Κυριακή 21 Απριλίου 2013


Γιάννης Τσαρούχης

 Η Αγαλματοποίηση του Έρωτα

του Γιώργου Μπαλούρδου

      

     Για εμάς τους νεότερους, ο Πειραιώτης δάσκαλος Γιάννης Τσαρούχης, είναι ένας από τους φάρους της ελληνικής αυτοσυνειδησίας. Ένα από τα γονιμοποιά στοιχεία όπως υπήρξε και η Αγγελική Χατζημιχάλη, η Εύα Σικελιανού, η Δώρα Στράτου, ο Δημήτρης Πικιώνης, η οικογένεια των Σπαθάρηδων, η Ραλλού Μάνου, ο Κάρολος Κούν, ο Μάνος Χατζηδάκις, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Κίτσος Μακρής, ο Τάσσος, ο Σπύρος Βασιλείου και μια σειρά άλλων αξιοσημείωτων προσωπικοτήτων που με το ήθος της ζωής των, και τη δημιουργική τους παρουσία και συμβολή οριοθέτησαν τα πλαίσια της ελληνικότητας, προσδιόρισαν τις αρχέγονες αξίες της παράδοσης μας, αφαίρεσαν τις άγονες ξένες επιδράσεις, επανατροφοδότησαν τον ψυχισμό του νεοέλληνα με ελληνικά και όχι φιλελληνικά στοιχεία και έθεσαν τις βάσεις της εθνικής μας νεοελληνικής αυτοσυνειδησίας. Ο Γιάννης Τσαρούχης είναι ένας από τους σπουδαιότερους και όχι μόνο καλλιτέχνες της γενιάς του 1930, ο οποίος επαναπροσδιόρισε το κέντρο βάρους των αισθήσεών μας, μας πρότεινε να κοιτάξουμε με άλλο μάτι την λαϊκή τέχνη, κάτι που οδηγούσε κατευθείαν στον Θεόφιλο, άφησε πίσω τα άχαρα βαρίδια της ηθογραφικότητας, διεύρυνε το εύρος των ανησυχιών μας στην επιθυμία μας  να επαναβαπτιστούμε στις πανάρχαιες ρίζες της φυλής χωρίς τις κακόηχες αντι ηχήσεις της στείρας προγονοπληξίας. Ο τρόπος θεώρησης του βίου και του έργου του μας οδήγησε να ξαναχαρούμε με τις παραστάσεις του Θεάτρου Σκιών. Να απολαύσουμε την ασίκικη λεβεντιά του ζεϊμπέκικου χορού να επαναερμηνεύσουμε τη λαϊκή διακοσμητική τέχνη, την κεραμική, την νεοκλασική αρχιτεκτονική. Ο Τσαρούχης μας δίδαξε, τι θα πρέπει να κρατήσουμε από την συναναστροφή μας με τον δυτικό πολιτισμό και τι να του αντιπροτείνουμε από την δική μας παράδοση. Ότι θα πρέπει να στεκόμαστε υπερήφανοι δίπλα στον δυτικό άνθρωπο και όχι μειονεκτικά έστω και αν σαν έθνος δεν ωφεληθήκαμε άμεσα από τα επιτεύγματα του διαφωτισμού. Και σαν χώρα δεν βιώσαμε την δική μας πολιτιστική αναγέννηση.
     Το έργο του εκφράζει μια εικαστική φιλοσοφία, υπακούοντας σε συγκεκριμένες αξιολογικές αρχές και στάσεις του βίου που προσδιόρισαν την μετέπειτα ερμηνευτική μας. Ο τρόπος που βλέπει τα πράγματα  έχει την παράδοση ενός αρχαίου ήθους, που ανάγεται στις απαρχές της προσωκρατικής φιλοσοφίας. Οι οντολογικοί του προβληματισμοί οδηγούν στις αντίστοιχες ανησυχίες και διλήμματα των βυζαντινών αγιογράφων. Οι εικαστικές του αφηγήσεις ενώ είναι έντονα ελληνοκεντρικές, ταυτόχρονα είναι και οικουμενικές, αποπνέουν μια καθολικότητα. Πέρα από χρωματικούς εντυπωσιασμούς ή εγκεφαλικές σχεδιαστικές αποτυπώσεις που υιοθετούσαν οι παλαιότεροι από αυτόν ζωγράφοι. Ο εικαστικός του κόσμος είναι πάντοτε επώνυμος, έχει ταυτότητά, την ιδιαίτερη σφραγίδα του, την σύγχρονη και κοσμείται έντονα με τα διαχρονικά σύμβολα της παράδοσης. Αντίθετα η έντονη ελληνικότητα του Νίκου Εγγονόπουλου, είναι κάπως πιο «αφηρημένη», οι εικαστικοί του ήρωες που παραπέμπουν σε πρόσωπα ιστορικά είναι συνήθως χωρίς μορφή, χωρίς το στίγμα του βλέμματος που τους προσδιορίζει και μας προσδιορίζει. Έχουν διαφορετικό εύρος ιστορικής υστεροφημίας. Ο Τσαρούχης υπήρξε ένας ζωντανός μύθος, ο οποίος με τις γραπτές του καταθέσεις, τις εικαστικές του μαρτυρίες, τις σκηνογραφικές του προτάσεις, τις καίριες παρατηρήσεις για το αρχαίο θέατρο αλλά και την σύγχρονη αισθητική μας ματιά, αντιπροσωπεύει τον βασανιστικό αρχετυπικό τύπο ζωής του Έλληνα στην ανηφορική πορεία του προς την αυτοσυνειδησία. Στην ιστορική του προσπάθεια να βάλλει σε τάξη τα πράγματα γύρω του για να μπορέσει να τα ονοματίσει  και να οδηγήσει τον κόσμο εύκοσμο και ένδοξο προς το απόλυτο, δηλαδή την αθανασία. Με γνώμονα την εμπειρία του καθημερινού βίου και την ανεύρεση
της λεπτής ισορροπίας μεταξύ λογικής και συναισθήματος. Λήθης και ανωνυμίας. Το βλέμμα του πάντα καθαρό,  αναζητά να ορίσει αυτήν την μυστηριακή λευκότητα  που διαχέεται στα πράγματα και στις μεθυστικές κινήσεις των σωμάτων, στα ανεπίληπτα ηδονικά χαρακτηριστικά των προσώπων και στην ερωτική καθαρότητα του ελληνικού φωτός. Στο έργο του αποφεύγει τις επίπλαστες φιλολογικές εξαρτήσεις που αμαυρώνουν τις προθέσεις της όρασης, στέκει μακριά από αλλότριες ξενοδουλεμένες καταθέσεις που σκοτεινιάζουν την φωτεινή πολλαπλότητα της ελληνικής φυσικής ατμόσφαιρας. Κρατά απόσταση ασφαλείας από επιρροές που δεν ευδοκιμούν στον κόσμο των προθέσεών του, τεχνικές που αγνοούν την λεπτή ενδοσυνομιλία μεταξύ φωτός και σκιάς, χρώματος και σχεδίου, μορφής και χώρου. Η εικαστική του αφήγηση διαπλάθει την σύγχρονη αντίληψή μας περί αισθητικής. Περί του λαϊκού υψηλού. Ο τρόπος του υποστασιοποιεί τα αρχαία αδούλευτα μυστικά της ελληνικής παράδοσης. Κάτι που του μεταλαμπαδεύτηκε από τον Φώτη Κόντογλου. Η ακριβή στάθμης τεχνική του, η εικονιστική του μαεστρία, αβίαστα δικαιολογούν την κοινή αφετηρία, το ίδιο ενιαίο τεχνοτροπικό κέντρο αναφοράς που βρίσκεται
στον ακμαίο κόσμο των αρχαίων Ελλήνων Αγγειογράφων, στον χρωματικό πλούτο των προσωπογραφιών της τέχνης των Φαγιούμ, αλλά και στην καλλιτεχνική πόζα των Κυριακάτικων οικογενειακών φωτογράφων. Η χρήση των Πολυγνώτειων χρωμάτων, η εξάντληση της ώχρας, η άρνηση της ιμπρεσιονιστικής λογικότητας των έντονων κίτρινων κηλίδων, η χειραφέτηση της φόρμας προς όφελος της λειτουργικής καθαρότητας, η υιοθέτηση στοιχείων που οδηγούν στην μοναδικοποίηση ίσως της παράστασης αλλά όχι στην απολυτοποίησή της. Η αβίαστη εισδοχή μιας γνώριμής μας καθημερινότητας μέσα στην σύνθεση, η ροπή προς την φωτογραφική πόζα, οι απελευθερωτικές δυνάμεις της χρωματικής πρότασης με ηγεμονεύοντα ρόλο εκείνον του λευκού, η προσεγμένη λειτουργία των γραμμών, η εκστατικότητα των σωματικών στάσεων, η τυποποιημένη κάπως χαρακτηρολογία των προσώπων, οι εν κινήσει συνομιλίες των σωματικών τύπων, αναδεικνύουν με περισσή χάρη και γοητεία τον ψυχικό και συναισθηματικό κόσμο των εικονιζομένων. Που δεν είναι παρά η χαρακτηριστική τυπολογία και ο σταθερός γονότυπος της Ελληνικής φυλής στην διαχρονική του πορεία.
    Με την μονοδιάστατη χρήση μιας αντρικής ιδιοτυπίας, ο Τσαρούχης πέτυχε να αποτυπώσει το στίγμα του έρωτα πάνω στις διάφορες μορφές και τα πράγματα μέσα στη ροή των γεγονότων. Τα δάνεια αναγεννησιακά στοιχεία-των νεαρών μακρυμάλλιδων, με το ηδυπαθές βλέμμα, που τόσο άρεσαν στους Μαικήνες της αναγέννησης-επανατροφοδοτήθηκαν από την γηγενή διονυσιακή Ελληνική ατμόσφαιρα μπολιάζοντας την ερωτική τους χαύνωση. Κάτι πρωτόγνωρο για την εποχή του και για τα εικαστικά δεδομένα. Η νατουραλιστική απεικόνιση των ωραίων δυτικών εφήβων, έγινε αρετή της Ελληνικής αρρενωπής ομορφιάς έτσι όπως ένας μαΐστορας του έρωτα γνωρίζει να αποδώσει. Παρόμοιες ερωτικές προτάσεις συναντάμε και στο έργο του συγγραφέα Γιώργου Ιωάννου, με τον λούμπεν ηδονόχαρο ερωτισμό του. Την διάσπαρτη ακροβασία του μεταξύ λεηλατημένου πόθου και ενοχικής σεξουαλικότητας. Ο Τσαρούχης σέβεται την μορφή δεν την κατακερματίζει, δεν παραμορφώνει την οργανική της ενότητα, χρησιμοποιεί σταδιακά μια στέρεα αναγνωρίσιμη εικαστική γλώσσα με πολλαπλές εκδοχές λειτουργικότητας. Ακολουθεί μια ερμηνεία ζωής, η οποία δεν φοβάται να πειραματιστεί πάνω στην γοητεία του μεταφυσικού στοιχείου που συναντά σε κάθε σωματικό στίγμα που ξέρει να διηγείται μοναδικά την παρουσία του. Που αποκαλύπτει με σεξουαλική αναίδεια ακόμα και τα πιο απόκρυφα σημεία του. Που δεν ντρέπεται να εκθέσει την λάγνα γυμνότητά του και να κάνει επίδειξη ορισμένες φορές των σημείων που τον προίκησε η μητέρα φύση, και είναι σαν να μας λέει, μην δειλιάζετε, απολαύστε αυτό που σας προτείνω, τώρα που η ανθοφορία του κορμιού συναντά την εικαστική χρονική αιωνιότητα. Η συσσωρευμένη αυτή αντρική γυμνότητα της τσαρούχειας πρότασης φέρνει στο νου τα αρχαία Ελληνικά αγάλματα, που αναδείκνυαν το αρχαίο κάλλος. Ο ζωγράφος αποφεύγει συστηματικά να μεταθέσει το στοιχείο αυτό στο χώρο του μύθου. Να το επενδύσει με την αχλή της ηθικότητας. Την υπερβολική αυστηρότητα των βυζαντινών αγιογράφων με την άσαρκη αγιότητά τους. Η δεσπόζουσα αυτή πλημμυρίδα των γυμνών αντρικών σωμάτων μέσα στο έργο ενός Έλληνα καλλιτέχνη δεν νομίζω ακόμα να έχει ξεπεραστεί. Μόνο ο κινηματογραφικός φακός του Ραινερ Βέρνερ Φασμπίτερ έχει να μας προτείνει τόση αντρική-ενδεδυμένη φυσικά-«βαρβατίλα».
     Το  αντρικό κορμί στο έργο του Τσαρούχη, είναι κατά κύριο λόγο γυμνό, δεν γίνεται σαράκι των αισθήσεων, ουρλιαχτό των προσφυγικών επιθυμιών μας, ψεύτικο υπονοούμενο για αδύναμες υπάρξεις. Μάλλον, «καλιαρντεύει» την παρουσία του έτσι όπως θα το ήθελε ένας γνήσιος Έλληνας, ο Θάνος Βελλούδιος. Ακόμα και όταν είναι ντυμένο ή μισοντυμένο αποζητά την απέκδυσή του. Δεν του αρέσει το μπανιστήρι από την κλειδαρότρυπα του ονείρου. Επιδιώκει το βλέμμα που θα μαγνητιστεί από αυτό, θα το θωπεύσει με λαγνεία και θα το γδύσει βίαια, τρυφερά,
αχόρταγα. Θα το απελευθερώσει λιμασμένα από το βάρος της μικροαστικής μας σεμνοτυφίας. Αυτοί οι γυμνοί ερωτικοί αρκουδόμαγκες που στέκονται μετωπικά απέναντί μας, οι «μπάνικοι» στρατιώτες με τους τουρλομένους γλουτούς. Οι μαυροτσούκαλοι ψωμομένοι τύποι, που συναντάμε αργότερα στις αντίστοιχες ποιητικές εικόνες του Ανδρέα Αγγελάκη. Οι ερωτικοί ζεϊμπέκηδες, οι ανώνυμοι ή επώνυμοι καθημερινοί άγνωστοι που αναγνωρίζουμε στις σεξουαλικές περιπλανήσεις της ποίησης του Γιώργου Χρονά. Που ποζάρουν και χορεύουν μόρτικα, με ασίκικες κινήσεις, βαριές, αρχοντικές, με τις οργιαστικές τους παραπόδας προθέσεις. Που είναι έτοιμοι να πηδήξουν από το κάδρο και να χαθούν μέσα στο πλήθος των ενοχών μας. Αυτά τα λεβέντικα «μπαρότεκνα» που στέκουν καθηλωμένα σε μια νωχελική στάση, λουσμένα με την φωτεινή τους λαγνεία σε μια πρόκληση δοξαστική. Που δεν αρνούνται να φανερώσουν την μικρή κλίμακα των προσωπικών τους συναισθημάτων, τον μπρούτο χαρακτήρα τους, την ανενοχική τους διάθεση. Οι νέοι αυτοί, οι άντρακλες του κόσμου του Τσαρούχη, δεν θυμίζουν τους Καβαφικούς νέους που ντρέπονται συνήθως για τον αμαρτωλό τρόπο ζωής τους, που αποζητούν το σκιόφως για να εκθέσουν τις επιλογές τους. Δεν κρύβονται πίσω από τα καφασωτά της ηθικής, δεν χρειάζονται την συμβολική επίφαση της ιστορίας για να εκτεθούν. Φέρνουνε στην μνήμη μας τους λαϊκούς ένστολους άντρες της ποιητικής κατάθεσης του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Αλήθεια, πόσο συγγενεύει, αυτός ο σεξουαλικός φετιχισμός της στολής του Τσαρούχη με αυτόν του κυρίου Ντίνου; Και φυσικά δεν έχουν την λυγρή ευαισθησία των ερωτικών προσώπων του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, ούτε την αφανέρωτη σεξουαλικότητα του κόσμου του Σταύρου Βαβούρη. Ορισμένες φορές θυμίζουν τις παραπλανητικά ερωτικές εικόνες των αντρών του Νίκου Χαντζάρα και ανακαλούν κάπως την ατμοσφαιρική γλώσσα του Μήτσου Παπανικολάου παρά του Αλέξανδρου Μπάρα.. Οι λαϊκοί «παιδοβούβαλοι» του Τσαρούχη, αυτά τα ζωώδη μαγκάκια μιας άλλης εποχής,-που έχουν τόσες οραματικές ομοιότητες με τους τύπους του Ζαν Ζενέ-ενίοτε, αλληλοσυμπληρώνουν τον τυπολογικό τους εικαστικό χαρακτήρα. Η πληθωρική τους ανεκφραστικότητα, το απλανές αλλά μόρτικο βλέμμα τους, η αντρική τους κορμοστασιά, η εύκολα αναγνωρίσημη σιλουέτα τους, η σταθερή υφολογική τους διάθεση, ανεξάρτητα από τον λειτουργικό ρόλο που τους ορίζει από σύνθεση σε σύνθεση ο ζωγράφος, οδηγεί την όρασή μας σε ένα κορεσμό, σε ένα γυμνό λίγωμα, σε μια διάθεση αναζήτησης άλλων αναφορών μέσα στο φόντο για τέρψη. Αυτή η μονοδιάσταση εστίαση του βλέμματος του ζωγράφου καμιά φορά κουράζει, ίσως και να απωθεί. Από την άλλη πάλι, η αποκαλυπτικά αθώα και ποθητή φυσική ρώμη και φωτεινή αγριάδα του αντρικού κορμιού, συνήθως περιορισμένη σε ένα κάπως στενό πλαίσιο χωρίς πάντοτε διακοσμητικά παραγεμίσματα, δεν υποδηλώνει μόνο την δική της παρουσία αλλά και αυτό που μας λείπει, ότι η κοινωνία με τους μηχανισμούς της μα στερεί.
     Η συμπαγής και καθαρή σχεδιαστική σύνθεση του γυμνού μοντέλου, η πρωτόγονη σαφήνεια του όγκου της που την δανείστηκε από τους Φωβιστές και ιδιαίτερα τον Ανρι Ματίς. Ή ένταση του φωτισμού, η θέση του κορμιού μέσα στον χώρο, οι σκουρόχρωμες σκιαγραφήσεις, η πλαστικότητα του συνολικού αποτελέσματος, οι συνδιαστικές τονικότητες των χρωμάτων, ο σκοπός της αφήγησης, οι αρμονικές αναλογίες των χρωματικών στιγμάτων, το παιχνίδισμα των προθέσεων, η έντονη οικειοποίηση μιας αισθησιακότητας που δεν ρέπει προς την χυδαιότητα, η ισορροπημένη χειραγώγηση των συναισθηματικών προθέσεων, οι διάφορες οσμώσεις του γυμνού, η μεθυστική διάθεση της εντύπωσης, τέλος, το μετωπικό βλέμμα που τοξεύει στο άπειρο, όλα αυτά, οδηγούν στην αγαλματοποίηση της σεξουαλικότητας, θα σημειώναμε, αν είναι δόκιμος ο όρος και στις αρχαίες πηγές της Ελληνικής τέχνης. Πρέπει επίσης να τονισθεί ότι η βιολογική γονιμότητα, και η ερωτική πρόκληση δεν προβάλει από την γυναικεία φιγούρα αλλά από την αντρική. Ποτέ η αντρική φιγούρα δεν θηλυκοποιείται. Η γυναικεία εικόνα υπολειτουργεί στην ερωτική πρόθεση του ζωγράφου. Όπου παρουσιάζεται είναι περισσότερο για να δηλώσει τον κοινωνικό της ρόλο τον παραδοσιακό της τρόπο ζωής, τα στολιστικά της πλουμίδια, παρά για να ελκύσει την αρσενική ματιά, ή να θαυμαστεί η σεξουαλικότητά της. Να γίνει το φανερό ή το σκοτεινό αντικείμενο πόθου. Αντίθετα, η γυναικεία παρουσία, εκθέτει την ερωτική της γυμνότητα σε διάφορες πόζες μέσα στο έργο του Γιάννη Μόραλη, κρατά τον πρωτεύοντα ρόλο, πέριξ της δικής της παρουσίας στρέφονται όλα. Η «ειδωλολατρική» αυτή γυμνότητα του Τσαρούχη, δεν μας ξενίζει αν αναλογιστούμε ότι ολόκληρος σχεδόν ο Ελληνικός πολιτισμός είναι καθαρά ανδροκεντρικός. Υπέρμετρα υμνητικός της ανδρικής αρρενωπότητας. Στον τομέα αυτόν όπως και στην παράθεση στοιχείων της καθημερινότητας των ταπεινών αλλά ουσιαστικών λειτουργιών του καθημερινού ανθρώπου και στην δοξολόγηση των απλών πραγμάτων, ο εικαστικός κόσμος του Τσαρούχη έχει αρκετές συγγένειες με τον ποιητικό κόσμο του Γιάννη Ρίτσου. Και οι δύο επίσης υμνούν το Ελληνικό λαϊκό αντρικό κορμί κάτω από άλλες ιδεολογικές αναφορές, αλλά από όμορες ευαισθησίες και επιθυμίες.  
     Ό θεματικός κύκλος του Γιάννη Τσαρούχη περιλαμβάνει ακόμα, νεοκλασικά σπίτια ένδοξων οικογενειών, παλαιά καφενεία που η φήμη τους έμεινε στον χρόνο, Πειραϊκές τοποθεσίες που αποθήκευσε η παιδική του μνήμη από τη γενέθλια πόλη, συνθέσεις με νεκρές φύσεις, πορτραίτα γνωστών φιλικών του προσώπων, παραδοσιακές γυναικείες ενδυμασίες, πολιτικά στιγμιότυπα. Αλλά και ποδοσφαιριστές, ποδηλάτες, πληθώρα ναυτών, εσατζήδες, στρατιώτες στην κυριακάτικη έξοδό τους, φουστανελοφόρους και φοιτητές, γνωστά του μοντέλα, καλλίγραμμοι νέοι, καθιστοί, γυμνοί, που ρεμβάζουν, σε στάση αγάλματος Ολυμπίας, νέοι ως φύλακες άγγελοι, άλλοι που ποζάρουν για τις εποχές του έτους, γυναικεία «πορτραίτα-φαγιούμ», αυτοπροσωπογραφικές προτάσεις, οικογενειακά στιγμιότυπα, ο ζωγράφος Θεόφιλος σαν μέγας Αλέξανδρος, συνορεύει με την εικόνα του θαλασσινού ποιητή Νίκου Καββαδία. Καθώς και ένας κύκλος θεατρικών σκηνογραφιών συνθέσεων, μαζί με τις άλλες του δραστηριότητες- την σκηνοθεσία και την μετάφραση αρχαίων τραγωδιών, τη συγγραφή ποιημάτων και τις συχνές παρεμβάσεις του σε θέματα πολιτισμού είναι το ταμείο κατάθεσης αυτού του σοφού δασκάλου.
     Οι προσωπικές αυτές σκέψεις ήρθαν στον νου μου καθώς παρακολούθησα την ενδιαφέρουσα έκθεση του ζωγράφου που διοργάνωσε το Μουσείο Μπενάκη, που τόσα του οφείλουμε εμείς οι φιλότεχνοι. Τα χρόνια πέρασαν, το κορμί βάρυνε, οι αναμνήσεις αυξήθηκαν.
   Όμως το έργο του σημαντικού αυτού δασκάλου, η συνάντησή μου μαζί του, παραμένει παρόν και επιβλητικό. Γυμνό, αθώο, πάνλευκο, ιερά προκλητικό, όπως το εξαγνιστικό φως που εκπέμπουν οι εικόνες των αγίων στις λησμονημένες και αλειτούργητες απόμακρες και υγρές σκήτες της χερσονήσου του Άθω.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος, 
εφημερίδα, Η Αυγή της Κυριακής, 21 Φεβρουαρίου 2010 σ. 34-35.

                                                                                                                                 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου