Πέμπτη 21 Αυγούστου 2025

Η Γαλλίδα ποιήτρια Λουϊζα Λαμπέ και τα Σονέτα της

 

Η ΛΟΥΪΖΑ ΛΑΜΠΕ

(LOUISE LABE)

ΚΑΙ ΤΑ

ΕΙΚΟΣΙΤΕΣΣΕΡΑ  ΣΟΝΝΕΤΑ  ΤΗΣ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΑ

ΑΠΟ ΤΟΝ

Κ Ο Υ Λ Η  Α Λ Ε Π Η

ΠΥΡΑΜΙΣ 1961

Σελίδες 32. Διαστάσεις 15Χ21

Τιμή παλαιοπωλείου 13 ευρώ

(Το βιβλίο ο μεταφραστής το στέλνει με αφιέρωση: «Στον εξαίρετο φίλο τον ποιητή, ηθοποιό κλπ. Μήτσο Λυγίζο.» Με την φιλία μου Κούλης Αλέπης).

Στην πρώτη μέσα σελίδα αναγράφεται η διεύθυνση του ποιητή και μεταφραστή Μαραθωνοδρόμου … Παλαιό Ψυχικό. Και την ημερομηνία 27/3/1962 που στάλθηκε το βιβλίο. Στην δεύτερη σελίδα αναφέρονται τα ΕΡΓΑ του Λάκωνα ποιητή και μεταφραστή Κούλη Αλέπη (Αρεόπολη ;/9/1903- 13/8/1986). Στο ΠΑΡΟΡΑΜΑ στο τέλος της σελίδας διαβάζουμε: «Στη σελ. 29 ένατο στίχο, διορθώνεται η φράση «να να ειπώ» στη σωστή «να ειπώ». Στα Παροράματα της έκδοσης, να προσθέσουμε ένα ακόμα μικρό λαθάκι. Το τελευταίο Σοννέτο με νούμερο 24 φέρει το νούμερο 26. Και σύμφωνα με την γραμματική της εποχής η λέξη Σονέτο γράφεται με δύο ν.

Στην τρίτη σελίδα μεταφέρεται ο τίτλος του εξώφυλλου μέσα σε σκούρο πλαίσιο. Ακολουθεί μικρή εισαγωγή σ.5-7 με τίτλο «ΛΟΥΙΖΑ ΛΑΜΠΕ» του Κούλη Αλέπη. Από την σελίδα 9-32 έχουμε την μετάφραση των 24 ΣΟΝΝΕΤΩΝ αριθμημένα με λατινικούς αριθμούς. I-XXIV. Τέλος στο οπισθόφυλλο αναφέρονται τα εξής με κεφαλαία γράμματα: ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «Η ΛΟΥΪΖΑ ΛΑΜΠΕ ΚΑΙ ΤΑ ΕΙΚΟΣΙΤΕΣΣΕΡΑ ΣΟΝΝΕΤΑ ΤΗΣ» ΜΕΤΑΦΡΑΑΣΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΥΛΗ ΑΛΕΠΗ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΤΟΝ ΜΑΡΤΗ ΤΟΥ ΧΙΛΙΑ ΕΝΙΑΚΟΣΙΑ ΕΞΗΝΤΑ ΕΝΑ ΣΤΑ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ ΓΡΑΦΙΚΩΝ ΤΕΧΝΩΝ «ΠΥΡΑΜΙΣ» ΤΗΣ ΙΛΕΑΝΑΣ Ν. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ- ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ 6 ΑΘΗΝΑ.

          Σε αυτόν που τόλμησε πρώτος

          Αυτή είναι η ταυτότητα του βιβλίου των 24 ΣΟΝΕΤΩΝ της γαλλίδας ποιήτριας της περιόδου της Αναγέννησης Λουϊζας Λαμπέ, της επονομαζόμενης και «Νέα Σαπφώ» που μετέφρασε για πρώτη φορά στα ελληνικά ο ποιητής και μεταφραστής, ζωγράφος Κούλης Αλέπης το 1961. Για να είμαστε ακριβέστεροι, ο ποιητής και μεταφραστής μας είχε δώσει δείγμα της μεταφραστικής του δουλειάς-για πρώτη φορά- πάνω στα Σονέτα της Λαμπέ, πριν δέκα τρία χρόνια, όταν στο παραδοσιακό περιοδικό «Νέα Εστία» έτος ΚΒ΄- τόμος 43ος –τεύχος 493/ Αθήναι, 15 Ιανουαρίου 1948 στις σελίδες 83-85 μετά το εκτενές κείμενο του Αιμίλιου Χουρμούζιου «Ηθικός Απόλογος» και πριν το κείμενο «Η Προφητεία του Αστρονόμου» του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, ο Κούλης Αλέπης μας παρουσιάζει σε δική του μετάφραση 7 Σονέτα της Λουϊζας Λαμπέ (LOUISE LABE). Τα VIII, X, XI, XIII, XIV, XVIII, XIX. Η πρώτη αυτή γνωριμία του ελληνικού κοινού της ποίησης με τα ποιήματα της ερωτογράφου ποιήτριας και χειραφετημένης, ελεύθερης και ανεξάρτητης γυναίκας της εποχής της-που χάθηκε σχετικά νέα- συνοδεύεται με την μικρή αλλά έγκυρη σε πληροφοριακά στοιχεία εισαγωγή του Κούλη Αλέπη. Μάλιστα ο Αλέπης μας δηλώνει τις πηγές που ανέτρεξε και άλλες που είχε υπόψη του, λόγω όμως περιορισμού των σελίδων του περιοδικού δεν μνημονεύει. Δεν μας δίνονται άλλα στοιχεία πέρα από την μετάφραση του Σονέτου. Δηλαδή την ακριβή χρονολογία της μετάφρασης κάθε ποιήματος, αν μεταφράστηκαν όλα μαζί την ίδια χρονική περίοδο ή αν δουλεύτηκαν μεταφραστικά δεύτερη φορά και σε τακτά χρονικά διαστήματα. Δεν προσθέτει φιλολογικά σχόλια, δεν επεξεργάζεται το ποιητικό υλικό, ούτε μας μιλά για τα τεχνικά – γλωσσικά, μετρικά, υφολογικά προβλήματα που αντιμετώπισε κατά την μετάφραση. Από πόσες λέξεις παραδείγματος χάριν αποτελείται κάθε Σονέτο στην μετρική του ή συνολικά, όπως γράφει στις δικές του σύγχρονες μεταφράσεις ο ποιητής Ξάνθος Μαϊντάς.  Ούτε μας αναφέρει-ο Κ. Αλέπης- αναφέρεται εξαιτίας ποιάς αφορμής καταπιάστηκε με την μετάφραση του έργου της, και μάλιστα σε μία κρίσιμη ιστορικά και πολιτικά περίοδο για την χώρα μας, 1948 μέσα στην πενταετία του εμφύλιου σπαραγμού. Οι μεταφράσεις γίνονται από την γαλλική γλώσσα. Η πρώτη αυτή μεταφραστική παρουσίαση στα ελληνικά της Λουίζας Λαμπέ γνωστής και ως La belle Cordiere, της πολεμίστριας σχοινοποιού παντρεύτηκε τον πλούσιο και μεγαλύτερό της σε ηλικία σχοινέμπορο Perrin, στα ελληνικά στο περιοδικό «Νέα Εστία» μεταφέρθηκε μεταγενέστερα στο βιβλίο που κυκλοφόρησε το 1961 συμπληρωμένη και με τα υπόλοιπα Σονέτα. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Κούλης Αλέπης είναι σύνθετη, αρκετά ρήματα είναι σύνθετα, έχουμε την χρήση περισσότερων ουσιαστικών παρά επιθέτων. Πολλά σημεία στίξης, και το ρήμα είναι συνήθως σε πρώτο πρόσωπο. Υπάρχει σε ορισμένα Σονέτα ένα είδος άτυπου διαλόγου, νομίζεις ότι η ποιήτρια δεν απευθύνεται μόνο στον εραστή της άλλον, αλλά στον ίδιο της τον εαυτό, στην δική της και την δική του ψυχή και σώμα. Πολλές λεξούλες κόβονται έχουμε αρκετούς αποστρόφους για να αποφεύγεται η χασμωδία. Οι Εικόνες είναι έντονες, λάμπουν ή είναι ομιχλώδεις όπου χρειάζεται να δηλώσουν την απώλεια. Η διάθεση του ποιητικού υποκειμένου έχει συνήθως σκαμπανεβάσματα ακόμα και μέσα στο ίδιο το Σονέτο καθώς απλώνει τον κόσμο των συναισθημάτων της. Άλλες φορές αντικρίζει τον εαυτό της με τα δικά του μάτια σκεφτόμενη πώς εκείνος θα ερμήνευε την συμπεριφορά και τις εκδηλώσεις της. Τα μοτίβα προέρχονται από την φωτόλουστη και χαροποιό πλευρά της αρχαίας ελληνικής λυρικής ποίησης, το ίδιο και η ποιητική σκηνογραφία, δεν είναι χριστιανική προερχόμενη από τον θρησκευτικό μεσαίωνα είναι αρχαιοελληνική, των Εθνικών Θεοί και Θεές και οι συμβολισμοί τους. Η μετάφραση τρέχει, έχει εσωτερικό ρυθμό, ξέχειλο λυρισμό. Έχουμε μία Δημοτική γλώσσα με στοιχεία καθομιλουμένης λαϊκής προφοράς. Ορισμένα Σονέτα θυμίζουν Μπαλάντες. Ο Κόσμος των αρχαίων Ελληνικών Θεών και οι συμπεριφορές τους, επεμβάσεις τους είναι τα μόνιμα παραδείγματα επίκλησης της Γαλλίδας ποιήτριας. Σίγουρα ο ποιητικός της λόγος είναι ένας λόγος για μορφωμένους και άτομα της εποχής της που στρέφουν το πνευματικό τους ενδιαφέρον στην Ελληνική Αρχαία Κλασική Κληρονομιά, Παράδοση και ερωτικές του βίου αξίες πρώτιστα και κατόπιν στην Ρωμαϊκή. Ας μην μας διαφεύγει ότι δεν είναι πολλά τα χρόνια από την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Οθωμανούς, όταν πλήθος Ελλήνων Λογίων και Δασκάλων κατέφυγαν στην Δύση μεταλαμπαδεύοντας την ελληνική κληρονομιά και τα ελληνικά γράμματα. Κατόπιν οι αιώνες αυτοί είναι οι αιώνες των μεγάλων ανακαλύψεων νέων εδαφών χωρών, ηπείρων, των μεγάλων πρωτοπόρων ταξιδευτών και εξερευνητών. Ο κοσμοπολιτισμός με τις καινούργιες ιδέες και αντιλήψεις περί ζωής, έρωτα, σχέσης μεταξύ των δύο φύλων, του νέου ρόλου μέσα στην κοινωνία της Γυναίκας. Ορισμένοι μελετητές της βρίσκουν ομοιότητες του ποιητικού της λόγου με αυτόν του θεϊκού γλύπτη Μιχαήλ Άγγελου και των Σονέτων του. Μόνο που η Λαμπέ δεν θίγει θέματα αισθητικής τάξεως. Θεωρώ λοιπόν, ότι δεν είναι τυχαία ούτε τα πρωτότυπα κείμενα και δημοσιεύματα των ελλήνων και ελληνίδων δημιουργών στο παραδοσιακό λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Εστία» που παρουσιάζονται, ούτε και οι μεταφράσεις ξένων πεζών και ποιημάτων που δημοσιεύονται επί διευθύνσεως του κριτικού και πεζογράφου Πέτρου Χάρη, (μεγάλη η συμβολή του και η προσφορά του όχι μόνο στην Γενιά του 1930) αν σκεφτούμε την χρονιά εκείνη, το 1948 ή ορθότερα, την δεκαετία 1940-1950 και όσα φοβερά και θυελλώδη ιστορικά διαδραματίστηκαν στην πατρίδα μας και στον ευρωπαϊκό χώρο ευρύτερα. Ιταλική εισβολή και ελληνοιταλικός πόλεμος. (Χάνεται νεότατος ο ποιητής Γιώργος Σαραντάρης). Εισβολή και Κατοχή της Ελλάδας από τις Ναζιστικές Γερμανικές δυνάμεις. Εξαθλίωση, πείνα, συσσίτια, κτηριακές καταστροφές, έλληνες ποιητές όπως ο Οδυσσέας Ελύτης στρατεύεται ως  ανθυπολοχαγός και υπηρετεί στο μέτωπο, χάνεται από αδέσποτη σφαίρα ο ποιητής και κριτικός Τέλος Άγρας, άλλοι πεθαίνουν από ασιτία όπως ο ποιητής και κριτικός Μήτσος Παπανικολάου, γενικά, το σύνολο της ελληνικής διανόησης και των λογοτεχνών συστρατεύεται εθελοντικά με τον υπόλοιπο αγωνιζόμενο ελληνικό λαό ενάντια στους κατακτητές. Απελευθέρωση. Εμφύλια διαμάχη που κόστισε σε ελληνικό αίμα, τραύματα, εξορίες και κυνηγητά των αντιφρονούντων. Εθνικές απώλειες εντεύθεν κακείθεν για αρκετές ιστορικές δεκαετίες μεταγενέστερα. Πράγματα-συλλογικά τραύματα γνωστά που αμαύρωσαν την ψυχή των Ελλήνων και σκίασαν την συνείδησή τους, τους σακάτεψαν σωματικά. Και για μία μικρή ακόμα μερίδα των Ελλήνων ακόμα σκιάζουν τον λόγο και τις ιδέες τους, τις απόψεις τους. Η Ελληνική Λογοτεχνία του Πολέμου της Κατοχής, του Ηρωικού Αγώνα για Απελευθέρωση και Ανεξαρτησία, της περιόδου του Εμφύλιου σπαραγμού και τα επακολουθήσαντα έχουν ιστορηθεί, αφηγηθεί, μνημειοποιηθεί, έχουν περάσει στο σώμα της ελληνικής πεζογραφίας, της ποίησης, του δοκιμιακού και στοχαστικού λόγου, των ημερολογιακών καταγραφών. Η νεότερη ελληνική μυθοπλασία συγχώνευσε στα συγγραφικά της σπλάχνα την «Κρίσιμη» για την χώρα αυτή δεκαετία όπως έπραξε και για την τραυματική περιπέτεια της Μικρασιατικής Καταστροφής και τον Ξεριζωμό του Ελληνισμού από την Μικρά Ασία το 1922, και ασφαλώς, εμπεριέχει στην ιστορική της διαδρομή και το άγος της Κύπρου του 1974.

Θέλω να πω με την μικρή αυτή αναφορά ότι όπως και σε άλλα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής η επιλογή των Ελλήνων δημιουργών, λογίων και καλλιτεχνών να ασχοληθούν με τα θέματα που ασχολήθηκαν, πρωτότυπα ή μεταφραστικά, δεν ήταν τυχαία. Ήταν ένα είδος εμψύχωσης του εθνικού φρονήματος ότι τίποτε δεν έχει χαθεί οριστικά. Θα τα καταφέρουμε, και σύσσωμος ο Ελληνικός Λαός με ελπιδοφόρο πείσμα τα κατάφερε. Μέσα σε αυτό το πνευματικό και καλλιτεχνικό πλαίσιο και ατμόσφαιρα των χρόνων του εντάσσω και τις μεταφράσεις των Ερωτικών Σονέτων της Γαλλίδας ποιήτριας Λουϊζας Λαμπέ, που, ορισμένοι μελετητές της αμφισβήτησαν ακόμα και την ύπαρξή της και φυσικά και την ποιητική της δημιουργία, θεωρώντας το έργο της ως κατασκευή μιάς ομάδας ποιητών. Ένα ποιητικό παιχνίδι αντρών ποιητών μεταξύ τους. Της πνευματικής ομάδας της «Πλειάδας». Αλλά αυτή η θεωρία δεν ισχύει εφόσον αποδεχόμαστε τις άλλες σημαντικότερες και εγκυρότερες ευρωπαϊκές και όχι μόνο γαλλικές πηγές που μας μιλούν για την φυσική της παρουσία και δράση και το συγγραφικό της πεζό και ποιητικό έργο που δεν είναι και τόσο εκτενές. Ένα έργο το οποίο ας μην μας διαφεύγει ότι γράφτηκε σε νεαρή ηλικία και εκφράζει τον νέο κόσμο των Γυναικών που ανέτειλε την περίοδο της Αναγέννησης, έναν Κόσμο απαλλαγμένο από τα αντρικά εθιμικά και κοινωνικά δεσμά και τις θρησκευτικές και άλλες απαγορεύσεις. Ο ρόλος της γυναίκας άλλαζε, η θέση της και ο λόγος της αποκτούσε κύρος και αυτονομία. Η συμβολή της Λουϊζας Λαμπέ-με τις δράσεις της και την ατομική της συμπεριφορά, επιλογές της ως ερωτευμένη γυναίκα, ως ρόλος παντρεμένης γυναίκας σύμφωνα με τα πρότυπα των χρόνων της, όπως μας λένε οι παλαιοί και νεότεροι μελετητές του έργου και του βίου της είναι σημαντική και ανατρεπτική. Τα κουτσομπολιά και τα αρνητικά σχόλια εις βάρος της ήσαν πολλά και τσουχτερά, που όμως δεν την πτόησαν, δεν έκαμψαν την ελευθεροφροσύνη της, το ατίθασο του χαρακτήρα της, την χειραφετημένη της συμπεριφορά σε ένα καθαρά αντρικό περιβάλλον. Ακόμα και αυτοί που την απεκάλεσαν « γαλλίδα εταίρα» ιδιαίτερα οι πουριτανοί άντρες και σεμνότυφες γυναίκες της εποχής της και του περιβάλλοντός της, η ωραία Σχοινοποιός δεν πέρασε απαρατήρητη, οικοδόμησε την θηλυκή της ερωτική και κοινωνική ταυτότητα. Τα ίχνη της προσωπικότητάς της και φυσικά της ερωτικής της γραφής έμειναν στην γαλλική ιστορία των γραμμάτων και της παγκόσμιας γραμματολογίας. Μπορεί ορισμένοι Γάλλοι συγγραφείς όπως ο Αντρέ Ζιντ να μην την αποδέχτηκαν αλλά υπήρχαν άλλοι όπως ο ποιητής και πεζογράφος Ραίνερ Μαρία Ρίλκε ο οποίος μετέφρασε στην γλώσσα του τα 24 Σονέτα της και στο γνωστό έργο του «Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε, την συγκαταλέγει ανάμεσα σε άλλες φημισμένες γυναικείες φυσιογνωμίες της εποχής. Βλέπε τα ονόματα της σελίδα 146-147, στο Ραϊνερ Μαρία Ρίλκε, «Οι Σημειώσεις του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε», μετάφραση Δημ. Στ. Δήμου, εκδόσεις Το Ροδακιό 1993. Ο γερμανόφωνος Ρίλκε αναφέρει αρκετά ονόματα γυναικών ποιητριών των χρόνων εκείνων που έδρασαν και κατέκτησαν τον πνευματικό Παρνασσό.

Εδώ οφείλουμε να συμπληρώσουμε κατά την κρίση μας το εξής. Η νεαρή Λουϊζα Λαμπέ, είχε δύο προϋποθέσεις υπέρ της ώστε να της δοθεί η ευκαιρία και η δυνατότητα να συμπεριφέρεται όπως εκείνη θεωρούσε καλύτερα για τον εαυτό της και να εκδηλώσει και εκφράσει δημόσια τις αντιλήψεις της και το φλογερό ερωτικό της πάθος, όχι την ζήλεια της ή την επιθυμία της για εκδίκηση ως προδομένη. Η πρώτη, ήταν ότι προέρχονταν από μία ευκατάστατη οικογένεια, ο πατέρας της λόγω επαγγέλματος είχε την οικονομική άνεση και της παρείχε τα εφόδια μόρφωσής της, όντας και ο ίδιος ανοιχτόμυαλος και καλλιεργημένος. Και την αγάπη της για την μουσική, το λαούτο που αναφέρει στην ποίησή της. Ενώ ταξίδευσε και στην Ιταλία την χώρα Καλλιτεχνικό Μουσείο. Και η δεύτερη προϋπόθεση είναι, ότι παρότι η νεαρή, η παιδούλα Λουϊζα Λαμπέ παντρεύτηκε ανήλικη με έναν αρκετά μεγαλύτερο της πλούσιο, ευκατάστατο άντρα που της προξένευσαν, ο σχοινοποιός σύζυγός της δεν την περιόρισε εντός της συζυγικής τους εστίας, δεν την περιόριζε στις κοινωνικές και ατομικές της συμπεριφορές, συμμετοχές και συναναστροφές. Έτσι η ωραία και νεαρά Λαμπέ όχι μόνο έφερε το καλλιτεχνικό πνεύμα της Ιταλικής Αναγέννησης στην Γαλλία, με την ποίησή της (σονέτα, τρείς ελεγείες, πεζό) αλλά διαμόρφωσε την εξέλιξη της γαλλικής γλώσσας, ασφαλώς σύμφωνα με τις δυνατότητές της και το προσωπικό της στιλ και ύφος. Απερίσπαστη αφιερώθηκε στις πνευματικές δραστηριότητες έχοντας εξασφαλίσει την απαραίτητη οικονομική άνεση. (μεγάλο πράγμα ακόμα και στις μέρες μας). Εξάλλου, δεν έχει μεγάλη γκάμα θεμάτων η γραφή της, ούτε η θεματογραφία της διαπραγματεύεται ζητήματα πού άλλοι ποιητές της εποχής της έπραξαν. Μπορεί να είναι εμφανείς οι παλαιότερες ποιητικές πηγές της, Σαπφώ, Οβίδιος, Πετράρχης κλπ., η ποιητική της όμως στρωματογραφία είναι μάλλον αρκετά περιορισμένη για να μην πούμε «μονοθεματική», επαναληπτική στην εξομολογητική της διάθεση και ατμόσφαιρα.

Ο κεντρικός πυρήνας του ποιητικού της λόγου και έκφρασης είναι ο παθιασμένος και φλογερός έρωτάς της προς τις δύο μεγάλες της αγάπες όπως φαίνεται, μόνο που, οι πυρακτωμένοι αυτοί έρωτες προς τους νεαρότερους σε ηλικία άντρες δεν ευδοκίμησαν. Έσβησαν σύντομα από την πλευρά των αντρών εραστών της. Η Λουϊζα Λαμπέ όμως, κάνει ίσως όπως φαίνεται από γυναικεία ιδιοσυγκρασία κάτι πρωτότυπο για την εποχή της, στο έργο της, δεν μας μιλά για την σταθερότητα και την διάρκεια του ερωτικού πάθους, την αιωνιότητα της ερωτικής σχέσης ανάμεσα στα δύο φύλα αλλά αναδεικνύει την φλόγα του Έρωτα από την απουσία του, από το τελείωμά του από την άλλη πλευρά, από την έλλειψη ενδιαφέροντος του άλλου προς Εκείνη. Έχουμε μία αντεστραμμένη αντανάκλαση του ερωτικού ειδώλου στην αρνητική μορφή του, που όμως, παράγει τα ίδια θετικά συναισθήματα με αυτά της πλήρωσης. Και η ερωτευμένη ποιήτρια προχωράει ακόμα παραπέρα, Σωματοποιεί την ερωτική κραυγή της, η γραφή της δικαιώνει την ερωτική της απόγνωση. Η όλη της ύπαρξη σαν θηλυκό ψυχικό συναίσθημα κατά την διάρκεια της σχέσης και κατόπιν, και σαν γυναικείο σώμα που πάλλεται και βασανίζεται από τα βέλη του ανεκπλήρωτου έρωτα που δεν λέει να σβύσει γίνεται Γραφή, μεταποιείται σε ποίηση, μετατρέπεται σε λέξεις και σήματα λέξεων αγάπης, συμπάθειας, τρυφερότητας, προς Αυτόν που την εγκατέλειψε. Έχουν επισημανθεί μεταξύ άλλων εξομολογήσεών της στο πόσες φορές αναφέρεται η λέξη φιλί, πόσες εικόνες γεννούν τα αμέτρητα φιλιά που δέχεται και ανταποδίδει η ερωτευμένη γυναίκα, ιδιαίτερα στο 18ο της Σονέτο το οποίο ενδέχεται να είναι και το πιο χαρακτηριστικό της και διάσημο και από τα πιο ενδεικτικά χρησιμοποιημένα ως παράδειγμα που συμπεριλαμβάνεται στις ανθολογήσεις των Σονέτων της. Όπως και νάχει η ποίησή της σίγουρα αρδεύει από την ερωτική ποίηση της αρχαίας ελληνίδας λυρικής ποιήτριας, της Σαπφώς, βασίζεται ως ποιητική φόρμα πέρα από τις Ελεγείες της, στην Σονετική φόρμα του Πετράρχη και πρέπει να κατείχε και την ποιητική γραφή άλλων γνωστών γυναικών συγγραφέων των αιώνων εκείνων. Το αν ο άγγλος δραματουργός γνώριζε το έργο της που, όπως διακρίνουμε ορισμένα από τα Σονέτα του μοιάζουν νοηματικά και εκφραστικά με την δική της γραφή, είναι ένα άλλο κεφάλαιο. Όπως και ο παραλληλισμός του ερωτικού νεανικού προτύπου του άγγλου δραματουργού και του έργου του «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» και η φιλοσοφία του με την νοηματική και μηνυματική ταυτότητα του δικού της έργου.

Παρά του ότι η ποίησή της έχαιρε στα κατοπινά και σύγχρονα χρόνια επανεκτίμησης και αξιολόγησης και κυκλοφόρησε και μεταφράστηκε σε διάφορες σύγχρονες γλώσσες με εξαιρετικές επιμέλειες και εξονυχιστικούς σχολιασμούς και συσχετισμούς, ίσως ως απορία μας μένει γιατί η Λουϊζα Λαμπέ σταμάτησε να γράφει. Τι πίστευε για την γραφή της, πώς και αν την αξιολογούσε ή ήταν απλά μια πνευματική κίνηση μια εκδήλωση να εκφράσει τον παθιασμένο έρωτά της και τα σημάδια του χωρισμού που αφήνει στην ψυχή και το σώμα της στον χρόνο. Πέθανε νέα σαράντα για άλλους σαράντα τεσσάρων ετών και αυτό μας «εμποδίζει» να εικάσουμε πως θα ήταν η εξέλιξή της ως γυναίκα ποιήτρια των αιώνων εκείνων. Φαίνεται πώς η ίδια διέκοψε την ποιητική της έμπνευση και αδιαφόρησε για την ποιητική τέχνη.

   Στο διαδίκτυο όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να διαβάσει ένα πλήρες και επαρκέστατο σε πληροφορίες πορτραίτο για την Λουϊζα Λαμπέ. Στον ελλαδικό χώρο στις ημέρες μας, δύο είναι τα βιβλία που την έφεραν στην λογοτεχνική επιφάνεια σχεδόν ογδόντα χρόνια μετά την πρώτη παρουσίασής της από τον Κούλη Αλέπη. Η εργασία της Ικαριώτισσας συγγραφέως Ηρώς Τσαρνά, “Louise Labe- Ingrid Auriol. Δύο Γαλλίδες Ποιήτριες», εισαγωγή, μετάφραση Ηρώς Τσαρνά, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2015. (δυστυχώς κλείνοντας ο εκδοτικός οίκος μετά τον θάνατο του εκδότη του δεν πρόλαβα να προμηθευτώ την έκδοση) και η εξαιρετική και εμπεριστατωμένη δουλειά του ποιητή και μεταφραστή, φυσικού επιστήμονα κυρίου Ξάνθου Μαϊντά. Βλέπε: Λουίζα Λαμπέ, «Τα Ερωτικά Σονέτα» Εισαγωγή, Μετάφραση, Επίμετρο Ξάνθος Μαϊντάς, εκδόσεις Νίκας 2024, σελίδες 152, εξώφυλλο Θανάσης Γαλανάκης τιμή 15 ευρώ. Μια σπάνια όχι μόνο μεταφραστική δουλειά όχι μόνο της ποίησης της Λουϊζας Λαμπέ αλλά και του κοινωνικού και πνευματικού περιβάλλοντος των πριν, κατά την διάρκεια της εποχής της και στα μεταγενέστερα χρόνια. Με παράθεση και σχολιασμό των πηγών, με συσχετίσεις και κειμενικές συγγένειες και διαφοροποιήσεις, με ανάλυση της θεματικής των σονέτων, της μεταφραστικής τεχνικής που ακολούθησε ο Μαϊντάς, ακόμα και της μετρικής των στίχων και το μέτρημα λέξεων που έχει κάθε ένα από τα 24 Σονέτα και σαν σύνολο. Μια εξαιρετική δουλειά που η δίγλωσση έκδοση βοηθά τον αναγνώστη να συγκρίνει το πρωτότυπο ποίημα και την μοντέρνα σύγχρονη μετάφρασή του. Η εργασία του είχε πρωτοδημοσιευθεί στο ηλεκτρονικό περιοδικό «Νέον Πλανόδιον». Ας μας επιτραπεί μόνο σεβόμενοι τις γλωσσικές και άλλες δυσκολίες που αντιμετώπισε ο έλληνας ποιητής και μεταφραστής στην απόδοσή του στα ελληνικά, μια και η γαλλική γλώσσα της ποίησης της Λουϊζας Λαμπέ προέρχεται από το γλωσσικό πεδίο του Μεσαίωνα και της διαμόρφωσής της των χρόνων της Αναγέννησης, ότι επειδή οι πληροφορίες που μας παράσχει ο κύριος Μαϊντάς είναι πολλές και χρήσιμες στα Επίμετρά του, στα Σχόλιά του και στις 12 μεστές Σημειώσεις του, στην προσέγγισή μας του έργου της, ίσως χρειάζονταν ένα διπλό Ευρετήριο ελληνικών και ξένων ονομάτων. Και δεύτερον, η απορία για τον έγκριτο, γνωστό εκδοτικό οίκο, γιατί αγαπητοί μου εκδότες να μην μπορεί ένας αναγνώστης της πολύ καλής αυτής καλαίσθητης έκδοσης να αντιγράψει μεταφράσεις του κυρίου Ξάνθου Μαϊντά. Στο ιστολόγιο που διατηρεί αφιλοκερδώς, όταν μάλιστα με προσωπικά του έξοδα προμηθεύτηκε το βιβλίο και δεν του δωρίθηκε για να το παρουσιάσει; Μήπως υπερτερούν άλλες εμπορικές «σκοπιμότητες» και εκτιμήσεις ή εγώ κάνω λάθος στις θέσεις μου;

Εξάλλου, πόσοι είναι οι μεταφραστές της Γαλλίδας ερωτογράφου και σονετογράφου, Κούλης Αλέπης, ο ποιητής και μεταφραστής, ανθολόγος Άρης Δικταίος που της αφιερώνει και ποίημά του, η Ηρώ Τσαρνά και ο Ξάνθος Μαϊντάς. Προσπερνώντας το λήμμα του Νίκου Καζαντζάκη στο Λεξικό του Ελευθερουδάκη, και την θετική μνημόνευσή της στις πάνω από δέκα σελίδες σχεδόν 20 συνολικά που της αφιερώνει στα επαινετικά του λόγια και σχόλια ο πρώην πατρινός πολιτικός και πρωθυπουργός, λόγιος, πολύγλωσσος και πολυγραφότατος Παναγιώτης Κανελλόπουλος στην μνημειώδη έκδοση του πολύτομου έργου του «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος», εκδόσεις Διονυσίου Γιαλλελή, Αθήνα 1998. Βλέπε τους τόμους και τις σελίδες,  II, 118.- III, 241-250, 281, 283, 286, 330, -IV, 127, 299, 308, 403, 406. –VIII, 331. Ιδιαίτερα το 53 κεφάλαιο του 3ου τόμου: «Η γαλλική λογοτεχνία στο πρώτο ήμισυ του ΙΣΤ΄ αιώνα. Μαργαρίτα της Ναβάρρας. Η ποίηση από τον Κλεμάν Μαρό ως τη Λουϊζα Λαμπέ». Από τα στοιχεία που μας δίνει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος αντλούν οι μεταγενέστεροι συμπληρώνοντάς τα.        

Γράφει στο Εισαγωγικό του σημείωμα ο Κούλης Αλέπης

              ΛΟΥΪΖΑ  ΛΑΜΠΕ

          «Η Γαλλίδα ποιήτρια Louise Charlin, Charly, Charlieux- κι’ όπως συνηθέστερα αναφέρεται, Louise Labe (Λουϊζα Λαμπέ)- είναι μία σημαντική φυσιογνωμία της κλασικής περιόδου. Ωστόσο, στον τόπο μας, απ’ όσο μπορώ να ξέρω, είναι πολύ λίγο γνωστή, για να μην πούμε ολότελα άγνωστη. Ο Νίκος Καζαντζάκης της αφιερώνει, βέβαια, κάποιες γραμμές στο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό του Ελευθερουδάκη κι’ ο Αιμίλιος Χουρμούζιος τη θυμάται με ωρισμένες ευκαιρίες, στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Σημειώσεις ενός Αθηναίου) και ιδιαίτερα στο φύλλο της 7-1-1950, σαν «μιά από τις καλύτερες ερωτικές ποιήτριες του κόσμου, που αγαπούσε ξεχωριστά ο Μωρεάς και τα έργα της βρέθηκαν ανάμεσα στα πολύτιμα βιβλία της συλλογής του Γαλλοεβραίου κροίσου Ερρίκου Ρότσιλντ που δωρήθηκε τελευταία στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας» χαρακτηρίζοντας ταυτόχρονα και τις μεταφράσεις του υποφαινόμενου σαν «πολύ επιτυχημένες». Περισσότερο όμως ακόμα, και, στον πιό αρμόδιο χώρο, θα λέγαμε, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος φροντίζει στην «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος» να της δώσει τη θέση που της αξίζει, σημειώνοντας γι’ αυτήν, πώς «χωρίς νάχει τη διανοητική δύναμη του Ρονσάρ και του Ντυμπελλαί, εκύρωσε ωστόσο την αξία του σοννέτου μ’ ολόκληρο το πάθος της καρδιάς της, και με τα εικοσιτέσσερα σοννέτα της, η αθάνατη αυτή ποιήτρια της Λυών, προβάλλει φλογισμένο μετέωρο στην πνευματική ατμόσφαιρα της κλασσικής Γαλλίας». Περισσότερες πληροφορίες και λεπτομέρειες για τη ζωή και το έργο της βρίσκουμε στα “Portraits Contemporains του Saint Beuve. Σύμφωνα μ’ αυτές, η Λουϊζα Λαμπέ, με την σπάνια ομορφιά της, ήταν κόρη ενός πλούσιου σχοινέμπορου και πρέπει να γεννήθηκε στα 1525 με 1526 στη Λυών. Η εκπαίδευσή της στάθηκε περισσότερο από επιμελημένη. Έμαθε μουσική, και ξεχωριστά λαγούτο, που ήταν της εποχής, εσπούδασε αρχαία και νεώτερη φιλολογία κι’ επιδόθηκε ακόμα και στην ιππασία. Μάλιστα, η γυναίκα αυτή, χειραφετημένη, όπως θα λέγαμε σήμερα, και τρέφοντας μεγάλο θαυμασμό για τις αμαζόνες, έφτασε ως το σημείο ν’ ακολουθήσει το στρατό του Δελφίνου της Γαλλίας στην πολιορκία του Περπενιάν, κοντά στα Πυρρηναία, όπου κι’ ανδραγάθησε, πολεμώντας με το όνομα Καπετάν Λουϊζος. Εκεί φαίνεται, πώς εγνώρισεν η νέα αυτή Σαπφώ κι’ ερωτεύθηκε με πάθος τον ωραίο πολεμιστή, που για την απιστία ή την απουσία του σπαράζει τόσο βαθειά και του απευθύνει τα φλογερά τραγούδια της. Από το αίσθημα αυτό, είναι βέβαιο, πώς η κοπέλλα των δεκαέξη μόλις χρόνων υπέφερε υπερβολικά και μάλιστα και μετά το γάμο της με τον πλούσιο και αγαθό σχοινέμπορο Εννεμόν Περέν, που ήταν πολύ μεγαλύτερός της, μα που με την περιουσία του της εχάρισε μεγάλην άνεση στις φιλολογικές της ασχολίες και στάθηκεν αφορμή να γίνει γνωστή και με το όνομα «Η Όμορφη Σχοινού» (La Belle Cordiere).

     Το έργο της Λουϊζας Λαμπέ αποτελείται συνολικά από έναν διάλογο σε πρόζα, με τον τίτλο «Συζήτηση για την Τρέλλα και τον Έρωτα» (Debat de Folie et dAmour), απ’ όπου και είναι εμπνευσμένος ο ωραίος μύθος του Λαφονταίν «Η Τρέλλα και ο Έρωτας», τρείς Ελεγείες και είκοσιτέσσερα σοννέτα, που το πρώτο τους είναι γραμμένο στα ιταλικά. Ο πιο πάνω διάλογος, στη φόρμα των διαλόγων του Λουκιανού και του «Εγκωμίου της Τρέλλας» του Εράσμου, είναι έργο γεμάτο χάρη και φινέτσα, που θέλγει κυριολεκτικά, και στη βάση δεν είναι παρά η συζήτηση κι’ η φιλονικία που ξεσπά ανάμεσα στον Έρωτα και στην Τρέλλα, στο κατώφλι του Ολύμπου, όπου ο καθένας τους προσπαθεί να φτάσει πρωτύτερα απ’ τον άλλο, για το συμπόσιο των Θεών. Δυστυχώς, σ’ ένα σύντομο εισαγωγικό σημείωμα, σαν αυτό, δεν ειν’ εύκολο να αναλυθεί ο θαυμαστός αυτός διάλογος, ώστε να φανεί η αριστοτεχνική μεταχείριση του όλου θέματος, που ο Λαφονταίν ουσιαστικά δεν έκαμε τίποτ’ άλλο, στο μύθο που αναφέραμε πιο πάνω, από το να τον βάλει σε στίχους. Επίσης παραλείπουμε να κάνουμε λόγο για τις τρείς χαριτωμένες Ελεγείες της, όπου διηγείται, πώς ο έρωτας την εκυρίεψε στην πιό θαλερή εποχή της ηλικίας της και την έκαμε ν’ αηδιάσει τις ως τότε αγαπημένες της ασχολίες, και προτιμούμε να ενδιατρίψουμε περισσότερο στην καθαυτό ποιητική δημιουργία της, δηλαδή στα εικοσιτέσσερα σοννέτα της, όπου το φλογερό της πάθος παίρνει όλη του την ένταση και πολλές φορές στεφανώνεται από μιά φλόγα και θυμίζει τη δική μας Σαπφώ και τον ξανθό της Φάωνα.

          Τα περισσότερα απ’ τα σοννέτα αυτά είναι γεμάτα πάθος κι’ έχουν δοθεί σε στίχους ειλικρινείς και αρμονικώτατους. Βέβαια, κάποτε σκοντάφτει κανείς και σε κάτι σκοτεινό ή το τραχύ’ ή πολλές φορές συναντούμε μιμήσεις, ιδίως από τους αρχαίους, μα πού η ποιήτρια τις αφομοιώνει τέλεια με την ατομική της περίπτωση. Ωστόσο, όπως τονίζει ο Saint Beuve, όλες μας οι αντιρρήσεις, αμφισβητήσιμες άλλωστε, βουβαίνονται μπρός σε κάποιους τέλειους πίνακες, όπως στα σονέτα VIII, XIII  XIV με τις χαριτωμένες ερωτικές αστάθειες και μεταπτώσεις, τις αρχαιόπρεπες, όλο αφέλεια, σκέψεις και την ευαισθησία που θα ικανοποιούσε και τους πιό απαιτητικούς και θα συγκινούσε και τους περισσότερο σκληρόκαρδους. Τελειώνοντας το σημείωμα αυτό, θεωρούμε απαραίτητο να προσθέσουμε, πώς απ’ αφορμή τον περιπετειώδη βίο της ποιήτριας, γύρω από το όνομά της πλέχτηκαν ολόκληρα παραμύθια, που σιγά-σιγά, έκαμαν τη μορφή της πολύ δυσκολογνώριστη. Έτσι, μια γαλλική λαϊκή εγκυκλοπαίδεια την παρουσιάζει, ούτε λίγο ούτε πολύ, σαν «Λυωνέζα εταίρα», άλλοι πάλι τη μεταμορφώνουν σε ηρωϊδα της Ελευθερίας, κι΄ ένα τάγμα της Εθνοφρουράς της Λυών διανοείται να βάλει τ’ όνομα και την εικόνα της για έμβλημα στη σημαία του. Οπωσδήποτε, το ευτύχημα είναι, πώς με τον καιρό εθριάμβευσε η σωστή κι’ η καλή παράδοση και η ωραία Λουϊζα, που πέθανε στα 1566, δηλαδή μόλις σαράντα χρόνων, έμεινε δημοφιλέστατη για τους Λυωνέζους, που και σήμερα ακόμα αναφέρουν με συγκινητικό ενδιαφέρον το όνομα, το σπίτι και την οδό της.

     Τελειώνοντας το μικρό τούτο σημείωμα, πιστεύουμε, μαζί με το μεγάλο Sainte Beuve, αλλά και με τον Ρίλκε, που όχι μόνον εθαύμαζε, αλλά και μετέφρασε και ο ίδιος όλα της τα σοννέτα, πώς το ποιητικό στεφάνι της Λουϊζας Λαμπέ, της Σαπφώς αυτής του 16ου αιώνα, όσο κι’ αν οι τεχνοτροπίες αλλάζουν, μένει αμάραντο στο κύλισμα του χρόνου.

                   ΚΟΥΛΗΣ  ΑΛΕΠΗΣ

Δειγματολόγιο μεταφραστικού ποιητικού λόγου

           Ι

Non havria Ulysse o qualunqu’ altro mai

Piu accorto fu, da quell divino aspetto

Pien di gratie, d’ honor et di rispetto

Sperato quai I’ sento affani e quai.

 

Pur, Amour, co begli occhi tu fatt’ hai

Tal piaga dentro al mio innocente petto,

De cibo et di calor gia tuo ricetto,

Che rimedio non v’ e sit u n’ el dai.

 

O sorte dura, che mi fa esser quale

Punta d’ un Scorpio, et domandar riparo

Contr’ el velen’ dall’ istesso animale.

 

Chieggio li sol’ ancida questa noia,

Non estingua el desir a me si caro,

Che mancar non porta ch’ I’ non mi muoia.

           ΣΟΝΝΕΤΟ  Ι

Δε θάχε ούτ’ ο Οδυσσέας ούτ’ άλλος που να εφάνη

διορατικός, απ’ τη θεϊκή μορφή του εκείνη,

την όλο χάρη, σεβασμό κι’ αιδημοσύνη,

ποτέ τους πόνους που εγώ ζω στο νου του βάνει.

 

Λοιπόν, με τα δυό μάτια σου, Έρωτα, έχεις κάνει

τέτοια πληγή στο στήθος μου, πού αγνό είχε μείνει,

τροφής τώρα άσυλο για σε και θέρμης κλίνη,

που αν εσύ δεν του δώσεις, δε θα βρει βοτάνι.

 

Ω σκληρή Μοίρα! που μου κάνει ό,τι το κρύφιο

κεντρί Σκορπιού, και να ζητάω τη σωτηρία,

στο δηλητήριο ενάντια, απ’ το ίδιο αυτό ζωϋφιο.

 

Να μου σκοτώσει εύχομαι ετούτην την ανία,

δίχως τον πόθο-που λατρεύω-να μου σβύσει,

και πού για να πεθάνω, βέβαια, δε θα μ’ εμποδίσει.

           ΣΟΝΝΕΤΟ ΙΙ

Ώ ωραία καστανά μάτια, αλλού ματιές στραμμένες,

θερμά στενάγματα και δάκρυα αναλυτά,

ώ βράδια μαύρα, ανώφελα τόσο επιθυμητά,

μέρες λαμπρές, ανώφελα ξαναφερμένες.

 

Ώ θλιβερά παράπονα, πικρές πιωμένες,

χρόνε φευγάτε, επίμονοι πόθοι φριχτά,

χίλιοι χαμοί, σε χίλια δίχτυα τεντωτά,

κι’ οι πιο μεγάλες συμφορές, για με γραμμένες.

 

Ώ γέλοιο, ώ μέτωπο, ώ μαλλιά, χέρια όλο χάρη,

παραπονιάρικου βιολιού συρτή φωνούλα:

Τόσα δαυλιά για να καεί μια γυναικούλα!

 

Πονώ βαθειά, που ενώ φωτιές κουβαλάς τόσες

και την καρδιά με φλογερές μου ψάχνεις γλώσσες,

δεν έλαχε απ’ αυτές μιά σπίθα να σε πάρει.

          ΣΟΝΝΕΤΟ ΙΙΙ

Ώ μακρυνοί πόθοι, ώ απαντοχές μάταια περίσσες,

θλιβερά αναστενάγματα και δάκρυα μαθημένα

να γεννάτε ποτάμια πλήθος από εμένα,

πού τα δυό μάτια μου πηγές είναι και βρύσες.

 

Ώ απάνθρωπα σκληρόψυχες γνώμες και κρίσεις,

βλέμματα όλο συμπόνεση, ουρανοσταλμένα,

πρώτα εσείς πάθη της καρδιάς, θαρρείτε, ωϊμένα,

πώς πίκρες θα μου δίνατε παραπανίσιες;

 

Ακόμη απάνω μου ο Έρωτας το τόξο ας δοκιμάζει,

και νέες άς μου πετά φωτιές, με οργή και φούρια,

κι’ άς κάμει ό,τι χειρότερο σ’ εμέ μπορέσει.

 

Τέτοιο στα σπλάχνα μου καημών πλήθος φωλιάζει,

πού να με βλάψει πιο πολύ πληγή καινούργια

δε θα μπορούσε μέσα μου νάβρει πιά θέση.

            ΣΟΝΝΕΤΟ IV

Απ’ όταν ο Έρωτας σκληρά έχει φαρμακώσει

πρώτη φορά το στήθος μου, με τη φωτιά του,

που απ’ την καρδιά μου μέρα μία δεν έχει ενδώσει.

 

Κάποιο απ’ τα τόσα βάσανα που μούχει δώσει,

κάποια φοβέρα, ή πούναι νάρθει συμφορά του’

κάποια για τέλειο αφανισμό σκέψη θανάτου,

μα έκπληξη στη θερμή καρδιά δεν έχω νοιώσει.

 

Όσο ο Έρωτας πιο δυνατά μας περιζώνει,

τόσο τη δύναμή μας κάνει να πυκνώνει,

και στη μάχη μαζί του ολόδροσους μας ρίχνει.

 

Μά όχι, βέβαια, σε τίποτα πώς δεν μας ωφελεί

κείνος που ανθρώπους και θεούς περιφρονεί.

Μόνο, που ενάντια στους τρανούς, πιο τρανός δείχνει.

            ΣΟΝΝΕΤΟ V

Λαμπρή Αφροδίτη, που γυρνάς στον Ουρανό,

άκουσε τη φωνή μου, που ύμνους θα τονίζει,

όσο στα Ουράνια η όψη σου θα σελαγίζει,

στης ζωής το μόχθο και τον πόνο το στυγνό.

 

Τ’ άϋπνό μου μάτι πιο καλά, σαν σε θωρώ,

θα τρυφαιραίνει, και το δάκρυ θ’ αναβλύζει

και τ’ απαλό μου το κρεββάτι θα ραντίζει,

σαν έχω μάρτυρα το βλέμμα σου το αβρό.

 

Λοιπόν, όλα τ’ ανθρώπινα πνεύματα αγάλια

ύπνος γλυκός τάχει κυριέψει και αναγάλλια.

Και μόνο εγώ, λάμπει έξω ο Ήλιος, και σπαράζω.

 

Κι’ όταν ακέρια είμαι σχεδόν σαν τσακισμένη

και πέφτω στο κρεββάτι μου αποκαμωμένη,

τη συμφορά μου ολονυχτίς χρωστώ να κράζω. 

            ΣΟΝΝΕΤΟ VI

Δυό, τρείς φορές μακαρισμένη η επιστροφή

του ωραίου αυτού Άστρου, και πιό ακόμα ευτυχισμένη

όποια, με το να την κοιτά, τιμή λαβαίνει.

 

Πώς θα εναβρύνονταν για μιά αύρα δροσερή,

πού θα φιλούσε από τη γης την ανθισμένη

το πιό ευωδάτο πούειδ’ η Αυγή ρόδο να βγαίνει

και άσυλο στα δυό χείλη της που θάχει βρει!

 

Για μένα ειν’ τούτο το αγαθό, και μόνο εμένα,

για όσα έχω δάκρυα και καιρό σπαταλημένα.

Μα, ως τ’ αγναντέψω, έτσι καλά θάν το δεχτώ,

 

Και τόση δύναμη στο βλέμμα μου θα βάνω,

πού πιό μεγάλη επιρροή νάχω σ’ αυτό,

και, στο λεφτό, τρανή κατάχτηση να κάνω.

            ΣΟΝΝΕΤΟ VII

Βλέπει κανείς κάθε έμψυχο νεκρό να μένει,

σαν απ’ το σώμα η ψυχή φύγει πιά η χρυσή.

Είμαι το σώμα. Το πιό ωραίο μέρος εσύ.

Πούεισαι, λοιπόν, ψυχούλα πολυαγαπημένη;

 

Μη με αφήνεις τόση ώρα λιποθυμισμένη,

για να με σώσεις αργά θάφτανες πιά εσύ.

Μη κίνδυνο στο σώμα σου βάζεις θρασύ.

Δώσ’ του και το άλλο του μισό, μαζί να μένει.

 

Μά, κάμε, ώ Φίλε, ακίνδυνα να γίνει αυτή

η ερωτική συνάντηση κι’ η ονειρευτή’

με λόγια οπλίζοντάς την, όχι απ’ τ’ αυστηρά σου,

 

Μήτε και τα τραχειά: μα με μιά χάρη φιλική,

πού να μου δώσει ανάλαφρα την ομορφιά σου,

πού άλλοτε ήταν σκληρή, μα τώρα σπλαχνική. 

            ΣΟΝΝΕΤΟ  VIII

Ζω και  πεθαίνω’ φλέγομαι και σβύνω αντάμα’

παραζεσταίνομαι, ενώ ρίγος με κρατά’

σκληρή η ζωή, μα κι’ απαλή μου ειν’ αρκετά

κι’ έχω λαχτάρες και χαρές περίεργο κράμα.

 

Την ίδια ώρα οπού γελώ, ξεσπώ στο κλάμα,

και μες στο κέφι βάσανα νοιώθω φριχτά’

χάνω ό,τι ωραίο, μα και για πάντα αυτό κρατά’

την ίδια ώρα μαραίνομαι κι’ ανθίζω αντάμα.

 

Με τέτοια αστάθεια ο Έρωτας με περιβάλλει’

κι’ όταν η θλίψη μου θαρρώ για πιό μεγάλη,

δίχως να το σκεφτώ, είμαι έξω απ’ την οδύνη.

 

Κι’ όταν πάλι είμαι σίγουρη για τη χαρά μου

και πώς την ώρα βρίσκομαι την πιο γλυκειά μου,

στην πρώτη μου τη συμφορά με παραδίνει.

            ΣΟΝΝΕΤΟ VIX

Μόλις αρχίζω στο απαλό μου το κρεββάτι

να βρίσκω την ανάπαψη, που είχα ποθήσει,

η λυπημένη σκέψη μου, έξω ομού ορμήσει,

σιμά σου φεύγει για να ‘ρθει, σάμπως τρεχάτη.

 

Τότε πιά νοιώθω, πώς τ’ αβρό στήθος μου εκράτει

το αγαθό πούχα τόσο η δόλια λαχταρήσει,

και στεναγμούς είχα γι’ αυτό τόσους αφήσει.

Πόσοι συχνά δε μ’ έσχισαν λυγμοί φλογάτοι!

 

Ω ύπνε γλυκέ! Νύχτα για μένα ευτυχισμένη!

Ξεκούραστη αρεστή, γιομάτη από γαλήνη,

τη γλυκειά ετούτη ξακλουθείστε ονειροπάτη.

 

Κι’ αν κάποτε η φτωχή ψυχή μου, η ερωτεμένη,

δίχως καλό λάχει στ’ αλήθεια ν’ απομείνει,

κάμετε καν στα ψέματα νάχει αυτή κάτι.

             ΣΟΝΝΕΤΟ X

Σαν βλέπω το ξανθό, δαφνοστεφανωμένο

κεφάλι σου- έτσι ωραία που παίζεις το λαγούτο,

πού ν’ ακλουθήσουν θάκανες εσύ με τούτο

δέντρα και βράχους’ σαν σε βλέπω στολισμένο,

 

Και με μύρια χαρίσματα τριγυρισμένο,

σε ύψος τιμής, πού άλλος θνητός δε θα εξυψούτο,

κάθε εγκωμίου θαμπώνοντας το λαμπρό πλούτο,

η καρδιά μου απ’ το στήθος, λέει, το φλογισμένο:

 

Οι τόσες χάρες, που σε κάνουν ν’ αγαπιέσαι,

πού απ’ τον καθένανε σε κάνουν να εκτιμιέσαι,

και ν’ αγαπάς δε γίνεται να σε οδηγήσουν;

 

Και, στα δώρα προσθέτοντας τα ζηλεμένα,

πώς σπλαχνικός δείχνεσαι ακόμα εσύ σ’ εμένα,

με την γλυκειάν αγάπη μου να σε φλογίσουν;

            ΣΟΝΝΕΤΟ XI

Ώ γλυκά βλέμματα, ώ ομορφιά γεμάτα μάτια,

περιβολάκια ερωτανθούς πλημμυρισμένα,

Όπου ο Έρωτας τα βέλη του κρατεί κρυμμένα,

Τόσο το μάτι ανάπαψα στα ωραία σας πλάτια.

 

Ώ άπιστη εσύ καρδιά, με τα σκληρά γινάτια,

και τα τραχειά φερσίματα στην έρμη εμένα!

Τόσα έχω δάκρυα απ’ τον καημό σου εγώ χυμένα,

πού την καρδιά μου τώρα πιά νοιώθω κομμάτια.

 

Τόση, λοιπόν, ώ μάτια μου, τέρψη τρυγάτε,

τόση γοητεία απ’ τα μάτια του γλυκορρουφάτε.

Μά εσύ, καρδιά μου, όσο τα βλέπεις να γελάνε,

 

Τόσο και λυώνεις, και σε δέρνει έγνοια θλιμμένη.

Ώστε, μαντεύετε, αν πολύ είμαι ευτυχισμένη,

νοιώθοντας μάτια και καρδιά μου ενάντια νάσαι.

            ΣΟΝΝΕΤΟ   XII

Λαγούτο μου, σύντροφε εσύ στην πικρή ζήση,

των στεναγμών μου μάρτυρα και ερευνητή,

κάθε μου στενοχώριας δίκαιε εσύ κριτή,

πόσες φορές δεν έχομε μαζί θρηνήσει!

 

Και τόσο το έρμο δάκρυ μου σ’ έχει ενοχλήσει,

πού αρχίζοντας κάποια μολπή μου ευφραντική,

τέλεια άξαφνα την έκανες θρηνητική,

χλευάζοντας τον ήχο που είχε αυτή σκορπίσει.

 

Κι’ αν ποθήσω στο αντίθετο να σε αναγκάσω,

λασκάρεις ξάφνου και με κάνεις να σωπάσω.

Μά, βλέποντάς με, στεναγμών να σκορπώ μέλος,

 

Λυγάς, μπρός στο λυπητερό παράπονό μου:

Ν’ αρέσω έχω βαλθεί και μέσα στον καημό μου,

κι’ από γλυκό κακό γλυκό να ελπίζω τέλος.

             ΣΟΝΝΕΤΟ XIII

Ώ! αν ήμουν μες στ’ ωραίο το στήθος αρπαγμένη

κεινού, για την αγάπη του πού σιγολυώνω!

Αν, για όσο ακόμα, ελάχιστον καιρό μου μένει,

να ζω μ’ αυτόν δε μποδιζόμουν απ’ το φθόνο,

 

Αν, αγκαλιάζοντάς με, -ώ Φίλη αγαπημένη,

μούλεγε, ας απολαύσουμε το μάταιο χρόνο’

θύελλα στη ζήση, ρέμα ή θάλασσα αγριεμένη

ξέρε, πώς δε θα μας χωρίσει, σε βεβαιώνω.

 

Αν, ως θα τον κρατώ, στα μπράτσα μου κλεισμένο,

καθώς απ’ τον κισσό το δέντρο ειν’ τυλιγμένο,

τέρμα ο Χάρος στην τέρψη μου να βάλει ερχόταν,

 

Όπως αυτός αχόρταγα θα με ασπαζόταν

κι’ η ψυχή μου στα χείλη του θάπνεε χυμένη,

θα πέθαινα-από ζωντανή πιό ευτυχισμένη!

             ΣΟΝΝΕΤΟ XIV

Όσο απ’ τα μάτια μου μπορεί δάκρυ να στάζει,

κλαίοντας τις ώρες, που μαζί σου έχω ευφρανθεί,

και στους λυγμούς και στεναγμούς ν’ αντισταθεί

μπορεί η φωνή μου, και λιγάκι ήχο να βγάζει,

 

Όσο το χέρι τις χορδές μπορεί ν’ αγγιάζει

του ωραίου λαγούτου, να σε υμνεί πώχει βαλθεί’

όσο το πνεύμα μου να νοιώσει δεν ποθεί

τίποτα έξω από σε, κι’ αυτό μόνο το νοιάζει,

 

Ο Χάρος δε θα ευχόμουνα να ‘ρθει σ’ εμένα.

Μα όταν τα μάτια πιά θα νοιώσω στερεμένα,

σπασμένη τη φωνή και αδύναμο το χέρι,

 

Και το πνεύμα μου, στο φθαρτό του αυτό λημέρι,

σινιάλο ερωτικό να μη μπορεί ν’ αφήσει,

την πιό λαμπρή μου ημέρα ο Χάρος άς μαυρίσει.  

            ΣΟΝΝΕΤΟ XV

Του Ήλιου το ξαναγύρισμα για να τιμήσει,

τ’ ανάλφρό του αεράκι ο Ζέφυρος κινάει.

Κι’ απ’ τον ύπνο πιά νερό και γης ξυπνάει,

πού εκράταγε, το ένα για να μη μουρμουρίσει,

 

Ρέοντας γλυκά, την άλλη για να μή στολίσει

το στήθος με μυριόχρωμων ανθών πελάη.

Θαύματα κάνουν τα πουλιά στα σύσκια χάη,

και του διαβάτη η κούραση λες κι’ έχει σβύσει.

 

Οι Νύμφες, χίλιους, παίζοντας, χορούς αρχίζουν

στο φεγγαράκι’ και στη γης τη χλόη λυγίζουν.

Θες να μου δώσεις, Ζέφυρε, λίγη σου δρόσο,

 

Και ολάκερη από εσέ, με μιάς, να ξανανιώσω;

Άχ! κάμε και τον Ήλιο μου σ’ εμέ να δράμει,

και θα δεις ομορφότερην αν δε με κάμει. 

            ΣΟΝΝΕΤΟ XVI

Αφού η βροντή και το χαλάζι πελεκήσει

για λίγο του Καυκάσου το ψηλό βουνό,

προβαίνει η μέρα, μες σε πέπλο φωτεινό.

Κι’ ο Φοίβος, τέλεια την τροχιά του αφού διανύσει

 

Στη γη, στον Ωκεανό γοργά πάει να βυθίσει,

ενώ η αδερφή του σκάει λειψή στον Ουρανό.

Όμοια κι’ ο Πάρθος, αφού λίγο πολεμήσει,

φεύγει- μα και το τόξο σφίγγει το στυγνό.

 

Έτσι κάποτε σ’ εύφρανα κι’ εγώ θλιμμένο,

κι’ άς είχα ακόμα το αίσθημα μισοαναμμένο.

Μά, τώραα πιά, τώρα που μ’ έχεις αγκαλιάσει,

 

Και στο σημείο που μ’ ήθελες πιά φτάσει,

δροσιά στη φλόγα σου, νερό ρίχνεις, καλέ μου,

κι’ είσαι ψυχρός, όσο δε θάμουνα ποτέ μου.

            ΣΟΝΝΕΤΟ XVII

Πόλη αποφεύγω κι’ εκκλησιές κι’ όλα τα μέρη,

όπου τα αιώνια θα μπορούσα να γροικήσω

παράπονά σου ή και να μ’ είχες καταφέρει

ό,τι περσότερο εκτιμώ να σου χαρίσω.

 

Μάσκα, ιπποδρόμιο και παιχνίδι ανία μου φέρει,

κι’ ωραίο χωρίς εσέ δε δύναμαι να νοήσω.

Τόσο, που αν απ’ το φοβερό του πόθου χέρι

κάμω να φύγω, κάτι νέο να δημιουργήσω,

 

Να γιάνω απ’ της ερωτικής σκέψης το πάθος,

στου ερημικότερου δρυμού μπαίνω το βάθος.

Μα, βλέπω, ωστόσο, αφού πολύ στριφογυρίσω,

 

Πώς αν ποθώ ν’ απαλλαγώ πλέον από σένα,

έξω απ’ τον ίδιο μου εαυτό χρωστώ να ζήσω,

ή τράβα ακόμα εσύ μείνε μακρυά, στα ξένα.   

              ΣΟΝΝΕΤΟ XVIII

Φίλα με ακόμα, ξαναφίλαμε και φίλα.

Δώσ’ μου ένα απ’ τα φιλιά τα πιό γλυκά σου,

δώσ’ μου ένα απ’ τα φιλιά τα τρισερωτικά σου

και θα σου δώσω τέσσερα, χόβολης καήλα.

 

Έχεις παράπονο; Μ’ απ’ της καρδιάς τα φύλλα

να σε γλυκάνω, κι’ άλλα δέκα δίνοντάς σου.

Με ανάκατα φιλιά, δικά μου και δικά σου,

ο ένας τον άλλονε ας χαρεί, με ανατριχίλα.

 

Για τον καθένα ζωή διπλή θ’ ακολουθήσει’

και στον εαυτό του και στο φίλο του θα ζήσει.

Άσε, μιά τρέλλα, αγάπη μου, κι’ εγώ να δείξω.

 

Κακό παθαίνω πάντα, ζώντας μυαλωμένα’

μήτε και να δοθώ μπορώ ευχαριστημένα,

αν, έξω απ’ τον εαυτό μου, λίγο δεν πηδήξω.     

 

Επιπρόσθετα

        Σύμφωνα με τις γενικές πληροφορίες που μας παράσχει το ζεύγος των ελλήνων ποιητών, μεταφραστών και ανθολόγων Ρίτα Μπούμη και Νίκου Παππά, στην εξάτομη Νέα Παγκόσμια Ποιητική Ανθολογία τους, τόμος Δ΄ ξένες χώρες (Γαλλία-Γερμανία, Γιουγκοσλαβία, Εσθονία, Ισημερινός, Ισλανδία, Ισπανία), Επιμέλεια Διονύσιος Ι. Τσουράκης, σελ. 1516-1520, εκδόσεις «Διόσκουροι», Αθήνα 1976, η γαλλίδα ερωτική ποιήτρια που έφυγε σχετικά νέα από την ζωή στα σαράντα της Λουϊζα Λαμπέ (1525/1526-25/4/1566), δεν είναι και τόσο ευρέως γνωστή στο μεγάλο κοινό της ποίησης, όπως παραδείγματος χάριν έχουμε με το έργο (ποίηση, επιστολές) που μας άφησαν στην εποχή τους οι προερχόμενες από τον θρησκευτικό χώρο γυναικείες ποιητικές φωνές της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης. Βλέπε την Μαριάννα Αλκοφοράντο γνωστή ως Πορτογαλίδα Μοναχή 17ος αιώνας, ή η ισπανίδα Αγία Τερέζα της Άβιλας, τον 16ο αιώνα, και ορισμένες άλλες σχεδόν άγνωστες μας γυναικείες ποιητικές φωνές, ίσως όχι παρόμοιου ποιητικού μεγέθους. Η Σονετογράφος Λουϊζα Λαμπέ, έκανε την εμφάνισή της το χρονικό διάστημα μεταξύ του εφευρέτη της Σονετογραφίας Πετράρχη και την κυκλοφορία των Σονέτων του άγγλου δραματουργού Ουϊλλιαμ Σαίξπηρ. Ο Σαίξπηρ όπως φαίνεται όπως μας λένε οι ειδικοί δεν γνώριζε το έργο της Λαμπέ. Εδώ να υπενθυμίσουμε ότι πριν από την συστηματική οργάνωση ως ποιητική φόρμα από τον Πετράρχη και στο μνημειώδες κλασικό έργο της μεσαιωνικής γραμματείας «Θεία Κωμωδία» του Δάντη έχουμε μορφικά δείγματά του, η λεγόμενη “Terza rima”. Με την άνθηση όμως του πολιτισμού στην Ιταλία ο Πετράρχης θεωρείται ο πρώτος διδάξας. Ο Σονετογραφικός λόγος, η ποιητική αυτή μορφή των χρόνων πριν κατά την διάρκεια και μετά τους λαμπρούς και επαναστατικούς αιώνες της Αναγέννησης στον Ευρωπαϊκό χώρο, οι ποιητές που υιοθέτησαν ως ποιητική φόρμα στην γραφή τους το Σονέτο, αποτέλεσαν μία αρκετά διαδεδομένη και αγαπητή μαγιά δημιουργών. Ο Πετράρχης άνοιξε τον δρόμο και οι μεταγενέστεροι-αφού τον διάβασαν και τον μιμήθηκαν, τον ακολούθησαν δίχως να προσθέσουν ή να αλλάξουν τον τεχνικό σχεδιασμό της μορφής των στροφών του Σονέτου. 4+4+3+3 σύνολο 14 στίχοι. Το Σονέτο από ποιητική φόρμα της Ιταλικής γραμματείας απόκτησε πανευρωπαϊκή και παγκόσμια εμβέλεια, υιοθετήθηκε τόσο από ελάσσονες όσο και από μείζονες ποιητές και ποιήτριες. Η ποιητική αυτή τεχνική ως φόρμα, υπήρξε αγαπητή και στους δημιουργούς του Κυπριακού Ελληνισμού και στους ποιητές της κυρίως Ελλάδας. Κλασικό και σημαντικό παράδειγμα τα Σονέτα του ποιητή Κωστή Παλαμά και άλλων. Η πολυσέλιδη μελέτη και το ανθολόγιο που κυκλοφόρησε ο πειραιώτης συγγραφέας Κάρολος Ε. Μωραϊτης, «Μεγάλη Ανθολογία Ελληνικού Σονέτου» από την παλιότερη Ελληνική και Κυπριακή ποίηση μέχρι σήμερα, Αθήνα 1987 μας φανερώνει την αλήθεια των θέσεών μας τουλάχιστον στο ελληνικό ποιητικό χώρο.

    Η Louise Charlin, Charly Charlieeux (1525/1526-1566) γνωστή ως Λουίζα Λαμπέ σύμφωνα με το ζεύγος Παππά στην Ανθολογική τους πρόταση:

 «Γεννήθηκε στη Λυών και υπήρξε κόρη και σύζυγος πλουσίων Λυωνέζων σχοινεμπόρων, απ’ το επάγγελμα των οποίων ήταν γνωστή στη Γαλλία με το όνομα «η όμορφη Σχοινού». Η Λουίζα ωραιότατη, κατά τον Σαν Μπέβ, αποτελεί την πιό σημαντική γυναικεία φυσιογνωμία στην κλασική λογοτεχνική γαλλική περίοδο, για την οποία λίγες δυστυχώς υπάρχουν πληροφορίες. Η ποιήτρια φαίνεται να πήρε επιμελημένη ανατροφή και εκπαίδευση, έμαθε μουσική, και ξεχωριστά λαγούτο, σπούδασε αρχαία και νεώτερη λογοτεχνία και επιδιδόταν στην ιππασία. Για την αμαζόνα αυτή του δέκατου έκτου αιώνα, λέγεται ότι ακολούθησε το στρατό του Δελφίνου της Γαλλίας στην πολιορκία του Περπινιάν, κοντά στα Πυρηναία, όπου και ανδραγάθησε με το αρσενικό όνομα «καπετάν Λουίζος». Εκεί, η υπερχειραφετημένη και πρωτοπόρα, για την εποχή της, Λουίζα, ερωτεύτηκε τον ωραίο πολεμιστή, που για την απουσία του ή την απιστία του, σπαράζει τόσο βαθιά και του απευθύνει τα φλογερά τραγούδια

     Ο σχοινέμπορος άντρας της Εννεμόν Περέν, αγαθός άνθρωπος, μα πολύ μεγαλύτερός της, χάρισε στη δεκαεξάχρονη σύζυγό του κάθε άνεση, δίχως την οποία η Λουίζα δε θα μπορούσε ν’ αφοσιωθεί εξ’ ολοκλήρου στη λογοτεχνία. Γύρω από το όνομα της ποιήτριας πλέχτηκαν ολόκληρα παραμύθια, που κατάφεραν να ρίξουν τη φυσιογνωμία της σε σκοτάδι σύγχυσης για τους ερευνητές. Έτσι βλέπουμε μιά γαλλική λαϊκή εγκυκλοπαίδεια να παρουσιάζει την ποιήτρια ως «Λυωνέζα εταίρα», άλλοι να τη μεταμορφώνουν σε ηρωίδα της Ελευθερίας και άλλοι να τη χρησιμοποιούν σαν σύμβολο ανδρείας σε στρατιωτικά λάβαρα. Ευτυχώς για την ποιήτρια, με την πάροδο του χρόνου, η μορφή της αποκαταστάθηκε ως έπρεπε, και η ωραία Λουίζα, που πέθανε στα 1565, μόλις σαράντα χρονών, παρέμεινε σεβαστή και δημοφιλής, ιδίως για τους Λυωνέζους, πού και σήμερα την αναφέρουν με υπερηφάνεια.

          Το έργο της Λουίζας Λαμπέ αποτελείται συνολικά από ένα διάλογο σε πρόζα, με τίτλο «Συζήτηση για την Τρέλα και τον Έρωτα», απ’ όπου ο Λαφονταίν εμπνεύστηκε ομώνυμο μύθο του, τρείς Ελεγείες και εικοσιτέσσερα Σονέττα, πού το πρώτο απ’ αυτά η ποιήτρια έγραψε στα ιταλικά. Ο διάλογός της «Συζήτηση για την Τρέλλα και τον Έρωτα», γραμμένος στη μορφή των διαλόγων του Λουκιανού και του «Εγκωμίου της Τρέλας», του Έρασμου, είναι έργο γεμάτο χάρη, λεπτότητα και θέλγητρο.

   Στα Σονέττα της η ποιήτρια φαίνεται να πήρε μάθημα από τον Πετράρχη. Όμως, πέρα απ’ την πετραρχική επίδραση, τα σονέττα της δονούνται από ατομικό και συχνά σαπφικό πάθος, και σε στίχους ειλικρινείς και μελωδικούς προβάλλει την ερωτική γυναικεία συγκίνηση στο κατακόρυφο της έντασής της, της ψυχολογικής παλίρροιας».

     Το ζεύγος των ανθολόγων και μεταφραστών Ρίτα Μπούμη και Νίκου Παππά σύμφωνα με τα πληροφοριακά δεδομένα της εποχής τους μας δίνουν ένα ενδεικτικό λήμμα για την γαλλίδα ποιήτρια, την επονομαζόμενη και «Νέα Σαπφώ», τον βίο και την ποίησή της, μεταφέροντας στις σελίδες της Ανθολογίας τους Έξι Σονέτα της, VIII, X, XI, XIII, XIV, XVIII, μεταφρασμένα από τον ποιητή και μεταφραστή Κούλη Αλέπη που πρώτος μας την γνώρισε στα ελληνικά όπως ομογνωμούν οι μέχρι σήμερα πηγές. Για τον ποιητή και μεταφραστή Κούλη Αλέπη βλέπε και προ- προηγούμενο σημείωμα στα Λογοτεχνικά Πάρεργα.

Με την περίπτωση του έργου της γαλλίδας Σονετογράφου είχε ασχοληθεί σε εκτενές λήμμα του ο ποιητής, μυθιστοριογράφος και μεταφραστής Νίκος Καζαντζάκης σε κείμενό του στο παλαιό πολύτομο «Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό» των εκδόσεων «Ελευθερουδάκη» που υπήρξε συνεργάτης του, τόμος Η’. Οι μεταγενέστεροι μεταφραστές της Λουϊζας Λαμπέ συνηθίζουν να μεταφέρουν τα γραφόμενα-όχι και τόσο επαινετικά-λόγια του Νίκου Καζαντζάκη. Ο δοκιμιογράφος και κριτικός Αιμίλιος Χουρμούζιος σε δημοσίευμά του στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» του 1950 επίσης αναφέρεται στην περίπτωσή της. Εκείνος όμως που μνημονεύεται περισσότερο από τους σχολιαστές της και αντιγράφονται συνήθως πολλά στοιχεία και πληροφορίες από αυτά που μας λέει επαινετικά για την ποίησή της είναι ο αχαιός πολιτικός και συγγραφέας Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Ο πολυμαθέστατος, πολύγλωσσος και πολυγραφότατος λόγιος Πατρινός πρώην πρωθυπουργός και πολιτικός Παναγιώτης Κανελλόπουλος στην πολύτομη αξεπέραστη ερευνητική και συγγραφική εργασία του «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος» της αφιερώνει σχεδόν είκοσι σελίδες. Παρενθετικά να αναφέρουμε ότι η «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος» είναι ένα πολυδύναμο έργο σταθμός στα ελληνικά γράμματα, πολιτιστικός και ιστορικός ωκεανός, μια περιπέτεια του κόσμου των ιδεών και των πολιτισμικών εκφράσεων και εκδηλώσεων της Ευρωπαϊκής σκέψης και πνεύματος, των τεχνών του δυτικού ανθρώπου, υφασμένο από ελληνικό χέρι και οραματική σύλληψη. Μέχρι σήμερα ενδέχεται να μην έχει αποπειραθεί παρόμοια συνθετική πανοραμική εργασία από έλληνα συγγραφέα. Δεν συμπεριλαμβάνουμε τις ειδικές συνολικές εργασίες που έχουμε στους χώρους των εικαστικών τεχνών βλέπε περίπτωση του πειραιώτη καθηγητή Μάνου Στεφανίδη ούτε τις πολύτομες λογοτεχνικές και κριτικές εργασίες του πανοράματος της ιστορίας της ελληνικής λογοτεχνίας από τον Αλέξανδρο Αργυρίου και τον Δημήτριο Τσάκωνα. Προσπερνάμε άλλα γνωστικά της τέχνης και της ιστορίας πεδία, όπως είναι η πολύτομη σειρά του Ελληνικού Έθνους της εκδοτικής Αθηνών και το Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό. Επανερχόμενος, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος σε τέσσερεις τόμους του έργου του μνημονεύει το όνομα και γράφει, παραθέτει στοιχεία, αναλύει την φυσιογνωμία και την περίπτωση της Louise Labe του γαλλικού πνευματικού κύκλου της «Πλειάδας». Βλέπε τα αντίστοιχα κεφάλαια, μέρη και τις σελίδες των τόμων  II, 118. III,  241-250, 281, 283, 286, 330. IV, 127,  299, 308, 403, 406.  VIII, 331. Ιδιαίτερα το 53 κεφάλαιό του με τίτλο: «Η γαλλική λογοτεχνία στο πρώτο ήμισυ του ΙΣΤ αιώνα. Μαργαρίτα της Ναβάρρας. Η ποίηση από τον Κλεμάν Μαρό ως την Λουϊζα Λαμπέ». Βλέπε «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος, εκδόσεις Διονυσίου Γιαλλελή, Αθήνα 1998. Ποιήματα της Λουϊζας Λαμπέ έχει μεταφράσει και ο ποιητής, ανθολόγος και μεταφραστής Άρης Δικταίος. Βλέπε Άρης Δικταίος, «Ανθολογία Παγκοσμίου Ποιήσεως»- Σ’ Αναζήτηση του Απολύτου. Ιστορική Ανθολογία της Παγκοσμίου Ποιήσεως. Εκδοτικός οίκος Γεωργίου Φέξη, Αθήνα 1960. Στο κεφάλαιο: «VI. ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ Ή Ο ΗΛΙΟΣ ΠΕΡΙ ΤΗΝ ΓΗΝ. Αρκαδία. Κλασσικισμός. Μπαρόκ. Σελίδες 425-426. “LOUISE LABE 1523-1566”. Ο Δικταίος μεταφράζει 3 Σονέτα. Το II. O beaus yeus bruns… Το III. O longs desirs… και το IV. Depuis qu’ Amour… Ενώ στην Ανθολογία τους, «Ποιητικές Συνομιλίες» Ελληνικά Ποιήματα για Ξένους Ποιητές, εκδόσεις Οδός Πανός 2012, σ.33 οι ποιητές, ανθολόγοι και εκδότες Θανάσης Θ. Νιάρχος και Αντώνης Φωστιέρης μεταφέρουν το αφιερωματικό ποίημα του Άρη Δικταίου. Εκείνος όμως που γνώρισε στο ελληνικό κοινό της ποίησης, τους φιλότεχνους επίσημα τα Σονέτα της πρώτος, έθεσε τις βάσεις της γνωριμίας μας μαζί της είναι ο ποιητής και μεταφραστής, εικαστικός Κούλης Αλέπης. Στο παραδοσιακό περιοδικό «Νέα Εστία» έτος ΚΒ΄- τόμος 43ος, τεύχος 493/ 15-1- 1948, σελίδες 83-85 Δημοσιεύει το «ΛΟΥΪΖΑ ΛΑΜΠΕ» εισαγωγή 83-84 και ακολουθούν οι μεταφράσεις 7 Σονέτων της. Τα VIII, X, XI, XIII, XIV, XVIII, XIX.

     Ο Κούλης Αλέπης, δεκατρία χρόνια μετά τις πρώτες του μεταφραστικές παρουσιάσεις, το 1961 μας δίνει ολοκληρωμένα πλέον στα ελληνικά, τα 24 Σονέτα της γαλλίδας ποιήτριας. Ο Κούλης Αλέπης στην Αθήνα το 1961 ανάμεσα στα βιβλία με την ποίησή του και τις μεταφράσεις του που εξέδωσε, ήταν και «Η ΛΟΥΙΖΑ ΛΑΜΠΕ (LOUISE LABE) ΚΑΙ ΤΑ ΕΙΚΟΣΙΤΕΣΣΕΡΑ ΣΟΝΝΕΤΑ ΤΗΣ» Μεταφρασμένα και Μελέτη από τον ΚΟΥΛΗ ΑΛΕΠΗ. Εκδόσεις «Πυραμίς» (Εκδ. Κατάστημα Γραφικών Τεχνών «Πυραμίς» Ιλεάνας Ν. Παπαδημητρίου) Αθήνα, Μάρτης 1961, σελ. 32. 15Χ21. Η έκδοση περιλαμβάνει 24 Σονέτα αριθμημένα με λατινικούς αριθμούς, σελ. 9-32. Της μετάφρασης προηγείται μικρή εισαγωγή «Λουίζα Λαμπέ» σελ. 5-7.

          Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με την χρονολογική τους σειρά πριν αντιγράψουμε την Εισαγωγή και Μεταφράσεις του Κούλη Αλέπη.

     Η περίπτωση της γαλλίδας ερωτικής ποιήτριας ήρθε και πάλι στην σκέψη μας, όταν πριν μερικούς μήνες, το 2024 προμηθευτήκαμε μία νέα και σύγχρονη καλαίσθητη έκδοση των Σονέτων της Λουίζας Λαμπέ σε πολύ καλή μετάφραση, κατατοπιστική εισαγωγή και αναλυτικό επίμετρο καθώς και διευκρινιστικές σημειώσεις του ποιητή και δοκιμιογράφου Φυσικού το επάγγελμα Ξάνθου Μαϊντά, μέλος και προέδρου του Ιδρύματος Τάκης Σινόπουλος στην Νέα Ιωνία. Το βιβλίο έχει τίτλο: Λουίζα Λαμπέ, ΤΑ ΕΡΩΤΙΚΑ ΣΟΝΕΤΑ. Εισαγωγή-Μετάφραση-Επίμετρο: ΞΑΝΘΟΣ ΜΑΪΝΤΑΣ, εκδόσεις «Νίκας» 2024, σελ. 152, τιμή 15 ευρώ. Σχεδιασμός εξωφύλλου Θανάσης Γαλανάκης. Επιμέλεια- Διόρθωση κειμένου: Πάνος Γιαλελής. Το βιβλίο είναι αφιερωμένο «Στην Σοφία». Η έκδοση είναι δίγλωσση- αριστερή σελίδα το πρωτότυπο δεξιά σελίδα η μετάφραση. Περιλαμβάνει: Εισαγωγή, 9-14.- Τα Ερωτικά Σονέτα (EVVRES DE LOVIZE LABE, LIONNOIZE..), 67-132.-Σημειώσεις 133-144.- Ευχαριστίες 145-146. Τέλος, στις σελίδες 147-148 και 149 δημοσιεύονται η Εργοβιογραφία του Μεταφραστή και τα Περιεχόμενα της έκδοσης.

Εδώ να αναφέρουμε ότι το 2015 στην Αθήνα οι εκδόσεις Γαβριηλίδη κυκλοφόρησαν την μελέτη “Louise Labe- Ingrid Auriol, Δύο Γαλλίδες ποιήτριες, εισαγωγή-μετάφραση Ηρώ Τσαρνά».

Η δίγλωσση έκδοση που έχουμε μπροστά μας, του Ξάνθου Μαϊντά των εκδόσεων Νίκας 2024, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι αφήνει πίσω της επάξια και εύλογα το βιβλίο με τις μεταφράσεις του Κούλη Αλέπη. Της πρώτης μας στα ελληνικά επαφής με την ποιητική φωνή της Λουϊζας Λαμπέ έχουν περάσει έκτοτε πάνω από 60 χρόνια, και η ελληνική γλώσσα και τα ποιητικά γούστα έχουν αλλάξει. Η αρτιότερη και πληρέστερη και σαφώς κατατοπιστικότερη σε στοιχεία και πληροφορίες, επιμελημένη μεταφραστική εργασία του Ξάνθου Μαϊντά, φροντισμένη και στην παραμικρή της λεπτομέρεια συμπληρώνει με νέα στοιχεία για την ζωή και το έργο της, μιλά για το πώς υποδέχτηκαν την ίδια ως γυναίκα, χειραφετημένη και ανεξάρτητη από το ανδρικό εθιμικό και θρησκευτικό κατεστημένο της εποχής της, για την κάπως ελευθεριότητα της ερωτικής της συμπεριφοράς, ξένη προς τα ήθη των χρόνων εκείνων, τους παθιασμένους έρωτές της, την συμμετοχή της σε πολεμικές επιχειρήσεις αν και δεν είχε πατήσει τα 16 της χρόνια. Ένας γυναικείος βίος περιπετειώδης και παράξενος για τα κοινωνικά μέτρα και ηθικά σταθμά του καιρού της. Φωτογραφίζει την κοσμοθεωρία της ζωής της και τις δημόσιες αντιδράσεις της μέσα σε ένα περιβάλλον καθαρά ανδροκρατούμενο. Οι όποιες ιδέες και η θηλυκή σκέψη ποδηγετούνταν από την αντρική ή αναγκαστικά προσαρμόζονταν σε αυτήν. Μας εικονογραφεί την ποιητική της φιλοσοφία, είτε των 24 Σονέτων της είτε των τριών Ελεγειών της, αναφέρεται στον πνευματικό κύκλο των Πλειάδων στον οποίο την εντάσσουν, θεωρώντας την ως «Νέα Σαπφώ». Μας μιλά για τις σπουδές της, την μουσική της κατάρτηση, τον ποιητικό περίγυρο της Αναγέννησης που έζησε και έγραψε η Λουϊζα Λαμπέ ως Σονετογράφος μεταξύ του πατριάρχη της Σονετογραφίας Πετράρχη και του άγγλου δραματουργού Ουϊλλιαμ Σαίξπηρ που καλλιέργησε την σονετική γραφή στην αγγλική γλώσσα με τα γνωστά θετικά αποτελέσματα. Ο Μαϊντάς με τις εμβριθείς παρατηρήσεις του, τις εξονυχιστικές επισημάνσεις του μας μιλά στο πώς την προσφωνούσαν στην εποχή της και μεταγενέστερα και στο πώς την υποδέχτηκαν ως ερωτική γυναικεία ποιητική φωνή σύγχρονοι δημιουργοί του προηγούμενου αιώνα όπως ο γάλλος συγγραφέας Αντρέ Ζιντ, (είχε αρνητική γνώμη για την ποίησή της) ο γερμανός ποιητής Ραίνερ Μαρία Ρίλκε (υπήρξε υποστηρικτής του έργου της), και άλλοι που εξέφραζαν μία επαμφοτερίζουσα γνώμη και κρίση για την ίδια και την ποίησή της. Συγκρίνει επίσης την ερωτική φωνή της με την αλήθεια της ερωτικής φωνής της αρχαίας λυρικής χειραφετημένης ποιήτριας Σαπφώς. Στο πολυσέλιδο και μεστό, αναλυτικό Επίμετρό του ο Ξάνθος Μαϊντάς χρησιμοποιεί στίχους της αρχαίας λυρικής ποιήτριας μεταφρασμένους από την ποιήτρια Τασούλα Καραγεωργίου, την πλέον αρμόδια πάνω στην ποίηση της Σαπφούς. Με την εμπειρία που του παράσχει και η ιδιότητα του ποιητή ο Ξάνθος Μαϊντάς (έχει κυκλοφορήσει 6 ποιητικές συλλογές) και του δοκιμιογράφου (δύο μελέτες) αλλά και του ανθολόγου (τρία βιβλία) και του μεταφρασμένου στο εξωτερικό (Ισπανικά) ο κύριος Ξάνθος Μαϊντάς μας δίνει μιά πλήρη εικόνα των Ερωτικών Σονέτων της γαλλίδας Λουϊζας Λαμπέ και του πριν και μετά ποιητικού περίγυρού της, μεταφρασμένα σε πολύ καλά και προσεγμένα ελληνικά, προσπαθώντας να μην προδώσει το πρωτότυπο κείμενο, να μην ξεφύγει από την μετρική και ηχητική του ρυθμολογία να μην υπερβεί τις λέξεις του κάθε Σονέτου ξεχωριστά και ιδιαίτερα. Σε μιά γλώσσα που ρέει, δεν μπουκώνει, ακολουθεί τους εσωτερικούς ρυθμούς της γλώσσας που γράφτηκαν, αποδίδει την θεματική εικονοποιία των Σονέτων εξαίσια, μας μεταφέρει με το ίδιο «πάθος» τον συναισθηματικό της κόσμο και ερωτική διάθεση και ατμόσφαιρα όχι ως νοηματική ιδέα ή σύλληψη μιάς γυναίκας ερωτευμένης, πλημμυρισμένης από θυελλώδη έρωτα αλλά ως ένα γυναικείο σώμα που σπαρταρά από την φλόγα του έρωτα προς τον νεαρό εραστή της, αν και παντρεμένη. Η Λουϊζα Λαμπέ μεταποιεί το ερωτικό της πάθος σε γραφή, αυτοβιογραφεί την σχέση της με το άλλο φύλο και παράλληλα τον χωρισμό της από αυτό. Η ποίησή της είναι μια ερωτική ελεγεία για τον χωρισμό των δύο φύλων, το τέλος της αγάπης εκ μέρους του συντρόφου της, την αδιαφορία του νεαρού άντρα προς την δική της σφοδρότατη επιθυμία. Ο Ξάνθος Μαϊντάς ακολουθεί χωρίς να στέκεται και σίγουρα διευρύνει τα μονοπάτια εξέτασης της ποιητικής της φωνής και παρουσίας που άνοιξαν οι προγενέστεροι μελετητές της, τόσο ο Κούλης Αλέπης, όσο ιδιαίτερα ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος ο οποίος και μας έδωσε το μακροσκελές αναλυτικό κείμενό του για την γαλλίδα ερωτευμένη ποιήτρια. Βασίζεται σε προγενέστερες ξένες πηγές και κρίσεις με προσοχή και ακρίβεια, σεβασμό, προσφέροντας ασφάλεια στις προσωπικές του εκτιμήσεις και ποιητικές θετικές προς το πρόσωπό της θέσεις. Καταφεύγει σε σύγχρονες εκδόσεις του έργου της και σε ονόματα μελετητών από το διαδίκτυο έμπειρων πάνω σε ποιητικά θέματα της Αναγέννησης συνομιλώντας με τον εκδότη του. Η σύγχρονη, φρέσκια μετάφραση του Ξάνθου Μαϊντά εκπλήσσει και χαροποιεί ακόμα περισσότερο, αν αναλογιστούμε ότι ο ποιητής και μεταφραστής δεν «κατάγεται» από τον παραδοσιακό χώρο των μεταφραστών- δημιουργών των προερχόμενων από τα κλασικά γράμματα, τους φιλολογικούς κύκλους (τις μαλακές λεγόμενες επιστήμες) αλλά, από τα πεδία των θετικών επιστημών (των λεγόμενων σκληρών). Αν και για να συγκρατήσουμε τον ενθουσιασμό μας, στην σειρά των ελλήνων ποιητών, συγγραφέων και μεταφραστών των τελευταίων δεκαετιών της ελληνικής λογοτεχνικής γραμματείας, συναντάμε αρκετά ονόματα διανοουμένων, λογοτεχνών, λογίων και μεταφραστών που προέρχονται από τον κλάδο των μαθηματικών, των φυσικών, των χημικών, των μηχανικών, των αρχιτεκτόνων, των οικονομολόγων, των ναυτιλιακών σπουδών, των λογιστών κλπ. Μάλιστα δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η γαλλική γλώσσα των Σονέτων δεν είναι σύγχρονη, πηγάζει από παλαιότερες των ιστορικών χρόνων γαλλικές γλωσσικές ρίζες και ρεύματα ιδιωματισμών, εκφράσεων και τύπων, όταν άρχιζε να διαμορφώνει το πρόσωπό της και να γίνεται περισσότερο φινετσάτη και εκλεπτυσμένη, λεπτεπίλεπτη και αριστοκρατικά επιλεκτική όπως είναι η γαλλική γλώσσα. Κάτι που φανταζόμαστε θα δυσκολεύει ίσως λίγο παραπάνω τον όποιον μεταφραστή ή μεταφράστρια στην σύγχρονη και μοντέρνα ελληνική απόδοσή της στα ελληνικά, ανεξάρτητα των βαθμών επάρκειας της γαλλικής γαλλικής, των γνώσεων και των μυστικών της. (εδώ να υπενθυμίσουμε κάτι από τις προηγούμενες πολιτικές δεκαετίες. Τι αίσθηση έκανε η Ομιλία του Κωνσταντίνου Τσάτσου όταν ως πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας επισκέφτηκε την Γαλλία και μίλησε στα άπταιστα γαλλικά του. Που, όπως γράφτηκε, ούτε οι ίδιοι οι Γάλλοι δεν μιλούσαν). Ο Ξάνθος Μαϊντάς στην δική του μεταφραστική πρόταση των 24 Σονέτων δεν υιοθετεί τον γενικό κλασικό τίτλο που χρησιμοποίησε ο Κούλης Αλέπης, δανεισμένο από τον συνολικό αριθμό των Σονέτων της. Το βιβλίο φέρει ως τίτλο «ΤΑ ΕΡΩΤΙΚΑ ΣΟΝΕΤΑ», κάτι που σημαίνει-όπως τον κατανοούμε- ότι ο σύγχρονος έλληνας μεταφραστής «κορνιζάρει» τα ποιήματα στην συγκεκριμένη γενεσιουργό δυναμική τους και θεματική τους από όπου προέρχονται. Από την δεξαμενή των γυναικείων ατομικών ερωτικών αισθημάτων της ποιήτριας αποκλείοντας κάθε άλλη ερμηνευτική τους εκδοχή και προσέγγιση, πέρα από την συμβολιστική των μοτίβων τους. Ακολουθώντας σημειολογικά και τα ίχνη του Κούλη Αλέπη στην δική του μετάφραση ορίζει ο Ξάνθος Μαϊντάς το εύρος του πλαισίου των ερμηνευτικών πλησιασμάτων μας. Έχουμε μία σταθερή ερωτική ενδοσκοπική μιάς γυναικείας ποιητικής παρουσίας εξομολόγηση, μιας όχι ήρεμης και ελπιδοφόρας γυναικείας ερωτικής πορείας που εκφράζεται σε 24 περί άμετρης αγάπης επεισόδια και εικόνες με κεντρικό άξονά τους όχι την διά βίου ένωση αλλά τον χωρισμό και την απομάκρυνση. Λες και κοιτάμε αντεστραμμένα πάνω στον ερωτικό καθρέφτη την επαφή ενός άντρα και μίας γυναίκας από την στιγμή του χωρισμού τους. Η ερωτική πλήρωση επέρχεται με τον χωρισμό. Την διάσπαση της ερωτικής σχέσης.

    Τα 24 ΣΟΝΕΤΑ της γαλλίδας ποιήτριας πρέπει να τα δούμε, να τα διαβάσουμε, σαν ένα ενιαίο ερωτικό και των εσωτερικών αισθημάτων της και ψυχικών ταραχών της σύνολο. Από το πρώτο της Σονέτο-το γραμμένο στα Ιταλικά (το μαναδικό)- έως το εικοστό τέταρτο έχουμε μία εν εξελίξει γυναικεία ερωτική φωνή η οποία πάλλεται από τρυφερότητα, νοσταλγικό τέμπο, λυρικό συναίσθημα, μελαγχολία, θλίψη αλλά και εσωτερική πλήρωση που εκδηλώνει τις προθέσεις της με φιλιά και τρυφερούς ασπασμούς.-Παρενθετικά να σημειώσουμε ότι δεν ξέρω γιατί αλλά τα Σονέτα εκείνα ιδιαίτερα το 18 που η ποιήτρια αναζητεί τα φιλιά του εραστή της και του προσφέρει δεκάδες φιλιά σαν ανταπόδοση, μου θύμισε αμυδρά κάτω από άλλες ερμηνευτικές συνισταμένες τα ποιήματα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη και δίχως έτερους συσχετισμούς.- Είναι η μετάπλαση, μεταστοιχείωση αν μου επιτρέπεται η έκφραση του κεντρικού ερωτικού πυρήνα διασπαρμένου σε 24 Σονέτα, δηλαδή σε ποιητική γραφή. Η επιλογή της Σονετικής φόρμας, προερχόμενη από την ποιητική παράδοση του Πετράρχη, προσδίδει μεγαλύτερη «αξιοπιστία» βαρύτητα στον γυναικείο λόγο της Λουϊζας Λαμπέ, την εντάσσει σε μία ευρύτερη ποιητική παράδοση αναγνωρίσιμη από το παγκόσμιο κοινό της ποίησης. Τα παθιασμένα και νοτισμένα με ηδονική υγρασία αυτά Σονέτα αποτέλεσαν «σκάνδαλο» για την εποχή της δημοσίευσής τους, δήλωναν με τον πλέον ξεκάθαρο και σαφή τρόπο την χειραφετημένη φύση της γυναίκας της εποχής που αυτά υφάνθηκαν. Εξέφραζαν τον αληθινό χαρακτήρα και το βάθος όσων αισθάνονταν η νεαρή και ανήλικη Λουϊζα Λαμπέ, αυτό το θαρραλέο και τολμηρό και μαχητικό κοριτσάκι, που δεν δίστασε να ντυθεί την πολεμική πανοπλία και να παραταχθεί δίπλα σε στρατιώτες και να πολεμήσει. Τα Σονέτα φανερώνουν την ένταση και την ποιότητα των παθιασμένων ερωτικών συναισθημάτων της γυναικείας φύσης, την πηγαιότητα και αμεσότητα επιπλέον της γραφής της ερωτευμένης ποιήτριας που αναζητούσε τρόπους να πλησιάσει και να έρθει σε επαφή, να κρατήσει τις σχέσεις της με το άλλο φύλο με έναν τρόπο πρωτόγνωρο για την εποχή της και την θέση της γυναίκας μέσα στην κοινωνία. Η γραφή της Λαμπέ φέρνει στη σκέψη και την ποίηση του Φρανσουά Βιγιόν δίχως το δικό του κόσμο αναφοράς. Παρά όμως το ξάφνιασμα που έφερε ο ποιητικός λόγος της γαλλίδας Λουϊζας Λαμπέ, τα Σονέτα κέρδισαν το στοίχημα με τον χρόνο, κρατήθηκαν στην επιφάνεια του, πρόσφεραν στην θηλυκή ερωτογραφία και παράδοση, έμειναν στην αθανασία και την μνήμη και όπως βλέπουμε με την σύγχρονη, παρούσα μεταφραστική έκδοση του 2024 το αναγνωστικό κοινό της ποίησης ήρθε σε επαφή μαζί τους εφοδιασμένο με καινούργιες ερμηνευτικές προθέσεις και καταθέσεις που μας πρόσφερε ο φυσικός επιστήμονας, ποιητής και μεταφραστής κύριος Ξάνθος Μαϊντάς.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

1 έως 21 Αυγούστου 2025