ΤΡΙΩΔΙΟ
Βαλλίσματα
Κλείνοντας το τριώδιο, και αρχίζοντας μετά
την Καθαρά Δευτέρα η Σαρακοστή, σκέφτηκα να μεταφέρω εδώ ένα μικρό, μα πάρα
πολύ μικρό ολιγοσέλιδο βιβλιαράκι δώδεκα μόλις σελίδων και διαστάσεων 14Χ10, το
οποίο περιέχει τρείς μπαλάντες σημαντικών και καταξιωμένων ποιητών. Το μικρό
αυτό διαμαντάκι έχει τίτλο «ΤΡΙΩΔΙΟ»-Βαλλίσματα, και εκδόθηκε το Μάρτιο του
1991 σε χίλια αντίτυπα από τις γνωστές και καλαίσθητες εκδόσεις «ΆΓΡΑ» του
Σταύρου Πετσόπουλου, αριθμός έκδοσης 189.
Η πρώτη μπαλάντα με τίτλο
«Μπαλάντα των αγοριών του παλιού καιρού» σ. 6-7 είναι γραμμένη από τον πρόωρα
χαμένο ποιητή Ηλία Λάγιο, η δεύτερη με τίτλο «Η μπαλάντα των ανέμων» σ. 8-9
είναι από τον ποιητή Διονύση Καψάλη, και η τρίτη με τίτλο «Η μπαλάντα του
χιονιού» από τον ποιητή Γιώργο Κοροπούλη.
Και οι τρείς δημιουργοί μας
είναι γνωστοί από τις ποιητικές τους καταθέσεις, τις μεταφράσεις τους, τον
δοκιμιακό τους λόγο και, ο ένας εξ αυτών, ο ποιητής Γιώργος Κοροπούλης, και από
τις ραδιοφωνικές εκπομπές του στο «Τρίτο Πρόγραμμα». Η ποιητική τους παραγωγή
και δημιουργία ,συνεχίζεται μέχρι των ημερών μας. Για τον πρόωρα χαμένο ποιητή
Ηλία Λάγιο, εκτός από τα ποιητικά του «Άπαντα» κυκλοφορεί και μια συλλογική
μελέτη για το έργο του με τίτλο «Για τον Ηλία Λάγιο», από τις εκδόσεις Ερατώ
2005.
Η μπαλάντα, είδος αφηγηματικού ποιήματος,
προέρχεται από τη γαλλική λέξη ballade,-γνωστές
γαλλικές σε εμάς μπαλάντες, είναι αυτές του παλαιότερου δημιουργού Φρανσουά
Βιγιόν και του σύγχρονου Ζακ Πρεβέ, του Λεωνίδα Κοέν και άλλων ευρωπαίων
δημιουργών και στιχουργών. Η μπαλάντα συνήθως συνδυάζει το επικό με το λυρικό
και κατά κύριο λόγο το δραματικό στοιχείο σε μια ενιαία μορφή αφηγηματικού λόγου,
μπορεί να είναι επώνυμη ή ανώνυμη και χωρίζεται σε δύο κύριες κατηγορίες: την
μπαλάντα της σταθερής μορφής με συγκεκριμένο αριθμό στροφών-τρείς μεγάλες
στροφές που έχουν ομοιοκατάληκτο οκτάστιχο ή δωδεκάστιχο στίχο,-και την
ελεύθερη μπαλάντα η οποία δεν έχει συγκεκριμένο αριθμό στροφών ούτε ακολουθεί
απαραίτητα στους κανόνες της στιχουργικής ομοιοκαταληξίας που έχει η σταθερή
μπαλάντα. Τέλος, ακολουθεί το στάλσιμο, που είναι μία ακόμη στροφή από
τέσσερεις έως έξι στίχους που μας φανερώνει το υποκείμενο για το οποίο
συντέθηκε η μπαλάντα ή η αφορμή, η ιδέα για την οποία γράφτηκε. Η ελεύθερη μπαλάντα
αναγνωρίζεται κυρίως από το περιεχόμενό της που είναι παλαιότερα επικό,
ιπποτικό, λαϊκό, κατά κόρον ερωτικό, κατά περίσταση πατριωτικό αλλά και θρησκευτικό.
Πολλές μπαλάντες βρίσκονται ένθετες μέσα σε έργα κλασικών ευρωπαίων συγγραφέων.
Στον ελληνικό χώρο και ιδιαίτερα στην
Δημοτική μας Ποίηση, γνωστή μας μπαλάντα είναι εκείνη που αναφέρεται στο Γεφύρι
της Άρτας αλλά και άλλες δημοτικές συνθέσεις. Σταθμός είναι επίσης η εργασία
του διηγηματογράφου και ποιητή Γεωργίου Βιζυηνού για το αφηγηματικό αυτό είδος
που το ονομάζει βαλλίσματα, (δες «Άπαντα» τα έργα του Γ. Βιζυηνού, «Ανά τον
Ελικώνα»). Γνωστή και εξαιρετικής σύνθεσης μπαλάντα είναι το ποίημα του ποιητή Γιάννη
Γρυπάρη με τίτλο ο «Πραματευτής», ο Γεράσιμος Σπαταλάς, ο Μιλτιάδης Μαλακάσης,
η Έφη Αιλιανού, ο Πειραιώτης μυθιστοριογράφος και χρονογράφος Παύλος Νιρβάνας έχουν
ασχοληθεί με το είδος αυτό καθώς και άλλοι ή άλλες σύγχρονοί μας δημιουργοί.
Από τις γνωστές μας εκδόσεις της Εστίας χ.χ. κυκλοφορεί το μοναδικό ίσως στο
είδος του μελέτημα του Κώστα Ιω. Παπανικολάου «Η Μπαλάντα».
Των τριών μπαλάντων του «ΤΡΙΩΔΙΟΥ»
προηγείται μια ρήση από τον Σαιξπηρικό Μακμπέθ,
“ When shall we three meet again In thunder, lightning, or in rain?”
ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΑΓΟΡΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ
Πού να ‘ναι και τι να ‘χουν
απογίνει
τ’ αγοροκόριτσα τα περιστέρια;
Της νύχτας μου δροσίζαν την
οδύνη
λαγόνες αντρικές, γυναίκεια
χέρια,
με καθαρό χρυσάφι αγορασμένα.
Για σας είχεν ο πόθος μου
καρπίσει
και σας είχα, ω χαρές μου,
τραγουδήσει,
της Συγγρού τα κλωνάρια τ’
ανθισμένα.
-- --
Η γλυκύτατη Τζένη από την
Κρήτη,
το υδάτινο τραγούδι της
Φαλήρου
η Μαρίνα, η Σαμπρίνα που
Αφροδίτη
αναδυόταν στους αφρούς του
ονείρου’
σεμνά κορίτσια, αγόρια
μυρωμένα,
μοσχοβόλαγεν η ήβη τους
λεμόνι.
Ερμαφρόδιτη πίκρα τα πληγώνει
της Συγγρού τα κλωνάρια τ’
ανθισμένα.
-- --
Τι ν’ απόγινεν η Άννα τ’
αηδονάκι,
που έψελνε στης Φραντζή τα
οκνά φανάρια,
της Πωλίνας τριαντάφυλλο
κορμάκι
που έναν Μάρτη το κέρδισα στα
ζάρια’
Τζούλη, Στέλλα-κορμιά
καμαρωμένα
που ‘χαν μ’ όλους τους
τρόπους αμαρτήσει;
Πληρωμένη ηδονή θα τα λυγίσει
της Συγγρού τα κλωνάρια τ’
ανθισμένα.
-- --
Πρίγκηψ, αν κάπως αγαπάτε
εμένα
και θέλετε να σας γελάσω,
ελάτε
τώρα που ξημερώνει να με πάτε
στης Συγγρού τα κλωνάρια τ’
ανθισμένα.
ΗΛΙΑΣ
ΛΑΓΙΟΣ
Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΑΝΕΜΩΝ
Βορά των ανέμων θα γίνεις και
πάλι,
θα κάψεις τα χρόνια να βρεις ορισμό
σου,
χρεώγραφα πάθους θα γίνουν
αιθάλη,
στα πάθη του δρόμου να δώσεις
το φως σου,
της πόλης τα φώτα να γράψουν
εντός σου
τους άγραφους νόμους, μα θα
‘ναι μαζί σου
δυό μάτια που δύουν, σβησμένο
μαγκάλι,
το βρέφος το φως σου σε
σκότος αβύσσου.
-- --
Οι φίλοι σου γέρνουν, γυρνούν
στο σκοτάδι
κι ανοίγουν τα μάτια σε
κόσμους που φθίνουν’
αγέρας του πόνου τους παίρνει
το βράδυ
μα βρίσκουν γαλήνη στα λόγια
που δίνουν’
σε τόπους θαυμάτων
θηρεύονται, πίνουν,
ποικίλουν τις ώρες με χρέη
παραδείσου,
τον έρωτα δένουν ν’ ακούσουν
πως άδει
το βρέφος το φως τους σε
σκότος αβύσσου.
-- --
Απλώνεις τα χρόνια κι ο
τρόμος βαθαίνει,
μα θα ‘ρθει μια μέρα, μια
νύχτα πολέμου,
την ώρα που σκάρτος αγέρας
πληθαίνει,
να λάμψετε πάλι σαν πόλεις
του Αίμου
κρυφές συνοικίες σε κράτος
ανέμου,
να λάμψεις κρατώντας, και θα
‘ναι μαζί σου
δυό μάτια που δύουν, μα πως
θ’ ανασαίνει
το βρέφος το φως σου σε
σκότος αβύσσου.
-- --
Ναι, Καίτη μου, Γιώργο, Ηλία
κι Αλέξη
(των φίλων πρεσβείες στη ρίμα
που κλείνει
δυό μάτια θανάτου σ’ ωραία
γαλήνη),
βορά των ανέμων κι αν γίνεις,
θυμήσου
(και συ Σταύρο, Κύριλλε,
Γιώργο) ν’αντέξει
το βρέφος το φως σου σε
σκότος αβύσσου.
ΔΙΟΝΥΣΗΣ
ΚΑΨΑΛΗΣ
Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΧΙΟΝΙΟΥ
Παλιά η τέχνη, κόσκινο απ’ τα
σκάγια
των στίχων, μα κρατά κρυφήν
ουσία.
Θα βγάζανε λοιπόν τρείς φίλοι
τ’ Άγια
σε τόπο που ήταν άλλοτε
εκκλησία.
Σαν βράδιασε, κινούν με
παρρησία…
Τρεις φίλοι-κι έξω πήρε να
χιονίζει’
λυθήκαν του θιάσου τους τα
μάγια
και χάθηκε στο χιόνι, που
εξαγνίζει.
-- --
Ο ένας φορεσιά κάπου θ’
αλλάζει:
φεύγει πριν η παράσταση
αρχίσει.
Σε γάμο άλλος κοιμήθηκε:
σταλάζει
στον ύπνο του λαμπάδα που
έχει σβήσει.
Ο τρίτος έχει πάλι
αργοπορήσει
στο ραντεβού, καθώς το
συνηθίζει:
το δρόμο δεν θυμάται, όλο
διστάζει,
και χάθηκε στο χιόνι, που
εξαγνίζει.
-- --
Σ’ αλλιώτικη ξυπνήσαν κωμωδία
μες στο σκοτάδι της
καρδιάς-τρεις φίλοι.
Στα λόγια που τραυλίζαν
συνοδεία
εφάνη τους Κυρά, μ’ αυλό στα
χείλη,
πλασμένη από της τέχνης τους
την ύλη.
Καθείς το ρόλο εμπρός της
ψιθυρίζει:
«Γλυκιάν είχαμε ακούσει
μελωδία
και χάθηκε στο χιόνι, που
εξαγνίζει.
-- --
Κυρά των λογισμών, του πόθου
μάνα,
που εφάνης σε παιδάκια
γερασμένα
στης θλίψης το παιγνίδι
Πολυάνα,
ποια μοίρα η ομορφιά σου μας
ορίζει;»
Εστάθη, τους κοιτάζει
λυπημένα-
και χάθηκε στο χιόνι, που
εξαγνίζει.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΡΟΠΟΥΛΗΣ
Αυτά είναι τα τρία Βαλλίσματα των τριών φίλων και γνωστών ποιητών, που
συνεργάστηκαν στην εξαιρετική αυτή ποιητική παρουσία. Τρεις μπαλάντες που η μία
συμπληρώνει και διευρύνει κατά κάποιον τρόπο την αιτία της δημιουργίας των
άλλων δύο. Ένας φιλικός «θίασος» συναισθηματικών φωνών που αντικατοπτρίζει το
«σκοτάδι της καρδιάς» τους που αφήνει τα ποιητικά του ίχνη πάνω στο εξαγνιστικό
της ψυχής και της ποίησης χιόνι. Μια ομορφιά φιλικών αναμνήσεων που τους δένει
η μοίρα της ποίησης και τους λυτρώνει η κοινή ποιητική παρουσία.
Τα βιώματα του Ηλία Λάγιου
είναι πιο συγκεκριμένα, υπάρχει περισσότερο ένα σωματικό αναμνήσεων ξεχείλισμα,
ένα συναισθηματικό λίγωμα εικόνων που εκφράζεται μέσα από την ονοματολογία
συγκεκριμένων υπάρξεων, συγκεκριμένων ατομικοτήτων που κάποτε συναναστράφηκε
μαζί τους, κοιμήθηκε μαζί τους, λαχτάρησε το δίφυλλο κορμί τους. Πρόσωπα και
κορμιά αντρικά με γυναικεία ονόματα, όλα γνωστά μιας κάποιας άλλης εποχής που
μεσουρανούσαν με το πληρωμένο πάθος τους, με την εμπορική ανάσα των φιλιών
τους, με την φιδίσια κορμοστασιά της εσωτερικής τους αλήθειας. Ο ποιητής
αναρωτιέται μετά από χρόνια για την ύπαρξή τους, η μνήμη του ενδιαφέρεται ακόμα
για αυτά, το σώμα του σκιρτά στην ανάμνησή τους για τα «ανθισμένα αυτά κλωνάρια
της Συγγρού». Συγγρού, ένας δρόμος ιερός της ερμαφρόδιτης λαγνείας, μια
λεωφόρος που καρπίζει κάθε κρυφό πόθο, εκεί που δεν ξεχωρίζουν τα φύλα, οι τάξεις
και οι επιθυμίες. Εκεί ο «Πρίγκηψ» ποιητής Ηλίας Λάγιος ταξιδεύει στων
νυχτερινών του αναμνήσεων τις δροσερές του σώματός του φανερές οδύνες.
Στην δική του μπαλάντα ο
ποιητής Διονύσης Καψάλης, υποτάσσει το υλικό του ποιητικού του λόγου στην
αναπλαστική δύναμη της μορφής, της άρτιας τεχνικής της ποιητικής αποτύπωσης. Ο
λόγος ρέει, ο μουσικός ρυθμός των στίχων σε παρασέρνει εύκολα και ευχάριστα, οι
λέξεις σηματοδοτούν την πλαστικότητα των εικόνων που διαδέχονται η μία την άλλη
με μαγευτική σαγήνη. «Οι φίλοι του γέρνουν, γυρνούν στο σκοτάδι» ενώ εκείνος
τους φωτίζει με το «βρέφος το φως», επιθυμεί να
τους απελευθερώσει από τα αρνητικά εναντιώματα των επιλογών της ζωής των
και να τους καδράρει μέσα στο θαύμα της
αβύσσου που καιροφυλακτεί και τους θηρεύει.
Η μπαλάντα του είναι η
πρεσβεία της δικής του φιλικής φωνής στο
δικό τους ταξίδι της ζωής, είναι η ποιητική γαλήνη που τους διασώζει από το
σκότος των βιωμάτων, η ποιητική φωνή που εξαρτάται από την εσωτερική τους
αλήθεια που και εκείνος είναι δεμένος μαζί της. Ο Καψάλης εσωτερικεύει την
κοινή τους αλήθεια μέσα στο δικό του το ποίημα
και πλέκει την κοινή τους μοίρα των αναμνήσεων.
Ποιο χειραφετημένος ο
ποιητικός λόγος του Γιώργου Κοροπούλη, κεντά μέσα στην δική του μπαλάντα το
εμπειρικό τους στίγμα, μετατρέποντάς το σε ποιητική αίσθηση, σε ποιητική
αλήθεια, ολοκληρώνοντας την ιδιοσυγκρασιακή φωνή του παρελθόντος της κοινής
τους πορείας. Ο ποιητής μεταμορφώνει το πεπερασμένο και σχετικό παρελθόν των
αναμνήσεων σε ποιητικό απόλυτο που είναι το τετελεσμένο της γραφής. Η εμπειρική
οντότητα των προσώπων αναβαπτίζεται μέσα στης ποιητικής τέχνης την απόλυτη και
σταθερή εικόνα. Ο ποιητικός λόγος δεξιώνεται την συγκίνηση που απορρέει από την
εξομολογητική διάθεση των άλλων δύο φιλικών του φωνών και την παγιώνει ως τέχνη
της ποιήσεως, την επαναπροσδιορίζει όχι πλέον ως ψυχικό σκίρτημα που η μνήμη ανακαλεί
και υπενθυμίζει, αλλά ως αίσθηση γραφής, ως ποιητική αισθητική προσωπογραφία. Ο
κόσμος τους είναι κοινός, η φαντασία τους επίσης, η πορεία τους μόνο αλλάζει
από της μοίρας το άστατο παιχνίδι. Η μπαλάντα του Κοροπούλη, μας φανερώνει ότι
ο σχεδιασμός της όποιας ζωής μας στηρίζεται στις τυχαίες περιστάσεις γιαυτό και
είναι ερωτηματικός ο λόγος του, καθώς με ποιητική μαεστρία υποτάσσει την κοινή
τους ανάμνηση σε ένα θλιμμένο βλέμμα ποιητικής μνημείωσης.
Τρεις ποιητικές φωνές με κοινό βιωματικό
υπόστρωμα, τρεις μπαλάντες με κοινή εσωτερικότητα φωτός και ομίχλης, εικόνες
ζωής μιας πραγματικότητας που σπινθηρίζει γαλήνη και έκπληξη, πορτρέτα ανθρώπων
που στο κοινό τους διάβα έγιναν εικόνες του χρόνου, πεπρωμένα μιας βασανιστικής
διαδρομής προς την αιώνια της γραφής μνήμη.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα, Κυριακή,
22 Φεβρουαρίου 2015
Πειραιάς, Κυριακή, 22
Φεβρουαρίου 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου