ήταν μια
αβόλευτη, βασανισμένη ψυχή…)
•Κακολύρη Αθηνά, εφ. Κυριακάτικη Αυγή 3/2/2002, σ.41
«Στον «Κύκλο των χαμένων ποιητών»…με την Κ. Γ.»(ευαίσθητο
ολοσέλιδο κείμενο συνομιλίας με την ποιήτρια μέσω του έργου της. Σημειώνει:
«Κύκλος είναι η ζωή, Άλλοι θ’ ακολουθήσουν. Κύκλος είναι κι ποίηση, τελικά,
είναι κι εποχές που φτιάχνουν τους ποιητές τους»)
•Καλφόπουλος Θ. Κώστας, εφ. Η Εποχή 30/6/2002 σ.20
«μνήμη Κ. Γ. Τρία(και ένα) κλικ αριστερά»( στρωτό κείμενο για
την καλλιτεχνική της διαδρομή)
•Καραντής Π. Τάσσος, περ. Ρυθμοί της Σαλαμίνας τχ.6/6,8,2001
σ.48-53
«Η οργισμένη ποιήτρια-μικρή ανθολογία». Και περ. Μετρονόμος
τχ.22/7,9,2006 σ.20-22, «Μια μικρή αναφορά στην «οργισμένη» ποιήτρια και μια
ματιά στην παρουσία της στην ελληνική δισκογραφία»
•Κουφοπούλου Πηνελόπη, εφ. Ελευθεροτυπία 1/10/1994
«Οι δρόμοι της μοναξιάς»(με αφορμή ένα χρόνο από το θάνατό
της, γράφει η συντάκτρια ένα ευαίσθητο κείμενο με κεφάλαια-Η ζωή μας είναι η
Πατησίων.-Συμπαράσταση στους εκτός νόμου.-Η μοναξιά των οραμάτων.-Θεατής του
εαυτού της)
•Λ. Λ., περ. Επίκαιρα τχ.655/18-2-1981
«Κ. Γ.-οι τυχόν αναγνώστες της στήλης αυτής θα
διερωτηθούν...»(σχόλιο για την μελοποίηση ποιημάτων της από τον συνθέτη
Καλλίτση)
•Λαζαρίδου Ειρήνη, εφ. Αυγή 10/10/1993
«Έφυγε το μήνα των παγωμένων σταφυλιών»(μικρό κείμενο με
λυρικά στοιχεία)
•Λέκκας Νίκος, Εφ. Εποχή 5/10/2008 σ.28
«Σεθυμόμαστε Κατερίνα» (σύντομο κείμενο για την ποιήτρια)
•Λιάνης Γιώργος: έρευνα, εφ. Τα Νέα 11/10/1979
«Τα κουρέλια του περιθωρίου δεν τραγουδάνε»(ενδιαφέρον
κείμενο για την ποίησή της. γράφει: «ποιος μιλάει, ο Μαγιακόφκυ της πλατείας
Εξαρχείων. Η πρώτη της συλλογή πούλησε 17.000 αντίτυπα»)
•Μάτσα Κατερίνα, εφ. Νέα Προοπτική 24/10/1993 σ.11
«Μνήμη Κ. Γ.»γράφει: («Έπαιξε με πάθος το παιχνίδι της ζωής
και έχασε»)
•Μήλας, περ. Οδός Πανός τχ.83-84/1,2,1996 σ.28-30
«Ρέκβιεμ Κατερίνα Γώγου»
•Μπενέκη Μαρίνα, εφ. Αυριανή 23/7/1980
«Κ. Γ. Η ποιήτρια της πίκρας»(πληροφοριακό κείμενο με
κρίσεις)
•Παχούμη Χρύσα, περ. Ο Ταχυδρόμος τχ.83/29-9-2001 σ.13,15
«Επέτειος τρια κλικ αριστερά»(γράφει: «το αεικίνητο διαβολάκι
των ασπρόμαυρων ελληνικών ταινιών, η «καταραμένη» ποιήτρια της πλατείας
Εξαρχείων, πέθανε στις 3/10/1993 σε ένα ασθενοφόρο, νικημένη από το περιθώριο
των χημικών παραδείσων. Έφυγε μόνη με την αβόλευτη ψυχή της να αναζητά την
ουτοπία»)
•Πατίλης Γιάννης, περ. Πλανόδιο τχ.2/Άνοιξη 1987 σ.94-95
«Πως κατασκευάζεται το περιθώριο». Και Πλανόδιο τχ.29/6,1999
σ.159. Αναφορά σε βιβλ/κη για το βιλίο του Χρήστου Ντάνου. «Για μια λευκή
σελίδα»
•Ρ.-Κ. Ν. εφ. Ελευθεροτυπία 8/10/1993
«Τα τελευταία ρόδα…»
•Σπανοπούλου Ελένη, εφ. Τα Νέα 22/5/1991
«συνέντευξη: Με λένε Οδύσσεια»
•Σπανοπούλου Ελένη, εφ. Τα Νέα 6/10/1994
«Τ’ όνομά μου είναι «Οδύσσεια»(γράφει: συναρμολογήθηκε…από
υλικό θανάτου καθημερινό)
•Τζιαντζή Μαριάνα, εφ. Πριν 20/6/1993
«Τέτοιο άτιμο κόκκινο είναι το κόκκινο το δικό
μας»(ενδιαφέρον κείμενο για την ποίησή της)
•Τζάθας Δημήτριος, εφ. Τα Νέα 23/10/1993
«Αυτοί που έφυγαν νωρίς».Ο Μ. Ευθυμιάδης, ο Σ. Φασουλής, ο Β.
Μπονάτσος, Ο Κ. Βασιλείου, η Α. Δρόσου, ξαναθυμούνται τον Ν. Άσιμο, τον Π.
Σιδηρόπουλο, και την Κ. Γώγου.
•Τήλεφος, εφ. Καθημερινή 8/10/1993
«Στο «τέλος» βρήκε την αγάπη η Κατερίνα»(για τον θάνατό
της)
•Φωκάς Νίκος, «Επιχειρήματα για τη γλώσσα για τη λογοτεχνία»
εκδ. Εστία 1982
«Η «αφόρητη» ένταση στην πολιτική ποίηση» σ.141-149. Κριτικό
κείμενο για την πρώτη της ποιητική συλλογή δημοσιευμένο στην εφ. Η Καθημερινή
31/3/1979(μιλά για στρατευμένη ποίηση, για μονοσημαντική, κλπ. κείμενο αρνητικών
αποχρώσεων)
•Χρονάς Γιώργος, περ. Οδός Πανός τχ. 83-84/1,2,1996 σ.31-32.
Και το ίδιο στο «Τα Κοκόρια της οδού Αισχύλου», εκδ. Οδός Πανός 2005 σ.68-69
«Μια Ροκ εν Ρολ αυτοκτονία»(γράφει: Ποιήματα. Σκόρπιες,
σκληρές, ελληνικές, δικές της εικόνες μέσα σε ταραχή, αλήθεια και απόσταση
θανάτου)
Για τη Δίκη
Αδάμ Γ., εφ. Ελεύθερος Τύπος 18/8/1991
«Μακελειό για τα μάτια της Κ. Γ.»
Σιανής Παν.- Τελίδης Χρ.: ρεπορτάζ εφ. Έθνος της Κυριακής 18/8/1991
«Ματωμένος ρόλος για την Κατερίνα»
Ανωνύμως, εφ. Ριζοσπάστης 18/8/1991
«Όλα έγιναν για μια γυναίκα»
Ανωνύμως, εφ. Επικαιρότητα 18/8/1991
«Σε υπόθεση δολοφονίας εμπλέκεται η ηθοποιός Κ. Γ.»
Ανωνύμως, εφ. Τα Νέα 19/8/1991
«Ήταν γνωστός μου»
Ανωνύμως, εφ. Ελευθεροτυπία 24/8/1991
«Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί…»
Ποιήματά της σε
περιοδικά
Περιοδικό «Ομπρέλα» τχ.40/12,1988 σ.33 «Τώρα πληρώνω με
ντροπή…»
Περιοδικό «Ομπρέλα» τχ.23-24/4,1994 σ.40
«Νόστος»-«Εξορία»
Ποιήματά της σε
Ανθολογίες
Βασίλης Βασιλικός, Λύρα Ελληνική-Η Ελληνική ποίηση
Ανθολογημένη από το Ρήγα έως σήμερα, εκδ. Πλειάς 1993 σ.203-206,Από τα «Τρία
Κλικ Αριστερά» (4/Θέλω να κουβεντιάσω), (22/Η ελευθερία μου είναι).Από το«Μήνα
των παγωμένων Σταφυλιών»(1/Το σπίτι μου),(2/Κι ανυπόδετη)
(7/νύχτωνε στον ουρανό),(9/Τώρα),(22/Και ήρθανε)
Peter
Bien-Peter Constantine-Edmund Keeley-Karen Van Dyck, A Century of Greek
Poetry,1900-2000, Cosmos 2004, σ.658-661.
«Οι λυπημένες μητέρες στα σούπερ μάρκετ»
Βιβλιοκριτικές για τα βιβλία
της
Για το-«Τρία Κλικ Αριστερά»,
δες Κώστας Ι Τσαούσης, Ελευθεροτυπία 21/8/1978. Και Λευτέρης
Παπαδόπουλος, Τα Νέα 21/10/1978.
Για το –«Ιδιώνυμο», δες Κώστας Ι
Τσαούσης, Ελευθεροτυπία 24/7/1980.
Για το-«Το Ξύλινο παλτό»,δες Λουκάς
Θεοδωρακόπουλος, περ. Αμφί τχ.16-17/Α-Κ
1984 σ.93.
Για τους-«Απόντες»,δες Γιώργος
Γιάνναρης, Εξόρμηση 21/12/1986. Και Δημήτρης Γκιώνης, Ελευθεροτυπία 19/11/1986.
Και Θανάσης Κάππος, Ελευθεροτυπία 18/8/1998. Και Χρήστος Παπαγεωργίου, περ.
Διαβάζω τχ.184/3-2-1988.
Για το-«Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών»,δες Χ. Νιφτανίδου,
περ. Γραφή τχ.25-26/1994 σ.218-222. Και Δημήτρης Γκιώνης, Ελευθεροτυπία
24/5/1988. Και Γιάννης Πατίλης, περ. Πλανόδιο τχ.8/Φθιν. 1988 σ.511-512. Και
(Κώστας Τσαούσης;) Έθνος 27/7/1988.
Για το-«Νόστος»,
δες Εποχή 2/12/1990.
Για το-«Με λένε
Οδύσσεια»,δες της Χάρης Ποντίδας, Τα
Νέα 13/4/2002.Και Φώτης Χρονόπουλος, περ.Relax τχ.2/ 21/4/2002. Και Παρής Σπίνου, περ. Η Τέχνη της Ζωής
τχ.17/10-3-2002 σ.12. Και Δημήτρης Γκιώνης, Ελευθεροτυπία 20/4/2002.Και Τάσος
Καραντής, περ. Το Μαύρο Άστρο τχ.3/2006 σ.16-17. Και εφημερίδα Έθνος
21/4/2002και 30/3/2002. Και περ. Ίαμβος τχ.2/11,2002 σ.85(για τρεις
συλλογές)
Η
Κινηματογραφική της περιπέτεια
Η Κατερίνα Γώγου
ξεκίνησε την καλλιτεχνική της καριέρα ως ηθοποιός δεύτερων ρόλων στην Φίνος
Φιλμ. Ενσάρκωνε συνήθως το ρόλο της αφελούς υπηρετριούλας, ή της γιεγιεδίστικης
μικρής αδελφής, ή της ατίθασης μαθητριούλας, είτε ως Παγώνα, είτε ως Κλειώ,
συνεργάστηκε με σπουδαίους σκηνοθέτες και ηθοποιούς. Όμως ώσπου να ενσαρκώσει
τους ρόλους που επιθυμούσε της ασυμβίβαστης ύπαρξης, και να κερδίσει το βραβείο,
πέρασαν πολλά χρόνια. Ας κάνουμε μια μικρή αναφορά σε ταινίες της. Το 1952 ως Άννα συμμετέχει στην κωμωδία «Ο
Άλλος», σκην. Αλέκος Σακελλάριος. Είναι η πρώτη της εμφάνιση στον κινηματογράφο.
Το 1959 ως ατίθαση μαθητριούλα
συμμετέχει στην θρυλική ταινία, δίπλα στην Αλίκη Βουγιουκλάκη, «Το ξύλο βγήκε
από τον παράδεισο», σκηνοθεσία πάλι του Σακελλάριου. Το 1960 στην ταινία της Μαρίας Πλυτά,
«Άντρας είμαι και το κέφι μου θα κάνω». Στην φαρσοκωμωδία του Ερρίκου Ιατρού
«Δράκουλας και Σια». Το 1961 στην
κωμωδία «Το παιδί της πιάτσας» σε σκην. Κώστας Χατζηχρήστος και Απόστολος
Τεγόπουλος. Το 1962 παίζει στην
Κομεντί «Το έξυπνο πουλί», και στην κωμωδία «Οι Γυναικοκατακτητές» του ποιητή
και σκηνοθέτη Ορέστη Λάσκου. Στο ψυχολογικό θρίλερ «Εφιάλτης» του Ερρίκου
Ανδρέου. Στην κωμωδία «Του Κουτρούλη ο γάμος» σε σκηνοθεσία του Κώστα Μαργαρίτη.
Στην Κοινωνική περιπέτεια «Νόμος 4000» του Γιάννη Δαλιανίδη. Στην Φαρσοκωμωδία
«Τα Κοθώνια του θρανίου» του Κώστα Γεωργούτσου. Τον επόμενο χρόνο το 1963 συμμετέχει στο κοινωνικό δράμα του
Πάνου Γλυκοφρύδη «Ανήσυχα νειάτα». Στην ερωτική περιπέτεια «Μεσάνυχτα στη Βίλλα
Νέλλη» του Τάκη Εμμανουήλ. Στην κωμωδία τα «Παλληκαράκια της παντρειάς» του
Φρίξου Ηλιάδη. Στην μουσική κωμωδία «Η Ψεύτρα» του Γιάννη Δαλιανίδη. Το 1964 στην κοινωνική περιπέτεια του
Νέστορα Μάτσα «Τα παληόπαιδα», και στο κοινωνικό δράμα «Το κορίτσι της
Κυριακής». Στην φαρσοκωμωδία «Γάμος αλλά…ελληνικά» του Βασίλη Γεωργιάδη. Στην
κωμωδία «Δεσποινίς Διευθυντής» του Ντίνου Δημόπουλου. Στο κοινωνικό δράμα «Άπονη
ζωή» του Πάνου Γλυκοφρύδη. Το 1965
παίρνει μέρος στην κομεντί του Γιώργου Τζαβέλλα «Η Γυνή να φοβείται τον
άντρα».Στο κοινωνικό δράμα του μετέπειτα συζύγου της Παύλου Τάσιου «Φτωχολογιά».
Στην μουσική κωμωδία «Μια τρελή-τρελή οικογένεια» του Ντίνου Δημόπουλου. Στην
κωμωδία του Πάνου Γλυκοφρύδη «Κάλλιο πέντε και στο χέρι». Το 1968 στην κωμωδία «Ο τρελός τάχει 400»
του Κώστα Καραγιάννη. Το 1969 στο κοινωνικό δράμα «Η θυσία μιας γυναίκας» του
Στέλιου Τατασόπουλου. Το 1969 στην
κοινωνική περιπέτεια «Πληγωμένα νειάτα» του Π. Τάσιου. Στην κωμωδία «Η Ωραία του
Κουρέα» του Ν. Δημόπουλου. Το 1970
στην αισθηματική ταινία «Αγάπη για πάντα» του Β. Γεωργιάδη. Στην κωμωδία «Τρελά
κορίτσια, απίθανα αγόρια» του Παναγιώτη Κωνσταντίνου. Το 1971 στην πολεμική σάτιρα «Τι έκανες
στον πόλεμο Θανάση» του Ντίνου Κατσουρίδη. Το 1972 στην κοινωνική ψυχογραφία «Ναι μεν αλλά…» του Π. Τάσιου. Στην Κωμωδία
«Υπέροχες νύφες…» του Π. Κωνσταντίνου. Μετά την Δικτατορία, και ακριβέστερα το
1977 έρχεται η απογείωση της
κινηματογραφικής της καριέρας με την συμμετοχή της στο έργο του συζύγου της, που
έγραψε και το σενάριο, του Παύλου Τάσιου στην ταινία «Το βαρύ…πεπόνι». Για την
συμμετοχή της λαμβάνει το βραβείο του Α γυναικείου ρόλου. Το 1980 παίρνει μέρος στο πολυσυζητημένο
κοινωνικό δράμα «Παραγγελιά» σε σκηνοθεσία και σενάριο πάλι του Π. Τάσιου. Όπου
απαγγέλλει ποιήματά της. Το 1982
συμμετέχει στην ιστορική περιπέτεια του Νίκου Κούνδουρου «1922». Τέλος, το
1984 συν γράφει μαζί με τον σκηνοθέτη
Ανδρέα Θωμόπουλο το σενάριο της ψυχολογικής κομεντί «Όστρια-το τέλος του
παιχνιδιού». Για την συμμετοχή της παίρνει και πάλι το βραβείο του Β γυναικείου
ρόλου.
Η Γώγου ευτύχησε
να συνεργαστεί τόσο με τους πιο αξιόλογους σκηνοθέτες όσο και να
συμπρωταγωνιστήσει δίπλα σε μεγάλους ηθοποιούς. Όπως η Μαίρη Αρώνη, η Τζένη
Καρέζη, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, η Μάρω Κοντού, η Δέσπω Διαμαντίδου, ο Αλέκος
Αλεξανδράκης, ο Γιώργος Κωνσταντίνου και άλλοι πολλοί. Η κινηματογραφική της
καριέρα και με τα δύο βραβεία ερμηνείας ήταν επιτυχής και σημαντική. Το πλατύ
κοινό την αγάπησε και έγινε εύκολα αναγνωρίσιμη πριν την ποιητική της
σταδιοδρομία. Η Γώγου συμμετείχε σιμά σε
μεγάλους ηθοποιούς και σε πάμπολλες θεατρικές παραστάσεις.
Στις 4 έως 26
Οκτωβρίου του 1996 στο Θέατρο της Νίκης Τριανταφυλλίδης, ανεβαίνει η παράσταση
«Ρέκβιεμ Κατερίνα Γώγου» σε σκηνοθεσία Μίλλα, σκηνικά και Μάσκες Μ. Παπαδάκη,
και μουσική του Σ. Μπουχάγιερ.
Η συνάντηση
Τη χειμερινή
θεατρική περίοδο του 1978 δέχομαι ένα τηλεφώνημα. Ήταν ο κυρός σήμερα Κώστας
Ταχτσής. Λέγοντας μου με το γνωστό, επιτακτικό τόνο της φωνής του. «Μπρος,
ετοιμάσου να έρθεις μαζί μου στο θέατρο» Γνώριζα ότι σκόπευε να μεταφράσει την
«Φιλουμένα Μαρτουράνο» του Εντουάρντο ντε Φίλιππο. Η πρότασή του με γέμισε χαρά
γιατί θα έβλεπα ξανά την Έλλη Λαμπέτη. Την πρωτοείδα στο Βυσσινόκηπο του
Τσέχωφ και την είχα γνωρίσει από κοντά στο έργο του Αντάιντε «Δεσποινίς
Μαργαρίτα» που είχε μεταφράσει ο Ταχτσής. Εδώ οφείλω να πω, ότι ο πολυτάλαντος
αλλά άτυχος αυτός συγγραφέας συνήθιζε να με παίρνει μαζί του στις θεατρικές
πρόβες των έργων που μετέφραζε γνωρίζοντας την αγάπη μου για το Θέατρο. Αυτό μου
έδωσε τη δυνατότητα από πολύ νωρίς-έφηβος τότε-να γνωρίσω όχι μόνο σπουδαίους
ηθοποιούς αλλά και να παρακολουθήσω σημαντικές παραστάσεις. Ήδη η πρώτη μου
συνάντηση μαζί της στις πρόβες του έργου του Αντάιντε, μου έχει μείνει
αλησμόνητη. Έτσι ένα απόγευμα μαζί με τον συγγραφέα του «Τρίτου Στεφανιού»,
ξεκινάμε για το Θέατρο Σούπερ Σταρ. Άμυαλος νέος ο γράφων της εποχής εκείνης,
δεν είχε κλείσει καν τα είκοσί του χρόνια, να λέει στον Ταχτσή. Μα, πως γίνεται
μια «ενζενί» παρουσία σαν την Έλλη Λαμπέτη να ερμηνεύει μια λαϊκή Ναπολιτάνα
ελευθερίων ηθών. Εκείνος να με βρίζει λέγοντας, «πρόσεχε μην σου ξεφύγει καμιά
κουβέντα μπροστά της και με κάνεις ρεζίλι, ξέρω τι φλύαρος είσαι σε αυτά. Άσε
που σε συμπάθησε την πρώτη φορά που σε είδε. Γιαυτό πρόσεχε κακομοίρη μου».
Αγχωμένος αλλά και χαρούμενος που θα συναντούσα ξανά ιδιαιτέρως, τη μεγάλη και
τόσο εύθραυστη αυτή ηθοποιό δεν έβλεπα την ώρα να δω το έργο και μετά να πάμε
στα παρασκήνια. Σε αυτήν την παράσταση έπαιζαν όπως μου θυμίζει το πρόγραμμα: ο
Πειραιώτης Δημήτρης Παπαμιχαήλ, η αξιολάτρευτη Σαπφώ Νοταρά, ο Αντώνης
Καφετζόπουλος, η Κατερίνα Γώγου και άλλοι ηθοποιοί, την σκηνοθεσία είχε κάνει ο
Μάουρο Μπολονίνι. Πρέπει να είδα δύο ή τρεις φορές την παράσταση και με
διαφορετικούς ερμηνευτές. Οι ερμηνείες όλων των συντελεστών ήσαν θαυμάσιες.
Έκανα αυτή την μνημονική παρεμβολή για να
αναφέρω, ότι σε αυτή τη θρυλική παράσταση για πρώτη και τελευταία φορά συνάντησα
από κοντά την Κατερίνα Γώγου. Ένα λεπτοκαμωμένο, όμορφο κάπως άγριο αγοροκόριτσο
με αναρχίζουσες ιδέες, που εκείνη την εποχή δεν μου έκαναν εντύπωση. Μια και το
κόκκινο βιβλιαράκι του Μάο διαβαζόταν παράλληλα με το άλλο κόκκινο βιβλιαράκι,
αυτό των Μαθητών. Η ανάγνωση πολιτικών κυρίως βιβλίων, εφημερίδων και διαφόρων
επαναστατικών εντύπων ήταν πολύ διαδεδομένη την εποχή εκείνη, αφού βγαίναμε από
μία επτάχρονη δικτατορία και ο επαναστατικός οραματικός μας οίστρος ήταν στα
πάνω του. Φιλοδοξούσαμε να αλλάξουμε την Κοινωνία με κάθε θεμιτό ή αθέμιτο μέσο
πριν προλάβουμε καν να γνωρίσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό, πριν δομήσουμε με
στέρεες βάσεις την προσωπικότητά μας, πριν διανοηθούμε έστω και στο ελάχιστο να
ανακαλύψουμε τις τρομερές ανάγκες του σώματός μας. Η συνάντηση με την Κατερίνα
Γώγου θα μου μείνει αλησμόνητη, επειδή συνάντησα μια όμορφη αξιόλογη ηθοποιό που
τη γνώριζα από τον κινηματογράφο,(ποιος δεν θυμάται την ατίθαση Λαζάρου) αλλά
και γιατί πρώτη φορά μιλούσα με καλλιτέχνη με παρόμοιες ιδέες. Η γνωριμία αυτή
στο εφηβικό μυαλό μου αποτυπώθηκε πολύ έντονα. Δεν θυμάμαι ακριβώς τι
συζητήσαμε, θυμάμαι όμως, ότι παραδόξως για μένα, συμπλεύσαμε στις απόψεις μας
όσον αφορά την παράσταση και ιδιαίτερα στις κρίσεις μας σχετικά με τον ρόλο της
μεγάλης ντίβας, της Έλλης. Χαιρετιστήκαμε ζεστά και είπαμε να ξανά ιδωθούμε. Εγώ
με τον Κώστα, την Έλλη Λαμπέτη και κάποια άλλα άτομα δειπνήσαμε σε κάποιο
εστιατόριο. Κατά τη διάρκεια του δείπνου δεν έβγαλα άχνα για την παράσταση,
καθώς ένιωθα δυο άγρια μάτια να με κοιτάζουν έτοιμα να με σουβλίσουν αν τολμούσα
να πω το τι σκεφτόμουν.
Την ηθοποιό και ποιήτρια Κατερίνα Γώγου, δεν
την ξαναείδα έκτοτε. Πολύ αργότερα, αγόρασα τις ποιητικές της συλλογές και
ρουφούσα την επαναστατική της φωνή με δέος. Θεωρώντας, ότι είναι μια γνήσια
Ελληνίδα εκπρόσωπος της Αμερικάνικης ποιητικής γενιάς των Μπητ. Σήμερα μετά από
τόσα χρόνια που οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες έχουν αλλάξει και έχουν
δυσκολέψει και με μια αβάσταχτη βεβαιότητα μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι τα
τότε οράματά μας διαψεύσθηκαν, δεν γνωρίζω αν θα έμενα έκθαμβος με αυτήν την
κάπως «παλιομοδίτικη πολιτικά» ποιητική φωνή. Γνωρίζω και ακούω ότι η ποιητική
φωνή της Κατερίνας Γώγου μπορεί να μην έγινε αποδεκτή από το ποιητικό ιερατείο
της γενιάς της, ο λόγος της όμως κοινωνεί χιλιάδες νεολαίους όχι μόνο της
περιοχής των Εξαρχείων αλλά και πανελλαδικά, μέσα από τις διάφορες ιστοσελίδες.
Και αυτό ανεξάρτητα από την ποιότητα της γραφής της δηλώνει κάτι. Καμία άλλη
γυναικεία ποιητική γραφή της γενιάς της δεν πούλησε τόσα αντίτυπα όσο αυτή. Δεν
διαβάστηκε το έργο της αβίαστα και μάλιστα χωρίς να έχει σύμμαχο την κρατική
προπαγανδιστική υποστήριξη, όσο ο δικός της μαχητικός λόγος. Είναι θεωρώ καιρός
το φαινόμενο Γώγου να τεθεί στις σωστές του διαστάσεις, και να αποκτήσει την
θέση που της αξίζει μέσα στην χορεία και των άλλων γυναικείων ποιητικών φωνών.
Είναι νομίζω λάθος να «πατρονάρουμε» μια συγκεκριμένη μόνο γυναικεία ποιητική
φωνή αγνοώντας όλες τις άλλες, τώρα που οι συνθήκες άλλαξαν. Και σίγουρα ας μην
γελιόμαστε, ο ποιητικός λόγος γυναικείος ή αντρικός δεν έχει πια την ίδια
ουσιαστική και δραστική σημασία που είχε κάποτε στις ψυχές και τις συνειδήσεις
των ανθρώπων. Η Ποίηση έπαψε να αναπτερώνει πνευματικά, να επουλώνει ψυχικές
πληγές, να σηκώνει το βάρος υπαρξιακών αδιεξόδων, να οδηγεί πολιτικά τα πλήθη. Ο
Κόσμος μας απομαγεύτηκε ανεπιστρεπτί.
Ο Ελληνικός
όμως γυναικείος ποιητικός ποταμός μεταφέρει στα νερά του πολλούς ποιητικούς
σαπφείρους, από εμάς εξαρτάται αν θα τους ανακαλύψουμε. Τουλάχιστον αυτό το
οφείλουμε στη μικρή και οργισμένη «Ρόζα Λούξεμπουργκ» των ποιητικών
Εξαρχείων.
Το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε στην ολοκληρωμένη του μορφή μόνο στην τρίτη έκδοση του βιβλίου "Κατερίνα Γώγου: Πάνω κάτω η Πατησίων", εκδ. Οδός Πανός, 2013.
Η πρώτη δημοσίευση έγινε στο περιοδικό Οδός Πανός, τχ. 145, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2009.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου