Το γιασεμί της ποίησης του Γιώργου
Σεφέρη
«Γιατί
πέρασαν τόσα και τόσα μπροστά στα μάτια μας,
που
και τα μάτια μας δεν είδαν τίποτε…».
Σημαίνει άραγε κάτι η ανάγνωση του
Σεφερικού έργου στις μέρες μας; Ή μήπως περιμένουμε μια ακόμα ημερολογιακή
επετειακή αφορμή για να ξεσκονίσουμε τα ράφια της μνήμης μας και να
ξεφυλλίσουμε τα βιβλία του Μικρασιάτη νομπελίστα και διπλωμάτη ποιητή;
Οι σημερινοί νέοι και νέες με το σκουλαρίκι
σε όλα τα φανερά και κρυφά σημεία του σώματός τους, τα πολλαπλά τατουάζ και τα
πανάκριβα κινητά τους, που σαρκάζουν κάθε τι το παλαιό και προερχόμενο από μια
διαχρονική παράδοση και «βακχιάζονται» από τα Χριστοδουλικά πομπώδη ανέκδοτα
και τις τραγουδιστικές ικανότητες των παπαροκάδων που τόσο χαριτωμένα παίζουν
με τα αυτοκινητάκια στα λούνα παρκ, υποψιάζονται άραγε τι προσέφεραν στην
ιστορική παράδοση και την αισθητική ιδιοπροσωπεία αυτού του ταλαιπωρημένου
τόπου, πρόσωπα-και δημιουργοί σαν τον Γιώργο Σεφέρη;
Οι έφηβοι αυτοί, όχι με το σταυρουδάκι του
ήλιου στο στήθος τους, όπως έγραψε ποιητικά ο άλλος νομπελίστας μας ποιητής, ο
Οδυσσέας Ελύτης, αλλά με τα κακόγουστα και κραυγαλέα τατουάζ και τα μαλλιά
καρφιά-σαν να θέλουν να ξυπνήσουν από τον λήθαργο τον αινιγματικό ουρανό-και
την τσίχλα πάντα στο στόμα, που απολαμβάνουν μακάβρια αλλά και μακάρια την
ηδονική κενότητα της εποχής μας, και βιώνουν την αίσθηση του κοινωνικού
παραλογισμού με την ίδια ευκολία που κάνουν ζάπινγκ στα συναισθήματά τους,
άραγε μπορούν να νιώσουν πόσο πραγματικά ερωτικός ποιητής είναι ο Γιώργος
Σεφέρης;
Εκτός,
και αν αυτό το είδος της ερωτικής δημιουργίας ανήκει σε κάτι ξενέρωτους τύπους
του παλαιού καιρού, με τις καραφλίτσες και τις κοιλίτσες τους, λιγάκι
μαλακομπουκωμένους που δεν αναζητούν τα ερωτικά τους πρότυπα στα διάφορα
Νιτροειδή και Κλικοειδή έντυπα ή τις ηδονοβλεψιακές ειδήσεις της ιδιωτικής Τηλεόρασης.
Μήπως πάλι, με τον δικό τους φανερό κοινωνικά τρόπο οι νέοι, προσπαθούν να
ξορκίσουν τους εκφυλισμένους προγόνους τους; ή ίσως βρισκόμαστε σε ένα νέο
είδος ανθρώπου που αργά αλλά σταθερά και με αρκετή επιμονή έχει αρχίσει να
χάνει τις ανθρώπινες ιδιότητές του, τουλάχιστον όπως έμαθαν να τις αναγνωρίζουν
οι δικές μας γενιές.
Σταθερός για όσους κατόρθωσαν να νιώσουν,
ο μνησιπήμων πόνος της ζωής. Μιας ζωής, που χάνεται άσκοπα στα Χρηματιστηριακά
κανάλια και τις πριβέ μεγαλαυχίες των νεόπλουτων.
Όμως ο «άνθρωπος
είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο/ άπληστος σαν το χόρτο…»
Γνωρίσαμε και διαβάσαμε τον ποιητή Γιώργο
Σεφέρη σε μια άλλη ιστορικά και πολιτικά εποχή. Όταν η Ελλάδα έβγαινε από το
Τούνελ της Δικτατορίας χωρίς την βοήθεια της δημοσιογράφου Νικολούλη, αλλά με
τους αγώνες, τις ακάματες προσπάθειες και τις θυσίες χιλιάδων προ ημών και υμών
αγωνιστών.
Θεωρείτο ντροπή για την δική μας την γενιά
αυτή που έζησε τα επαναστατικά και θυελλώδη χρόνια των μέσων της δεκαετίας του
1970, που ακόμα δεν είχε τελειώσει το Λύκειο ή το Γυμνάσιο, και ρουφούσε στην
κυριολεξία τον ποιητικό λόγο, να μην διαβάσει, να μην αποστηθίσει και να μην
μιλήσει για τον Γιώργο Σεφέρη, έστω και αν μια κρυφή ροπή κάπως ανερμήνευτη και
ασυναίσθητη τότε, μας οδηγούσε να κλείσουμε το μάτι στον Αλεξανδρινό, σε αυτόν
που μας έδειχνε τις ανάγκες του σώματος μας που λύγιζε κάτω από ανομολόγητες
ερωτικές επιθυμίες. Εξάλλου, το 1978, το 1979, δεν απείχε πολύ από την
βιολογική απώλεια του ποιητή. Και αργότερα συνειδητοποιήσαμε όσοι αγαπούσαμε
την ποίηση, ότι οι περισσότεροι ποιητές της προηγούμενης γενιάς από εμάς, οι
ποιητές της λεγόμενης Γενιάς του 1970 αλλά και αρκετοί μεταγενέστεροι ήσαν
επίγονοι Σεφερικοί.
Ο
Σεφερικός ποιητικός λυγμός έρχονταν και έδενε με την αγωνιστική
αποφασιστικότητα των νέων εκείνης της εποχής, όπως φυσικά και το αγωνιστικό
φρόνημα και ο ποιητικός λόγος του Γιάννη Ρίτσου.
Στην ημερήσια πνευματική τροφή βρίσκονταν
οι ποιητές, Γιώργος Σεφέρης, ο πρόσφατα βραβευμένος Οδυσσέας Ελύτης, ο
ταλαιπωρημένος και χιλιοτραγουδισμένος Γιάννης Ρίτσος, ο κρυφός πόθος και η
ερωτική αγαλλίαση του ποιητικού στίγματος του Κωνσταντίνου Καβάφη, ο λόγος του
επίσης αγωνιστή Τάσου Λειβαδίτη, και λιγότερο ίσως ο σαρκαστής και απαισιόδοξος
Κώστας Καρυωτάκης, ο παράξενος κόσμος του Τάκη Παπατσώνη, ή οι σουρεαλιστές
ποιητές Νίκος Εγγονόπουλος και Ανδρέας Εμπειρίκος.
Ο εθνικός μας μουσικοσυνθέτης Μίκης
Θεοδωράκης μας είχε με τον δικό του τρόπο προετοιμάσει μουσικά. Ο λόγος των
ποιητών είχε τραγουδηθεί από τα στόματα εκατομμυρίων Ελλήνων σε ανύποπτες
στιγμές και σε διαφορετικούς χώρους που δεν το βάζει ο νους των σημερινών
ανθρώπων.
Απογεύματα ατέλειωτα μαζί με Πειραιώτες
παιδικούς φίλους-κουλτουριάρηδες κατά το κοινώς λεγόμενο-λογομαχούσαμε πάνω
στους Σεφερικούς στίχους, τις πλημμυρισμένες θλίψη εικόνες του, προπαντός τα
συγκλονιστικά Ημερόλογιά του, τις περιβόητες Δοκιμές του, την πολιτική του
στάση απέναντι στην πρόσφατα κατάρρευση της Απριλιανής χούντας. Αυτή η Πλατεία
Αλεξάνδρας στην Καστέλα μέχρι κάτω στην στροφή της Χαριλάου Τρικούπη στο
Πασαλιμάνι, έχει ακούσει τόσες ποιητικές συλλογές, Ελλήνων και Ξένων ποιητών, όσες
μάλλον δεν έχει ακούσει η περιοχή της Μον Μάρτ, στο Παρίσι.
Και
για την ιστορία όπως λένε, θυμάμαι κάποιο απόγευμα μαζί με τον εφηβικό φίλο,
Πειραιώτη συγγραφέα Βρασίδα Καραλή να διαβάζουμε τον «Τάφο» του Κωστή Παλαμά
καθισμένοι σε σκαλάκια στο κέντρο του Πασαλιμανιού απέναντι από το Ρολόι-εκεί
που έδωσε ραντεβού ο Πειραιώτης ηθοποιός Δημήτρης Παπαμιχαήλ στην Αλίκη
Βουγιουκλάκη στην γνωστή ταινία-και επειδή μας είχε πιάσει ο ποιητικός οίστρος
και διαβάζαμε φωναχτά το συνταραχτικό αυτό ποιητικό κείμενο του Παλαμά, μας
έπιασε η αστυνομία για διατάραξη, μας πέρασε για ταραχοποιούς, και άλλα πολλά.
Αυτές τις κοινωνικές και προσωπικές
αναταράξεις δημιουργούσε εκείνα τα χρόνια ο ποιητικός λόγος.
Και ήταν σαν να μας προσκαλούσε και να μας
έλεγε:
«Πεταχτείτε
πάνω σαν λιοντάρια μετά από ύπνο ελαφρύ/
Γίνετε
ένα ακατανίκητο πλήθος!/
Τινάξτε
τις αλυσίδες όπως την πρωινή δροσιά/
Που
‘πεσε πάνω σας όταν κοιμόσασταν/
Είστε
πολλοί-κι είναι λίγοι»,
όπως
λέει ο ποιητικός λόγος του Άγγλου ποιητή Πέρσι Σέλεϊ.
Σε ποίηση και όνειρο, αλλά για να ήμαστε
δίκαιοι και με τον χρόνο, και πολύ σωματική μη ταριχευμένη λαγνεία, σκορπίσαμε
τα χρόνια μας απλόχερα, χωρίς δραχμή στην τσέπη, χωρίς φράγκο για φανταστικά
ταξίδια, και τραβήξαμε τον δρόμο προς τον Κολωνό με μόνο εφόδιο τους στίχους
των ποιητών για βακτηρία.
«Το ξέρεις
όποιος αγάπησε στο φως των άλλων ο κόσμος φθείρεται, μα εσύ θυμήσου Άδης και
Διόνυσος είναι το ίδιο».
Ο κόσμος, ο κόσμος μας, «υπέφερε» τότε,
από την Σαρτρική «Ναυτία» και αγκομαχούσε από την «αφιλοξενία» του Αλμπέρτ
Καμύ. Ο Σάμιουελ Μπέκετ, ακόμα δεν είχε χαράξει μάλλον τους ορίζοντές του τόσο
έντονα, η επιρροή πάλι της «Έρμης Χώρας» του Τόμας Στερν Έλιοτ, ήταν πιο
εμφανής, η ποιητική της προέλαση είχε αρχίσει νωρίτερα από την εμφάνιση της
δικής μας γενιάς.
Η
Ποίηση και η Πολιτική ήταν στα πάνω τους.
Οι
περισσότεροι δημιουργοί της γενιάς του 1930 είχαν φύγει για την άνω
Ποιητούπολη.
Το επαναστατικό και ελεύθερο κλίμα της
εποχής εκείνης, ήταν φορτισμένο με το Όραμα του Αρθούρου Ρεμπώ, του τραγικά
δολοφονημένου στην Ιταλία ίσως από πολιτικές σκοπιμότητες, σκηνοθέτη και
επαναστάτη δημιουργού Πιέρ Πάολο Παζολίνι, από το μαγευτικό εικαστικό Όραμα του
Ισπανού Σαλβαντόρ Νταλί και των διαφόρων Σουρεαλιστών δημιουργών. «Η Κοιλάδα με
τους Ροδώνες», του ζωγράφου και ποιητή Νίκου Εγγονόπουλου, διαβαζόταν με πάθος
μια και συνένωνε την παράδοση με το κίνημα του σουρεαλισμού στην ποίηση. Ο
αυτόχειρας επίσης Ρώσος-τότε Σοβιετικός-Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκυ συνόδευε την τότε σίγουρα
στρατευμένη μας ποιητική ματιά. Αλλά και ο λυρικός και ρωμαλέος λόγος του
Ισπανού Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, συντρόφευε την ασυνθηκολόγητη σε πολλά επίπεδα
εποχή μας.
Και,
φυσικά, ο Κωνσταντίνος Καβάφης κρυφά και σιγαλόφωνα διαβαζόταν και ακόμα
αφανέρωτα υιοθετούνταν το οράματά του γι αυτά τα «μάτια τα μαβιά»
Σιγαλόφωνος ποιητής ο Γιώργος Σεφέρης με
έναν ποιητικό λόγο μάλλον πλημμυρισμένο άγχος και βαθειά μελαγχολία, μας έμαθε αυτήν
την αναγκαία ισορροπία μεταξύ του ατόμου και του πλήθους, του Βολταιρικού εγώ και
του Μακρυγιαννικού εσύ-εμείς, της Καρτεσιανής σκέψης και στοιχήματος του Μπλαζέ
Πασκάλ, της διάσπασης των κυβιστικών διανοητικών μορφών του Πάμπλο Πικάσο και
του Θεοφιλικού λαϊκού συναισθήματος. Η ποιητική του ματιά, μας δίδαξε την λεπτή
γραμμή που συνδέει την πατρίδα του καθενός μας με τον κόσμο. Έλληνας μέχρι το
κόκαλο αλλά ταυτόχρονα και Οικουμενικός.
Ο ποιητικός του λόγος ζυγιασμένος μέχρι
κινδύνου κατάρρευσης, σφιχτός μέχρι τα όρια της απόκρυψης, έχει μια αρχαία
δωρικότητα, αλλά ταυτοχρόνως και τρυφερός μέχρι κρυφών λυγμών όπου χρειάζεται,
έντονα λυρικός μέσα στην εξομολογητική του πρόθεση, μυθοποιητικός στις
αναφορικές του καταβολές, μετέχει ενός συντριμματικού κόσμου που χάνεται ενώ ταυτόχρονα
τον καταγράφει και τον περιγράφει με την πρώτη πρωτόγνωρη αίσθηση που αφήνει
ένα ερωτικό άγγιγμα.
Ο λόγος του Σεφέρη είναι σίγουρα αρκετά
στοχαστικός με μια μακρά παράδοση και ιστορία, που τις περισσότερες φορές έχεις
την αίσθηση ότι είναι ένας ποιητικός λόγος μιας άμεσης σπαραγματικής
αποκάλυψης, είναι το ποιητικό στίγμα που μας υποδηλώνει καθαρά και με
μελαγχολική σαφήνεια, ότι η βιωματική αλήθεια του πραγματικού δημιουργού είναι
πάντα άμεση, και ίσως και πάντα διαθέσιμη μέσα στην τετριμμένη μας
καθημερινότητα, είναι ο πιστός φύλακας του ιστορικού γίγνεσθαι αλλά και του
άμεσου κόσμου μας, ενός κόσμου που έχει τραγικά αποσπαστεί από το αληθινό του
Είναι και έχει μετατραπεί σε χρησιμοθηρικό εργαλείο στα χέρια των ανθρώπων με
τίμημα το αλόγιστο κέρδος.
Η ποιητική μελαγχολική ματιά του Σεφέρη,
που τόσα πολλά οφείλει στον Αυτόχειρα της Πρέβεζας, τον Κώστα Καρυωτάκη, χωρίς
να ρέπει προς την ειρωνεία δεν είναι μάλλον μορφοποιητική αλλά αβάσταχτα
διαπιστωτική. Χωρίς να υποτάσσεται σε ιστορικές παλινδρομήσεις έχει μια υπόγεια
κίνηση προς το ήθος του παρόντος που εκείνος καλλιεργεί, πέρα από ιστορικές ή
πολιτικές σκοπιμότητες, πέρα από εξουδετεροποιημένες από την κατάχρηση, εθνικές
μεγαλαυχίες της παράδοσης ημών των νεοελλήνων.
Το
βλέμμα του είναι πάντοτε τιθασευμένο, δεν αφήνεται σε πελαγοδρομήσεις λυρικών
ανατάσεων που προσφέρουν διέξοδο στις διαπιστωτικές παθογένειες της φυλής μας.
Γιαυτό
και νιώθουμε αρκετές φορές ο ποιητικός του λόγος να είναι τόσο στεγνός
επιφανειακά, ένας ποιητικός λόγος που πλησιάζει να στερέψει και να γίνει πόρος.
Σαν τις άδειες της πατρίδας του στέρνες. Είναι ένας απτός διαπιστωτικός λόγος,
που μετέχει ενός κόσμου που χάνεται ενώ ταυτόχρονα με εξομολογητική πρόθεση τον
καταγράφει.
Οι
λέξεις του επιλεγμένες με ακρίβεια, πολλές φορές αγωνίζονται να κρύψουν το
εντός τους μέσα σε μια μελαγχολικά νοτισμένη ατμόσφαιρα, είναι συμπλήρωμα ή
δυνατό υποστύλωμα του εξομολογητικού του ύφους. Ο Σεφέρης, μας γίνεται
περισσότερο αποκαλυπτικός στα Ημερολόγιά του, και στην ογκωδέστατη Αλληλογραφία
του, που μας δηλώνει έναν ποιητή όχι και τόσο σιωπηλό-, μάλλον αρκετά
ομιλητικό- όπως πίστευε τουλάχιστον η δική μας γενιά.
Την γλώσσα του την διακρίνει μια αστική
ευγένεια, χωρίς να αποφεύγει και τους έντονους χρωματισμούς ενός κλασικού και
καθιερωμένου τρόπου ποιητικής έκφρασης, μιας στερεής και κλασικής λαϊκότητας, η
οποία προέρχεται από την μεγάλη του παιδεία και την εξοικείωσή του με έργα της
παράδοσης, όπως είναι το Δημοτικό Τραγούδι, η Κρητική Λογοτεχνία, τα Ακριτικά
Έπη κ.λ.π. Μια αρχοντική λαϊκότητα που θυμίζει έντονα τις μεγάλες στιγμές της
Ελληνικής μας παράδοσης, αλλά που είναι φιλτραρισμένη από έναν Δυτικής υφής
πνευματικό στοχασμό. Και ίσως αυτό την κάνει πιο ενδιαφέρουσα, όπως και των
άλλων δημιουργών της γενιάς του, της γενιάς του 1930.
Ο
Γιώργος Σεφέρης δεν κόβει τους δεσμούς του με την λαϊκή αυτή παράδοση του τόπου
του όπως έπραξε μάλλον ο ποιητής Νικόλαος Κάλλας και ορισμένοι άλλοι, ο Σεφέρης
ούτε αλληθωρίζει μονομερώς προς την Δύση και τα επιτεύγματά της, ούτε στέκεται
με αγκυλωτική ευλάβεια στην Ανατολή, που η πατρίδα του και εκείνος, για μεγάλο
ιστορικό χρονικό διάστημα ανήκαν. Ούτε προσπαθεί να μεταμορφωθεί σε κάτι που
δεν του ταιριάζει είτε σαν ιδιοσυγκρασία είτε σαν στάση ζωής. Αλλά μάλλον
στέκεται σε ένα χαλιναγωγούμενο μεταίχμιο, από όπου στοχαστικά και λυπημένα,
νοσταλγικά και με τραγική ματιά αφηγείται τα του ερειπωμένου κόσμου του.
Η αγγλοσαξωνική παράδοση μέσω του Τόμας
Στέρν Έλιοτ και του Έζρα Πάουντ έχει με βεβαιότητα μπολιάσει την Σεφερική σκέψη
και της έχει προσδώσει το πρόσημό της. Σίγουρα είναι φιλτραρισμένη η ματιά του
από το αγγλοσαξονικό πνεύμα σε ποιο βαθμό, εξαρτάται από τα κείμενα που γράφει.
Θα
μπορούσαμε ακόμα να πούμε χωρίς να κάνουμε λάθος μάλλον, ότι η λαϊκότητα του
ποιητή Γιώργου Σεφέρη έχει ασφαλώς πολλά κοινά σημεία με εκείνη του Κώστα
Καρυωτάκη. Διαθέτει επίσης, την τραγική και ενίοτε αδιέξοδη αυτή μοναξιά του
Καρυωτακικού λόγου, εκεί που η ζωή και ο θάνατος διακλαδίζονται μέσα στο ίδιο
του το υπαρξιακό Είναι στον ποιητή Καρυωτάκη, πάνω στα ερείπια του τόπου του
στον ποιητή Σεφέρη. Και φυσικά δεν συγγενεύει η ματιά του με την σκανδαλιστική σατιρική και σαρκαστική ασφαλώς
κοινωνιολογική ματιά του Κώστα Βάρναλη, ή την υπερβολικά τονισμένη πολιτικά και
παράδοξα φορτισμένη κομματικά ορισμένες φορές λιτή καθημερινή ματιά του Γιάννη
Ρίτσου. Ο Γιάννης Ρίτσος πολλές φορές ηθελημένα χάνει το ποιητικό του πρόσωπο
μέσα στην καταιγιστική περιγραφή των καθημερινών πραγμάτων, αντίθετα από τον
Σεφέρη που δεν αποκόπτει ποτέ το νήμα της επιστροφής όσο και αν ταξιδέψει μέσα
στον κατακερματισμένο χρόνο. Ένα νήμα που του απαγορεύει το βιολογικό θνήσκειν,
κάτι που δεν συνέβη με τον Κώστα Καρυωτάκη. Τον Γιώργο Σεφέρη, όσο και να είναι
λυπημένη η ποιητική του ματιά τον ενδιαφέρει ο προσωπικός του μύθος και αυτόν
σχεδιάζει μέσα στο έργο του σε σύμπλευση με αυτόν της πατρίδας του. Ο όχι και
τόσο λιγομίλητος ποιητής, επαναλαμβάνω και πάλι, ότι τα Ημερολόγιά του και
σίγουρα η ογκώδης Αλληλογραφία του άλλα μας δείχνουν, γνωρίζει αυτό που τόσο
εύστοχα έχει εκφράσει ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε, αν θυμάμαι καλά λέει ότι οι στίχοι
ενός ποιήματος δεν είναι συναισθήματα, αλλά εμπειρίες. Που σημαίνει ότι με τις
εμπειρίες αυτές μπορείς να οικοδομήσεις τον προσωπικό σου μύθο, όσο τραγικές
και αν είναι οι εμπειρίες αυτές. Τα συναισθήματα παρέρχονται, οι εμπειρίες όμως
παραμένουν μέχρι τα βάθη της προσωπικής μας αβύσσου.
Ο
ποιητής Γιώργος Σεφέρης, με ακρίβεια μας μιλά για την κοσμική κόλαση της εποχής
του και των ιστορικών της πατρίδας του περιόδων με τον πιο απλό και εύληπτο
τρόπο, όπως η γιαγιά μας θα μας εξιστορούσε τα πιο φρικτά και άγρια παραμύθια
με μια απέραντη γλυκύτητα.
«Ποιος
βουρκωμένος ποταμός μας πήρε; Μείναμε στο βυθό./
Τρέχει
το ρέμα πάνω απ’ το κεφάλι μας…»
Ο περιβόητος διχασμός του ποιητής, έτσι
όπως μας τον ανέλυσε ο καθηγητής και θεωρητικός της λογοτεχνίας αλλά και
ποιητής Νάσος Βαγενάς, δεν είναι μάλλον παρά ο διχασμός της ίδιας της κοινωνίας
στην οποία ζει και εργάζεται, δραστηριοποιείται και αντλεί το ποιητικό του
υλικό ο ποιητής.
Ο ποιητής την μόνη άμυνα που διαθέτει,
στο μακρύ του ταξίδι όχι για την Καβαφική Ιθάκη, αλλά για τους Εμμαούς, είναι
αυτός ο τσουχτερός και πικρόχολος πολλές φορές σαρκασμός, που κρύβει ταυτόχρονα
και το ατομικό του μαρτύριο. Δεν έχει άλλον τρόπο να αντιμετωπίσει την
κουφότητα των πολιτικών ή των ανθρώπων της εξουσίας και του χρήματος. Πολλές
φορές μένει αμήχανος μπρος στην αδιαφορία των κρατούντων ή την έλλειψη
ευαισθησίας τους και το μόνο που του απομένει είναι η δική του ή η Καρυωτακική
ειρωνεία και ο σαρκασμός, χωρίς να σπάει τους δεσμούς όμως με την κυρίαρχη
αστική τάξη την οποία υπηρέτησε επαγγελματικά ως διπλωμάτης. Ο Σεφέρης, όπως
φαίνεται όχι μόνο στα Πολιτικά του Ημερολόγια, συνεχώς καταγράφει αλλά και πολύ
προσεχτικά σχολιάζει πρόσωπα και γεγονότα, είναι το μόνο που του απομένει μια
και γνωρίζει ότι η όποια παρέμβασή του στα πολιτικά πράγματα θα ήταν μάλλον
ατελέσφορη και σίγουρα παρεξηγήσιμη.
Η τιθασευμένη εκφραστική του ικανότητα είναι
συγκλονιστική. Πολλές φορές σημαίνει με έναν πλάγιο τρόπο αυτά που δεν μπορεί
να πει ευθαρσώς. Οι δεσπόζουσες εικόνες του ποιητικού του σώματος δίνουν την
αίσθηση ενός Προμηθεϊκού μαρτυρίου. (ας μην μας διαφεύγει η αγάπη του για τον
αρχαίο τραγικό Αισχύλο).
«Ο ποιητής/
χαμίνια
του πετούν μαγαρισιές/
καθώς
βλέπει τ’ αγάλματα να στάζουν αίμα…».
….
«γιατί τ’ αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια, είμαστε εμείς»
Ο ποιητής είναι μάρτυρας ενός μαρτυρίου
που έρχεται από τα βάθη της ανθρώπινης ιστορίας και συνμαρτυρεί μαζί με τα
θύματα στους νεότερους. Η ανθρώπινη πορεία είναι καταδικασμένη από μια σκοτεινή μοίρα τόσο ισχυρή όσο ο ίδιος
ο θάνατος.
Αν ο Γιάννης Ρίτσος χρησιμοποιεί πολλές
φορές μια κινηματογραφική γραφή καθημερινών συμβάντων, μεγάλα πλάνα αφήγησης,
θέλοντας να μας διηγηθεί την καθημερινή πραγματικότητα με αφάνταστα κουραστική
λεπτομέρεια, ο Οδυσσέας Ελύτης φωτίζει και αναδεικνύει την αγαθή όψη των
πραγμάτων και τα περιβάλλει με ένα φωτοστέφανο πνεύματος, τα κυκλώνει με ένα
ποιητικό ουράνιο τόξο μετά την καταιγίδα της ζωής ή της ιστορίας, και ο
Κωνσταντίνος Καβάφης αναπολεί το αρχαίο και όχι μόνο κάλλος των σωμάτων και την
χαμένη ομορφιά του προσώπου που την συναντά πλέον μόνο μέσα στην ιστορία, σε
αυτά τα εκθαμβωτικά σπαράγματα πρόκλησης ανομολόγητων ερώτων, ο έντονα Καρυωτακικός
ποιητής Γιώργος Σεφέρης παραμένει στην αποτύπωση της γραφής που του προσφέρει η
φωτογραφική απεικόνιση των συμβάντων μέσα στον ιστορικό χρόνο, και μας δίνει με
φειδώ το συναίσθημα που εκπορεύεται από την στιγμιοτυπική αυτή εικόνα. Μια
εικόνα όμως, που έχει παράδοση, ιστορία και μέλλον.
Ο Σεφέρης, δημιουργεί ιστορία με την ποίησή
του, και πολιτική με τα ημερολόγιά του.
Οι απηχήσεις του αρχαίου κι διαχρονικού
πνεύματος οδηγούν στην οικοδόμηση ενός κόσμου αρμονικού, ενώ οι αντηχήσεις της
ανθρώπινης απληστίας και του κοινωνικού κακού είναι τόσο δυνατές που βυθίζουν
την καθημερινότητα σε ένα πελασγικό άμορφο και χαώδες σύμπαν.
«πως
έχει ο θάνατος δρόμους ανεξερεύνητους/
και
μια δική του δικαιοσύνη.»
Ο κόσμος του Σεφέρη, κυβερνάται θα έλεγε
κανείς από μια οδυνηρή Μοίρα, μια σκοτεινή Ειμαρμένη ανεξήγητη στον άνθρωπο και
επιβουλευτική των προσπαθειών του. Και όσο πιο πολύ αγωνίζεται να ξεφύγει από
αυτήν τόσο πιο πολύ θρυμματίζεται, τόσο πιο πολύ δένεται με τις προσόδους της.
Μια
Μοίρα σκοτεινή που μας έρχεται από τα βάθη της Σισύφειας ανθρωπότητας και η
οποία εισέρχεται μέσα στην ιστορία του καθενός μας με ένα άβουλο και υποχθόνιο
πάθος.
«Μιλούσες
για πράγματα που δεν τα έβλεπαν/
κι
αυτοί γελούσαν».
Ο ποιητής γνωρίζει ότι η ποίηση είναι το
μόνο άλλοθι του βίου μας. Το μόνο ίσως γνήσιο σιντέφι που παράγει την λύτρωση. Ίσως
μόνο και μόνο για να μας πει όπως και πάλι γράφει ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε, «Κύριε
δώσε στον καθένα τον δικό του θάνατο» κάτι που μόνο ένας ποιητής προς έναν άλλο
ποιητή μπορεί να πει.
Και γνωρίζοντας καλά αυτό ο Γιώργος Σεφέρης,
κάνει στόχο της ζωής του να μας περιγράψει την εικόνα ενός μακάβριου
απολογισμού από θανάτους ενός θυματοποιημένου κόσμου και μιας κατακερματισμένης
ζωής.
«Μας
έλεγαν θα νικήσετε όταν εγκαταλείψετε την ζωή σας/
εγκαταλείψαμε
την ζωή μας και βρήκαμε την στάχτη.»
Ο Κόσμος μετατοπίστηκε με την πορεία που
έχει πάρει και ο ποιητής το γνωρίζει και μας το υπενθυμίζει. Το ποιητικό
προζύμι αυγατίζει την ελπίδα για ζωή, και αμβλύνει το σταφίδιασμα του βίου και
της Τέχνης.
Ο Γιώργος Σεφέρης, σαν πολιτικοποιημένο
από την άλλη άτομο, μας άφησε μιας σειρά από συναρπαστικότατες ημερολογιακές
καταγραφές. Η ανάγκη ενός συντρόφου, ενός φίλου όπως τόσο συχνά γράφει, είναι
έντονη μέσα στα πολιτικά και ιστορικά αυτά κείμενα που συνεχώς εξομολογείται
την διπλωματική και την προσωπική του μοναξιά.
Φύση
μελαγχολική και κλειστή, με πολύ συγκρατημένο ανθρώπινο λυρισμό, όποτε το
θεωρεί σκόπιμο αφήνει να διαφανεί ο τεράστιος μόχθος της διανοητικής του
συγκέντρωσης και των προβλημάτων που τον απασχολούν.
Ο Σεφέρης, ο κυριότερος εκπρόσωπος ίσως
της Γενιάς του 1930, ο τελευταίος ίσως Καρυωτακικός της γενιάς του, παρότι ο
ίδιος δεν τον μνημονεύει συχνά στις συγκλονιστικές και διδακτικές Δοκιμές του,
ανήκει σε έναν κόσμο που μεγάλες φυσιογνωμίες της Τέχνης παρήγαγαν πολιτισμό,
και αλήθεια ζωής, την ίδια στιγμή που οι πολιτικοί γκρέμιζαν και τα δύο.
Προσπάθησε
με τον ποιητικό του λόγο, με παραβολές και «παραμύθια»να απαλύνει τον ανθρώπινο
πόνο και να ανακουφίσει την μόνιμη δυστυχία του ανθρώπου από το ιστορικό και
κοσμικό κακό.
Ο Κόσμος όμως που δεν είναι πια κόσμημα,
θα εξακολουθεί να ανήκει στον Ζαν Πωλ Σαρτρ και τον Σάμιουελ Μπέκετ, παρά στον
Οδυσσέα Ελύτη ή στον Δομίνικο Θεοτοκόπουλο.
Μετά από είκοσι τόσα χρόνια οι έφηβοι
της εποχής εκείνης μεγάλωσαν, άλλους τους αποπλάνησε ο χρόνος, άλλοι αφέθηκαν
σε έναν βαρούχειο βίο, άλλοι μαράγκιασαν τις ψυχές τους από την αγωνία για
εύκολο πλουτισμό, άλλοι άνοιξαν την πόρτα την σκοτεινή και έγιναν χελιδόνια του
ονείρου. Λίγοι απομείνανε να καταγράφουν με προσωπική απόγνωση την παρακμιακή εποχή
μας σε μια άξενη πόλη, σε ένα αφιλόξενο πλέον λιμάνι, συντροφιά με τον λόγο των
ποιητών.
«Η Ζωή σου
είναι ότι έδωσες/
τούτο
το κενό είναι ότι έδωσες/
το
άσπρο χαρτί.»
Και
αφού μας
«βαραίνουν
οι φίλοι που δεν ξέρουν πώς να πεθάνουν»
ο
ποιητής είναι πάλι εδώ με έναν άλλον τρόπο.
Όπως
και η Ζωή.
«Είτε
βραδιάζει/
…
είτε φέγγει/
μένει
λευκό/
το
γιασεμί.»
Και αυτό το λευκό γιασεμί της ποίησης
του Γιώργου Σεφέρη εξακολουθώ να μυρίζω και να χαίρομαι είκοσι χρόνια τώρα, και
Νυν και Αεί…
Γιώργος
Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη
δημοσίευση, εφημερίδα
«Η
Φωνή του Πειραιώς», Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2001, σελίδες 4, 7.
Πειραιάς,
Σάββατο, 18 Ιανουαρίου 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου