Τρίτη 9 Ιουλίου 2024

Κλείτος Ιωαννίδης, Ο κριτικός δεν μπορεί να αντικαταστήσει τον αναγνώστη

 

Ο κριτικός δεν μπορεί να αντικαταστήσει τον αναγνώστη

Του Κλείτου Ιωαννίδη

περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα τχ.2/1, 1987, σ.16

       Πέρασε μισός αιώνας από την Κυπριακή Τραγωδία. Ακατανόητες πολιτικές ενέργειες και διπλωματικές αποφάσεις των τότε ελλήνων και κυπρίων πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών, άφρονες και αχαρακτήριστες επιλογές της κυπριακής εκκλησίας, της ιεραρχίας (των τριών μητροπολιτών) έφεραν τα φρικτά, αιματηρά, φοβερά αποτελέσματα και δύστοκες συνέπειες στην σύγχρονη ελληνική ιστορία του Ελληνισμού. Ένα μέρος του πανάρχαιου Κυπριακού Ελληνισμού χάθηκε από την στρατιωτική τουρκική εισβολή και κατοχή του Κυπριακού εδάφους. Η Κύπρος διχοτομήθηκε αμετάκλητα, η τούρκικη εισβολή και κατοχή του 1974, με την σιωπηρή ανοχή των τότε μεγάλων δυνάμεων και των δύο πολιτικών και ιδεολογικών στρατιωτικών συνασπισμών, υπήρξε η δεύτερη μεγάλη Ελληνική Εθνική τραγωδία μετά την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 τον προηγούμενο αιώνα. Πάνω από 200.000 ελληνοκύπριοι ξεριζώθηκαν από τις πατρογονικές τους εστίες, έγιναν πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα. Έχασαν τα σπίτια και τις περιουσίες τους, τις δουλειές τους, καταστράφηκαν οι τάφοι των προγόνων τους, γκρεμίστηκαν τα ιερά τους, χάθηκαν οι πολιτιστικοί τους θησαυροί. Μαυροφορέθηκε η Κυπρία Αφροδίτη, θρήνησαν και εξακολουθούν να μοιρολογούν έκτοτε τον χαμό των δικών τους ανθρώπων οι Κύπριες μανάδες, πατεράδες και παιδιά, γονείς. Θρηνούν συγγενείς και φίλους, μέλη των οικογενειών τους που σκοτώθηκαν στον πόλεμο, χάθηκαν στην ξένη επέμβαση και κατοχή από τον εισβολέα ή παρέμειναν, για δεκαετίες αγνοούμενοι. Κύπριοι και Έλληνες δολοφονηθέντες και θυσιασθέντες μάρτυρες στο βωμό στρατιωτικών, οικονομικών, πολιτικών γεωστρατηγικών συμφερόντων. Η Ελλάδα-με δική της υπαιτιότητα, (των τότε ηγετών της)-έχασε έναν πόλεμο στη νεότερη σύγχρονη ιστορία της με τρομακτικά για τον Ελληνισμό αποτελέσματα έκτοτε. Μετά τις δύο τούρκικες εισβολές του 1974 ο εθνικός κορμός του Ελληνισμού κουβαλά στα σπλάχνα του ένα ανοιχτό τραύμα. Ένα ιστορικό τραύμα που πέρασε ήδη και κατέχει σημαντική θέση στην Κυπριακή και Ελληνική γραμματεία και τέχνη εδώ και μισό αιώνα. Κάθε μορφή της Ελληνικής Τέχνης, κάθε εκφραστικό της είδος, ατομικά ή συλλογικά αποτελέσματα του ελληνικού λόγου και γραφής αποτύπωσαν στα μετά- τραυματικά ιστορικά και πολιτικά αυτά χρόνια την Κυπριακή Τραγωδία. Όσες πολιτικές και διπλωματικές προσπάθειες και αν έγιναν τα 50 αυτά χρόνια η ΚΥΠΡΟΣ, παραμένει ακόμα σκλαβωμένη, διχοτομημένη, μοιρασμένη, τραυματισμένη, κατεστραμμένη στο υπόδουλο μέρος της. Το Κυπριακό του Ελληνισμού Τραύμα δεν έκλεισε, τα Κυπριακά χώματα «φυλακίζονται» με φράχτες από τις εχθρικές κατοχικές δυνάμεις, και όπως φαίνεται, δίχως να είμαι διπλωματικός ή ιστορικός αναλυτής, απλά ένας επαρκής θέλω να πιστεύω αναγνώστης και μελετητής ιστορικών και πολιτικών μελετών της Ελλαδικής και Κυπριακής λογοτεχνίας δεν θα κλείσει. Η διχοτόμηση όπως την ήθελαν (;)- την σχεδίαζαν (;)- οι ισχυροί της γης και οι σύμμαχοι των γειτόνων μας επιτεύχθηκε. Η γείτονα χώρα, από την δική της πλευρά, σαν κληρονόμος της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ποτέ δεν συγχώρησε την μικρή και φτωχή Ελλάδα που αγωνίστηκε για την ανεξαρτησία και την ελευθερία της τον 19ο αιώνα. Η πολιτική της γεωγραφικής επέκτασης του «μεγάλου ασθενούς» συνεχίζεται και μετά την εγκαθίδρυση της τούρκικης πολιτικής δημοκρατίας από τον ιδρυτή της. Η Μεγαλόνησος μοιράστηκε, ας το επαναλάβουμε, όσο και αν μας πονά σαν Έλληνες και Ελληνισμός. Τα ιστορικά και πολιτικά λάθη που διαπράξαμε σαν Έλληνες πληρώνονται στην διεθνή πολιτική και στρατιωτική σκακιέρα. Ή τουλάχιστον, θεωρώ, ότι οι δικές μας μεταπολιτευτικές γενιές που κατέβαιναν σε διαδηλώσεις και πορείες και υπέγραφαν ψηφίσματα διαμαρτυρίας, σήκωναν πλακάτ, έγραφαν συνθήματα υπέρ του ιερού αγώνα του Κυπριακού Λαού- Ελληνισμού και της απελευθέρωσης της Κύπρου από τον ξένο ζυγό και τα στρατεύματά του, δεν θα προλάβουν να την δουν Ελεύθερη. Μία ενιαία κρατική οντότητα. Τα παραβάν και τα παραπετάσματα δεν σκεπάζουν μόνο τα βυζαντινά ψηφιδωτά και τις χριστιανικές αγιογραφίες αλλά και τα Κυπριακά χώματα και τάφους των προγόνων του Ελληνισμού. Απαισιόδοξη, σκληρή, αλλά φοβάμαι ρεαλιστική διαπίστωση, αυτή είναι η σύγχρονη ιστορική και πολιτική πραγματικότητα του παγκόσμιου τσίρκου των μοντέρνων καιρών μας. Όσο για τα ψηφίσματα και τις αποφάσεις του ΟΗΕ είναι αστείο, και να σκεφτεί κανείς ότι έχουν αξία οι ανακοινώσεις, τα ψηφίσματα, τα λόγια των επίσημων εκπροσώπων του. Λόγια και ανακοινώσεις που λέγονται για να λέγονται στην αναγκαία επαγγελματική γραφειοκρατία του διεθνούς οργανισμού. Μπορεί να κάνω λάθος, πάντως, τα «όνειρα» που έλεγε ο ποιητής, δεν θα πάρουν ιστορική εκδίκηση στο άμεσο μέλλον. Ας ευχηθούμε οι Έλληνες και οι ιστορικοί του Μέλλοντος όταν προσμετρούν στην επικράτεια της χώρας μας τα νησιά του Αιγαίου να είναι ακόμα ίδια στον αριθμό.

     Η Βιβλιογραφία για την Κυπριακή Τραγωδία είναι τεράστια και στο γενικό της περίγραμμα και στις επιμέρους σχολιασμούς της γνωστή. Έχουν γραφεί εκατοντάδες ιστορικές μελέτες και ερευνητικές εργασίες, έχουν δημοσιευθεί χιλιάδες άρθρα και έχουν κυκλοφορήσει αντίστοιχα ποιητικά και πεζά, θεατρικά, δοκιμιακά βιβλία, ταξιδιωτικά, τα οποία μας μιλούν για την τραυματική αυτή περίοδο του Ελληνισμού, της Ρωμιοσύνης αν θέλετε από Κυπρίους και Έλληνες αλλά και Ξένους συγγραφείς, ιστορικούς και λογίους. Τα Λογοτεχνικά Πάρεργα και ο γράφων, έχει αναφερθεί ουκ ολίγες φορές στο θέμα αυτό και έχει αναρτήσει κείμενα για τα Κυπριακά Γράμματα και Κυπρίους συγγραφείς σε τακτά χρονικά διαστήματα, πέρα από τις ιστορικές ή ημερολογιακές επετείους. Φέτος, ασχολούμενος με τον Κρητικό συγγραφέα Νίκο Καζαντζάκη ανατρέχω και διαβάζω παλαιά δημοσιεύματα και άρθρα για το έργο του, τα είδη των βιβλίων του σε παλαιά τεύχη περιοδικών και εφημερίδων. Σε ένα από αυτά τα λογοτεχνικά περιοδικά-της νεανικής εποχής μας, δημοσιεύεται σε συνέχειες άρθρο για τον Νίκο Καζαντζάκη με τρείς επιστολές. Ακριβέστερα έχει να κάνει με τη δεύτερη σύζυγό του και κληρονόμο του την Ελένη Ν. Καζαντζάκη. Το άρθρο δημοσιεύεται στην σελίδα 15 του περιοδικού «ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ», τεύχος 2 / Ιανουάριος 1987 και φέρει τον τίτλο: «Ποιοι ξανασταυρώνουν τον Νίκο Καζαντζάκη», ενώ στην μαρκίζα της σελίδας αναγράφεται: «Στοιχεία- ντοκουμέντα από το έργο του μεγάλου Κρήτα συγγραφέα». Στην επόμενη σελίδα, αριθμό 16 των «Νεοελληνικών Γραμμάτων» παρουσιάζεται ο ποιητής και φιλόσοφος «Κλείτος Ιωαννίδης: Ο σύγχρονος Κύπριος λογοτέχνης» με ένα θεωρητικό του κείμενο που έχει τίτλο: «Ο κριτικός δεν μπορεί να αντικαταστήσει τον αναγνώστη». Το κάπως συνοπτικό ή περιληπτικό αυτό κείμενο (είναι εύλογα περιορισμένο το μέγεθός του εφόσον δημοσιεύεται σε έντυπο μαζί με άλλα) εξετάζει την σχέση του διαμεσολαβητή κριτικού με το πρωτογενές κείμενο, ως συνδημιουργού με τον ίδιο τον συγγραφέα. Ένα είδος συνδιαμορφωτή της γραφής που γεννιέται ή έχει κυοφορηθεί και προσφέρεται προς τέρψη του μέσου ή επαρκούς αναγνώστη. Τα γούστα πάντως αλλάζουν ή είναι πολύ προσωπικά και έχουν την δική τους αυτοτέλεια, σημαντική και πρόταση αποδοχής. Το ζήτημα του ρόλου που διαδραματίζει ο Κριτικός ανάμεσα στην πρωτογενή εργασία ενός δημιουργού και τον αναγνώστη, οι γέφυρες αποδοχής που στήνει ή δεν στήνει, η απαξίωσή του και η μη αποδοχή του έργου ενός δημιουργού, είναι κάτι που απασχόλησε τους ασχολούμενους με τα γράμματα από την αρχαιότητα, πέρασε τα μεσαιωνικά και της αναγέννησης χρόνια και έφτασε με τις όποιες εκδοχές του, αξίες και κανόνες του μέχρι των ημερών μας και τους διαφόρους εκπροσώπους των Τεχνών. Η Κριτική αυτονομήθηκε ως ξεχωριστό πεδίο έρευνας και αναφοράς. Ανάλογα την εποχή, τις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες, το ιδεολογικό ή πολιτικό της υπόστρωμα, η μεταβλητή της αποδοχής της κριτικής φωνής έναντι της πρωτογενούς δημιουργίας άλλαζε, γινόταν αποδεκτή ή απορρίπτονταν από τους ειδικούς, το αναγνωστικό κοινό τους επίσημους ιθύνοντες κρατικούς φορείς που, διαμορφώνουν, τον εθνικό «λογοτεχνικό κανόνα» και την αισθητική του λαού και των μεγάλων κοινωνικών στρωμάτων. Πάντως, πέρα από τις όποιες θετικές ή αρνητικές ενστάσεις και γνώμες μπορούμε να έχουμε για τον ρόλο και την αξία του Κριτικού, της κριτικής γραφής στις ζωές μας, στην διαχρονική ιστορία των ελληνικών γραμμάτων,-των τελευταίων αιώνων, ποιητές και κριτικοί παράλληλα δάσκαλοι ταυτόχρονα, όπως ο Κωστής Παλαμάς, επηρέασαν δραστικά και αποφασιστικά τις αναγνωστικές συνειδήσεις της εποχής τους αλλά και τις μεταγενέστερες δεκαετίες και διέπλασαν τα αναγνωστικά γούστα του κοινού. Ο Κριτικός για ένα διάστημα είχε και το ρόλο του παιδαγωγού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα από την Παλαμική συνεισφορά και ποιητική- αναγνωστική σοφία, η ανάδειξη στην επιφάνεια του αναγνωστικού χρόνου της ποιητικής φωνής του λησμονημένου Ανδρέα Κάλβου και η πρότασή του στους ποιητές και λογίους του καιρού του. Άλλη σημαντική περίπτωση είναι τα Προλεγόμενα του ποιητή και κριτικού επτανήσιου Ιάκωβου Πολυλά πάνω στην ερμηνευτική και την ανάγνωση, εξέταση των Σολωμικών ποιημάτων. Ο δοκιμιακός Σεφερικός λόγος των Δοκιμών του πόσα μας διδάσκει. Του Γιώργου Σεφέρη ως ποιητή και κριτικού ομού. Η κάπως αριστοκρατική περίπτωση του Ζήσιμου Λορεντζάτου που όχι μόνο σημάδεψε νεότερες συνειδήσεις νέων στοχαστών αλλά και τις βασάνισε ταυτόχρονα με τους ατομικούς του αποκλεισμούς και κρίσεις, και μία σειρά άλλων σύγχρονων  κριτικών περιπτώσεων οι οποίες υπερβαίνουν λογοτεχνικές σχολές και γενιές. Όπως πχ. οι περιπτώσεις εκείνες των νεοελλήνων ποιητών οι οποίοι είναι ταυτόχρονα και κριτικοί αναγνώστες, δάσκαλοι του θεωρητικού λόγου όπως αυτή του πανεπιστημιακού Νάσου Βαγενά, με το «εκλεκτικό» του ορισμένες φορές αγγλοσαξονικό ύφος και της καθαρότητας των κριτικών του νοημάτων. Του παλαιότερου ποιητή Νικόλαου Κάλλας, εγκατεστημένου στην Αμερική με τον υπερρεαλιστικό και μαρξιστικό τόνο της φωνής του και των θέσεών του. Του πανεπιστημιακού Γιώργου Ανδρειωμένου του οποίου οι βιβλιογραφικές- κριτικές του προτάσεις πάνω σε έλληνες ποιητές ή κριτικούς σημάδεψαν θετικά τους τομείς των ενασχολήσεών του. Βλέπε την πρόσφατη δίτομη εργασία του πάνω στα δημοσιεύματα του Κώστα Κουλουφάκου. Την περίπτωση του πεζογράφου Κώστα Βούλγαρη ο οποίος έχει ασχοληθεί και κυκλοφορήσει αρκετές αξιοπρόσεκτες εργασίες πάνω στην σύγχρονη ποιητική και πεζογραφική νεοελληνική παράδοση, ως αναγνωστική αφήγηση της ιστορίας και της κοινωνίας των ημερών μας ως κριτικός και επιμελητής εκδόσεων. Ο ξεχωριστός κριτικός λόγος του ποιητή Ανδρέα Καραντώνη με τις καίριες επισημάνσεις του, ακόμα και αν η κριτική του ματιά είναι απορριπτική όπως στην περίπτωση του Νίκου Καζαντζάκη. Του πεζογράφου Γιάννη Χατζίνη με το άπλωμα της σκέψης του, του ακούραστου Κλέωνος Παράσχου που δεν άφησε έργο και συγγραφέα της εποχής του που να μην ενδιαφερθεί και ασχοληθεί μαζί του αναδεικνύοντας εσωτερικές διαδρομές της σύλληψής του κλπ. Του ποιητή Αντώνη Φωστιέρη ο οποίος παράλληλα με τον ποιητικό λόγο διακονεί και τον χώρο της μετάφρασης από τα γαλλικά και ως κριτικός. Της αξιοπρόσεκτης ποιητικής και κριτικής γραφής του Αναστάση Βιστωνίτη, του οποίου η γλώσσα έχει τέτοια φορτία λυρισμού που σε αφήνουν άφωνο. Του Αλέξανδρου Ίσαρη με το διττό βλέμμα του ποιητή και εικαστικού που μετουσιώνεται σε κριτική θέση, του ποιητή και μεταφραστή αρχαίων έργων και ανθολόγου της δημοτικής ποιητικής παράδοσης Παντελή Μπουκάλα με τις εύστοχες πάντα επισημάνσεις. Του πανεπιστημιακού Βρασίδα Καραλή, του οποίου το κριτικό βλέμμα φορτίζεται εντονότατα από τα πεδία της φιλοσοφίας, της αρχαίας οντολογίας και των αισθητικών του προσλήψεων, σε σημείο που να χρειάζεσαι να καταφύγεις σε ειδικά λεξικά για να κατανοήσεις ενίοτε τον μαγευτικό και στην παραμικρή του λεπτομέρεια λόγο του και στις πιο ιδιαίτερες νοηματικά πτυχές της γραφής του. Το ύφος του είναι τόσο υψηλό (Λογγίνιο;) ακόμα και όταν μέσω της επιστολικής του γραφής πενθεί αγαπημένα του πρόσωπα. Και ίσως, μπορεί να λαθεύω, το αβάσταχτο βάρος του πένθους μεταβιβάζεται στην γλώσσα ως λύτρωση και όχι στο υποκείμενο που την εκφράζει. Του ποιητή Κώστα Στεργιόπουλου με τον βατό κριτικό λόγο και σκέψη, του οποίου θεωρώ δεν έχει αναγνωρισθεί η κριτική συνεισφορά όσο του αξίζει, το ίδιο και του πεζογράφου και κριτικού Πέτρου Χάρη, σταθερού υποστηρικτή της Καζαντζακικής συγγραφικής περιπλάνησης και αναζήτησης. Του ποιητή και εκδότη Δημήτρη Καλοκύρη με την πάντα εικαστική του ματιά, του πεζογράφου Πέτρου Τατσόπουλου με τις εξακτινώσεις της κριτικής του σκέψης στους χώρους της ιστορίας και άλλων σύγχρονων επιστημονικών πεδίων. Του Θεσσαλονικιού διηγηματογράφου και κριτικού Περικλή Σφυρίδη, του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου, του πεζογράφου Βασίλη Βασιλικού. (Ο Βασιλικός ασχολήθηκε κυρίως με τις μορφές και τα είδη της πεζογραφίας, τόσο στις δημοσιεύσεις του όσο και στις τηλεοπτικές του εκπομπές). Ας προσθέσουμε και την περίπτωση του θεατρολόγου Βάλτερ Πούχνερ ο οποίος τον τελευταίο καιρό μας έχει προσφέρει μία σειρά βιβλίων, ποιητικές του συλλογές πέρα από τις καθαρά θεατρικές του κριτικές και ερευνητικές εργασίες πάνω στην ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου και τις αναφορές του, και πολλές ακόμα σύγχρονες κριτικές φωνές οι οποίες εξακολουθούν να διαμορφώνουν με τα γραφόμενά τους το αναγνωστικό, γλωσσικό και αισθητικό μας κριτήριο και τις αξιολογήσεις μας. Μας βοηθούν στην ορθότερη προσέγγισή μας με ένα μυθιστόρημα, μία ποιητική συλλογή, ένα βιβλίο διηγημάτων, ένα δοκίμιο, στο διάβασμά τους. Κλασικό παράδειγμα από την αγγλική παράδοση είναι ο ποιητής Τόμας Στερν Έλιοτ και η πεζογράφος Βιρτζίνια Γουλφ. Δύο κριτικές φωνές εμβληματικές στον λογοτεχνικό χώρο της δυτικής επικράτειας. Στον χώρο του μοντερνισμού στον δυτικό κόσμο, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ τα παραδείγματα των Κριτικών θεωριών είναι πάμπολλα, πολυποίκιλα και αρκετές φορές αντιμάχονται το ένα το άλλο σε σημείο να έχεις την εντύπωση ότι παρακολουθείς αγώνα ρινγκ ως μη όφειλε. Άσε πια αυτήν την πολιτική κριτική ορθότητα που κατάντησε ένα είδος πνευματικού σκλαβοπάζαρου- αποικιοκρατίας της αμερικάνικης διανόησης απέναντι στις άλλες μη αμερικάνικες κουλτούρες και πολιτισμούς, τρόπους ζωής και σκέψης. Η γαλλική διανόηση από την άλλη, ακολουθεί και αυτή την δική της σχολή και έχει εδραιώσει την δική της θεωρητική παράδοση για το τι είναι Κριτική και ποιος ο ρόλος και η ευθύνη του Κριτικού και η σχέση του με τον συγγραφέα, όπως και στο τι είναι Λογοτεχνία. Κλασικό γαλλικό παράδειγμα οι κριτικές και δοκιμιακές προσεγγίσεις του Ζαν Πωλ Σάρτ, χαρακτηριστικό παράδειγμα το βιβλίο του για τον Ζαν Ζενέ, ή η τόσο μάλλον θολή ματιά του Ρολλάν Μπάρτ πάνω σε θέματα της γραφής ως αυτόνομης από τον συγγραφέα, το χέρι του. Ενδιαφέρουσα είναι και η εικαστική κριτική ματιά του Οδυσσέα Ελύτη έτσι όπως την διαβάζουμε στα «Ανοιχτά Χαρτιά» και σε άλλα του βιβλία. Ξεχωριστή είναι και η κριτική πρόταση του ποιητή και μυθιστοριογράφου Ευγένιου Αρανίτση. Οι κριτικές του πάντα κάτι νέο μας κομίζουν και μας ελκύουν ιδιαίτερα. Στον χώρο του Θεάτρου, φωνές σαν του Στάθη Δρομάζου, του Τάσου Λιγνάδη, του Μάριου Πλωρίτη, του Κώστα Γεωργουσόπουλου και ορισμένων άλλων είναι όχι μόνο θεατρική παιδαγωγία αλλά και τα γραπτά τους αγωγή ψυχής και εθνικής συνείδησης.

     Ασφαλώς, η αναφορά στην αρνητική θέση του γερμανού ποιητή Ράινερ Μαρία Ρίλκε που επικαλείται ο Κύπριος ποιητής Κλείτος Ιωαννίδης, για την αξία και σημασία του Κριτικού, δεν τον εμποδίζει να εκφέρει τις δικές του θέσεις και απόψεις έστω και αν στις μέρες μας έχουν σκεπαστεί από άλλες πιο σύγχρονες και άλλων κριτικών διακλαδώσεων αποτελεσματικότητας. Όσο για τα αρνητικά της αποδοχής ενός λογοτέχνη σχετικά παραδείγματα που μνημονεύει, είναι κάτι σύνηθες στον χώρο του πνεύματος. Αν ανατρέξουμε στην ιστορία της Κριτικής σκέψης θα διαπιστώσουμε πάμπολλες διιστάμενες, ή αμφίσημες, αντιφατικές κρίσεις πολλών μεγάλων και τρανών της τέχνης για άλλους ομοτέχνους τους. Αρνητικές κρίσεις που είτε προέρχονται από την μεροληπτική στάση του κριτικού-ως αναγνώστη, ή την γνωστική του ανεπάρκεια και μορφωτική υποδομή ή βασίζονταν σε θετικές ή αρνητικές ιδιοσυγκρασιακές θέσεις του και μόνο. Σίγουρα πάντως, όση αξία και αν έχει μία Κριτική φωνή, όσο καλογραμμένο και κατανοητό μπορεί να είναι και να διαβάζεται ένα Κριτικό κείμενο, δεν μπορεί να αντικαταστήσει την πρωτογενή δημιουργία ενός συγγραφέα. Άλλη η συγγραφική φαντασία ενός λογοτέχνη και άλλο η λογική ενός κριτικού που προσπαθεί να ξεκλειδώσει το κείμενο ερήμην και του ίδιου του συγγραφέα και του αναγνώστη. Πολλές φορές πολυφωτίζοντας για να μην σημειώσουμε πολυσκοτίζοντας το έργο το οποίο χάνει τον κεντρικό του στόχο ή το παγιδεύει σε θεωρίες επί των θεωριών που μετατρέπεται σε ένα αδιάβαστο και άχαρο κείμενο, αδιάφορο για τον αναγνώστη. Το Παπαδιαμαντικό και όχι μόνο κείμενο και γραφή για παράδειγμα, έχει χάσει τον αναγνωστικό προσανατολισμό του κάτω από το μικροσκόπιο σύγχρονων μοντέρνων θεωριών. Το ίδιο και ο Νίκος Καζαντζάκης. Το ποια από τις δύο περιπτώσεις της καλλιτεχνικής δημιουργίας, η γραφή ή κριτική αντιπροσωπεύει την συνείδηση της ίδιας της ζωής, αυτό είναι ένα άλλο κεφάλαιο προς εξέταση και συζήτηση στο κατά πόσο αληθεύει. Ή είναι ένα γλωσσοκεντρικό παιχνίδι της γραφής κοροϊδεύοντας τον εαυτό της. Στην ίδια σελίδα με το άρθρο δημοσιεύεται και ένα συγκινητικό και θρησκευτικής χροιάς ποίημα (ανυπόγραφο) του Κύπριου ποιητή και φιλοσόφου Κλείτου Ιωαννίδη ( Κύπρος Μούτουλλας 7/7/1944-) με τίτλο: «Πένθιμο σε μοναχό ποιητή».

Με την συμπλήρωση 50 χρόνων από την Κυπριακή Τραγωδία σκέφτηκα αντί να καταφύγω σε επετειακά ποιήματα να αντιγράψω και να αναρτήσω το κείμενο του Κύπριου ποιητή ο οποίος έζησε, βίωσε και ο ίδιος την εισβολή και κατοχή της πατρίδας του. Ας δώσουμε όμως πρώτα ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από τον οδοιπορικό λόγο του Κρητικού συγγραφέα και ποιητή Νίκου Καζαντζάκη από ταξίδι του στην Κύπρο το 1926 και στο τι με γλαφυρό και παραστατικό τρόπο μας αφηγείται-για τους ανθρώπους, τους θρύλους και το Κυπριακό τοπίο- στο βιβλίο του: ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ «Ιταλία- Αίγυπτος- Σινά- Ιερουσαλήμ- Κύπρος- Μοριάς» σε εισαγωγή και επιμέλεια: Νίκου Μαθιουδάκη, επιστημονικού συμβούλου των εκδόσεων Καζαντζάκη. Ο τόμος είναι ειδική έκδοση της εφημερίδας ΕΘΝΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, Αθήνα,2, 2014. Εξώφυλλο-σχεδιασμός Δημήτρης Α. Νίκας. Οι Κυπριακές εντυπώσεις του Καζαντζάκη περιλαμβάνονται στις σελίδες 189-194 κάτω από τον τίτλο «ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ».

     Τ Ο  Ν Η Σ Ι   Τ Η Σ  Α Φ Ρ Ο Δ Ι Τ Η Σ

       «Η Κύπρος είναι η αληθινή πατρίδα της Αφροδίτης. Ποτέ δεν είδα, νησί με τόση θηλύτητα, ποτέ δεν ανέπνεψα αέρα τόσο γιομάτο μ’ επικίντυνες γλυκύτατες συμβουλές. Αλαφρή κά-ρωση με κυριεύει, νύστα και γλύκα, και το δειλινό, όταν πέσει ο ήλιος και φυσήξει από τη θάλασσα το αλαφρό και σαλέψουν λίγο, δεξιά ζερβά, τα μικρά καϊκια και ξεχυθούν στην παραλία τα μικρά παιδιά με το γιασεμί στο χέρι, η καρδιά μου ξεζώνεται και παραδίνεται σαν την Πάνδημη Αφροδίτη.

     Ό,τι αλλού σπάνια, σε στιγμές νάρκης, αισθάνεσαι, εδώ το ζεις ακατάπαυστα, το νιώθεις αργά, βαθιά να σε διαπερνάει, σαν τη μυρωδιά του γιασεμιού: «Η σκέψη είναι μια προσπάθεια ενάντια στην κατεύθυνση της ζωής, η ανάταση η ψυχική, η αγρύπνια του νου, η έφοδος προς τ’ απάνου, είναι τα μεγάλα προπατορικά αμαρτήματα ενάντια στη θέληση του Θεού».

      Προχτές ακόμα γύριζα μέσα στα βουνά της Ιουδαίας κι άκουγα απ’ όλη τη γης ν’ ανεβαίνει μια αντίθετη, ανήλεη χραυγή: «Ας κοπεί το χέρι για να δοξάζει τον Κύριο, ας κοπεί το πόδι για να χορεύει αιώνια». Μέσα στην πύρα του ήλιου η άμμος έτρεμε και κάπνιζαν οι κορφές του βουνού. Ένας θεός σκληρός, χωρίς νερό, χωρίς δεντρό, χωρίς γυναίκα, περπατούσε κι ένιωθες να βουλιάζουν τα κόκαλα της κεφαλής σου. Όλη η ζωή τινάζουνταν στο πυρωμένο μυαλό σα μια κραυγή πολέμου.

     Και τώρα η Κύπρος κάθεται στη μέση του πελάγου και σιγοτραγουδάει σα μια Σειρήνα και γλυκαίνει την αγριεμένη απ’ τ’ αντικρινά βουνά της Ιουδαίας κεφαλή μου. Δρασκελίσαμε τη μικρή θάλασσα, κι από το στρατόπεδο του Γιεχωβά περάσαμε, σε μια νύχτα, στην κλίνη της Αφροδίτης. Πήγαινα από τη Φαμαγκούστα στη Λάρνακα, από τη Λάρνακα στη Λεμεσό, ολοένα σιμώνοντας στο ιερό σημείο της θάλασσας, στην Πάρο, όπου μέσα στους αφρούς του άστατου, ακατάλυτου υγρού στοιχείου η θηλυκή τούτη μάσκα του μυστηρίου γεννήθηκε.

     Καθαρά μέσα μου ένιωθα να παλεύουν τα δυο μεγάλα φοβερά ρέματα: Το ένα σπρώχνει στην εναρμόνιση, στην υπομονή και στη γλύκα. Δουλεύει άνετα, χωρίς καμιά προσπάθεια, ακολουθώντας μονάχα τη φυσική βουλή των πραμάτων. Μια πέτρα ρίχνεις ψηλά, μια στιγμή τη βιάζεις να παραβεί τη θέλησή της’ μα γρήγορα χαρούμενη ξαναπέφτει. Ένα στοχασμό ρίχνεις ψηλά, μα γρήγορα ο στοχασμός κουράζεται, δυσφορεί στον αδειανόν αέρα και ξαναπέφτει και σοφιλιάζει με τα χώματα.

     Το άλλο ρέμα είναι, θαρρείς, παρά φύση. Ένας απίστευτος παραλογισμός. Θέλει να νικήσει το βάρος, να σκοτώσει τον ύπνο, να σπρώξει το Σύμπαν, με το μαστίγι, προς τ’ απάνου.

    Σε ποιο από τα δυο ρέματα ν’ αρμονιστώ, να πώ: αυτό είναι η βούλησή μου, να ξεχωρίσω, σίγουρα πια, το καλό από το κακό, θέτοντας ιεραρχία στις αρετές και στα πάθη;

      Τούτα συλλογιζόμουν το πρωί που ξεκινούσα από τη Λεμεσό και πήγαινα στην Πάφο. Μεσημέρι. Το τοπίο τραχύ κι ασήμαντο. Χαρουπιές, χαμηλά βουνά, κόκκινο χώμα. Κάποτε μια ανθισμένη ροδιά μέσα στην ασπρίλα του μεσημεριού ανάβε και πετούσε φλόγες’ κάποτε δυο τρείς ελιές σάλευαν γαληνές και μέρωναν το τοπίο……………

Σημείωση: το κείμενο του Καζαντζάκη θα το αναρτήσω ολόκληρο σε επόμενο σημείωμα.

            Ο κριτικός δεν μπορεί να αντικαταστήσει τον αναγνώστη

        Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η Κριτική δεν είναι επιστήμη, αν και προϋποθέτει μεγάλες επιστημονικές γνώσεις. Η επιστήμη, όπως ξέρουμε, ασχολείται με σημασίες, ενώ η κριτική τις γεννά, τις αποκαλύπτει. Κατέχει, δηλαδή, το κριτικό λειτούργημα, μια θέση ανάμεσα στην επιστήμη και στον αναγνώστη. Προσφέρει μιά γλώσσα στον αναγνώστη κι ένα ερμηνευτικό λόγο στη μυθική γλώσσα του δημιουργού, την οποία αναλύει η επιστήμη της λογοτεχνίας.

     Η σχέση ανάμεσα στην κριτική και το έργο τέχνης, έχει την ίδια αναλογία μ’ εκείνη του περιεχομένου και της μορφής. Η κριτική αδυνατεί από τη φύση της να μεταφράσει ένα λογοτέχνημα, δηλαδή να το ανακαλύψει, γιατί δεν υπάρχει τίποτα πιο σαφές και αποκαλυπτικό από το ίδιο το έργο τέχνης. Εκείνο που κάνει η Κριτική είναι η αποκάλυψη μιας σημασίας, που κρύβει στους πέπλους της μορφής ένα έργο.

     Σ’ αυτή την αποκαλυπτική εργασία του κριτικού, είναι φυσικό, να υπάρχουν πολλές δυσκολίες, γιατί κάθε σοβαρό βιβλίο είναι και ένας κόσμος. Κι ο κριτικός ενώπιον του έργου, αντιμετωπίζει τόσες δυσκολίες, όσες και ο δημιουργός μπροστά στο μυστήριο του κόσμου. Έτσι, η κριτική γίνεται, όταν γίνεται ολοκληρωμένα, μια ανάγνωση σε βάθος. Αποκρυπτογραφεί, συμμετέχει και συμπάσχει σε μια βαθυσήμαντη ερμηνεία. Βρίσκει και ομολογεί σχέσεις και σύμβολα. Το έργο της κριτικής, χωρίς να είναι μετάφραση, δεν παύει ωστόσο να είναι περίφραση, γιατί ο κριτικός, σε καμιά περίπτωση, δεν μπορεί ν’ αντικαταστήσει και να καταργήσει τον αναγνώστη.

      Κι αν γράφω, σημαίνει θραύω κατά κάποιο τρόπο τον κόσμο και τον αναπλάθω, τότε ο κριτικός, έστω κι αν είναι ο αναγνώστης που γράφει, έχει ν’ αντιμετωπίσει το σκληρό ενδιάμεσο που λέγεται γραφή, ένα είδος κόσμου που θρυμματίστηκε και ξανάγινε. Και το πρόβλημα του κριτικού είναι να ξεπεράσει την τραγική ευκολία της απλής ανάγνωσης, που οδηγεί εξ επαγγέλματος στη γραφή. Χρειάζεται να μπει ανάμεσα στον αναγνώστη και τη γραφή η σχέση αγάπης, η σχέση της επιθυμίας, για να γίνει πιο προσιτός, να πολιορκηθεί ευκολότερα ο κώδικας της γλώσσας του κρινόμενου έργου.

      Ύστερα από τις προκαταρκτικές αυτές σκέψεις ας δούμε πιο αναλυτικά τι σημαίνει κριτική, για να κατανοήσουμε καλύτερα γιατί ο τομέας αυτός των γραμμάτων μας αντιμετωπίζει δυσκολίες και προβλήματα.

     Αν η λογοτεχνία εξακολουθεί να εκπροσωπεί τη συνείδηση της ζωής, η κριτική θα πρέπει να είναι η συνείδηση της λογοτεχνίας. Ο αφορισμός αυτός οδηγεί αναπόφευκτα στη σπουδαιότητα του ρόλου του κριτικού και μας υποχρεώνει να εξετάσουμε τις διάφορες λειτουργίες του πολυδιάστατου αυτού ρόλου, αφού θα χρειασθεί να τεθεί κι αυτός ο ίδιος ο ρόλος του κριτικού κάτω από μια κριτική εξέταση. Εφόσον ορίσαμε την κριτική ως συνείδηση της λογοτεχνίας, κι αφού καθορίσαμε τη λογοτεχνική δημιουργία ως συνείδηση της ζωής, αναπόφευκτα θα πρέπει να τονίσουμε το έργο του κριτικού με εκείνο του φανού, ίσως και του φάρου, του μεσάζοντος μεταξύ κοινού και δημιουργού, που έχει ως βασικό σκοπό, όχι μόνο να πληροφορήσει, να εκτιμήσει, να χύσει φώς, να καταλάβει και να συμπαθήσει ένα έργο τέχνης, αλλά και να τοποθετήσει το δημιούργημα κοινωνικά, αισθητικά, ηθικά, αφού χρησιμοποιήσει στο κριτικό του έργο, διάφορες επιστημονικές πειθαρχίες, δηλαδή την κοινωνιολογία, την ιστορία, τη φιλοσοφία, τη γραμματική, την ψυχανάλυση, τη θρησκεία, την ιδεολογία κλπ.

     Λέγοντας τούτο, καθόλου δε σημαίνει πως όποιος τοποθετείται μέσα σε μια πολύπλευρη επιστημονική πειθαρχία γίνεται απαραίτητα και κριτικός. Για να αποδοθεί δίκαια ο τίτλος του κριτικού σε κάποιον, χρειάζεται κάτι περισσότερο από το πολύμορφο της επιστήμης, χρειάζεται κάποιο δαιμόνιο κριτικού, ταλέντου ίσως, ακόμη και ψυχή κριτικού. Κι είναι αλήθεια πως δεν συναντάμε κάθε μέρα ένα Αριστοτέλη, ένα Λογγίνο, ένα Κόλεριτζ, ένα Σαιν Μπεβ.

     Ωστόσο, δεν είναι δύσκολο να διακρίνουμε, ανάλογα με τις πνευματικές και άλλες στάσεις και συμπεριφορές, τους κριτικούς που ανήκουν στη συντήρηση και τους προοδευτικούς κριτικούς, που μπορούν να διαδραματίσουν είτε αντιδραστικούς και αρνητικούς ρόλους στην εκτίμηση και αξιολόγηση των έργων τέχνης, είτε ρόλους θετικούς και εξυπηρετικούς στην ανάπτυξη της λογοτεχνίας και γενικότερα της τέχνης. Κατά τη γνώμη μας ένας κριτικός, άξιος του ονόματός του, όποιος και να ‘ναι ο χώρος του, πεζογραφία, ποίηση, θέατρο, μυθιστόρημα, δοκίμιο, εικαστικές τέχνες, για να βρίσκεται αληθινά και πραγματικά στην υπηρεσία των γραμμάτων και στη συνέχεια στην υπηρεσία μιας κοινωνίας, οφείλει να υπερβαίνει τις προσωπικές του προτιμήσεις και προκαταλήψεις. Ακόμη οφείλει να προχωρεί πέρα από το σχόλιο, έστω κι αν τούτο είναι σωστό και πραγματικό, για να γίνεται ένας αυθεντικός και γνήσιος συνεργάτης του δημιουργού και της δημιουργίας, ένας αληθινός συνδημιουργός. Έτσι ο κριτικός γίνεται ο ίδιος δημιουργός κι εφευρέτης μιας ξεχωριστής γλώσσας.

     Οι ευθύνες όμως του κριτικού απέναντι στην τέχνη είναι τεράστιες. Ο μεγάλος Γερμανός ποιητής Ράινερ Μαρία Ρίλκε, στα Γράμματα σ’ ένα ποιητή, προχωρεί μέχρι του σημείου να πει πως η κριτική είναι ο χειρότερος (!) τρόπος για να κατανοήσεις ένα έργο τέχνης. Τάσσεται φυσικά στην πλευρά της αγάπης και της συμπάθειας, γιατί δεν πιστεύει πως με τόσες προκαταλήψεις (ιδεολογικές, συναισθηματικές, φιλοσοφικές), μπορεί να κατανοήσει κάποιος τόσο εύκολα τη μυστηριακή ύπαρξη, που είναι το έργο τέχνης. Κι αν σκεφτούμε πώς ακόμη κι ένας Γκαίτε έκρινε εσφαλμένα τον Χαίλντερλιν και ο Κόλεριτζ έσφαλε στην κρίση του για τον Κητς, τότε πόσο δέος χρειάζεται και πόσος θα πρέπει να είναι ο φόβος Θεού μπροστά σ’ ένα υπό κρίσιν έργο τέχνης. Και κάτι άλλο.

     Η κριτική απαιτεί μια μεγάλη γνωσιολογική και βιωματική ευρύτητα, τόσο μεγάλη όσο και η ίδια η ζωή με την οποία ασχολείται. Ο κριτικός πρέπει να είναι φορτισμένος με το σύνολο της εμπειρίας της ζωής, με το λόγο και το άλογό της, με τον Απόλλωνα και το Διόνυσό της. Ο κριτικός χρειάζεται τις μαντικές και μυστηριακές εκείνες ικανότητες που θα του επιτρέψουν να διεισδύσει σ’ ένα έργο τέχνης και προπαντός  οφείλει να είναι οπλισμένος με το κατ’ εξοχήν όπλο της δημιουργίας, τη δημιουργική φαντασία και τον ενθουσιασμό. Κι αν ο κριτικός δεν διασταυρώνει μέσα στην ψυχή του το κλασικό, δηλαδή ό,τι αντέχει στο χρόνο και παραμένει διαχρονικό και αιώνιο, μαζί με το σύγχρονο, δηλαδή το μήνυμα μιας ορισμένης εποχής κι ενός συγκεκριμένου χώρου, κι αν η κριτική, δεν έχει την ικανότητα να βλέπει την αυτονομία ενός έργου, σ’ όλη τη νομοθετική της διάταξη και ανεξάρτητη διεργασία, τότε κινδυνεύει να γίνει ανεπαρκής και μεροληπτική και συχνά επικίνδυνη.

     Κάποτε ο μεγάλος σοφιστής Γοργίας τέλειωσε τον περίφημο λόγο του στην Ολυμπία, ευχόμενος ανδρεία και ικανότητα αποκρυπτογράφησης των αινιγμάτων και των χρησμών στους ακροατές του. Πράγματι, για να ονομαστεί κάποιος κριτικός και να φέρει επάξια τούτο ο όνομα στους πονηρούς καιρούς που περνάμε, χρειάζεται και ανδρεία και παρρησία, ελευθερία λόγου και σκέψης, για να παραμείνει μακριά και έξω από κολακείες και μικρότητες. Η αποκρυπτογράφηση των μυστικών μηνυμάτων της τέχνης στην πολυδιάστατη όψη και το περιεχόμενό της δεν θα πρέπει να συζητάται. Προϋποτίθεται για τον καθένα που παίρνει το όνομα της τέχνης στο στόμα και τα γραπτά του.

          Π έ ν θ ι μ ο   σ ε  μ ο ν α χ ό  π ο ι η τ ή

Στη Βηθλεέμ του δεν ήρθαν άγγελοι

να υμνούν και να δοξολογούν

ούτε μάγοι εξ ανατολών να καταθέσουν

τα δώρα της αγάπης τους.

Και στον ενταφιασμό του δεν ήταν παρών

ο ευσχήμων βουλευτής.

Απουσίαζαν κι οι μυροφόροι γυναίκες.

Κι ας ζήτησε συγνώμη συγχωρώντας

τους υβριστές του

πιστός στη δύναμη του ελάχιστου

γνώστης τέλειος του τμήματος των στίχων.

Ο μοναχός ποιητής δεν ήταν από τους συνήθεις.

Η ανωνυμία του μεγάλου κόσμου

τον κατάκλυζε συχνά.

Είχε για συντροφιά τις κορυφές του απείρου.

Στον αισθησιασμό της ποίησης αυτός

μαυροφορούσε.

Η άνοιξη των λόγων ποτέ δεν τον παρέσυρε.

Σπυρί πιστό στο μέγα κόσμο

θεατής των άστρων

και βραχοθραύστης

κινούσε για του πάγου το άνθισμα

με τον ήλιο στην καρδιά

και στην πρώτη ποίηση να κατευθύνει….

Στην κάθε νέα πράξη

είχε στο νου ο ασκητής

το «μεταβέβηκεν από του θανάτου εις την ζωήν»

την νεκρώσιμον ακολουθίαν των ανθρώπων.

Κι όμως δεν ήταν καθόλου δυστυχής.

Γνώριζε ως τ’ άκρα την αντοχή των χαρταετών.

Όπως τον Κλαζομένιο

έκτιζε στους θόλους τ’ ουρανού

υπηρετώντας την πατρίδα.

Κι όλο ευγνωμονούσε τη γη

που του πρόσφερε μια τέτοια χάρη.

Η θεά από χαμηλά ήγαν γι’ αυτόν ευεργεσία.

Ο ατέλειωτος Πελοποννησιακός της ποίησής του.

--

Πενήντα χρόνια μετά

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, 8 Ιουλίου 2024                 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου