Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2024

Ο γερμανός ποιητής Quirin Kuhlmann

 

            Q U I R I N   K U H L M A N N

Γερμανία, Μπρεσλάου 25/2/1651- Ρωσία, Μόσχα 4/10/1689

 

        Μέσα στο γερμανικό μπαρόκ, από τη μιά, και στον γερμανικό μυστικισμό, από την άλλη, ο Κουϊρίνος Κούλμαν κρατά μιάν εντελώς ιδιαίτερη θέση. Τόσο ιδιαίτερη, που στέκει παράμερα, απομοναχιασμένος. Τόσο απομοναχιασμένος, ίσαμε να ξεχαστή,- να έχη ξεχαστή ολότελα, επί τρεισήμιση, και περισσότερο, αιώνες, ίσαμε το 1960 που τον ξανάφερε στην επιφάνεια ο Άρνφριντ Άστελ, από τις σελίδες των χαϊδελβεργικών «Λυρικών τετραδίων», χωρίς εντούτοις να κυκλοφορήσουν ακόμα, σε νέα έκδοση, τα έργα του. Κατ’ ουσίαν, επομένως, εξακολουθεί να παραμένη ένας άγνωστος, ακόμη και στην ίδια την Γερμανία.

        Γεννήθηκε στο Μπρεσλάου, στις 25 Φεβρουαρίου 1651, και βαφτίστηκε λουθηρανός. Η μητέρα του ήταν, τότε, δεκαοχτώ χρονών αργότερα, λείποντας σε ταξίδι, έτσι, που η είδηση του θανάτου του να φτάση τρία χρόνια αργότερα στο σπίτι του. Τις σπουδές του, στο γυμνάσιο του Μπρεσλάου, τις τέλειωσε λαμπρά, κ’ η τελευταία φράση που άκουσε από τον γυμνασιάρχη του, ήταν: «Θα γίνης ένας μεγάλος θεολόγος ή ένας μεγάλος αιρετικός». Το 1669 αρρωσταίνει βαριά,- κείνη τη χρονιά, θα πή αργότερα, «ανακάλυψα την κλίση μου κ’ είχα την πρώτη μου έλλαμψη». Μας την περιέγραψε: «Επί πέντε χρόνια με συνώδεψαν δυό προστάτες άγγελοι, ορατοί στο αριστερό χέρι μου, μές στην σκιώδη σφαίρα τους’ και παντού μου ήταν ανοιχτή η πόρτα, πού, στην αρχή, οδηγούσε στο μέσον και στο τέλος και των εφτά τεχνών και των τριών επιστημονικών σχολών, έτσι, που, σιγά-σιγά, σαν από παιχνίδι, μου αποκαλύπτονταν άπειρα μυστήρια.»

        Στον δρόμο, πηγαίνοντας, για νομικές σπουδές, στην Ιένα, επισκέπτεται τον τάφο του Μπαίμε στο Γκαίρλιτς, και νιώθει «στεφανωμένος από αναρίθμητα φώτα». Το 1672 ονομάζεται δαφνοστεφής ποιητής, μα η τιμή τον αφήνει αδιάφορο, όπως άλλωστε, κ’ η ακόλαστη ζωή των συμφοιτητών του. Ενδιαφέρεται για τη γλωσσολογία και τους αλχημικούς συνδυασμούς της: η πρόθεσή του είναι να γράψη ποιήματα αυτοματικά, με τη βοήθεια ενός περιστρεφόμενου δίσκου, που πάνω του έχει γράψει λέξεις. Σχετικά με τη μητρική γλώσσα του έγραφε: «Οι λέξεις της είναι γεμάτες μυστήριο κ’ οι ήλιοι της τελειότητάς της τυφλώνουν συχνά τα μάτια του λογικού μου!»

        Το ολλανδικό Λέϋντε, φρούριο της αλχημείας, έχει γίνει, όπως και το Άμστερνταμ, καταφύγιο των θεοσόφων και των αιρετικών,- κάθε άνθρωπος της εποχής, που είναι άπληστος για γνώση, θα ζήση για λίγο διάστημα εκεί,- εκεί σπούδασαν ο Όπιτς, ο Σιλέζιους, ο Ρόζενροτ. Εκεί έμειναν για κάμποσο διάστημα, ο περίφημος τσέχος μυστικός Κομένιος κ’ επί τέσσερα χρόνια ο Αντρέας Γκρύφιους. Εκεί θα ‘ρθη, το 1673, κι ο Κούλμαν να συνεχίση τις σπουδές του, κ’ εκεί ανακαλύπτει το «Μυστέριουμ Μάγκνουμ» του Μπάϊμε: «Ένα Μπ. Με γέννησε κ’ ένα Μπ. Με αναγέννησε», σημειώνει, εννοώντας το Μπρεσλάου και τον Μπαίμε. Γνωρίζεται με τον Λάϊμπνιτς, αλληλογραφεί με τον Κίρχερ και συχνάζει στο σπίτι της Αντουανέττας Μπουρινιόν, της χιλιάστριας οραματίστριας. Χάρη στην επιτυχία των πρώτων γραφτών του, εγκαταλείπει τις σπουδές του και φεύγει για το Λύμπεκ, όπου, ύστερα από πέντε μήνες, παντρεύεται με μιά χήρα, πολύ μεγαλύτερή του στην ηλικία, την Μαγδαληνή φον Λίνταβ- σε λίγο θ’ αρχίση να παραβάλη τον εαυτόν του με τον προφήτη Ηλία, που ο θεός τον είχε υποχρεώσει να περάση κάμποσο διάστημα με μιά γριά χήρα, κ’ η έκφραση Ehe- Wehe (Γάμος-πόνος) ήταν συνήθης στα χείλη του.

        Στα 1676 βρίσκεται στο Λονδίνο, όπου έρχεται σ’ επαφή με την αίρεση των Κουάκερων, με τη μεσολάβηση κάποιου προστάτη του, που αναλαβαίνει και τα έξοδα ενός ταξιδιού του, με τη γυναίκα και την κόρη του, στην Τουρκία, με σκοπό να… προσηλυτίση τον σουλτάνο στον χιλιασμό! Ο σουλτάνος ο Μωάμεθ Δ΄, λείπει, όμως, έχοντας εκστρατεύσει κατά της Ρωσίας, κ’ έτσι, το μόνο που πετυχαίνει, ο, ευκαιριακά μόνο, πολιτικός μας, είναι να εγκαταλείψη την ανεπιθύμητη συμβία με το θυγάτριό του, ύστερα από σαρανταδυό μηνών συμβίωση, στη Σμύρνη, βοηθούσης της καραντίνας που είχεν επιβληθή εξ αιτίας μιάς επιδημίας πανώλης, και, μέσω Κωνσταντινουπόλεως, να επιστρέψη στο Άμστερνταμ. Μόνος, χωρίς οικογένεια, έχοντας χάσει τους παλιούς φίλους του, ζει μιά πλανητική ζωή: Ρότερνταμ, Παρίσι, Εδιβούργο, Λονδίνο, Παρίσι, Γενεύη. Πιστεύει ότι όλες αυτές τις περιπλανήσεις του τις υπαγορεύει ο Θεός, για να συνθέση τον Ψαλμό της Δροσερότητας,- σύμβολο μιάς ενοποιημένης πολιτικά και δογματικά Ευρώπης. Έτσι, απόδιδε μυστικήν έννοια στ’ όνομα των πόλεων που είχε επισκεφτή. Δέκα απ’ αυτές άρχιζαν με Έλ (λάμβδα: Λέϋντε, Λύμπεκ, Λονδίνο, Λουτέτσια, Λέσβος κλπ.) και Έλ λεγότανε εβραϊκά ο Θεός.

        Το 1682 παντρεύεται, στο Λονδίνο, τη Μαίρη Γκούλντ, την «Μαρία αγγλικάνα», όπως θα την ονομάση, και που πεθαίνει, τέσσερα χρόνια αργότερα, μαζί με το δίχρονο γιό που του είχε δώσει. Μετά πέντε μήνες θα παντρευτή την ολλανδέζα Έστερ Μικαέλις βάν Πάεβ, εικοσιενός χρονών, πού, παλιώτερα, είχε αγαπήσει κρυφά την μητέρα της.

        Τον Απρίλιο του 1689, φθάνει στη Μόσχα, όπου και γίνεται το κέντρο ενός κύκλου θεολήπτων, και που με τη βοήθειά τους ελπίζει να ιδρύση εκεί το «βασίλειο του Ιησού». Κατηγορείται ως ταραχοποιός και φυλακίζεται μαζί με δυό συντρόφους του,- από τους οποίους ο ένας, ο προσωπογράφος του Κούλμαν, πεθαίνει στη φυλακή. Σαν χιλιαστής περνά από βασανιστήρια, όχι τόσο για την αιρετική πίστη του, όσο γιατί αντιπροσωπεύει έναν πολιτικό κίνδυνο για το ρωσσικό κράτος. Όταν τον ρώτησαν για ποιους λόγους είχε πάει στη Ρωσσία, ο ποιητής και προφήτης, άγγελος της γήινης βασιλείας του Χριστού, αποκρίθηκε πώς του είχε εμφανισθή ένας άγγελος πού τον πρόσταξε να βάλη τον δρόμο μπροστά του. Έτσι, στις 4 Οκτωβρίου 1689, ο Κούλμαν κι ο σύντροφός του ωδηγήθηκαν στην Ερυθρά Πλατεία, όπου βρήκαν τον επί της πυράς θάνατο. Από το στόμα τους, όση ώρα κράτησε το μαρτύριό τους, δεν βγήκε λέξη. Δεν ήταν ούτε ο πρώτος, ούτε ο δεύτερος, μεταξύ των προφητών ποιητών, που γνώρισε αυτόν τον θάνατο. Πρίν από εκατό χρόνια είχε υποστή ο ολλανδός Άρεντ Ντίρκσζ και πρίν από διακόσια ο Σαβοναρόλα.

        Αυτός υπήρξε, σε γρήγορες, πολύ γενικές γραμμές, δανεισμένες από τους σπάνιους, άλλωστε, βιογράφους του, και, κυρίως, από τον Γιάν- Κλόντ Σνάϊνταρ, ο βίος του Κουϊρίνου Κούλμαν, του ευαγγελιστή της βασιλείας του Χριστού επί της γής. Αλλ’ αυτό πού τον ξεχωρίζει από τους άλλους μυστικούς ή ιδεολήπτες, χιλιαστές και μή, είναι ότι όχι μόνον πίστεψε, όπως όλοι οι άλλοι, αλλά και πώς, προσανατολίζοντας ολόκληρη τη ζωή του και τη δράση του προς αυτή την πίστη, θέλησε και να την επιβάλη, ούτε λίγο ούτε πολύ, στην εποχή του, να εκβιάση, αν γινότανε, ακόμα και τον Χριστό, κατεβάζοντάς τον, μ’ όλους τους αγίους του, στη γη, για την χιλιόχρονη βασιλεία. Το διάβημά του, άλλωστε, προς τον σουλτάνο (πού δεν τον συνάντησε, όπως είπαμε, μα που δεν παράλειψε να του αφήση, με μιάν επιστολή, και το περίφημο βιβλίο του Κομένιους «Φώς στο σκοτάδι») είναι πολύ χαρακτηριστικό, της πεποίθησής του ότι όλα είναι δυνατά σ’ αυτόν τον κόσμο. Για να προετοιμάση, μάλιστα, την βασιλεία του Χριστού ονειρεύτηκε και, φυσικά, αγωνίστηκε και για μιά μεταρρύθμιση του νομικού κώδικα!

        Η διαφορά του με τους άλλους ποιητές του μπαρόκ, συνίσταται στ’ ό,τι, το πρόβλημα της γλώσσας το σχέτιζε λιγώτερο με την αισθητική και περισσότερο με την «αδαμιαία γλώσσα» του Μπαίμε και την «αλχημεία του λόγου» του Κίρχερ,- μ’ ένα μηχανικό σύστημα εναλλαγής των γραμμάτων, που θα του επέτρεπε να εννοήση αυτό πού δεν είναι νοητό με τη λογική, μέσω της γλώσσας και της «εσωτερικής λέξεως» όπως έλεγε. Το σύστημά του τον ωδήγησε στον «ελεύθερο στίχο», αν κρίνουμε από σποραδικές περιπτώσεις στο «Ψαλτήριον της Δροσερότητας», που είδε το φώς μεταξύ του 1684 και του 1686, αλλά και, σ’ ότι αφορά τη γλώσσα καθ’ εαυτήν σα μέσον συνεννοήσεως, σπρώχνοντας την έκφρασή του ως τις ακραίες δυνατότητές της, έφτασε να καταργήση και την ίδια τη λογική, - πράγμα πού, πιθανώς, θα το χαιρετήσουν όλοι οι «μοντέρνοι» μας. Δεν έχω παρά να τους παραπέμψω στις γερμανικές βιβλιοθήκες, δεν παίζει ρόλο αν δεν ξέρουν γερμανικά…., σελίδες 215-217.

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΦΙΛΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

        Η  ΓΕΝΕΣΗ  ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

Είναι τρελός όπου θαρρεί, με ατμούς όμορφων λόγων,

μέσα στου γήινου του έρωτα την βροχή, ή μές στου κόσμου

το μάταιο, τον ρουμπίνινο τον ήλιο να χαράξη!

Φρούδος ο πόθος σας, θνητοί αλαζόνες, διεφθαρμένοι!

 

Από άγια φλόγα φωταυγής η καρδιά μου πυρπολείται.

Πώς ο τοξότης τ’ ουρανού τα πνεύματα ταράζει!

Πλάι σε νεκρά κορμιά, ο Γολιάθ του κρίματος πλαγιάζει,

πεθαίνει η Φρύνη της λαγνείας κάτω απ’ τις θείες αχτίδες.

 

Το πνεύμα μου θυσία σου φέρνει, στής καρδιάς μου πάνω

τον βωμό, Ύψιστε Θεέ, της προσευχής αγνό τεκμήριο:

τα πρώιμα αυτά μαρτιάτικα άνθη. Κύριε, να τα δρέψης.

 

Δώρο, πού εσύ μου το έδωσες, με καρδιάν εύνοια δέξου’

πανιά άς ανοίξη η σκέψη μου στον ωκεανό τον μέγα

της Χάριτός Σου: έτσι θα ρθή η Σοφία να με φιλήση.

 

ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΦΙΛΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

        Η  ΑΓΙΑ  ΤΡΙΑΣ

Με στοχασμό φλεγόμενο η Σοφία προσπαθούσε

το μεγαλείο και την ουσία του Υψίστου ν’ αναπλάση:

μά ήταν σα να τυφλώνονταν τ’ οξύ της μάτι, κι ο ήλιος

της νόησης τις αχτίδες του τις έστρεφε στη νύχτα.

 

Η Θεά, θρηνώντας την παλιάν οξύνοιαν της, εξαίφνης

παιδί αντελήφθη, πού ήθελε τα βάθη να μετρήση

των θαλασσών’ «Θα εξατμισθή κάτω απ’ το χέρι μου όλο

το νερό!» λέει. «Δεν το μπορείς αυτό, -του ‘πε-άγγελέ μου!»

 

Κ’ είπε το αγόρι το χαρίεν: «Αφού η Σοφία θέλει

το Είναι και τ’ Όνομα του Θεού να νοήση, μόνον ένα

παιδί μπορεί να πράξη αυτό που δεν εννοούν αγγέλοι!»

 

Η ηρωίς καταισχύνθηκε, κ’ ήχησε την φωνή της:

«Τον Βασιλέα των βασιλέων σιωπώντας άς τιμούμε’

τον Θεό όταν πολιορκή, η Σοφία γκρεμίζεται και σβήνει».

 

ΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΦΙΛΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

     Ο ΙΗΣΟΥΣ ΦΙΛΕΙ ΤΗΝ ΟΥΡΑΝΙΑ  ΜΝΗΣΤΗ

        Φιλησάτω με από φιλημάτων στόματος αυτού.

                ΑΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ 1,2  

Απών γιατί ‘ναι, δε μπορεί ο Ιησούς να με φιλήση,

και καίομαι, κύμα που θα βρω τη φλόγα μου να σβήση!

Καίομαι και λυώνω ολόκληρη, κι’ έτσι θα καίωμαι πάντα,

τη φλόγα μου ώσπου κάτι τι στον κόσμο να χορτάση.

 

Έλα, Ουρανέ, και φίλα με, τη φλόγα μου πράυνέ μου!

Τη φλόγα τούτη, άχ, μονάχα μιά πυρπολούμενη Αίτνα

την ξέρει! ΄Ω γη, έλα, να γευτώ το φίλημά σου κάμε!

Άχ, το φιλί σου πέτρα είναι, και το αίμα σου κοχλάζει!

 

Πλατιά όπως ο ήλιος, θάλασσα, το στόμα δρόσισέ μου!

Δεν είσαι φλόγα; Η πυρκαγιά μέσα μου μεγαλώνει!

Φύγε, ουρανέ, γη, θάλασσα, δεν πνίγεται ο καημός μου!

 

Ιησού, έλα πιά, το στόμα σου δώσε μου, κι άπλωσέ μου

το χέρι, το γλυκό φιλί, Γλυκέ, από σε να πάρω!

Το αληθινό, ώ χαρά, φιλί, επιτέλους, μου το δίνεις!

 

ΤΟ ΟΓΔΟΟ ΦΙΛΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

        Ο ΟΥΡΑΝΙΟΣ ΕΡΩΣ

Τί να ‘ναι ο ουράνιος έρωτας; Του θείου είναι μ’ ανταύγεια.

Δώρον Αγγέλου, μέσα του που κάτι από Άγγελο έχει,

ουρανός, πού ήδη, εδώ, στη γη, χαϊδεύουμε, είναι ένα

στερέωμα φωταυγές, αγνό, μοναδικό στους αιώνες,

 

ιερός και γλυκός ζέφυρος, τον πόνο που μας διώχνει,

φωτιά, που απ’ την αρχέγονη πηγήν αντλεί τη ζωή της,

ρήτωρ, το ατσάλι της καρδιάς πού η γλώσσα του απαλύνει,

ποιητής, που μονάχα του Θεού το εγκώμιο πάντα ψάλλει,

 

κήπος ωραίος, πού της σοφίας την αμβροσία πίνεις,

χρυσωρυχείον, όπου χρυσός ατόφιος βγαίνει, είναι ένα

σιρόπι δυναμωτικό κατά πάσης κακίας,

 

ένα σταλακτό ηδύποτον, που νεκρούς ανασταίνει,

φοίνιξ, πού, με την φλόγα του, ζητά τον τάφο μόνο:

όσο εδώ κάτω φλέγεται, τόσο αναζή εκεί πάνω.

 

ΤΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΝΑΤΟ ΦΙΛΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ                

          Η  ΒΙΒΛΟΣ

Τά Ηλύσια τα Πεδία, στην Ρώμη, αξία καμιά δεν έχουν!

Δεν πάει να λάμπη με τους κήπους της η Βαβυλώνα!

Λειμών εν μέσω ωραιότατων λειμώνων είναι η Βίβλος:

το κάλλος-κάλλος δεν είναι, μπρός στον Παράδεισό της.

 

Επί του Δέντρου της Ζωής, τα πιό εύγεστα των σύκων’

απ’ το βάθος του ορίζοντα, η κορφή του καταυγάζει

την θέαν, κυλά απ’ τα φύλλα του γλυκεία αμυγδάλου δρόσος,

έαρ και φθινόπωρον μαζί η  λαμπρότης του των κλάδων.

 

Ψυχή, έλα, εδώ θα αιωνιστής, όπου οι Άγγελοι αγαλλιούνε.

Καλό ή κακό, το Δένδρο αυτό μπορεί ν’ αποκαλύψη’

τον καρπό του οι άνθρωποι συχνά τρώγοντας, του Θεού μοιάζουν.

 

Θέλω να γευτώ αιωνιότητα ψυχής! Δρέψε την, όπως

η Εύα παλιά, και θα ‘μια ο Αδάμ σου εδώ: την Εδέμ ό,τι

μας στέρησε, εδώ της Εδέμ θα μας αξιώση πάλι.

 

ΤΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΤΡΙΤΟ ΦΙΛΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Η ΝΥΧΤΑ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ Ο ΚΥΡΙΟΣ

Ώ Νύχτα! ώ εξαίσια νύχτα! πιό φωτεινή κι από τη μέρα!

Ώ Νύχτα! ώ φώς! και φώς που και τους ήλιους σκιάζει ακόμη!

Ώ Νύχτα! πού ο κύκλος των νυχτών την όμοιά της ποτέ δεν είδε!

Ώ Νύχτα! πού μέσα σου το μέγιστο των θαυμάτων συντελείται!

 

Ώ Νύχτα! Πατριαρχών αγίων το εγκώμιον ψάλλεις!

Ώ Νύχτα! όπου όλα ομιλούν! Όπου βουνό και βράχος δεν σωπάζουν!

Ώ Νύχτα! πού χωράς Αυτόν που τίποτα δεν μπορεί να Τον χωρέση!

Ώ Νύχτα! εμπρός στον Υιό σου τρέμοντας γονατίζει ο κόσμος!

 

Ώ Νύχτα! εμπρός σε τούτο το νέο ρεύμα, ο ουρανός ήδη δονείται!

Ώ Νύχτα! Αυτός που σελήνη κ’ ήλιο ανθίζει, η σελήνη σου άς γίνη!

Ώ Νύχτα! άς σου εμφανισθή Αυτός που σελήνη κ’ ήλιος εγκωμιάζουν!

 

Ώ Νύχτα! πού τα Χερουβείμ μ’ αστέρια σε αστερώνουν!

Θα ‘θελα Τυχό να ‘μουνα, να μελετήσω αυτό το αστέρι,

για να ενωθή το πνεύμα μου με τέτοια ουράνια αστέρια!

 

ΤΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΕΚΤΟ ΦΙΛΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

        Ο ΙΗΣΟΥΣ ΔΩΔΕΚΑΕΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΕΙ

Τί; Γοήτευσαν το πνεύμα μου; Τί ακούει το θνητό αυτί μου;

Ποιός να βροντά διδάσκαλος, τα πάντα διαφωτίζων;

Ένα παιδί, κ’ η γερουσία μ’ έκπληξη, όλη, το ακούει!

Ένα παιδί, πού έχει ο καιρός, πρό των καιρών, εκλέξει!

 

Σολομών, χάσου! Πλάτωνα, μοιάζεις τρελός! Ο Μέγας

βουβάθη Αλβέρτος! Τίποτα δεν ξέρει πλέον ο Κίρχερ!

Μέλι και γάλα από τον Ιησού ρέουν και κυλούν τη γλώσσα!

Ρώμη κι Αθήναι χάσανε την λάμψη τους μπροστά του!

 

Ποιός ν’ αγαπά θα μπορή πιά ένα ηλίθιο Σταγειρίτη,

διάνοια όπως του Σβαρέζιους, πνεύμα καθώς του Ιτσκιέρντο,

και τον Σωκράτη τον τρελό, ώ που να χαθή πιά ο πλάνος

 

Σκύθης αυτός! Να μου δοθή θέλω ο Ιησούς μονάχα.

Το στόμα του παιδιού υψηλή θα μου διδάξη, σοφία

πού έκπληκτη πρέπει η γερουσία του κόσμου να με ακούση.

 

ΤΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΦΙΛΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

   Ο ΚΟΣΜΟΣ: ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΙΟΥ ΕΡΩΤΟΣ

Τϊ ‘ναι το ρυπαρό μηδέν αυτό που κόσμο τ’ ονομάζουν;

Βασίλειο που το κυβερνά και υψώνει η Τρέλα τους βωμούς της,   

διαμάντι όπου την μή- αγάπη του ο άνθρωπος έχει σκαλίσει,

μι’ ανταύγεια πού τη νύχτα την γνωρίζεις και τη μέρα σβήνει,

 

παλάτι, πού περσότερους λαϊκούς από έναν καίει μαζί του,

φίλτρον από εκλεκτά μαργαριτάρια, που υπόσχεται τον τάφο,

φρύνος φαρμακερός κρυμμένος κάτω από τα παιδιά του ρόδου,

βάραθρο, όπου τρέχει κανείς, αντί στο πέρασμα να τρέξη,

 

ένα σιρόπι είναι που μέσα του πλέχουνε πικροκολοκύθες,

πέτρα από το φεγγάρι, που κανείς δεν ξέρει την προέλευσή της,

μιά γη της Κόλασης διαβολικός δόλους γεμάτη,

 

νάρθηκας μουσικός, πλάνη που ο άνθρωπος σ’ αυτήν υποκύπτει,

μιά κούπα κώνειο από χρυσό, των ανεμώνων καταισχύνη:

όποιος την πλάνη αυτή μισεί, της αγάπης το διάδημα κερδίζει.

 

ΤΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΕΒΔΟΜΟ ΦΙΛΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

   ΕΠΙ ΤΗΣ ΕΝΔΟΞΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

Όταν πιά ο τάφος έκλεισε μέσα του τον Σωτήρα,

η Λογική έκλαιε, πού έμελλε θλιβερά να ωχριάση,

κ’ έλεγε: «Απ’ όταν, ώ Ιησού, μας έχεις παρατήσει,

χάθηκε κάθε ελπίδα μας: να πού πιά ζωή δεν έχεις».

 

Έτσι έκλαιε κι απ’ τα μάτια της μιά θάλασσα κυλούσε’

μπρός σε τέτοια αποθάρρυνση, αγανάχτησεν η Τέχνη:

«Της Λογικής κυριάρχησε, λοιπόν, η Τρέλλα; Κοίτα,

τρελή, πώς ξέρω εγώ τη λάσπη ζωή να δίνω!

 

Παίρνει ένα αμάλαγο γυαλί, μέταλλο αμέσως λυώνει,

τόν άργυρό της ύστερα με υδράργυρο ποτίζει,

κ’ εφάνη ένα χιλιόκλωνο δεντρί στο γυαλί πάνω,

 

κ’ έκοψε κλώνο απ’ το δεντρί κ’ ευτύς φύτρωσεν άλλος.

Κ’ οι Άγγελοι εψάλλαν: «Αν μπορή τέτοια να κάνη η Τέχνη,

γιατί δε θα μπορούσε ο Ιησούς, ο Θεός των Θεών να ζήση;»

 

ΤΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΟΓΔΟΟ ΦΙΛΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

   Ο ΠΕΡΑΝ ΠΑΣΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ ΤΑΦΟΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ

Ώ Τάφε! Τάφε- θαύμα, πού καταργείς κάθε άλλον τάφο!

Ώ Τάφε! τ’ ουρανού καταφύγιον άγιο, της αιωνιότητας παλάτι!

Ώ Τάφε! εσύ που εδέχτης, κάποτε, το Σώμα πάντων των σωμάτων!

Ώ Τάφε! τάφε κάθε τάφου! Ώ Τάφε! Σαρκοφάγε του χρόνου!

 

Ώ Τάφε! όπου ο Θεός για τον άνθρωπο ευδόκησεν εν τάφω να ωχριάση!

Ώ Τάφε! πού,  στο κάλεσμά μας, μας απελευθερώνεις απ’ τον τάφο!

Ώ Τάφε! Θρόνε! και θρόνος, που κανείς θρόνος δεν του μοιάζει.

Ώ Τάφε! σ’ εσένα πεθαίνει κ’ ενταφιάζεται η αγωνία του τάφου!

 

Ώ Τάφε! η Ζωή της ζωής όλης μέσα από το σκοτάδι σου βγήκε!

Ώ Τάφε! κλέος των τάφων! Ευφροσύνη! Άσυλον ευφροσύνης!

Ώ Τάφε! Τάφε! Αιώνιες τάφε! Παραμυθία αιώνια!

 

Ώ Τάφε! πού πληρούσαι ζωής, όταν ήλιος και κόσμος σκοτεινιάζουν!

Ώ Τάφε! όταν ένας τάφος εν τάφω μ’ ενταφιάση,

Ώ Τάφε! χάρις σ’ εσέ τον ωραιότατον των τάφων τάφον θα έχω!

 

ΤΟ ΤΕΣΑΡΑΚΟΣΤΟ ΦΙΛΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

   Ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΟΥ ΖΩΗΣ

Αυτός που εκεί πάνω ο στέφανος με τον στέφανον της ζωής θα τον στέψη,

στέφανος πού την, στεφθείσα από τον Θεό κοόρτιδα, κ’ ήδη στεφθείσα

εδώ κάτω με στέφανον όσον το στέμμα και ο θρόνος πολύτιμον, στέφει,

πρέπει να κατακτήση τον στέφοντα την προσευχήν στέφανον των στεφάνων.

 

Και τον στέφανον των στεφάνων του κόσμου των στεφάνων ν’ αψηφήση

πρέπει: αν ο στέφανος τούτος τον στέψη, μ’ άλλον στέφανον θα τον στέψη ο τάφος,

ο στέφανος το μέτωπό του αποστρέφει και τον στέφει με τον κίνδυνο του στεφάνου

του στέφοντος τους πιστούς του στεφάνου και που μπορεί στέμμα και θρόνον να ωραϊση.

 

Ώ Ηγεμόνα του στεφάνου, μεταξύ των στεφάνων με τον στέφανον τούτον,

ήλιον και στέφανον αποστέφοντα, στέφεις. Η μεγαλοπρέπεια την στεφθείσα πίστην στέφει

και η αμοιβή του στεφάνου στέμμα και θρόνου μισθόν της προσφέρει.

 

Στέφει ενός τέτοιου στεφάνου η αναζήτηση εδώ. Και στέφει τους αποστεφθέντας

η νοσταλγία τούτου του στεφάνου της ζωής, με θρόνον και στέμμα στέφοντάς τους:

τον δέσμιον στέμματος και θρόνου εδώ, κάποια ημέρα θρόνος και στέμμα θα τον στέψουν.

    QUIRIN  KUHLMANN

       Μετάφραση: ΑΡΗ  ΔΙΚΤΑΙΟΥ

Κάτι σαν ανάμνηση παλαιών διαβασμάτων

        Πάνε δεκαετίες τώρα που έπεσε στα χέρια μου ο δεμένος τόμος «ΜΕΓΑΛΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΕΩΣ» εκδόσεις Βιβλιοπωλείο «ΔΩΔΩΝΗ»- Ευάγγελος Κ. Λάζος στην Αθήνα (οδός Ιπποκράτους 17), σελίδες 238, τιμή 3000 παλαιές δραχμές. «ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΕΩΣ» είχαν εκδοθεί το 1967 και ήταν μία από τις πολλές και αξιόλογες μεταφραστικές εργασίες του ποιητή και μεταφραστή Άρη Δικταίου. Οι μετά την μεταπολίτευση του 1974 νέοι φιλότεχνοι αναγνώστες της ποίησης γνώριζαν, τόσο τα ποιήματα όσο και τα βιβλία των μεταφράσεων του καλού ποιητή και μεταφραστή. Οι δημόσιες πνευματικές παρεμβάσεις του και τα κείμενά του σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά διαβάζονταν σαν μία φωνή του παρελθόντος η οποία όμως, είχε ακόμα κάτι να μας πει μια και ήταν ακόμη-ο ποιητής- συγγραφικά παραγωγικός. Εξάλλου ήταν ο έλληνας μεταφραστής που μας έφερε σε επαφή με σημαντικά έργα και πρόσωπα της γερμανικής λογοτεχνίας. Σε δική του μετάφραση διαβάσαμε για πρώτη φορά το μυθιστόρημα «Μαγικό Βουνό» του Τόμας Μαν, την θρησκευτική ποίηση του σημαντικού Ράινερ Μαρία Ρίλκε, έργα του ολύμπιου Γκαίτε, την ανθολογία γερμανών μεταπολεμικών διηγηματογράφων.Τους«Κιβδηλοποιούς» του γάλλου Αντρέ Ζίντ, έργα του γερμανού ποιητή και φιλόσοφου Φρειδερίκου Νίτσε, το «Χρονικό του Σαν Μικέλε» του Άξελ Μουνθ, τον «Έφηβο» του ρώσου Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, τα δοκίμια του Λέων Σεστώφ «Η Νύχτα της Γεσθημανής» και άλλα πολλά. Η εισαγωγή που συνόδευε την έκδοση των «Απάντων» του ερωτικού ποιητή του μεσοπολέμου Ναπολέων Λαπαθιώτη, τον είχε καταστήσει ακόμα πιο γνωστό στους νέους της γενιάς μας. Ο πολυσέλιδος τόμος των Ποιητικών Απάντων του αυτόχειρα ποιητή πωλούνταν στο βιβλιοπωλείο του Λαδιά με το κιλό, όπως και άλλα αντίτυπα των «Απάντων» και ποιητικές συλλογές παλαιών ελλήνων ποιητών.  Φυσικά, ούτε ο ποιητικός λόγος του σημαντικού μεταφραστεί μας άφηνε αδιάφορους, η ποίησή του μας συγκινούσε, μας άρεσε, όπως και οι δοκιμιακές μελέτες του. Είχαμε πληροφορηθεί επίσης, ότι ο Άρης Δικταίος είχε διατελέσει επιμελητής και σύμβουλος έκδοσης των παλαιών καλών εκδόσεων του Γεωργίου Φέξη, κάτι που μας έκανε να προσέχουμε ακόμα περισσότερο τις δουλειές του. Από την άλλη, η συνάντησή μας δύο φορές μαζί του στην οικία του-με την μεσολάβηση κοινού μας φιλικού προσώπου από τον Πειραιά, είχε στεριώσει την θετική μας γνώμη για το έργο του. Η μεγάλη διαφορά ηλικίας δεν μας εμπόδισε να συνειδητοποιήσουμε ότι είχαμε μπροστά μας έναν αξιόλογο εργάτη των ελληνικών γραμμάτων, έναν έμπειρο μεταφραστή, και έναν επίσης καλό και επαρκή αναγνώστη των σημαντικότερων σταθμών της ελληνικής, της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας ποίησης. Η γενιάς μας-η επόμενη μετά την Γενιά του 1970 πολιτικοποιημένη ποιητική μετά την μεταπολίτευση φουρνιά πρόλαβε εν ζωή, πολλούς έλληνες λογοτέχνες, πνευματικά μεγέθη δημιουργούς, του προηγούμενου αιώνα που διαμόρφωσαν το ελληνικό πνευματικό και καλλιτεχνικό τοπίο στην πατρίδα μας. Σπουδαίες μορφές της ποίησης και της πεζογραφίας, της δοκιμιακής γραφής, της μετάφρασης, της ιστορίας, του κόσμου των σύγχρονων ιδεών και του στοχασμού, συγγραφείς οι οποίοι εξέφραζαν άμεσα και αρκετές φορές με θερμό τρόπο, τις φιλικές τους διαθέσεις απέναντί σε εμάς τους νεότερους ηλικιακά αναγνώστες τους, δίχως «τουπέ» ή διάθεση σνομπισμού εκ μέρους τους, ίσως γιατί κατά βάθος διαισθάνονταν ότι το έργο τους είχε πιθανότητες να διαδοθεί, να παραμείνει στην επιφάνεια του χρόνου μέσω ημών, των νέων αναγνωστών της ελληνικής ποίησης και ευρύτερα της ελληνικής γραμματείας. Από την πλευρά μου, πάντα κοίταζα πρίν γνωρίσω και συναντήσω από κοντά έναν συγγραφέα να είμαι πληροφορημένος στο τι έχει δημοσιεύσει, τι βιβλία έχει κυκλοφορήσει. Και πάντα στην πρώτη μας συνάντηση κρατούσα στα χέρια μου ένα βιβλίο του που έχω διαβάσει, κάτι που έκανε από την μεριά του-τον λογοτέχνη- να αισθάνεται ανετότερα, και να υπερβαίνει τα ηλικιακά όρια της ωριμότητάς του και εμπειρίας του. Σημαντικές και αξιοσημείωτες μορφές της ελληνικής λογοτεχνικής παράδοσης που άφησαν τα ίχνη τους πέρα και πάνω από την εποχή τους, ξεπέρασαν τα κράσπεδα του αιώνα που εμφανίστηκαν και συνεχίζουν ακόμα και σήμερα θέλω να πιστεύω, με την πνευματική τους κληρονομιά και τα βιβλία τους να μας προσφέρουν κάτι από το «νέκταρ» των έργων τους.

     Μέσα στο κλίμα των Χαιλντερλιανών διαβασμάτων και ερευνών μου των τελευταίων εβδομάδων, παλαιότερων και σύγχρονων αποδελτιώσεών μου για την ποιητική του παρουσία και την μεταφραστική του πρόσληψη, δεν μπορούσα να μην ανατρέξω και στις παλαιές μεταφράσεις του ποιητή Άρη Δικταίου. Να προμηθευτώ από παλαιοπωλεία τίτλους βιβλίων του, να ξεφυλλίσω Ανθολογίες του, να διαβάσω μεταφράσεις ποιητών από όλο το φάσμα της παγκόσμιας ποίησης που ο Δικταίος, είχε φροντίσει να μας φέρει σε επαφή εδώ και αρκετές δεκαετίες με τις ελληνικές του ακριβείς αποδώσεις και σχολιασμούς. Και όπως πολύ καλά γνωρίζουν όσοι ασχολούνται με εργογραφικές και βιβλιογραφικές τεκμηριώσεις, η μία παραπομπή σε οδηγεί στην άλλη, η μία μετάφραση στην επομένη, η μία ποιητική φωνή στην συγγενική της, όταν μάλιστα τυγχάνει να συστεγάζονται και οι δύο στον ίδιο τόμο, αν και όχι πάντα απαραίτητα. Όπως στην συγκεκριμένη περίπτωση των 13 ποιητικών φωνών των «Μεγάλων στιγμών της παγκόσμιας ποίησης». Κοινές οι διαδρομές της Ποίησης ανά τους αιώνες, κοινά τα βαδίσματα μέσα στα λαγούμια του χρόνου, στις κορυφές των χιονισμένων και ανεμοδαρμένων Παρνασσών, αντιλαλούν φωνές ποιητικές πέρα από τους αιώνες, τα κράτη και τις φυλές, τις εθνότητες και τις τάξεις των ανθρώπων. Οι «εκλεκτικές συγγένειες» διαρκείς,  οι συνομιλίες μεταξύ τους, τα οράματα και τα αγγίγματα ευαισθησίας κοινά, τα πεδία συγκίνησης, η συν- συναίσθηση της όποιας «αποστολής τους». Ως ποιητές-προφήτες, ως ποιητές-επαναστάτες- ως ποιητές διδάσκαλοι του γένους του λαού τους, ως ποιητές-διασώστες μιάς παράδοσης που χάνεται στ βάθη των αιώνων της ιστορίας της ανθρωπότητας όταν ακόμα οι Θεοί περπατούσαν μαζί με τους ανθρώπους, καθόριζαν την μοίρα τους. Ο ζόφος της αγνωσίας δεν είχε καλύψει το πραγματικό πρόσωπο της φύσης του ανθρώπου-θεού-ποιητή-δημιουργού. Η μητρική τους γλώσσα, η γλώσσα της ιστορικής παράδοσης του τόπου τους, δεν στέκεται εμπόδιο στην μεταξύ τους αλληλο-γνωριμία, στην αλληλοπεριχώρηση των ποιητικών τους οραμάτων. Το ζήτημα των βαβελικών γλωσσών το λύνει συνήθως πάντα με τον καλύτερο τρόπο η μετάφραση, η απόδοση, η μετεγγραφή, η ελεύθερη προσέγγιση, η μεταφορά, η δεύτερη γραφή, η αντιγραφή, το γύρισμα.. (η ορολογία της μεταφραστικής δουλειάς ενός ποιητή-μεταφραστή είναι μεγάλη). Είναι η εκ νέου ποιητική αναδημιουργία της προσωπικής εργασίας των διαμεσολαβητών μεταφραστών. Οι μεταφραστές είναι οι «πρόξενοι» γνωριμίας μας με τις άλλες πολιτιστικές και πολιτισμικές, ιστορικές παραδόσεις των άλλων λαών, στον παγκόσμιο βαβελικό πύργο των γλωσσών γι’ αυτό τους αξίζει ο σεβασμός μας, ανεξάρτητα αν γνωρίζουμε από την μεριά μας-ως αναγνώστες-την μητρική γλώσσα του ποιητή, του πεζογράφου, του δοκιμιογράφου, ενός δημιουργού που ένας μεταφραστής μεταφράζει. Μπορεί η «Ποίηση να χάνεται στην Μετάφραση» όπως συνήθως λέγεται, θέλοντας οι ιθύνοντες να μας κάνουν κοινωνούς των δυσκολιών και άλλων γλωσσικών και υφολογικών αδιεξόδων που αντιμετωπίζουν στην διάρκεια των μεταφραστικών τους εργασιών, αλλά, ούτε ως αστείο δεν θα αποδεχόμασταν, ότι θα πάψουν να γίνονται μεταφράσεις έργων στην διαδρομή του χρόνου, και εμείς ως αναγνώστες δεν θα ανατρέχουμε στην ανάγνωση ξένων έργων μέσω των ελληνικών αποδόσεών τους. Ακόμα και αν αυξάνεται σταδιακά το ποσοστό των πεπαιδευμένων ατόμων που γνωρίζουν πάνω από μία ξένη γλώσσα πέρα από την μητρική τους. Η δεύτερη μεταφραστική αυτή γενική πρόσκληση στο μικρό ή μεγάλο πανηγυράκι της ποίησης και της λογοτεχνίας γενικότερα μας είναι πάντα ευπρόσδεκτη. Το μεταφραστικό άλμπουμ διαρκώς εμπλουτίζεται.

     Η έκδοση, η κυκλοφορία στο εμπόριο ενός συγγραφικού έργου, ενός βιβλίου, είναι μία πολυπαραγοντική υπόθεση, μία σύμπλευση και ενδέχεται και συναντίληψη διαφόρων επαγγελματικών διαβαθμίσεων ατόμων, δεν αφορά μόνο τον ταλαντούχο λογοτέχνη, τον ευφυή ποιητή ή πεζογράφο αλλά μία ομάδα με «κοινά» καλλιτεχνικά και άλλα ερεθίσματα και ενδιαφέροντα. Από την πρώτη σύλληψη ενός θέματος στο μυαλό, στην σκέψη ενός δημιουργού, έως τον εκδότη και τον τυχαίο πωλητή ενός βιβλιοπωλείου ή ενός πλασιέ βιβλίων, το πεδίο ολοκλήρωσης επικοινωνίας της συγγραφικής έμπνευσης, της υλοποίησής της ως αναγνωστικό εμπορικό «προϊόν» είναι κοινό. Από την μεριά μου, μπορώ να σημειώσω δίχως να γενικεύω, ότι οι νεότερες γενιές των ελλήνων σταθερών αναγνωστών στην χώρα μας, έτρεφαν μία κρυφό κοινή εκτίμηση τόσο πχ. σε έναν ποιητή όσο και στον μεταφραστή του στο εξωτερικό ή σε δικές του ξενόγλωσσες μεταφράσεις. Δεν πρέπει να «ντρεπόμαστε» να γράψουμε ότι ο αντιγραφικός λόγος του Γιώργου Σεφέρη μας γνώρισε το έργο του άγγλου ποιητή Τόμας Στερν Έλιοτ, οι μεταφράσεις του Γιάννη Ρίτσου μας έφεραν σε επαφή με ποιητές της τότε ανατολικής ευρώπης, η μετάφραση του Νίκου Καζαντζάκη μας γνώριζε το μεσαιωνικό έργο, «Θεία Κωμωδία» του Δάντη, οι μεταφράσεις των Βασίλη Ρώτα και Βούλα Δαμιανάκου μας γνώρισαν τα 39 βιβλία του άγγλου ελισαβετιανού δραματουργού Ουϊλλιαμ Σαίξπηρ. Οι πολύτομες παγκόσμιες ανθολογίες των Νίκου και Ρίτα Μπούμη Παππά μας κοινώνησαν με πλήθος ξένων ποιητών από διάφορες ηπείρους, οι εργασίες του Άρη Δικταίου το ίδιο, τα παραδείγματα είναι άπειρα και γνωστά μας. Από την απέναντι όχθη, ας μνημονεύσουμε ενδεικτικά τις αγγλόγλωσσες μεταφράσεις ελλήνων ποιητών και ποιητριών από τον δάσκαλο Κίμωνα Φράϊερ, που με τις μεταφραστικές του ανθολογήσεις έκανε διεθνή την ελληνική ποίηση στην μεγάλη και αχανή ήπειρο την Αμερική, τον αγγλοσαξονικό κόσμο τα νεότερα χρόνια. Παλαιότερων και νεότερων γενών ποιητικές φωνές έγιναν γνωστές στο αγγλόφωνο κοινό, πρίν ακόμα ωριμάσουν ηλικιακά. Αναφέρομαι στις μεταπολεμικές ποιητικές γενιές και αυτή της γενιάς του 1970. Παρόμοιας εμβέλειας είναι και οι μεταφραστικές δουλειές του ποιητή Νάνου Βαλαωρίτη, της ποιήτριας Κατερίνας Αγγελάκη Ρούκ και άλλων συγχρόνων τους που συνεχίζουν την μεταφραστική παράδοση του Κώστα Καρυωτάκη, του  Κωστή Παλαμά, του Μήτσου Παπανικολάου και άλλων των παλαιότερων γενεών. Πόσο φτωχότερο θα ήταν το ελληνικό αναγνωστικό κοινό δίχως τις μεταφράσεις του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου (βιβλίων του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι), του Άρη Αλεξάνδρου, της Τζένης Μαστοράκη, του Χάρη Βλαβιανού, της Παυλίνας Παμπούδη, του Αλέξη Τραϊανού, του Νάσου Βαγενά, του Αντώνη Φωστιέρη, της Νατάσας Κεσμέτη, του Νίκου Σπάνια, του Ηλία Κυζηράκου, του Χριστόφορου Λιοντάκη, των σύγχρονων μεταφραστών της Χαιλντερλιανής ποίησης όπως μας δείχνουν οι εκδοτικοί δείκτες κυκλοφορίας του στην ελληνική αγορά μέχρι σήμερα. Μέσα σε αυτό το ευρύ πλαίσιο οφείλουμε να εξετάζουμε και τις παλαιότερες μεταφραστικές εργασίες του Άρη Δικταίου, πού τείνει να λησμονηθεί η παρουσία του στις μέρες μας. Τις παλαιότερες μεταφράσεις και τα άλλα βιβλία του, τα συναντά κανείς πλέον σε «τσουχτερές» τιμές στα παλαιοβιβλιοπωλεία ή στα σκονισμένα ράφια των δημόσιων βιβλιοθηκών. Άραγε, αυτά τα λεγόμενά μου ίσως επαναλαμβανόμενά μου είναι οι προσωπικές αναγνωστικές εμμονές αγάπης ενός ιστολόγου, ή η προσπάθεια επαναπροσέγγισης αγαπητών φωνών της παλαιότερης παράδοσης μνημονεύσεις; Ο χρόνος και το ενδιαφέρον των άγνωστών μας επισκεπτών στα Λογοτεχνικά Πάρεργα έχει τον τελευταίο λόγο, αν θα παραμείνει αναμμένο το λυχνάρι της μνήμης.

   Οι «ΜΕΓΑΛΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΕΩΣ» του Άρη Δικταίου περιλαμβάνουν τους εξής ποιητές. Τους αντιγράφουμε με το ξενόγλωσσο όνομά τους όπως το θέλει ο ποιητής και μεταφραστής: - QUIRIN KUHLMANN, -FRIEDRICH HOELDERLIN, -UGO FODCOLO,- ALOYSIUS BETRTRAND, -ARTHUR RIMBAUD,- PAUL CLAUDEL,- PAUL VALERY,- D. H. LAWRENCE, -EZRA POUND,-T. S. ELIOT,- E.E. CUMMINGS,- RICARDO GUIRALDES, -SAINT- JOHN PERSE. Από την σελίδα 209 έως 235 δημοσιεύονται «Επίλογος-σχόλια- σημειώματα». Διαβάζουμε στην σελίδα 211-212 με τίτλο

«ΠΡΟΛΟΓΙΖΩΝ ΕΠΙΛΟΓΟΣ»:

«Μεγάλες στιγμές της ποιήσεως… Ναι, και μερικές πολύ μεγάλες, από τις κορυφαίες, αν όχι οι κορυφαίες,- όπως στην περίπτωση του Χαίλντερλιν. Μα ο τίτλος δόθηκε κυρίως για τον άλλο, -ξέροντας πώς άλλος αυτός είναι ολότελα απροετοίμαστος να εννοήσει πώς ακόμη κ’ ένας τίτλος μπορεί να εκφράζη πάρα πολλά,-άς πούμε μιά μεγάλη κορυφαία στιγμή ή και μιά μονιμώτερη κατάσταση του συγγραφέα που τον διάλεξε για το βιβλίο του. Αλλά, θα ρωτήση ο ανίδεος, προκειμένου για μια μετάφραση, ή για μεταφράσεις, όπως εδώ, πώς μπορεί κανείς να μιλήση για «συγγραφέα», για «ποιητή», αφού δεν πρόκειται για προσωπική δημιουργία; Αφού θα του απαντήσω, πώς ακόμη κι αυτός, σαν αναγνώστης, την ώρα που διαβάζει ένα ποίημα δεν κάνει τίποτ’ άλλο παρά να δημιουργή, και πώς όσο σημαντικώτερο είναι το ποίημα τόσο πιό υψηλή είναι κ’ η δική του δημιουργία,- θα τον ρωτούσα κ’ εγώ με την σειρά μου, κάτι πιό απλό; Πώς διαβάζει ένα ποίημα; Γιατί αν δεν ήταν τόσο ανίδεος θα του έκανα απ’ ευθείας την ερώτηση: ίσαμε ποιο σημείο είναι προετοιμασμένος ν’ αντιμετωπίση τη μοίρα του; Ένα ποίημα (: ένα δημιούργημα τέχνης) δεν σημαίνει διάβασμα (ή τουλάχιστον, διάβασμα νεοέλληνος αναγνώστου), σημαίνει συμμετοχή στη δημιουργία του, σημαίνει προβληματισμός. Αν τιτλοφορούσα το βιβλίο μου «Σ’ αναζήτηση εδάφους», θα ήμουν πράγματι πιό κοντά σ’ αυτό που κάνω σήμερα με δαύτο, δίδοντάς το στη δημοσιότητα. Θα εξέφραζα μιά δεσπόζουσα έγνοια μου, σαν ποιητής και σαν άνθρωπος. Θα υπαινισσόμουν το ήδη υπάρχον (τους δεκατρείς ποιητές μου) από ‘δω, την προσπάθειά μου από ‘κει, την ανάλωσή μου αλλά και την καταβολή μου. Ο άνθρωπος είναι φοβερά μόνος,-κι ο έλληνας ποιητής δέκα φορές πιό μόνος. Ξέρω πώς υπάρχουν κι έλληνες αναγνώστες, άλλο τόσο μόνοι. Αυτούς, κυρίως αυτούς σκέπτομαι και σ’ αυτούς δίδω σήμερα τους δεκατρείς τούτους ποιητές, σ’ έναν τόμο, ενώ θα μπορούσαν να εκδοθούν σε δεκατρείς μικρούς τόμους. Πρόκειται για εργασίες πάρα πολύ παλιές (ο Ρεμπώ ανήκει στο 1940!) που φυσικά, ξανακοιτάχτηκαν, και πολύ πρόσφατες, του τελευταίου καλοκαιριού. Σε μερικά ποιήματα επανήλθα, επίσης, όπως θα ήθελα να επανέλθω σ’ όσα έχω γράψει ως τα σήμερα. Μακάρι να μπορούσαμε να επανερχόμαστε και σ’ όσα έχουμε πη ή πράξει,- κάπως αλλοιώς θα τα λέγαμε και θα τα πράτταμε σήμερα.

        Έκρινα σκόπιμο να συμπεριλάβω στον τόμο και πέντε δοκίμια, γραμμένα σε διάφορες ευκαιρίες κ’ εποχές, πού σχετίζονται με ισάριθμους ποιητές,-αν τα επεξέτεινα σ’ όλους, θα δημιουργούσα ένα άλλο έργο πού, ούτε μου ζητήθηκε, ούτε το σκέφτηκα.».

        Μετά την έκθεση των προθέσεων και των θέσεών του για την λειτουργία της μετάφρασης και την επιλογή του τίτλου του βιβλίου του ο ποιητής και μεταφραστής Άρης Δικταίος, μεταφέρει τα 5 μικρά δοκίμιά του συν ορισμένους του σχολιασμούς, σημειώσεις του, για να κατανοήσουμε καλύτερα τους «ΤΑΦΟΥΣ». Έχουμε 1. Τις «Σημειώσεις στους «ΤΑΦΟΥΣ», 213-214. – 2., τον γερμανό Κουιρίνο Κούλμαν, Quirin Kuhlmann, 215-217. -3. Τον Ελληνο/ Ιταλό Ούγο Φώσκολο, UGO FOSCOLO, 218-223, -4. Τον άγγλο Θωμά Τ. Έλιοτ,Tomas Stern Eliot, 224-227. – 5. Τον αργεντινό Ρικάρντο Χεράλντες, Ricardo Guiraldes, 228- 229, -6. Τον γάλλο  SaintJohn Perse, 230-235.

        Διατήρησα την ορθογραφία του μεταφραστή και της έκδοσης. Σε ορισμένες σελίδες του βιβλίου υπάρχουν διορθώσεις από ανθρώπινο χέρι κυρίως στα πνεύματα στην χρήση-τότε- του πολυτονικού συστήματος γραφής. Καλογραμμένα σονέτα. Επίσης, ωραίο το παιχνίδι με τις επαναλήψεις των λέξεων που υιοθετεί ο Δικταίος, όπως η λέξη Τάφος του 10 σονέτου, και της λέξεως Στέφανος του 11. Ίσως οι πλάγιες πτώσεις να κόβουν λιγάκι την ρυθμολογία, σε μια χρήση της καθαρής δημοτικής ενδέχεται να μεταφέρονταν αρμονικότερα η μουσική των σονέτων και να φαίνονταν οι εσωτερικές εκλάμψεις της κάπως «αυτόματης» γραφής του. Καθαρή θρησκευτική ποίηση με τόνους μυστικιστικής διάθεσης, ενός κλίματος θεοσοφισμού στο χιλιαστικό κλίμα της εποχής του 17ου αιώνα και μεταγενέστερα. Ένα ρεύμα χριστιανικού μυστικού ερωτισμού και παρομοιώσεων που θυμίζει σκέψεις του σύγχρονου Σανταγιάνα. Όπως του προφητεύθηκε, ο Κούλμαν επέλεξε τον δρόμο του «αιρεσιάρχη» από εκείνη του «στάρετς». Ασπάζονταν όπως φαίνεται τις χιλιαστικές θρησκευτικές δοξασίες που ήσαν αρκετά διαδεδομένες στο ευρωπαϊκό έδαφος και τους κύκλους των αλχημιστών και των θεοσοφιστών. Πολυταξιδεμένο και ανήσυχο πνεύμα, έζησε λίγα χρόνια αλλά έντονα και δραστήρια τόσο σε κοινωνικό επίπεδο όσο και σε θρησκευτικό. Δύο χρόνια μετά τον εις την πυρά θάνατό του, έρχεται στην ζωή ο τσάρος μεταρρυθμιστής και ανακαινιστής της ορθόδοξης Ρωσίας ο Ιβάν ο Τρομερός κατά τον σκηνοθέτη Σεργκέι Αϊζενστάιν, ο θεόρατος και με στρατηγική σκέψη Μεγάλος Πέτρος. Θρυλική και σημαδιακή πολιτική μορφή της ρώσικης ιστορίας του ίδιου αιώνα με του γερμανού Κουϊρίνου Κούλμαν. Είναι ο ανακαινιστής τσάρος ηγέτης που φιλοδόξησε να αλλάξει εκ βάθρων την Ρωσία και τις παραδοσιακές θρησκευτικές και κοινωνικές συνήθειες, ήθη και έθιμα του ρώσικου λαού. Να οδηγήσει την αχανή και καθυστερημένη χώρα του στους δυτικούς τρόπους και δρόμους ζωής. Να κάνει κοινωνούς τους Ρώσους των νέων ευρωπαϊκών ιδεών και των διαφόρων επιτευγμάτων της επιστήμης, των εφευρέσεων και των νέων ανακαλύψεων. Να καταστήσει την πολυεθνική Ρωσία μεγάλη και ανταγωνιστική κυρίαρχη ναυτική δύναμη ανάμεσα στις άλλες δυτικοευρωπαϊκές ναυτικές δυνάμεις της εποχής. Η μετάβασή του «ιεροκήρυκα» θεολόγου Quirin Kuhlmann στην δογματική και αυστηρών θρησκευτικών αρχών και αξιών ορθόδοξη τσαρική Ρωσία του στοίχησε την ζωή. Οδηγήθηκε στην πυρά ως αιρετικός με τον ομοϊδεάτη ακόλουθό του στην Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας, για παραδειγματισμό. Μέχρι των χρόνων του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι και των άλλων μεγάλων ρώσων συγγραφέων, μικρά χιλιαστικά θρησκευτικά και κοινωνικά κινήματα κατέκλυζαν τα χώματα και τις στέπες της αχανούς Ρωσίας, επηρέαζαν και έθεταν σε αμφισβήτηση την βαθειά, ριζωμένη πίστη και αντιλήψεις ζωής του πιστού ρώσικου λαού. Ήταν τα κινήματα των δυτικόφιλων και εκσυγχρονιστών από την μία και των σλαβόφωνων και υποστηρικτών της αυστηρής τήρησης των θρησκευτικών χριστιανικών παραδόσεων από την άλλη. Ακόμα και οι περιπέτειες του ιδιωτικού του βίου θα ηχούσαν παράξενα στα αυτιά των ρώσων αγροτών.

Ο λουθηρανός ποιητής που κάηκε ως αιρετικός μακριά από την δική του πατρίδα, είναι εντελώς άγνωστος στην Ελλάδα από όσο γνωρίζω, δεν έχουν μεταφραστεί έργα του ή ποιητικές του συνθέσεις, αυτή είναι η αιτία να μην αντιγράψω μεταφρασμένα ποιήματα του Φρήντριχ Χαίλντερλιν από τον Άρη Δικταίο αλλά του Κουϊρίνου Κούλμαν στο νέο αυτό σημείωμα. Συμπληρωματικά να σημειώσουμε ότι ως θεοσοφιστής αναφέρεται από έλληνες γραμματολόγους ο μαρξιστής συγγραφέας Νίκος Καρβούνης, ορισμένοι κριτικοί και ερευνητές του έργου του Νίκου Καζαντζάκη εντάσσουν και την δική του παρουσία σε αυτούς τους κύκλους. Σίγουρα πάντως, ο αρχαιοελληνικός μυστικισμός και το κοσμοείδωλο του λυρικού ποιητή Φρήντριχ Χαίλντερλιν απέχει από τον ποιητικό μυστικισμό του λουθηρανού.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2024

   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου