Παρασκευή 12 Ιουλίου 2024

ΚΥΠΡΟΣ ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ

 

 

                         Τ Ο  Ν Η Σ Ι   Τ Η Σ  Α Φ Ρ Ο Δ Ι Τ Η Σ

       «Η Κύπρος είναι η αληθινή πατρίδα της Αφροδίτης. Ποτέ δεν είδα, νησί με τόση θηλύτητα, ποτέ δεν ανέπνεψα αέρα τόσο γιομάτο μ’ επικίντυνες γλυκύτατες συμβουλές. Αλαφρή κά-ρωση με κυριεύει, νύστα και γλύκα, και το δειλινό, όταν πέσει ο ήλιος και φυσήξει από τη θάλασσα το αλαφρό και σαλέψουν λίγο, δεξιά ζερβά, τα μικρά καϊκια και ξεχυθούν στην παραλία τα μικρά παιδιά με το γιασεμί στο χέρι, η καρδιά μου ξεζώνεται και παραδίνεται σαν την Πάνδημη Αφροδίτη.

     Ό,τι αλλού σπάνια, σε στιγμές νάρκης, αισθάνεσαι, εδώ το ζεις ακατάπαυστα, το νιώθεις αργά, βαθιά να σε διαπερνάει, σαν τη μυρωδιά του γιασεμιού: «Η σκέψη είναι μια προσπάθεια ενάντια στην κατεύθυνση της ζωής, η ανάταση η ψυχική, η αγρύπνια του νου, η έφοδος προς τ’ απάνου, είναι τα μεγάλα προπατορικά αμαρτήματα ενάντια στη θέληση του Θεού».

      Προχτές ακόμα γύριζα μέσα στα βουνά της Ιουδαίας κι άκουγα απ’ όλη τη γης ν’ ανεβαίνει μια αντίθετη, ανήλεη χραυγή: «Ας κοπεί το χέρι για να δοξάζει τον Κύριο, ας κοπεί το πόδι για να χορεύει αιώνια». Μέσα στην πύρα του ήλιου η άμμος έτρεμε και κάπνιζαν οι κορφές του βουνού. Ένας θεός σκληρός, χωρίς νερό, χωρίς δεντρό, χωρίς γυναίκα, περπατούσε κι ένιωθες να βουλιάζουν τα κόκαλα της κεφαλής σου. Όλη η ζωή τινάζουνταν στο πυρωμένο μυαλό σα μια κραυγή πολέμου.

     Και τώρα η Κύπρος κάθεται στη μέση του πελάγου και σιγοτραγουδάει σα μια Σειρήνα και γλυκαίνει την αγριεμένη απ’ τ’ αντικρινά βουνά της Ιουδαίας κεφαλή μου. Δρασκελίσαμε τη μικρή θάλασσα, κι από το στρατόπεδο του Γιεχωβά περάσαμε, σε μια νύχτα, στην κλίνη της Αφροδίτης. Πήγαινα από τη Φαμαγκούστα στη Λάρνακα, από τη Λάρνακα στη Λεμεσό, ολοένα σιμώνοντας στο ιερό σημείο της θάλασσας, στην Πάρο, όπου μέσα στους αφρούς του άστατου, ακατάλυτου υγρού στοιχείου η θηλυκή τούτη μάσκα του μυστηρίου γεννήθηκε.

     Καθαρά μέσα μου ένιωθα να παλεύουν τα δυο μεγάλα φοβερά ρέματα: Το ένα σπρώχνει στην εναρμόνιση, στην υπομονή και στη γλύκα. Δουλεύει άνετα, χωρίς καμιά προσπάθεια, ακολουθώντας μονάχα τη φυσική βουλή των πραμάτων. Μια πέτρα ρίχνεις ψηλά, μια στιγμή τη βιάζεις να παραβεί τη θέλησή της’ μα γρήγορα χαρούμενη ξαναπέφτει. Ένα στοχασμό ρίχνεις ψηλά, μα γρήγορα ο στοχασμός κουράζεται, δυσφορεί στον αδειανόν αέρα και ξαναπέφτει και σοφιλιάζει με τα χώματα.

     Το άλλο ρέμα είναι, θαρρείς, παρά φύση. Ένας απίστευτος παραλογισμός. Θέλει να νικήσει το βάρος, να σκοτώσει τον ύπνο, να σπρώξει το Σύμπαν, με το μαστίγι, προς τ’ απάνου.

    Σε ποιο από τα δυο ρέματα ν’ αρμονιστώ, να πώ: αυτό είναι η βούλησή μου, να ξεχωρίσω, σίγουρα πια, το καλό από το κακό, θέτοντας ιεραρχία στις αρετές και στα πάθη;

      Τούτα συλλογιζόμουν το πρωί που ξεκινούσα από τη Λεμεσό και πήγαινα στην Πάφο. Μεσημέρι. Το τοπίο τραχύ κι ασήμαντο. Χαρουπιές, χαμηλά βουνά, κόκκινο χώμα. Κάποτε μια ανθισμένη ροδιά μέσα στην ασπρίλα του μεσημεριού άναβε και πετούσε φλόγες’ κάποτε δυο τρείς ελιές σάλευαν γαληνές και μέρωναν το τοπίο.

     Περάσαμε ένα στεγνό ποταμό γιομάτο ροδοδάφνες. Μια κουκουβάγια μικρή κούρνιαζε σ’ ένα πέτρινο γιοφύρι, στο δρόμο, ακίνητη, θαμπωμένη, παραλυμένη από το σφοδρότατο φως. Σιγά σιγά, το τοπίο γλύκαινε. Περάσαμε ένα χωριό γιομάτο περβόλια- τα βερίκοκα γυάλιζαν ολόχρυσα, και μέσα από τα σκοτεινά, χοντρά φύλλα έλαμπαν κρεμανταλιές τα μούσμουλα.

     Οι γυναίκες πρόβαιναν στα κατώφλια, βαριοντυμένες, παχές. Μερικοί άντρες έστρεψαν μέσα από τους καφενέδες το κεφάλι, άλλοι εξακολουθούσαν με πάθος την πρέφα τους. Μια μικρή κοπέλα κρατούσε στον ώμο ένα μεγάλο, ολοστρόγγυλο σταμνί ζωγραφισμένο με πρωτόγονα μαύρα σχέδια. Παραμέρισε, κατέφυγε απάνου σε μια μεγάλη πέτρα, τρομαγμένη’ μα ως της χαμογέλασα, έλαμψε το πρόσωπο της, σα να ‘πεσε απάνου της ο ήλιος.

     Το αυτοκίνητο σταμάτησε. Ρώτησα την κοπέλα:

     -Πως σε λεν;

Περίμενα να πει Αφροδίτη. Μα η κοπέλα αποκρίθηκε:

-Μαρία.

-Κι είναι μακριά ακόμα η Πάφος;

Η κοπέλα στενοχωρήθηκε, δεν κατάλαβε τι της έλεγα.

-Τα Κουκλιά, τα Κουκλιά θες να πεις, γιε μου, πετάχτηκε κι είπε μια γριά. Όπου είναι το παλάτι της Κεράς της Ροδαφνούσας. Να, εδώ, πίσου από τις χαρουπιές.

-Και γιατί τα λεν Κουκλιά, κερά;

-Τι, δεν το ξέρεις; Εκεί, παιδί μου, βρίσκουν κούκλες, κάτι μικρές γυναίκες πήλινες. Να, σκάψε κι εσύ και θα ‘βρεις. Λόρδος δεν είσαι;

-Και τι τις κάνουν αυτές τις μικρές γυναίκες;

-Ξέρω κι εγώ; Άλλοι λεν πως είναι θεοί, άλλοι λεν πως είναι διάβολοι. Ποιος μπορεί να τους ξεχωρίσει;

-Τι λέει η θρησκεία;

-Τι να πει κι αυτή η κακομοίρα; Θαρρείς πως τα ξέρει κι αυτή όλα;

     Εδώ σταμάτησε η κουβέντα. Ο σοφέρ βιαζόταν, περάσαμε το χωριό κι απλώθηκε πάλι η θάλασσα ζερβά μας, απέραντη, σκούρα γαλάζια, γιομάτη αφρούς. Κι άξαφνα, ως στράφηκα δεξιά, είδα, μακριά απ’ το δρόμο, στην κορφή ενός χαμηλού λόφου, ένα ανοιχτό, γιομάτο παράθυρα, καταγκρέμιστο φρούριο. Ένιωσα, ήταν ο περίφημος καθεδρικός ναός της Αφροδίτης. Κοίταξα τις γραμμές του βουνού τρογύρα, τη θάλασσα, το μικρό κάμπο όπου θα κατασκήνωσαν οι προσκυνητές, προσπάθησα ν’ απομονώσω τούτο το ιερό πλαίσιο της πολυφίλητης, πολύμαστης θεάς και να ξαναζήσω το δράμα. Μα, όπως συχνά μου συμβαίνει, η καρδιά μου ήταν ακίνητη, δεν καταδέχουνταν όλες τούτες τις άσαρκες φαντασίες.

     Ο σοφέρ μπροστά σε μια ταβέρνα στο δρόμο σταμάτησε και φώναξε:

-Κυρία Καλλιόπη!

Η μικρή πόρτα άνοιξε βιαστικά και πρόλαβε στο κατώφλι και στάθηκε μια στιγμή η ταβερνιάρισσα.

     Ποτέ δεν θα την ξεχάσω. Αψηλή, παχιά, ως τριάντα χρόνων, στεατόπυγη καμωματού, γιόμιζε όλη τη θύρα και χαμογελούσε η λαϊκή τούτη, όλο γοητεία Αφροδίτη. Ο σοφέρ την κοίταξε, αναστέναξε σιγά, κι έστριψε το νεαρό μουστάκι του. Ύστερα της κάνει:

-Σίμωσε ντε, φοβάσαι;

Αυτή γέλασε, χαχάρισε και κατέβηκε το κατώφλι. Εγώ ανυπόμονα έστησα το αυτί μου ν’ ακούσω το διάλογο. Ο σοφέρ είπε:

-Αύριο να μου ετοιμάσεις δυο οκάδες λουκούμια, από τα καλά.

     Αυτή σοβαρεύτηκε κι είπε:

-Είκοσι τέσσερα γρόσια, όχι παρακάτου.

-Δεκαοχτώ.

-Είκοσι τέσσερα.

Ο άντρας την κοίταξε λίγο’ αναστέναξε πάλι κι είπε: «Ας είναι. Είκοσι τέσσερα!»

     Η συμφωνία έκλεισε. Όλο το τοπίο πήρε απροσδόκητη γλύκα. Η μικρή τούτη ασήμαντη στιχομυθία είχε ταράξει την καρδιά μου. Δεν μπόρεσε να με συγκινήσει ο μέγας ναός, όλη η υποβολή του ξακουστού τοπίου, οι αναμνήσεις, οι ιστορικές σοφίες’ κι η μικρή τούτη ανθρώπινη στιγμή ανάστησε μέσα μου, μονομιάς, όλη την Αφροδίτη.

     Έτσι χαρούμενος εκίνησα κι ανέβηκα σιγά τον ιερό λόφο.

Η θρούμπα, οι ασφόδελοι, οι παπαρούνες, όλα τα γνωστά συναπαντήματα του ελληνικού βουνού. Ένας μικρός βοσκός, κατσίκες, τσομπανόσκυλα, ένα αγαθό, χνουδωτό νιογέννητο γαϊδουράκι, που σκιρτούσε και κοίταζε κατάπληχτο ακόμα τον κόσμο.

     Βασίλευε πια ο ήλιος, οι ίσκιοι μεγάλωναν, και πιάναν τη γης, το Άστρο της Αφροδίτης έλαμπε, έπαιζε, κατρακυλούσε στον ουρανό. Μπήκα στον έρημο ναό της «Κεράς» ήσυχα, χωρίς καμιά ταραχή, σα να ‘μπαινα στο σπίτι μου. Κάθισα σε μιαν πέτρα’ δε συλλογιζόμουν τίποτα, δεν έκανα καμιάν προσπάθεια να σκεφτώ. Ήμουν αλαφρά κουρασμένος, αλαφρά χαρούμενος, ωραία βολεμένος απάνου στην πέτρα. Σιγά σιγά άρχισα να κοιτάζω μερικά έντομα που κυνηγούνταν στον αέρα και πότε πηδούσαν από χόρτο σε χόρτο κι άκουγα τον ξερό, μεταλλικό κρότο των φτερών τους.

     Άξαφνα, έτσι που παρακολουθούσα τα έντομα, κυριεύτηκα από μυστηριώδη φόβο. Στην αρχή δεν μπορούσα να νιώσω την αιτία’ μα αργά ένιωσα, με τρόμο. Ως ήμουν απορροφημένος, θυμήθηκα, σκοτεινά πρώτα κι ύστερα όλο εντονότερα, ένα φοβερό θέαμα που είχα δει στην εφηβική μου ηλικία.

     Γυρίζοντας ένα μεσημέρι στην κοίτη ενός ξεραμένου ποταμού, είδα κάτου από ένα πλατανόφυλλο δυο έντομα να σμίγουν. Ήταν δυο πράσινα, λιγνά, χαριτωμένα αλογάκια της Παναγίας. Ζύγωσα αγάλια, κρατώντας την αναπνοή μου. Μα απότομα σταμάτησα τρομαγμένος’ το αρσενικό, μικρό κι αδύναμο, ήταν από πάνου κι αγωνίζουνταν να τελέψει την ιερή εντολή του’ μα με τρόμο είδα πως του έλειπε το κεφάλι. Γαλήνια η θηλυκιά το μασούλιζε, κι άμα τέλειωσε, στράφηκε πάλι σιγά κι έκοψε το λαιμό, κι ύστερα πάλι το στήθος του αρσενικού, που γαντζωμένο σφιχτά αποπάνου της εξακολουθούσε να πάλλεται…

     Η φοβερή τούτη σκηνή ανατινάχτηκε, ξάφνου τώρα μέσα απ’ τα χαλάσματα τούτα. Αστραπή γαλάζια σκίζει απόψε και φωτίζει την καρδιά μου.

     Η πολύμαστη θεά ανασηκώνει τον πέπλο της. Στα φυτά και στα ζώα η πνοή του μυστηρίου είναι πιο φανερή παρά στον άνθρωπο. Αυτά, πιστά, ξέσκεπα, ακλουθούν τη μεγάλη Κραυγή. Ταυτίζουν τον έρωτα και το θάνατο. Όταν δίχως κεφάλι, δίχως στήθος μάχουνταν να νικήσουν το θάνατο, γεννώντας, με δέος μαντεύουμε μέσα μας την ίδια κραυγή. Τον ίλιγγο, τη βεβαιότητα του χαμού’ κι όμως, πιο απάνου, τη χαρά, την παραφροσύνη στο χαμό, την έφοδο για την αθανασία….

     Είχε πια νυχτώσει. Ένας γέρος με είχε αγναντέψει από τον απέναντι λόφο και κατέβηκε. Στέκουνταν πολλήν ώρα πίσου μου μα δεν τολμούσε να ζυγώσει. Μα ως με είδε να σηκώνουμαι, άπλωσε το χέρι του.

-Σου έφερα, αφεντικό, μιαν αντίκα να την αγοράσεις. Μου έβαλε στη φούχτα μια μικρή πέτρα’ κοίταξα, δεν μπόρεσα να διακρίνω τι παράσταινε. Ο γέρος άναψε ένα σπίρτο. Τώρα διέκρινα σκαλισμένο ένα κεφάλι γυναίκας μ’ ένα κράνος πολεμικό. Κι ως έστρεφα ολούθε το πετράδι, ξέκρινα πώς το απάνου μέρος του κράνους παράσταινε αναποδογυρισμένο ένα κεφάλι πολεμιστή. Ευτύς θυμήθηκα τον Άρη, και ταράχτηκα θωρώντας έτσι την Αφροδίτη να φοράει, σα στολίδι του κεφαλιού της, τον άντρα. Γύρισα ευτύς τη δαχτυλιδόπετρα στο γέρο και του είπα απότομα, χωρίς να θέλω:

-Πήγαινε. Δε μ’ αρέσει.

     Τη νύχτα κοιμήθηκα εκεί κοντά σ’ ένα μικρό ξενοδοχείο. Τα ξημερώματα είδα όνειρο: Κρατούσα στην απαλάμη μου ένα μαύρο, κατάμαυρο ρόδο. Κι ως το κρατούσα, ένιωθα σιγά, λιμασμένα, αθόρυβα να μου τρώει το χέρι.

    Νίκος  Καζαντζάκης, σ. 189-194

           Η Κυπριακή ματιά του Νίκου Καζαντζάκη

      Με την συμπλήρωση 50 χρόνων από την Κυπριακή Τραγωδία και την ανάγνωση του Καζαντζακικού έργου, θέλησα να αντιγράψω τον οδοιπορικό λόγο του Κρητικού πεζογράφου και ποιητή Νίκου Καζαντζάκη από ταξίδι του στην Κύπρο το 1926. Ένα μικρό, μάλλον σύντομο ταξιδιωτικό οδοιπορικό-σε σχέση με τα υπόλοιπα που περιλαμβάνει ο τόμος- ενταγμένο στις ταξιδιωτικές περιπλανήσεις του Κρητικού συγγραφέα εκείνα τα χρόνια. Εντυπώσεις και περιγραφές του από την Ιταλία το 1926, την Ιερουσαλήμ επίσης το 1926, την Αίγυπτο το 1927, το Σινά το 1927, τέλος, δέκα χρόνια μετά, τον Μοριά 1937. Τόποι ορόσημα που χάραξαν τα ίχνη τους καθοριστικά, διαμορφώνοντας τις σελίδες και την πορεία της ανθρώπινης ιστορίας και του πολιτισμού, αλλάζοντάς τες. Αναμμένοι Φάροι, ιερά, ένδοξα αρχαία τοπόσημα της μεσογειακής λεκάνης, τα οποία διαμόρφωσαν το γίγνεσθαι όχι μόνο της αρχαίας ιστορίας και κληρονομιάς αλλά και την σύγχρονή τους ιστορική ρεαλιστική και πολιτική πραγματικότητα. Γόνιμη συγγραφικά δεκαετία για τον Καζαντζάκη η περίοδος αυτή του Μεσοπολέμου, η τόσο πολιτικά και στρατιωτικά ταραγμένη, ανατρεπτική, σκοτεινή, αβέβαιη, γεμάτη πολεμικές εντάσεις και στρατιωτικές κατακτητικές επιχειρήσεις, πραξικοπήματα και δικτατορίες, εμφύλιες συρράξεις, επαναστατικά κινήματα μα και, επαναστατικές επιστημονικές και τεχνολογικές ανακαλύψεις, εφευρέσεις πρωτόγνωρες που τρόμαζαν για τα αποτελέσματά τους, τις επιπτώσεις τους ακόμα και τους ίδιους τους εφευρέτες. Ο Καζαντζάκης εργάζεται σαν ανταποκριτής, συνεργάτης εφημερίδων ενώ ταυτόχρονα, προετοιμάζει-δουλεύει πάνω στο τιτάνιο ποιητικό του έπος την «Οδύσσεια», αγωνίζεται να δαμάσει τους δικούς του προσωπικούς δαίμονες, τις άγριες φουρτούνες της ψυχής και του μυαλού του. Ταξιδεύει εντός και εκτός Ελλάδος, σε διάφορους ηπείρους και συλλέγει σαν μέλισσα την γύρη του πνεύματος και της καθόλου καθημερινής ζωής που ανθίζει και καρποφορεί στα ιερά αυτά χώματα της ιστορίας και του πολιτισμού, Κρατά σημειώσεις, παρατηρεί, σχολιάζει ότι κεντρίζει την άγρυπνη πάντα συνείδησή του, προκαλεί το ενδιαφέρον του, το ακοίμητο βλέμμα του, λαχταρά η καρδιά του να μας κοινωνήσει αποτυπώνοντας με το μελάνι πάνω στο λευκό χαρτί με τον στρατό των λέξεων, των 24 φρουρών των γραμμάτων, πιστών του συντρόφων του ελληνικού αλφαβήτου. Γράφει:

«Τι χαρά είναι τούτη, Θε μου, να ζεις και να βλέπεις και να ζεις με τη μεγάλη Τίγρη και να μη φοβάσαι! Κι ένα πρωί να σηκώνεσαι να λες: «Οι λέξεις! Οι λέξεις! Άλλη σωτηρία δεν υπάρχει! Δεν έχω στην εξουσία μου παρά 24 μολυβένια στρατιωτάκια, θα κηρύξω επιστράτεψη, θα σηκώσω στρατό, θα νικήσω το θάνατο!».

     Ονειρεύεται το αγωνιστικό του χρέος, τον σκοπό της ζωής του. Μας εξομολογείται στην εισαγωγή με τίτλο «Η τίγρη η συνταξιδιώτισσα» μεταξύ άλλων, σ.23 του βιβλίου:

       «Ο δημιουργός παλεύει με ουσία σκληρή, αόρατη, ανώτερή του. Κι ο πιο μεγάλος νικητής βγαίνει νικημένος’ γιατί πάντα το πιο βαθύ μας μυστικό-το μόνο που αξίζει να ειπωθεί-μένει ανείπωτο. Δεν υποτάζεται αυτό ποτέ στο υλικό περίγραμμα της τέχνης. Πλαντούμε στην κάθε λέξη. Βλέπουμε ένα δέντρο ανθισμένο, έναν ήρωα, μια γυναίκα, το άστρο της αυγής και φωνάζουμε: «Άχ!» και τίποτε άλλο δεν μπορεί να χωρέσει η καρδιά μας. Όταν το «Άχ!» αυτό θελήσουμε, αναλύοντάς το, να το κάμουμε στοχασμό και τέχνη, να το μεταδώσουμε στους ανθρώπους, να το σώσουμε από την ίδια μας τη φθορά, πως ξευτελίζεται σε λόγια αδιάντροπα, βαμμένα, γεμάτα αγέρα και φαντασία!

     Μια νύχτα είδα ένα όνειρο. Ήμουν σκυμμένος απάνω σ’ ένα σωρό χαρτιά κι έγραφα, έγραφα…. Αγκομαχούσα σα ν’ ανέβαινα βουνό’ μαχόμουνα να σώσω, να σωθώ, πάλευα με τις λέξεις, πολεμούσα να τις δαμάσω, τις ένιωθα ν’ αναπηδούν γύρα μου άγριες, ν’ αντιστέκουνται σα φοράδες. Ξάφνου σκυμμένος ως ήμουν, ένιωσα, στο κλειδί του κεφαλιού μου, μια ματιά να με διαπερνάει. Σήκωσα τρομαγμένος τα μάτια κι είδα: Μπροστά μου ένας νάνος, με μαύρα γένια ίσαμε τη γης, στεκόταν, κουνούσε αργά, με περιφρόνηση, το βαρύ κεφάλι και με κοίταζε. Τρομαγμένος έσκυψα πάλε το σβέρκο στο ζυγό και ξακολούθησα να γράφω. Μα η ματιά διατρυπούσε πάντα, ανήλεη, το κορφοκέφαλό μου. Ξανασήκωσα τα μάτια σιγά, με τρόμο, κι είδα το νάνο να κουνάει πάντα το κεφάλι με θλίψη και περιφρόνηση. Κι άξαφνα, για πρώτη φορά στη ζωή μου, αηδία ανέβηκε στο σπλάχνο μου, αγανάχτηση για τα χαρτιά τούτα, τα βιβλία και τα μελάνια όπου χανόμουν, για τον αγώνα μου τον ανόσιο να κλείσω μέσα σε καλούπια ωραιότητας την ψυχή μου.

    Έτσι με την αναγούλα τούτη στα σωθικά ξύπνησα. Μια φωνή μέσα μου σηκώθηκε αυστηρή. Σα να ‘ταν ακόμα ο νάνος μπροστά μου και μιλούσε:…………».

    Δεν μιμείται τον αρχαίο Οδυσσέα στις Ομηρικές του περιπλανήσεις και ταξιδιωτικές περιπέτειες ο Καζαντζάκης, γίνεται ο ίδιος ο νέος, σύγχρονος Οδυσσέας των χρόνων του πρόθυμος πάντα να γνωρίσει και να κατακτήσει τον κόσμο και τα μυστικά του, να τον εξερευνήσει μέχρι εξαντλήσεως, να τον γευτεί ως τα άκρα, να τον απολαύσει, να τον θαυμάσει και να τον «μισήσει» αηδιάσει ταυτόχρονα, να λύσει τα αινίγματά του να θέσει τα δικά του διλήμματα και αδιέξοδα. Να γεφυρώσει τα ρήγματά του, το μυθικό με το ιστορικό του πρόσωπο, το μύθο του με την αλήθεια του, τον κυνικό ρεαλισμό του με τις χιλιάδες ψευδαισθήσεις του. Να υπερβεί το αβυσσαλέο χάσμα μεταξύ πνεύματος και φθαρτής ύλης, μεταξύ Θεού και Ανθρώπου, χαράς και πόνου, ελπίδας και  απελπισίας. Να συνενώσει τα αδιέξοδα των μεταφυσικών περιπλανήσεων των ανθρώπων με τους δρόμους του σκληρού ρεαλισμού της πραγματικότητας. Να αλλάξει κατεστημένες νοοτροπίες και παμπάλαια πιστεύω των ανθρώπων, μιλώντας τους για προφητείες που ακόμα δεν έχουν επαληθευτεί. Να υπερβεί τα σύνορα μεταξύ Ζωής και Θανάτου, να επαναπροσδιορίσει τα σταυροδρόμια επικοινωνίας τους. Μας προτρέπει γράφοντας για την δική του αγωνία και πάλη αγώνων να αντέξουμε τον ίλιγγο του ύψους των συλλογισμών του, των μηχανισμών του νου του, κοιτώντας κατάματα το αβάσταχτο, ασήκωτο πραγματικό και μοναδικό μυστικό του Κόσμου που κρύβεται πίσω από κάθε προσωπείο του μέσα στο Χρόνο, στην Ιστορία και τις παραδόσεις της, το εμβληματικό φλάμπουρο του Τίποτα, του Χάους, την πλήρη και άνευ όρων εκ μέρους μας αποδοχή του. Της μη Αθανασίας, δικαίωσης, ανταμοιβής μεταφυσικών απολαβών. Πώς να αντέξει ο «μικρός» άνθρωπος, ο φθαρτός και πεπερασμένος από την φύση του, την Μοίρα του, αυτό το ασήκωτο βάρος της Καζαντζακικής μαρτυρίας, αυτήν την αιματηρή μη αισιόδοξη και ελπιδοφόρα πραγματικότητα της ζωής, μία αλήθεια που τυλιγμένη σαν κρεμμύδι με μυθικά και θρησκευτικών παραδόσεων και δοξασιών πέπλα, ηρώων πανοπλίες και φιλοσοφίες, των ιδεών προστάγματα, της τέχνης καλλωπίσματα και παιχνιδίσματα κρύβει αυτό που στην αλήθεια της είναι. Κινούμενη άμμος η ματιά του πριν βυθιστεί στην ματαιότητα του Αγώνα και όμως επιμένει, αντέχει, συνεχίζει να μάχεται, γράφει νυχθημερόν, κραυγάζει και ας μην ακούει κανείς την απέλπιδα φωνή του, κραυγή του, ούτε ο Άνθρωπος ούτε ο Θεός. Και οι δύο «στροβιλίζονται» μέσα στην βεβαιότητα της αυτοδικαίωσής τους μέσα στους καθρέφτες της Ιστορίας. Συντροφιά στα Ταξίδια του έχει την «Τίγρη την συνταξιδιώτισσα», φορτωμένη με «τα λάφυρα» και γιομάτοι πληγές επιστρέφοντας στο κελί τους από τις περιπλανήσεις τους «γαντζώνεται η τίγρη τούτη αμίλητη στην κορφή του κεφαλιού μου. Εκεί είναι η κούρνια της….» και κείνος υπομένει, αντέχει, μεταφέρει τον αλύτρωτο αγώνα του. Ότι στις χιλιάδες λέξεις του, στα βιβλία που έγραψε θέλησε να μας πει ο Κρητικός συγγραφέας, το είπε σε μία πρόταση ένας άλλος ποιητής και θυμόσοφος. «Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης». Μια ηρωική ματαιότης η γραφή του Καζαντζάκη και όποιος αντέξει στις περιπλανήσεις της ατομικής του μοναξιάς και ερημιάς.

      Εντυπώσεις, εικόνες, καταστάσεις, συμπεριφορές ανθρώπων και κοινωνικές τους συνήθειες, θρησκευτικές τους πρακτικές και προλήψεις, μυθολογικές τους δοξασίες και αντιδράσεις κλειστές αγροτικές κοινωνίες, με την δική τους οικονομική αυτάρκεια απέναντι στο ξένο, τον άγνωστο ταξιδευτή, τον έμπορο, τον επισκέπτη. Εισπνέει τα αρώματα και τις μυρωδιές του χώρου, απολαμβάνει την αύρα των χωμάτων που βαδίζει, νιώθει τις δεκάδες αισθήσεις που αποπνέει το τοπίο, περιγράφει την ντόπια πανίδα και χλωρίδα των τοποθεσιών. Αναγνωρίζει τις μικρές και μεγάλες αλλαγές τους στο χρόνο, αλλαγές του χώρου που διαμορφώνουν και την εικόνα και συμπεριφορές των κατοίκων τους, διαπλάθουν το κοινά σκιρτήματα της ψυχής τους, ζυμώνουν την κοινή τους συνείδηση και αίσθηση βίου. Στοχάζεται, παρατηρεί, περιγράφει τοπία και χώρους, άγνωστους, απάτητους, γνωρίζει ανθρώπους, συνομιλεί μαζί τους, συναντά πολιτικούς ηγέτες και ποιητές, επισκέπτεται τοποθεσίες και πόλεις που περπάτησαν καθολικοί άγιοι φτωχούληδες του Θεού. Ο ιταλός ηγέτης-δικτάτορας Μπενίτο Μουσολίνι, ο Αλεξανδρινός ποιητής Κωνσταντίνος Π. Καβάφη, ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης, «Βρισκόμαστε στον αστερισμό των λύκων. Ο Άγιος Φραγκίσκος είναι ένα μικρό αρνί και μας αρέσει-ακριβώς γιατί είμαστε λύκοι.». Συνομιλεί μαζί τους, εικονογραφεί το πορτραίτο τους, εκθέτει τις πολιτικές του θέσεις και πολιτική φιλοσοφία. Ο Καζαντζάκης έχει συναίσθηση της ιστορικής αποστολής του, ότι ζει και γράφει στο μεταίχμιο μιας εποχής και ενός κόσμου που αλλάζει με ραγδαίες ταχύτητες. Είναι οι τελευταίοι σπασμοί ενός Κόσμου και Πολιτισμού που πεθαίνει και το κλάμα ενός νέου Κόσμου που γεννιέται, ανατέλλει. Δεν διστάζει να εκφράσει τις σκέψεις του για ηγετικές προσωπικότητες της εποχής του διαφορετικών πολιτικών και ιδεολογικών ταυτοτήτων, συστημάτων της ανθρωπότητας. Δεν είναι μόνο λεξικογράφος, ταξιδογράφος, εξερευνητής ιδεών και φιλοσοφικών συστημάτων αλλά και ένας τοπιογράφος ιστορικός. Ιστορεί άφοβα, τολμηρά, ίσως και παρακινδυνευμένα όμως χρήζουν προσοχής και εξέτασης τα όσα μας λέει και γράφει.  Γράφει μιλώντας μας και συσχετίζοντας τα δύο κυρίαρχα κεντρικά πολιτικά συστήματα και ιδεολογίες της εποχής:

     «Η βαθύτατη άρα ομοιότητα Φασισμού και Μπολσεβικισμού έγκειται σε τούτο: Κι οι δύο εχτελούν το ανώτατο χρέος. Κι οι δύο, χωρίς να το θέλουν, χωρίς να το ξέρουν, είναι πιστοί συνεργάτες. Τρείς είναι σήμερα, θαρρώ, οι ανώτατοι τύποι που έχουν το δικαίωμα να πλάσουν, κατ’ εικόνα τους κι ομοίωση, τους ανθρώπους: Ο Λένιν, ο Γκάντι, κι ο Μουσολίνι.

     Ο Γκάντι ενεργεί στο κέντρο της Ασίας, σε μια σκοτεινή μάζα από τριακόσια εκατομμύρια, και ξυπνά τη συνείδηση της κοιμισμένης Ανατολής. Αυτό που ζητά ο Ταγκόρ με τα ιδεολογικά του χαμομήλια-να ενώσει την Ευρώπη με την Ασία- το προετοιμάζει ο Γκάντι γυρίζοντας γυμνοπόδης τις Ινδίες και μαχόμενος να λευτερώσει τους Ινδούς από τη φτώχεια, από την αμάθεια κι από την Αγγλία.

     Ο Λένιν κι ο Μουσολίνι, πιο κοντά μας, στην Ευρώπη ο ένας και στα σύνορα Ευρώπης κι Ασίας ο άλλος’ ανοίγουν δυο διαφορετικούς δρόμους και βιάζουν την πραγματικότητα ν’ ακολουθήσει. Κάθε χώρα σήμερα, θέλοντας και μη, σπαράζεται ανάμεσα στους δύο τούτους δρόμους. Όχι μονάχα κάθε χώρα, μα και κάθε ψυχή. Θα πείτε: «Μα εμείς δε θέμε να ‘μαστε μήτε μπολσεβίκοι μήτε φασίστες. Χάθηκε ο ίσιος δρόμος;»

     Χάθηκε. Στις κρίσιμες ιστορικές εποχές, ο ίσιος δρόμος χάνεται. Ακριβώς γι’ αυτό είναι κρίσιμες. Χάνεται το κανονικό βάδισμα. Είναι ανάγκη-είτε άτομο είσαι είτε λαός- να πηδήξεις. Ένα χάος μεσολαβεί ανάμεσα του παλιού κόσμου, που σώζεται ακόμα ετοιμόρροπος, και του νέου, όπου μας σπρώχνουν οι οικονομικές και ψυχικές ανάγκες οι μεταπολεμικές. Πρέπει να πηδήξουμε. Όσοι δεν μπορούν να πηδήξουν, θα πέσουν στο χάος.

     Οι ομοιότητες Μπολσεβικισμού και Φασισμού είναι μεγάλες: Η βία που μεταχειρίζουνται κι οι δυο να υποτάξουν δουλικά το άτομο στην ολότητα. Οι αυστηροί περιορισμοί της ατομικής ελευτεριάς. Η αμείλιχτη πειθαρχία στην οικονομική παραγωγή και κατανάλωση και στις πολιτικές και κοινωνικές εκδηλώσεις. Το μίσος του κοινοβουλευτισμού και της φιλελεύθερης δημοκρατικής ιδεολογίας. Τάξη, ασφάλεια, άμεση κατάπνιξη κάθε αντίδρασης. Ρυθμός ανήλεος.»…………………

 Το βλέμμα του άγρυπνο, η σκέψη του σε εγρήγορση, οι δυνάμεις του πάντα ακμαίες, ακούραστος περιηγητής, και γραφιάς περιγράφει γλαφυρά και ρωμαλέα ότι εντοπίζει η όρασή του, πέφτει στην αντίληψή του, εστιάζει το ανήσυχο βλέμμα του. Περιηγείται τοποθεσίες και συνθέτει την ιστορική τους εικόνα μέσα στον χρόνο, την προβολή της στο παρών, το μέλλον, σε μία ενιαία γραμμή, η μυθολογική αχλή, οι θρησκευτικές συνήθειες η ιερότητα των τόπων, η σύγχρονή του ιστορική ρεαλιστική πραγματικότητα. Στην επίσκεψή του στην χώρα των Φαραώ, την Αίγυπτο πρωτεύοντα ρόλο παίζει η τροφοδότρια παμπάλαιη υγρή δύναμη του ποταμού Νείλου που γονιμοποιεί την Αιγυπτιακή γη. Καταγράφει αρχαίους ύμνους που δοξολογούν τον μεγάλο ποταμό και το πνεύμα του, «Χαίρε Νείλε, που σαρκώνεσαι στη γης/και έρχεσαι ειρηνικά/να ζωογονήσεις την Αίγυπτο…» ενώ κλείνει το πρώτο κεφάλαιο με στίχο σύγχρονου Αιγύπτιου ποιητή Αχμέτ Βέη Σάουκη, ο οποίος με όμοια λατρεία υμνεί το Νείλο: «Το νερό σου γίνεται χρυσάφι και πνίγεις/ τη γης, για να την αναστήσεις πιο ωραία….». Όμως ο Καζαντζάκης δεν στέκεται μόνο στην ιστορία και την περιγραφή της αρχαίας Αιγύπτου, τις Πυραμίδες και ανασκαφές αλλά αναφέρεται και στην σύγχρονη Αίγυπτο. (Ας θυμηθούμε το χαρακτηριστικό παράδειγμα της αγγλίδας μυθιστοριογράφου αστυνομικών έργων, την Άγκαθα Κρίστι, της οποίας σε πολλά μυθιστορήματα γίνεται λόγος για τις αρχαιολογικές ανασκαφές στην άνω και κάτω Αίγυπτο). Όσο για την γνωριμία του με τον Αλεξανδρινό ποιητή Κωνσταντίνο Π. Καβάφη και την θετική εντύπωση που του έκανε επισκεπτόμενος την οικία του και κουβεντιάζοντας μαζί του, αρχίζει το 6 κεφάλαιό του με τα εξής:

     «Η πιο εξαιρετική πνεματική φυσιογνωμία της Αιγύπτου είναι χωρίς άλλο ο ποιητής Καβάφης.  Στο μεσόφωτο του αρχοντικού σπιτιού του προσπαθούσα να διακρίνω τη μορφή του. Ανάμεσά μας είναι ένα μικρό τραπεζάκι, γιομάτο ποτήρια με χιώτικη μαστίχα κι ουίσκι-και πίνουμε.». Λέει παρακάτω: «Η φωνή του είναι γεμάτη ακκισμούς και χρώμα –και χαίρουμαι με τέτοια φωνή να διατυπώνεται η πονηρή, όλο κοκεταρία, βαμμένη, στολισμένη γραία αμαρτωλή ψυχή του.». Ενώ το Καβαφικό ποίημα «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον» διανθίζει τις πεζές εξομολογητικές σκιαγραφήσεις του της φυσιογνωμίας της Καβαφικής παρουσίας. Στην επίσκεψή του στο Θεοβάδιστο Όρος του Σινά, ξεδιπλώνει την υπαρξιακή του αγωνία, συνομιλεί με ασκητές μοναχούς και ο Θεός, είναι ακόμα ο σκληροτράχηλος Γιεχωβά με το άγριο και τραχύ εκδικητικό ακόμα πρόσωπο. Την εικόνα που του δίνει η ερημία του άνυδρου όλο άμμο τοπίου. Γράφει:

«Χρόνια πολλά το Σινά το Θεοβάδιστον όρος, έλαμπε στο νου μου σα μια απροσπέλαστη κορφή. Η Ερυθρά Θάλασσα, η Πετραία Αραβία, το μικρό λιμάνι της Ραϋθώς, η μακριά καμηλοπορεία μέσα στην έρημο, η περιπλάνηση στα φοβερά, απάνθρωπα βουνά, όπου σαράντα χρόνια περνούσαν και βογκούσαν απάνω από τη φλεγομένην και ου κατακαιομένην βάτον- να ένας άθλος που χρόνια παραστρατημένος στις μεγάλες πολιτείες λαχτάριζα να τελέψω.». Και παρακάτω: «Η Γαλιλαία είναι ένα σχόλιο απλό και φωτεινό κάτω από το κείμενο της Καινής Διαθήκης. Ο Θεός φαντάζει εδώ ειρηνικός, ολιγαρκής, χαρούμενος, σαν καλός άνθρωπος.» Και συνεχίζει: «Μα η Παλαιά Διαθήκη με ανατάραζε πάντα αρμολογούντα πολύ πιο βαθιά με την ψυχή μου. Όταν διάβαζα την ωμή τούτη όλο γδίκηση και αστροπελέκι Βίβλο, που σαν το βουνό όπου κατέβηκε ο Θεός την αγγίζεις και καπνίζει, τινάζουμουν  από τη λαχτάρα να πάω να δω με τα μάτια μου τ’ αποτρόπαια βουνά όπου γεννήθηκε και να τ’ αγγίξω.»…  Σαν εμβόλιμο δημοσιεύεται το «Ένα Γράμμα» στην Αγαπημένη του Μουντίτα. Την σύντροφο συνταξιδιώτισσα στα γερμανικά χώματα που βάδισε ο δάσκαλός τους φιλόσοφος Φρειδερίκος Νίτσε, την γνωστή μας μαρξίστρια Έλλη Λαμπρίδη. Στον Καζαντζάκη ταιριάζει αυτό που ο ίδιος γράφει: «Ο Ήρωας μιας ράτσας θέτει πάντα ως σκοπό το Αδύνατο’ μα γρήγορα το πλήθος εφευρίσκει μικρές δυνατότητες, βολικούς πρόχειρους σκοπούς, κι αλαφρώνει». Σελ. 111.

     Το Καζαντζακικό ταξίδι συνεχίζεται στα αγιασμένα χώματα της Ιερουσαλήμ και στην χώρα της πανάρχαιας ράτσας, φυλής των Εβραίων. Η «Γη της Επαγγελίας» βρίσκει τον εικονογράφο της ψυχής της ιστορικής παράδοσής της. Από την Καζαντζακική στιχομυθία:

     «-Ποιος είσαι;

-Είμαι το Μάτι που άγρυπνο μεσουρανώ στα σωθικά σου και βλέπω. Και θες δε θες, είτε μπροστά πηγαίνεις είτε πίσω, και στο χαμό σου και στη λύτρωση, ανήλεα σε σεριανίζω!

-Δε θέλω! Είμαι άνθρωπος, σάρκα και λάσπη και πνέμα, ένα! Κι όλος, ως την καρδιά, ως το μέτωπο και πάνω από το μέτωπο, καίγουμαι! Η ερημιά δε γαληνεύει την καρδιά μου, ο Χριστός δεν μπορεί πια να σώσει την ψυχή μου, μια φωνή αυστηρή με κράζει και την ακλουθώ. Δεν παίζω εγώ θέατρο και δε θέλω θεατές.

-Δε σε ρωτώ! Είμαι εντός σου, από πάνω σου, καβαλάρης. Εγώ μονάχα δεν περέρχουμαι, κι εσύ φύγεις, εφήμερο παιχνίδι του νερού, του χωμάτου, της φωτιάς και του ανέμου! Εγώ μονάχα υπάρχω!

-Ποιος εσύ;

-Τόσα χρόνια είμαι μαζί σου, δυστυχισμένε και δε με γνώρισες;

     Η φωνή έτσι έσβησε, περιπαιχτικιά και θλιμμένη.».

Τα Ταξιδιωτικά του Νίκου Καζαντζάκη είναι το συμπλήρωμα της φιλοσοφίας των μυθοπλασιών του αν και, ακολουθούν διαφορετική διαδρομή, αποτελούν θα σημειώναμε πρώιμες εισηγήσεις της Ταξιδιωτικής Λογοτεχνίας στην χώρα μας. Αλληλένδετες επιδράσεις της μυθοπλασίας, του αυτοβιογραφικού λόγου, της ταξιδιωτικής περιπέτειας, της Καζαντζακικής φιλοσοφίας και φαντασίας πέρα από τα είδη γραφής που καλλιεργεί και χαράσσει το προσωπικό του πιστεύω, τα οντολογικά του ερωτήματα, θέτει τις υπαρξιακές του αγωνίες. Η Κραυγή του είναι ενιαία, αυτή του Ποιητή.

     Επόμενος σταθμός του Νίκου Καζαντζάκη το «Νησί της Αφροδίτης». Στη Μεγαλόνησο που ο Ελληνισμός αποκαλύπτει τις Ομηρικές του ρίζες, στην γλώσσα και στην εκφραστική της, τα ήθη και τα έθιμα της ζωής, τις θρησκευτικές της παραδόσεις και κοινωνικές συνήθειες, στο μυθικό της ερωτικό πρόσωπο. Ο Κυπριακός Ελληνισμός στάθηκε αλώβητος-και ευτυχώς- από τις αχαρακτήριστες πολιτικές πρακτικές και επεμβάσεις του Ελλαδικού Ελληνισμού και του κατεστημένου του για πολλούς αιώνες. Η περίοδος της Αγγλικής κυριαρχίας και διακυβέρνησης έφερε την αρχή του τέλους της ανεξαρτησίας της Κυπριακής οντότητας. Ότι με τις πολιτικές τους πρακτικές την ζημίωσαν οι έλληνες πολιτικοί προσπάθησαν να λειάνουν οι κατά καιρούς ελλαδίτες ποιητές, πεζογράφοι, θεατρικοί συγγραφείς, διηγηματογράφοι, δοκιμιογράφοι, λόγιοι με τα έργα, τις καλλιτεχνικές τους δημιουργίες, τις επισκέψεις τους στο Νησί.

Διαβάζοντας την Ταξιδιογραφία του Νίκου Καζαντζάκη, βλέπουμε έναν άνθρωπο ασκητικό, λιτοδίαιτο, ολιγαρκή στις επιθυμίες του, άπληστο για γνώσεις και εμπειρίες, αναζητητή ενός Θεού λυτρωτή πέρα από ιστορικές και πολιτισμικές παραδόσεις, τα κατά καιρούς ονόματα που του δίνουν οι άνθρωποι. Φυσικά, συμφωνώντας με τον μαθητή και πνευματικό του σύντροφο, τον Παντελή Πρεβελάκη, ο Καζαντζάκης εμφορείται από αυτό που θα ονομάζαμε «αριστοκρατικό εθνικισμό» κάτι που, είναι εμφανές μεταξύ άλλων κειμένων του, στο Ταξίδι του στο Μοριά, που συμπεριλαμβάνεται στις τελευταίες σελίδες του τόμου. Τα κείμενα των περιηγήσεών του στην Πελοπόννησο έχουν σταθεί αφορμή και πηγή έρευνας για αρκετούς Καζαντζακικούς ερευνητές και μελετητές, στις δικές τους μελέτες και στις προτεινόμενες θεωρητικές ερμηνευτικές της «αριστοκρατικής του ιστορικότητας». Στον τρόπο που βλέπει και αντιμετωπίζει την Ιστορία.

     Και στην επίσκεψή του στην Κύπρο, ο Καζαντζάκης, περιγράφει το κρυφό μεθύσι της ζωής των ανθρώπων και του χώρου, του γεωγραφικού τοπίου στην λαύρα του Καλοκαιρινού του ταμπλό. Φωτογραφίζει την ψυχή και την συνείδηση του χώρου, των τοποθεσιών και των κατοίκων τους, την μάλλον απλοϊκή προσωπικότητά τους, την φτώχεια του βίου τους, τις συνήθειές τους, έρχεται σε επαφή όχι με φημισμένα Κυπριακά πρόσωπα αλλά καθημερινές του εμπόρισσες γυναίκες, παιδιά και γέρους. Περιγράφει περιστατικά και ατομικές αντιδράσεις. Συμπλέκει την ιστορία με την μυθολογία, την τέχνη με τις τοπικές παραδόσεις, ιστορίες και βιώματα ανθρώπων με την αρχαία ιστορία των χωμάτων που τα περπατούν, ζουν, εγχαράσσεται στη μνήμη και την φαντασία τους τα αρχαία Κυπριακά είδωλα, τα «Κουκλιά». Προγονικοί αρχαίοι Θεοί ή Δαίμονες, τι σημασία έχει ή παίζει στο παρόν τους, καμία. Η ιστορία έχει σταθερή διάρκεια αλλά διαφορετικές εκφραστικές εκδηλώσεις και εμφανίσεις των συμβόλων της και των προβολών της. Άλλες φορές οι διάφορες ανθρώπινες καταστάσεις εμφανίζονται στην στασιμότητά τους. Το φυσικό περιβάλλον προσδιορίζει τις ανάγκες των ανθρώπων διαμορφώνει την ιστορική τους εικόνα, διαπλάθει το μύθο των σχέσεών τους τόπων και ανθρώπων. Καταπληκτικές και πάντα ιδιαίτερες, βαθυστόχαστες και καθαρές οι περιγραφές της πανίδας και της χλωρίδας του Κυπριακού εδάφους. Κάθε τόπος και κάθε χώρος έχει την δική του ελκυστική μαγεία στα μάτια του Κρητικού ταξιδευτή και κάθε ταξιδιώτη. Μια ενιαία γραμμή φιλοσοφίας και σταθερού στοχασμού, οπτικής αναζητήσεων, οντολογικών παρατηρήσεων χαρακτηρίζει την γραφή του, κάθε φορά η σκέψη του εξαρτάται αν όχι αποκλειστικά, πάντως σε μεγάλο βαθμό από τον χώρο, την ατμόσφαιρα που τον τυλίγει. Δεν μας προαναγγέλλει ιστορικές αλλαγές η ματιά του, δεν είναι περιηγητικά αναθεωρητική η γραφή του, ούτε διακοσμημένη με εξωτερικές εκπλήξεις ώστε να προκαλέσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Το Κυπριακό τοπίο την δεδομένη χρονική στιγμή δεν είναι ένας ξερός, στεγνός χώρος αποφλοιωμένος από αναμνήσεις και μνήμες, παραστάσεις (πεδίο έρευνας και εξέτασης της επιστήμης και των ιστορικών) άγευστο από τις χιλιάδες επιρροές και εμπειρίες των ανθρώπων μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι και κληρονομιά του. Το τοπίο, το όποιο τοπίο, ανεξάρτητα του φορτίου των εθνικών και πολιτιστικών του παραδόσεων, ανθρώπινης φυλής και ράτσας περιπέτεια, είναι η συλλογική μνήμη των ανθρώπων στην ιστορική τους διαδρομή και κατοπινής πορεία ζωής καθώς πρωτοαντικρίζουν το φώς της ημέρας, νιώθουν την θερμότητα του ήλιου, ακούγεται το πρώτο της ανασφάλειας κλάματα τους, βλέπουν αυτό ακόμα που δεν κατανοούν το σχήμα τους, την μορφή τους έρχονται σε επαφή μπουσουλώντας και κλαίγοντας με αυτό που αποκαλούμε ύπαρξη στις πολλαπλές εκδηλώσεις της και την ονοματίζουν σε μια μητρική γλώσσα και πατρική που διδάσκονται ως φθόγγοι ως κραυγή. Είναι η μυθολογία της, ο αβάσταχτος σκληρός, ασήκωτος και ανερμήνευτος ρεαλισμός της και πολλές φορές κυνισμός της, η αδελφωμένη με τα πράγματα γύρω της φωνή της. Ο χώρος, ο εθνικός χώρος κάθε λαού και των ανθρώπων που τον κατοικούν, είναι τα χώματα που τους γέννησαν, βάδισαν, έκλαψαν και γέλασαν, έπαιξαν τους βόλους τους και θαμπώθηκαν από το φώς του ήλιου. Είναι οι ήχοι που ακόμα δεν αναγνωρίζουν και όμως τους μαγεύουν και τους προσκαλούν την προσοχή, ένα πλέγμα άγνωστων και αινιγματικών ή και σκοτεινών καταστάσεων που τους αναμένουν καθώς μεγαλώνουν. Είναι οι αναρίθμητοι ρυθμοί της Φύσης, οι κελαϊδισμοί των πουλιών τα τιτιβίσματα των εντόμων, το πέταγμα των πτηνών, το χαμόγελο και η θλίψη κάθε έμβιας ζωής πάνω στον πλανήτη, η βία της άγριας ζωής στην αναζήτηση της τροφής τους. Το τοπίο είναι το μητρικό γάλα και η αίσθηση της ασφάλειας της μητρικής αγκαλιάς και πατρικής σιγουριάς των πρώτων βημάτων, είναι η ψηλάφηση του σώματος κάθε φορά αλλιώς και ιδιαιτέρως, η πρώτη ερωτική συγκίνηση και επαφή, το δειλό άγγιγμα του σώματος του άλλου, το φιλί του στεναγμού και του λυγμού της εικόνας του Άλλου πέρα από φύλο και ηλικία, θρήσκευμα ή καταγωγή. Είναι το παιχνίδι μιάς εθνικής γλώσσας που τα ριζώματά της εξαρτώνται από την εκάστοτε πατρίδα αναφοράς των ανθρώπων. Οι ρίζες της προέρχονται από τα γενέθλια χώματα κάθε ατόμου-πέρα από φύλο και φυλή- πριν ακόμα το άτομο ψελλίσει τις πρώτες του συλλαβές, σχηματίσει την προσωπική του μυθολογία και χαρακτήρα, του χώρου από τον οποίο προέρχεται. Τα χώματα της πατρίδας είναι η αναγνώριση της προσωπικής μας ιστορίας που ακόμα δεν έχει ερμηνευτεί, κατανοηθεί στην ιστορική καθολικότητά της. Αυτό το γνωρίζει ο Κρητικός Νίκος Καζαντζάκης. Είναι τα χώματα της ιστορίας που δεσμευτικά υποδέχονται την αρχή και το τέλος της ζωής των ανθρώπων που τα περπατούν, τα οργώνουν, τα πατούν, τα φροντίζουν, τα καλλιεργούν, τα διαφυλάσσουν, τα προστατεύουν. Η πρώτη πατρίδα των ανθρώπων δεν είναι η γλώσσα-ή τουλάχιστον μονάχα αυτή- είναι η αίσθηση του συνανήκειν σε έναν χώρο μία τοποθεσία, -σε δύο διαφορετικές σωματικά οντότητες που σε προστατεύουν, σε καθοδηγούν, σε προφυλάσσουν- που αρδεύει τις ρίζες και την παράδοσή της, την προϋπάρχουσα ατμόσφαιρά ενός Τόπου πριν την δική σου βιολογική εμφάνιση.

Ας μου επιτραπούν χαρακτηριστικά παραδείγματα. Το σύνολο έργο του Νίκου Καζαντζάκη μπορεί κανείς να το αποδεχτεί ή να το απορρίψει, το ίδιο μπορεί να πράξει και για επιμέρους είδη και κατηγορίες της γραφής του, μυθιστόρημα, ποίηση, θέατρο κλπ, να καυτηριάσει αρνητικά ή να επαινέσει θετικά τις ιδέες και τις σκέψεις του, την γενικότερη στάση απέναντι στα προβλήματα και αδιέξοδα της ζωής, την ατομική του φιλοσοφία, την Νιτσεϊκή του αγωνία, όμως, όποιος αναγνώστης θελήσει να έρθει σε επαφή, να διαβάσει έστω και ένα βιβλίο του αμέσως θα καταλάβει και θα αποδεχτεί ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν έλληνα συγγραφέα ο οποίος κατάγονταν από τα Κρητικά χώματα. Πέρα από τον στρόβιλο της σκέψης και των στοχασμών του, πέρα από την υιοθέτηση μιάς γλώσσας πανελλήνιας, πανελλαδικής εμβέλειας γλωσσάρι, πέρα από τις σπουδές του και τις περιηγητικές περιπλανήσεις του στην υδρόγειο, ο Νίκος Καζαντζάκης σαν προσωπικότητα και σαν γραφιάς ( συνήθειες κοινωνικών του αντιδράσεων) παρέμεινε ένας Κρητικός Έλληνας. Παρά τις συνεχείς περιπλανήσεις τους στους χώρους του πνεύματος και των διαφόρων χωρών, τίποτα δεν κατόρθωσε να εκμηδενίζει την Κρητική του ταυτότητα και χαρακτήρα ακόμα και το ύφος της πλούσιας και πολύχρωμης γλώσσας του. Το ίδιο θα υποστηρίζαμε και για την περίπτωση του Σκιαθίτη Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, το ίδιο και για του Επτανήσιους ή Μικρασιάτες λογοτέχνες, τους Μανιάτες, Πελοποννήσιους δημιουργούς, Ηπειρώτες, Μακεδόνες κλπ. Αυτό δεν συμβαίνει και με τον ηδονικό και ερωτικό Κωνσταντίνο Π. Καβάφη, είναι η φωνή του Αλεξανδρινού λέμε αμέσως μόλις την ακούμε να την διαβάζουν. Είναι μήπως τοπικιστική ή εθνικιστική η ματιά του Θεσσαλονικιού ποιητής Ντίνου Χριστιανόπουλου; Το ίδιο συμβαίνει και στους χώρους της ξένης λογοτεχνίας και γραμματείας. Ακόμα και οι πιο ριζοσπαστικές και εξτρεμιστικές συγγραφικές φωνές της Αμερικάνικης συγγραφικής παράδοσης, μοντερνιστών και παραδοσιακών, η ταυτότητά τους είναι πρώτα εθνική δηλαδή Αμερικάνικη. Οικουμενική η εικαστική δημιουργία του μεγάλου Πάμπλο Πικάσο αλλά είναι ο ισπανός στην καταγωγή διεθνούς φήμης ζωγράφος, το ίδιο και ο Σαλβαντόρ Νταλί, ο ανδαλουσιανός ποιητής και θεατρικός ποιητής Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, ο ιρλανδός εστέτ Όσκαρ Ουάϊλντ. Η σκηνοθετική ματιά του Αντρέι Ταρκόφσκι, το κινηματογραφικό πνεύμα του Σεργκέι Αϊζενστάιν, είναι οικουμενικό, διαχρονικό, υπερ-ιστορικό, εκφράζει τις μεταφυσικές θρησκευτικές πτυχές της σλάβικης φυλής ή της μαρξιστικής κομμουνιστικής ιδεολογίας, όλοι όμως αναγνωρίζουμε ότι είναι ρώσοι δημιουργοί και καλλιτέχνες και ανήκουν στην ρώσικη πνευματική επικράτεια όπως ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, ο Λέων Τολστόι, ο Μαξίμ Γκόργκι, ο Άντον Τσέχωφ και τόσοι άλλοι. Θέλω να πω, ότι δεν μπορεί να θαυμάζουμε τον μεγάλο έλληνα ιστορικό Θουκυδίδη και να αρνιόμαστε τον «εθνισμό» ή τον «εθνικιστικό» πατριωτισμό των Αθηναίων, των Σπαρτιατών, των Θηβαίων, των κατοίκων των άλλων ελληνικών πόλεων. Ο εκάστοτε τόπος, η όποια πατρίδα, τα γενέθλια χώματα έχουν σύνορα. Στους ανεμόμυλους της Ιστορίας οι άνθρωποι πολεμούσαν για συγκεκριμένα, απτά πράγματα, καθημερινά και αναγκαία στους ίδιους, τα παιδιά τους, τις οικογένειές τους. Η εξάλειψη της οικονομικής και κοινωνικής αδικίας και εκμετάλλευσης δεν γίνονταν και εξακολουθούν να γίνονται μέσα στο παιχνίδι της Ιστορίας με παραδείσιους όρους μη υπεράσπισης τους, μεταφυσικά αερόστατα διεθνιστικής περιπλάνησης ιδεών και αποδοχής του υφιστάμενου Κόσμου. Μπορεί στο απώτατο μέλλον η ανθρωπότητα να παγκοσμιοποιήσει την ανθρώπινη σκέψη, να εξαλείψει τις επιμέρους εθνικές ιδέες, να συνενώσει ηπείρους και έθνη σε μία «παγγαία» ιστορικών και πολιτισμικών αναφορών, προ το παρών, οι άνθρωποι ανήκουμε σε έθνη, κρατικές οντότητες, θρησκείες, φύλα, χρώμα, της πατρίδας του καθενός χώματα, και δύσκολα αποφασίζουν να γίνουν περιπλανώμενοι πρόσφυγες. Άλλες οι αιτίες της προσφυγιάς και μετανάστευσής τους προσδιορίσημες και εξηγήσιμες, στο σκληρό παιχνίδι των γεωστρατηγικών και οικονομικών συμφερόντων όχι δικαιολογήσιμες ιστορικά εξ ου και οι πολέμοι. Κατακτητικοί ή αμυντικοί. Αναφέρω αυτά τα άτακτα της δικής μου αναγνωστικής σκέψης για όσους και όσες παλαιότερους μελετητές και σύγχρονους, θεωρούν τον Νίκο Καζαντζάκη εθνικιστή και «σοβινιστή». Κατά την αναγνωστική μου γνώμη λάθος θέση και άποψη, ο Καζαντζάκης είναι αυτό που μας φανερώνει διαρκώς, ένας Κρητικός. Όσο για την σκέψη του είναι αυτό που αναφέρει στην αρχή της περιήγησής του στον «Μοριά» του έκτου κεφαλαίου του βιβλίου του «Ταξιδεύοντας», είναι δηλαδή το πρόσωπό του όπως και της Ελλάδας ένα παλίμψηστο με ότι αυτό σημαίνει και συνεπάγεται στην αποδοχή, ερμηνεία ή άρνηση της γραφής του. Και οι Ταξιδιωτικές του εργασίες είναι τα διάφορα στάδια της σκέψης του, τα ιδεολογικά και φιλοσοφικά, ιστορικά και αισθητικά μέρη από τα οποία πέρασε, μέχρι να καταλήξει ή κατασταλάξει στην δική του κοσμοθεωρία και αγωνία ζωής. Του ηρωικού αγώνα του ανθρώπου στην κατάκτηση της απόλυτης Ελευθερίας.

Ο Νίκος Καζαντζάκης, ακολούθησε τα χνάρια των μυστικών αγίων και προφητών της παγκόσμιας παράδοσης δίχως όμως την δική τους ιστορική και μεταφυσική, υπαρξιακή ελπιδοφόρα σημαντική, καταστάλαγμα ζωής και πίστης. Οι μεγάλοι μύθοι των ηγετών των Θρησκειών, τα αγωνιστικά χνάρια των αγίων πιστών τους, μαρτύρων και συμβόλων τους προσφέρουν στον Άνθρωπο μία Ελπίδα, ο Καζαντζάκης όχι. Ο ηρωικός του μηδενισμός ήταν κάτι που δεν αντέχονταν από τις μεγάλες ανθρωπομάζες. Ο Νίκος Καζαντζάκης φιλοδόξησε να μεταδώσει τις δικές του αγωνιστικές αντοχές και υπαρξιακές ανάγκες στους ώμους μιας Ανθρωπότητας που δεν την ενδιέφερε. Ο Αλέξης Ζορμπάς μπορεί να σαρκάζει τον θάνατο όχι όμως και το ανθρώπινο περιβάλλον του. Ο Καπετάν Μιχάλης είναι το σύμβολο της δικής του πατρικής εξουσίας όχι όμως και του συνόλου των πατεράδων της Ανθρωπότητας. Ο Καζαντζάκης δεν «κατόρθωσε» να γίνει «άγιος» όπως αναζητούσε από τα νεανικά του χρόνια, όχι γιατί ήταν ηθικά άμεμπτος, ακέραιος σαν χαρακτήρας ίσως και πέραν των ορίων φιλάνθρωπος αλλά γιατί δεν κατόρθωσε να ανακαλύψει το δρόμο της μεταφυσικής ανταμοιβής και ελπιδοφορίας που έχει ανάγκη από την εμφάνισή του πάνω στη Γη το Ζώο που λέγεται Άνθρωπος, για να αντέξει την ύπαρξή του μέσα σε ένα φυσικό περιβάλλον εχθρικό με αμέτρητους κινδύνους και αδιέξοδα. Η σβούρα του μυαλού του δεν σταμάτησε σε κανένα, τόσο απαραίτητο μέσα στην Ιστορία «Κοινωνικό ψεύδος», στις «Κατά συνθήκη συμβάσεις» της ανθρωπότητας που οικοδομούν τα διαφορετικά παλίμψηστα των πολιτισμικών και ιστορικών εκδοχών της Ζωής. Η αχόρταγη ψυχή του «βιάστηκε» από την θέλησή του να αποδεχτεί το αδύνατο. Και με την έννοια αδύνατο, δεν εννοούμε το φαινόμενο του θανάτου, αυτό ούτως ή άλλως είναι κάτι δεδομένο και ανεξάρτητο από την δική μας βούληση αλλά κάτι μάλλον πιο ισχυρό και δραστικό στις συνειδήσεις των ανθρώπων, την προσωπική τους αντοχή απέναντι στην ελπίδα και την ατομική κάθε φορά δικαίωση. Δεν θέλει κότσια μόνο η μεταφυσική απόρριψη και άρνηση αλλά και το αντίθετό της, η όποια μυθική αποδοχή της, ιστορική αποδοχή της, μεταφυσική της αναγνώριση. Ο ηρωικός και μαρτυρικός δρόμος της αγωνίας κάθε ανθρώπου προσέγγισης των δύο εκδοχών της Αλήθειας είναι κοινός. Αυτό, μάλλον δεν το αποδέχτηκε- από ιδιοσυγκρασία χαρακτήρα- ο Καζαντζάκης. Ο Καζαντζάκη ίσως, πάλευε για να παλεύει. Σωτηρία του, τα 24 γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου στους διαφορετικούς κάθε φορά συνδυασμούς τους και περιδινήσεις τους. Όμως, ούτε η γλώσσα δεν τον «έσωσε» κράτησε την «επικαρπία» της αναγνωστικής αναγνώρισης της γραφής του με τους όρους μέσα στον χρόνο που ήθελε η ίδια. Σίγουρα η φωνή του διασώθηκε, ασφαλώς η τιγρίσια Κραυγή του ακόμα ακούγεται στα πέρατα της οικουμένης, σαν μία ηχώ σπαρακτικής μεγαλειώδους και μαγευτικής «αποτυχίας» όπως είναι όλες οι Κραυγές των τιτάνων δημιουργών του παγκόσμιου πνεύματος. Το γλωσσικό της γραφής του βέλος του Νίκου Καζαντζάκη, ενδέχεται να μην στράφηκε σε κάποια θεϊκή ή μεταφυσική βεβαιότητα μόνο αλλά προς τον ίδιο του τον εαυτό. Γιατί, μερικά παγκόσμια και σκοτεινά αινίγματα, παραμένουν άλυτα και αυτή είναι η αξία τους, η ομορφιά τους, ο λόγος της ύπαρξής τους, δεν θάβονται κάτω από τόνους προσευχών και παρακλητικών ύμνων ούτε κάτω από όγκους φιλοσοφικών και γνωσιολογικών αρνήσεων και απορρίψεων συγγράμματα. Και το υψιπετές φτερούγισμα των αγγέλων κουράζει, εξαντλεί, πόσο μάλλον η γραφή μιάς φθαρτής ύλης ακόμα και ενός έλληνα ποιητή από την Κρήτη.

      Ο Καζαντζάκης λοιπόν, υφαίνει ένα ενιαίο ταξιδιωτικό, περιηγητικό υφαντό στο χρόνο. Ταξιδεύει και παρατηρεί καταγράφει και εικονογραφεί σε βάθος και με προσοχή, ευλάβεια τα πάντα και τους πάντες. Ορατά και αόρατα όπου ο νους του πεταρίζει, η φαντασία του φτερουγίζει. Συνενώνει ψυχές, σώματα, συνειδήσεις, ιστορία, μυθολογία, πολιτική, φιλολογία, χώρους και τοπία, καταστάσεις, διαφορετικές ηλικίες, ίχνη Θεών, Ανθρώπων, πολιτικές δυνατότητες του πνεύματος και της φθαρτής ύλης. Με μια ενεργητικότητα αξιοθαύμαστη και αξιοζήλευτη, που κάνει τον Καζαντζακικό αναγνώστη να μην ξεχωρίζει τα είδη και την ποιότητα, την αξία της γραφής του.

     Νεοφώτιστη κάθε φορά η ματιά του «εξορκιστική» η γραφή του των παραπτωμάτων της Ιστορίας, της Πολιτικής και της Θρησκευτικής μεταφυσικής, της ανθρώπινης κοινωνικότητας. Μια υμνολογία του χώρου και των ανθρώπων στην καθολικότητά τους πριν το τέλος της φθαρτότητάς τους.

     Συμπερασματικά, τα Ταξιδιωτικά μπορεί για κάποιους να αποτελούν εύπεπτα και ξεκούραστα λογοτεχνικά αναγνώσματα μέσα από τα οποία γνωρίζουν τόπους και μέρη που έχουν ή δεν έχουν επισκεφθεί, για τους σταθερούς αναγνώστες του Καζαντζακικού έργου αποτελούν πηγή απαντήσεων αρκετών ερωτημάτων, συγκριτικά με τα «ταξιδιογραφήματα» άλλων ελλήνων δημιουργών της εποχής του. Οι Ταξιδιωτικές αναμνήσεις δεν πρέπει να θεωρούνται λογοτεχνικό πάρεργο αλλά μια «ιδεο-πνευματική» και μια «φαντασιο- δημιουργική» ανάπλαση και αναγέννηση ενός τόπου και μιάς εποχής», σ.14.

     Στην σωστή ανάγνωση και ερμηνεία των Ταξιδιωτικών βιβλίων του Νίκου Καζαντζάκη απαραίτητη είναι η διαμερισματοποιημένη εισαγωγή και τα στοιχεία που δημοσιεύει ο επιμελητής της έκδοσης, επιστημονικός σύμβουλος των εκδόσεων Καζαντζάκη κ. Νίκος Μαθιουδάκης, για την ειδική έκδοση της εφημερίδας ΕΘΝΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, το 2014. Εξώφυλλο- σχεδιασμός Δημήτρης Αν. Νίκας. σελ.336

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς 12 Ιουλίου 2024

Με την λαύρα της Καζαντζακικής γραφής να συναγωνίζεται την Καλοκαιρινή.     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου