Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2025

Τζών Μίλτων μετάφραση του ποιήματος Ωδή στο πρωινό της γέννησης του Χριστού

 

JOHN  MILTON (1608-1674)

Ωδή στο πρωινό της γέννησης του Χριστού

Ήταν άγριος ο χειμώνας’

το ουρανογέννητο παιδί

φτωχικά τυλιγμένο

στην τραχειά φάτνη ξαπλώνει.

Η Φύση σε δέος

τα φανταχτερά της έβγαλε στολίδια

το μεγάλο της Κύριο να συμπονέσει’

δεν ήταν εποχή γι αυτήν

με τον ήλιο, τον ηδονικό εραστή της, να παιζογελάει.

Μόνο, με ωραία λόγια

τον ευγενικό αέρα ικετεύει

με τ’ αγνό χιόνι το ένοχο μέτωπό της να σκεπάσει

και στη γυμνή ντροπή της,

πού τ’ αμαρτωλό φταίξιμο σπιλώνει,

του Άγιου το λευκό της παρθένας πέπλο να ρίξει,

αναστατωμένη όντας γιατί του Δημιουργού της τα μάτια

τη φριχτή της ασχήμια θα προσέξουν.

 

Ωστόσο, εκείνος, τους φόβους της για να διώξει,

την ειρήνη στέλνει τη γλυκοματούσα

και κείνη, με την πρασινόχρωμη ελιά στεφανωμένη, απαλογλιστράει

κάτω, μέσ’ από τη σφαίρα που γυρίζει.

Γοργός αγγελιοφόρος του η Ειρήνη,

τα ερωτιάρικα σύννεφα χωρίζοντας με χελωνοφτερούγι

και κυματίζοντας το μυρτοραβδί της,

καμπανίζει μια παγκόσμια γαλήνη σε θάλασσα και γη.

 

Κανένας αχός πολέμου ή σύρραξης

σ’ ολάκαιρο τον κόσμο ν’ ακουστεί:

κοντάρι και ασπίδα ψηλά ήταν κρεμασμένα.

στάθηκε τ’ άρματα με τις ρόδες τις αγκαθωτές

που εχθρικό αίμα δεν το είχε βάψει.

η σάλπιγγα δε μίλησε σ’ οπλισμένο όχλο

και βασιλιάδες ακίνητοι σταθήκαν με μάτι τρομαγμένο,

σίγουροι σα να ‘ταν πώς ο υπέρτατος Κύριός των σιμά ήταν

Γαλήνια η νύχτα

πού του φωτός ο Πρίγκηπας

τη βασιλεία της ειρήνης πάνω στη γη άρχισε.

Εκστατικοί οι άνεμοι σιγάσαν

και απαλά τα νερά φιλούσαν,

ψιθυρίζοντας νέες χαρές στον ατάραχ’ Ωκεανό

που τώρα έχει ολότελα ξεχάσει να μανιάζει,

ενώ της ειρήνης τα πουλιά (1) κλωσσάν πάνω στο μαγεμένο κύμα.

 

Σε βαθειά έκπληξη τ’ αστέρια,

ακίνητα στέκουν σ’ έκσταση,

σ’ ένα μόνο δρόμο διαθλώντας την πολύτιμη βοήθειά τους

κι ούτε στο πρωινό φώς

σε φυγή θα ορμήσουν.

ούτε κι ο Λούσιφερ, (2) που συχνά τα ειδοποιούσε,

αλλά στη θαμπόφεγγη τροχιά των σπιθίζουν,

ωσότου ο Κύριός των να μιλήσει κι εντολή να τους δώσει να φύγουν.

 

Κι όσο κι αν το σκιερό θαμπόφωτο τη θέση του έδωσε στη μέρα,

τη συνηθισμένη του ταχύτητα ο ήλιος αντικόβει

και το πρόσωπό του ντροπιασμένος κρύβει,

γιατί ο νιοφώτιστος κόσμος

απ’ την αδύναμη φλόγα του πιά δεν έχει ανάγκη:

ένα φλογερότερο ήλιο είδ’ ο κόσμος ν’ ανατέλλει

από κείνον που ο λαμπρός πρίν θρόνος

ή ο πύρινος άξονας των τροχών του να βαστάζει μπορούσε.

Οι βοσκοί πάνω στη χλόη

πριν η αυγή χαράζει

καταγής καθισμένοι, στη χωριάτικη άνεσή τους,

πολύ λίγο σκέφτονταν τότε

πώς ο τραγοπόδης Πάνας

θα κατέβαινε να ζήσει μαζί τους’

μπορεί και οι αγάπες τους, ή και τα πρόβατά τους

την απλοϊκή σκέψη τους ν’ απασχολούσαν.

 

Ξάφνου, τις καρδιές και τ’ αυτιά τους

τόσο γλυκειά μια μουσική χαϊδεύει,

πού ποτέ από θνητού δάχτυλα δεν έχει ηχήσει

και στον τραχύ θόρυβο απάντηση δίνει

τραγουδιστή φωνή θεία,

πού σ’ έκσταση ευδαιμονίας τις ψυχές των φέρνει.

Ο αγέρας τέτοια χαρά μη θέλοντας να χάσει,

σε μάκρος τραβάει με χίλιους αντίλαλους κάθε ουράνια συγχορδία.

 

Τέτοιον ήχο ως άκουσε η Φύση,

κάτω απ’ τον κοίλο κύκλο της Κυνθίας,

το αέριο βασίλειο να μαγεύει,

ένοιωσε τώρα ολότελα κερδισμένη

να στοχάζεται πώς το μέρος της είχε παίξει

και η βασιλεία της το σκοπό της είχε φτάσει.

Τώρα ήξερε πώς μόνο τέτοια αρμονία

μπορούσε γη και ουρανό σ’ ευδαιμονία να ενώσει.

 

Τελικά, την όρασή τους μιά σφαίρα φωτός θαμπώνει,

που με βελονωτές αχτίδες τη ντροπιασμένη νύχτα στολίζει’

τα Χερουβείμ με την περικεφαλαία

και τα Σεραφείμ με τα σπαθιά,

σε λαμπερές σειρές μ’ ανοιγμένα τα φτερά,

σε πανηγυρικό χορό απερίγραπτες νότες αρπίζουν

στων ουρανών το νιογέννητο κληρονόμο.

 

Ηχήστε κρυστάλλινες σφαίρες (3)

τ’ ανθρώπιν’ αυτιά μας για μιά φορά ευλογήστε’

(αν τη δύναμη έχετε  και οι αισθήσεις μας να σας νοιώσουν)

το καμπάνισμά σας τ’ ασημένιο

σε μελωδικό άς ξεχυθεί τόνο

και το βαθύ των ουρανών όργανο άς αντιφωνήσει

και με την εννιάφωνη αρμονία σας

την τέλεια συνοδεία στην αγγελική συμφωνία  ετοιμάστε.

 

Γιατί τέτοιο ιερό τραγούδι την πλατειά μας φαντασία αν τυλίξει,

ο χρόνος πίσω θα κυλίσει και το χρυσό αιώνα θα ζητήσει’

η στιγματισμένη Ματαιοδοξία

θ’ αρρωστήσει και σε λίγο θα πεθάνει’

η λεπρή Αμαρτία

θα διαλυθεί στη γήινη μούχλα

Και η Κόλαση με τ’ αξιοθρήνητα κτίσματά της

θα χαθεί στη μέρα π’ ανατέλλει.

 

Ωστόσο, η Αλήθεια κι η Δικαιοσύνη

στους ανθρώπους κάτω θα ξαναγυρίσουν

σε ουράνιο τόξο κλεισμένες

και το τέλος ανάμεσα θα στέκει

σε ουράνια λάμψη θρονιασμένο,

με ακτινοβόλα πόδια σύννεφα ξασμένα οδηγώντας κάτω’

γιορτινός ο ουρανός διάπλατα θ’ ανοίξει

του μεγαλόπρεπου ανάκτορου τις πύλες.

 

Όμως, η σοφότερη Μοίρα λέει, όχι’

καιρός δεν είναι ακόμα αυτό να γίνει.

Χαμογελαστό το βρέφος, αμέριμνο ξαπλώνει’

στον πικρό Σταυρό Εκείνος

πρέπει απ’ την απώλεια να μας σώσει

κι έτσι και τον εαυτό του κι’ εμάς να δοξάσει.

Μα πρωτύτερα σ’ αυτούς που ‘ναι βυθισμένοι σ’ ύπνο

η εγερτήρια σάλπιγγα της καταδίκης απ’ τα βάθη βροντερή θα ηχήσει.

 

Ναι, με φοβερή κλαγγή τέτοια, όπως μιά φορά στ’ όρος Σινά (4) είχεν ηχήσει,

σάν, η κόκκινη φωτιά και τα σύννεφα πού σιγοκαίγαν, σκάζαν.

 

Η Γριά Γη ξαφνιασμένη

απ’ αυτό το σφύριγμα, με τρόμο

θα τρανταχτεί βαθιά ως τα σπλάχνα,

όταν στην τελευταία σύναξη του κόσμου

ο τρομερός Δικαστής στη μέση του αέρα το θρόνο του θα στήσει.

 

Και να, τέλος η ευδαιμονία μας

ολοκληρωμένη και τέλεια θα ‘ναι’

όμως, τώρ’ αρχίζει’ τί απ’ αυτή την ευτυχισμένη μέρα

ο γερο-Δράκοντας (5), υποχθόνια,

σε στενώτερα όρια ζορισμένος,

ούτε στη μισή απόσταση δε φτάνει την καταπατημένη του κυριαρχία

κι εξοργισμένος να βλέπει το βασίλειό του να καταρρέει,

τον ψωραλέο τρόμο της διπλωμένης του ουράς ταλαντεύει.

 

Οι χρησμοί σιγήσαν.

ούτε φωνή, ούτε βουητό απαίσιο

σ’ απατηλά λόγια μεσ’ απ’ την αρκαδωτή στέγη κυλάει.

Απ’ την λειψανοθήκη του ο Απόλλωνας

δεν μπορεί πιά να προφητέψει

και τους απόκρημνους βράχους των Δελφών, μ’ άδεια κραυγή, εγκαταλείπει.

Καμιά νυχτερινή έκσταση, καμιά ψιθυριστή μαγεία

τον ιερέα με τα ξέθωρα μάτια από τον προφητικό τάφο δεν εμπνέει.

Τα βουνά ψηλά τα ξεμοναχιασμένα

και το μουσικό ακρογιάλι

φωνή κλαψιάρικη ακούσαν και δυνατό ‘να θρήνο’

από την πηγή τη στοιχειωμένη κι από την κοιλάδα,

πού η ωχρή λεύκα την πλαισιώνει,

το Δαιμόνιο με αναστεναγμό είναι φευγάτο’

με πλεξούδες ξεφτισμένες, υφασμένες με λουλούδια

οι Νύμφες στο σκιόφωτο του σούρουπου θρηνούν στους μπλεγμένους θάμνους.

 

Στην ευλογημένη γη

και στην ιερή εστία

σε παράπονο μεσονύχτιο οι Λάρητες και οι Λεμύρ (6) βογγάνε’

στους βωμούς και γύρω στις υδρίες

μελαγχολικός ήχος σβησμένος

στην παράξενη λειτουργία τους ιερείς τρομάζει

και το ψυχρό μάρμαρο δείχνει να ιδρώνει,

ενώ κάθε παράξενη δύναμη απ’ την κανονική της θέση ξεφεύγει.

 

Οι Πεόρ και Μπααλίμ (7)

τους μισοσκότεινους ναούς των εγκαταλείπουν

με τον τσακισμένο εκείνο θεό της Παλαιστίνης

κι η φεγγαροπρόσωπη Αστάρτη (8)

των ουρανών βασίλισσα και μητέρα

τώρα κάθεται, και δεν τη ζώνει της λαμπάδας η άγια λάμψη.

Ο Λιβυκός Άμμων (9) το κέρας του μαζεύει’

μάταια οι Τύριες παρθένες τον πληγωμένο Ταμμούζ (10) θρηνούνε.

 

Κι ο κατσούφης Μολώχ (11) διωγμένος,

ολόμαυρο το είδωλό του το καμένο

σε τρομερούς ίσκιους έχει αφήσει.

Μάταια ο ήχος των κυμβάλων

γύρω απ’ τη γαλάζια κάμινο

το φριχτό καλεί βασιλέα

σε χορό μακάβριο’

οι κτηνώδεις θεοί του Νείλου,

η Ίσις (12) και ο σκύλος (13) Άνουβις ορμούν να φύγουν.

Ούτε ο Όσιρις (14) είν’ ορατός

στην εξοχή ή στης Μέμφιδας το άλσος

με δυνατά μουγκρητά την άβρεχτη χλόη να καταπατάει’

ούτε ανάπαψη μπορεί να ‘βρει

στο ιερό του στήθος’

κόλαση βαθειά μπορεί να ‘ν το σάβανό του.

Μάταια με βαθιά αντίφωνα τυμπανισμένα

γουνοφόροι μάγοι τη λατρευτή του κιβωτό βαστάζουν’

 

εκείνος νοιώθει απ’ τη γη του Ιούδα

το τρεμάμενο του βρέφους χέρι’

της Βηθλεέμ οι αχτίδες τυφλώνουνε το σκοτεινό του μάτι’

κι οι θεοί οι άλλοι δεν τολμούνε

πιότερο να μείνουνε κοντά του’

ούτε ο Τυφώνας (15) με την τεράστια ουρά φιδοπλεγμένη’

το βρέφος μας, την αληθινή του Θεότητα για να αποδείξει,

μες στις φασκιές του μπορεί την κολασμένη φάρα να τιμωρήσει.

 

Έτσι, όταν στη δύση του ο ήλιος,

με κόκκινα σύννεφα σκεπασμένος,

πάνω στ’ αστραφτερό κύμα το σαγόνι του ακουμπάει,

κοπαδιαστοί, οι ωχροί ίσκιοι

στης κόλασης τη φυλακή ‘ναι στριμωγμένοι’

σε δικό του τάφο γλιστράει κάθε φάντασμ’ αλυσοδεμένο

κι οι κιτρινοφόρες οι νεράϊδες την αγαπημένη τους σελήνη

εγκαταλείπουν και πετάν μακριά στης νύχτας τ’ άτια.

 

Μα, ιδού, η ευλογημένη Παρθένος

το βρέφος της γι’ ανάπαψη έχει ξαπλώσει.

Καιρός, το κουραστικό τραγούδι μας να ‘χει εδώ ένα τέλος.

Των ουρανών το νιογέννητο αστέρι

αστραφτερό στον ουρανό έχει στεριώσει’

με τη λάμπα του παραστέκει τον κοιμισμένο Κύριό του

και ολόγυρ’ απ’ τη στολισμένη φάτνη

άγγελοι με την αρματωσιά τους στέκουν πρόθυμοι να τον υπηρετήσουν.

1., Οι Αλκυόνες, κατά τη Μυθολογία, φώλιαζαν στο χειμερινό ηλιοστάσιο (22 Δεκεμβρίου) και έφερναν την καλοκαιριά και τη γαλήνη στη θάλασσα.

2., Λούσιφερ. Το πρωινό αστέρι, η Αφροδίτη, ο την Έω, την αυγήν φέρων.

3., Σφαίρες. Η μουσική που έβγαινε από τις εννιά κινούμενες σφαίρες δεν ήταν ακουστή στα σάρκινα αυτιά, αλλά μόνο στις άσαρκες και αναμάρτητες ψυχές.

4., Όρος Σινά. Όπου ο Μωυσής από Θεού έλαβε τον νόμο.

5., Ο γέρο- Δράκοντας. Ο Σατανάς (Αποκάλυψη 129, 20, 2).

6., Λάρητες και Λεμύρ. Θεοί της Εστίας και πνεύματα νεκρών στους Ρωμαίους.

7., Πεόρ και Μπααλάμ είναι ονόματα με τα οποία ο Φοινικικός Θεός Ήλιος, Μπαάλ λατρευόταν. Το Πεόρ είναι από το όρος Πεόρ όπου η λειψανοθήκη του Θεού.

8., Αστάρτη. Θεά των Φοινίκων, η Συριακή Αστάρτη.

9., Ο Λιβυκός Άμμων. Θεός της Αιγύπτου υπό μορφήν κριού, ταυτιζόμενος με τον θεό Ρα, το θεό του ήλιου. Στο Καρνάκ υπάρχουν τα ερείπια του ναού του.

10., Ταμμούζ. Χαλδαϊκή θεότης της δημιουργίας και βλάστησης της Φύσης συγγενεύει με τον Άδωνι των Φοινίκων και Ελλήνων.

11., Μολώχ. Θεός των αρχαίων Μωαβιτών εις τον οποίον εθυσιάζοντο άνθρωποι και ιδιαίτερα παιδιά. Στη σφαγή οι φωνές πνίγονταν στο δαιμόνιο θόρυβο των χάλκινων κυμβάλων.

12., Ίσις. Αδελφή και γυναίκα του Όσιρι με κέρατα αγελάδας.

13., Άνουβις. Γιός του Όσιρι με κεφάλι σκύλου.

14., Όσιρις. Αρχηγός των Αιγυπτίων με μορφή ταύρου.

15., Τυφών. Τέρας, προσωποποίηση των ηφαιστειωδών εκρήξεων και της λαίλαπας. Ήταν τεραστίων διαστάσεων και το σώμα του κάτω από τους μηρούς αποτελείτο από σύμπλεγμα εχιδνών. Από τα μάτια του έβγαινε φωτιά.

ΜΕΡΟΠΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, σ. 27-36

Από το βιβλίο: «αγγλική μεταφυσική ποίηση» από τον Τζών Ντάν ως τον Τζόφρεϋ Γουέσλεϋ (1600-1950). Εισαγωγή- Μετάφραση- Σχόλια: ΜΕΡΟΠΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, εκδόσεις Α. ΚΑΡΑΒΙΑ, Αθήνα 1976, σ. 112.

ΣΧΕΤΙΚΑ

          Στα Λογοτεχνικά Πάρεργα αναρτήσαμε (7 Ιανουαρίου) την μετάφραση δύο στροφών ποιήματος του άγγλου θρησκευτικού- μεταφυσικού ποιητή John Milton (1608- 1674) της πεζογράφου και μεταφράστριας Νατάσας Κεσμέτη. Παράλληλα μεταφέραμε ολόκληρο το ποίημα στην αγγλική του πρόταση, θέλοντας να δώσουμε στον όποιον ενδιαφερόμενο αναγνώστη ή αναγνώστρια, από μόνος του, να έχει την δυνατότητα έχοντας μπροστά του και τις δύο εκδοχές (πρωτοτύπου και μεταφοράς του) να διαπιστώσει την ευστοχία ή μη της μεταφραστικής πρόθεσης της ελληνίδας μεταφράστριας. Η οποία στις εργασίες της χρησιμοποιεί τον όρο «γυρισμένο στα ελληνικά». Στην προκειμένη περίπτωση η ίδια η Νατάσα Κεσμέτη μας δηλώνει από την αρχή τους «φόβους», τους «ενδοιασμούς» της, τις προσωπικές της αντοχές, αλλά και το μεταφραστικό «παράτολμο» να ασχοληθεί με την ποίηση του Τζών Μίλτων αν και διαθέτει την αναγκαία και απαραίτητη επάρκεια και εμπειρία ομιλίας, γραφής, μετάφρασης και διδασκαλίας της αγγλικής γλώσσας. Από την μεριά του γράφοντος, παρά του ότι συνηθίζει να μην παραθέτει ξερά-γυμνά τα δημοσιεύματα που αντιγράφει και αναρτά- (σπανίως τα αφήνει μόνα τους να εκτεθούν, εκτός αν το επιθυμεί ο συγγραφέας) αλλά να προβαίνει στους αναγκαίους σχολιασμούς και άλλες φιλολογικές διευκρινιστικές παρατηρήσεις ή πραγματολογικές, θεωρώντας ότι με τον τρόπο αυτόν στήνονται κατά την κρίση του, στερεότερες γέφυρες επικοινωνίας μεταξύ του όποιου κειμένου και του σύγχρονου άγνωστού μας αναγνώστη. Διευκολύνονται οι προϋποθέσεις ανοίγματος μιάς συνομιλίας μεταξύ των παλαιότερων γενεών λογοτεχνικών φωνών και των κειμένων τους με εμάς όλους τους σημερινούς ασχολούμενους με τα λογοτεχνικά πράγματα, σαν μια διαρκή ροή της ποιητικής παράδοσης και των τρόπων και μοντέλων γραφής. Ενώ, αποφεύγω συνήθως, έστω και αν διαθέτω μία μικρή επάρκεια πάνω σε μια ξένη γλώσσα, να σχολιάσω την μετάφραση- απόδοση- αντιγραφή- γύρισμα- ελεύθερη απόδοση-δεύτερη γραφή- παράφραση- μεταφορά-γλωσσικό πλησίασμα, και άλλους τεχνικούς όρους που υιοθετούν οι μεταφραστές και μεταφράστριες με το παραγόμενο αποτέλεσμα. Είτε αυτό γίνεται για καθαρά επαγγελματικούς λόγους είτε για ερασιτεχνικούς, από ατομικό και μόνο μεράκι και αγάπη για μια άλλη ξενόγλωσση συγγραφική φωνή, ποίημά τους, πεζό τους, δοκίμιό τους και λοιπά. Εκφράζω την γενική μου αναγνωστική αίσθηση που μου αφήνει η μετάφραση ενός ποιήματος παραδείγματος χάρη, πως λειτουργεί η μεταφορά του στα πλαίσια και τις αντοχές της μητρικής μου γλώσσας, ενδέχεται και όπως την χειρίζομαι στις δικές μου εργασίες και ασφαλώς πως λειτουργεί μια μεταφραστική πρόταση οργανικά μέσα στην καθόλου λογοτεχνική ελληνική παράδοση διαχρονικά. Μπορούμε παραδείγματος χάριν να δούμε πώς επέδρασε ένα μεταφραστικό κείμενο στις συγγραφικές δουλειές άλλων ομότεχνων του μεταφραστή λογοτεχνών. Ή πάλι, να αναγνωρίσουμε τις εκλεκτικές συγγένειες μεταξύ του συγγραφέα-μεταφραστή και του αλλόγλωσσου δημιουργού ή αν άλλαξε τις αντιλήψεις του για την δική του γραφή και ύφος. Φυσικά υπάρχουν και οι μεταφράσεις που γίνονται από τις λεγόμενες «νεκρές» γλώσσες, τα αρχαία ελληνικά, τα λατινικά, τα σανσκριτικά, ή ευρωπαϊκών γλωσσών της μεσαιωνικής ευρωπαϊκής ιστορικής περιόδου και πολιτισμού. Συναντάμε και τις εργασίες που ο έλληνας μεταφραστής μεταφράζει από τρίτη γλώσσα το κείμενο που τον ενδιαφέρει. Μεταφράζει δηλαδή γερμανική ή των βορείων λαών ποίηση, της άπω ανατολής ή της αφρικής από τα αγγλικά ή τα γαλλικά που γνωρίζει και τις αντίστοιχες εκδόσεις που έχει ενημερωθεί ότι κυκλοφορούν στο εξωτερικό. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο επαρκής αναγνώστης οφείλει να είναι περισσότερο προσεκτικός αλλά ταυτόχρονα και διαλλακτικός απέναντι στην όποια επιθυμητή προσπάθεια του μεταφραστή ή της μεταφράστριας, να του μεταφέρει τα μηνύματα και να του μεταδώσει τις ιδέες, τον πολύχρωμο και πολύστικτο κόσμο ενός βιβλίου μιάς συλλογής, τα μυστικά άνθη της γλώσσας του ξένου λογοτέχνης σε εμάς, να μας καταστήσει κοινωνούς ενός ονειρικού και μαγικού οράματος που συντελείται μπροστά στα μάτια μας που είναι το πάντα διαφεύγων στην ολότητά του σύμπαν της Τέχνης. Της Τέχνης ως ομοαίματης αδερφής της Πίστης. Εξάλλου, η Τέχνη σε όλα τα είδη και τις κατηγορίες της είχε ως αφετηρία της την εσώτερη ανάγκη του ανθρώπου να πιστέψει κάτι πέρα από την φθαρτότητά του, να υπερβεί την στενότητα και τυχαιότητα των χρονικών ορίων της ύπαρξής του. Να κατανοήσει και ερμηνεύσει το φαινόμενο του θανάτου και της φθοράς εικονογραφώντας το πέρασμά του από αυτή τη ζωή με εφόδιο την γλώσσα. Τον Λόγο ως πίστη ή ως δημιουργία. Όμως ας μην ξεστρατίσουμε σε άλλα μονοπάτια.

           Αν η μνήμη δεν με ξεγελά, ο άγγλος μεταφυσικός ποιητής Τζών Μίλτων, αυτή η σπουδαία ποιητική φυσιογνωμία της αγγλικής ποιητικής παράδοσης δεν μας ήταν και τόσο γνωστή, σε εμάς τους σταθερούς αναγνώστες του ελληνικού και ευρωπαϊκού ποιητικού λόγου μετά την μεταπολίτευση. Ακούγονταν σποραδικά το όνομά του ή διαβάζαμε επίσης σποραδικά σε παλαιά λογοτεχνικά περιοδικά όπως η «Νέα Εστία», η ετήσια «Φιλολογική Πρωτοχρονιά» μεταφρασμένα αποσπάσματα στίχων του. Αναφέρονταν φυσικά το μνημειώδες έργο του «Χαμένος Παράδεισος» αλλά δεν είχε την ίδια βαρύτητα στις συνειδήσεις μας που είχαν παραδείγματος χάρη άλλα έργα όπως «Η Θεία Κωμωδία» του Δάντη ή Ποιήματα γάλλων μεσαιωνικών Τροβαδούρων ακόμα και ο άγγλος μυστικός- θρησκευτικός ποιητής John Donne (1572-1631). Τα αναγνωστικά μας ενδιαφέροντα περιελάμβαναν τα θεατρικά έργα, τα Σονέτα και τα Ποιήματα του ελισαβετιανού ποιητή και δραματουργού Ουϊλλιαμ Σαίξπηρ, του οποίου οι μεταφράσεις των βιβλίων του από το ζεύγος των ποιητών Βασίλη Ρώτα και Βούλας Δαμιανάκου, όπως και του Νίκου Καζαντζάκη η μετάφραση της «Θείας Κωμωδίας» μας ήταν περισσότερο οικείες, αγαπητές και αναγνωστικά προσβάσημες. Μιλώ για το ευρύ αναγνωστικό κοινό της εποχής και όχι για τους έλληνες λογίους και συγγραφείς, διανοούμενους και φιλόλογους που είχαν την οικονομική ευχέρεια να ταξιδέψουν στο εξωτερικό και να σπουδάσουν την αγγλοσαξονική λογοτεχνική παράδοση και τα πολιτιστικά επιτεύγματά της. Να συμπεριλάβουμε στην κατηγορία αυτή και τα αντίστοιχα ξενόγλωσσα τμήματα των δημόσιων ελληνικών πανεπιστημιακών μας ιδρυμάτων. Όσον αφορά την Ιστορία της Αγγλικής Λογοτεχνίας ένας ή δύο τίτλοι που είχαν κυκλοφορήσει εδώ και δεκαετίες μας ήσαν περισσότερο ακουστοί. Και αυτό συνέβαινε αν τύχαινε η καθηγήτρια των Αγγλικών μας στο φροντιστήριο του «Στρατηγάκη» να έχει ευρύτερα πνευματικά ενδιαφέροντα από τα αυστηρά διδασκαλικά της καθήκοντα και υπήρχε το ανάλογο ενδιαφέρον φυσικά από τους μαθητές.

    Ο ποιητής Τζών Μίλτων και το έργο του, ήταν θα μπορούσαμε να γράφαμε ένα όνομα κάπως τυλιγμένο σε ένα πέπλο ομίχλης μια και συναντούσαμε σπανίως μεταφράσεις ποιημάτων του ή μικρά αποσπάσματα στίχων του, ακούγαμε να αναφέρεται τ’ όνομά του. Αντίθετα από τις μέρες μας (2004) όπου ο όποιος αναγνώστης της αγγλικής ποίησης μπορεί να βρει και να προμηθευτεί το ογκώδες ποιητικό του έργο «Χαμένος Παράδεισος» μεταφρασμένο στα ελληνικά και να κυκλοφορεί από διάφορους εκδοτικούς οίκους. Όταν είδαμε λοιπόν για πρώτη φορά στην βιτρίνα του γωνιακού βιβλιοπωλείου Α. Καραβία στην οδό Πανεπιστημίου και Ιπποκράτους στην Αθήνα το βιβλίο της Μερόπης Οικονόμου, «αγγλική μεταφυσική ποίηση» από τον Τζών Ντάν ως τον Τζόφρεϋ Γουέσλεϋ (1600-1950) σε μετάφραση Μερόπης Οικονόμου, σπεύσαμε να το αγοράσουμε και να το διαβάσουμε. Οι 25 μείζονες και ελάσσονες άγνωστές οι περισσότερες αγγλικές ποιητικές φωνές που περιελάμβανε το βιβλίο με τις μεταφράσεις της ελληνίδας μεταφράστριας μας άνοιγαν νέους ορίζοντες ικανοποίησης των αναγνωστικών μας ερεθισμάτων και ενδιαφερόντων. Από τα είκοσι πέντε ονόματα αντρών και γυναικών ποιητών γνωρίζαμε τον μοντερνιστή ποιητή και δοκιμιογράφο νομπελίστα Τόμας Στερν Έλιοτ, (είχε φροντίσει για αυτό ο δικός μας νομπελίστας Γιώργος Σεφέρης) τον Ινδό λυρικό ποιητή Ρ. Ταγκόρ, τον μυστικό και εικαστικό ποιητή Ουϊλλιαμ Μπλέηκ και τον Ντ. Ε. Λώρενς περισσότερο ως πεζογράφο. Στις προτιμήσεις μας εκείνα τα χρόνια βρίσκονταν ο ποιητής και θεατρικός συγγραφέας Όσκαρ Ουάιλντ και το έμμετρο, πεζό και θεατρικό έργο του, η πεζογράφος και δοκιμιογράφος Βιρτζίνια Γουλφ με τα πεζά και δοκίμιά της, και φυσικά, ο άγγλος ρομαντικός και φιλέλληνας ποιητής και αγωνιστής Λόρδος Βύρων, τον οποίο είχαμε ακούσει να αναφέρουν συχνά στις σχολικές μας αίθουσες και εκείνο το διάστημα είχε πέσει στα χέρια μας η μελέτη του ποιητή Γιώργου Βαφόπουλου για τον φιλέλληνα αγωνιστή δοξασμένο ποιητή. Ενώ τα παιδικά μυθιστορήματα του Καρόλου Ντίκενς τα διαβάζαμε σε πολλές ολοκληρωμένες ή πετσοκομμένες λαθραίες μεταφράσεις και εκδόσεις ακόμα και σε εικονογραφημένες λαϊκές κυκλοφορίες. Το αναγνωστικό ένστικτό μας έλεγε ότι η αγγλική ποιητική παράδοση δεν εξαντλούνταν στα προαναφερθέντα ονόματα, έτσι το μεταφραστικό ανθολόγιο της Μερόπης Οικονόμου το ένα όνομα μας οδηγούσε στο άλλο, η μία συλλογή σε κάποια προγενέστερη. Η ποιητική μας μύησή στην αγγλική ποίηση έγινε σταδιακά με την ανάγνωση και το ξεφύλλισμα διαφόρων Ανθολογιών που κυκλοφορούσαν τότε-μετά την μεταπολίτευση, ή συναντούσαμε στις αναζητήσεις μας στις βιβλιοθήκες, ή των διαφόρων λογοτεχνικών περιοδικών που είχαν ένθετα αφιερώματα. Το όνομα της μεταφράστριας το συναντούσαμε για πρώτη φορά, δεν γνωρίζαμε άλλη εργασία της. Όταν πιάσαμε στα χέρια μας το βιβλίο της αισθανθήκαμε χαρά και η περιέργειά μας ήταν μεγάλη όπως και η συγκίνησή μας όταν αρχίσαμε να το διαβάζουμε. Τις επόμενες δεκαετίες ανατρέξαμε σε αυτό αρκετές φορές, έχοντας πλέον μιά αναγνωστική ενημέρωση πάνω στην αγγλική ποίηση και σε άγγλους ποιητές που προτιμούσαμε. Ορισμένα τυπογραφικά λαθάκια του βιβλίου δεν μειώνουν την εκδοτική σημασία του, (δεν εννοώ ορθογραφικά) όπως πχ. στο εξώφυλλο αναγράφεται ότι κυκλοφόρησε το 1976 ενώ στο εσώφυλλο που επαναλαμβάνονται τα στοιχεία το 1975, ή ακόμα σε μερικούς ποιητές αναγράφονται λανθασμένες ημερομηνίες, ή παραλείπονται, όπως J. M. Neale, Vernor Watkins, Peter Levy αλλά αυτά γρήγορα προσπερνιόνται και απολαμβάνουμε τις μεταφράσεις και την χρήση της ελληνικής γλώσσας της εποχής, καθώς και την ομορφιά του θρησκευτικού αγγλικού ποιητικού λόγου που αντλεί την έμπνευσή του από το σκηνικό και την σκηνογραφία του Θείου δράματος σε διαφορετικές χρονικές στιγμές και περιστατικά. Από την άλλη, όλοι ομογνωμούν ασφαλώς ότι κάθε γενιά ποιητών και μεταφραστών προσπαθεί να δώσει την δική της μεταφραστική εικόνα και την χρήση της ελληνικής γλώσσας όπως υιοθετείτε από το ευρύ αναγνωστικό κοινό Στην αντιγραφή των πληροφοριακών στοιχείων διατήρησα την ορθογραφία της εποχής της έκδοσης.

Ας δούμε ποια ονόματα περιλαμβάνει και ποια ποιήματα μεταφράζονται όπως και τι μας λέει η μεταφράστρια Μερόπη Οικονόμου στον Πρόλογό της:

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ  ΣΗΜΕΙΩΜΑ

          Στους εικοσιπέντε μείζονες και ελάσσονες ποιητές αυτής της μικρής Θρησκευτικής Ανθολογίας, δύο κορυφαίοι Άγγλοι ποιητές, ανάμεσα σε άλλους κορυφαίους, εκέρδισαν το θαυμασμό μας για την ποίησή τους, ώστε να ερευνήσουμε ιδιαίτερα τη ζωή τους και το έργο τους. Γι’ αυτούς τους δυό, που είναι ο John Donne και ο Manley Hopkins, δίνομε σε συνάρτηση με τη ζωή τους, μιά πολύ σύντομη κατατοπιστική μελέτη για τα ποιήματά τους, που περιέχονται σε τούτο το βιβλίο.

          Για το μεγάλο ποιητή John Milton έχουν γίνει διεξοδικές μελέτες και μεταφράσεις των ποιημάτων του από τον Αλ. Κάσδαγλη, Χρ. Γαλατόπουλο, Ιωάν. Μαραβελίδου κ.ά.

          Ο T. S. Eliot, ανήκοντας στους νεώτερους χρόνους, είναι γνωστός επίσης στην Ελλάδα από αρκετά βιβλία διακεκριμένων Ελλήνων συγγραφέων, μελετητών του έργου του, και από μεταφράσεις αυτών όπως του Γ. Σεφέρη, Κλείτου Κύρου, Τ. Παπατσώνη, Μάρκου Αυγέρη, Ν. Μόσχου, Αντ. Δεκαβάλλε, Ζ. Λορεντζάτου κ.ά. Άλλωστε ο Έλιοτ θ’ αποτελέσει σύντομα θέμα καινούργιας μας μελέτης.

          Όσο για την κατάταξη της ύλης επροτιμήσαμε ν’ ακολουθήσουμε τη χρονολογική σειρά της εποχής που έζησαν οι ποιητές παραβλέποντας το συγγραφικό τους ανάστημα, για να γίνει πιο φανερή η εξέλιξη της θρησκευτικής ποίησης στους νεώτερους χρόνους, τόσο στην έκφραση της τέχνης, όσο και στη μορφή του στίχου.

          Ας ελπίσουμε πως η μικρή αυτή ανθολογία θα χρησιμεύσει σαν απαρχή για μιά αρτιότερη συλλογή σε ύλη και εκλογή από πιό έμπειρους ανθολόγους.

1., JOHN DONNE (1572-1631). ΙΕΡΑ ΣΟΝΕΤΑ., σ. 9-22. Πριν την παρουσίαση της μετάφρασης των ποιημάτων υπάρχει εισαγωγικό σημείωμα με τίτλο: «Η Θρησκευτική ποίηση του John Donne».

2., GEORGE  HERBERT (1593-1633), 23-26

3., JOHN  MILTON (1608-1674), 27-36

4., RICHARD  CRASHAW (1612-1649), 37-41

5., HENRY  VAUGHAN (1622-1695), 42-43

6., CHARLES  WESLEY (1707-1788), 44

7., GEORGE  CRABBE (1754-1832), 45-46

8., WILLIAM  BLAKE (1757- 1827), 47-48

9., ALFRED  LORD  TENNYSON (1809- 1892), 49-51

10., JOHN  MASON  NEALE (1818-1896), 52

11., CHRISTINA  ROSSETTI (1830-1894), 53-54

12., ROBERT  WILLIAM  BUCHANAN (1841-1901), 55-58

13., GERALD  MANLEY HOPKINS (1844-1889), 59-69

14., RABINDRANATH  TAGORE (1861-1941), 70-75

15., CHARLOTTE  MEW (1869- 1928), 76

16., JOHN  MASEFIELD (1878- 1967), 77-78

17., THOMAS  ERNEST  HULME (1883-1917), 79

18., DAVID  HERBERT  LAURENCE (1885-1930), 80-81

19., THOMAS  STERN  ELIOT (1888-1965), 82-85

20., CLIVE STAPLES  LEWIS (1898-), 86-87

21., VERNOR  WATKINS (1906-1967), 88-89

22., W. H. AUDEN (1907-1963), 90-96

23., K. ARNOLD  PRICE (1930-), 97-98

24., PETER LEVY (1931- 1973), 99-107

25., GEOFREY  HILL (1932- ), 108-110

          Όπως διαπιστώνουμε σύμφωνα με τα στοιχεία που μας παράσχει η μεταφράστρια Μερόπη Οικονόμου, η Ανθολογία της απλώνεται από τον 16ο αιώνα έως τον 20ο. Από τις 25 ποιητικές φωνές οι δύο είναι γυναικείες. Τρείς βρίσκονται ακόμα εν ζωή. Δύο προέρχονται από τον 16ο αιώνα, τρείς από τον 17ο , τρείς από τον 18ο, δώδεκα από τον 19ο και οι υπόλοιποι από τον 20ο. Οι περισσότεροι εμφανίζονται με δύο ή τρία μικρά ή μακροσκελή ποιήματα, όλες όμως οι ποιητικές συνθέσεις κινούνται σε μια θρησκευτική ατμόσφαιρα, σε ένα κλίμα μυστικής ενατένισης και θεώρησης, στοχασμού. Είναι εύλογο μια και η σκηνογραφία τους και η θεματική τους στηρίζεται αποκλειστικά στα δρώμενα της θρησκευτικής χριστιανικής πίστης και παράδοσης, στα σημαίνοντα πρόσωπα και τον ρόλο που διαδραματίζουν, ιερά πρόσωπα που παίζουν πρωτεύονταν ρόλο και επικαλούμενα από τον ποιητή ή περιγράφοντας στιγμές της ζωής τους, συμβολικά, αλληγορικά ή ιστορικά έρχονται συμπαραστάτες, προστάτες άγιοι στην ζωή των ποιητών. Ο τόνος όλων των ποιητών είναι ικετήριος, άλλοτε παρακλητικός, σαν μια διαρκή προσευχή αναμένοντας ο άνθρωπος την εξ ύψους βοήθεια, παρηγοριά και σωτηρία, δικαίωση. Παρά τα ιστορικά και άλλα ονόματα και αναφορές οι ποιητικές αυτές συνθέσεις δεν προέρχονται από την θύραθεν ποιητική παιδεία αλλά την θρησκευτική ποιητική παράδοση που ζει, δρα και γράφει ο ποιητής. Οι περισσότεροι ακολουθούν το ιερατικό αξίωμα, έχουν την ενορία τους, και ζουν με τα μέλη της οικογένειάς τους. Ζουν δηλαδή μέσα στον Κόσμο και τα προβλήματά του, δεν είναι αναχωρητές. Από τον κύκλο του δωδεκαημέρου προέρχονται τα περισσότερα δίχως να απουσιάζουν και εκείνα που προέρχονται από την μεγάλη τεσσαρακοστή και έχουν σαν θέμα τους την Ανάσταση, την Ανάληψη, την Παρθένο Μαρία ή τον προδότη μαθητή Ιούδα τον Ισκαριώτη. Άλλα είναι διάφοροι δοξαστικοί Ύμνοι που ψέλνονται από τους πιστούς μέσα στους Ναούς. Ορισμένοι ποιητές είναι και ιεροκήρυκες. Ορισμένοι ανήκουν στο Ρωμαιοκαθολικό δόγμα ενώ άλλοι στην Αγγλικανική Εκκλησία, στους Προτεστάντες, στους Μεθοδιστές. Κάθε ποιητή ή ποιήτριας προηγείται σύντομο βιογραφικό και ενδεικτική εργογραφία. Σε ορισμένες ποιητικές φωνές η μεταφράστρια στέκεται περισσότερο και τα κείμενά της είναι εκτενέστερα, όπως στις περιπτώσεις των Τζών Ντον, του Τζών Μίλτον, του Τζέραλν Μάνλευ Χόπκινς, (πολυσέλιδη ανάλυση). Εκτός από τον διάσημο καθηγητή της αγγλικής λογοτεχνίας τον Ώουντεν που γεννήθηκε στην Αμερική, στη Νέα Υόρκη, άλλοι είναι Ιρλανδοί ή Ουαλλοί ή Σκωτσέζοι. Οι περισσότεροι έχουν σπουδάσει στα διασημότερα πανεπιστήμια της Μεγάλης Βρετανίας και διαθέτουν υψηλή θρησκευτική παιδεία και επίπεδο μόρφωσης. Ορισμένες φωνές έζησαν μέσα στην φτώχεια ή δεν αναγνωρίστηκαν όσο τους άξιζε. Τα ποιήματα παρά την εμετρικότητά τους δεν έχουν όλα την ίδια μορφή, εξαιρετικά είναι τα Σονέτα ιδιαίτερα του μυστικού Τζων Ντον, τα Χριστουγεννιάτικα Ορατόρια του Ώουντεν ή διάφοροι θρησκευτικοί Ύμνοι. Ορισμένες ποιητικές μελωδίες, ιδιαίτερα Χριστουγεννιάτικες μας είναι περισσότερο γνωστές. Μεγαλύτερο σε έκταση από το σύνολο των μεταφρασμένων ποιημάτων είναι το «Διαλογισμός Χριστουγέννων» του Πέτερ Λεβύ, ενώ από τις μικρότερες σε στίχους το «Στέγασμα» του Χιούλμ. Ενώ διαλογική είναι η σύνθεση των βοσκών του Ύμνου της γέννησης του Κρως. Κάθε ποιητής διαθέτει το δικό του στυλ ενώ μας διευκρινίζει η μεταφράστρια για τις επιρροές τους από άλλους ποιητές. Η ποιότητα της ύλης είναι «στακάτη», και αυστηρώς θρησκευτική ή μυστικιστική, ο ρυθμός το ίδιο, δοξαστικός, υμνητικός αλλά νηφάλιος. Λόγος θρησκευτικός, στοχαστικός και καθόλου «υπεροπτικός», δηλαδή συνθέτεται και γράφεται για να ξεχωρίζει. Το ύφος της μεταφράστριας είναι στρωτό, ήρεμο, οι λεκτικές παρεμβάσεις της ελάχιστες και όπου το απαιτεί το ποίημα. Μερικές ποιητικές συνθέσεις έχεις την αίσθηση ότι είναι πιο χαλαρές σε σχέση με άλλες που είναι πιο πυκνές, κάπως κινούμενες σε μια πνευματική μεν αλλά μεταφυσική αοριστία. Παρά του ότι δεν κρατά πάντα τον μουσικό ρυθμό η μεταφράστρια στην δική της απόδοση δεν χάνει όμως τον μουσικό βηματισμό της, αναδεικνύοντας την εσωτερική μελωδία του ποιήματος. Οι σχολιασμοί που προβαίνει είτε είναι δικοί της είτε προέρχονται από παρατηρήσεις άλλων φωνών και διαβάσματα, εργασίες, βοηθούν τον αναγνώστη στην καλύτερη κατανόηση κάθε ποιητή και της ποιητικής μεθόδου που ακολουθεί. Κατατοπιστικά για την πορεία και την πολιτική και ποιητική διαδρομή του John Milton, είναι και αυτά που γράφει η Μερόπη Οικονόμου για τον άγγλο αστό ποιητή τον οποίο θεωρεί: «Ο Μίλτων ήταν ο τελευταίος μεγάλος ποιητής του μεγάλου αιώνα της Αναγέννησης.».

          Για το αριστούργημά του «Χαμένος Παράδεισος» σημειώνει χαρακτηριστικά η ελληνίδα μεταφράστρια:

       «…. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα έζησε στα περίχωρα του Λονδίνου, τυφλός και έρημος υπαγορεύοντας στις κόρες του τα έργα του της τρίτης περιόδου. Τότε καταπιάστηκε με τ’ αριστούργημά του «Χαμένος Παράδεισος» το 1663 σε αγγλικό ηρωικό στίχο, 10565 ιαμβικούς πεντάμετρους. Ο «Χαμένος Παράδεισος» είναι ο καρπός μιάς μακρόχρονης μελέτης της Βίβλου από έναν Πουριτανό, που παραδέχεται ολόκληρη την ιστορία της Βίβλου ως αυθεντική και ιερά. Τον «Χαμένο Παράδεισο» ακολουθεί ο «Ξανακερδισμένος Παράδεισος» το 1671, το δεύτερο επικό του ποίημα, που το θέμα του το παίρνει από τους πρώτους στίχους του τέταρτου κεφαλαίου τους Ευαγγελίου του Αγίου Λουκά, σχετικά με τον πειρασμό του Χριστού στην έρημο. Τον ίδιο χρόνο τυπώθηκε και το δράμα του «Σαμψών ο Αγωνιστής» σε μίμηση των τραγωδιών του Σοφοκλή, και που είναι η τραγωδία και της δικής του ζωής. Το ποίημα αποτελείται από 1750 στίχους που παρουσιάζουν μιάν ανωμαλία μέτρου χωρίς ομοιοκαταληξία. Το έργο μας δίνει θαυμάσιους χαρακτήρες, ζωηρές εικόνες και μελωδικό στίχο. Ο Μίλτων ήταν ο τελευταίος μεγάλος ποιητής του μεγάλου αιώνα της Αναγέννησης.».

Από εδώ πήρε την σκυτάλη της κρίσης του ο δάσκαλος της ποίησης και της αγγλικής γλώσσας ελληνοαμερικανός  ποιητής και μεταφραστής Κίμων Φράϊερ για να εκφράσει την δική του γνώμη. Όπως είδαμε σε προηγούμενο σημείωμα.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς,

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2025.

                                                 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου