ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΙΑΝ ΤΩΝ ΠΤΩΧΩΝ ΤΟΥ
ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(23
Δεκεμβρίου 1891)
Ο τον αγρόν
καλλιεργών της αγαθοεργίας
πλουσίαν εκ του σπόρου της συγκομιδήν
θερίζει
εις δέλτους
αι θυσίαι του εγγράφονται τας θείας.
Ο ελεών τους πάσχοντας είς τον Θεόν
δανείζει.
--
Δεν είναι
μυριόπλουτος πάς όστις θησαυρίζει,
αλλ’ όστις φέρει θησαυρόν εντός χρυσής
καρδίας
Δεν σπαταλά
ο εύπορος αν τους πτωχούς χαρίζη
αλλά κοσμεί την αρετήν διά της
ευπορίας.
--
Οσάκις τους
εις δάκρυα σκοτιζομένους οφθαλμούς
είς τάς ακτίνας της χαράς ανοίγει
πάλιν, ελεών,
οσάκις τους
απέλπιδας καθησυχάζει στεναγμούς,
--
είς αμοιβήν
ενδόμυχον των δώρων του και θ<υσι>ών
από της καρδίας του ++παλμούς,
και έχει
μεγαλόδωρον ανταποδότην τον Θεόν.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΡΙΖΟΥ
ΡΑΓΚΑΒΗ
(Κωνσταντινούπολη 27/12/ 1809- Αθήνα
16/1/1892)
ΠΑΝΤΟΙΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ, σελίδα 173
Από το
βιβλίο: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΡΙΖΟΥ ΡΑΓΚΑΒΗ, ΤΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ. ΤΟΜΟΣ Α΄: ΕΛΛΗΝΙΚΑ.
Φιλολογική Επιμέλεια: ΦΡΟΣΩ ΚΛΑΜΠΑΝΙΣΤΗ.
Χορηγός: Ίδρυμα Ιωάννου Φ. Κωστόπουλου. Η θεώρηση του Κειμένου πραγματοποιήθηκε
από τους ΦΡΟΣΩ ΚΛΑΜΠΑΝΙΣΤΗ ΚΑΙ ΛΑΜΠΡΟ ΗΛΙΑ. εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Ε.,
Αθήνα, 9, 2003, σελ. 272, τιμή 17 ευρώ.
Περί Ραγκαβή
«…
πανταχού και πάντοτε, αν μοί έλειπεν υλική ενασχόλησις, επροσπάθουν να
καταφεύγω είς διανοητικήν. Τούτου ένεκα, πλήν των άλλων λόγων, ουδέποτε
επεδόθην εις χαρτοπαιξίαν, ουδ’ εύρον
τινά ευχαρίστησιν εις τα τοιαύτης φύσεως παίγνια, ως ούδ’ ανεγνώρισα ή ησθάνθην
ποτέ την ανάγκην να φονεύσω τον καιρόν, ως λέγουσι οι Γάλλοι, ευρίσκων εξ
εναντίας ότι αναλόγως των όσα έχει τις να πράξη ή να μάθη ο καιρός άνευ
ημετέρας βοηθείας αυτοκτονεί, και μετά λυπηράς ταχύτητος μάλιστα’ και παράδοξον
ανακολουθίαν προσάπτω τοίς παραπονουμένοις ότι ο καιρός του βίου εστί βραχύς,
και όμως παντοία τεχναζομένοις ίνα τον βοηθώσι εις το ν’ αποβαίνη βραχύτερος».
Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής,
Απομνημονεύματα, 2, σ.σ. 271-272.
Εισαγωγικά
Ασχολούμενος το τελευταίο διάστημα με τα
ποιητικά και πεζογραφικά επιτεύγματα του Ευρωπαϊκού Ρομαντισμού, ιδιαίτερα τους
Γερμανούς λυρικούς ποιητές και ακόμα ειδικότερα την ποίηση του Γερμανού λυρικού
ρομαντικού Φρήντριχ Χαίλντερλιν, δεν
θα μπορούσα διαβάζοντας παλαιότερες μελέτες και άρθρα, βιβλία και δημοσιεύματα
στα οποία ανέτρεξα να μην σταθώ εκ νέου, σε ορισμένους από τους κύριους
εκπροσώπους του Ελληνικού Ρομαντισμού στην Ελλάδα. Ανέτρεξα σε παλαιές μου
σημειώσεις και ποιητικές συλλογές, σχολιασμούς στα περιθώρια σελίδων «Απάντων»,
χειρόγραφες αντιγραφές και φωτοτυπίες συνειδητοποιώντας, ότι αρκετά νεανικά και
εφηβικά σχόλια και σημειώσεις-ξεχασμένες και κιτρινισμένες από τον χρόνο και
την αναγνωστική παραμέληση- αφορούσαν Έλληνες Ρομαντικούς του 19ου
αιώνα. Παλιές ποιητικές αγάπες και διαβάσματα, και φυσικά, ο πάντα παρών Κωστής Παλαμάς, ακόμα και όταν
γνωρίσαμε και αγαπήσαμε την ποίηση του Οδυσσέα
Ελύτη και ξημεροβραδιαζόμασταν σε πορείες και διαδηλώσεις με ποιητικές
συλλογές του Γιάννη Ρίτσου
παραμάσχαλα. Ο Αλεξανδρινός έγλυφε
τα χείλη του και μας περίμενε στην γωνία Έρωτος και Ιστορίας.
Ε Ι Σ Σ Α Π Φ Ω
Πλέκουσα ὠδὰς
ἀκοιμήτου θρήνου,
ἤγειρας τὰς
Μούσας τὰς Λευκαδίας,
κ' εἶχες εἰς
τὰ βάθη τῆς σῆς καρδίας
φλόγας
καμίνου.
Σ' ἔλεγον αἱ
Μοῦσαι αὑτῶν δεκάτην.
Ὅταν τὸν
πικρὸν ἐκελάδεις πόνον,
οἱ ψαλμοὶ σ'
ἐφθόνουν τῶν ἀηδόνων.
Οἴμοι πλήν,
μάτην!
Μόνη σ' ἦτον,
μόνη ἐλπὶς τὸ μνῆμα,
ὅπου νὰ
σβεσθῶσι καὶ φλὸξ καὶ πόνοι
καὶ καταφυγή
σοι παρέστη μόνη
βράζον τὸ κῦμα.
Καὶ εἰς τὴν
ράν του ριφθεῖσ' ἀγκάλην,
ὡς τὸ κλαῖον
βρέφος ἀπεκοιμήθης,
κ' ἤλπισας νὰ
εὕρῃς σιγὴν τῆς λήθης.
Μάτην δὲ
πάλιν!
Πᾶν προσρέον
κῦμα, πᾶν ἀπορρέον
κλαῖον διηγεῖται
τὰς συμφοράς σου,
κ' ἐλεγεῖα
ψάλλει, καὶ τ' ὄνομά σου
λέγει τ' ὡραῖον.
Θάλλεις εἰς ἐρώντων
θνητῶν τὴν μνήμην,
εἰς τὰς ἀποστάσεις
καὶ δι' αἰώνων.
Ἂν δὲ καὶ ἀπεθάνες
εἰς τὸν πόνον,
ζῇς εἰς τὴν
φήμην.
Ιδιαίτερο
ενδιαφέρον δείχναμε σ’ έναν πολυγραφότατο λόγιο Κωνσταντινουπολίτη, ρομαντικό
ποιητή, πεζογράφο και θεατρικό συγγραφέα, κριτικό και μεταφραστή, εισηγητή
ποιητικών διαγωνισμών και πρύτανη πανεπιστημίου, καθηγητή της αρχαιολογίας,
βουλευτή και διπλωμάτη καριέρας, στρατιωτικό, γόνο Φαναριώτικης οικογένειας με
ρίζες βυζαντινές, πρώτου πρεσβευτή της Ελλάδας (1867-1868) στις Ηνωμένες
Πολιτείες Αμερικής. Θα σημειώναμε όχι απλά πρόδρομο αλλά έναν από τους
πρωτοπόρους του Ρομαντικού κινήματος στην χώρα μας, τον Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή. Γεννημένο στο Μέγα Ρεύμα (Αρναούτκιοι) της
Κωνσταντινούπολης στις 27 Δεκεμβρίου 1809 και εγκαταλείποντας τα εγκόσμια πλήρης
ημερών (83 ετών), την Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 1892 στην οικία του κοντά στην
πολυμελή οικογένειά του στην οδό Πανεπιστημίου 59. Η είδηση του θανάτου του
προκάλεσε αίσθηση στον ελληνικό και ξένο τύπο της εποχής, δόθηκε μεγάλη
δημοσιότητα και σχολιάσθηκε ποικιλοτρόπως. Όπως γράφτηκε στον τύπο, τον νεκρό
στην οικία του προσκύνησαν ο τότε πρωθυπουργός Θεόδωρος Δηλιγιάννης (1824-1905)
μέλη της Κυβέρνησης και της Πανεπιστημιακής και Επιστημονικής κοινότητας. Στη
νεκρώσιμο ακολουθία χοροστάτησε ο μητροπολίτης Αθηνών Γερμανός Καλλιγάς (1844-1896).
Ενταφιάστηκε στον οικογενειακό τάφο των Ραγκαβήδων στο Α΄ Κοιμητήριο Αθηνών. Βλέπε
σχετικά τις σελίδες 164-165 του βιβλίου του καθηγητή και ιστορικού ερευνητή Ε. Θ. Σουλογιάννη, «Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής (1809-
1892) Η ζωή και το έργο του», εκδόσεις Ι. Δ. Αρσενίδη, Αθήνα 1995, σ.300, τιμή
21, 50 ευρώ, όπου αντλούμε τις σχετικές πληροφορίες. Πολυμαθής και
πολυτάλαντος ο Αλέξανδρος Ρ. Ραγκαβής προέρχονταν από πολύτεκνη οικογένεια
λογίων, πατέρας του ήταν ο Ιάκωβος Ρίζος Ραγκαβής Φαναριώτης συγγραφέας και
μεταφραστής της «Αινειάδος» του Λατίνου ποιητή Βιργιλίου, δραματικών έργων του
γάλλου διαφωτιστή και φιλόσοφου Βολταίρου, έργων των Ρακίνα του Κορνέιγ και
άλλων. Μητέρα του η Ζωή Λαπίθη. Η οικογένεια είχε ακόμα τέσσερα παιδιά, δύο
κορίτσια, την Ραλού (1813-1869), την Ευφροσύνη (1815-1886) και δύο αγόρια που
πέθαναν σε μικρή ηλικία, τον Αλέξανδρο (1808-1809) και τον Γεώργιο (1815-1816).
Θείος του ήταν ο Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός και ξαδέλφια του ήταν οι αδελφοί
ποιητές Αλέξανδρος και Παναγιώτης Σούτσος. Τα πρώτα του ελληνικά γράμματα τα
διδάχθηκε στην οικογενειακή τους εστία (όπως συνηθίζονταν εκείνα τα χρόνια), με
οικοδιδασκάλους τον Κωνσταντίνο Πιττάρη, τον μετέπειτα υπουργό εξωτερικών
Χρηστίδη. Ανάμεσα στους δασκάλους του συναντάμε και τα ονόματα του Γεώργιου
Σερουϊου, του Αναστάσιου Ερκουλίδη, του Γεώργιου Γεννάδιου, του Κωνσταντίνου
Βαρδάλαχου επιφανών προσωπικοτήτων της εποχής, όπως μας αφηγείται ο ίδιος στα Απομνημονεύματά του. Αθήνα (1894) εκδότης ο Γεώργιος Κασδόνης,
τυπώθηκαν στο τυπογραφείο της «Εστίας». Σε ένα από τα Σχολεία που φοίτησε,
αυτό της Οδησσού, είχε συμμαθητές τον Φαναριώτη Γρηγόριο Καμπούρογλου, πατέρα του γνωστού φυσιοδίφη και συγγραφέα, αθηναιογράφου Δημήτριο Γ. Καμπούρογλου, τον Δημήτριο Λεβίδη, τον έλληνα ιστορικό
της συνέχειας της ιστορίας του Ελληνισμού και του Γένους Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο. Ως αριστούχος υπότροφος στην Στρατιωτική
Σχολή του Μονάχου στην Γερμανία, λαμβάνει την βοήθεια και υποστήριξη του Βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α΄,- και σταδιοδρομεί ως στρατιωτικός, ενώ
διατηρεί στενές σχέσεις και παρακολουθεί τα μαθήματα του γνωστού ελληνιστή Friedrich Thiersch (Θηέρσιου) αλλά και του Schelling στο Πανεπιστήμιο της πόλης. Σπουδάζει
και δείχνει ζήλο για την γερμανική φιλολογία και παράλληλα αρχίζει τον
συγγραφικό σχεδιασμό του δράματός του «Φροσύνη»
και διαφόρων πατριωτικών ποιημάτων όπως το γνωστό εμβατήριο «Ο κλέφτης» «Μαύρη είν’ η νύχτα στα βουνά».
Προς τα τέλη του 1829 ολοκληρώνοντας τις σπουδές του ο Ραγκαβής επιστρέφει
στην Ελλάδα. Η πρωτεύουσα του Ελληνικού κράτους εκείνο το διάστημα ήταν το
Ναύπλιο όπου μεταβαίνει ο Ραγκαβής και διορίζεται από τον πρώτο Κυβερνήτη της
Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια
ανθυπολοχαγός του πυροβολικού. Μετά από μικρό διάστημα παραιτείται από το
στράτευμα (αισθανόμενος λίγο παροπλισμένος για τις ικανότητές του ως
αξιωματικός) και αναλαμβάνει διάφορα καθήκοντα σε πολιτικές δημόσιες υπηρεσίες.
Κατά την διάρκεια της Αντιβασιλείας διορίζεται (1832) ως γενικός γραμματέας στο
Υπουργείο Παιδείας. Τα χρόνια των επαγγελματικών του θητειών ο Ραγκαβής
επεξεργάζεται σχέδια νομοσχεδίων για την καλύτερη οργάνωση της Μέσης
Εκπαίδευσης και του Πανεπιστημίου στην πατρίδα μας, ενώ καταρτίζει τον
κανονισμό της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Υπηρετεί ακόμα, ως ανώτατος υπάλληλος σε
διάφορες διοικητικές δημόσιες υπηρεσίες. Διατελεί επίσης και Πάρεδρος της
«Γραμματείας επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως» και για
μικρό διάστημα διευθυντής του Βασιλικού Τυπογραφείου (1841) καθώς και σύμβουλος
στη «Γραμματεία επί των Εσωτερικών». Στις 13/10/1840 ο Ραγκαβής παντρεύεται την
Σκωτσέζα Καρολίνα Skene, κόρη γόνου αριστοκρατικής
οικογένειας. Το 1831 κυκλοφορεί το ποίημά του «Δήμος και Ελένη» το οποίο μαζί με το έργο του ξαδέρφου του
Παναγιώτη Σούτσου, «Οδοιπόρος»,
θεωρούνται οι εισηγητές του ρεύματος του Ρομαντισμού στην Ελλάδα. Επί
πρυτανείας Νεόφυτου Βάμβα (1844) τον συναντάμε τακτικό καθηγητή της Αρχαιολογίας
στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Διαβάζουμε από το βιβλίο «Α. Ρ. ΡΑΓΚΑΒΗΣ. ΤΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΟΥΣΑΝ» Εισαγωγή και Επιλογή ποιημάτων
Λίτσα Χατζοπούλου, εκδόσεις ο ανθολόγος Ερμής, ν.1/ 1995, δρχ. 1040, του
εισαγωγικού σημειώματος της Λίτσας
Χατζοπούλου: «Για δέκα περίπου χρόνια
μένει εκτός της δημόσιας διοικήσεως, αλλά γίνεται ένας από τους σημαντικότερους
παράγοντες της φιλολογικής ζωής της χώρας». Είναι η πολιτική περίοδος όπου
ψηφίζεται ο νόμος περί αποκλεισμού των
ετερόχθονων ελλήνων από τις δημόσιες διοικητικές θέσεις. Εδώ παρενθετικά
για να κατανοήσουμε το ιστορικό κλίμα της εποχής να αντιγράψουμε αυτά που μας
λέει η Λίτσα Χατζοπούλου σελ. 18 του Ανθολογίου της: «Ας σημειωθεί εδώ ότι κατά τη συζήτηση του συγκεκριμένου νόμου στη
Βουλή ο πρωθυπουργός Ιωάννης Κωλέτης εκφωνεί
τον περίφημο πια λόγο του που περιέχει τη φράση «της μεγάλης ταύτης ιδέας»,
μια φράση που έμελλε να κυριαρχήσει στην πολιτική ζωή και στην ιδεολογική
σφαίρα της Ελλάδας τις επόμενες δεκαετίες».
Το 1856
εκλέγεται βουλευτής του Πανεπιστημίου, (θέση τιμητική) ενώ για το ακαδημαϊκό
έτος (1866-1867) διατελεί Πρύτανής του. Όπως αριθμούμε στις σελίδες 51-54 του
βιβλίου του Ε. Θ. Σουλογιάννη ο Α. Ρ. Ραγκαβής υπήρξε ενεργό μέλος πολλών- πάνω
από 30- υπερεσιακών εκπαιδευτικών και άλλων επιτροπών. Το ιστόγραμμα του βίου
του και των υπηρεσιακών επαγγελματικών του καθηκόντων- θέσεων, των πολιτικών
και πνευματικών του δραστηριοτήτων και των συγγραφικών του, το αντλούμε
παράλληλα και από τα Απομνημονεύματα που μας κληροδότησε και μας μιλά σε πρώτο
πρόσωπο, λεπτομερειακά, ή εν συντομία για τις περιπέτειες της δημόσιας
σταδιοδρομίας του, και από Ιστορίες της Ελληνικής Λογοτεχνίας, την αρθρογραφία
για την ζωή και την ποίησή του. Όπως και
για μελέτες του Ρομαντικού κινήματος στην Ελλάδα. Το 1847 ο Α. Ρ. Ραγκαβής με
την συνεργασία του Γρηγορίου Καμπούρογλου εκδίδει το περιοδικό «Ευτέρπη». Από τις σελίδες του
περιοδικού καλλιεργείται ένα νέο είδος της ελληνικής λογοτεχνίας, το Διήγημα.
Στο περιοδικό ο Ραγκαβής δημοσιεύει μεταφράσεις γάλλων συγγραφέων πχ.
Αλέξανδρος Δουμάς και 11 δικά του διηγήματα. Δύο χρόνια μετά, το 1849
αποχωρώντας από την εκδοτική ομάδα της «Ευτέρπης» μαζί με τους Νικόλαο Δραγούμη
και Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο θα εκδώσουν το φιλολογικό περιοδικό «Πανδώρα». Το ενδιαφέρον αυτό περιοδικό
θα προωθήσει και θα προβάλλει στην χώρα μας το πρωτογενές- πρωτότυπο
μυθιστόρημα, αυτό που θα καλλιεργηθεί και θα προταθεί από έλληνες μυθιστοριογράφους
όχι ως μίμηση των ευρωπαϊκών ξένων πεζών, αλλά με ελληνική θεματολογία, ύφος
και περιεχόμενο. Ο Ραγκαβής θα συμμετάσχει από τα τεύχη του περιοδικού με 12
αφηγηματικά του έργα. Μεταξύ αυτών το εκτενές διήγημα «Ο Συμβολαιογράφος» και το μυθιστόρημα «Ο Αυθέντης του Μωρέως». Την ίδια πάνω κάτω χρονική περίοδο, το
1851 βλέπουμε τον Ραγκαβή να συμμετέχει ως κριτής στους πανεπιστημιακούς
ποιητικούς διαγωνισμούς που θεσμοθετεί ο Αμβρόσιος Ράλλης. Με την συμμετοχή του
αυτή όπως φαίνεται γίνεται ο επίσημος διαμορφωτής των αισθητικών αντιλήψεων
περί των νέων ποιητικών δεδομένων. Η ελληνική ποίηση αποκτά ένα άρωμα
περισσότερο κοινωνικό, ελληνοκεντρικό δίχως να χάνει την πατριωτική της
ατμόσφαιρα, αν και την βλέπουμε συνήθως να πλέει μέσα σε σύννεφα μιάς ισχυρής ή
και έντονα φορτισμένης αισθηματολογίας. Η εποχή όμως αυτά ζητά, έναν ιδεολογικό
και έναν αισθητικό προσανατολισμό που θα εδραιώσουν τις νέες ιστορικές
αντιλήψεις περί Ελληνικότητας και περί Τέχνης και των κριτηρίων αποδοχής τους
από τον ελευθερωμένο ελληνικό λαό. Ίσως δεν είναι και τόσο παρακινδυνευμένο αν
εκφράζαμε την άποψη ότι οι ισχυροί ανατρεπτικοί άνεμοι της εποχής διαπλάθουν
τις συνειδήσεις των λογίων και των διανοουμένων κομμάτι περισσότερο παρά το
αντίθετο, παρά τις φωτεινές και λαμπρές εξαιρέσεις ελλήνων λογοτεχνών και
ιστορικών και ότι με την γραφή τους μας έχουν κληροδοτήσει. Η Νέα
απελευθερωμένη από τον Οθωμανικό ζυγό Ελλάδα ανοίγει έστω και μπουρδουκλωμένα
τα βήματά της ώστε να προλάβει και εκείνη από την μεριά της τις ευρωπαϊκές
ιστορικές και πνευματικές εξελίξεις στην ευρωπαϊκή ήπειρο- έχοντας καθυστερήσει
μένοντας πίσω- όταν εκείνη ήταν ακόμα δέσμια κάτω από τον ξένο αλλόφυλο και
αλλόθρησκο ζυγό. Έτσι το πρόσωπο της ταυτότητας που επιθυμούν να τις δώσουν οι
άλλοι, οι ξένοι φιλέλληνες και ελληνιστές, κλασικιστές και αρχαιολάτρες, δεν
έχει μία ενιαία συμπαγή μορφή, μια ενιαία θεώρηση της ταυτότητάς της. Η φόρμα
του εθνικού της προσώπου αποτελείται από ένα μωσαϊκό διαφόρων ιδεών και θέσεων,
απόψεων και στοχασμών ξένων περιηγητών και συγγραφέων, καθηγητών κλασικιστών
πανεπιστημιακών ιδρυμάτων σπαράγματα. Ανάλογα την γλώσσα που διδάσκονταν και
την εκπαίδευση που έπαιρναν οι ντόπιοι έλληνες λογοτέχνες και λόγιοι, σε ποια
ευρωπαϊκή χώρα σπούδαζαν ήσαν και οι επιρροές και επιδράσεις τους, και κατ’
επέκταση, η μεταφορά στα καθ’ ημάς των ξένων ιδεών της εικόνας περί Ελλάδος και
αναγκών του νέου ελευθερωμένου λαού. Στην ουσία δεν ρωτήθηκε άμεσα ποτέ ο λαός
ποια θα προτιμούσε να είναι τα χαρακτηριστικά της εικόνας του και της
ταυτότητας του νέου βασιλείου. Ποια η σχέση του αν υπήρχε με το αρχαίο παρελθόν
του, από πού προέρχονται οι ρίζες του. Αν είναι Έλλην ή Ρωμιός όπως τον ήθελαν
οι ξένοι «πάτρωνές» του και η εντός Ελλάδος μεταπρατική αστική τάξη. Η
περίπτωση της «Μεγάλης Ιδέας» ενδέχεται να ήταν μία προσπάθεια ελληνότροπης
θέσης και αντίληψης περί γηγενούς πολιτισμού και οράματος της Ελλάδος. Ο
ελληνικός μάλλον κακοχωνεμένος, ακατέργαστος αναγκαίος ιστορικός
μεγαλοϊδεατισμός μιάς μορφωμένης μερίδας Ελλήνων, στην τόνωση του Ελληνικού φρονήματος
και την εμψύχωση των λαϊκών στρωμάτων προερχόμενα αποκλειστικά από αγροτικές
περιφέρειες και την επαρχιακή ενδοχώρα με τρόπους και συμπεριφορές και
νοοτροπιών χαρακτηριστικά που δεν συνάδουν από την μορφωμένη ελίτ της μικρής
εκκολαπτόμενης άρχουσας κυβερνητικής και πνευματικής τάξης η οποία είχε αρχίσει
να εγκαθίσταται στην πρωτεύουσα, τα μεγάλα αστικά κέντρα, αφήνοντας τα χωριά
και τα νησιά τους. Το νέο ελευθερωμένο και ανεξάρτητο εν μέρει ελληνικό κράτος
είχε ανάγκη από μίαν πολιτική και κυβερνητική αρχή αποδεκτή από τις ξένες
προστάτιδες δυνάμεις στην προσπάθεια να συνενώσει και να φέρει σε επικοινωνία
της άτακτες και σκόρπιες και κατακερματισμένες ομάδες και οικογένειες των
ελλήνων επαναστατών αγωνιστών είτε φουστανελάδες ήσαν αυτοί είτε καραβοκυραίοι
νησιώτες είτε καστράτοι ορεσίβιοι. Όλοι από όλους διεκδικούσαν μερίδιο από τη
νέα εξουσία μετά την απελευθέρωση όλοι ζητούσαν πίσω κάτι από αυτό που έχασαν
και θυσίασαν κατά την διάρκεια των χρόνων της επανάστασης. Οι Ήρωες, είχαν και
αυτοί οικογένειες και στόματα να θρέψουν.
Επεκράτησαν οι πιο πολιτικά και διπλωματικά «καπάτσοι» και έτσι
φαγώθηκαν και τα χρήματα των ξένων δανείων. Ας αναλογιστούμε ότι μέχρι
σύγχρονης εποχής του πειραιώτη πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη ξοφλούσαμε ακόμα τα
δάνεια του αγώνα. Αλλά, ας μην ξεστρατίσουμε, να γράψουμε μόνο ότι οι
πνευματικές δυνάμεις στον τόπο μας διαχρονικά οι οποίες προσπαθούν να
εντοπίσουν και να ενώσουν το κοινό ψηφιδωτό της Ελληνισμού που αποτελείται από
την αρχαία των εθνικών πολυθεϊστική παράδοση των αρχαίων ελλήνων και τις
βυζαντινές ψηφίδες δεν ήσαν τόσες πολλές ώστε να υπερισχύσουν των άλλων
δυνάμεων οι οποίες δεν έβρισκαν σημεία σύγκλισης μεταξύ τους. Έτσι το ερώτημα
αν είμαστε με τους «Ευρολιγούρηδες» όπως χαριτωμένα έλεγε ο Κώστας Ζουράρης ή
τους Βυζαντινοεπαίτες ας μου επιτραπεί ο όρος που έφτιαξα σαν απάντηση,
παραμένει ακόμα ανοιχτό. Ένα αναπάντητο της ταυτότητάς μας εκκρεμές, πότε από
εδώ και πότε από εκεί κινείται στον ελληνικό ιστορικό χρόνο. Αν και στις μέρες
μας, μετα νεωτερικές εποχές και καταστάσεις πρωτόγνωρες που βιώνουμε, αυτός ο
«επιβαλλόμενος πολτός» της εξ αμερικανοποιημένης παγκοσμιοποίησης που έχει
επιβληθεί παγκοσμίως, επικάλυψε κάθε προσπάθεια κατανόησης είτε της μίας είτε
της άλλης πλευράς, τα πάντα πλέον είναι όπως λέει και το τραγούδι του συνθέτη
Γιάννη Μαρκόπουλου, «…προπαντός Αμερικανικά.».
Όσο για την «Πολιτιστική
Γραμμή της Μεγάλης Ιδέας» ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι θέσεις του
ιστορικού της Ελληνικής Λογοτεχνίας Μάριου
Βίττι, στις δύο μελέτες του που εξετάζεται το πεζό έργο του «της πολύπλευρης
προσωπικότητας που μέσα σε μια Ελλάδα υπό οικοδομή επέδειξε πάμπολλες
αξιέπαινες πρωτοβουλίες κι ακόμα υπήρξε ένας ακούραστος αν και μετριοπαθής,
ανανεωτής…..». Βλέπε το κεφάλαιο «Αντιμετώπιση και παράκαμψη της
πραγματικότητας Καλλιγάς και Ραγκαβής» σ. 15-36, «…..τον Α.Ρ. Ραγκαβή και τον
Π. Καλλιγά στρέφοντας την προσοχή ιδιαίτερα προς τις σχέσεις ανάμεσα στο
λογοτεχνικό έργο τους και τις κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες ωρίμασε….» στον
τόμο «Ιδεολογική Λειτουργία της Ελληνικής Ηθογραφίας» γ΄ έκδοση συμπληρωμένη,
εκδ. Κέδρος, 1991. Και επίσης, βλέπε το κεφάλαιο «ΟΙ Ρομαντικοί και η Μεγάλη
Ιδέα», σ. 205-230. Στην τελευταία έκδοση του τόμου Mario Vitti, «Ιστορία της Νεοελληνικής
Λογοτεχνίας», εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 2003. Στις σελίδες 222-225 όπου εξετάζει
κυρίως την ποιητική φωνή του Ραγκαβή ενώ στις σ.274-276 την πεζογραφική. Ο
Μάριο Βίττι μάλιστα προβαίνει σε μία εύστοχη παρατήρηση, γράφει: «Ο Ραγκαβής
έριχνε όλο το βάρος της συγγραφικής του δραστηριότητας στην ποίηση……. Έκανε
αποκλειστικά λόγο για το ποιητικό του έργο και παρασιωπούσε το πεζογραφικό, το
οποίο ωστόσο είναι εξίσου σημαντικό και πλούσιο σε θέματα, όπως θα δούμε
παρακάτω».
Η ΤΑΞΙΔΕΥΤΡΑ
Κόρη με τα χρυσά μαλλιά στους κρυσταλλένιους
ώμους,
Πού τρέχεις
ολομόναχη της ερημιάς τους δρόμους;
Νύκτα
χορεύουν τα στοιχιά, γυρνούν ανεραΐδες
Να τριγυρνά
μεσάνυκτα ποιάν κόρη πότε είδες;
-Και αν
χορεύουν τα στοιχιά, στοιχιά είν' ας χορεύουν
Όχι στοιχιά,
μόν άγγελον τα μάτια μου γυρεύουν.
Διαβάται που
διαβαίνετε, διαβάται που ρωτάτε,
Δεν είδετε
τον φίλο μου στα μέρη που περνάτε;-
-Κι αν
είδαμε τον φίλο σου στο δρόμο που περνούμε,
Να τον
γνωρίσουμ' από τί τον φίλο σου μπορούμε;-
-Ήταν
λεπτός, ήταν ψιλός, ήταν κοντός και νέος,
Σαν ήλιος
της ανοίξεως ήταν χρυσός κι ωραίος.
Σαν τον
χλωρόν τον Μάιο σεμνά χαμογελούσε,
Και σαν
αηδόνι έψαλλε στην λύρα που βαστούσε.
Στον ήλιον
έλαμπαν αι τρες των φουντωτών μαλλιών του,
Και τον
φθονούν ο ουρανός το χρώμα των ματιών του.
Φιλιά είχε
στο στόμα του, αγάπη στη ματιά του,
Παλληκαριά
στο στήθος του, κι εμένα στην καρδιά του.
Μαζί δυο
ζήσαμε χαράς κι ευδαιμονίας χρόνια,
Καθώς στου
δένδρου την φωλιάν τ' αχώριστα τρυγόνια,
Κι από κοντά
μας έφευγε η λύπη ξωρισμένη
Ο ήλιος
εβασίλευε και είμασθ' ενωμένοι,
Κι ανέτελλε,
κι ως αδελφοί φιλιούμασταν και φίλοι,
Κι ανέτειλε
και μια φορά μην είχεν ανατείλει!
"Πιστή
μου, λέγ' ο φίλος μου, σκύψε να σε φιλήσω
Πιστή μου,
ήλθε ο καιρός και πρέπει να σ' αφήσω.
Βλέπεις εκεί
που ρίχνουνται τα βόλια σαν χαλάζι,
Ακούς τον
κρότον των σπαθιών; -Εμέν' αυτός φωνάζει.
Βλέπεις τα
παλληκάρια μας που άγρια χορεύουν;
Εμένα
πρωτοχορευτή και σύντροφον γυρεύουν.
Ακούς τες
κόρες, τα παιδιά οπού αναστενάζουν;
Και που
ζητούν εκδίκηση; -Εμέν' αυτά φωνάζουν."
"Λοιπόν,
πιστέ μου, εσύ πας θα πας και θα μ' αφήσεις;
Άλλες ωραίες
μακριά θα διείς και θα γνωρίσεις,
Μιαν άλλην
κόρη θα φιλείς, μιαν άλλη θ' αγκαλιάσεις,
Μιαν άλλην
κόρη θ' αγαπάς, κι εμένα θα ξεχάσεις."
"Μην
κλαις, κορίτζι μου, μην κλαις, και πρέπει να πηγαίνω
Και αδικώ τα
νιάτα μου κάθε στιγμή που μένω.
Σκύψε και
συχνοφίλει με, γλυκιά γαλανομάτα,
Και κόλλησε
στα χείλη μου τα χείλη τα δροσάτα,
Και έχε γεια
μη με ρωτάς με τί καρδιά πηγαίνω
Πιστός σου
πάντα, όσο ζω, πιστός κι ενώ πεθαίνω
Οι άγγελοι
του ουρανού και αν με τριγυρίζουν,
Παντού τα
μάτια μου παντού εσένα θα σκαλίζουν.
Και αφού
πέσουν τρεις φορές και λιώσουν τρεις τα χιόνια,
Και κλάψεις
τρία σκοτεινά δυστυχισμένα χρόνια,
Τότε θ'
ακούσεις πατησιές, θ' ακούσεις τη φωνή μου,
Στες
αγκαλιές μου θα βρεθείς και θενά πας μαζί μου."
Και πήγε, κι
έλιωσαν και δυο και τρεις φορές τα χιόνια,
Κι έκλαψα
τρία σκοτεινά δυστυχισμένα χρόνια,
Κι είδα τον
χάρο να περνά, να κλαίει την ελπίδα,
Και της
καρδιάς μου τον πιστό μήτ' άκουσα μήτ' είδα.
Και τώρα
τρέχω τα βουνά, τα περιβόλια τρέχω,
Με τα πικρά
μου δάκρυα τα μνήματά σας βρέχω.
Διαβάτες που
μ' ακούγετε με μάτια δακρυσμένα,
Δεν έχετε
παρηγοριά ή θάνατο για μένα;
Διαβάτες που
ευφραίνεσθε τες χάριτες του δρόμου,
Αχ! πέτε με,
πού είδετε τον τρισαγαπητό μου.
Στον γάμο κι
αν τον είδετε τον γάμο να προφθάσω,
Στον τάφο κι
αν τον είδετε, κοντά του να πλαγιάσω.-
-Παρηγοριά έχ'
η ζωή κ' ο πόθος έχ' ελπίδα.
Γλυκό
κορίτζι, σαν ρωτάς, τον φίλο σου τον είδα.
Μήτε εις
τάφο κοίτουνταν, μήτε χαρά βαστούσε,
Μόνο με
χίλιους τα βουνά και τες λακιές περνούσε
Και πάρε
βράχο και βουνό, τον δρόμο π' ανεβαίνει,
Και πήγαινε,
κι ίσως τον διείς ακόμα να πηγαίνει.
Μαύρα είναι
τα ρούχα του, μαύρα τα δάκρυά του,
Μαύρο και το
τουφέκι του και μαύρη κι η καρδιά του."
Και παίρνει
βράχο και βουνό τον δρόμο π' ανεβαίνει,
Μέσα στους
βράχους περπατεί, και στο βουνό πηγαίνει,
Και τα
αγρίμια των δασών περνούνε και βογγούνε,
Μόν ο πιστός
της δεν περνά, κι οι χίλιοι δεν περνούνε.
Και καίουνε
τα μάτια της, και η καρδιά της καίει,
Κι εις ένα
λόφο κάθεται, μοιρολογά και κλαίει.
Και μια
φωνή, βαριά φωνή μέσ' απ' τον λόφο βγαίνει.
"Ποιος
τάραξε τον ύπνο μου; φωνάζει θυμωμένη
Γιατί πατείς
το δροσερό, το νέο μου χορτάρι;
Δεν ήμουν κι
εγώ άξιο, ανδρείο παλληκάρι;
Τριάντα
Τούρκους σκότωσα και έπιασα σαράντα,
Και
επαινούμουν και παντού και τ' άξιζα και πάντα,
Με δάφνες
περιστόλισα την σπάθα και την λύρα,
Και των
ανδρείων έπαινο και των ωραίων πήρα.
Πλην ενώ μ'
έτρεμ' ο εχθρός κι ο φίλος μ' επαινούσε,
Το στήθος μ'
αναστέναζε και η καρδιά πονούσε.
Μιαν
αγαπούσα, μια ξανθή, γλυκιά γαλανομάτα,
Που είχ'
αγάπη και ζωή στά χείλη τα δροσάτα.
Αφού τρεις
φορές πέσουνε και λιώσουνε τα χιόνια,
Σαν κλάψεις
τρία έρημα δυστυχισμένα χρόνια,
Τότε θα
έλθω, κόρη μου, την είπα, να σε πάρω
Πλην όταν
υποσχέθηκα δεν ρώτησα τον χάρο.
Κι έπεσαν
χιόνια τρεις φορές και έλιωναν την τρίτη,
Και τα
παιδιά μας έδιωχναν τον Τουρκοαρβανίτη,
Και σαν
χαλάζι έπεφταν τα βόλια μαζωμένα,
Αχ! κι ένα
βόλι έπεσε και μ' έρριξε κι εμένα.
Και η καρδιά
μου κρύωσε, και κρύωσε το σώμα,
Μόν η πιστή
αγάπη μου δεν κρύωσε ακόμα.
Μόν φύγε, μη
με αφαιρείς την έσχατ' ησυχία
Σεβάσου
έρωτ' ατυχή και τίμα την ανδρεία."
-Εσ' είσαι,
φίλε, που ζητεί η αγαπητική σου;
Ακούω τα
πατήματα κι ακούω τη φωνή σου;
Αχ! πόσον
καιρό μ' άφησες εις δάκρυα και πόνους!
Πόσους
μονάχη πέρασα ερημωμένους χρόνους!
Μα τώρα, έλα
να σε διώ, έλα να σ' αγκαλιάσω,
Κι αφού σε
ηύρα μια φορά, ποτέ να μη σε χάσω
Άφησε ζέστη
και ζωή στες αγκαλιές σου νά 'βρω.-
-Κόρ', είν'
στενός ο θάλαμος, και το κρεβάτι μαύρο
Μήτ' η αυγή
το χαιρετά, μήτ' η δροσιά το βρέχει,
Και του
ηλίου ώς εκεί το φως ποτέ δεν τρέχει.-
-Κι αν είν'
ο θάλαμος αυτός στο χώμα από κάτου,
Κι αν τον σκεπάζει
άγρια η νύκτα του θανάτου,
Στην άβυσσον
αν έπρεπε να κάθουμαι μαζί σου,
Θα δόξαζα
παράδεισο το βάθος της αβύσσου.-
Βου, βου,
γαυΐζουν τα σκυλιά κι οι κουκουβάγιες κλαίνε,
Και τα
αγρίμια πολεμούν κι οι ματιές τους καίνε.
Και τ' άστρα
πέφτουνε, κι η γη κλονιέται τρομαγμένη,
Και μέσ' απ'
τ' άγρια κλαδιά ο ποθητός της βγαίνει.
Μαύρο είν'
το τουφέκι του, και μαύρ' η φορεσιά του,
Και μαύρη
την εικόνα της την έχει στην καρδιά του.
-Αχ! είν'
αλήθεια; φίλε μου, σε ξαναβλέπω πάλαι;
Όμως τα
χέρι' απ' τ' άσπρο σου επανωφόρι βγάλε,
Κι
αγκάλιασε, και φίλα με σαν αγαπητικός μου,
Και μείν'
αιώνια πιστός κι αιώνια δικός μου.-
-Κόρη μου,
είναι για φιλιά τα χείλια μαραμένα,
Και για
γλυκαγκαλιάσματα τα χέρια μου δεμένα.-
-Κι ανίσως
είναι για φιλιά τα χείλια μαραμένα,
Κι αν είναι
γι' αγκαλιάσματα τα χέρια σου δεμένα,
Τότ' άφησέ
με, φίλε μου, εγώ να σ' αγκαλιάσω,
Κι αφού σε
ηύρα μια φορά, ποτέ να μη σε χάσω.-
Ου! ο
ανεμοστρόβιλος τα κυπαρίσσια δέρνει!
Ου! ο βοριάς
τον πλάτανο ξερριζωμένο παίρνει!
Και
κλάμματα, και αχ! και βαχ! μεσ' στη νοτιά γκρυνιάζουν,
Και
ψαλμουδιές μες στον βοριά τον Ύψιστον δοξάζουν,
Και σύννεφα
κατάμαυρα σφυρίζουνε κι αστράφτουν,
Κι από
λαμπάδες τα βουνά και τα λαγκάδι' ανάφτουν,
Κι όλο τα
μαύρα σύννεφα αστράφτουν και σφυρίζουν,
Και ένα
νεκροκρέββατο οι αστραπές φωτίζουν
Αφήτε τους
με αρετήν και πίστιν αγαπούσαν,
Στον τάφο
καν ενώθηκαν, αν όχι όσο ζούσαν!
Στις
σελίδες των Απομνημονευμάτων του ο Ραγκαβής,- έχουν φωτοτυπικά αναστηλωθεί και έχουν
επανεκδοθεί (τα διαβάζει κανείς και στο διαδίκτυο)- μας διηγείται για τα
σημαντικά πρόσωπα της εποχής του που γνώρισε από κοντά τόσο στην Ελλάδα όσο και
στο Εξωτερικό ως πρέσβης, ως διπλωμάτης, ως υπουργός και ως ανώτατος δημόσιος
υπάλληλος και ως συγγραφέας. Στις κυβερνήσεις των Δημητρίου Βούλγαρη και Ανδρέα
Μιαούλη ο Α. Ρ. Ραγκαβής διορίζεται Υπουργός των Εξωτερικών (Φεβρουάριος 1856).
Να σημειώσουμε εδώ ότι η θητεία του Ραγκαβή ως Υπουργού των Εξωτερικών συνέπεσε
με την αγγλογαλλική κατοχή του Πειραιά,
και την «Ξένη». Την λοιμική αρρώστια
που αποδεκάτισε τους δημότες του πρώτου λιμανιού και μέρος των ξένων
στρατευμάτων, που όπως αποδείχτηκε την μετέφεραν και την μετάδωσαν και στην
Πόλη. Μετά το πέρας της θητείας του στο υπουργείο εξωτερικών ο καταρτισμένος
και πολύγλωσσος, δραστήριος πολυμαθής διπλωμάτης ποιητής, συνεχίζει να διδάσκει
το μάθημα της Αρχαιολογίας στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (1859-1867).
Ας μνημονεύσουμε ότι ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής υπήρξε ένας από τους
πολυμαθέστατους έλληνες της εποχής του που είχε το ελληνικό κράτος. Οι γνώσεις
του ήταν άπειρες, η παιδεία του μεγάλη κάτι σπάνιο στην Ελλάδα εκείνα τα χρόνια
λίγα έτη μετά την Εθνική απελευθέρωση και την ίδρυση του ελληνικού κράτους,
καταρτισμένος άρτια σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και διπλωματίας. Τον
συναντάμε μάλιστα να συμμετάσχει σε μία αποτυχημένη εξέγερση. Ακόμα, κατά την
δημόσια σταδιοδρομία του αναλαμβάνει θέση πρεσβευτή σε διάφορες μεγάλες πόλεις
του εξωτερικού. Στην Ουάσινγκτον (1867-1868), στο Παρίσι (1868-1869 και
1871-1873), στην Κωνσταντινούπολη (1869- 1871), στο Βερολίνο (1874-1887).
Αποχώρησε ευδόκιμα από την δημόσια υπηρεσία τον Μάϊο του 1887. Το υπόλοιπο του
βίου του το πέρασε στην Αθήνα κοντά στην πολυμελή οικογένειά του, τα παιδιά και
τα εγγόνια του ασχολούμενος με αγαπημένες του καλλιτεχνικές και πνευματικές
δραστηριότητες. Η θητεία του ως διπλωμάτη στάθηκε ευεργετική για τα συμφέροντα
της ελληνικής πολιτείας σε ακανθώδη ζητήματα εξωτερικής πολιτικής υψίστης
σημασίας, όχι μόνο για το Κρητικό ζήτημα. Η Κρήτη δεν ήταν ακόμα ενσωματωμένη
με την ελεύθερη ελλάδα. Της ενσωμάτωσης δηλαδή της Μεγαλονήσου στον κύριο κορμό
της Ελληνικής γεωγραφικής επικράτειας. Καθ’ όλη την διάρκεια του βίου του ο
πολυμαθέστατος και δραστήριος σαν χαρακτήρας, αριστοκράτης Κωνσταντινουπολίτης,
πάντα καυχιόταν ότι κατάγονταν από την Βυζαντινή οικογένεια των ΡΑΓΚΑΒΕ, έδρεψε
δάφνες και τιμές δημόσιας αναγνώρισης παρά τις κατά καιρούς παύσεις του από
δημόσια αξιώματα και θέσεις, και την όχι
πάντα ευνοϊκή υποδοχή των συγγραφικών του καταθέσεων. Οι κριτικές και
αξιολογήσεις που δημοσιεύτηκαν και η αποδοχή των Ποιημάτων του, από μεταγενέστερους
χρονικά επίσημους έλληνες γραμματολόγους, (όπως θα διαβάσουμε παρακάτω) δεν
ήταν πάντα θετικές, μέχρι και πρόσφατα, θεωρούν την ποίησή του λόγω γλώσσας
αδιάβαστη, απόμακρη από τα σύγχρονα ποιητικά ερεθίσματα των νέων αναγνωστών,
εκφράζουσα έναν παλαιομοδίτικο πατριωτισμό μιάς άλλης ιστορικής περιόδου και
ποιητικής θεματολογίας. Σαν να θέλουν μάλλον, να ομογνωμονήσουν οι κριτικοί
μεταξύ τους, να μην έχουν και μεγάλη διάθεση να διαφοροποιηθούν στις αρνητικές
κρίσεις τους.
Τ
Α Μ Ν Η Μ Α Τ Α
Εἰς
παραπέτασμα θολὸν ἐκρύβη ἡ σελήνη.
Ὁ
νυκτοκόραξ, τῶν κρημνῶν τὴν φωλεὰν ἀφίνει
μὲ θλιβερὰ
κοράσματα.
Ἀποθανόντες
φίλοι μου τριγύρω μου κοιμῶνται,
κ' εἰς τὴν ὁμίχλη
τοῦ βουνοῦ ἀμφίβολα πλανῶνται
ἀτμόπλαστα
φαντάσματα.
Ναί, θέλω εἰς
τὰ σκότη σου, ὦ νὺξ ἠγριωμένη,
ἡ ὕπαρξίς
μου ἄγνωστος νὰ κεῖται τεθαμμένη
εἰς λήθην αἰωνίαν.
Καὶ ὡς ἠχήσῃ
δι' ἐμὲ τοῦ κώδωνος ὁ κρότος,
νὰ πέσω καθὼς
ἔζησα εἰς τῆν νυκτὸς τὸ σκότος
καὶ εἰς τὴν ἐρημίαν.
Ἀφ' ὅτου
πλέω τῆς ζωῆς τ' ἀγνώριστα πελάγη,
τὴν πρώραν
μου ἀντέκρουσαν καὶ σκόπελοι καὶ πάγοι,
καὶ ἀφρισμένα
κύματα
πλὴν τ' ἄρμενά
μου ἔδεσα τ' ἀνεμοξεσχισμένα,
ν' ἀράξω ἐπεθύμησα
εἰς ἥσυχον λιμένα,
καὶ ἤραξα εἰς
μνήματα.
Εἰς μνήματα!
Ὤ! καὶ τὸ πᾶν δὲν εἶναι μέγα μνῆμα;
Εἰς τῆν νυκτὸς
τὴν σιωπὴν ἡ γῆ ὓπὸ τὸ βῆμα
γογγύζει τοῦ
θανάτου.
Ἀχόρταγος τὰ
τέκνα του ὁ χρόνος καταπίνει,
κ' εἰς τὸν αἰῶνα
ὁ αἰὼν ἐνθύμημα ἀφίνει
τὰ
νεκροσάβανά του.
Ἐθαύμαζον τὸν
πλάτανον εἰς τῶν βουνῶν τὰ ὕψη.
Τοὺς λόφους
θέλων πέριξ του ἐφαίνετο νὰ κρύψῃ
εἰς τὸ παχύ
του φύλλωμα.
Πλὴν σκώληξ
τὴν καρδίαν του αἰῶνας εἶχε φθείρει,
καὶ ἤδη
σκέλεθρον γυμνὸν ὁ θάνατος τὸν σύρει
εἰς τῶν
κρημνῶν τὸ κοίλωμα.
Ροφοῦν ξηρὰν
μετὰ ξηρὰν τ' ἀχόρταγα πελάγη.
Τὴν Σιβηρίαν
ἔπνιξαν γιγαντιαῖοι πάγοι,
τὴν Ἀραβίαν ἄμμοι.
Τὸ στάδιον τῆς
κτίσεως εἰς τάφον εὐρὺν λήγει.
Πᾶν πλάσμα εἶναι
κτῆμά του, ἀφ' ὅπου καὶ ἂν φύγῃ,
καὶ ὅπου ἂν
προσδράμῃ.
Περιηγήθην εἰς
τὴν γῆν, καὶ ἐρωτῶν ποῦ εἶναι
ἡ οὐρανόκτιστος
Τρῳάς, αἱ ἔνδοξαι Ἀθῆναι,
ἀπήντησα
συντρίμματα.
Μετὰ τὴν γῆν,
τὸν οὐρανὸν ἠτένισα μ' ἐλπίδα
τὰ ἄστρα ἐμελέτησα
κι' αὐτὰ νὰ σβύνουν εἶδα
εἰς μαῦρα
διαστήματα.
Σύ, ὃς δι' αὔλακος
φλογὸς ὀργώνεις τὸν αἰθεα,
φωστήρ! Ἡ
φύσις σὲ ὑμνεῖ αἰώνιον πατέρα,
πηγή των οἱ
αἰῶνες.
Καθὼς φανοῦν
αἱ γόνιμοι ἀκτῖνες τοῦ φωτός σου,
τ' ἀκάθαρτα
φαντάσματα σοβοῦνται ἀπ' ἐμπρός σου,
καὶ φεύγουν
οἱ χειμῶνες.
Εἰς ρύακας
διαβανεῖς οἱ πάγοι ἀναλύουν,
τὴν γῆν
πορφύραι κεντηταὶ καὶ τάπητες ἐνδύουν
κι' ἀνθέων
διαδήματα.
Ἀπὸ τοῦ
θάλπους σου ζωὴν ποτίζεται ἡ φύσις.
Τὸν ἐρχομόν
σου εὐλογοῦν ποιμενικαὶ ὀρχήσεις
κ' ἐρωτικὰ
φιλήματα.
Σέ, τὸν δοτῆρα
τῆς ζωῆς, τὸν πρὸ αἰώνων ζῶντα,
Σὲ μόνον ὡς ἐνέχυρον
παρίστων εἰς τὰ ὄντα
πῶς εἶν' ἀθανασία.
Ἀλλὰ καὶ εἰς
τὸν δίσκον σου τὸν φλογισμένον εἶδα
πῶς ἔθεσεν ὁ
θάνατος τὴν μαύρην του σφραγῖδα,
καὶ εἶπ' «ἀπελπισία!»
Εἰς σκελετοὺς
κατάκειται ὁ γίγας τοῦ θανάτου.
Τὰ ἄδενδρα Οὐράλια
κ' αἱ Ἄλπεις εἶν' πλευρά του,
ἡ Αἴτνα εἶναι
στόμα του.
Τὴν γῆν
συντρίβουσ' οἱ συχνοὶ σπασμωδικοί του κλόνοι
εἰς λάβαν, εἰς
πυρκαϊὰν κ' εἰς ἄσφαλτον ἁπλώνει
τὸ
φλογισμένο στρῶμά του.
Ἐπὶ τὸ
πρόσωπον τῆς γῆς καταστροφὴν σαλπίζει.
Φυσᾷ
διχόνοιαν, λαοὺς κατὰ λαῶν ὁπλίζει
μὲ ξίφος
μαιοφόνον.
Πετᾷ ὡς
βόμβα φλογερὰ εἰς τάγματα νεκρά των
κ' εἰς
φλογισμένας πόλεις των καὶ εἰς τὰ πτώματά των
τυράννου
στήνει θρόνον.
Ναί, φρίττων
τῆς μητρός μου γῆς πατῶ τὸ νεκρὸν χῶμα.
Αἱματων εἶναι
ζύμωμα, πτωμάτων εἶναι στρῶμα
ἡ μαύρη
κατοικία μας.
Πολλοὶ παρῆλθον
πρὸ ἐμοῦ, πολλοὶ περνοῦν ἐμπρός μου,
θενὰ περάσω
μὲ πολλοὺς ὡς ἔλθῃ ὁ καιρός μου.
Ἰδοὺ ἡ ἱστορία
μας.
Ὡς ὑπομίσθους
τὰς σειρὰς ἂν εἶχες τῶν αἰώνων,
ὦ ὁδοιπόρ' ἐφήμερε,
ἐγείρεις μετ' ἀγώνων,
λαμπρὰς ἀεροπόλεις.
Ἀλλ' εἰς τοῦ
νέου κόσμου σου τὴν ὠγκωμένην πλάσιν,
ἀπρόβλεπτε
δημιουργέ, ὡς μόνην ἔχεις βάσιν
τὸ Ἄν, καὶ
τοῦτο μόλις.
Ὦ ματαιότης
τῆς ζωῆς! - Γνωρίζετε τὸν μόνον
ὅστις εἰς
τρίμματα πατεῖ βασιλειῶν καὶ θρόνων;
Τὸν γίγαντα
γνωρίζετε;
Ἰδέτ' ἡ γῆ
γονυπετὴς τὸ νεῦμά του προσμένει.
Πατεῖ, κι' ὁ
κόσμος σείεται. Περνᾷ, κ' ἡ οἰκουμένη
ἐπάνω του
ζυγίζεται.
Πρὸς τὰ
στοχεῖ' ἀτρόμητος ἠλείφθη νὰ παλαίσῃ.
Μετρᾷ τοῦ
κόσμου τὰς φυλὰς ὅπου θ' ἁλυσοδέσῃ,
καὶ τὰς
φρονεῖ ὀλίγας.
Ἐκεῖ – ὁ
θάνατος περνᾷ! - Εἰς τὴν ἀκτὴν ἓν μνῆμα,
πέτρα, ἣν
βρέχ' ἡ καταιγίς, πρὸς ἣν θρηνεῖ τὸ κῦμα
ἐδῶ κοιμᾶτ' ὁ
γίγας.
Ἕως ἐδῶ κ' ἐπέκεινα
ἡ δόξα καὶ ἡ φήμη
ἐσβέσθησαν,
καὶ μοναχὴ ἡ τεθλιμμένη μνήμη
φρουρεῖ τὸ
κοιμητήριον.
Ὑπήκοος καὶ ἡγεμὼν
ἐδῶ κοιμῶνται ἴσοι.
Εἰς ἓν χωνεύει
τῶν θνητῶν τὰ πάθη καὶ τὰ μίση
τὸ μέγα
χωνευτήριον.
Ὡς ἄνθος ἀρτιγέννητος
σ' ἐγνώρισα, ὦ κόρη!
Ἤσουν ὡς ἄγγελος
σεμνή λαμπρὸν ἐπανωφόρι
σ' ἐκάλυπτε
χαρίτων.
Ὁ νοῦς μου, ὅταν
σ' ἔβλεπον, τερπνῶς ὠνειροπόλει.
Σ' ἐλάτρευον
σιωπηλῶς. Ἡ ὕπαρξίς μου ὅλη
νὰ σὲ
λατρεύω ἦτον.
Σὲ εἶδα,
κόρη, ὡς ὠχράν, μὲ μειδιῶντα χείλη,
σὲ ἔφερον
δακρύοντες, πενθηφοροῦντες φίλοι
εἰς μαῦρον
νεροκράββατον.
Ἐτάφην ἔκτοτε
μὲ σέ, κ' ἐλπίζω νὰ σὲ πείσω
διὰ κλαυθμῶν
νυκτερινῶν, νὰ διαβῇς ὀπίσω
τὴν δίοδον τὴν
ἄβατον.
Ὤ! διατὶ ὁ
θάνατος τὴν θύραν μου δὲν κρούει;
Τέρπεται ἴσως
στεναγμοὺς κατόπιν του ν' ἀκούῃ
καὶ δάκρυα νὰ
βλέπῃ;
Ἂν εἶχε σβύσῃ
ἀντὶ σοῦ τὸν ἔρημόν μου βίον,
ποτὲ δὲν ἤθελε
βραχῇ ὑπὸ σπονδῆς δακρύων
τοῦ τάφου
μου ἡ σκέπη.
Εἰς
χειροπεριποίητον εὐθυγραμμίαν κλάδων,
εἰς κῆπον, ὃς
ὑπὸ στοῶν καὶ θόλων ἐξ ἀράδων
πρασίνων
καλλωπίζεται,
ἕκαστος
κλάδος συνεργεῖ εἰς κόσμον ἁρμονίας
καὶ ἂν ἓν
δένδρον ἁρπαγῇ ὑπὸ τῆς τρικυμίας,
ἡ συμμετρία
σχίζεται.
Ἀλλ' ἐγώ,
ρέμμα τῶν κρημνῶν βλαστῆσαν εἰς χειμῶνα
ποτέ μου δὲν
κατώρθωσα τὸν ἄφυλλόν μου κλῶνα
μετ' ἄλλου νὰ
συνδέσω.
Ποτὲ δὲν μὲ
ηὐλόγησεν εὐγνώμων διαβάτης,
καὶ ἂν
πλημμύρα τῶν βουνῶν μὲ σύρ' εἰς τὰ νερά της
ἀγνώριστος θὰ
πέσω.
Ἐν ὧ τὸν
κόσμον ἔβλεπον εἰς τὴν λαμπρότητά του,
ὡς λαῖλαψ ἐπεφύσησε
τὸ πνεῦμα τοῦ θανάτου,
καὶ γενεὰς ἡλώνισε.
Ἐμπρός μου ἔσκαψ'
ἔρημον βαθὺ νεκροταφεῖον,
καὶ ἔμψυχον ἐρείπιον
ἐν μέσῳ ἐρειπίων
μονήρη μ' ἐλησμόνησε.
Περὶ τὸν
κόσμο ὡς σκιὰ πλανῶμαι καὶ στενάζω,
σπουδάζω τοὺς
κατοίκους του, τὰ πάθη των θαυμάζω,
τὴν τύχη των
λυποῦμαι.
Ὁσάκις βλέπω
εἰς τὴν γῆν χωρὶς φρονίδα ὄντα
καὶ ἀδακρύτους
ὀφθαλμοὺς καὶ χείλη μειδιῶντα,
τὸν τάφον ἐνθυμοῦμαι.
Θνητοί, πατεῖτ'
ἀμέριμνοι τὴν γῆν ποῦ σας προσμένει.
Σταθῆτε, κ' ἐξετάσατε
ὁ χρόνος ποῦ πηγαίνει
τοῦ κόσμου τὰ
συντρίμματα.
Τὴν
βακτηρίαν πρὸς καιρὸν τοῦ δρόμου σας ἀφῆτε,
καὶ ἀπὸ τὸν
αἰώνιον φθορέα διδαχθῆτε
αἰώνια
μαθήματα.
Λεπτοῦ
γεννήματ' ἀσθενῆ, πρὶν ἔλθετε περνᾶτε!
Εἰς πότε οἱ ἀπέραντοι
σκοποὶ οὓς μελετᾶτε;
Ἡ ὥρα σας
σημαίνει.
Τὴν γῆν
κατεποντίσατε εἰς ποταμοὺς αἱμάτων,
τὸν κόσμον
κατεκτήσατε μ' ἀγέλας στρατευμάτων. -
Ποῦ κεῖσθε
τεθαμμένοι;
Τί
θησαυρίζεις ὁ γυμνὸς τοῦ κόσμου διαβάτης;
Τί
βασανίζετε τὴν γῆν, καὶ τὰ ἐντόσθιά της
ζητεῖτε ν' ἀνασκάψητε;
Ἡ γῆ ὀπίσω εἰς
τὴν γῆν θὰ πεταπέσῃ πάλιν.
Ἀγῶνας δὲν
χρειάζεσθε, οὐδ' ἔκτασιν μεγάλην
τὸ πτῶμά σας
νὰ θάψητε.
Ἀπόνοια! - Εἰς
τῆς ζωῆς τὸν σιδηροῦς κρατῆρα
κιρνᾷ μὲ χεῖρα
φειδωλὴν ἡ φθονερά μας μοῖρα
σπανίας τὰς
ρανίδας
καὶ ὅμως ἐξοδεύομεν
τὰς μαύρας μας ἡμέρας,
τὰς μὲν εἰς
πάλην πρὸς σκιάς, τὰς δὲ περισσοτέρας
εἰς ὄνειρα
κ' ἐλπίδας.
Νέος κ' ἐγὼ ἀνεπνευσα
τοῦ ἔρωτος τὴν φλόγα
εἰς τῆς ζωῆς
τὴν ἄμπελον κ' ἐγὼ τὴν τερπνὴν ρῶγα
τῆς ἡδονῆς ἐτρύγησα.
Τὸ ξύλον ἐδοκίμασα
κ' ἐγὼ τῆς ἐπιστήμης
κ' ἐγώ, ἐν
ζέσει νεαρᾷ, τῆς δόξης καὶ τῆς φήμης
τὴν λάμψιν ἐκυνήγησα.
Ἡ δόξα πλὴν ἦτο
σκιὰ κ' ἐχάθ' εἰς τοὺς αἰθέρας,
κ' ἡ φήμη,
μάταιος ἀὴρ χυθεὶς εἰς τοὺς ἀέρας,
ἀπέτη μετὰ
βίας.
Ἀνύπαρκτοι
θεότητες νοῶν εὐαπατήτων!
Τῆς ἐπιστήμης
τὸν καρπὸν ἐμάσησα, καὶ ἦτον
καρπὸς χωρὶς
οὐσίας.
Πολὺ πρωΐ ἀπηύδησα
εἰς τὴν ὁδοιπορίαν.
Τοῦ δρόμου τὴν
τραχύτητα καὶ τὴν ταλαιπωρίαν
πολὺ πρωΐ ἐγνώρισα.
Ἐκάθησα ν' ἀναπαυθῶ
εἰς ξενοδόχον μνῆμα,
καὶ ἀπὸ τῶν
συντρόφων μου τὸ φοβισμένον βῆμα
τὸ βῆμά μου ἐχώρισα.
Ἐδῶ ποῦ
σβύν' ἡ ὕπαρξις τὰ ὄνειρά μου σβύνω
.τὸ φόρτωμα
τῶν πόνων μου ἐπὶ τῆς γῆς ἀφίνω,
τὰ πάθη ἀπαρνοῦμαι,
εἰς ἄλλα
κλίματα τροφὴν ὑπάγω νὰ ζητήσω,
καὶ μόνον ἐκ
τῶν ἀγαθῶν ὅσ' ἂν ἀφίν' ὀπίσω
τὸν ἔρωτα
λυποῦμαι.
Ἐδῶ κρεμπω τὴν
λύραν μου εἰς κυπαρίσσους μαύρας
ἂς κλαίῃ ὅταν
πλέηται ἀπὸ μελλούσας αὔρας.
Παρὰ τῶν ἀπογόνων
μου
δὲν
περιμένει ἔπαινον ἢ δάφνην Ἑλικῶνος.
Ἦτο πιστή
μου σύντροφος ὅταν ἐθρήνουν μόνος,
ἐγλύκαινε τὸν
πόνον μου.
Τὸ πλοῖον ἂν
τὴν ἄγκυραν προώρως ἀνελκύσῃ,
εἰς τὰ λυτά
του ἄρμενα ἡ αὔρα νὰ φυσήσῃ
προσμένει ἀραγμένον.
Ἔχω κ' ἐγὼ τὴν
ἄγκυραν καὶ τ' ἄρμενα λυμένα
ἀπὸ τῆς γῆς
εἶμ' ἔτοιμος νὰ ἔβγω τὸν λιμένα,
τὴν αὔραν
περιμένων.
Ορισμένες
κριτικές γραφίδες τον θεωρούν Εθνικιστή. Ας σταθούμε λίγο στον προσδιορισμό
αυτόν που έχει φορτιστεί στον ιστορικό χρόνο με αρνητικό πρόσημο και σχολιασμό-
εξάλλου, στην ίδια κατηγορία εντάσσουν και την πεζογράφο Πηνελόπη Δέλτα, τον
Ίωνα Δραγούμη, ορισμένοι μάλιστα και τον Νίκο Καζαντζάκη, αφήνουν αιχμές και
για τον Κωστή Παλαμά και άλλα ονόματα ελλήνων λογοτεχνών των δύο προηγούμενων
προνεωτερικών αιώνων. Με τον Κωστή Παλαμά όπως ξέρουμε κορυφώνεται η αστική ποίηση
και ότι κουβαλά η ιδεολογία της παράδοσής της που αρχίζει πριν τον Γεώργιο
Δροσίνη και κλείνει κατά κάποιον τρόπο τον κύκλο της με τον Κωνσταντίνο Π.
Καβάφη. Έχοντας στις μέρες μας όμως-και ευτυχώς- την δυνατότητα μιας σύγχρονης
εποπτείας των ιστορικών και των λογοτεχνικών εξελίξεων και πολιτιστικών ζυμώσεων
και δεδομένων της ελληνικής ιστορίας και φιλολογικής γραμματείας, οφείλουμε να εξετάσουμε
την δημόσια εικόνα και τα γραπτά του (και των Ελλήνων εκείνων που τους έχουν
χαρακτηρίσει με το αρνητικό πρόσημο του εθνικιστή, κάτι ως «ρετσινιά») μέσα στο
ιστορικό πλαίσιο, το πνεύμα της ατμόσφαιρας της ελληνικής κοινωνίας και των
αναγκών της, τις πολιτιστικές εκείνες διεργασίες και το κλίμα που κινούνταν και
διαμορφώνονταν από την τότε νεοσύστατη άρχουσα τάξη του τόπου και μερίδα του
τύπου και του πολιτικού προσωπικού, τις πολιτικές και στρατιωτικές
ανακατατάξεις των δεκαετιών εκείνων όπως τις διαμόρφωναν οι διπλωματικές
ανάγκες και πολιτικές διεθνείς συνθήκες και προτεραιότητες του Ελληνικού
Κράτους. Μιάς καινούργιας κρατικής ελεύθερης οντότητας ενός πανάρχαιου έθνους
με ιστορία και πολιτισμό της βαλκανικής χερσονήσου, στην αναζήτηση του
Ελληνικού Λαού, των φουστανελάδων αγωνιστών του 1821 στην ανεύρεση και εδραίωση
μιάς ιστορικής και πολιτιστικής ταυτότητας του Έθνους Κράτος καταγωγής τους.-Μάλιστα
πτωχευμένου οικονομικά.- Στον προσδιορισμό των χαρακτηριστικών στοιχείων και
ιδιοτήτων της Ελληνικότητας, των ιστορικών ριζών της φυλής των Ελλήνων. Πριν
καλά-καλά διπλωματικά ορισθούν τα νέα ελληνικά σύνορα του ελληνικού βασιλείου,
πριν ελευθερωθούν περιοχές ελληνικές που ήσαν ακόμα υπόδουλες ή είχαν
προσαρτηθεί από άλλα γειτονικά κράτη, εθνότητες και τότε αυτοκρατορίες, δεν
μπορούμε νομίζω, να χαρακτηρίζουμε με τόση ευκολία ορισμένους Έλληνες λόγιους
και διανοούμενους, συγγραφείς Εθνικιστές, Εθνιστές ναι- όπως εύστοχα κάνει τον
διαχωρισμό η καθηγήτρια ιστορικός κ.
Μαρία Ευθυμίου- στις τηλεοπτικές εκπομπές μαθημάτων της γενικής Ιστορίας
στο κανάλι της Βουλής των Ελλήνων. Όπως και σήμερα έτσι και εκείνες τις
ιστορικές περιόδους κάθε Λαός (των Βαλκανίων ή διεθνώς) υπερασπίζει τα εδάφη
και την ιστορική του παράδοση, τα δίκαια της δικής του Εθνότητας και φυλής,
πίστης. (Ας φέρουμε στη σκέψη μας τις στρουκτουραλιστικές αντιλήψεις του Κλωντ
Λεβί Στρως). Κάποια επίσημα χείλη λογίων και πολιτικών ανδρών όφειλαν να δώσουν
την δική τους απάντηση στους διάφορους ξενόγλωσσους και αλλοεθνείς Φαλμεράιερ
αν δεν λαθεύω, που δεν πίστευαν στην συνέχεια των Ελλήνων, και δεν αναφερόμαστε
σε αιματολογικές συγγένειες και άλλα φαιδρά που δεν στέκουν αλλά σε ζητήματα
γλώσσας, πολιτισμικών εθίμων, παράδοσης πίστεως, φιλοσοφίας ζωής, αντιλήψεων
βίου και καθημερινότητας γύρω από τον βωμό της κοινής μας Εστίας όπως πίστευαν
οι αρχαίοι Έλληνες που κατοικούσαν αυτά τα χώματα. Δεν είμαι ιστορικός, (παρά
του ότι αγαπώ και διαβάζω την Ιστορία) λογοτεχνικά θέματα εξετάζω προσπαθώντας
να εντοπίσω προβληματισμούς και ερωτήματα τα οποία απασχολούσαν τις παλαιότερες
γενιές ελλήνων λογοτεχνών και έθεταν με τα γραπτά τους στους συγκαιρινούς τους.
Τις δικές τους αγωνίες και απορίες, τα ερωτήματα που έθεταν είτε ζώντας μέσα
στο πολιτικό τους περιβάλλον είτε ερχόμενοι σε επαφή με ιδέες και θέσεις άλλων
διαβάζοντας τις μελέτες και τα βιβλία τους. Ποιητές, Πεζογράφοι, ιστορικοί και
ιστοριοδίφες και ούτω καθ’ εξής. Εξάλλου, πάντα συμβάδιζαν, αλά μπρατσέτα
πήγαιναν Λογοτεχνία και Ιστορία, όπως η φιλοσοφία και ο κόσμος των ιδεών με τα
μαθηματικά. (χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Πλάτων). Αποδεχόμαστε λοιπόν ότι το
συγκρότημα των Μνημείων της Ακροπόλεως είναι ένα παγκόσμιο σύμβολο πολιτισμού
και διεθνούς ακτινοβολίας, τα σύνορα όμως της Ελληνικής Δημοκρατίας έχουν
περιορισμένα όρια σύμφωνα με τις διεθνείς συνθήκες και διακρατικές συμφωνίες
που διαμορφώνονται στον χρόνο, ανάμεσα στην χώρα μας και τα άλλα κράτη. Έχουμε
και άλλοτε γράψει ότι ακόμα και μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 και την
μπολσεβίκικη προπαγάνδα για ανοιχτά σύνορα, ο σοβιετικός λαός και οι σοβιετικοί
πολιτικοί και στρατιώτες, διπλωμάτες και διανοούμενοι μαρξιστές υπερασπίστηκαν
τα τότε γεωγραφικά σύνορα της αχανούς πατρίδας τους ενάντια στον ξένο κατακτητή
και εισβολέα. Ο έλληνας κομμουνιστής ηγέτης και άλλοι κομμουνιστές κρατούμενοι
και φυλακισμένοι από το τότε καθεστώς το 1940 έγραψαν επιστολή ζητώντας να τους
δοθούν όπλα να πάνε στο μέτωπο να υπερασπιστούν την πατρίδα τους, τα εδάφη της
από τα ιταλικά και γερμανικά στρατεύματα κατοχής. Από μία πατρίδα και ένα
καθεστώς που τους είχε φυλακίσει και εξορίσει. Μπορούμε αλήθεια να θαυμάζουμε
την μεγαλοφυή ποίηση του νομπελίστα Οδυσσέα Ελύτη της συλλογής του «Χαμένου
ανθυπολοχαγού της Αλβανίας» του «Άξιον Εστί», και να αρνούμαστε ότι ο νεαρός
ποιητής περπάτησε τις χιονισμένες βουνοκορφές της Πίνδου υπερασπιζόμενος την
πατρίδα και την γλώσσα της φυλής και του έθνους του; Θέλω να πω ότι οφείλουμε
να είμαστε προσεκτικότεροι στους αρνητικούς χαρακτηρισμούς που εκτοξεύουμε
εναντίον των άλλων και μάλιστα, όταν οι όποιοι άλλοι-άτομα του πνεύματος και
της τέχνης, των γραμμάτων- βίωναν άλλες καταστάσεις, είχαν άλλες ανάγκες,
ζούσαν εντελώς διαφορετικές στιγμές και ιστορικές προτεραιότητες του βίου τους.
Κάπου τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρούμε έναν «σνομπισμό» ή αν θέλετε «αφ’
υψηλού» ακαδημαϊκή θεώρηση της επίσημης Ιστορίας η οποία έχει μεταφερθεί και ως
αξιολογική άποψη και στους τομείς της Λογοτεχνικής Ιστορίας και των εκπροσώπων
της. Είναι οι νέες θεωρήσεις των πανεπιστημιακών κοινοτήτων των χάι σοσάιτι εκπαιδευτικών
ιδρυμάτων, των ελίτ και της τυραννίας τους όπως σχεδιάζουν τις νέες αντιλήψεις
μας, κλειστές αίθουσες. Δεν εννοώ συνομοσιολογικές αλλά καθαρά πολιτικές και
οικονομικές. Εκτός αν παρανοώ στα διαβάσματά μου, ξεπερνώντας μας η εποχή μου
και τα αξιολογικά της προτάγματα. Ενδέχεται επίσης, και το κυριότερο που αφορά
τον διπλωμάτη και πολιτικό ποιητή, (δεν γίνεται) να «παραγνωρίζουμε», να μην
λαμβάνουμε υπόψη μας περισσότερο από όσο πρέπει την Φαναριώτικη καταγωγή του Α.
Ρ. Ραγκαβή, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα παιδείας και αγωγής μέσα στην οποία
ανατράφηκε, σπούδασε, ανέλαβε τις υπηρεσιακές θέσεις που του ανέθεταν κατά την
διάρκεια του δημόσιου βίου, που σίγουρα ήταν πιο συντηρητικών θέσεων, όπως
επέβαλαν τα Φαναριώτικα περιβάλλοντα. Οι Φαναριώτες Έλληνες-σαν η ομάδα εκείνη
των Ελλήνων με παλαιά αρχοντική καταγωγή και πολιτιστική αγωγή και παιδεία,
διπλωμάτες και άρχοντες επί οθωμανικού ζυγού, είχαν μία διαφορετική, μια άλλη
αντίληψη ευρύτερων διαστάσεων και ορίων για το τι είναι Ελληνισμός, τι
Ελληνικότητα, και όχι Ελλαδικότητα των ορίων του Ελληνικού κράτους. Ζώντας και
μεγαλουργώντας εκτός συνόρων του ελληνικού κράτους, στις ελληνικές κοινότητες,
διάσπαρτοι ανάμεσα στις άλλες εθνότητες και λαούς, φυλές της Βαλκανικής
επικράτειας, έβλεπαν διαφορετικά τα πράγματα και κάτω από άλλο πρίσμα φρόντιζαν
για την επιβίωσή τους και τα συμφέροντά τους. Επί οθωμανικού ζυγού υπήρχαν και
εντός και εκτός ελλάδος διαφοροποιήσεις περί της ελεύθερης διοίκησης. Τα σύνορα
μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους ορίστηκαν (αν και έμοιαζαν σαν ακορντεόν)
όχι όμως και οι συνειδήσεις των απανταχού Ελλήνων, αυτές δεν μπορούσαν να
εγκλωβιστούν στα στενά έμψυχα όρια των αντιλήψεων των κρατικών συνόρων. Μήπως
το ίδιο δεν συνέβη και με τον ξεριζωμό των Μικρασιατών προσφύγων από τις
προγονικές ελληνικές τους εστίες; Το όραμα του Ελληνισμού τους, «διέφερε» από
αυτό των ντόπιων κατοίκων. Δεν ανήκαν στους αυτόχθονες για αυτό τους
αποκαλούσαν και «τουρκόσπορους». Δεν
ήταν θέλω να πω, μόνο ζήτημα ιστορικής ερμηνείας και εξήγησης, αλλά θέμα
ατομικής και συλλογικής συνείδησης και ψυχικής ταυτότητας, όπως την ένιωθαν και
την βίωναν ο κάθε ένας και κάθε μία ξεχωριστά και ιδιαίτερα από τους Έλληνες
εκτός Ελλάδος. Των άλλων περιφερειακών ελληνόφωνων και ελληνικής καταγωγής
κέντρων. Αλλά ας μην ξεστρατίσουμε σε μονοπάτια της Ιστορίας και Ιδεολογίας μια
και το θέμα μας δεν είναι ο Ιστορικός Ραγκαβής αλλά ο Ποιητής και η γνωριμία με
το έργο του από έναν έφηβο Πειραιώτη τα μεταπολιτευτικά χρόνια στην πόλη του
Πειραιά. Αν παραβλέψουμε την γλώσσα της εποχής που την συναντάμε- όχι σε όλα
του τα Ποιήματα, αυτή είναι η ελληνική ομιλούμενη και γραφόμενη γλώσσα των
χρόνων του, την καθαρεύουσα χρησιμοποιούν και άλλοι σημαντικοί έλληνες ποιητές
των αιώνων εκείνων, ρομαντικών και όχι μόνο δημιουργών. Δεν μπορούμε να
αγνοήσουμε- έχοντας πλέον στην διάθεσή μας όλο το συγγραφικό του corpus σε διάφορες επανεκδόσεις,
ανθολογήσεις, ακόμα και γλωσσικές του προσαρμογές, βλέπε την πολύ καλή εργασία
«Α. Ρ. Ραγκαβής, ΤΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΟΥΣΑΝ» σε εισαγωγή και επιλογή ποιημάτων από την Λίτσα Χατζοπούλου, της σειράς των
εκδόσεων Ο ανθολόγος «Ερμής», Αθήνα,
ν.1/ 1995, σ. 31 η οποία μας λέει: «Τα
ποιήματα προσαρμόστηκαν στους σημερινούς ορθογραφικούς κανόνες...», ενώ
πρωτύτερα γράφει: «Η ανθολόγηση και η
παρουσίαση των ποιημάτων έγινε με στόχο να παρουσιαστεί μια όσο το δυνατόν
αντιπροσωπευτικότερη εικόνα του ποιητή και με γνώμονα τους τρείς ποιητικούς
κύκλους που περιγράψαμε. Στην ενότητα Α΄ περιλαμβάνονται τα βυρωνικά ρομαντικά
ποιήματα, στην ενότητα Β΄ τα «φαναριώτικα και ερωτικά» και στην ενότητα Γ΄
αναδημοσιεύονται αποσπάσματα από τα έργα Διονύσου Πλους και «Γοργός Ιέραξ».».
Και παράλληλα έχοντας μελετήσει και την δίτομη εργασία της Φρόσως Ν. Κλαμπανιστή, «Τα Ανέκδοτα Ποιήματα. Τόμος Α΄: Ελληνικά»,
και «Τα Ανέκδοτα Ποιήματα. Τόμος Β΄ Σε Ξένες Γλώσσες» σε Φιλολογική επιμέλεια
Φ. Ν. Κλαμπανιστή που κυκλοφόρησαν με την χορηγία του Ιδρύματος Ιωάννου Φ.
Κωστόπουλου. Ο πρώτος τόμος εκδόθηκε από την Βιβλιοεκδοτική, Αθήνα 2003, σ.
272, τιμή 17 ευρώ, ενώ ο δεύτερος τόμος από τις εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα, 2007,
σ.208, τιμή 10 ευρώ. Παράλληλα συμβουλευόμενοι τα «Άπαντά του» και διαφορές
ανθολογήσεις του, θα ήταν μέγα λάθος να υποστηρίζαμε ότι ο Αλέξανδρος Ρίζος
Ραγκαβής δεν διέθετε ποιητική φλέβα, όπως αφήνεται να εννοηθεί από αρθρογράφους
του έργου του. Ο Ραγκαβής διέθετε και παρά διέθετε ποιητική φλέβα και μάλιστα
μία της ισχυρή πλευρά ήταν η σατιρική. Τα σατιρικά του γυμνάσματα που άρχισε να
συνθέτει από την παιδική του κιόλας ηλικία για διάφορα γυναικεία μέλη του
οικογενειακού του περιβάλλοντος δεν ήταν και λίγα, χάθηκαν στον χρόνο όπως ο
ίδιος μας εξομολογείται. Τα ποιητικά του επίσης ακούσματα στο σπίτι των γονιών
του προέρχονταν από τα ηρωικά, πατριωτικά και εθνεγερτικά άσματα των αγώνων του
έθνους τα χρόνια της επανάστασης του 1821, τους θούριους του Ρήγα, εκείνης της
εποχής, αυτά στάθηκαν οι πρώτες παιδικές πηγές έμπνευσής της ποίησής του, οι
πρώτες του ποιητικές αναμνήσεις, η γλώσσα και η μελωδία τους. Το εξομολογείται
ο ίδιος στα «Απομνημονεύματά του». Κάθε άλλο λοιπόν ότι δεν κατείχε την τέχνη
της ποιήσεως, την γλώσσα και την τεχνική της όντας μάλιστα πολύγλωσσος, έχοντας
την ευκαιρία να διαβάσει ξένους ευρωπαίους ποιητές στο πρωτότυπο. Αυτό φαίνεται
όχι μόνο από τις μεταφράσεις του αλλά και από το ότι συνέθεσε ποιήματα σε ξένες
γλώσσες. Ο Αλέξανδρος Ρ. Ραγκαβής δεν ήταν ένας στεγνός στρατιωτικός και
τυπικός διπλωμάτης, αν ο χαρακτήρας του ήταν μόνο αυτό, τότε, δεν θα ενδιαφέρονταν
να συναντηθεί με διάφορα σημαντικά ονόματα πνευματικών προσωπικοτήτων όπου
ταξίδευε, δεν θα μετέφραζε ξένους ποιητές, δεν θα συνέθετε πέραν της ελληνικής
ποιήματά του και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, τα ενδιαφέροντά του ήταν πέραν
των στρατιωτικών του επαγγελματικών καθηκόντων. Τα λογοτεχνικά του ερεθίσματα
και οι φιλολογικές του εργασίες και άλλες πνευματικές ενασχολήσεις είναι πάρα
πολλές καθ’ όλη την διάρκεια του βίου του, απλώνονται σε πολλούς τομείς. Τα
γραπτά και οι δημοσιεύσεις του αφορούσαν διάφορα λογοτεχνικά είδη και ζητήματα.
Ο Φαναριώτης ποιητής διαπιστώσουμε ότι ήταν πνεύμα πάντα ανήσυχο, φιλέρευνο,
πολυμαθής και καλλιεργημένος, με αγάπη για μάθηση, την ελληνική παιδεία, την
καλλιτεχνία, την ποίηση, την πεζογραφία τις επιστήμες. Αν και διετέλεσε αρκετά έτη
της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας ως στρατιωτικός, δεν μας άφησε στρατιωτικά
εγχειρίδια ή άλλες παρεμφερείς συγγραφικές εργασίες που να αφορούν το στράτευμα
ή τους κανόνες στρατιωτικής πειθαρχίας και αγωγής, οι μελέτες και η αρθογραφία
του, οι δημοσιεύσεις του έχουν να κάνουν με την δημόσια εκπαίδευση και διδασκαλία,
την επιστήμη της αρχαιολογίας, την συγγραφή λεξικών, τις θέσεις του ως ανώτατος
κρατικός λειτουργός για την καλύτερη και αποδοτικότερη λειτουργία, την
αποτελεσματικότητα των δημόσιων κρατικών υπηρεσιών των χρόνων εκείνων. Σαν
πανεπιστημιακός και πρύτανης στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών άφησε έργο,
γι’ αυτό και τιμήθηκε με την θέση του βουλευτή εκπροσώπου του. Η περίπτωσή του, είναι από τις πρώτες αν δεν
λαθεύω που έχουμε στην χώρα μας, δηλαδή διπλωμάτης καριέρας και πολιτικός να
είναι συγχρόνως και ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, κριτικός,
μεταφραστής ξένης ποίησης κλπ. Θυμόμαστε τον νομπελίστα μας ποιητή Γιώργου Σεφέρη και τις εξιστορήσεις του
κατά την διάρκεια της διπλωματικής του καριέρας, την περίπτωση του διπλωμάτη Άγγελου Βλάχου και του
Ξανθόπουλου-Παλαμά που μας άφησαν τις αναμνήσεις τους, τον πρέσβη ποιητή Γιώργο
Βέη. Ακόμα, τις περιπτώσεις του πρωθυπουργού και ποιητή Αθανασιάδη-Νόβα,
του κοινωνιολόγου, πολυμαθέστατου λογοτέχνη πρωθυπουργού Παναγιώτη Κανελλόπουλου, του προέδρου της ελληνικής δημοκρατίας,
νομικού και καντιανού φιλόσοφου Κωνσταντίνου
Τσάτσου. Του πειραιώτη πρωθυπουργού Κώστα
Σημίτη και των βιβλίων που εξέδωσε, τον επίσης πειραιώτη πολιτικό Ευάγγελο
Σαββόπουλο και τον διατελέσαντα σε πολιτικό αξίωμα θεολόγο και παιδαγωγό
Ευάγγελο Παπανούτσο. Του υπουργού και δήμαρχου Πειραιά Ανδρέα Ανδριανόπουλου. Την περίπτωση του εθνάρχη πολιτικού Ελευθερίου Βενιζέλου- ο οποίος
μετέφρασε την Ιστορία του αρχαίου ιστορικού Θουκυδίδη-, και άλλων πολιτικών μας
εκπροσώπων από διάφορους πολιτικούς και κομματικούς χώρους οι οποίοι είτε
υπήρξαν συγγραφείς ή είχαν καλές και στενές σχέσεις με τις τέχνες και τα
γράμματα, εκδίδοντας βιβλία τους. Όπως ήταν ο Ηλίας Ηλιού, ο γέρος της Δημοκρατίας Γεώργιος Παπανδρέου, ο Ηλίας
Τσιριμώκος, ο Βύρων Πολύδωρας, ο Αθανάσιος Κανελλόπουλος που υπήρξε και
τακτικός αρθρογράφος στον τύπο, ο συνταγματολόγος και πολιτικός Ευάγγελος Βενιζέλος, ο αγωνιστής Μανώλης Γλέζος με τις λαογραφικές και
άλλες μελέτες του, η ποιήτρια Ιωάννα Τσάτσου, ο Νίκος Μπελογιάννης που έγραψε «Σχέδιο για μια Ιστορία της
Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» ο ηγέτης του ΚΚΕ που έγραψε την μελέτη «Ο αληθινός
Παλαμάς», ο Ευάγγελος Αβέρωφ Τοσίτσας
με τα θεατρικά και ιστορικά του συγγράμματα. Ο βουλευτής πολυγραφότατος Βασίλης Βασιλικός, η δικαστικός, πολιτικός και ποιήτρια
πειραιώτισσα Ρούλα Κακλαμανάκη, ο
πεζογράφος Σπύρος Πλασκοβίτης, ο
βουλευτής Νίκος Παπανδρέου, η πεζογράφος βουλευτής Έλενα Ακρίτα, η τραγωδός και
πολιτικός Άννα Συνοδινού και αρκετοί άλλοι πολιτευτές και βουλευτές. Τιμητική
θέση στα ψηφοδέλτια του Πασοκ είχε και ο κλασικός φιλόλογος Ιωάννης Κακριδής.
Υπάρχουν ακόμα και οι περιπτώσεις των πολιτικών οι οποίοι έγραψαν βιβλία για
την επιστήμη τους όπως ο οικονομολόγος και πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου, ο Σεραφείμ Μάξιμος, ο πειραιώτης ιστορικός Παναγιώτης Πιπινέλης, και ο
πρωθυπουργός και ιστορικός Σπύρος
Μαρκεζίνης με τις σημαντικές σειρές των Ιστορικών του συγγραμμάτων. Για τα
χρόνια της πολιτικής τους καριέρας βιβλία μας άφησαν ο Γεώργιος Ράλλης, «Ωρες Ευθύνης», ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο
Δημήτριος Γ. Σιούφας. Έχουμε και τις περιπτώσεις υπηρεσιακών πρωθυπουργών όπως
ο οικονομολόγος Ξενοφών Ζολώτας, ή
βιβλία συζύγων πρωθυπουργών βλέπε Δήμητρα Λιάνη. Πηγαίνοντας προς τα πίσω το
ρολόι της πολιτικής ιστορίας δεν μπορούμε να μην μνημονεύσουμε τον πρώτο
κυβερνήτη της Ελλάδος Ιωάννη Καποδίστρια ο οποίος μας κληροδότησε τα
Απομνημονεύματά του. Η μνημόνευση των παραπάνω πολιτικών ονομάτων-σίγουρα θα
μας έχουν ξεφύγει και άλλα- δηλώνουν μέσα σε πιο πλέγμα ερευνών και συγγραφικών
κατηγοριών οφείλουμε να εντάξουμε την περίπτωση του Φαναριώτη λογοτέχνη και όχι
να τον αποκλείουμε από τις αναγνωστικές προτιμήσεις μας και να τον θεωρούμε
«εθνικιστή» και καθαρευουσιάνο ρομαντικό ποιητή, εισηγητή του ελληνικού
ρομαντισμού μεν αλλά αδιάφορο ποιητικά για τις σημερινές ανάγκες των
διαβασμάτων μας. Σε ποιό βαθμό και ποιες πτυχές της γραφής του είναι «κακές»
αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα προς εξέταση και όχι καθολικής απόρριψής του.
Α Σ Μ Α Π Α Ρ Α Φ Ρ Ο Ν Ο Σ
Νέον ἄνθος ἔθαλλον.
Ἄγγελος μ' ἐφίλησε
φίλημα
πικρόν.
Μ' ἔδρεψε καὶ
μ' ἔρριψε,
κ' εἰς
κρημνοὺς μ' ἐκύλισε
χείμαρρος,
νεκρόν.
Κύκνος
χιονόπτερος,
ν' ἀναβῶ ἠθέλησα
εἰς τὸν οὐρανόν,
πλὴν χρυσῆ
μ' ἐκέντησε
κεκρυμμένη
μέλισσα,
κ' ἔπεσα
θανών.
Φωτοβόλοι μ'
ἔφεγγον
ἔρως καὶ
διάνοια,
ἱερὰ δυάς.
Φεῦ! Ἀγρία ἔσβυσε
τ' ἄστρα τὰ
οὐράνια
λαῖλαψ
ποντιάς.
Χάρτης ὁ
θεόγραπτος
τῆς εὐρείας
πλάσεως
μ' ἦτον ἀνοικτός.
Πλὴν μοὶ τὸν
ἀφήρεσεν
ἀπὸ τὴς ὁράσεως
κάλυμμα
νυκτός.
Περιφέρω ἔκτοτε,
τὴν ψυχὴν ἀόμματος,
βλέμμα
σκοτεινὸν
είς κενὴν τὴν
ἔκτασιν
τ' οὐρανίου
δώματος,
εἰς τὸ πᾶν
κενόν.
Φύσις, ὡς ἠθέλησα,
νέος ὤν, τὸ
γάλα σου,
πάλιν σὲ ποθῶ.
Να μ' ἀνοίξῃς
ἔρχομαι,
μῆτερ, τὰς ἀγκάλας
σου,
καὶ νὰ
κοιμηθῶ.
--
«Ακολουθώντας» την παράδοση των αρνητικών
κριτικών των άλλων ιστορικών της ελληνικής λογοτεχνίας όπως θα δούμε παρακάτω,
ο ιστορικός της ελληνικής λογοτεχνίας Άριστος
Καμπάνης, στο βιβλίο του, «Ιστορία της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας», έκδοση
Ε΄ συμπληρωμένη, εκδόσεις Α. Καραβία, Αθήνα 1971, σ. 183, μιλά για την
«υπερκαθαρεύουσα γλώσσα» του Ραγκαβή. Διαβάζουμε: «…Από τα ποιήματά του
γραμμένα σε υπερκαθαρεύουσα-υπάρχουν και στιχουργήματα στη μισοδημοτική των Φαναριωτών- ξεχωρίζουν για τη στιχουργική
χάρη ο «Διόνυσος πλούς», (ο Βάκχος μεταμορφώνει τους πειρατάς σε δελφίνια) και ο
«Γοργός Ιέραξ» (επεισόδιο του βίου των αγρίων της Αμερικής).». Και συνεχίζει:
«Ψυχρές και πρόχειρες είναι οι μεταφράσεις του Δάντη, του Τάσσου, του Γκαίτε.
Για τ’ «Απομνημονεύματά» του, τα διηγήματα και το θέατρο, θα μιλήσουμε σε άλλο
κεφάλαιο, όπου θα παραθέσουμε και βιβλιογραφία.». Ενώ στην σελίδα 356 μιλώντας
για το θέατρο του Ραγκαβή γράφει: «…Ο Ραγκαβής έγραψε τους «Τριάκοντα
Τυράννους, το «Δούκα» βυζαντινής υποθέσεως, τη «Φροσύνη», την «Παραμονή»,
επεισόδιο επαναστατικό. Επίσης τις κωμωδίες του «Κουτρούλη ο γάμος», που σκοπός
τους, σύμφωνα με την ομολογία του συγγραφέα, ήταν να «καταδείξη τον
Αριστοφάνειον τρόπον του κωμωδοποιείν εις υπόθεσιν εκ των συγχρόνων ηθών και
σχέσεων πραγματευομένην περί τινός ράπτου, όστις πείθεται ότι πρόκειται να γίνη
υπουργός!». Ο «Μνηστήρ της Αρχοντούλας» και η «Διός Επίσκεψις» πάλι, σύμφωνα με
την ομολογία του συγγραφέα, «προτίθενται την διακωμώδησιν διαφόρων εκ των
αξιοχλευάστων ηθών ή περιστάσεων». Ο Ι. Ζαμπέλιος και ο Α. Ραγκαβής καθιέρωσαν
με το παράδειγμά τους το δωδεκασύλλαβο «τρίμερον ιαμβικόν ανομοιοκατάληκτον»
στην καθαρολογική τραγωδία: ο στίχος αυτός βασιλεύει για πολλά χρόνια στο
θέατρό μας.».
Ο
ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΟΥ
'Σ τὴν
κοιλάδα περνᾷ πλῆθος,
στράτευμα
πολύ.
Κάθε μάτι,
κάθε στῆθος
ἀντινοβολεῖ.
Αἱ ματιαῖς
διψοῦν γιὰ αἷμα,
καίουν 'σὰν
φωτιά
δάκρυ ὅμως
'ς ἕνα βλέμμα
σβύνει τὴν
ματιά.
Πῶς περνᾷ τὸ
παλληκάρι
μελαγχολικό;
Τὶ πονεῖ; Ἴσως
νὰ πάρῃ
πρέπ' ἰατρικό;
Πάσχει τώρα ἕνα
χρόνο,
κλαίει, δὲν
λαλεῖ.
Ἰατρικὸ 'ς αὐτὸν
τὸν πόνο
δὲν τὸν ὠφελεῖ.
Καὶ νά, ἔρχετ'
ἕνας νέος
μὲ μαλλιὰ
ξανθά
καὶ 'σὰν ἄγγελος
ὡραῖος
ταῖς ψυχαῖς
μεθᾷ.
«Παλληκάρι,
μὴ λυπᾶσαι,
κ' εἶμαι ὁ
Στρατῆς,
ἀδελφός, ἂν
μὲ θυμᾶσαι,
τῆς ἀγαπητῆς.»
'Σὰν πιστοὶ
φιλιοῦνται φίλοι
κ' ἀγαπητικοί
ἡ καρδιαῖς
πετοῦν 'ς τὰ χείλη,
καὶ φιλιοῦντ'
ἐκεῖ.
Ἔξω τοῦ χοροῦ
τῶν ἄλλων
ζοῦν οἱ δυὸ
μαζῆ
ζῇ ὁ ἕνας γιὰ
τὸν ἄλλον,
ὥστ' ὁ ἕνας
ζῇ.
Κι' ὅταν
σάλπιγξ τοὺς φωνάξῃ
νὰ παραταχθοῦν,
μαζῃ
στέκονται 'ς τὴν τάξι,
γιὰ νὰ
σκοτωθοῦν.
Βόλια δὲν
ψηφᾷ κἀνένας
ὅσῳ ζοῦν μαζῆ,
κ' ἐρωτᾷ
μόνον ὁ ἕνας
ἂν ὁ ἄλλος ζῇ.
Πολεμοῦν 'σὰν
τὰ θηρία,
εἶναι ἀστραπή.
Δὲν ὑπάρχει
σωτηρία
'ς ὅποιον δὲν
τραπῇ.
Καὶ ἀκόμ' ἀποροῦν
ὅλοι
πῶς κτυποῦν
αὐτοί,
ὅταν βόλι,
σκληρὸ βόλι
παίρνῃ τὸν
Στρατῆ.
Πέφτει 'σὰν
τὸ κυπαρίσσι,
'σὰν μηλιὰ
χλωρή.
Καὶ ὁ φίλος
του νὰ ζήσῃ
'ς τὸ ἑξῆς
'μπορεῖ;
Νέοι εἴκοσι
τὸν βάζουν
εἰς κλαδιὰ
χλωρά
τὰ τσαπράζια
του τὸν βγάζουν
τὰ χρυσαργυρᾶ.
Παλληκάρι,
στάσου, στάσου
βλέπε ποιὸν
κρατεῖς.
Διὲ ποιὸς
κοίτετ' ἐμπροστά σου
δὲν εἶν' ὁ
Στρατῆς.
Εἶν' ἐκείνη
π' ἀγαποῦσες,
εἶναι ἡ Χρυσῆ.
«Ἄχ, Χρυσῆ
μου, μὲ γελοῦσες!
Ἤσουν λοιπὸν
σύ!
»Ἐγὼ εἶπα τὴν
ἀλήθεια,
κόρη
ποθεινή.
Μιὰ πληγὴ 'ς
τὰ δύο στήθια,
μιὰ πληγὴ
κοινή.»
Καὶ 'ς τὸ ἄλογ'
ἀνεβαίνει,
'ς τοὺς ἐχθροὺς
γυρνᾷ
πέφτουν πλῆθος
σκοτωμένοι
ὅπου ἂν περνᾷ.
Ἥσυχους δὲν
τοὺς ἀφίνει
μήτε 'ς τὴν
φυγήν,
ὅσον 'ποῦ 'ς
τὸ χῶμα κλίνει
μὲ βαρειὰν
πληγήν.
Νικητὴν τὸν
στεφανώνουν
ὅσῳ ἀκόμη ζῇ,
καὶ τοὺς δύο
τους ἑνώνουν
κἄν 'ς τὴν γῆν
μαζῆ.
Πολυταξιδεμένος ποιητής ο Αλέξανδρος Ρίζος
Ραγκαβής ευτύχησε να γνωρίσει από κοντά -λόγω των δημόσιων θέσεών που του
ανέθεταν-, προσωπικότητες της πολιτικής και του πνεύματος. Τον Βασιλιά Όθωνα, τον πρώτο κυβερνήτη της
Ελλάδος Ιωάννη Καποδίστρια και τον Αυγουστίνο τον αδερφό του, έλληνες πρωθυπουργούς και υπουργούς των
χρόνων της εικοσάχρονης διπλωματικής του θητείας, ξένους ηγέτες. Στην Αμερική
συνάντησε από κοντά τον στρατηγό Grand, τον γνωστό συγγραφέα Longfellow, επισκέφτηκε το Πανεπιστήμιο του Harvard και γνωρίζει τον έλληνα καθηγητή Sophocles. Είναι ίσως ο
πρώτος και ο μοναδικός έλληνας λογοτέχνης και λόγιος που συναντά από κοντά τον
πατριάρχη, τον μύθο της αμερικάνικης ποίησης Walt Whitman. Τις
περιπλανήσεις του στο Νέο Κόσμο και σε αρκετές πόλεις της Ευρώπης, μια
«παρέλαση» ονομάτων, ο Ραγκαβής μας τις αφηγείται με ειλικρίνεια στις σελίδες
των Απομνημονευμάτων του. Πληροφορίες για το ταξίδι του στην Αμερική αντλούμε
και από τον έλληνα πεζογράφο της γενιάς του 1930, τον Γιώργο Θεοτοκά και το βιβλίο που έγραψε για την αχανή νέα και
πλούσια ήπειρο των πολλών ευκαιριών την Αμερική, εκδόθηκε από τις εκδόσεις «Ίκαρος»,
Αθήνα 1954. Ο Ραγκαβής δεν τίμησε μόνο τα ελληνικά γράμματα του 19ου
αιώνα αλλά στάθηκε και ένας συνεπής «υπηρέτης», ένας ακέραιος και δραστήριος
ανώτερος κρατικός υπάλληλος υπερασπιστής των πολιτικών και διπλωματικών
ζητημάτων που του είχαν ανατεθεί από την επίσημη ελληνική πολιτεία. Θυμόμαστε
την περίπτωση του διπλωμάτη νομπελίστα ποιητή Γιώργου Σεφέρη και τα «Ημερολόγιά
του», τις «Ημέρες του» στο τι μας εξομολογείται ότι τράβηξε από τους
καρεκλοκενταύρους δημόσιους παράγοντες των χρόνων της επαγγελματικής του
σταδιοδρομίας και υποψιαζόμαστε τι θα τράβηξε με τα δεδομένα της εποχής του. Ο
Ραγκαβής διακόνησε με ζήλο και ευσυνειδησία, πατριωτισμό, όποια θέση και αν
έλαβε. Υπήρξε υποστηρικτής των δικαίων της Ελλάδας και του Ελληνισμού στο εξωτερικό
και των σχέσεων της χώρας μας με τα άλλα κράτη. Γι’ αυτό και οι τιμές και οι
βραβεύσεις του υπήρξαν αρκετές, και από τον χώρο της πολιτικής και από τον χώρο
της επιστήμης εντός και εκτός Ελλάδας. Δεν μπορούμε να μην θαυμάσουμε και του
αναγνωρίσουμε ότι ο ένθερμος αυτός πατριώτης και εισηγητής δεκάδων νομοσχεδίων
και νομοθετημάτων που άλλαξαν και βελτίωσαν την εικόνα και τις λειτουργίες της
δημόσιας διοίκησης στην πατρίδας μας, κοντά στις αποστολές και τα καθήκοντα που
του ανέθεταν είχε και την φροντίδα της πολυμελούς οικογένειάς του, έβρισκε
χρόνο και έγραφε, δημοσίευε, αρθρογραφούσε διαρκώς, υπήρξε αναμφισβήτητα ένας
πολυγραφότατος λογοτέχνης. Ποίηση, πεζά, μυθιστορήματα, διηγήματα, θέατρο,
κριτικές βιβλίων, σχεδιάσματα της πορείας της ελληνικής λογοτεχνίας, ασχολήθηκε
με αναστυλώσεις βιβλίων, έγραψε συγγράμματα για την Εκπαίδευση, μετέφρασε αρχαίους
συγγραφείς, εξέδωσε «Λεξικόν
Γαλλοελληνικόν», (1842) το «Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας
(1888-1891). Αριθμούν όπως γράφουν οι μελετητές του20 τόμοι τα «Άπαντα τα Φιλολογικά» του (1880-1884), μόνο.
Μετέφρασε αν και σε γλώσσα καθαρεύουσα τους «Βίους Παράλληλους» του αρχαίου
ιστορικού Πλουτάρχου, 10 τόμοι,
έγραψε πρωτότυπες ιστορικές μελέτες και άρθρα, βιβλίο Γραμματικής και Αριθμητικής
και πολλά άλλα. Συμμετείχε ενεργά σε πνευματικά σωματεία και συλλόγους έκανε αρχαιολογικές
ανασκαφές. Για πρώτη φορά κυκλοφόρησαν τα «Απομνημονεύματά
του» σε δύο τόμους το (1894) δύο
χρόνια μετά τον θάνατό του. Έζησε μία ζωή πλήρης δραστηριοτήτων, άμεπτων καθηκόντων,
σοβαρών αποστολών στο εξωτερικό και παράλληλα, μέσα σε ένα κλίμα πνευματικό,
καλλιτεχνίας και γραμμάτων. Επαρκής και ικανός σε όλα του, ερευνητικό πνεύμα, διορατικός
αρχαιολόγος και ανασκαφέας, πανεπιστημιακός καθηγητής, περιηγητής της ελληνικής
γης, πολυταξιδεμένος, εργασιομανής, ακούραστος έλληνας γραφιάς, ξενόγλωσσος
συγγραφέας. Ένας έλληνας λογοτέχνης της εποχής και της γενιάς του από τους πιο
παραγωγικούς. Ας μην παραβλέπουμε ακόμα, ότι ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής ο
επιστήμονας, ο αρχαιολόγος, ο διπλωμάτης καριέρας, ο πολιτικός, ο πεζογράφος, ο
μεταφραστής, ο ποιητής, ο γλωσσολόγος, ο φιλόλογος, ο πανεπιστημιακός, ο
λεξικογράφος ήταν ταυτόχρονα και πατέρας πολυμελούς οικογένειας. Απέκτησε
συνολικά 11 παιδιά, αγόρια και κορίτσια από τα οποία είδε να χάνονται τα 5 πριν
το δικό του τέλος (1892). Έζησε μια ζωή θα γράφαμε περιπετειώδη, εργατικότατος από
τους πλέον εργασιομανείς έλληνες του αιώνα του, τουλάχιστον περισσότερο από άλλους
Φαναριώτες Ρομαντικούς ποιητές, τους αδερφούς Σούτσους, τον Αχιλλέα Παράσχο
κ.ά. Γράφει για αυτόν ο παλαιός ιστορικός της ελληνικής λογοτεχνίας και
ποιητής, μεταφραστής Ηλίας Βουτιερίδης.
«Πολύ λιγότερο ρομαντικός ή, πιο
σωστά, αρκετά κλασικιστής, μ’ όλο που δεν παρουσιάζεται δίχως να έχη δοκιμάσει
κάπως την επίδραση του γερμανικού ρομαντισμού στην ποίησή του, είναι ο
Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, γιός του Ιάκωβου Ρίζου Ραγκαβή. Στρατιωτικός στην
αρχή, αξιωματικός του πυροβολικού στον ελληνικό στρατό όταν πρωτοκατέβηκε στην
Ελλάδα (1829), έγινε κατόπι ανώτερος δημόσιος υπάλληλος, διπλωμάτης, καθηγητής
Πανεπιστημίου, υπουργός, και δημοσιογράφος. Η μεγάλη μόρφωσή του κ’ οι πολλές
ξένες γλώσσες που ήξερε τον εκάνανε απαραίτητο για να υπηρετή παντού την
Ελλάδα, που τότε δεν είχε και πολλούς ανώτερα μορφωμένους. Κι’ όση ποικιλία
έχει η δημόσια αυτή ζωή του τόση έχει και το λογοτεχνικό έργο του. Καλλιέργησε
όλα τα είδη του λόγου. Τα ποιήματά του είναι καθαυτό λυρικά κ’ ένα μεγάλο
επικό, «Ο Λαοπλάνος». Στα λυρικά του δεν ακολουθάει καμιά τεχνοτροπία και δεν
είναι καθόλου ρομαντικός. Σ’ αυτά η ποίησή του είναι πότε υποκειμενική και πότε
αντικειμενική’ μα δεν έχει τίποτα το ξεχωριστό. Για τη στιχουργική δεξιοτεχνία
και για την πολύ καθαρεύουσα γλώσσα τους ξεχωρίζουνε δυό επικολυρικά ποιήματά
του ή επύλλια, όπως τα έλεγαν: «Ο Γοργός Ιέραξ» και ο «Διονύσου Πλούς»’ συχνά
υπάρχει σ’ αυτά κάποια περιγραφική δύναμη. Ο «Λαοπλάνος» είναι μεγάλο επικό ποίημα,
με θέμα την ιστορία του ψευτοτσάρου Δημητρίου (ΙΖ αιώνας), όπου ο Ραγκαβής
φαίνεται σαν να θέλη να γράψη ποίημα μπαϋρονικό και παρουσιάζεται ρομαντικός. Ο
Ραγκαβής είναι απόλυτα καθαρευουσιάνος, μ’ όλο που έγραψε λίγα ποιήματά του και
σε δημοτική αρκετά καλή. Το ποιητικό, όπως κ’ όλο το άλλο λογοτεχνικό έργο του,
τον παρουσιάζει συγγραφέα που το πνεύμα του είναι δημιουργικό-κινιέται
ελεύτερα, ακόμη και σοφό, μα πολύ σπάνια καλλιτέχνη. Κι’ όμως ο Ραγκαβής είχε
και καλαισθησία και κρίση σωστή και μπορούσε να νιώθη το ωραίο όσο λίγοι. Την
τέχνη του τη ζημίωσε ο σκοπός που έβαζε σε κάθε συγγραφική του εργασία. Ήθελε
να δίνη δείγματα λογοτεχνικής εργασίας κι’ όχι έργα τέχνης. Βρέθηκε στα χρόνια
που η νεοελληνική λογοτεχνία δεν είχε ακόμη τίποτε αξιόλογο στην ποίηση, στην
πεζογραφία και στη δραματουργία, ή πιο σωστά δεν ύπαρχε καθαυτό λογοτεχνία, και
θέλησε να είναι κι’ αυτός ένας από τους
εργάτες του πνεύματος που θα έκανε τους συμπατριώτες του να προσέξουν τα έργα της
φαντασίας και γενικά την πνευματική δημιουργία. Προτίμησε να είναι περισσότερο
οδηγητής και διδαχός παρά δουλευτής της αληθινής τέχνης. Γι’ αυτό θα
λογαριάζεται πιο πολύ σαν πνευματικός εργάτης που έκαμε ό,τι μπορούσε για την
πνευματική πρόοδο της χώρας του.» Σελίδες 301-302.
Στα κεφάλαια
«Νεότερη εποχή- Η ποίηση»- «Η ποίηση στην καθαρεύουσα» του τόμου Ηλίας Βουτιερίδης, ΣΥΝΤΟΜΗ «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ (1000- 1930)» Γ΄ έκδοση με συμπλήρωμα του Δημήτρη
Γιάκου (1931-1976), εκδόσεις Δημητρίου Ν. Παπαδήμα, Αθήνα, 1976.
Από την σκοπιά του νεότερου Πειραιώτη
αναγνώστη των ετών μετά την μεταπολίτευση του 1974, να αναφέρουμε τα εξής. Πρώτα
διαβάσαμε την ποίηση και τον πεζό λόγο του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή και κατόπιν
κρίσεις και σχόλια για το πολυσχιδές έργο του. Εντυπωσιαστήκαμε με το ακούραστο
και αδέσμευτο του συγγραφέα, την πολυμάθειά του-φάνταζε στα εφηβικά μάτια μας
ένα είδος έλληνα εγκυκλοπαιδιστή- ερχόμασταν σε επαφή με ένα έργο πού ήταν
άγνωστά πλείστα από αυτά που διαπραγματεύονταν, σε μία γλώσσα καθαρεύουσα με
πολλές άγνωστές μας τότε λέξεις. Μια γλώσσα καθαρευουσιάνικη που ίσως και να
την «περιπαίζαμε» από μέσα μας μέσα στην άγνοιά μας. Όμως ήταν ο ενθουσιασμός
των πρώτων αναγνωσμάτων μας και εντυπώσεών μας πού μας συντρόφευαν στις πρώτες
αναγνωστικές ανιχνεύσεις και βαδίσματα των νιάτων μας. Όπως και νάχει οι
απόψεις και οι θέσεις του ιστορικού της νεοελληνικής λογοτεχνίας Ηλία
Βουτιερίδη είναι ορθές και έντιμες, το βλέμμα του είναι αυστηρό μεν αλλά δίκαιο
στο γενικό περίγραμμα της παρουσίας του Α. Ρ. Ραγκαβή και ενδέχεται και στις
επιμέρους πτυχές της γραφής του. Τότε
όμως αλλά και σήμερα ακόμα, μας συγκινούσαν τα ποιήματά του. Ο Ηλίας
Βουτιερίδης υπήρξε ένας καλός ιστορικός της Ιστορίας της Νεοελληνικής
Λογοτεχνίας και των έργων της, μεταφραστής αρχαίων κειμένων που ξεχάστηκε στις
μέρες μας ή επικαλύφθηκε η φωνή του και τα βιβλία του από μεταγενέστερες
εργασίες ιστορικών και μελετητών της ελληνικής γραμματείας. Το όνομά του δεν
μνημονεύεται συχνά πιά, αν δεν λαθεύω. Πάντως, μέχρι να φτάσουμε στην
κυκλοφορία της πολύτομης Ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του κριτικού και
ιστορικού Αλέξανδρου Αργυρίου των εκδόσεων Καστανιώτη, ο Βουτιερίδης πρόσθεσε
και αυτός το λιθαράκι του και διαβάζονταν. Μια διαφοροποιημένη γνώμη έχει και ο
παλιός αριστερός κριτικός και ιστορικός της ελληνικής λογοτεχνίας Μάρκος Αυγέρης ο οποίος αποδέχεται μεν
ότι δεν διαβάζεται πια η ποίηση εκείνων των δεκαετιών, αναφέρεται στους ποιητές
της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής με τα χαρακτηριστικά του Ρομαντισμού, αλλά χρήζει
ειδικού ενδιαφέροντος η προσωπικότητα του Α. Ρ. Ραγκαβή, γράφει: «… Οι ποιητές
και οι πεζογράφοι που παρουσιάστηκαν σ’ αυτό το διάστημα, σήμερα δεν
διαβάζονται κι’ έχουν ολότελα ξεχαστεί, μ’ όλο που μερικοί απ’ αυτούς ήταν
ένδοξοι στην εποχή τους και θεωρήθηκαν μεγάλοι. Λίγα μόνο από τα έργα αυτής της
εποχής παρουσιάζουν κάποιο ενδιαφέρον για τους ιστορικούς και τους
γραμματολόγους’ η σατιρική και μαχητική ποίηση, λόγου χάρη, του φλογερού
δημοκράτη Αλέξανδρου Σούτσου μερικά αρχαϊκά έργα του Αλέξανδρου Ραγκαβή, όπως
το ποίημα του «Διονύσου πλούς» και μερικά του αφηγήματα, διηγήματα και
μυθιστορήματα’ ο λογοτέχνης αυτός έχει περισσότερο ενδιαφέρον σαν ανθρώπινος
τύπος, έγραψε πολλά για όλα τα είδη του λόγου….». Βλέπε Μ. Αυγέρη, «εισαγωγή
στην ελληνική ποίηση και πεζογραφία», εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1966, σ.240.
Η
περίπτωση Ιωάννη Ιωακείμ Βίνκελμαν
Αξίζει να επισημάνουμε παρενθετικά, όπως ο
ίδιος ο διπλωμάτης- ποιητής μας δηλώνει, ότι το πρώτο λάκτισμα της ενασχόλησής
του με την σπουδή «της αρχαίας καλλιτεχνίας» το οφείλει σε έναν Γερμανό- Πρώσο
λάτρη της αρχαίας Ελλάδος και πατέρα της Ιστορίας της Τέχνης της κλασικής
αρχαιότητας και πατέρα της Αρχαιολογίας, τον ταπεινής και φτωχής καταγωγής Ιωάννη Βίνκελμαν. (Stendal Πρωσίας 1717- Τεργέστη Ιταλίας 8/6/ 1768). Όταν το 1834 δανείστηκε από έναν φίλο
του το σημαντικό και πρωτοπόρο βιβλίο του γερμανού φιλέλληνα Johann Winckelmann, «Ιστορία της Αρχαίας Τέχνης». Η
Τέχνη των ανατολικών λαών, των Ετρούσκων, των Ελλήνων και των Ρωμαίων, ο
Ραγκαβής το μελέτησε με προσοχή, επηρεάστηκε θετικά και βαθύτατα από αυτό, από τις
ιδέες και θέσεις που εξέφραζε ο συγγραφέας του, κάτι που καθόρισε τους
πνευματικούς μελλοντικούς του προσανατολισμούς και αρχαιολογικές κατευθύνσεις.
Το μελέτημα αυτό του Ιωάννη Βίνκελμαν υπήρξε σταθμός για πολλούς λογίους και
διανοούμενος της εποχής του, επέδρασε σε εκατοντάδες συνειδήσεις ευρωπαίων
καλλιτεχνών και ανθρώπων του πνεύματος και της τέχνης. Το σημαντικό μελέτημα του
Johann
Joachim
Winckelmann για την ελληνική
γλυπτική, αισθητική τέχνη, είχε καθοριστική επίδραση στην «πνευματική και
καλλιτεχνική ζωή της Ευρώπης του ύστερου 18ου αιώνα», εκδόθηκε για
πρώτη φορά στα ελληνικά (από όσο γνωρίζω) το 2010 στην Αθήνα σε μετάφραση του Λευτέρη Αναγνώστου και εισαγωγή του Γεράσιμου Α. Μαρκαντωνάτου από τις
εκδόσεις Gutenberg. σελ. 426, τιμή 30 ευρώ. Λίγα χρόνια νωρίτερα στην Αθήνα το
1996, οι εκδόσεις Ίνδικτος σε μετάφραση Ν.
Μ. Σκουτερόπουλου κυκλοφορούν το βιβλίο: Ι. Ι. Βίνκελμαν, «Σκέψεις για την
μίμηση των ελληνικών έργων στη ζωγραφική και τη γλυπτική», σ.82, δρχ. 2496. Ενώ
ο σημαντικός εικαστικός, ποιητής, διηγηματογράφος και μεταφραστής, γεννημένος
στην πόλη των Σερρών Αλέξανδρος Ίσαρης
μας δίνει τον τόμο με διηγήματά του: «Βίνκελμαν ή το Πεπρωμένο», εκδόσεις Κίχλη,
Αθήνα 5, 2010, σ. 310. Ο Ι. Ι. Βίνκελμαν όπως είχαμε αναφερθεί και σε προηγούμενο
σημείωμα, είχε επιδράσει στις αισθητικές αντιλήψεις και ποιητική συνείδηση του
ρομαντικού γερμανού ποιητή Φρήντριχ Χαίλντερλιν. Παρόμοια και σε σπουδαίους λογίους
και φιλοσόφους, αισθητιστές, εικαστικούς και ποιητές της εποχής. Βλέπε τα ονόματα των: Lessing, Herder, Her. Heine, Fr. Nietzsche, Fr. Holderlin,
Stefan Georg, J. von Goethe, Spengler και πολλών άλλων. Δυστυχώς ο άτυχος και τραγικός
ανέλπιστος θάνατός του-η δολοφονία του από έναν άγνωστό του ιταλό- σε ταξίδι
του στην Ιταλία, στέρησε το ευρωπαϊκό πνεύμα και καλλιτεχνικό κόσμο, την
ακαδημαϊκή κοινότητα, τους ασχολούμενους με τις καλές τέχνες, από μία
προσωπικότητα μεγάλου κύρους και εκτοπίσματος, βαθειάς σοφίας και γνώσεων. Οι
σπουδαίες και πρωτοπόρες θέσεις και απόψεις του σε ζητήματα και θέματα σπουδής
της Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης, της Αισθητικής των αρχαίων ελλήνων και της
σημασίας της στις καθημερινές ζωές των πολιτών-κατοίκων, έγιναν αποδεκτές από ένα
ευρύτερο κύκλο καλλιτεχνών, τεχνοκριτικών και άλλων παραγόντων των Καλών
Τεχνών. Οι θέσεις του Βίνκελμαν περί αισθητικής δεν περιορίσθηκαν μόνο σε
κύκλους της φιλότεχνης αριστοκρατίας, πάπες, βασιλείς, συλλέκτες και διευθυντές
Μουσείων, μαικήνες, υιοθετήθηκαν και τις ασπάσθηκε ένα ευρύ κοινό καθηγητών,
δασκάλων και σπουδαστών. Ο Γεράσιμος Αν. Μαρκαντωνάτος μάλιστα, σελ. 13 του
προλόγου του γράφει: «Η επίδραση αυτή
υπήρξε τόσο έντονη στη χώρα αυτή, (εννοεί την πατρίδα του την Γερμανία) ώστε
μερικοί έφτασαν στο σημείο να μιλήσουν για «τυραννία της Ελλάδας επί της
Γερμανίας».». Όπως βλέπουμε μέσα στην ροή του χρόνου της Ιστορίας της
ανθρωπότητας ένα τυχαίο, ξαφνικό, απρόοπτο, τραγικό συμβάν στην ζωή ενός
ανθρώπου, μιάς σοφής μορφής των χώρων της καλλιτεχνίας και των πεδίων του
πνεύματος, δύναται να αλλάξει καθοριστικά την προσωπική μοίρα ανθρώπων, χωρών-
εθνών. Ας φέρουμε στην σκέψη μας την περίπτωση της δολοφονίας του πρώτου Έλληνα
σοφού Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια.
Πόσο διαφορετική θα ήταν η μοίρα του Ελληνισμού αν ζούσε και εφάρμοζε το
μεταρρυθμιστικό σχεδιασμό της ελεύθερης και αυτοδύναμης Ελλάδος που
οραματίζονταν. Η σοφή και οραματική ματιά ενός φιλέλληνα Πρώσου αρχαιολόγου
ευαίσθητου, καλλιεργημένης προσωπικότητας και τρυφερού ονειροπόλου χαρακτήρα, στάθηκε
η αιτία ένας έλληνας πολυμαθής λόγιος και ποιητής να αλλάξει τα μελλοντικά του
ενδιαφέροντα, σχέδια και επιλογές.
Οι πολλαπλές δραστηριότητες του Ραγκαβή
και η μελέτη του Ε. Θ. Σουλογιάννη
Οι
συγγραφικές εργασίες και τα ειδικής θεματολογίας βιβλία του Αλέξανδρου Ρίζου
Ραγκαβή που μας άφησε είναι δεκάδες, αριθμούν αρκετοί τόμοι, κάτι που σημαίνει
ότι οφείλουν οι όποιοι ενδιαφερόμενοι για το έργο του να το
διαμερισματοποιήσουν αν θελήσουν να το εξετάσουν με σχετική ασφάλεια και ερευνητική
εγκυρότητα. Αυτό εύστοχα πράττει ο βραβευμένος από την Ακαδημία Αθηνώνν(1978)
Ε. Θ. Σουλογιάννης στην χρήσιμη μελέτη του, ο οποίος μας προσφέρει ένα επαρκές
πανόραμα της ζωής και του έργου του Ραγκαβή με σύντομους σχολιασμούς και τις
απαραίτητες παραπομπές, εντάσσοντάς τον μέσα στην ατμόσφαιρα της εποχής του. Ο
τόμος μετά τον Πρόλογο, τις σελίδες Βιβλιογραφίας και τις Πηγές και
Βραχυγραφίες χωρίζεται σε δύο μεγάλες πολυσέλιδες ενότητες. Στο πρώτο μέρος
διαβάζουμε ότι έχει σχέση με την ζωή του, την οικογένειά του, τις σπουδές του
και τις υπόλοιπες εργασιακές του ενασχολήσεις και δραστηριότητες. Οι ημερομηνίες
και τα γεγονότα του βίου του δίνονται με
γλαφυρότητα, ακρίβεια και την απαραίτητη εγκυρότητα που απαιτούσε η προσωπική
του έρευνα. Ακόμα και αν δεν στέκεται αρκετά-δεν εμβαθύνει- σε σημεία της
μελέτης του, η βιογράφησή του γίνεται με αγάπη, σεβασμό και υπευθυνότητα.
Φωτογραφίζεται μιά σφαιρική εικόνα της δημόσιας παρουσίας του, περιόδων του
βίου του και των συγγραφικών του δραστηριοτήτων και στις δύο ενότητες του
βιβλίου. Παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τα καθέκαστα της ζωής του και με ήρεμο
ύφος, δίχως κριτικές ή άλλες αξιολογικές ακρότητες ή υπερβολικούς επαίνους και
παρεμβάσεις, μας δείχνει το ατομικό και οικογενειακό Άλμπουμ του Ραγκαβή. Στο
δεύτερο μέρος της έρευνας ο Ε. Θ. Σουλογιάννης επικεντρώνεται στο Έργο του
ξεχωριστά και μας γνωρίζει τον Ραγκαβή σε όλες του τις ιδιότητες:
-Επιστήμονα
(Αρχαιολόγος, Καθηγητής Πανεπιστημίου./ Γλωσσολόγος και φιλόλογος).
–Ο Ραγκαβής
λογοτέχνης (Ποιητής/ Πεζογράφος/ Συγγραφέας θεατρικών έργων/ Μεταφραστής /Κριτικός
λογοτεχνίας/ Συγγραφέας ξενόγλωσσων λογοτεχνικών έργων./ Το λογοτεχνικό του
έργο μεταφρασμένο σε ξένες γλώσσες./
Ιδρυτής, εκδότης και συνεργάτης περιοδικών.).
- Το άλλο
συγγραφικό έργο, τα Άπαντα και τα Απομνημονεύματα.
- Άλλες
πνευματικές δραστηριότητες (Εμπνευστής της ιδρύσεως πνευματικών ιδρυμάτων και
εταιριών./ Μέλος Εταιριών και Συλλόγων).
- Κριτική
του έργου του ( Πριν τον θάνατό του./ Μετά το θάνατό του).
– Γνωριμίες-
επαφές του στον πνευματικό, τον επιστημονικό, τον πολιτικό, το στρατιωτικό, τον
καλλιτεχνικό κόσμο της Ελλάδος, της Ευρώπης, της Αμερικής και της Αιγύπτου.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
(Η συμβολή του στον επιστημονικό, στον πολιτικό και διπλωματικό, και στον
πνευματικό και λογοτεχνικό τομέα. Μερικοί χαρακτηρισμοί των άλλων για τον
Ραγκαβή).
-Παραρτήματα
-Ευρετήρια
(Κύριων ονομάτων.- Τοπωνυμιών.- Πραγμάτων.)
-Χρονολόγιο.
Μια χρηστική ερευνητική και αναγνωστική
διαμερισματοποίηση από τον Ε. Θ.
Σουλογιάννη, μία μελέτη η οποία μας βοηθά να γνωρίσουμε εν συνόλω ή κατά
χρονική και θεματική περίπτωση την συνολικής παρουσία του βίου και της
συγγραφικής εμφάνισης του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή. Ενός πολυπράγμονα και εκ
των αξιότερων μυαλών της εποχής του, του οποίου το εκπολιτιστικό έργο απλώνεται
από το Εθνικό Θέατρο μέχρι θεμάτων φιλανθρωπίας, Βρεφοκομείο Αθηνών. Μέσα στα
επαγγελματικά και άλλα ενδιαφέροντα του Ραγκαβή μεταξύ άλλων, ήταν ο
προβληματισμός του πάνω στο «Ανατολικό ζήτημα της εποχής», τα προβλήματα των
χωρών των Βαλκανίων και των παραδουνάβιων περιοχών, το «Μακεδονικό ζήτημα» κλπ.
Γι’ αυτό γράφουμε για μία δραστήρια και εργατική καλλιεργημένη πνευματική
προσωπικότητα παρά την χρήση της υιοθέτησης της καθαρεύουσας γλώσσας στα έργα
του. Για την κατανόηση πάντως της σχέσης Λογοτεχνίας και Ιστορίας, ή την θέση
και άποψη της ποίησης και πεζογραφίας στην συγκρότηση της Εθνικής Ελληνικής
ταυτότητας, της συμβολής της λογοτεχνίας στην διαμόρφωση της Εθνικής μας Συνείδησης
και της οργάνωσης των ψηφιδωτών της γενικής Εικόνας του Νεότερου Ελληνισμού και
της Ιδιοπροσωπείας του, χρήσιμη είναι η ανάγνωση όχι μόνο από φιλίστορες μεταξύ
άλλων δύο μελετών. Του καθηγητή Roderick Beaton, «Η Ιδέα του
Έθνους στην Ελληνική Λογοτεχνία» Από το Βυζάντιο στη Σύγχρονη Ελλάδα, εκδ.
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2015 και τον συλλογικό τόμο «ΕΛΛΗΝ
ΡΩΜΗΟΣ ΓΡΑΙΚΟΣ. Συλλογικοί προσδιορισμοί και ταυτότητες. Επιστημονική επιμέλεια:
Όλγα Κατσιαρδή- Hering, Αναστασία Παπαδία-Λάλα, Κατερίνα Νικολάου, Βαγγέλης
Καραμανωλάκης, εκδόσεις «Ευρασία», Αθήνα, 12, 2018. Όπου σε κάθε μία από τις
ενότητες του σύμμεικτου αυτού τόμου εξετάζονται ζητήματα των εθνικών
χαρακτηριστικών της ταυτότητάς μας, διερευνάται διαχρονικά μέσα στην ιστορία
και τους γειτονικούς λαούς η νεοελληνική μας ταυτότητα ως καθολικό και ατομικό
των ελλήνων εθνικό αφήγημα κλπ. Επιπροσθετικά να μνημονεύσουμε ότι με θέματα
και ζητήματα της εθνικής μας ταυτότητας έχουν ασχοληθεί σε μελέτες τους ο
Χρήστος Γιανναράς, ο πατήρ Γεώργιος Μεταλληνός, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, ο Νίκος
Σβορώνος, ο Σαράντος Καργάκος, και αρκετοί άλλοι σύγχρονοι ιστορικοί,
διανοούμενοι, φιλόσοφοι, έλληνες λόγιοι και συγγραφείς, διανοητές όπως ο Κώστας
Παπαϊωάννου, ο Παναγιώτης Κονδύλης, ο Κ. Θ. Δημαράς κ. ά.. Από τους Ρομαντικούς
αιώνες και νωρίτερα συναντάμε δηλαδή μία σειρά Ελλήνων λογίων και διαφωτιστών,
βλέπε Αδαμάντιος Κοραής, Θεόφιλος Καϊρης, αγωνιστών ηρώων του 1821 βλέπε Ρήγας
και φαναριωτών, μετ’ επαναστατών αστών πολιτικών Ιωάννης Καποδίστριας,
εκπαιδευτικών παραγόντων, βλέπε Μυστριώτης, μέχρι και των ημερών μας βλέπε
Στέλιος Ράμφος, προσωπικότητες της ελληνικής ιστορίας οι οποίες επεδίωξαν να
εντοπίσουν τα κοινά στοιχεία της ελληνικής μας ταυτότητας
(αρχαίας-βυζαντινής-νεότερης) και να τα αναδείξουν να τα φέρουν στην επιφάνεια
προς προβληματισμό ή να εστιάσουν το βλέμμα τους στα στοιχεία εκείνα και τα
χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν τον αρχαίο έλληνα από τον βυζαντινό, τον
ευρωπαίο πολίτη από τον έλληνα βαλκάνιο κάτοικο. Προβλήματα και διχασμοί,
αποκλεισμοί και ιδεολογικές ιδεοληψίες και ζητήματα που, μεταφέρθηκαν και μέσα
στο σώμα και την εξελικτική ροή της ελληνικής γλώσσας επιδιώκοντας να την
διαπλάσουν ανάλογα με αποτέλεσμα τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα πού οι
ελληνικές γενιές και ορισμένα χρόνια μετά την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της
μεταπολίτευσης βιώσαμε ως βραχνά. Αν και εστίες πολυμορφικής λογοτεχνικής
γραφής συναντάμε και στις νεότερες δεκαετίες από ποιητές και πεζογράφους.
Ανοιχτές της ελληνικής γλώσσας εκδοχές, διαφοροποιήσεις προσωπικών συγγραφικών
επιλογών. Και ίσως αναφύεται ή είναι σταθερό το ερώτημα, την γλώσσα την πλάθουν
οι λόγιοι και οι ποιητές, οι διανοούμενοι ή το σώμα του ελληνικού ανώνυμου λαού
στο χρόνο; Αστοί και μη αστοί.
Σε ανάλογες διαμερισματοποιήσεις προβαίνει
και η ερευνήτρια-συγγραφέας Φρόσω
Κλαμπανιστή η οποία με ευσυνειδησία και προσοχή, επιμέλεια και φιλολογικό
μεράκι, μεταφραστική ικανότητα κυκλοφόρησε και παρουσίασε το δίτομο έργο της
πάνω σε άγνωστο υλικό του Αρχείου Ραγκαβή, από το οποίο αντιγράφουμε το
εισαγωγικό ποίημα του, το οποίο αναφέρεται σε έναν κοινωνικό «θεσμό» του
Πειραιά. Ανάμεσα στις πολλές και αναγκαίες ευχαριστίες της συγγραφέως
καθηγήτριας κ. Φρόσως Κλαμπανιστή, συναντάμε και ένα όνομα που προέρχεται από
την Πόλη μας. Διαβάζουμε: «Επίσης θερμές
ευχαριστίες οφείλω στον εκλεκτό συνάδελφο του Πειραματικού Λυκείου της
Ιωνιδείου Σχολής Πειραιά Κον Ηλία Κανδηλάκη Μαθηματικό, Dr. Rerum natura, ο οποίος ασχολήθηκε με τον έλεγχο των γερμανικών
ποιημάτων και την ανάγνωση των συναφών χειρογράφων του Φαναριώτη λογίου,
επιδεικνύοντας ιδιαίτερη προσοχή και γνώση.». Προσθετικά να αναφέρουμε ότι ο Αλέξανδρος Ρίζος
Ραγκαβής στο Αρχαιολογικό του Λεξικό αναφέρει και αρχαία τοπωνύμια του
Πειραιά.
Η
πρωτεύουσα, η αίγλη της και ο Αθηναϊκός Ρομαντισμός
(μια εκτενής
προσωπική αναφορά)
Η Ρομαντική Ποίηση, αναπτύχθηκε και
καλλιεργήθηκε στην κλασικόμορφη αρχιτεκτονικά πρωτεύουσα για πάνω από μισό αιώνα.
Μεταξύ 1830 και μετά το 1850 προσδιορίζουν τα χρονικά όριά της ορισμένοι από
τους μελετητές της. Όλο τον 19ο αιώνα και όχι μόνο συμφωνούν άλλοι,
υπάρχουν και οι ερευνητές εκείνοι που υποστηρίζουν ότι τον υπερβαίνει. Είναι η
αποκαλούμενη Παλαιά Αθηναϊκή Σχολή, η Σχολή των Καθαρευουσιάνων. Ο Ελληνικός
Ρομαντισμός στις ευρύτερες εξακτινώσεις και εκδηλώσεις του ταυτίζεται με τον
Αθηναϊκό Ρομαντισμό. Μια και διαχρονικά μέσα στους ιστορικούς αιώνες πρωτεύουσα
του νέου ελληνικού κράτους ήταν η «πνευματοφόρος» Αθήνα. Ήταν το ισχυρό κέντρο που ξυπνούσε μνήμες και
παλαιά ένδοξα κλέη των παλαιών Ελλήνων προγόνων. Μία από τις ενδοξότερες Πόλεις
του Αρχαίου Κόσμου. Το πολιτισμικό τρίγωνο του Ελληνισμού, Αθήνα, Αλεξάνδρεια,
Κωνσταντινούπολη. Ο αστικός και μη πληθυσμός της Αθήνας-πόλης των Εθνικών
σχολών της φιλοσοφίας και της διανόησης, οι μέτοικοι από διαφορετικά
διαμερίσματα της ελληνικής επικράτειας, ηπειρωτικές και νησιωτικές περιφέρειες,
και τα περιφερειακά κέντρα του Ελληνισμού του εξωτερικού, Έλληνες λόγιοι και καλλιτέχνες,
διανοούμενοι και ταξιδιώτες, φοιτητές, συνέρεαν στην κοιτίδα της αρχαίας σοφίας,
περιδιάβαιναν με υπερηφάνεια τις περιοχές του κλεινού άστεως. Ερχόμενοι στην Αθήνα οι επαρχιώτες
Έλληνες ή οι κάτοικοι της Ευρώπης και άλλων χωρών της υφηλίου αποκτούσαν όπως
πίστευαν και ευελπιστούσαν μιάν άλλη, ένδοξη ιστορική προβολή και αναγνώριση.
Εμβαπτίζονταν σε ένα νοερά ανοιχτό πεδίο παιδείας και πολιτισμού. Ήταν ο ιερός
τόπος της παιδείας της αρχαίας κλασικής ελληνικής παράδοσης, το Σχολείο της
Ελλάδας. Οι επισκέπτες και οι ταξιδιώτες, οι σπουδαστές και οι επιστήμονες που
την επισκέπτονταν ένιωθαν κατά κάποιον τρόπο «αξιολογότεροι», «σπουδαίοι»,
επιφανείς πρωτευουσιάνοι, αποκτούσαν-μεταπρατικές έστω- αστικές συνήθειες, ευγένειες
ατομικής καλής συμπεριφοράς. Η ιστορική μνήμη της σοφομάνας Αθήνας, της Πόλης
που γέννησε την τέχνη του Θεάτρου και της Ποίησης, τις Καλές Τέχνες και τα Γράμματα,
τον Φιλοσοφικό λόγο και Στοχασμό, την Θεολογία και την Αποφατικότητά της, την
Ανεξιθρησκία και την Αθεΐα, τον Επιστημονικό στοχασμό, την Γλυπτική και την Αρχιτεκτονική,
παρέμενε μέσα στους αιώνες ένας τόπος σύμβολο. Αθήνα, η Πόλη-κράτος που κυοφορήθηκαν
στα σπλάχνα της ο μέγιστος δάσκαλος και παιδαγωγός της αρχαιότητας Σωκράτης και
ο ογκόλιθος φιλόσοφος Πλάτωνας εδώ έγραψε τα έργα του. Στα χώματά της γεννήθηκε
ο πολιτικός Περικλής και ο διορατικός στρατηγός Θεμιστοκλής. Υπήρξε η Πόλη που
έκανε την εμφάνισή της η τέχνη της Ρητορικής, ο Δημοσθένης και οι Σοφιστές, ο
Πρωταγόρας, η αρχιτεκτονική ιδιοφυΐα του Ικτίνου και του Καλλικράτη, ζωντανή
πάντα η μνήμη της στις συνειδήσεις των ευρωπαίων και ελλήνων στο πέρασμα των
αιώνων. Η αρχαία Πόλις-Κράτος, το κέντρο αναφοράς των Εθνικών Ελλήνων που της
έδωσε το όνομά της, ανόδοχός της ήταν η αρχαία Θεά της Σοφίας η Αθηνά η οποία
νίκησε τον θαλασσοκράτορα Θεό Ποσειδώνα. Η Αθήνα, παρά την κατάληψη των χωμάτων
της από ξένους κατακτητές στην διάρκεια των αιώνων, παρά το ότι την περίοδο της
Τουρκοκρατίας ήταν ένα ερειπωμένο κεφαλοχώρι, διατηρούσε μέσα στον χρόνο της
Ιστορίας κάτι από την πρώτη της αίγλη, την λαμπρότητά της, τον ένδοξο της
παιδείας πλούτου της. Στα ιερά της χώματα ήθελαν να περπατήσουν (πλην
Λακεδαιμονίων!) οι σοφοί των περάτων της οικουμένης, η φήμη της παλαιάς
προχριστιανικής δόξας της ήταν ακόμα παρούσα, καρποφόρος πνευματικά στους
καλλιεργημένους και μορφωμένους του δυτικού και όχι μόνο κόσμου. (Γνωρίζουμε
τον σεβασμό και την αγάπη που τρέφουν λαοί της Άπω Ανατολής, Κίνα, Ιαπωνία,
Ινδία κλπ., για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό). Η σημαντικότητα της προσφοράς
της ως αρχαία κοιτίδα πολιτισμού ήταν γνωστή μέσω της εκπαιδευτικής αγωγής των
νεότερων γενεών και σπουδαστών της Δύσης. Τα Ελληνικά και τα Λατινικά Γράμματα
είχαν προτεραιότητα στους κύκλους σπουδών τους στα πανεπιστημιακά ιδρύματα και
τα κολλέγια. Οι αρχές του δημοκρατικού πολιτεύματος που γεννήθηκαν στον λόφο
της Πνύκας, η φήμη των ρητόρων της, οι δάσκαλοι σοφιστές της, τα μνεία και τα
αρχιτεκτονήματά της η ιστορία του ήταν στο ημερήσιο εκπαιδευτικό πρόγραμμα αγωγής
για τους κολεγιόπαιδες ευρωπαίους και αμερικανούς. Η κλασική παιδεία και τα
έργα των μεγάλων ελλήνων ποιητών και τραγικών, ιστορικών, περιηγητών και
ρητόρων, μεταφράστηκαν από τους αρχαίους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, έγιναν
κτήμα ευρωπαίων λογίων και διανοουμένων, διδασκαλία για νομοθέτες, ιστορικούς
και αρχαιολόγους, ταξιδευτές και πολιτειολόγους, φιλόλογους και ερευνητές, εικαστικούς,
επιστήμονες θετικών σπουδών, ποιητές και λογοτέχνες του δυτικού ημισφαιρίου. Ο
Όμηρος και ο Πίνδαρος, η ποιήτρια Σαπφώ και οι λυρικοί ποιητές, ο Θουκυδίδης
και ο Παυσανίας, ο Πλούταρχος και ο Αρίσταρχος, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, ο
Ηράκλειτος και οι Ίωνες φιλόσοφοι- επιστήμονες, οι αρχαίοι τραγικοί Αισχύλος,
Σοφοκλής, Ευριπίδης, τα λόγια και τα συγγράμματά τους που μας κληροδότησαν,
ήσαν έργα τα οποία δεν ανήκαν στον ελληνικό πολιτισμό μόνο αλλά στον παγκόσμιο.
Η οικουμενικότητά του ελληνικού πνεύματος και των κληροδοτημάτων του, ήταν
διάσπαρτη στις πέντε ηπείρους της γης, από την κατάληψη της Ελλάδος το 146 από
τους Ρωμαίους μέχρι σήμερα. Για αιώνες η κρατική και ιδιωτική εκπαίδευση στον
δυτικό κόσμο στηρίζονταν στα ελληνικά γράμματα (και τα λατινικά), η αρχαία
ελληνική γλώσσα ήταν απαραίτητη στην διάρκεια των σπουδών τους, σημαντικό
εφόδιο αναγνώρισης της θέσης του ευρωπαίου ανθρώπου μέσα στην κοινωνία. Το
όνομα Αθήνα δεν αντιπροσωπεύει μόνο ένα ισχυρό λαμπρό και ένδοξο τοπόσημο-μια
πόλη κράτος εκφράσεων και εκδηλώσεων πολιτισμού του Αρχαίου Κόσμου, αλλά το αιώνιο
Σύμβολο κοινωνικής και πολιτικής ελευθερίας, δημοκρατικής οργάνωσης,
πολιτειακής οργάνωση της κοινωνίας. Κέντρο πολυθεισμού και φιλοσοφίας, δημοκρατικής
διακυβέρνησης μέσω των άμεσων εκλογών, ψήφων του λαϊκού σώματος των πολιτών και
των αντιπροσώπων του. Σίγουρα, σύμφωνα με τις αντιλήψεις των προχριστιανικών
εκείνων χρόνων όπως γράφουν οι ιστορικοί, η Αθηναϊκή Δημοκρατία δεν ήταν μία
Δημοκρατία ανοιχτή για όλους τους πολίτες. Η Αθήνα η οποία άπλωσε δεσμευτικά
την σκιά της πάνω στο επίνειό της, το μεγάλο Λιμάνι, τον Πειραιά, υπήρξε και
υπάρχει ακόμα στις συνειδήσεις και την σκέψη πολλών ευρωπαίων συγγραφέων,
καθηγητών, λογίων, διανοουμένων, επιστημόνων, το φωτεινότερο παράδειγμα σοφίας
του αρχαίου δυτικού κόσμου και πολιτισμού, της mare nostrum μεσόγειας θάλασσας. Αμέτρητες σε
διάφορες γλώσσες οι έρευνες και οι
μελέτες τα βιβλία και τα επιστημονικά συγγράμματα που γράφτηκαν, εκδόθηκαν τους
προηγούμενους αιώνες της ανθρωπότητας και αναφέρονται στην αρχαία Ελλάδα και
την πρωτεύουσα Αθήνα, και εξακολουθούν να γράφονται ακόμα και να κυκλοφορούν.
Ας μνημονεύσουμε σαν παράδειγμα μόνο τα μεταφρασμένα στα ελληνικά βιβλία και
μελέτες της γαλλίδας σπουδαίας δασκάλας Ζακλίν
ντε Ρομιλλύ, η οποία αγάπησε και αφοσιώθηκε με τα βιβλία και τις μελέτες
της περισσότερο την Ελλάδα παρά ίσως την δική της πατρίδα. Εργάστηκε για την ανάπτυξη
και διάδοση των κλασικών σπουδών. Ο Ελληνικός πολιτισμός στην διαχρονική
ιστορική διαδρομή του αποτελεί ακόμα ένα ανοιχτό πεδίο έρευνας.
Από την άλλη, για να μην είμαστε
υπερβολικοί στους επαίνους μας ας φέρουμε στο νου τις κωμωδίες του παππού μας Αριστοφάνη. Ο φημισμένος Κωμωδός περιγράφει με μελανά χρώματα
στοιχεία της ταυτότητας του χαρακτήρα των Αθηναίων, αρνητικές πλευρές των
Αθηναίων πολιτών και των δημόσιων συμπεριφορών και επιλογών τους. Τους σατιρίζει
στις διασωθείσες κωμωδίες του με το τσουχτερό κεντρί της γραφής του, τον
αιχμηρό λόγο του, το ύφος της γλώσσας του. Πόσες κρίσιμες στιγμές της ιστορίας
τους δεν παρασύρθηκαν και ακολούθησαν λαοπλάνους και φιλόδοξους ηγέτες-
στρατηγούς και μετά το μετάνιωσαν οι Αθηναίοι πολίτες. Δεν είναι μόνο η
περίπτωση του πολέμαρχου Λάμαχου. Δεν οδήγησαν με την απερισκεψία τους στην
εξορία σημαντικούς στρατιωτικούς τους αρχηγούς όπως ο Θεμιστοκλής. Στον θάνατο
μέγιστους φιλοσόφους όπως τον Σωκράτη του Σωφρονίσκου. Αθηναίος πολίτης, ένας
πολίτης με τις αρετές και τα πάθη που έχει κάθε λαός στις ιστορικές στιγμές της
χάραξης της πορείας του στον χρόνο. Ακόμα και οι περίοδοι της παρακμής της η
ελληνική πρωτεύουσα προκαλούσε το ενδιαφέρον ευρωπαίων κατοίκων και της
αμερικάνικης ηπείρου. Η Αθήνα υπήρξε ο φάρος της φιλοσοφίας και των γραμμάτων
της Μεσογειακής λεκάνης του αρχαίου Κόσμου. Υπήρξε ένα ανοιχτό πανεπιστήμιο σε
σχέση παραδείγματος χάρη με την Αίγυπτο που οι γνώσεις και οι επιστήμες, οι
τέχνες και τα γράμματα ήσαν αποκλειστικά προνόμιο κλειστών καστών των Ιερέων.
Οι γειτονικοί της πολιτισμοί και αυτοκρατορίες βασίζονταν στην αυτοκρατορική
δεσποτεία τάξεων και όχι σε δημοκράτες εκλεγμένους άνδρες. Αθήνα ένας άσβεστος
λύχνος πολιτισμού στην αιωνιότητα, όχι ένας τόπος αρχαίων σπασμένων ερειπίων
και μαρμάρων, μισογκρεμισμένων βαμμένων κτισμάτων και αγαλμάτων θαμμένων στο
υπέδαφός της. Η Αθήνα διατηρήθηκε στην μνήμη των φιλελλήνων και περιηγητών ως κέντρο
συναγωγής και σπουδαστήριο παιδείας, εκπαιδευτικής αγωγής του ελεύθερου
δημοκράτη πολίτη, του σκεπτόμενου και στοχαστή πολίτη. Ακόμα και τα ερείπιά της
διδάσκουν στον χρόνο, είτε αυτά προέρχονται από την αρχαία των Εθνικών Ελλήνων
παράδοση και πολιτισμό είτε από την Βυζαντινή- μεσαιωνική Χριστιανική περίοδο.
Σπαράγματα πυρήνων πολιτισμού εκθετήρια ζωής και βιωμάτων, όχι ως τουριστικό
αξιοθέατο για φωτογράφηση, αλλά ως μνήμες παλαιών γενεών ανθρώπων αλήθειας ενός
άλλου τρόπου ζωής, σχέσεων και αντιλήψεων του κόσμου, μεταφυσικών δοξασιών των
Ελλήνων. Εκπαίδευση ήθους ελεύθερου ατόμου, ενεργού και ενδιαφερόμενου για τα
κοινά πολίτη, φυτώριο παραγωγής πολιτικών ιδεών, τεχνουργίας καλλιτεχνημάτων
πρότυπα. Έργων αισθητικής ομορφιάς, κάλλους της Πόλης-Κράτους ορατά, προσεγγίσιμα,
λειτουργικά και αναφορικά από όλο το κοινωνικό αυτόχθονο ή ετερόχθονο σώμα του
αθηναϊκού, ελληνικού λαού. Η Αθήνα όπως και η Αλεξάνδρεια, υπήρξαν σημαντικά
πολυπολιτισμικά κέντρα του αρχαίου κόσμου. Στην ένδοξη πόλη της Αλεξάνδρειας
διεξήχθησαν οι σπουδαιότεροι χριστιανικοί εκκλησιαστικοί αγώνες και διαιρέσεις,
σχίσματα δογμάτων και αιρέσεις για την ορθή εδραίωση της χριστιανικής πίστης,
στην πρωτεύουσα Αθήνα την «σημαιοστολισμένη» με ιδέες και απόψεις από όλα τα
πέρατα της οικουμένης, διεξήχθησαν οι σημαντικότεροι αγώνες του πνεύματος και
της φιλοσοφίας, αναπτύχθηκαν οι ιδέες της ελευθερίας και της δημοκρατίας, του
ελεύθερου πολίτη ο οποίος μπορεί να εκφράσει δίχως φόβο την γνώμη του και τις
ατομικές του επιλογές για τον ίδιο δημόσια και την κοινότητα που ανήκει. Κάπου
ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ανάμεσα στις δέκα φυλές των Αθηναίων (αν η μνήμη δεν με
απατά) οι μισές ήταν ξενομερίτες, αλλόφυλες. Πολυπολιτισμικές κοινωνίες του
αρχαίου κόσμου που τις έφερνε κοντά το εμπόριο και οι ανταλλαγές αγαθών, τα
υπερπόντια ταξίδια και εξερευνήσεις. Ο Θεός του εμπορίου, ο ψυχοπομπός Ερμής
κυρίως, και κατόπιν οι άλλοι κατά καιρούς Θεότητες. Το παγκόσμιο μνημείο της
Ακροπόλεως- μισολεηλατημένο και κατεστραμμένο, βομβαρδισμένο, αποκαλύπτει στους
αιώνες το ήθος και το μέτρο, την αρμονία και την ισορροπία της ανθρώπινης
σκέψης, του Έλληνα πολυμήχανου νου, ταξιδευτή Ανθρώπου, αυτού που γνώριζε τι θα
πει Ύβρις, υπέρβαση των ανθρώπινων ορίων και πώς το Φως και οι Σκιές του που
διαθλούνται στο χώρο προσδιορίζει τις ζωές και τις πράξεις των ανθρώπων, την
οπτική και την αισθητική του καλλιέργεια, το κορύφωμα του πετάγματος στα Ουράνια
του Ίκαρου Ελληνισμού. Ο Μύθος που γίνεται πραγματικότητα και ρεαλισμός της
Ιστορίας, σύμβολο διδαχής ενός κόσμου που αναπνέει μέσα στην ζώσα, βιωμένη της
ζωής και του πνεύματος αλήθεια. Το θαύμα αυτό του Ελληνισμού, ανθρώπων που
κατοίκησαν και περπάτησαν σε αυτά τα χώματα, εργάστηκαν και συνεργάστηκαν, συνομίλησαν
και αντάλλαξαν τις ιδέες τους, τσακώθηκαν και διαμάχησαν μεταξύ τους, συνέβαλαν
στην διαμόρφωση της Εικόνας του και την διαχρονικότητά του, πραγματοποιήθηκε
από κοινού, μαζί, Αθηναίοι-κάτοικοι πολίτες και οι Θεοί τους, οι Ήρωές τους. Οι
προβολές Ειδώλων των μεγαλείων τους και της δημιουργικής φαντασίας τους, στον
παρόντα ιστορικό τους χρόνο της μικρής ζωής τους. Μορφές εκπάγλου καλλονής,
τέλεια όμορφα γυμνά αγαλματένια κορμιά Αθάνατων Θεών και Θεαινών που
περπατούσαν ανάμεσά τους, καθοδηγούσαν τις ζωές και τις αποφάσεις τους, γκρέμιζαν
τις φιλοδοξίες τους, ανέτρεπαν την μεγαλομανία της στρατιωτικής τους
παντοδυναμίας, την εγωπάθεια του χαρακτήρα τους, τους τιμωρούσαν όταν έφταναν
στην Ύβρη. Δεν υπήρχε αλήθεια ή μη αλήθεια στην κοινωνική και πολιτική
πραγματικότητά του βίου τους. Θεοί και των δύο φύλων που ορέγονταν τους
ανθρώπους ερωτικά, έκαναν παιδιά μαζί τους, είχαν τις ίδιες γευστικές
προτιμήσεις, και σαρκικά πάθη, τους απελευθέρωναν ή τους οδηγούσαν στον θάνατο.
Διαμόρφωναν την κοινή τους Μοίρα ή διάπλαθαν την ατομική τους ιστορική ή μυθική
ετερότητα. Κοινές προσωπικότητες και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Ο Έρωτας ως
Ομορφιά και η Ομορφιά ως Έρως. Αθήνα, ένα φως του πολιτισμού και των τεχνών και
ταυτόχρονα μία ισχυρή στρατιωτική αποικιοκρατική δύναμη και βλέψεων, επέκτασής
της κυριαρχίας της, στον τότε γνωστό Κόσμο. Ο φωτοδότης Απόλλων και ο διφυής
Διόνυσος, ο κεραυνοφόρος Ζευς και η Παναγιά η προστάτρια Αθηνιώτισσα, η
Αθηνά-Σοφία και η αγία Φιλοθέη η Αθηναία ως φιλανθρωπίας σκέπη ήσαν οι
προστάτιδες δυνάμεις της. Πριν στους μοντέρνους καιρούς της ανθρωπότητας
«καταλήξει» όπως ο στίχος του σύγχρονου τραγουδιού αναφέρει, όχι «διαμαντόπετρα
στης γης το δαχτυλίδι» αλλά, «θυμίζεις Αθήνα γυναίκα που κλαίει γιατί δεν την
θέλει κανείς. Αθήνα, Αθήνα πεθαίνω μαζί σου πεθαίνεις μαζί μου και εσύ».
Αλέξανδρος
Ρίζος Ραγκαβής ο Φαναριώτης
Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, ένας φημισμένος
Φαναριώτης του 19ου αιώνα, με ένδοξο λίμπρο ντόρο, πολιτικός ολκής και
πολυμαθέστατος, καθηγητής της αρχαιολογίας, από τις πλέον φωτισμένες μορφές της
ελληνικής επικράτειας και γραμματείας του 19ου αιώνα και του
Ελληνισμού. Γνωστός διπλωμάτης, σύμβουλος του δήμου των Αθηναίων, υπουργός
εξωτερικών και πρώτου έλληνα πρέσβη στις ΗΠΑ. Μεγάλη τιμή και διπλωματική
ευθύνη για έναν Έλληνα. Παρά τον γλωσσικό αρχαϊσμό των έργων του, την υιοθέτηση
της καθαρεύουσας, υπήρξε αγαπητός σε γενιές ελλήνων αναγνωστών και συγγραφέων.
Και ας στάθηκαν επικριτικά απέναντί του ιστορικοί της ελληνικής λογοτεχνίας. Τα
βιβλία του σχολιάσθηκαν και επαινέθηκαν ακόμα και αν δεν διαβάστηκαν στο σύνολό
τους από τους νεότερους ή και καθόλου πια, όπως λέει ο ιστορικός της λογοτεχνία
Μιχάλης Γ. Μερακλής. Δραστήριος και
αριστοκράτης, έμπειρος και αρχαιολάτρης, καινοτόμος και ικανός ποιητής
(τουλάχιστον για την δική μας αντίληψη) εκπρόσωπος και διαμορφωτής μιάς
ελληνικής ρομαντικής εποχής που παρά τις μιμήσεις και τις επιδράσεις από τα
ξένα ευρωπαϊκά ρεύματα, τα ισχυρά κινήματα της εσπερίας και τις ποιητικές
προσωπικότητές της, άφησε τα ελληνικά της ίχνη και τους εκπροσώπους της
εποικοδομητικά και δημιουργικά στην χώρα μας. Είναι ο κορυφαίος μιάς σειράς
δημιουργών της Α΄ Μετεπαναστατικής γενιάς πριν την εμφάνιση των ποιητών της
Ρωμιοσύνης, Αργύρη Εφταλιώτη, Αλέξανδρου Πάλλη, Κώστα Κρυστάλλη κ.ά. και φυσικά,
του μεγάλου ποιητικού «πολυκάντηλου» του δασκάλου της εθνικής μας συνείδησης που
λέγεται Κωστής Παλαμάς. Η φήμη
πάντως του Α. Ρ. Ραγκαβή παρά τις αρνητικές κρίσεις ξεπέρασε τα όρια της
Ελλάδας.
Η
μεταπολιτευτική Πειραϊκή Γενιά των αναγνωστών
«Σημειώσαμε
πώς οι αλλαγές που επισημαίνονται στον κορμό της γλώσσας ενός λαού είναι
ανεπαίσθητες από γενιά σε γενιά και πού αργές. Για να διαπιστωθεί μια
πραγματική μεταβολή, χρειάζεται συσσώρευση πολλών αιώνων κι ακόμη ιστορική
ζύμωση μεγάλης έντασης. Η γλώσσα είναι βέβαια κοινωνικό φαινόμενο, ωστόσο δεν
έχει ταξικό χαρακτήρα, ούτε ανήκει στο ιδεολογικό εποικοδόμημα ενός δεδομένου
κοινωνικού σχηματισμού. Οι αλλαγές που επέρχονται στον κορμό της, γίνονται σε
πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα και σ’ αυτές συμβάλλει το σύνολο μιάς κοινωνίας κι
όχι οι επί μέρους τάξεις της….» σελ. 9-10, στο κεφάλαιο: «Η Γλώσσα όργανο
της τέχνης του λόγου», από το βιβλίο του ιστορικού, μεταφραστή και αρθρογράφου-
δημοσιογράφου Τάσου Βουρνά, «ΔΟΚΙΜΙΑ
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ», εκδόσεις Πυξίδα, Αθήνα, 1956.
Από την πλευρά την δική μας, της μεταπολιτευτικής
γενιάς αναγνωστών, πέρα του ιστορικού- πολιτικού γεγονότος ότι βγαίναμε από ένα
εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο βασίζονταν στην καθαρεύουσα, τους όχι αμιγώς και
«καθαρούς» δημοτικιστές της Γενιάς του 1880, τους δημοτικίζοντες, (τους
λογοτέχνες του περιοδικού «Ο Νουμάς») και την ισχυρή παρουσία του δασκάλου
δημοτικιστή ποιητή Κωστή Παλαμά, είχαμε πλησιάσει και έρθει σε επαφή με τα έργα
του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή με έναν παράξενο και τυχαίο τρόπο, ίσως και πέρα
και πάνω των αναγνωστικών μας βουλήσεων και γνώσεων. Μιλάμε για τον χώρο του
Πειραιά. Σε παλαιοπωλείο της οδού Κολοκοτρώνη στο κέντρο της Πόλης βιβλιοπώλης
και παλαιός εκδότης ο Γιώργος
Σωτηρόπουλος πωλούσε κατά διαστήματα τόμους από τα «Απομνημονεύματά» του
Ραγκαβή (πάντα έλλειπε κάποιος ενδιάμεσος τόμος από τις επανεκδόσεις τους), ενώ
έφερνε στο μικρό μαγαζί του κατά διαστήματα σκληρόδετους τόμους μιάς σειράς Ελλήνων
Ποιητών της Ελληνικής παράδοσης του 18ου και 19ου αιώνα,
όχι αποκλειστικά δημοτικιστών αλλά κλασικοτραφών και αρχαϊζόντων,
καθαρευουσιάνων. Οι αδερφοί Σούτσοι, ο Αθανάσιος Χριστόπουλος, ο Αχιλλέας Παράσχος,
ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, ο Ηλίας Τανταλίδης, ο Θεόδωρος Ορφανίδης, ο
Ιωάννης Βηλαράς και τόσοι άλλοι. Μεγάλοι δεμένοι μαύροι τόμοι με χοντρό χαρτί
και κόκκινα γράμμα στην ράχη και το εξώφυλλο, δίχως ημερομηνία έκδοσης. Αυτή
ήταν η πρώτη, τυχαία και απροσδόκητη επαφή μας με τον έμμετρο και πεζό λόγο του
διπλωμάτη Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή. Σειρά βιβλίων που μας γνώρισαν μία άλλη
ποιητική παράδοση εντελώς διαφορετική από την δική μας, εννοώ των νεανικών μας
μαθητικών χρόνων. Άλλη γλώσσα, άλλη θεματολογία, άλλο ύφος, άλλες εποχές και
ιστορικές συνθήκες, ποιητικές ανάγκες και καταστάσεις. Είχα αγοράσει σκόρπιους
τόμους και τους διάβαζα με μεγάλη περιέργεια, φόρτωνα την φαρέτρα των ποιητικών
μου αισθήσεων με νέες φωνές και στίχους άλλων ποιητικών περιόδων. Η άλλη οδός
επικοινωνίας μας ήταν η πολύτομη Ποιητική Ανθολογία του καθηγητή Λίνου Πολίτη, ο τέταρτος τόμος της
ιδιαίτερα, «Οι Φαναριώτες και η Αθηναϊκή σχολή», β΄ έκδοση αναθεωρημένη,
εκδόσεις Δωδώνη 1977 δημοσίευε ελάχιστα αποσπάσματα ποιημάτων του.: («Ο
κλέφτης», «Αναχώρησις», «Ο ψάλτης», «Δήμος κ’ Ελένη» (Α΄, Δ΄), «Εκείνη»). Πέντε
ποιήματα, σ. 102-111 ανάμεσα στους: Αθανάσιο Χριστόπουλο, Γιάννη Βηλαρά,
Παναγιώτη και Αλέξανδρο Σούτσο, Γεώργιο Ζαλοκώστα, Θεόδωρο Ορφανίδη, Ηλία
Τανταλίδη, Ιωάννη Καρασούτσα, Σπυρίδωνα Βασιλειάδης Δημήτριο Παπαρρηγόπουλο,
(γιό του ιστορικού), Αχιλλέα Παράσχο, Γεωργίου Βιζυηνού, Άγγελου Βλάχου, Ζαν
Μωρεά, Αριστομένη Προβελέγγιου κ.ά. Με γνωστότερο τότε στα ώττα ημών των εφήβων
το πασίγνωστο εμβατήριο: «Ο κλέφτης»
«Μαύρ’ είν’
η νύχτα στα βουνά,/
στους
βράχους πέφτει χιόνι,/
Στα άγρια,
στα σκοτεινά,/
στες τραχιές
πέτρες, στα στενά/
ο κλέφτης
ξεσπαθώνει, ξεσπαθώνει….».
Στην Εισαγωγή
του ο Λίνος Πολίτης γράφει:
«Σύγχρονος με τους δύο Σούτσους,
Φαναριώτης κι αυτός και συγγενής τους, ο Α. Ρ. Ραγκαβής παρουσιάζεται στα πρώτα
του ποιήματα γνήσια ρομαντικός. Ωστόσο μια έμφυτη μετριοπάθεια τον κρατά μακριά
από υπερβολές, κι αυτό είναι και το μειονέκτημά του. Ύστερ’ από τα μισά του
αιώνα, ακολουθώντας την τάση της εποχής, εξαρχαϊζει τη γλώσσα του, και
εγκαταλείποντας το ρομαντισμό φτάνει σ’ έναν νεοκλασικισμό, πού τον διακρίνει
μια εξαιρετική επιτήδευση και κομψότητα στη γλώσσα’ έξοχο παράδειγμα ο γνωστός
«Διονύσου πλούς» (1864).».
Μια
εξαιρετική, λιτή και επαρκής δουλειά η Ανθολογία αυτή για όλους εμάς τους
νεότερους αναγνώστες της ποίησης που βγαίναμε από μία επτάχρονη στρατιωτική
διακυβέρνηση και τα πολιτιστικά και πνευματικά και γλωσσικά της παράγωγα. Σημαντική
ανθολογική εργασία ενός έμπειρου φιλόλογου όπως ήταν ο Λίνος Πολίτης. Την Ανθολογία
αυτή, την θεωρούσαμε κάπως ισάξια της παλαιότερης ποιητικής ανθολογίας του Ρένου Αποστολίδη, έμμετρου και πεζού
λόγου (υπάρχουν δύο σειρές). Ο Ρένος
Αποστολίδης συνέχισε το έργο του ανθολόγου πατέρα του και το διεύρυνε, με την
τρίτομη δουλειά του και την παρουσίαση ανθολογημένων ποιητών κατά αλφαβητική
σειρά. Ο πάντα αυστηρός στις κρίσεις του Ρένος στον τρίτο τόμο της «Ανθολογίας»
του της Νεοελληνικής Γραμματείας, Η Ποίηση λόγια και δημοτική από τον μεσαίωνα
ως τις μέρες μας, έκδοση 10η, «Τα Νέα Ελληνικά», Αθήνα 1972 (;) τον
ανθολογεί με ολόκληρη την σύνθεσή του «Διονύσου πλούς», «Η ώρα του θανάτου
μου…», «Από το Γάμο του Κουτρούλη» και ένα του χιουμοριστικό «Επίγραμμα»:
(Αι αρχαίαι Μούσαι ήσαν και αρχαίαι
και εννέα./
Προτιμώ την Καλλιόπην’ είναι μία, κι’
είναι νέα!»), σελ.
1169- 1176.
Οι κάπως
φτηνές σε τιμή-τότε-Ανθολογίες που τις συναντούσαμε στα ράφια βιβλιοπωλείων, μας
εισήγαγαν στο πάνθεον της ελληνικής ποίησης (Δημώδους και Λογίας) και όπως
φαίνεται άνοιξαν τον δρόμο-όπως και άλλες- στην έκδοση της κυκλοφορίας των
τόμων της Ανθολογίας- Γραμματολογίας των εκδόσεων Σοκόλη. Ένα πολύτομο επίσης
έργο, όπου στον Β΄ τόμο της περιλαμβάνεται ο ποιητής και πεζογράφος Αλέξανδρος
Ρίζος Ραγκαβής. Την επιμέλεια της Ανθολογίας- Γραμματολογίας την είχε ο
ομότιμος καθηγητής πανεπιστημίου και ιστορικός της ελληνικής λογοτεχνίας Μιχάλης Γ. Μερακλής. Βλέπε σελίδες
108-115. Ανθολογείται με απόσπασμα από το «Διονύσου πλούς», «Τα μνήματα»,
«Συμβουλαί», «Ο Κλέφτης».
Στην
εισαγωγή του γράφει:
«Από τους πιο δραστήριους λόγιους και
πολιτικούς άνδρες της εποχής του, γνήσιος τύπος Φαναριώτη. Δεν ήταν μόνο πολυγραφότατος
λογοτέχνης (το έργο του απλώνεται σε 19 μεγάλους τόμους Απάντων, 1874-1889),
αλλά και καθηγητής πανεπιστημίου, διπλωμάτης και πολιτικός. Έκαμε, είτε ως
φοιτητής είτε, αργότερα, με τις διάφορες επαγγελματικές ιδιότητες του, ταξίδια
σε όλο τον κόσμο. Παραδουνάβιες
Ηγεμονίες, Ρωσία, Γερμανία, Αμερική Υπηρέτησε ως πρέσβυς στην Ουάσιγκτον).
Εκτός
από ποιήματα έγραψε και δραματικά έργα, φιλολογικά δοκίμια, απομνημονεύματα,
μυθιστορήματα και διηγήματα. Όλα αυτά σήμερα έχουν λησμονηθή.
Από
τα ποιήματά του τη μεγαλύτερη επιτυχία είχαν σημειώσει τα πολύστροφα «Διονύσου
πλούς» (1864) και «Ο γοργός Ιέραξ» (1871), σήμερα όμως και αυτά είναι δύσκολο
να τα διαβάση κανείς ολόκληρα, γιατί η γλώσσα τους είναι σχεδόν αρχαία και τα
θέματά τους χωρίς κανένα καθολικό ενδιαφέρον, (του πρώτου η υπόθεση είναι
παρμένη από την αρχαία ελληνική μυθολογία, του δεύτερου ξετυλίγεται στα
εξωτερικά δάση του Μισσισσιππή).
Αξιοπρόσεχτη
είναι στο έργο του Ραγκαβή η προσπάθεια, πού φαίνεται ότι καταβάλλει κάποτε,
για μερικές ποιητικές- μουσικές συνηχήσεις, όπως φαίνεται και από το επόμενο
τετράστιχο:
Ρόδα του έαρος χαρά,
της αύρας φίλα,
της καλλονής υμών ερά
η φιλομήλα.».
Τέλος,
η γνωριμία μας μαζί του επεκτάθηκε και με το διάβασμα της «Ιστορίας της
Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας», του Κωνσταντίνου Θ. Δημαρά των εκδόσεων
Ίκαρος 1975. 6η έκδοση. Ο Κ.Θ. Δημαράς δεν μας έφερε σε επαφή μόνο
με τους πρωτομάστορες του Ελληνικού Διαφωτισμού και των έργων τους αλλά,
διεύρυνε τις αναγνωστικές μας περιέργειες για τον πρώτο έλληνα διηγηματογράφο
όπως μας λένε οι μελετητές του, του συγγραφέα του έργου «Ο Αυθέντης του Μορέως». Ο Κ. Θ. Δημαράς μνημονεύει τον Α. Ρ.
Ραγκαβή στο έκτο μέρος της Ιστορίας του, «Ελληνικός Ρωμαντισμός» Ρωμαντικά
φανερώματα 1830-1880. Το τέλος ενός κόσμου σελίδες 274-279. Η έγκυρη και
σεβαστή γνώμη του Κ. Θ. Δημαρά δεν διακρίνεται μόνο για τις θετικές της πλευρές
αλλά και τις αρνητικές της. Το βάρος της κρίσης του Δημαρά ακόμα και οι
αναγνωστικές του προτιμήσεις, κατ’ άλλους «μεροληψίες», επέδρασε στις θέσεις
νεότερων κριτικών και απόψεις και για το έργο του Α. Ρ. Ραγκαβή. Σε εμάς όμως
τους άπειρους έφηβους αναγνώστες τα Ποιήματα που διαβάζαμε του Ραγκαβή μας
συγκινούσαν και μας τόνωναν το φρόνημα. Αυτός είναι ο λόγος όπως θα έχει
διαπιστώσει ο αναγνώστης αυτού του πρώτου σημειώματος της νέας χρονιάς που
μεταφέρω τις αρνητικές κρίσεις. Θεωρώντας με τα χρόνια ότι άλλες οι
τοποθετήσεις και αξιολογήσεις των κριτικών και άλλες οι προσλαμβάνουσες του
κοινού της ποίησης. Υπάρχουν ασφαλώς και οι περιπτώσεις στις οποίες η ζυγαριά
των κρίσεων μιάς κριτικής φωνής συμπίπτει με την γενική αποδοχή του ευρύτερου
κοινού των αναγνωστών. Πέραν φυσικά του γεγονότος, ότι έτσι επιβάλει η
επιστημονική εγκυρότητα μιάς καταγραφής και αντιγραφής στοιχείων. Δεν αναρτούμε
μόνο αυτά που μας αρέσουν και συμφωνούμε, ούτε τα λόγια που μας λιβανίζουν.
Ας
μεταφέρουμε μέρος των θέσεων του Κ. Θ. Δημαρά:
«Ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής
συνεχίζει την παραγωγή του πατέρα του, με τη διαφορά πώς ξεχωρίζει δυό
διαδοχικές γενιές, όταν μάλιστα μπαίνει ανάμεσά τους μια κίνηση όπως αυτή που
περιγράφεται στα προηγούμενα κεφάλαια. Πρέπει όμως να τονισθεί ότι ο γιός
παρουσιάζει μια καταπληκτική δυναμικότητα, ένα ξεχείλισμα δραστηριότητας, που
εκδηλώνεται τόσο στην ζωή του όσο και στο έργο του……». Συνεχίζει: «Σπουδάζει
στο Μόναχο σε στρατιωτική σχολή ως υπότροφος του Λουδοβίκου της Βαυαρίας.
Έρχεται στην Ελλάδα αξιωματικός, αλλά γρήγορα περνάει σε διοικητικές υπηρεσίες’
ύστερα τον βρίσκουμε, το 1844, καθηγητή της Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο, στα
1856 Υπουργό των Εξωτερικών, στα 1867 πρέσβυ. Είκοσι χρόνια αργότερα παίρνει
την σύνταξή του και πεθαίνει στα 1892. Σε όλο αυτό το μακρό διάστημα, χωρίς να
εμποδίζεται από τις πολλαπλές ασχολίες του, παρουσιάζει και μιάν αδιάκοπη
συγγραφική δράση. Αρχίζει γύρω στα 1830 με στίχους’ συνεχίζει με δράματα,
διηγήματα, κριτικές, και παράλληλα μεταφράζει, γράφει έργα μαθηματικά,
στρατιωτικά, αρχαιολογικά, γραμματολογίες, διδαχτικά εγχειρίδια, ένα
κρυπτογραφικό λέξικο και πλήθος άλλα ποικίλα έργα, των οποίων ο αριθμός
ανεβάζει την παραγωγή του σε δεκάδες τόμων». Από εδώ και πέρα, αρχίζουν οι δίσημες κρίσεις και
αξιολογήσεις του Κ. Θ. Δημαρά. Συνεχίζει σ. 275:
«Πολυγράφος, ταχυγράφος, βιαστικός
και απρόσεκτος, δεν προφθαίνει να ελέγξει ό,τι γράφει, κι έτσι τόσο τα επιστημονικά
έργα του, όσο και οι γραμματολογίες και τ’ απομνημονεύματά του είναι ακένωτη
πηγή σφαλμάτων για όποιον τα εμπιστεύεται χωρίς κριτική επεξεργασία’ και η
κριτική του άλλωστε είναι αδέξια και
βιαστική, γεμάτη έτοιμα σχήματα και προκαταλήψεις. Όμως παρά τον φόρτο
των ασχολιών του, επιμελείται κάτι: την καθαρότητα, την κομψότητα του λόγου,
την χάρη και την σπιρτάδα, αυτά ακριβώς που τιμά ιδιαιτέρως και όταν μελετάει
ένα έργο. Και η απασχόληση του ύφους είναι τόση, ώστε δεν διστάζει, παρά την
πολυγραφία του, να επεξεργάζεται τα έργα του, όταν πρόκειται να τα ανατυπώσει.
Η
επεξεργασία αυτή, σύμφωνα με το πνεύμα του καιρού, επιτελεί πάντα μια τροπή
προς τον αρχαϊσμό. Ξεκινάει από τον ρωμαντισμό, από τον οποίο εποτίσθηκε βαθιά
στη Βαυαρία. Η διάθεσή του, στα πρώτα έργα, είταν να τιμήσει την εθνική γλώσσα
και να αξιοποιήσει την δημοτική λογοτεχνία……» Και παρακάτω: «Ο Ραγκαβής
ξαναβρίσκει, με δυσκολίες, μέσα από τα αγκάθια της λόγια παραγωγής, την οποία
γνώρισε στο περιβάλλον του, τον βασιλικό δρόμο της νέας μας ποίησης:
Λιβάδι’
ανθοπερέχυτα, χαριτοστολισμένα.
Ο στίχος είναι όλος
δεκαπεντασύλλαβος, με ρίμες που συμπλέκονται σε ποικίλους τρόπους. Η γλώσσα,
στο όριο οπού μπορούσε να λυτρωθεί ο στιχουργός από την φαναριώτικη διδασκαλία,
είναι δημοτική….». Και ολοκληρώνει τις θέσεις του ο Κ. Θ. Δημαράς για τον
Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή:
«Χάρη στην μακρά ζωή του, ο Ραγκαβής
επρόφθασε, όχι μόνο να γίνει πρωτοπόρος του ρωμαντισμού, αλλά να τον
παρακολουθήσει ως ένα βαθμό στην εξέλιξή του, να τον αποκηρύξει και να δει το
άδοξο τέλος του. Φιλοπερίεργος πάντα, γεμάτος ενδιαφέροντα, επρόλαβε να
γνωρίσει και, στο πρόσωπο του Δροσίνη να τιμήσει την γενιά του 1880. Παρά τις
αδυναμίες του και τις ανεπάρκειές του, ο τελευταίος άξιος εκπρόσωπος της
μεγάλης φαναριώτικης γενιάς, «ο πατριάρχης της εν Ελλάδι φαναριωτικής
ποιήσεως», κατορθώνει και πάλι να σταθεί πρώτος μπροστά στην καινούργια
πραγματικότητα.
Από
την άποψη αυτήν, πολύ πιο σταματημένοι, πολύ πιό τυπικοί εκπρόσωποι του
φαναριώτικου ρωμαντισμού, μέσα στον οποίο κλείνεται ολόκληρο το έργο τους,
είναι οι αδερφοί Σούτσοι. Και δεν είναι μόνο το έργο τους, είναι η ίδια τους η
ζωή: ο ρωμαντισμός με τους Σούτσους δεν είναι θεωρία, είναι βίωμα. Όσο κι αν
παλιά και σύγχρονη κριτική ανιχνεύουν μέσα στο έργο τους επιδράσεις και μιμήσεις
από ξένους, είναι φανερό πώς και των δύο η ζωή συνεπάρθηκε από την ρωμαντική
μέθη και δόθηκε ολότελα σ’ αυτήν. Η μίμηση, έστω και στη μεγάλη δόση που
υπάρχει, έγινε δεύτερη φύση, έγινε δημιουργός ζωής. Αν ο Ραγκαβής εξακολουθεί
να τοποθετεί των ρωμαντισμό στο λογοτεχνικό επίπεδο, για τον Αλέξανδρο Σούτσο,
στα 1839, το κίνημα κλείνει μέσα του μορφή της ζωής: «έχω την ατυχίαν ν’
αμφιβάλλω περί του ρωμαντισμού προς την Ελλάδα έρωτος των διπλωματών»’ κι
αλλού: «υπό το φέγγος της σελήνης εις σχήμα ρωμαντικώτατον καθήμενος…». Ο
ρωμαντισμός δεν είναι πιά θέμα γραμματολογικό, είναι σχήμα ζωής’ η μίμηση δεν
αρκεί για να τον ερμηνεύσει: η μίμηση εκφράζει μία εκλογή.», σελ.278- 279.
Οι κρίσεις του Κ. Θ. Δημαρά, (που όσον αφορά τον «Ελληνικό Ρωμαντισμό» της διαβάζουμε
και στην μελέτη του «ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΡΩΜΑΝΤΙΣΜΟΣ», εκδ. «Ερμής» Αθήνα 1982, ν.7
Νεοελληνικά Μελετήματα, σ. 625, δρχ. 750) παρά τον βαθμό αλήθειας τους δεν στάθηκαν
ανάχωμα στις ποιητικές επιλογές μας. Οι κύκλοι των σύγχρονων λογίων και
κριτικών τον ταξινόμησαν μέσα σε ένα πλέγμα του παραδοσιακού ελληνικού ποιητικού
λόγου προς χρήση διδασκαλίας και πατριωτικής εκπαιδευτικής αγωγής, αν δεν
λαθεύω. Επεκτάθηκαν τα ποιητικά του μηνύματα πέραν των ορίων της ποιητικής
ενδοχώρας και απόλαυσης και δόθηκε στον λόγο του ένας εκπαιδευτικός εθνικός
προσανατολισμός. (Μπορεί και ο ίδιος ο ποιητής να το επεδίωκε αυτό στην εποχή
του). Ενδέχεται από την άλλη, λόγω γλώσσας, να αποψιλώθηκαν οι άλλες του
θετικές πλευρές των έργων του στο όνομα των καθαρολόγων Δημοτικιστών. Νομίζουμε
όμως, ότι δεν αρνείσαι να διαβάσεις έναν ποιητή επειδή είναι καθαρευουσιάνος ή
μαλλιαρός, εθνικιστής πατριώτης ή διεθνιστής άπατρις. Η Ποίηση είναι πάνω από
αυτά και η συγκίνησή της, το ερέθισμά της, ο οραματισμός της, οι γεύσεις της
είναι διαρκείς. Οι μέχρι σήμερα μελέτες και άρθρα που έχω διαβάσει, δεν
δείχνουν να έχουν εστιασθεί στην διάκριση των θετικών από των αρνητικών πλευρών
του έργου του, στέκονται κυρίως σε θέματα γλωσσικού ύφους και έκφρασης, χρήσης
της καθαρευουσιάνικης γλώσσας, λεξιλογίου. Έχουμε μάλλον γενικές παρατηρήσεις
για ποιητικές του συνθέσεις αλλά όχι ειδικές. Η δίτομη εργασία της Φρόσως Κλαμπανιστή, φαίνεται ότι
αποτελεί σύγχρονη διαφορετική ματιά μια και επιμερίζει το υλικό της και
επιλέγει να φέρει στην επιφάνεια άγνωστα ποιήματά του και ανέκδοτα μεταφρασμένα
σε ξένες γλώσσες.
Η
πολιτική της Δημοτικής
Συνεχίζοντας το σημείωμά μας και τις απόψεις
μας εκ των προσωπικών μας αναμνήσεων, είχαμε παρακολουθήσει μετά την
μεταπολίτευση από θεατρική ομάδα την κωμωδία του «Του Κουτρούλη ο γάμος». Μια χαρούμενη γρήγορων ρυθμών κωμωδία με
ευχάριστες σκηνές και σκετσάκια, ωραίες υποκριτικές αποδώσεις στις θεατρικές
ανάγκες της εποχής. Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η πρώτη μας μη συστηματική
επαφή με την συγγραφική παρουσία του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή για την δική μας
μεταπολιτευτική γενιά του Πειραιά,- για να περιοριστώ στα της Πόλεώς μας, και
δίχως να αντιπροσωπεύω κανέναν και καμία από τους φίλους της ποίησης εκείνων
των περιόδων. Και εγώ, όπως όλοι μας είχαμε απολαύσει τον Στάθη Ψάλτη στον «Συμβολαιογράφο».
Η φιλότεχνη γενιά
μας οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι ήταν ακραία στις απόψεις της, δογματική και
απόλυτη στις θέσεις της, όχι μόνο στα ζητήματα της πολιτικής εκπροσώπησης και
διακυβέρνησης εκείνων δεκαετιών μετά την πτώση της χούντας, αλλά είμασταν το
ίδιο άκαμπτοι και σε θέματα διαβασμάτων και προσωπικής μας καλλιέργειας, σε
ζητήματα γλώσσας και έκφρασης, της προφορικής και γραπτής ελληνικής γλώσσας
όπως διαμορφώνονταν και κανοναρχώνταν από επίσημα χείλη των χρόνων της
μεταπολίτευσης δημοτικιστών ακραίων και μη. Τα κάθε είδους και κατηγορίας πολιτιστικά
προϊόντα που έκαναν την εμφάνισή τους εκείνο το διάστημα όφειλαν να προέρχονται
από τον χώρο της Δημοτικής μια και η Δημοτική είχε συνδεθεί με τους
δημοκρατικούς και πολιτικούς αγώνες του ελληνικού λαού από τους προηγούμενους
ιστορικούς αιώνες. Η αποδοχή και η χρήση του λεγόμενου πολιτιστικού
εποικοδομήματος (για να χρησιμοποιήσουμε έναν κλισέ ορισμό) έπρεπε να
προέρχεται και να στηρίζεται και υποστηρίζεται από τα έργα της δημοτικής γλωσσικής
παράδοσης, και να αφορούν τα έργα τέχνης, συγγραφικά, εικαστικά και άλλα, τα
λαϊκά στρώματα του ελληνικού αγωνιζόμενου και καταπιεσμένου λαού από όπου εμείς
προερχόμασταν. Κάθε συγγραφικό έργο ή πρόταση ανάγνωσης που δεν προέρχονταν από
τις γάργαρες και θεσμοθετημένες δεξαμενές της Δημοτικής εκφραστικότητας και του
λεξιλογίου της, της φορτωμένης και χρωματισμένης πολιτικά ιδεολογίας της,
απορρίπτονταν ως αντιδραστική. Έτσι φωνές καθαρευουσιάνικες σαν του Ραγκαβή ή
αρχαϊζουσες προκαλούσαν αντιδράσεις, αν κάποιοι επιθυμούσαν να διαβάσουν αυτά
τα έργα και να τα προτείνουν και σε άλλα φιλικά της ποίησης περιβάλλοντα
δημόσια. Οι καθαρευουσιάνικες φωνές έμεναν εντός των ραφιών της ατομικής μας Βιβλιοθήκης.
Νιώθαμε ή μας έκαναν να αισθανόμαστε ότι είμασταν η άβολη εξαίρεση. Ακόμα και ο
φανταστικός στις περιγραφές του και πλούσιος ορθόδοξος οραματισμός του κόσμου του
Σκιαθίτη, νησιώτη κυρ Αλέξανδρου
Παπαδιαμάντη, με τα μεγάλα πολύχρωμα ταμπλό των περιγραφών του, τα
μαγευτικά εικονογραφικά πλάνα των αφηγήσεών του, των ονειρικών ηθογραφικών σκληρών
κοινωνικά εικόνων του, την χυμώδη και φουρτουνιασμένη εικονοποιία του, τον
κοχλάζοντα ερωτισμό του, της κριτικής του ματιάς απέναντι στην κοινωνία της
εποχής του, πεζά, μυθιστόρημα και διήγημα ευχάριστων αφηγήσεων της νησιώτικης
ηθογραφίας, χρήσης της ντοπιολαλιάς του γενέθλιου τόπου του, μας ενοχλούσε,
μετά τον καταιγιστικό «βομβαρδισμό» της εκπαιδευτικής μας άχαρης προπαγάνδας
των ιερών και οσίων του έθνους όπως τις πρέσβευε το τότε καθεστώς με έργα του.
Γνωρίζαμε ότι στα βιβλία του υιοθετούσε την χρήση δύο τύπων της γλώσσας, την
δημοτική και την καθαρεύουσα, ανάλογα ποιος ήρωάς του μιλούσε, ανάλογα ποιος
ήταν ο ήρωας ή ηρωίδα του, η οικογενειακή του κατάσταση, η τάξη που προέρχεται,
τα οικονομικά «συμφέροντα» που εξυπηρετεί, εκφράζονταν ανάλογα κατά περίπτωση,
πότε με την Δημοτική και πότε με την Καθαρεύουσα. Δίχως να παραμελεί να μας
μυσταγωγήσει στην χρήση λέξεων της νησιώτικης διαλέκτου του νησιού του και των
γύρω περιοχών και να βάζει στα χείλη των ηρώων του λέξεις και φράσεις, ορισμούς
της θαλασσινής διαλέκτου, λέξεων που ονομάτιζαν τα εργαλεία και τα είδη των
εργασιών τους οι ναυτικοί και οι καραβοκύρηδες και τα είδη των πλοίων τους όπως
και των άλλων αγροτικών εργασιών. Είναι επίσης, διάσπαρτο το γλωσσικό του σώμα
με λέξεις και φράσεις, εκκλησιαστικά σήματα από την χριστιανική ορθόδοξη
υμνογραφία και τα ιερά χριστιανικά κείμενα, σαν ορθόδοξος χριστιανός συγγραφέας
όπως ο ίδιος πάντοτε δήλωνε. Με το παράδειγμα αυτό, θέλω να σημειώσω ,ότι μετά
το εκπαιδευτικό και της αγωγής μας υπερβολικό μπούκωμα εντός και εκτός των
σχολικών αιθουσών του έργου του, την σύνδεσή του με το πνεύμα των κολλυβάδων, της
λαϊκής θυμοσοφίας του και ενός εκκλησιαστικού ρομαντισμού του σε θέματα
ορθόδοξης πίστης, μας έκανε διστακτικούς στην επαναγνωριμία μας ουσιαστικά
πλέον και με άνεση χρόνου το έργο του μετά το 1974. Φυσικά, άρχισαν να
εμφανίζονται στις ασπρόμαυρες οθόνες της τηλεόρασης σήριαλ βασισμένα στα πεζά
του και αυτό τον κατέστησε γνωστότερο στο ευρύ κοινό που δεν διάβαζε τα βιβλία
του. Η κυκλοφορία τότε των «Απάντων» του που είχαμε προμηθευτεί ήταν σε μία
γλώσσα αυστηρά καθαρευουσιάνικη και δύστροπη τόσο ηχητικά όσο και στην γραφή
της. Δεν αναφέρομαι στην έκδοση του Γιώργου Βαλέτα με τον απαραίτητο στους
αναγνώστες πρώτο του τόμο. Έχοντας αυτές
τις αντιλήψεις συνδυαζόταν η γραφή και ο λόγος του με την προπαγάνδα της
επταετούς περιόδου, μια και δεν είχαμε την τύχη να έχουμε δημοκρατικές
καθηγητικές συνειδήσεις ως εκπαιδευτές. Μάλιστα, για την ιστορία της
εκπαίδευσης να αναφέρουμε ότι, ακούσαμε από επίσημα χείλη να συγκρίνουν την
Παπαδιαμαντική γλώσσα στις καθαρευουσιάνικες εκδοχές και αποτυπώσεις, με τη
γλώσσα του «Πιστεύω» βιβλίο του αρχηγού της χούντας. Ακρότητες που έμειναν στην
κατοπινή μνήμη και χαμογελάμε. Και αυτό αν σκεφτούμε επικουρικά ότι όταν
βιώνεις και ζεις σε μια θυελλώδη επαναστατική περίοδο αλλαγής των πάντων,-ίσως
και ανατροπής τους μετά το 1974, πώς μπορείς να στρέφεις το αναγνωστικό σου
βλέμμα και ενδιαφέροντα σε έργα μη Δημοτικής παράδοσης, πολλώ μάλλον των
καθαρευουσιάνων ποιητών όπως ο Ραγκαβής, πού όμως, χαιρόμασταν την ποίησή του.
Μπερδεμένα ασφαλώς πράγματα και ακατανόητα για το σημερινό αναγνωστικό κοινό
που έχει το προνόμιο να διαβάζει και να προτιμά ότι πάει στην δική του οπτική
και απόλαυση, όμως είναι η ιστορική αλήθεια των χρόνων μας. Ή τουλάχιστον μιάς
μερίδας πειραιωτών μαθητών και σπουδαστών που ήσαν φίλοι του βιβλίου και της
ανάγνωσης, κάπως πιο ψαγμένων και υποψιασμένων στο τι τους άρεσε. Από την άλλη
πολιτική και κοινωνική πλευρά, αυτοί που
ανήκαν και υποστήριζαν την συντηρητική παράταξη και προέρχονταν κυρίως
από τους εκκλησιαστικούς κύκλους, ήσαν και εκείνοι κάθετα αντίθετοι στην επαφή
και την ανάγνωση, το διάβασμα έργων προερχομένων από την θύραθεν παιδεία και τα
συγγραφικά της προϊόντα, την δημοτική γλώσσα, τους μη χριστιανούς συγγραφείς
και ιδιαίτερα τους αριστερόστροφους. Μέσα σε αυτές τις ανάγνωσης και της
γλώσσας συμπληγάδες, σε αυτόν τον εθνικό των χρόνων μας διχασμό εμείς η νεότερη
γενιά που εμφανίζονταν στο πνευματικό προσκήνιο, έπρεπε να αποφασίσουμε μόνοι
μας με ποιους θα πάμε και ποιους θα διαβάσουμε αν θέλαμε να είμαστε αρεστοί και
αποδεκτοί, αναγνωρίσιμοι. Μια χαώδης κατάσταση γνωμών, κρίσεων, θέσεων,
απαγορεύσεων, επιδράσεων. Από την μία οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές και από την
άλλη εμείς, των Αφανών Αναγνωστών. Είχαμε εγκλωβιστεί στις πραγματικές
επιθυμίες μας και στις επιβαλλόμενες απαγορεύσεις των άλλων, των μεγάλων, των
διαφόρων ελίτ του πνεύματος τώρα που είχε πέσει η χούντα. Ενώ όμως συνδέαμε την
καθαρεύουσα με το επτάχρονο στρατιωτικό καθεστώς, ταυτόχρονα την μιλούσαμε και
την διαβάζαμε σε έργα ποιητών και πεζογράφων. Πώς να ανοίξεις τα φτερά της
νιότης σου θέλοντας να ανακαλύψεις νέους δρόμους ή χαράζοντας τους δικούς μας-της
γενιάς μας- ορίζοντες επαναφέροντας τα ερωτήματα περί της Ελληνικότητας, των
ριζών τόπου μας, της αγάπης για την πατρίδα, της ταυτότητάς μας ως
σύγχρονοι Έλληνες μέσω μιάς γλώσσας όπως
η καθαρεύουσα; Ποιο ρυάκι της ελληνικής γλώσσας και της πανάρχαιας ιστορίας της
έπρεπε να διαλέξουμε να μιλάμε και να γράφουμε εν έτη 1974, όταν η ιστορία και
η πολιτική τάξη του Κόσμου άλλαζαν ραγδαία και απότομα με συγκεκριμένα της
πολιτικής και της ιδεολογίας πρόσημα, καθώς γκρεμίζονταν καθεστώτα και
ιδεολογίας αντιλήψεις. Σήμερα, 50 χρόνια μετά μπορούμε και βλέπουμε τα γεγονότα
και τις διαμάχες αυτές από απόσταση και να χαμογελάμε, από την απόσταση και την
ασφάλεια που μας παράσχει ο χρόνος, τότε όμως, τους ζούσαμε αυτούς τους
ανεμόδαρτους χρόνους, τους αποκλεισμούς και τις στοχοποιήσεις. Γράφαμε την
ιστορία των καιρών μας και ας μην το συνειδητοποιούσαμε όντας μπερδεμένοι,
μπουρδουκλωμένοι γλωσσικά, ανάμεσα σε γλωσσικά πλέγματα ανακατωμένα και
ιδεολογικούς λαβυρίνθους καθαρής αγωνιστικότητας. Μπορεί η ζωή να μάχεται και η
γλώσσα να μένει αμέτοχη; Μπορεί το σώμα να σπαρτά από τις ηδονές των πειρασμών
της ζωής και η γλώσσα να βρίσκεται σε νεκροφάνεια;
Ερωτήματα
του νου διλήμματα της σκέψης, επιλογές σε ένα ενθάδε της ατομικής μας ιστορίας
ενός μέλλοντος αβέβαιου, χωρίς πυξίδα προσανατολισμού, καρποφόρας αναγνωστικής
οδήγησης, αγκυλώσεις νοοτροπιών και επιλογών ατόμων που αποφάσιζαν για εμάς
δίχως εμάς. Κανείς δεν μας ρωτούσε για τίποτα όλοι ήθελαν οπαδούς και
υποτακτικούς «πελάτες» της πολιτικής και του πνεύματος, της τέχνης, των απόψεών
τους και βιβλίων τους. Βιώσαμε τον διχασμό και τον αποκλεισμό των διαφόρων
ειδών ελίτ εκείνων των δεκαετιών που, έλεγχαν ακόμα, σαν σχήμα λόγου να
γράψουμε, ακόμα και από πιο ρουθούνι θα αναπνεύσουμε, και ασφαλώς τι βιβλία και
έντυπα θα πρέπει να διαβάζουμε από εδώ
και στο εξής ως πολίτες-αναγνώστες. Έτσι
η ενιαία γλώσσα μας, είτε στην σωστή ομιλία της, προφοράς της είτε στην
λανθασμένη γραφή της, μπλέχτηκε και αυτή στα δίχτυα των κορυφώσεων της
ιδεολογίας των ταραγμένων εκείνων χρόνων με ένα πάντα πρόσημο επιτροπείας μας.
Δημιουργήθηκαν απαγορευμένα κράσπεδα ανάγνωσης βιβλίων και διαχείρισης της
γλώσσας. Εντός των τειχών ζωής μόνο η Δημοτική και μάλιστα στην μαλλιαρή της
εκδοχή, της ακραίας προφορικότητάς της και των συντακτικών και ορθογραφικών
προβολών της σε συγκεκριμένα έντυπα. Το ελληνικό της εκπαιδευτικής μας αγωγής “The Wall”. Ποιητικές και πεζογραφικές φωνές
του 18ου και 19ου και
των αρχών του 20ου αιώνα της ελληνικής φιλολογίας, εντελώς άγνωστά μας
έργα, δεν έπρεπε να τα πλησιάζουμε και να τα διαβάζουμε. Έπρεπε να τα αγνοούμε
δεν ήσαν ψυχωφελή αναγνώσματα. Ο Κόσμος που μας επέβαλαν να ανθήσουμε ηλικιακά
και πνευματικά ήταν μονοσήμαντος και εμείς μετέωροι στις αποφάσεις μας. Ενώ η
γλώσσα της επιλογής μας κυμαίνονταν ανάμεσα στην λουστραρισμένη δημοτική της
δημόσιας εκπαίδευσης και στην τσαλακωμένη των εφημερίδων και εντύπων της
λεγόμενης δημοκρατικής παράταξης. Τα ιδανικά μας προέρχονταν από την πολιτική
της γλώσσας συνακόλουθης των πολιτικών μας επιλογών. Εξάλλου, αν θέλαμε να
φλερτάρουμε με την καθαρεύουσα υπήρχε και η γλώσσα της εφημερίδας της «Εστίας»,
το τελευταίο προπύργιο όπως θεωρούσαμε του γλωσσικού συντηρητισμού που της
ρίχναμε στα κλεφτά μιά ανάποδη ματιά όπως το απαιτούσε η παραδοσιακή έκδοσή
της. Η νεανική απληστία μας όμως για καινούργιες εμπειρίες και διαβάσματα,
καινούργιες γνώσεις, θα μας οδηγούσαν ούτως ή άλλως και στην ποιητική αγκαλιά
των καθαρευουσιάνων και αρχαϊζόντων ποιητών και πεζογράφων της ρομαντικής
σχολής. Καλή η Δημοτική και οι εκπρόσωποί της αλλά και η Καθαρεύουσα δεν
πήγαινε πίσω, ούτε οι καθαρευουσιάνοι, χαιρόμαστε και χαμογελούσαμε με τις
καμπανιστές της καταλήξεις, τους ήχους των πλάγιων πτώσεών της, την ανάμειχτη
σύνταξή της, τα τριτόκλιτα ουσιαστικά της, την πληθώρα των επιθέτων της, τον
πολυτονικό τονισμό της, τα ποιηματάκια εκμάθησης των πνευμάτων της (άδης άγιος
αβρός…) τις δοτικές και κλητικές της επιφωνήσεις, το πλήθος των μετοχών της, του
παράξενου ύφους της, των ριζών των λέξεών της που μας «εξανάγκαζε» να
αναζητήσουμε λεξικά για να βρούμε την απαρχή τους, των «πηγαζόντων εκ της τιμημένης
αρχαίας γλώττης» όπως έλεγαν οι δάσκαλοί μας. Αχ! αυτά τα μπαστουνάκια κάτω από
τις λεξούλες των πλάγιων πτώσεων, των δοτικών η ομορφιά, των κλητικών η απόφαση.
Το γλωσσικό μας εκκρεμές δεν ηρεμούσε. Η τερπνότης των διαβασμάτων μας
μπλέκονταν με την φαιδρότητα των ατομικών μας μιμήσεων και αντιγραφών. Ποιος «εκτελούσε»
ποιόν δεν γνωρίζαμε, δηλαδή αν εμείς κακοποιούσαμε την ελληνική γλώσσα ή αν η
ελληνική γλώσσα κακοποιούσε εμάς παγιδεύοντάς μας σε έναν κυκεώνα αξιολογήσεων
και επιτιμήσεων μη ορθής χρήσης της. Τελικά όμως τίποτα δεν πάει ή πήγε χαμένο
από αυτό το γλωσσικό ταξιδιωτικό ανακάτεμά μας, αυτό το γλωσσικό μας
στραμπούληγμα, αυτό το μπέρδεμα ακόμα και από το φλερτ μας με την νεόπλουτη
αρχοντοχωριάτα μαντάμ Σουσού καθαρεύουσα.
Το τραγικά
ιστορικό λάθος της γενιάς μας ίσως είναι ότι οι γλωσσικές μας ιδεολογικές
εμμονές και γραμματικών εκδοχών ενστάσεις, απέτρεψαν πολλούς καλλιεργημένους
λογίους και διανοούμενους αναγνώστες και συγγραφείς να προσεγγίσουν παλαιότερα
κείμενα της ελληνικής παράδοσης, να αρνηθούν ποιητές και πεζογράφους υψηλού
μεγέθους ως μη δημοτικιστές, να σταθούν κάθετα αρνητικοί απέναντι στην γλωσσική
και ποιητική ομορφιά της εκκλησιαστικής υμνογραφίας, μιας ποίησης τόσο αρχαίας
όσο η ίδια η ενατένιση του ανθρώπινου όντος προς τα αινιγματικά ουράνια, τα
μυστήρια της άφατης ομορφιάς του κόσμου μας. Ούτε ο Ρωμανός ο Μελωδός, ούτε
άλλοι εκκλησιαστικοί υμνογράφοι, ούτε η Καινή Διαθήκη, ούτε οι ασματικές ιερές
ακολουθίες της μεγάλης τεσσαρακοστής μεταφράζονται δίχως ποιητική ενσυναίσθηση,
δίχως ποιητικό τσαγανό, ποιητικό κριτήριο ευαισθησίας. Και, εφόσον αποδεχόμαστε,
ότι τα βυζαντινά λειτουργικά ακούσματα είναι κοντύτερα σε εμάς ως ακούσματα και
ηχητική μελωδία λόγω βυζαντινής παράδοσης από ότι ο σπαραγματικός λόγος της
αρχαίας λυρικής ποιήτριας Σαπφώς, ο θρηνητικός λυγμός της Εκάβης, οι θρηνωδίες
των Ομηρικών ραψωδιών, το λυγμικό πένθος του Αχιλλέα, τότε μήπως δεν θα πρέπει
να μεταφράζονται; Γεννάται το ερώτημα. Μια
λογοτεχνική «μεταγλώττιση», ανάπλαση, προσαρμογή στην «δημοτικιά» όχι κατά την
κρίση μου ορθή έγινε πριν δεκαετίες με το έργο «Πάπισσα Ιωάννα» του Εμμανουήλ Ροϊδη, και εδώ και χρόνια με
πολλά επετειακά διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Πειραματισμοί εκ των
άνω, οι οποίοι δεν έχουν ζήσει και βιώσει την ζωή των κάτω, αναγνωστών. Και το
σκληρό παιχνίδι της γλωσσικής και ιδεολογικής απαγόρευσης εφαρμόστηκε και
παίχτηκε και από τους συντηρητικούς παίκτες και των θρησκευτικών περιβάλλοντων.
Τα οποία περιορίζονταν αποκλειστικά σε εκκλησιαστικούς ορθόδοξους συγγραφείς.
Άντε τώρα να μιλήσεις για την σατιρική ποιητική φλέβα του Ανδρέα Λασκαράτου ή
του Κώστα Βάρναλη την αιχμηρή σάτιρα, την κόκκινη ποίηση του Γιάννη Ρίτσου ή
της Σοφίας Μαυροειδή- Παπαδάκη, τον ομό - ερωτικό λόγο του πειραιώτη ποιητή
Ανδρέα Αγγελάκη. Ένας διχασμός εθνικός, λαϊκός της γειτονιάς, των συνοικιών,
ιδεολογικός, πολιτικός, αισθητικός, γλωσσικός στην πράξη και τις πρακτικές
συνήθειες των μελών του κοινωνικού
σώματος μετά το 1974. Όμως, για να είμαστε δίκαιοι, ένας βασανισμένος,
ταλαιπωρημένος, κατατρεγμένος και προσφυγικός λαός όπως ο Ελληνικός, ο οποίος
προέρχεται από τα τέσσερα σημεία της οικουμένης των διάσπαρτων ελληνικών
κοινοτήτων, και σταδιακά ειρηνικά και άλλοτε βίαια εγκαταστάθηκε και
ενσωματώθηκε στον κύριο κορμό της σημερινής Ελλάδας είναι εύλογο και επακόλουθο
να εκφράζεται, ομιλεί, συνεννοείται, γράφει, σε μία ελληνική γλώσσα μη αστικών
ισορροπημένων προδιαγραφών και επίσημων επιλογών των «πεφωτισμένων», της
γλωσσικής νομοθετημένης διπλωματίας. Μια γλώσσα των «χαρτογιακάδων» της εθνικής
πολιτικής μας εκπροσώπησης. Δεν μπορεί να εκθειάζουμε τον Στρατηγό Μακρυγιάννη ή να διαβάζουμε τα Απομνημονεύματα του
Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και να θέλουμε να γράφουμε και να εκφραζόμαστε όπως ο
Γιώργος Σεφέρης. Δεν γίνεται να σε ελκύει ο Δημοτικός λόγος και τα Παραμύθια, τα ελληνικά μοιρολόγια και
να εκφράζεσαι υπερρεαλιστικά ως ξεπεσμένος κόντες. Δέστε αν μιλιέται η Ψυχαρική
γλώσσα, η γλώσσα του μεγάλου ανατολικού του υπερρεαλιστή ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκου, οι έλληνες
σουρεαλιστές διάβαζαν κείμενα της ελληνικής παράδοσης αλλά δεν έγραφαν στην
γλώσσα της. Σε ποιόν τύπο γλωσσικής διαλέκτου είναι άραγε γραμμένη η
«Αληπασιάδα»; Μιλιέται η γλώσσα του Πειραιώτη σουρεαλιστή ποιητή Έκτωρ Κακναβάτου; Η γλώσσα του ποιητή
Οδυσσέα Ελύτη όπως και της Κικής
Δημουλά είναι η γλώσσα των μορφωμένων ποιητών, των ελλήνων λογίων όχι
απαραίτητα και των αναγνωστών τους. Αν δεν πέφτω έξω. Θαυμάζεται όμως τόσο από
τους λογίους όσο και από μερίδα του ανώνυμου κόσμου που διαβάζει ποίηση.
Συνειδητοποιώντας ότι εδώ κάτι γλωσσικά καλό συμβαίνει αλλά δεν υιοθετείται
στις σχέσεις τους με τις οικογένειές τους και το φιλικό τους περιβάλλον. Μόνο η
μουσική έχει αυτό το χάρισμα με την ενορχηστρωμένη της ηχητικής απόλαυση να
απλώνεται και υπερίπταται παντού. Ακόμα και οι καθημερινές φράσεις που
χρησιμοποιούν σημαντικοί και αξιόλογοι ποιητές μας, προερχόμενες από το στόμα
του απλού ανώνυμου ελληνικού λαού, έχουν την δική τους ξεχωριστή ποιητικότητα
και ποιοτική βαρύτητα, μέσα στο καθόλου σώμα των έργων τους, συνταγμένες λειτουργικά
στην απόδοση ενός όσο γίνεται τέλειου ποιητικού αποτελέσματος, αλλά είναι
γλώσσα της ποίησης και όχι της «πιάτσας». Τελικά, τι επιβραβεύουμε αναγνωστικά, την γλώσσα
της ποίησης ή την ίδια την ποιητική λειτουργία και ότι μεταφέρει στα σπλάχνα
της. Το ιδεολογικό- κομματικό φορτίο των λέξεων της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου καθρέφτισμα μιας συγκεκριμένης
ιστορικής και πολιτικής ελληνικής σκοτεινής περιόδου μιλιέται και συγκινεί
σήμερα; Είναι ίδια η γλώσσα της «Τέταρτης Διάστασης» με εκείνη των «Συντροφικών
Τραγουδιών» και από πιά στρώματα του ελληνικού λαού μιλιέται; Χαιρόμαστε την
γλώσσα του Μποστ αλλά δεν την
υιοθετούμε, εκτός αν θέλουμε να χαμογελάσουμε ή κάνω λάθος; Φεύγοντας βιολογικά
ο κόσμος των ελλήνων Μικρασιατών είναι φυσικό να χάνεται και η μικρασιατική
γλώσσα τους, τα ηχοχρώματα της λαλιάς της, η ορθογραφία της, οι λέξεις της, οι
τονισμοί της, οι νοηματικές της αποχρώσεις. Θέλω να πω με τα εκτενή παρενθετικά
παραπάνω, ότι στις μετά νεωτερικές εποχές μας οι νέοι και οι νέες που έχουν το
δικό τους γλωσσικό σύστημα επικοινωνίας και γραφής-το οποίο δεν κατανοούν και
ασπάζονται οι προηγούμενες μεγαλύτερες γενιές- θα δυσκολεύονται να διαβάσουν
έναν καθαρευουσιάνο ποιητή, που, σίγουρα, δεν θα έχει να τους πει και τίποτα,
μόνο που σήμερα κανείς και ευτυχώς δεν απαγορεύει τίποτα και σε κανέναν όσον
αφορά την πληροφόρηση και το διάβασμα
ενός πεζού ή μιας έμμετρης συλλογής καθαρευουσιάνικων προδιαγραφών.
Η παρουσία του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή
έμεινε για μεγάλο διάστημα παραμελημένη από την πληθώρα των σύγχρονων ποιητικών
μας διαβασμάτων και των καινούργιων και άλλων προταγμάτων ποιητικών φωνών που
κυοφορήθηκαν και μπουμπούκιασαν στα μετά την επταετία χρόνια. Το σήριαλ στους
ασπρόμαυρους τηλεοπτικούς δέκτες του έργου του «Ο Συμβολαιογράφος» μας τον
έφερε και πάλι στην επιφάνεια, ήταν μία θετική πρόσκληση να ασχοληθούμε ξανά με
τον συγγραφέα του «Διονύσου Πλούς» και του «Ο γοργός Ιέραξ», την «Ωδή προς τον
Αθανάσιον Χριστόπουλον» και άλλων ωραίων και εύοσμων ασμάτων του, ή διηγημάτων
του. Σίγουρα στην ανάγνωσή του χρειαζόμασταν λεξιλόγιο όπως πράττει στην δική
της δίτομη εργασία η Φρόσω Κλαμπανιστή. Οι περισσότερο ενημερωμένοι ποιητικά,
γνώριζαν την έκδοση του Γεωργίου Φέξη του 1915 με πρόλογο του ποιητή Ιωάννη Ζερβού. Επανεκδόσεις της σειράς
της Βασικής Βιβλιοθήκης πρόσφεραν επίσης οξυγόνο αναπνοής στην φωνή του. Ο
Ραγκαβής ανέπνεε αναγνωστικά ακόμα σε σχέση με άλλους της δικής του γενιάς.
Λίγο πριν μπούμε στην εικοσαετία του νέου αιώνα το Ίδρυμα και οι Εκδόσεις Κώστα
και Ελένης Ουράνη μας τον πρότειναν και πάλι είτε στην φιλολογική επιμέλεια του
Απόστολου Σαχίνη είτε σε φιλολογική
επιμέλεια του Δημήτρη Τζιόβα, το
ίδιο και η επιμέλεια και ανθολογία της Λίτσας
Χατζοπούλου των εκδόσεων «Ερμής» 1995. «ΤΑ ΕΙΣ ΜΟΥΣΑΝ». Οι σύγχρονες αυτές
εκδόσεις «προετοίμασαν» την «ανάγκη» μιάς μελέτης για το έργο και τη ζωή του όπως
είναι το βιβλίο του Ε. Θ. Σουλογιάννη,
«Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής 1809- 1892 Η ζωή και το έργο του» που κυκλοφόρησε το
1995 από τις εκδόσεις Αρσενίδη. Ένα βιβλίο απαραίτητο για όσους ενδιαφέρονται
για την ζωή και το φιλολογικό του πρόσωπο. Τα δύο βιβλία που διαβάζαμε την
χρονιά που μας πέρασε της Φρόσως
Κλαμπανιστή η οποία είχε την φιλολογική επιμέλεια και την σύνταξη των
βιβλιογραφικών και εργογραφικών πληροφοριών για τον Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή,
δίνουν νέες ανάσες ζωής στην ποίησή του.
Η Φρόσω
Κλαμπανιστή δείχνει να έχει μία αγάπη για το έργο του ρομαντικού ποιητή, τα δύο
βιβλία της είναι μία ερευνητική δουλειά αξιόλογης αναστήλωσης μιάς μερίδας
ποιημάτων άγνωστές μας ίσως και αδιάβαστες. Η εργασία της δεν είναι μόνο μία
συμβολή στο έργο του Ραγκαβή αλλά μία συμβολή στην ελληνική ποιητική
γραμματεία. Τα δύο βιβλία της παρά του ότι έχει περάσει σχεδόν μια εικοσαετία από
την κυκλοφορία τους, αξίζουν την προσοχή μας, το ενδιαφέρον μας. Η δομή της
ύλης του κάθε τόμου είναι η αρμόζουσα, είναι οργανωμένη έτσι ώστε να μην
μπερδεύει τον αναγνώστη. Ελέγχει το υλικό της και το παρακολουθεί στην
διαμόρφωσή του, το βλέμμα της είναι αναλυτικά ερευνητικό, ο λόγος της είναι
στρωτός και ήρεμος, τα συμπεράσματά της φανερώνουν υπεύθυνη έρευνα τόσο στις μικρολεπτομέρειές
των φωτισμών της, όσο και στην πληθώρα των αποδελτιώσεών της. Χρήσιμο είναι και
το γλωσσάρι που παραθέτει σε όλους μας. Ο λόγος της έχει φιλολογική θερμότητα
και όχι ξηρότητα, σωστές οι παρατηρήσεις της και τα συμπεράσματα. Τεκμηριώνει
κάθε της αναφορά. Έρευνα όπως φαίνεται
πολύχρονη και κοπιαστική που, ευτυχώς, όπως δηλώνεται, βρήκε υποστήριξη-
χορηγία από το ΙΔΡΥΜΑ ΙΩΑΝΝΟΥ Φ. ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ.
Οι δύο
τίτλοι των βιβλίων της είναι:
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
ΡΙΖΟΥ ΡΑΓΚΑΒΗ, ΤΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΜΟΣ Α΄: ΕΛΛΗΝΙΚΑ. Φιλολογική Επιμέλεια:
ΦΡΟΣΩ ΚΛΑΜΠΑΝΙΣΤΗ. ΧΟΡΗΓΟΣ ΙΔΡΥΜΑ ΙΩΑΝΝΟΥ Φ. ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ. Εκδόσεις
Βιβλιοεκδοτική, Αθήνα, 9, 2003, σελ. 272, τιμή 17 ευρώ.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
ΡΙΖΟΥ ΡΑΓΚΑΒΗ, ΤΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΜΟΣ Β΄: ΣΕ ΞΕΝΕΣ ΓΛΩΣΣΕΣ. Φιλολογική
Επιμέλεια: ΦΡΟΣΩ ΚΛΑΜΠΑΝΙΣΤΗ. ΧΟΡΗΓΟΣ: ΙΔΡΥΜΑ ΙΩΑΝΝΟΥ Φ. ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ. Εκδόσεις
Γρηγόρη, Αθήνα, 1, 2007, σελ.208, τιμή 10 ευρώ.
Ο πρώτος τόμος έχει ως μότο
«Ποίηση είναι ένα βίωμα βαθύ που έγινε μαγικός λόγος»» του ποιητή και
κριτικού Κλέωνος Β. Παράσχου από το βιβλίο του «Έλληνες λυρικοί», Αθήναι, 1953.
Και περιλαμβάνει τα μέρη Α-Ζ. Τα Περιεχόμενά του είναι:
ΠΡΟΛΟΓΟΣ,
13-15
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ-
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ, 17
ΜΕΡΟΣ Α΄
Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ,
19-104
Εκδοτικό
σημείωμα, 80-83
ΙΙ.
Σημειώσεις- παραπομπές εισαγωγής, 85-104
ΜΕΡΟΣ Β΄
ΤΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Α΄, ΤΑ
ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΕΝΗ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ, 107-181
Ι. Η ΨΥΡΕΙΑ,
100-149
1., Εκδοτικό
σημείωμα, 109-111
2., Το
κείμενο, 113-138
3. Σχόλια,
139-149
ΙΙ. Η ΞΕΡΗ
ΜΟΥ ΦΑΝΤΑΣΙΑ, 151-159
1., Εκδοτικό
σημείωμα, 151
2. Το
κείμενο, 153-157
3., Σχόλια,
158-159
ΙΙΙ. Σ’
ΕΠΙΓΡΑΦΗ Σ’ ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΜΟΥ, 160-161
Σχόλιο, 161
IV. ΠΑΝΤΟΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΕΙΣ ΛΕΥΚΩΜΑΤΑ, ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ κ.λ.π., 163-181
1., Εκδοτικό
σημείωμα, 163-164
2., Τα
κείμενα, 165-177
3., Σχόλια,
178-181
ΜΕΡΟΣ Β΄
ΤΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΧΩΡΙΣ
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ, 183-200
Β (1).
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕ ΤΙΤΛΟ, 184-188
Εκδοτικό
σημείωμα, 185
1., ΤΟΥ
ΒΑΣΙΛΕΩΣ, 186
2.,
ΣΚΟΛΟΔΗΜΟΣ, 187
3., Σχόλια,
188
Β(2).
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ, 189-200
5., Εκδοτικό
σημείωμα, 191
6., Τα
κείμενα, 192-199
7., Σχόλια,
200
ΜΕΡΟΣ Γ΄
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΕΜΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΕ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ, ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ Α.Ρ. ΡΑΓΚΑΒΗ
ΣΕ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ
ΚΑΙ ΑΝΘΟΛΟΓΙΕΣ, 201-214
1., Εκδοτικό
σημείωμα, 202
2., Ποιήματα
περιεχόμενα στο μυθιστόρημα Ο Αυθέντης του Μωρέως, 203
3., Ερρίκω
Σλιεμάννω, 204-205
4., Ωδή επί
τη εικοσιπενταετηρίδι του συλλόγου Παρνασσού, 206
5.,
Παράπονον, 207-208
6., Εις
Δημήτριον Σούτσον μετά του Ιερού Λόχου, 210
7.,
[Τελευταίον αυτόγραφον], 211
8., [Et vous Zephyrs…], 211
9., [Du Dieu qui nous crea…], 211
10., [Enfin…], 211
11., [Sprossling…], 211
12., [A present of St. Nicolas], 212
13. Σχόλια,
213-214
ΜΕΡΟΣ Δ΄
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΑΜΦΙΒΟΛΗΣ ΓΝΗΣΙΟΤΗΤΑΣ, 215-218
ΜΕΡΟΣ Ε΄
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ, 219-248
ΜΕΡΟΣ Ζ΄
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ, 249-270
--
Ο Δεύτερος
τόμος ανοίγει τις σελίδες του με στίχο του ποιητή Ιωάννη Καρασούτσα.
«Η φυλή δεν είναι μία των
πτηνών των ηδυφώνων,
ουδέ ποιητών υπάρχει
εις την γην εν γένος μόνον.»
Ι. Καρασούτσα, Η Βάρβιτος (επιμελ. Κ. Θ.
Δημαρά), Ποιηταί του ΙΘ΄ Αιώνα, Βασική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1954, σ. 166.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Πρόλογος, 11
Συντομογραφίες-
Βραχυγραφίες, 13
ΜΕΡΟΣ Α΄
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
Ο ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ
ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΡΙΖΟΣ ΡΑΓΚΑΒΗΣ
1., Ο
Ευρωπαϊκός Ρομαντισμός, 17
2., Ο
Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής και ο Ευρωπαϊκός Ρομαντισμός, 25
3., Ο
Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής και οι μεταφράσεις, 30
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ
ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΡΙΖΟΣ ΡΑΓΚΑΒΗΣ
1., Ο
Ελληνικός Ρομαντισμός, 35
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΡΙΖΟΥ ΡΑΓΚΑΒΗ
α., Ποιητική
συνείδηση και αυτοκριτική στον Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή, 49
β.,
Προοίμια, προσφωνήσεις, αφιερώσεις, 50
γ., Οι
αντιλήψεις του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή για τη ζωή, 51
δ.,
Θρησκευτική πίστη και πατριωτισμός, 52
ε.,
Ρομαντικά θέματα στην ποίηση του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή
a., Ο έρωτας, 56
b., Η παρουσία της σελήνης, 58
c., Ιστορικές αναφορές και
αρχαιογνωσία, 64
ζ., Η
αφηγηματική τεχνική στη διηγηματική ποίηση του Αλέξανδρου Ρ. Ραγκαβή, 65
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΡΙΖΟΣ ΡΑΓΚΑΒΗΣ ΚΑΙ Η «ΠΟΙΗΣΙΣ
ΕΙΣ ΞΕΝΑΣ ΓΛΩΣΣΑΣ».., 79
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ,
87
ΕΚΔΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ, 93
ΜΕΡΟΣ Β΄
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΡΙΖΟΥ ΡΑΓΚΑΒΗ ΤΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Β. «ΠΟΙΗΣΙΣ ΕΙΣ ΞΕΝΑΣ ΓΛΩΣΣΑΣ»
Ι. Ποιήματα
στη Γαλλική Γλώσσα, 97
1., <Vas dire a l’
Occident…>, 98
a.
Το κείμενο, 99
b. Μετάφραση, 100
c. Σχόλια, 101
2., <Mes confidences>, 107
a. Το
κείμενο, 111
b.
Μετάφραση, 113
c.
Σχόλια, 120
3., Εις το
Λεύκωμα της Κας Βικτορρίας Σ. (31 Δεκ. 1890),
122
a Το κείμενο, 123
b. Μετάφραση, 124
c. Σχόλια, 125
ΙΙ. Ποιήματα
στην Αγγλική Γλώσσα, 127
4., <Τη
Κα Delaware…>,
128
a. Το κείμενο, 129
b. Μετάφραση, 130
c. Σχόλια, 131
ΙΙΙ.
Ποιήματα στη Γερμανική Γλώσσα, 133
5., <Τη
μικρά Έλλη του Κλέωνος…>, 134
a. Το κείμενο, 135
b. Μετάφραση, 136
c. Σχόλια, 137
6., <Τη
Κα ++ 5 Ιουλ. 1887>, 139
a. Το κείμενο, 139
b. Μετάφραση, 140
c. Σχόλια, 141
7., Εις το
Λεύκωμα της Α. Μ. της Αυτοκρατείρας Βικτωρίας της Πρωσσίας, 142
a. Το κείμενο, 143
b. Μετάφραση, 144
c. Σχόλια, 145
8., Εις την Πεντηκονταετηρίδα του Καθ. Κ. Daniel Sanders, 147
a. Το κείμενο, 148
b. Μετάφραση, 150
c. Σχόλια, 152
9., <Στον St. Daniel
Sanders>, 154
a. Το κείμενο, 155
b. Μετάφραση, 156
c. Σχόλια, 157
10., <Στον
Κ. D. Ellissen…>, 158
a. Το κείμενο, 159
b. Μετάφραση, 160
c. Σχόλια, 161
11., Προς
την Α. Μ. την Αυτοκράτειραν της Αυστρίας, 162
a. Το κείμενο, 166
b. Μετάφραση, 167
c. Σχόλια, 168
12., Τω
Κυρίω…, 169
a. Το κείμενο, 170
b.
Μετάφραση, 171
c. Σχόλια, 172
13.,
<Αυτόγραφον τη Κ. Μ. Σ.>, 175
a. Το κείμενο, 175
b. Μετάφραση, 176
c. Σχόλια, 177
ΜΕΡΟΣ Γ΄
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ι.,
Βιβλιογραφία που χρησιμοποιήθηκε για τη σύνταξη του παρόντος τόμου, 179
ΙΙ., Έργα
του Α. Ρ. Ραγκαβή, 187
ΙΙΙ., Άλλες
εκδόσεις των έργων του Α.Ρ. Ραγκαβή, 192
IV., Ανθολόγηση του ποιητικού έργου του Α.Ρ. Ραγκαβή, 194
V., Μελέτες-αναφορές στο έργο του Α.Ρ. Ραγκαβή
Γενική Βιβλιογραφία, 197
VI., Ξένοι συγγραφείς, 206
--
Σε στίχους
του γράφει:
«Ουδείς θα μ’ αναγνώσ’
ή θα με κρίνει,
ουδέ μοι μέλ’ η των
ανθρώπων κρίσις.
Αλλ’ αν ποτέ εις στίχος
σε ηδύνει,
εις εν’ αν μειδιάσεις ή
δακρύσεις
ας λείπωσι κεναί
χειροκροτήσεις
ουδ’ άλλον θέλουν
στέφανον εκείνοι.».
Ας κλείσουμε το πειραϊκό και ποιητικό
αυτό σεργιάνι στον Φαναριώτη ποιητή Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή που ως ανάγνωση ξεκίνησε
τους τελευταίους τρείς μήνες του 2024 και αναρτάται ως λογοτεχνικό ποδαρικό το
2025 με μια ευχή, την επανανάγνωση των Ποιημάτων και των Πεζών του, αξίζει.
Στο δικό μου εκτενές σημείωμα για τον
Φαναριώτη πολυμαθέστατο πολιτικό Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή, δεν θέλησα να
επεκταθώ στο πεζογραφικό του έργο ούτε
στο θεατρικό, τομείς για τους οποίους υπάρχει εκτενή Βιβλιογραφία, την οποία
διαβάζουμε όχι μόνο στους τόμους των εκδόσεων Σοκόλη για την εξέλιξη της Ελληνικής
Πεζογραφίας και τα σύγχρονα Λογοτεχνικά Λεξικά της Ελληνικής Λογοτεχνίας ή τις
μελέτες της Ιστορίας του Ελληνικού Θεάτρου κλπ. Αλλά, θέλησα να διαμερισματοποιήσω
τις συγγραφικές του ασχολίες, να θίξω
ακροθιγώς τον πεζό του λόγο και να σταθώ αναλυτικότερα στην Ποίησή του και στο
τι μας λένε τα Απομνημονεύματά του. Ένας ποιητικός λόγος που ηχεί ακόμα μέσα
στα αυτιά μας πέρα από το γνωστό εμβατήριό του «Μαύρη είναι η νύχτα στα
βουνά……». Πολλά ποιήματά του είναι αναρτημένα στο διαδίκτυο για αυτό δεν σπονδύλωσα
το εκτενές σημείωμα και με άλλες ποιητικές μονάδες που μου αρέσουν. Παράλληλα,
αποδελτίωσα τα περιεχόμενα των δύο εργασιών για τον Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή. Όπως
φαίνεται, ο Πλούς της Ραγκαβικής παρουσίας είναι ανοιχτός στους νέους
αναγνωστικούς ορίζοντες.
Γιώργος Χ.
Μπαλούρδος
Πειραιάς,
Οκτώβριος- Δεκέμβριος 2024
1 Ιανουαρίου
2025
Καλή Χρονιά
και λιγότερη χολιγουντιανή τηλεοπτική και ραδιοφωνική προβολή και προπαγάνδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου