Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2025

Η ποιήτρια ΡΟΥΛΑ ΚΑΚΛΑΜΑΝΑΚΗ (Πειραιάς 17/5/1936- Αθήνα 5/1/2013)

 

ΡΟΥΛΑ (ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ) ΚΑΚΛΑΜΑΝΑΚΗ

(Πειραιάς 17/5/1936 - Αθήνα 5/1/2013)

(Ψευδώνυμα: Ρούλα Ρώσση, Ρούλα Τριανταφύλλου, Ρούλα Κουντούρη)

Δικαστικός, Πολιτικός, Ποιήτρια, Πεζογράφος, Δοκιμιογράφος

Η ποιήτρια, πεζογράφος, δοκιμιογράφος, νομικός και πολιτικός γεννήθηκε στο πρώτο λιμάνι τον Πειραιά στις 17 Μαϊου 1936 και έφυγε στο Νοσοκομείο «Αλεξάνδρα» στην Αθήνα το Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2013.  Σύμφωνα με τους γραμματολόγους ανήκει στην Β΄ Μεταπολεμική Γενιά. Στην ποιητική γενιά που συναριθμούνται και τα ονόματα των ποιητριών Κικής Δημουλά, Κατερίνα Αγγελάκη-Ρούκ, Ζέφη Δαράκη, Νανά Ησαϊα, Μαρία Καραγιάννη, Ολυμπία Καράγιωργα, Αμαλία Τσακνιά, Γιολάντα Πέγκλη, Μαρία Σερβάκη, Λεία Χατζοπούλου-Καραβία και Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου. Βλέπε αλφαβητικό και κατά ημερομηνία γέννησης κατάλογο του ιστορικού και κριτικού της ελληνικής λογοτεχνίας Αλέξανδρου Αργυρίου στον Ζ΄ τόμο της πολύτομης Ιστορίας της Ελληνικής Λογοτεχνίας του. Στην ίδια γενιά υπάγονται και ο τέσσερα χρόνια μικρότερός της πειραιώτης ποιητής και μεταφραστής Ανδρέας Αγγελάκης (Πειραιάς 1940 εμφανίστηκε στα γράμματα το 1962) και οι διαμένοντες στον Πειραιά ο ποιητής Γιώργος Δανιήλ (Τραχήλια Μεσσηνίας 1938 εμφανίστηκε στα γράμματα το 1957) και ο Κώστας Γ. Ροδαράκης (Κρήτη 1938 εμφανίστηκε στα γράμματα το 1963). Η Ρούλα Κακλαμανάκη εμφανίζεται στα γράμματα το 1973 με την συλλογή «Σήμερα». Στην Β΄ Μεταπολεμική Γενιά ας προσθέσουμε μία ακόμη πειραϊκή γυναικεία ποιητική φωνή- σύμφωνα με τις δικές μας καταγραφές στο βιβλίο «Πειραϊκό Πανόραμα»- αυτό της αρχαιολόγου και ποιήτριας Τερψιχόρη Τζαβέλλα- Evzen, (Πειραιάς 1936).  

Σεμνός, δραστήριος και σοβαρός χαρακτήρας η ποιήτρια Ρούλα Κακλαμανάκη, δημοκρατικών αρχών ελληνίδα ενεργός πολιτικά και κοινωνικά πολίτης, αξιοπρεπής πολιτικός διετέλεσε δύο φορές από το 1981 έως το 1989 βουλευτής της Α΄ Αθηνών επί Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος. Εκτιμώντας το δημοκρατικό της ήθος και την επιστημονική της κατάρτιση, το αχειραγώγητο της συνείδησής της- [διετέλεσε δικαστικός υπάλληλος (1959- 1967), δικαστικός (1967-1977), ενώ δικηγορούσε από το (1978-1981)] -ο ιστορικός ηγέτης της Αλλαγής Ανδρέας Παπανδρέου, την συμπεριλαμβάνει στις πρώτες κυβερνήσεις του μετά την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας τον Οκτώβριο του 1981. Η ποιήτρια και πεζογράφος, δικαστικός και βιογράφος  πειραιώτισσα Ρούλα Κακλαμανάκη χρηματίζει Υφυπουργός Κοινωνικών Ασφαλίσεων την περίοδο (1981-1986) και Υφυπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων το (1988). Σαν πολιτικός η Ρούλα Κακλαμανάκη ανέπτυξε έντονη δημοκρατική-αντιστασιακή δράση την περίοδο της χούντας από την δημόσια θέση που κατείχε βοηθώντας θαρραλέα αντιστασιακούς αγωνιστές. Εντάχθηκε και υποστήριξε την μεγάλη δημοκρατική παράταξη από την ίδρυση της 3ης Σεπτεμβρίου. Δυστυχώς ήρθε σε ρήξη με το Πασόκ το 1989 (περίοδος του «βρώμικου ΄89» όπως την χαρακτήρισε εύστοχα ο στιχουργός Λευτέρης Παπαδόπουλος στην στήλη του στην εφημερίδα «Τα Νέα») και με τον Ανδρέα,  και μαζί με τους Αντώνη Τρίτση (χαρισματικό δήμαρχο) και τον αντιστασιακό δημοκράτη Γεώργιο Α. Μαγκάκη διαγράφονται από το Κόμμα λόγω μη συμμετοχής τους κατά την διάρκεια ψηφοφορίας, ψήφου εμπιστοσύνης στην τότε Σοσιαλιστική Κυβέρνηση. Ο Παπανδρέου το θεώρησε προσωπική προσβολή και τους διαγράφει. Παρά την πικρία της, η πειραιώτισσα πολιτικός Ρούλα Κακλαμανάκη δεν λησμόνησε τον ευεργέτη της πολιτικό ηγέτη, που την ανέδειξε σε υψηλά, τιμητικά κυβερνητικά έδρανα για δύο τετραετίες. Ανάμεσα στις πάμπολλες συγγραφικές εργασίες της, συγγράφει δύο πολιτικές βιογραφίες, μία για τον πρόωρα χαμένο Γιώργο Γεννηματά, εμπνευστή και θεμελιωτή του ΕΣΥ και μία ευρύτερη για τον Ανδρέα Παπανδρέου. Βιογραφία μελέτη συνέθεσε και  για τον αγωνιστή ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσο. Στα θετικά της πολιτικής της καριέρας της αναγνωρίζουν τους αγώνες που έδωσε ως υφυπουργός Κοινωνικών Ασφαλίσεων εντός και εκτός της χώρας με τις διμερείς συμβάσεις που υπέγραψε για την εξασφάλιση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των ελλήνων πολιτικών προσφύγων της πρώην Ανατολικής Ευρώπης. Επίσης, η πειραιώτισσα ποιήτρια και πεζογράφος, αρθρογράφος και βιογράφος Ρούλα Κακλαμανάκη πρωτοστάτησε στην ίδρυση της Εταιρείας Συγγραφέων και υπήρξε ενεργό μέλος της, η οποία στεγάζεται στο σπίτι της μικρασιάτισσας πεζογράφου Διδώς Σωτηρίου στην Αθήνα. Βοήθησε ακόμα να λάβουν τιμητικές συντάξεις έλληνες λογοτέχνες έχοντας συμπληρώσει τα όρια ηλικίας τους. Σταθερό όραμά της που δεν κατόρθωσε να υλοποιήσει ήταν η θέσπιση επαγγελματικής σύνταξης στους συγγραφείς. Σαν δικαστικός υποστήριξε με κείμενό της την «υπόθεση Πόλε» πράγμα που την έφερε σε αντίθεση με ανώτερούς της υπηρεσιακούς παράγοντες και την οδήγησε σε παραίτηση από το δικαστικό σώμα. Ήταν θεία του χρυσού έλληνα ολυμπιονίκη της κολύμβησης Νίκου Κακλαμανάκη.

Το σύνολο των βιβλίων της Ρούλας Κακλαμανάκη αριθμεί 8 τίτλους ποιητικών βιβλίων και πάνω από 20 τόμους διαφόρων ειδών και κατηγοριών της γραφής. (πεζά, κοινωνιολογία, νομικού ή κλασικού αθλητικού ενδιαφέροντος, για την θέση της γυναίκας μέσα στην κοινωνία, μελέτες και άρθρα για έλληνες συγγραφείς, πλούσια ταξιδιωτική αρθρογραφία και νοσταλγικές αναμνήσεις). Συμμετείχε επίσης σε σύμμεικτους τόμους με κείμενά της, βλέπε για την πειραιώτισσα Κωστούλα Μητροπούλου, τον Γιάννη Ρίτσο, για τους Νέους Ποιητές, έχει δημοσιεύσει κριτικά σημειώματα για τον πειραιώτη ποιητή και μαθηματικό Έκτορα Κακναβάτο, τον Μιχάλη Κατσαρό κ.ά.. Επιμελήθηκε Ανθολογία Σύγχρονων Ούγγρων Ποιητών, Νέων Ελλήνων Ποιητών, διετέλεσε ακόμα υπεύθυνη ύλης του περιοδικού “Hellenic Quarterly” ενώ αρθρογράφησε σε διάφορα περιοδικά και ημερήσιες πολιτικές εφημερίδες της εποχής όπως διαπιστώνουμε στην μικρή ενδεικτική αποδελτίωση που είχαμε προβεί παλαιότερα για το έργο της. Αν και γεννήθηκε στον Πειραιά, δεν ξέχασε τις οικογενειακές της ρίζες που προέρχονταν από την Μονεμβάσια, σε αυτήν αφιέρωσε δημοσιεύματά της. Βλέπε περιοδικό «Η Λέξη». Η πόλη του Πειραιά των παιδικών και εφηβικών της χρόνων, δεν εμφανίζεται σπάνια στα κείμενά της, παρά του ότι αν συνομιλούσες μαζί της πάντα αναφέρονταν σε αυτόν με συγκίνηση και νοσταλγία. Πάντως δεν έχουμε την παρουσία της Πόλης στο ποιητικό της corpus. Ο Πειραιάς σύμφωνα με τις προσωπικές μου μνήμες, ασχολούμενος με την πολιτιστική εικόνα του, μάλλον, κάπως την προσπέρασε, λίγοι την γνώριζαν και ακόμα λιγότεροι είχαν διαβάσει την ποίηση και τα πεζά της. Ήταν γνωστή ασφαλώς στους πράσινους πολιτικούς κύκλους ως μέλος της Κυβέρνησης για αρκετά χρόνια. Καλές σχέσεις είχε με τον ποιητή και μεταφραστή Ανδρέα Αγγελάκη όπου σε πρόσκλησή του την γνώρισα από κοντά για μία και μόνη φορά. Είχα ζητήσει από τον Ανδρέα Αγγελάκη-μετά την συνέντευξή μας και την ραδιοφωνική παρουσίασή της στο «Κανάλι 1» του Πειραιά, της ελεύθερης τότε δημοτικής ραδιοφωνίας, να με φέρει σε επαφή μαζί της ώστε να προετοιμάσω ένα μικρό ημίωρο ποιητικό της πορτραίτο στην εκπομπή που είχα τότε τα «Μακρά Τείχη». Είχα μάλιστα βρει και αγοράσει από παλαιοπωλείο τις δύο από τις τρείς πρώτες ποιητικές της συλλογές «Σήμερα» και «Μνημείο Αγνώστου» που είχαν εκδοθεί από τις εκδόσεις «Διογένης» του κριτικού Κώστα Κουλουφάκου, και είχα προμηθευτεί ακόμα δύο που κυκλοφορούσαν από τις εκδόσεις «Καστανιώτη» και «Εστία» (στην επιμελημένη ανθολόγηση του ποιητή Γιώργου Μαρκόπουλου η δεύτερη). Δυστυχώς η πρώτη αυτή Πειραιώτικη λογοτεχνική εκπομπή με την έλευση της νέας διευθύνσεως του Καναλιού, του δημοσιογράφου και μεταφραστή Αλέξανδρου Βέλλιου και του πεζογράφου και αρθρογράφου Τάκη Θεοδωρόπουλου σταμάτησε. Πρόλαβε όμως να μεταδώσει σε άτακτες ώρες πάνω από 20 ημίωρες εκπομπές με Πειραιώτες λογοτέχνες και εκδότες-βιβλιοπώλες του Πειραιά. Έτσι, παρά την συνάντηση με την ποιήτρια δεν ευόδωσε άλλου είδους συνεργασία. Εξακολούθησα όμως εκ του μακρόθεν να παρακολουθώ την συγγραφική της πορεία και να διαβάζω δημοσιεύματά της και βιβλία της όπου τα συναντούσα, και ασφαλώς, την συμπεριελάμβανα πάντα στις εργασίες μου και στα βιβλία που κυκλοφόρησα για τον Πειραιά. «Πειραϊκό Πανόραμα» και «Βιβλιογραφία του Πειραιά». Ανοίγοντας έναν φάκελο τοποθετούσα μέσα ότι πληροφορίες και στοιχεία διάβαζα και βιβλία αποδελτίωνα για την παρουσία της. Αυτό το μικρό υλικό καταθέτω και αναρτώ.

    Η γραφή της Ρούλας Κακλαμανάκη αν και στην ουσία της ερωτική δεν καταφεύγει σε κοινότυπες γυναικείες αισθηματολογίες θέλοντας να εικονογραφήσει τα πάθια και τους καημούς του έρωτα. Ενώ είναι επώδυνη και θωρακισμένη μέσα στα επιτρεπτά της προσωπικής της εξομολόγησης όρια, κάθε φορά προσθέτοντάς μας καινούρια βιωματικά της φτερουγίσματα, κινείται μεθοδικά και συστηματικά μέσα σε μία ατμόσφαιρα σκοτεινών, μουντών αποχρώσεων. Νοτισμένη μέσα σε ένα έντονο κλίμα προσωπικής της απαισιοδοξίας, (ενδέχεται και σε μια σύλληψη «νομικού» επιτρεπτού «φορμαλισμού» προερχόμενου από την επιστήμη που διακονεί), εξιστόρησης αφηρημένων ή δηλωμένων συμβολικών σχημάτων και οπτασιών της μνήμης καταστάσεων που αναφύονται από τις κατοπινές στοχαστικές της περιπλανήσεις. Τα αντρικό ερωτικό υποκείμενο κρατείται στο ημίφως, δεν παρουσιάζεται ενεργά άμεσα, δείγματα του ψυχισμού του έχουμε απαραίτητη αιτιολόγηση της ποιητικής σύλληψης. Ένας ποιητικός λόγος που βασίζεται αποκλειστικά στην λειτουργία της μνήμης, τις σκιές της που απλώνονται πέρα από τον αρχικό τους χρόνο δήλωσης και σκιάζουν το παρόν της ποιήτριας προκαλώντας της μία μελαγχολική και αγχωτική διάθεση που δεν την αφήνει να ανασάνει. Είτε υιοθετεί στον λόγο της μυθολογικά σύμβολα βλέπε θεά Κίρκη, είτε συνυφαίνεται ως μοτίβο στα δίχτυα των άγραφων νομικών προταγμάτων ηρωίδων της αρχαίας τραγωδίας βλέπε Αντιγόνη η οποία αλλάζει προσωπεία σε επόμενες συλλογές της. Είναι η δραστική μνήμη ενός θηλυκού υποκειμένου που επαναφέρει στην επιφάνεια εικόνες του παρελθόντος σχηματίζοντας την ερωτική του οντολογία μέσα στον χρόνο. Η μνήμη αντλεί τις εμπειρίες και παραστάσεις της κυρίως από το ανθρώπινο σώμα, αρτιμελές ή διαμελισμένο στις μεταγενέστερες φανερώσεις του ως νοσταλγία όμως επαληθεύσιμη. Η ερωτική διάθεση μεταφέρει σε χαμηλόφωνους φωτισμούς την γνησιότητα της παλαιότερης αίσθησης, τις σκιές των εμπειριών μεταδόσιμες καταστάσεις στην ποιητική γραφή και τον σκουρόχρωμο σχολιασμό της. Είναι μία ποίηση ερωτικής αυτοεπίγνωσης απαισιόδοξων όμως προθέσεων και διαθέσεων τονισμών και επιτονισμών δίχως να φτάνει -και ευτυχώς-, ως τον Καρυωτακικό μηδενισμό, την ατομική πλήρη παραίτηση, όπως έπραξε ο αυτόχειρας ποιητής της Πρέβεζας. Ένα έντονο και κάπως διαρκές κλίμα απαισιοδοξίας που βλέπουμε να κορυφώνεται από συλλογή σε συλλογή όχι όμως δημιουργώντας μας τις προϋποθέσεις εκείνες της ποιητικής παρηγοριάς. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την ποίηση αυτή στην καθολικότητά της-όχι μόνο στις πρώτες ρίζες των προθέσεών της- υπερβατική, μάλλον ναι, παρά τον επώδυνο χαρακτήρα της. Όλο το βάρος της ποιητικής ερωτικής πνοής το σηκώνει η γυναικεία αντίδραση, αντίθετα η ανδρική εμφανίζεται κάπως ανώνυμα μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που δεν μπορεί να αποφευχθεί η παρουσία της. Το ποιητικό παιχνίδι των ερωτικών σχεδιασμών «παίζεται» αποκλειστικά με τους ηθικούς κανόνες που επιλέγει η γυναικεία παρουσία να μας φανερώσει. Υπαρκτό και πραγματικό είναι μόνο αυτό που η αίσθησή της κρατά ως Σωματική μνήμη. Αν την κατανοώ σωστά η όλη παρουσία της είναι «υποτελής» από τις μνήμες του Σώματος που γίνεται το ίδιο διαρκής εξομολογητική Μνήμη. Μοιρολατρία, όχι, απλά ένας τρόπος να αποκαλυφθεί η προσωπική της φυσική, θηλυκή ετερότητα, διάφορη από την αντρική. Μιά παρατεταμένη κάπως γυναικεία κραυγή ως αίσθηση βλέμματος του Κόσμου, της Κοινωνίας των σχέσεων των δύο φύλων. Η Κακλαμανάκη εικονογραφεί την ηθική της αγάπης και τρυφερότητας πέρα από τις ατομικές απώλειες του καθενός και κάθε μιάς μας. Δρομοδείχνει την ηθική των σχέσεων των δύο φύλων στους ατομικούς χρόνους της εποχής της αλλά και στην διαρκή ροή του χρόνου. Σκοπός, δεν είναι η αυτοδικαίωση της ατομικής της ιστορίας αλλά, η συνειδητοποίηση του αποτελέσματος της ελευθερίας της αγάπης στις ευρύτερες διαστάσεις της και συνδηλώσεις της. Θνητή φύση, φθαρτός έρωτας αιώνια αγάπη. Συνειδησιακή της ευχάριστη εμμονή, ίσως, πάντως ζωοδότρα του ποιητικού της λόγου και γραφής, ως μνήμη γυμνή επανερχόμενη. Το προσωπικό βίωμα του καθενός ή κάθε μιάς δεν είναι εύκολα εξηγήσιμο ακόμα και μέσα στην ποίηση, μέσω της ποιητικής λειτουργίας. Η κατοπινή αίσθηση της μνήμης είναι εκείνη που μένει. «Θυμήσου Σώμα» μας εξιστορεί ο Αλεξανδρινός ποιητής Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, «Μόνοι μας πορευόμαστε στην ζωή και τον θάνατο» μας λέει ο ποιητής της Ρωμιοσύνης Γιάννης Ρίτσος στα ποιήματά του ποταμός. Και οι δύο έλληνες ποιητές είναι παρόντες έκδηλα ή άτυπα μέσα στο ποιητικό της σώμα. Η φωνή της δεν είναι ο διασυρμός της αποτυχίας ή της πλήρωσης του έρωτα αλλά η μετάπλασή του σε νοσταλγική αίσθηση αγάπης, δεν είναι η ηδονή ως αξιακό μοντέλο αλλά η επισώρευση μνημονικών εικόνων εμπιστοσύνης της αγάπης, έστω και αν γίνεται φανερά μόνο από την δική της σκοπιά. Το δικό της βλέμμα είναι που πιστοποιεί την αλήθεια των γεγονότων και της αίσθησης που αφήνουν πάνω στο Σώμα. Η φόρμα της ποίησής της είναι συνήθως μικρή, η μετρική της ακολουθά το μοντέλο της ελεύθερης σύγχρονης ποίησης αν που και που «ξεπετάγονται» στιγμές παραδοσιακής ρυθμικότητας. Η ποίησή της αποπνέει μία ερωτική κοριτσίστικη εφηβική νεότητα παρά το φορτίο της νομικής της επιστήμης και επαγγελματικής της ενασχόλησης μεγαλώνοντας και ωριμάζοντας συνειδησιακά. Σίγουρα η ποίησή της δεν είναι πολιτική όπως η ίδια σαν ενεργός πολίτης, δεν έχει επαναστατικές κοινωνιολογικού περιεχομένου αποχρώσεις. Αυτήν την πλευρά της την αφήνει για τον πεζό της λόγο, τα διαφόρων κατηγοριών πεζά της, τον πολιτικό της δημόσιο βίο. Οι ποιητικές της προκλήσεις προέρχονται από την μνήμη της και διοχετεύονται μέσα σε αυτήν. Η γλώσσα της είναι στρωτή, η ρυθμολογία των στίχων της δεν είναι πάντα ευδιάκριτη με την πρώτη ματιά, ξεφεύγει από την παραδοσιακή τεχνική των χρόνων της, πειραματίζεται σε «νέους ρυθμούς» και μονοπάτια έκφρασης σαν ένα είδος απαντητικών «ένσαρκων» μονολόγων πολλές φορές. Σαν να παίζεται ένα κρυφτούλι όχι μεταξύ της ποιήτριας και του αναγνώστη της, αλλά μεταξύ της ίδιας και του κόσμου της μνήμης της. Τα ποιήματά της δεν έχουνε πάντα έμμετρη φόρμα, στις τελευταίες της συλλογές πεζολογεί δίχως να χάνει την όποια μουσικότητά του διαθέτει ο λόγος της, οι στίχοι της πληθαίνουν αυξάνει η ποιητική της επιφάνεια, πειραματίζεται μορφικά και τεχνικά. Η Ρούλα Κακλαμανάκη αρκετές φορές στοχάζεται, διανοείται ενδέχεται ας το επαναλάβουμε-σύμφωνα με την προσωπική μας αντίληψη, μπορεί και λανθασμένα, να «εκνομικίζεται» το ποιητικό της υλικό. Το ύφος της είναι στρωτό αλλά σκληρό, έχει μία ποιητική γραμματική και συντακτική στιλπνότητα. Οι λέξεις της είναι απλές, βατές, καθημερινής χρήσης, ελάχιστες διακρίνονται για την ξεχωριστή τους νοηματική. Το γεγονός αυτό προσδίδει μια σταθερή θετικότητα στην σύνολη ποιητική της σύνθεση, στην ανάγνωση των ποιημάτων της, δεν αποσπούν δηλαδή «λαμπερές» ή μεγάλης ηχητικής βαρύτητας λέξεις την προσοχή μας αλλά το ίδιο το ποίημα στην καθολικότητα της εικόνας του. Συμμετέχουν αρμονικά οι λέξεις στο ποιητικό παιχνίδι που στήνει μπροστά στα μάτια μας η ποιήτρια, αυτό το κρυφτούλι της μισοφανέρωσης της ερωτικής αλήθειας μέσω των νοσταλγικών διαθλάσεων στην στιχουργική της διάθεση και απόδοση όπως το ανθρώπινο σώμα δηλώνει την παρουσία του στην μη πάντα αρτιμέλειά του μέσα στις παγωμένες αίθουσες της μνήμης. Η επιρροή του Γιάννη Ρίτσου είναι εμφανής, όπως ο Ρίτσος επιλέγει απλές της καθημερινότητας λέξεις και φράσεις, ένα λεκτικό υλικό  σημάτων κατανοήσιμο και στον πλέον αδαή περί τα ποιητικά για να οικοδομήσει το μεγαλειώδες οικοδόμημα της ποίησής του, το ίδιο και η Ρούλα Κακλαμανάκη επιλέγει την χρήση λέξεων απλών, καθημερινών, καθόλου «φαντεζί» ή εξεζητημένων. Στο σύνολο των ποιημάτων της των οκτώ συλλογών της, ελάχιστες είναι οι λεκτικές της εξαιρέσεις που αμέσως ξεχωρίζουν, και αυτές δένουν ισορροπημένες στον στίχο, δεν αποπροσανατολίζουν το βλέμμα του αναγνώστη, αντίθετα υπηρετούν τον σκοπό του ποιήματος. Ένα άλλο θετικό χαρακτηριστικό της ποίησής της είναι, ότι στην Ρούλα Κακλαμανάκη δεν είναι τυχαίοι οι τίτλοι των ποιητικών της συλλογών που επιλέγει. Οι τίτλοι δηλώνουν συγκεκριμένο χρόνο είτε του παρελθόντος είτε της παρούσας κατάστασης, τα διλήμματα που αντιμετωπίζει, τα φτερουγίσματά της που δεν κατόρθωσε να πραγματοποιήσει. Υπάρχει και η παράξενη (;) ως προς την θεματολογία της επιλογής της ποιητική συλλογή «Τζακ, ο αντεροβγάλτης. Σώμα με σώμα η μνήμη», αν και αντιλαμβανόμαστε ότι ο υπότιτλος είναι αυτός και πάλι που δηλώνει την εστίαση του βλέμματός της και τι κατά βάθος την ενδιαφέρει να μας αφηγηθεί, πέρα από την αφετηριακή αφορμή της πρώτης σύλληψης. Τον «Τζακ τον αντεροβγάλτη» τον συναντάμε και στο ανάλογο ποίημα της συλλογής της «Λίγο πριν, λίγο μετά». Που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και την σύνθεση των ποιημάτων: «Του αέρα, της γης και της σάρκας» ενώ οι ποιητικές της συνθέσεις είναι μακροσκελέστερες σε σχέση με άλλων συλλογών, δίχως να απουσιάζουν και τα μονόστιχα ή δίστιχα «Ποιητικά παιχνίδια». Οι δικές της ποιητικές ρήσεις.

Κοίτα λοξά τον ουρανό και θα δεις

Τι γίνεται εκεί κάτω στην άλλη άκρη

Μέσα στο πηγάδι.

--

Ώ, της εσπερίας και της εσπέρας

Ανέσπερο φως, σε βλέπω καθαρά

Ακόμα και στο πιο βαθύ σκοτάδι.

--

Χαϊδεύεις το σκυλί του σπιτιού

Την ώρα που πάει για ύπνο

--

Δεν βιάζεσαι. Όλες οι στιγμές

Είναι της ζωής σου.

--

Σε καμιά περίπτωση δεν έχεις αυτό που θέλεις.

Τι πειράζει;

--

Κρατάς το τελευταίο κομμάτι του παζλ

για την πιο δύσκολη  ώρα.

--

Από την πρώτη ως την τελευταία γυμνότητα

--

Με μάσκα ή χωρίς μάσκα αδυνατώ ν’ αναγνωρίσω

Τον εαυτό μου. Εσένα. Εμένα. Ακριβώς Εκείνον.

--

Ώ, το πολύτιμο δέος της αποδοχής!

Ώ, της ωραιότητας του ζην!

Ώ και ω, της ευδαιμονίας του ευ ζην!

     Στα ποιήματά της συναντάμε και ποιήματα όχι μόνο «αρχαιόθεμα» αλλά και ποιήματα που έχουν σαν θέμα τους το ποδόσφαιρο όπως «Ποδοσφαιρικοί αγώνες». Αλλά πως μπορεί να μην σταθείς και στο ποίημα που υφαίνει για την αρχαία λυρική ποιήτρια Ψάπφα, το «μαυροτσούκαλο» της αρχαίας  λυρικής ποίησης την Μυτιληνιά με το όνομα την ΣΑΠΦΩ.

Υπό την αραχνοϋφαντη εσθήτα

Υπό τα πέλματα των ποδιών

Μέσα στα κατάλευκα σανδάλια

Ευλογημένα ροδοπέταλα

Την προστατεύουν από το κακό μάτι.

Έζησε και άντεξε την αθανασία.

Τόσο μακριά και τόσο κοντά.

 

Παιδί ακόμη άπλωνα το χέρι να την αγγίξω

Κι ο αέρας φυσούσε και την έπαιρνε.

Και το άρωμά της μόνο έμενε

Κι έμπαινε μέσα μου.

 

Και μια φωνή τ’ αυτιά μου πάντα βασάνιζε

Και με καλούσε.

 

Εδώ στις ζεστές αρχαίες κολόνες

Κάτω απ’ τον καυτό ήλιο.

Ένα φως δυνατό σαν την παλιά κληρονομιά

Με πήγαινε στο σίγουρο δρόμο.

Κι εγώ είπα: «Ναι. Θα περιμένω».

 

Αν γίνει το θαύμα, εδώ θα γίνει.

      Δεν φέρουν όλες οι ποιητικές της μονάδες πάντα τίτλο, υπάρχουν και πολλές άτιτλες ή αριθμούνται. Ούτε όλα τα ποιήματά της προέρχονται από τον ίδιο θεματικό και νοηματικό κύκλο διαπραγμάτευσης. Έχουμε την συχνή δημοσίευση αρκετών ξέχωρων ωραίων Αδέσποτων μονάδων οι οποίες αποτελούν την δική τους νοηματική ενότητα. Ελαχιστότατες φορές συναντάμε μικρά σπαράγματα λέξεων προερχόμενα από τον Καβάφη ή τον Ρίτσο. Φράσεις απαραίτητα δάνεια στυλώματος του ποιήματος.  Διαβάζουμε και ποιήματα που παραπέμπουν σε γνωστά ποιήματα άλλων ποιητών, όπως «Τα κεριά», οι «Κουρτίνες» της συλλογής «Το δίλημμα του αγάλματος».  Άλλοτε όπως στο ποίημα «Το ψάρι γαργαλιέται» ρέπει προς ένα κλίμα υπερρεαλισμού. Ενώ έχουμε και ποιητικές της μονάδες με δάνεια στοιχεία από κινηματογραφικές ταινίες. Βλέπε την συλλογή της αφιερωμένη «Στους φίλους μου ποιητές των νεώτερων γενεών» «Η πτήση που δεν έγινε». Πολύ δυνατή η αίσθηση του ποιήματος «ΜΗΤΕΡΑ».

Θηρίο που ουρλιάζεις μέσα στο απέραντο δάσος

Πουλί που κλαις πάνω στην πιό ψηλή κορυφή

Είσαι πολύ μακριά δε σε φτάνει το βλέμμα μου. Μα

Ό,τι κι αν κάνω δεν μπορώ να εξαλείψω τα τελευταία

σου ίχνη.

Δεν σπανίζουν και τα ποιήματα εκείνα τα οποία έχουν σαν θέμα τους την Αθήνα, την πρωτεύουσα και τους χώρους της, την δημόσια εικόνα της. Σταθερά μοτίβα της «Ο θάνατος», «Ο Θεός», «Η Δικαιοσύνη», «Οι Λέξεις», «Η ποίηση». Η συλλογή της «Μνημείο Αγνώστου» είναι αφιερωμένη «Στον Simon Odede”.  Ενώ τα «Αδέσποτα» της ίδιας συλλογής «Στον  Κωστή». Ξεχωρίζουμε:

Το χώμα

Έχει και πρόσωπα και προσωπεία.

Προπάντων μετά τη βροχή.

Πρόσεχε λοιπόν τα βήματά σου.

Για τους νεκρούς…

Δε φταίνε μόνο οι άλλοι.

--

Τα χρώματα

των νεκρών είναι ολόϊδια

η παγωνιά τους βέβαια μετριέται

μα τα θερμόμετρα δεν τους αντέχουν.

 

Κι αυτό το φεγγαρόφωτο

πίσω απ’ τα δέντρα

το ίδιο πάντα, αλλάζοντας σχήματα.

--

Δεν είναι ο τοίχος

πούχει γυρίσει ανάποδα

μήτε η άδεια στέγη

μήτε κι η μαύρη αφίσσα

αριθμοί χορεύουν στον ορίζοντα.

--

Ένα μικρό πουλί

είχε σταθεί στα γένια του Αγαμέμνονα.

Άνοιξε τα φτερά του και τον σκέπασε

Σαν την συγνώμη της γυναίκας του

ή την κατάρα της Ανδρομάχης.

Ήταν ανάλαφρο και διακριτικό.

Σαν έφυγε,

το έργο του συνέχισε ο άνεμος.

          Το ποίημά της «δημιουργία» είναι αφιερωμένο «Στον Γ. Ρ.» άραγε στον ποιητή Γιάννη Ρίτσο; Από την συλλογή της «Σήμερα».

δημιουργία

Πήρε τις λέξεις, έντυσε το ποίημα.

Πρόσωπα, Πρόσωπα. Κινούμενα χέρια.

Χνάρια ποδιών στο χώμα.

Από τ’ Ορμένιο, ως τη Γάβδο.

Από το Καστελλόριζο, ως τους Ωθωνούς.

Από τη γη του πυρός ως το Έλσμερο.

      Και μερικά ακόμα από την πρώτη της ποιητική συλλογή, το πρώτο ποιητικό της βάπτισμα:

11

Πάνω το φώς και κάτω το σκοτάδι

Στη μέση ο κόσμος να συνθλίβεται

ανάμεσα σε δυό ανόμοιες μασέλλες.

     -Φίλησέ με τουλάχιστον-

27

Στη δική μου υπόσταση αφομοιωμένο

το πρόσωπό μου, απλωμένο παντού.

Ρίξε τον έρωτα στην θάλασσα.

Ξαναγέννησέ με χέρια και σπαθιά.

Ν’ αγγίξω τα κύματα, να μάχομαι.

6

Όλη τη νύχτα αποθηκεύω την ανάσα σου.

Τη μέρα πάω και την αδειάζω

στους αχυρώνες που γεννιούνται

οι πιό μικροί Χριστοί.

5

Με φιλάς.

Παίρνω απ’ τα χείλη σου το σπόρο.

Έπειτα βγαίνω στις πλατείες

και φυτεύω ανθρώπους.

          Ευθύνη

Κάποιον σκοτώσανε.

Είδα τα χέρια μου να κοκκινίζουν.

          Αντί νανούρισμα

…. Δεν είναι τόσο ο θάνατος

όσο αυτός που μου φέρνεις Εσύ.

Δεν μας χωράει όλους η γη.

Στο πρόσωπό Σου, Άγγελέ μου,

αγάπησα το θάνατό μου.

--

          Αλλαγή

Γέμισε η κάμαρα μορφές.

Στα κάδρα ζωντάνεψαν

τα πρόσωπα, τα λουλούδια,

κείνα τα γιαπωνέζικα πτηνά.

Ο εσταυρωμένος πάνω απ’ το κρεβάτι.

Καθένας γύρευε μιά θέση.

Μα εμένα.

πού ήμουν πάντα ο τελευταίος

τροχός της άμαξας,

μ’ εκάλεσε ο Θεός να πάρω

τη δική Του.

          Ορισμένες ποιητικές της μονάδες, δίνουν την αίσθηση ενός λεπτού σαρκασμού της Θέμιδος, ενώ άλλες αν και δεν είναι πολιτικές ούτε έχουν φορτίο πολιτικής ατμόσφαιρας, κινούνται μέσα στο πλαίσιο μιάς κοινωνικής δικαιοσύνης έχουν έναν ομιχλώδη τονισμό από τα χρόνια της επταετίας και των αντιδημοκρατικών συμπεριφορών της. Πάντως όπως πολύ ορθά επισημαίνει ο καθηγητής Μιχάλης Γ. Μερακλής η Ρούλα Κακλαμανάκη αν και έντονα πολιτικοποιημένο άτομο και ενδιαφερόμενο αληθινά για τα κοινά και τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο έλληνας πολίτης στην καθημερινότητά του, δεν γράφει πολιτική ποίηση ούτε εντάσσεται σε αυτήν  την ομάδα. Και ούτε διατυμπανίζει την ιδεολογία της. Λειτουργεί πάντα ως αυθεντική ποιήτρια η οποία ενδιαφέρεται και τα έξω ποιητικά προβλήματα των συναδέλφων της όπως έδειξαν τα χρόνια που μετείχε ενεργά στην Εταιρεία Συγγραφέων. Όσο για την Ανθολόγησή της από τον επιστήθιο φίλο της ποιητή και κριτικό της Γενιάς του 1970 τον γνωστό μας Γιώργο Μαρκόπουλο, σίγουρα δεν μπορούμε να σχολιάσουμε και πολλά μια και είναι γνωστό το ποιητικό και κριτικό κριτήριο του νεότερού  της ποιητή και, του ποιητικού του ενστίκτου. Ας δώσουμε μόνο μία γενική εικόνα του βιβλίου των εκδόσεων «Εστίας», Αθήνα 1983 και των Επιλογών του από την δεκαετή ποιητική σοδειά της Ρούλας Κακλαμανάκη των ετών 1967-1977. Το 98 σελίδων βιβλίο περιλαμβάνει ποιήματα από την συλλογή «ΣΗΜΕΡΑ» του 1973, σ. 7-37. Από την συλλογή «ΒΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ» του 1975, σ.39-63 και την συλλογή «Μνημείο Αγνώστου» του 1977, σ. 65-97. Ας αντιγράψουμε από τις Επιλεγμένες από τον Γιώργο Μαρκόπουλο ποιητικές μονάδες:

Ήχος καλοκαιριάτικης βροχής

στην επιφάνεια της θάλασσας.

Κηλίδες κόκκινες σε ηλιοκαμένο κορμί.

Απροσδιόριστος ήλιος ανάμεσα

στα δυό αντίθετα.

Η σιωπή του μια νέα ευθύνη.

--

Σε κατοικώ.

Δεν σε προσδιορίζω.

Καταναλώνομαι.

Σε καταναλώνω.

Μια φούχτα τσιμέντο.

Ασβέστης και πέτρα.

δεν είμ’ ο χτίστης

Μια μπουκιά θάνατος.

Μια μπουκιά έρωτας.

--

Το πρόσωπό σου φεύγει, όλο φεύγει.

Τα βήματα της απουσίας σου

αντήχησαν τρομαχτικά.

…. Κι εσύ ήσουν τόσο τρυφερός

τόσο παιδί την ώρα της αγάπης.

--

Μου πήρε ο άνεμος το δέρμα μου,

μου πήρε το άρωμά μου και τη μουσική μου.

Από τα τρία, το δέρμα μου

τ’ οφείλεις στους γονείς μου.

Το άρωμά μου στην γυναικεία μου πονηριά.

Τη μουσική μου στον ίδιο τον εαυτό σου.                      

 Παρά την ευθυκρισία της σε άλλα είδη της γραφής της, την καυστικότητα των σχολιασμών της, την κριτική της αιχμηρότητα, την κοινωνική της «καταγγελία» για την υποδεέστερη θέση της Γυναίκας μέσα στην Κοινωνία και τον Ιστορικό περίγυρο την στηλίτευση θέσεων και αποφάσεων του χώρου της Δικαιοσύνης που υπηρέτησε με δημοκρατική ευσυνειδησία, τόλμη και ακεραιότητα, η ευαισθησία του βλέμματός της εκδηλώνεται πρωτίστως ανοιχτά στα ποιήματά της. Λες και κουβαλά στα μύχια της συνείδησής της η δικαστικός και ποιήτρια έναν σπαραγμό και ένα κλίμα βαριάς απαισιοδοξίας για την ανθρώπινη μοίρα με τις σκοτεινές αντανακλάσεις της διάσπαρτες μέσα στην ποίησή της. Ενδέχεται μάλλον η νομικός να δυσκολεύει κάπως τα βήματα της ποιήτριας. Σαν να διχάζεται μεταξύ της άτεγκτης λογικής των αποδεικτικών στοιχείων των αποφάσεων της δικαιοσύνης και του λυρικού ποιητικού οράματος. Η ίδια πολιτικοποιημένη από τα νιάτα της, διδάχτηκε να μην ανοίγει την ποιητική της βεντάλια με ευκολία, να φανεί ο κρυφός ποιητικός της λυρισμός με άνεση. Η Ρούλα Κακλαμανάκη σαν νομικός, διαφοροποιείται από άλλες ελληνικές ποιητικές και πεζογραφικές φωνές περιπτώσεις νομικών επιστημόνων, δικαστικών και εισαγγελέων που υπήρξαν παράλληλα και ποιητές, πεζογράφοι, διηγηματογράφοι, δοκιμιογράφοι. Δόξα την Θεά Θέμιδα οι λογοτέχνες που σπούδασαν και φοίτησαν στις νομικές σχολές της χώρας μας και του εξωτερικού είναι πάρα πολλοί και προέρχονται και από τα δύο φύλα.

Η ποιήτρια και πεζογράφος Ρούλα Κακλαμανάκη με την εμβληματική γυναικεία παρουσία της, τις δημόσιες πολιτικές ενέργειες και πρωτοβουλίες της, τα κείμενα και τα βιβλία της, τις δημοσιεύσεις της δεν σταμάτησε να μάχεται συνεχώς για τα δικαιώματα των Γυναικών και των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν μέσα σε ένα ανδροκρατούμενο πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον. Η σταθερή της αυτή άποψη όμως, δεν την καθιστά να κρατά μια θέση μεροληπτική απέναντι στο αντρικό φύλο και τα δικά του αδιέξοδα. Η ματιά της και η γραφή της μας φανερώνουν την ισότιμη αντιμετώπιση το κοινό ενδιαφέρον και την αγάπη τόσο απέναντι στην γυναίκα όσο και απέναντι στον άντρα. Αυτό διακρίνεται και σε ορισμένες ποιητικές της ιστορίες που υιοθετεί γυναικεία πορτραίτα ως μοτίβα της. Βλέπε την ενότητα ποιημάτων για την μάγισσα Κίρκη, την Αθηναία εταίρα συντρόφισσα του φιλόσοφου Επίκουρου, την Λεόντιον, της πιστής συντρόφου του Οδυσσέα της Πηνελόπης κλπ. Η ποιητική διαχείριση των γυναικών και των ατομικών τους ιστοριών πραγματοποιείται δίχως να αγνοεί τις αντίστοιχες των αντρών ιστορίες δίχως απαραίτητα να τις εμφανίζει στο ποιητικό προσκήνιο. Το ποιητικό της βλέμμα διαφέρει από το κοινωνιολογικό των άλλων της πεζών, των βιβλίων της καθαρού κοινωνιολογικού περιεχομένου. Επισήμανση σ’ αυτήν την δίκαιη και ισότιμη πλευρά της Ρούλας Κακλαμανάκη –απέναντι στα δύο φύλλα- προβαίνει και ο κριτικός, φιλόλογος και εκδότης του  περιοδικού «Σπείρα» Αντρέας Μπελεζίνης στο δικό του κριτικό κείμενο. Η πειραιώτισσα ποιήτρια και δικαστικός, πολιτικός βλέπουμε ότι είναι μία συγκροτημένη γυναικεία προσωπικότητα δίχως να κάνει «σκόντο» ούτε στις λογοτεχνικές της εργασίες ούτε στις νομικές. Δοκίμασε διάφορα είδη της γραφής και πέτυχε τους στόχους της. Κράτησε τις ισορροπίες στην ζωή της και διαφύλαξε την ποιητικότητα του λόγου της. Καλλιέργησε τις συνθήκες χειραφέτησης του ρόλου της ως ενεργού πολίτη, ελληνίδας φεμινίστριας και της λογοτέχνιδας. Μπορούμε να την θεωρούμε αυτοδικαίως ως μία από τις σημαντικότερες γυναικείες φωνές της Πειραϊκής Σχολής και παράδοσης από την ίδρυση του Δήμου μέχρι των ημερών μας. Οι άλλες θηλυκές φωνές της Πειραϊκής Πνευματικής Σχολής είναι ενδεικτικά αναφέρουμε αυτή της ποιήτριας και μεταφράστριας Όλγας Βότση, της πεζογράφου και ταξιδογράφου Μαρίας Περικλή Ράλλη και της διηγηματογράφου και θεατρικού συγγραφέως Τούλας Μπούτου, της Ειρήνης Αλιφέρη, της Μαρίας Αδάμ, της Ρόζενταλ Καμαρινέα, της φωτογράφου και ποιήτριας Κατερίνας Μαριανού, της Μαρίας Παπαλεονάρδου, της Γιάννας Χριστοφή, της ηθοποιού Μοσχόβης Ματίνα, της εκδότριας και ποιήτριας Σόνιας Ολλανδέζου, της μουσικού και ποιήτριας Λίτσας Λεμπέση, της Άννας Δασκαλοπούλου, της Πατρινής την καταγωγή και διαμένοντα για πολλές δεκαετίες στην πόλη του Πειραιά την ποιήτρια, μεταφράστρια και εκδότρια Μαντώ Κατσουλού. Αναφέρομαι στον Πειραϊκό Δήμο και όχι στους όμορους Δήμους όπως πχ. Νίκαια, Κερατσίνι, Πέραμα, Δραπετσώνα ακόμα και το νησί της Σαλαμίνας που συνηθίζουμε να αποκαλούμε ευρύτερο Πειραϊκό χώρο. Οι θηλυκές ποιητικές και πεζογραφικές φωνές του Πειραιά υπερβαίνουν τις 130 και αυξάνουν στο χρόνο. Στην διαδρομή της Πειραϊκής ποιητικής παράδοσης, για να είμαστε σωστοί και ακριβείς είναι σπάνιο το φαινόμενο επιρροών από γυναικείες γραφίδες, και ούτε μπορούμε να βεβαιώσουμε με ακρίβεια (από την ερευνητική μεριά μας) αν οι ποιητικές, πεζογραφικές και λογοτεχνικές παρουσίες των προαναφερθέντων γυναικείων φωνών εντάσσονται σε αυτές. Δεν έχουν παραμείνει δηλαδή μοναχικές εύκαρπες ποιητικές νησίδες. Τα Πειραϊκά Γράμματα είναι γνωστά εκτός των ορίων της πόλης κυρίως από αντρικές φωνές. Όπως του Λάμπρου Πορφύρα, του Νίκου Χαντζάρα, του Νίκου Καββαδία, του Κώστα Σούκα, του Χρήστου Λεβάντα, του Ανδρέα Αγγελάκη του Φάνη Μούλιου και ορισμένων άλλων. Όπως και νάχει πάντως, οι ασχολούμενοι μελετητές και ερευνητές του ψηφιδωτού του πειραϊκού πολιτισμού και της προσφοράς τους στην καθόλου ελληνική γραμματεία δεν μπορούν να αγνοήσουν, να μην μνημονεύσουν στις εργασίες τους τα ονόματα των διακεκριμένων γυναικείων ονομάτων του πρώτου λιμανιού της χώρας. Του πόρτο Λεόνε.

Ο ποιητής της Γενιάς του 1970 Γιώργος Μαρκόπουλος, που υπήρξε επιστήθιος φίλος της, ένα από τα στενά φιλικά της πρόσωπα, και είναι εκείνος που την Ανθολόγησε ποιητικά στην έκδοση του Βιβλιοπωλείου της Εστίας, στα κείμενά του μας δίνει μία γλαφυρή και τρυφερή εικόνα του προσώπου της. Μια ευαίσθητη ψυχογραφία της γυναικείας της συνείδησης. Πάντως όλες οι κρίσεις ανδρικών και γυναικείων κριτικών φωνών και μελετητών είναι θετικές όταν αναφέρονται στο ποιητικό, στο πεζογραφικό και στα άλλα είδη του έργου της. Η Ρούλα Κακλαμανάκη έχαιρε κοινής αναγνώρισης τόσο ως δημοκρατικός και ακηδεμόνευτος ελληνίδα πολίτης όσο και ως συγγραφέας. Δεν μπορούμε να μην σταθούμε λίγο περισσότερο στην συγκινησιακή ματιά και την θερμότητα του λόγου της ποιήτριας και βιβλιοκριτικού Έλενας Χουζούρη όπου την διαβάσαμε. Σε αυτήν αναφέρεται σε ένα από τα τελευταία δημοσιεύματά της στο ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό «Ο Αναγνώστης». Το κείμενο είναι ορατό από τον καθένα στο διαδίκτυο.

         ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ  ΣΥΛΛΟΓΕΣ

1., ΣΗΜΕΡΑ. ΠΟΙΗΜΑΤΑ, εκδ. Νεοελληνική Ποίηση. ΔΙΟΓΕΝΗΣ, ΑΘΗΝΑ 3, 1973, σ.88, δρχ. 500

2., ΒΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ, Ποιήματα, εκδ. ΔΙΟΓΕΝΗΣ, ΑΘΗΝΑ 1975

3., ΜΝΗΜΕΙΟ ΑΓΝΩΣΤΟΥ. ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΕΚΔ. Ελληνική Ποίηση. ΔΙΟΓΕΝΗΣ, ΑΘΗΝΑ 8, 1977, σ.56. δρχ. 150

4., ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1967-1977 (Επιλογή Γιώργος Μαρκόπουλος). Εκδ. Βιβλιοπωλείον της «ΕΣΤΙΑΣ»-Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ, Ποίηση ν.21, Αθήνα 1983, σ.98. (εξώφυλλο Ανακρέων Καναβάκης), δρχ.180

          Βλέπε: εφ. Τα Νέα ;   «Χαμηλοί τόνοι, μικρές μουσικές»

5., ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΟΥ ΑΓΑΛΜΑΤΟΣ. ΠΟΙΗΜΑΤΑ. Εκδ΄. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, Αθήνα, 6, 1987, σ. 52. (εξώφυλλο Κώστα Κλουβάτου. Τυπογραφική επιμέλεια Γιάννη Η. Χάρη), δρχ. 1040

          Βλέπε: περ. Η Λέξη τχ. 72/2,1988, στο «εξ όνυχος». Το ποίημα Η ΛΕΞΗ ΜΟΥ

6., Η ΠΤΗΣΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ, εκδ. ΔΕΛΦΙΝΙ, Αθήνα 11, 1994, σ.44, δρχ. 1040

          Βλέπε: περ. Η Λέξη τχ. 126/3,4,1995, στο «εξ όνυχος». Το ποίημα ΕΝΑΣ ΜΙΚΡΟΣ  ΑΝΘΡΩΠΟΣ

7., Λίγο πριν, λίγο μετά. Ποίηση, εκδ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, Αθήνα 1999, σ.56, (σχέδιο μακέτα εξωφύλλου Αντώνης Αγγελάκης) ευρώ 4,58

          Βλέπε: περ. Η Λέξη τχ. 152/7,8,1999, στο «εξ όνυχος». Το ποίημα ΛΕΞΗ

8., Τζακ, ο αντεροβγάλτης. Σώμα με σώμα η μνήμη, εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, Αθήνα 11, 2003, σ. 58, (τυπογραφικές διορθώσεις Σοφία Πραρά. Το εξώφυλλο σχεδίασε η Χρύσα Συριανόγλου) Στο εξώφυλλο λεπτομέρεια από τον πίνακα Νυχτερινή απορία του Δημήτρη Γέρου.  Ευρώ 7.

ΑΛΛΟΙ  ΤΙΤΛΟΙ ΒΙΒΛΙΩΝ ΤΗΣ

1., Για την Ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, εκδ. Διογένης, Αθήνα 1975 (μελέτη)

2., Η θέση της Ελληνίδας στην Οικογένεια, την Κοινωνία και την Πολιτεία, εκδ. Γκιουμές, Αθήνα 1979. / β΄ έκδοση Καστανιώτη 1984 (κοινωνιολογία)

3., Άμβλωση στο Β’  Τριμελές, εκδ. Καστανιώτη, 1987 (αφήγημα)

       Βλέπε: εφ. Έθνος 2/9/1987

4., Δίλημμα του Αγάλματος, εκδ. Καστανιώτη, 1987 (πεζό)

5., Ανθολογία Ούγγρων Ποιητών, εκδ. Φόρμα, Αθήνα 1991

6., Αναδρομικός Θάνατος, εκδ. Πατάκη, 10, 1993 (μυθιστόρημα)

      Βλέπε: εφ. Τα Νέα 19/11/1993. Το πρώτο μυθιστόρημα. Και- εφ. Έθνος 19/11/1993. «Ο «Αναδρομικός θάνατος» της Ρούλας Κακλαμανάκη. Και- εφ. Ελλάδα Σήμερα 19/11/1993. Και- εφ. Ελευθεροτυπία 23/11/1993, σ.57 Το πρώτο μυθιστόρημα της Ρούλας Κακλαμανάκη. Και- περ. ΕΝΑ τχ.16/ 20-4-1994. Αναδρομικός θάνατος.

7., Ο Γιώργος Γεννηματάς που γνώρισα, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 1995 (πολιτική βιογραφία)

8., Τόλμησε να νικήσεις. Οδοιπορικό Ν. Κακλαμανάκη. Ολυμπιακή Νίκη. εκδ. Λιβάνης, 12, 1997 (αθλητισμός)

9., Δικαιοσύνη: Μύθος και Πραγματικότητα, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 1997

10., Ανδρέας Παπανδρέου. Ο Οραματιστής και ο μεταρρυθμιστής 1981- 1985, εκδ. Πατάκη, 1998 (πολιτική βιογραφία)

11., Ανδρέας Παπανδρέου. Ο τελευταίος μάγος της Ελληνικής Πολιτικής 1985-1996. Εκδ. Πατάκη, 9, 2000 (πολιτική βιογραφία)

12., Γιάννης Ρίτσος, Η ζωή και το έργο του, επιμέλεια: Κατερίνα Λελούδη. εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 9, 1999 (μελέτη)

13., Οσάκις ο Σάκης. Στην σειρά Γραφές της αθωότητας, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2, 2000 (πεζό)

14., Οι Γάμοι της Ροζαλίας, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 7, 2000 (νουβέλα)

15., Δαγκωμένο μήλο, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2001 (μυθιστόρημα)

         Βλέπε: εφ. Έθνος 10/3/2002

16., Ας αγαπιόμαστε, Ανθισμένη κερασιά. Στη σειρά Γράμματα για σένα, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 5, 2003. (επιστολική νουβέλα)

17., Ο Γιός του Ανέμου. Son of the Wind, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 7, 2004 (αθλητισμός). [«Νίκος Κακλαμανάκης, ολυμπιονίκης της κολύμβησης»]

18.,  Η γυναίκα χτες και σήμερα, (ισονομία, ισότητα, αλλά και διαφορετικότητα), επιμέλεια: Δανάη Ανταβαλή, εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 12, 2007 ( κοινωνιολογία μελέτη)

19., Από λέξη σε λέξη, εκδ. ΝΕΔΑ Εκδόσεις, 5, 2010. (διηγήματα)

20., Το Ευάλωτο Σώμα της Δικαιοσύνης. Εικόνα και λόγος. Εκδ. Άγκυρα, 6, 2010 (δοκίμιο)

21., Στα κύματα του Δούναβη, εκδ. ΝΕΔΑ Εκδόσεις, 11, 2012. (μυθιστόρημα)

Ε Ν Δ Ε Ι Κ Τ Ι Κ Ε Σ   Π Λ Η Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Ε Σ

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ ΤΗΣ

Εφημερίδες- Περιοδικά

-Τα Νέα 5/3/1988, Οι μοναξιές της νεότερης ποίησης

-Η Πρώτη 6/6/1990, Πώς η εξουσία «προσαρμόζει στους απροσάρμοστους»

-«Κυριακάτικος Ριζοσπάστης» 5/8/1990, Οι θεραπευτικές ιδιότητες του διαβάσματος

-Η Πρώτη 1/9/1990, Λάθος τηλέφωνο

-περ. Σχεδία τχ. 7/ 9, 1989, σ.41. Ο φάκελλος έκλεισε…. (Κώστας Ταχτσής)

-περ. Ομπρέλα τχ. 31/ 12, 1995, σ.29-35. Η παρουσία του ήρωα στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου.

-περ. Ραδιοτηλεόραση τχ.1595/ 9-9-2000, σ.6. Η επιστροφή (διήγημα)

-περ. Μανδραγόρας τχ. 31/ 4, 2004, σ. 80-81. Μικρό όργανο για επαναπατρισμό (Μήτσος Αλεξανδρόπουλος)

περιοδικό Η ΛΕΞΗ

-22/2, 1983, σ.108-109. ΑΔΕΣΠΟΤΑ Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, ΙΙΙΙ. (ποιήματα)

-156/ 3,4, 2000, σ. 247. ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ (ποίημα) από («Λίγο πρίν, λίγο μετά», 1999)

-63-64/4,5,1987, ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ,

-68/10, 1987, ΑΠΟ ΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ ΩΣ ΤΗ ΣΑΝΤΑ

-74/ 5,6, 1988, ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ

-81/ 1,1989, ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ… (Γιάννης Ψυχάρης)

-99-100/ 11,12, 1990, ΠΟΙΗΣΗ ΓΙΑ ΛΙΓΟΥΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ ΓΙΑ ΠΟΛΛΟΥΣ (Γιάννης Ρίτσος)

-101/ 1,2, 1991, ΝΕΚΡΟΙ ΚΑΙ ΖΩΝΤΑΝΟΙ ΣΤΗ ΒΟΥΔΑΠΕΣΤΗ

-105/9, 10, 1991, ΜΕ ΤΗ ΔΥΣΗ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ

-115/ 5,6, 1993, ΕΝΑΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ ΣΤΙΣ ΒΡΥΞΕΛΕΣ ΚΙ ΕΝΑΣ ΒΡΕΤΑΝΝΟΣ ΣΤΗ ΒΟΥΔΑΠΕΣΤΗ

-117/ 9,10, 1993, ΚΑΤΑΠΟΛΑ- ΑΙΓΙΑΛΗ

-118/11,12, 1993, Η ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

-119/ 1,2, 1994, ΕΝΑ ΚΕΝΟ ΚΑΙ ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΤΟ ΓΕΜΙΣΕΙ

-121/ 5,6, 1994, ΟΧΙ ΠΙΑ ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ, ΑΛΛΑ ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ

-125/ 1,2, 1995 ΠΛΩΤΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ

-127/ 5,6, 1995, ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΗ ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑ ΚΑΙ ΨΙΛΗ ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΜΕ ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ

-128/7,8, 1995, ΧΩΡΙΣ ΣΧΟΛΙΑ

-131/ 1,2, 1996, ΤΟ ΤΣΟΦΛΙ ΚΑΙ Ο ΧΥΛΟΣ

-132/ 3,4, 1996, ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ «ΜΗ ΚΡΑΤΟΣ»

-133/ 5,6, 1996, ΑΘΗΝΑ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΑΘΗΝΑ;

-134/ 7,8, 1996, ΝΑ ΤΡΕΛΑΘΟΥΜΕ Ή ΟΧΙ

-137/ 1,2, 1997, ΒΟΥΔΑΠΕΣΤΗ- ΕΝΑ ΑΚΟΜΗ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ

-138/ 3,4, 1997, ΕΞΩ Η ΣΚΕΨΗ ΜΕΣΑ Η ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ;

-140/ 7,8, 1997, ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΤΕΛΕΙΣ, ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΕΣ

-141/9,10, 1997, Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΘΑΛΑΣΣΩΝ ΣΤΗ ΡΟΔΟ

-143/1,2, 1998, ΚΑΙ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ

-149-150/ 1,4, 1999, ΤΟ ΚΑΘΗΚΟΝ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΟΝ ΑΥΘΟΡΜΗΤΙΣΜΟ

-152/ 7,8, 1999, ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ

-156/3,4, 2000, ΕΝΑ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΣΤΟ ΕΙΔΟΣ ΤΟΥ ΠΑΡΚΟ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ

-157/ 5,6, 2000, ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΩΝ

-161/ 1,2, 2001, ΔΥΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΔΙΑ ΧΕΙΡΟΣ ΣΠΥΡΟΥ ΠΛΑΣΚΟΒΙΤΗ

-163/ 5,7, 2001, Ο ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗΣ ΔΕΝ ΒΛΑΠΤΕΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

-164-165/ 8,10, 2001, ΘΕΜΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

-168/ 3,4, 2002, ΔΡΑΜΑΤΑ ΚΑΙ ΘΑΜΑΤΑ

-169/ 5,6, 2002, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

-170/ 7,8, 2002, ΑΠΟ ΠΟΛΗ ΣΕ ΠΟΛΗ

-171/9,10, 2002, ΟΙ ΑΝΑΣΦΑΛΙΣΤΟΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ

-175/ 5,6, 2003, Ω, ΘΕΙΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΕΚΕΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

-176/ 7,8, 2003 ΑΠΟΡΙΑΣ  ΑΞΙΟΝ

          ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΤΗΣ

-Στην ΑΘΗΝΑ ΤΣΟΚΑΝΗ. Εφ. «Κυριακάτικος Ριζοσπάστης» 10/4/1994, σ. 27, «Η ανθρώπινη συνείδηση θα ξυπνήσει». Συζήτηση με την Ρούλα Κακλαμανάκη, με αφορμή το βιβλίο της με τίτλο «Αναδρομικός Θάνατος».

-Στον ΣΤΑΜΑΤΗ ΜΑΥΡΟΕΙΔΗ. Εφ. Η Κυριακάτικη Αυγή 5/10/2003, σ. 35-36. «Ρ. Κ.: Συμβάλλουμε στον πλούτο του κοινού ευρωπαϊκού πολιτισμού.

 ΕΓΡΑΨΑΝ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΗΣ

-ΔΗΜΗΤΡΑ ΡΟΥΜΠΟΥΛΑ, εφ. Έθνος ΑΟΥΤ, Δευτέρα 7/1/2013, σ.39. Ποιήτρια, πεζογράφος και αγωνίστρια της Δημοκρατίας. Η πολιτικός και συγγραφέας, που αφιέρωσε πολλά δοκίμιά της στην ανεπάρκεια των θεσμών, «έφυγε» το Σάββατο σε ηλικία 76 ετών.

-εφ. Η Καθημερινή 8/1/2013, σ.7 Η ΚΗΔΕΙΑ. Την πολυαγαπημένη μας μητέρα, γιαγιά, αδελφή και θεία. ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΚΑΚΛΑΜΑΝΑΚΗ τέως Υπουργό- Ποιήτρια. Ετών 76. Εκηδεύσαμε χθες Δευτέρα 7/1/2013 από τον Ιερό Ναό των Αγίων Θεοδώρων του Α΄ Νεκροταφείου Αθηνών. Τα παιδιά: Κωνσταντίνος και Λιάνα. Η εγγονή: Ολίβια. Τα αδέλφια. Τα ανίψια. Οι λοιποί συγγενείς.

-Ο.(λγα) Σ. (έλλα) (;). εφ. Η Καθημερινή 8/1/2013, σ. 13. ΑΠΩΛΕΙΑ. Ρ. Κακλαμανάκη, έντιμη πολιτικός με ήθος.

-ΒΑΣΙΛΗΣ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ, εφ. Ελευθεροτυπία 16/1/2013. Όλα πάνω της τραβούσαν τον ενικό (στην «Προσωπική ματιά»)

-ΓΙΑΝΝΗ ΚΟΝΤΟΣ, εφ. Η Αυγή 20/1/2013, σ.38. Η πρώτη συνάντηση με τη Ρούλα Κακλαμανάκη (στην σελ. «Αναγνώσεις»)

ΑΡΘΡΑ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ

•ΑΦΙΕΡΩΜΑ εφ. Η ΑΥΓΗ 13/1/2013 στις ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

-ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ, Ρούλα Κακλαμανάκη (1936-2013), σ.28

-ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ, Η ποιήτρια Ρούλα Κακλαμανάκη, σ.27-28

-ΡΟΥΛΑ ΚΑΚΛΑΜΑΝΑΚΗ, Ο πατέρας ήξερε πως ποτέ δεν θ’ ασπρίσουν τα μαλλιά του, σ. 28 (ποίημα)

-ΑΛΚΗΣ ΡΗΓΟΣ, Η Ρούλα του δημόσιου χώρου, σ.37

-ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΨΥΛΛΑ, Μια μνήμη, σ. 37

--

• ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΠΕΛΕΖΙΝΗΣ, εφ. Η Αυγή 11/1/1986. Ποιητική πείρα και αφομοιωμένη τεχνική. Μια κριτική παρουσίαση της ποιήτριας Ρούλας Κακλαμανάκη

--

-ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ, περ. Διαβάζω τχ. 451/5, 2004, σ.59-90. «Τζακ ο αντεροβγάλτης..» (β/κη)

-ΒΕΡΟΝΙΚΗ ΔΑΛΑΚΟΥΡΑ, εφ. Το Βήμα 4/10/1987 Νέο ποιητικό ρεύμα. «Το δίλημμα του αγάλματος» (β/κη).

[Η ποιήτρια και κριτικός Β. Δαλακούρα, συνπαρουσιάζει την ποιητική συλλογή της Ρ. Κακλαμανάκη μαζί με δύο άλλων ποιητών. Του Γιώργου Μαρκόπουλου, «Η ιστορία του ξένου και της λυπημένης», Υάκινθος 1987 και την συλλογή του Δημήτρη Χουλιαράκη, «Η Σουπέργκα περιμένει», Κάβειρος 1987]

-ΤΙΤΙΚΑ ΔΗΜΗΤΡΟΥΛΙΑ, περ. Διαβάζω τχ.400/ 10, 1999, σ.68-69. Ο άνθρωπος στα μονοπάτια της ιστορίας. «Λίγο πριν, λίγο μετά» (β/κη)

-ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ, περ. Η Λέξη τχ.122/ 7,8, 1994, σ.496-498. «Αναδρομικός θάνατος» (β/κη)

-ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ, λήμμα σ.977. στο Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Πατάκη, 2007.

«Ποίηση συμβολική, αλλά με εμφανείς προβολές στη γενικότερη ατμόσφαιρα της δεκαετίας του 1970. Μετά το 1980, πλουτίζεται και διευρύνεται η ερωτική θεματική με έναν τρόπο στοχαστικής σπουδής του συναισθήματος. Στα πεζογραφήματα ενδιαφέρεται κυρίως για τη θέση του ατόμου, ειδικά της γυναίκας, στον χώρο της κοινωνίας και της ιστορίας. Έτσι, στο μυθιστόρημα Αναδρομικός θάνατος, μέσα από μια πολυεπίπεδη κίνηση διαφόρων συμπληρωματικών ιστοριών, περιγράφεται η μαθητεία μιας νεαρής γυναίκας και η έξοδό της στον κόσμο.».

-ΤΑΚΗΣ ΜΕΝΔΡΑΚΟΣ, εφ. Η Αυγή Πέμπτη 28/2/2002, σ.23 Ελευθερία και λάμψη. «Δαγκωμένο μήλο» (β/κη)

-ΜΙΧΑΛΗΣ Γ. ΜΕΡΑΚΛΗΣ, περ. Η Λέξη τχ. 170/7,8, 2002, σ.736-737. «Δαγκωμένο μήλο» (β/κη)

-ΜΙΧΑΛΗΣ Γ. ΜΕΡΑΚΛΗΣ, «Δεύτερη περίοδος: Η Δεκαετία του ‘70», σ. 341, στο Μιχάλης Γ. Μερακλής, Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία 1945-1980. Μέρος πρώτο Ποίηση. Εκδ. Πατάκη 1987.

«Μια ιδιάζουσα θέση στις παρατηρούμενες εδώ σχέσεις ποιητή- πολιτείας έχει η Ρούλα Κακλαμανάκη («Σήμερα», 1973), που είναι, εκτός από ποιήτρια, και πολιτικό πρόσωπο. Παρουσιάζοντας ένα μικρό τόμο- συγκεντρωτικό των ποιημάτων της διαπίστωνα, ότι «η ποίησή της δεν τέμνεται με την πολιτική, βασική έκφραση αισιοδοξίας». Άλλο πολιτική, άλλο ποίηση –η ποίησή της είναι απαισιόδοξη. Ως υπουργός κάνει αυτό που μπορεί για το καλό του ανθρώπου. Ωστόσο ξέρει, πώς ό,τι μπορεί να κάνει η πολιτική, είναι πολύ λιγότερο από αυτό που χρειάζεται ο άνθρωπος. Αυτό το δισέφικτο ή ανέφικτο υπόλοιπο εκφράζει, κατά κύριο λόγο, η αθυμία των στίχων της:

Η τελετή της ετοιμασίας παίρνει διαστάσεις

απροσδόκητα. Το γάντι και το χέρι και η ζώνη.

Όλα κατάλευκα. Διάδρομος ατελείωτος.

Μήτε γκρεμός, μήτε τοίχος.

Η άλλη άκρη είναι το χειρουργείο.

Το τέρμα του βυθού κι όλα από πάνω

ανόητη φλυαρία.

Άραγε ποιος υπάρχει σαφέστερα;

Ο κόσμος ή το κρίμα του κόσμου;

     («Μνημείο αγνώστου», 1977).». 

-ΜΑΡΙΑ ΛΑΜΠΑΔΑΡΙΔΟΥ- ΠΟΘΟΥ, εφ. Η Καθημερινή Τρίτη 27 Μαρτίου 2007. Η γυναίκα χθες και σήμερα: ισονομία και διαφορετικότητα. (β/κη).

-ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ, εφ. Ελευθεροτυπία 10/12/1999. «Λίγο πρίν, λίγο μετά» (β/κη). (στην ΠΡΟΘΗΚΗ)

          «Η Ρούλα Κακλαμανάκη ανήκει στις περιπτώσεις των ποιητών που πιστοποιούν ότι η ποίηση δεν ανήκει σε γενιές αλλά μόνο στον εαυτό της και στον αναγνώστη της. Ιδιαίτερα όταν η ποίηση αυτή λειτουργεί σε θερμοκρασίες τέτοιες, που είναι ικανές να ενεργοποιήσουν ακόμη περισσότερο τις ευαισθησίες του υποψιασμένου αναγνώστη. Η Ρούλα Κακλαμανάκη εμφανίζεται στον χώρο της ποίησης το 1973 και από τότε έχει καταθέσει επτά ποιητικές συλλογές και ένα συγκεντρωτικό, των ποιημάτων της, τόμο. Η έβδομη ποιητική της συλλογή με τον τίτλο «Λίγο πριν, λίγο μετά», που κυκλοφόρησαν πριν από λίγους μήνες, έρχεται ως επιστέγασμα της ώριμης πορείας της ποιήτριας, σημάδια της οποίας υπήρχαν ήδη από τη συλλογή «Το δίλημμα του αγάλματος» (Καστανιώτης, 1987), ωρίμασαν ακόμη περισσότερο στην αμέσως επόμενη συλλογή «Η πτήση που δεν έγινε» (Δελφίνι 1995) και έφτασαν στην πλήρη ωρίμανσή της στην πρόσφατη κατάθεσή της. Θα ξανατονίσω ότι η ποιήτρια σπάει την άποψη περί γενιών, όχι μόνον επειδή όταν πρωτοεμφανίστηκε στην ποίηση ήδη η λεγόμενη «γενιά του ‘70» είχε παρουσιάσει τον βασικό της πυρήνα, και στην οποία δεν ανήκει βιολογικά, αλλά-κυρίως- γιατί η ποίησή της ακολουθεί έναν εντελώς προσωπικό δρόμο, τόσο ως μορφή, όσο και ως περιεχόμενο. Κι αυτό φαίνεται ολοκάθαρα με την τελευταία της ποιητική κατάθεση. Διαβάζοντάς την δημιουργείται ένα ερώτημα. Πώς μπορούμε να χαρακτηρίσουμε την ποίηση της Ρούλας Κακλαμανάκη; Στοχαστική; Κοινωνική; Υπαρξιακή; Πιστεύω ότι με το τελευταίο της βιβλίο η ποιήτρια καταφέρνει να συγκεράσει και τα τρία αυτά στοιχεία, προσφέροντας μια ποίηση που συνομιλεί μέσα από  διαφορετικά προσωπεία, πάντοτε όμως διαποτισμένη με υψηλής στάθμης ευαισθησία, με διακριτική ευγένεια και με βαθύτερη και ουσιαστική αγωνία για την επικοινωνία με τον Άλλον. Τα προσωπεία αφορούν και τη μορφή των ποιημάτων έτσι ώστε να δένονται με εκείνα της εσωτερικής φωνής τους. Η ποιήτρια δοκιμάζει τις αντοχές της ποιητικής της μέσα από διαφορετικές φόρμες και αποδεικνύει ότι μπορεί και τις μετέρχεται επάξια. Έτσι, κοντά στο πεζολογικής μορφής, ειρωνικό και οδυνηρό συγχρόνως, ποίημα «Τζακ ο αντεροβγάλτης» συνυπάρχει το, γεμάτο ένταση, ποίημα-ποταμός «Το δέντρο» και πιο πέρα ποιήματα μικρότερης επιφάνειας, πυκνά, σφιχτά και γεμάτα λυρισμό και στο τέλος ολιγόστιχα ποιήματα-παιχνίδια, όπως η ποιήτρια τα ονομάζει. Εν τέλει, μια ποίηση ανοιχτή και επικοινωνιακή και συγχρόνως αυστηρή και ουσιαστική στις επιλογές της.».

          Εφημερίδα Ελευθεροτυπία 10/12/1999

Β Ι Β Λ Ι Α

-ΘΑΝΑΣΗΣ ΝΙΑΡΧΟΣ- ΑΝΤΩΝΗΣ ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ, Ποίηση ’78, Κέδρος, Αθήνα 1978, σ. 46-49

-ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ- ΘΑΝΑΣΗΣ ΝΙΑΡΧΟΣ, Τα ωραιότερα ποιήματα για τον πατέρα, Καστανιώτη 1998, σ. 66

-ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ- ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Ελληνική Ποιητική Ανθολογία θανάτου του 20ου αιώνα, Καστανιώτη, Αθήνα, 1995, σ. 95

-Συγγραφή: ΧΡΗΣΤΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΥ- ΑΙΜΙΛΙΑ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ. /Γενική Εποπτεία: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΙΑΚΟΣ. Βιογραφικό Λεξικό, Παγουλάτος χ.χ., σ.170. (λανθασμένη ημερ. Γέννησης).

-Whos Who 2004. Επίτομο Βιογραφικό Λεξικό, Μέτρον, Αθήνα 2004, α. 333-334

-ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΡΓΥΡΙΟΥ, Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και η πρόσληψή της όταν η δημοκρατία δοκιμάζεται, υπονομεύεται και καταλύεται (1964-1974 και μέχρι τις ημέρες μας)» τόμος Ζ΄ εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2007, σ. 101, 145, 147, 217, 218, 219, 239, 406- 409.

«Η Ρούλα Κακλαμανάκη (γ. 1936) εκδοτικά παρουσιάστηκε αρκετά καθυστερημένα, εν σχέσει με τους συνήλικές της. Συγκεκριμένα εξέδωσε τις συλλογές: Σήμερα (1973), Βήματα στην άλλη πολιτεία (1975), Μνημείο αγνώστου (1977), Ποιήματα (1967-1977) (1983), Το δίλημμα του αγάλματος (1987), Η πτήση που δεν έγινε (1994), Λίγο πριν, λίγο μετά (1999). Αντιγράφω τρία ποιήματά της:

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΗΞΕΡΕ ΠΩΣ ΠΟΤΕ ΔΕΝ Θ’ ΑΣΠΡΙΣΟΥΝ ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΟΥ

Η μητέρα, ένα μαύρο ρούχο, μαύρο μαξιλάρι

Με φωνή κλαψιάρικη μιλάει στον πατέρα

Που στέκει ασάλευτος, σαν άσπρο φάντασμα στην αυλή.

«Νικόλα», του λέει, «ξύπνα. Χιονίζει. Θα κοκαλώσεις.

Θα γίνεις άγαλμα. Ξύπνα». Φωνάζει πάντα και δεν μ’ αφήνει να κοιμηθώ.

Σπάνια βέβαια χιονίζει εδώ στο κέντρο της Αθήνας.

Κι ο πατέρας δεν μπορούσε να υποδυθεί το χιονάνθρωπο.

Ούτε μπορεί τώρα να μου χτυπήσει το τζάμι με το ράμφος του.

 

Απλώς του άρεσαν τα άσπρα σεντόνια και σαν να ‘ξερε

Πώς δεν θα άσπριζαν ποτέ τα μαλλιά του, έριχνε πάνω του

Ό,τι άσπρο του βρισκόταν για να τρομάζει δήθεν τη μητέρα.

 

Έτσι σιγά σιγά με τα χρόνια μπήκε στο σπίτι η αιωνιότητα.

Με τα μαύρα κοράκια και τα λευκά φαντάσματα.

                   Λίγο πριν, λίγο μετά, 1999, σ.9

                   13

Οι δυο πληγές μου έχουν μεγάλα μάτια

Δεν μπορώ να κρυφτώ ή να φύγω.

Μ’ ακολουθούν ακόμα και πίσω από τους τοίχους.

Αρνούμαι να τους παραδοθώ

Αν και ξέρω πώς εκεί θα καταλήξω.

Το παιχνίδι μ’ αρέσει. Το απολαμβάνω.

Κι όσο καθυστερώ κερδίζω ένα χρόνο

Πού δεν είναι ο χρόνος του θανάτου.

Η μεγάλη ηδονή μέσα μου φωνάζει και λέει:

«Αυτός ο χρόνος είναι ο μόνος χρόνος της ζωής σου».

Κι ο θάνατος εκπίπτει στα μάτια μου

Και στα μάτια των δύο πληγών μου που χαμηλώνουν το βλέμμα

Μαλακώνουν, γλυκαίνουν θα μπορούσα να πω

Αν όντως υπάρχει κάτι να ειπωθεί.

                   Ο.π. σ.32

                   18

Οι κώδικες των μυστηρίων

Δεν είναι ιεροί και απρόσιτοι.

Τριγυρνάνε στους δρόμους σαν τους αλήτες

Πίνουν μπίρα σε μεγάλο ποτήρι

Δένουν τα μαλλιά τους με σπάγκους

Για να μην πέφτουν στα μάτια τους

Ξενυχτάνε στο προσκέφαλο μιας λέξης

Φροντίζουν τα έκθετα βρέφη

Μισούν τις φιλανθρωπικές οργανώσεις

Τις τελετές και τις παρελάσεις

Τις εθνικές εορτές, την εργατική Πρωτομαγιά

Την ημέρα της γυναίκας και του παιδιού

Αδιαφορούν για τους ζητιάνους μπροστά στα δημόσια καταστήματα

Και για τις κατεδαφίσεις των παράνομων οικοδομών.

                    Ο. π. σ. 37

     Για το ποιητικό της έργο έγραψαν οι: Μ.Γ. Μερακλής, Δ. Νικορέτζος, Τιτίκα Δημητρούλια. Αντιγράφω την κριτική της τελευταίας:

………………………………………

Ανώνυμο είναι το λήμμα «Κακλαμανάκη Ρούλα» στο Πάπυρος- Λαρούς- Μπριτάννικα.»   

-ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ, Έλληνες Ποιητές. Καστανιώτη, Αθήνα 2005, σ,44-45. (β/κη, για  «Μνημείο Αγνώστου»)

-ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ, σ.608-613, στο Κώστας Παπαγεωργίου, Η Ελληνική Ποίηση –Β΄ Μεταπολεμική γενιά, τόμος Γ΄, Σοκόλη, Αθήνα 2002

-ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΜΠΑΛΟΥΡΔΟΣ, Πειραϊκό Πανόραμα. Πνευματικό και Καλλιτεχνικό Χρονολόγιο του Πειραϊκού Χώρου (1784-2005), εκδ. Τσαμαντάκη, Πειραιάς 2006.

-ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΠΕΛΕΖΙΝΗΣ, Παρουσιάσεις Ποιητών, Περί Τεχνών, Αθήνα 2004, σ.44-47

-ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΟΛΔΑΤΟΣ, Δια του κατόπτρου. 150 Έλληνες Συγγραφείς, Κοχλίας, Αθήνα 2002, 328-361. Φωτογραφίες: Πηνελόπη Μασούρη

     ΜΙΚΡΟ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΗΣ

ΟΙ ΜΟΝΑΞΙΕΣ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

Φεύγοντας από την παραδοσιακή τέχνη της προκαθορισμένης φόρμας και οδεύοντας προς την ελευθερία αναζήτησης εκφραστικών μέσων, η ποίηση έγινε ιδιαίτερα απαιτητική ως προς την ουσία και την αφαίρεση. Έγινε και δύσκολη για τους αναγνώστες.

          Όλα όμως γίνονται πιο σύνθετα και πιο απαιτητικά καθώς προχωράμε σε μια κοινωνία με πιο ολοκληρωμένα και πιο καλλιεργημένα άτομα, σε μια κοινωνία με πολλών ειδών επιτεύγματα, αλλά και προβλήματα και αξιώσεις και προβληματισμούς και αμφισβητήσεις. Όταν παύεις να αναζητάς φόρμες ή λέξεις και φράσεις εντυπωσιακές, ηχηρές, όταν ξεφεύγεις από την περιγραφή, την αφήγηση, την υμνολογία ή τη θρηνολογία κ.λπ., αναζητάς κάτι άλλο και από αναζήτηση σε αναζήτηση φτάνεις στον πυρήνα των στοιχείων που συγκροτούν βαθύτερες ανησυχίες. Μπαίνει το κάθε τι σε κάποια άλλη θέση. Αποκαλύπτεται μια άλλη πλευρά του ή σταματάει βεβαίως κάπου μέσα σε μια σύγχυση-ένα αδιέξοδο. Πώς όμως θα σε παρακολουθήσει ο άλλος- και μάλιστα όταν είναι απροετοίμαστος, χωρίς γνώσεις ή και απλή ενημέρωση;

          Έχει γίνει πια κοινά αποδεκτό ότι βασικό χαρακτηριστικό της νεότερης ποίησης, τουλάχιστον στην πρώτη φάση εμφάνισή της, είναι η αμφισβήτηση. Αλλά και αυτή έχει το πλαίσιο και την εξέλιξή της. Όλοι οι ποιητές αυτής της περιόδου δεν αμφισβητούν ούτε τα ίδια ακριβώς πράγματα ούτε στην ίδια ένταση ούτε ακόμα στην  ίδια έκταση. Μερικοί μάλιστα δεν αμφισβητούν καθόλου. Κανείς δεν είναι παραδοσιακός, με τη γνωστή έννοια, αλλά μερικοί έχουν παραδοσιακά στοιχεία στην ποίησή τους. Κανένας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί «ρομαντικός», «επικός», «ελεγειακός», «βουκολικός», ούτε ακόμη «λυρικός» με την παλιά έννοια των όρων.

Πολλοί όμως μπορούν να χαρακτηριστούν λιγότερο ή περισσότερο υπαρξιακοί, υπερρεαλιστές, σωματικοί, ή το αντίθετο εγκεφαλικοί. Δεν είναι κανένας ή καμία που θα τον (την) λέγαμε καθαρά «κοινωνικό» ή «πολιτικό», αλλά μπορούν να ξεχωρίσουν μερικοί με τάσεις οικειοποίησης γενικότερων καταστάσεων, εμπειριών, βιωμάτων, προβληματισμών, και άλλοι με τάσεις πιο προσωπικής, πιο ιδιαίτερης προσέγγισης των καταστάσεων.

          Μερικοί, ακόμα και με τάσεις άρνησης, αντίθεσης προς κάθε τι το κοινωνικό και ιδίως το πολιτικό. Συχνότερα συναντάμε την αδιαφορία που όμως στην ποίηση παίρνει δραματική διάσταση. Πρόκειται για πράξη αδιαφορίας- αφού η ποίηση είναι πράξη και μάλιστα μεγάλη- δηλ. δημιουργία.

          Όλες αυτές οι τάσεις βέβαια, δεν είναι άσχετες ούτε με τις γενικότερες τάσεις των νέων, ούτε επίσης με την κατάσταση που επικρατεί στον κοινωνικό και τον πολιτικό χώρο. Αυτό όμως που έχει σημασία για τη νεότερη ποίηση είναι ο τρόπος με τον οποίο ανταποκρίνεται στην υπάρχουσα κοινωνική και πολιτική κατάσταση κι ακόμα ο τρόπος που την υπερβαίνει, την αγνοεί την περιφρονεί όταν δεν την κρίνει ή δεν την χλευάζει.

Αλλά πώς μπορούν να φτάσουν όλα αυτά στον αναγνώστη; Πολύ απλό και πολύ σύνθετο πρόβλημα. Ωστόσο, πολύ γενικά θα λέγαμε: Ό,τι είναι πραγματική ποίηση, λειτουργεί προς τα έξω’ προς τον αναγνώστη, ακόμα και στην περίπτωση που ο ποιητής δεν τον σκέπτεται καθόλου, ίσως και περισσότερο τότε. Φτάνει από μόνη της πιο γνήσια και πιο αποτελεσματικά σ’ αυτόν, μέσα από τη συγκίνηση και την κινητοποίηση των αισθήσεων. Η προετοιμασία του αναγνώστη είναι η ευαισθησία του. Η δική του τάση προς την απόλαυση της ποίησης και μια οποιαδήποτε εξοικείωση. Αυτό που αποκλείει την προσέγγιση, τη μέθεξη θα έλεγα, είναι η προκατάληψη’ κι αυτό που τη δυσκολεύει είναι η μεσολάβηση της διαστρευλωτικής παιδίας και ακόμη μιας κληρονομημένης παραδοσιακής νοοτροπίας που συχνά μας κρατάει πίσω από τις εξελίξεις.

 Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ 5/3/1988

--

     Ω, ΘΕΙΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΕΚΕΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

Το χειρότερο απ’ όλα ήταν τρείς λέξεις που έκοβαν την ανάσα: «μη», «απαγορεύεται», «πρέπει». Και τα βιβλία τα εξωσχολικά, όσα με λαχτάρα κατάφερνα ν’ αποκτήσω ή να δανειστώ, ένα-ένα κρυμμένα κάτω από τα σχολικά βιβλία. Στο δωμάτιό μου έμπαινε όποιος ήθελε, χωρίς να χτυπήσει. Διάβαζα το βιβλίο που αγαπούσα, με τον εφιάλτη πώς κάθε στιγμή μπορούσε ν’ ανοίξει η πόρτα κι εγώ έπρεπε να δράσω ακαριαία για να προλάβω να το βάλω από κάτω και να κάνω πώς διαβάζω το σχολικό. Η μισή απόλαυση χανόταν, και το βιβλίο του «πρέπει», μαζί με τους ανθρώπους γύρω, γινόταν μισητό. Το σχολείο ολόκληρο, μισή απόλαυση κι άλλη μισή σκασίλα.

          Περισσότερο θυμάμαι το Γυμνάσιο: μαύρη ποδιά, λευκό γιακαδάκι, κάθε μέρα πλύσιμο και σιδέρωμα. Μαλλιά σφιχτοδεμένα πίσω με κορδέλα ή κοντά, φτάνει να μην έπεφταν στο πρόσωπο. Παντελόνι μόνο για την εκδρομή και μάκρος φούστας ή σχολικής ποδιάς τέσσερα δάχτυλα κάτω από το γόνατο. (Όχι πάντως τέσσερα δάχτυλα πάνω από το αστράγαλο, σαν εκείνη την εποχή του Πάγκαλου και των γονιών μας). Όσο για τα κοσμήματα, μέσα στο πρώτο και το πιό αυστηρό «απαγορεύεται» αυτά. Σ΄ έναν έλεγχο μάλιστα, δεν δίστασε ο γυμνασιάρχης τραβώντας αυτιά και χέρια και λαιμούς να βγάλει και να πετάξει ό,τι βρήκε στην πίσω αυλή του σχολείου, από το παράθυρο. Αλησμόνητο αυτό. Με κλάματα ψάχναμε στο διάλειμμα, μέσα στα χώματα, στις πέτρες και στα χορτάρια, για ένα μικρό σκουλαρικάκι, ένα δαχτυλίδι, μιά αθώα αλυσιδίτσα. Μερικά βρέθηκαν, αμέσως ή αργότερα-μιάς και οι έρευνες δεν σταμάτησαν μέχρι να τελειώσουμε-, άλλα χαθήκανε για πάντα. Μέρες πολλές ψάχναμε, μέρες πολλές κλαίγαμε και μισούσαμε τον χαιρέκακο γυμνασιάρχη, καθώς επίσης μας έκοβε την τύχη με τ’ αγόρια που εμφανίζονταν σε καμιά διπλανή ταράτσα ή τύχαινε να περνάνε στο δρόμο την ώρα του διαλείμματος. «Έξω, έξω, χαμένοι! Αλήτες! Κομμουνιστές» φώναζε.

          Η πραγματική ικανοποίηση του θρανίου έμενε ωστόσο βαθιά μέσα μας’ λίγο-πολύ αόριστα νιώθαμε την αξία του και τη σημασία του, όχι μόνο για τη μετέπειτα ζωή μας, αλλά και για τότε, καθώς μας έβγαζε σιγά-σιγά απ’ το σκοτάδι της άγνοιας και φώτιζε το δρόμο μας, για να γνωρίσουμε τον κόσμο και τον εαυτό μας. Στην καθημερινότητά του, δεν ήταν κι αυτό παρά ένα «πρέπει». Η αίσθηση ωστόσο πώς πήγαινε μαζί  με τ’ όνειρο της κατάκτησης μιάς δικής μας ζωής δεν έλειπε, όπως δεν έλειπαν και οι παράπλευρες χαρές που έδεναν έναν έναν τον κόμπο των βιωμάτων, από το συναίσθημα μέχρι την σκέψη κι από την επιθυμία μέχρι την κρίση, σε μιά πλήρη ενεργοποίηση όλων των λειτουργιών του μυαλού και του σώματος, της ψυχής και των αισθήσεων. Κάποιες στιγμές, η γνώση, από σκοπός και καθήκον, γινόταν υπέρτατη ηδονή. Μιά καλή κουβέντα, ένας καλός βαθμός, ένα τραγούδι ή ένα κείμενο (ποιός ξεχνάει το μάθημα των ελληνικών-νέων και κυρίως αρχαίων-, ποιός δεν θυμάται την Αντιγόνη, την Ηλέκτρα, τον Οιδίποδα) η λύση ενός δύσκολου προβλήματος, μιά καλή έκθεση, ήταν μεγάλες στιγμές. Χειροπιαστή ανταμοιβή του μόχθου, που δεν ήταν και λίγος. Από την αλφαβήτα μέχρι την Αντιγόνη του Σοφοκλή, κι από την προπαίδεια μέχρι τους λογάριθμους: με το χέρι και με το χάρακα, με τον κοντυλοφόρο και το μελάνι, με τη γομολάστιχα και την ξύστρα, μιά καθημερινή πάλη σώμα με σώμα.

          Κι ύστερα το τράμ: Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά- Φρεαττύδα, που το καβαλούσαμε από πίσω και κάναμε το κομμάτι μας, αλλά και την οικονομία μας. Τις Κυριακές και τις γιορτές φορούσαμε τα καλά  μας. Παλιό ελληνικό σινεμά και βόλτες στο Πασαλιμάνι (τώρα λιμάνι της Ζέας). Κι όσο για παρέες και καρδιοχτύπια, άφθονο υλικό γαρνιρισμένο με φόβο θεού και απειλές γονέων και δασκάλων, μέσα στην υπέροχη αίσθηση της αμαρτωλής πράξης. Ήταν τότε που παίρναμε κάποιες μικρές δόσεις από τις γεύσεις της ζωής’ τότε πού ήταν όλα δύσκολα και κυλούσαν αργά, μα ήταν αληθινά και ανθρώπινα.

          Ήτανε άραγε καλύτερα ή χειρότερα από τους τωρινούς ξέφρενους ρυθμούς, τις άπειρες και θαυματουργές τεχνολογικές ευκολίες και την υπερκατανάλωση; Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Μιά νοσταλγία όλο γλύκα κι όλο πίκρα ήταν τα μεταπολεμικά σχολικά μου χρόνια. Δεν ξέρω όμως αν θα ήθελα να τα ξαναζήσω έτσι, ή αν θα προτιμούσα ένα σχολείο με υπολογιστές, βίντεο, CD ROM και άλλες τέτοιες ελκυστικές βοήθειας, συνοδευόμενες από όλες τις άλλες, τις σημερινές ελευθερίες και δυνατότητες. Αυτό που ξέρω σίγουρα είναι πώς θα ήθελα να τα ξαναζήσω, όπως κι αν ήταν και, κυρίως, όπως τα νιώθω τώρα όταν τα θυμάμαι.

Περιοδικό «Η Λέξη» τχ. 175/ 5,6,2003, σ. 574-575.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2025

ΥΓ. Έφυγε ξημερώματα Κυριακής, σήμερα 5/1/2025 στην εξοχική του οικία στους Αγίους Θεοδώρους, ο Πειραιώτης πρώην πρωθυπουργός και πολιτικός, οικονομολόγος και συγγραφέας, καθηγητής εμπορικού Δικαίου Κώστας Γ. Σημίτης. Γεννήθηκε στην πόλη μας, τον Πειραιά 23 Ιουνίου 1936 από γνωστή οικογένεια Νομικών που διατηρούσαν Γραφείο στο πρώτο λιμάνι. Σπούδασε νομικά στο εξωτερικό και υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Πασόκ από το 1974 ενώ κατά την διάρκεια της χούντας ανέπτυξε αντιδικτατορική δράση. Διεκδίκησε την ηγεσία του Πασόκ μετά τον θάνατο του ιστορικού ηγέτη Ανδρέα Παπανδρέου, έλαβε την αρχηγία και από 22/1/1996 έως 10/3/2004 διετέλεσε πρωθυπουργός της χώρας στα κρίσιμα ιστορικά και πολιτικά εκείνα χρόνια. Συνέγραψε βιβλία οικονομικού ενδιαφέροντος και των χρόνων των διακυβερνήσεών του. Εκλέγονταν βουλευτής του Πειραιά και οι παλαιότεροι θα τον θυμούνται που επισκέπτονταν τις τοπικές οργανώσεις του Πασόκ στον Πειραιά και μας μιλούσε κατά τις εκλογικές περιόδους. Ήταν προσηνής και αγαπούσε την λογοτεχνία και τα γράμματα.