Παρασκευή 1 Αυγούστου 2025

Έκτωρ Κακναβάτος, Ξαναδιαβάζοντας Μελισσάνθη

 

ΞΑΝΑΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ  ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ

Του ΕΚΤΟΡΑ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΥ

 

          Η είσοδος της Μελισσάνθης στην ποιητική σκηνή (1930) συνοδεύτηκε από ένα βροντώδες χειροκρότημα. Σπάνια η πρώτη εμφάνιση μιάς ποιήτριας συνάντησε τέτοια υποδοχή από τους «εκλέκτορες» και τόσο αναιμικό επίπεδο επιφυλάξεων από τους κατά σύστημα μεμψίμοιρους.

          Το ότι η εμφάνιση της Μελισσάνθης στον ποιητικό στίβο ήταν τομή που άλλαξε τη φυσιογνωμία της Ποίησης, πού έγραφαν οι ποιήτριές μας ως την εποχή εκείνη, είναι άποψη μαρτυρημένη και υποστηριγμένη από στρατιά κριτικών που διαθέτανε την οξυδέρκεια και την ευαισθησία της εποχής. Παράδειγμα ο πολύς Ανδρέας Καραντώνης’ η βαρυσήμαντη παρατήρησή του (βλ. «Νέα Γράμματα», Μάρτης 1936) ότι η ποίηση της Μελισσάνθης είναι στοχαστική με θρησκευτική απόκλιση σε βάρος του λυρισμού, που το αποδίδει-και το επισημαίνει με έμφαση-σαν πολύ σημαντικό-ότι την συνταράσσει μιά θρησκευτική αγωνία, ότι την «βαραίνει βασανιστικά η συνείδηση μιάς κοσμικής αμαρτίας και η ψυχή της συστρέφεται σπασμωδικά προς το μυστήριο ενός αμείλιχτου Κυρίου, ενός Θεού σχεδόν Σατανικού».

          Κι η Τατιάνα Σταύρου: «Από τη Μελισσάνθη τελειώνει και η θηλυκή περίοδος της γυναικείας ποίησης στον τόπο μας και αρχίζει μιά άλλη» (βλ. «Ελληνίς», 1937).

          Από την αρχή, λοιπόν του ξεκινήματος της Μελισσάνθης, βλέπουμε σε συνάρτηση με το στοιχείο του στοχασμού- να τίθεται το θέμα που αφορά την ποιητική της. Η ποίησή της καθώς η ίδια η ποιήτρια είναι ακούσια (ή εκούσια) παγιδευμένη στο βαρύ στοχαστικό κλίμα του προβληματισμού της, κλίμα που απαιτεί ευθύτονο και ισόρροπο οραματισμό, δεν χαρίζεται σ’ έναν πλουραλιστικό λυρισμό. Από την άποψη αυτή υπάρχει μιά κάποια ισχαιμία της ποιητικής εκφοράς πού, σε μιάν άλλη κλίμακα, θα συναρτούσε τον βόγγο που ανεβαίνει από το παιδευμένο στη μοναξιά του εγώ, με τη λέξη μαινάδα στον ιστό της θάχε ισάρει την απελπισία της.

          Ο Αιμίλιος Χουρμούζιος κάνει λόγο για την ορθολογιστική σύσταση της ποίησής της. Ο Α. Καραντώνης θα ρίξει το φαρμακερό βέλος του: «…. Παρά την κακή της τέχνη και την αντιλυρική της φύση, την συνταράσσει μιά θρησκευτική αγωνία…» Αλλά ο ίδιος, στο δοκίμιό του «Γύρω από τη σύγχρονη Ελληνική Ποίηση», 1962, μιλώντας παράλληλα και για την Καρέλλη, θα σημειώσει ότι «… με την αποπνευματωμένη τους αίσθηση και μ’ αυτόν τον θρησκευτικό μοραλισμό τους, που ευτυχώς δεν έχει καμμιά δογματικότητα, μπορεί να θεωρηθούν σαν ένα ε ξ υ γ ι α ν τ ι κ ό  α ν τ ί ρ ρ ο π ο στον απελπισμένο φιλοσοφικό αισθησιασμό άλλων συγχρόνων τους».

          Ο Κλ. Παράσχος θα παρατηρήσει: «Την Μελισσάνθη την απασχολεί τόσο το ηθικό δράμα της, ώστε καταντά την έκφραση να τη βάζει σε δεύτερη μοίρα».

          Ο Γ. Χατζίνης με αφορμή τα ποιήματα της ενότητας: «Ωσαννά και Οραματισμός» «εκφράζουν κυρίως μιά ψυχή κυριαρχημένη από το θρησκευτικό ένστικτο κι όχι ένα καλλιτεχνικό άτομο, που θα είχε τον έρωτα για κίνητρο κι αφετηρία».

          Κι ο Γ. Σαραντάρης: «Ο συμβολισμός που χρησιμοποιεί συχνά η Μελισσάνθη είναι μάλλον ένας τρόπος να επεκταθεί στους τόπους της φαντασίας, η αγωνία ενός ατόμου, που την πίστη στον Άνθρωπο θέλει να την κάνει πίστη στο Θεό, παρά μιά τεχνική που υπαγορεύεται από ένα ορισμένο αίσθημα του ωραίου».

          Ωστόσο δεν λείπουν εντελώς κι εκείνοι που βλέπουν κάποιον λυρισμό, παράδειγμα ο Π. Σπανδωνίδης. Ενώ ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, αν δεν πέφτω έξω, βλέπει προς την αντίθετη κατεύθυνση: ομολογεί ότι εκτιμά εξαιρετικά και «ίσως όχι από καθαρά αισθητική πεποίθηση μ’ από ιδιοσυγκρασία τέτοια ενορχήστρωση του ποιητικού λόγου», εννοώντας προφανώς ενορχήστρωση ώστε να επισημαίνεται: «… ένας κοσμογονικός παλμός κι ο κατασταλαγμός σε υπέργεια ακούσματα και οραματισμούς».

          Η προσπάθεια επένδυσης του στοχασμού της με λόγο μαστορικά πελεκημένο ώστε να αποβεί ποιητικός μέσω η χ η τ ι κ ώ ν λυρισμών είναι από την αρχή αναγνωρίσιμη και εναργής στα 66 σονέτα και στα 31 τριολέτα της, όπου δεν διστάζει να εισηγηθεί παραλλαγές στην παραδοσιακή δομή τους στην ποικιλία της ρίμας, πιό ιδιαίτερα στο οχτάστιχο τριολέτο όπου, σπάζοντας την κλασική φόρμα της αυστηρής ομοιομορφίας του πρώτου, τέταρτου και έβδομου στίχου αυξάνει την πλαστικότητα και την ευκινησία του λόγου. Είναι μία φιλότιμη εμμονή σε ποιητικές φόρμες, όπου η νίκη σ’ ένα τέτοιο αγώνα είναι δύσκολη γιατί, σ’ αυτόν τον σκληρό αγωνιστικό στίβο, σε βλέπουν κατάματα πολλές γιγάντιες φυσιογνωμίες μαστόρων που κρατούν σχεδόν όλες τις στενωπούς, που θα οδηγούσαν στην υπερφαλάγγισή τους, αν και δεν θάταν δικαιολογημένη μιά τέτοια προσπάθεια όταν και μόνον όταν κίνητρό της είναι αυτή και μόνο αυτή η υπερφαλάγγιση χωρίς να είναι και αποφασιστική ανανέωση του ποιητικού λόγου.

          Μιά μελέτη ειδικά σ’ αυτά τα σημεία της ποίησης της Μελισσάνθης θα απαιτούσε κάποια έκταση. Ίσως θα ήταν ακόμα και έξω από τα πλαίσια αυτού του σημειώματος.

          Όσον αφορά το Ανθολόγιο των υμνητικών κρίσεων για την ποίηση της Μελισσάνθης είναι από τα πλουσιότερα σε βαρύγδουπες υπογραφές. Είναι, πιστεύω, μάταιο όσο και περιττό να αποπειράται κανείς να το φορτώσει με κρίσεις της ίδιας, ή και παράλληλης, υμνητικής πολυφωνίας, εξόν αν ο ύμνος είναι προσωπική του ανάγκη και αν το «εύσημον» της φλυαρίας τον αφήνει ασυγκίνητο. Γι’ αυτό η απόπειρα μιάς περιγραφής- θάλεγα μιάς θεωρίας- της Φυσιολογίας του στοχασμού της θα είχε ίσως κάποιο αλλιώτικο ενδιαφέρον, πιό πολύ γιατί είναι μιά απόπειρα να ριχτεί πάνω του κάποιο άλλο φώς.

          Η Μελισσάνθη ο ρ α μ α τ ί ζ ε τ α ι. Που σημαίνει ότι βλέπει προς τα έξω. Το συνειδησιακό αυτό έξαρμα, (εννοώ τον οραματισμό προς την οντότητα του έξω) εναντιώνεται στο χωρομετρικά «πεπερασμένο εγώ», με την έννοια ότι θέλει να ανακαλεί κάποιο υπόλοιπο της ύπαρξής του. Και ίσως να είναι αυτή ίσα-ίσα η χωρομετρία του «πεπερασμένου εγώ» σ’ ένα βαθμό υπεύθυνη για την εγκατάσταση στον υποσυνειδησιακό μας χώρο ενός ατομικού ποινικού δικαίου, ιδιωτικής για τον καθένα μας χρήσεως, που καμινεύει σε βάρος μας τύψεις και-το χειρότερο- παραπέρα συγκρούσεις του υπαρξιακού αυτού εγώ (που διεκδικεί να διατηρήσει τις «γήινες» αμαρτωλές διαστάσεις του) με την αναίρεσή του μέσα σ’ ένα μοραλιστικό-όχι αποκλειστικά κοινωνικών διακανονισμών- ιδεώδες.

          Λογικοποιώντας, θα μπορούσαμε να δεχτούμε πως η συνειδητοποίηση της ανάκλησης αυτού του υ π ό λ ο ι π ο υ προυποθέτει την αποκοπή του από κάτι που οι ευαίσθητες διάνοιες, διαθέτοντας μιά ποιητική εμβέλεια- η περίπτωση της Μελισσάνθης- αποδίδουν με τον διεσταλμένο όρο Ε ν ι α ί ο.

          Στον «Διόνυσο Εσταυρωμένο» (βλ. «Νέα Ποιήματα» σελ. 76. Εκδ. Πρόσπερος 1982) θα μας πει:

          «Διαμελισμένο το σώμα μου αναζητά στενάζοντας

          τα μέλη του, αποκομμένο απ’ το Μεγάλο Σώμα…»

Η αποκοπή αυτή, κάθε άλλο παρά βεβαιωμένη πραγματολογικά, αλλά διόλου γι’ αυτό απορριπτέα σαν σύλληψη εξ αποκαλύψεως’ και γι’ αυτό περισσότερο ίσως επίμονη, είναι ένας βίαιος και παραμορφωτικός ερεθισμός που επιφέρει τον παροξυσμό του αισθήματος της μοναξιάς με το σύνδρομο φορτίο του Φόβου. Φορτίο που μιάς αρχής παράσυρε τη σκέψη να τον πολεμήσει και τον πολεμά με τη Γνώση. Φυσικά πρόκειται για μιά μοναξιά και το φόβο που συμπορεύονται με το συμπαντικό θάμπος κι ο στοχασμός είναι ενώπιος, εσωστρέφεται μ’ ένα αναπάντητο γιατί, είναι ενώπιος της δομής του και το ξέρει και παραπονιέται κι ο λόγος του γίνεται παράφορος, τον παρασύρει η φρενίτις του πνεύματος να έχει μιά εποπτεία του Κόσμου, ο λόγος του είναι η Ποίηση.

          Το άτομο αισθάνεται παγιδευμένο και γι’ αυτό αντιδρά με μιά αντισυστροφή που φέρει το όνομα θ ρ η σ κ ε υ τ ι κ ό τ η τ α, δηλαδή με μιά τάση ενοποίησης, θα λέγαμε, του πεδίου που η φαινομενολογία του το δείχνει διασπασμένο σε αναρίθμητα επίπεδα άρρυθμης διασποράς, αυτά ίσα-ίσα που από την πλευρά του παθαίνεται να περιγράψει- και περιγράφει: ο μονοκόκκαλος αιτιακός Λόγος, μένοντας σαν τέτοιος αβαθής και παραμεθόριος. Αλλά καθώς η εμπειρία μας από τη συμπεριφορά της Ύλης μας εθίζει στη μοντελοποίηση της σκέψης δεν είναι αθέμιτη η καταφυγή σε συμβατικά πρότυπα αφετηριακών Αρχών. Στο σημείο αυτό και ρισκάροντας πάνω στη γενναιοδωρία των υπερασπιστών του κατεστημένου των επιστημονικών όρων για να συγχωρήσουν τη χρήση του αδόκιμου όρου «ψυχική μάζα», θα λέγαμε ότι: είναι άνετο, όσο και γοητευτικό να πιστεύομε πώς μ’ αυτή τη «μάζα» συμβαίνει ό,τι και με την υλική μάζα που μέσα σ’ ένα βαρυτικό πεδίο είναι δεσμευμένη στην Αδράνεια.

          Θα πρέπει δηλαδή να δεχτούμε πώς η αρχή της Αδράνειας έχει παγκόσμια ισχύ, με την προϋπόθεση ότι αυτή η παγκοσμιότητα δεν εξαντλείται ποσολογικά και μορφολογικά με την ύλη, όπως εννοείται αυτή κατά την κλασική αντίληψη, αλλά και ότι επεκτείνεται και έξω από τα βαρυτικά πεδία που δε θα διστάζουμε να τ’ αποκαλούσαμε πεδία α-βαρυτικά πεδία και όπου το μοντέλο της μονόμετρης υλικής μάζας είναι αλλιώτικο. Θα μπορούσε εκεί η μάζα να διανυσματώνεται, να είναι μιά δυναμομάζα- ψυχή.

          Η ψυχική μάζα που πυκνώνεται στο υπαρξιακό εγώ, πού λές και είναι προέκταση μιάς μνήμης του Ενιαίου, ανακαλεί αυτό το Ενιαίο με μιά κίνηση επιστροφής σ’ αυτό το «σημείο» όπου έλκεται η ψυχή υπηρετώντας την ανάγκη να πραγματοποιηθεί ένας παράξενος υπερβατικός Νόστος.

          Έτσι λοιπόν ίσως είναι η η μοναξιά κι ο φόβος του χωρομετρικού πεπερασμένου υπαρξιακού εγώ που συστρέφοντας τη ψυχική μας μάζα στην προσπάθεια να χορτάσει ο στοχασμός με κάποιο νόημα του Κόσμου, τη φορτίζει σύγχρονα με μιά αντίρροπη στροφορμή τέτοια πού η εκτόνωσή της, όταν δεν αποδίδει μηχανική ενέργεια μέσα στο κύκλωμα της δυναμικής δράσης, να αποδίδει, στο κύκλωμα της νοητικής στοχαστικής δράσης, μορφώματα που θ ε ώ ν τ α ι πέρα από τον χώρο των πλαστικών παραμορφώσεων, άρα που οντοποιούνται σαν θ ε ο ί.

          Αν εμπιστευτώ στη διαίσθησή μου θα πρέπει να πω, ύστερα από τα παραπάνω, ότι η Μελισσάνθη στοχάζεται παθιασμένη από έναν Νόστο, καταλύτη της μοναξιάς του υπαρξιακού εγώ, ένα Νόστο που δεν εκφράζει απλώς αλλά συνιστά ακριβώς τη θρησκευτικότητά της.

          Σε μιά συνέντευξή της στο περιοδικό «Γράμματα και Τέχνες» λέει: «Αναζητώ το Θεό σημαίνει αναζητώ το νόημα του Κόσμου, το λόγο της ύπαρξής μου κι ακόμα αναζητώ την π λ η ρ ό τ η τ α (η αραίωση δική μου) την υπαρξιακή πληρότητα».

          Με την ποίησή της η Μελισσάνθη γράφει το ημερολόγιο αυτού του Νόστου, αυτής της περιπέτειας, πλούσιας σε βιωματικά περιστατικά που ο στοχαστικός οίστρος της κατευθύνει τη συνισταμένη τους προς την αναζήτηση και την «ψηλάφηση» του σχήματος Θεός.

          «Ωσότου βάλλοντας κραυγήν μεγάλην, θα καθηλωθεί

          σ’ εκείνη την ακίνητη στιγμή του Χρόνου του Τετελεσμένου

          όπου το μυστικό του Σχήμα θα τελειωθεί.».

          ΕΚΤΩΡ  ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ

 

«Συμπλέκτης» απόψεων

          Συνεχίζοντας την παρουσία της ποιήτριας και μεταφράστριας Μελισσάνθης στα Λογοτεχνικά Πάρεργα, αναρτούμε παλαιές ενδεικτικές γνώμες και κρίσεις ελλήνων και ελληνίδων κριτικών που έχουμε διαβάσει. Επιλέγουμε το δημοσίευμα του πειραιώτη ποιητή και μεταφραστή Έκτορα Κακναβάτου ως πλοηγό στις αναγνωστικές μας περιπλανήσεις. Σαν μία σύγχρονη των ημερών μας «οφειλή» σε μία αγαπητή και βραβευμένη ποιήτρια η οποία στα δικά της συγγραφικά φτερουγίσματα συνδέθηκε με την πόλη μας, τον Πειραιά, αγάπησε τους λογίους και τους ποιητές της όπως ο Λάμπρος Πορφύρας, ο Ανδρέας Αγγελάκης, ο Χρίστος Αδαμόπουλος κ.ά. Γνώρισε την Πόλη και τους κατοίκους της έγραψε ή μίλησε για έργα Πειραιωτών. Η φωνή της Μελισσάνθης συγκαταλέγεται ανάμεσα στις λογοτεχνικές εκείνες φυσιογνωμίες της πατρίδας μας της ιστορικής παράδοσης και διαδρομής της ελληνικής λογοτεχνίας, στους ποιητές, πεζογράφους, δοκιμιογράφους, διανοούμενους, καλλιτέχνες, πρόσωπα που αν και δεν γεννήθηκαν στον Πειραιά, δεν κατοίκησαν στα πέντε διαμερίσματά του ή στους γύρω Δήμους που ονομάζουμε Πειραϊκό χώρο, μίλησαν στις ημερολογιακές τους αναμνήσεις, στα κριτικά δημοσιεύματά τους, στις φιλικές τους συντροφιές για αυτόν. Είναι, αν μας επιτρέπεται η έκφραση, οι «άτυποι» Πειραιώτες, οι άλλοι πρεσβευτές του πειραϊκού κλίματος και της κοινωνικής και πνευματικής ατμόσφαιράς του. Οι νυχτοπόροι υμνωδοί του. Τα άτομα που συν-βάδισαν μαζί με τους γηγενείς Πειραιώτες τα χώματά του, λούστηκαν από τα ηλιοβασιλέματά του. Ακολούθησαν τα ίχνη που χάραξε το μπαστουνάκι του ποιητή Λάμπρου Πορφύρα στα βράχια της Φρεαττύδας, περπάτησαν πάνω στις ρεμπέτικες περιοχές και συνοικίες της Πειραϊκής που μας αφηγείται ο δημοσιογράφος και ποιητής Νίκος Χαντζάρας, στα σοκάκια της ερωτικής ευαισθησίας του καψαλισμένου ποιητή Ανδρέα Αγγελάκη, στις  φτωχογειτονιές του εργάτη ποιητή Βασίλη Λαμπρολέσβιου. Ψηλάφισαν ότι έχει απομείνει από την δυσώνυμη περιοχή της Τρούμπας όπως μας την εικονογραφεί ο ποιητής και θεατρικός συγγραφέας Γιάννης Κακουλίδης. Προσκλήθηκαν σε γεύμα σε μια παραθαλάσσια ψαροταβέρνα από τους ποιητές Στέλιο Γεράνη και Δημήτρη Γιατράκο, κουτσοπίνοντας και διαβάζοντας την «Θάλασσα» του πειραιώτη πεζογράφου Κώστα Σούκα, σιγοψιθυρίζοντας στίχους του μαρκόνι θαλασσινού ποιητή Νίκου Καββαδία. Οι Πειραϊκές πεζογραφικές φωνές του Χρήστου Λεβάντα και του Διονύση Χαριτόπουλου συναντώνται στους δρόμους που οδηγούν στο Δημοτικό Θέατρο για να παρακολουθήσουν νοερώς μιά θεατρική παράσταση αρχαίου δράματος του σκηνοθέτη Δημήτρη Ροντήρη, να ακούσουν τις απαγγελίες των Ευριπίδειων «Τρωάδων» του πειραιώτη εικαστικού Γιάννη Τσαρούχη. Να επισκεφτούν την αναδρομική έκθεση θαλασσογραφίας του καραβογράφου Κωνσταντίνου Βολανάκη που οργάνωσε ο πανεπιστημιακός Μανόλης Βλάχος. Να ακούσουν την συμφωνική ορχήστρα του Μίκη Θεοδωράκη στο Βεάκειο να ερμηνεύει λαϊκές πενιές του Μάρκου Βαμβακάρη και τις Φαληριώτικες του Γιάννη Παπαϊωάννου. Και πάνω στον πειραϊκό θόλο λαμπυρίζει το πρόσωπο του Μελωδού των Ονείρων μας Μάνου Χατζιδάκι.

          Πειραιάς, ένα καράβι μνήμες, αναμνήσεις, ήχοι, φωνές, οσμές και βαδίσματα, ιχνομυθήσεις ανθρώπινων βιωμένων ροών Χρόνου και καταστάσεων που καθρεπτίζονται στο Μέλλον της Πόλης.          

 ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΧΑΜΕΝΩΝ ΗΜΕΡΩΝ

Πόσες ημέρες δίχως όνομα

Πόσες αυγές, πόσα φευγάτα δειλινά

Το κύμα φεύγει κι επιστρέφει

στην ίδια πάντοτε αμμουδιά

Βραδιάζει, ξημερώνει

κι εμείς ολοένα αναμετράμε’

πόσα καράβια που ξεκίνησαν χωρίς εμάς

Ήρθαν και πάλι έφυγαν οι αγγελιοφόροι

χωρίς να πάρουν το δικό μας μήνυμα

Οι θάλασσες που πλάθουν νέους θρύλους

δεν αυλακώθηκαν απ’ τα δικά μας ιστιοφόρα

Τόσες ημέρες που άναψαν και σβήσαν

γλίστρησαν από την απρόσεχτη καρδιά μας

και σώρεψαν τη σκόνη τους στα πόδια μας

το πένθος και την τύψη στην ψυχή μας

Τόσα καράβια που ξεκίνησαν χωρίς εμάς

τόσα πουλιά ταξιδεμένα

απ’ τα μάκρη τ’ ουρανού, τόσες φωνές

που προσδοκούσαν κάθε μέρα την απόκρισή μας

Σύννεφα που διαβήκανε στα πέλαγα

δίχως να πάρουν το χαιρετισμό μας

 

Πόσα καράβια κίνησαν χωρίς εμάς

Πόσα πουλιά φτασμένα και φευγάτα

 

Στον ύπνο μας ακόμα τραγουδούν

οι θάλασσες που πλάθουν νέους θρύλους

Ξανάρχονται καράβια και πουλιά

κάθε στιγμή κινούν οι αγγελιοφόροι

 

Τα διαβατάρικα νέφη κινούν

Βραδιάζει, ξημερώνει

φτάνουν τόσες αυγές και δειλινά

χτυπούνε πάντα στο παράθυρό μας

μαζί με τα θαλασσοπούλια

μαζί με τους περαστικούς ανέμους

Φέρνουν αντίλαλους από τα περασμένα

ξυπνούν τους σωπασμένους ήχους

τις φευγαλέες φωνές των μακρινών πραγμάτων

 

Όλο επιστρέφουν με τις νέες ημέρες κι οι παλιές

κι όσα νομίζαμε για πάντοτε χαμένα

ξαναγυρνούν μες στο τραγούδι ονομασμένα. Σ. 182

--

          «…….Η ποίηση της Μελισσάνθης γεννιέται από ένα βαθύ υποστασιακό πόνο, που η ποιήτρια από διάκριση προς τον εαυτό της και προς τους άλλους, σκεπάζει μ’ έναν πέπλο’ όμως δεν αφανίζει, δε σβύνει τον πόνο της’ μήτε ζητά παροδικά να ξεγελάσει τον εαυτό της, αλλά ξεκινώντας από μια κατάσταση που μοιάζει να είναι μοίρα της προσπαθεί και συχνά το επιτυγχάνει, να στοχαστεί ποιος είναι ο βίος του ατόμου αγνάντια σε μιά βέβαιη αιωνιότητα. Και λέω τούτο, γιατί μιά πεποίθηση αιωνιότητας αναδίνεται απ’ την ποίησή της, που τέτοια δεν απαντάς στους στίχους κανενός άλλου σύγχρονου νεοέλληνα ποιητή….» Γιώργος Σαραντάρης.

--

Τώρα κάτω από της νύχτας μας τους θόλους

Αλλαλάξετε; Μιά νέα νίκη για όλους!

καθώς προχωρεί η πομπή ψηλαφητά

Στη βαθιά σήραγγα το άστρο της εξόδου

ιδού, ανάτειλε με λάμψη αυγινού ρόδου

το προμήνυμα της μέρας στ’ ανοιχτά σ. 119

--

          «….. Η ποιήτρια ολοκληρώνει τον φυσικό και μεταφυσικό κόσμο της και δον διαποτίζει με τη μελαγχολία της απαισιόδοξης ψυχής της.

          Όλα είναι μάταια γιατί υπάρχει το αναπόφευκτο. Δεν υπάρχει ανυπαρξία που θα ήταν και η πραγματική λύτρωση.

Υπάρχει πάντοτε στο ημίφως μια στοιχειώδη ύπαρξη.

          Το ποιητικό κατόρθωμα της Μελισσάνθης είναι άλλο. Οι αγώνες της και οι εικόνες της φαντασίας της δεν πνίγουν την ποιητικότητα των κειμένων της. Κι αυτό ίσως γιατί δεν δίδονται άμεσα και ωμά. Δίδονται μέσα από υπαινιγμούς, τρυφερές εικόνες, φύλλα, πουλιά, νύχτες που κρύβουν αιώνιο μυστήριο.

          Η Μελισσάνθη είναι μία μεγάλη Κυρία της ποίησής μας.». Γιώργος Ιωάννου

--

          ΕΧΕΙ ΒΡΑΔΥΑΣΕΙ

Έχει βραδυάσει’

Άξαφνα ένα κελάϊδισμα πουλιού

υψώνεται μες στη σιωπή

Τρείς νότες μονάχα, πολύ απλά

Μετά σωπαίνει και πάλι ξαναρχίζει

Ίσως να ‘ναι σινιάλο

Ένα σινιάλο ότι κοντεύει η νύχτα

ν’ ανοίξω το παράθυρο (προτού πλαγιάσω)

να δω τ’ ολόγιομο φεγγάρι

 

Τρείς νότες μονάχα, εντελώς απλά

Μετά σωπαίνει.

-Ήρθε η ώρα να κουρνιάσει

μες στο πολύφυλλο δέντρο του ύπνου- σ.231

--

          «…. Μου είναι αδύνατον να σκύβω πάνω απ’ αυτά τα τυπωμένα ποιήματα και να μη συλλογίζομαι ότι πίσω τους υπάρχει, σε απόλυτη ταύτιση, το πρόσωπο Μελισσάνθη, η ημιπερατωμένη αυτή αγιογραφία, με τις ηρωικές αντιστάσεις, τις θαυμαστές λύσεις, το κορίτσι που ζει και συνομιλεί με τα δέντρα και τα ζώα, τις σκιές, τα οράματα. Με δυό λόγια, το ευώδες Άνθρωπος.» Γιολάντα Πέγκλη

--

          AURUS  NOSTRUM

Και ιδού μας τώρα εις χείρας του Μεγάλου Αλχημιστή

Μας συνθλίβει εις το τριβείον των μακρόχρονων θλίψεων

μας συμπιέζει κάτω από το βάρος

          των εκατών ατμοσφαιρών

μας εισάγει στον άμβυκα των τελικών μεταστοιχειώσεων

Ωσότου μέσα από αναρίθμητες αποστάξεις

ο ανερχόμενος διαυγής χυμός- στο σταυρικό σημείον

της εαρινής ισημερίας- σημάνει

          την κρατεράν Ανάστασιν!, σ.354

--

          «…. Στην ποίηση της Μελισσάνθης, κι αν βρει κανείς κάποιαν ανάπτυξη περιγραφική, που πολιορκεί το εκφραστέο, δεν θα συναντήσει πάντως ψευτιά, επιτήδευση ψυχική, κατασκευαστικότητα εγκεφαλική. Είναι αληθινή’ και η ανέλιξή της είναι προς την πυκνότητα, την ουσιαστικότητα. Εξάλλου, το κύλισμα της ποιητικής ροής είναι ομαλό, χωρίς ασφαλώς εντάσεις και ανατάσεις, αλλά και με υποκειμενικό ρυθμό ανταποκρίνεται στον σταθερό παλμό του ποιητικού αντικειμένου. Ο λυρισμός είναι προβλημένος σε θέα’ το εγώ θεάζεται, θεάζεται τον εαυτό του, και τον θεάζεται συνθετικά, σε σύνθεση των αλλεπάλληλων μεταλλαγών των στιγμών του……» Ε. Ν. Πλατής.      

          Και από την αρχή της σύνθεσής της «ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΚΗ ΡΑΨΩΔΙΑ», σ. 206

Ήρθε ο καιρός να θυμηθούμε

Ήρθε η ώρα να ξεκουραστούμε

από τη λάμψη των καλοκαιριών

Πίσω να στρέψουμε το βλέμμα

τον ίσκιο να γνωρίσουμε που μας ακολουθεί

με καλυμμένο πρόσωπο

……………………..

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

1 Αυγούστου 2025

          Τα κριτικά αποσπάσματα και τα ποιήματα προέρχονται από τα βιβλία της Μελισσάνθης και για την Μελισσάνθη που αναφέρουμε στα προηγούμενα σημειώματά μας.

     

  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου