Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2019

ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ


ΑΙΣΧΥΛΟΥ ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ

 Μνήμη Μάϊκλ Μαγιάρ (Αλεξάνδρεια 1952-Νέα Υόρκη 1993)

     Αντιγράφω τα πληροφοριακά στοιχεία που μας δίνει το πρόγραμμα της παράστασης για τους συντελεστές του ανεβάσματος ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ του Αισχύλου, που, ο εικαστικός, σκηνογράφος, στοχαστής, δάσκαλος, σκηνοθέτης, μεταφραστής, ένας από τους πιο εμβληματικούς δάσκαλους του ελληνικού πολιτισμού, ο αγαπητός μας πειραιώτης  Γιάννης Τσαρούχης, παρουσίασε  πριν 37 χρόνια. Ένας δημιουργός από τους πλέον προβεβλημένους της γενιάς του. Γενιά του 1930.
Το εισιτήριο που είναι καρφιτσωμένο πάνω στο πρόγραμμα γράφει: ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 10 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1982, Ώρα ενάρξεως 9 Μ.Μ. ακριβώς. ΘΙΑΣΟΣ ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΑΡΟΥΧΗ. ΑΙΣΧΥΛΟΥ «ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ» για σπουδαστές δραχμές 100. Άνω Διάζωμα. ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ. «ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ 1982» «ΘΕΑΤΡΟ ΛΥΚΑΒΗΤΤΟΥ».
     Αυτά ήρθαν νοσταλγικά στην σκέψη μου, καθώς παρακολούθησα για τρίτη φορά, η δεύτερη ήταν και πάλι στο Θέατρο της Δευτέρας στην ΕΡΤ-1, 22,50 31/3/1983, μαγνητοσκοπημένη παράσταση βλέπε περιοδικό Ραδιοτηλεόραση, και πριν μία εβδομάδα ξανά το έργο Επτά επί Θήβας, στις επαναλήψεις του Θεάτρου της Δευτέρας στην ΕΡΤ-2, 8.30 μ.μ.
Θα αρχίσω το σημείωμα αυτό θεατρικής μνήμης, με το μικρό σχόλιο που έγραψα τότε, πάνω στο πρόγραμμα. Πολύ κακή παράσταση. Δεν είμαι ειδικός στο ανέβασμα αρχαίων τραγωδιών, ούτε έχω κάνει ειδικές θεατρικές σπουδές ή έχω φοιτήσει σε εργαστήρια σκηνοθεσίας. Οι όποιες ορθές ή λανθασμένες κρίσεις και απόψεις μου, που μέχρι σήμερα έχω εκφράσει και ορισμένες θεατρικές κριτικές έχω δημοσιεύσει, προέρχονται από την συστηματική και κατ’ εξακολούθηση παρακολούθηση από έφηβος θεατρικών ανεβασμάτων. Αρχαίας τραγωδίας και κωμωδίας, σύγχρονου ελληνικού και ξένου θεατρικού ρεπερτορίου που είχαμε την τύχη να δούμε στην πατρίδα μας στα μετά την μεταπολίτευση χρόνια. Μόνος μου ή με φιλικά μου πρόσωπα, με παλαιότερους συγγραφείς άντρες ή γυναίκες, με συγγενείς, παρακολούθησα ας μου επιτραπεί να γράψω, εκατοντάδες θεατρικές παραστάσεις, ορισμένες από αυτές πάνω από δύο φορές την ίδια θεατρική σεζόν. Ο ήχος του τρίτου κώδωνος ηχεί ακόμα μέσα στα αυτιά μου, τώρα που τα χρόνια κουραστικά βαραίνουν στους ώμους μου, και, να μου επιτραπεί να τονίσω επί προσωπικού και πάλι, με δικά μου έξοδα, όχι με προσκλήσεις, όχι δωρεάν. Σε πλείστες από αυτές κρατούσα τα εξαιρετικά τους προγράμματα-σημειώνοντας πρόχειρα τα πρώτα σχόλιά μου. Θέλω να πω, ότι οι κρίσεις μου φέρουν μέσα τους το προσωπικό και μόνο στοιχείο, παρά του ότι, διάβαζα και αποδελτίωνα τις θεατρικές κριτικές που δημοσιεύονταν στις εφημερίδες και τα περιοδικά.
     Για άλλη μια φορά έχουμε υποχρέωση εμείς οι θεατρόφιλοι των παλαιότερων γενεών να υπενθυμίσουμε στους σημερινούς νεοέλληνες θεατρόφιλους, στα νέα βλαστάρια του θεάτρου, την συμβολή της Περιηγητικής Λέσχης Αθηνών και της τότε διοίκησής της, στην παρακολούθηση θεατρικών παραστάσεων στον ιερό χώρο της Επιδαύρου και σε άλλους θεατρικούς χώρους πέραν του λεκανοπεδίου, τα πούλμαν που διέθεταν και τις ημερήσιες εκδρομές που πραγματοποιούσαν με μικρό σχετικά εισιτήριο, τις περιόδους του Φεστιβάλ Αθηνών στην χώρα μας. Μπορούσες με μικρή σχετικά ταλαιπωρία να μυηθείς στα νάματα του αρχαίου τραγικού λόγου, να θαυμάσεις σπουδαίους έλληνες και ξένους ερμηνευτές, να ακούσεις διεθνείς ορχήστρες και μαέστρους, χορογράφους, και άλλα καλλιτεχνικά γεγονότα των εποχών εκείνων, με τα πούλμαν της Περιηγητικής. Ήταν πολιτιστικές μίνι εκδρομούλες για τους φιλότεχνους που δεν διέθεταν δικό τους μεταφορικό μέσο, και ξεροστάλιαζαν στο πότε κάποιο φιλικό τους πρόσωπο θα τους πάρει μαζί του στην παρακολούθηση ανεβάσματος αρχαίου δράματος. Ανοίγοντας μικρή παρένθεση και ταυτόχρονα ευχαριστίες, πόσες παραστάσεις δεν παρακολούθησα στην Επίδαυρο χάρις στον γιατρό, φιλόλογο και ποιητή παλαιό φίλο Νίκο Τόμπρα, που με έπαιρνε μαζί του με το αμάξι του, σαν φανατικός θεατρόφιλος. Το Εθνικό Θέατρο και όλο το γνωστό παλαιό και σύγχρονο επιτελείο του, το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν και όλη η θαυματουργή του ομάδα, το Αμφιθέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου με το εξαιρετικό του επιτελείο, σκηνοθέτες όπως ο Γιώργος Μιχαηλίδης, ο Λεωνίδας Τριβιζάς, ο Γιώργος Ρεμούνδος, ο Αλέξης Σολομός, ο Μίνως Βολανάκης, και τόσοι άλλοι που μας δίδαξαν τον θεατρικό λόγο μέσα από τα ανεβάσματα και τις παραστάσεις τους. Το θέατρο του Ηρωδείου και του Λυκαβηττού, της Ελευσίνας και της Επιδαύρου έσφυζε κάποτε όλη την καλοκαιρινή σεζόν από έλληνες και ξένους που ακούραστα και χαρούμενα έβλεπαν, θα τολμούσα να έγραφα, συμμετείχαν στην μυσταγωγία των παραστάσεων. Άκουγαν τα μηνύματα και τον λόγο των αρχαίων τραγικών και των κωμωδών, και κατανοούσαν, ερμήνευαν την συνέχεια της φυλής μας, αναγνώριζαν τις ρίζες μας, διαισθάνονταν την ιδιοπροσωπεία μας, γελούσαν με τα διαχρονικά μας εθνικά ελαττώματα και χαίρονταν με τις αρετές. Τίποτα δεν πήγαινε χαμένο από εκείνες τις παραστάσεις, ακόμα, και αν τις γιουχάιζαν, ακόμα και αν τις αποδοκίμαζαν, είχαν και αυτές την συμβολή τους στην γενική μας εκπαίδευση. Αυτό το γενικό κλίμα πανηγυριού που δημιουργούσαν τα θεατρικά ανεβάσματα του Καρόλου Κουν, μπορούμε να σημειώσουμε ότι συνέβαινε και σε άλλες παραστάσεις. Οι παραστάσεις αυτές ήσαν ο καθρέφτης της εθνικής μας συνείδησης, η αντανάκλαση της ιστορικής μας περιπέτειας, η υπόμνηση σε εμάς τους νεότερους και νεότερες της εθνικής μας συνείδησης που προέρχονταν από τους αρχαίους χρόνους και βάδιζε στο μέλλον. Και η αισθητική και καλλιτεχνική μας καλλιέργεια, δεν γίνονταν μόνο ή αποκλειστικά από την παρακολούθηση θεατρικών ανεβασμάτων αλλά, και παραστάσεις Χορού και πάμπολλων Μουσικών εκδηλώσεων. Ακούσαμε και απολαύσαμε, μάθαμε τις προηγούμενες δεκαετίες τα έργα μεγάλων ξένων συνθετών της κλασικής μουσικής, ορχήστρες και διευθυντές, συνθέτες διεθνούς κύρους και φήμης, μουσικούς και αοιδούς ανεπανάληπτης μαγείας. Μουσικούς ήχους πρωτόγνωρους που σπονδύλωσαν στους αιώνες που συνθέθηκαν το μουσικό οικοδόμημα του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Όπερες και άριες, πιανιστικές συνθέσεις, και λαϊκά βιολιά, που ούτε τα είχαμε φανταστεί. Είδαμε χορογράφους και χορευτές, από όλα τα μέρη του κόσμου, πρωτοποριακούς θιάσους, σκηνοθέτες, ηθοποιούς, ερμηνευτές με μεγάλη παιδεία και πείρα. Δεν λησμονείται ούτε το Θέατρο Λα Μάμα και οι παραστάσεις του στο Λυκαβηττό, ούτε η Ιαπωνική Μήδεια στο Ηρώδειο, αλλά και ούτε η Μαχαμπαράτα.
Πριν ιδρυθεί το ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ (που το οφείλουμε στο υπερβολικό πάθος και την αγάπη που έτρεφε για την μουσική, ο κυρός εκδότης Χρήστος Λαμπράκης), οι αρχαίοι θεατρικοί χώροι καθώς και η δημιουργία του ΤΡΙΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ από τον μελωδό των ονείρων μας Μάνο Χατζιδάκι ήταν τα μουσικά μας καλλιτεχνικά και πολιτιστικά εκπαιδευτήρια για εμάς τους νέους μετά την μεταπολίτευση. Η γενιά μου, (γενιά του 1980), οφείλει πολλά σε όλους αυτούς τους επώνυμους και ανώνυμους συντελεστές που συνέβαλαν στην πολιτιστική μας μόρφωση και κατά κάποιον τρόπο καθοδήγηση πέρα από τις επίσημες πανεπιστημιακές σχολές, ωδεία και άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Το θέατρο της Δώρας Στράτου και οι ελληνικοί χοροί, οι παραδοσιακή μουσική που μας δίδαξε και διαφύλαξε με μεγάλο κόπο η Δόμνα Σαμίου, και άλλοι δημοτικοί οργανοπαίκτες και συνθέτες της δημοτικής μας παράδοσης, οι ανώνυμοι και επώνυμοι ψάλτες της βυζαντινής μουσικής, οι μουσικές εκπομπές του Γιώργου Παπαστεφάνου στην τηλεόραση και τα μουσικά ακούσματα του Γιάννη Πετρίδη στο ραδιόφωνο, ήσαν χωρίς υπερβολή τα λαϊκά σπουδαστήρια όλων μας, ενός ολόκληρου έθνους. Οι σπουδαίοι έλληνες και οι ελληνίδες αυτοί, οι υπερβολικά πολιτισμένοι και καλλιεργημένοι, αλλά πάνω από όλα ευαίσθητοι οραματιστές, δίδαξαν στον ελληνικό λαό-ή τουλάχιστον σε όσους ενδιαφέρονταν, τον ελληνικό και διεθνή πολιτισμό. Δίδαξαν την ελληνική αυτοσυνειδησία. Θέατρο, Μουσική, Χορό, Εικαστικά, Ποίηση, Συζητήσεις επιστημονικού ενδιαφέροντος, διεθνή Συνέδρια, Εκδόσεις, Παραστάσεις, Κινηματογραφικές προβολές και ταινίες, τα μυστικά της Τέχνης γενικότερα, μας προσφέρθηκαν με μεράκι και πάθος, μέσα από τις χιλιάδες πολιτιστικές εκδηλώσεις και παρουσιάσεις που πραγματοποιούνταν τις δεκαετίες εκείνες. Σταθήκαμε τυχεροί, γιατί προλάβαμε εν ζωή τις τελευταίες ηλικιακά γενιές που προέρχονταν τόσο από έναν δημοκρατικό αγωνιστικό χώρο όσο και από μια μεγάλη δεξαμενή πολιτισμού, της αστικής τάξης της γενιάς του 1930, που άνθισε και γονιμοποιούσε την χώρα μας στα πριν την δικτατορία του 1967 χρόνια.
     Και ένας από αυτούς τους δασκάλους του νεότερου γένους μας είναι και ο Γιάννης Τσαρούχης. Ο Πειραιώτης, ο νοερός σύντροφος της Κατίνας Παξινού, του Δημήτρη Πικιώνη, του Δημήτρη Ροντήρη, του Αιμίλιου Βεάκη, του Νίκου Καββαδία, του Λάμπρου Πορφύρα, της Μαρίας Χορς, του Στέλιου Γεράνη, του Χρήστου Λεβάντα, του Ερνέστου Τσίλερ, της οικογένειας καραγκιοζοπαιχτών του Χαρίδημου, του Αντρέα Αγγελάκη, του Γιάννη Αγγελόπουλου, του Άγγελου Αντωνόπουλου και εκατοντάδων άλλων φημισμένων παιδιών του Πειραιά, που τίμησαν την πόλη με την παρουσία και το έργο τους.  
ΔΙΑΝΟΜΗ
(Πρόσωπα του έργου και ηθοποιοί, με τη σειρά που εμφανίζονται)
Ετεοκλής  --ΓΙΩΡΓΟΣ ΟΡΦΑΝΟΣ
Άγγελος    --ΝΙΚΟΣ ΖΑΜΠΕΤΗΣ
Άγγελος Β –ΚΙΜΩΝ ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ
Αντιγόνη  --ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΑΜΑΑΝΙΤΟΥ
Κήρυκας   --ΜΗΝΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΧΟΡΟΣ
Κορυφαία: ΧΡΥΣΑ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ
ΙΟΥΛΙΑ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗ, ΤΖΙΝΑ ΔΡΑΚΟΥ, ΠΑΡΗ ΚΟΡΑΧΑΗ,
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΥΒΕΛΗ ΜΑΛΑΜΑΤΗ, ΤΑΝΑ ΜΕΞΗ,
ΜΑΤΙΝΑ ΜΟΣΧΟΒΗ, ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΠΑΣΣΑ,
ΑΡΓΥΡΩ ΠΙΠΙΝΗ, ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΡΑΖΕΛΟΥ,
ΜΑΡΙΑ ΣΑΒΒΑ, ΚΛΑΙΡΗ ΤΣΑΛΟΥΧΙΔΗ
Σώμα Πολυνείκους: ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΑΚΗΣ
Διασκευή και εκτέλεση αυλού: ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΕΡΑΤΗΣ
Σκηνοθεσία: ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ με τη συνεργασία του ΓΙΩΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
Μετάφραση: ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ
Φιλολογική συνεργασία για τη μετάφραση: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΡΑΝΙΩΤΗΣ
Διεύθυνση Παραγωγής: ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Εργάστηκαν:
Για τα σκηνικά και τον ήχο: ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΝΕΣΤΗ
Για τις ενδυμασίες: ΜΠΙΑΝΚΑ ΝΙΚΟΛΑΡΕΪΖΗ, ΡΟΥΛΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΥ
Για την κίνηση του Χορού: ΜΑΡΙΑ ΤΣΑΡΟΥΧΗ HERDMAN
Για την αντιγραφή αρχαίων αγαλμάτων: ΑΣΠΑΣΙΑ ΠΑΠΑΔΟΠΕΡΑΚΗ, ΣΕΡΓΙΟΣ ΤΖΑΝΕΚΑΣ
Για τις περούκες: ΜΗΤΙΑΣ
Για τα αντικείμενα: ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΝΕΣΤΗ με τη βοήθεια του ΑΛΕΞΗ ΣΑΒΒΑΚΗ
Και του ΜΙΝΟΥ ΜΑΡΚΑΚΗ
Για τις βαφές υφασμάτων: ΚΩΣΤΑΣ ΤΖΑΝΙΔΑΚΗΣ
 ΘΕΑΤΡΟ ΜΟΣΧΟΠΟΔΙΟΥ ΘΗΒΑΣ
28, 29 Αυγούστου 1982. 1,2,3,4, Σεπτεμβρίου 1982
ΘΕΑΤΡΟ ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ
5 Σεπτεμβρίου 1982
ΘΕΑΤΡΟ ΛΥΚΑΒΗΤΤΟΥ
10,11, Σεπτεμβρίου 1982
ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ του Αλέξη Διαμαντόπουλου
Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ «ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ» του Γιάννη Τσαρούχη
Ευχαριστούμε θερμά όλους αυτούς που βοήθησαν για την πραγματοποίηση της παραστάσεως:
Την Υπουργό Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη,
Τον Δήμαρχο Θήβας Κώστα Κουρκούτη,
Το Κ.Ε.Π./Β Θηβών,
Το Άρμα Θέσπιδος,
Τη Διεύθυνση του Γυμναστηρίου «Σπύρος Λούης»,
Την «Έκφραση»,
Και τους: Δημήτρη Μαρκάκη, Αλέκα Πιαλόγλου, Θανάση Χαρτσά.
--
     Σίγουρα, όλους μας, μας είχε μαγέψει καταλυτικά και ανεπανάληπτα, μας είχε ταρακουνήσει αισθητικά και καλλιτεχνικά το ανέβασμα των ΤΡΩΑΔΩΝ του Ευριπίδη από τον Γιάννη Τσαρούχη, το φθινόπωρο του 1977 στο γνωστό στους παλαιότερους γκαράζ-θέατρο της οδού Καπλανών. Για το «Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου προσδιορίστηκε η έναρξη της λειτουργίας του «θεάτρου των 25 ημερών» (ή μάλλον… νυκτών), που δημιουργήθηκε από τον Γιάννη Τσαρούχη σ’ ένα πρώην πάρκινγκ στην οδό Καπλανών αριθμ. 6 (πάροδος της οδού Σίνα) για να παρουσιάσει σ’ αυτό την τραγωδία του Ευριπίδη «Τρωάδες». Γράφει ένα από τα δημοσιεύματα της εποχής, βλέπε εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ 31/8/1977 που καταλήγει: «Η επίσημη πρεμιέρα των «Τρωάδων» κατά διδασκαλίαν Γιάννη Τσαρούχη θα δοθεί την άλλη Πέμπτη, 8 Σεπτεμβρίου». Μια παράσταση που ο γράφων αυτό το σημείωμα, είχε παρακολουθήσει δύο φορές στο θέατρο Καπλανών, και δύο ακόμα φορές στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, μαζί με την μητέρα μου Βάσω και άλλα φιλικά πρόσωπα. Η παράσταση αυτή μας σημάδεψε, κανένας από τους έλληνες θεατρόφιλους που την παρακολούθησε, δεν την ξέχασε και όχι μόνο αυτό, αλλά, την είχε μέτρο σύγκρισης με μεταγενέστερες παραστάσεις της από άλλους σκηνοθέτες. Όπως παράδειγμα για μεταγενέστερα κινηματογραφικά ανεβάσματα των ΤΡΩΑΔΩΝ, στάθηκε η κινηματογραφική μεταφορά της αρχαίας τραγωδίας από τον σκηνοθέτη Μιχάλη Κακογιάννη. Ίσως, και για μένα, εκεί οφείλεται η αρνητική μου στάση απέναντι στο ανέβασμα των ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ λίγα χρόνια κατόπιν από τον πειραιώτη Γιάννη Τσαρούχη.
Κάτι δεν μου πάει καλά στην εκφορά του λόγου από τους ερμηνευτές, κάτι μου φαίνεται δεν λειτουργεί ομαδικά στην κίνηση και στις ατομικές χειρονομίες των ηθοποιών. Ένας υπόκωφος στόμφος εκφοράς του λόγου όχι κραυγαλέος, αλλά χαμηλόφωνος και ψευδίζων, κατά την διάρκεια της απαγγελίας, οι περιγραφές των πολεμάρχων από τον κήρυκα αλλά και αυτά που λέει ο ένας από τα δύο αδέρφια ο Ετεοκλής, μάλλον ξέφευγαν από την συνηθισμένη στα αυτιά μας εκφορά του τραγικού λόγου, και έμοιαζε με παρωδία της ίδιας της αφήγησης των γεγονότων. Σαν να υπέσκαπτε ο σκηνοθέτης την ίδια την περιγραφή των γεγονότων, που είχε διδάξει τους ηθοποιούς να ερμηνεύσουν. Η υποβλητικότητα του πρώτου χώρου που παρουσιάστηκε η παράσταση, αλλά και της Ελευσίνας και εν μέρει του Λυκαβηττού, τα βουβά πρόσωπα-οι στρατιώτες που συνόδευαν σαν φόντο την παράσταση και τους ομιλούντες, η μείξη ηχογραφημένων χλιμιντρισμάτων από τα μεγάφωνα, και άλλες τεχνικές κατά την γνώμη μου ατέλειες, δεν δημιούργησαν την αναμενόμενη θεατρική ατμόσφαιρα που περιμέναμε και μας είχε μείνει από την παράσταση των Τσαρουχικών Τρωάδων. Σε αυτήν την παράσταση οι τσαρουχικοί βουβοί ναύτες έπαιξαν τον ιδιαίτερο λειτουργικό τους ρόλο. Δυστυχώς το κλίμα με τα διάφορα τσαρουχικά εφέ στην τραγωδία ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ μάλλον έμοιαζε με παρωδία της τραγωδίας. Κάτι ακόμα που ίσως αξίζει να επισημανθεί είναι η μετάφραση. Σε εκείνους που έχουν διαβάσει το λεξικό των καλλιαρντών που εξέδωσε μετά την δικτατορία ο λαογράφος Ηλίας Πετρόπουλος, θα «αναγνώρισε» φρασούλες ερωτικά χρωματισμένες με μια ιδιαίτερη βαρύτητα που δεν συνάδει στην γλώσσα της αρχαίας τραγωδίας παρά στις σύγχρονες μεταφράσεις της αρχαίας κωμωδίας του παππού μας Αριστοφάνη. Παρά το επιτελείο ηθοποιών, (μέσα στον θίασο υπάρχει και το όνομα της πειραιώτισσας ποιήτριας και ηθοποιού Ματίνας Μοσκόβης) και την προσπάθεια να αποδώσουν τους ρόλους τους με ευσυνειδησία, η σκηνοθετική καθοδήγηση δεν τους βοήθησε όσο χρειάζονταν να αποδοθεί ο αρχαίος θεατρικός λόγος και να ακουστούν τα συγκεκριμένα μηνύματα της τραγωδίας. Της σφαγής των δύο αδερφών και το τέλος της κατάρας των Λαβδακιδών. Η σχετική απλότητα του σκηνοθετικού ύφους για να αναδειχθεί ο αρχαίος λόγος, η ελεγχόμενη κινησιολογία, το στήσιμο μέσα στο πλαίσιο των ερμηνευτών, η διαφορά ύφους των γυναικών από εκείνη των αντρών δεν δημιούργησε επαναλαμβάνω μια δεκτική ατμόσφαιρα από μέρους των θεατών. Μόνο τα κουστούμια και οι γήινοι χρωματισμοί τους μας έδιναν την αίσθηση του αρχαίου κλίματος. Και υποψιάζομαι η επιλογή της πόλης των Θηβών του πρώτου ανεβάσματος στις 28 Αυγούστου, θα συνέτεινε στην αποδοχή της συγκεκριμένης εκδοχής ερμηνείας, και φυσικά η προηγούμενη εμπειρία, πείρα και γνωστική επάρκεια του πειραιώτη δασκάλου Γιάννη Τσαρούχη. Τα γραπτά δημοσιευμένα κείμενα του Γιάννη Τσαρούχη και τα δημόσια λόγια του για την αρχαία τραγωδία και κωμωδία και την αρχαία αθηναϊκή κοινωνία ασφαλώς έπαιξαν τον ρόλο τους στην αποδοχή της Τσαρουχικής εκδοχής του ανεβάσματος. Γράφει σχετικά ο σκηνοθέτης Γιάννης Τσαρούχης στο πρόγραμμα της παράστασης:
Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ «ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ»
     Η σημερινή παράσταση των «Επτά επί Θήβας» είναι το δεύτερο πείραμα, μετά το πρώτο εκείνο πείραμα των «Τρωάδων» στα 1977. Έχει αρκετά διαφορετικούς στόχους απ’ το πρώτο αλλά και πολλά κοινά σημεία.
     Τα κοστούμια θάναι αρχαία ελληνικά. Περισσότερο αρχαιολογικώς πιστά δηλαδή παρά διαχρονικά. Προσπάθησα ν’ αποδώσω την εποχή του Αισχύλου κατά την οποία γράφτηκε και παίχτηκε το έργο. Καμμία προσπάθεια όμως ν’ αναπαρασταθεί μια αρχαία παράσταση. Εφ’ όσον οι αρχαίοι έλληνες δεν είχαν βρεί ακόμα τον ομιλούντα έγχρωμο κινηματογράφο, με τα λίγα ντοκουμέντα που έχουμε η αναπαράσταση του αρχαίου τρόπου είναι σκέτο έργο φαντασίας κι όχι αρκετά σοβαρό.
     Η μετάφραση-παρ’ όλο που διαφέρει το ποιητικό ύφος του Αισχύλου απ’ του Ευριπίδη-βασίζεται κι αυτή στην ομιλούμενη ελληνική γλώσσα. Προσπάθησα ν’ αποφύγω την στρατευμένη δημοτική και την κατάχρηση της λεξιθηρίας και κάθε βερμπαλισμού. Η μοναδική φροντίδα μου ήταν να μην διαφύγει το πνεύμα του έργου και το μήνυμα του ποιητού.
      Ο μονολιθικός κατά τους γερμανούς Αισχύλος είναι ένας μύθος γερμανικός. Διαβάζοντας κανείς το πρωτότυπο με προσοχή δίπλα στον αψύ ρεαλισμό του Αισχύλου και κάποιον ανατολίζοντα εξπρεσιονισμό, θα συναντήσει την λεπτότητα του κλασικού πνεύματος που η άνθησή του οφείλεται και σ’ αυτόν. Ο Αισχύλος είναι σύγχρονος του Πολυγνώτου, του Πολυκλείτου και του Αγάθαρχου. (Του σκηνογράφου που δημιούργησε απ’ τους πρώτους την οπτική απάτη και την προοπτική). Ο Αισχύλος δεν έχει καμμιά σχέση με τα αγάλματα της νήσου του Πάσχα. Είναι ο λεπτός γνώστης της γυναικείας ψυχής και όπως όλοι οι τραγικοί πολέμιοι του ιμπεριαλιστικού ηρωϊσμού. Οι Επτά επί Θήβας έχουν χαρακτηριστεί ως τραγωδία «μεστή Άρεως». Κακώς, γιατί δεν γνωρίζω άλλο έργο πιο αντιπολεμικό απ’ αυτό, που καταδικάζει τους αδίσταχτους πολεμοχαρείς.
     Η παράσταση θάπρεπε νάχει μουσική για τα λυρικά μέρη του έργου. Δεν έχει όμως, γιατί πολυφωνική όπως είναι η σύγχρονη μουσική είναι κίνδυνος να καταστρέψει την ενότητα της παραστάσεως.
     Η μονοφωνική μουσική πάλι είναι δύσκολο να γίνει στην εποχή μας. Όποιος την επιχειρεί αντιμετωπίζει την απειλή να πέσει στην ανοστιά της μουσικής για θρησκευτικές οργανώσεις. Μια μουσική που να λέει πολλά με λίγα μέσα νομίζω πώς είναι χίμαιρα στην εποχή μας. Το αντίθετο είναι πιό εύκολο.
     Η παράσταση θα είναι απλή, χωρίς ευρήματα και πολύ κοντά στην ανάγνωση. Θα απευθύνεται μόνο σε έλληνες που ξέρουν καλά ελληνικά. Δεν θα απευθύνεται σε ξενόγλωσσους τουρίστες πού πλήττουν μη γνωρίζοντας το έργο και την γλώσσα κι επιζητούν εξωτερικά διασκεδαστικά ευρήματα.
     Η τραγωδία του Αισχύλου που θα παιχτεί στην Θήβα δεν θάναι μια απλή αφορμή για αισθητικά και άλλα ευρήματα και εξεζητημένες προεκτάσεις και εικόνες. Θα βασίζεται κυρίως στο πνεύμα του έργου του οποίου βασικός φορέας είναι το κείμενο. Να δούμε αν θ’ αρέσει μια τέτοια άποψη.
                                                 Γιάννης Τσαρούχης
     Το κείμενο του σκηνοθέτη και μεταφραστή Γιάννη Τσαρούχη, μας δίνει την ταυτότητα της παράστασης και την θεατρική οπτική του για το συγκεκριμένο ανέβασμα της τραγωδίας ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ. Δεν θα συμπληρώσω το κείμενο αυτό με θεατρικές κριτικές που γνωρίζω, τόσο για την παράσταση αυτή, όσο και για το ανέβασμά της από άλλους σκηνοθέτες και θιάσους που έχουμε παρακολουθήσει, για να μην φανεί ότι σκοπός του σημειώματος είναι το μέτρο σύγκρισης. Πάντως, η πρώτη φορά που παρακολουθήσαμε στον χώρο της Επιδαύρου αυτήν της πατριωτικής εξάρσεως τραγωδία αλλά και βαθειάς ανθρώπινης συμπόνιας, προσπάθεια απαλλαγής από την οικογενειακή κατάρα, που σχεδιάστηκε από τον πύθιο Θεό Απόλλωνα, ήταν το 1976 από τον θίασο του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν, τον ρόλο κρατούσε ο αξεπέραστος αριστοφανικός ηθοποιός Γιώργος Λαζάνης, (ποιος δεν θυμάται ακόμα τους Αχαρνής). Επίσης, μετά την Τσαρουχική παράσταση του 1982 ξανά παρακολουθήσαμε και τα εξής ανεβάσματά της: βλέπε την παράσταση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος σε σκηνοθεσία Σταύρου Τσακίρη σε μετάφραση του Τάσου Ρούσου το 1993, με τον ρόλο του Ετεοκλή να υποδύεται ο ηθοποιός Δημήτρης Καρέλλης, ωραία παράσταση. Το ανέβασμα του έργου από τον Σπύρο Ευαγγελάτο το 1995 με τον Νικήτα Τσακίρογλου στο ρόλο του Ετεοκλή σε μετάφραση του Κ. Χ. Μύρη, επίσης ωραία παράσταση με εξαίρετο τον ηθοποιό Νικήτα Τσακίρογλου. Και μία ακόμη φορά σε σκηνοθεσία του Νίκου Αρμάου, με το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας το 1994 σε μετάφραση αν δεν κάνω λάθος του ποιητή και στιχουργού Μιχάλη Γκανά. Με τον σοβαρό και μετρημένο Στέφανο Κυριακίδη να ερμηνεύει τον Ετεοκλή.
Φορτωμένος με αρκετές θεατρικές γνώσεις της αναπαράστασης του έργου και, ακόμα περισσότερα διαφορετικά μεταφραστικά διαβάσματα της Αισχύλειας αυτής τραγωδίας, τολμώ με την παρέλευση τόσων ετών, περίπου 40 χρόνια, να εκφράσω την αρνητική μου άποψη για το ανέβασμα του έργου από τον Γιάννη Τσαρούχη, με την ευκαιρία της επαναπροβολής του από το Θέατρο της Δευτέρας. Αυτό δεν σημαίνει, ότι μειώνεται κατ’ ελάχιστον ο σεβασμός και ο θαυμασμός προς το έργο του δάσκαλου Γιάννη Τσαρούχη και της συμβολής του στην ανάδειξη του ελληνικού μας πολιτισμού και παράδοσης. Εξάλλου, ο ίδιος σε συνεντεύξεις του έλεγε πάντοτε ότι είναι απόγονος των αρχαίων ελλήνων. «Ο θρίαμβος όμως της εξυπνάδας και του ενστίκτου» του Γιάννη Τσαρούχη στο ανέβασμα των Τρωάδων όπως έγραφε δημοσίευμα της εποχής, βλέπε εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ 13/9/1977, μάλλον δεν ξεπεράστηκε στα μεταγενέστερα δημιουργικά χρόνια του καλλιτέχνη. Και ιδιαίτερα, οι τρείς γυναικείες παρουσίες. Της Μάρως Στεφανίδου, της Σαπφώς Νοταρά και της Εύας Κοταμανίδου.
Ο Θηβαϊκός κύκλος της μυθολογίας κλείνει με τους Επτά επί Θήβας, η κατάρα που δόθηκε από τους Θεούς στον Λάϊο και που αψήφησε ο Οιδίποδας, κληροδοτήθηκε και στις επόμενες γενιές της Θηβαϊκής αρχοντικής αυτής φάρας. Η αδυσώπητη αλήθεια και τα κατά διαστήματα μηνύματα που έρχονταν από τους Θεούς παραγνωρίστηκαν ή αγνοήθηκαν, με αποτέλεσμα το αναπόφευκτο τραγικό τέλος. Ένα δραματικό τέλος τόσο για μια βασιλική οικογένεια όσο και για την πόλη. Το μεγάλο ζήτημα της αδελφοκτονίας και το μοίρασμα της πατρικής κληρονομικής περιουσίας και γης, δεν θυμίζει μόνο τον ανάλογο μύθο του Άβελ και του Κάϊν, αλλά και μεταγενέστερες μεσαιωνικές και των χρόνων της αναγέννησης Σαιξπηρικές τραγωδίες και δράματα. Τα προφητικά λόγια των αρχαίων μαντών και προφητών δεν εισακούγονται πλέον, οι προειδοποιήσεις τους αγνοούνται, με αποτέλεσμα την ολική καταστροφή. Το ιστορικό όμως ερώτημα που μας θέτει η τραγωδία αυτή του Αισχύλου, με τα τόσο έντονα ποιητικά στοιχεία και εικόνες είναι με ποια επιλογή του ενός ή του άλλου αδελφού είμαστε. Είναι δίκαιο να καταλαμβάνεται η πατρική χώρα με την βία, με τα όπλα; Και, από την άλλη, υπερτερεί το πατριωτικό καθήκον από το αδελφικό-συγγενικό αίμα; Οι δύο τελευταίοι γόνοι του Λάϊου, βρίσκονται αντιμέτωποι με μια προδιαγεγραμμένη προσωπική μοίρα. Το βασιλικό αίμα και των δύο αδελφών, πέρα από πια πλευρά επέλεξαν ο καθένας, θα ποτίσει την πατρική γη. Θα ανοίξει τον δρόμο για την στερέωση της φιλοπατρίας. Το έργο είναι καθαρά πολιτικό με έντονες τις επισημάνσεις σε ιστορικά γεγονότα που ταλάνισαν την Αθηναϊκή Κοινωνία την εποχή που το παρουσίασε ο Αισχύλος. Είναι ένα έργο αντιμιλιταριστικό μια και οι πέντε πολέμαρχοι που αναφέρονται δεν εκφράζουν παρά τα ίδια φιλόδοξα πολεμοχαρή και πολεμοκάπηλα σχέδια που έχει και ο στρατηγός Λάμαχος στην κωμωδία του Αριστοφάνη. Προσωπικότητες στρατιωτικές, φανατισμένες, πολεμοχαρή θηρία, που δεν εκφράζουν το ηρωικό ελληνικό πνεύμα ελευθερίας και αντίστασης των ένδοξων ηρώων των περσικών πολέμων και της Σαλαμίνας. Ο Αισχύλος καυτηριάζει δυναμικά και με μεγάλο ποιητικό θα γράφαμε οίστρο την πολεμόχαρη αυτή στάση πολλών συγχρόνων του Ελλήνων. Την πολεμική τους υστερία. Το Δίκαιο αγνοείται και η τιμωρία επέρχεται χωρίς έλεος. Στο έργο αυτό, βλέπουμε τον αδελφοκτόνο σπαραγμό αλλά και την κατακτητική μανία όχι ξένων (βλέπε Πέρσες) αλλά Ελλήνων εναντίον άλλων Ελλήνων και Ελληνικών πόλεων. 
Οι Αργείοι είναι Έλληνες και όμως πολιορκούν την Θήβα. Ο Πολυνείκης που δεν παρουσιάζεται στο έργο αλλά το είδωλό του-για να μην πω το φάντασμά του-είναι σε όλο το έργο παρών συνεργάζεται με τους εχθρούς της πατρίδας-πόλης του εναντίον της πατρικής του γης και του ίδιου του, του αδελφού. Αδελφός ξεκινά να υποδουλώσει αδελφό. Έλληνας τον Έλληνα. Ελληνίδα πόλη άλλην Ελληνίδα πόλη. Τι ηρωικό και ένδοξο μπορεί να συναντήσει κανείς σε αυτές τις ενέργειες; Όταν παραβιάζονται οι συμφωνίες δημοκρατικής συνύπαρξης και αλληλεγγύης μεταξύ πόλεων που ανήκουν στο ίδιο έθνος, τότε η δύναμη του Άρεως πρυτανεύει και καταστρέφει και τις δύο πλευρές. Αυτήν την αχρεία συμπεριφορά καταδικάζει ο Αισχύλος με την τραγωδία αυτή. Την αδελφοκτόνο πολεμοχαρή διαμάχη μεταξύ ατόμων του ιδίου αίματος, της ίδιας φυλής της ίδιας φάρας. Των ελληνικών πόλεων που ενώ συμμάχησαν ή πήγαν με το μέρος του εχθρού (βλέπε την περίπτωση των Αργείων στους Περσικούς πολέμους) κατόπιν στράφηκαν εναντίον αδελφικών ελληνικών πόλεων και συμμάχων. Οι πριν συνεργάτες θα γράφαμε των κατακτητών, τώρα ζητούν να κατακτήσουν τους νικητές. Γιατί ασφαλώς το έργο, δεν είναι μια κληρονομική βεντέτα μεταξύ δύο αδελφών, στο ποιος και σε πόσο ποσοστό του πατρικού εδάφους θα κυριαρχήσει και για πόσο διάστημα. Η αντιπολεμική αυτή τραγωδία είναι το αιώνιο «κουσούρι» των ελλήνων. Η αδελφοκτόνος διαμάχη. Κάποτε, σε κάποιο άλλο κείμενο είχα γράψει ότι εμείς οι Έλληνες όταν δεν πολεμούμε τους ξένους κάνουμε πόλεμο μεταξύ μας. Και αυτό μάλλον ισχύει αν δούμε την αλυσίδα των ιστορικών γεγονότων της φυλής μας μέσα στην ελληνική επικράτεια. Ο διχασμός είναι πολλαπλός και πολυεπίπεδος. Στον πολιτικό τομέα, στον οικονομικό, στον κοινωνικό, τον πολιτιστικό ακόμα και στον θρησκευτικό. Πολυδιασπασμένες μεγαλοφυΐες ή ήρωες είμαστε. Πριν ακόμα εφαρμόσουμε τον κανόνα δημιουργούμε την αίρεση. Πριν τον νόμο και την εφαρμογή του σκεφτόμαστε το νομικό παραθυράκι που θα τον καταργήσει. Κίνητρο πάντα είναι η ατομική μας φιλοδοξία και αρχομανία. Τα ιστορικά και διαχρονικά μας λάθη και όχι τόσο οι αρετές, είναι εκείνα τα δεδομένα που φανερώνουν την συνέχεια της φυλής μας. Τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα, ιστορικά, γιατί πλέον σε αυτήν την χοάνη των σύγχρονων ευρωπαϊκών κρατών που μας επιβάλλεται να ζήσουμε και να συνυπάρχουμε, μας κόψανε την ιστορική συνέχεια και μας έμειναν τα «κουσούρια».
      Κλείνοντας, ένα ακόμα ζήτημα που τίθεται σε εμάς τους σύγχρονους νεοέλληνες, των παλαιότερων γενεών ή των πολύ νεότερων (πχ. των νέων της γενιάς του 2000), παρακολουθώντας αυτές τις παραστάσεις, βλέποντας αυτά τα «πειραματικά» ή πρωτοποριακά ανεβάσματα των αρχαίων τραγωδιών, τι αποκομίζουν; Τι πνευματικές δυνάμεις ξυπνούν μέσα τους καθώς βλέπουν επί σκηνής την περιγραφή των Επτά ασπίδων  και των Επτά πολεμόχαρων στρατηγών στις Επτά πύλες της Θήβας; Όταν διαβάζουν το έργο σε όποια μετάφραση, τι αισθάνονται; Νιώθουν δικαιωμένοι από την πολιτική της εποχής τους; Ενισχύεται το εθνικό τους φρόνημα και η πατριδολατρεία τους; Γίνονται περισσότερο ειρηνόφιλοι; Και μην φανεί ως ύβρις προς τους αρχαίους μας τραγικούς και τον λόγο τους, αν θέταμε το ερώτημα, τα τραγούδια των Μπήτλις συνεγείρουν περισσότερο σε μια επανάσταση και μια πορεία ειρήνης ή ο αρχαίος λόγος των τραγικών μας τι θα απαντούσαν; Είναι αμετάκλητα νεκρός ο τραγικός λόγος ή αφήνει χαραμάδες ελπιδοφορίας για το κοινό μας μέλλον;
     Σημείωση: τον Μάϊκλ Μαγιάρ, αυτόν τον όμορφο και καλό χαρακτήρα νέο που γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1952 από Έλληνες γονείς, τον γνώρισα την δεκαετία του 1980. Ο Μάϊκλ τότε σπούδαζε ιστορία και υποκριτική στο Hunter College της Νέας Υόρκης, New York- USA που εκπονούσε την θεατρική του εργασία στις θεατρικές σπουδές ως μεταπτυχιακός σπουδαστής στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης στην Αμερική. Η μεγάλη του αγάπη για το θέατρο και ιδιαίτερα για το Θέατρο Τέχνης και τον Κάρολο Κουν, μας έφερε κοντά και παρακολουθήσαμε αρκετές παραστάσεις μαζί. Με είχε γνωρίσει και στην εξαιρετική οικογένειά του που έμενε αν θυμάμαι σωστά στην Γλυφάδα. Η μητέρα του, ήταν μία από τις ιδιαίτερες γραμματείς του Τομ Πάππας, του ελληνοαμερικανού επιχειρηματία. Πολιτισμένη οικογένεια με αγάπη για την Ελλάδα. Με συγκινεί ακόμα η πρόταση που μου είχε κάνει-τότε-να πάω μαζί του στην Αμερική να σπουδάσω, θεωρούσε ότι εδώ δεν θα είχα τις ίδιες ευκαιρίες. Η διαφορά μας στο οικονομικό επίπεδο, εκείνος και η οικογένειά του είχαν την οικονομική άνεση, εγώ όχι, με έκανε να αρνηθώ την πρότασή του, που είχε γίνει και από την μητέρα του. Πρέπει να είχε μάλλον και άλλα δύο αδέρφια. Όσο έμενε στην Ελλάδα βλεπόμασταν έως ότου έμεινε μόνιμα στις ΗΠΑ. Χαθήκαμε, όμως πάντα θυμόμουν τον φίλο και θεατρόφιλο Μάϊκλ Μαγιάρ, και τις ενδιαφέρουσες συζητήσεις και έργα που είχαμε παρακολουθήσει μαζί. Η όμορφη παρουσία του, η καλοσυνάτη φυσιογνωμία του, έμενε μέσα στην πινακοθήκη της μνήμης μου άσβεστη. Όταν το 2005 με 2006, συνάντησα σε ένα βιβλιοπωλείο ένα θεατρικό μελέτημα με τίτλο «Ο ΚΑΡΟΛΟΣ ΚΟΥΝ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΕΧΝΗΣ», εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ, Αθήνα 2004, τιμή 20 ευρώ. Συγγραφέας του, ο Μάϊκλ Μαγιάρ. Η χαρά μου μέχρι να ανοίξω το βιβλίο για μερικά λεπτά ήσαν μεγάλη μια και είδα την εργασία του παλαιού αλλά όχι λησμονημένου από μένα φίλου. Έβαλα το βιβλίο στην τσάντα και γύρισα σπίτι έμπλεος χαράς που θα διάβαζα το μελέτημα, την μελέτη του Μάϊκλ. Όμως η σκοτεινή μοίρα μου επιφύλασσε άλλα. Ανοίγοντας το βιβλίο είδα ότι στο αυτί έγραφε ότι ο Μάϊκλ Μαγιάρ απεβίωσε στην Νέα Υόρκη το 1993. Το νήμα της ζωής του κόπηκε τόσο πρόωρα και ξαφνικά διακόπτοντας την επιστημονική του καριέρα. Πέρασαν αρκετοί μήνες μέχρι να αποφασίσω να διαβάσω την εργασία του. Μια εργασία που κάθε της λέξη μου θυμίζει τις σκέψεις του και τις απόψεις του για το θέατρο και ιδιαίτερα τον Κάρολο Κουν. Το πρόσωπό του, το χαμόγελό του, τα ορισμένες φορές κάπως σπαστά ελληνικά του, είναι μέσα στο σεντούκι της μνήμης μου των εφηβικών μου χρόνων. Τον θυμάμαι πάντα με καλοσύνη και συμπάθεια, όχι μόνο για την πρώτη πρόταση που μου έγινε να σπουδάσω εκτός Ελλάδος αλλά για την τυχαία γνωριμία μας στις κερκίδες του Ηρωδείου, για τις συζητήσεις μας, τις επισκέψεις μας σε αρχαιολογικούς χώρους.
 Ας είναι ζωντανή η μνήμη του στις καρδιές και στις συνειδήσεις των δικών του και των φίλων του, εντός και εκτός Ελλάδος.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 19 Ιανουαρίου 2019
Ο Κόσμος αργά και σταθερά αρχίζει να συνηθίζει την απουσία μας.     
                          


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου