Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιώργος Σεφέρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιώργος Σεφέρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2019

Ποιητικός λόγος για το καλοκαίρι


ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟΣ ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΚΑΥΣΩΝΑΣ

     Ο πρώτος καλοκαιρινός καύσωνας μας άγγιξε λιγάκι απότομα. Παρότι οι μετεωρολόγοι των καναλιών είχαν προειδοποιήσει περί τούτου το φιλοθεάμων κοινό. Οι έλληνες και οι ελληνίδες κατέφυγαν στις παραλίες και τις πισίνες των ξενοδοχείων για να δροσισθούν με ότι μεταφορικό μέσον διέθεται ο καθένας και η κάθε μία. Παιδιά, κατοικίδια, μπαγκάζια, βαλίτσες και βαλιτσούλες με ροδάκια και, όπου φύγει-φύγει. Οι πολύχρωμες μεταφερμένες από το σπίτι ομπρέλες άνοιξαν υπερήφανα στις παραλίες δίπλα στις ψάθινες, σκιάζοντας τις ξαπλώστρες με τα ημίγυμνα λαδωμένα σώματα και τα ακουστικά στα αυτιά, προσφέροντας στιγμές δροσιάς και ανάσας στους λουόμενους, τους παραθεριστές του διημέρου και όχι μόνο. Οι σχολικές εξετάσεις τέλειωσαν και η μαθητιώσα νεολαία εξόρμησε με την ορμή και την ανεμελιά των νιάτων και της εφηβείας για τις κοντινές παραλίες της Αττικής ή για μονοήμερα ταξίδια στα κοντινά νησιά του αργοσαρωνικού και των Κυκλάδων. Με μόνα της εφόδια, μια πετσέτα στον ώμο, το πολύχρωμο μπανιερό, το κοντομάνικο φανελάκι, τις σαγιονάρες και το κινητό εν δράσει. Οδεύει φωνασκώντας και χαμογελώντας για χαλάρωση και φραπέ. Τα μπουγελώματα έπονται. Φιδίσιες ουρές τα αυτοκίνητα στους περιφερειακούς δρόμους και τις μεγάλες της εξόδου της πόλεως λεωφόρους. Η πόλη καμίνι βράζει η άσφαλτος σκάει ο τζίτζικας στον πρώτο αυτόν μικρό καύσωνα του καλοκαιριού. Από κοντά και τα αλαφιασμένα και παραξενεμένα μικρά τετράποδα της οικογένειας. Ψιψινέλ μέσα σε μικρά κλουβιά αναχεντρίζονται, νιαουρίζουν, και μικροί μούργοι δεμένοι από το μικρό λουρί ακολουθούν το αφεντικό τους βγάζοντας την γλωσσίτσα τους έξω. Άλλοι, μεγαλύτεροι κύνες, βαριεστημένοι με την γλώσσα επίσης έξω από την υπερβολική ζέστη, κοιτούν τον φακό της τηλεόρασης μυρίζοντας απορημένοι. Συνωστισμός και χλαλοή παντού. Θόρυβος ανεξέλεγκτος και πολυκοσμία. Κορναρίσματα και αναμονή, με υπομονή και βρεγμένα μαντήλια επί της κεφαλής. Οι σερβιτόροι ξεροσταλιάζουν στην ορθοστασία στις ταβέρνες, γυρίζοντας σαν ανθρώπινες σβούρες προσπαθώντας να εξυπηρετήσουν τους πελάτες που καταφθάνουν σωρηδόν, απαιτώντας, τουλάχιστον ένα τραπέζι κοντά στην θάλασσα και ένα παγωμένο μπουκάλι νερό για αρχή. Στις οθόνες των όποιων ανοιγμένων τηλεοράσεων-που κανείς δεν ακούει τίποτα από τα λεγόμενα-διαφημιστικά σποτάκια των δύο μεγάλων- κυρίως- κομμάτων. Καλοκαιρινές επισκέψεις σε νησιά και την επαρχία των υποψηφίων. Σπορ ντύσιμο, άσπρο πουκάμισο χωρίς γραβάτα με διπλωμένα τα μανίκια. Χαμόγελα και χτυπήματα στην πλάτη. Φιλιά και φωτογραφίες προς όλους και όλες. Είμαστε μια ωραία καλοκαιρινή προεκλογική ατμόσφαιρα.  Οι βουλευτικές εκλογές πλησιάζουν, δυό βδομάδες ακόμα, και μετά, Κυβερνητικός εργασιακός οργασμός. Ο ελληνικός δικομματισμός καλά κρατεί. Παραδοσιακή πολιτική- κομματική πεπατημένη του Ρωμέϊκου. Τα ελληνικά κόμματα που ζητούν τον καλοκαιρινό ψήφο του έλληνα πολλά, το ίδιο και οι έλληνες και ελληνίδες πολιτικοί σωτήρες μας, πάμπολλοι και εν δράσει, εκδράμουν προς άγραν ψήφων και σταυρών.
     Και ένας πολίτης ψηφοφόρος-σαν την μύγα μέσα στο γάλα- ασκεπής και μοναχόβιος, αποφασίζει να κάνει την ρήξη λίγο πριν τις εκλογές, να ζητήσει σκιά μέσα στο λειμώνα της Ποίησης για να αντέξει την αφόρητη ζέστη. Τον πρώτο καύσωνα του Ελληνικού Καλοκαιριού. Ξεφυλλίζει παλαιά λογοτεχνικά περιοδικά, ανοίγει ποιητικές ανθολογίες, επισκέπτεται εκθέσεις βιβλίου, ακούει ραδιόφωνο με μουσικές που γαληνεύουν.
Ποίηση, ένα δροσιστικό αναψυκτικό για αυτούς που ξέρουν να εκτιμούν την χαρά της ζωής χωρίς «ανταπόδοση». Δροσερή γρανίτα του Καλοκαιριού κοντά στον φλοίσβο της Ιστορίας. Ανθρώπινη φωνή, απάντηση στους μουσικούς προαιώνιους ήχους του τζίτζικα. Της καρδερίνας και του καναρινιού το άλλο κελαΐδισμα. Η μυρωδιά των σταφυλιών από τους αμπελώνες. Το άσπρο μοναχικό ξωκλήσι στον απόκρημνο βράχο ενός νησιού του Αιγαίου Πελάγους. Το νυχτερινό σήμαντρο της σιωπής που αντιλαλεί στον κάμπο με τα εσπεριδοειδή. Ποίηση, το αθώο ξαφνικό βλέμμα δύο προσώπων μέσα στις άσπρες σελίδες που πορεύονται από το πουθενά στο όνειρο. Από τις Λέξεις στην Ζωή. Ποίηση, ο κρυφός επαναλαμβανόμενος Λόγος των Εποχών της Φύσης, της ανθρώπινης περιπέτειας που λέγεται Γραφή.
ΕΝΑΣ ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
ΣΧΕΔΙΟΝ
Γυρίσαμε πάλι στο φθινόπωρο’ το καλοκαίρι
σαν ένα τετράδιο που μας κούρασε γράφοντας μένει
γεμάτο διαγραφές αφηρημένα σχέδια
στο περιθώριο κι’ ερωτηματικά, γυρίσαμε
στην εποχή των ματιών που κοιτάζουν
στον καθρέφτη μέσα στο ηλεκτρικό φώς,
σφιγμένα χείλια κι’ άνθρωποι ξένοι
στις κάμαρες στους δρόμους κάτω απ’ τις πιπεριές
καθώς οι φάροι των αυτοκινήτων σκοτώνουν
χιλιάδες χλωμές προσωπίδες.
Γυρίσαμε’ πάντα κινάμε για να γυρίσουμε
στη μοναξιά, μια φούχτα χώμα, στις άδειες παλάμες.
--
Κι’ όμως αγάπησα κάποτε τη λεωφόρο Συγγρού
το διπλό λίκνισμα του μεγάλου δρόμου
που μας άφηνε θαυματουργά στην θάλασσα
την παντοτεινή για να μας πλύνει από τις αμαρτίες’
αγάπησα κάποιους ανθρώπους άγνωστους
απαντημένους ξαφνικά στο έβγα της μέρας,
μονολογώντας σαν καπετάνιοι βουλιαγμένης αρμάδας,
σημάδια πως ο κόσμος είναι μεγάλος’
κι’ όμως αγάπησα τους δρόμους τους εδώ, αυτές τις κολόνες’
κι’ ας γεννήθηκα στην άλλη ακρογιαλιά κοντά
σε βούρλα και σε καλάμια, νησιά
που είχαν νερό στην άμμο να ξεδιψάει
ο κουπολάτης, κι’ ας γεννήθηκα κοντά
στη θάλασσα που ξετυλίγω και τυλίγω στα δάχτυλά μου
σαν είμαι κουρασμένος,-δεν ξέρω πια πού γεννήθηκα.
Μένει ακόμα το κίτρινο απόσταγμα το καλοκαίρι
και τα χέρια σου γγίζοντας μέδουσες πάνω στο νερό
τα μάτια σου ξεσκεπασμένα ξαφνικά, τα πρώτα
μάτια του κόσμου, κι’ οι θαλασσινές σπηλιές,
πόδια γυμνά στο κόκκινο  χώμα.
Μένει ακόμα ο ξανθός μαρμαρωμένος έφηβος το καλοκαίρι,
λίγο αλάτι που στέγνωσε στη γούβα ενός βράχου
λίγες βελόνες πεύκου ύστερα απ’ τη βροχή
σκόρπιες και κόκκινες σα χαλασμένα δίχτια.
--
Δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα πρόσωπα δεν τα καταλαβαίνω.
Μιμούνται κάποτε το θάνατο κι’ έπειτα ξανά
φέγγουν με μια ζωή πυγολαμπίδας χαμηλή
με μια προσπάθεια περιορισμένη ανέλπιδη
σφιγμένη ανάμεσα σε δυό ρυτίδες
σε δυό τραπεζάκια καφενείου κηλιδωμένα
σκοτώνουνται το ένα με τ’ άλλο λιγοστεύουν
κυλούν σαν γραμματόσημα στα τζάμια,
τα πρόσωπα της άλλης φυλής.
--
Περπατήσαμε μαζί μοιραστήκαμε το ψωμί και τον ύπνο
Δοκιμάσαμε την ίδια πίκρα του αποχωρισμού
χτίσαμε με τις πέτρες που είχαμε τα σπίτια μας
πήραμε τα καράβια ξενητευτήκαμε γυρίσαμε
βρήκαμε τις γυναίκες μας να περιμένουν,
μας γνώρισαν δύσκολα, κανείς δεν μας γνωρίζει.
Κι’ οι σύντροφοι φόρεσαν τ’ αγάλματα φόρεσαν τις γυμνές
άδειες καρέκλες του φθινοπώρου, κι’ οι σύντροφοι
σκοτώσανε τα πρόσωπά τους’ δεν τα καταλαβαίνω.
Μένει ακόμα η κίτρινη έρημο το καλοκαίρι
κύματα της άμμου φεύγοντας ως τον τελευταίο κύκλο
ένας ρυθμός τυμπάνου αλύπητος ατέλειωτος
μάτια φλογισμένα βουλιάζοντας μέσα στον ήλιο
χέρια με φερσίματα πουλιών χαράζοντας τον ουρανό
χαιρετώντας στίχους νεκρών σε στάση προσοχής
χαμένα σ’ ένα σημείο που δεν τ’ ορίζω και με κυβερνά,
τα χέρια σου γγίζοντας το ελεύθερο κύμα.
Φθινόπωρο, 1936             ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
--
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
                       Σπονδή στη θάλασσα
Ι
Και είπε:
Το ξύλο ετούτο γέννησε την πρώτη σπίθα
και στην τέχνη της φωτιάς και στο μυαλό μας;
να μάθουμε τις μακρινές στεριές.
Εκεί θέλαμε τους κατοίκους αλλιώτικους κι αλλιώτικη την πλάση,
πιστεύαμε το λίγο πούχαμε πολύτιμο, ένα θησαυρόν αστέρευτο εκεί’
και σήμερα στο πιο γνωστό υπάρχει η πηγή του αγνώστου,
-υπάρχει πάντα η δίψα αχόρταγη όσο περισσότερα κατέχουμε…
….Κι ας είναι ευλογημένο ξύλο που υπόταξες το μυαλό μας
υποτασσόμενο
κι έγινες καράβι’ όλος μας ο σεβασμός στην πρώτη σου αρχή’
κληρονομιά πλεούμενου ιερή, κιβωτό!
Έτσι τότε ταξίδεψε όλ’ η πλάση στην πλάτη του νερού
κείταν γλυκός τέλος ο χαιρετισμός στην κούραση του Θυμού,
το ζευγάρι των περιστεριών που αφίσαμε,
-η πρώτη απόπειρα για την ευμένεια του Κυρίου.
--
Σήμερα σιδερένια καράβια με πύρινη ψυχή
οργώνουν το θυμό της θάλασσας και λικνίζονται στο γέλιο της,
από μας άλλοι υπεύθυνα κι άλλοι ανεύθυνα ταξιδεύουν
δίνοντας το αίμα τους σ’ αυτό το νερένιο δρόμο
κι άλλοι τις φροντίδες ξανά για τις μακρινές στεριές…
Εδώ σε μας ποιο είναι το ζευγάρι τα περιστέρια;
πόσοι από μας αφίνουν ή θυμούνται τέτοια πουλιά;
Ελεύτεροι τριγυρνούνε μονάχα, της δικής τους έγνοιας
κυνηγοί, οι γλάροι.
--
Στις μέρες μας γκρινιάζουν τόσα μέταλλα, στα ταξίδια μας’
κι οι έγνοιες είναι πάντ’ ανθρώπινες έγνοιες που υπηρετούν
το άπλωμα του καταπιεσμένου ανθρώπου,
ακόμα στο νησί που συλλογίστηκα όλα τα παραπάνω ένα πρωί,
καθώς άκουγα το γέρο παπά να κάνει αγιασμό πάνω στο καράβι
-τα βίντσια δουλεύαν, δυό τρείς από το πλήρωμα σταυροκοπήθηκαν
οι άλλοι πέρασαν αδιάφοροι μπρός από τον παπά
και τ’ γαλάζιο τ’ ουρανού σημάδεψαν ή άσπρη σίγουρη κίνηση ενός
    γλάρου.
--
Θυμήθηκα και θυμάμαι όλα τα παραπάνω,
την καταγωγή της ιδέας του καραβιού
με αναγωγή που μας δίνει τούτη τη ζωή, ετούτη τη μέρα
σε γαλάζιον ατλάζι θάλασσας το καράβι μας ιστορισμένο
και μεις πάνω του συλλογιζόμαστε, συλλογισμένοι για πιο πέρα, πιο
μακριά
με τη σκέψη του ξύλου που δέχτηκε την πρώτη σπίθα της καρδιάς μας.
     ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι. ΑΝΤΩΝΙΟΥ
--
(Φοινικιά)
Ποιος το στοχάστηκε, ποιάς Μοίρας είναι τάμα,
Από τα κακομύριστα και τάπορρίμια
Να υψώνωνται τα ολόχλωρα, και αγνό το θάμα
Του Μάη κι’ Απρίλη απ’ την ακάθαρτην ασκήμια;
Γι’ αυτό γαλάζια μέσα μας και μαύρα αντάμα,
Και στην ψυχή μας ωκεανοί και στενορρύμια,
Κ’ εκεί, πού ο νούς με τα υπέρτατα παλεύει,
Κάτι πανάθλιο μας κρατεί και μας μολεύει.
--
Ήλιε, τα μαύρα ονείρατα παρ’ τα και πνίχ’ τα,
Θολοί ειν’ αχνοί, κ’ είναι κακόπραγα τελώνια.
Θρέψε τα ωραία και ταγαθά, τα πάντα δείχτ’ τα,
Σαν αχτιδοπαιξίματα και σαν αηδόνια.
Κ’ εσύ, φεγγάρι, ξάπλωσε στην άγρια νύχτα
Διάφανη σκέπη από καρδιά και ψυχοπόνια,
Της Καλλονής παντού κυμάτισε, ώ πορφύρα,
Κ’ η πλάση ας γίνη αγάπη κι άς χτυπάη σα λύρα!
--
Ξημέρωσε. Το φώς χίλια σου σπέρνει μάτια,
Για ν’ αγκαλιάζης τα βουνά και τα ρουμάνια,
Στα δέντρα τις φωλιές, στις χώρες τα παλάτια,
Και τα καράβια στανοιχτά και στα λιμάνια.
Τη νύχτα ωραία ξωτικά σε αχτίδων άτια
Να σε δουλέψουν έρχονται από τα ουράνια.
Χέρια φυτρώνει η λεύκα και σταπλώνει πλείσια’
Σε ναναρίζουν ήσυχα τα κυπαρίσσια.
--
Μιλάς με τον αϊτό και με τον πελεκάνο,
Ρουφάς τη μουσική του κόσμου στάλα στάλα,
Βλέπεις τα μακρινά, τα γύρω και ταπάνω,
Ταπέραντα και τάπιαστα και τα μεγάλα,
Ανταποκρίνεσαι με κάθε αεροπλάνο,
Με αχτίδες, με φτερά, με την παγκόσμια σκάλα.
Κ’ εμείς γυρτά στη γη, δαρμεν’ από μια λύπη,
Ακούσαμε της γης το μέγα καρδιοχτύπι.
     ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
--
ΛΙΟΚΑΥΤΟ ΤΟΥ ΙΟΥΛΗ
Φυλλώματα χαράς και έρωτα ο κόσμος
ένα σύγνεφο ξηλώνει τα ουράνια.
            ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ
--
ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ
Σπασμένο καράβι νάμαι πέρα βαθιά
-έτσι νάμαι-
με χωρίς κατάρτια, με χωρίς πανιά
να κοιμάμαι.
Νάν’ αφράτος ο τόπος κι ακτή νεκρική
γύρω γύρω,
με κουφάρι γυρτό και με πλώρη εκεί
που θα γείρω.
Νάν’ η θάλασσα άψυχη και τα ψάρια νεκρά
-έτσι νάναι!-
και τα βράχια κατάπληχτα και τ’ στέρια μακριά
να κυττάνε…
Δίχως χτύπο οι ώρες, και οι μέρες θλιβές
-δίχως χάρη-
κι έτσι κούφιο κι ακίνητο μεσ’ σε νύχτες βουβές,
το φεγγάρι.
………………………………………
Έτσι νάμαι καράβι γκρεμισμένο, νεκρό
-έτσι νάμαι-
σ’ αμμουδιά πεθαμένη και σε κούφιο νερό,
να κοιμάμαι…
     ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ
--
ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ
Τον μοιάζει βέβαια η μικρή αυτή,
με το μολύβι απεικόνισίς του.

Γρήγορα καμωμένη, στο κατάστρωμα του πλοίου’
ένα μαγευτικό απόγευμα.
Το Ιόνιον πέλαγος ολόγυρά μας.

Τον μοιάζει. Όμως τον θυμούμαι σαν πιο έμορφο.
Μέχρι παθήσεως ήταν αισθητικός,
κι αυτό εφώτιζε την έκφρασί του.
Πιο έμορφος με φανερώνεται
τώρα που η ψυχή μου τον ανακαλεί, από τον Καιρό.

Απ’ τον Καιρό. Ειν’ όλ’ αυτά τα πράγματα πολύ παληά-
το σκίτσο, και το πλοίο, και το απόγευμα.
     ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π. ΚΑΒΑΦΗΣ
--
ΜΙΑ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Μια αγάπη για το καλοκαίρι
θα ‘μια κι εγώ
να σου κρατώ δροσιά στο χέρι
να σε φιλώ
θα μ’ αγαπάς σαν καλοκαίρι
και σαν παιδί,
μα θα μου φύγεις με τ’ αγέρι
και τη βροχή.
--
Μια αγάπη για το καλοκαίρι
Θα ‘μια κι εγώ
να σου κρατώ δροσιά στο χέρι
να σε φιλώ.
Και σαν θα ‘ρθει το καλοκαίρι
και σε ζητώ
θα μείνει μόνο έν’ αστέρι
να το κοιτώ.
      ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΑΣΤΕΦΑΝΟΥ              
  
Σημείωση:
-Διατηρώ την ορθογραφία της πρώτης δημοσίευσης, έστω και αν διαπιστώνω τις ορθογραφικές αβλεψίες. Δεν επεμβαίνω γλωσσικά ή ορθογραφικά.
-Το ποίημα του νομπελίστα μας ποιητή Γιώργου Σεφέρη, το ερανίστηκα από την ανατύπωση του περιοδικού «ΤΑ ΝΕΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ»-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ. Διευθυντής: ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ, χρόνος Γ΄ αριθμός 1. Γενάρης Αθήνα 1937, σ.26-27. «ΤΑ ΝΕΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ» επανεκδόθηκαν από το ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΝΟΤΗ ΚΑΡΑΒΙΑ-ΑΘΗΝΑ MCMLXXVII.
-Τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ του ποιητή Δημήτρη Ι. Αντωνίου, δημοσιεύονται στο παραπάνω περιοδικό, «ΤΑ ΝΕΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ» στην επανέκδοσή του, χρόνος Γ΄, αριθμός 8-10. Αύγουστος-Οχτώβρης 1937, σ.505-506. Τα εξαιρετικά αυτά ποιήματα του ποιητή Δημήτρη Ι. Αντωνίου, αποτελούν μια ενότητα 10 άτιτλων ποιημάτων αριθμημένα με λατινικούς αριθμούς, και καταλαμβάνουν τις σελίδες 505 έως 513 του περιοδικού, που ανοίγει τις σελίδες του με τα ποιήματα του Αντωνίου. Μια ενότητα δέκα ποιημάτων που έχουν άμεση σχέση με την θάλασσα. Το ΙΙ είναι «Χαιρετισμός στις Κυκλάδες», το ΙΙΙ έχει σαν μότο “Chopin: impromptu III op. 51, το VI είναι αφιερωμένο «Του φίλου Γιώργου Κατσίμπαλη», το VII έχει σαν μότο τα λόγια του Γκαίτε “Mais helas, mon Coeur enfin libre de tout/ Retrouve lancient tourment, plus cruel qupremier jour.” (GOETHE), το VIII είναι «Γράμμα της Αττικής άνοιξης», το IX  είναι «Γράμμα» και το X Επίλογος.
-Η μυστικιστικής υφής αυτή ποιητική σύνθεση του Κωστή Παλαμά, επανεκδόθηκε το 1997 από τις εκδόσεις «ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑ», με πρόλογο του πρόωρα χαμένου ποιητή Ηλία Λάγιου. Η Φοινικιά γράφτηκε από τον Κωστή Παλαμά το 1900 και πρωτοδημοσιεύεται τέσσερα χρόνια μετά, το 1904, στην γνωστή ποιητική ενότητα του Παλαμά «Ασάλευτη ζωή». Η Φοινικιά είναι η Πέμπτη σειρά ενότητα ποιημάτων στον σύνολο των εννέα ενοτήτων της «Ασάλευτης ζωής». Το πάρα πολύ ωραίο αυτό ποίημα του Μεσολογγίτη δάσκαλου ποιητή, αποτελείται από 312 ιαμβικούς δεκατρισύλλαβους κατανεμημένους σε 39  οκτάστιχες στροφές.. Τα αποσπάσματα που παραθέτω, είναι η 30,31,32,33 οκτάστιχες στροφές, σελ.23-24 του βιβλίου.
-Το δίστιχο του ποιητή Νίκου Καρούζου είναι από την συλλογή του «ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΑΝΕΛΚΥΣΤΗΡΩΝ» που κυκλοφόρησε το 1986 και συμπεριλαμβάνεται στον τόμο ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Β΄ (1979-1991) εκδόσεις «ΙΚΑΡΟΣ» 1994, σελ. 425.
-Το ωραίο και πολυτραγουδισμένο αυτό ποίημα του ποιητή και μυθιστοριογράφου Γιάννη Σκαρίμπα από την Χαλκίδα, που ο μουσικοσυνθέτης Γιάννης Σπανός το συμπεριέλαβε στην Τρίτη Ανθολογία του και τραγουδήθηκε θεσπέσια και με ευαισθησία από τον τραγουδιστή Κώστας Καράλη, το «ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ» βρίσκεται στον τόμο, ΓΙΑΝΝΗ ΣΚΑΡΙΜΠΑ, «ΑΠΑΝΤΕΣ ΣΤΙΧΟΙ» 1936-1970, εκδόσεις «ΕΠΤΑΛΟΦΟΣ»-Αθήνα 1970, σελ. 44. Ο συγγραφέας του «Ουλαλούμ» 1936, των «Βοϊδάγγελων» 1968, του μυθιστορήματος «ΤΟ ΒΑΤΕΡΛΩ ΔΥΟ ΓΕΛΟΙΩΝ» 1959 και πολλών άλλων, έχει συνθέσει και άλλα ποιήματα που έχουν σαν θέματα την θάλασσα ή τα καράβια. Τα σατιρικά ποιητικά βέλη του Γιάννη Σκαρίμπα στοχεύουν με μεγάλη ακρίβεια πρόσωπα και καταστάσεις. Είναι ευθύβολα και γεμάτα σπιρτάδα.
-Το ποίημα «ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ» του αλεξανδρινού ποιητή Κωνσταντίνου Π. Καβάφη, είναι από τον δεύτερο τόμο ποιημάτων  του, Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗ, «ΠΟΙΗΜΑΤΑ» (1919-1933) εκδόσεις «ΙΚΑΡΟΣ»1972, σε φιλολογική επιμέλεια Γιώργος Π. Σαββίδης, σελ.11.
-Οι ερωτικότατοι αυτοί  στίχοι του γνωστού και αγαπητού μας Γιώργου Παπαστεφάνου, είναι ένας διαχρονικός ύμνος των ερωτευμένων. Το τραγούδησε η ευαίσθητη φωνή της Καίτης Χωματά σε μουσική Γιάννη Σπανού. Όσες φορές και να ακούσεις αυτό το τραγούδι, δεν το χορταίνεις. Ο έρωτας συμπλέκει με την μελαγχολία, η ερωτική διάθεση με την καλοκαιρινή λαύρα που χάνεται μέσα στην επόμενη ματιά αναζήτησης της αγάπης. Ένα καινούργιο καλοκαιρινό πεφταστέρι του έρωτα, να μας ζεσταίνει. Για τις ψυχές που έμειναν μονάχες μέσα στις εποχές του χρόνου. Μαραγκιασμένα σώματα, καλοκαιρινές πυγολαμπίδες που έπαψαν να αντανακλούν το καλοκαιρινό φως. 
Το προαιώνιο μυστήριο της ανοιχτής πληγής.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 24 Ιουνίου 2019             

Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2017

Το πρώτο Ελληνικό Νόμπελ Λογοτεχνίας

   Το πρώτο Ελληνικό Νόμπελ Λογοτεχνίας

Οκτώβρης μήνας, ο μήνας της ελιάς, των σταφυλιών και του παλαιού σοβιετικού σκηνοθέτη Σεργκέι Αϊζενστάιν με την περιβόητη ταινία του, που απολαύσαμε οι παλαιότεροι αρκετές φορές στην κινηματογραφική αίθουσα της Αλκυονίδας στην οδό Ιουλιανού, και τα προγράμματα με τις αναλύσεις των ταινιών του φοβερού και τρομερού παιδιού Βασίλη Ραφαηλίδη, που δίδαξε όχι θέλω να πιστεύω μόνο στην δική μου γενιά, αλλά και τις μεταγενέστερες, τι σημαίνει καλός και ποιοτικός κινηματογράφος, τι πολιτικός και επαναστατικός. Ο μήνας που το 1970, αναλαμβάνει την κυβερνητική εξουσία στην χώρα του, την μακρινή Χιλή, ο πρώτος Σοσιαλιστής ηγέτης της περιόδου εκείνης, ο Σαλβαντόρ Αλλιέντε. Ο πολιτικός ηγέτης θρύλος, που μπορεί το πρόσωπό του να μην έγινε κονκάρδα στα πέτα των νεολαίων όπως αυτό του Τσε, έμεινε όμως η πολιτική του μνήμη ζωντανή στις συνειδήσεις των δημοκρατικών πολιτών. Ο τελευταίος αυθεντικός σοσιαλομαρξιστής ηγέτης της εποχής μας, με δημοκρατικές αρχές και πεποιθήσεις που είχε τραγικό τέλος, τόσο ο ίδιος, όσο και το δημοκρατικό κυβερνητικό πρόγραμμά του στην μακρινή χώρα του την Χιλή, του ποιητή Πάμπλο Νερούδα και του νεαρού τραγουδοποιού Ο’ Χάρα.
     Αν γυρίσουμε μερικά χρόνια πίσω, το 1963, θα δούμε την χώρα μας να ζει χαρούμενες στιγμές στον χώρο του πνεύματος. Ο δικός μας ποιητής, ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, βραβεύεται με το Νόμπελ Λογοτεχνίας την χρονιά αυτή. Έναν χρόνο μετά την βράβευση του αμερικανού συγγραφέα Τζων Στάινμπεκ, και ένα χρόνο πριν, ο σοβιετικός-τότε-συγγραφέας Μιχαήλ Σόλοχοφ βραβευτεί και αυτός.
     Η Ελλάδα για πρώτη φορά τιμάται από τον παγκοσμίως αναγνωρισμένο αυτόν θεσμό της Σουηδικής Ακαδημίας, όταν για πρώτη φορά θεσπίζεται το βραβείο και βραβεύεται ο Ρενέ Σιλί από την Γαλλία το 1901, αρχές του εικοστού αιώνα. Δεκαετίας αργότερα μετά την θέσπιση του θεσμού, το 1979, πάλι η μικρή μας χώρα, θα κερδίσει επάξια το δεύτερο Νόμπελ της στο πρόσωπο του ποιητή Οδυσσέα Ελύτη. Δύο Ελληνικά Νόμπελ σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα για μια μικρή κακοτράχαλη χώρα σαν την δική μας, παρά τον πανάρχαιο ιστορικό και πολιτιστικό της πλούτο, είναι μεγάλη τιμή και αναγνώριση. Το διεθνές αυτό βραβείο καταξίωσης του συνολικού έργου πνευματικών δημιουργών, το έχασαν έλληνες παλαιότεροι σημαντικοί ποιητές και πεζογράφοι, από πολιτικές ή μη σκοπιμότητες, από διάφορες πνευματικές κλίκες της εποχής εκείνης, όπως ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Άγγελος Σικελιανός, ο Κωστής Παλαμάς και ίσως ορισμένοι άλλοι.
     Στο παρόν σημείωμα, μεταφέρω την ομιλία του βραβευμένου μας ποιητή και διπλωμάτη Γιώργου Σεφέρη στην Σουηδική Ακαδημία που πραγματοποιήθηκε μετά την βράβευσή του όπως συνηθίζεται. Την μεστή και γεμάτη ανθρωπιστικά μηνύματα ομιλία του φειδωλού πάντα ποιητή, μια ομιλία υμνητική για τον ποιητικό λόγο και την ανθρώπινη δικαιοσύνη, την ερανίζομαι από τον τόμο «ΕΝΑΣ ΑΙΩΝΑΣ ΝΟΜΠΕΛ». ΟΙ ΟΜΙΛΙΕΣ ΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΠΟΥ ΤΙΜΗΘΗΚΑΝ ΜΕ ΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΝΟΜΠΕΛ ΣΤΟΝ 20Ο ΑΙΩΝΑ. Εκδόσεις Καστανιώτη 1999, σε επιμέλεια και επίλογο του πάντα ακούραστου συγγραφέα και επιμελητή εκδόσεων Θανάση Θ. Νιάρχου, σελίδες 187-188.
                                1963
                       Γιώργος Σεφέρης
                           ΕΛΛΑΔΑ
     Ν’ ΑΝΑΖΗΤΗΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ

     ΤΟΥΤΗΝ ΤΗΝ ΩΡΑ ΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ ΠΩΣ ΕΙΜΑΙ Ο ΙΔΙΟΣ ΜΙΑ ΑΝΤΙΦΑΣΗ. Αλήθεια, η Σουηδική Ακαδημία έκρινε πώς η προσπάθειά μου σε μια γλώσσα περιλάλητη επί αιώνες, αλλά στην παρούσα μορφή της περιορισμένη, άξιζε αυτήν την υψηλή διάκριση. Θέλησε να τιμήσει τη γλώσσα μου, και να-εκφράζω τώρα τις ευχαριστίες μου σε ξένη γλώσσα. Σας παρακαλώ να μου δώσετε τη συγγνώμη που ζητώ πρώτα πρώτα από τον εαυτό μου.
     Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, πού δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα και το φώς του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάρισμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά’ κανόνας της είναι η δικαιοσύνη. Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες. Ο ίδιος νόμος ισχύει και όταν ακόμη πρόκειται για φυσικά φαινόμενα. «Ήλιος ούχ υπερβήσεται μέτρα», λέει ο Ηράκλειτος, «Εί δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν».
     Συλλογίζομαι πώς δεν αποκλείεται ολωσδιόλου να ωφεληθεί ένας σύγχρονος επιστήμων, αν στοχαστεί τούτο το απόφθεγμα του Ίωνα φιλοσόφου. Όσο για μένα, συγκινούμαι παρατηρώντας πώς η συνείδηση της δικαιοσύνης είχε τόσο πολύ διαποτίσει την ελληνική ψυχή, ώστε να γίνει κανόνας και του φυσικού κόσμου. Και ένας από τους διδασκάλους μου, των αρχαίων του περασμένου αιώνα, γράφει: «… θα χαθούμε γιατί αδικήσαμε…» Αυτός ο άνθρωπος ήταν αγράμματος’ είχε μάθει να γράφει στα τριάντα πέντε χρόνια της ηλικίας του. Αλλά στην Ελλάδα των ημερών μας, η προφορική παράδοση πηγαίνει μακριά στα περασμένα όσο και η γραπτή. Το ίδιο και η ποίηση. Είναι για μένα σημαντικό το γεγονός ότι η Σουηδία θέλησε να τιμήσει και τούτη την ποίηση και όλη την ποίηση γενικά, ακόμη και όταν αναβρύζει ανάμεσα σ’ ένα λαό περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα, και τι θα γινόμασταν αν η πνοή μας λιγόστευε; Είναι μια πράξη εμπιστοσύνης κι ένας Θεός το ξέρει αν τα δεινά μας δεν τα χρωστάμε στη στέρηση εμπιστοσύνης.
     Παρατήρησαν τον περασμένο χρόνο γύρω από τούτο το τραπέζι, την πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις ανακαλύψεις της σύγχρονης επιστήμης και στη λογοτεχνία’ παρατήρησαν πώς ανάμεσα σ’ ένα αρχαίο ελληνικό δράμα κι ένα σημερινό, η διαφορά είναι λίγη. Ναι, η συμπεριφορά του ανθρώπου δεν μοιάζει να έχει αλλάξει βασικά. Και πρέπει να προσθέσω πάντα την ανάγκη ν’ ακούει τούτη την ανθρώπινη φωνή που ονομάζουμε ποίηση. Αυτήν τη φωνή που κινδυνεύει να σβήσει κάθε στιγμή, από στέρηση αγάπης, και ολοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει πού να βρει καταφύγιο’ απαρνημένη, έχει το ένστικτο να πάει να ριζώσει στους πιο απροσδόκητους τόπους. Γι’ αυτή δεν υπάρχουν μεγάλα και μικρά μέρη του κόσμου. Το βασίλειό της είναι στις καρδιές όλων των ανθρώπων της γης. ‘Εχει τη χάρη ν’ αποφεύγει πάντα τη συνήθεια, αυτήν τη βιομηχανία. Χρωστάω την ευγνωμοσύνη μου στη Σουηδική Ακαδημία που ένιωσε αυτά τα πράγματα’ που ένιωσε πως οι γλώσσες, οι λεγόμενες περιορισμένης χρήσης, δεν πρέπει να καταντούν φράχτες όπου πνίγεται ο παλμός της ανθρώπινης καρδιάς’ πού έγινε ένας Άρειος Πάγος ικανός:
     να κρίνει με αλήθεια επίσημη την άδικη μοίρα της ζωής,
για να θυμηθώ τον Σέλεϋ, τον εμπνευστή, καθώς μάς λένε, του Αλφρέδου Νομπέλ, αυτού του ανθρώπου που μπόρεσε να εξαγοράσει την αναπόφευκτη βία με τη μεγαλοσύνη της καρδιάς του.
     Σ’ αυτόν τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται.
     Όταν στον δρόμο της Θήβας ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Οιδίποδα.
                           Γιώργος Σεφέρης

Άραγε σε μέρες τόσο αντιποιητικές όπως οι σημερινές στην πατρίδα μας, σε καιρούς που δεν υπάρχει δικαιοσύνη σε αυτήν την από παράδοση χώρα αναζήτησής της, που επικρατούν και επιβραβεύονται αμοραλιστές πολιτικοί και επικροτούνται αμοραλιστικές πολιτικές και κοινωνικές πρακτικές από εμάς τους Έλληνες με κάθε τρόπο και μέσο, έχει να πει κάτι ο λόγος του νομπελίστα μας ποιητή Γιώργου Σεφέρη και η ποίησή του; Ή απλά είναι μία ακόμα επέτειος για να γεμίσουμε τα δελτία των ειδήσεων και τις σελίδες των εφημερίδων; Σε μας, τους αποχαυνωμένους από την ναρκισσιστική ηδυπάθεια των κινητών της ψυχής μας νεοέλληνες.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 24 Οκτωβρίου 2017     

          

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016

ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΚΟΡΥΤΣΑΙΑ

ΚΟΡΥΤΣΑ
1937
24 Γενάρη, Κορυτσά
Το ζεστό νερό μου θυμίζει κάθε πρωί
πως δεν έχω τίποτε άλλο ζωντανό κοντά μου.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ  ΚΟΡΥΤΣΑΙΑ
9 Απρίλη, Κορυτσά 1937
Όταν οι γονιοί βγαίνουν, στέλνουν την κόρη τους στο σπίτι του θείου, και το γιό στο σπίτι του άλλου θείου, δεν μπιστεύουνται ν’ αφήσουν τ’ αδέρφια μαζί.
     Μια γειτόνισσά μου είχε κάποια προίκα, που τη βοήθησε να παντρευτεί. Είναι ξανθιά, «ομορφονιά», με στιβαρά πόδια και γερά καπούλια. Λένε πως είχε ένα νόθο από κάποιο μπέη πριν από το γάμο της. Η προίκα της ερχότανε από έναν αδερφό στην Αγγλία. Αυτός κατάφερε να τον υιοθετήσουν(;) δυό Εγγλέζες γεροντοκόρες που του άφησαν την περιουσία τους. Αυτά τα διηγούνται όλοι, δεν πειράζεται κανείς. Εδώ, που σκοτώθηκαν τόσο εύκολα για πολιτικούς λόγους και για λεφτά, δεν έχουν απολύτως καμίαν ευθιξία, ούτε «φιλότιμο», όπως σήμερα ακόμη στις συνοικίες της Αθήνας. Δράματα για λόγους τιμής δεν τυχαίνουν, ούτε θυμούνται άνθρωποι που μένουν εδώ από 10 ή 15 χρόνια.
     Λένε για έναν άλλον, από τους γνωστούς, πως όταν πήγαν και του είπαν ότι η γυναίκα του κάνει το ζώο με τις δυό ράχες μ’ έναν αλβανοκαλαβρέζο σχετικό του, αποκρίθηκε: «Μην την πειράξετε, είναι πολύ  νευρική.». Η αλήθεια είναι πως και αυτός πλάγιαζε με τις γυναίκες του αντίζηλού του.
     Οι γυναίκες που δεν έχουν κάποια  ρετσινιά είναι σπάνιες.
     Σεμνότυφοι, περίεργοι, κακολογούν με τη μεγαλύτερη ευκολία. Αναφέρουν έναν πατέρα φωνάζοντας  μόλις ξυπνούσε στη νύφη του: «Πόσες φορές σε καβάλησε ο γιός μου;» Η νύφη είναι Γερμανίδα, ο γιός αφού έφαγε τα λεφτά του στα χαρτιά και τις γύφτισσες (σου μιλούν για μυθώδη ποσά: 20-25.000 αιγυπτιακές λύρες), εκμεταλλεύεται τη γυναίκα του.
     Τέτοια ακατάσχετη σπατάλη αναφέρεται  για πέντε-δέκα ανθρώπους, και πρέπει να σκεφτεί κανείς πως πρόκειται για μια επαρχιακή πόλη 25.000. Όταν απορήσεις κουνάνε το κεφάλι και απαντούν: «Οι γύφτισσες, τα χαρτιά, τα Τίρανα, η Θεσσαλονίκη» Η Θεσσαλονίκη είναι γι’ αυτούς η μεγάλη πολιτεία.
     Δεν ξέρω καλά τις γύφτισσες. Όσες είδα στους δρόμους είναι ελεεινές και τόσο βρώμικες, που μια γύφτισσα από κείνες που λένε την μοίρα στα καφενεδάκια της Αθήνας θα σιχαινότανε να φτύσει πάνω τους. (Άλλωστε η σωματική καθαριότητα είναι εξαίρεση εδώ.) Σου δείχνουν έναν οικογενειάρχη εξηντάρη: «Αυτός, έχει μια γύφτισσα στο κτήμα του». Μου είπαν προχθές για έναν νέο, πλούσιο, συγγενή υπουργού , παντρεμένο από αγάπη, πως έχει σπιτωμένη γύφτισσα.
     Τις γύφτισσες που δεν είναι σπιτωμένες τις βρίσκεις σε κρυφές προξενήτρες, που τις δείχνει όλος ο κόσμος, ή στα πορνεία, πλάι στο νεκροταφείο, τώρα που οι ξένες γίνουνται λιγοστές(οι Ιταλοί θέλουν να προστατέψουν το εθνικό τους γόητρο). Τα πορνεία έχουν άλλες ιστορίες. Σου λένε λ.χ.: Αυτός (ένας άσωτος ντόπιος) ξεκινούσε με την παρέα του, Σάββατο μεσημέρι, μουσική επί κεφαλής, όπως στους γάμους, για το μπορντέλο. ‘Η ακόμη: Ήταν τα χρόνια που μια πόρνη είχε το ένα πόδι πιο κοντό από τ’ άλλο. Ένας Ιταλός, όταν πήγαινε να την ανταμώσει, καβαλούσε πάντα κι ένα τούβλο μαζί του, για την ισοπέδωση. Τον εβλέπαμε συχνά με το τούβλο στο χέρι.
     Φυσικά, οι γλώσσες, με την παραμόρφωση που έχουνε πάθει, δουλεύουν ανάλογα και για τους ξένους. Η γυναίκα του Άγγλου «μητρομανής» που έβγαινε στο κυνήγι μ’ ένα σωρό παλικάρια του στρατού και της χωροφυλακής για να κάνει τον έρωτα μαζί τους. Η γυναίκα του Γάλλου πλάγιασε με τόσους μπέηδες ο άντρας της, της έκανε τις πλάτες. Και όταν ρώτησα που το ξέρουν τελοσπάντων, μου εξήγησαν πως διάφοροι άτυχοι μνηστήρες της έστησαν παγανιά και την έπιασαν, τη στιγμή της ηδονής, με το διαλεχτό της.
     Κι ενώ ψιθυρίζονταν όλα αυτά, μια βουβή υπουλότητα σαν τη Νεκρή Θάλασσα. Ο διευθυντής του ορφανοτροφείου λεγότανε «άγιος» από όλο τον κόσμο. Θα είναι δυό-τρείς εβδομάδες, πήγανε στο νοσοκομείο ένα παιδί ως δέκα χρονώ, που είχε πάθει αιμορραγία. Το βρήκανε συφιλιδικό. Ομολόγησε πως είχε σχέσεις με το διευθυντή. Έτσι βρέθηκαν και άλλα παιδιά του ορφανοτροφείου με σύφιλη. Η γυναίκα του, όταν την ανάκριναν, βεβαίωνε ότι ήταν ανίκανος, γιατί είχε να την πλησιάσει δέκα τόσα χρόνια.
     Η αρσενική ομοφυλοφιλία είναι σχεδόν συνήθεια. Δεν ξέρω για την θηλυκή, μολονότι γίνουνται συχνά κοινωνικές συγκεντρώσεις γυναικών μόνων, όπου χορεύουν κάνοντας ντάμα και καβαλιέρο. Η σύφιλη, πολύ διαδεδομένη, έχει γεμίσει τον τόπο από ανισόρροπους και ηλίθιους.

Γιώργος Σεφέρης
Μέρες  Γ΄
16 Απρίλη 1934-14 Δεκέμβρη 1940
Εκδόσεις Ίκαρος  1977, σ. 43-45
Πειραιάς,   Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016
Γιώργος Χ.Μπαλούρδος
Υ.Γ. Μια ίωση και ένα τεχνικό πρόβλημα, με κράτησε στο κρεβάτι αρκετές μέρες, και κατέστρεψε τον παλαιό Ηλεκτρονικό Υπολογιστή. Συνήθεια παλιά, όποτε αρρωσταίνω να διαβάζω, για συντροφιά και παρηγοριά, τις πολύτομες ημερολογιακές «ΗΜΕΡΕΣ» του νομπελίστα ποιητή Γιώργου Σεφέρη. Ημερολογιακές καταγραφές μιας ολόκληρης εποχής και μιας περιόδου, ενός χώρου και ενός τόπου που γνώρισε από κοντά κατά την διάρκεια της εργασιακής του ενασχόλησης ως διπλωμάτης. Σημαντικές απεικονίσεις του ελληνικού χώρου και της ανθρωπογεωραφίας του, των ηθών και των εθίμων του, των κοινωνικών του συμπεριφορών και εθιμικών συνηθειών, του τρόπου σκέπτεσθαι και των φοβερών συνθηκών διαβίωσης των ανθρώπων των μεγάλων πόλεων και κυρίως της υπαίθρου. Η Ελλάδα-σαν χώρος-μας αποκαλύπτεται σαν ένας πανοραμικός χάρτης με φανερά και μη ιστορικά επιτεύγματα αλλά και συνεχείς πολιτικές καταστροφές.  Ο τόπος διαμορφώνει τους αυθεντικούς στο ήθος κατοίκους του αλλά με αρκετά στοιχεία μακραίωνου πρωτογονισμού και ο ίδιος διαμορφώνεται από σταθερά, αποκτώντας μια οντολογική θα γράφαμε υπόσταση.  Η αυθεντική χωρίς εθνικά ψιμύθια συνείδηση των νεοελλήνων αποτυπώνεται με καθαρότητα και σοβαρότητα, ο ατίθασος και ακαλλιέργητος ψυχισμός των φωτίζεται με μέτρο και χωρίς αφορισμούς, το ακατέργαστο και πηγαίο μεγαλείο του συμπορεύεται με τις συχνές ασυνείδητες πτώσεις του,, η γύφτικη πολλές φορές, αρχοντιά του, στηλιτεύεται όπως και η έλλειψη ουσιαστικής του καλλιέργειας, οι αλλόκοτες συνήθειές του, ενός λαού που αναζητά ακόμα και σήμερα την ταυτότητά του, σκιαγραφούνται από την γραφίδα ενός λαμπερού μυαλού και μιας σοβαρής και καλλιεργημένης συνείδησης, ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, ο διπλωμάτης Γιώργος Σεφέρης, ο έλληνας Γιώργος Σεφέρης, δεν θεωρητικολογεί καθώς περιγράφει τα τεκταινόμενα της εποχής του, δεν σχηματίζει μια εθνική θεωρία για το γένος των Ελλήνων και προσπαθεί να εντάξει μέσα στο ερευνητικό αυτό πεδίο τον χώρο που επισκέπτεται και διαμένει και τους ανθρώπους του, όπως πράττουν άλλοι ομότεχνοί του, που πελαγοδρομούν σε σχοινοτενείς αναλύσεις για τα αίτια των παθών της φυλής. Τα πολιτικά πάθη, οι ιδεολογικές  ακρότητες, ο άσβεστος και ανοργάνωτος εθνικισμός  ενός λαού κατατρεγμένου μέσα στο διάβα της ιστορίας, αλλά και ενός λαού εγωπαθούς, ανερμάτιστου ιδεολογικά, με κατσαπλιάδικη και εμφυλιοχαρή κοινωνική συμπεριφορά κατ’ εξακολούθηση, όπως μας αποκαλύπτουν οι πηγές της ιστορικής του πορείας, εικονογραφείται από την τρυφερή, συντηρητική ματιά, ενός ατόμου ξεριζωμένου από τις πατρογονικές του εστίες, δυτικοτραφούς και με βαθειά γνώση τόσο της δικής του εθνικής παράδοσης όσο και εκείνης του δυτικού πολιτισμού. Η ευαίσθητη γραφή του, το υφολογικό του κριτήριο, οι εύστοχες παρατηρήσεις του, οι πολικές του επισημάνσεις και κρίσεις για πολιτικά πρόσωπα και υπεύθυνους φορείς της δημόσιας διοίκησης της εποχής του, οι προσωπικές του εξομολογήσεις που δεν υπερβαίνουν ποτέ τα όρια της αστικής του ευπρέπειας, η βαθειά του και ουσιαστική αγωνία για την μοίρα και την ιστορική πορεία αυτού του τόπου, οι ποιητικές του παρεμβάσεις με ποιητικές μονάδες στην πρώτη μορφή καταγραφής τους, οι στοχασμοί του πάνω σε θέματα που αφορούν τον κόσμο της ποίησης και τα προβλήματα της παράδοσης γενικότερα, η ουσιαστική του εσωτερική πίστη στον Θεό των Ελλήνων, που στηρίζεται τόσο στην πλέρια γνώση της αρχαίας επικής και λυρικής παράδοσης όσο και σε ιερά κείμενα της χριστιανικής θεολογίας, που συμπληρώνονται με ιστορικές γνώσεις και το ένστικτο ενός δυτικού έλληνα, που δεν μιμείται δουλικά την παράδοση του τόπου του, αλλά δημιουργικά και επαναδιαπραγματεύσημα όπως το επιβάλει  η στέρεα παιδεία του όσο και η διπλωματική του σταδιοδρομία, και άλλα πολλά και αξιοσημείωτα, καθιστούν τις πολύτομες αυτοβιογραφικές «ΗΜΕΡΕΣ», του ποιητή Γιώργου Σεφέρη, αναγκαίο σύμβουλο αυτογνωσίας και ερμηνείας της ελληνικής αυτοσυνειδησίας ακόμα και σήμερα.

     Τα απομνημονεύματα του Κασομούλη, του Φωτάκου, και άλλων αγωνιστών της Επανάστασης, τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη και του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή, οι απόψεις και οι θέσεις του Νίκου Καζαντζάκη όπως καταγράφονται τόσο στην «Αναφορά στον Γκρέκο» όσο και διάσπαρτες συναντώνται στην αλληλογραφία του, οι εθνικές θέσεις του Κωστή Παλαμά, όπως τις διαβάζουμε στα «Άπαντά» του, και οι αξιοπρόσεκτες του Οδυσσέα Ελύτη στα «Ανοιχτά Χαρτιά», και θα προσθέταμε και ορισμένες επιλεκτικές προσωπικές μαρτυρίες ορισμένων αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης της περιόδου της Ιταλικής και Γερμανικής Κατοχής, καθώς και τις σύγχρονές μας πολιτιστικές-πολιτικές απόψεις και θέσεις του Μάνου Χατζιδάκι, όπως εκφράζονται μέσα στα δημοσιευμένα γραπτά του και ίσως και σε ένα μέρος της Μουσικής του παρακαταθήκης, είναι οι τα αναγκαία δοκάρια που στηρίζεται το οικοδόμημα του Έθνους των Ελλήνων. Είναι μαζί με άλλα κείμενα, τα απαραίτητα υλικά που χρειάζεται ο ντόπιος κάτοικος αυτής της χώρας και ο ξένος ενδιαφερόμενος για να κατανοήσει την συνέχεια του λόγου του Θουκυδίδη, του Αισχύλου, του Ευριπίδη, του Σοφοκλή, του Αριστοτέλη, σιμά με τον μεταγενέστερο των τεσσάρων Ευαγγελιστών. Ο λόγος των ελλήνων ποιητών στους οποίους ανήκει και ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, είναι η γέφυρα που ενώνει το ελληνικό ιστορικό χθες με το ελληνικό πολιτικό αύριο. Ο ημερολογιακός λόγος του Γιώργου Σεφέρη, είναι μια παλλόμενη και αγωνιούσα συνείδηση της ελληνικής φυλής. Υπάρχουν σελίδες των ημερολογιακών του καταθέσεων, όσο και εκείνων των «Πολιτικών του Ημερολογίων» που θα γράφαμε, χωρίς να είναι «ύβρις» προς το πρόσωπό του, που τον υπερβαίνουν σαν διστακτικό διπλωμάτη, συντηρητική προσωπικότητα, κρυψίνου χαρακτήρα, μετρημένο ποιητή, αλλά όχι τόσο λιγομίλητου όπως μας φανερώνει η ογκώδης και πολύτομη Αλληλογραφία του, οι σκέψεις του, είναι η συνείδηση του Έθνους, ακόμα και σήμερα, όσο και αν θέλουν να το παραβλέπουν πολλοί σύγχρονοί μας διανοούμενοι. Και κάτι που αξίζει να επισημανθεί, ο προσεκτικός αναγνώστης, θα παρατηρήσει, το πόσες φορές ο ποιητής και άνθρωπος Γιώργος Σεφέρης, μιλά για την ανάγκη του να έχει κοντά του έναν αληθινό καρδιακό φίλο. Η προσωπική του αυτή ανάγκη και επιθυμία, επαναλαμβάνεται πάμπολλες φορές μέσα στο έργο του, και είναι συγκλονιστικό να ακούς από τα χείλη ενός ανθρώπου που συναναστρέφεται τόσον κόσμο λόγο της διπλωματικής του ιδιότητας και της συναναστροφής του με σημαντικούς πνευματικούς ανθρώπους της γενιάς του και όχι μόνο, να επιθυμεί την ανάγκη ενός συντρόφου.         

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

Το γιασεμί της ποίησης του Γιώργου Σεφέρη

     «Γιατί πέρασαν τόσα και τόσα μπροστά στα μάτια μας,
που και τα μάτια μας δεν είδαν τίποτε…».


          Σημαίνει άραγε κάτι η ανάγνωση του Σεφερικού έργου στις μέρες μας; Ή μήπως περιμένουμε μια ακόμα ημερολογιακή επετειακή αφορμή για να ξεσκονίσουμε τα ράφια της μνήμης μας και να ξεφυλλίσουμε τα βιβλία του Μικρασιάτη νομπελίστα και διπλωμάτη ποιητή;
    Οι σημερινοί νέοι και νέες με το σκουλαρίκι σε όλα τα φανερά και κρυφά σημεία του σώματός τους, τα πολλαπλά τατουάζ και τα πανάκριβα κινητά τους, που σαρκάζουν κάθε τι το παλαιό και προερχόμενο από μια διαχρονική παράδοση και «βακχιάζονται» από τα Χριστοδουλικά πομπώδη ανέκδοτα και τις τραγουδιστικές ικανότητες των παπαροκάδων που τόσο χαριτωμένα παίζουν με τα αυτοκινητάκια στα λούνα παρκ, υποψιάζονται άραγε τι προσέφεραν στην ιστορική παράδοση και την αισθητική ιδιοπροσωπεία αυτού του ταλαιπωρημένου τόπου, πρόσωπα-και δημιουργοί σαν τον Γιώργο Σεφέρη;
    Οι έφηβοι αυτοί, όχι με το σταυρουδάκι του ήλιου στο στήθος τους, όπως έγραψε ποιητικά ο άλλος νομπελίστας μας ποιητής, ο Οδυσσέας Ελύτης, αλλά με τα κακόγουστα και κραυγαλέα τατουάζ και τα μαλλιά καρφιά-σαν να θέλουν να ξυπνήσουν από τον λήθαργο τον αινιγματικό ουρανό-και την τσίχλα πάντα στο στόμα, που απολαμβάνουν μακάβρια αλλά και μακάρια την ηδονική κενότητα της εποχής μας, και βιώνουν την αίσθηση του κοινωνικού παραλογισμού με την ίδια ευκολία που κάνουν ζάπινγκ στα συναισθήματά τους, άραγε μπορούν να νιώσουν πόσο πραγματικά ερωτικός ποιητής είναι ο Γιώργος Σεφέρης;
Εκτός, και αν αυτό το είδος της ερωτικής δημιουργίας ανήκει σε κάτι ξενέρωτους τύπους του παλαιού καιρού, με τις καραφλίτσες και τις κοιλίτσες τους, λιγάκι μαλακομπουκωμένους που δεν αναζητούν τα ερωτικά τους πρότυπα στα διάφορα Νιτροειδή και Κλικοειδή έντυπα ή τις ηδονοβλεψιακές ειδήσεις της ιδιωτικής Τηλεόρασης. Μήπως πάλι, με τον δικό τους φανερό κοινωνικά τρόπο οι νέοι, προσπαθούν να ξορκίσουν τους εκφυλισμένους προγόνους τους; ή ίσως βρισκόμαστε σε ένα νέο είδος ανθρώπου που αργά αλλά σταθερά και με αρκετή επιμονή έχει αρχίσει να χάνει τις ανθρώπινες ιδιότητές του, τουλάχιστον όπως έμαθαν να τις αναγνωρίζουν οι δικές μας γενιές.  
     Σταθερός για όσους κατόρθωσαν να νιώσουν, ο μνησιπήμων πόνος της ζωής. Μιας ζωής, που χάνεται άσκοπα στα Χρηματιστηριακά κανάλια και τις πριβέ μεγαλαυχίες των νεόπλουτων.
     Όμως ο «άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο/ άπληστος σαν το χόρτο…»
     Γνωρίσαμε και διαβάσαμε τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη σε μια άλλη ιστορικά και πολιτικά εποχή. Όταν η Ελλάδα έβγαινε από το Τούνελ της Δικτατορίας χωρίς την βοήθεια της δημοσιογράφου Νικολούλη, αλλά με τους αγώνες, τις ακάματες προσπάθειες και τις θυσίες χιλιάδων προ ημών και υμών αγωνιστών.
    Θεωρείτο ντροπή για την δική μας την γενιά αυτή που έζησε τα επαναστατικά και θυελλώδη χρόνια των μέσων της δεκαετίας του 1970, που ακόμα δεν είχε τελειώσει το Λύκειο ή το Γυμνάσιο, και ρουφούσε στην κυριολεξία τον ποιητικό λόγο, να μην διαβάσει, να μην αποστηθίσει και να μην μιλήσει για τον Γιώργο Σεφέρη, έστω και αν μια κρυφή ροπή κάπως ανερμήνευτη και ασυναίσθητη τότε, μας οδηγούσε να κλείσουμε το μάτι στον Αλεξανδρινό, σε αυτόν που μας έδειχνε τις ανάγκες του σώματος μας που λύγιζε κάτω από ανομολόγητες ερωτικές επιθυμίες. Εξάλλου, το 1978, το 1979, δεν απείχε πολύ από την βιολογική απώλεια του ποιητή. Και αργότερα συνειδητοποιήσαμε όσοι αγαπούσαμε την ποίηση, ότι οι περισσότεροι ποιητές της προηγούμενης γενιάς από εμάς, οι ποιητές της λεγόμενης Γενιάς του 1970 αλλά και αρκετοί μεταγενέστεροι ήσαν επίγονοι Σεφερικοί.
Ο Σεφερικός ποιητικός λυγμός έρχονταν και έδενε με την αγωνιστική αποφασιστικότητα των νέων εκείνης της εποχής, όπως φυσικά και το αγωνιστικό φρόνημα και ο ποιητικός λόγος του Γιάννη Ρίτσου.
     Στην ημερήσια πνευματική τροφή βρίσκονταν οι ποιητές, Γιώργος Σεφέρης, ο πρόσφατα βραβευμένος Οδυσσέας Ελύτης, ο ταλαιπωρημένος και χιλιοτραγουδισμένος Γιάννης Ρίτσος, ο κρυφός πόθος και η ερωτική αγαλλίαση του ποιητικού στίγματος του Κωνσταντίνου Καβάφη, ο λόγος του επίσης αγωνιστή Τάσου Λειβαδίτη, και λιγότερο ίσως ο σαρκαστής και απαισιόδοξος Κώστας Καρυωτάκης, ο παράξενος κόσμος του Τάκη Παπατσώνη, ή οι σουρεαλιστές ποιητές Νίκος Εγγονόπουλος και Ανδρέας Εμπειρίκος.
     Ο εθνικός μας μουσικοσυνθέτης Μίκης Θεοδωράκης μας είχε με τον δικό του τρόπο προετοιμάσει μουσικά. Ο λόγος των ποιητών είχε τραγουδηθεί από τα στόματα εκατομμυρίων Ελλήνων σε ανύποπτες στιγμές και σε διαφορετικούς χώρους που δεν το βάζει ο νους των σημερινών ανθρώπων.
      Απογεύματα ατέλειωτα μαζί με Πειραιώτες παιδικούς φίλους-κουλτουριάρηδες κατά το κοινώς λεγόμενο-λογομαχούσαμε πάνω στους Σεφερικούς στίχους, τις πλημμυρισμένες θλίψη εικόνες του, προπαντός τα συγκλονιστικά Ημερόλογιά του, τις περιβόητες Δοκιμές του, την πολιτική του στάση απέναντι στην πρόσφατα κατάρρευση της Απριλιανής χούντας. Αυτή η Πλατεία Αλεξάνδρας στην Καστέλα μέχρι κάτω στην στροφή της Χαριλάου Τρικούπη στο Πασαλιμάνι, έχει ακούσει τόσες ποιητικές συλλογές, Ελλήνων και Ξένων ποιητών, όσες μάλλον δεν έχει ακούσει η περιοχή της Μον Μάρτ, στο Παρίσι.
Και για την ιστορία όπως λένε, θυμάμαι κάποιο απόγευμα μαζί με τον εφηβικό φίλο, Πειραιώτη συγγραφέα Βρασίδα Καραλή να διαβάζουμε τον «Τάφο» του Κωστή Παλαμά καθισμένοι σε σκαλάκια στο κέντρο του Πασαλιμανιού απέναντι από το Ρολόι-εκεί που έδωσε ραντεβού ο Πειραιώτης ηθοποιός Δημήτρης Παπαμιχαήλ στην Αλίκη Βουγιουκλάκη στην γνωστή ταινία-και επειδή μας είχε πιάσει ο ποιητικός οίστρος και διαβάζαμε φωναχτά το συνταραχτικό αυτό ποιητικό κείμενο του Παλαμά, μας έπιασε η αστυνομία για διατάραξη, μας πέρασε για ταραχοποιούς, και άλλα πολλά.
    Αυτές τις κοινωνικές και προσωπικές αναταράξεις δημιουργούσε εκείνα τα χρόνια ο ποιητικός λόγος.
   Και ήταν σαν να μας προσκαλούσε και να μας έλεγε:
«Πεταχτείτε πάνω σαν λιοντάρια μετά από ύπνο ελαφρύ/
Γίνετε ένα ακατανίκητο πλήθος!/
Τινάξτε τις αλυσίδες όπως την πρωινή δροσιά/
Που ‘πεσε πάνω σας όταν κοιμόσασταν/
Είστε πολλοί-κι είναι λίγοι»,
όπως λέει ο ποιητικός λόγος του Άγγλου ποιητή Πέρσι Σέλεϊ.
      Σε ποίηση και όνειρο, αλλά για να ήμαστε δίκαιοι και με τον χρόνο, και πολύ σωματική μη ταριχευμένη λαγνεία, σκορπίσαμε τα χρόνια μας απλόχερα, χωρίς δραχμή στην τσέπη, χωρίς φράγκο για φανταστικά ταξίδια, και τραβήξαμε τον δρόμο προς τον Κολωνό με μόνο εφόδιο τους στίχους των ποιητών για βακτηρία.
    «Το ξέρεις όποιος αγάπησε στο φως των άλλων ο κόσμος φθείρεται, μα εσύ θυμήσου Άδης και Διόνυσος είναι το ίδιο».
      Ο κόσμος, ο κόσμος μας, «υπέφερε» τότε, από την Σαρτρική «Ναυτία» και αγκομαχούσε από την «αφιλοξενία» του Αλμπέρτ Καμύ. Ο Σάμιουελ Μπέκετ, ακόμα δεν είχε χαράξει μάλλον τους ορίζοντές του τόσο έντονα, η επιρροή πάλι της «Έρμης Χώρας» του Τόμας Στερν Έλιοτ, ήταν πιο εμφανής, η ποιητική της προέλαση είχε αρχίσει νωρίτερα από την εμφάνιση της δικής μας γενιάς.
Η Ποίηση και η Πολιτική ήταν στα πάνω τους.
Οι περισσότεροι δημιουργοί της γενιάς του 1930 είχαν φύγει για την άνω Ποιητούπολη.
     Το επαναστατικό και ελεύθερο κλίμα της εποχής εκείνης, ήταν φορτισμένο με το Όραμα του Αρθούρου Ρεμπώ, του τραγικά δολοφονημένου στην Ιταλία ίσως από πολιτικές σκοπιμότητες, σκηνοθέτη και επαναστάτη δημιουργού Πιέρ Πάολο Παζολίνι, από το μαγευτικό εικαστικό Όραμα του Ισπανού Σαλβαντόρ Νταλί και των διαφόρων Σουρεαλιστών δημιουργών. «Η Κοιλάδα με τους Ροδώνες», του ζωγράφου και ποιητή Νίκου Εγγονόπουλου, διαβαζόταν με πάθος μια και συνένωνε την παράδοση με το κίνημα του σουρεαλισμού στην ποίηση. Ο αυτόχειρας επίσης Ρώσος-τότε Σοβιετικός-Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκυ συνόδευε την τότε σίγουρα στρατευμένη μας ποιητική ματιά. Αλλά και ο λυρικός και ρωμαλέος λόγος του Ισπανού Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, συντρόφευε την ασυνθηκολόγητη σε πολλά επίπεδα εποχή μας.
Και, φυσικά, ο Κωνσταντίνος Καβάφης κρυφά και σιγαλόφωνα διαβαζόταν και ακόμα αφανέρωτα υιοθετούνταν το οράματά του γι αυτά τα «μάτια τα μαβιά»
      Σιγαλόφωνος ποιητής ο Γιώργος Σεφέρης με έναν ποιητικό λόγο μάλλον πλημμυρισμένο άγχος και βαθειά μελαγχολία, μας έμαθε αυτήν την αναγκαία ισορροπία μεταξύ του ατόμου και του πλήθους, του Βολταιρικού εγώ και του Μακρυγιαννικού εσύ-εμείς, της Καρτεσιανής σκέψης και στοιχήματος του Μπλαζέ Πασκάλ, της διάσπασης των κυβιστικών διανοητικών μορφών του Πάμπλο Πικάσο και του Θεοφιλικού λαϊκού συναισθήματος. Η ποιητική του ματιά, μας δίδαξε την λεπτή γραμμή που συνδέει την πατρίδα του καθενός μας με τον κόσμο. Έλληνας μέχρι το κόκαλο αλλά ταυτόχρονα και Οικουμενικός.
      Ο ποιητικός του λόγος ζυγιασμένος μέχρι κινδύνου κατάρρευσης, σφιχτός μέχρι τα όρια της απόκρυψης, έχει μια αρχαία δωρικότητα, αλλά ταυτοχρόνως και τρυφερός μέχρι κρυφών λυγμών όπου χρειάζεται, έντονα λυρικός μέσα στην εξομολογητική του πρόθεση, μυθοποιητικός στις αναφορικές του καταβολές, μετέχει ενός συντριμματικού κόσμου που χάνεται ενώ ταυτόχρονα τον καταγράφει και τον περιγράφει με την πρώτη πρωτόγνωρη αίσθηση που αφήνει ένα ερωτικό άγγιγμα.
    Ο λόγος του Σεφέρη είναι σίγουρα αρκετά στοχαστικός με μια μακρά παράδοση και ιστορία, που τις περισσότερες φορές έχεις την αίσθηση ότι είναι ένας ποιητικός λόγος μιας άμεσης σπαραγματικής αποκάλυψης, είναι το ποιητικό στίγμα που μας υποδηλώνει καθαρά και με μελαγχολική σαφήνεια, ότι η βιωματική αλήθεια του πραγματικού δημιουργού είναι πάντα άμεση, και ίσως και πάντα διαθέσιμη μέσα στην τετριμμένη μας καθημερινότητα, είναι ο πιστός φύλακας του ιστορικού γίγνεσθαι αλλά και του άμεσου κόσμου μας, ενός κόσμου που έχει τραγικά αποσπαστεί από το αληθινό του Είναι και έχει μετατραπεί σε χρησιμοθηρικό εργαλείο στα χέρια των ανθρώπων με τίμημα το αλόγιστο κέρδος.
      Η ποιητική μελαγχολική ματιά του Σεφέρη, που τόσα πολλά οφείλει στον Αυτόχειρα της Πρέβεζας, τον Κώστα Καρυωτάκη, χωρίς να ρέπει προς την ειρωνεία δεν είναι μάλλον μορφοποιητική αλλά αβάσταχτα διαπιστωτική. Χωρίς να υποτάσσεται σε ιστορικές παλινδρομήσεις έχει μια υπόγεια κίνηση προς το ήθος του παρόντος που εκείνος καλλιεργεί, πέρα από ιστορικές ή πολιτικές σκοπιμότητες, πέρα από εξουδετεροποιημένες από την κατάχρηση, εθνικές μεγαλαυχίες της παράδοσης ημών των νεοελλήνων.
Το βλέμμα του είναι πάντοτε τιθασευμένο, δεν αφήνεται σε πελαγοδρομήσεις λυρικών ανατάσεων που προσφέρουν διέξοδο στις διαπιστωτικές παθογένειες της φυλής μας.
Γιαυτό και νιώθουμε αρκετές φορές ο ποιητικός του λόγος να είναι τόσο στεγνός επιφανειακά, ένας ποιητικός λόγος που πλησιάζει να στερέψει και να γίνει πόρος. Σαν τις άδειες της πατρίδας του στέρνες. Είναι ένας απτός διαπιστωτικός λόγος, που μετέχει ενός κόσμου που χάνεται ενώ ταυτόχρονα με εξομολογητική πρόθεση τον καταγράφει.
Οι λέξεις του επιλεγμένες με ακρίβεια, πολλές φορές αγωνίζονται να κρύψουν το εντός τους μέσα σε μια μελαγχολικά νοτισμένη ατμόσφαιρα, είναι συμπλήρωμα ή δυνατό υποστύλωμα του εξομολογητικού του ύφους. Ο Σεφέρης, μας γίνεται περισσότερο αποκαλυπτικός στα Ημερολόγιά του, και στην ογκωδέστατη Αλληλογραφία του, που μας δηλώνει έναν ποιητή όχι και τόσο σιωπηλό-, μάλλον αρκετά ομιλητικό- όπως πίστευε τουλάχιστον η δική μας γενιά.
  Την γλώσσα του την διακρίνει μια αστική ευγένεια, χωρίς να αποφεύγει και τους έντονους χρωματισμούς ενός κλασικού και καθιερωμένου τρόπου ποιητικής έκφρασης, μιας στερεής και κλασικής λαϊκότητας, η οποία προέρχεται από την μεγάλη του παιδεία και την εξοικείωσή του με έργα της παράδοσης, όπως είναι το Δημοτικό Τραγούδι, η Κρητική Λογοτεχνία, τα Ακριτικά Έπη κ.λ.π. Μια αρχοντική λαϊκότητα που θυμίζει έντονα τις μεγάλες στιγμές της Ελληνικής μας παράδοσης, αλλά που είναι φιλτραρισμένη από έναν Δυτικής υφής πνευματικό στοχασμό. Και ίσως αυτό την κάνει πιο ενδιαφέρουσα, όπως και των άλλων δημιουργών της γενιάς του, της γενιάς του 1930.
Ο Γιώργος Σεφέρης δεν κόβει τους δεσμούς του με την λαϊκή αυτή παράδοση του τόπου του όπως έπραξε μάλλον ο ποιητής Νικόλαος Κάλλας και ορισμένοι άλλοι, ο Σεφέρης ούτε αλληθωρίζει μονομερώς προς την Δύση και τα επιτεύγματά της, ούτε στέκεται με αγκυλωτική ευλάβεια στην Ανατολή, που η πατρίδα του και εκείνος, για μεγάλο ιστορικό χρονικό διάστημα ανήκαν. Ούτε προσπαθεί να μεταμορφωθεί σε κάτι που δεν του ταιριάζει είτε σαν ιδιοσυγκρασία είτε σαν στάση ζωής. Αλλά μάλλον στέκεται σε ένα χαλιναγωγούμενο μεταίχμιο, από όπου στοχαστικά και λυπημένα, νοσταλγικά και με τραγική ματιά αφηγείται τα του ερειπωμένου κόσμου του.
      Η αγγλοσαξωνική παράδοση μέσω του Τόμας Στέρν Έλιοτ και του Έζρα Πάουντ έχει με βεβαιότητα μπολιάσει την Σεφερική σκέψη και της έχει προσδώσει το πρόσημό της. Σίγουρα είναι φιλτραρισμένη η ματιά του από το αγγλοσαξονικό πνεύμα σε ποιο βαθμό, εξαρτάται από τα κείμενα που γράφει.
Θα μπορούσαμε ακόμα να πούμε χωρίς να κάνουμε λάθος μάλλον, ότι η λαϊκότητα του ποιητή Γιώργου Σεφέρη έχει ασφαλώς πολλά κοινά σημεία με εκείνη του Κώστα Καρυωτάκη. Διαθέτει επίσης, την τραγική και ενίοτε αδιέξοδη αυτή μοναξιά του Καρυωτακικού λόγου, εκεί που η ζωή και ο θάνατος διακλαδίζονται μέσα στο ίδιο του το υπαρξιακό Είναι στον ποιητή Καρυωτάκη, πάνω στα ερείπια του τόπου του στον ποιητή Σεφέρη. Και φυσικά δεν συγγενεύει η ματιά του με την  σκανδαλιστική σατιρική και σαρκαστική ασφαλώς κοινωνιολογική ματιά του Κώστα Βάρναλη, ή την υπερβολικά τονισμένη πολιτικά και παράδοξα φορτισμένη κομματικά ορισμένες φορές λιτή καθημερινή ματιά του Γιάννη Ρίτσου. Ο Γιάννης Ρίτσος πολλές φορές ηθελημένα χάνει το ποιητικό του πρόσωπο μέσα στην καταιγιστική περιγραφή των καθημερινών πραγμάτων, αντίθετα από τον Σεφέρη που δεν αποκόπτει ποτέ το νήμα της επιστροφής όσο και αν ταξιδέψει μέσα στον κατακερματισμένο χρόνο. Ένα νήμα που του απαγορεύει το βιολογικό θνήσκειν, κάτι που δεν συνέβη με τον Κώστα Καρυωτάκη. Τον Γιώργο Σεφέρη, όσο και να είναι λυπημένη η ποιητική του ματιά τον ενδιαφέρει ο προσωπικός του μύθος και αυτόν σχεδιάζει μέσα στο έργο του σε σύμπλευση με αυτόν της πατρίδας του. Ο όχι και τόσο λιγομίλητος ποιητής, επαναλαμβάνω και πάλι, ότι τα Ημερολόγιά του και σίγουρα η ογκώδης Αλληλογραφία του άλλα μας δείχνουν, γνωρίζει αυτό που τόσο εύστοχα έχει εκφράσει ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε, αν θυμάμαι καλά λέει ότι οι στίχοι ενός ποιήματος δεν είναι συναισθήματα, αλλά εμπειρίες. Που σημαίνει ότι με τις εμπειρίες αυτές μπορείς να οικοδομήσεις τον προσωπικό σου μύθο, όσο τραγικές και αν είναι οι εμπειρίες αυτές. Τα συναισθήματα παρέρχονται, οι εμπειρίες όμως παραμένουν μέχρι τα βάθη της προσωπικής μας αβύσσου.
Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, με ακρίβεια μας μιλά για την κοσμική κόλαση της εποχής του και των ιστορικών της πατρίδας του περιόδων με τον πιο απλό και εύληπτο τρόπο, όπως η γιαγιά μας θα μας εξιστορούσε τα πιο φρικτά και άγρια παραμύθια με μια απέραντη γλυκύτητα.
    «Ποιος βουρκωμένος ποταμός μας πήρε; Μείναμε στο βυθό./
Τρέχει το ρέμα πάνω απ’ το κεφάλι μας…»
     Ο περιβόητος διχασμός του ποιητής, έτσι όπως μας τον ανέλυσε ο καθηγητής και θεωρητικός της λογοτεχνίας αλλά και ποιητής Νάσος Βαγενάς, δεν είναι μάλλον παρά ο διχασμός της ίδιας της κοινωνίας στην οποία ζει και εργάζεται, δραστηριοποιείται και αντλεί το ποιητικό του υλικό ο ποιητής.
       Ο ποιητής την μόνη άμυνα που διαθέτει, στο μακρύ του ταξίδι όχι για την Καβαφική Ιθάκη, αλλά για τους Εμμαούς, είναι αυτός ο τσουχτερός και πικρόχολος πολλές φορές σαρκασμός, που κρύβει ταυτόχρονα και το ατομικό του μαρτύριο. Δεν έχει άλλον τρόπο να αντιμετωπίσει την κουφότητα των πολιτικών ή των ανθρώπων της εξουσίας και του χρήματος. Πολλές φορές μένει αμήχανος μπρος στην αδιαφορία των κρατούντων ή την έλλειψη ευαισθησίας τους και το μόνο που του απομένει είναι η δική του ή η Καρυωτακική ειρωνεία και ο σαρκασμός, χωρίς να σπάει τους δεσμούς όμως με την κυρίαρχη αστική τάξη την οποία υπηρέτησε επαγγελματικά ως διπλωμάτης. Ο Σεφέρης, όπως φαίνεται όχι μόνο στα Πολιτικά του Ημερολόγια, συνεχώς καταγράφει αλλά και πολύ προσεχτικά σχολιάζει πρόσωπα και γεγονότα, είναι το μόνο που του απομένει μια και γνωρίζει ότι η όποια παρέμβασή του στα πολιτικά πράγματα θα ήταν μάλλον ατελέσφορη και σίγουρα παρεξηγήσιμη.
   Η τιθασευμένη εκφραστική του ικανότητα είναι συγκλονιστική. Πολλές φορές σημαίνει με έναν πλάγιο τρόπο αυτά που δεν μπορεί να πει ευθαρσώς. Οι δεσπόζουσες εικόνες του ποιητικού του σώματος δίνουν την αίσθηση ενός Προμηθεϊκού μαρτυρίου. (ας μην μας διαφεύγει η αγάπη του για τον αρχαίο τραγικό Αισχύλο).
   «Ο ποιητής/
χαμίνια του πετούν μαγαρισιές/
καθώς βλέπει τ’ αγάλματα να στάζουν αίμα…».
…. «γιατί τ’ αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια, είμαστε εμείς»
     Ο ποιητής είναι μάρτυρας ενός μαρτυρίου που έρχεται από τα βάθη της ανθρώπινης ιστορίας και συνμαρτυρεί μαζί με τα θύματα στους νεότερους. Η ανθρώπινη πορεία είναι καταδικασμένη  από μια σκοτεινή μοίρα τόσο ισχυρή όσο ο ίδιος ο θάνατος.
    Αν ο Γιάννης Ρίτσος χρησιμοποιεί πολλές φορές μια κινηματογραφική γραφή καθημερινών συμβάντων, μεγάλα πλάνα αφήγησης, θέλοντας να μας διηγηθεί την καθημερινή πραγματικότητα με αφάνταστα κουραστική λεπτομέρεια, ο Οδυσσέας Ελύτης φωτίζει και αναδεικνύει την αγαθή όψη των πραγμάτων και τα περιβάλλει με ένα φωτοστέφανο πνεύματος, τα κυκλώνει με ένα ποιητικό ουράνιο τόξο μετά την καταιγίδα της ζωής ή της ιστορίας, και ο Κωνσταντίνος Καβάφης αναπολεί το αρχαίο και όχι μόνο κάλλος των σωμάτων και την χαμένη ομορφιά του προσώπου που την συναντά πλέον μόνο μέσα στην ιστορία, σε αυτά τα εκθαμβωτικά σπαράγματα πρόκλησης ανομολόγητων ερώτων, ο έντονα Καρυωτακικός ποιητής Γιώργος Σεφέρης παραμένει στην αποτύπωση της γραφής που του προσφέρει η φωτογραφική απεικόνιση των συμβάντων μέσα στον ιστορικό χρόνο, και μας δίνει με φειδώ το συναίσθημα που εκπορεύεται από την στιγμιοτυπική αυτή εικόνα. Μια εικόνα όμως, που έχει παράδοση, ιστορία και μέλλον.
    Ο Σεφέρης, δημιουργεί ιστορία με την ποίησή του, και πολιτική με τα ημερολόγιά του.
   Οι απηχήσεις του αρχαίου κι διαχρονικού πνεύματος οδηγούν στην οικοδόμηση ενός κόσμου αρμονικού, ενώ οι αντηχήσεις της ανθρώπινης απληστίας και του κοινωνικού κακού είναι τόσο δυνατές που βυθίζουν την καθημερινότητα σε ένα πελασγικό άμορφο και χαώδες σύμπαν.
«πως έχει ο θάνατος δρόμους ανεξερεύνητους/
και μια δική του δικαιοσύνη.»
       Ο κόσμος του Σεφέρη, κυβερνάται θα έλεγε κανείς από μια οδυνηρή Μοίρα, μια σκοτεινή Ειμαρμένη ανεξήγητη στον άνθρωπο και επιβουλευτική των προσπαθειών του. Και όσο πιο πολύ αγωνίζεται να ξεφύγει από αυτήν τόσο πιο πολύ θρυμματίζεται, τόσο πιο πολύ δένεται με τις προσόδους της.
Μια Μοίρα σκοτεινή που μας έρχεται από τα βάθη της Σισύφειας ανθρωπότητας και η οποία εισέρχεται μέσα στην ιστορία του καθενός μας με ένα άβουλο και υποχθόνιο πάθος.
«Μιλούσες για πράγματα που δεν τα έβλεπαν/
κι αυτοί γελούσαν».
      Ο ποιητής γνωρίζει ότι η ποίηση είναι το μόνο άλλοθι του βίου μας. Το μόνο ίσως γνήσιο σιντέφι που παράγει την λύτρωση. Ίσως μόνο και μόνο για να μας πει όπως και πάλι γράφει ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε, «Κύριε δώσε στον καθένα τον δικό του θάνατο» κάτι που μόνο ένας ποιητής προς έναν άλλο ποιητή μπορεί να πει.
   Και γνωρίζοντας καλά αυτό ο Γιώργος Σεφέρης, κάνει στόχο της ζωής του να μας περιγράψει την εικόνα ενός μακάβριου απολογισμού από θανάτους ενός θυματοποιημένου κόσμου και μιας κατακερματισμένης ζωής.
«Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν εγκαταλείψετε την ζωή σας/
εγκαταλείψαμε την ζωή μας και βρήκαμε την στάχτη.»
    Ο Κόσμος μετατοπίστηκε με την πορεία που έχει πάρει και ο ποιητής το γνωρίζει και μας το υπενθυμίζει. Το ποιητικό προζύμι αυγατίζει την ελπίδα για ζωή, και αμβλύνει το σταφίδιασμα του βίου και της Τέχνης.
       Ο Γιώργος Σεφέρης, σαν πολιτικοποιημένο από την άλλη άτομο, μας άφησε μιας σειρά από συναρπαστικότατες ημερολογιακές καταγραφές. Η ανάγκη ενός συντρόφου, ενός φίλου όπως τόσο συχνά γράφει, είναι έντονη μέσα στα πολιτικά και ιστορικά αυτά κείμενα που συνεχώς εξομολογείται την διπλωματική και την προσωπική του μοναξιά.
Φύση μελαγχολική και κλειστή, με πολύ συγκρατημένο ανθρώπινο λυρισμό, όποτε το θεωρεί σκόπιμο αφήνει να διαφανεί ο τεράστιος μόχθος της διανοητικής του συγκέντρωσης και των προβλημάτων που τον απασχολούν.
      Ο Σεφέρης, ο κυριότερος εκπρόσωπος ίσως της Γενιάς του 1930, ο τελευταίος ίσως Καρυωτακικός της γενιάς του, παρότι ο ίδιος δεν τον μνημονεύει συχνά στις συγκλονιστικές και διδακτικές Δοκιμές του, ανήκει σε έναν κόσμο που μεγάλες φυσιογνωμίες της Τέχνης παρήγαγαν πολιτισμό, και αλήθεια ζωής, την ίδια στιγμή που οι πολιτικοί γκρέμιζαν και τα δύο.
Προσπάθησε με τον ποιητικό του λόγο, με παραβολές και «παραμύθια»να απαλύνει τον ανθρώπινο πόνο και να ανακουφίσει την μόνιμη δυστυχία του ανθρώπου από το ιστορικό και κοσμικό κακό.
     Ο Κόσμος όμως που δεν είναι πια κόσμημα, θα εξακολουθεί να ανήκει στον Ζαν Πωλ Σαρτρ και τον Σάμιουελ Μπέκετ, παρά στον Οδυσσέα Ελύτη ή στον Δομίνικο Θεοτοκόπουλο.
       Μετά από είκοσι τόσα χρόνια οι έφηβοι της εποχής εκείνης μεγάλωσαν, άλλους τους αποπλάνησε ο χρόνος, άλλοι αφέθηκαν σε έναν βαρούχειο βίο, άλλοι μαράγκιασαν τις ψυχές τους από την αγωνία για εύκολο πλουτισμό, άλλοι άνοιξαν την πόρτα την σκοτεινή και έγιναν χελιδόνια του ονείρου. Λίγοι απομείνανε να καταγράφουν με προσωπική απόγνωση την παρακμιακή εποχή μας σε μια άξενη πόλη, σε ένα αφιλόξενο πλέον λιμάνι, συντροφιά με τον λόγο των ποιητών.
   «Η Ζωή σου είναι ότι έδωσες/
τούτο το κενό είναι ότι έδωσες/
το άσπρο χαρτί.»
Και αφού μας
«βαραίνουν οι φίλοι που δεν ξέρουν πώς να πεθάνουν»
ο ποιητής είναι πάλι εδώ με έναν άλλον τρόπο.
Όπως και η Ζωή.
«Είτε βραδιάζει/
… είτε φέγγει/
μένει λευκό/
το γιασεμί.»
       Και αυτό το λευκό γιασεμί της ποίησης του Γιώργου Σεφέρη εξακολουθώ να μυρίζω και να χαίρομαι είκοσι χρόνια τώρα, και Νυν και Αεί…

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα
«Η Φωνή του Πειραιώς», Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2001, σελίδες 4, 7.
Πειραιάς, Σάββατο, 18 Ιανουαρίου 2014