Μνήμη ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΥΚΟΥΤΡΗ (Σμύρνη 1/12/1901- Κόρινθος 21/9/1937)
ΙΩΑΝΝΗΣ
ΣΥΚΟΥΤΡΗΣ
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
Γιατί μας έφυγες τόσο νωρίς; Μήπως
χτυπούσε για Σένα ο Χρόνος αλλιώτικα απ’ ό,τι χτυπάει για μας; Μήπως ήταν ο
δικός Σου ο Χρόνος αληθινότερος απ’ το δικό μας;
Γιατί μας έφυγες χωρίς κανέναν μας να
προειδοποιήσεις; Ίσως να προλάβαιναν οι φίλοι Σου και να σε πείθανε να μείνης!
Ίσως και να σε πείθανε και οι εχθροί Σου, αν τόξεραν!
Κάποτε- δεν πάνε πολλά χρόνια-
αποχαιρέτησα απ’ τις ίδιες αυτές σελίδες τον Φώτο Πολίτη. Νέος έφυγε κι’
Εκείνος. Ακόμα πιό νέος μας έφυγε σήμερα ο Ιωάννης Συκουτρής. Η ιστορία και
κριτική της Λογοτεχνίας είναι καταδικασμένη, όπως φαίνεται, να πενθή στην
Ελλάδα και να κλαίη τους πιό διαλεχτούς της εργάτες προτού καλά-καλά να τους
χαρή. Μεγάλο ήταν χθές το πένθος για τον Φώτο Πολίτη. Μεγάλο είναι σήμερα το
πένθος για τον Ιωάννη Συκουτρή. Σε έρημους τόπους είχε προβάλει η δυνατή και
άξια μορφή τους. Φεύγοντας, αφήκαν πίσω Τους ερημιά ακόμα μεγαλύτερη. Λίγοι
υπάρχουν στην Ελλάδα, πολύ λίγοι! Δεν έπρεπε να φεύγουν οι Μοναδικοί!
Ο Ιωάννης Συκουτρής ήταν ο πρώτος στην
Ελλάδα κλασικός φιλόλογος, που ζήτησε να ξυπνήση χαρές αληθινά πνευματικές. Οι
κλασσικοί μας φιλόλογοι- που ανάμεσά τους δεν έλειψαν βέβαια, ούτε λείπουν οι
καλοί γραμματικοί-δεν καταφέρανε να συνδέσουν το γράμμα με το πνεύμα, τη λέξη
με τον Λόγο! Ο Συκουτρής ήταν ο πρώτος, που δοκίμασε να καλλιεργήση την
κλασσική φιλολογία σαν άνθρωπος πνευματικός και σαν ζωντανός παιδαγωγός. Γι’
αυτό είνε ο Συκουτρής ο πρώτος στην Ελλάδα κλασικός φιλόλογος, που αγαπήθηκε
απ’ τους νέους. Διψασμένοι πήγαιναν οι νέοι μας στην κλασική φιλολογία για ν’
αντλήσουν ζωή και πνεύμα. Πρίν απ’ τον Συκουτρή δεν βρίσκανε παρά μόνο λέξεις,
τύπους και νεκρά γράμματα. Πώς ήταν δυνατόν να μην αγαπήσουν τον Συκουτρή, να
μην νοιώσουν χαρά στο αντίκρισμά Του; Χαρούμενος κι Αυτός τους καλούσε κοντά
Του, τους έβαζε να κάθουνται γύρω Του, σαν πρώτος ανάμεσα στους ίσους, μιλούσε
κι έπαιζε, χαιρόταν και λαχταρούσε μαζί τους, σαν άνθρωπος και δάσκαλος
αληθινός δεχόταν την αντίρρηση κι αφηνε ελεύθερο το νέο να εκδηλώνη την
πνευματική και ψυχική του πρωτοβουλία. Δεν είχε ανάγκη ο Συκουτρής να φοβηθή την
αντίρρηση, την ελεύθερη ψυχή και την ατομική ύπαρξη των μαθητών του. Και μήπως
ήταν αυτό μονάχα, που Τον ξεχώριζε από τους πιό πολλούς άλλους δασκάλους; Ο
Συκουτρής ήξερε, ότι όσο πιό παληές είνε οι αξίες και οι αλήθειες, που τάχθηκε
ο δάσκαλος ν’ αποκαλύψη, τόσο περισσότερο πρέπει-αν είνε (κι όσες είνε) αξίες
γνήσιες κι’ αλήθειες αιώνιες-να τις φέρη σ’ επαφή οργανική και άμεση με τη ζωή
τη σημερινή. Ο Συκουτρής, με την πνευματική ευρύτητα που Τον εχαρακτήριζε, ήταν
σε θέση να ξεκινάη απ’ τ’ αρχαία κείμενα και να φθάνη στη σημερινή μας
νεοελληνική ποίηση. Με την ίδια μέθοδο που ερμηνεύουμε τη νέα ποίηση,
προσπαθούσε ο Συκουτρής να ερμηνεύση και τ’ αρχαία τα γράμματα. Έτσι στα μάτια
των μαθητών του έπαιρνε μιάν ενότητα η πνευματική ζωή του κόσμου, μίαν ενότητα,
που υπάρχει βέβαια μέσα της, μα πού δεν είχαν φροντίσει οι δάσκαλοί μας να την
ανακαλύψουν. Ο Συκουτρής ήταν ο πρώτος στην Ελλάδα κλασικός φιλόλογος, που και
τους αρχαίους ήξερε να ερμηνεύη άριστα-και τη νεοελληνική ποίηση ήταν σε θέση
ν’ αγαπήση-και το νεώτερο ευρωπαϊκό πνεύμα είχε ταχθή ν’ αποκαλύψη στους νέους.
Η φωνή του ήταν γεμάτη παλμό πνευματικό και γι’ αυτό συγκινούσε. Οι απόψεις και
οι αρχές του- αδιάφορο αν σωστές ή εσφαλμένες-βρίσκανε μια δικαίωση στη ζωντανή
Του προσωπικότητα. Το πνεύμα Του ήταν οξύ κι’ η γλώσσα Του ακόμα οξύτερη. Ο
Συκουτρής- αδιάφορο σε ποιες επάλξεις- ήταν αγωνιστής. Ήταν ξεχωριστή χαρά να
Τον ακούς να Σ’ αντικρούη και να Σε σέβεται. Ο Συκουτρής παρ’ όλο το πάθος του Τον εχαρακτήριζε στον αγώνα,
ήξερε να σέβεται όσους πολεμούν πνευματικά, δηλαδή εκείνους που ήσαν άξιοι ν’
αντιμετωπισθούν με όπλα πνευματικά. Και περισσότερο απ’ όλους ήξερε να σέβεται-
όπως τόπαμε πιό πάνω- τους νέους. Γι’ αυτούς ζούσε ο Συκουτρής.
Κι’ όμως…. Ο Ιωάννης Συκουτρής δεν
έγινε καθηγητής του Πανεπιστημίου…!, σελίδες 286-288.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΥΚΟΥΤΡΗΣ, ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ*
Στα
δέκα χρόνια από το θάνατό του*
Ο Ιωάννης Συκουτρής
ήταν για το μαθητή του ο δάσκαλος, ο φίλος και ο άνθρωπος. Θάπρεπε νάνε αρκετό
αν έλεγα πώς ήταν ο δάσκαλος. Στην έννοια του δασκάλου, του αληθινού και
γνήσιου, υπάρχει και ο φίλος, υπάρχει κι’ ο άνθρωπος. Στην πραγματικότητα,
όμως, έγινε ο δάσκαλος επάγγελμα, -καμιά φορά κι’ ο φίλος,- κι’ έτσι είναι
ανάγκη να τονίσω ότι ο Συκουτρής ήταν και τα τρία μαζί, μ’ άλλα λόγια δεν είχε
επάγγελμα, ήταν από τους σπάνιους και περίεργους εκείνους ανθρώπους που δεν
σταδιοδρομούν, γιατί, ο εαυτός μας, όταν είναι ολόκληρος σε καθετί που κάνουμε,
δεν σταδιοδρομεί, αλλά υπάρχει, δένεται, και, αντί να «προοδεύει» (στη
συμβατική έννοια του όρου), εξαντλείται. Έτσι, ο Ιωάννης Συκουτρής δόθηκε κι’
εξαντλήθηκε, δηλαδή θυσιάστηκε. Ο δάσκαλος, ο αληθινός και γνήσιος, όσο πιό
πλούσιο κι΄ ανεξάντλητο είναι το πνεύμα του, τόσο πιό εύκολα εξαντλείται ως
ψυχή και ως σώμα. Γι’ αυτό λέω πώς ο Συκουτρής θυσιάστηκε. Ο αληθινός δάσκαλος
είναι μάρτυς. Ο Συκουτρής εμαρτύρησε.
Πρώτ’ απ’ όλα,
αγάπησε. Αν του μαρτυρίου η εξωτερική φάση είναι η Σταύρωση, η εσωτερική ουσία
τους είναι η Αγάπη. Όποιος αγαπάει στ’ αλήθεια, είναι ως ένα σημείο μάρτυς. Ο
Συκουτρής αγάπησε αληθινά και με μιά βαθειά ιστορική ευθύνη τη γενεά που
τάχθηκε να διαπαιδαγωγήσει, δηλαδή τους νέους της εποχής του, αλλά και τη
νεότητα ως μορφή ζωής, πέρ’ από κάθε παροδικό σταθμό του χρόνου, αγάπησε βαθιά
το έργο του, αγάπησε τη μοίρα της γης του και την πορεία του Έθνους του.
Ο άνθρωπος που αγάπησε βαθιά, ήταν
επόμενο να μισηθεί. Άς αντιστρέψω μιά προηγούμενη φράση μου. Αν του μαρτυρίου η
εσωτερική ουσία είναι η Αγάπη, η εξωτερική φάση του είναι η Σταύρωση. Όλοι όσοι
αγάπησαν πολύ,- είτε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, είτε το σύνολο, κάνοντάς το κι’
αυτό με την αγάπη τους απτό και συγκεκριμένο,- βρέθηκαν σε αντίθεση με το
περιβάλλον. Έτσι κι’ ο Συκουτρής. Τον εφθόνησαν όσοι είναι ανίκανοι ν’ αγαπούν.
Τον εμίσησαν οι στείροι. Τον εσυκοφάντησαν οι επαγγελματίες. Τον εσταύρωσαν οι
μισθοφόροι. Ο Εδουάρδος Λώρενς λέει: «Για να παρατηρήσεις τον κόσμο, καμιά
σκοπιά δεν είναι ψηλότερη από ένα σταυρό». Κάτι ξέρουν οι μισθοφόροι. Σε
βοηθούν για να ιδείς καλύτερα τον κόσμο. Και για να τον αγαπήσεις ακόμα
περισσότερο.
Τί ζήτησε να κάμει ως δάσκαλος ο
Συκουτρής; Ζήτησε, βέβαια να διδάξει στους νέους κλασική φιλολογία, το Ελληνικό
γράμμα, τον Ελληνικό λόγο. Ζήτησε, επίσης, να συνδυάσει την κλασική Ελληνική
φιλολογία και με νεώτερα γράμματα, νεοελληνικά ή ξένα, με το νεώτερο λόγο.
Έτσι, προσπάθησε να σώσει τον αρχαίο λόγο από την αρχαιολογική απομόνωσή του,
την απομόνωση που κανένας αληθινός λόγος δεν την ανέχεται και που μόνο τα στενά
μυαλά των επαγγελματιών δασκάλων την
επιβάλλουν στο δύσμοιρο το λόγο που έπεσε στα χέρια τους κι’ είχε την ατυχία να
γίνει μιά βιοποριστική «διδακτέα ύλη». Κι ο Συκουτρής δεν αρκέστηκε κάν να
δείξει πώς γίνεται η δημιουργική συναναστροφή του αρχαίου Ελληνικού λόγου με το
νεοελληνικό και με το νεώτερο ευρωπαϊκό λόγο. Ο Συκουτρής ξεπέρασε κι’ αυτή την
αποστολή του καλού οδηγού, μες στους ατέλειωτους δρόμους που έχει διανύσει ο
λόγος. Ο Συκουτρής ζήτησε ν’ ανοίξει δρόμους μέσα στη συνείδηση των μαθητών
του, κάνοντας τη φιλολογία εκείνο που η ίδια θέλει νάναι, κάνοντάς την
ανθρωπιστική παιδεία. Ο Συκουτρής πήγε να πλάσει ανθρώπους. Δεν πήγε να τους
πλάσει με το δικό τους το υλικό, αλλά με το υλικό το δικό τους. Στο σημείο
ακριβώς αυτό είναι που κάνουν λάθος καμιά φορά και τίμιοι δάσκαλοι, που με το
μικρό αυτό λαθάκι (σ’ ένα σίγμα βρίσκεται όλη-όλη η διαφορά) χάνουν την
ευκαιρία να είναι δάσκαλοι αληθινοί. Ζητώντας να κάμεις τον άλλον σαν τον εαυτό
σου, προεξοφλείς άτοπα την υπέροχη δυνατότητα που έχεις: να γίνεις, κι’ εσύ ο
δάσκαλος, σε κάτι ή και σε πολλά σαν το μαθητή σου. Αυτό λοιπόν είναι κακή
παιδεία κι’ απέναντι του ίδιου του εαυτού σου, κι’ ακόμα χειρότερη, βέβαια,
απέναντι των μαθητών σου. Υπάρχει μιά μεγάλη αλήθεια στη φράση του Νίτσε: «Ο
ανθρωπισμός του διδασκάλου του επιβάλλει να προφυλάσσει τους μαθητές του από
τον εαυτό του». Και μία φράση του Ζαρατούστρα, δηλαδή του Νίτσε, λέει: «Στ’
αλήθεια σας συμβουλεύω: φύγετε περ’ από μένα και αμυνθείτε εναντίον του
Ζαρατούστρα… Σας καλώ να χάσετε εμένα και να βρείτε τον εαυτό σας». Το να
ζητάει μάλιστα ένας δάσκαλος που δεν είναι Ζαρατούστρας, και που ο ίδιος είναι
μονάχα μαθητής άλλου, Πλατωνικός, Μαρξιστής, Καντιανός (ή ούτε κάν αυτό, αλλά
Νεοκαντιανός), το να ζητάει ένας τέτοιος δάσκαλος, οσοδήποτε τίμια κι’ ελεύθερα
αν έχει προσανατολίσει τον εαυτό του στον Πλάτωνα, στον Κάντ ή τον Μάρξ, να
κάμει και το μαθητή του να γίνει Πλατωνικός, Καντιανός ή Μαρξιστής, αυτό πιά
δεν είναι παιδεία, αλλά «υποχρεωτική στρατιωτική θητεία». Ο άνθρωπος μέσα στο
μαθητή, προπάντων όταν ο μαθητής είναι ακόμα έφηβος, είναι κάτι πολύ μεγάλο και
ιερό, που δεν έχουμε το δικαίωμα να το βιάζουμε να μπει σε σχήματα έτοιμα. Το
μόνο που έχουμε το δικαίωμα να κάνουμε, είναι να το ψηλαφούμε προσεχτικά, να το
αγγίζουμε με το δάχτυλο του δημιουργού, όπως μας το δείχνει ο Μιχαήλ- Άγγελος
στη μεγάλη του ζωγραφική σύλληψη της δημιουργίας του Αδάμ στην οροφή της
Καπέλλα Σιξτίνα.
Ο Συκουτρής είναι από τους ελάχιστους
εκείνους δασκάλους που δημιούργησαν σχολή. Έπλασε ελεύθερους ανθρώπους που ο
καθένας είναι ο εαυτός του και που ωστόσο όλοι κατάγονται από τον Συκουτρή.
Αυτό ακριβώς είναι το κατόρθωμα. Δεν αναμασούν τα λόγια του δασκάλου οι μαθητές
του Συκουτρή, αλλά ο καθένας ανακάλυψε το δικό του το λόγο, το λόγο της δικής
του πνευματικής ζωής. Η αληθινή σχολή δεν είναι σύλλογος μηρυκαστικών. Η
αληθινή σχολή είναι κύκλος ελεύθερων πνευμάτων, φίλων του πνεύματος του
δασκάλου, φίλων, αν θέλετε, προπάντων του ανθρώπου που ακτινοβολεί μες από τα
μάτια του δασκάλου, μές από την καρδιά του (ο δάσκαλος πρέπει νάχει μάτια,
πρέπει νάχει καρδιά).
Κι’ όταν παρουσιάστηκε ο Συκουτρής,
όταν, γύρω στα 1930, παρουσιαστήκαμε κι’ άλλοι πλάϊ του ως δάσκαλοι, η ώρα ήταν
ιστορικά πολύ κρίσιμη. Φοβερά ήταν από τότε τα προμηνύματα. Ελάχιστοι, όμως, τ’
ακούγανε. Οι παλαιότεροι συνηθισμένοι στη μηχανική σκέψη, νόμιζαν ότι κάθε
σύμπτωμα αναρχίας στη ζωή μας, και ειδικώτερα στην ηθική και διανοητική ζωή των
νέων γενεών, είχε ένα μηχανικό αίτιο. Κι’ ως τέτοιο μηχανικό αίτιο έβλεπαν τον
πόλεμο, την ελλιπή εκπαίδευση στα χρόνια του πολέμου, την ελευθεριότητα των
ηθών και τη… δημοτική γλώσσα. Για όσους σκέπτονταν έτσι, το γιατρικό ήταν απλό:
περισσότερη συνοφρύωση στο αντίκρισμα των νέων, περισσότερη απόσταση, μαστίγιο
και καθαρεύουσα (γιατί και τα δύο τσούζουν και παγώνουν). Αν οι παλαιότεροι
ήταν ανίδεοι, αλλά τουλάχιστον, με τον τρόπο τους, ανήσυχοι, οι νέωτεροι-
δηλαδή οι περισσότεροι ανάμεσά τους-ήταν μακάριοι, νόμιζαν πώς η πρόοδος της
ιστορίας τους είχε απαλλάξει από κάθε υποχρέωση ατομικού ψυχικού μόχθου, και
ότι μερικά συνθήματα, μερικές σχηματικές κοσμοθεωρίες, μερικά κλειδιά, αρκούν
για ν’ ανοίξουν όλες τις πόρτες και για να λύσουν όλα τα προβλήματα του κόσμου
(και μάλιστα μιά για πάντα). Έτσι, οι νεώτεροι, παρατώντας το δύσκολο δρόμο της
εσωτερικής πνευματικής εμπειρίας που είναι πάντα ατομική, προτίμησαν να γίνουν
μάζα, κι’ αγκάλιασαν μαζικά τη δημοτική γλώσσα, μαζικά το σοσιαλισμό, μαζικά,
δηλαδή ανεύθυνα και βάρβαρα, το καθετί. Ελάχιστοι ήταν όσοι γνώρισαν γύρω στα
1930 την οδυνηρή και γόνιμη μοναξιά και άκουσαν στην έρημο τα φοβερά, αλλά
μεγάλα προμηνύματα. Και μόνο αυτοί μπορούν να ξαναπούν τα λόγια που λέει ο
«Κένταυρος» του Μωρίς ντέ Γκερέν: «Τα χέρια μου γνώρισαν… τα πιό σιγανά
σαλέματα του αέρα’ γιατί εγώ κρατάω τα χέρια μου ψηλά μες στις τυφλές σιωπηλές
νύχτες, για να μπορούν ν’ αδράξουν τις πνοές και να βγάλουν από μέσα τους
σημεία χρήσιμα για την εκλογή του δρόμου μου». Ο Συκουτρής ήταν από τους λίγους
που «άδραξαν τις πνοές» και που ένιωσαν τα προμηνύματα. Ένιωσε ο Συκουτρής ότι
έρχονταν οι ώρες των μεγάλων ηθικών παγετώνων, της παγκόσμιας αδελφοκτονίας
(όχι μονάχα εκείνης που σημειώνεται στα πεδία των μαχών, αλλά της άλλης, που
διαδραματίζεται σε κάθε γωνιά της γης, ακόμα και στη γωνιά του σπιτιού μας,
ακόμα και μέσα στην καρδιά μας). Ένιωσε ο Συκουτρής-και μερικοί άλλοι το
νιώσαμε επίσης-ότι έρχονται οι ώρες μιάς πολιτικής αδιαφορίας για ό,τι είναι
ανθρώπινο. Οι ιδεολογίες άρχισαν από τότε, από τα 1930, να γίνονται απρόσωπα,
μεγάλα και φοβερά τέρατα, ταγμένα να καταπιούν τον ηθικό και συναισθηματικό
κόσμο που μέτρο του είναι πάντα η
ατομική συμπεριφορά, να καταπιούν την προσωπική ευθύνη στις φυσικές και
οργανικές ποικιλίες της. Ο άνθρωπος έπρεπε, σύμφωνα με τις επιταγές των
απάνθρωπων αυτών ιδεολογιών, να πάψει νάναι γιός του πατέρα του, αδερφός του
αδερφού του συγχωριανός του συγχωριανού του, συμπατριώτης του συμπατριώτη του,
συνάνθρωπος του συνανθρώπου του, και τα πάντα έπρεπε να γίνουν αφηρημένα,
απρόσωπα (όπως στις βάρβαρες φυλές), ανθελληνικά, αντιχριστιανικά. Η ιδεολογία
πάνω από τον άνθρωπο, δηλαδή η μάζα, το άμορφο, το αφηρημένο σύνολο απάνω από
τον άνθρωπο: αυτό ήταν το σύνθημα που άρχισε να επικρατεί. Και είδαμε που μας
πήγε το σύνθημα αυτό. Και βλέπουμε ακόμα που μας πηγαίνει. Η πιό μεγάλη
πρωτοτυπία της εποχής μας είναι ότι αναγέννησε μέσα στα πλαίσια του πολιτισμού
την προϊστορική βαρβαρότητα. Ο αδερφός κόβει την σχέση του με τον αδερφό του ή
και του κόβει το κεφάλι, αν δεν είναι ομοϊδεάτης, δηλαδή αν δεν ανήκει στην
ίδια ιδεολογική φυλή, στην ίδια μάζα. Ο φίλος μισεί τον χτεσινό του φίλο και
συμμαθητή, όχι γιατί διαψεύστηκε η φιλία του, αλλά γιατί έπαψε η φιλία να έχει
αξία και αυτόνομο νόημα ως φιλία, και πήρε τη θέση της η μάζα. Η μάζα, ως
προϊστορικό δεδομένο, αντιπροσώπευε,
πρίν από την οικογένεια ως ηθική ενότητα, πρίν από τη φιλία, πρίν από
την πατρίδα, πρίν από κάθε πνευματική κοινωνία, μια φυσική πραγματικότητα.
Σήμερα όμως έρχεται η μάζα ως ιδεολογική φυλή να φάει την οικογένεια, να φάει
τη φιλία, να φάει την πατρίδα, να φάει τον άνθρωπο ως υπεύθυνη συνείδηση, ν’
αφανίσει τους καρπούς που ωρίμασαν ύστερ’ από χιλιάδων ετών ιδρώτα της καρδιάς
και μόχθο του πνεύματος.
Την ώρα ακριβώς που άρχισε να
επικρατεί η τάση αυτή, ακούστηκε ο λόγος του Συκουτρή, πρόβαλε η ανθρώπινη
μορφή του, σχηματίστηκε γύρω του μια συντροφιά νέων, μιά λιτή και καθαρά
ανθρώπινη συντροφιά, που δέχτηκε στους κόλπους της και ανθρώπους διαφορετικών
ιδεολογιών, βγήκε (λιγότερο ως φιλολογική εργασία και περισσότερο ως ηθικό
κήρυγμα) το «Συμπόσιο» του Πλάτωνος, που ελπίζω ν’ αποφασίσει επιτέλους η
Ακαδημία Αθηνών να το ξαναβγάλει ακέραιο, σφυρηλατήθηκαν δεσμοί φιλίας με
μοναδικό κίνητρο το κοινό ήθος και την ελεύθερη πνευματική ζήτηση, έγινε μ’
άλλα λόγια μιά μεγάλη προσπάθεια για να διασωθεί ο άνθρωπος με στην ψυχή
μερικών τουλάχιστον νέων. Για να διασωθεί, δε χρειάστηκε να διδάξει ο
Συκουτρής, αλλά και κανένας μας δε χρειάστηκε, γύρω στα 1930, να διδάξει μιάν
ορισμένη πολιτική ιδεολογία. Καμιά ιδεολογία δεν φτιάχνει ανθρώπους. Αν είχε
μάλιστα ο Συκουτρής κάποια πολιτική ιδεολογία μέσα του, δεν ξέρω κάν αν ήταν η
σωστή, αλλά ούτε είχε σημασία αν ήταν ή όχι σωστή, γιατί δεν τάχθηκε ο Συκουτρής, κι’ ούτε έπρεπε να δοκιμάσει, να
πλάσει ανθρώπους εν ονόματι οποιασδήποτε πολιτικής ιδεολογίας. Τον άνθρωπο, τον
ελεύθερο και τον αληθινό, τον πλάθεις μόνο πέρα από κάθε πολιτική. Και οι
άνθρωποι, αφού πλαστούν ελεύθεροι και αληθινοί, είναι τότε προορισμένοι να
βρούν και μες στην πολιτεία το δρόμο της σωστής πολιτικής.
Έτσι, γύρω στα 1930, ο Συκουτρής και
μερικοί άλλοι από μας δοκιμάσαμε μόνο- κι’ αυτό ήταν το περισσότερο που είχαμε
το δικαίωμα να κάμουμε- να διασώσουμε τον άνθρωπο μες στις ψυχές των νέων. Σε
μερικές περιπτώσεις η προσπάθειά μας πήρε και την εξωτερική μορφή της οργανωμένης συνεργασίας. Με βαθιά
συγκίνηση θα θυμάμαι πάντα μερικά φροντιστήρια που κάναμε στην Πανεπιστημιακή
Λέσχη όλοι μαζί, ο Συκουτρής, ο Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, ο Κωνσταντίνος
Τσάτσος, κι εγώ. Κι ανάμεσα στους νέους που σα μαθητές και φίλοι μας
περιστοίχιζαν, ήταν και δυό ξεχωριστοί
που έλειψαν ακόμα πιό πρόωρα κι
από τον Συκουτρή: ο Δημήτριος Καπετανάκης και ο Γιώργος Σαραντάρης. Όπως και
κάμποσοι άλλοι που ξεχωρίζουν σήμερα, έτσι κι ο Καπετανάκης κι ο Σαραντάρης δεν
έγιναν οπαδοί μας, δεν ακολούθησαν κανενός μας τα βήματα. Κοντά μας διδάχτηκαν
μόνο και μόνο να κάνουν τα βήματα τα δικά τους, στο δρόμο που ήταν κι’ αυτός
δικός τους. Αυτό είναι το νόημα της αληθινής παιδείας. Και το νόημα αυτό το
πραγματοποίησε κατ’ εξοχήν ο Συκουτρής.
Αν λίγα, ελάχιστα χρόνια άρκεσαν για
να πλάσει ο Συκουτρής ανθρώπους, για να χαρίσει στη Ελλάδα την ώρα του χάους,
μερικές συγκροτημένες συνειδήσεις που απαρτίζουν έναν πλούσιο και διαλεχτό κύκλο,
σκεφτείτε πόσο μεγαλύτερη θα ήταν η απόδοση του έργου του αν ζούσε ακόμα. Την
παραμονή του παγκόσμιου ιστορικού χάους, αποφάσισε η μοίρα να τη διαλέξει για
να κλείσει τη ζωή του Συκουτρή. Κλείνοντάς την, άνοιξε δρόμος ακόμα πιο δύσκολους
για μας τους άλλους. Οι δρόμοι αυτοί μέσα στο χάος της εποχής μας ενώνουν σημεία
που φαίνονται απρόσιτα. Οι δρόμοι αυτοί είναι στενοί και δεν χωρούν απάνω τους οι
άνθρωποι ως μάζες. Μονάχα ως άτομα με αυτοσυνείδηση, ο ένας πίσω από τον άλλον,
έχοντας ο καθένας ολομόναχος δεξιά κι’ αριστερά το γκρεμό και την άβυσσο ως μοίρα,
μπορούμε να περάσουμε, κάνοντας πνευματικά βατούς τους δρόμους μες στο χάος,
κατανικώντας έτσι το ίδιο το χάος που φοβάται τη δημιουργία, που φοβάται το πνεύμα
και τη συνείδηση. Στη δύσκολη αυτή πορεία μας παρακολουθεί ευλογώντας μας ο Ιωάννης
Συκουτρής. Άς μείνει για πάντα οδηγός μας, φίλος, αδελφός μας., σ. 295-302.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
Κ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
123 ΧΡΌΝΙΑ ΜΕΤΑ
Συμπληρώνονται
σήμερα 123 χρόνια από την γέννηση του κλασικού φιλόλογου Ιωάννη Συκουτρή (Σμύρνη
1/12/ 1901- Κόρινθος 21/9/1937). Στην μνήμη
του αντιγράφω δύο παλαιές δημοσιεύσεις του πολιτικού, καθηγητή της κοινωνιολογίας
και διανοούμενου Παναγιώτη Κ. Κανελλόπουλου, που πρωτοδημοσιεύτηκαν στο
«Αρχείον Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών», 1937 και στο περιοδικό «Νέα Εστία»
του 1948. Τώρα στον Γ΄ τόμο του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, ΤΑ ΔΟΚΙΜΙΑ εκδόσεις
Εταιρείας Φίλων Παν. Κανελλόπουλου, Αθήνα 2002. Και οι δύο δημοσιεύσεις διακρίνονται
για την ευαισθησία, την πραότητα, το άγρυπνο της συνείδησης, την βαθιά και
ουσιαστική παιδεία του Π. Κ. Κανελλόπουλου, ενός έλληνα, που ακόμα και αν δεν
το αποζητούσε ο ίδιος στις δημόσιες παρουσίες του υπήρξε δάσκαλος πολιτικής
εντιμότητας και ωριμότητας για τους πολιτικοποιημένους νέους της γενιάς μετά την μεταπολίτευση. Ήταν
ο πολιτικός άντρας με βαθιά αίσθηση της ευθύνης, του δασκάλου, του Νέστορα της
πολιτικής αγωγής. Στα βάθη της συνείδησής του αναβόσβηνε η φλόγα του δασκάλου
με ότι καταπιάνονταν στον δημόσιο βίο όπως τον γνωρίσαμε εμείς οι νέες γενιές της
μεταπολίτευσης. Σοφός, διορατικός, μετρημένος, δίκαιος κοιτούσε πρώτα να διορθώσει
τις όποιες πολιτικές του αστοχίες των προγενέστερων πολιτικών του χρόνων. Οι λόγοι
και τα γραπτά του συνένωναν τους Έλληνες και αναδείκνυαν ένα άλλο πολιτικό ήθος μία αγάπη, ένα αμέριστο ενδιαφέρον για την χώρα μας την Ελλάδα, το μέλλον
της. Ακόμα και πολιτικοί του αντίπαλοι όπως ο Ανδρέας, ο Κύρκος, ο Ηλιού τον
σέβονταν και τον εκτιμούσαν. Συζητούσαν μαζί του ρωτούσαν την γνώμη του, τον
συμβουλεύονταν. Η πραότητα του χαρακτήρα του και η διαλλαχτικότητα φαίνεται και
από το ύφος της γραφής του, των κειμένων του. Είναι ο δάσκαλος που θυμάται και «παρακολουθεί»
από την απόσταση του χρόνου την πνευματική εξέλιξη των μαθητών του. Αυτών, που
κοντά του, δεν τον μιμήθηκαν στείρα και υποτακτικά, υπάκουα, πειθήνια «στρατιωτάκια»
αλλά βρήκαν τον δικό τους δρόμο και στόχο και ας έφυγαν νωρίς. Ο Ποιητής Γιώργος
Σαραντάρης που χάθηκε νωρίς στον ελληνοιταλικό πόλεμο, ο Ποιητής και αισθητιστής
Δημήτριος Καπετανάκης και ο κλασσικός φιλόλογος που σκοταδιστικές και παράλογες
δυνάμεις της εποχής τον εξανάγκασαν σε αυτοκτονία. Όσον αφορά την περίπτωση του
Ιωάννη Συκουτρή, για την φιλότεχνη γενιά μας μετά το 1974, υπήρξε ένας πραγματικά
Μύθος, ένας Μύθος πριν ακόμα διαβάσουμε την εισαγωγή του, την μετάφρασή του,
του Πλατωνικού «Συμποσίου» έκδοση της Ακαδημίας Αθηνών, περιζήτητη εκείνες τις
δημιουργικές πνευματικά αναγνωστικές μας δεκαετίες. Αναζητούσαμε τις εργασίες
του με ισχυρή ψυχική και συναισθηματική ταραχή και ας μην είχαμε εδραιώσει ακόμα
τις γνώσεις μας πάνω σε ζητήματα φιλολογικά και φιλοσοφικά, κοινωνικά που αφορούσαν
την αρχαία ελλάδα, τις κοινωνικές της συνθήκες, την πολιτική της δημοκρατία, τους
θεσμούς και τις παραδόσεις της. Ο Πλατωνικός έρωτας, η φιλία, το Πλατωνικό επέκεινα
μας γίνονταν περισσότερο βατό με τα άρθρα και τις μελέτες του κλασικού φιλόλογου
Ιωάννη Συκουτρή. Τα διδάγματά του τα ανακαλύψαμε μόνοι μας διαβάζοντας τα βιβλία
του, δυστυχώς η γενιάς μας, δεν άκουσε στα εκπαιδευτικά της χρόνια τίποτα απολύτως
για την παιδαγωγική περίπτωση του καθηγητή και αρχαιολάτρη Ιωάννη Συκουτρή. Ότι
έμαθε για την περίπτωσή του τις δυσκολίες και αντιξοότητες του βίου του το έμαθε
ψάχνοντας από εδώ και από εκεί. Για να μην σταθούμε και σε σποραδικά αρνητικά
σχόλια που ακούγαμε από διάφορες πλευρές για το έργο του ακόμα και τα χρόνια της
εφηβείας μας και των διαβασμάτων μας. Ας επαναλάβουμε μόνο-κάτι που είχαμε αναφέρει παλαιότερα σε σημείωμά μας- μία τυχαία, ξαφνική
αλλά τόσο ευχάριστη για εμάς συνάντηση με συγγενικά πρόσωπα από την πλευρά της συζύγου
του Ιωάννη Συκουτρή. Όταν την δεκαετία του 1980 με φιλικό πρόσωπο (όπου και να βρίσκεται να είναι καλά ο Βασίλης Καραγάλης) ταξιδέψαμε σε
νησί του Αιγαίου και σε νυχτερινή μας έξοδο για φαγητό καθίσαμε δίπλα ακριβώς
με μέλη της οικογένειας Συκουτρή. Ούτε θυμάμαι πως, πιάσαμε την κουβέντα και μετά από λίγο ενώσαμε τα τραπέζια και ακούγαμε τι μας έλεγαν για τον συγγενή τους.
Ήταν έντονη η ψυχική και πνευματική μας αγαλλίαση, η τιμή μας να ακούμε άτομα
να μας μιλούν για τον δάσκαλο Ιωάννη Συκουτρή. Δεν χρειάζεται να γράψω, ότι όταν
επιστρέψαμε από τις διακοπές αναζήτησα τίτλους βιβλίων του και δημοσιεύματά του
να τα μελετήσω.
Ιωάννης Συκουτρής μια τραγική περίπτωση
Έλληνα που αγάπησε και θυσιάστηκε για την Ελλάδα και τους Έλληνες, για Εμάς. Δυστυχώς
η χώρα μας έχει ριζωμένα στα σπλάχνα της Κρόνια συμπλέγματα και συμπεριφορές,
δηλαδή, εξακολουθεί να λειτουργεί όπως ο αρχαίος θεός Κρόνος που τρώει τα παιδιά
του. Ένας πανάρχαιος μύθος που δεν ξεριζώθηκε στην πάροδο του χρόνου και της ιστορίας
από τις συνειδήσεις μας σαν τόπος και σαν λαός.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς
Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2024.
ΥΓ. Ευχαριστώ τον πειραιώτη ποιητή και εκδότη Γιώργο Χρονά για την αποστολή του νέου του βιβλίου "Το όνομά μου είναι Γ. Χρονάς"-Αυτοβιογραφία, εκδ. Οδός Πανός 2024.
Ευχαριστώ την πεζογράφο και κριτικό, μεταφράστρια Νατάσα Κεσμέτη για την αποστολή του βιβλίου της "ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΣΕ ΑΝΑΛΓΗΤΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ" εκδόσεις Παρασκήνιο. Και ακόμα, για τα βιβλία του Α. Κ. Χριστοδούλου, -"ΔΥΟ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ" Ο "ΑΝΑΝΑΣ"/ ΤΟ ΚΡΑΣΙ.- "Η ΚΥΡΙΑ ΝΗΡΟΥ" (ΔΙΉΓΗΜΑ).- ΤΟ "ΡΗΓΜΑ" ΜΙΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΡΙΛΟΓΙΑ, όλα από τις εκδόσεις Παρασκήνιο. Και ακόμα, του βιβλίου του Ιβάν Μπουνίν, "Μέρες Καταραμένες" Μόσχα 1918-Οδησσός 1919, εκδόσεις Επίκεντρο-Θεσσαλονίκη, σε μετάφραση από τα Ρώσικα του πρόσφατα χαμένου μεταφραστή Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου