Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2024

Έφυγε ο Κώστας Γεωργουσόπουλος

 

 ΚΩΣΤΑΣ  ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ

(Λαμία 17/9/1937- Σάββατο 7/12/2024)

 

ΕΝΑΣ ΜΥΣΤΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ

                  ή

ένας σύγχρονος των ημερών μας «ΘΕΣΠΙΣ»

Έφυγε από κοντά μας λίγες μέρες πριν εκπνεύσει η ταραχώδης αυτή χρονιά- Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2024-, ένας από τους σημαντικότερους φιλόλογους και «μύστης» της Θεατρικής τέχνης, ο δάσκαλος θεατράνθρωπος, μεταφραστής, κριτικός θεάτρου, ποιητής και στιχουργός Κώστας Χ. Μύρης ψευδώνυμο του Κώστα Γεωργουσόπουλου. Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Νεοέλληνες του προηγούμενου αιώνα θεατρικός κριτικός και φιλόλογος για την γενιά μας (γενιά του 1980). Του 20ου αιώνα όταν νεοσσοί θεατρόφιλοι των χρόνων μετά την μεταπολίτευση του 1974, αναζητούσαμε «οδηγούς» των ατομικών μας πνευματικών και καλλιτεχνικών ερεθισμάτων. Χαράζαμε τα πρώτα δειλά μας βήματα διαβάζοντας θεατρικά έργα και παρακολουθούσαμε παραστάσεις αρχαίας ελληνικής τραγωδίας και κωμωδίας, σύγχρονο ελληνικό και ξένο θέατρο. Ευρωπαϊκό και Αμερικάνικο. Σοφοί και έμπειροι δάσκαλοι σκηνοθέτες όπως ο Κάρολος Κουν, ο Αλέξης Σολωμός, ο Σπύρος Ευαγγελάτος, ο Αλέξης Μινωτής, ο Λεωνίδας Τριβιζάς, ο Λευτέρης Βογιατζής, ο Βασίλης Διαμαντόπουλος, ο Τάκης Μουζενίδης, το εκλεκτό και έμπειρο επιτελείο του Εθνικού Θεάτρου, ο πειραιώτης Δημήτρης Ροντήρης και μερικοί άλλοι όπως ο Γιώργος Μιχαηλίδης από την μεριά τους, την έμπειρη καλλιτεχνικά σκοπιά τους μας έφερναν σε επαφή (για πρώτη φορά) με τις αξιόλογες δουλειές- παραστάσεις τους, κοντύτερα, αμεσότερα με την παλαιά και σύγχρονη θεατρική παράδοση στην πατρίδα μας. Ήταν η εύρωστη και πλούσια καλλιτεχνικά περίοδος της πνευματικής και θεατρικής άνοιξης του δεύτερου μισού της δεκαετίας του 1970. Οι καινούργιες προτάσεις- βλέμματα των σύγχρονων δημιουργών, με τις πειραματικές και μοντέρνες θεωρήσεις τους, αντιλήψεις τους. Τότε είχαμε την εμφάνιση μιάς πλειάδας νέων μεγάλου πνευματικού μεγέθους προσωπικοτήτων της ελληνικής τέχνης, μοντέρνων φουρνιών καλλιτεχνών και πάσης φύσεως δημιουργών. Θεατρικοί συγγραφείς, σκηνοθέτες, μεταφραστές, διασκευαστές, σκηνογράφοι, ενδυματολόγοι, άντρες και γυναίκες ηθοποιοί, φωτιστές, παραγωγοί θεατρικών παραστάσεων, χορογράφοι, μουσικοί, θεατρικοί κριτικοί και παρουσιαστές. Όλοι οι παράγοντες του αναρίθμητου διαχρονικά θιάσου του Θεού Διονύσου, της αρχαίας ή ορθότερα πανάρχαιας υποκριτικής τέχνης του αρχαίου Θέσπη, που μας γνώρισαν τον θεατρικό λόγο του Ιάκωβου Καμπανέλλη, της Λούλας Αναγνωστάκη, του Κώστα Μουρσελά, του Γιώργου Μανιώτη, του Βασίλη Ζιώγα, του Γιώργου Σκούρτη, του Παύλου Μάτεση, του Μήτσου Ευθυμιάδη, του Δημήτρη Κεχαϊδη, μα και φωνές της εσπερίας όπως του Τέννεσσυ Ουίλιαμς, του Άρθουρ Μίλλερ, του Ευγένιου Ο’ Νηλ και άλλες σημαντικές φωνές του αμερικάνικου θεάτρου. Μας γνώρισαν μέσω των παραστάσεων το σπουδαίο ρεπερτόριο της παράδοσης του Ρώσικου Θεάτρου. Άντον Τσέχωφ, Νικολάι Αρμπούζοφ, την θεατρική παρουσία του Μπέρτολτ Μπρεχτ και άλλων γερμανόφωνων δραματουργών, τον ισπανό ποιητή και θεατράνθρωπο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, τον Μιγκέλ ντε Θερβάντες. Γάλλους θεατρικούς συγγραφείς πρίν και μετά τον Μολλιέρο, τον Ρακίνα, τον Ζαν Ζενέ και το ποιητικό θέατρο του Πώλ Κλωντέλ. Και φυσικά, τον μέγιστο θεατράνθρωπο όλων τον Ουίλιαμ Σαίξπηρ, σιμά με τους αρχαίους έλληνες τραγικούς και κωμωδούς και ορισμένους από την λατινική θεατρική παράδοση. Πώς να λησμονήσουμε τις παραστάσεις της Μαριέττας Ριάλδη, την σκηνοθετική πρωτοπορία του ποιητή Δημήτρη Ποταμίτη. Την Νίκη Τριανταφυλλίδη…, την Μαρία Ξενουδάκη. Επικουρικοί αναγνωστικοί και πληροφοριακοί συμπαραστάτες μας ήταν το περιοδικό «Θέατρο» του Κώστα Νίτσου, τα «Δρώμενα» του Νίκου Λαγκαδινού, ο «Σύγχρονος Ελληνικός Κινηματογράφος», οι ετήσιοι τόμοι του «Χρονικού» της Γκαλερί «ΩΡΑ» και διάφοροι άλλοι τίτλοι θεατρικών περιοδικών, από τους οποίους ενημερωνόμασταν για τα νέα ξένα κυρίως, θεατρικά ρεύματα και τις τάσεις των θεατρικών σκηνών. Και φυσικά τις σελίδες των εφημερίδων. Βοηθοί στην κατανόηση των παραστάσεων και του έργου που ανεβάζονταν ήσαν και τα Προγράμματα ορισμένων θεατρικών σχημάτων και Θεάτρων που περιλάμβαναν ιστορικά στοιχεία για το έργο, παραστασιογραφία του, και ορισμένες φορές μετάφρασή του.

    Ο δάσκαλος Κώστας Γεωργουσόπουλος στάθηκε σημαντικός συμπαραστάτης μας στην αναζήτηση και παρακολούθησή των θεατρικών παραστάσεων εκείνα τα αλησμόνητα και «καλύτερά μας χρόνια». Όταν ξεπερνούσαμε τα στάδια των ντεσού ενημερώσεών μας από την αξέχαστη ηθοποιό Ελένη Χαλκούση και την τετραπέρατη Ρωζίτα Σώκου, τα θεατρικά λεχθέντα από τον Γιώργο Σαρηγιάννη. Τα δημοσιεύματα του Κώστα Γεωργουσόπουλου, οι κρίσεις και οι θέσεις του, οι απόψεις του, ο αυστηρός και δίκαιος λόγος του, η έμπρακτη εμπειρία και σοφία του πάνω στα θεατρικά πράγματα, οι άπειρες γνώσεις του για το θέατρο και πέριξ αυτού και των κάθε κατηγορίας συντελεστών του, όπως τις διαβάζαμε στις εφημερίδες του δημοσιογραφικού συγκροτήματος του κυρού Χρήστου Λαμπράκη «Το Βήμα» και τα «Νέα», αναμένονταν με μεγάλο και έντονο ενδιαφέρον κάθε εβδομάδα. Ότι σχόλιο έκανε ή εκτενές κείμενο έγραφε διαβάζονταν απνευστί. Ήταν για εμάς-τους νεαρούς φιλότεχνους ότι ήταν για την τέχνη του κινηματογράφου ο Βασίλης Ραφαηλίδης, δηλαδή δάσκαλος πέρα και πάνω από τα σχολικά έδρανα. Ας μην λησμονούμε ότι ο Κώστας Γεωργουσόπουλος υπήρξε μαθητής του πειραιώτη δασκάλου της σκηνοθετικής τέχνης Δημήτρη Ροντήρη. Την εμπειρία και συμμετοχή του στο «Πειραϊκό Θέατρο» του δασκάλου του Δημήτρη Ροντήρη, δεν έπαψε να μνημονεύει ποτέ του ο εκ της πόλεως Λαμίας φιλόλογος και θεατράνθρωπος. Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος ανήκε στην θεατρική παράδοση των αξιόλογων και αξιοσημείωτων, σοβαρών και υπεύθυνων δασκάλων του Θεάτρου όπως υπήρξαν ο Τάσος Λιγνάδης, ο Άγγελος Τερζάκης, ο Άλκης Θρύλος, ο Λέων Κουκούλας, ο Στάθης Δρομάζος, ο Λέανδρος Πολενάκης, ο Αλκιβιάδης Μαργαρίτης- από τους νεότερους ηλικιακά, ο ποιητής της γενιάς του 1970 Γιάννης Βαρβέρης και ορισμένες άλλες σπουδαίες μορφές που είτε σαν θεατρικοί κριτικοί, είτε σαν δάσκαλοι σε θεατρικές σχολές (Πέλος Κατσέλης, Σωκράτης Καραντινός, Ρούλα Πατεράκη κλπ.) είτε σαν μεταφραστές, είτε σαν συγγραφείς, είτε σαν σύγχρονοι καταγραφείς της ιστορία τους ελληνικού θεάτρου όπως ο Γιάννης Σιδέρης και ο Βάλτερ Πούχνερ, ο πειραιώτης Μάριος Πλωρίτης μας κοινωνούσαν με το θαύμα που παράγει εδώ και αιώνες η θεατρική τέχνη στην Ελλάδα. Ο μυστικός και φανερός θίασος του θεού Διονύσου που εδώ έκανε την φανέρωσή του για πρώτη φορά. Μέσω των ιερών τελετών και μυστηρίων, των ιεροπραξιών και θεουργιών. Ήσαν οι θεατρικές φωνές που με τις δημοσιεύσεις και τα λεγόμενά τους, την αρθρογραφία και κειμενογραφία τους, τις προτάσεις και ερμηνείες τους, τις σύγχρονες θεατρικές τους προσεγγίσεις και την εμπεριστατωμένη και ακριβοδίκαιη γραφή τους, τους ευαίσθητους και ενίοτε σκληρούς αλλά ακριβείς σχολιασμούς τους και παρατηρήσεις, διαμόρφωναν το θεατρικό μας γούστο, την αισθητική μας, τις θεατρικές επιλογές μας. Ακόμα και αν τα πυκνογραμμένα κείμενά τους είχαν ένα κάπως ειδικό για το ευρύ θεατρικό κοινό βάρος, όπως της Ελένης Βαροπούλου, τα διαβάζαμε εντείνοντας την προσοχή μας. Με την σύντομη ή εκτενή παρουσίαση της παράστασης, του έργου για το οποίο μας μιλούσαν, τους συντελεστές και τους ηθοποιούς, τον χώρο, την σκηνή, την αρχιτεκτονική του ανεβάσματος, την προσέγγιση, ό,τι με δύο λόγια έγραφαν δημοσίως για το θεατρικό ανέβασμα και προετοιμασίας του, άνοιγαν γέφυρες επικοινωνίας μας μαζί της. Μας δίδαξαν να παρακολουθούμε καλό και ποιοτικό θέατρο, να διακρίνουμε την επαγγελματική ευσυνειδησία του ηθοποιού, την ατομική του υπευθυνότητα, τα διλήμματα και τους ενδοιασμούς του, τις εσωτερικές του φοβίες αλλά και την αλαζονεία της υπερβολικής έκθεσής του στα φώτα της δημοσιότητας. Ανασφαλή και εγωπαθή όντα οι καλλιτέχνες. Φέρουν στα βάθη της συνείδησής τους κάτι από την ιερή μανία του Θεού Διονύσου. Οι θεατρικοί κριτικοί και τα κείμενά τους μας προφύλασσαν από το να μην πηγαίνουν τζάμπα ούτε τα χρήματά μας ούτε ο χρόνος μας εμάς των θεατών. Τις πλείστες των περιπτώσεων έπεφταν μέσα στις ερμηνείες και αξιολογήσεις τους, υπήρχαν και οι περιπτώσεις όπου περίσσευε η «κακεντρέχεια» του λόγου. Τα κείμενά τους ατύπως ή όχι ήσαν «θέσφατα», ο κριτικός τους λόγος ακούγονταν ακόμα και αν είχες διαφορετική θέση για την παράσταση ή θεωρούσες τον κριτικό τους λόγο κάπως πικρόχολο, αρνιόσουν την θεατρική δημόσια καταλαλιά του. Μας έμαθαν τι σημαίνει στους σύγχρονους καιρούς μας ποιοτική Θεατρική τέχνη, (σε ηλικίες που οι αισθήσεις μας ήσαν σαν σφουγγάρι) τι ορθή σκηνοθετική ματιά, ποιες οι τεχνικές του ηθοποιού, ποιες οι σωστές στάσεις του πάνω στην σκηνή, πότε και πόσο ξέφευγαν οι θεατρικοί υποκριτές από την σκηνοθετική διδασκαλία, αυτοσχεδίαζαν. Αν έκαναν για αυτό το είδος και την κατηγορία θεάτρου ή όχι. Με τα παραδείγματά τους από τους χώρους των εικαστικών τεχνών μας μιλούσαν για τους κανόνες μιας λειτουργικής σωστής σκηνογραφίας, για την ποιότητα και τους χρωματισμούς των ρούχων, της ενδυματολογίας, την μουσική επένδυση και την συμπληρωματική της θετική χρήση μέσα στην παράσταση, τα μουσικά κρεσέντο. Για την σωστή εκφορά του θεατρικού λόγου, την ορθοφωνία του ηθοποιού, τις παύσεις του, τις επανεκκινήσεις του, την άρθρωσή του, την στάση-θέση του πάνω στην σκηνή έναντι των συναδέλφων του και ημών των θεατών. Πότε ήταν κουρασμένος και πότε διέθετε μπρίο παιξίματος. Οι θεατρικές κριτικές του έμπειρου και πολύπειρου Κώστα Γεωργουσόπουλου ήσαν όχι συνήθως σύντομα, αλλά μεγάλα κείμενα, ακριβέστατα δημοσιεύματα συν τοις άλλοις της ιστορικής θεατρικής διαδρομής στον χρόνο του συγκεκριμένου έργου και του συγγραφέα του. Οι εσωτερικές αναφορές και οι ισορροπημένοι συνδυασμοί του τόσο μεταξύ των ξένων έργων και των παραδόσεών τους, όσο και των επιρροών και επιδράσεών των διαφόρων τάσεων και ρευμάτων στο σύγχρονο νεοελληνικό θέατρο και παραστασιογραφία ήσαν κάτι παραπάνω από εμφανείς και χρήσιμοι ως τρόπου διδασκαλίας μας. Ο δάσκαλος Κώστας Γεωργουσόπουλος μας μυούσε με απλό και καθαρό λόγο, ύφος ήρεμο, καθόλου δυσνόητο ή δαιδαλώδες, γραφή στρωτή και «δημοσιογραφικά» ποιοτική, ποιά η αυθεντική παράδοση της θεατρικής τέχνης που όφειλαν οι διάφοροι διάκονοι της να ακολουθήσουν, και εμείς φυσικά το ανώνυμο θεατρικό και αναγνωστικό κοινό να γνωρίσουμε ως σταθεροί θεατρόφιλοι, αν πραγματικά αναζητούσαμε να ανακαλύψουμε την αληθινή μαγεία του Θεάτρου, να νιώσουμε την ατμόσφαιρά του. Να εισέλθουμε στο κλίμα που σχεδίασε για εμάς ο συγγραφέας και υιοθέτησε στα καθ’ ημάς ο μεταφραστής του, μας πρόσφερνε η σκηνοθετική ματιά. Επεσήμανε τους κινδύνους παραχάραξης των πραγματικών μηνυμάτων ή και την «παραποίηση» του θεατρικού λόγου από τους συντελεστές του ανεβάσματός του στην σκηνή. Συσχέτιζε παραστάσεις που είχε παρακολουθήσει με μεγάλους παλαιούς έλληνες ηθοποιούς. Πολλές θεατρικές κριτικές του αναφέρονταν, μας μιλούσαν για τις απαρχές της ιστορίας του ελληνικού θεάτρου και παράλληλα και του ξένου αντίστοιχα. Δεν ήταν ένας ξερός, γυμνός, ακαλλιέργητος θεατρικός λόγος ήταν μία θεατρική παρουσίαση προετοιμασίας μας να δούμε το θαύμα της συγκεκριμένης παράστασης, το αν πέτυχαν ή όχι οι συντελεστές της. Η γραφή του έμοιαζε σαν να συνσκηνοθετούσε τις πράξεις, να αναζητούσε το όραμα των συντελεστών της.  Μας δίδαξε την ορολογία και την σύγχρονη λεκτική τυπολογία του Θεάτρου, τους θεατρικούς κώδικες που συνεχώς μεταλλάσσονται, προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες και ανάγκες των καιρών δίχως να απεμπολούν την ουσία τους. Σκιαγράφησε την θεατρική διαδρομή και τις ρίζες των ηθοποιών, συσχέτισε την ερμηνεία τους με προηγούμενες συμμετοχές τους και κάθε φορά τους αξιολογούσε σε συνδυασμό με παλαιότερές τους εμφανίσεις. Έφερε σε επαφή το θεατρόφιλο «φανατικό» ελληνικό κοινό με την νεότερη γενιά των θεατρικών συγγραφέων, τις σύγχρονες φωνές και τα μηνύματά τους, τις αγωνίες και τους προβληματισμούς τους, τους θεατρικούς τους οραματισμούς. Κατείχε την τέχνη της γραφής και συνειδητοποιώντας ότι δημοσίευε σε ένα μεγάλο και ισχυρό πανελλαδικής εμβέλειας δημοσιογραφικό συγκρότημα και ότι τα κείμενά του διαβάζονται είτε από την πανεπιστημιακή κοινότητα είτε από θεατρόφιλο εργατόκοσμο. Έτσι η γραφή του όφειλε να είναι πεντακάθαρη σαν καθρέφτης και κατανοητή, αποδεκτή από κάθε αναγνωστικό περιβάλλον. Ο ίδιος σαν φιλόλογος και άνθρωπος του θεάτρου δεν αρκέστηκε μόνο στην θεατρική κριτική και παρουσίαση των νέων παραστάσεων αλλά, μετέφρασε και έργα αρχαίων τραγικών ποιητών, έγραψε λήμματα σε θεατρικά λεξικά, έγραψε σύντομες παρουσιάσεις νέων εκδόσεων, διατήρησε στήλη καθημερινής σχολιογραφίας. Ασχολήθηκε με την ποίηση, τον στίχο αντιστασιακών τραγουδιών που μελοποιήθηκαν από τον συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο («Χρονικό») και άλλους. Ας μην ξεχνούμε ότι η θητεία του στα γράμματα αρχινά με το πεζό του, ένα διήγημά του που φέρει τον τίτλο «Η ΚΑΜΠΑΝΑ», σελίδες 37-41 το οποίο δημοσιεύτηκε στο προδικτατορικό περιοδικό «ΕΠΟΧΕΣ», τεύχος 24/ 4, 1965. Μια μηνιαία έκδοση πνευματικού προβληματισμού και γενικής παιδείας της οποίας διευθυντής ήταν ο Άγγελος Τερζάκης και σύμβουλοι οι: Γιώργος Σεφέρης, ο Κ. Θ. Δημαράς, ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Κ. Σκαλιώρας, ο Λ. Β. Καραπαναγιώτης και ο Χ. Δ. Λαμπράκης. Στο ίδιο τεύχος δημοσιεύονται Τα «ετεροθαλή» (τρία ποιήματα) του Οδυσσέα Ελύτη, το άρθρο του Κ. Θ. Δημαρά για τα «Συλλογικά φαινόμενα της παιδείας» το άρθρο «Η μετανάστευση: ευλογία ή κατάρα; Συμπεράσματα» του κεντρώου πολιτικού Γεωργίου Μαύρου, εκλογή κειμένων από το έργο του γερμανού φιλόσοφου Φρειδερίκου Νίτσε, ενδιαφέρουσα πάντα η ύλη των τευχών του περιοδικού. Να υπενθυμίσουμε παρενθετικά, ότι με διηγήματά τους στις σελίδες των πάνω από 40 τεύχη αξιόλογου περιοδικού παρουσιάζονται η ποιήτρια Κική Δημουλά, οι πεζογράφοι Κώστας Ταχτσής και Μένης Κουμανταρέας και άλλοι. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι βιβλιοκριτικές καθώς και η επαφή του τότε ελληνικού κοινού με παλαιότερα και σύγχρονα ρεύματα ιδεών και της φιλοσοφίας. Γυναικείες φωνές όπως της πρώτης ελληνίδας φιλοσόφου Έλλης Λαμπρίδη και της πεζογράφου Μιμίκας Κρανάκη δεν απουσιάζουν από τις σελίδες του σοβαρού και αξιόλογου περιοδικού.

Όσοι γνώρισαν από κοντά τον Κώστα Γεωργουσόπουλο ή είχαν την τύχη να είναι μαθητές του ή να έχουν παρακολουθήσει τις συνεντεύξεις του, δεν ξεχνούν την αξιοζήλευτη και γερή πραγματικά, ευρέων γνώσεων μνήμη που διέθετε. Αν στέκει η φράση, πολυεπίπεδη η μνήμη του και πάντα ανθηρή. Αυτό φαίνεται και στα δημοσιεύματά του στους τρόπους που χειρίζονταν τα θέματά του, μας μιλούσε. Έμπειρος, πολυτάλαντος, ευφυής, σοβαρός παιδαγωγός και φιλόλογος, μαϊστορας της θεατρικής τέχνης από τους λίγους, απλός σαν χαρακτήρας και καταδεκτικός, ήταν κάτι παραπάνω από ένας υπεύθυνος  (ιστορικός) συνεχιστής της θεατρικής μας παράδοσης. Θεωρώ και δεν κάνω λάθος, ότι ο θεατρικός κριτικός λόγος και η παρουσία του Κώστα Γεωργουσόπουλου, που έφυγε σήμερα από κοντά μας είχε υπερβεί εδώ και χρόνια τα σύνορα τόσο της ελληνικής γλώσσας όσο και της χώρας μας.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2024   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου