Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παντελής Μπουκάλας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παντελής Μπουκάλας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2024

Ο θάνατος του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη στον τύπο της εποχής

 

Η απώλεια του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη στον τύπο της εποχής

 

        ΤΟ  ΤΕΛΟΣ  ΤΗΣ  ΑΓΟΡΑΣ

    «ΠΕΘΑΝΕ ΚΙ ΕΝΑΣ ΛΕΒΕΝΤΗΣ»

Της ΜΑΡΙΑΝΝΑΣ  ΤΖΙΑΝΤΖΗ

Εφημερίδα «ΠΡΙΝ» 26/6/2005, σελ. 14.

      Κανονικά, έπρεπε να χτυπήσουν οι καμπάνες. Οι δουλειές να σταματήσουν, όλοι να συγκεντρωθούμε στους δρόμους και στις πλατείες για να πούμε πώς όσα ζούμε αυτές τις μέρες, όσα ζήσαμε τα τελευταία χρόνια ήταν ένα όνειρο, πώς η μόνη αλήθεια είναι ότι πέθανε ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης. Όχι πώς δεν γεννιούνται εύκολα καλοί ποιητές, όμως δεν γεννιούνται εύκολα τέτοιες συνειδήσεις.

          «Ήταν λεβέντης, κιμπάρης…» λέει στο τηλέφωνο ο φίλος μας ο Κώστας από την Πτολεμαϊδα, που τον ήξερε και τον αγαπούσε-και όχι μόνο από τα ποιήματά του. «Δυο μέτρα μπόι, λιγομίλητος. Γιατρός των φτωχών, ποτέ δεν πήρε χρήματα από φτωχό στο ιατρείο του. Ακτινολόγος…».

          «Μεγάλη απώλεια», είπαν πολλοί. Όμως η πιο μεγάλη απώλεια θα ήταν το να ξεχαστούν τα ποιήματά του, ακόμα και αν το όνομά του σίγουρα θα μείνει στον κατάλογο των μεγάλων μεταπολεμικών ποιητών. Εκείνος δεν ήταν απλώς μεγάλος ποιητής-αυτό ας το κρίνουν οι φιλόλογοι. Με λιγοστά ποιήματα (88 όλα κι όλα) μίλησε για τα μεγάλα πράγματα, τα μεγάλα ζητήματα της εποχής του, αλλά και της δικής μας εποχής. Γι’ αυτούς που προσπαθούν να σταθούν όρθιοι όταν όλα φαίνονται να έχουν χαθεί, να έχουν προδοθεί.

          Αν και χαρακτηρίστηκε εκπρόσωπος της λεγόμενης «ποίησης της ήττας», η ήττα στα ποιήματά του δεν ακολουθείται από τελεία. Εδώ σπάνια θα συναντήσουμε το κτητικό «μου», καθώς η έννοια της ατομικής ιδιοκτησίας (όχι των υλικών αγαθών, αλλά ακόμα και αυτής της ευαισθησίας) έχει χαθεί. Το 1955 ο ποιητής μιλούσε «για τα παιδιά μας που πουλούν τσιγάρα στους διαβάτες» και σήμερα αναρωτιόμαστε πώς θα ήταν αυτός ο στίχος χωρίς το «μας». Δεν είναι τα «ξένα» παιδιά, αυτά που πουλάνε χαρτομάντιλα στα φανάρια ή που σκοτώνονται στα μακρινά μέρη, είναι τα παιδιά μας που δεν «μοιάζουνε σ’ εμάς», γιατί «ο Πόλεμος δεν τέλειωσεν ακόμα/ γιατί κανένας πόλεμος δεν τελειώνει ποτέ!».

          Δεν είναι πολλοί οι ποιητές που χάνονται και λέμε «πέθανε ένας λεβέντης», όπως στο παλιό σμυρνέϊκης καταγωγής τραγούδι. Πέθανε μες στο «καράβι» και ας τον θάψουν στη στεριά, γιατί ο Μανόλης Αναγνωστάκης συνειδητά «μπήκε μαζί μας μες τη βάρκα».
--

     Σε αυτό το σημείωμα για τον ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη, επέλεξα να μεταφέρω τα σχόλια και την ειδησεογραφία, τα πρωτοσέλιδα και τις μέσα σελίδες των εφημερίδων (τα λεγόμενα σαλόνια), την γενική αρθρογραφία και τις σχετικές πληροφορίες που γράφτηκαν και δημοσιεύτηκαν στον ελληνικό τύπο και είχα διαφυλάξει την ημέρα της απώλειας του ποιητή. Είναι μάλλον, τα «δευτερεύοντα» πληροφοριακά στοιχεία για τον τιμώμενο, πού, δεν συνηθίζεται ίσως, δεν μνημονεύονται στην επίσημη «αξιολογική» ή «επιλογική» καταλογράφηση της Βιβλιογραφία του, -των δημιουργών γενικότερα- στις κατά διαστήματα εργασίες των βιβλιογράφων. Δεν υιοθετείται, αν δεν είναι λανθασμένος ο ορισμός, στις «ακαδημαϊκής»  πανεπιστημιακής, επιστημονικής ατμόσφαιρας επίσημες Βιβλιογραφίες ποιητών, πεζογράφων κλπ. Μάλλον, αναφέρεται και χρησιμοποιείται η ειδησεογραφική χάραξη των πρωτοσέλιδων των εντύπων των ημερών του θανάτου ενός ηθοποιού του θεάτρου ή του κινηματογράφου-ενός λαϊκού ειδώλου μεγάλης λαϊκής απήχησης που σκιτσάρεται η καλλιτεχνική του εικόνα και διαδρομή. Καταγράφω σχόλια και πληροφορίες τις οποίες είχα συγκεντρώσει από διαφορετικών πολιτικών και  ιδεολογικών αποχρώσεων εφημερίδες που είχα αγοράσει την Καλοκαιρινή περίοδο του 2005. Την επώνυμη και ανώνυμη ειδησεογραφία του τύπου της εποχής του θανάτου του τελευταίου μεγάλου και σημαντικού έλληνα ποιητή της γενιάς του-πρώτη μεταπολεμική γενιά- όπως όλοι οι αρθρογράφοι, σχολιογράφοι και μελετητές του, ιστορικοί της ελληνικής λογοτεχνίας ομογνωμονούν για την πνευματική παρουσία του Μανούσου Φάσση. Λίγο πολύ, η ειδησεογραφία, όπως διαπιστώνουμε, είναι σχεδόν πάνω κάτω η ίδια. Μια γενική «συμπερίληψη» της ζωής και του έργου του μέχρι σχεδόν την χρονική στιγμή που εγκατέλειψε τον μάταιο τούτον κόσμο. Αναφέρονται στην απώλειά του, την ηλικία που έφυγε, την καταγωγή του, την επαγγελματική του ιδιότητα (γιατρός ακτινολόγος), δίνονται στοιχεία για την πολιτική και ιδεολογική πορεία της ζωής του, τους αντιφασιστικούς του αγώνες, το πολιτικό του ήθος, την ταυτότητα χαρακτήρα του και στάσεων και επιλογών ζωής του. Την φυλάκισή του, την καταδίκη του δις εις θάνατο, την ένταξή του στην ανανεωτική αριστερά και τους κοινούς αγώνες. Το ιστορικό και πολιτικό διαρκές ενεργό παρόν. Την κοινή πορεία πολιτικής και ποίησης που αναγνωρίζουμε στο συγγραφικό του έργο. Το ενιαίο ήθος του ενεργού πολιτικά πολίτη και λογοτέχνη. Μνημονεύονται οι εκδόσεις των βιβλίων του, όχι πάντα με ορθή φροντίδα, τίτλοι ποιητικών του συλλογών και, ορισμένες εφημερίδες, αναδημοσιεύουν αποσπάσματα ή ολόκληρα ποιήματά του, ενίοτε τα πιά αναγνωρίσιμα και συζητήσιμα στο και από το ευρύ κοινό. Παράλληλα-όπως συνηθίζεται- δημοσιεύονται και οι ανακοινώσεις πολιτικών και πολιτειακών παραγόντων, αρχηγών κομμάτων της εποχής μετά την ανακοίνωση του θανάτου του. Έχουμε τα γνωστά κλισέ λόγια, των «καρμπόν» ανακοινώσεων όταν κάποιος επώνυμος φεύγει και τυγχάνει να έχει υπερβεί τα όρια της ανωνυμίας της εποχής του. Εξαίρεση στων εφημερίδων γενική ειδησεογραφία και σχολιογραφία, αποτελούν ορισμένες πολιτικές της λεγόμενης δημοκρατικής παράταξης εφημερίδες, οι οποίες αντιμετωπίζουν με μεγαλύτερη δημοσιογραφική «σοβαρότητα» την είδηση, έχοντας το δημοσιογραφικό επιτελείο τους επίγνωση της ποιητικής και πνευματικής βαρύτητας του τεθνεώτος. Εξάλλου, ο Μανόλης Αναγνωστάκης ήταν γνωστός στους κόλπους της δημοσιογραφίας όχι μόνο από την ποίησή του και τις άλλες του συγγραφικές δραστηριότητες αλλά, και την πολιτική συμμετοχή του, την εξακολουθητική πολιτική και κοινωνική αρθρογραφία του στον έντυπο τύπο από την δεκαετία του 1950, ιδιαίτερα στην εφημερίδα της ανανεωτικής αριστεράς «Η Αυγή» πριν και μετά την δικτατορία όταν επανακυκλοφόρησε. Η δε μελοποίηση ποιημάτων του από τον εθνικό μας μουσικοσυνθέτη ελληνοκεντρικό Μίκη Θεοδωράκη, είχε προσδώσει μία άλλη αίγλη στην παρουσία του, ορισμένα μελοποιημένα του ποιήματα βρίσκονταν στα χείλη ελλήνων στις ψυχαγωγικές τους συνεστιάσεις. Ο Αναγνωστάκης ήταν αγαπητός να και ο ίδιος, από επιλογή, ήταν κάπως απόμακρος από τα φώτα της δημοσιότητας.

Ας περιτρέξουμε εν τάχει τις εφημερίδες και ας σταθούμε σε ορισμένα δημοσιεύματα που χρήζουν της προσοχής μας. Επιθυμώντας να μην είναι «ψυχρή» και γυμνή η αποδελτιωτική αυτή καταγραφή, αντιγράφω και αναρτώ παράλληλα ελάχιστα άρθρα-ως κατευόδιο-που υπογράφονται από γνωστούς κριτικούς, ποιήτριες και πεζογράφους.

     Η πολιτική δημοκρατική εφημερίδα «Ελευθεροτυπία»- διευθυντής της ο Σεραφείμ Φυντανίδης- μας δίνει μία καλή σχετική εικόνα της πορείας και των ιδεολογικών διαδρομών και πολιτικών- κοινωνικών στόχων του ποιητή και συμμετοχών. Ο φιλόλογος και ποιητής Βασίλης Καλαμαράς-σταθερός συνεργάτης της- επιμελείται και γράφει ένα καλογραμμένο και κατατοπιστικό κείμενο, και δίνει στο αναγνωστικό κοινό τα απαραίτητα φιλολογικά στοιχεία. Η κομματική παλαιά εφημερίδα «Ο Ριζοσπάστης» δημοσιεύει ένα μάλλον στεγνό δημοσιογραφικό καθαρά τυπικό μικρό κείμενο-ανακοίνωση για τον θάνατο του ποιητή, του διαγραμμένου παλαιότερα από το επίσημο ΚΚΕ των νεανικών χρόνων του κομμουνιστή όταν είχε ενταχθεί στις τάξεις της νεολαίας της ΕΠΟΝ και του ΕΑΜ. Πάντως του αναγνωρίζει την ποιητική του μεγαλοσύνη. Η προδικτατορική πολιτική πρωινή αστική εφημερίδα «Η Καθημερινή» της Ελένης Βλάχου, δημοσιεύει το ουσιαστικό «επικήδειο» κείμενο του κριτικού και ποιητή Παντελή Μπουκάλα, ο οποίος να υπενθυμίσουμε, έχει ασχοληθεί αρκετές φορές με την ποιητική περίπτωση του αγωνιστή ποιητή, έχει γράψει για τον Μανόλη Αναγνωστάκη εξαιρετικές βιβλιοκρισίες και ως επιμελητής, επιμελήθηκε τον τόμο της σειράς για τους Έλληνες Ποιητές που κυκλοφόρησε η έγκριτη εφημερίδα η οποία συμπεριλαμβάνει και τον Μανόλη Αναγνωστάκη.  Από την κομμουνιστική εφημερίδα « Το Πριν», ξεχωρίζει το κείμενο της συγγραφέως Μαριάννας Τζιαντζή, σταθερή συνεργάτιδα της μικρής κυκλοφορίας εφημερίδα. Στην παλαιά απογευματινή εφημερίδα το «Έθνος» που επανακυκλοφόρησε μετά την μεταπολίτευση του 1974, την εικόνα του αντιστασιακού ποιητή μας παρουσιάζει η δημοσιογράφος Δήμητρα Ρουμπούλα, ενώ, η γραφή της ποιήτριας και κριτικού Ελένης Γκίκα δύο μέρες μετά, στο δισέλιδο αφιέρωμα της εφημερίδας το «Έθνος» μας κατατοπίζει με επάρκεια, συμπληρώνοντας την παρουσία του ποιητή με προγενέστερες κρίσεις τρίτων, όπως του κριτικού Μανόλη Λαμπρίδη, του καθηγητή θεωρίας της ελληνικής λογοτεχνίας και ποιητή Νάσου Βαγενά, του λογοτέχνη Γιώργου Καφταντζή. Από την εφημερίδα της Βορείου Ελλάδος «Μακεδονία», έχουμε το λυρικό κατευόδιο της ποιήτριας Μαρίας Αρχιμανδρίτου. Από τις εφημερίδες του τότε ΔΟΛ του δημοσιογραφικού συγκροτήματος του εκδότη Χρήστου Λαμπράκη, η πρωινή εφημερίδα «Το Βήμα» τον ξεπροβοδάει με μία σελίδα της ανωνύμως, ενώ η απογευματινή «Τα Νέα» η συνεργάτη της των πολιτιστικών Μικέλα Χαρτουλάρη, υπογράφει την δισέλιδη αναφορά στον θανόντα. (Στην ίδια σελίδα, ενημερωνόμαστε και για την απώλεια του σκηνοθέτη και ηθοποιού από το Κάϊρο, Γιώργου Ιορδανίδη). Οι άλλες εφημερίδες του λεγόμενου συντηρητικού χώρου και ιδεολογίας, παρά τις καλές και ενημερωμένες δημοσιογραφικές πένες που διαθέτουν όπως του Ιάσονα Τριανταφυλλίδη, κινούνται σε ένα κλίμα γενικής δημοσιογραφικής γενικής αναφοράς, ενημέρωσης των καλλιτεχνικών συμβάντων. Ελπίζω να μην αδικώ καμία. Στεκόμαστε, λόγω της πολιτικής και ιδεολογικής προσοχής του θέματος για τον Θεσσαλονικιό ποιητή, ξεχωρίζοντας τις δύο αριστερές εφημερίδες που ιδεολογικά και κομματικά πρόσκεινται στην πολιτική πτέρυγα της ανανεωτικής αριστεράς (μετά την διάσπαση του 1968) και τα φύλλα τους, με τις οποίες ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης συνδεότανε άρρηκτα ιδεολογικά και πολιτικά, στενά σε όλον τον επίγειο βίο του. Υπήρξε μέλος, ψηφοφόρος και υποψήφιος βουλευτής του τότε ΚΚΕσωτερικού. Ο ποιητής δεν έκρυψε ποτέ τις πολιτικές του θέσεις τις εξέφραζε ευθαρσώς και με ειλικρίνεια, τόλμη, δεν φοβήθηκε να ενταχθεί μαχόμενος στους πολιτικούς κοινωνικούς αγώνες από τη νεαρή του ηλικία, δεν κουράστηκε να παλεύει με όλες του τις σωματικές, ψυχικές και πνευματικές δυνάμεις για έναν κόσμο δικαιότερο με περισσότερη ελευθερία και δημοκρατία. Αν και σταμάτησε κάπως νωρίς να γράφει και να δημοσιεύει ποιήματά του (από τις αρχές της δεκαετίας του 1970), παρέμεινε ενεργός και δραστήριος στα πνευματικά πράγματα της εποχής του, κρατώντας πάντα μία σιωπηλή και διακριτική στάση από τα φώτα και τους δημόσιους προβολείς των χρόνων του. Δίχως να αρνηθεί τις επίσημες βραβεύσεις του, τις τιμητικές εκδηλώσεις προς τιμή του ίδιου και του έργου του, τις αναγορεύσεις του από πανεπιστημιακούς και άλλους κρατικούς φορείς. Συνέχισε συμπληρωματικά και εποικοδομητικά με την ποιητική και κριτική του ιδιότητα, να ασχολείται με ανθολογήσεις παλαιότερων ποιητικών ελληνικών φωνών, «Χαμηλή Φωνή» την πεζογραφική επιμέλεια επανακυκλοφορίας παλαιών ελλήνων πεζογράφων (στην γνωστή σειρά των εκδόσεων «Νεφέλη») και την πολιτική-ιδεολογική αρθρογραφία, στην εφημερίδα «Η Αυγή» βλέπε τα φύλλα των δεκαετιών 1970-1980 και μεταγενέστερα. Και οι δύο πάντως καθαρά πολιτικές εφημερίδες τον τίμησαν όπως του άξιζε με θέρμη, σοβαρότητα, επαινετικό σχολιασμό, με σεβασμό και ειλικρίνεια με εύρωστα δοκιμιακά αναγνώσματα και κρίσεις, πυκνές και καίριες αναλύσεις του έργου του, θετικά κείμενα και θέσεις, απόψεις γνωστών και καταξιωμένων κριτικών και δοκιμιογράφων, ποιητών, πνευματικών ανθρώπων. Στην Κυριακάτικη έκδοση της εφημερίδας «Η ΕΠΟΧΗ», πέρα από το καλογραμμένο κείμενο του ποιητή, κριτικού και φιλόλογου Γιάννη Κουβαρά (ο οποίος έχει κυκλοφορήσει σχετικό βιβλίο για τον Μ.Α. βλέπε «Ελύτης- Αναγνωστάκης Δύο ξένοι (;) στην ίδια πόλη», εκδόσεις Σοκόλη 2016) διαβάζουμε και τα αποσπάσματα από την επίκαιρη μακροσκελή συνέντευξη του Μ. Α. σε Κύπριο ποιητή και δημοσιογράφο. Όσον αφορά την πρωινή εφημερίδα «Η ΑΥΓΗ» τα ίδια τα Αφιερώματα, οι ενδιάμεσες άλλες σελίδες, τα «Ένθετα» της, οι συμμετέχοντες και τα υπόλοιπα δημοσιογραφικά γραφόμενα, δηλώνουν την ποιότητα, την αγάπη και την επιμέλεια με την οποία αντιμετώπισαν από τις προηγούμενες ιστορικές και πολιτικές δεκαετίες τον λόγο, την φωνή, τα πολιτικά δημοσιεύματα, τις διάφορες δημόσιες παρεμβάσεις, τους πολιτικούς αγώνες, τις συνεντεύξεις, την ποίηση, τις θέσεις, τα βιβλία, τις εκδόσεις και τις ανθολογήσεις, τις συχνές συμμετοχές και παρεμβάσεις του ενεργού πάντα πολίτη και ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη. Με δύο λόγια την παρουσία του για πάνω από μισό αιώνα στα πολιτικά και πνευματικά πράγματα της πατρίδας μας. (Φυσικά, για να είμαστε δίκαιοι, υπάρχουν και οι αρνητικές κρίσεις για ορισμένες δημόσιες στάσεις του, όπως ήταν παραδείγματος χάριν οι θέσεις του για το Κυπριακό πρόβλημα. Βλέπε το μικρό βιβλιαράκι του Κύπριου συγγραφέα Σάββα Παύλου, «Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης» με υπότιτλο Λίβελλος εναντίον Μ. Αναγνωστάκη» των εκδόσεων «πενταδάκτυλος 1989.  Περί αυτοδιάθεσης του Κυπριακού Ελληνισμού και της ενδεχόμενης Ένωσης. Μια χαμένη πλέον οριστικά υπόθεση, αλλά ας μην ξεστρατίσουμε). Τα Κείμενα και η οπτική η φιλοσοφία και η πολιτική ρητορική των δύο αυτών πολιτικών εφημερίδων, δηλαδή της «Εποχής» και της «Αυγής», οφείλουμε να τις εντάξουμε μέσα στο αριστερό, δημοκρατικό πολιτικό κλίμα που αντιμετώπιζε η ελληνική αριστερά το πολιτικό υποκείμενο και διανοούμενο που λέγεται Μανόλης Αναγνωστάκης. Και οι δύο εφημερίδες συμπεριλαμβάνονται σε μία «ενιαία» πολιτική ταυτότητα και οπτική που είχαν παλαιά περιοδικά όπως «Ο Θούριος», το περιοδικό «Αντί», το περιοδικό «Ο Πολίτης», αν δεν λαθεύω «Ο Σχολιαστής» και ορισμένα άλλα έντυπα. Σε αυτό το ιδεολογικό και πολιτικό κλίμα να συμπεριλάβουμε και την έκδοση της εφημερίδας «Η Πρώτη» και το δημοσιογραφικό της επιτελείο. Παρά την ενσυνείδητη σιωπή του ποιητή- πολίτη Μανόλη Αναγνωστάκη, την κάπως απόμακρη στάση του απέναντι στα καλλιτεχνικά κοινά και τις δημόσιες εμφανίσεις και εκδηλώσεις, η παρουσία του ποδοσφαιρόφιλου ποιητή (δεν απουσιάζουν τα δημοσιεύματά του για την αγαπημένη του ομάδα της Βόρειας Ελλάδας) ήταν πάντα παρούσα και έντονη, ενεργή και επιδραστική για πολλές δεκαετίες στην πατρίδα μας, τον χώρο του πνεύματος και του πολιτισμό της από την πλευρά της ανανεωτικής αριστεράς και των αγώνων της, μαχόμενος και μπροστάρης, χωρίς ίσως να το επιδιώκει, ήταν κάπως από πολιτική σκοπιά μιλώντας «καθοδηγητική», συμβουλευτική η παρουσία του, έστω και αν κατά βάθος δεν πίστευε σε τέτοιους ρόλους και ετικέτες ο σατιρολόγος ποιητής. Έστω και αν είχε συνειδητοποιήσει όχι μόνο την αλλαγή των ιστορικών καιρών, τις ανατροπές και ιδεολογικές καταστροφικές ρήξεις του κινήματος των νεανικών του ονείρων και οραματισμών, των καταστάσεων που άλλαξαν με ραγδαία ταχύτητα. Η απαισιοδοξία του Μανόλη Αναγνωστάκη είναι διάσπαρτη μέσα στην ποίησή του, βαραίνει καταλυτικά, οι σπινθήρες αισιοδοξίας δεν αναιρεί την ποιητική ρητορική του λόγου του, της φωνής του, ακόμα και στα αυτοσχέδια σατιρολογήματά του. Ο Ψηλός της ελληνικής ποίησης όπως τον αποκαλούσαν είχε μία μεγάλη άνεση και γρηγοράδα- της στιγμής-να συνθέτει και να γράφει μικρά σατιρικά στιχουργήματα, μικρές ποιητικές εύρυθμες στροφές σαρκασμού προσώπων και συμβάντων και ασφαλώς αυτοσαρκασμού. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης ανήκει στην χορεία των αγωνιστών ποιητών του ευρύτερου χώρου της αριστεράς όπως ο Τάσος Λειβαδίτης, ή ο κομματικός ιδεολόγος, βάρδος της Ρωμιοσύνης Γιάννης Ρίτσος και άλλοι στρατευμένοι έλληνες κομμουνιστές συγγραφείς όπως ο Νίκος Παππάς. Προέρχεται από την μαγιά εκείνη του ελληνικού λαού που ασπάζονταν την ελπιδοφόρα ανθρωπιστική πλευρά της Ελληνικής Ιστορίας και των αγώνων τους. Ανεξάρτητα των ιστορικών και πολιτικών και κοινωνικών διαψεύσεων. Μήπως, παρόμοια μελαγχολική και απαισιόδοξη διάθεση δεν εκφράζει και ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος στην ποιητική του συλλογή «Αργά πολύ αργά μέσα στη νύχτα»; Την ίδια  εσωτερική «αηδία» και συνειδησιακή απογοήτευση δεν εκφράζει ο νομπελίστας μας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης, στον πολιτικό λόγο και χροιάς ποιητική του σύνθεση «Μαρία Νεφέλη»; Τα ποιητικά παραδείγματα είναι αρκετά αντρικών και γυναικείων φωνών της ελληνικής ποίησης. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης «ευτύχησε» θα σημειώναμε, να βρεθεί και να δραστηριοποιηθεί σε ένα ιδεολογικό και πνευματικό περιβάλλον στην Ελλάδα, που, τα διάφορα χρονικά στάδια των Εποχών της ζωής και του έργου του, περιβάλλονταν από ένα κουκούλι μάλλον «αγιοποίησης» των αγώνων της αριστεράς, βλέπε πχ. το περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης», κρυφής ή φανερής αποκαθήλωσης των ιδεολογικών ειδώλων και ηγετών της τότε σοβιετικής ένωσης και της προπαγανδιστικής εξάπλωσης της μαρξιστικής ιδεολογίας. Τι θέλω να πω, για να μην παρεξηγηθώ, οι παράλληλες κριτικές και δοκιμιακές φωνές, των ελλήνων μελετητών και ιστορικών της ελληνικής λογοτεχνίας, οι πιο εμβριθείς και στοχαστικές, οι πιο διεισδυτικές ανήκαν, προέρχονταν, από τους χώρους της κομμουνιστικής ή της ευρύτερης αριστεράς, έτσι το βλέμμα τους και η δική μας οπτική διαμορφώθηκε στο πώς ερμήνευαν τον ποιητικό, πεζογραφικό, δοκιμιακό, θεατρικό λόγο, στοχαστική σκέψη και διανόηση της κοινής εποχής τους και των βιωμάτων τους, των παραπλήσιων ατομικών εμπειριών τους. Κοινές απαγορεύσεις από το δικτατορικό μεταξικό καθεστώς, την μετεμφυλιακή και μεταπολεμική κρατική πολιτική και καταστολή, τις κοινές εξορίες, φυλακίσεις, βασανισμούς, απαγορεύσεις, διώξεις, λογοκρισίες, κοινωνικούς και άλλους ατομικούς και συλλογικούς αποκλεισμούς και αντίξοες περιπτώσεις, τα προσωπικά του καθενός τραύματα. Όλες αυτές οι καταστάσεις που διαμόρφωσαν, διέπλασαν και ζύμωσαν τους ταυτοτικούς χαρακτήρες των ελλήνων ποιητών και πεζογράφων, και τις συγγραφικές τους καταθέσεις διαχρονικά, ήσαν ίδιες και απαράλλαχτες με αυτές των κριτικών και μελετητών, των θεωρητικών φωνών της ελληνικής λογοτεχνίας. Δηλαδή, είναι εύλογο ως ένα σημείο, οι έπαινοι και οι διθυραμβικές κριτικές και αξιολογήσεις-του συνόλου πάντα μιλώ της ποιητικής και συγγραφικής παραγωγής. Δίχως να μειώνουμε την εγκυρότητα των αριστερών αυτών κριτικών και θεωρητικών φωνών, προς τους «φίλους» και ομοϊδεάτες τους συναγωνιστές, αξίζει θεωρώ η προβληματική μας να στραφεί και από την άλλη πλευρά, την μη μαρξιστική, να αντιληφθούμε δηλαδή πώς έβλεπαν και αντιμετώπιζαν οι λεγόμενοι «αστοί», αυτοί της «Γενιάς του 1930» τους και τα έργα των ομότεχνών τους της αντιπάλου πολιτικής παράταξης, αυτών που δεν συστρατεύθηκαν με την αριστερή κουλτούρα και παραγωγή. Τι λένε και τι γράφουν οι μη αριστεροί ιστορικοί της ελληνικής ποίησης και λογοτεχνίας, οι θεωρητικοί και μελετητές για τα έργα της άλλης πλευράς. Και που βρίσκεται η μέση κριτική και αξιολογική οδός. Πού συγκλίνουν αν συγκλίνουν οι απόψεις και οι θέσεις τους, όχι στις διαχωριστικές γραμμές των βιβλίων και περιοδικών τους αλλά στην κοινή συναντίληψη πάνω στο ζήτημα της αναγνωστικής και συγγραφικής εμβέλειας ενός έλληνα ποιητή, πεζογράφου κλπ. Λαμβάνοντας υπόψη μας ασφαλώς και τις χρονικές περιόδους που κυκλοφόρησαν και εκδόθηκαν τα θεωρητικά και κριτικά μελετήματα, και οι σχετικές γενικές αποτιμήσεις. Στις μέρες μας, που, η αυλαία των μεγάλων επαναστατικών και ιδεολογικών θεωριών έχει τραβηχτεί από το προσκήνιο των σύγχρονων κοινωνιών και το αναγνωστικό και φιλοθεάμων κοινό της Τέχνης, έχει κατά κάποιον περιοριστεί στις εκδηλώσεις των μεγάλων πολιτιστικών ιδρυμάτων και σε πανεπιστημιακούς χώρους και σπουδαστήρια και τιμητικά αφιερώματα και εκδηλώσεις περισσότερο μουσικά και χορευτικά διασκεδαστικές. Πόσο μπορεί δηλαδή και σε ποιο βαθμό να μιλήσει ο στρατευμένος λόγος, η ιδεολογική φωνή του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη στις μέρες μας στις αστράτευτες γενιές των νέων ανθρώπων. Μπορεί να μιλήσει μια τέτοια μορφής και είδους, ακόμα και φόρμας ποίηση στο πλατή αναγνωστικό κοινό; Τί μπορεί να του υπενθυμίσει; Ποιες μνημονικές παραστάσεις να του αναβιώσει; Έχει να του πει κάτι το στρατευμένο ήθος του, όταν ζούμε και βιώνουμε τόσο πολυσύνθετες διαλυτικές καταστάσεις, όταν συνειδητοποιούμε όλοι μας ότι δεν υπάρχει μία ιδεολογική «συγκολλητική» θεωρία-ιδεολογία η οποία ενδέχεται ακόμα και στο άμεσο προσεχές μέλλον θα συνενώσει τα σκόρπια κομμάτια των ζωών και των συνειδήσεών μας; Μπορεί φωνές στρατευμένες φωνές σαν του Μανόλη Αναγνωστάκη να συνεγείρουν συνειδήσεις, ή ανήκουν πλέον στο μνημονικό αγιολόγιο, το γενικό εικονοστάσι της ελληνικής γραμματείας; Ερωτήματα προσπαθώ να θέσω και όχι να προβάλλω θετικές αποδοχές ή απορρίψεις παλαιότερων εποχών και συνθηκών. Εφόσον αποδεχόμαστε ενδέχεται κα να συμφωνούμε, ότι μια κριτική θεώρηση ενός έργου-και μάλιστα τόσο διαφορετικού κλίματος και συνθηκών- οφείλει να θέτει ερωτήματα- να προκαλεί ερωτηματικές ζυμώσεις και όχι Αριστοτελικά συμπεριφερόμενη να προσκολλάται στις θετικές και μόνο αποτιμήσεις της, στους επαινετικούς διθυράμβους ή δογματικούς και απόλυτους αποκλεισμούς και αναγνωστικές αρνητικές συμπεριφορές και κάθετους αποκλεισμούς. Ένας κριτικός δεν είναι ούτε ένας ιδεολογικός «πάπας» με την έννοια που έδιναν στον ηγέτη του σουρεαλιστικού κινήματος Αντρέ Μπρετόν, ούτε ένας ιδεολογικός «πατριάρχης» των αρχών του μαρξισμού-λενινισμού. Οι κανονιστικοί κανόνες που θέσπισαν οι κριτικοί είναι ένας άμεσος τρόπος να δικαιολογήσουν την δική τους συγγραφική τέχνη, ίσως ακόμα και να την επιβραβεύσουν, ή κάνω λάθος. Η τέχνη όπως και η ζωή όπως έχει αποδειχτεί είναι πολυδιάστατη, πολύστικτη, πολύ μυροφόρα, πολύ πρισματική, διαθέτει πολλές και αχαρτογράφητες αποχρώσεις, έχει τέτοια ρευστότητα και ποικιλία εκδοχών της, που δεν περικλείεται μέσα σε θεωρητικά μοντέλα, μοντερνίστικα κουτάκια θέσεων επεξήγησης. Η ανθρώπινη μνήμη από μόνη της αρκεί, και αν αυτή εκλείψει θα χαθεί μαζί της και η τέχνη που την κρατούσε ενεργή. Το θάμβος της ανάγνωσης του προσωπικού του καθενός μας πλησιάσματος είναι περισσότερο προσωπική υπόθεση από όσο θέλουν να πιστεύουν οι «ακαδημαϊκοί» και άλλοι «πανεπιστημιακοί» εκπαιδευτικοί φορείς και κανονάρχες των εφημερίδων και των περιοδικών. Σίγουρα πάντως, διαβάζοντας εκ νέου την ποίηση του Αναγνωστάκη, ξυπνούν μέσα μας αναμνήσεις και γεγονότα, πολιτικά συμβάντα και πράξεις, επιλογές και ακατέργαστες σκέψεις της δικής μας μεταπολιτευτικής γενιάς, αγωνίες και αγώνες, έστω και στα τυφλά προβληματικά βαδίσματα και προβληματισμούς των χρόνων της νεότητας μας. Όταν τα πράγματα φαίνονταν ή νομίζαμε ότι θα εξελιχθούν αλλιώς. Ηττοπάθεια ή συνειδητοποίηση και αποδοχή των αδιεξόδων της σύγχρονής μας πραγματικότητας και της ζωής αναγκών, ποιος γνωρίζει, οι μελλοντικές γενιές θα αποφασίσουν και θα αξιολογήσουν τα όποια καθέκαστα της σημερινής Εποχής μας. Ο Στόχος συνεχίζεται.

            ΠΟΙΗΤΗ ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ

Γράφει η ΜΑΡΙΑ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ

Εφημερίδα «Μακεδονία» 26/6/ 2005

                   Ο Μανώλης Αναγνωστάκης ησύχασε και η σιωπή του ακουγόταν παντού, η απουσία που δήλωνε πιό πολλά από όσα αποσιωπούσε, μοιάζει τώρα με σιγή. Και όμως, όταν η λύπη όσων τον αγάπησαν και ο σεβασμός όσων τον πολέμησαν καταλαγιάσουν, τότε δεν θα μας ξεγελάνε τα φαινόμενα.

Τότε θα αρχίσουμε να αναζητούμε απ’ την αρχή ποιους δρόμους που μας έδειξε, δεν είδαμε και πλέον εύκολα αφηνόμαστε στα παραμύθια, ποιους τρόπους χρειαζόμαστε για να λέμε «το σύκο σύκο και τη σκάφη σκάφη». Ακόμη ίσως ψάξουμε γιατί δεν μάθαμε «σαν πρόκες να καρφώνουμε τις λέξεις» και μας τις παίρνει ο άνεμος.

Ησύχασε και η σιωπή που ακουγόταν παντού να χτυπάει της μνήμης την πόρτα. Εκεί μέρες του 1976, στη "Βιβλιοθήκη", σε μια πάροδο της Τσιμισκή, ο Ποιητής να ξεδιαλέγει από τετράδιο στίχους εφηβικούς. Με σοβαρότητα, με απίστευτη γενναιοδωρία, με την ενθάρρυνση  μιας βεβαιότητας που έδινε πιο φτερό στις λέξεις μας. «Ο Ποιητής ανταγωνίζεται μονάχα τον προηγούμενο εαυτό του», έλεγε, «αν γύρω δεν τον νοιάζουν» Η άλλη φορά, «αυτό είναι καλύτερο απ’ το προηγούμενο, όμως τη λέξη ουρανοκλέφτρες μη την βάζεις, το θολώνει». Είδε προκαταβολικά μονάχα τρείς από τις συλλογές, τις πρώτες, τις πιο αδέξιες, αυτές που φυσικά, ποτέ δεν θα αποκήρυσσε κανείς. Ύστερα, όφειλε κανείς να αναλαμβάνει την ευθύνη.

          Δεν θα άκουγε νομίζω στον τίτλο του δασκάλου. Ούτε κατά διάνοια δεν ανήκε σε όσους αναζητούσαν οπαδούς. Όμως, τι άλλο είναι αυτός που θεωρούμε καλό δάσκαλο παρά αυτός που μας διδάσκει ελευθερία, αξιοπρέπεια, ασκεί κριτική με απίστευτο χιούμορ και μας δείχνει διαρκώς ότι ο δρόμος βρίσκεται μπροστά μας και είναι ανοιχτός. Ο Κώστας Λαχάς φιλοξενούσε τότε στον «Κοχλία» συζητήσεις με αγωνίες πρωτόλεια εφήβων «ποιητών» σε διανοούμενους της πόλης. Αυτοί οι τότε έφηβοι σήμερα κάνουν πεπραγμένων απολογισμό. Με ευγνωμοσύνη, γιατί ελπίζουν ότι κάποιος σπόρος έπιασε, και γνώση πλέον από πείρα αυτού που τότε είχε ήχο συμβουλής: πώς στην ποίηση (όπως και σε όλα τα σημαντικά) πορεύεται ο καθένας το δικό του τρόπο μοναχός.

          Ησύχασε ο Ποιητής και οι δικές μας λέξεις φτωχές και αμήχανες, λίγο από το τώρα και πολύ από το τότε που υπερχείλισε μια μνήμη ανυπόταχτη, δεν βρίσκουν τρόπο να γράψουν αντίο, να διαχειριστούν τη λύπη, να την κάνουν «άσμα νικητήριο» για αυτήν την Ποίηση και τη σκέψη που θα μείνει μαζί μας, ακέραια και ζωντανή όπως πάντα.

          «Ποιητή που με την Ποίησή σου οχύρωσες μια πόλη ανοχύρωτη, καλό ταξίδι».

--

     Στις βιβλιογραφικές αυτές αποδελτιώσεις, στηρίχτηκα στο δικό μου προσωπικό υλικό των παλαιότερων χρόνων και των εφημερίδων που έβρισκα στα περίπτερα και αγόραζα όποτε μπορούσα, ασφαλώς και σε άλλα φύλλα των παραπάνω εφημερίδων- άλλων ημερομηνιών- θα σχολίασαν την απώλεια του αγωνιστή και μαχόμενου ποιητή, θα αναφέρθηκαν στην συμβολή του, θα δημοσίευσαν μικρά ή εκτενέστερα άρθρα. Όπως και σε άλλους τίτλους εντύπων που δεν γνώριζα και δεν αγόραζα. Η γενική του πάντως πλήρης Εργογραφία η οποία συνοδεύεται και από ενδεικτικές κρίσεις δημοσιευμένες για κάθε βιβλίο ξεχωριστά, και η συνοδευτική συμπλήρωση με Προαναγγελίες εκδόσεων, Αυτοτελείς Εκδόσεις σε Ξένες Γλώσσες, Δισκογραφία και Επιλογή Κρίσεων, Σχολίων και Πληροφοριών για τον Μ. Α., είναι σημαντικός «μπούσουλας, το πρώτο αυτό «Σχεδίασμά της» πραγματοποιήθηκε από τον ποιητή και Βιβλιογράφο Δημήτρη Δασκαλόπουλο στο περιοδικό «Αντί», τχ. 527-528/ 30- 7-1993, σελ. 85-96. Έβαλε τις βάσεις, άνοιξε δρόμους έρευνας. Από την μεριά μου, επιμερίζω το υλικό και το αναρτώ, σχολιάζοντάς το όπου το επιβάλει η κριτική μου επάρκεια. Περιορίστηκα σε αυστηρά χρονικά και μόνο περιθώρια των ημερών της θανής του. Ενδεικτικά, όπως προανέφερα, αντιγράφω μικρά δημοσιεύματα λογίων και συγγραφέων, κείμενα που διατηρούν ακόμα την δική τους αναγνωστική δυναμική και φρεσκάδα μετά την παρέλευση δύο δεκαετιών.

    Σε μεταγενέστερα σημειώματά μου θα συμπληρώσω με άλλα στοιχεία και πληροφορίες την ενδεικτική προσωπική μου βιβλιογραφία για τον Μανόλη Αναγνωστάκη.

          Σ Τ Α Σ Ε Ι Σ

Του  ΠΑΝΤΕΛΗ  ΜΠΟΥΚΑΛΑ

Η Καθημερινή Παρασκευή 24 Ιουνίου 2005, σ.12.

          «Θυμούμαι, άρα υπάρχω»

Ένας άνθρωπος που μένει όρθιος σε όλους τους ανάποδους ανέμους της ιστορίας, φεύγει όρθιος. Ένας ποιητής που η ποίησή του υπήρξε Πράξη, η δε Πράξη του «όρθια στον αλεξικέραυνο» ελευθεροφροσύνης και τιμιότητας, δεν έχει να φοβάται το χρόνο- θα υπάρχει πάντοτε κόσμος που θα τον αγαπά, θα τον μνημονεύει με συγκίνηση και θα προσφεύγει στο νόημα και τη μουσική των στίχων του. Για τον Ψηλό της νεοελληνικής ποίησης, τον Μανόλη Αναγνωστάκη που έφυγε χθες στα πλήρη ογδόντα του, η τέχνη του λόγου, του ποιητικού και του κριτικού λόγου, όπως τη διακόνησε, στάθηκε ο βαθύτερος και ο πιο δαπανηρός τρόπος για να τιμήσει το ύπατο αξίωμα του πολίτη. Η ποίησή του ρύθμισε τον βίο του και υπαγόρευε την πολιτική του ηθική’ κι ο βίος του, βίος της ακεραιότητας και της προσφοράς, επαλήθευσε την ποίησή του. Τίποτε περιττό, τίποτε στρεβλωμένο, τίποτε που να μην κυριολεχτεί.

          Αποφασισμένος, αντιδογματικός και αιρετικός μα δίχως τους τόσο συνηθισμένους ακκισμούς όσων εξαντλούν την αίρεση στην επίφαση, και «προπαντός δίχως αυταπάτες», ο Μανόλης Αναγνωστάκης «σφυροκοπούσε αδιάκοπα στο ίδιο αμόνι» τις λέξεις του. Και δεν τις σφυροκοπούσε για να τις λειάνει ή για να τους δώσει κάποια πλανερή γυαλάδα, αλλά για να αναδείξει αιχμηρό το εσώτερο νόημά τους. Για να τις μεταπλάσει σε πρόκες, να τις καρφώσει πάνω στη σάρκα της συλλογικής μνήμης, «να μην τις παίρνει ο άνεμος».

      Άλλοτε λυρικής κι άλλοτε με τον τρόπο της σάτιρας και της πολεμικής, υπήρξε πάντοτε ευθύς και καίριος. Μέλος εκλεκτό μιας ποιητικής γενιάς που την ονόμασαν «γενιά της ήττας», «δεν παραδέχτηκε ποτέ την ήττα», όπως έγραφε: «Κι ήθελε ακόμη πολύ φώς να ξημερώσει. Όμως εγώ/ δεν παραδέχτηκα την ήττα». Μπορεί, μιλώντας συνήθως σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, να μέτρησε «ένα ένα τα ναυαγισμένα όνειρα», κι όχι μόνο της δικής τους γενιάς, μπορεί να διέγνωσε νωρίς πόσο μικρή δραστικότητα έχει η ποίηση και πόσο εύκολο είναι να ξεφτίσει, δεν πτοήθηκε όμως, δεν κήρυξε μάταιη τη ζωή ή την ποίηση. «Προσπάθησε μ’ όση καρδιά σ’ απομένει, χάραξε, τούτες τις δύο γραμμές σταυρωτά/ ύστερα γέλασε πάλι, δοκίμασε τη νιότη σου ακόμα μιαν Άνοιξη’ δεν είναι μάταιο»- αυτόν το λόγο του μετράω τώρα σαν διαθήκη του. Αυτόν και τη σοφή μες στην απλότητά της μετάπλασης που επιφύλαξε στο γνωστό απόφθεγμα «σκέφτομαι, άρα υπάρχω», σημειώνοντας στο «΄Υστερόγραφό» του «Θυμούμαι, άρα υπάρχω». Μα τον Μανόλη Αναγνωστάκη δεν θα τον θυμόμαστε σαν κάτι μακρινό και σωπασμένο: Το έργο του και το παράδειγμά του θα τον εγγράφουν διαρκώς στον ενεστώτα μας.

--       

ΑΔΕΣΜΕΥΤΟΣ  ΤΥΠΟΣ ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

-26/6/2005, 15. Γροθιές με τη σιωπή

          ΤΥΠΟΣ  ΑΔΕΣΜΕΥΤΟΣ

-24/6/2005, 36. Στην σελίδα ΟΝ ΤΕΧΝΗ..

ΙΑΣΩΝ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ, Η καρδιά του σταμάτησε χαράματα σε νοσοκομείο της Αθήνας.  Έφυγε ο ποιητής Μ. Αναγνωστάκης.

[δημοσιεύονται και οι δηλώσεις του προέδρου της Δημοκρατίας Κάρολου Παπούλια και του πρωθυπουργού και υπουργού Πολιτισμού Κώστα Καραμανλή.]

          ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ

-Παρασκευή,  24/6/2005. Στην σελίδα Ζωή

Κ. Α.: «Μ’ ένα φορτίο ζωής αβάσταχτο, ατελείωτο…». Ο Μανόλης Αναγνωστάκης «έφυγε», αφού χάραξε μια ξεχωριστή πορεία στη μεταπολεμική ποίηση.

          ΑΠΟΦΑΣΗ

-Παρασκευή 24/7/2005, 37. Στην σελίδα Πολιτισμός

-ΕΣΒΗΣΕ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ, ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥΣ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ! Έφυγε σε δρόμους παλιούς που αγάπησε και πόνεσε… - Ο ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ. – «Η φωνή του θα μας λείψει…». [ Δηλώσεις πολιτικών παραγόντων]

-Σάββατο 25/6/2005, σ.29. Αποχαιρετώντας τον ποιητή…  ΚΑΙ, Δημοσιεύεται το ποίημα «ΕΠΙΛΟΓΟΣ».

          Η  ΑΥΓΗ

-Παρασκευή 24/6/2005, Ποιητικό Ανθολόγιο. (Απόσπασμα από το ΥΓ.) Ανθολόγος του Ιούνη ΓΙΩΡΓΙΑ ΣΙΩΚΟΥ

-Παρασκευή 24/6/2005. Πρωτοσέλιδο της εφημερίδας φωτογραφία του ποιητή. ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ. Τη Δευτέρα κηδεύεται από το Α. Νεκροταφείο ο ποιητής, ο αγωνιστής της αριστεράς, ο δικός μας Μανόλης. Και:

Στα μάτια του χαράκτηκεν άσβηστα η χαρά της καινούργιας ζωής μας.- Μα όλα αυτά ήταν απλά κι ο καιρός είναι λίγος. Κανείς δεν προφταίνει.

[Δηλώσεις:  Κ. Παπούλιας: Αξεπέραστη απώλεια.- Κ. Καραμανλής: Ο ελληνικός πολιτισμός έχασε έναν σεμνό αγωνιστή.- Γ. Παπανδρέου: Λιτός, κριτικός, πρωτοπόρος.- Αλ. Αλαβάνος: Ακόμη και η σιωπή του είχε μηνύματα.- Αλ. Παπαρήγα: Συλλυπητήρια. Μ. Θεοδωράκης: Μετουσίωσε τις πληγές σε μοναδική ποίηση.- Λ. Κύρκος: Άγρυπνος στοχαστής σημαιοφόρος της ανανέωσης.]

- Ο ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ με τον φακό της κριτικής (ανθολόγιο κριτικών για το έργο του 1952-1994) (Κείμενα των: Αιμίλιου Χουρμούζιου 1952, Αλέξανδρου Αργυρίου 1956, Μανόλη Λαμπρίδη 1956, Κώστα Κουλουφάκου 1957, Ντίνου Χριστιανόπουλου 1962, Βάσου Βαρίκα 1966, Γιάννη Δάλλα 1972, Δημήτρη Μαρωνίτη 1976, Γιώργου Μαρκόπουλου 1979, Αλέξη Ζήρα 1993, Νάσου Βαγενά 1994. Σελίδες 12,21.

- Πόλυ Κρημνιώτη: Σελίδα 11. ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ. Ποιητής της πολιτικής και πολιτικός της ποίησης.- Ο πολιτικός κόσμος για τον Μ. Αναγνωστάκη. σ. 11, 22.

-Σελίδα 2, άρθρο της σύνταξης. Ο δικός μας Μανόλης.

-Σάββατο 25/6/2005, σ.1 «ΟΙ ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ ΤΟΥ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΑΛΛΑΖΑΝ ΠΕΖΟΔΡΟΜΙΟ». Ο Μανόλης Αναγνωστάκης περιγράφει τη διαγραφή του από το ΚΚΕ. Τη Δευτέρα 4.30 μ.μ. από το Α΄ Νεκροταφείο η κηδεία- Στο Μαρούσι η ταφή του, σ.12-13

-Π. Κρημνιώτη: Εποίησε ήθος, έδειξε τον δρόμο της αντίστασης. Συγκίνηση και θλίψη για τον θάνατο του Μ. Αναγνωστάκη, σ.13

-Τρίτη 28/6/2005, Αποχαιρετισμός στον Μανόλη Αναγνωστάκη [στην πρώτη σελίδα- Μέχρι τα έσχατα συνεπής-Ανανέωσε την ποίηση-Τόλμησε αλήθειες βροντερές]

-Π. Κρημνιώτη, Ο ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ.  Έχε γεια, παλιέ μας φίλε…, σ. 14, 19.

 

           Η ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΑΥΓΗ

-26/6/2005, στο Ένθετο «ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ» σύνταξη: Κώστας Βούλγαρης, Μάρθα Πύλια, Άλκης Ρήγος. Αριθμός 31/ σελ. 21, 22, 23, 24, 33, 34, 35, 36.

-Γιάννης Δάλλας, ποιητής και κριτικός: Λίγα κριτικά δαφνόφυλλα στη μνήμη του.

-Ηλίας Λάγιος, Μανόλης Αναγνωστάκης (ποίημα)

Δ.Δ., Εργο-βιογραφικό σημείωμα.

-Μ. Αναγνωστάκης «Προσπάθησε μ’ όση καρδιά σ’ απομένει χάραξε…» από τις Εποχές 2 (ποίημα).

-Αλέξης Ζήρας, κριτικός, Θητεία στη σιωπή. Οι εποχές του Αναγνωστάκη και η ραψωδία τους

-Κώστας Παπαγεωργίου, ποιητής, κριτικός, Τα άδεια γήπεδα του Μανόλη Αναγνωστάκη.

-Γιάννης Βαρβέρης, ποιητής, Γύρω απ’ το Στόχο

-Αντώνης Λιάκος, ιστορικός, Ποίηση και ιστορία

-Ρούλα Πατεράκη, ηθοποιός- σκηνοθέτης, Μανόλης Αναγνωστάκης

-Κώστας Βούλγαρης, κριτικός, πεζογράφος, Είχε την σκληρή ευγένεια των πραγμάτων

-Μάριο ΒΙΤΤΙ, ιστορικός της λογοτεχνίας, Η πρόκλησή του, η τιμιότητά του

- Το καινούργιο τραγούδι. Ν. Μ. (ΠΟΊΗΣΗ)

-Γιάννης Μπλανάς, ποιητής, Τώρα ρωτάμε

-Βαγγέλης Κάσσος, ποιητής, Η μοναξιά σε συνέχειες

-Λευτέρης Πούλιος, ποιητής, Ένας δάσκαλος

-Γιάννης Κοντός, ποιητής, Η αγάπη είναι ο φόβος

-Μ. Α. (Χειρόγραφο σημείωμα του ποιητή για το Υ.Γ.)

-Δημήτρης Δασκαλόπουλος, ποιητής, βιβλιογράφος, Υπόδειγμα ήθους

-Δημήτρης Ραυτόπουλος, κριτικός, Αποχαιρετισμός

-Γιώργος Μαρκόπουλος, ποιητής, Η ποίηση πράξη ζωής

-Δημήτρης Δημηρούλης, κριτικός, συγγραφέας, Η απόφαση του ποιητή

-Μανόλης Αναγνωστάκης, 1870-1942 (ποίημα) από τα Πειραϊκά Γράμματα

-Μανόλης Αναγνωστάκης, «Το κάθε τι τελειώνει μια μέρα», «Τώρα είναι πια πολύ αργά»…. (ποίηση) από ΕΠΟΧΕΣ 2.

-Δημήτρης Ελευθεράκης, ποιητής, «Αλλά συμβαίνει κάποτε τα πράγματα να έρχονται αλλιώς»

-Γιάννης Λίλλης, ποιητής, Για τον Μανόλη Αναγνωστάκη

-Επιλογή βιβλιογραφίας- Αφιερώματα περιοδικών.

[Το πλούσιο αφιέρωμα των «Ένθετων» της εφημερίδας συνοδεύεται με εξώφυλλα βιβλίων του, περιοδικών και φωτογραφικό της ζωής του υλικό.

--

-Κυριακή 26 Ιουνίου 2005

-πρωτοσέλιδο Φωτογραφία και ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ…

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης της ποίησης, του πνεύματος, της ζωής, της προσφοράς, των αγώνων, των οραμάτων, της φρεσκάδας, της τόλμης, της ανανέωσης, της αριστεράς.

-στο οπισθόφυλλο. ΠΕΡΙΔΑΒΑΖΟΝΤΑΣ. Ο Ανταίος Χρυσοστομίδης γράφει: ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ. Ο διαφορετικός ποιητής, σ. 56

-Κυριακή 26/6/2005. ΑΦΙΕΡΩΜΑ.

-Σελίδα 19 Μιλούμε…

-Σελίδα 19. Μ. Αναγνωστάκης, Η ελευθερία θεμελιακή προϋπόθεση της πνευματικής δημιουργίας.

-Σελίδα 19. Κ. Καρής: «Η ενότητα πνευματικής δημιουργίας- πολιτικής δράσης του Μ. Α….

-Σελίδα 20. Λάκης Παπαστάθης, Ο Μανόλης Αναγνωστάκης στην οθόνη

-Σελίδα 37. Μάρκος Μέσκος, (ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ) Ακόμα μια προσγείωση στο συγκεκριμένο.

-Σελίδα 37. Τάσος Χατζητάτσης, «Το προνόμιο της ανάσας»

-Σελίδα 38. Χριστίνα Πουλίδου, Ο Μανόλης Αναγνωστάκης με ψευδώνυμο στον «Θούριο». «Ο θείος Λένον που σε όλα απαντά…»

--

          ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Αριθμός φύλλου 373, /26-5-2005

ΓΝΩΜΕΣ ΚΑΙ ΙΔΕΕΣ. ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ

Επιμέλεια: Άγγελος Ελεφάντης. Στρατής Μπουρνάζος

    «Κι ήθελε ακόμη πολύ φώς να ξημερώσει

     όμως εγώ δεν παραδέχτηκα ποτέ την ήττα»

-Χρύσα Προκοπάκη, Στίχοι που πυρπολούσαν τη νιότη μας, σ.25

-Διονύσης Καψάλης, Δεν υπάρχει πνευματικός ηρωισμός, σ.26

-Νικηφόρος Παπανδρέου, Με στίχους μου μιλάμε, σ.26

-Γιάννης Παπαθεοδώρου, Ένα υστερόγραφο για τον Μανόλη Αναγνωστάκη, σ.26

-Αλέξης Πολίτης, Ένα πορτρέτο, ή μάλλον ένα σκίτσο, γιατί τα χρώματα λείπουν, σ. 27

-Μ. Α., ΕΠΙΛΟΓΟΣ (ποίημα), σ.27

-Μ. Α. ΕΔΩ… (ποίημα), σ. 28

-Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Μανόλης Αναγνωστάκης, σ. 28

-Παναγιώτης Μουλλάς, Μαζί με τον ποιητή και ο διανοούμενος, σ. 29.

-Μιλτιάδης Δ. Πολυβίου, Ο ενεργός πολίτης Μανόλης Αναγνωστάκης, σ. 30

-Αλέξανδρος Αργυρίου, Ο ποιητής και πολίτης Μανόλης Αναγνωστάκης, σ. 31

-Μ.Α., Η ΑΠΟΦΑΣΗ (ποίημα), σ. 31

-Μ.Α. «Κι όμως εμείς,….» από Το περιθώριο ’68-’69, εκδ. Στιγμή 1985, σ. 31

-‘Αγγελος  Ελεφάντης, Μια νέου τύπου λαϊκότητα, σ. 32

-Το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας του «Φωτός» για τη δίκη των 69 επονιτών, σ.32.

 

          ΤΟ  ΒΗΜΑ

στην σελίδα ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

-Παρασκευή 24/6/2005, σ. (43)/Α 19.

-«Έφυγε» ο σεμνός ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης.

-Δηλώσεις πολιτικών και καλλιτεχνών για τη μεγάλη απώλεια.

 

          Η  ΒΡΑΔΥΝΗ

-24/6/2005. Στις σελίδες Τεχνόραμα.

Ιωάννα Κολοβού: Πέθανε ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης. «Μόνοι στην ερημιά του πλήθους…» σελ. 27. Και στην σελίδα 29, Ιωάννα Κολοβού: Φτωχότερη η ελληνική λογοτεχνία. Ο μεγάλος μας ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης έφυγε σε ηλικία 80 ετών και σε μια εποχή που τα πάντα φθίνουν και ο ελληνικός πολιτισμός συρρικνώνεται για να μην πούμε μεταλλάσσεται, τέτοιες απουσίες πονάνε πιο πολύ. Κι ας είχε εδώ και καιρό αποσυρθεί από το προσκήνιο. Μας έφτανε που η υπήρχε η σκιά του ανάμεσά μας, μας παρηγορούσε η ζώσα αγιοσύνη του.

          ΕΘΝΟΣ

-Παρασκευή 24/6/2005, σ. 48-49 στις σελίδες ΤΕΧΝΕΣ

Γράφει η Δήμητρα Ρουμπούλα: ΕΣΒΗΣΕ Ο ΜΑΝΟΛΗΣΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ. «Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων….».

[Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ. Εμφύλιος, Αριστερά, ναυαγισμένα όνειρα, οι δρόμοι, οι ταβέρνες. –Δηλώσεις.]

-ΕΓΡΑΨΑΝ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ (Ντίνος Χριστιανόπουλος- Δημήτρης Μαρωνίτης- Νάσος Βαγενάς- Σπύρος Τσακνιάς- Γιάννης Δάλλας- Μάρω Δούκα- Αναστάσης Βιστωνίτης).

ΕΘΝΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ΕΘΝΟΣ ΑΟΥΤ 26/6/-2/7/2005, σ. 12-13. ΒΙΒΛΙΟ

-Ελένη Γκίκα: Κείμενα. Οι ποιητές που θα μιλούσανε πεθάναν όλοι νέοι.  Ο μεγάλος ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης έφυγε τα ξημερώματα της Πέμπτης σε ηλικία 80 χρόνων, αφήνοντας πίσω του ποιητικές συλλογές, κριτικές και αισθητικές σημειώσεις, τραγούδια, αναμνήσεις και αγώνες.

[Δημοσιεύονται στίχοι του. Τα έργα του. Και έγραψαν για εκείνον…] Κάτω από την φωτογραφία του διαβάζουμε: «Ποιήματα του Μανόλη Αναγνωστάκη μελοποίησαν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, η Αγγελική Ιονάτου και ο Μιχάλης Γρηγορίου.

          ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ

-Παρασκευή 24/6/2005, 23. Στην σελίδα Ρεπορτάζ

Α. ΚΑΤ., Στερνό αντίο στον Μανώλη Αναγνωστάκη

[δηλώσεις των: Κ. Παπούλια, Κ. Καραμανλή, Α. Παπαρήγα, Α. Αλαβάνος, Φ. Π. Πετραλιά, Π. Τατούλης, Χ. Ζαχόπουλος]

          ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

-Παρασκευή 24/6/2005. Στην πρώτη σελίδα μέσα σε μαύρο πλαίσιο. ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ. ΜΕΓΑΛΟΣ ποιητής και άνθρωπος. «Γιατί οι μελλούμενοι ποιητές δεν ζούνε πια/ Αυτοί που θα μιλούσανε πέθαναν όλοι νέοι». Ο Μανόλης Αναγνωστάκης είχε επιλέξει από χρόνια τη σιωπή, αλλά επηρέασε πολλούς ο μύθος του ως ποιητή και αγωνιστή. ΣΕΛ. 25-27.

[Στην σελίδα 9. Βίκ. Νετ. «Του ήθους και της συνέπειας».- Στις σελίδες 25-27 « 2… η άλλη όψη». –Βασίλης Ν. Καλαμαράς: Αυτός που ήταν όλλοι… Σελίδες 26-27. – Βασίλης Καλαμαράς :Ο βίος και το έργο του Μανόλη Αναγνωστάκη, η αγάπη του για τον ΠΑΟΚ και την αντιδογματική Αριστερά. Ποτέ με τους νικητές, αλλά και ποτέ ηττημένος. –Εργογραφία Αναγνωστάκη. – Βασ. Ρου.: Ανύμφευτος εραστής της ποίησης… Από μια συνέντευξη του Αναγνωστάκη στους Α. Φωστιέρη- Θ. Νιάρχο. – Μίκης (Θεοδωράκης): «Ανάβει μικρές πυρκαγιές»… - Η εύγλωττη σιωπή του…. Η πολιτειακή και πολιτική ηγεσία του τόπου αποχαιρέτησε τον μεγάλο ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη.

          ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ  ΤΥΠΟΣ Στην σελίδα ΕΝΤΕΧΝΩΣ

-Παρασκευή 24/6/2005, 52. ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ: «Έφυγε» ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της μεταπολεμικής γενιάς. Σιωπή, αιώνια στρατευμένη στο όραμα.

[Δημοσιεύονται τα ποιήματα Ο ΣΤΟΧΟΣ.- ΔΡΟΜΟΙ ΠΑΛΙΟΙ.- ΠΟΙΗΤΙΚΗ…. Και δηλώσεις, «Θα μας λείψει η φωνή του…».]

ΤΥΠΟΣ  ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ  

-26/6/2005, στην σελίδα ΠΟΛΙΤΙΚΗ- Επωνύμως, σ.12.  ΝΟΝΗ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ, ΣΥΝΕΒΗ: Οι στίχοι του θα «μιλούν» τώρα για τον Μ. Αναγνωστάκη.

          Η  ΕΠΟΧΗ

Κυριακή 26/6/2005, Στις σελίδες ΘΕΜΑΤΑ.

Στο Αφιέρωμα της εφημερίδας Βίος και Έργα γράφουν:

-Γιάννης Κουβαράς, ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ. «Θα ‘ρθει μια μέρα που δε θα ‘χουμε πια τι να πούμε…», σ.15

-Ο Μανόλης Αναγνωστάκης είναι από τους πιο σημαντικούς ποιητές της μεταπολεμικής Ελλάδας…., σ. 15.[στο αριστερό μέρος της σελίδας  δημοσιεύεται το ποίημα Ο ΣΤΟΧΟΣ].

- Ο τελευταίος επιζών, σ. 16-17.  Μια αδημοσίευτη στην Ελλάδα συνέντευξη του Μ. Αναγνωστάκη που δόθηκε στον κύπριο ποιητή και δημοσιογράφο Χρήστο Μαυρή. Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε σε δύο συνέχειες  στην εφημερίδα «Τα Νέα» της Λευκωσίας, στις 24 Ιουλίου 1984. Αργότερα, το 1990, αποτέλεσε το δεύτερο σκέλος στο μικρό δοκίμιο του Χρ. Μαυρή, «Ο τελευταίος επιζών. Σπουδή στην ποίηση του Μ. Αναγνωστάκη». Κρίνοντας πως οι απόψεις που διατυπώνει ο Μ. Αναγνωστάκης παρουσιάζουν ενδιαφέρον αναδημοσιεύουμε ορισμένα αποσπάσματα.

-Παύλος Κλαυδιανός, Ένας ποιητής στις συνεδριάσεις της Κεντρικής Επιτροπής, σ.18

-Μια ομιλία του Μανόλη Αναγνωστάκη, «Εκ των υστέρων, λοιπόν, βλέπω…, σ. 18, 24.

-ΑΛΕΚΟΣ ΑΛΑΒΑΝΟΣ: Ακόμα και η σιωπή του είχε μηνύματα, σ.24

-Ο Γιάννης Μπανιάς για τον Μανόλη, σ.24

-Ο Λεωνίδας Κύρκος, «Έφυγε και ο τελευταίος από τους μεγάλους…., σ.24.

-Αλ. Παπαρήγα, «Θερμά συλλυπητήρια για….», σ.24

-Η ΑΚΟΑ, Αισθανόμαστε και εμείς τη βαθιά οδύνη…, σ.24

-ΣΥΡΙΖΑ, Πολύτιμη παρακαταθήκη το «Υστερόγραφο», Σ. 24.

- Ελένη Καρασαββίδου, ΕΝΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΜΝΗΜΗΣ, σ. 25. [Στο ίδιο πλαίσιο της σελίδα δημοσιεύεται και (Επίλογος από Τρεις Εποχές) του  Μ. Αναγνωστάκη.

          Η  ΗΜΕΡΗΣΙΑ

Σαββατοκύριακο 25-26/6/2005, Στην σελίδα ΗΧ7, σ.41. –‘Εφυγε πλήρης ημερών ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης. «Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις». – Μ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ, Η ζωή και το έργο του.

[Δημοσιεύονται στίχοι από ποιήματά του και το ποίημα «ΝΕΟΙ ΤΗΣ ΣΙΔΩΝΟΣ».

          Η  ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

-Παρασκευή 24/6/2005.

–Στην στήλη ΣΗΜΕΡΑ,  ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΩΝ ΝΙΚΗΜΕΝΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΩΝ. Στην άλλη όχθη ο Αναγνωστάκης. – -Στην σελίδα ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. Όλγα Σέλλα: Αγάπησε «μια τρικυμία καινούργια». Έφυγε χθες ο Μανόλης Αναγνωστάκης, «γυρεύοντας (πάντα) ένα τίποτα για να πιστέψει»., σ.15

-«Αντίο στον Μ. Αναγνωστάκη με τους στίχους του, ΔΗΛΩΣΕΙΣ., σ. 15

- στην στήλη ΣΤΑΣΕΙΣ. ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ,: «Θυμούμαι, άρα υπάρχω»., σελ. 12.

          Ο  ΛΟΓΟΣ

-24/6/2005, 14.  ΑΠΩΛΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

«Έφυγε» ο Μανώλης Αναγνωστάκης σε ηλικία 80 ετών.

          Η  ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

- 26/6/2005 Στην σελίδα ΤΕΧΝΕΣ, σ. 81. –ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ Να ξαναδιαβάσουμε τους στίχους του. Αντίο. Στον κόσμο της απέραντης σιωπής πέρασε για πάντα, την περασμένη Πέμπτη, ο σπουδαίος Έλληνας ποιητής Μανώλης Αναγνωστάκης, αφήνοντας παρακαταθήκη τους στίχους του αλλά κυρίως τον τρόπο ζωής του.

-ΜΑΡΙΑ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ: Ποιητή, καλό ταξίδι.

          ΤΑ ΝΕΑ

-Παρασκευή 24/6/2005. Έφυγε χωρίς αυταπάτες.

Στην σελίδα «ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ»

Η Μικέλα Χαρτουλάρη επιμελείται και γράφει το δισέλιδο 4/22-23/5.  ΕΦΥΓΕ ΣΤΑ 80 ΤΟΥ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ

[ «Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις…». «Και προπαντός όχι αυταπάτες». Αυτό ήταν το μότο ζωής του Μανόλη Αναγνωστάκη, του ποιητή που με τις λέξεις του και με τη δημόσια σιωπή του (και τα δύο ήταν εξίσου δυνατά για κείνον) σημάδεψε-κυρίως-τη γενιά της μεταπολίτευσης. Χθες ενέδωσε οριστικά στη σιωπή. – Μίλησε για την τραγική κρίση της ταυτότητας. – «Μιλώ για τα τελευταία κουρέλια…».-Μανούσος ο άγνωστος Μανόλης- «Μετουσίωσε πληγές».- Μαχητική αρθρογραφία.- ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ Είχε συνδέσει την τέχνη του με τη δράση.].

-εκτός από το φωτογραφικό υλικό που συνοδεύουν την παρουσίαση της Μικέλας Χαρτουλάρη, υπάρχει και ένα σκίτσο του Δημήτρη Χαντζόπουλου. Βλέπουμε δύο δημοσιογράφους σκυμμένους πάνω στις γραφομηχανές τους και να γράφουν. Ρωτάει ο άντρας την γυναίκα: «Τι ξέρουμε για τον Αναγνωστάκη» και εκείνη απαντά με στίχο του: «Τίποτα!... «Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε, αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας». Όπως θα ΄λεγε κι ο ίδιος!...». 

         

          Η  ΝΙΚΗ

-Παρασκευή 24/6/2005, 13. Πιό φτωχή η ελληνική ποίηση.

Την τελευταία του πνοή σε ηλικία 80 ετών άφησε χθες τα ξημερώματα ο ποιητής Μανώλης Αναγνωστάκης. –Η κηδεία του θα γίνει τη Δευτέρα, δημοσία δαπάνη.

          ΠΡΙΝ

-Κυριακή 26/6/2005 Στην σελίδα ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

-ΑΠΩΛΕΙΑ, ΑΛΕΚΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ. ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΜΙΑΣ ΕΠΩΔΥΝΗΣ ΔΙΑΔΡΟΜΗΣ. Σιώπησε για πάντα ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης., σ. 21.

-ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΤΖΙΑΝΤΖΗ «Πέθανε κι ένας λεβέντης», σ. 14 [στο «ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ» στήλη που διατηρούσε]

          Ο  ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ Στην σελίδα Πολιτισμός

-Παρασκευή 24/6/2005, 31. ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ Σίγησε μια σημαντική ποιητική φωνή.

Η  ΧΩΡΑ

-Παρασκευή 24/6/2005, 39. Έφυγε για τον Παράδεισο ο Αναγνωστάκης 

--

          ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ

«Θα ‘ρθει μια μέρα που δε θα ‘χουμε πια τι να πούμε…»

Του ΓΙΑΝΝΗ ΚΟΥΒΑΡΑ

Εφημερίδα «Η Εποχή» 26/6/2005, σ. 15

          Ποιητής υψηλού αποστάγματος ο Αναγνωστάκης σημάδεψε μοναδικά μιαν Εποχή ακτινογραφώντας ανεξίτηλα τα πάθη και τα λάθη της, εκείνη του νεοελληνικού «τριακονταετούς πολέμου» 1941-1974 σε Συνέχειες, με Στόχο να μείνουν κτήμα ες αεί των επιγόνων, διέσωσε με Παρενθέσεις φωλιές νερού για άνυδρους καιρούς. Σήκωσε στίχους-αναχώματα στον Χρόνο, αγρύπνησε πάνω στην «αριθμητική των ιδεών», ενεργός πολίτης/ ποιητής, μας έδωσε σημειώσεις ενός μελλοθάνατου που πρόφτασε να ερωτευθεί, ν’ αγωνιστεί, να πιστεύσει, ν’ αμφισβητήσει, να αναθεωρήσει.

          Ανδρώθηκε πρόωρα σε κλίμα κοινής έξαρσης και μεγάλων προσδοκιών, εντάχθηκε στις γραμμές του φοιτητικού αντιστασιακού κινήματος, αναπνέοντας στους κόλπους του το οξυγόνο της άδολης φιλίας, τη συγκινητική κοινοκτημοσύνη συναξάρισε μοναδικά την περιπέτεια της γενιάς του, «μια μέρα θα γράψω την ιστορία των χρόνων μου/ ένας κήπος μ’ άδικα κομμένα ρόδα» και αυτός το πιο ψηλό της ρόδο.

          Οι θεματικοί άξονες που διαπερνούν το έργο του είναι η σταθερά του Χρόνου, η επίμονη αναζήτηση της κοινωνικής αυθεντικότητας, το ήθος της πολιτικής, η φιλία, η αίσθηση της φθοράς, ο έρωτας, η υπαρξιακή αγωνία.

          Ολόκληρο το έργο του με τη δωρική του λιτότητα τείνει στο επίγραμμα. Το αίσθημα χρονικότητας είναι κυρίαρχο, όλοι οι τίτλοι των συλλογών του είναι χρόνου δηλωτικοί, στρογγύλεψε ακόμη και τη χρονολογία αναλήψεώς του γιορτάζοντας τα 80 του (1925-2005). Μας πλούτισε με μια ποίηση αρυτίδωτη από το χρόνο, στέρεη, γρανιτένια, προστατευόμενη από τους κεραυνούς του καιρού από το «αλεξικέραυνο της όρθιας Πράξης», μια ποίηση που κανένας άνεμος δεν μπορεί να ξεκαρφώσει τις λέξεις- πρόκες της.

          Τα τελευταία χρόνια ο Αναγνωστάκης μας δίδαξε τη σιωπή ως ύψιστη πράξη. Ξέραμε, πώς κάπου μέσα στον κόσμο ήταν η καρδιά του που χτυπούσε κι αυτό μας παρηγορούσε. Του χρωστάμε πολλά, πολλές μικρές πυρκαγιές που πυρπολούσαν την ατίθαση νιότη μας. Καλό ταξίδι στην αιωνιότητα.

--

          Στον  Μανόλη  Αναγνωστάκη

΄Ήταν ψηλός σαν κυπαρίσσι

μαχητής

σαν στρατηλάτης επαναστάτης άγιος

δίχως τα φυσεκλίκια του

αρματωσιά του οι ιδέες του

οι διαρκείς αγώνες του

Πολίτης- Ποιητής

κι όμως σιώπησε νωρίς

Η φωνή του ΣΤΟΧΟΣ

οικουμενικών προσδοκιών

στις διαχρονικές ΕΠΟΧΕΣ της ανθρωπότητας

Στρατευμένος

σε μία χαμένη υπόθεση ανθρωπισμού και ελευθερίας

που Εκείνος πίστευε, πάλευε

(όχι όμως οι άλλοι γύρω του. Το διαπίστωσε έγκαιρα)

Μαχητής ενός πληγωμένου οράματος

αδογμάτιστος, απρόσκοπτος,

ευθυτενής στα ποιητικά του προτάγματα

κυνηγούσε το όνειρο μιας χαμένης επανάστασης

(εκ νεότητός του πολλά πολέμησάς τον αλλότρια πολιτικά πάθη)

Τραύματα της εποχής και της γενιάς του σταύρωσαν την Ποίησή του

δογματισμοί και αδιέξοδα των συντρόφων του

τον φυλάκισαν

κάρφωσαν τις λέξεις (του)

Μίλησε με Σιωπές και Υ.Γ.

στιχουργικούς σαρκασμούς

με ειρωνική διάθεση,

κόκκινους υπαινιγμούς καθαρότητας

Ποδοσφαιρόφιλος

Ποιητής- Πολίτης

Αυτός υπήρξε ο Μανόλης Αναγνωστάκης

        γιώργος χ. μπαλούρδος

Πειραιάς

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Κυριακή, 29 Σεπτεμβρίου 2024

  

Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2019

Κική Δημουλά, ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ


Κική Δημουλά: ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ

Εκδόσεις «στιγμή» 1988, 
σελίδες 120, 
εξώφυλλο: Σωτήρης Σόρογκας

     Πέρασαν τριάντα χρόνια από τότε που κυκλοφόρησε η ποιητή συλλογή της ποιήτριας Κικής Δημουλά «ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ΄», από τις πάντα φροντισμένες και καλαίσθητες εκδόσεις-τυπογραφείο «στιγμή». Σε αυτό το θρυλικό υπόγειο πολιτισμού για όσους έτυχε να το επισκεφτούν και έβλεπαν με χαρά και έκπληξη τα γεμάτα μελάνι δάκτυλα του τυπογράφου κυρίου Αιμίλιου Καλιακάτσου να είναι βουτηγμένα μέσα στα μικρά τετραγωνάκια της «κάσας» και να αγγίζουν τα μικρά γράμματα, να τα αναδύουν στην επιφάνεια της αναγνωστικής μας όρασης, συντάσσοντας τις μικρές λέξεις την μία μετά την άλλη μέχρι να σχηματίσουν την ποίηση και την ομορφιά της ελληνικής γλώσσας καθώς εκτίθεται αθώα και γυμνή χωρίς ψιμύθια στην όρασή μας. Με όλη την πανάρχαια και αρχοντική ομορφιά της, με τους τόνους της και τις περισπωμένες της, με τις δασείες της και τις ψιλές της. Σε τυπογραφική επιμέλεια από τον Αιμίλιο Καλιακάτσο και βιβλιοδεσία από τον Ευθύμιο Αρχοντουλάκη, εκδόθηκε το Νοέμβριο του 1988 το «Χαίρε ποτέ». Μια συλλογή, μετά από την τελευταία της ποιητική κατάθεση «ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ» που εκδόθηκε το 1981 από το παλαιό τυπογραφείο και εκδόσεις «Κείμενα» του Φίλιππου Βλάχου. Ενός καλαίσθητου τυπογράφου πάντα φιλόξενου, με ένα μικρό ποτηράκι κρασί στο χέρι και λίγο μεζέ στο τραπέζι, που σου ζητούσε να συμμετάσχεις μόλις σε συναντούσε στο μικρό τσιμπούσι του. Όπως ξέρουν να κάνουν οι γνήσιοι μποέμ έλληνες, οι ρεμπέτες της αυθεντικής ζωής που με μερικές ελιές, ένα κομμάτι φέτα με ρίγανη και λάδι, ή δυό παστές σαρδέλες και ένα μικρό κατοσταράκι κρασί, στήνουν το ελληνικό γλέντι και αυγαταίνουν την συντροφιά, την παρέα των αγνώστων που γίνονται ένα. Της ομήγυρης του πνεύματος που θύουν «Τοις αγνώστοις Θεοίς». Καθώς ρίχνουν την μικρή σπονδή τους στο χώμα λέγοντας «αίμα να μας γίνει» για να τιμήσουν τους κεκοιμημένους δικούς τους. Του Φίλιππου Βλάχου και του τυπογραφείου του στην οδό Μαυρομιχάλη στην Αθήνα που μας έκανε να ξαναδιαβάσουμε τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη, τον Δημήτρη Χατζή και μια σειρά άλλων ελλήνων συγγραφέων και ποιητών.
     Και καθώς διαβάζω ξανά, την ποιητική και σπαρακτική ποιητική κατάθεση, μιας από τις σημαντικότερες ελληνίδες ποιήτριες της εποχής μας, έρχονται στον νου μου οι χρωματικοί τόνοι των ήχων της φωνής του φιλόλογου και ποιητή κυρού Σταύρου Βαβούρη μέσα στο μικρό και μονήρες δωμάτιό του να μου την διαβάζει και να μου την υμνεί. Να στέκεται σε στίχους και να τους αναλύει, να τους εμπλουτίζει με παλαιότερες προσωπικές του αναμνήσεις, να τους συμπληρώνει με γνωστά αποσπάσματα άλλων του αναγνωσμάτων, να τους επαναπροσδιορίζει με «νέα» νοήματα, με «καινούργιες» εικόνες, που γέμιζαν το δωμάτιο με ήχους πρωτόγνωρους, ακούσματα από το βάθος της μνήμης του χρόνου. Ένα παραλήρημα λόγου που ήταν μια άλλη μορφής ποίησης, που δεν μπορούσες να ξεδιαλύνεις μέσα σου αν αυτός ο παραληρηματικός λόγος ενός σημαντικού ποιητή, ήταν καθώς τον άκουγες, μέσα στον δικό του προσωπικό οίστρο η φωνή ενός γέρου σαμάνου μέσα σε ένα μοντέρνο των καιρών μας σπήλαιο της αποκάλυψης. Αν ήταν αυτή η ανάγνωση ενός άλλου ποιητικού βιβλίου, η ερμηνεία του δικού του στοχασμού ή το παραλήρημα ενός άλλου ποιητή που έβρισκε τον τόνο της δικής του ποιητικής φωνής μέσω της συλλογής της Κικής Δημουλά. Καθισμένος στο κρεβάτι του με το φως να σκιάζει τις σελίδες του βιβλίου στεκόταν σε λέξεις που σε παραξένευαν, που δεν θα στεκόσουν εσύ χωρίς την βοήθεια λεξικού, ή θα παράβλεπες ως μη αποδεκτές των ποιητικών σου διαβασμάτων. 
Ο ποιητής, δηλαδή ο Σταύρος Βαβούρης, με εκείνη την χαρακτηριστική του φωνή τις αναδείκνυε, μιλούσε για την μουσικότητά τους, έδινε σε αυτές άλλη σημασία, τις εμπλούτιζε με δικές του ποιητικές λέξεις, που ξυπνούσαν μέσα του οι λέξεις της Δημουλά, και πάλι, ξεδιπλώνοντας μνήμες προσωπικές του, διέκοπτε την ανάγνωση κοιτώντας με να τον παρατηρώ με έκπληξη, απορία και δέος. Ρωτούσε την γνώμη μου, πως μου φαίνονταν η ανάλυσή της συλλογής, μου έλεγε ιστορίες από παλαιότερες συναντήσεις με την ποιήτρια. Με επίπληττε όταν τολμούσα να ψελλίσω κάτι διαφορετικό από αυτό που είχε μέσα στο χαώδες ορισμένες φορές μυαλό του. Όμως η ποίηση της Κικής Δημουλά, ήταν εκείνη που ενεργοποιούσε και τις δικές του-ας μου επιτραπεί και τις δικές μου-ποιητικές δυνάμεις αντοχής. Θαύμαζα τον λόγο της σύγχρονης μας ποιήτριας που αγαπήθηκε από το ευρύ κοινό-και όχι αδίκως-που απέκτησε κάπως ξαφνικά φήμη, και ταυτόχρονα, παρατηρούσα έναν άλλο ποιητή, με τι συγκίνηση και αυστηρότητα απήγγειλε τον γυναικείο αυτόν σύγχρονο ποιητικό λόγο, αυτός, ο φίλος μεγάλης ηλικίας, ο σημαντικός φιλόλογος και ποιητής που το ποιητικό του έργο, ίσως και να μην έχει ακόμα την δημόσια προβολή που του αξίζει και την αναμενόμενη αναγνωστική. Δύο ποιητές, δυό ελληνικές φωνές του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού και νεοελληνικής γραμματείας της ίδιας γενιάς που αναζήτησαν το ανέφικτο, μέσα στο όνειρο του κόσμου της ποίησης. Εξερεύνησαν το όραμα του κόσμου μέσω της εξομολογητικής ανθρώπινης φωνής, μέσω των μυστικών θαυμάτων που κρύβει μέσα της η ελληνική γλώσσα στη διαχρονία της.
Δύο ποιητές που τους χωρίζει ποιητικά ότι ίσως τους ενώνει. Η ανθρώπινη παρουσία και το άλγος της ζωής. Ο σπαραγμός της ανθρώπινης φύσης και η απαρηγόρητη παρηγοριά της θνητότητας. Της ζωής που σταυρώνεται και ανασταίνεται κάθε στιγμή μέσα στη ροή του χρόνου χωρίς σταματημό, δίχως ανάπαυλα, δίχως ανάπαυση ελέους, μακριά από δοξασμένους ελπιδοφόρους ιστορικούς φανούς ανακούφισης. Το σωματικό πρόβλημα του ποιητή Σταύρου Βαβούρη «εξαϋλωνόταν» καθώς ενωνόταν με τον πολύχρωμο και πένθιμο ποιητικό λόγο της Κικής Δημουλά. Καθώς η συγκίνηση που εκπέμπουν οι ποιητικές της λέξεις-κάθε μία σχεδόν λέξη ξεχωριστά-και το σύνολο του ποιητικού της σώματος, δημιουργούσαν μια άλλη ατμόσφαιρα. Ήταν μια μυσταγωγία να ακούς τον ποιητή Σταύρο Βαβούρη να απαγγέλλει τα ποιήματα, να χάνεται μέσα σε αυτά, να ξεχνιέται και να μακρηγορεί σε δικές του παλαιότερες αναμνήσεις και συμβάντα, περιστατικά που σε καθήλωναν. Και εσύ να κάθεσαι αποσβολωμένος προσπαθώντας να κατανοήσεις το ακατανόητο του ποιητικού λόγου και της ανθρώπινης ζωής ενός ποιητή, που, καθηλωμένος σχεδόν πάνω στα οράματά του και τους εφιάλτες του, αναζητούσε σανίδα σωτηρίας στην ίδια του την απαγγελία, στον ιαματικό λόγο της ποίησης μιας άλλης φωνής που θαύμαζε.
Τα ποιήματα της συλλογής «Χαίρε ποτέ», αναδύουν μια αίσθηση κατανυκτική, σαν και αυτήν που αισθανόμαστε όταν ακούμε από τα χείλη των ιερέων μέσα στις εκκλησίες να διαβάζουν μυστικές ευχές, να ψέλνουν με χαρμολυπική διάθεση τα κοντάκια και τα τροπάρια της Μεγάλης Εβδομάδας. Αυτών των συνταρακτικών ψαλμών που η ελληνική ορθόδοξη παράδοση μας δίδαξε διαχρονικά να «γέρνουμε και να γερνούμε» μαζί τους κάθε φορά μοναδικά και ανεπανάληπτα όταν τα ακούμε. Με ανθρώπινη ταπεινότητα.
     Πώς να περιγράψεις την απώλεια του συντρόφου σου που στάθηκες δίπλα του μια ζωή ολάκερη, και μάλιστα, όταν ο σύντροφος αυτός της ζωής σου είναι ποιητής, όπως υπήρξε ο Άθως Δημουλάς. Στον οποίον όχι μόνο αφιερώνει την συλλογή της η ποιήτρια «Μνήμη Άθου Δημουλά» αλλά, αναγνωρίζουμε την παρουσία του να είναι πάντα παρούσα μέσα στην συλλογή της «ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ΄». Να κυκλοφορεί ανάμεσα στις λέξεις αβίαστα, να κρύβεται πίσω από στίχους και να χαμογελά, να θλίβεται μαζί με την θλίψη της ποιήτριας συντρόφου του και να «μετράει» ίσως, τον χρόνο της επανένωσής τους, σε μια άλλη ποιητική διάσταση. Ο Άθως Δημουλάς, ο ποιητής και σύντροφος, ευτύχησε να συναντήσει την ολοκλήρωση της σωματικής του απουσίας μέσα σε ποιητικές λέξεις που έγραψε η μητέρα των παιδιών του. Ευτύχησε μετά τον βιολογικό του θάνατο να παραμείνει ζωντανός μέσα σε μια ποίηση που θάλλει θλίψη και πόνο από τον χαμό του. Η απουσία του είναι αυτή που προσδιορίζει για εμάς την παρουσία του. Υπάρχει και αναπνέει μέσα σ’ ένα ποιητικό σύννεφο αναφορών και προσωπικών του στιγμών. Ζει μέσα στην διακριτική του οικογενειακή απουσία. Μέσα από τα μάτια και τις αισθήσεις της μνήμης μιας ποιήτριας, που δεν φοβάται να εκθέσει τα εν οίκω σε εμάς τους αναγνώστες του ποιητικού της λόγου. Ενός λόγου ύπαρξης που παραπέμπει σε γυναικείες εκκλησιαστικές ποιητικές φωνές ανεπανάληπτης μαγείας και ευφροσύνης.
     Λέξεις παράξενες, που ακούγονται για πρώτη φορά στα αυτιά μας. Λέξεις με τον δικό τους σημασιολογικό χαρακτηρισμό. Ουσιαστικά της ελληνικής γλώσσας που δεν τα συναντούμε εύκολα στην γλωσσική μας παράδοση, που φύονται από ένα πεδίο συγκίνησης πρωτόγνωρο που σε εκπλήσσει, αναρωτιέσαι από πού προέρχονται αυτές οι λέξεις, που αποσκοπούν, πώς εγκαταστάθηκαν μέσα στην γλωσσική συνήθεια της ποίησης της ποιήτριας. Πως βρέθηκαν μέσα στο συντακτικό σώμα της ποίησής της. Από ποιο φρέαρ οδύνης αντλήθηκαν. Επίθετα, λιγοστά, άγριας ομορφιάς που επιτείνουν τη σημασία του ουσιαστικού, που δίπλα τους ξενίζει, παραξενεύει, ίσως χαριεντίζεται όμως δεν ψεύδεται, δεν λοξοδρομεί από τα ρεύματα συγκίνησης που κυλούν μέσα στην ποιητική συλλογή. Υπόγεια ρεύματα θλίψης, ικετήριες παραμυθίες που αναδύονται στην ποιητική της επιφάνεια αβίαστα και κοσμούν τον χώρο. Ένας λόγος που γίνεται ποίηση από μόνος του που έχει την δική του αυθυπαρκτότητα.
Είναι ένας ποιητικός λόγος οντολογικός, αυτοαναφορικός, που δεν αναλώνεται μέσα σε σχεδιασμούς αισθητικής κομψότητας. Πλέει μέσα σε ένα ποτάμι γλωσσικής αθωότητας και συγκίνησης, γιατί είναι στο βάθος της πυκνότητάς του συντροφικά πένθιμος. Οι βαθμοί της συγκίνησης της φωνής της Κικής Δημουλά, προμηνύουν το στίχο της που μας λέει: «Θεέ μου τι δεν μας περιμένει ακόμα». Ελπίζει. Ελπίζει που; Σε ένα ελπιδοφόρο σύμπαν; Όχι. Ελπίζει που; Σε έναν αναφή Θεό και Κύριο που επικαλείται; Όχι. Στους ανθρώπους που συνάντησε; Όχι. Η ποιήτρια Κική Δημουλά ελπίζει στις εμπειρίες ζωής που έζησε κοντά στον σύντροφό της,-έστω και αν αυτό ακούγεται παράξενο, που προσδοκά να τις ξαναζήσει-τον ποιητή Άθω Δημουλά που υπήρξε μέντοράς του βίου της και του ποιητικού της ταλέντου. Που της το ανέδειξε φιλεύσπλαχνα, όπως γνωρίζουν οι αληθινοί ποιητές. Η ποίησή της γίνεται το όχημα των αναμνήσεών της που τροφοδοτούν την ποιητική της γλώσσα. Η γήινη απουσία του πιστού συντρόφου της μετατρέπεται σε λέξεις, σε στίχους, σε εικόνες, σε μουσική, σε ύφος της νέας μοναχικής ζωής της. Διαμορφώνει την νέα στάση της ζωής της. Ο κόσμος είναι πλέον άδειος, περισσότερο αποτρόπαιος και άξενος τώρα που εκείνος δεν είναι δίπλα της, να την φροντίζει, τώρα που δεν θα απλώσει τα χέρια του να την αγκαλιάσει και να την προστατέψει από τους καινούργιους της ζωής κινδύνους. Τώρα που το λακουβάκι του μαξιλαριού δεν θα εκπέμψει πια την θερμότητα του προσώπου του. Τώρα που η φωνή του δεν θα ακουστεί να την συμβουλεύει προς τα πού να στρέψει το ποιητικό της βλέμμα. Το «Χαίρε Ποτέ» είναι μια δημόσια συνομιλία με τον ίδιο της τον θάνατο, που εξαιτίας της απώλειας του αγαπημένου της συντρόφου και συζύγου, του πατέρα των παιδιών της, συνεχίζει την ζωή της αλλιώς. Του δασκάλου που την καθοδήγησε στα πρώτα της ποιητικά βήματα. Μαζί μετάλαβαν του ποιητικού άρτου και οίνου. Μαζί εκκλησιάστηκαν στον μεγάλο ναό της Ποίησης. Μαζί ξενύχτησαν σχίζοντας σελίδες της ποιητικής τους γραφής, μέχρι να βρουν το δρόμο τον μυστηριακό, μέχρι η ποιητική κατάθεση να ολοκληρωθεί σε ονείρου μέθεξη, σε καθαρτήρια εξιλέωση, σε επιβεβαίωση της ίδιας τους της σχέσης. Η ποίηση της Κικής Δημουλά ανοίγει μια διπλή συζήτηση. Από την μία οι αναμνήσεις της και από την άλλη η σκιαγράφηση της εικόνας Εκείνου, του Άθω, που είναι η συνείδηση του ποιητικού της λόγου. 
Το «Χαίρε Ποτέ» δεν είναι σπαράγματα ζωής, είναι η ίδια της η ζωή που μετουσιώθηκε σε λέξεις, σε στίχους, σε παύσεις του λόγου, σε ανακατάταξη των νοημάτων, σε μουσικές στιγμές, σε χρώματα που είναι θαμπά από της αγάπης την απώλεια, από τον θάνατο που μπορεί και ανασταίνεται μέσα σε χαραμάδες θλίψης. Είναι η δημόσια συνομιλία μιας γυναίκας που ξέρει να αγαπά και μετά τον θάνατο του συντρόφου της, που ατενίζει την θεϊκότητα της ζωής που έζησε αλλά δεν χόρτασε, δεν λησμόνησε. Και μέσω της γλώσσας, μέσω των παράξενων ουσιαστικών που εφευρίσκει και χρησιμοποιεί, αγωνίζεται να την ξαναζήσει σε μια άλλη διάσταση με την βοήθεια του Θεού, που μένει πάντα αινιγματικά σιωπηλός στον κάθε ένα ξεχωριστά και λαλίστατος μέσα στην Φύση. Ουσιαστικών που αρνούνται να εξαντληθούν στην νοηματικής τους σαφήνεια, στην καθαρότητα της αναγνωστικής τους κατανόησης. Λέξεις που καθρεφτίζονται μόνο μέσα στην ταυτότητά τους. Μέσα στην πληρότητα της αγνωσίας τους που σχηματίζουν το όνειρο της ζωής της. Ένα δια βίου πένθος αναγνωρίζουμε στον ποιητικό της λόγο. Οι λευκές σελίδες του βιβλίου της είναι το μνήμα των λέξεών της που μας υπενθυμίζουν την ζωή της δίπλα σε εκείνον που εξακολουθεί να ζει μέσω μιας ποίησης που δεν προέρχεται από τα δικά του χείλη και χέρια, αλλά από το άλλο μισό του πλευρού του, που άφησε πίσω του, να θρηνεί την απώλεια του, να αναζητά το άλλο μισό του μέσα στο ουράνιο σύμπαν των λέξεων. Ίσως, θα τολμούσαμε να γράφαμε, ότι ο ποιητής Άθως Δημουλάς, θα μείνει στην ιστορία των γραμμάτων μέσω της ποιητικής γραφής της συζύγου του ποιήτριας Κικής Δημουλά, παρά μέσω της δικής του ποιητικής κληρονομιάς. Ίσως.
Ο ποιητικός λόγος της Δημουλά αστράφτει πάνω στον καθρέφτη της γυναικείας αγάπης. Μιας αγάπης προς την γλώσσα που δημιουργεί για να εκφράσει την δική της φιλαρέσκεια, ακόμα και την φιλαρέσκεια του πένθους της. Οι λέξεις της διασπώνται σε μικρούς πυρήνες χαρμολύπης, σε μελίχροες αισθήσεις, σε ασύλληπτες συλλήψεις μιας ομορφιάς που δεν είναι εύκολο να προσδιορίσεις αν δεν αφεθείς  στο πένθος της ζωής, δηλαδή, στην πλέρια εμπιστοσύνη της. Η ποίηση της Κικής Δημουλά κουβαλά μέσα της την απελπισία του πιστού μπρος στα εικονίσματα καθώς σκυφτός και γονατιστός δέεται ζητώντας εξιλέωση από το εικονιζόμενο θεϊκό πρόσωπο της πίστης του. Σηκώνει το βάρος της αγωνίας μιας ατομικής εξομολόγησης που μόνο ένα θείο υπερπέραν τόσο αόρατο και αχανές, όσο είναι η ψηλαφητή του ορατότητα μπορεί να σηκώσει. Ο ερωτικός κρυφός της σπαραγμός γίνεται ποιητική δέηση, ικεσία σε έναν Θεό που αναγνωρίζει το πρόσωπό του μόνο μέσα στις λέξεις που τον εικονογραφούν, τον ανιχνεύουν. Είναι η Ποίηση που μένει από όλο αυτό το περιπετειώδες του θανάτου ταξίδι. Ο Άθως και η ζωή μαζί του γίνεται Ποίηση. Η τρυφερή της ικεσία προς τον Θεό γίνεται Ποίηση. Ο ίδιος της ο λόγος μετατρέπεται σε Ποίηση. Γιαυτό ανέφερα παραπάνω ότι η ποιητική της φωνή είναι οντολογική. Γιατί κουβαλά μέσα της, πολιτιστικά φορτία προαιώνιας εκκλησιαστικής εξομολογητικής παράδοσης του ανθρώπου προς τον δημιουργό του που ανταποδίδει τις ευεργεσίες του μέσω των λέξεων, της γλώσσας και των αποφατικών μυστηρίων της. Υπάρχουν ποιητικές μονάδες που βασίζονται πάνω στην νεκρώσιμη ακολουθία του Ιωάννη Δαμασκηνού.
      Σίγουρα σε αυτήν την συλλογή, δεν θα συναντήσουμε λέξεις μέσα στην οργανωμένη τους συντακτική αυστηρότητα που έχουμε μάθει, δεν θα περπατήσουμε σε γνωστά μας ερμηνευτικά μονοπάτια. Δεν γίνεται, θα σκοντάψουμε πάνω σε υφολογικούς και εννοιολογικούς σκοπέλους που η ίδια η ποιήτρια στήνει μπροστά μας. Η τεχνική της είναι δαιδαλώδης, οι λέξεις δεν υποτάσσονται στις δικές μας ερμηνευτικές, πολλές φορές ξεγλιστρούν ακόμα και από την διάταξη με την οποία τις παραθέτει η ποιήτρια. Όμως, δεν χάνουν την μυστηριακή τους καθαρότητα, δεν απεμπολούν κατά τι το φορτίο συνείδησης που φέρουν μέσα τους. Λέξεις χρησμολογικές, που ακούγονται από το βάθος ενός χρόνου που σημάδεψε την ζωή της ανεξίτηλα. Λέξεις βαπτισμένες μέσα στην κολυμπήθρα του πένθους του έρωτα, γιαυτό παραμένουν ανοξείδωτες μέσα στην όρασή μας. Ευρηματικές είναι επίσης οι γλωσσικές της τεχνικές, όπως ευρηματικός παραμένει και ο ανθρώπινος πόνος της απώλειας. Λέξεις συμπεριφορές ήθους ζωής και ήθος θανάτου. Εκφράσεις που ανιχνεύουν κάθε ενδεχόμενη υποψία αναίρεσής της αλήθειας τους. Που αποσπούνται από το ανομολόγητο του ιδιωτικού για να μας αποκαλύψουν το άρρητο της ελπιδοφορίας μας μέσω της εξομολόγησής της.
Η προαίρεση του πλησιάσματος του χαμού είναι αυτή που μετράει στην ποιητική της γραφή. Και η ποιητική προαίρεση της ποιήτριας Κικής Δημουλά δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Είναι η σύλληψη του αιώνιου και του άφατου, που μορφοποιήθηκε σε τραγική ανθρώπινη μοίρα μέσα στην ποιητική της γλώσσα και ποιητική αίσθηση. Γιατί, η ανθρώπινη, συντροφική, συζυγική, ερωτική, φιλική απώλεια, δεν είναι η σιωπή μιας αινιγματικής και τρομερής Θεότητας που κρύβεται μέσα στον ανθρώπινο πόνο, αλλά το ίδιο το Σώμα του ανθρώπου, είναι αυτό, που δεν ξέρει πώς να χειριστεί την απώλεια του άλλου μισού του.
Και αυτήν την διαχείριση της Σωματικής απώλειας έρχεται να καλύψει ο Ποιητικός Λόγος. Που έγινε Σάρκα εξομολογητικής γραφής μέσα στην Ιστορία, καθώς επαναλαμβάνει διαρκώς την απώλειά του.
     Μεταφέρω στην ιστοσελίδα μου ορισμένες από τις κριτικές που γράφτηκαν για την ποιητική συλλογή «Χαίρε Ποτέ» της ποιήτριας Κικής Δημουλά, αρχινώντας από την κριτική του φιλόλογου και ποιητή Σταύρου Βαβούρη, όπως δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό «Η ΛΕΞΗ» τεύχος 83/3,4,1989, σελίδες 315-316.                     

Κριτικές για το έργο
• Σταύρος Βαβούρης, περιοδικό «η λέξη» τχ. 83/3,4, 1989, σελίδες 315-316
Κική Δημουλά: Χαίρε Ποτέ. Στιγμή, 1988
     Το «Χαίρε Ποτέ» της Δημουλά, βιβλίο ορόσημο και σταθμός, σε μια πρώτη ανάγνωση, σ’ αφήνει άναυδο. Ο σπαραγμός του, ασίγαστος κι απαρηγόρητος, σε συμπαρασύρει, τόσο ώστε να είναι αδύνατον ν’ αποστασιοποιηθείς κριτικά και να διαπιστώσεις ότι δεν πρόκειται μόνο για ένα θρήνο μοιρολόι που σε παραπέμπει στην απόγνωση των πιο δραστικών μοιρολογιών:
Σήκω διαμάντι και ρουμπί κι ανθέ του μαλαμάτου που ‘χω δυό λόγια να σου πώ του παραπονεμάτου.
Όχι ότι τέτοιες ψευδαισθήσεις-δηλαδή πώς ο νεκρός της «κοιμάται» κι είναι δυνατόν να σηκωθεί να του παραπονεθεί- έχει η Δημουλά. Τουναντίον. Έχει αναγάγει το αμετάκλητο του θανάτου σε  μια τόσο υψηλή ποιητική μετουσίωση, πού όμοιά της μάταια θ’ αναζητούσες στην ποίηση του αιώνα μας. Κατακρεουργημένη, ασπαίρει κυριολεκτικά:
«Με ρωτάει ο καιρός
από πού θέλω να περάσει
πώς ακριβώς τονίζομαι
στο γέρνω ή στο γερνώ…» ή
«… ν’ μη
γερνάω μόνη… όσο δε ζεις να μ’ αγαπάς».
Έχεις την αίσθηση ότι η κοινή των θνητών μοίρα, ο αδήριτος αδυσώπητος θάνατος, ωε μοναδικό στόχο του δεν είχε παρά τη Δημουλά. Ώστε η εξακόντισή της στην «ύβριν» των αρχαίων, παρά το δέος και τον τρόμο που συνεπάγεται, να σου φαίνεται φυσικό επακόλουθο, μιάς απόγνωσης, μιάς μοναδικής ανθρώπινης οδύνης, όπου η Φύση, τα Πράγματα, και πρό πάντων ο Ουρανός δεν απέβλεπαν παρά μονάχα στον αφανισμό του νεκρού αγαπημένου. Μιάς οδύνης που δεν παρηγορεί, δεν την καταπραΰνει, δεν την επουλώνει τίποτα και κανείς.
     Αντιθέτως. Ο παντελεήμων, ο παντοδύναμος Θεός έχει «εγκρίνει» παραπλανητικά ανελέητους ανταγωνιστικούς ψαλμούς» όπως:
      «στον κεκοιμημένον δούλον Σου».
Ο νεκρός δηλαδή έχει κοιμηθεί «δούλος» και τον απελευθερώνει ο θάνατος (πάντα κατά τις χριστιανικές δοξασίες περί θανάτου). Ο ευφημισμός νεκρός-κεκοιμημένος, εξαγριώνει αντί ν’ απαλύνει τις αλγοδύνες της Δημουλά.
«Θέ μου αν απελευθερώνει ο θάνατος
όπως μας το υπόσχεται, η γλυκύτατη παρήγορη αβεβαιότης, εσύ
γιατί τον θές ντέ και καλά δουλέμπορο».
Η απάντηση θα ήταν: γιατί στο χωρίς όριο θείο έλεος, ενυπάρχει η παραμυθία, η παρηγοριά των επιζώντων. Η Δημουλά μοιάζει να μην πείθεται σ’ αυτό το απέραντο έλεος:
«Εξάλλου σου θυμίζω η συμπόνια
Πρωτογράφτηκε λάθος από το Θεό».
Αλλά, το «Χαίρε ποτέ» είναι μόνο ένα ποίημα-μοιρολόι; Μια δεύτερη ανάγνωση σε υποχρεώνει σε μια τρίτη, τέταρτη, κι από την άποψη αυτή πράγματι υπερβαίνει τις δυνατότητες μιάς κριτικής, έστω πολυσέλιδης. Δεν εξαντλείται, εκτός αν σ’ ένα βιβλίο απομόνωνες τους αδιέξοδους παραδρόμους της ποιητικής της Δημουλά, των σχέσεών της με τη φύση, με τους συνανθρώπους της, τη μεταφυσική της, το Θεό. Π. χ. οι στίχοι:
«Πώς ήθελα να ξέρω να γεννάω
μικρά ποιήματα,»
αν παραλληλιστεί με
«το χαμένο ποδαρόδρομο
πού φάγανε στη μούρη τα μεγάλα
ξυπόλητα δονκιχωτικά»,
γεννούν πολλές απορίες. Σημειώνω μόνο ότι ανέκαθεν (και στο «Χαίρε ποτέ») «μπόρεσε» «μικρά ποιήματα», θαυμαστής πυκνότητας. Στα «μακρά» της, η «ένταση»-όπως στα διαβόητα συνθετικά (που η Δημουλά δεν έγραψε βέβαια)-πέφτει γιατί «δεν αποταμιεύεται», αν κι απομονωμένα τους τετράστιχα ή δίστιχα είναι ολοκληρωμένα ποιήματα, έστω κι αν τ’ αποσπάσεις από το σώμα του ποιήματος που ανήκουν. Π. χ.:
…. Μετά τη δωρεά του σώματός σου στο Θυμάμαι…
….Ποτέ δεν πέφτει η μόδα του ευάλωτου…
…. Το σκληρό έμαθα πώς χαράζει
αλλά όχι πως χαράζεται….
     Δύσκολα-όσον αφορά τις σχέσεις της Δημουλά με τη φύση-θα ‘λεγα ότι ο στόχος της κι αιτία του «ξαναπικραίνεται» βλέποντας πώς «τα κυπαρίσσια.. πατάνε επί πτωμάτων για ν’ ανέλθουν,» είναι τα κυπαρίσσια. Θα ‘ταν αφέλεια. Επίσης το «λίγο του κόσμου», των «άλλων», μου φέρνει στο νου ο στίχος «κραυγαλέα επιδόρπια παραγγέλνει η συντροφικότης».
     Η θάλασσα είναι το σύμβολο, η αλληγορία της χαμένης ευτυχίας, του έρωτα, με το νεκρό αγαπημένο σε κάποιο ακρογιάλι:
«Ναύπλιο, Εύβοια, Σκόπελος;
Θα πεις
και που δεν ήταν τότε θάλασσα».
Αλλά στη «Μεγάλη Πέμπτη» διαβάζω:
«Να τονίσω λίγο Φαρισαίον απέναντι.
Τη θάλασσα».
Ο Θεός έγραψε «λάθος» τη λέξη συμπόνοια, αλλά η επίκλησή του, είναι διάσπαρτη:
«Θεέ μου, τι δε μας περιμένει ακόμα»
… «Κύριε… μήπως… ήσουν ακόμη άνθρωπος»
«Κύριε, γνωρίζω σκαμμένους δρόμους ξανασκάβω…»
     Έγραψε λάθος ο Θεός τη λέξη συμπόνοια, αλλά το «αναπόδεικτό» του, και τον συκοφαντεί και υποστηρίζει τη «βασιλεία» του, την υπαιτιότητά του και το «ανεξήγητό» του.
     Το θέμα είναι πελώριο. Όπως και η λεξιπλασία και η γλωσσοπλασία της Δημουλά, πού κάκιστα και άστοχα της προσάπτουν, ενώ νεολογισμοί βάρβαροι και κακόηχοι, σωστοί γλωσσοδέτες, βραβευμένων ποιητών έχουν εξυμνηθεί και προβληθεί ως δείγματα της γλωσσολατρείας τους. Της Δημουλά, είναι μουσικότατοι. Παραθέτω μερικούς στην τύχη:
Ευανάπνευστα (θα συναντηθούμε), φιλευδιάλυτους (σκοπούς), ανεύθυμη (η συντροφιά των αποστάσεων).. Απροσδοκίες. Φτηνοχωρισμοί.
Τα ελληνικά βέβαια δεν έχουν ανάγκη εμπλουτισμού. Αλλά στη Δημουλά, εκτός του ότι δεν καταστρατηγούν τους κανόνες της συνθέσεως των λέξεων, είναι αναπόσπαστοι από τον «τρόπο» που έχει «να σαρώνεται». Βέβαια μετά την κατάργηση των αρχαίων ελληνικών και της καθαρεύουσας, ένας τόμος Απάντων της Δημουλά, θα χρειαστεί οπωσδήποτε ένα γλωσσάριο. Αλλά μήπως δε χρειάζεται γλωσσάριο εδώ και πενήντα τουλάχιστον χρόνια ο Παπαδιαμάντης, ο Καβάφης, και σχεδόν όλοι οι υπερρεαλιστές;
     Δε νομίζω τελειώνοντας ότι «τίμησα» όπως του άξιζε το «Χαίρε ποτέ». Αν το ψηλάφισα, είμαι ικανοποιημένος. Αν υπάρχει πνευματική ζωή στον τόπο, έστω και αργά, οι σοφοί μας θεωρητικοί πρέπει ν’ ασχοληθούν πάλι και πάλι μαζί του, να το αναλύσουν, να το διδάξουν, επίμονα και συστηματικά. Να επανέλθουν ξανά και ξανά στην περίπτωσή του. Θα ‘τανε τουλάχιστον ανέντιμο να ισχύσει και γι’ αυτό το γνωστό λαϊκό ρητό: «Κάθε θαύμα δυό ημέρες,  το μεγάλο τέσσερες». Το «Χαίρε ποτέ» είναι ένα θαύμα, που πρέπει με κάθε τρόπο ν’ απασχολήσει, επί χρόνια, τουλάχιστον τους «σχετικούς» μ’ ό,τι θεωρείται ακόμα Ποίηση και Ποιητές (με κεφαλαίο). Εγώ τουλάχιστον, αν και δεν είμαι κριτικός, ως ποιητής υποκλίνομαι και παραμερίζω.
ΣΤΑΥΡΟΣ ΒΑΒΟΥΡΗΣ, περιοδικό «η λέξη» τχ. 83/3,4,1989, σ.315-316.         
--
• Κώστας Σταματίου, εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ 14/1/1989
               «Θεέ μου τι δεν μας περιμένει ακόμα»
                                              Κική Δημουλά

     Η ΧΡΟΝΙΑ πού πέρασε δεν ήταν από τις καλύτερες για την Ελληνική Ποίηση. Ως το Δεκέμβρη τουλάχιστον, θα μπορούσε κανείς να πεί πως ήταν από αδιάφορη έως απογοητευτική. Οι παλιότερες γενιές μάλλον εσίγασαν εντελώς. (Η ζωτικότητα του Νικηφόρου Βρεττάκου που εκδηλώθηκε εκεί γύρω στα Χριστούγεννα, είναι η εξαίρεση). Από τις νεότερες, περιλαμβανομένης και της κάποτε σφύζοντας εκδοτικά «Γενιά του ‘70», τίποτε το ουσιαστικό καινούργιο΄ μερικοί μόνο εμφανίστηκαν με μια λιγοσέλιδη πλακέτα, απλώς κάνοντας μια «πράξη παρουσίας». Θα ήταν κουραστικό ν’ απαριθμήσει κανείς τους απόντες από το 1988. Τέλος, προσωπικά τουλάχιστον, δεν ανακάλυψα καμιά αξιοπρόσεχτη ολοκαίνουργια φωνή. Ευτυχώς, κατά τα τέλη του έτους, μερικές αλλαγές ήρθαν να ταράξουν το τέλμα. Προπάντων, το «Χαίρε Ποτέ» της μεγάλης ποιήτριας Κικής Δημουλά, πρώτο της βιβλίο μετά «Το τελευταίο σώμα μου» (1981), μετά δηλαδή από εφτά και πλέον έτη σιωπής…………………………….
ΕΝΑ ΓΕΓΟΝΟΣ
ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ: «Χαίρε ποτέ», εκδόσεις Στιγμή Αθήνα 1988. Σελίδες 118.
     Η Κική Δημουλά είναι σχεδόν σπανιογράφος. Επτά συλλογές συνήθως ολιγοσέλιδες-μέσα σε 36 χρόνια. «Ποιήματα» (1952), «Έρεβος» (1956), «Ερήμην» (1985), «Επί τα ίχνη» (1963), «Το λίγο του κόσμου» (’71 β΄ έκδοση 1983) και «Το τελευταίο σώμα μου» (1981). Έπειτα σιωπή. Ήταν τέτοια η απορρόφησή της από τη μακρά μοιραία ασθένεια του σημαντικού ποιητή-συντρόφου της Άθου Δημουλά κι η συντριβή της από την έλευση του αναμενόμενου θανάτου, ώστε πολλοί σκέφτηκαν πως ίσως δεν θα ξαναφαινόταν ποτέ το γραφτό της. Να όμως, που, τουλάχιστον στους «ταγμένους» της, η άσκηση της ποίησης είναι ανάγκη και παρηγοριά μαζί, βάσανος και νίκη πάνω στο χρόνο και στη φθορά και στην οδύνη, και να που έχουμε σ’ αυτή την αναστάσιμη συλλογή, «Χαίρε ποτέ», μια νέα άνοιξη της μεγάλης ποιήτριας, κάτι σαν παραλλαγές στο «θανάτω θάνατον πατήσας», μια σειρά από κραυγές και ψιθύρους υψηλής ποιότητας και ζηλευτής ωριμότητας.
«Ακόμα νύχτα λέγεται εκτός
εάν
εν λευκώ αισιοδοξείς. Από παντού
με χαιρετούν σκούρα μαντήλια
ακυμαντότητας
χαμομηλιών αναπνοές κλεφτοφάναρες
καθώς κατευθύνονται προς
την ευωδία της ενορίας τους.

Ψιλόλιγνες χρυσαφιές βελόνες
μπηγμένες κατακόρυφα
στο τρεμουλιάρικο κορμί της
αντανάκλασης
από αναμμένα ακόμα φώτα
σπιτιών και καϊκιών
μοιάζουν στραβά κεράκια αναλιωμένα
σε χέρια αμαρτωλά επιφανειακών νερών.
Ταξιδεύω. Συγκρούσεις σταυρών
παρακάμπτω
διασχίζω το Μέγα Σάββατο
και τη μικρή μου χρήση ολοταχώς
για να προφτάσει ο πιστός προορισμός μου
κάποιαν ανάσταση ληστών προσδοκομένων.
Θα σε υποστηρίξω»
     (Μικροπωλητές Μύρων)
     Αφιερωμένη στη «Μνήμη Άθου Δημουλά», η συλλογή περιλαμβάνει 50 περίπου ποιήματα. Σε πολλά, είναι έντονη η παρουσία-απουσία του χαμένου συνοδοιπόρου μιας ζωής.
     «….. Φυσάει άδειο δωμάτιο
Πιάνομαι γερά από τον τρόπο μου
που έχω να σαρώνομαι

Νέα σου δεν έχω.
Η φωτογραφία σου στάσιμη.
Κοιτάζεις σαν ερχόμενος
χαμογελάς σαν όχι…
….. Με ρωτάει ο καιρός
από πού θέλω να περάσει
πού ακριβώς τονίζομαι
στο γέρνω ή στο γερνώ.
Αστειότητες.
Κανένα τέλος δεν γνωρίζει ορθογραφία.
Νέα σου δεν έχω.
Η φωτογραφία σου στάσιμη.
Όπως βρέχει χωρίς να βρέχει.
Όπως σκιά μου επιστρέφει σώμα.
Κι όπως θα συναντηθούμε μια μέρα
εκεί πάνω….
….. Από τα όνειρα που ανάθρεψα
το ποιο πονετικό μου, να μη γερνάω μόνη.
Θα συναντιέστε υποθέτω τακτικά
εσύ κι ο θάνατός του.
Δίνε του χαιρετίσματα, πες του τα να ΄ρθει
κι αυτό μαζί εξάπαντος όταν συναντηθούμε
εκεί, στην τελετή απονομής απωλειών.

Όσο δε ζεις να μ’ αγαπάς.
Ναι ναι μου  φτάνει το αδύνατον.
Κι άλλοτε αγαπήθηκα απ’ αυτό.
Όσο δε ζεις να μ’ αγαπάς.
Διότι νέα σου δεν έχω.
Και αλίμονο αν δε δώσει
σημεία ζωής το παράλογο»
       (Απροσδοκίες)
     Είναι μια ποίηση που δεν γράφεται, δεν «κατασκευάζεται». Αναβλύζει μέσα από τον κοχλάζοντα ψυχισμό της Δημουλά, γεννιέται με πόνους τοκετού, αλλά, σαν μαγικά, αποκρυσταλλώνεται σε μια παρθενική στιλπνότητα. Τελικά, το μόνο που «ακούγεται» είναι μουσική, εξαίσια, καθάρια μουσική:
     «Σαλιγκάρια μετά τη βροχή
όπως οι λύπες μας μετά τη λύπη.
Για να σκεπάσω αυτόν το θόρυβο
καλώ τη μικρή ορχήστρα:
Μια συντροφιά από κοριτσάκια
σκορπισμένα
σε ανέμελα αναχώματα φιλόμουσου αγρού.
Ιδιοκτησία πορσελάνης. Επίχρυσα
καπέλα, όργανα μουσικά, χρυσά ηνία
-κορδέλες στων μαλλιών τον καλπασμό
προς τον επίχρυσο αέρα. Αγριολούλουδα
κρατούν το αναλόγιο, γυρίζουν τις σελίδες
αν και ξέρει απ’ έξω τις νότες
η τραγουδίστρια φυσικότης.

Ένα κοριτσάκι παίζει βιολί
άλλο φλογέρα φυσαρμόνικα και άλλα
σκυμμένα πλησιάζουν το αυτί τους
στο στόμα της καλλίφωνης σκηνής…».
     (Γενική κληρονόμος πορσελάνης)
     Έτσι, ενώ ως ένα σημείο, με φανταστικές συνομιλίες, μονολόγους προς εαυτήν, «απολογίες» κι εξομολογήσει μια, συχνά βαριά, σκιά προτέρου βίου πλανάται, βαθμιαία, μέσω της λυτρωτικής ποίησης, μικρά παράθυρα ανοίγουν και πάλι στον κόσμο, τη ζωή, το μέλλον. Τον βουβό σπαραγμό διαδέχεται η ώριμη αποδοχή, η κατάκτηση μιάς βιώσιμης (απ’ ό,τι φαίνεται τουλάχιστον) γαλήνης:
     «Είμαι στο χείλος της θέας
Δρέπω την εύφορη γοργότητα τριγύρω…
…. Τίποτα δεν αδημονεί.
Με ξυπνητήρια σηκώνεται αέρας
να ρίξει κάποια φύλλα απ’ τη συνήθεια.
Μόνο μια ηλίθια σαύρα τρέχει να περάσει το δρόμο.
Βιάζεται να σωθεί.
Πίσω από το θάμνο την περιμένει
με ανοιχτή στομάρα να τη χάψει η προσαρμογή της.

Μοχθηρό ερπετό η προσαρμογή.
Στην προστασία της κατέφυγαν
και τα όνειρα
και τα κατάντησε φυτά-δεν είναι-
να τα βλέπεις.

Άντε, σε συγχωρώ στιγμή που ήμουν».
     (Καρυοθραύστης ή Ωριμότης)
      «Καρτερία γράφουν στα μπουκαλάκια οι ετικέτες.
     Δεν είναι καρτερία. Είναι μια συμφιλίωση
     εχθρική ανάμεσα ζωής και θανάτου….»
     (Εχθρική συμφιλίωση)
«…. Και ξεδίνω λιγάκι.
Ακομπανιάρω τους λουόμενους στο αδελφωμένο ασματίδιο της επίπλευσης».
      (Τα πάτρια όρια)
Θα ‘θελα να μπορούσα να μεταφέρω 20,30, όλα τα ποιήματα της συλλογής σ’ αυτό το σημείωμα. Δε γίνεται. Μερικούς στίχους μονάχα:
     «Ανοίγω τα παράθυρα της φωτογραφίας
ν’ αεριστεί .
 Έμεινε καιρό κλεισμένη
όπως πολλά εξοχικά παρελθόντα…
… Ενώ ήμουν μαζί σου εξαρχής
κοινοκτήμων της παλίρροιας και
των περιβολιών…
… Πώς ενημερώθηκε η φωτογραφία.
Χρόνος αληθινός σε χρόνο χάρτινο πώς μπήκε…»
Καμιά φορά, σπάνια, μια έξοδος, μια απόπειρα εξόδου μάλλον, π.χ. στους Δελφούς, μάταια κι αυτή:
     «Ήρθα εδώ να μορφωθώ
ερείπια.
Αλλά η δυνατή βροχή
με κράτησε μέσα, κλεισμένη,
ημιμάθεια…
….. Ατμών αναδιπλώσεις στις
Κορφές
και στις πλαγιές της Κίρφης.
Ομίχλη ερμηνεύεται. Για μένα
είναι κόχλασμα υπόγειο από
ιαματικές
ψυχές. Για κάθε αθερά-
πευτο…
… Μη θυμώνεις δεν σου κάνω
διαφήμιση.
Αλλά ξαναπικραίνομαι που
βλέπω
πως και τα κυπαρίσσια ακόμα
πατάνε επι πτωμάτων για ν’
ανέλθουν
λυγερόκορμα».
Κώστας Σταματίου, εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ 14/1/1989           
--  

• Νίκος Γ. Δαββέτας, εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος 22/1/1989
«ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ»
     Ο Νίκος Δήμου από το σταθμό 9,84 την απεκάλεσε μεγαλύτερη Ελληνίδα ποιήτρια μετά την Σαπφώ (!). Ο καθηγητής της φιλοσοφικής σχολής Θεσσαλονίκης Δημήτρης Μαρωνίτης επέλεξε το βιβλίο της ως το καλύτερο της χρονιάς που πέρασε. Ακολούθησε σύσσωμη η κριτική με θετικά σχόλια για το τελευταίο της βιβλίο. Ο λόγος για την ποιήτρια Κική Δημουλά που μετά από απουσία επτά χρόνων, επανεμφανίστηκε με τη συλλογή της «ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ» (εκδόσεις ΣΤΙΓΜΗ).
     Έχω την εντύπωση πως μια πρώτη προσέγγιση του βιβλίου μπορεί να ξεκινά με μια γνωστή φράση του Φλομπέρ: «Θα γράψεις για το κρασί, τον έρωτα και τις γυναίκες με την προϋπόθεση πως δεν θα γίνεις ούτε μέθυσος, ούτε εραστής, ούτε σύζυγος. Όταν παίρνεις μέρος στη ζωή, δεν τη βλέπεις καθαρά, υποφέρεις ή χαίρεσαι πολύ». Επειδή, λοιπόν, η συλλογή αναφέρεται στον πρόωρα χαμένο άντρα της (και ποιητή Άθω Δημουλά) η Κική Δημουλά είχε κατ’ αρχήν ν’ αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα αποστασιοποίησης. Δηλαδή, ν’ αποστασιοποιηθεί από τα προσωπικά της πένθη ώστε να δει «καθαρότερα»
     Γι’ αυτό, διαλέγει για να συνομιλήσει με τον απόντα σύντροφο την ψυχρή επιφάνεια των αντικειμένων που κάποτε ζέστανε η αφή του. Τώρα τ’ αντικείμενα έχουν ξαναγυρίσει στη χρηστική τους απλότητα, όχι, όμως, όλα. Κάποια επανέρχονται βασανιστικά στη μνήμη μαζί με τόπους αγαπημένους και χρονολογίες, θυμίζοντας την κοινή συμβίωση που διέκοψε το Αναπότρεπτο. Κατ’ αυτό τον τρόπο εξουδετερώνεται η μεγάλη συναισθηματική φόρτιση και ο κίνδυνος τα ποιήματα να μεταβληθούν σε «συναισθηματικές εξατμίσεις» όπως θα έλεγε και ο Γιώργος Σεφέρης. Η μνήμη είναι περίπου σαν την άγκυρα, αν δεν καρφωθεί με την πρώτη στο βυθό τα ρεύματα την παίρνουν μακριά. Η μνήμη της ποιήτριας δεν αποκλείει το θάνατο, αλλά τον περικλείει μέσα στα καθημερινά και τα οικεία, από κάτι το μακρινό γίνεται η άλλη πλευρά της ζωής.
     Η Κ. Δημουλά παρουσιάζει μια ποίηση αυστηρά δομημένη, αποφεύγοντας ορθά το θρηνητικό λυρισμό. Δημιουργεί σιγά σιγά μια πλήρη υποκατάσταση όλων των δραματικών καταστάσεων και βιωμάτων που τροφοδότησαν το συναίσθημα. Επιστρατεύονται για το ρόλο του υποκατάστατου αντικείμενα, φωτογραφίες, μουσικές, τοπία μέσα απ’ ένα φίλτρο ειρωνείας και αυτοσαρκασμού. Τα δάκρυα δεν φαίνονται, κυλούν εσωτερικά και το ψυχικό αποτύπωμα στα ποιήματα παραμένει στεγνό. Αλλιώς ένας υπερβολικός σπαραγμός, μέσα στη γενικότερη ένδεια της εποχής, θα έπειθε ίσως λιγότερο.
     Η Κ. Δημουλά μας πείθει γιατί το προσωπικό της πένθος παρέμεινε ο πυρήνας και όχι η περιφέρεια του ποιήματος. Η περιφέρεια τυπικά «ουδέτερη» μπορεί και μιλά στον οποιοδήποτε τρίτο που αγνοεί πρόσωπα και καταστάσεις.
     Αυτή τη θαυμαστή ισορροπία, του να γράφεις για τα δικά σου πάθη σα να ήταν ενός ξένου τα πάθη και το αντίστροφο, μόνο μεγάλοι δημιουργοί μπορούν να πετύχουν, με τη δύναμή τους να διασώζουν αυτό που θα διαρκέσει περισσότερο από εμάς.
Ν. Γ. Δ. εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος 22/1/1989
--     
• Τάσος Ρούσσος, εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ 12/3/1989
Δραστικό αποτέλεσμα
     Η Ποίηση πλουτίζει την γλώσσα. Πρώτα την εξαρθρώνει και μετά την αναδιαρθρώνει. Υπονομεύει τις δομές της για ν’ αποδώσουν τις απογειώσεις της φαντασίας. Μια τέτοια διαδικασία επιτελείται στο τελευταίο βιβλίο της Κικής Δημουλά «Χαίρε ποτέ». Το βίωμα του προσωπικού πένθους για την απώλεια του συντρόφου της ποιητή Άθου Δημουλά γίνεται η σκαπάνη για να εξορυχθεί το άπεφθο μέταλλο της ποίησης. Η γλώσσα πειραματίζεται, πάντα μ’ απροσδόκητη επιτυχία, πάνω στον εαυτό της, ανακαλύπτει συνεχώς καινούργιους καθρέφτες, που τα είδωλά τους είναι κάθε φορά λαμπρότερα.
     Η ποιήτρια, μια από τις πρώτες πλέον φωνές του τόπου μας, δουλεύει με το πιο δύσκολο, το πιο άχαρο υλικό: με τις γραμματικές, τις αμυθοποιημένες πια σημασίες των λέξεων. Ανοίγει αυτά, τα νεκρωμένα όστρακα και μας αποκαλύπτει το κρυμμένο βαθιά τους απαστράπτον μαργαριτάρι. Πρόκειται, τολμώ να πω, για ένα είδος υπερρεαλισμού της γραμματικής και του συντακτικού. Οι τόσο θανάσιμα επικίνδυνες για τη ποίηση αφηρημένες έννοιες μεταμορφώνονται σε παλλόμενα από ζωή ευαίσθητα όντα και μας ταξιδεύουν με πτήσεις μαγείας:
Ξέφυγα μια μέρα και η τύψη
πήγε να πιει αμέριμνο νερό
τρεχούμενο υπάρχω υπάρχω
ξεχνώντας με ανοιχτή.
Ή Φυσάει άδειο δωμάτιο, ή
Καλώ τη στάχτη
με το συνθηματικό της όνομα: Όλα.
Ή χαίρε συνέπεια του ανεπίστρεπτου
τήρησες κατά γράμμα τους νεκρούς.
Τα παραδείγματα είναι επιλεγμένα στην τύχη από το μέγα πλήθος που υπάρχουν στο βιβλίο.
     Η συχνή χρήση του ουσιαστικού στη θέση επιθέτου, ρήματα μ’ αιφνιδιαστικό αντικείμενο, μεταφορές που ξαφνιάζουν κι αστραπιαία σε συνεπαίρνουν σε απόγειες τροχιές, ιδού τα ποιητικά εργαλεία της Κικής Δημουλά. Το αποτέλεσμα είναι δραστικό. Επικοινωνείς άμεσα με το προσωπικό της άλγος, που σου υποβάλλεται υπόγεια. Ο τρόπος, ιδιότυπος και απόλυτα δικός της, αναπαλαιώνει τη φθαρμένη θεματική του πένθους. Η μέθεξη του αναγνώστη πραγματοποιείται μέσα από λεπτομέρειες «ασήμαντες», όπου η ποιητική μνήμη της ποιήτριας αρέσκεται να μονάζει και να συλλογίζεται. Το αίσθημα δεν ολισθαίνει στην αισθηματολογία. Μεταμφιέζεται σε «δήθεν» παρατηρήσεις καθημερινότητας, εκπορθεί τη συγκίνησή μας δια μέσου της δαιδαλώδους ποιητικής μυθολογίας της, που αναμφισβήτητα ανανεώνει το λυρισμό μας.
     Μοναδική ίσως επιφύλαξή μας είναι ότι το βιβλίο ρέπει, ενδεχομένως αυτάρεσκα, προς την κατάχρηση των τρόπων του. Μερικές φορές η ποιητική πρόθεση καθιζάνει. Αυτό όμως-ελάχιστα εξάλλου-δε μειώνει την τελευταία προσφορά της Κικής Δημουλά, που ορισμένα σημεία της ανήκουν στις κορυφογραμμές της σύγχρονης ποίησής μας.
Του Τάσου Ρούσου, εφ. Το Βήμα 12/3/1989
--       
Παντελής Μπουκάλας, εφημερίδα Η ΠΡΩΤΗ 24/6/1989
«ΥΠΕΡ ΑΣΩΤΕΙΑΣ»
     Μόνο η ασωτεία σώζει-κι ας επιμένει περί του αντιθέτου η ετυμολογική κληρονομιά της λέξης. Μόνο η ασωτεία. Η σπατάλη. Δίχως η λογιστική μικρόνοια να μειώνει το αίσθημα, ν’ αδειάζει το νόημα και να στειρώνει τις λέξεις. Η ασωτεία Και το ξέρει καλά αυτό η Κική Δημουλά. Και δεν το κρύβει. Ο πληθυσμός της ποίησής της μεγάλος….
     Δεν κλέβει τον αναγνώστη. Του παραδίδεται. Δεν του κρατάει γι’ αργότερα, για ποτέ, τη νοστιμιά που η ίδια ανακαλύπτει θραύοντας το κουκούτσι των λέξεων.
«Δεν αποταμιεύεται η ένταση». Καθαρά το λέει. Και το πράττει. Ατόφιο προσφέρει το θησαυρό του πόνου της. Και πάλι, όχι για να κορέσει τον αναγνώστη, όχι για να τον πείσει πως πονά σκηνοθετώντας και διά λέξεων, πολλαπλασιάζοντας την πίκρα της, όπως η εφηβεία συνηθίζει.
«Υπέρ ασωτείας». Γιατί «μια μέρα να την φυλάξεις την ένταση χαλάει». Μια μέρα να την τρίψεις περισσότερο τη λέξη και πάει, μένουν στα χέρια άσαρκα σύμφωνα και φωνήεντα άφωνα. Μια μέρα παραπάνω να γυρέψεις σχήμα του πόνου ιδανικό, «ποιητικό», και πάει ο πόνος, έγινε ανάμνηση, είδωλο΄ όχι, έγινε τεχνική πόνου, φόρμουλα. Έγινε πολιτική. Κάτι τέτοιο δημαγωγά, όμως, δεν χωράνε στην ποίηση της Κικής Δημουλά. Τα «τομάρια τα εαυτούλικα μυρμήγκια» μένουν έξω κι από το περιθώριο της σελίδας της. Πώς το λέει ο Μάριος Μαρκίδης στη μελέτη του «Είναι και ποτέ» (εκδόσεις Έρασμος 1989); «Θλίψη που δεν έχει μάθει να ειρωνεύεται τον εαυτό της». Ούτε να τον πλαστογραφεί με του πληθωρισμού τα καμώματα, όπου στο τέλος η πρησμένη πίκρα μένει δίχως βαρύ πυρήνα.
     Με το θάνατο τον πολεμάς το θάνατο. Με το θάνατο του μυρμηγκιού που τρώει τα μέσα σου. Με το θάνατο του παμφάγου «εγώ» μες στο «έξω». Με το θάνατο του θησαυρίζειν στο δόσιμο. Ερωτοτροπώντας με την απόσβεσή σου. Και η Κική Δημουλα δίνει. Σχεδόν εκθέτει το μικροαστικό μας σφίξιμο με τη δική της απεριόριστη έκθεση.
      Σκαρφίζεται λέξεις και σχήματα, τρόπους και μουσικές, με μια χαρά παιδιού. Αλλά δεν σκαρφίζεται πένθος. Αυτό υπάρχει. Δίκαιο και ανυπόκριτο. Και προπαντός αδοξολόγητο. Δίχως να ποζάρει. Γυμνώνεται για να «ασφαλτοστρωθεί το ανώφελο»
Η Δημουλά μας το ξαναθυμίζει: η νεκρώσιμη ακολουθία κουβαλάει μέσα της μια ζωοφόρο μουσική.
Παντελής Μπουκάλας. (Το κείμενο αναδημοσιεύεται από το περιοδικό «Λέξη» τεύχος 84, Μάης ’89).
--
Κώστας Τσαούσης, εφημερίδα ΕΘΝΟΣ 10/1/1990
Κουβέντες με το όνειρο και την ελπίδα
«Χαίρε ποτέ» ποιήματα της Κικής Δημουλά. Σε δεύτερη έκδοση. Από τις εκδόσεις «Στιγμή». Σελ. 120.
     ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ σε ό,τι «υπάρχει» έξω από αυτό που ζούμε είναι ο τίτλος της συλλογής, της αφιερωμένης στον ποιητή Άθω Δημουλά (1921-1985), και η ποίηση που περιλαμβάνεται στις σελίδες της είναι ένα κουβέντιασμα με αυτό το «ποτέ», που γίνεται μορφή ή κίνηση, επιδίωξη η πρόθεση και το όνειρο η αναδρομή και υπόσχεση για τη μελλοντική συνάντηση.
     Η ποιήτρια τραγουδάει και φιλοσοφεί, και σ’ αυτή την «τραγουδημένη φιλοσοφία» έχει μετατρέψει τη συγκίνησή της, κι ένα σπαραγμό που δεν ξεμυτίζει παρά στις στιγμές που η προσπάθεια για ένωση με το «ποτέ» ραγίζει την ύπαρξη.
     Το πρώτο ποίημα της συλλογής αυτής της Κικής Δημουλά, «Απροσδοκίες», είναι ένα αριστούργημα συνδυασμού λέξεων και σκέψεων, και ο αναγνώστης καταλαβαίνει πως έχει να διαβάσει στις επόμενες σελίδες σπάνια δείγματα ποιητικής τέχνης: γρήγορα βεβαιώνεται πως περπατάει στη λεωφόρο της ποίησης με ανθρώπινα, χειροπιαστά, μέτρα:
(…)
Ναι υα συναντηθούμε (…) σε κάποια
ίσως εκδρομή του απείρου στο επ’ άπειρον΄
στην τελετή απονομής απωλειών (…)
Μόνο που ετούτη η συντροφιά των αποστάσεων
θα είναι κάπως άκεφη, ανεύθυμη
κι ας ευθυμεί εκ του μηδενός η ανυπαρξία.
Ίσως γιατί θα λείπει η ψυχή της παρέας. Η σάρκα. (…)
     Και τα 49 ποιήματα της συλλογής, είναι εμπνευσμένα από τη ζωή και τη μη-ζωή, κηρύσσοντας ότι η μία δεν ζει χωρίς την άλλη-πιο καθαρά, πάλι στο πρώτο ποίημα, που μνημονεύσαμε, διατυπώνονται:
     Όσο δε ζεις να μ’ αγαπάς (…)
Διότι νέα σου δεν έχω.
Και αλίμονο αν δεν δώσει
σημεία ζωής το παράλογο.
      Στην ποίηση της Δημουλά διακρίνεις την έγνοια της να γίνει καταληπτή από τον διαβαστή της, ακόμα και στα υπερρεαλιστικά «ξεστρατίσματα», καθώς παρασύρεται από τον οίστρο του τραγουδιού και του διαλογισμού:
     (…) Με την ευκαιρία
ανασηκώνομαι στις μύτες των καιρών
εδώ, στις επιχωματώσεις των κυμάτων
να ανελκύσω όλα εκείνα τα ταξίδια
τα επιβατηγά
που φόρτωσα με θέλω και με κάρβουνο.
(…)
     Δαπανηρή ιδέα ο βίος.
Ναυλώνει έναν κόσμο
για να κάνει το γύρο της βάρκας.
(«Γιαλό-γιαλό»)
     Απευθύνεται στο Θεό και στο άνθρωπο, εννοείς αξεχώριστες άλλωστε, δεμένες με τον φόβο ή την άγνοια του θανάτου, ο πρώτος παντοδύναμος και ο άλλος αδύναμος μα με τον έλεγχο έτοιμο να εκτοξευτεί στα λάθη της Δημιουργίας:
     (….) Με ποιο μέσον ερχόμαστε στον κόσμο δεν φαίνεται να σε πολυσκοτίζει
το αναθέτεις σε πλανόδιες αιτίες.(…)
     Σκάβω μήπως δεν είσαι τόσο άθεος.
Μη στάθηκες κι εσύ πρόωρος αισιόδοξος σαν όλους: έπλασες τον κόσμο πριν χρειαστεί να κλάψεις. (…)
(«Αθώο το αναπόδεκτο»)
     Με όλη την ποιητική της παραγωγή η Κική Δημουλά (κυρίως με τις τέσσερις, μαζί με αυτή, συλλογές της, από το 1963, «Επί τα ίχνη», «Το λίγο του κόσμου», «Το τελευταίο σώμα μου»-οι προηγούμενες στα 1952-58. «Ποιήματα», «Έρεβος», «Ερήμην») τοποθετείται σε υψηλό σημείο του μεταπολεμικού νεοελληνικού Παρνασσού, με κύριο χαρακτηριστικό της τον φιλοσοφικό λυρισμό.
     (Η Κική Δημουλά γεννήθηκε στην Αθήνα το 1931. Ποιήματά της πρωτοδημοσιεύτηκαν στη «Νέα Εστία» το 1948, Η συλλογή της «Χαίρε ποτέ» τιμήθηκε το ’88 με το Α΄ Κρατικό Βραβείο. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και βουλγάρικα. Πρόσφατα, μικρή επιλογή του έργου της με τον τίτλο “Poemas” κυκλοφόρησε στο Μπουένος Άϊρες της Αργεντινής σε μετάφραση της Νίνας Αγγελίδη-Spinedi).
Κώστας Τσαούσης, εφημερίδα ΈΘΝΟΣ 10/1/1990
     Μετέφερα ορισμένες από τις κριτικές που υποδέχτηκαν την συλλογή αυτή της ποιήτριας Κικής Δημουλά, σαν ενδεικτικό πλησίασμα του ποιητικού της λόγου. Το «Χαίρε ποτέ» που ο ίδιος του ο τίτλος μας δηλώνει τις καταβολές του, είναι ένα βιβλίο ορόσημο στην ποιητική διαδρομή της Κικής Δημουλά. Η ποίησή της μεταγενέστερα στράφηκε σε άλλα μονοπάτια, χωρίς η Δημουλά να πάψει να παλεύει με την γλώσσα και να προσπαθεί να την αφυδατώσει για να αναδείξει από μέσα της το κουκούτσι της ποιητικής της ενέργειας. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο ποιητής Σταύρος Βαβούρης, ο ποιητικός λόγος της Κικής Δημουλά χρειάζεται ερμηνευτικό υπομνηματισμό για να αναγνωστεί, χρειάζεται λεξικό για να μπορεί ο αναγνώστης να κατανοήσει την κρυπτικότητά του. Πολλές από τις λέξεις που υιοθετεί η Δημουλά είναι κάπως εξεζητημένες, και αυτό είναι φυσικό μια και, η ποίησή της είναι σε πολλά της σημεία γλωσσοκεντρική, χωρίς να χάνει όμως την μουσικότητά της μέσα στην πεζογραφική της διάσταση. Όπως και νάχει, ανεξάρτητα αν πολλές λέξεις ξενίζουν ή δεν τις κατανοούμε εύκολα, οι λέξεις της Κικής Δημουλά λάμπουν, φωτίζονται εκ των έσω, φωσφορίζουν μέσα σε ένα ποιητικό σκοτάδι που βασιλεύει στις μέρες μας. Παιχνιδίζουν από ποίηση.
    Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει και η κριτική της ποιήτριας και κριτικού Έλενας Χουζούρη, για την συλλογή, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η Αυγή της 29/1/1989, με τον τίτλο «Ποίηση των άλλων όψεων». Ο Κώστας Σταματίου, ασχολήθηκε στην εφημερίδα ξανά με το βιβλίο στις 21/1/1989. Λόγω μεγάλης έκτασης του κειμένου, δεν ανέφερα άλλες κριτικές που γνωρίζω για το βιβλίο. Διατήρησα την ορθογραφία της εποχής των δημοσιευμάτων. Δεν συμπλήρωσα με στίχους το κείμενο για να μην πάρει σε μάκρος η όλη προσπάθεια, εξάλλου, οι ποιητικές παραπομπές των ίδιων των κριτικών, φωτίζουν την ποίηση της συλλογής «Χαίρε ποτέ». Και μια μικρή τυπογραφική αβλεψία. Στην εφημερίδα Η ΠΡΩΤΗ, αναφέρεται σαν εκδοτικός οίκος το «Στίγμα» εκ παραδρομής.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Δεύτερη γραφή σήμερα, Τρίτη 19/2/2019
Πειραιάς 19 Φεβρουαρίου 2019