Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μέρος Α. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μέρος Α. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 6 Ιουνίου 2015

Τάσος Λειβαδίτης

                      ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

         Μια διαρκής συνομιλία με τους κεκοιμημένους

                                 Μέρος Α

    Ανατρέχοντας την ελληνική ιστορία με θλίψη διαπιστώνουμε, ότι υπήρξαν ήρωες, οι λεγόμενοι «μίνορες», που αγνοήθηκαν ή σκεπάσθηκαν από την σκόνη της ιστορίας οι οποίοι όμως συνεισέφεραν στο κοινωνικό σώμα με την προσωπική τους θυσία και τον ατομικό τους αγώνα αν όχι περισσότερο, τουλάχιστον εξίσου, με τις άλλες προσωπικότητες τις ένδοξες, τις πολυφημισμένες, τις χιλιοτραγουδισμένες από τους κατοπινούς ιστορικούς. Τις ατομικότητες εκείνες που ο βίος τους, τα ηρωικά τους ανδραγαθήματα, το δημιουργικό τους έργο, έγιναν θρύλος εθνικός, παραμύθι δοξαστικό, παράδειγμα διδαχής στην κοινωνική συνείδηση του κόσμου, ζωντανές παρουσίες μέσα στο κοινωνικό σώμα, και οι οποίες μνημονεύονται ακόμα με τιμή και υπερηφάνεια καθώς αποτελούν την Εθνική δαφνοστεφανωμένη ηρωική πινακοθήκη του λαού μας. Παραγνωρίζοντας εμείς οι κατοπινοί θεατές των ιστορικών συμβάντων, ότι, πριν από τον παππού μας τον Όμηρο υπήρξαν δεκάδες ανώνυμοι σε μας αοιδοί, ότι η γη της Ιωνίας έθρεψε εξίσου δυνατά και πολυμήχανα μυαλά πριν από τον Αθηναίο Αριστοκλή, τον κράτιστο Πλάτωνα. Ότι εκτός από τους «τοπ-καταναλωτικά» θαυματοποιούς αγίους, ο συναξαριστής της εκκλησίας αναφέρει χιλιάδες πρόσωπα που θυσιάστηκαν για το όποιο πιστεύω τους, για τα προσωπικά τους θρησκευτικά οράματα. Ότι το αμαρτωλό Βυζάντιο, δεν το κυβερνούσαν μόνο μαφιόζικες χριστιανικές υπάρξεις και διεφθαρμένοι αυτοκράτορες πολιτικοί, αλλά και πνευματικά υγιείς ανθρώπινες μονάδες, ότι στην επανάσταση του 1821 αναγνωρίζουμε ένα ανώνυμο πάνθεο από χιλιάδες άτομα, τους λεγόμενους αφανείς ήρωες, που η ιστορία ούτε στα ψηλά γράμματα δεν τους αναφέρει, ούτε καν στις σημειώσεις της δεν σχολιάζει τα ηρωικά τους κατορθώματα, τις πολιτικές τους αρετές, τους στρατιωτικούς τους ευφυής σχεδιασμούς, την ατομική τους αυταπάρνηση. Αλήθεια, ποιος γνωρίζει ότι ο ήρωας Νικηταράς ο επονομαζόμενος και Τουρκοφάγος, πέθανε πάμπτωχος και ζητιάνος στον Πειραία; Ο Πιπίνος παραδείγματος χάριν που πυρπόλησε την Τούρκικη ναυαρχίδα χάνεται μπροστά στο μεγαλείο του Κωνσταντίνου Κανάρη, παραμένει ένας μικρός δευτερεύον ήρωας στη σκιά ενός μεγάλου. Την ίδια ερμηνευτική προσέγγιση συναντάμε και στα μετέπειτα ιστορικά χρόνια. Δεν είναι ίσως τυχαία η φήμη και η αναγνωρισιμότητα του περιοδικού «Ο Μικρός ήρωας».
    Το ίδιο μπορούμε να αναφέρουμε με αρκετή ευκολία και στο σύνολο χώρο της Ελληνικής Φιλολογικής Γραμματείας. Η προσεκτική ανάγνωση των Ιστοριών της Ελληνικής Λογοτεχνίας, θα μας κάνει να διαπιστώσουμε πέρα από τις παραλήψεις σκόπιμες ή μη, τις αδικαιολόγητες μονομέρειες, τις συγγραφικές πολιτικών χρωματισμών σκοπιμότητες, τις ιδεολογικές αποσιωπήσεις, τις ταξικές υπερτονίσεις εκείθεν κακείθεν, ή ακόμα και τις σε προσωπικό επίπεδο αρνητικές κρίσεις, όσο, και το μεγάλο χάσμα μνημόνευσης και αναφοράς που υπάρχει ανάμεσα στους λεγόμενους ελάσσονες και μείζονες συγγραφείς. Ένα χάσμα, που δυστυχώς ο συγγραφικός ιστορικός σεισμός δεν το γεμίζει με άνθη. Στην Ελλάδα, και ίσως να λαθεύω, υπάρχει μια ιστορική παράδοση να επιλέγουμε και να προβάλουμε τους δικούς μας μύθους, σε όλους γενικά τους χώρους σε αντιδιαστολή με αυτούς των άλλων. Όχι σε σχέση μόνο με τις αλλόγλωσσες ξένες πνευματικές παραδόσεις, όσο μέσα στον ίδιο τον καλλιτεχνικό μας χώρο. Υπάρχει η τάση να επιδιώκουμε να οικοδομήσουμε τους δικούς μας άξονες αναφοράς, για να αντιπαραβληθούμε με την άλλη ομάδα, το άλλο περιοδικό, της άλλης Ιστορίας της Λογοτεχνίας, του διπλανού πνευματικού στρατοπέδου, του άλλου φιλολογικού σωματείου ή ακόμα και σχολής. Και ιστορία φτιάχνουν οι παρέες, για να θυμηθούμε και τον εθνικό μας τραγουδοποιό, τον Διονύση Σαββόπουλο, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη μας την διαχρονική συνέχεια της παράδοσης που και εμείς, όπως και οι άλλοι, αποτελούμε μέρος της και ο καθένας από το δικό του προσωπικό μετερίζι ανάλογα με τις δυνάμεις και τις δυνατότητές του προσφέρει στο κοινό καλό. Ανάβει την φωτιά του βωμού της κοινής μας Εστίας.
    Και ίσως πέρα από τα χρησιμότατα βιογραφικά λεξικά ή άλλου είδους εγκυκλοπαιδικά μελετήματα, τα απαραίτητα στην έρευνά μας για την φιλοτέχνηση του λογοτεχνικού χώρου, αξίζει να επαναγραφεί μια Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας, με την εγκυρότητα αλλά όχι την «ακαδημαϊκή» μάλλον ματιά του δασκάλου μας Κωνσταντίνου Θ. Δημαρά, την οργάνωση αλλά όχι «πανεπιστημιακής» υφής ίσως ελλειπτικότητα του σημαντικού ιστορικού Λίνου Πολίτη, την ευρύτερη ματιά αλλά όχι τις «μεροληπτικές» ιδεολογικές θέσεις του ξεχασμένου μάλλον Νίκου Παππά, την επιστημονική καταγραφή και πλέρια αναφορά αλλά ξεπερασμένη μάλλον σήμερα από τις ιστορικές συνθήκες ιστορία του Ιστορικού της αριστεράς Γιάννη Κορδάτου,(του πρώτου που έχει ξεχωριστό κεφάλαιο για την γυναικεία πνευματική παρουσία), την κοινωνιολογική και ευρύτερης ερμηνείας, αλλά κάπως βιβλιογραφικά «επισφαλή» ματιά του ΔημήτρηΤσάκωνα, ή την διαμερισματοποιημένη σε περιόδους ματιά, του άδοξου από άστοχες πολιτικές επιλογές Φαίδωνος Μπουμπουλίδη. Για να αναφερθώ ενδεικτικά σε ατομικές Ιστορίες Λογοτεχνίας που σημάδεψαν τη εποχή μας. Και φυσικά, χωρίς να παραγνωρίζω την σημαντική προσφορά της Ιστορίας του Μάριο Βίττι, που φτάνει ως τις μέρες μας, αλλά με αρκετά «κραυγαλέα» κενά. Το ίδιο ισχύει και για την ιστορία του Ρόμπερτ Μπήτον που εστιάζεται περισσότερο στην πεζογραφία, και ασφαλώς χωρίς να λησμονήσουμε την ευρυχωρία της Εγκυκλοπαίδειας-Ιστορίας του Χάρη Πάτση, την επιστημονικά ακριβή αλλά όχι αναλυτική μια και είναι «Εισαγωγή» του Παναγιώτη Μαστροδημήτρη, αυτήν του θεματικού σπασίματος (Ποίηση-Πεζογραφία) του Μιχάλη Μερακλή, και ίσως κάπως πέραν των ορίων «λαίκόμορφη» ματιά του Αλέκου Κουτσούκαλη (η οποία επίσης έχει κεφάλαιο για την γυναικεία παρουσία), και την σίγουρα πιο χρηστική και αποδελτιωτική ματιά λογοτεχνικής ανθρωπογεωγραφίας του Αλέξανδρου Αργυρίου και διαφόρων άλλων. Για να μην αν αναφερθώ σε όλες, μια και υπάρχουν πάνω από τριάντα Ιστορίες της Ελληνικής Λογοτεχνίας. Ιστορίες που παρότι δεν αντιμάχονται η μία την άλλη, αν δεν λαθεύω, νομίζω ότι η κάθε μία ξεχωριστά δεν συμπληρώνουν τα μεγάλα κενά που έχουμε στην αποδελτίωση και καταγραφή της Ελληνικής Φιλολογικής Γραμματείας, αλλά, λειτουργούν συμπληρωματικά ορισμένες φορές κάτω από την πίεση άλλων ιστορικών, πολιτικών, ιδεολογικών, εκπαιδευτικών, πανεπιστημιακών ή και εκδοτικών αναγκών, που δυσκολεύουν την συνεξέταση του ιστορικού υλικού, μια και δεν έχουμε ακόμα και σήμερα μια ολοκληρωμένη πρόταση και συνολική αποδελτίωση των διάσπαρτων ανά την Ελλάδα λογοτεχνικών και άλλων περιοδικών, των εφημερίδων, των περιοδικών εντύπων, και μια συγκεντρωτική εργογραφία ή και χρονολογική θεματογραφία του συνόλου των έργων των Ελλήνων δημιουργών, αν δεχτούμε σαν αρχή τα Ακριτικά Έπη. Σκόπιμα δε ν μνημόνευσα τις σειρές των εκδόσεων Σοκόλη, διότι εμπίπτει σε άλλου είδους, συλλογικού ερευνητικού ενδιαφέροντος αναζητήσεις.
    Τα αναφέρω αυτά, όχι τυχαία, για να επισημάνω τα μεγάλα κενά που συναντάμε καθώς φιλοδοξούμε να καταγράψουμε την παρουσία και να επανεξετάσουμε την συγγραφική πορεία πολλών αξιόλογων λογοτεχνικών φωνών, οι οποίες έμειναν στην αφάνεια ή δεν αναφέρθηκαν όσο θα έπρεπε ή απαξιώθηκε η παρουσία τους από τους μελετητές, και ακόμα ίσως, άλλες σίγουρα σκοπιμότητες να οδήγησαν στην αποσιώπηση του έργου τους και της σημασίας της προσφοράς του. Αλλά για να είμαστε και δίκαιοι με τους ιστορικούς της λογοτεχνίας, «Ποία δόξα έστηκεν επι γης αμετάθετος».
    Και ένας τέτοιου είδους, μάλλον μέχρι πρόσφατα λησμονημένος ποιητής, υπήρξε ο Τάσος Λειβαδίτης. (Και μιλώ για τις ελάχιστες αυτοτελείς εργασίες που έχουν δημοσιευτεί-σε σχέση με το πληθωρικό του έργο-τις μετρημένες στα δάχτυλα διατριβές κ.λ.π.). Τον ποιητή που τον συνδέουν μόνο με τη γενιά της ήττας, στην οποία ανήκουν ο «αιρετικός» Άρης Αλεξάνδρου σημαντικός ποιητής, ο Τίτος Πατρίκιος με αξιόλογη και πολύπλευρη δημιουργική παρουσία, ο Θεσσαλονικιός Μανόλης Αναγνωστάκης με το δικό του ξεχωριστό πολιτικό στίγμα και πνευματικό ύψος, ο Τάκης Σινόπουλος ο πιο Σεφερογενής της Πρώτης Μεταπολεμικής γενιάς, ο ανεξερεύνητος ακόμα Νίκος Καρούζος, ο γλωσσικά άρτιος Σταύρος Βαβούρης, ο παραγνωρισμένος Μηνάς Δημάκης, ο επίσης λησμονημένος Άθως Δημουλάς, ο Θ. Δ. Φραγκόπουλος που διασώθηκε περισσότερο σαν κριτικός και μελετητής, ο πιο σαλός από όλους Μιχάλης Κατσαρός με την τρελή ελευθερία του, ο πρόσφατα χαμένος ποιητής Θανάσης Κωσταβάρας και άλλοι σημαντικοί δημιουργοί της γενιάς του Τάσου Λειβαδίτη. Μια γενιά που άφησε τα ίχνη της από πολύ νωρίς στο λογοτεχνικό χώρο, και σίγουρα, πιο τυραννημένη, απελπισμένη και απαισιόδοξη από την γενιά του 1930. Μια γενιά που τα όνειρά της ανθοφόρησαν μέσα στα στρατόπεδα και τις φυλακές. Οι ποιητές-οι από την εφηβεία τους χάνοντας το είδος της μορφής των-ή ορθότερα η ποίηση του στρατοπέδου, όπως αναφέρεται από τους μελετητές της περιόδου εκείνης, ανέδειξε σημαντικά ποιητικά ονόματα και γέννησε μεγάλου διαμετρήματος ποιητικές δημιουργίες, μια και η φρικτή και θανατερή ιστορική πραγματικότητα και τα διάφορα και πολύμορφα κοινωνικά αδιέξοδα ήταν εκείνα που τροφοδότησαν το έργο των δημιουργών αυτών. Ο Πόλεμος και η Κατοχή για τους δημιουργούς αυτής της γενιάς, υπήρξε ο μοναδικός και κύριος ιστορικός συμπλέκτης αναφοράς που συνέδεσε τα διάφορα στάδια της ατομικής τους καρτερικής πορείας. Ωρίμασαν μέσα στις κακουχίες, στερέωσαν την προσωπική αξιοπρέπειά τους μετρώντας τις συμφορές τους, ανδρώθηκαν με υψηλό φρόνημα από το αποθησαύρισμα τόσων οικειωμένων μαρτυριών. Η αιματοβαμμένη οδοιπορία της πατρίδας τους έγινε οδοιπορικό της ίδιας τους της ύπαρξης, όμως στον χώρο της Ποίησης, πρυτάνευσε μια καταλυτική παρουσία που προέρχονταν από προηγούμενη γενιά, και σκίασε κατά κάποιον τρόπο, πολλές από τις φωνές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, ή τις επικάλυψε με τον μεγαλόπρεπο επαναστατικό της οίστρο, την καθολική αγωνία της ανθρώπινης εξέγερσης και αναζήτησης ενός καλύτερου αύριο. Η επιβλητική, αξεπέραστη, σημαντική, τροφοδότρια φωνή του ποιητή Γιάννη Ρίτσου. Το πληθωρικό μέχρι κοπώσεως έργο του, η δυναμική και παθιασμένη ατομική του παρουσία, η σταθερή και συνεπής πολιτική του επιλογή, η στράτευσή του στην αριστερή-κομμουνιστική πλευρά του φεγγαριού, η μαρτυρική και γεμάτη δυσκολίες διαρκής προσωπική του πορεία, οι κατά μεγάλα χρονικά διαστήματα εξορίες του, επέδρασαν «ανταποδοτικά» στη διάδοση του πολύμορφου και ορισμένες φορές-ελάχιστες-άνισου ογκώδες έργου του. Ο Γιάννης Ρίτσος, κατά κάποιον τρόπο, δεν υπήρξε μόνον ο δάσκαλος των αγωνιστών ποιητών αυτής της γενιάς, και, ασφαλώς των νεότερων-αν και δεν είναι τόσο εύκολο να κοινωνήσουμε με τα ιστορικά βιώματα της εποχής εκείνης-αλλά και η μεγάλη ιδεολογική σημαδούρα που πάνω της, προσέκρουσαν όλες οι θαρραλέες ποιητικές φωνές, οι κελαρίζουσες την ανθρώπινη αγωνία. Η προσκόλλησή του σε έναν συγκεκριμένο πολιτικά χώρο, που δικαίως την περίοδο εκείνη συνδέθηκε μαζί του, του πρόσφερε μια άλλη αίγλη κάπως δυσανάλογη από άλλους ομοϊδεάτες του δημιουργούς, που συμπορεύονταν με τον χώρο αυτόν. Ακολούθησε την χορεία των φυλακισμένων, των κατατρεγμών κοινωνικά, των καταπιεσμένων πολιτικά, των εξόριστων για τα πολιτικά τους φρονήματα, των βασανισμένων από τις νικήτριες πολιτικές δυνάμεις, των δολοφονημένων από τους νικητές του εμφύλιου σπαραγμού, με δυό λόγια, των αγωνιστών και πατριωτών εκείνης της ιδεολογικής παράταξης, που εξήλθαν ηττημένοι από τον εμφύλιο σπαραγμό μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ενός εμφύλιου αδελφοκτόνου πολέμου, που λανθασμένες εσωτερικές πολιτικές τακτικές, ξένοι πολιτικοί παράγοντες υπέθαλψαν για δικά τους συμφέροντα, με αποτέλεσμα, την συμφορά και το αιματοκύλισμα του Ελληνικού λαού στο σύνολό του, για μεγάλο και παρατεταμένο χρονικό διάστημα σε όλο το γεωγραφικό σώμα της ελληνικής επικράτειας. Και δυστυχώς, η εμφύλια αυτή διχοστασία που συνεχίστηκε και στα κατοπινά πέτρινα χρόνια, με προβλέψιμες επακόλουθες διαστάσεις, μια και η ιστορία αποδεικνύει, ότι, ο νικητής πάντοτε φέρεται εχθρικά και απάνθρωπα στον νικημένο. Σταθερά και μεθοδευμένα προβάλλει την δική του ισχύ, πάνω στο ψυχικό πτώμα και πνευματική εκμηδένιση του αντιπάλου, και ιδιαίτερα, με μεγαλύτερη σκληρότητα, όταν ο πόλεμος είναι αδελφοκτόνος. Και καθώς αιμορροούσε η διαλυμένη παράταξη, και οι πληγές δεν ήθελαν να κλείσουν, η αριστερά εφαρμόζοντας τις πολιτικά προσωποπαγείς επιλογές της, και έναν εξωστικό ιδεολογικό λόγο, κατά κάποιον τρόπο επανεξόρισε τα άτομα και τους δημιουργούς εκείνους που δεν υπάκουσαν τυφλά στην δική τους ιδεολογική πρόσκληση. Εφάρμοσε μια εσωτερική εξορία για τους δημιουργούς εκείνους, που μεταγενέστερα, δεν αποδέχθηκαν τα θέσφατα της πολιτικής προπαγάνδας. Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος χρησιμοποιήθηκε από το Κομμουνιστικό Κόμμα, ως ο κορυφαίος ενός αδικαίωτου δραματικού χοροδράματος, διατηρώντας την παρουσία του με καθαρά προπαγανδιστικούς για τον κομματικό χώρο όρους. Το συνολικό έργο του, που ελάχιστοι σύντροφοί του το έχουν διαβάσει στο σύνολό του, υπήρξε και ακόμα είναι η παραστιά της αγωνιστικής τους παραμυθίας. Και σίγουρα, ο ποιητής-δάσκαλος Γιάννης Ρίτσος, έχασε από την προσκόλληση αυτή, μέλη της δημιουργικής του αυτοτέλειας, το έργο του, άξιζε και εξακολουθεί να θέλγει, πέρα από την αφομοιωτική στράτευση των εκάστοτε κομματικών σκοπιμοτήτων. Ο Γιάννης Ρίτσος είναι μεγάλος, γιατί είναι Ποιητής, και όχι γιατί ένας οποιοσδήποτε κομματικός χώρος τον χρησιμοποίησε με την συγκατάθεσή του, για πέραν της Τέχνης σκοπούς. Η προβολή του, σε έναν σπαρασσόμενο ακόμα κόσμο, και μετά το χρονολογικό τέλος της εμφύλιας διαμάχης, οδήγησε σε δεύτερη μοίρα την αξιολόγηση και πριμοδότηση των άλλων φωνών, που και αυτές, στον δικό τους χώρο συνέδεσαν την πνευματική τους δημιουργία με τους αγώνες και τις θυσίες του λαού κατά την διάρκεια της ξενόδουλης Κατοχής και μεταγενέστερα. Οι σημαντικές αυτές ποιητικά δραστήριες μονάδες, που συνδέθηκαν με χαλαρό, ή στερεότερο παραστατικό τρόπο με τους αγώνες και τις θυσίες του αριστερού κινήματος, έγιναν μάλλον οι δορυφόροι της Ρίτσιας δημιουργικής παρουσίας. Ο Γιάννης Ρίτσος φώναζε ποικιλοτρόπως, όταν άλλοι σιωπούσαν ή αν θέλετε βίωναν τον σπαραγμό με άλλους κώδικες αντίστασης. Ο θάνατος, δεν μας αγγίζει όλους με τον ίδιο τρόπο, όπως πάλι, και η πίστη σε μια ανώτατη αρχή, έχει ως αφετηρία το υποκείμενο που πιστεύει, που με την εξόδιο εξομολογητική διαμεσολάβηση προς το κοινωνικό σώμα επανέρχεται σαν φαρμακευτική αγωγή στην στερέωση της μεταφυσικής βεβαιότητας της ίδιας της ύπαρξης. Η αναζήτηση και όχι η εύρεση είναι το πρωτεύον. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Θάνατο, το άλλο πρόσωπο του Θεού, ο σταθερός τόπος της κοινής μας συνάθροισης, εκλαμβάνεται αυστηρά προσωπικά και ιδιαίτερα από κάθε άτομο, που είτε βιώνει το γεγονός σε δικές του ξεχωριστές ιδιωτικές στιγμές, είτε το αντιμετωπίζει στον περιβάλλοντα χώρο, καθώς έρχεται σε κοινωνία σχέσεων με τους διπλανούς του οικείους του ή μη. Ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του κάθε ατόμου, την ψυχοσύνθεση και τα βιώματα της κάθε ανθρώπινης ύπαρξης, έχουμε και την ιδιαίτερη μαρτυρία του. Οι πνευματικοί δημιουργοί ή καλλιτέχνες που στάθηκαν στο περιθώριο για δικούς τους λόγους κατά την διάρκεια των ιστορικών γεγονότων, είναι αρκετοί, τα άτομα αυτά, ακολούθησαν μια μοναχική πορεία, σηκώνοντας το ιστορικό βάρος της σκοτεινής μνήμης τους από τους ιδεολογικούς αγώνες των νεανικών τους χρόνων, κρατώντας την ευπρέπεια των πολιτικών τους επιλογών και την αξιοπρέπεια της ιστορικής τους διαδρομής, μέσα σε μια ταραγμένη από διάφορες απόψεις περίοδο και σε μια εποχή χαώδη και δολοφονική, είτε πάλι, στράφηκαν σε άλλου είδους πνευματικές αναζητήσεις. Άλλοι, ακολούθησαν την μοιραία εξέλιξη των ιστορικών γεγονότων χωρίς αντίδραση, αλλά πίστεψαν όχι απαραπόνετα, ότι οι παλαιοί σύντροφοί τους ξέχασαν την κοινή τους διαδρομή, και το πολιτικό κόμμα που πίστεψαν αφιλάνθρωπα τους διέγραψε και τους σπίλωσε στις συνειδήσεις των κομματικών στελεχών. Το τραγικότερο και πλέον αδιέξοδο υπήρξε, ότι όλοι τους είδαν τις ελπίδες τους να διαψεύδονται παταγωδώς, να συνθάπτονται ομού από τον αλάστορα χρόνο. Υπάρχει και μια μικρή μερίδα ανθρώπων αυτής της περιόδου, που αντάλλαξαν τα παλαιά κλέη τους με αξιώματα των αρχόντων και των νικητών της νέας τάξης πραγμάτων. Πως το εκφράζει ο παππούς μας Ευριπίδης στις «Τρωαδίτισσες» του: «Ω βάρβαρων βασάνων εφευρέτες, Έλληνες…». Το σίγουρο και μάλλον ιστορικά επαληθεύσιμο είναι, ότι η επονομαζόμενη γενιά της Ήττας, αξιοποιώντας ή μη τους αγώνες της, δεν έμεινε και τόσο στο περιθώριο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής μεταγενέστερα, πέρα από τις αναμφίβολες δυσκολίες και αντιξοότητες, ακόμα και τα συνεχή συντροφικά μαχαιρώματα που την ταλάνισαν και την παγίδεψαν σε διλληματικές προθέσεις επιβίωσης. Οι ποιητές της-να συμπληρώσουμε και οι Ποιήτριες αυτής της περιόδου-βρήκαν το ατομικό τους πνευματικό στίγμα, και το εξέλιξαν επαναπροσδιορίζοντας το, μέσα στα όρια των ιδεολογικών και πολιτικών τους επιλογών, και, παρά τις αντίξοες κοινωνικές συνθήκες, εχθρικές πολιτικές κρατικές επιλογές, άρθρωσαν έναν λόγο αξιόλογο, συγκροτημένο, ριζοσπαστικό, ελπιδοφόρο και, αρκετές φορές, μακρά των προηγούμενων ποιητικών τους μουντών, σκοτεινών και απέλπιδων δημιουργικών καταθέσεων της γενιάς του μεσοπολέμου.
     Όμως το πρόβλημα δεν έπαψε να υπάρχει. Δυστυχώς η αριστερά, και αναφέρομαι ιδιαίτερα στην πιο συντηρητική της φωνή, λειτούργησε με Κρόνια συμπλέγματα, κατασπαράσσοντας και κατασπιλώνοντας τα τέκνα της με τρόπο απροκάλυπτα σκοτεινό και ιδεολογικά άδικο. Αλλά, αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι ιστορικά και πατροπαράδοτα, αυτό συμβαίνει μέσα στην διαχρονία της Ελληνικής παράδοσης σε όλους τους πνευματικούς και κοινωνικούς χώρους. Τα κληρονομικά κύτταρα των Ελλήνων, θέλγονται από τέτοιου είδους πρακτικές και συμπεριφορές. Και πάλι ο Ευριπίδης στο ίδιο έργο του γράφει: «…οι δυστυχίες, παιδί μου, δε σου βάλαν μυαλό κι είσαι όπως πρώτα…».
     Όπως είναι φυσικό, ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης, δεν μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση, στον πνευματικό και κοινωνικό αυτόν κανόνα του αποκλεισμού. Υπήρξε ένας άνθρωπος που ταλαιπωρήθηκε στον προσωπικό του βίο, που φυλακίστηκε για μια περίοδο της ζωής του, που εξορίστηκε σε ξερονήσια μαζί με άλλους ομογάλακτους ομοϊδεάτες του, που βρέθηκε σε κατάσταση απόλυτης ένδειας, αντιμετώπισε γενικότερα, τις χιλιάδες δυσκολίες της εποχής του, που υπήρξαν ενεργά μέλη της αντίστασης και συνεχή δραστήρια μέσα στην πολιτική κονίστρα. Το πολιτικά στρατευμένο αυτό άτομο, ανεξάρτητα από την όποια προσφορά του, παραγκωνίστηκε, έμεινε στο περιθώριο της δόξας των ηττημένων. Ο δρόμος της προσωπικής σιωπής που επέλεξε να κρατήσει με αθώο πείσμα μέχρι το τέλος της ζωής του,-δεν έδωσε ούτε μία συνέντευξη-αλλά και αυτή η εξακολουθητική και πολύτροπη συνομιλία με τους νεκρούς, τους χαμένους του συντρόφους, τους Άλλους συνέλληνες γενικότερα, τον διέσωσε από την φθορά του χρόνου στις συνειδήσεις των μεταγενεστέρων, του διατήρησε καθαρό το δημιουργικό του πρόσωπο, τον έκανε να μην χρειάζεται να φορέσει προσωπείο, τον έκανε οντολογικότερο και ουσιαστικότερο. Ο ποιητικός του στόχος, υπήρξε η διαρκής συνομιλία με τους νεκρούς της γενιάς του και, η ανάδειξη του προσώπου του Άλλου, μέσα από την κοινωνία μαζί του. Οι μακροσκελείς ποιητικές του συνθέσεις, οι δυσαρμονικές ορισμένες φορές σε σχέση με την επιδιωκόμενη κατάθεσή του, οι ενοραματικές του εικόνες, τα εκλεκτικά μέχρι μονομέρειας θεματολογικά του σχεδιάσματα, η ακλόνητη πίστη του σε έναν λαϊκό αριστοκρατισμό, οι μακρόσυρτες λυρικές ερωτικές του συνθέσεις, ο περίκλειστος κόσμος της γενιάς του και ο τειχισμένος περίγυρος των ποιητικών του εικόνων, τα ερειπωμένα σπίτια που εντείνουν την θλίψη και τη μοναξιά, ο εχθρικός ιστορικά καινούργιος χώρος, η μνήμη που δεν λέει να ησυχάσει από τους επαναλαμβανόμενους εφιάλτες, τα επανερχόμενα σα νοσταλγική νότα πρόσωπα της μητέρας και του πατέρα του, αλλά, και ένας «Φροϋδικός» ευνουχισμός που ξενίζει για τον ποιητικά νηφάλιο λόγο του Τάσου Λειβαδίτη. Επίσης, τα σκοτεινά τοπία και οι ερειπωμένοι δρόμοι, και μια διαρκής υπόμνηση της επιθυμίας του για σεξουαλική επαφή με την γυναίκα που τόσο υμνεί και με πολλούς τρόπους αναφέρει μέσα στο έργο του, μια επαναλαμβανόμενη οργιώδη ερωτική αναφορά προς τη γυναικεία ερωτική πρόκληση, σαν σωματικό αντικείμενο πόθου που σπαράζει κάτω από το πολλαπλό συντροφικό άγγιγμα του άντρα, κάτι που θυμίζει, τηρουμένων των αναλογιών, τον ευδιάκριτο σεξουαλισμό του μυθιστοριογράφου Μ. Καραγάτση.
Η γυναίκα στο ποιητικό του έργο χάνει κάθε ιδεατή ωραιότητα, αποφλοιώνεται από κάθε μεταφυσική της εικονογραφία, μόνο η μητρότητα διασώζεται σαν στοιχείο προέκτασης του ερωτικού ενστίκτου αλλά και της χαμένης τρυφερότητας και παιδικότητας. Άλλες πάλι φορές η γυναίκα, αποκτά-ή ορθότερα ταυτίζεται-με την εικόνα της Παναγίας, ή το εκκλησιαστικό σύμβολο της αιώνιας δυστοτόκου μητρότητας παίρνει τις απαραίτητες για τον ανθρώπινο πόνο διαστάσεις, γίνεται μια ζεστή μήτρα, που αναπαύει την αντρική αγωνία, τον διαρκή αντρικό αγώνα για προσωπική ανάταση, είναι το πρόσωπο που τον γειώνει καθώς πεταρίζει στα σκοτεινά μονοπάτια της μνήμης και των ψυχικών του αδιεξόδων, καθώς νοιώθει μόνιμο και απαραίτητο μέλος ενός τσίρκου της ιστορίας που επαναλαμβάνεται χωρίς έλεος και ελάχιστες στιγμές δικαίωσης, αλλά χιλιάδες διάψευσης.
     Ο μέχρι ερωτικής εκτόνωσης απελπισμένος τόνος της ποιητικής του γραφής, η ομαλή λειτουργία ομόκλητων συγκινησιακών φωνών μέσα στο σύνολο έργο του, οι δεκάδες μικρής εξομολογητικής φόρμας λυρικές του συνθέσεις, που η λεκτική αμετροέπεια του λόγου του δεν τις εμποδίζει στο να πάρουν την μορφή επιγραμματικής κατάθεσης, οι ιδιοσυγκρασιακοί στίχοι που αποκόπτονται από ένα ήδη υπάρχον κατατεθειμένο ποιητικό σώμα για να μετατραπούν σε αυτόνομες ποιητικές μονάδες, η πονεμένη ευφράδεια και η ορθά οργανωμένη ποιητική του οικονομία σε ποιήματα της περιόδου μετά την ποίηση του Στρατοπέδου, το λυρικό και συγκινησιακά φορτισμένο λεξιλόγιό του, ο πολυδύναμος-θα γράφαμε-ευαγγελικός του, παρηγορητικός του στοχασμός, μια παρακλητική ερωτική γραφή που φέρνει στον νου τον ποιητή Γιώργο Σαραντάρη, και άλλα στοιχεία που συναρθρώνουν μια ποίηση μεγάλου βεληνεκούς και απύθμενης λυρικής ανθρώπινης ευαισθησίας, σχηματίζουν μια όχι τυχαία ποιητική εκκλησία των κεκοιμημένων με εμάς τους ζωντανούς. Μια διαρκή ποιητική κοινωνία των Κοινωνούντων.  Έγνοια του, αυτοί που μεταφέρουν μέσα τους το ψυχικό περιχαράκωμα του εμφύλιου σπαραγμού και έμειναν κατάστικτοι από τις τραυματικές εμπειρίες της Κατοχής και που δεν κατόρθωσαν να προσαρμοστούν στις νέες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Φροντίδα του, αυτοί που είδαν τα οράματά τους να διαψεύδονται και κομματιάστηκαν συναισθηματικά καθώς αντιλήφθηκαν νωρίς, τις νέες αλλαγές των πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών να τους παραγκωνίζουν. Συνοδοιπόρησε με αυτούς που ένιωσαν μέτοικοι στην ίδια τους την χώρα και που αγωνίστηκαν σκληρά και τόσα προσέφεραν στην απελευθέρωσή της. Στάθηκε πάντα κοντά σε έναν βασανισμένο μεν λαό, αλλά που «Πως δα ο λαός, που ορθή δεν έχει κρίση, ορθά μπορεί να κυβερνά την πόλη;», όπως γράφει στις «Ικέτιδες» και πάλι ο παππούς μας Ευριπίδης. Υιοθέτησε τον πονεμένο λόγο των κατατρεγμένων, τον βουβό σπαραγμό των αδικημένων, τον αδικαίωτο θρήνο των χαμένων της ζωής, των περιφρονημένων των νικητών της ιστορίας. Προσέφερε έναν ελεήμονα λόγο, σε αυτούς που στάθηκαν ξένοι στην αλλοτρίωση των ιδανικών τους ταξιδιών, στους διαρκείς πρόσφυγες των ονείρων τους. Αιμάτωσε στοργικά τους ρακένδυτους ψυχικά από τις πολλές τραυματικές εμπειρίες του βίου τους. Κοστολόγησε θετικά και με επιείκεια αυτούς που συνειδητοποιώντας το αδιέξοδο των αγώνων τους λύγισαν, δεν άντεξαν μέχρι τέλους, αλλά και έδειξε εμβληματικά αυτούς που κράτησαν με θάρρος, λεβεντιά και αυταπάρνηση την αξιοπρέπεια των σκοπών τους. Μίλησε με καθαρή συνείδηση και ξεκάθαρη ποιητική φωνή για την εντιμότητα της κοινωνικής τους προσφοράς. Ο Τάσος Λειβαδίτης, κράτησε μια αξιοπρεπή στάση απέναντι στη ζωή περιφρουρώντας το αγωνιστικό του φρόνημα. Η αποφθεγματική του τραγικότητα συνήθως συνοδοιπορεί με μία απελπισμένη ρητορική η οποία απλώνει τον κλυδωνιζόμενο λυγμό του σε τεραστίων διαστάσεων ποιητικές συνθέσεις. Κυρίως, την πρώτη του ποιητική περίοδο-την εντονότερα πολιτική-είναι ανώνυμες ποιητικές συνθέσεις με επικαιρικό χαρακτήρα, χωρίς να λείπουν και οι επώνυμες καταθέσεις. Το τρίπτυχο της ποιητικής δημιουργίας του ποιητή Τάσου Λειβαδίτη αν αποδελτιώσουμε τις λέξεις κλειδιά που εκφράζουν την καθημαγμένη συνείδησή του, αλλά και άλλων δημιουργών της γενιάς του, είναι η λέξη Θεός, Ποίηση, Ποιητής, Ιστορία. Και μια συνεχή υπόμνηση και παρουσία του Θανάτου μέσα στα χρονικά της ανθρώπινης καθημερινότητας που είτε προλαβαίνει την Επανάσταση και τα επακόλουθά της, είτε χωρίς περίσκεψη και αιδώ θερίζει αδιάκοπα με το δρεπάνι της Ιστορίας υπενθυμίζοντάς μας το μάταιο της όποιας ανθρωπίνης προσπάθειας. Και το σπουδαιότερο, της ποιητικής αυτής λιτανείας, είναι ότι ο Θάνατος δεν αγγίζει μόνο σωματικά τους ανθρώπους, αλλά τους καταστρέφει και τα όποια ονειρικά τους ελπιδοφόρα ερείσματα και οραματικές προσδοκίες. Τεταρταία η ατμόσφαιρα μιας μεγάλης χρονικής περιόδου η ποίησή του. Η ιστορική επίκληση του Θεού επί ματαίω, χωρίς επιστροφή το αδιέξοδο της Επαναστατικής μνήμης, η ανθρώπινη ύπαρξη μένει μετέωρη στο κενό των λεκτικών καταθέσεων του ποιητή που εξακολουθεί ποιητικά να παράγει για να ξορκίσει τι; και γιατί; Είτε χρησιμοποιεί επικών διαστάσεων ποιητικές συνθέσεις για να περιγράψει την αφόρητη αίσθηση διάψευσης που βιώνει, είτε σύντομους ελεγειακούς πυρήνες για να φωτογραφήσει την ειρηνοποιό και πανανθρώπινη-ουμανιστική του διάθεση, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Τα σημεία αναφοράς γύρω από τα οποία περιστρέφεται παραμένουν σταθερά και ακλόνητα ως στοιχεία της ποιητικής λειτουργίας για την εσωτερική περιδιάβαση στην άβυσσο των ψυχικών γκρεμνών. Αυτός, ο πιο «άμωμος» από τους ποιητές της γενιάς του, αναπέμπει συνεχώς «δεήσεις» παρηγοριάς, όχι στο προσωπικό του απαισιόδοξο συνειδησιακό τίποτα, όσο στην πολυέλαιο παραμυθία της Τέχνης που εκπορεύεται όμως, από μια βαθειά θρησκευτική πίστη, χρησιμοποιώντας λεκτικά σύμβολα και εικόνες που αποτελούν τους διαχρονικούς ζυμομύκητες της ανθρώπινης ζωής των απλών καθημερινών ανθρώπων, των μέσα στο καμίνι της ζωής συναγωνιστών του. Των βασανισμένων ανθρώπων που βλέπουν την χαρισάμενη από τις δυστυχίες ζωή τους να σταυρώνεται χωρίς ελπίδα αποκαθήλωσης, χωρίς την αξιομακάριστο προσφορά βοήθειας από κανέναν Σίμωνα Κυρηναίο.
Η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη, κατακοσμεί την ανθρώπινη περιπέτεια στις πιο απλές και καθημερινές της στιγμές, αναπέμπει φιλάνθρωπες διαβιβάσεις ποιητικής παρηγοριάς, παίρνει τα αιματοβαμμένα γεγονότα και κλώθει την ιστορία της γενιάς του μακριά από ένδοξους ηρωισμούς, πέρα από πονηρά ρήματα επαναστατικού μεγαλείου, έξω από μαχητικά προστάγματα κομματικής αναγνώρισης, από θορυβώδεις πολιτικές μεταστάσεις που πλημμυρίζουν άλλους ομοτέχνους του. Η ζωοποιός του ποιητική έμπνευση, που ρέει χειμαρρώδης και λαγαρή, ποτίζει τις γυμνωμένες από τους Κατοχικούς και Μετεμφυλιακούς φαύλους πολιτικούς συν-σεισμούς της χώρας του ψυχές, τις διψασμένες για δικαιοσύνη, τους ανάπαυτους σωματικά από τους φρικτούς θανάτους, προτείνοντάς τους έναν «ευαγγελικό» με την ευρύτερη και ουσιαστικότερη έννοια λόγο, που πιστεύει ότι θα τους γαληνέψει και θα τους προφυλάξει από τα απανωτά και άδικα χτυπήματα της Μοίρας. Η Ποίησή του είναι χαρμολυπικά νεκρώσιμη, καθώς συναριθμεί κεκοιμημένους και ζωντανούς στην κοινή μετάληψη της ποιητικής λειτουργίας, στην μετακομιδή των κοινών εμπειριών της ζωής μέσα στον οικτίρμονα λόγο της Τέχνης. Η μοναχική πορεία του βίου του, η διακριτική του σεμνότητα, ο σεβασμός που έδειξε σε νεότερους δημιουργούς, η δικαιότοκος κριτική του κατάθεση, η έλλειψη τάσης του για προβολή τόσο του ίδιου όσο και του έργου του, δεν επαινέθηκε μόνο από τους διώκτες του, τους αντιπάλους των πολιτικών του χαρακωμάτων, αλλά και τους ομοϊδεάτες του, παλαιούς του συντρόφους, που ίσως δεν του συγχώρησαν την αθόρυβη και μοναχική διαδρομή που ακολούθησε, τα μετά την ταραγμένη μετεμφυλιακά περίοδο, και ιδιαίτερα, μετά το 1974 χρόνια.
     Ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης, σύμφωνα με το Χρονολόγιο που συνέταξε ο συγγραφέας και κριτικός Γιάννης Κουβαράς,-ο οποίος είναι ίσως ο συστηματικότερος και πιο εμβριθής λάτρης της ποιητικής του παρουσίας, έχει συγγράψει τα περισσότερα άρθρα από οποιονδήποτε άλλον ερευνητή του ποιητή-στο αφιερωματικό τεύχος του λογοτεχνικού περιοδικού «Διαβάζω» τεύχος 228/13-12-1989, σελίδα 20, ένα χρόνο μετά τον θάνατο του ποιητή, ο Παντελεήμων-Αναστάσιος Λειβαδίτης, γεννήθηκε στην περιοχή του Μεταξουργείου στις 20 Απριλίου του 1922. Η γέννησή του, σημαδεύτηκε από το χαρμόσυνο γεγονός της Ανάστασης-από όπου δανείστηκε το δεύτερο όνομά του-αλλά που ατυχώς η Πασχάλιος αυτή ατμόσφαιρα εξασθενίσθηκε μέσα στα ματωμένα χώματα της Ιωνικής γης και της Μικρασιατικής Εθνικής  Καταστροφής. Δυστυχώς, παρότι οι πληροφορίες που μας παρέχει ο ποιητής και κριτικός Γιάννης Κουβαράς για τον ποιητή είναι πάντα ακριβείς, η ημερομηνία γέννησης του ποιητή, συνηθέστερα διαφοροποιείται, ακόμα και από άλλους αξιόλογους μελετητές του ή ιστορικούς. Πολλοί αναβιβάζουν το έτος γέννησής του στο 1921. Παρακάτω, στην παράθεση των πηγών, θα αναφέρω και τις διαφορές.
Ο «παραλίγο» Νομικός, είναι ο Βενιαμίν μιας τετραμελούς οικογένειας, αδερφός του, υπήρξε ο γνωστός μας κωμικός ηθοποιός Αλέκος Λειβαδίτης, ο άλλος του αδερφός, ήταν μουσικός στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Ο ποιητής, από νέος εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ και οργανώθηκε στην Αντίσταση κατά των κατακτητών, που του κόστισε τόσες εξορίες και φυλακίσεις. Ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης πέθανε στην Αθήνα, μια συννεφιασμένη Κυριακή, σύμφωνα με τον λαϊκό μας μουσικό βάρδο Βασίλη Τσιτσάνη, στις 30 Οκτωβρίου του 1988.
    Ο Τάσος Λειβαδίτης, παρουσιάζεται στα γράμματα αρκετά νέος. Πρώτη του ποιητική παρουσία είναι η συνεργασία του με το γνωστό αντιστασιακό λογοτεχνικό περιοδικό «Ελεύθερα γράμματα», τεύχος 55/15-11-1946, σελίδα 339. Στην σελίδα με τον τίτλο «Νέοι Ποιητές» στην δεξιά στήλη, δημοσιεύει το ποίημα «Το Τραγούδι του Χατζηδημήτρη»(απόσπασμα):
«Καβάλλα όταν παιδί στου Ψηλορείτη έγνεφε να βγει στην αυγή, σεργιανίζει τον ήλιο…».
Στην αριστερή στήλη ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός δημοσιεύει το ποίημα «Βγενιώ». Το ποίημα αυτό του Τάσου Λειβαδίτη, δεν συμπεριλαμβάνεται στα «Άπαντα» του ποιητή. Είναι ένα δημοτικόμορφο, συνθετικό όπως φαίνεται, ποίημα, με χαροποιό διάθεση, λαμπερή ατμόσφαιρα και ελπιδοφόρα έξαρση. Η γυναικεία εικόνα, προαναγγέλλει την λάμπουσα παρουσία της μέσα στο έργο του. Μετά από δύο τεύχη τεύχος 57/15-12-1946, την ίδια εμφύλια χρονιά, ξαναδημοσιεύει στην σελίδα 369 στο ίδιο περιοδικό, το ποίημά του «Απ’ το Δεκέμβρη»:
«Απ’ τους καμένους κάμπους μας τ’ ακούν μακριά οι χωριάτες σφηνώνει μες στη γη τ’ αλέτρι…»
Ποίημα, που κινείται στην ίδια ατμόσφαιρα με το προηγούμενο, με έντονο το λαϊκό στοιχείο.
Στα πρώτα του αυτά ποιήματα, είναι έντονη η πληθωρική αισιοδοξία, η ξάστερη και λάγνα ατμόσφαιρα του υπαίθριου χώρου, το φυσικό τοπίο φωτίζεται από μια νεανική ερωτική διάθεση. Έναν χρόνο αργότερα, το 1947, μεσούσης της εμφύλιας σύρραξης, εκδίδει μαζί με άλλους συντρόφους του νέους της αριστεράς, το βραχύβιο λογοτεχνικό περιοδικό «Θεμέλιο». Την ίδια χρονιά, θα δημοσιεύσει στο γνωστό για τις διαφορετικές πολιτικές του θέσεις λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Εστία», τόμος 42ος τεύχος 482/1-8-1947, στην σελίδα 917, κάτω από το κείμενο του Μ. Καραγάτση, το πολύστροφο ποίημά του «Η Κυρά της Όστριας»:
«Νάφτες μου που διαβαίνετε και πάτε κατά το Νοτιά μην είδατε απ’ το βράχο της να παίζει με τους γλάρους…».
Ένα θαυμάσιο και συγκινητικότατο δισέλιδο ποίημα, που έχει έντονα τα υπερρεαλιστικά στοιχεία, χωρίς να απεμπολεί τα σύμβολα της λαϊκής παράδοσης, με εξαίσια επίθετα, ουσιαστικά που δίνουν φωτεινές εικόνες, με ένα θρησκευτικό συναίσθημα μιας γήινης μεταφυσικής ομορφιάς να πλημμυρίζει τους στίχους, λέξεις που λαμπυρίζουν μέσα στο Αιγαιοπελαγίτικο πέλαγος, ηδύοσμες εικόνες που θυμίζουν έντονα τον πρώιμο Οδυσσέα Ελύτη, αλλά, και μια λαϊκή μεταφυσική, ένας λόγος μεστός λαϊκών νοημάτων, εξαγνιστική της φυσικής κατάστασης που φέρνει στον νου μας τον λόγο του Γιάννη Ρίτσου. Το αισιόδοξο και φωτεινό χωρίς σκιές αυτό ποίημα, αναδύει μια «γαλαζογέλαστη» ομορφιά, μια ηλιόλουστη και ελπιδοφόρα ατμόσφαιρα, με λέξεις έμπλεες φως και έρωτα που τίποτα δεν θυμίζει την κατοπινή ποιητική εξέλιξη του ποιητή. Η μορφή του κοριτσιού, στέκει σύμβολο ξάστερο σαν «Μεσοπελαγήτισσα Παναγιά», έτοιμη να ορτσάρει πέρα από το όνειρο την καρδιά του ποιητή. Ένα ποίημα, που πάλι θα επαναλάβω, λες και αναδύεται από τα αθώα και ξέγνοιαστα κείμενα του Οδυσσέα Ελύτη, από την παιδική χαροποιό ατμόσφαιρα των Ελλήνων υπερρεαλιστών ζυμωμένο με κώδικες και σύμβολα της ελληνικής παράδοσης. Μιας παράδοσης από την οποία δεν ξέκοψε ποτέ ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης.
    Τα κατοπινά χρόνια, αρχίζει ο δρόμος του προσωπικού του μαρτυρίου. Φυλακίσεις, ταλαιπωρίες, κακουχίες, εξορίες σε διάφορα μέρη για τις πολιτικές του ιδέες. Στους κρανίου τόπους αυτούς, έχει για συγκρατούμενούς του όλους τους συγκατηγορούμενους ιδεολογικά ομοϊδεάτες του της αριστεράς. Τον δάσκαλο και βάρδο της Ρωμιοσύνης ποιητή Γιάννη Ρίτσο, τον ποιητή και μεταφραστή Άρη Αλεξάνδρου, τον ποιητή Τίτο Πατρίκιο, τον ηθοποιό Μάνο Κατράκη και άλλους συναγωνιστές της κομμουνιστικής παράταξης.
Την περίοδο αυτή, 1948 έως 1952, πρωτοσχηματίζει την ποιητική του φόρμα, που, θα αναδείξει στην κατοπινή ποιητική του διαδρομή. Είναι ο αρχηγέτης, όπως τον αποκάλεσαν, της ποίησης του Στρατοπέδου, μιας ποιητικής ατμόσφαιρας και θεματολογίας, που την τροφοδοτούν τα ιστορικά γεγονότα της εποχής και την αρδεύουν τα πολιτικά επακόλουθα της ήττας των αγωνιστών, και ενός ηττημένου στρατού. Μια ποίηση μακροϊστορική που συνδέεται άμεσα με την μικροιστορία των ανθρώπων που βιώνουν τα τραγικά επακόλουθά της.
    Το 1952 δημοσιεύει τις πρώτες του ποιητικές συλλογές: «Μάχη στην άκρη της νύχτας» και «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας», έκτοτε, και σε τακτά χρονικά διαστήματα, 1953 «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου», 1956 «Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο» κλπ., παρουσιάζει μια σημαντική ποιητική παρουσία στα ελληνικά γράμματα, κρατώντας παράλληλα στην προδικτατορική εφημερίδα της ΕΔΑ, «Η Αυγή», αλλά, και μετά την μεταπολίτευση του 1974, την στήλη της κριτικής βιβλίου. Ακόμα, υπάρχουν μελέτες και δοκίμιά του στο γνωστό για την εποχή του αριστερό και προοδευτικό περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης». Για την ποιητική του σύνθεση «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» 1953, του απονέμεται το Πρώτο Βραβείο Ποίησης, στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία της Πολωνίας. Η έκδοση και κυκλοφορία του βιβλίου αυτού, στέλνει τον ποιητή Τάσο Λειβαδίτη, στα εδώλια του κατηγορουμένου για το φιλειρηνικό του περιεχόμενο.
Το 1957 ο Δήμος Αθηναίων τον βραβεύει με το Α΄ Βραβείο Ποίησης για το έργο του, «Συμφωνία αριθμός 1».
Το 1977 του απονέμεται το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το έργο του, «Βιολί για μονόχειρα» το Α Βραβείο κερδίζει η ποιήτρια Ρίτα Μπούμη-Παπά για το έργο «Μόργκαν Ιωάννης».
Το 1980 λαμβάνει το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του «Εγχειρίδιο Ευθανασίας», το Δεύτερο Βραβείο παίρνει ο ποιητής Παντελής Πάσχος για το έργο του «Ο Ουρανός ένδον». Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τα κρατικά βραβεία, δες: «Ημερολόγιο 2001» των εκδόσεων Ιανός. «Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας 1956 έως 1999».
Αυτήν την περίοδο, για βιοποριστικούς λόγους μεταφράζει διάφορα κείμενα σε περιοδικά με το ψευδώνυμο Ρόκκος. (η πληροφορία ερανίζεται από τον μελετητή Γιάννη Κουβαρά, ο συγγραφέας Κυριάκος Ντελόπουλος στο βιβλίο του δεν τον αναφέρει).
Το 1961 σε συνεργασία με τον Κώστα Κοτζιά, γράφει το σενάριο για το κοινωνικό δράμα «Συνοικία το Όνειρο», που σκηνοθέτησε ο Αλέκος Αλεξανδράκης. Στην ταινία πρωταγωνιστούσαν οι ηθοποιοί Αλέκος Αλεξανδράκης, Μάνος Κατράκης, Σαπφώ Νοταρά, Αλίκη Γεωργούλη, Αλέκα Παϊζη, και άλλοι γνωστοί ηθοποιοί του ελληνικού κινηματογράφου. Η ασπρόμαυρη αυτή ταινία, βγήκε στους κινηματογράφους στις 19/10/1961 και έκοψε 74.427 εισιτήρια. Η μουσική επένδυση της ταινίας έγινε από τον συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη σε στίχους του Τάσου Λειβαδίτη. («Βρέχει στη φτωχογειτονιά»), με ερμηνευτή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής, ο ρεαλισμός της ταινίας ενόχλησε την τότε πολιτική εξουσία και για ένα διάστημα απαγορεύτηκε η προβολή της.
Το 1962 πάλι σε συνεργασία με τον συγγραφέα Κώστα Κοτζιά, θα γράψει το σενάριο της ταινίας «Ο Θρίαμβος»(Όταν η μοίρα κυβερνά). Την ταινία σκηνοθέτησε και πάλι ο Αλέκος Αλεξανδράκης σε συνεργασία με τον Αριστείδη Καρύδη, χωρίς όμως εμπορική επιτυχία αυτή την φορά. Η ταινία παρουσιάστηκε στις οθόνες στις 11/2/1963 και έκοψε μόνο 15.110 εισιτήρια. Πρωταγωνιστούσαν μεταξύ άλλων ο Αλέκος Αλεξανδράκης, ο Μάνος Κατράκης, η συγγραφέας παιδικών μυθιστορημάτων Ζώρζ Σαρρή, η Σαπφώ Νοταρά, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, ο Τζαβαλάς Καρούζος και άλλοι γνωστοί ηθοποιοί. Περισσότερα για τις ταινίες δες: Άγγελος Ρουβάς-Χρήστος Σταθακόπουλος, «Ελληνικός Κινηματογράφος», τόμος Α, σελίδα 204 και 232. και ακόμα, Μ. Σ., «Συνοικία το Όνειρο και Κράτος Φασισμός», περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης τεύχος 80-81/8,9,1961, σελίδες 222-223.
Ο Τάσος Λειβαδίτης, διέπρεψε και ως στιχουργός, η συνεργασία του με τον μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη έδωσε άλλη εικόνα στην στιχουργική του φωνή. Τον Οκτώβριο του 1960, ο Θεοδωράκης θα γράψει τη μουσική για το έργο «Πολιτεία». Οι γνωστοί και χιλιοτραγουδισμένοι από όλους μας στίχοι, ανήκουν σε δύο ομογάλακτους ιδεολογικά ποιητές: τον Τάσο Λειβαδίτη και τον Δημήτρη Χριστοδούλου. Από τα οκτώ τραγούδια του έργου, τα τέσσερα είναι του Λειβαδίτη:
1. «Μάνα μου και Παναγιά», 2. «Δραπετσώνα», 3. «Έχω μια αγάπη», 4. «Σαββατόβραδο».  Τα τραγούδια πρωτοερμήνευσαν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Στέλιος Καζαντζίδης και η Μαρινέλλα.
Για άλλες πληροφορίες δες: Μίκης Θεοδωράκης, «Μελοποιημένη Ποίηση» εκδόσεις Ύψιλον, τόμος Α, σελίδες 50-51. Επίσης έγραψε τους στίχους για τον κύκλο Μαρία Φαραντούρη 1964, «Πήρα τους δρόμους του Ουρανού» σελίδα 131, γράφει ακόμα τους στίχους δύο τραγουδιών για το έργο του Μίκη Θεοδωράκη «Της Εξορίας» 1976, «Μου μιλάτε για κείνον» 1975, και «Ερωτικό γράμμα»(Μη χάνεις το θάρρος σου) 1975, σελίδα 275. Ακόμα, θα γράψει 18 τραγούδια για την μουσική σύνθεση του Μίκη με τίτλο «Τα Λυρικά» 1976, σελίδες 278-281. Θα γράψει το τραγούδι «Τα νεαρά ζευγάρια» για την σύνθεση «Οκτώβρης ‘78», σελίδα 285. Στην σελίδα 430 του βιβλίου των εκδόσεων Ύψιλον, υπάρχει σύντομο βιογραφικό του ποιητή, με ηλικία γέννησης το 1921. Στον δεύτερο επίσης τόμο «Συμφωνικά-Μετασυμφωνικά-Ορατόρια», σελίδες 289-292, συναντάμε 11 στιχουργικά κομμάτια για το έργο «Λειτουργία Νούμερο 2»(Τα παιδιά που σκοτώνονται στον πόλεμο)1982. Ο μουσικοσυνθέτης Μιχάλης Γρηγορίου θα γράψει το Ορατόριο «Σκοτεινή Πράξη» 1997 σε ποίηση του Λειβαδίτη, το έργο είχε παρουσιαστεί τον Απρίλιο του 1994 από την Ορχήστρα των Χρωμάτων του Μάνου Χατζιδάκι, στο Μέγαρο Μουσικής, και ένα χρόνο μετά, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Δες: Λιάνα Μαλανδρενιώτη εφημερίδα «Η Εποχή» Κυριακή 13/7/1997. Ακόμα, ο συνθέτης Γιώργος Τσαγκάρης, θα γράψει σε ποίησή του το έργο «Φυσάει» με ερμηνευτή τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου και με την συμμετοχή του ηθοποιού Γιώργου Μιχαλακόπουλου. Δες σχετικά: εφημερίδα «Το Βήμα» 15/5/1994, Πάνος Γεραμάνης εφημερίδα «Τα Νέα» 15/9/1993, και Λάμπρος Λιάβας εφημερίδα Ελευθεροτυπία 16/2/1994.
Στις 19/4/2002 στο Θέατρο «Διθύραμβος» ανέβηκε η παράσταση «Αργοπορημένες Αμοιβές» βασισμένη σε ποιητικά κείμενα του ποιητή, σύνθεση κειμένων, σκηνοθεσία και σκηνικά του Μίλτου Παύλου, διδασκαλία των κειμένων του Μιχάλη Ζωγραφίδη, ερμηνεύτρια Έφη Νιχωρίδη.
Ποιήματα του Τάσου Λειβαδίτη, εκτός από τα παραπάνω περιοδικά που αναφέραμε, υπάρχουν στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» όπου συναντάμε και τα περισσότερα: τχ. 25/4,1959, σελίδες 172-176, δημοσιεύονται τα «Δεκατρία ποιήματα», στο τεύχος 86/2,1962 σελίδες 165-172 δημοσιεύονται τα «Δεκαπέντε ποιήματα», στο τεύχος 100/4,1963 σελίδες 282-289 η «25η  ραψωδία της Οδύσσειας», στο τεύχος 84/12, 1961 σελίδες 608-611 παρουσιάζεται το μελέτημά του «Ποίηση και κοινό»(Σημειώσεις από μια περιοδεία), στο τεύχος 105/9, 1963 σελίδες 269-284 δημοσιεύονται οι συγκλονιστικές και συνταρακτικές μαρτυρίες φυλακισμένων στο «Προσκυνούμεν σου τα πάθη»- γράμματα σε φυλακισμένους, 27 γράμματα από διάφορες περιοχές της Ελλάδας,(δύο από τον Πειραιά). Στο τεύχος 117/9,1964 συναντάμε μια διπλή παρουσία του, σελίδες 144-156, Αποσπάσματα (ανέκδοτη ποιητική σύνθεση με δομή θεατρικού έργου), και σελίδες 218-220 βιβλιοκριτική για το έργο του ποιητή Γιάννη Ρίτσου «Μαρτυρίες» με τον τίτλο «Οι Μαρτυρίες μιας άγρυπνης συνείδησης». Στο τεύχος 14/9,1966 σελίδες 132-136 το κείμενό του Ένα θέμα για διερεύνηση-«Η Ποίηση της Ήττας»-σαν συνέχεια της συζήτησης που είχε ανοίξει το κείμενο του Βύρων Λεοντάρη σε παλιότερο τεύχος του περιοδικού-και σελίδα 137-141 τα «Δέκα Ποιήματα». Στο τεύχος 143-144/11,12,1966 σελίδες 489-490 παρατίθεται η άποψή του στην ερώτηση του περιοδικού «Οι πνευματικοί άνθρωποι της αριστεράς μιλούν για την εθνική κρίση και για το χρέος τους στον τόπο». Και στο τεύχος 82/10,1961 σελίδες 359-360 έχουμε τις θέσεις των σεναριογράφων «Πως δουλέψαμε για την ταινία-Συνοικία το όνειρο» του Κώστα Κοτζιά και του Τάσου Λειβαδίτη. Γνωρίζουμε ακόμα ότι στο βραχύβιο περιοδικό «Θεμέλιο» δύο τεύχη το 1947, ο Τάσος Λειβαδίτης μεταφράζει τον «Επιτάφιο» του Γάλλου Loys Masson (η πληροφορία από τον ιστορικό της Λογοτεχνίας Αλέξανδρο Αργυρίου).
Στο περιοδικό «Σχεδία», τεύχος 2/15-3-1989, σελίδα 1.
Στο περιοδικό «Αντί», τεύχος 59/27-11-1976 σελίδες 36-37.
Στο περιοδικό «Ομπρέλα» τεύχος 9/9,1990 σελίδες 29-30, και τεύχος 15/11,1991 σ. 58, και τεύχος 23-24/4,1994 σελίδες 28-29 και αλλού.
Το σύνολο ποιητικό του έργο, εκτός εκείνων των ποιητικών συνθέσεων που δεν συμπεριέλαβε τις συλλογές του, εκδόθηκε σε 19 αυτόνομες συλλογές.
Το 1965 κυκλοφόρησε ένας ογκώδης τόμος 430 σελίδων, με τον τίτλο «Ποίηση(1949-1965)».
Από τον εκδοτικό οίκο «Κέδρος» κυκλοφόρησαν 3 τόμοι με τα ποιητικά του Άπαντα του ποιητή,
Τόμος Α1950-1966, τόμος Β 1972-1977, τόμος Γ 1979-1987.
Το 1966, ένα χρόνο πριν την επτάχρονη δικτατορία των συνταγματαρχών, κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Το Εκκρεμές» που περιλαμβάνει εννέα διηγήματά του.
Μετά τον θάνατό του, κυκλοφόρησε η ποιητική του συλλογή «Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου» 1990.
Το 1997, εκδίδεται η συλλογή με τίτλο «Απάνθισμα» που είναι ερανίσματα στίχων του από το έργο του, την επιλογή για την έκδοση αυτή έκανε ο δημοσιογράφος Γιώργος Δουατζής.
Το διήμερο 16 και 17 Σεπτεμβρίου του 1989, πραγματοποιήθηκε στα Γιάννενα Συμπόσιο στην μνήμη του ποιητή από το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Ιωαννίνων και τον τομέα ΜΝΕΦ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Τα παραπάνω βιβλία εκδόθηκαν από τον ίδιο εκδοτικό οίκο.
Το 2005 από τις εκδόσεις Καστανιώτη, κυκλοφόρησε μέρος(επιλογή) των μεταδικτατορικών του βιβλιοκρισιών στην εφημερίδα «Η Αυγή» με τον τίτλο «Έλληνες Ποιητές» με πρόλογο του ποιητή Τίτου Πατρίκιου και επιλογή κειμένων και επίλογο του ποιητή και επιμελητή εκδόσεων, και συνεκδότη τον συγγραφέα Θανάση Θ. Νιάρχο. Το βιβλίο περιλαμβάνει 74 κριτικές παρουσιάσεις ποιητικών βιβλίων, αντρών και γυναικών από διάφορες γενιές, ιδιαίτερα από την γενιά του 1970. Πράγμα, που μας φανερώνει ότι ο ποιητής και κριτικός Τάσος Λειβαδίτης δεν φοβήθηκε να συνομιλήσει και να γνωρίσει τις δημιουργίες άλλων δημιουργών, και γιατί όχι, να αποδεχθεί με τον τρόπο του, τις νεότερες ποιητικές φωνές και να τις παρουσιάσει στο ευρύ κοινό. Και στο βιβλίο αυτό, όπως και σκόρπια μέσα στο σύνολο έργο του, ο ποιητής καταθέτει τις απόψεις του για την Τέχνη, ειδικότερα τι είναι Ποίηση, πως γράφεται και ποια η λειτουργία της, θέσεις και απόψεις που με ποιητικό τρόπο, εκφράζει και μέσα στην ποιητική του δημιουργία, που, η λέξη Ποιητής και Ποίηση, αναφέρεται πάμπολλες φορές. Οι κρίσεις του, που διατυπώνονται με περισσή ευγένεια, δεν είναι πάντοτε θετικές, δείχνουν όμως, πως ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης παρακολουθούσε την ποιητική πορεία των ποιητών, και μελετούσε το προηγούμενο δημοσιευμένο έργο τους, πριν ασχοληθεί μαζί τους, στα μικρής αλλά καίριας παρέμβασης, κριτικής του κατάθεσης. Γνωρίζουμε ακόμα, ότι μελετούσε ξένους δημιουργούς, που αρκετά συχνά, θέσεις και απόψεις τους παρουσιάζονται εμβόλιμα στους στίχους του, αλλά, και στην υποστήριξη και εδραίωση των δικών του κριτικών προτάσεων. Ευτύχημα θα αποτελέσει, η συγκέντρωση, η επεξεργασία και η έκδοση και των υπολοίπων δημοσιευμένων κριτικών του και των μικρών του σκόρπιων σε εφημερίδες μελετημάτων, ώστε να έχουμε, μια πλήρη εικόνα της συνολικής του παρουσίας. Ανέκδοτο και αχαρτογράφητο είναι ακόμα, το μεταφραστικό του έργο που πραγματοποίησε ο ποιητής για βιοποριστικούς λόγους.
    Λογοτεχνικά περιοδικά, αλλά και εφημερίδες, από όσο γνωρίζω από την έρευνα, τρία μόνο του έχουν αφιερώσει το τεύχος τους.
Το περιοδικό «Διαβάζω», τεύχος 228/13-12-1989, με εξαίρετες συνεργασίες των: Γιάννη Κουβαρά συγγραφέα και φιλόλογου και μελετητή του έργου του Λειβαδίτη, του ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου, του καθηγητή πανεπιστημίου και δοκιμιογράφου Ερατοσθένη Καψωμένου, της συγγραφέως Δώρας Μεντή, του ιστορικού της ελληνικής λογοτεχνίας Αλέξανδρου Αργυρίου, της Α. Γκότοβου, του κριτικού Αλέξη Ζήρα, του μελετητή Απόστολου Μπενάτση, του δοκιμιογράφου Γιώργου Κεντρωτή, της φιλολόγου και δοκιμιογράφου Αλεξάνδρας Μπουφέα, της ποιήτριας Ιουλίτας Ηλιοπούλου. Πολλά, από τα δημοσιευμένα κείμενα, είναι από το Συνέδριο που έγινε στα Ιωάννινα, από το πανεπιστήμιο Ιωαννίνων για τον ποιητή. Την επιμέλεια του πολυσέλιδου αφιερώματος,(σελίδες 19-91) είχε ο εκδότης του περιοδικού Γιώργος Γαλάντης.
Το περιοδικό «η λέξη» τεύχος 130/11,12,1995 του αφιερώνει τις σελίδες του,(705-853) με σημαντικούς συγγραφείς του καιρού μας, να γράφουν για τον ποιητή, όπως: ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος (γράμμα), ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος, ο μουσικοσυνθέτης Μίκης Θεοδωράκης, ο ιστορικός και κριτικός Αλέξανδρος Αργυρίου, ο φιλόλογος και θεατρικός κριτικός, συγγραφέας Κώστας Γεωργουσόπουλος, η δοκιμιογράφος και μεταφράστρια Σόνια Ιλίνσκαγια, ο κριτικός και ιστορικός της λογοτεχνίας Μιχάλης Μερακλής, η πεζογράφος Μάρω Δούκα, ο συγγραφέας Απόστολος Μπενάτσης, η δικαστικός και Πειραιώτισσα ποιήτρια Ρούλα Κακλαμανάκη, ο εκδότης και συγγραφέας Μάριος Μαρκίδης, ο ποιητής και κριτικός Γιώργος Μαρκόπουλος, ο ποιητής Μανόλης Πρατικάκης, ο συγγραφέας Τάκης Μενδράκος, ο κριτικός Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, η ποιήτρια Αθηνά Παπαδάκη, ο ποιητής Ιάσων Δεπούντης, ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος(γράμμα), η συγγραφέας Βερονίκη Δαλακούρα, ο φιλόλογος και δοκιμιογράφος Γιάννης Κουβαράς, η σκηνοθέτης Λίλα Κουρκουλάκου, ο Κώστας Σοφιανός, ο Γ. Παπαντωνάκης, η ποιήτρια Εύα Μυλωνά, και ο συνεκδότης του περιοδικού συγγραφέας, Θανάσης Θ. Νιάρχος.
Το ένθετο περιοδικό της απογευματινής εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», «Βιβλιοθήκη» τεύχος 353/15-4-2005, με κείμενα των: Αλέξη Ζήρα κριτικού, Κώστα Γ. Παπαγεωργίου κριτικού, Βαγγέλη Χατζηβασιλείου κριτικού, σελίδες 16 έως 22.
Επίσης, η εφημερίδα της αριστεράς «Η Κυριακάτικη Αυγή» της 10 Νοεμβρίου 1996, σελίδες 34-37, με τις συνεργασίες των: Αθηνά Καλοκύρη, που είχε και την επιμέλεια του αφιερώματος, και των Ν. Δρέττα, Χατζηγιάννη, και του Πειραιώτη δοκιμιογράφου Δημήτρη Ραυτόπουλου.
Το περιοδικό «Νεοελληνική Παιδεία» τεύχος 16/ του 1989.
     Το 1991, από τις εκδόσεις «Επικαιρότητα» κυκλοφόρησε το βιβλίο-διδακτορική διατριβή-του Απόστολου Μπενάτση, «Η Ποιητική Μυθολογία του Τάσου Λειβαδίτη», με πρόλογο του καθηγητή Ερατοσθένη Γ. Καψωμένου. Μια μελέτη 385 σελίδων, που χρησιμοποιώντας το κλειδί της «δομικής σημαντικής» προσπαθεί να ανακαλύψει την κρυμμένη ιδεολογία του ποιητή.
     Το 2012, από τις γνωστές εκδόσεις «Νεφέλη» κυκλοφορεί μια ενδιαφέρουσα και χρήσιμη πολυσέλιδη εργασία, σελίδες 380, της φιλολόγου, καθηγήτριας και δοκιμιογράφου, Έλλη Φιλοκύπρου με τίτλο «Ένοχος μιας μεγάλης αθωότητας»-η ποιητική περιπέτεια του Τάσου Λειβαδίτη. Το βιβλίο μετά την εισαγωγή, χωρίζεται σε εννέα κεφάλαια, με τίτλους, που ερανίζεται από ποιήματα του ίδιου του ποιητή:
1. «Πόσο λίγο βρίσκεται κανείς μες στη ζωή του…», 2. «Πάντα γίνεται ένα έγκλημα εκεί που δεν συμβαίνει τίποτα», 3. «Ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει», 4. «Μην κοιμάσαι: είναι επικίνδυνο. Μην ξυπνάς: θα μετανιώσεις», 5. «Αλίμονο αν μαθαίναμε όσα μας έχουνε συμβεί», 6. «Άρρωστος για Θεό», 7. «Μόνον όποιος φεύγει ξαναβρήκε την πατρίδα», 8. «Θα έσωζα την ανθρωπότητα, αλλά πως;», 9. «Και τι ξέρουμε εμείς από τραγούδι;».
όπως γράφεται στο οπισθόφυλλο, η εργασία αυτή: «Συνδυάζοντας τη διεργασία των συγκλονιστικών βιωμάτων της γενιάς του με έναν συνολικότερο υπαρξιακό προβληματισμό, ο Τάσος Λειβαδίτης αποτυπώνει στην ποίησή του την περιπέτεια του σύγχρονου ανθρώπου, την απώλεια της συλλογικής και της ατομικής ταυτότητας, την αίσθηση της διάψευσης και της ήττας, την αιχμαλωσία σε μια ζωή ερήμην. Αλλά και τη συμφιλίωση με το παράλογο, τον αναπροσδιορισμό του εαυτού, την ανεύρεση ενός προορισμού μέσα στις συνεχείς παραπλανήσεις. Η ποίηση δεν καταγράφει απλώς αυτήν την περιπέτεια, τη βαθαίνει και την ανατροφοδοτεί συμπλέκοντας τον εξομολογητικό λόγο με την αποσιώπηση, την απελπισία με την ελπίδα, τη βίωση της ενοχής με την επίγνωση της αθωότητας.
Μελετώντας το έργο του Λειβαδίτη ο αναγνώστης ανακαλύπτει μια οικεία πραγματικότητα, υπονομευμένη, διάτρητη, συγκροτημένη από αντιφάσεις μιας πραγματικότητα που, κυριαρχημένη από την καταλυτική παρουσία του απέραντου και του ανεκπλήρωτου, προσφέρει την εμπειρία της υπαρξιακής ακεραίωσης, έναν κόσμο που μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει».    
    Το 2013, από τις εκδόσεις «Μετρονόμος», κυκλοφόρησε το βιβλίο, «Τάσος Λειβαδίτης»-Τραγουδάω, όπως τραγουδάει το ποτάμι. Που περιλαμβάνει τους μελοποιημένους στίχους του ποιητή. Το 182 σελίδων αυτό μελέτημα, την επιμέλεια της έκδοσης είχε ο Σπύρος Αραβανής και ο Θανάσης Συλιβός, που γράφει και τον μονοσέλιδο πρόλογο. Για το στιχουργικό και εν γένει ποιητικό έργο του ποιητή, γράφουν σημαντικοί άνθρωποι της τέχνης, όπως: Σπύρος Αραβανής: «ο μελοποιημένος λόγος του Τ. Λειβαδίτη», ο μουσικοσυνθέτης Μίκης Θεοδωράκης: «Πως μπήκαμε στο λαϊκό τραγούδι με τον Τ. Λ», του συγγραφέα Φώντα Λάδη: «Στη Δραπετσώνα», του Σταύρου Καρτσωνάκη: «Σκέψεις για τον ποιητή Τ. Λ. και την ιστορική συνεργασία με τον Μίκη Θεοδωράκη, του τραγουδιστή Πέτρου Πανδή: «Τα Λυρικά, ο αγαπημένος κύκλος των τραγουδιών», του μουσικοσυνθέτη Μίμη Πλέσσα: «Τραγούδι σαν το Μοιρολόι δεν γράφεται», του Γιώργου Μιχαλόπουλου: «για το Φυσάει και τον Τ. Λ», ο Μιχάλης Γελασάκης: «Φυσάει. Ο υποπνέων και θυελλώδης Τ. Λ.», Πέτρος Τσώνης: «η αγάπη του Γιώργου Τσαγκάρη για τον Τ. Λ.», ο Μιχάλης Γρηγορίου γράφει το «Βαθύς στοχασμός, σοφία και τρυφερότητα», ο Λίνος Ιωαννίδης, γράφει «η μουσική στην ποίηση του Τ. Λ.». και για τον Τάσο Λειβαδίτη γράφουν μελέτες οι: Γιώργος Δουατζής συγγραφέας και δημοσιογράφος, «Τ. Λ. Είκοσι πέντε χρόνια μετά», ο ποιητής και δοκιμιογράφος Γιώργος Μαρκόπουλος γράφει το κείμενο «ο άνθρωπος Τ. Λ.», ο κριτικός και ποιητής Γιάννης Κουβαράς γράφει το κείμενο: «ο στιχουργός και ο ποιητής», ο δοκιμιογράφος Απόστολος Μπενάτσης γράφει: «Λειβαδίτης και μουσική», και ο Γιάννης Βάγιας, γράφει το κείμενο: «Ο αξέχαστος φίλος μου Τάσος Λειβαδίτης». Υπάρχει επίσης, και η Δισκογραφία του ποιητή.  
    Το 2014, η πρωινή εφημερίδα «Η Καθημερινή» εξέδωσε μια ενδιαφέρουσα σειρά γνωριμίας μας, με τους Έλληνες Ποιητές, ένας από τους τόμους, ήταν αφιερωμένος στον ποιητή Τάσο Λειβαδίτη. Ο τίτλος του 120 σελίδων βιβλίου, που περιέχει και cd, έχει τίτλο «Τάσος Λειβαδίτης» «Ο Κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει…»-Εργογραφία-Ανθολογία-Απαγγελία. Την εξαιρετική αυτή εκδοτική προσπάθεια για τον ποιητή, και την εκτενέστατη εισαγωγή με τίτλο «Ο Ποιητής του Έρωτα και της Επανάστασης, της Ουτοπίας και της Ανθισμένης Ματαιότητας» είχε ο έγκυρος και συστηματικός μελετητής του έργου του, φιλόλογος και κριτικός Γιάννης Κουβαράς, που μας έχει δώσει και άλλες πολύτιμες μελέτες για τον Τάσο Λειβαδίτη, επίσης, την Ανθολόγηση ποιημάτων του Λειβαδίτη, είχε ο Γιάννης Κουβαράς και η φιλόλογος και δοκιμιογράφος Αλεξάνδρα Μπουφέα.
     Εδώ αντιγράφω το πρώτο μέρος της μελέτης μου για τον ποιητή Τάσο Λειβαδίτη-«Μια διαρκής συνομιλία για τους κεκοιμημένους», που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Οδός Πανός» τεύχος 140/4,6, 2008, σελίδες 67-94. Στο δεύτερο μέρος, θα καταγράψω την βιβλιογραφία για τον ποιητή που σύναξα σαν συνέχεια της μελέτης στο ίδιο περιοδικό.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, Σάββατο, 6 Ιουνίου 2015.                      

Κυριακή 6 Απριλίου 2014

ΜΑΚΙΑΒΕΛΛΙ ΝΙΚΟΛΟ

ΝΙΚΟΛΟ  ΜΑΚΙΑΒΕΛΛΙ
(Φλωρεντία 3/5/1469-Φλωρεντία 22/6/1527)

                            Χαιρετισμούς στον Νάσο Βαγενά

Η διαχρονική, συγγραφική και πολιτική εκδίκηση ενός ρεαλιστή σχεδιαστή πολιτειολόγου.

               Μέρος Α

            Σπάνια πολιτικός στοχαστής στην ιστορία του Δυτικού πολιτισμού δεν αντιμετωπίστηκε τόσο αρνητικά και αντιφατικά, δεν έγινε η αιτία διαχρονικά να γραφούν εκατοντάδες άρθρα σε βάρος του, δεν δέχθηκε τόση άρνηση το πρόσωπό του, δεν έγινε το πρότυπο του πολιτικού αμοραλισμού, του πολιτικού καιροσκοπισμού, της πολιτικής ιδιοτέλειας, δεν κατασυκοφαντήθηκε το έργο του, δεν απαγορεύτηκαν τα βιβλία του, και δεν παρερμηνεύτηκαν «σκοπίμως» οι απόψεις του πάνω στην Τέχνη του Κυβερνάν ιδιαίτερα, από τους σχολιαστές εκείνους που ερωτοτροπούσαν ιεροκρυφίως με τις πολιτειακές του θέσεις. Αλλά, και από ηγέτες όλου του πολιτικού φάσματος και ιδεολογιών, που έκαναν ότι περνούσε από το χέρι τους για να εφαρμόσουν τις Μακιαβελλικές αρχές και αξίες κατά την διάρκεια της διακυβέρνησής τους. Μακιαβελλιστής, Μακιαβελλισμός, Μακιαβελλικός βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη της πολιτικής ορολογίας όταν θέλουμε να μιλήσουμε αρνητικά για κάποιον που ασχολείται με την τέχνη της πολιτικής, ή είναι ήδη πολιτικός. Σκάνδαλο ιστορικό, αποτελεί κατά κανόνα η αμαύρωση της φήμης του, του προσώπου του περισσότερο, αλλά και του έργου αυτού του Φλωρεντιανού Γραμματέα και πολυγραφότατου συγγραφέα, που, έτσι και αλλιώς, λίγοι τον διαβάζουν ή έχουν μελετήσει σποραδικά τις σκέψεις του ενώ οι περισσότεροι τον αγνοούν και εκείνον και το μεγαλύτερο μέρος των πραγματειών του. Από πολλούς, πολιτειολόγους και μη, χρησιμοποιήθηκε ως «ιδεολογική βαλβίδα», όπως αναφέρεται ο όρος από έναν μελετητή του έργου του τον Ζωρζ Μουναί, δες τον πρόλογο του Μάριου Βερέττα, στην μετάφραση του έργου του J. F. Duvernoy για το έργο του Μακιαβέλλι, εκδόσεις Άπειρον χ.χ. Αυτός που σίγουρα υπήρξε επίγονος του Αριστοτέλη, εννοώ των πολιτικών απόψεων και θεωριών του αρχαίου Έλληνα φιλοσόφου, αλλά και πρόδρομος γιατί όχι, και του Άνταμ Σμιθ της ανοιχτής-προκαπιταλιστικής κοινωνίας και οικονομίας, αλλά και σίγουρα, της πειραματικά κομμουνιστικής του Καρλ Μαρξ, έγινε το μαύρο πρόβατο των πολιτικών αναλύσεων.
 «Η θεωρία του Μακιαβέλη δεν ήταν, στον καιρό του, ένα πράγμα καθαρά ‘των βιβλίων’, ένα μονοπώλιο απομονωμένων στοχαστών, ένα απόκρυφο βιβλίο που κυκλοφορεί ανάμεσα στους μυημένους. Το ύφος του Μακιαβέλη δεν είναι ενός ανθρώπου που γράφει συστηματικές πραγματείες, σαν αυτούς που υπήρχαν στον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, κάθε άλλο, είναι το ύφος ενός ανθρώπου της δράσης, ενός που θέλει να παρακινήσει σε δράση, είναι το ύφος κομματικού ‘μανιφέστου’», αναφέρει ο Αντόνιο Γκράμσι στο βιβλίο του «Για τον Μακιαβέλλη, για την πολιτική και για το σύγχρονο κράτος», εκδόσεις Ηριδανός χ.χ., σελίδα 19, μετάφραση Φ. Κ.
   Η εντυπωσιακή ελλειπτικότητα των γνώσεών μας για το έργο του αλλά και την πολιτειακή και φιλοσοφική σκέψη του γενικότερα, συναγωνίζεται την αντίστοιχη άγνοια της μη αποδοχής των θεωριών και θέσεών του και ίσως, γιαυτό συναντάμε τόσες αντιφατικές θέσεις για την σύνολη πολιτική και συγγραφική παρουσία του. Η αρνητική μυθική αχλή με την οποία περιέβαλαν το άτομό του «περισσότερο» παρά τον τρόπο με τον οποίο συγκροτεί την πολιτική και πολιτειακή του ιδεολογία και τακτική διακυβέρνησης, ανήκει στην διεθνή προβληματική ιστορική ερμηνευτική της Δυτικής πολιτειακής ανάλυσης, μια και αναλώνεται και συνηθέστερα μένει, σε επιμέρους πτυχές των Μακιαβελλικών διδαχών, (βλέπε το πασίγνωστο και πολυμεταφρασμένο έργο του «Ηγεμόνας») παρά εξετάζει το ευρύτερο ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο αναφορών και επιδιώξεων, των κατακερματισμένων στην εποχή του μικρών αυτόνομων περιοχών και βασιλείων της τότε μη ενοποιημένης Ιταλικής χερσονήσου, μέσα στο οποίο εντάσσεται το καθόλου της πολιτικής του σκέψης και προβληματικής ανάλυσης. Ίσως γιατί, ο ευδιάκριτος κοινωνικός του αντικομφορμισμός έρχεται σε αντίθεση ή υποσκάπτει την αμφίβολη πολιτική ηθική των εκάστοτε κρατούντων και των κυβερνητικών τους θέσεων για την εξουσία. Κατάπληξη άλλοτε πάλι προκαλεί, η εφαρμογή των πολιτειακών αρχών του μεγάλου Αναγεννησιακού στοχαστή τόσο από ηγέτες και καθεστώτα φιλελεύθερα που υιοθετούν τον άκρατο μερκαντιλισμό, των ανοιχτών κοινωνιών όπως θα έλεγε και ο Καρλ Πόπερ, των Καπιταλιστικών καθεστώτων, όσο και των κλειστών μέχρι πρόσφατα κοινωνιών των πειραματικά Κομμουνιστικών, που όπως η ιστορία απέδειξε, απέτυχαν φρικτά και με φοβερό κόστος και τίμημα για τους ανθρώπους.
Ο Μακιαβέλλι, υπήρξε ο πρώτος που προσπάθησε να εφαρμόσει την «ρεάλ πολιτίκ» στην εποχή του, για να θυμηθούμε και τον σημαντικό στον καιρό του Σοσιαλδημοκράτη Γερμανό πολιτικό Βίλλυ Μπράντ.  Ο δραματικός αυτός πραγματιστής-που ταλαιπωρήθηκε στην πολιτική του σταδιοδρομία και στον προσωπικό του βίο, διείδε αυτό που ιστορικά είναι το ανθρώπινο πολιτικό ή μη ζώο. Ένα άπληστο οικονομικά, ανεξέλεγκτο ηθικά, εμφραγματικό θεολογικά, ανάπηρο υπερασπιστικά, φίλαυτο πολιτικά, προβληματικό στοχαστικά, πτωχό το πνεύματι διαλεκτικά,  εγωτικό κοινωνικό Όν. Έτσι όπως εύστοχα το απεικόνισε ο ζωγράφος Ιερώνυμος Μπος, αλλά, και στις μέρες μας ο Φράνσις Μπέικον. Και για να χρησιμοποιήσουμε έναν Βεμπεριανό όρο, αυτό το «προλεταριάτο των καταναλωτών», που αναζητά και εφευρίσκει στην ιστορική του πορεία χιλιάδες δικαιολογίες για να επιβάλει ανόητα την κυριαρχία του, τόσο πάνω στο φυσικό περιβάλλον-που το δημιούργησε και το τρέφει-(τον κοινό μας οίκο), όσο και στα άλλα έμβια πλάσματα γύρω του. Μήπως όμως ένας σύγχρονός μας ποιητής και στοχαστής, ο Πωλ Βαλερύ δεν είπε ότι «Η πολιτική είναι η τέχνη του να εμποδίζεις τους ανθρώπους να ανακατεύονται με ό,τι τους αφορά», και «Το Κράτος-φίλος όλων μας, εχθρός του καθενός μας χωριστά», δες Βαλερύ, «Επιλογή από το έργο του» εκδόσεις στιγμή 1996, σελίδα 39, μετάφραση Χαρά Μπανάκου-Καραγκούνη. Αυτές οι στοχαστικές απόψεις του ποιητή πόσο Μακιαβελλικές ή μη Μακιαβελλικές είναι άραγε;
         Από την εποχή που ο λεγόμενος πατέρας της ιστοριογραφίας Θουκυδίδης, (νίκησε στα λογικά σημεία της αφήγησης τον ηθικολόγο-λαογράφο παραμυθά Ηρόδοτο), μας δίδαξε το πώς συμπεριφέρεται το ανθρώπινο Όν μέσα στην Ιστορία, τόσο σε καιρό ειρήνης όσο και σε περιόδους αλληλοσπαραγμού, και ακόμα, από την εξαγνιστική-θεολογική  ιδεαλιστική Πλατωνική περιγραφή των ανθρωπίνων παθών(όπως αναφέρονται στην Πλατωνική Πολιτική Ουτοπία) και τον εξορθολογισμό τους από τον πρώτο φυσικό επιστήμονα τον Αριστοτέλη, Και, από το πολιτειακό σύστημα αναφοράς της Ουράνιας μεταφυσικής Πολιτείας του Ιερού Αυγουστίνου ως την Ουτοπική πολιτεία του Τόμας Μουρ, και του Καμπανέλα, αλλά και μέχρι το Κοινωνικό Συμβόλαιο του Ζαν Ζακ Ρουσσώ, και από τους Ευρωπαίους κατακτητές της Αμερικάνικης Ηπείρου, μέχρι τα πολιτικά δικτατορικά συστήματα και καθεστώτα του Αδόλφου Χίτλερ, του Ιωσήφ Στάλιν, του Χουάν Περόν, του Φραντσίσκο Φράγκο του Μπενίτο Μουσολίνι του Μεσοπολέμου, ή των συγχρόνων μας Πολ Ποτ, Μάο Τσετούγκ, ή του Πολωνού Γιαρουζέλσκι, του Ρουμάνου Τσαουσέσκου και άλλων ηγετών της πρώην Ανατολικής Ευρώπης, και τα μονοκομματικά αστικά καθεστώτα της λεγόμενης άμεσης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ο Κόσμος κυβερνάται με ή χωρίς αποδοχή, σύμφωνα με τις Μακιαβελλικές αρχές. Αρχές που τόσο συχνά μεγαλοποιούνται από εκχυδαϊστές του πολιτικού λόγου και της εφαρμόσιμης υπεροχής της κυβερνητικής τους αναποτελεσματικότητας και υστερόβουλης ωμότητάς τους.
«Ο Μακιαβέλλι έχει πεθάνει εδώ και πάνω από τετρακόσια πενήντα χρόνια, αλλά το όνομά του συνεχίζει να ζει ως παράδειγμα πανουργίας, διπλοπροσωπίας και εφαρμογής της κακής πίστης στις πολιτικές υποθέσεις… Γύρω από το όνομά του Μακιαβέλι έχει συσσωρευθεί τόσο πολλή κακή φήμη, που η μομφή για μακιαβελισμό εξακολουθεί να αποτελεί σοβαρή κατηγορία στον τρέχοντα πολιτικό διάλογο», αναφέρει στην εισαγωγή του ο Κουέντιν Σκίνερ για τον «Μακιαβέλι», εκδόσεις νήσος 2002, μετάφραση Κώστας Αθανασίου. 
Από τα δίπολα κυβερνητικά ζεύγη της Πλουταρχικής βιογραφικής ιστοριογραφίας, τα ένδοξα αμοραλιστικά αυτοκρατορικά πρόσωπα της Σαλούστειας αφήγησης, από τον ακριβή στην αφηγηματική του ικανότητα και περιγραφή χαρακτήρων ιστορικό Πολύβιο, έως την Απόκρυφη ιστορία του βυζαντινού Προκοπίου, και τις εξαγνιστικές ιστορικά οικογενειακές αναφορές της Άννας Κομνηνής, ο Κόσμος στροβιλίζεται μέσα στις ίδιες Μακιαβελλικές πολιτικές σταθερές και πολιτειακές αρχές. Και από τις καιροσκοπικές θρησκευτικές πρακτικές αρκετών θρησκευτικών ηγετών της ιστορίας (δες πολιτικές πρακτικές και ενέργειες του Πολωνού Πάπα Βοϊτσίλα), ως τις ιδεαλιστικές προτροπές μιας ουράνιας ιεραρχίας και τις θυσιαστικές στάσεις ζωής αρκετών μεγάλων Μυστών της μεταφυσικής ο Κόσμος θεσμοθετείται μέσα στην αχνάδα της Μακιαβελλικής πολιτειακής φιλοσοφίας και πολιτικής συμπεριφοράς.
     Ο σπουδαίος αυτός στοχαστής-και ας τον αποκαλούσε «δολοφονικό Μακιαβέλλι» ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, (τα έργα του Σαίξπηρ είναι έντονα χρωματισμένα από τις Μακιαβελλικές αρχές) βρίσκεται στο κατώφλι των χρόνων της Αναγέννησης και των νέων πολιτειακών αρχών, ο Μισέλ Φουκώ αναφέρει ότι ο «Μακιαβέλι σημειώνει το τέλος μιας εποχής, ή ότι μεσουρανεί σε μια στιγμή…» και στέκεται στα ριζά των καινούργιων ανακαλύψεων και των νέων φιλόδοξων ατομικών επιτευγμάτων και κοινωνικών οραμάτων, των νέων πολιτικών ηθικών αξιών, των πρωτοφανέρωτων πνευματικών οραμάτων, των γεωγραφικών εξερευνήσεων, των εκατοντάδων επιστημονικών και τεχνολογικών ανακαλύψεων και εφευρέσεων, (ο Γαλιλαίος, ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι, ο Τζορντάνο Μπρούνο, ο Μιχαήλ Άγγελος, ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, και άλλες μεμονωμένες πνευματικές ισχυρές μονάδες άρθρωσαν την δική τους φωνή, πλήρωσαν το τίμημα, αλλά αρχιτεκτόνησαν τα μετέπειτα επιστημονικά και πολιτικά μετά μεσαιωνικά χρόνια), φιλοδόξησε και πέτυχε με το έργο του να μας εικονογραφήσει το πολικό άτομο, τον Ηγεμόνα, τον Κυβερνήτη, όχι όμως μέσα στην πνευματική φιλοσοφική του ψευδαίσθηση την τόσο σκοτεινή και γεμάτη θεολογικές κυστίτιδες από πολλές πλευρές, όπως μας τον οικοδόμησε ο Μεσαιωνικός Θεοκρατικός Κόσμος(Δυτικός και Ανατολικός), αλλά όπως μετά από αρκετούς αιώνες ο Ευρωπαϊκός πολιτικός πολιτισμός θα εφαρμόσει στην καθημερινή πολιτειακή πρακτική του(στην μετά Καρλομάγνεια εποχή),πριν και μετά, τους δύο μεγάλους Παγκόσμιους Πολέμους.
Είναι αυτός ο στοχαστής, που θεωρούσε ότι η πολιτική επιστήμη απογυμνωμένη από κάθε μύθο, «το θεωρείν τα πολιτικά» πρέπει να είναι προσανατολισμένη στο με κάθε μέσον και σκοπό «πράττειν τα πολιτικά»  όχι στηριζόμενη τόσο στον αστερισμό της κυβερνητικής ανοχής ή της παραδιδόμενης από τους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους κυβερνητικής δημοκρατικής παράδοσης, όσο στην κατά περίσταση κυβερνητική βίαιη και εξαναγκαστική πολιτική επιλογή που θεωρούσε ότι διατηρεί την συνοχή της πόλης, εξασφαλίζει τα γεωγραφικά και πολιτικά της σύνορα και διαμορφώνει το ύψιστο καθήκον των πολιτών του να ανήκουν, σε μια ενιαία ομογενοποιημένη συμπαγή κρατική ή εθνική οντότητα.
Ευκολότερα συναντάμε αν ανασκοπήσουμε την Ιστορία τα κοινά πολιτικά και πολιτειακά σημεία και τις κοινωνικές και νομικές πρακτικές που υιοθέτησαν στον πολιτικό στίβο οι ηγέτες του Παγκόσμιου στερεώματος με τις αρχές, θέσεις και αξιωματικές θεωρίες και πολιτικούς σχεδιασμούς του αινιγματικού και πολιτικά κατατρεγμένου αυτού προσώπου της Φλωρεντίας, παρά το αντίθετο.
«Βεβαίως στον Μακιαβέλι η ιστορία παραμένει εγκλωβισμένη στο εσωτερικό μιας νατουραλιστικής οπτικής: ο κόσμος ταυτίζεται με τον εαυτό του και όλα τα πράγματα αναπαράγονται περιοδικά (Λόγοι, Ι, 39, ΙΙ προοίμιο). Αλλά ο Μακιαβέλι ήταν ο πρώτος που τοποθέτησε στο κέντρο του λόγου του την ακατέργαστη πραγματικότητα του παρόντος ως πολιτικό πρόβλημα που πρέπει να βρει πρακτική λύση. Τα μέσα που εγκωμιάζει ο Ηγεμόνας-η ωμότητα, η ισχύς και ο δόλος-δικαιώνονται από την παρούσα αναγκαιότητα, δηλαδή τη θεμελίωση ή τη διατήρηση του κράτους». Σημειώνει ο Μισέλ Σενελλάρ στο βιβλίο του «Μακιαβελισμός και κρατική σκοπιμότητα», εκδόσεις Εστίας 1997, σελίδα 15 μετάφραση Δημήτρης Αθανασάκης.
Και εδώ, θα μπορούσαμε ίσως να επαναφέρουμε το αρχαίο ερώτημα, αν είμαστε με την απόφαση της Αντιγόνης ή του Κρέοντα; Αλλά αυτό σηκώνει μια άλλου είδους συζήτηση. Πάντως ο Ζακ Ανουιγ το έχει θέσει με θεατρικό τρόπο νομίζω το θέμα αυτό.
Σίγουρα μπορούμε να πούμε ότι, σταθερότεροι οπαδοί των Μακιαβελλικών αρχών δεν ήσαν τόσο, οι έτσι και αλλιώς δικτάτορες ηγέτες μέσα στο ιστορικό πολιτικό πάνθεον που αντικαθρεπτίζονται πάνω στις απολυταρχικές του ιδέες, όσο αυτοί που εκλέγονται και εξακολουθούν να εκλέγονται με νόμιμα δημοκρατικά μέσα. Οι δημοκράτες ηγέτες,(οι ενός ανδρός αρχή) είναι οι πρώτοι και καλύτεροι θιασώτες της Μακιαβελλικής Ηγεμονικής κυβερνητικής πολιτικής, οι σκιαγραφόμενοι τόσο αδρά και παραστατικά στον πασίγνωστο και αξεπέραστο «Ηγεμόνα» του.
      Εύστοχα και με μεγάλη ειλικρίνεια δεν έχει φωτογραφήσει τους τάχατες δημοκρατικούς μας κοινοβουλευτικούς μας ηγέτες ο Σταγειρίτης παππούς μας Αριστοτέλης στα «Ηθικά Ευδήμιά του»;
«Οι πολλοί των πολιτικών ουκ αληθώς τυγχάνουσι της προσηγορίας, ου γαρ εισί πολιτικοί κατά την αλήθειαν, ο μεν γαρ πολιτικός των καλώς εστί πράξεων προαιρετικός αυτών χάριν, οι δε πολλοί χρημάτων και πλεονεξίας ένεκεν άπτονται του ζην ούτω…».
       Ο «κατ’ αλήθειαν πολιτικός» για να χρησιμοποιήσω πάλι την Αριστοτελική ορολογία, αναζητείται από παλαιοτάτων χρόνων μέσα στην πολιτειακή και πολιτική ιστορία, και δεν είναι εννοιολογικός πολιτικός ορισμός του Φλωρεντιανού.
       Ποτέ δεν υπήρξε πραγματική και ουσιαστική πολιτική Δημοκρατία, πάντοτε είχαμε Κοινοβουλευτικές «φίλιες Δημοκρατικές δικτατορίες» από την μία, ή Στρατοκρατικές δικτατορικές διακυβερνήσεις από την άλλη. Είτε είναι κανείς Ευρωλιγούρης σύμφωνα με τον ευφυή χαρακτηρισμό του Κώστα Ζουράρη, είτε είναι Βυζαντινοεπαίτης όπως ονομάζω τους λάτρεις και θιασώτες της καθ’ ημάς Θεοκρατικής και Φεουδαρχικής Ανατολής, διαπιστώνει αβίαστα το αδιέξοδο των πολυπληθών και πολύπλευρων οχλοδομημένων Ευρωπαϊκών Δημοκρατιών. Με λύπη και απόγνωση διαπιστώνει και ανακαλύπτει το πόσο δίκαιο είχε στις πολιτειακές του σκέψεις ο Φλωρεντιανός Γραμματέας και στοχαστής, αυτός που πριν από τον κλεινό Κάρολο Δαρβίνο, και από τον Παυλώφ-και τα όμορφα σκυλάκια του-διερεύνησε την ανθρώπινη φύση και την πολιτική πρακτική του ζώου-άνθρωπος. Ακόμα και ο Μαρξισμός, στην πιο ατελή μορφή της εφαρμοσμένης του πολιτικής και διακυβέρνησης, τις Μακιαβελλικές θεωρίες εφάρμοσε στην πράξη στα κράτη που επιβλήθηκε με την βία προς δόξα της αργόσχολης κρατικοδίαιτης εργατικής τάξης και της ιδεολογικής κρατικής νομενκλατούρας και των σωτήριων αιματοβαμμένων πολιτικών τους επιλογών. Μπορεί οι θεωρητικοί ηγέτες του Μαρξισμού να στάθηκαν αρνητικά απέναντι στο φαινόμενο του Μακιαβελλισμού, όμως όποιος παλαιότερα είχε διαβάσει τα πρακτικά των Δικών στην Μόσχα, και δει τις πολιτικές πρακτικές των Κομμουνιστών ηγετών ανά τον κόσμο θα κατανοήσει τι θέλω να πω. Άλλωστε αυτά τα έχουν αναλύσει και περιγράψει ορθότερα άλλοι κοινωνιολόγοι και πολιτειολόγοι εδώ και χρόνια.
Ποιος ηγέτης του Δυτικού και όχι μόνο κόσμου δεν καταδίκασε τον Μακιαβέλλι την ίδια στιγμή που ακολουθούσε εξακολουθητικά τις πολιτικές του διαπιστώσεις.
«Η ηθική του Μακιαβέλλι είναι η καθαρότητά του, είναι η ίδια η ωμότητά του» και παρακάτω «Ο Μακιαβέλλι εξακολουθεί να ενοχλεί γιατί σκαλίζει με το νυστέρι στο πολιτικό σώμα του δυτικού πολιτισμού, απογυμνώνοντας την ίδια την φύση των πραγμάτων-την πραγματικότητα της πολιτικής και της ζωής. Η απογύμνωση αυτή είναι μια κορυφαία ηθική πράξη, αφυπνίζει τα νεύρα και τις συνειδήσεις των πολλών. Ηθικό, είναι το αποκαλυπτικό», σημειώνει εύστοχα στα προλεγόμενα του βιβλίου «Η χειραγώγηση του όχλου-Οι συνωμοσίες» του Νικολό Μακιαβέλλι εκδόσεις Ροές 2007, μετάφραση Σπύρος Δενδρινός, ο δημοσιογράφος και μεταφραστής Αλέξανδρος Βέλιος.
      Είμαστε όλοι σαν πολιτικά όντα Μακιαβελλικοί, έστω και αν δεν θέλουμε κατά βάθος να το παραδεχθούμε, και ίσως πολύ περισσότερο και από τον ίδιο τον Φλωρεντιανό Γραμματέα που έζησε σε μια δύσκολη και ρέουσα ιστορικά εποχή και σε ένα κατακερματισμένο και με πολλά βασίλεια Ιταλικό χώρο.
         Πριν μερικές δεκαετίες, η πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας η Μάργκαρετ Θάτσερ δεν είπε αυτή την συγκλονιστική ιστορικά και πολιτικά φράση: «δεν υπάρχουν πλέον κοινωνίες, υπάρχουν τα άτομα και οι οικογένειές τους», μήπως αυτή η πολιτικά ορθή ρήση εμάς τους Έλληνες μας θυμίζει τίποτα; Γιατί τα Απομνημονεύματα των Αγωνιστών του 1821 μας αποκαλύπτουν του λόγου το αληθές της Βρετανίδας συντηρητικού πολιτικού.
      Ο Νικολό Μακιαβέλλι, προσομοιάζει με τον ήρωα του μυθιστορήματος του Μπορίς Βιάν, «Ο Ψυχοβγάλτης». Και σαφώς συγγενεύει με τον τρόπο που ο Αυστριακός συγγραφέας Στέφαν Τσβάιχ  βιογράφησε τον ραδιούργο αρχηγό της Γαλλικής αστυνομίας Ιωσήφ Φουσέ. Άλλες ιστορικές και πολιτειακές συνθήκες, παράλληλοι όμως δρόμοι κυβερνητικής πολιτικής. Ο διπλωμάτης Ταλλευράνδος εφάρμοσε τις ίδιες πολιτικές διπλωματικές πρακτικές με τον σύγχρονό μας Χένρυ Κίσσιγκερ.
Αλλά και στον θρησκευτικό μεταφυσικό χώρο, αν ανατρέξουμε στις πολιτειακές αξίες των μεγάλων θρησκευτικών και θεολογικών μυθολογικών και παραμυθιακών δοξασιών, θα ανακαλύψουμε ότι η δομή και η οργάνωση των ιεραρχικών τους τάξεων από το ανώτατο Ον που δέχονται ως αφετηρία έως τον τελευταίο πιστό(;) της Ουράνιας βασιλείας, η πολιτειακή τους πρόταση στη μεσσιανική ουτοπική τους διάρθρωση στηρίζεται σε Μακιαβελλικές διδαχές πριν τον Μακιαβέλλι. Ένα Εγωτικό, αλαργινό, ανικανοποίητο και αδιάφορο υπέρτατο Ον, που επιβάλλει τις απόψεις του και τις αρχές του όχι προς όφελος του πιστού ποιμνίου του, αλλά προς δόξα και τιμή της παμφάγου οντολογικής του επικράτησης.
     Ο Μακιαβέλλι καλύτερα ίσως ακόμα και από τον «Λεβιάθαν» του Χομπς  μας έδειξε την διαχρονική διαδρομή του εξόριστου και διαρκώς πολιτικά ακυριάρχιτου ατόμου που ενστικτωδώς γνωρίζει ότι ο αγωνιστικός δρόμος προς την διαρκή Δημοκρατία των πολλών, δεν είναι παρά η επικράτηση των θέσεων του ενός. Αυτό του αποκάλυψαν οι μελέτες του πάνω κυρίως στην Ρωμαϊκή και όχι μόνο πολιτική και κυβερνητική διακυβέρνηση. Η επικράτηση της θέσεως του ενός, σαν το αντίπαλο πολιτικό δέος της κοινοβουλευτικής δικτατορίας της μάζας ή του «όχλου». Αν δεν είναι βαρύς ο πολιτικός χαρακτηρισμός για μια μάζα που άγεται και φέρεται σαν ένα κοπάδι αγράμματων και μη σκεπτόμενων ανερμάτιστων πολιτικά και οντολογικά ψηφοφόρων προς δόξα ανεπάγγελτων αλλά επαγγελματιών πολιτικών και καρεκλοκένταυρων ιδιοτελώς φερόμενων διοικούντων οπαδών τους. Ουσιαστική Πολιτική Δημοκρατία ποτέ δεν υπήρξε μέσα στην ανθρώπινη ιστορία. Ούτε ως ευκταία πολιτική ή πολιτειακή επιλογή, ούτε ως μεσσιανική μεταφυσική σωτηριώδη πρόταση, πολλώ μάλλον, ως αντιπροσωπευτική πολιτική πρακτική εφαρμογή.
Η Δημοκρατία, είναι το αδιέξοδο των μη εφαρμόσιμων ενδόμυχων πολιτικών και κοινωνικών επιλογών μας. Το ατελέσφορο της Ονειρικής Πολιτειακής Ουτοπίας μας. Μια Νεφελοκοκκυγία βασισμένη σε κατά συνθήκη πολιτειακά αξιώματα και αρχές. Είναι το αναγκαίο κακό των αδιάφορων και ωχαδελφικών πολιτικών αν-επιλογών μας.
Η Δημοκρατία είναι το καλύτερο πολιτικό σύστημα για αυτούς που δεν γνωρίζουν τι σημαίνει Δημοκρατία, και αυτούς που ποτέ δεν πίστεψαν ότι θα λυθούν τα προβλήματά τους και θα καλυτερεύσει η ζωή τους με το πολίτευμα αυτό. Γιαυτό και παρατηρούμε μέσα στην Ιστορία να μιλάνε για Δημοκρατία αυτοί, που όχι μόνο που συνήθως ωφελούνται ποικιλότροπα και οικονομικά από το πολίτευμα αυτό, αλλά και αυτοί που δεν θέλουν η μεγάλη μάζα των ψηφοφόρων να συνειδητοποιήσει τα αδιέξοδά της. Αυτοί που ταυτίζουν την δημοκρατία με το Κράτος που οι ίδιοι διοικούν ή το περιούσιο Έθνος που τυγχάνει να ανήκουν.
Πολύ διδακτικά δεν μας το περιγράφει ο Θουκυδίδης που τόσο επικαλούμαστε και κοκορευόμαστε ημείς και υμείς για αυτόν:
«Πάντων δ’ αυτών αίτιον αρχή η δια πλεονεξίαν-Αίτιον δε όλων τούτων ήτο η επιθυμία της αρχής από πλεονεξίαν και φιλοδοξίαν, εκ των οποίων εξεπήγαζε και η σπουδή προς επικράτησιν δια παντός μέσου εν περιπτώσει διαμάχης. Διότι οι αρχηγοί των κομμάτων εις τας πόλεις δίδοντες εις τα κόμματά των ευπρεπείς ονομασίας, οι μεν από την προτίμησιν της ισονομίας του πλήθους, οι δε από την προτίμησιν της σώφρονος αριστοκρατίας, έλεγον μεν ότι εφρόντιζον δια τα κοινά, έβλεπον όμως αυτά ως έπαθλα προσωπικών αγώνων.  Αγωνιζόμενοι δε να υπερισχύσουν αλλήλων με κάθε τρόπο ετόλμησαν να πράξουν τα χείριστα και επεδίωκον να καταστήσουν τας τιμωρίας ακόμη μεγαλυτέρας, διότι επέβαλλον αυτάς όχι κατά την απαίτηση του δικαίου και του συμφέροντος της πόλεως, αλλά θέτοντες ως όριον την τυχόν παρεχομένην εκ της τιμωρίας ευχαρίστησην εις το κόμμα…»
Δες βιβλίο Γ΄ παράγραφος 82, μετάφραση Π. Ξιφαράς.
    Αλλά και οι μεγάλες πληθυσμιακά μάζες των πολιτών-ψηφοφόρων αρνούνται πεισματικά να καλυτερεύσουν πολιτικά και κοινωνικά την ζωή τους με ουσιαστικό και αποτελεσματικό τρόπο. Αρέσκονται στην εφήμερη οντολογική τους μικρότητα, την ενταλματική ευαισθησία τους, και την διανοητική αγραμματοσύνη τους. Οι μεγάλες μάζες κουράζονται να σκέπτονται, τους ταλαιπωρεί να θέσουν σε αμφισβήτηση τα πολιτικά λεγόμενα του πολιτικού τους ηγέτη, κοινώς τους αρέσει να «παραμυθιάζονται». Εφευρίσκουν χιλιάδες δικαιολογίες για να μην αγωνιστούν να πάρουν την τύχη της ζωής τους στα χέρια τους.
«Η δημιουργία κι η εδραίωση του πολιτικού ήθους είναι έργο και της άσκησης και της αγωγής. Όπως σε γενικό επίπεδο οι νόμοι περιορίζουν την ανθρώπινη φύση, έτσι και στα επιμέρους οι έμφυτες ατέλειες και τα ελαττώματα μπορούν να χαλιναγωγηθούν με την άσκηση» και «Οι τάσεις της εποχής φτάνουν στην προσωπικότητα διαμέσου περιστατικών ζωής ατομικών, συγκεκριμένων, καθημερινών, διαμέσου των χίλιων επαφών της κάθε ώρας με μια χειροπιαστή πτυχή της κοινωνίας…», αναφέρει στην κατατοπιστική και πολύτιμη εισαγωγή του στην μετάφραση του έργου του Νικολό Μακιαβέλλι του δίτομου έργου, ο φιλόσοφος και πολιτικός στοχαστής Τάκης Κονδύλης, δες «Έργα», Νικολό Μακιαβέλλι, δίτομη έκδοση, εκδόσεις Κάλβος 1971, εισαγωγή-επιλογή-μετάφραση Τάκης Κονδύλης. (Μια έκδοση εφάμιλλη των Ευρωπαϊκών εκδόσεων χρήσιμη, πολύτιμη και αξεπέραστη ακόμα και σήμερα για τις Μακιαβελλικές σπουδές και όχι μόνο).
    Και επανερχόμενος, γιατί Δημοκρατία δεν σημαίνει παραίτηση στην κοινοβουλευτική εκπροσώπηση και ψηφοφορία ανά τετραετία, αλλά συνεχή και διαρκή αναζήτηση νέων μορφών διακυβέρνησης που δεν θεσμοθετούν κάστες ή οικογένειες κυβερνόντων, απαθών πολιτικά, αδιάφορων πολιτειακά και αγράμματων μη σκεπτόμενων κυβερνωμένων, αλλά διαρκή επαναπροσδιορισμό των πολιτικών μας επιλογών και ιδεολογικών μας θέσεων, συνειδητοποίηση του τι σημαίνει καθημερινή αγωνιστική πολιτική πρακτική, κοινωνική απελευθέρωση με πολιτικά μέσα τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, τι σημαίνει ατομικό και τι συλλογικό όραμα για την πολιτεία και την ζωή, τόσο στον μικρόκοσμο της πρόσκαιρης και τυχαίας ζωής μας όσο και στον ιστορικό μακρόκοσμο της ανθρώπινης εξέλιξης.
Αυτό που με άλλους όρους θα ονομάζαμε υπέρβαση της πολιτικής αδιαφορίας μας, και ότι Πολιτική Δημοκρατία είναι η μυσταγωγούσα θεωρία των πολιτών, η ενεργούμενη πολιτική τους κοσμοθεωρία. Όμως η «κατάρα» του Δημοκρατικού πολιτεύματος είναι, ότι οι όποιοι συνειδητοί πολίτες του-αυτή η μικρή πάντα μαγιά-θα είναι πάντα καταδικασμένη στην δια της ψήφου αδιέξοδης πολιτικής εκπροσώπησης των μεγάλων αδιάφορων μαζών. Αυτών που αναπαράγουν μόνο τις ατομικές τους φοβίες στην κονίστρα της δημοκρατικής τους πρόθεσης, και εναποθέτουν τα αδιέξοδά τους στο απόσκιο της δήθεν συμμετοχικότητάς τους, καθώς ορέγονται όχι φιλόσοφους και δίκαιους ηγεμόνας(κατά Θείο Πλάτωνα) αλλά δημοκόπους κομματικούς εκμεταλλευτές, ομφαλοσκόπους της δικής τους πολιτικής ανεπάρκειας.
     Ο Φλωρεντιανός Νικολό Μακιαβέλλι, αυτός ο προάγγελος της μελλοντικής νεωτερικής καπιταλιστικής διακυβέρνησης των λαών, σαν συγγραφέας και στοχαστής, σαν πολιτικός αναλυτής και ιστορικός ερμηνευτής, κρίνεται και καταδικάζεται ή επιβραβεύεται, απορρίπτεται και στηλιτεύεται συνήθως από αυτούς που έχουν διαβάσει μόνο το γνωστότερο βιβλίο του «Ο Ηγεμόνας», ούτε καν την πραγματεία του «Η Τέχνη του Πολέμου», που είναι η συμπλήρωση θα λέγαμε κατά κάποιον τρόπο του Ηγεμόνα του, χωρίς την ανάγνωση των χρήσιμων για την ιστορική ερμηνεία του συνόλου του έργου του «Επιστολών του», και άλλα του κείμενα που συμπληρώνουν το παζλ της πολιτικής του ερμηνευτικής και ολοκληρώνουν τον πολιτειακό και ιστορικό σχεδιασμό της εποχής του και της χώρας του. Το περισσότερο δουλεμένο έργο του είναι η ατελείωτη εργασία του για την Ιστορία της πατρίδας του της Φλωρεντίας,  αλλά και το θεατρικό του έργο όπως είναι ο «Μανδραγόρας» δεν υπολείπεται ενδιαφέροντος ακόμα και στις μέρες μας, αν κάποιος θελήσει να το σκηνοθετήσει. Ο αρχαίος Ρωμαίος ιστορικός Σαλλούστιος, σε κάποιο σημείο του έργου του για την ιστορία της Ρώμης, αναφέρει ότι ο ιστορικός οφείλει να είναι ωφέλιμος και χρήσιμος, να επιλέγει το υλικό εκείνο που θα του προσφέρουν τις δύο αυτές απαραίτητους στιγματισμούς, ώστε να μπορεί να εξάγει με την σειρά του ερευνώντας τα παλαιότερα ιστορικά γεγονότα όχι μόνο τα ωφέλιμα και χρήσιμα στους αναγνώστες συμπεράσματα, αλλά και να εξάγει ηθικά και διδακτικά διδάγματα. Ο Μακιαβέλλι εφάρμοσε την ρήση αυτή του Ρωμαίου ιστορικού μέσα στις ιστορικές και πολιτικές του εργασίες αβίαστα και εξακολουθητικά. Ο Μακιαβέλλι επιδιώκει όχι τόσο να αλλάξει τα γεγονότα της εποχής του, όσο να μας φανερώσει τι θα συμβεί στο πολιτικό στίβο αν επικρατήσουν αυτές οι κινητήριες δυνάμεις ή αν επικρατήσουν οι αντίθετές τους. Ο ανθρώπινος παράγοντας με τα θετικά και τα αρνητικά του, παίζει μεγάλο ρόλο μέσα στο έργο του, καθώς επίσης, και η οικονομική τάξη στην οποία ανήκει. Ο ίδιος στην προσωπική του ζωή, συνεργάστηκε με διαφορετικά καθεστώτα της πατρίδας του αναγκασμένος να επιβιώσει και να θρέψει την πολυμελή οικογένειά του. Όμως ο στόχος του υπήρξε ένας, η διατήρηση της ενότητας της Φλωρεντιανής διοίκησης.
Ο «Ηγεμόνας» του, που τόσο εύστοχα γλωσσικά έχει μεταφράσει στην χώρα μας ο Νίκος Καζαντζάκης, είναι ένα σύγγραμμα απαραίτητο προς ανάγνωση όχι μόνο από κάθε διπλωμάτη αλλά και σε κάθε πολιτικό νεολαίο ή σκεπτόμενο άτομο που δεν θέλει να μείνει στην διάρκεια του πολιτικού του βίου κοινωνικά απαθής, απόκληρος της οραματικής πολιτικής του συνείδησης. Ο «Ηγεμόνας» όμως παρότι έχει τόσο συκοφαντηθεί μέσα στον χρόνο, δεν είναι ούτε το σύγγραμμα-πανάκεια για κάθε πολιτική επιλογή στην καθόλου τέχνη του Κυβερνάν, ούτε το άπαν της πολιτικής φιλοσοφίας των Ηγετών. Έστω και αν ιστορικά από αυτό το βιβλίο μεταλαμπαδεύτηκε στην πολιτική σκηνή το σύνολο σχεδόν πνεύμα του συγγραφέα. Επίσης, το μελέτημα αυτό, δεν είναι η μόνη πολιτική διαθήκη του Φλωρεντιανού στοχαστή προς εμάς. Λίγοι ίσως ενδιαφέρονται να ξεχωρίσουν ότι ο Μακιαβέλλι, δεν είναι ένας κοσμοπολίτης στοχαστής της εποχής του, δεν ευαγγελίζεται την κατάργηση των κοινωνικών διακρίσεων, δεν είναι οπαδός του αρχαίου πολιτικού στοχαστή του Φίλωνα, που πρέσβευε την θεωρία του κοσμοπολίτη ανθρώπου, που πατρίδα του είναι ολάκερη η Οικουμένη, πολύ πριν μιλήσουν γιαυτό οι διάφοροι πεπαιδευμένοι στοχαστές της Αναγέννησης. Ούτε πάλι, μπορούμε να τον εντάξουμε στους λεγόμενους «ιδρυτές πατέρες» που ανήκουν οι επαναστάτες πολιτικοί και κυβερνητικοί ηγέτες και στοχαστές της Αμερικάνικης επανάστασης, που πέτυχαν και συγκρότησαν μια νέα τάξη πραγμάτων απαλλαγμένοι από παραδοσιακές πολιτικές επιταγές του παρελθόντος και της γηραιάς ηπείρου από όπου προέρχονταν.
     Είναι από τους πρώτους, που έδωσαν μια ψυχολογική χροιά στην αντίληψή μας για την ιστορία στα νεότερα χρόνια. Ο ανθρώπινος χαρακτήρας με ότι αυτό συνεπάγεται στα θετικά ή αρνητικά των ιστορικών συμβάντων, είναι το ερμηνευτικό όχι μόνο υπόστρωμα της ιστορίας, αλλά και της πολιτικής γενικότερα.
    Η αναγκαιότητα της ιστορικής αφήγησης δεν προσπορίζει το υλικό της από τις ένδοξες μάχες ή τις μεγάλες ηθικές αρχές των ιστορικών διαδραματιζόμενων γεγονότων, αλλά από τα πάθη τα εν διαρκή εξελίξει ανθρώπινων μονάδων την δεδομένη στιγμή. Ο Φλωρεντιανός δεν περιγράφει όπως ο Χομπς σαν τέλειος αρχιλογιστής θα λέγαμε, τα διάφορα κυβερνητικά οικονομικά δεδομένα που απαιτούνται για την ορθή και σωστή ευμάρεια μιας πολιτείας. Οι κοινωνικές συνθήκες, διαμορφώνονται από πάθη και ορμές της ανθρώπινης πορείας μέσα στην ιστορία, και στο συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο. Φαίνεται σαν η βιολογία να προσδιορίζει την ιστορία, στην προσπάθειά της να ερμηνεύσει την ανθρώπινη πολιτική φιλοδοξία. Και ασφαλώς, δεν είναι ένας γνωμολόγος ηθικιστής όπως ήταν ο Λαροσφουκό, πόσο όμως αλήθεια ουσιαστική είναι η ρήση του Λαροσφουκό που αναφέρει: «Αυτό που η κοινωνία αποκαλεί είναι στο πιο μεγάλο μέρος του, ένα απλό φάντασμα καμωμένο από τα πάθη μας, του δίνουμε ένα ευυπόληπτο όνομα ώστε να μπορούμε έτσι να κάνουμε ό,τι θέλουμε ατιμωρητί». Δες βιβλίο του «Αξιώματα ή Αφορισμοί», εκδόσεις Άρκτος 1993, μετάφραση Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης.
    Ο Νικολό Μακιαβέλλι με την μεγάλη του εμπειρική πείρα που είχε αποκτήσει ως ενασχολούμενος μετά της πόλεώς του, μπορεί μεν να απέρριπτε την Παπική εξουσία, να αρνιόταν τον ρόλο της θρησκείας στην άσκηση της πολιτικής διακυβέρνησης, να μην δεχόταν αρκετά στοιχεία διακυβέρνησης και διοίκησης της μέχρι τότε πολιτικής παράδοσης, όμως εξακολουθούσε να φορά τον αρχαίο Ρωμαϊκό χιτώνα.
   Δεν κράτησε ακόμα, μια στοχαστική ουδέτερη υπεροχή που θα του εξασφάλιζε ίσως και περισσότερα οικονομικά κέρδη στην άσκηση των καθηκόντων του, και περισσότερη διάρκεια στα διοικητικά του αξιώματα. Και ίσως ήταν μάλλον ο πρώτος, που διανοήθηκε μια πολιτική επανάσταση στηριζόμενος σε αρχές του Ρωμαϊκού ιμπέριουμ των προγόνων του που θεωρούσε ότι χρειαζόταν εκείνη την στιγμή η Φλωρεντία. Ήταν ο πρώτος που άλλαξε τις κυβερνητικές μεθόδους ή προσπάθησε να συμβουλεύσει τους ιθύνοντες  της εκάστοτε πολιτικής διακυβέρνησης της πολιτείας της Φλωρεντίας, να αλλάξουν τους κανόνες του παιχνιδιού του πολιτεύεσθαι σε όφελος περισσότερο ενός ισχυρού ηγεμόνα, που θα ήταν πολιτικά εφικτό να κρατήσει την συνοχή της πολιτείας ακέραια. Δεν δεχόταν την ευπάθεια της πολιτικής αρχής που οδηγούσε στον κατακερματισμό της συνοχής του κοινωνικού συνόλου, αλλά και τον σίγουρο κίνδυνο του χασίματος της κρατικής πολιτειακής αυτοτέλειας από ξένες και αλλόφυλες δυνάμεις. Δες κατάληψη ολιγοήμερη της Φλωρεντίας από τον Κάρολο τον Η της Γαλλίας. Ας μην μας διαφεύγει ότι την περίοδο που έζησε ο Μακιαβέλλι η Ιταλική χερσόνησος σπαρασσόταν από εντόπιους πολέμους μεταξύ των διαφόρων βασιλείων, δουκάτων και με την Παπική εξουσία. Η Ιταλία υπήρξε για πολλά χρόνια μια κατακερματισμένη σε μικρές ναυτικές ή μη πολιτείες χώρα, αν και από την εποχή του ποιητή-προφήτη Δάντη (1265-1321), άρχιζε σιγά-σιγά και δειλά, η αφύπνιση του Ιταλικού έθνους, και η προσπάθεια ενοποίησης και αυτοπραγμάτωσης της ιστορικής Ρωμαϊκής συνείδησης των Ιταλών. Η πολιτική του θέση, δηλαδή στην προσπάθεια ενοποίησης των κατακερματισμένων πολιτειών τον έφερε κοντύτερα στην ανερχόμενη εθνικά δύναμη που ήταν η Γαλλία, παρά σε άλλες δυνάμεις της εποχής του όπως αυτής της κατακερματισμένης Γερμανίας.
Ο Μακιαβέλλι, μέσα στην χαώδη κατάσταση, την τόσο ρευστή πολιτική προοπτική και επικίνδυνη ιδεολογική θολούρα της εποχής του, ονειρεύτηκε τον ρεαλιστικό σχεδιασμό μιας ισχυρής κυβερνητικής αρχής που μπορεί να ήταν κατακριτέος σαν πρόθεση, «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», όμως για εκείνον σαν πολίτη μιας μικρής πολιτείας-κράτος, σαν πολιτειακό παράγοντα και σαν άτομο με έντονη την ιστορική ερμηνευτική ματιά, την δεδομένη ιστορική χρονική στιγμή δεν ήταν άχρηστη και καιροσκοπική μιας τέτοιας ηθικής βαρύτητας πολιτική επιταγή, μπροστά στον κίνδυνο να χαθεί το πολιτικό του αλλά και γεωγραφικά και ιστορικά πολιτικό του όραμα για μια ενωμένη και ισχυρή όχι μόνο Φλωρεντία, αλλά και Ιταλία. Μήπως το ίδιο δεν έπραξαν και, ο επαναστάτης Ροβεσπιέρος με την τρομοκρατία του; ο Βλαδίμηρος Λένιν με τον Μπολσεβικισμό του; ο Μέγας Πέτρος με την εσωτερική πολιτική του εναντίων των Βογιάρων; Ο Μάο Τσετούνγκ  με τον Μαοϊσμό του και την πολιτιστική του επανάσταση; Οι ηγέτες της Αμερικάνικης ανεξαρτησίας και ενοποίησης πως άραγε έπραξαν; Για να μην αναφερθούμε και στο αμαρτωλό Βυζάντιο, αυτήν την Θεοκρατική Μεσαιωνική Τυραννία που κυριάρχησε για τόσα χρόνια και τις φανερές και αφανέρωτες πολιτικές συνομωσίες των διαφόρων Αυτοκρατόρων και στρατιωτικών ηγετών. Εκεί και αν δεν αντικρίζουμε Μακιαβελλικούς ηγεμόνας σε όλη την πολιτική, στρατιωτική, θρησκευτική και κοινωνική γκάμα των δικτατορικών αποχρώσεων και των αμοραλιστικών τους πρακτικών. Η δεκτικότητα των Ορθόδοξων Κοινοπολιτειών σε προ-μακιαβελλικές Ηγεμονικές πολιτικές και θρησκευτικές πρακτικές ελέω Θεού, είναι παροιμιώδεις. Σύμφωνα με τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Αντώνιο τον Δ (1389) «ο κράτιστος και άγιος αυτοκράτωρ είναι ορθοδοξότατος και πιστότατος και πρόμαχος της εκκλησίας και δεφένστωρ και εκδικητής». Δες περιοδικό «Ιστορικά» τεύχος 10/6,1989, σελίδα 33. Αλλά και η Αρχαία Ελληνική Δημοκρατία που στηρίζονταν, τι μας δείχνουν η τέχνη του Θεάτρου, της Ποίησης, των Ιστοριογραφικών αναφορών; Αν διαβάσουμε προσεκτικά «Την Ελληνική Νομαρχία» πέρα από τις δημοκρατικές της και φιλελεύθερες για την εποχή της απόψεις, δεν υπάρχουν έστω σποραδικά ψήγματα Μακιαβελλικών δοξασιών; Μήπως ο τραγικά άτυχος και τόσο πολιτικά σημαντικός για το Ελληνικό ζήτημα κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας, αυτός ο φωτισμένος και διορατικός ηγέτης δεν εφάρμοσε στο μικρό διάστημα της διακυβέρνησής του μια συγκεντρωτική αυταρχική πολιτική, που έγινε η αιτία και του φυσικού του χαμού;
Το καθ’ αυτόν έργον ευ ποιείν είναι πολύ δύσκολη πολιτική υπόθεση, και για τους άρχοντες και για τους αρχόμενους για να είμαστε δίκαιοι. Το πολιτικό δίλημμα θα παραμένει πάντα ανοιχτό για όλους τους ενασχολούμενους με τα κοινά. Δυσχερής πολιτική δημοκρατία, ή αναποτελεσματική εν δυνάμει ελεύθερη διακυβέρνηση και πειραματική οχλοκρατική λαοκρατία. Η πολιτική του άρχειν καθ’ εαυτό είναι πάρα πολύ δύσκολη υπόθεση. Προ υπόθεση της Δημοκρατίας είναι και πάλι αυτό που λέγει στα «Πολιτικά» του ο παππούς μας Αριστοτέλης: «επεί δε πολίτου και άρχοντος την αυτήν αρετήν είναι φαμεν και του αρίστου ανδρός. Τον δ’ αυτόν αρχόμενον τε δεν γίγνεσθαι πρότερον και άρχοντα ύστερον…».
      «Ο Μακιαβέλλι, φαίνεται, ολόκληρος είνε ένα σκοτεινόν και ανατριχιαστικόν αίνιγμα, ένα χονδροειδές συνονθύλευμα απρεπείας και όλων των σχετικών προς την απρέπειαν ιδιοτήτων, ένα συμπίλημα γενικώς πάσης φύσεως αντινομιών, Εγωισμός και γενναιοφροσύνη, σκληρότης και καλωσύνη, σατανική πονηρία και αγαθότης, ειδεχθής κατάπτωσις και μεγαλειώδης έξαρσις, η πλέον γλοιώδης και έρπουσα κολακεία και δειλία και ταυτοχρόνως γενναίος ιπποτισμός και ηρωισμός υπερήφανος, ιδού πια αντίθετα συναισθήματα διαρκώς εμφανίζονται εις ολόκληρον το έργο του. Η ανωτέρω έκφρασίς μου αντιπροσωπεύει την εικόνα των συγγραμμάτων του.».
Αυτά αναφέρει για τον συγγραφέα ο Macaulay στο έργο του «Ο Μακιαβέλλι», εκδόσεις Κ. Γκοβόστη χ.χ. σελίδα 7, μετάφραση Λ. Παυλίδης. Πολύ σκληρές και αρνητικές εκφράσεις, αλλά ένα ενδιαφέρον βιβλίο με ορθές παρατηρήσεις και ενδιαφέρουσα σημεία ανάλυσης.
       Πόσο αλήθεια δημοκρατικός κυβερνήτης-ηγεμόνας-θα γινόταν ο Φλωρεντιανός στοχαστής και συγγραφέας αν του δινόταν από την Τύχη ή την Μοίρα η δυνατότητα να κυβερνήσει την πόλη της Φλωρεντίας την γενέτειρα πόλη του, με την τεράστια διπλωματική και πολιτική εμπειρία που είχε αποκτήσει κρατώντας κυβερνητικά αξιώματα; Θα εφάρμοζε άραγε τις συμβουλευτικές αρχές του Ηγεμόνα του; θα υιοθετούσε τις διαλλακτικότερες πολιτικές αρχές, τις αναζητούσες θεσμικές προτροπές που μας μιλά στο έργο του για τον Τίτο Λίβιο;
     Τα άτομα που συστηματικά απορρίπτουν τον Μακιαβέλλι δεν έχουν κάνει τον κόπο να μελετήσουν και το υπόλοιπο έργο του που δεν είναι και μικρό. Ούτε ακόμα, έχουν παρακολουθήσει την εξέλιξη και την σχεδιαστική διαστρωμάτωση της πολιτικής του σκέψης, δεν έχουν αναζητήσει τι κρύβεται πίσω από την αλληγορική εικόνα της πολιτικής περιγραφής του ιστορικού του προτύπου, δεν διανοούνται τι ήθελε να αποκαλύψει ο συγγραφέας μέσα από την τόσο τρανταχτά αρνητική εικόνα του Ηγεμόνα που τόσο κυνικά σκιαγραφείται στην έτσι και αλλιώς κρυπτική αλλά τόσο πραγματιστική αυτή σκιαγράφηση και έκδηλη στις προθέσεις της γραφή, καθώς μας δείχνει συμβουλευτικά τον τρόπο που οφείλει να ακολουθήσει για να κρατήσει την Ηγεμονία του.
     Όμως, εύλογα γεννάται το ερώτημα, σε ποιες περιπέτειες του προσωπικού του βίου είχε μπλεχθεί, τι προβλήματα αντιμετώπιζε αυτός και η οικογένειά του με τις συχνές πολιτειακές μεταβολές της γενέτειρά του Φλωρεντίας, τι ανάγκασε τον συγγραφέα να εκφραστεί με αυτόν τον τρόπο. Τι πολιτικές ανάγκες ακολουθούσε στις ιστορικές αυτές στιγμές ώστε να αποφασίσει να ασχοληθεί με την συγγραφή ενός κρυπτο-αντιφατικού βιβλίου; Τι προσπαθεί να μας φανερώσει και τι να μας αποκρύψει φοβούμενος για την ίδια του την προσωπική ζωή ή την πολιτική ή διοικητική καριέρα; Είχε κατανοήσει ο ίδιος τα ερμηνευτικά αδιέξοδα που θα οδηγούσαν την ανάγνωσή του; ή μήπως αυτό επεδίωκε στα εσώψυχα του πολιτικού του είναι; Μήπως δεν είναι μόνο παράγωγο ατομικής εκδίκησης προς τους Μεδίκους  το βιβλίο αυτό; Και ο μεγάλος Δάντης, δεν τοποθετεί στην «Κόλαση» πρόσωπα της εποχής του; Ο Ηγεμόνας, ένα βιβλίο που το παραγκώνισαν από πολύ νωρίς, το απαγόρευσαν, το κατέκριναν με πολύ σκληρούς χαρακτηρισμούς, και το απέρριψαν από την έκδοσή του μέχρι των ημερών μας, ως ανάρμοστο της πολιτικής τους ηθικής οι πολιτικοί και πολιτειολόγοι στοχαστές που κόπτονται τόσο ευχάριστα και τόσο κραυγαλέα για τα πολιτικά δικαιώματα. Ας μην μας διαφεύγει, ότι ένα μέρος από τα συγγραφικά του έργα, ο Μακιαβέλλι τα έγραψε κατά παραγγελία ή και ίσως για να προκαλέσει το ενδιαφέρον των ανθρώπων της εποχής του, ίσως ακόμα και για να κρατηθεί στην πολιτική επιφάνεια, και να μετέχει δια βίου στα πολιτικά παιχνίδια της εποχής και του τόπου του, και λιγότερο σίγουρα για να αποκομίσει οικονομικά οφέλη. Το σταθερό συγγραφικό του ύφος, φαίνεται στις δημηγορίες των ιστορικών του βιβλίων, στις επιστολές του που εικονογραφεί τα πολιτικά παιχνίδια και τις δικές του αμφισβητήσεις, στον σαρκασμό και την ειρωνεία των θεατρικών του έργων, στην σατιρική του διάθεση σε ορισμένα του ποιήματα ή επιγράμματα, στην σκωπτική εν γένει γραφή του, και το πώς μας περιγράφει τις συνήθειες, τα πιστεύω, την αγραμματοσύνη και τις δεκάδες προλήψεις και θρησκευτικές αγκυλώσεις των συμπολιτών του. Σαν πολιτικός άντρας και σαν συγγραφέας αφουγκραζόταν τα δεκάδες ανθρώπινα πάθη και τις καιροσκοπικές δοσοληψίες των συγχρόνων του με μεγαλύτερη ευαισθησία έστω και αν κρατούσε μια φαινομενική ψυχρή απόσταση και δεν φανέρωνε άμεσα ή έκρυβε τεχνηέντως τα συναισθήματά του για πολιτικά πρόσωπα της εποχής του. Ήταν φυσικό να είναι απαισιόδοξος πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον θεωρητικό στοχαστή που, εκ του κρατικού ασφαλούς καυτηρίαζε τα κακώς πολιτικά τεκταινόμενα, εκείνος με την πολύχρονη εμπειρία και πείρα του, έβλεπε τις πολιτικές και διοικητικές αντιφάσεις από τα μέσα, έβλεπε ξεκάθαρα τις ιδιοτελής συμπεριφορές των ανθρώπων, τις ύπουλες και κρυφές προσπάθειές τους για να διατηρήσουν τα μικροσυμφέροντά τους ή την όποια εξουσία τους. Διέβλεπε σχεδόν πάντα την ισχυρή δύναμη της διπλής ερμηνείας αυτών που πρέσβευε, δεν ξεχώρισε ποτέ την θέση του από τους συμπολίτες του, κάτι που δεν το αναφέρουν συνήθως οι επικριτές του, ακόμα και όταν σε μεγάλη ηλικία ερωτεύθηκε μια μικρότερή του και όχι του δικού του επιπέδου γυναίκα, δεν το έκρυψε και δεν φοβήθηκε να της αφιερώσει και έργο του. Ήταν λογικό και ίσως πολιτικά ορθό να είναι κυνικός όταν έβλεπε καθαρά, τι εφάρμοζαν στην πράξη και την πολιτική πρακτική τους οι κατά καιρούς ηγεμόνες και κυβερνήτες, και τι έλεγαν στο πόπολο. Μήπως δεν καρκινοβατούσε σε όλη του την «διπλωματική» κυβερνητική σταδιοδρομία ανάμεσα σε οικονομικά άπληστους, ιδιοτελείς και ψεύτες κυβερνήτες και αξιωματούχους;
Στο βιβλίο του «Η ζωή του Καστρούτσο Καστρακάνι», εκδόσεις Άρκτος 1993, σε  μετάφραση της συγγραφέως Σώτης Τριανταφύλλου, υπάρχει μια ωραία παρατήρηση: «Είδε χαραγμένο στα λατινικά πάνω από τη θύρα ενός σπιτιού: ο θεός προφυλάσσει το σπίτι αυτό από τους κακούς. «Τότε θα πρέπει, είπε, «ο κύριος αυτού του σπιτιού να μη μπαίνει ποτέ».
Αυτή δεν είναι η αλήθεια της τότε και της σημερινής μας καθημερινής και πολιτικής ζωής;
      Ο σημαντικότερος ίσως από τους διαφωτιστές, ο Βολταίρος, κάνει μια εύστοχη παρατήρηση στα απομνημονεύματά του, γράφει: «ο βασιλιάς της Πρωσίας, λίγο καιρό πριν από τον θάνατό του πατέρα του, αποφάσισε να γράψει κατά των αρχών του Μακιαβέλλι. Εάν ο Μακιαβέλλι είχε έναν πρίγκιπα για μαθητή, το πρώτο πράγμα που θα τον συμβούλευε θα ήταν να γράψει εναντίον του…». δες «Απομνημονεύματα», εκδόσεις Ολκός 1994, μετάφραση Π. Πανταζή.
Αυτός, σαν ενεργός πολίτης και σαν εργαζόμενος και ασχολούμενος με τα κοινά της πόλης του, με την εμπειρική και την πνευματική του παιδεία, ήταν αναγκασμένος να συμβιβάζεται με κυβερνήτες, πρίγκιπες, βασιλείς και άλλους αξιωματούχους που όχι μόνο στέκονταν κατώτεροι των ιστορικών και πολιτικών περιστάσεων αλλά και σαν πολιτικές και ηθικές προσωπικότητες ήταν ίσως σίγουρα κατώτεροί του, ή τουλάχιστον ήταν ανώτερος σε πολλές από αυτές, και το πρόβλημα ήταν, ότι δυστυχώς εξαρτιόταν από αυτούς και στην κοινωνική του σταδιοδρομία και στα καθημερινά βιοποριστικά του προβλήματα.
     Ο Νικολό Μακιαβέλλι, είναι ένας από τους συγγραφείς εκείνους που η προσωπική του ζωή σμιλεύτηκε από μια άρνηση από την Ιστορία, χωρίς να μας αφήσει επίσης πολλά στοιχεία της οικογενειακής του ζωής από όπου κατάγονταν, ή να έχουμε ξεκάθαρες ενδείξεις προσωπικών του λαθών. Εκτός αν σκοπίμως τα απέκρυπτε. Ήταν πάντοτε προσεκτικός και ίσως και διακριτικός όσον αφορά τα του οίκου του. Οι Επιστολές του, δεν μας αποκαλύπτουν χάσματα στην φιλοσοφική του κοσμοθεωρία. Και ίσως αξίζει να προσεχθεί, ότι αυτός ο συστηματικός αρνητής της εμπλοκής της θρησκείας και της εκκλησίας-μιλάμε για την Καθολική εκκλησία, και το Παπικό πανίσχυρο κράτος-στην πολιτική ζωή, (διαφορετικές απόψεις εξέφραζε ο Σαβαναρόλα), αυτός που σε μια φοβερή εποχή με έμμεσο τρόπο αρνήθηκε τον Χριστιανισμό, το πώς πέθανε, ποιες ήταν οι τελευταίες του επίγειες στιγμές, σύμφωνα με την μαρτυρία που μας αφήνει ο γιος του. Αυτός που δεν πίστευε σε μια Θεϊκή ανώτατη αρχή, δεν πίστευε σε άλλη ζωή, στα τέλη του βίου του εξομολογήθηκε και κοιμήθηκε έχοντας συντροφιά έναν ιερέα. Άραγε, αυτές τις τελευταίες του στιγμές φιλοσοφούσε περί πολιτικής εκείνες τις στιγμές, έκανε δηλαδή μια αληθινή και ουσιαστική συζήτηση φιλοσοφικού περιεχομένου για τα μετά τον θάνατο; ή απλά κουρασμένος και φοβερά ταλαιπωρημένος αλλά και οικονομικά εξαθλιωμένος από την ενασχόλησή του με τα κοινά, θέλησε να εναποθέσει μέρος των πρακτικών του στην εξομολογητική του πρόθεση;
Παράξενα παιχνίδια μας επιφυλάσσει η Μοίρα.
Τη να ερμηνεύσει κανείς, την πρόθεση, ή την αποτελεσματικότητα της ατομικής πράξης.
Μήπως προφητικά μας φανερώνει ότι ο εκκολαπτόμενος αστικός πολιτισμός δεν στηρίζεται πλέον στα προσωπικά κριτήρια του παλαιού ατόμου, αλλά στην εμπράγματη ερμηνεία των γεγονότων και των ιστορικών συμβάντων; Η σχετική απολυτότητα των θεωριών του, ποιόν φωτογραφίζουν περισσότερο, τον εαυτό του σαν πολιτικό ενεργό πρόσωπο ή τα πρόσωπα με τα οποία ήρθε σε επαφή στη δεκατετράχρονη ενασχόληση του με τα κοινά. Οι απόψεις του αναπαριστούν αναγεννησιακά ανθρώπινα πρότυπα και συμπεριφορές, ή ανάγονται στην πνευματική τραπεζική του παρακαταθήκη και πόσο; Και ασφαλώς την προσωπική του ιδιοσυγκρασία;
Γράφει: «Μόλις πέσει το βράδυ, γυρίζω σπίτι και μπαίνω στο γραφείο μου και στο κατώφλι πετάω από πάνω μου τα καθημερινά ρούχα, πούναι γιομάτα λάσπη και λέρα, και βάνω φορέματα και αυλικά και ντυμένος καθώς ταιριάζει μπαίνω στις αρχαίες αυλές των αρχαίων ανθρώπων, όπου γίνομαι καλόδεχτος και τρέφομαι από την τροφή εκείνη πούναι μονάχα δική μου και που γι’ αυτήν γεννήθηκα εκεί μέσα δεν ντρέπομαι να μιλάω μαζί τους και να τους ρωτάω την αιτία των πράξεών τους, και εκείνοι, όντας καλόγνωμοι, μου αποκρίνονται και για τέσσερις ώρες δεν νιώθω κανένα βάρος, απολησμονώ κάθε θλίψη, δεν φοβάμαι τη φτώχεια, δε με σκιάζει ο θάνατος, ολόκληρος τους δίνομαι…».
     Αλήθεια, υπάρχει ωραιότερη θεατρική σκηνή από αυτήν που μας περιγράφει ο Φλωρεντιανός, μας αποδεικνύει κάτι άλλο εκτός από την σπαρακτική περιπέτεια ενός ανθρώπου παθιασμένου με το πολιτικά εφικτό, αλλά και το αδιέξοδο μιας βασανισμένης ψυχής, καθώς φιλοδόξησε στον βίο του να εναρμονίσει τις επαμφοτερίζουσες πολλές φορές απόψεις του με το κοινό καλό της πατρίδας του. Η ηθική, η προσωπική ή η πολιτική, στα άτομα, σαν μια πρακτική εφαρμοσμένη κοινωνικά επιστήμη, έχει αξία μόνο αν οι φυσικές τους καταβολές και οι εθιμικές τους υποχρεώσεις δεν τους δυναστεύουν σε σημείο ώστε να αποκλείουν την προσωπική τους βελτίωση, αυτοσκοπός συνήθως είναι ή γίνεται αυτό που αγαπάει κανείς, και αυτό σηκώνει μεγάλη συζήτηση.
      

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, περιοδικό Οδός Πανός, τεύχος 138/10,12,2007.
Πειραιάς, Κυριακή, 6 Απριλίου 2014.

Υ. Γ. Το κείμενο αυτό για τον Νικολό Μακιαβέλλι, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό, είναι πολύ μεγάλο, και καθώς το γράφω στον υπολογιστή, το ξαναγράφω και το συμπληρώνω, και  γιαυτό σκέφτηκα να το σπάσω, και να το δημοσιεύσω σε δύο ή τρία μέρη,  ελπίζω, τεχνικά να γίνεται.