Παρασκευή 5 Ιουλίου 2024

Νίκος Καζαντζάκης, η Τερτσίνα για τον ΣΑΙΞΠΗΡ

 

Σ Α Ι Ξ Π Η Ρ Ο Σ

του Ν. Σμπαρούνη

Ώρα καλή στα θέρητα του ανέμου!

τα γέλια και τα κλάματα μας πνίγουν’

ποιός πιά χωράει στα πλάσματά σου, Θέ μου:

Φτερούγες γαλανές τα λόγια ανοίγουν,  4

δέσετε, αδέρφια, ορθούς με καραβίσια

στριφτά σκοινιά τους στίχους να μή φύγουν!

Χτίστης χωριάτης ο Θεός, περίσσια   7

στήνει βαριά κοτρόνια στον αγέρα:

ψωμί, κρασί, φιλί, χοντρά μεθύσια,

κι ήρθες εσύ, του τραγουδιού Πατέρα,   10

και σήκωσες με τον αυλό στα χείλη

καινούργιο πάτωμα από αχό κι αθέρα.

Λάμπει η ψυχή μες στις ετιές το δείλι   13

κι άφοβη πιά, γυμνή προγκάει τη Μοίρα,

της Δισδεμόνας σειώντας το μαντίλι.

Μέλι του θρήνου γίνηκεν η αρμύρα,    16

κι ασκώθηκαν στης νιάς αυγής τον ξύπνο,

φλάμπουρο ιερό, της Αραπιάς τα μύρα.

Σά δάσος ελατόμησες τον ύπνο    19

κι όλα γενήκαν μπλάβοι αχνοί και πάνε

καλεστικοί στου φεγγαριού το δείπνο.

Άντρες, θεοί, κοπέλες ροβολάνε,   22

πλαγιά- πλαγιά, του ονείρου τα δερβένια,

γρικώντας το σουραύλι σου τσοπάνε.

Νέφελα αχνά του γερο-Θεού τα γένια    25

και φαντασιά του κόσμου το ρεπίδι’

της γριάς σκορπίνας γης σκορπάς τα χτένια,

λυτρώθη ο νούς, και στο γαλάζο φρύδι    28

του ανύπαρχτου αντιλάμπισαν τα πάντα

και γίνηκε η τρομάρα μας παιχνίδι.

Μεθύσι η λευτεριά, καρδιά νταγιάντα,    31

ας πιούμε από του Γιόρικ τα καυκάλι

κι ο Κάλιμπαν άς πάρει τη Μιράντα.

Στου τραγουδιού τον άγριο πεντοζάλη,    34

στά πιό αψηλά του στοχασμού μπουρίνια.

όλο χαρά σκορπιέται το κεφάλι.

Η λάσπη γίνεται φτερούγα αγκίνια,    37

και τα μουντά μας στήθια ξεχειλίζουν

μπαχαρικά, γυναίκες, καναρίνια.

Σα στήθια απάρθενα οι μελίγγοι τρίζουν,    40

γενήκαν παπαρούνες τα σπαρμένα,

γελάει το δειλινό, κι αντιφεγγίζουν

στ’ άδεια νερά του ανθρώπου τα γραμμένα’    43

και διώχνουμε απ’ της λευτεριάς το γάμο

τη Φρόνεση, την πιό μωρή παρθένα!

Στο γυρογιάλι του καιρού, στον άμμο,    46

το σπόρο ρίχνεις του μυαλού σου αντρίκεια,

κι ολομεμιάς ανθάει το στέρφο χάμω

τρανές ψυχές, κορμιά και βασιλίκια’    49

τρέμουν στο φώς θεοί χλωμοί, πατρίδες,

χρυσές πετούν φτερούγες τα σκουλήκια

και παίζουν στον αγέρα, οι παραυτίδες!    52

Ονείρατα μας κρούν, κι εμείς γελούμε,

και κρέμουνται κουρέλια οι προσοψίδες.

Αμπέλι το μυαλό μας, και μεθούμε’    55

στο φώς οι σπόροι σταφυλιούν μελίσσι.

κι όλο έρωτα τη φαντασιά θρονιούμε

πά στα σκαμνιά του ανέμου να γεννήσει’    58

κι ανηφοράς με τ’ αστρουλάκια χάντρες,

ώ Τίποτα, ανθισμένο κυπαρίσσι!

Φιλιώνουν λύκοι, αρνιά, γιομώνου οι μάντρες   61

του τσέλιγγά σου νου του χαροκόπου’

βλογάς κρυφά τις πέντε σου ανυφάντρες

που υφαίνουν τον αχνό καιρού και τόπου,    64

κι ασκώντας το χέρι στον αγέρα

γράφεις γοργά τα χρονικά του ανθρώπου.

Αχάει το ραχοκόκαλο φλογέρα,   67

άγριο αγκωνάρι ασκώνουμε το γέλιο,

στεγή μας ο καπνός και περιθέρα

τρικυμιστή το ανέλπιστο περγέλιο’   70

σπιτάκι μας η ξελογιάστρα πάχνη,

κι ένα μελτέμι δροσερό θεμέλιο.

Στου χάροντα και στης ζωής την άχνη   73

στημόνι ο νους και φάδι τ’ όνειρό σου’

το λόγο η χέρα σου, Πατέρα, αδράχνει,

και στο νησί του γύπνου μοναχός σου’   76

πλάθεις ψυχές και τις περνάς γιορντάνι

κι αχούν και κλαίν και τρέμουν στο λαιμό σου!

Το μάτι ανοιείς, το μέγα σιντριβάνι,    79

κι άνθρωποι, ζα στον ήλιο μερμηδίζουν-

όλης της γης κινάει το καραβάνι,

γελούν οι νιοί, οι κοπέλες κοκκινίζουν,    82

αστράφτουν τα μελίγγια φωτοβόλα,

βασίλεια από τα βύθη ανηφορίζουν,

σε κάθε αυτί περνάς καινούρια βιόλα     85

και τρίζει η γης το νου σου να χωρέσει’

το βλέφαρο σφαλνάς, και σβήνουνται όλα!

στην κορυφή της τρέλας, πώς μου αρέσει!    88

Κύρη, τον πιό λαμπρόν ανθό του αγώνα,

το ρόδο, στύλωσες στερνό οροθέσι.

Η έγνοια μας τρώει του σιταριού, τα γόνα    91

στο βάρβαρο κρασί λυγούν, κι η ελπίδα,

η πολυπρόσωπη κυρά αντροφόνα,

την παντερμιά μας διαλαλάει πατρίδα    94

και λυτρωμό του χάρου την τρομάρα’

και στήνει εντός μας το Θεό παγίδα.

Κι ήρθες εσύ, και τη βαριάν αμπάρα   97

της γης ανοιείς μ’ ερωτικό γινάτι,

του αληθινού ξορκίστηκε η κατάρα,

φτερουγισμός του αντρός το ποδολάτι   100

και στις καρδιές, μές στη σγουρή ζαλάδα,

κλωνί βασιλικό περνάς περάτη.

 Χύθη στα φρένα απόκοσμη λιακάδα,   103

κατέβηκαν στη γης τα παραμύθια

και του έρωτα χλιμίντρισε η φοράδα.

Ατιμία και τιμή, ψευτιά κι αλήθεια    106

και της χαράς η τραγική γκριμάτσα,

στου ανύπαρχτου τα σμαραγδένια βύθια

και στου όνειρου τη διάφανη μπουνάτσα    109

με χαμογέλιο ο νούς πώς τα βιγλίζει

ψηλάθε από του Αμλέτου την ταράτσα!

Ορθός, γυμνός ο νούς, το μετερίζι    112

σκορπάει του κεφαλιού του κατεχάρου’

στην πιό αψηλή κορφή καραουλίζει,

στου ονείρου τ’ όνειρο, άχ! και του κουρσάρου   115

καιρού τη συντροφιά γελάει και κλαίει,

το μαύρο πίνοντας κρασί του Χάρου.

Αβάσταχτο γλυκό τραγούδι πλέει   118

στη γλώσσα μου, και τώρα πού τινάχτη

της λευτεριάς ο κούκος και το λέει,

θα πω κι εγώ και το δικό μου το άχτι’   121

τί αγάπησε η καρδιά μου η καρδερίνα

πολλά βαριά τη γης και γίνη στάχτη.

Την ερημιά, την αδικιά, την πείνα    124

χρόνια και χρόνια πολεμώ του κάκου,

της ομορφιάς γρικώντας τη σειρήνα

και το φτερό του εκδικητή κοράκου,    127

σε μιά αψηλή κραυγή χαράς ν’ αλλάξω’

πιά δε βαστώ, παιδιά, και μες στου δράκου

το στόμα θ’ ασκωθώ και θα φωνάξω:     130

«Όρτσα, παιδιά, και χάθη το παιχνίδι!

τα χείλια ανοιγοκλειούν για να προφτάξω,

πρί να με φάει της λασπουριάς το φίδι,   133

της ερημιάς να φέρω το μαντάτο!

Του γάμου μας οχιά το δαχτυλίδι,

μολύβι και το φώς, ανάθεμά το!     136

φαϊ, φιλί, χρυσάφι, γιός, ανάξια

τα πλιάτσικα γι’ αντρίστικο φουσάτο’

στάχτη η φωτιά, σκουλήκια τα μετάξια,   139

ανθρώποι, ζα και κάστρα, αχνοί της άμμου,

κι είναι ο Θεός η μέσα μας μονάξια!

Ψηλά σηκώστε τις καρδιές, παιδιά μου!   142

βάλτε βασιλικό στο αυτί κλωνάρι,

άς πούμε τάχα αυτό γιουρούσι γάμου,

ίσκιους ζεστούς στον ήλιο, στο φεγγάρι,    145

γυναίκα, γιό κρατούμε, και στο μνήμα

όλοι μαζί χιμούμε καβαλάροι.

Κι ένας γοργός σκοπός με πλούσια ρίμα   148

στου ονείρου το αγερόκορμο φιαμπόλι

τον άγριο Χάρο περγελάει και χύμα

κανελανθούς του ρίχνει νεκροστόλι’    151

βαρούν τα νεκροκόκαλα φλογέρες,

και πάν και πάν οι γίσκιοι αθάνατοι όλοι!

Σηκώστε ορθές τις πάχνες μπαντιγέρες!    154

Είμαστε εμείς μες στα πυκνά σκοτάδια

της λευτεριάς οι γιοί κι οι θυγατέρες,

του Τίποτα αρχοντόπουλα, μαγνάδια   157

νύχτας ογρής κι ορθά κουρέλια ονείρου,

φωνές, χαρές, βρισιές, λυγμοί και χάδια

του παντοδύναμου θεού Σαιξπήρου!»    160

     ΝΙΚΟΣ   ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ   ΤΕΡΤΣΙΝΕΣ,

Φιλολογική και τυπογραφική επιμέλεια Ε. Χ. Κάσδαγλη, τυπογραφείο Φ. Κωνσταντινίδη και Κ. Μιχαλά, περικάλυμμα Βαρλάμου. Εκδόσεις Ελένης Ν. Καζαντζάκη, Αθήνα 1960, σ.186. (μεταγενέστερες επανεκδόσεις), σελ. 107-113

ΣΧΕΤΙΚΑ

     Μνήμη Γιώργου και Ηρώς Σγουράκη

     Το Λεξιλόγιο των «Τερτσινών» είναι και αυτό κατά κάποιον τρόπο, «δυσκολοδιάβαστο», ή σωστότερα, αναγνωρίζουμε λέξεις της πανελλήνιας Δημοτικής, λαϊκής διαλέκτου, ιδιαίτερων ιδιωματισμών και χρωματισμών που σήμερα, έχουν περιπέσει σε αχρηστία, δεν εκφέρονται, ή μιλιούνται σπανίως, είναι αλλοιωμένες από τον χρόνο. Είναι η ιδιαίτερη, επιλογική προσωπική του ελληνική πανελλήνια γλώσσα που ανθολογεί, καταγράφει, υιοθετεί και χρησιμοποιεί ο Κρητικός ποιητής, φιλόσοφος, διανοητής και συγγραφέας. Αυτός ο ακαταπόνητος λεξισυλλέκτης. Δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε ότι οι περισσότερες από τις λέξεις που κορφολογεί, συνάζει, χρησιμοποιεί ο Νίκος Καζαντζάκης στα έργα του, σήμερα, (επικά, ποιητικά, πεζογραφικά, θεατρικά, ταξιδιωτικά, δημοσιογραφικά, μεταφράσεις) στις κατά καιρούς περιπλανήσεις του στην ελληνική ύπαιθρο, και φυσικά από τις διάφορες τοποθεσίες της ιδιαίτερης πατρίδας του της Κρήτης, δεν μιλιούνται πια ή εκφέρονται παραλλαγμένες, φθαρμένες, στον προφορικό και ενδέχεται, στον γραπτό σύγχρονο, σημερινό λόγο, το λεξιλόγιο των σημερινών ελλήνων των διαφόρων γεωγραφικών διαμερισμάτων της Ελλάδος. Τα πολυδιαβασμένα και πολυμεταφρασμένα έργα του Νίκου Καζαντζάκη, «χρειάζονται;» συνήθως, ένα ερμηνευτικό Λεξικό για να τα πλησιάσεις. Να έχεις κοντά σου αν θες να τα απολαύσεις με άνεση, να χαρείς την Καζαντζακική γραφή, να κατανοήσεις σε βάθος την φιλοσοφία και τα νοήματά της Καζαντζακικής σκέψης, να τα διαβάσεις, να συμπορευτείς και να συλλογιστείς με τις ιδέες του συγγραφέα, να συμπλεύσεις ή όχι με την ακαταμάχητη και πολυμήχανη σκέψη του. Η χρήση ενός Λεξικού- το οποίο ίσως και να έχει την ίδια αναγνωστική βαρύτητα στον αναγνώστη, όπως το βιβλίο που έχει μπροστά του-δεν είναι απαραίτητα αρνητικό, ούτε περιττό, ιδιαίτερα για έναν λογοτέχνη του ξεχωριστού διαμετρήματος του Νίκου Καζαντζάκη, ούτε για τα είδη της γραφής του, την ποιότητα και τον χαρακτήρα των βιβλίων που εξέδωσε. Ένας σταθερός και επαρκής αναγνώστης της ελληνικής λογοτεχνίας, ευρύτερα της παγκόσμιας γραμματείας, δεν θα διστάσει να καταφύγει σε παρόμοιες «λύσεις» για να ξεκλειδώσει το κείμενο, την γραφή που επεξεργάζεται ή απλά απολαμβάνει. Το ωκεάνιο ποιητικό του έπος η «Οδύσσεια», δεν πλησιάζεται σε καμία περίπτωση δίχως την συμβολή και την χρήση ενός επαρκούς ελληνικού λεξιλογίου της ελληνικής δημοτικής γλώσσας. Για να μην επεκταθούμε και σε άλλες απαραίτητες κατηγορίες και επιστήμης Λεξικά όπως πχ. Φιλοσοφικών εννοιών, Πολιτικών, Κοινωνιολογίας, Θρησκειολογίας, Μυθολογίας, Λεξικών με την ονομασία και καταγραφή της πανίδας και της χλωρίδας του τόπου μας κλπ. Ακόμα και αν απευθυνθούμε στον εκδότη του- εμείς οι αγοραστές-αναγνώστες της- να μας «κόψει» μία μερίδα, ή ένα κιλό από το ασήκωτο βάρος του μεγαλόπνοου αυτού ποιητικού έπους, για να θυμηθούμε ένα από τα χαρακτηριστικά ανέκδοτα υποδοχής της «Οδύσσειας» από τους λογίους των χρόνων της κυκλοφορίας της, οι ελάχιστοι τέλος πάντων αγοραστές της που απευθύνονταν στο βιβλιοπωλείο του «Ελευθερουδάκη» και ζητούσαν από τον βιβλιοπώλη και εκδότη να την αγοράσουν όταν την είδαν για πρώτη φορά να εκτίθεται στις βιτρίνες του. Η πλειοψηφία των φιλαναγνωστών και μόνο που την αντίκριζαν και έβλεπαν τον πολυσέλιδο όγκο της, κοντά 2000 πυκνοτυπωμένες σελίδες και διαισθανόντουσαν το βάρος της,- πάνω από 20 κιλά- τους έπιανε τρόμος. Ή έκαναν περιπαικτικές ερωτήσεις, δηκτικές, όπως ο χρονογράφος και συγγραφέας Παύλος Παλαιολόγος, σε άτομα που την είχαν πάνω στο γραφείο τους και την ξεφύλλιζαν. Το αναγνωστικό αυτό πρόβλημα, το ζήτημα της υποδοχής της «Οδύσσειας» από τους διανοούμενους και τους λογίους της εποχής του, το γνώριζε ο Καζαντζάκης, είχε συνείδηση των δυσκολιών ανάγνωσής της, αγοράς της, κατανόησής της για αυτό ξεκάθαρα και με ειλικρίνεια μας εξομολογείται ότι από την στιγμή που το ελληνικό- παγκοσμίων παραμέτρων ποιητικό αυτό έπος κυκλοφόρησε, εκείνος έπαψε να ενδιαφέρεται για την πορεία του. Το έργο αυτονομήθηκε από τον συγγραφέα του και έχει πλέον την δική του πορεία-αναγνωστική και αποδοχής. Αν το συγγραφικό αυτό σκαρί πέσει σε «ξέρα», αυτό δεν τον αφορά πια. Ο στενός φίλος του και συναγωνιστής-μαθητής του Παντελής Πρεβελάκης μας έχει μιλήσει για το θέμα αυτό σε κείμενά του, και ο ίδιος ο συγγραφέας στην αλληλογραφία του. Η στάση αυτή του Καζαντζάκη, θα αποτολμούσαμε να γράφαμε ότι «λύνει» τα χέρια του αναγνωστικού πλησιάσματος της «Οδύσσειας» και της όποιας χρήσης της από τους νεότερους αναγνώστες του έργου μέσα στον χρόνο. Ο κάθε αναγνώστης ή αναγνώστρια, ερευνητής, μελετητής, παίρνει από το ποιητικό αυτό έπος ότι τον ευχαριστεί είτε αυτόνομα- άμεσα, είτε με την μεσολάβηση- έμμεσα- άλλων «κριτικών» και συγγραφικών φωνών. Το ζήτημα της πρόσληψης μιάς όποιας δημιουργίας είναι κάτι τι ξεχωριστό και ανεπανάληπτο και όχι ένα ανοιχτό ή κλειστό πεδίο αντιπαραθέσεων και αντεγκλήσεων. Πολλές φορές των ίδιων των κριτικών και ερευνητών παρά του ίδιου του έργου. Σύγχρονες θεωρητικές φωνές έχουν ένα μοντέλο εξαιτίας των σπουδών τους και αυτό προσπαθούν να εφαρμόσουν πάνω σε ένα κείμενο πέρα από τις προθέσεις του. Έτσι διαισθανόμαστε ότι άλλα τα κριτήρια του συγγραφέα, του έργου του και άλλα των κριτικών διαμεσολαβητών ημών των αναγνωστών, αν δεν λαθεύω.

     Από την άλλη, ας μην λησμονούμε ότι συνηθίζονταν, όπως οι παλαιότερες εκδόσεις πχ. του Χρήστου Γιοβάνη να δημοσιεύουν ένα λεξιλόγιο στο τέλος των τόμων των Απάντων ελλήνων συγγραφέων όπως ο κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Γιάννης Βλαχογιάννης, ο Ιωάννης Κονδυλάκης κλπ. Το ίδιο έπραξαν και νεότεροι εκδοτικοί οίκοι, όπως ο «Δόμος» του Δημήτρη Μαυρόπουλου ο οποίος επανεξέδωσε τα Παπαδιαμαντικά Άπαντα σε επιμέλεια και φροντίδα του Νίκου Τριανταφυλλόπουλου, με το σχετικό γλωσσάρι. Οι σύγχρονες επανεκδόσεις έργων συγγραφέων παλαιότερων γενεών και εποχών συνοδεύονται από ξεχωριστό τόμο γλωσσάρι του πεζογράφου ή ποιητή. Την αναγκαιότητα αυτή την κατανοούν οι σύγχρονοι εκδότες και επιμελητές, ότι ο γλωσσικός και φιλολογικός σχολιασμός, (μεταφραστικός) είναι απαραίτητος. Ακόμα και τα πεζά ή οι μεταφράσεις έργων του ψυχιάτρου και λογοτέχνη, μεταφραστή Γιώργου Χειμωνά, χρειάζεται να έχεις έναν γλωσσικό χάρτη για να αποκωδικοποιήσεις την ιδιαίτερη συμβολιστική ερμηνευτική της γλώσσας της επιστήμης του που υιοθετεί στα πεζά και τις μεταφράσεις έργων της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας και όχι μόνο. Η πλειοψηφία των ελλήνων συγγραφέων δεν ακολουθεί την γλωσσική «γραμμή» της «Κολωνακιώτικης» προφορικής, ομαλής, στρωτής εκφοράς του πεζογράφου του  πολυδιαβασμένου εξαιρετικού αναμφισβήτητα «Τρίτου Στεφανιού», του Κώστα Ταχτσή. Επίσης, μια και αναφερόμαστε στην αναγνωστική χρήση-λεκτική πυξίδα των Λεξικών, οι Μικρασιάτες έλληνες συγγραφείς αποτελούν μία άλλη ιδιαίτερη περίπτωση δημιουργών της ελληνικής γραμματείας και της καθόλου ιστορίας της, που, χρειάζονται  ένα γλωσσικό λεξιλόγιο. Η γλώσσα τους είναι τόσο πλούσια και πολυποίκιλη, τόσο βαθυόριζη προερχόμενη από τα πανάρχαια σπλάχνα των ελληνικών περιοχών από τις οποίες ξεριζώθηκαν και εκδιώχθηκαν με βία, που το εθνικό αυτό τραύμα δεν έκλεισε, τροφοδότησε την μετέπειτα προσφυγική διαδρομή τους και το έργο τους. Το πολιτιστικό σκηνικό τους είναι πολυποίκιλτο, η προσφυγική εικονοποιία του βίου τους έχει τέτοιο εύρος και ένταση, διαστάσεις, οι αφηγήσεις τους είναι τόσο αιματηρά ζουμερές και πονεμένες, η γλώσσα τους κομίζει όχι μια λογοτεχνική αλλά της πραγματικής ιστορικής τους ζωής κοινωνική αλήθεια. Τα θέματά τους είναι άμεσα, βιωματικά, φέρουν την ατμόσφαιρα, το κλίμα της ίδιας της ιστορικής τους περιπέτειας και όχι λογοτεχνικής της ανάπλασης. Είναι συγγραφικές και άλλες μνημονικές καταθέσεις που κουβαλούν τέτοιον δυσθεώρητο πολιτιστικό πανάρχαιο ελληνικό πλούτο, (και γλωσσικό) που η ίδια η γραφή των συγγραφέων αυτών, σε προτρέπει να αναζητήσεις, να ανατρέξεις σε Μικρασιάτικα λεξικά. Να έρθεις σε επικοινωνία με το ιστορικό σώμα της εθνικής παράδοσής σου πρωτίστως, και κατόπιν με την «επαλήθευση» του σώματος της γραφής. Σχετικό παράδειγμα ο κυρ Φώτης Κόντογλου, ο Στράτης Μυριβήλης, ο Ηλίας Βενέζης, η Διδώ Σωτηρίου, ο Στρατής Δούκας και πολλοί και πολλές άλλες. Φωνές δυνατές και πονεμένες, της παράδοσης ενός «αριστοκρατικού εθνισμού» που θα μας έλεγε ο Ίδας, ο φίλος του Νίκου Καζαντζάκη, ο Ίων Δραγούμης. Το ίδιο θα υποστηρίζαμε και για άλλα πνευματικά και πολιτιστικά τοπόσημα, εκτός του κεντρικού ελληνικού κορμού που διέμεναν ή εξακολουθούν να κατοικούν έλληνες, να ανθίζουν ελληνικές κοινότητες. Αίγυπτος (Αφρική), Αυστραλία, Βόρειο Αμερική, πρώην Σοβιετική Ένωση, Καναδάς, Νότιος Αμερική, Ιαπωνία κλπ. Εστίες πνευματικού πολιτισμού με την ιδιαίτερη συμβολή και προσφορά τους. Η Ελληνική Γλώσσα διαμορφώθηκε ανάλογα με τα τοπόσημα, τις χώρες, τις ηπείρους, τις ιστορικές χρονικές περιόδους που εμφανίστηκε, τις πνευματικές και στοχαστικές ανάγκες και αναζητήσεις των καιρών, της χρήσης και επεξεργασίας της από τους αστούς ή λαϊκούς ανθρώπους δεχόμενη τις σχετικές προσλήψεις και προσμείξεις. Τα πολιτιστικά κοιτάσματα του Ομήρου ή του Πινδάρου, απορρέουν είτε μέσα στον λόγο των αρχαίων τραγικών είτε μέσα στις κωμωδίες του Αριστοφάνη. Μπορεί τα ζητήματα της γλωσσικής και φιλοσοφικής ερμηνείας του Εφέσιου Ηράκλειτου να απασχολούν τους «ειδικούς» όμως ο ξυνός λόγος του έχει διαρρεύσει σε πλείστα λογοτεχνικά και φιλολογικά έργα πέρα από τα όρια της καθαυτής φιλοσοφίας. Μήπως, δεν είμαστε «όλοι μας» παιδιά του Πλάτωνα;. Μικροί ή μεγάλοι σχολιαστές του εκείνου Ιδεών και Θεωριών;

    Αυτές οι άτακτες σκέψεις είναι εύλογες και αναμενόμενες, να έρχονται στο νου ενός σύγχρονου αναγνώστη, μοντέρνων αντιλήψεων επαρκή αναγνώστη εφόσον αναγνωρίζουμε- αποδεχόμαστε ότι η Γλώσσα-στη δεδομένη περίπτωση η Ελληνική, παρά τις αρχαίες ρίζες της και πολιτισμικές της καταβολές- είναι ένας ζωντανός οργανισμός ο οποίος διαρκώς εξελίσσεται μέσα στο Ιστορικό γίγνεσθαι της Ανθρωπότητας. Η Γλώσσα αλλάζει, διαπλάθεται, ζυμώνεται, τροποποιείται η εσωτερική της δομή, η εξωτερική μορφική της τυπολογία, η εικόνα της μεταβάλλεται, η εννοιολογική της ερμηνευτική σημασία, η αποτυποτική φόρμα της, δεν είναι ποτέ σταθερή. Κουβαλά μέσα της δεκάδες ξένα ή ντόπια μεταλλεύματα, προομηρικής, ομηρικής, ελληνιστικής, βυζαντινής, νεότερης διαλέκτου, μυθικών, ιστορικών, μεταφυσικών προσλήψεων. Οι λέξεις της τροφοδοτούνται διαρκώς με καινούργια στοιχεία, ανανεώνονται με συμβολισμούς, γλωσσικά σήματα και κώδικες μη παραδοσιακών αναγνωρίσεων, ανάλογα με τις ιστορικές, κοινωνικές και άλλες συνθήκες που κυοφορείται και εμφανίζεται η μορφή της, η ανθρώπινη-ελληνική εκφορά της στην δεδομένη χρονική στιγμή που φανερώνονται οι προθέσεις και οι ανάγκες της. Αν ο Άνθρωπος είναι η Γλώσσα του, τότε και το φαινόμενο και η λειτουργία της Γλώσσας προέρχεται «παγιδεύεται!» από το ανθρώπινο Ον, την ανθρώπινη φωνή, του οποίου οι σκέψεις, οι στοχασμοί και οι ιδέες, τα όνειρα, οι φιλοδοξίες, τα ερωτηματικά και οι υπαρξιακές αναζητήσεις, οι οντολογικές ανησυχίες, οι αισθητικές του προτιμήσεις, οι μεταφυσικές του αξίες, αλλάζουν ή εμφανίζονται κάθε φορά διαφορετικά, εν ετέρα μορφή μέσα στον χρόνο. Η πολιτική της Γλώσσας, των Λέξεων η πολιτική γενικότερα, κάθε φορά εμπλουτίζεται αναλόγως των ανθρώπινων ιστορικών αναγκών. Είναι άλλο πχ. το πολιτικό και ιδεολογικό Λεξιλόγιο του ποιητή και δασκάλου της κριτικής σκέψης Κωστή Παλαμά, των Επτανήσιων δημιουργών, των ελλήνων μετεπαναστατικών ποιητών και άλλο το γλωσσικό πολιτικό ιχνογράφημα του ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσου. Άλλη η γλώσσα του εικαστικού Νίκου Εγγονόπουλου και η πολιτική της και άλλοι οι γλωσσικοί κώδικες του ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκου. Το πολύτομο έργο του «Ο Μεγάλος Ανατολικός» από μόνο του σου ζητά ή πλάθει το Λεξιλόγιο του. Η πολιτική της γλώσσα του έργου του Οδυσσέα Ελύτη, «Μαρία Νεφέλη» είναι διαφορετική από εκείνη του «Άξιον Εστί», το ύφος των λέξεων, το γλωσσάρι του νομπελίστα ποιητή δεν είναι ο ίδιο. Το επίσημο ή «ανεπίσημο» γλωσσάρι των Υπερρεαλιστών ποιητών διαφέρει από τις συγγραφικές περιπέτειες και την γλώσσα των ελλήνων μεταναστών πρώτης, δεύτερης γενιάς και ούτω καθ’ εξής. Συγκρίνεται η γλώσσα του Μίλτου Σαχτούρη με αυτή του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη;, του Νικόλαου Κάλλας με εκείνη του Νάνου Βαλαωρίτη; Της Ελένης Βακαλό με της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ; Συμπερασματικά, μην μας ξενίζει η αναζήτηση και η αναγνωστική χρήση ενός Καζαντζακικού Λεξιλογίου, ενός γλωσσάριου του Εμμανουήλ Ροΐδη, παράλληλα και αναγκαίου στο διάβασμα των έργων τους, στην ολότητα της μαρτυρίας τους.

       Όταν πρωτοδιάβασα τις «Τερτσίνες» μετά την μεταπολίτευση του 1974, είχε αρχίσει να διαμορφώνεται το γλωσσικό μας κριτήριο σύμφωνα με τους κανόνες της νεοελληνικής γραμματικής που πρότεινε ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης και εφαρμόζονταν δημοσίως στην χώρα μας μετά την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1976. Οι τότε νέοι ήμασταν, «τσαλαβουτούσαμε» μέσα σε μία γλωσσική «μισμαγιά». Αρχαία, Ομηρική, Ελληνιστική, Καθαρεύουσα, Δημοτική της Οικογένειας και του άμεσου φιλικού εξωτερικού περιβάλλοντος, μια κραυγαλέα ακραία φωνητική και γραπτή Δημοτική αριστερών εντύπων ή πολιτικοποιημένων περιοδικών και συγγραφέων. Επιρροές είχαμε και από τις βυζαντινές εκκλησιαστικές υμνολογίες, τα ηχητικά ακούσματα έτσι όπως τα διέσωζε η εκκλησιαστική ορθόδοξη υμνογραφία. Η ελληνική κλειστή ακόμα τότε επαρχία, χρησιμοποιούσε ακόμα στην προφορική της λαλιά, λέξεις και φράσεις, ηχητικά ακούσματα κάπως ξένα σε εμάς που προερχόμασταν από τα μεγάλα αστικά κέντρα. Όσοι έτυχε να ακούσουν ομιλίες επαρχιωτών Ελλήνων γύρω από το σιντριβάνι της Ομονοίας θα καταλάβουν σε τις αναφέρομαι. Όμως τα γλωσσικά πράγματα ήταν ακόμα θολά και μπερδεμένα. Τι να πρωτό στεριώσεις, να αναπροσαρμόσεις, την Ζωή που ανέτειλε με όλη την κυριαρχία και επιβλητικότητά της μπροστά σου ή την γλώσσα που έμαθες ή σου έμαθαν στην δημόσια εκπαίδευσή σου να μιλάς και να προφέρεις. Είμασταν μάλλον στην ουσία ελληνικά «πολύτροποι» ή αν θέλετε αυτοδίδακτοι τραυματισμένοι και «πελαγωμένοι» γλωσσικά. Η γνωστή ρήση του Μπουφόν το ύφος είναι ο άνθρωπος, δηλαδή η γλώσσα που χρησιμοποιεί δεν αντιστοιχούσε μάλλον στη νεολαία της εποχής μας. Αλλά η Ζωή, το πολύπλοκο φαινόμενο που ονομάζουμε μυστήριο της Ζωής, γνωρίζει καλύτερα και δραστικότερα από την Γλώσσα να σε οδηγεί για να την απολαύσεις, την βιώσεις, την εξερευνήσεις, περπατήσεις μέσα στους λαβυρίνθους της. Οι Γλωσσικοί κανόνες και οι αρχές του αυστριακού γλωσσολόγου Λούντβιχ Βιτγκενστάιν όπως τους διαβάζαμε στα συγγράμματά του, των εκδόσεων «Παπαζήσης» ήσαν ας μου επιτραπεί για κάτι «καραφλούς» κυρίους των πανεπιστημιακών σπουδαστηρίων, κάτι «ξενέρωτους» με σπυράκια στο πρόσωπο φοιτητές, κάτι φοιτήτριες «τσελιγγοπούλες» με το κομμουνιστικό ταγάρι στον ώμο και την τρίχα κάγκελο της γάμπας όπως χαμογελαστά πειράζαμε ο ένας τον άλλον κοιτώντας και τις δικές μας γάμπες. Ήταν σχεδόν «αδύνατον» να κρατήσουν «αιχμάλωτα» τα φουρτουνιασμένα Νιάτα και την Ζωή που έρρεε με μεγάλες και άγνωστες πολύστροφες ταχύτητες. Τα νεανικά καφέ της Σόλωνος, το ζαχαροπλαστείο των κουλτουριάρηδων, το Ντόλτσε και τα άλλα νεανικά στέκια στην περιοχή των Εξαρχείων, διαμόρφωναν το γλωσσικό σου αισθητήριο αποτελεσματικότερα από τις νεκρές και κάπως «άψυχες» αίθουσες των Βιβλιοθηκών. Ή στο μπέρδευαν ακόμα πιο πολύ, ή πάλι σε δυσκόλευαν να διακρίνεις την σωστή εκφορά και χρήση από την λανθασμένη. Ψηλαφούσες με περιέργεια και άγχος αν το λάθος ήσουν εσύ ή η γλώσσα που χρησιμοποιούσες.

    Αυτά τα άγουρα όλο ερωτική φρεσκάδα και εμπειρίες, φαντασίας χρόνια άρχισα να διαβάζω βιβλία του Νίκου Καζαντζάκη. Το τηλεοπτικό σήριαλ στην ασπρόμαυρη τότε τηλεόραση υπήρξε μία ακόμα αφορμή. Τότε ήταν που σκέφτηκα να καταγράψω ένα Καζαντζακικό Λεξιλόγιο, να αποθησαυρίσω με την σειρά μου Λέξεις του. Εύλογα η προσπάθειά μου, δεν θα αρχινούσε από την ογκώδη «Οδύσσειά» του, αυτό το τιτάνιο ποιητικό έπος, αν άρχιζες να το επεξεργάζεσαι γλωσσικά, με τις δικές σου μόνο προθέσεις και δυνάμεις, αντοχές, θα ήταν σαν να σε έστελναν ανειδίκευτο εργάτη στα ορυχεία του Βελγίου. Δεν είναι υπερβολικός ο εκ των υστέρων εξομολογητικός αυτός τόνος. Θυμάμαι μία φορά όταν βοηθούσα-έκανα στην πραγματικότητα μόνος μου την μετακόμιση από την οδό Καλλιδρομίου στο νέο σπίτι του συγχωρεμένου Κίμωνα Φράιερ, όταν πήγα να ακουμπήσω την ογκώδη «Οδύσσεια» πάνω στο αναλόγιο και μου γλίστρησε, και έπεσαι πάνω στα πόδια μου, είχα κάνει καμιά βδομάδα να φορέσω παπούτσι. Έτσι, βεβαίως-βεβαίως, η φιλοδοξία μου-η νεανική μου κουζουλάδα-στράφηκε προς τις «Τερτσίνες». Η ποιητική ανταμοιβή ήταν πιο πρόσχαρη.

«Τερτσίνες» ένα ποιητικό βιβλίο με λιγότερες σελίδες, πιο βατό στις τότε αναγνωστικές μου προθέσεις. Είχα διαβάσει σε παλαιότερα τεύχη της Κατοχικής περιόδου του περιοδικού «Νέα Εστία» ορισμένα από τα «Δαντικής» μορφής αυτά Canto. Αυτά τα όχι και τόσο μακροσκελή συνθετικά ποιήματα για τις συγγραφικές συνήθειες του Καζαντζάκη, τεράστια σε όγκο, μέγεθος, αριθμό στίχων, η κάθε συγγραφική του κατάθεση (που ας μου επιτραπεί η λεκτική και γλωσσική «φλυαρία» του, αυτή η αμίμητης σύλληψης γλωσσική του ακράτεια, δεν γνωρίζεις πάντα αν σε ανυψώνει ή σε βυθίζει)  με την εξαιρετική τους ποιητικότητα, ποιότητα και μουσική ρυθμολογία terza rima. Όπως ο επιμελητής του βιβλίου Ε. Χ. Κάσδαγλης μας πληροφορεί στις σημειώσεις του, η πρώτη Τερτσίνα που είχε σαν θέμα της τον «Δάντη» δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ο Κύκλος» τον Ιούνιο του 1933, βλέπε τεύχος 4. Ενώ η τελευταία του που ήταν ένας «Χαιρετισμός στον Ίωνα Δραγούμη» και παρουσιάστηκε στην «Νέα Εστία» Μάρτιος του 1941, τχ. 342. Η Τερτσίνα αυτή δεν συμπεριελήφθη κατόπιν στο βιβλίο με τις είκοσι μία Τερτσίνες που κυκλοφόρησε το 1960 μετά τον θάνατο του Νίκου Καζαντζάκη. Τα 21 ποιήματα αντλήθηκαν από ανέκδοτο τετράδιο που επεξεργάστηκαν, οργάνωσαν και διόρθωσαν οι κληρονόμοι επιμελητές των έργων του. Ορισμένες από τις «Τερτσίνες» του, μπορούσε να διαβάσει ο Καζαντζακικός αναγνώστης, και αυτόνομα, εμβόλιμες ποιητικές συνθέσεις μέσα στα Ταξιδιωτικά του βιβλία. Όπως έχουμε στην Τερτσίνα αφιερωμένη στον άγγλο δραματουργό Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Ο «Σαιξπήρος» γράφτηκε στις 5 Ιουνίου του 1936 και δημοσιεύτηκε στη «Νέα Εστία» στο τεύχος 267 της 1 Φεβρουαρίου του 1938. (στο τεύχος παρουσιάζονται και Τούρκοι πεζογράφοι). Όσοι όμως νέοι της γενιάς μου ή παλαιότεροι Καζαντζακικοί αναγνώστες ενδιαφερόντουσαν για τα βιβλία του Νίκου Καζαντζάκη και ιδιαίτερα τα εξαιρετικής γραφής «Ταξιδιωτικά του», και, είχαν διαβάσει το «Ταξιδεύοντας» «ΑΓΓΛΙΑ» 5Η έκδοση από τις εκδόσεις της Ελένης Ν. Καζαντζάκη, Αθήνα 1964, το βιβλίο το έγραψε ο Καζαντζάκης το Καλοκαίρι του 1940 στην Αίγινα, θα είχαν ευχάριστα διαπιστώσει ότι ανάμεσα στις 294 σελίδες του θα συναντούσε όχι μόνο τις απόψεις και θαυμαστικές, επαινετικές θέσεις του Καζαντζάκη για τον Ουίλιαμ Σαίξπηρ, σελίδες 230-274, αλλά και την Τερτσίνα «ΣΑΙΞΠΗΡ» σελ. 281-285. Η 160 στίχων Τερτσίνα φέρει όχι τον τίτλο «ΣΑΙΞΠΗΡΟΣ» αλλά «ΣΑΙΞΠΗΡ» και δεν αφιερώνεται στον φίλο του Καζαντζάκη Ν. Σμπαρούνη. Αν αντιπαραβάλει ο αναγνώστης τις δύο όμοιες ποιητικές συνθέσεις θα διαπιστώσει και τις ελάχιστες όχι μόνο ορθογραφικές αλλαγές που επέφερε ο Καζαντζάκης στις δύο «εκδοχές», ορθότερα δημοσιεύσεις της ποιητικής αυτής σύνθεσης. Πχ. στ.139-140 "γέμουν νεκρό της ευτυχιάς τ’ αμάξια», /»άνθρωποι, ζα, δεντρά, καπνοί ‘ναι χάμου». Στ. 102 «ένα φιλί γλυκό περνάς περάτη.». στ. 122 «γιατί τη γη η καρδιά μου η καρδερίνα» κλπ.  Όπως και νάχει, διαβάζοντας τις «Τερτσίνες» του Νίκου Καζαντζάκη μα και τις Ταξιδιωτικές του αναμνήσεις και καταγραφές από τα διάφορα ταξίδια του, διαπιστώνουμε για άλλη μία φορά την λογοτεχνική και ποιητική αξία αυτού του έλληνα γραφιά. Οι περιγραφές του, τα χωροταξικά και πνευματικά του πανοράματα είναι καταπληκτικά. Ουσιαστικές και καίριες περιγραφές, ανάγλυφες παραστάσεις τόπων, χώρων, περιοχών, ατμόσφαιρας, καταστάσεων, ψυχολογίας ανθρώπων, εσωτερικής παρατηρητικότητας συγγραφέων, εύστοχες αναλύσεις έργων τους, έστω και μέσα στην συντομία τους, βλέπεις ένα βλέμμα αδηφάγο που παρατηρεί, εξετάζει, καταγράφει με την «μελάνι» του μυαλού του, τις πάλλουσες φλέβες της φαντασίας του. Σαν ένας ζωγράφος εικονογραφεί το μέσα και το έξω των ανθρώπων, αυτό που διακρίνεται και αυτό που δεν διακρίνεται με την πρώτη ματιά από τα μέρη και την πολιτιστική τους παράδοση που επισκέπτεται. Οι ταξιδιωτικές παρατηρήσεις του Καζαντζάκη, δεν περιορίζονται μόνο στις επαγγελματικές, βιοποριστικές του υποχρεώσεις, είναι η ανάγκη της ψυχής του, τα φτερουγίσματα της σκέψης του, η περιπλάνηση των ιδεών του να μετατρέψει τον Κόσμο που έχει μπροστά του σε Πνεύμα έστω και αν ο ηρωικός μηδενισμός του φωνάζει ότι όλα είναι μία φούσκα, μία αξιολάτρευτη ματαιότητα, όλα καταλήγουν σε ένα διαχρονικό Τίποτα. Μια ονειρική ψευδαίσθηση, ο Κόσμος είναι ένα σκουριασμένο κόσμημα θαμμένο στα βάθη της αβύσσου. Μύθοι, Θεοί, Δοξασίες, Φόβοι και Ελπίδες, Δράσεις και Πολιτικές, Άνθρωποι και Δαίμονες, το Καλό και το Κακό, Ποίηση και κάθε μορφή Καλλιτεχνικής Δημιουργίας όλα απολήγουν στο Τίποτα. Αυτό που μας γέννησε και αυτό που θα μας υποδεχτεί στο τέλος. Τι μένει, ο διαρκής Αγώνας πέραν του αποτελέσματος, της έκβασης, του μεταφυσικού επιτιμίου. Μια Κραυγή απελπισίας η φωνή του Νίκου Καζαντζάκη, μπροστά στον θρυμματισμένο και μουτζουρωμένο καθρέφτη του εαυτού μας. Μια αίσθηση μη προοπτικής. Εξάλλου, οι δύο λέξεις που γράφει στον πρόλογο του βιβλίου του «Τερτσίνες», “Desperado” και “Nada”, δεσμευτικά σημαίνουν Απελπισμένος. –Τίποτα. Η Τερτσίνα «Σαιξπήρος» είναι μία εσωτερική ψυχογραφία και μία των έργων του χαρακτηριστική σχεδιαστική φιλοσοφία, ένας οδικός χάρτης έργων του που, συγκλόνισαν τον Καζαντζάκη. «Οθέλλος», «Άμλετ», «Σονέτα» κλπ. Το πρόσωπο της χώρας του της Αγγλίας και του ίδιου που τον γέννησε. Το πολύστροφο μυαλό ενός σκηνοθέτη και υποκριτή, Θεού και Ανθρώπου μαζί πάνω στην σκηνή του Κόσμου. Ένας ηθοποιός όπως είναι ο Θεός που ποιεί τις ανάγκες της δικής του ύπαρξης και αυτοκατανόησης. «Του παντοδύναμου θεού Σαιξπήρου!» όπως κατεβάζει την αυλαία της Τερτσίνας του.

21 Φυσιογνωμίες της παγκόσμιας ιστορίας και του πολιτισμού γνωστές μας ηρωικές και μυθικές Προσωπικότητες. 21 Καζαντζακικές Τερτσίνες αφιερωμένες σε διάφορες Μορφές της ιστορίας, (Μέγας Αλέξανδρος) της φιλολογίας, (Ψυχάρης, Ιών Δραγούμης), ιδρυτές θρησκειών, (Χριστός, Βούδας, Μωάμεθ) της πολιτικής (Τσιγκισχάνος), ηγετικές φυσιογνωμίες, (Χιντεγιόχη). Αρχηγοί επαναστάσεων (Λένιν), αγίες, (Αγία Τερέζα). Μυθιστορηματικούς ήρωες (Δον Κιχώτης, Τόντα Ράμπα), σε μεσαιωνικούς προφητικούς ποιητές (Δάντης), σε έλληνες και ξένους εμβληματικούς ζωγράφους, (Ελ Γκρέκο, Λεονάρντο ντα Βίντσι) σε φιλόσοφους (Φρειδερίκος Νίτσε), σε έλληνες συγγραφείς και ποιητές φίλους του Καζαντζάκη. Συνθέτει Τερτσίνα για την ίδια την λειτουργία και το ποιητικό είδος της Τερτσίνας. Γράφει Τερτσίνα για την σύζυγό του (Ελένη), την Τερτσίνα (Εις Εαυτόν) (παραπέμπει στο  κλασικό έργο του αυτοκράτορα-φιλοσόφου Μάρκου Αυρήλιου). Την Τερτσίνα «Παππούς- Πατέρας- Εγγονός». Την ώρα που φιλοτεχνεί την παρουσία και το πορτραίτο του άγγλου δραματουργού Ουίλιαμ Σαίξπηρ, τον οποίο ο Καζαντζάκης θεωρούσε έναν από τους πνευματικούς του δασκάλους και είχε μεταφράσει το θεατρικό του έργο «Οθέλλος», και τα έργα του σε νούμερο 33 πλησιάζουν τον αριθμό των Σαιξπηρικών έργων μας μιλά για μία ακόμα φορά για τον παρεξηγημένο, τραγικό φιλόσοφο Φρειδερίκο Νίτσε. Διαβάζοντας συνολικά τα βιβλία του Νίκου Καζαντζάκη και προσπαθώντας να κατανοήσουμε τα λεγόμενά του, τις σκέψεις και τις ιδέες του, τις ξένες επιρροές του και τις ενδοκειμενικές του συνομιλίες και αναφορές, εκλεκτικές και μη συγγένειες, μας προξενεί παράξενη εντύπωση η μη αναφορά στο όνομά του και αυτά που γράφονται για τον γερμανό φιλόσοφο Φρειδερίκο Νίτσε, σε έναν σύμμεικτο τόμο που κυκλοφόρησε το 1977 από τις εκδόσεις «Ζήτρος» στην Θεσσαλονίκη. Το «Ο Νίτσε και οι Έλληνες» εποπτεία έκδοσης Τερέζα Πεντζοπούλου- Βαλαλά, μετάφραση-επιμέλεια Ι. Σ. Χριστοδούλου, στοιχειοθεσία- σελιδοποίηση Χριστίνα Νικολαϊδου. Ιδιαίτερα το κείμενο του κ. Δημήτρη Λαμπρέλλη, «Ο Nietzsche στην Ελλάδα. Ένα όνομα για όλα και για τίποτα» μάλλον σηκώνει συζήτηση.

     Έχοντας βοηθό λοιπόν το πολύτομο Λεξικό του Δημητράκου, το μονότομο Λεξικό του Παπύρου και διάφορα άλλα τσέπης Λεξικά, άρχισα να διαβάζω τις «Τερτσίνες» και σε Α-4 χαρτί της μικρής γραφομηχανής «Ολύμπια» να καταγράφω με αλφαβητική σειρά τις λέξεις που μου ήσαν άγνωστες με μολύβι στο χαρτί και κατόπιν να τις μεταφέρω στην γραφομηχανή. Οι λέξεις ήσαν αρκετές, οι λευκές σελίδες ήταν περίπου 15 και των 21 Τερτσινών. Κουραστική αλλά επιμορφωτική δουλειά και οι νεανικές αντοχές μεγάλες συναγωνίζονταν το Καζαντζακικό ενδιαφέρον. Αρκετά χρόνια αργότερα ανακάλυψα σε παλαιοπωλείο ένα κιτρινισμένο και αρκετά φθαρμένο μεγάλου μεγέθους Φυλλάδιο το οποίο περιείχε εκατοντάδες Λέξεις που χρησιμοποίησε ο Καζαντζάκης. Ένα μέρος του γλωσσικού αυτού υλικού το μετέφερε ο συγγραφέας και νομικός Γεώργιος Εμμ. Στεφανάκης στο βιβλίο του, «Αναφορά στον Καζαντζάκη», εκδόσεις Καστανιώτη-Αθήνα 1997. Ενώ, πριν λίγο καιρό, παρουσίασα στα Λογοτεχνικά Πάρεργα και εγώ με την σειρά μου, σχολιάζοντας τις γλωσσικές πληροφορίες που αντέγραψα ένα μέρος του. Δυστυχώς, άλλες της ζωής ενασχολήσεις και προβλήματα, αναγνωστικά ενδιαφέροντα, αδράνησαν την προσοχή μου για το μικρό αυτό ανθολόγιο λέξεων που χρησιμοποίησε ο Νίκος Καζαντζάκης και είχα συντάξει στα νεανικά μου χρόνια. (Τότε που μαθαίναμε τυφλό σύστημα γραφομηχανής στην Ντιντάκτα εξάσκηση ωφέλιμη). Τα δαχτυλογραφημένα αυτά φύλλα ήρθαν στην επιφάνεια εκ νέου όταν πρόσφατα προμηθεύτηκα τους δύο τόμους με το σύνολο των Λέξεων του Καζαντζάκη. Δεν χρειάζεται να σημειώσω ότι η πρωτόλεια αυτή αποδελτιωτική νεανική μου εργασία πήγε στράφι. Οι πρόσφατες γλωσσικές εργασίες με την επιστημονική τους εγκυρότητα και μεθοδολογία, οργανική λειτουργική καλύπτουν τις γλωσσικές ανάγκες των έργων του Νίκου Καζαντζάκη. Τα δύο βιβλία είναι τα εξής:- Νίκος Μαθιουδάκης, «Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ. Νεολογικά αθησαύριστα στο Έπος του Ν. Καζαντζάκη», εκδόσεις Κάπα Εκδοτική 2020. Και – Βασίλειος Α. Γεώργας, «Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη», γ΄ έκδοση επαυξημένη, εκδόσεις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2024. Στις ενδιάμεσες δεκαετίες έχουν δημοσιευθεί διάφορα άρθρα και εργασίες για την γλώσσα του Νίκου Καζαντζάκη.

     Οι «ΤΕΡΤΣΙΝΕΣ» που κυκλοφορούσαν-τότε-ήταν επανέκδοση του 1960, από τις εκδόσεις της δεύτερης συζύγου του Νίκου Καζαντζάκη της Ελένης Ν. Καζαντζάκη. Περιελάμβανε την αφιέρωση του Καζαντζάκη: «Αφιερώνονται οι στίχοι τούτοι στις δυό ανώτατες λέξεις που έπλασε ως τώρα η περηφάνια κι η παλικαριά του ανθρώπου: D E S P E R A D O,   N A D A». Ακολουθεί ο μονοσέλιδος πρόλογος του ποιητή. Το κύριο σώμα του έργου με τις 21 ΤΕΡΤΣΙΝΕΣ. Και ο τόμος κλείνει με τις χρήσιμες και απαραίτητες ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ του επιμελητή της έκδοσης, σ.181-183 του Ε. Χ. Κάσδαγλη.

Όπως Σημειώνει ο επιμελητής της έκδοσης Ε. Χ. Κάσδαγλης, οι 21 αυτές Τερτσίνες δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Κύκλος», στο περιοδικό «Νέα Εστία», στα «Ελληνικά Φύλλα», στα «Νεοελληνικά Γράμματα», στα «Φιλολογικά Χρονικά», «Καινούργια Εποχή». Ενώ όπως προαναφέραμε, ορισμένες συμπεριλαμβάνονται σε Ταξιδιωτικούς του τόμους. Όπως –Σαίξπηρ Ταξιδεύοντας- Αγγλία, εκδ. Πυρσός, Αθήνα 1941.- Χιντεγιόχη Ταξιδεύοντας Ιαπωνία-Κίνα, εκδ. Αθήνα Αετός, Αθήνα 1942.-Λένιν Ταξιδεύοντας- Ρουσία, εκδ. Δίφρος, Αθήνα 1956.- Τόντα Ράμπα,- Τόντα Ράμπα, εκδ. Δίφρος, Αθήνα 1956. –Δον Κιχώτης, Ταξιδεύοντας-Ισπανία, εκδ. Δίφρος, Αθήνα 1957. Κάθε ένα από τα Τραγούδια αυτά, είναι αφιερωμένα και σε ένα πρόσωπο.

1), Η ΤΕΡΤΣΙΝΑ, του Άγγελου Σικελιανού, στ. 169

2), ΒΟΥΔΑΣ, του Μιχαήλ Αναστασίου, στ. 181

3), ΜΩΥΣΗΣ, της Lia Lewin Dunkelblumen, στ. 187

4), ΧΡΙΣΤΟΣ, του Γιώργου Παπανδρέου, στ. 166

5), ΜΟΥΧΑΜΕΤΗΣ, της Rosa Ghasel- Perez Rubio, στ. 187

6), ΛΕΝΙΝ, του Σ. Δ., στ. 160

7), ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ, του Panait Istrati, στ. 160

8) ΜΕΓΑΣ  ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, του Ίωνα Δραγούμη, στ.163

9). ΤΣΙΓΚΙΣΧΑΝΟΣ, του Πέτρου Βλαστού, στ. 163

10), ΧΙΝΤΕΓΙΟΧΗ, του Μίλιου και της Μαρίκας Χουρμούζιου, σ.157

11), ΤΟΝΤΑ  ΡΑΜΠΑ, του Γιάννη Μαγκλή, στ. 178

12), ΔΑΝΤΗΣ, του Λευτέρη Αλεξίου, στ. 181

13), ΣΑΙΞΠΗΡΟΣ, του Ν. Σμπαρούνη, στ. 160

14), LEONARDO  Conrad Westpfahl, στ. 178

15), Ο  ΓΚΡΕΚΟ, του Π. Πρεβελάκη, στ. 166

16), ΝΙΤΣΕ, του Helmut Von Den Steinen, στ. 181

17), ΑΓΙΑ  ΤΕΡΕΖΑ, του Juan  Ramon  Jimenez, στ. 154

18), ΕΛΕΝΗ, στ.175

19). Ψυχάρης, του Δ. Π. Πετροκόκκινου, στ. 157

20), ΠΑΠΠΟΥΣ- ΠΑΤΕΡΑΣ- ΕΓΓΟΝΟΣ, της Τέας Ανεμογιάννη, στ. 160

21), «ΕΙΣ  ΕΑΥΤΟΝ», του Μανόλη Γ. Χατζηγεωργιάδη, στ. 187.

    Όπως διαπιστώνουμε, οι στίχοι των 21 Τερτσίνων κυμαίνονται μεταξύ 154 στίχων έως 187. Ξεπερνούν δηλαδή τους 150 και δεν φτάνουν τους 190. Ο ίδιος ο συγγραφέας σε γράμματα του στον Παντελή Πρεβελάκη γράφει μεταξύ άλλων: «… Δουλεύω στο νου μου το canto του Greco, βρίσκω σκόρπιους στίχους, μα θ’ αργήσω να το αρχίξω. Θα’ ναι κι αυτό σε τερτσίνες. Τέλεια φόρμα, γιατί μου δίνει πολλές δυσκολίες’ οι ρίμες στριμώνουν, οδηγούν, εμποδίζουν, είναι βάσανο. Μα σε μικρά τραγούδια ως 200 στίχους μου αρέσει. Είναι άσκηση κοπιαστική μα χρήσιμη. Λέω όλα τα canta να ‘χουν αυτήν την φόρμα»…». Αν διαβάσουμε συνολικά της 21 Τερτσίνες, θα νιώσουμε ένα πνεύμα ανεξαρτησίας, ελευθερίας να διαπερνά τα 21 αυτά τραγούδια, πέρα από τις ξεχωριστές θεματικές του καθενός τραγουδιού. Τις φιλοσοφικές, ιστορικές, εκπαιδευτικές, φιλολογικές, ιδεολογικές τους προεκτάσεις. Τα ποιήματα σκιαγραφούν τόσο την προσωπικότητα του τιμώμενου ποιητικά ατόμου όσο και τον χαρακτήρα του ίδιου του Καζαντζάκη, την ατομική και καλλιτεχνική του κοσμοθεωρία. Κάθε Τερτσίνα εμπεριέχει μέσα στους στίχους της, τον πυρήνα της ψυχογραφίας της κάθε Προσωπικότητας, ενσωματώνοντας και μέρος της φιλοσοφίας του έργου τους. Σπουδαίες, Μεγάλες Μορφές, Μεγάλα Έργα. Παγκόσμιες Φυσιογνωμίες ηρωποιημένες στις συνειδήσεις της ανθρωπότητας. Καθολικά σύμβολα ανυψωμένα στις σφαίρες της Θεότητας, των Ηρωικών ανδραγαθημάτων, των λογοτεχνικών προτύπων, της Μυθολογίας και της Τέχνης. Ψυχές που καθοδήγησαν άλλες Ψυχές. Πυκνώσεις ελπίδων και ιστορικών δράσεων, ιδεότυποι διαχρονικά παραδείγματα της Ιστορίας και του Πολιτισμού. Ενθουσιαστικά Πορτραίτα αναφοράς της Καζαντζακικής Πινακοθήκης ανοιχτά στο μέλλον.

    Ας αναφέρουμε μερικές άγνωστες λεξούλες της Τερτσίνας, όπως κάποτε τις κατέγραψα:

-ετιές= το δέντρο ιτιά

-δερβένι= η κλεισούρα

-ρεπίδι= η βεντάλια

-νταγιάντα= αντοχή, υπομονή, ανοχή. (η λέξη συναντάτε και στο έργο «Έρημη Χώρα» του άγγλου ποιητή Τ. Σ. Έλιοτ).

-μπουρίνια= ξαφνική, απότομη αλλαγή του καιρού. Ισχυρός καλοκαιρινός άνεμος με βροχή.

-αγκίνια= ο καινούργιος

-βασιλίκι= βασιλικός, αρχοντικός

-παραυτίδες= τα μαλλιά πάνω από τα αυτιά

-προσοψίδες= πετσέτες προσώπου πρωινού

-περιθέρα= ακρόδωμα, το περβάζι, ο ακρόγυρος της στέγης

-κατεχάρου= ο γνωστικός, ο έμπειρος

-καραουλίζει= στήνω παγίδα, ενέδρα, καραούλι, παραμονεύω.

-φιαμπόλι= το σουραύλι, ο αυλός

-μπαντιγιέρες= σημαία, μπαϊράκι, σήκωσε παντιέρα

-μαγνάδια= λεπτό ύφασμα, πέπλο.

      Στην πρώτη αυτή παρουσίαση της Καζαντζακικής Τερτσίνας, δεν ήθελα να την «μπουκώσω» με πολλές φιλολογικές πληροφορίες αν και, το ίδιο διαπραγματευόμενο ποιητικό θέμα, δηλαδή ο ελισαβετιανός ποιητής «Σαίξπηρ» από μόνο του είναι ένα τεράστιο και ανεξάντλητο κεφάλαιο της παγκόσμιας γραμματείας και του πολιτισμού. Επίσης, δεν κατέγραψα βιβλιογραφικές παλαιότερες και σύγχρονες, νεότερες πληροφορίες που γνωρίζω-και γνωρίζουμε- που αφορούν το είδος αυτό της ποίησης την Τερτσίνα αλλά και ειδικότερα τις Τερτσίνες του Νίκου Καζαντζάκη. Τις άφησα για μελλοντικό σημείωμα. Περιορίστηκα μόνο στον επιμελητή του βιβλίου Ε. Ν. Κάσδαγλη.

      Ας κλείσουμε με απόσπασμα του Καζαντζάκη από τον Πρόλογό του:

     «Στα τραγούδια ετούτα θα ‘θελα να μπορούσα να φανέρωνα την ταραχή και τη χαρά που μου δίνουν οι ψυχές που εθρέψαν την ψυχή μου. Είναι οι Μάνες απ’ όπου βύζαξα την αγάπη, όπως εγώ τη νιώθω, την άσκηση, την επιμονή και την αφιλοκέρδεια’ ακόμα την αντοχή-κι όχι μονάχα την αντοχή, παρά τον αμισάνθρωπο, πασίχαρον έρωτα της μοναξιάς.

     Σήμερα δημοσιεύω τα τραγούδια αυτά. Από τους ανθρώπους που γνώρισα, ψυχανεμίζουμαι πώς εφτά ή οχτώ θα νιώσουν χαρά διαβάζοντάς τα’ οι άλλοι θα τα πετάξουν με δυσφορία. Η γλώσσα τους, ο στίχος, ο ρυθμός, ο «Αόρατος Μονάρχης» που τα κυβερνάει, ο χαρούμενος, άπληστος, ανέλπιδος τρόπος που αντικρίζω την ατομική και την παγκόσμια περιπέτεια, πάνω από κάθε παρηγοριά, πέρα από κάθε ανταπόδοση, μακριά από κάθε φόβο, όλα θα τους είναι ανυπόφορα. Τους παρακαλώ να με συμπαθήσουν’ δεν έκαμα καμιάν προσπάθεια να τους αρέσω. Μά κι αν έκανα, πάλι δεν θα τα κατάφερνα. Η μοναξιά μ’ έχει λίγο τραχύνει, κι η χαρά που νιώθω δημιουργώντας είναι τόσο μεγάλη που άλλη αμοιβή δεν είναι δίκιο να θέλω.».

     Νίκος Καζαντζάκης

     Όπως ανέφερα στην αρχή του σημειώματος, την ανάρτηση αυτή ας μου επιτραπεί να την αφιερώσω στον παραγωγό και σκηνοθέτη Γιώργο Σγουράκη, τον δημιουργό της εκπομπής «ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ» και όχι μόνο, που έφυγε πριν λίγες μέρες από κοντά μας, και στη σύζυγό του Ηρώ.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2024          

 

                

               

 

 

   

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου