Δευτέρα 4 Αυγούστου 2025

ΜΑΡΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ ΠΕΡΙΚΛΗ ΡΑΛΛΗ

 

ΜΑΡΙΑ  ΠΕΡΙΚΛΗ  ΡΑΛΛΗ

του ΓΙΩΡΓΟΥ Χ. ΜΠΑΛΟΥΡΔΟΥ

ΠΕΙΡΑΙΑΣ 2006, σελίδες 58 διαστάσεις 14Χ21

ΕΚΤΟΣ  ΕΜΠΟΡΙΟΥ

          Το μικρό αυτό βιβλιαράκι που κυκλοφόρησε στον Πειραιά ΕΚΤΟΣ ΕΜΠΟΡΙΟΥ, είναι συμπληρωμένο κείμενο και βιβλιογραφικά τεκμηριωμένο Ομιλίας που δόθηκε στον Πειραιά στην Αίθουσα του Πειραϊκού Συνδέσμου Πειραιώς στις 29 Μαϊου 2006. Η σελιδοποίησή του και η ψηφιακή εκτυπωτική του βιβλιοδεσία έγινε από την Λύχνο ΕΠΕ στην Αθήνα. Η έκδοση κατατέθηκε στην Ελληνική Βιβλιοθήκη, τα έξοδα ήταν του ομιλητή και μοιράστηκε δωρεάν σε αρκετά άτομα εντός και εκτός Πειραϊκού χώρου. Η έκδοση αφιερώθηκε από τον γράφοντα σε τρείς Ελληνίδες Μητέρες που είχαν χάσει εκείνο το χρονικό διάστημα το παιδί τους. Επιλέχθηκε η περίπτωση της Πειραιώτισσας ποιήτριας, πεζογράφου και ταξιδογράφου Μαρίας Περικλή Ράλλη γνωστής και καταξιωμένης, τιμημένης-στην εποχή της- συγγραφέως της οποίας το οικογενειακό δέντρο, η καταγωγή, είχε άμεση και στενή σχέση με την πόλη του Πειραιά, καθώς μέλη της οικογένειας Κωνσταντοπούλου υπήρξαν διακεκριμένοι καλλιτέχνες, ευεργέτες οικονομικοί παράγοντες της Πόλης. Τότε υπεύθυνοι υπάλληλοι της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Πειραιά έδωσαν την δυνατότητα στον ομιλητή- γράφοντα Πειραιώτη, να διαβάσει τα Πεζά και τα Ταξιδιωτικά της Μαρίας Περικλή Ράλλη που δεν είχε στην διάθεσή του και δεν είχε συναντήσει στο εμπόριο. Επέλεξε να μιλήσει όχι για τον πεζό ή ταξιδιωτικό λόγο της Πειραιώτισσας πεζογράφου αλλά, για την μοναδική ποιητική της συλλογή «Λόγια σε νεκρό». Η ποιητική της αυτή συλλογή που επιλέξαμε προς παρουσίαση, είχε άμεση σχέση με τις περιπτώσεις των τριών χαροκαμένων Μανάδων του Πειραιά, μια και είχε σαν θέμα της την απώλεια του μοναχοπαίδι της Μαρίας Περικλή Ράλλη. Η συλλογή «Λόγια σε νεκρό» είχε κυκλοφορήσει Εκτός Εμπορίου από τον παλαιό εκδοτικό οίκο «Οι Εκδόσεις των Φίλων» του συγγραφέα και εκδότη Κώστα Τσιρόπουλου σε επανέκδοση. Με συγκινητική προθυμία και ενθάρρυνση ο κυρός συγγραφέας Κώστας Τσιρόπουλος μας προμήθευσε την συλλογή. Η οφειλόμενη αυτή εκ των υστέρων μνεία σε πρόσωπα και του βίου σκοτεινές καταστάσεις και ατομικά πένθη γίνεται για να δειχθεί ότι ένα «καλλιτεχνικό» γεγονός που κάνει την εμφάνισή του σε τόπο και χρόνο, μπορεί να σταθεί αφορμή να γίνει εφαλτήριο, η αφορμή εκδήλωσης μιας συγγραφικής κατάθεσης- απάντησης, προερχόμενη από τυχαίους, αστάθμητους και ανεξέλεγκτους του ατομικού μας βίου κοινωνικούς και άλλους παράγοντες. Μία παράξενη συγκυρία έφερε τον γράφοντα σε μία δυσκολότερη οικονομική και οικογενειακή κατάσταση μια που εκείνη την χρονική περίοδο 2003 έως 2008 είχε κατάκοιτη από επαναλαμβανόμενα εγκεφαλικά την δική του Μητέρα. Οι αντοχές όμως του Ανθρώπου όπως δείχνουν οι δείχτες ζωής και ελπιδοφορίας στην διάρκεια της Ιστορίας είναι μεγάλες και ανθεκτικές όσο μας το επιτρέπουν οι αινιγματικές και σκοτεινές δυνάμεις της Μοίρας. Η Ομιλία πραγματοποιήθηκε, κυκλοφόρησε σε μικρό Εκτός Εμπορίου βιβλιαράκι και το ατομικό πένθος της κάθε Πειραιώτικης Οικογένειας έγινε Γραφή. Ένα είδος «Νεκρώσιμου» αποχαιρετισμού της Πόλεως Πειραιώς.

          Στην σειρά των Πειραϊκών σημειωμάτων μας στα Λ.Π. εν έτη 2005, προσπαθώντας να εδραιώσουμε στην συλλογική λογοτεχνική συνείδηση της πατρίδας μας την Λογοτεχνική Πειραϊκή Σχολή και Παράδοση αντιγράφουμε το τότε βιβλίο. Για την λογοτεχνική περίπτωση της Μαρίας Περικλή Ράλλη έχουμε και παλαιότερα δημοσιεύσει κείμενα τρίτων που την γνώρισαν και την έζησαν από κοντά, συνεργάστηκαν μαζί της, δημοσίευσαν κείμενά της σε έντυπά τους. Να συμπληρώσουμε ότι δεν μείναμε όταν κάναμε την έρευνά μας μόνο στο υπάρχον εκδοτικό υλικό που είχαμε μπροστά μας αλλά απευθυνθήκαμε και σε συγγραφείς που την γνώριζαν και πήραμε πληροφορίες, τόσο για την ίδια και στο πως διαχειρίστηκε το μητρικό της πένθος αλλά και στον ίδιο το γιο της μέχρι την στιγμή της αυτοκτονίας του. Δεν χρειάζεται να τονίσω ότι απέφυγα-όπως ο «διάολος το λιβάνι» να μην διανθίσω την Ομιλία μου με τα ντεσού που μου εξιστόρησαν άλλοι που γνώριζαν πρόσωπα και πράγματα, καταστάσεις, προτίμησα σεβόμενος τις ζωές Όλων να συμπληρώσω με Βιβλιογραφικές και Αρθρογραφικές πληροφορίες την Εκτός Εμπορίου αυτή Έκδοση. Αν δεν λαθεύω στις σημερινές μου αναγνώσεις το όνομα της πεζογράφου Πειραιώτισσας Μαρίας Περικλή Ράλλη, δεν μνημονεύεται συχνά εντός και εκτός των πνευματικών Μακρών Τειχών του πρώτου λιμανιού. Αν και αποτελεί έναν από τους πνευματικούς κρίκους της Πειραϊκής Λογοτεχνικής Σχολής και Παράδοσης. Είθε η αντιγραφή και ανάρτηση να σταθεί αφορμή να ασχοληθούν οι νεότερες γενιές συγγραφέων και αναγνωστών Πειραιωτών και μη με το έργο και την προσφορά της.

Το Βιβλίο χωρίζεται σε:

Ευχαριστίες, 3

Αφιέρωση, 5-6

Η Γυναικεία Γραφή, 7-11

Ο Γυναικείος ποιητικός περίγυρος, 13-16

Ο Οικογενειακός περίγυρος, 17-18

Χρονολόγιο Μαρίας Περικλή Ράλλη, 19-21

Ο Εργογραφικό της κύκλος, 23-24

Η Πεζογράφος, 25-32

Η Ποιήτρια, 33-51

Ενδεικτική Βιβλιογραφία, 53-57

          ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Κυρίες και κύριοι, σας ευχαριστώ που είχατε την καλοσύνη να παρευρίσκεστε σήμερα μαζί μας στο μικρό αυτό φιλολογικό μνημόσυνο στη μνήμη της Πειραιώτισσας ποιήτριας και πεζογράφου Μαρίας Κωνσταντοπούλου Περικλή Ράλλη.

          Ευχαριστώ την έφορο του Πειραϊκού Συνδέσμου συγγραφέα κ. Τούλα Μπούτου, καθώς και την Διοίκηση του Συνδέσμου για την πρόσκληση να δώσω την ομιλία αυτή, την παραχώρηση της αίθουσας καθώς και για τα έξοδα της εκδήλωσης.

          Οφείλω ακόμα, να εκφράσω τις ευχαριστίες μου, στον εκδοτικό οίκο «Οι Εκδόσεις των Φίλων» και τον κ. Κώστα Τσιρόπουλο για την προσφορά του προς εμένα του ποιητικού βιβλίου «Λόγια σε νεκρό» της Μ. Περικλή Ράλλη, που κυκλοφόρησε εκτός εμπορίου από τον εκδοτικό του οίκο.

          Την κ. Τζένη Κυριακάκου προϊσταμένη της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Πειραιά και την κ. Κωνσταντίνα Βλάχου υπάλληλο Βιβλιοθήκης για την βοήθειά τους.

          ΑΦΙΕΡΩΣΗ

Θα ήθελα να μου επιτρέψετε την αποψινή μας συγκέντρωση να την αφιερώσω σε τρείς κυρίες του Πειραιά. Τρεις πικρολεβεντομάνες, τρείς πολύαλγες μητρικές υπάρξεις που πριν εκπνεύσει το 2005 κοινή σκοτεινή μοίρα τις ένωσε.

          Την κ. Τούλα Μπούτου που πριν φύγει το 2005 έχασε το γιό της Γιώργο Λαμπράκη, την κ. Τασία Αναστασοπούλου που πριν φύγει το 2005 έχασε το γιό της και μαθητή μου Γιάννη Αναστασόπουλο και την κ. Ευαγγελία Σολωμού που πριν φύγει το 2005 έχασε το γιό της Βασίλη Σολωμό.

          Και να ενώσω νοερά, τη φωνή της μοναξιάς του ποιητή, στην πυρφόρα απόγνωση της ψυχής των τριών μανάδων. Στη λυγμική προσευχή τους, για τα τρία παιδιά που έφυγαν τόσο νωρίς από κοντά μας. Και ταξιδεύουν τώρα, συντροφιά- μια τρελοπαρέα- στους πανέρημους κόσμους του απαρηγόρητου καημού, και αιμοδοτούν το μνημονικό μας ανθογυάλι και μας αναμένουν, παίζοντας με τους πεσσούς των αισθημάτων μας.

          Εμάς, που με τα πονοκεντίδια των λέξεων προσπαθούμε να ξορκίσουμε το μοιραίο, το αναμενόμενο, και αινιγματικά σκοτεινό γεγονός. Οι μοιραίοι εμείς, οι κλόουν της θλίψης.

          Ή όπως έγραψε και η Μαρία Περικλή Ράλλη, που και εκείνη, πολύ νωρίς, θρήνησε το χαμό του μοναχογιού της:

          «Η μάνα γης σαν ανοίγει τα σπλάχνα της, καταπίνει γυμνούς μονάχα τους ανθρώπους. Παίρνει τους γέρους και φτιάνει τους κορμούς των δέντρων, παίρνει τους νιους και φτιάνει τις πηγές των νερών και δένει τους καρπούς στα φύλλα. Παίρνει και τα παιδιά, για τα χαμομήλια, τους πανσέδες, τις παπαρούνες, τις κίτρινες μαργαρίτες και όλα τα λογής χρώματα του κάμπου και του περιβολιού.».

          Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΓΡΑΦΗ

          Έχουν περάσει αρκετές δεκαετίες από τότε, που η σύντροφος του υπαρξιστή φιλόσοφου Ζαν Πωλ Σαρτρ συγγραφέας Σιμόν ντε Μπωβουάρ, έθετε το ερώτημα, αν υπάρχει γυναικεία γραφή. Ακολουθώντας τον ευρύτερο πολιτικό- κοινωνικό και φεμινιστικό επαναστατικό προβληματισμό της εποχής της στη Δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Οφείλουμε, επίσης, να μνημονεύσουμε το έργο και τη συνεισφορά της Αγγλίδας πεζογράφου Βιρτζίνια Γουλφ στο επιστημολογικής τάξεως αυτό ζήτημα.

          Το αν υπάρχει γυναικεία γραφή ή γυναικείος λόγος, για να χρησιμοποιήσω δύο όχι και τόσο συμβατικούς ίσως όρους στις ημέρες μας, σε αντιδιαστολή με την αντρική γραφή ή τον αντρικό λόγο, έρχεται συχνά το ερώτημα αυτό και απασχολεί τον στοχασμό και τη γραφή αρκετών δημιουργών, στο εξωτερικό συχνότερα και μονιμότερα, αλλά και στον Ελλαδικό χώρο.

          Κατά ποιόν τρόπο, ή πώς ένα λογοτεχνικό είδος (ποίηση, πεζογραφία, δοκίμιο, θέατρο κλπ.) μπορεί να προσδιοριστεί από το γένος του δημιουργού, σε ποιο βαθμό και τι έκταση. Και πώς αυτό μπορεί να ερμηνευθεί με γλωσσικούς κώδικες και συγκεκριμένη τυπολογία, που ας μην το αμφισβητούμε, είναι καθαρώς αρσενοκεντρική. Η πολιτισμική οντολογία του Κόσμου μας, οι σωτηριολογικές του αξίες, οι μεταφυσικές του εσχατολογίες, οι ιστορικές του ερμηνευτικές, οι ερωτικές του σταθερές, οι προσδιοριστικές προθέσεις ζωής, και εν μέρει οι αισθητικές του αναφορές είναι φυλετικά προσδιορίσημες μονοσήμαντα. Το κυρίαρχο και δεσπόζων φύλο μέσα στον Πολιτισμό είναι το αρσενικό. Ο Δυτικός Πολιτισμός και η σύνολη κουλτούρα και ιστορία του στηρίζεται σε μυθολογικά πρότυπα και συμβολισμούς που προέρχονται κυρίως από το αντρικό φύλο. Η κουλτούρα και πολιτιστική παράδοση νομιμότητας είναι αρσενική. Η αντανάκλαση του Δυτικού Κόσμου στον καθρέπτη των αξιών του δεν μας φανερώνει μια πολυσημία αξιολογικών δοξασιών τόσο, όσο ένα συγκεκριμένο μοντέλο έκφρασης και αναπαραγωγής, φυλετικά προσδιορίσημο και κοινωνικά προβλέψιμο στην ιστορική του διαδρομή. Ο αντρικός κόσμος και παρουσία είναι εκείνος που ποδηγέτησε  δεσμευτικά και κυρίαρχα τόσο την κοινωνία όσο και την ιδεολογία και κατ΄ επέκταση και τους παιδευτικούς και της αγωγής εκπαιδευτικούς μηχανισμούς. Το αυτό ισχύει και για την γλώσσα, ως μέσον κατανόησης και ερμηνείας του κόσμου, στις μεταφυσικές της απολήξεις. Μπορεί να είναι γένους θηλυκού, η δομή της όμως-όπως και η σκέψη φυσικά- είναι βασισμένη και προσανατολισμένη πρώτιστα σε επικυρίαρχα ερμηνευτικά πρότυπα που απορρέουν από το αντρικό φύλο. Ο Λόγος έγινε Σάρκα μας λέει ο μύθος και όχι το αντίθετο.

          Στον Ελληνικό χώρο, η ποιήτρια και δοκιμιογράφος Άντεια Φραντζή προτείνει έναν εύστοχο διαχωρισμό ανάμεσα στη γυναικεία γραφή και το γυναικείο λόγο. Γράφει: «Ως ένα βαθμό πιστεύω πως υπάρχει η δυνατότητα να προσανατολίσουμε τη σκέψη μας σε μια βασική τουλάχιστον, διάκριση, που για την μεν «γυναικεία γραφή» θα πρέπει να οριστεί ως γλωσσικής τάξεως και για τον «γυναικείο λόγο» ως ιδεολογικής τάξεως.». στο «Υπάρχει, λοιπόν, γυναικεία ποίηση;» Αθήνα 1990, σ. 14

          Ο τεχνικός αυτός διαχωρισμός της δοκιμιογράφου, μας επιτρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα τη θέση που διαχρονικά κατέχει η γυναίκα δημιουργός, αναγνώστρια ή καταναλώτρια της καλλιτεχνικής δημιουργίας, τη συνείδηση που έχει της αποστολής της, πώς την χρησιμοποιεί, και πώς προσλαμβάνεται αυτή τόσο από τις άλλες ομοτέχνους της όσο και από την υπόλοιπη κοινωνία. Με τους ερμηνευτικούς αυτούς όρους, μπορούμε ευκολότερα να επεξεργαστούμε τους διλημματικής υφής αισθητικούς προβληματισμούς μας και να διευρύνουμε την κοινωνική μας στοχοθεσία όσον αφορά τη γυναικεία καλλιτεχνική δημιουργία.

          Είναι γνωστό, ότι μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο γυναικείος ζωτικός καλλιτεχνικός- λογοτεχνικός χώρος σε σχέση τον αντρικό αυξήθηκε θεαματικά. Η λογοτεχνική θεματολογία και προβληματική των γυναικών αυτονομήθηκε δραστικά από τα αντρικά πρότυπα και μοτίβα. Χειραφετήθηκε σε σημείο μη αναστρέψιμο. Απαλλάχθηκε- στο βαθμό και το επίπεδο πνευματικής καλλιέργειας των γυναικών δημιουργών- από τον ασφυκτικό και μονοπρόσιμο κλοιό των αντρικών λογοτεχνικών φαντασιώσεων. Χωρίς να πάψει να είναι το «σκοτεινό αντικείμενο του πόθου» των αντρών δημιουργών, η γυναίκα δημιουργός στις ημέρες μας οριοθετεί ευκολότερα το γένος της μέσα στο καλλιτεχνικό είδος, προσδιορίζει με τους δικούς της όρους τη λογοτεχνική και όχι μόνο ταυτότητά της και ψηλαφεί την όποια ιδιαιτερότητά της- του φύλου της-με μεγαλύτερη ευκολία και ελευθερία κινήσεων. Είτε ως λογοτεχνικό μοτίβο σταθερής αναφοράς, είτε ως κοινωνικό πρότυπο προσδιορισμένων δυνατοτήτων.

          Πέρα από τον όποιο προσδιορισμό της γυναικείας «διαφορότητας», εκείνο που θεωρώ ότι έχει σημασία σε μια μεταφεμινιστική κοινωνία, σε έναν Κόσμο του Θεάματος, κατά τον Γκυ Ντεμπόρ, είναι ο τρόπος πρόσληψης και ερμηνείας των διαφόρων και πολυποίκιλων ουσιαστικών πολιτικών- κοινωνικών προβλημάτων των σύγχρονων κοινωνιών και από τα δύο γένη.

          Η σταθερή και σταδιακή απομάγευση του Κόσμου μας, επέφερε εκτός από τον οντολογικό επαναπροσδιορισμό του ανθρώπου, τη διαρραγή των ερμηνευτικών του ιστών, και την αποκαθήλωση της Τέχνης, ως σημείο αναφοράς του καθημερινού βίου των ανθρώπων. Ως τρόπο του κοινωνικώς φέρεσθαι, ως ήθος ζωής, και ως πνευματικώς ζειν, που εκπορεύεται από την παραμυθιακή αχλή της όποιας καλλιτεχνικής δημιουργίας. Τα λεγόμενα «σωστικά ψεύδη της Τέχνης» κατά τον Θείο Πλάτωνα δεν κοινωνούν πλέον με τον άνθρωπο. (Χωρίς τους καρπούς της Τέχνης, ούτε Θρησκεία, ούτε Ηθική, ούτε Αισθητική μπορεί να υπάρξει. Μια και η Τέχνη είναι εκείνη που μορφοποιεί τα ερωτήματα του Ανθρώπου, τα καθιστά οικειότερα.).

          Και σ’ αυτού του είδους τα προβλήματα οφείλει να απαντήσει η σύγχρονη και μοντέρνα χειραφετημένη γυναικεία γραφή.

          Σ’ έναν κόσμο χωρίς κεντρικούς κυρίαρχους πολιτισμικούς συνεκτικούς μύθους αναφοράς, η γυναικεία φωνή μαζί με την αντρική μπορεί να συμβάλλει στην επανεύρεση των αρχέγονων ανθρωπιστικών προτάσεων ζωής. Στην επανεύρεση του πνευματικού  «χαμένου κέντρου» τόσο μέσα στη ζωή όσο και μέσα στο χώρο της Τέχνης.

          Το πρώτο μάλλον βιβλίο που αναφέρεται στη γυναικεία γραφή είναι εκείνο του Σπυρίδωνα δε Βιάζη, «Διαπρεπείς Ελληνίδες κατά τον ΙΘ΄ αιώνα», Αθήνα 1907. Ακολουθεί η ποιητική ανθολογία του Δημήτρη Λαμπίκη, «Ελληνίδες Ποιήτριες», Αθήνα 1936. Η πρώτη γυναικεία ποιητική ανθολογία που περιλαμβάνει 86 γυναικείες ποιητικές φωνές. Το βιβλίο του Ιάκωβου Χ. Δραγάτση, «Το Φανάρι και αι Φαναριώτισσαι», Αθήνα 1936. Η μελέτη σταθμός για τη γυναικεία παρουσία, της ποιήτριας Αθηνάς Ταρσούλη, «Ελληνίδες Ποιήτριες 1857-1940», Αθήνα 1951. Ο τόμος σε τρείς κύκλους αναλύει το έργο 34 Ποιητριών. Το βιβλίο του Απόστολου Κωνσταντινίδου, «Διανοούμενες Ελληνίδες της Αιγύπτου», Αθήνα 1966. Το βιβλίο του Δημήτρη Λιάτσου, «Οι Ελληνίδες στα γράμματά μας», Αθήνα 1966. Το βιβλίο της ποιήτριας Χρυσάνθης Ζιτσαίας, «Κύπριες Λογοτέχνιδες», Θεσσαλονίκη 1972. Τα βιβλία για την γυναικεία ιστορική περιπέτεια και προσωπικότητα Κούλα Ξηραδάκη. Το δίτομο έργο του Στάθη Μάρα, «Η Γυναίκα», Αθήνα 1990. Τα συλλογικά βιβλία «Ελληνίδες Πεζογράφοι», Αθήνα 1975. Το «Η Γυναίκα στην Νεοελληνική Ποίηση», Αθήνα 1988. Το μελέτημα «Γυναίκα και λογοτεχνία- περιφερειακό συνέδριο» Κομοτηνή 1995. Το «Αίσθηση Γυναίκας», Αθήνα 2000. Για να αναφέρω ενδεικτικούς τίτλους βιβλίων που αφορούν και εξετάζουν τη Γυναικεία Γραφή. Αξίζει να μνημονεύσουμε ότι η πρώτη «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» που αναφέρεται σε ξεχωριστό κεφάλαιο για τις γυναίκες δημιουργούς είναι αυτή του Γιάννη Κορδάτου, Αθήνα 1962. Όσο για τα μεμονωμένα άρθρα και μελετήματα, από την εποχή που ο Συριανός συγγραφέας Εμμανουήλ Ροϊδης έγραψε το «Αι γράφουσσαι» μέχρι τις ημέρες μας, είναι πάρα πολλά, τόσο στα περιοδικά όσο και στις σελίδες των εφημερίδων.

          Ο ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΣ ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΠΕΡΊΓΥΡΟΣ

Στον Ελλαδικό χώρο τον ασφυκτικά μικρό και συντηρητικά μίζερο, θρησκόληπτο σε πολλές ατομικές του αντιδράσεις και κοινωνικές εκδηλώσεις, οι γυναικείες φωνές λογιοσύνης δεν έλειψαν κατά τη διάρκεια την μετά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 εποχή.

          Η Ευανθία Καϊρη από την Νάξο, (αδερφή του Θεόφιλου Καϊρη) είναι μία από τις πρώτες σημαντικές χειραφετημένες γυναικείες φωνές του 19ου αιώνα. Η («Επιστολή Ελληνίδων Τινών προς τας Φιλελληνίδας» 1825) αποτελεί ιστορικό μνημείο, για την θέση της Ελληνίδας γυναίκας στην εποχή της.

          Η δραστήρια κοινωνικά και πνευματικά καλλιεργημένη Καλλιρόη Παρρέν, με την θρυλική έκδοση της «Εφημερίδας των Κυριών» και το πλούσιο συγγραφικό της έργο, συνέβαλε στην ανύψωση του βιοτικού επιπέδου των Ελληνίδων, στο άνοιγμα της σκέψης των.

          Η Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου, με την ενδιαφέρουσα «Αυτοβιογραφία» της.

          Η πεζογράφος Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, που θεωρείται μία από τις πρωτοπόρους διηγηματογράφους της Ελλάδας.

          Η ερωτικότατη Μαρίκα Πίπιζα, η λησμονημένη τρυφερή ποιήτρια με το μελαγχολικό ποιητικό της τόνο, το έντονο ελεγειακό της παράπονο και την επίκαιρη για την εποχή της πατριδολατρία. Είναι από τις πρώτες γυναικείες φωνές που ψάλλουν με περιπάθεια τον έντονο γυναικείο ερωτισμό τους.

          Η ποιήτρια Δώρα Μοάτσου (Βάρναλη), που παρά την πεζολογική και κάπως επεξηγηματική εκφραστική της διάθεση, διαθέτει πλούσιο μελωδικό τόνο το έργο της και λαγαρή παραστατικότητα.

          Η Αιμιλία Κούρτελη Δάφνη, η σημαντική αυτή ποιητική φωνή με την μεγάλη για την εποχή της πνευματική καλλιέργεια, τον κοχλάζοντα ερωτισμό της και τις πρωτοποριακές της ιδέες. Που χάθηκε, σκεπάστηκε η φωνή της από το έργο του συγγραφέα άντρα της Στέφανου Δάφνη.

          Η Κλεαρέτη Δίπλα Μαλάμου, η λυρική γυναικεία φωνή, η τόσο παρεξηγημένη μέσα στο Καρυωτακικό ποιητικό έργο. Με την μεταβαλλόμενη κλίμακα των ποιητικών της διαθέσεων και τους ιδεαλιστικούς πεζογραφικούς της απόηχους.

Η ερωτικά λιτόλογη λυρική ποιήτρια Λιλή Πατρικίου Ιακωβίδη.

Η αρσενικόψυχη και επαναστατική φυσιογνωμία της συγγραφέως Γαλάτειας Καζαντζάκη.

Η χαμηλόφωνη και πληθωρική φωνή της Χρυσάνθης Ζιτσαίας.

Η θρησκευτική και Κλωντελική φωνή της Μελισσάνθης.

Η οντολογική πλούσια φωνή και παρουσία της Ζωής Καρέλλη.

Η «αριστοκρατική» και χειραφετημένη κοινωνικά ευαισθησία της φωνής της Μαρίας Πολυδούρη, που ατυχώς προσδέθηκε στο Καρυωτακικό άρμα. Που ο τραγικός της δεσμός και παθιασμένος της έρωτας με το μεγάλο αυτόχειρα λειτούργησε δεσμευτικά για το έργο της.

Η ηδυπαθέστατη Μυρτιώτισσα, πρυτανεύουσα παρουσία στη μεγάλη ομάδα των γυναικείων φωνών. Η πρώτη γυναικεία (σύγχρονη) ποιητική φωνή που με το έργο της προσδιορίζει τη θηλυκή ετερότητα. Η ηθοποιός και μεταφράστρια

Η σημαντική Διαλεχτή Ζευγώλη Γλέζου, με τα εξαίρετα δίστιχά της, τα λεγόμενα κοτσάκια.

Η μυστικοπαθής θρησκευτική φωνή της Όλγας Βότση, με τις εξαίρετες επίσης μεταφράσεις της (Φράνς Κάφκα)

Ο υποβλητικός μουσικός τόνος των στίχων της ηρωικής Σοφίας Μαυροειδή Παπαδάκη. Της αντιστασιακής εαμίτισσας δασκάλας με τον πειθαρχημένο στίχο και την υψηλή θερμοκρασία του ποιητικού ερωτικού της λόγου.

Τέλος, ο συντροφικός παλμός, ο πλούτος και το εύρος των λογοτεχνικών γνώσεων της αγωνίστριας ποιήτριας, μεταφράστριας και ανθολόγου Ρίτας Μπούμη Παππά.

Για να σταθούμε σε ενδεικτικά ονόματα, γυναικείων ιδανικών ποιητικών φωνών. Σε φωνές του παρελθόντος. Σε ελάχιστα ποιητικά φυράματα που μεσουρανούσαν πριν αλλά και μετά τον Μεσοπόλεμο στο λογοτεχνικό στερέωμα. Και που σήμερα έχουν ξεχαστεί όπως και τόσα άλλα ή φυλάσσονται σκονισμένα σαν πολύτιμο τζιβαερικό στο εικονοστάσι της μνήμης.

          Μέσα σε αυτό το ποιητικό κλίμα για να περιοριστώ μόνο στις γυναικείες ποιητικές φωνές αναδύθηκε ο ποιητικός λόγος της Μαρίας Περικλή Ράλλη.

          Σε μιά χρονική περίοδο που η Ελλάδα θρηνούσε τη διάψευση των Εθνικών της ελπίδων, και την αυτοκτονία των γηγενών γοητειών της. Ο παλαιοελλαδιτισμός είχε αρχίσει να χάνει έδαφος και η θητεία της Παλαμικής μεγαλοσύνης έδυε μαζί με την εποχή που την εξέφραζε. Ιστορικά η Ελλάδα είχε βαλτώσει στην απραξία των στρατιωτικών κινημάτων.

          Η γενιά του 1920, αδρανής και τελματωμένη χωρίς ξεκάθαρους στόχους, προσπαθούσε να ανακαλύψει τη χαμένη της ισορροπία μέσα στον πολεμικό κουρνιαχτό και τα ερείπια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Μετέωρη και προδομένη από τα ίδια της τα ιδανικά οδηγήθηκε στη Μικρασιατική Καταστροφή από τους «Καβαφικούς» βαρβάρους των πολιτικών και κοινωνικών της επιλογών. Από τους διάφορους ιδεολογικούς ταχυδακτυλουργισμούς ανάξιων ηγετών της.

          Σε αυτό το κλίμα της πουριτανικής πεζότητας και της νωθρής ελπίδας ο Κωστής Παλαμάς δέσποζε ακόμα στα καλλιτεχνικά γεγονότα της εποχής έστω και αν σημαντική θέση κατείχαν ήδη οι επίγονοι.

          Την περίοδο αυτή, το μόνο ρόλο που δέχονταν η Ελληνική κοινωνία για τις γυναίκες ήταν αυτός της καλής και τίμιας οικοδέσποινας. Περιορισμένης συνήθως στις μικρές ή μεγάλες ονειροπόλες νευρώσεις της. Κάθε άλλος ρόλος αποτελούσε πρόβλημα για την οικογένεια ή σκάνδαλο για το σύζυγο. Οι γυναίκες ήσαν ή νεραΐδες ή μάγισσες.

          Την περίοδο αυτή, συγκεκριμένα το 1932 η Μαρία Κωνσταντοπούλου Περικλή Ράλλη εκδίδει από τις εκδόσεις «Πυρσός» την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Γυναικεία Λόγια».

          Ο  ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΣ  ΠΕΡΙΓΥΡΟΣ

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο συγγραφέας και φίλος της οικογένειας Κωνσταντοπούλου, Θανάσης Πετσάλης Διομήδης, σε κείμενό του για τη συγγραφέα, οι ρίζες της οικογένειας Μ.Π. Ράλλη ανάγονται στα χρόνια της Τουρκοκρατίας.

Γράφει: «Στα στερνά χρόνια της Τουρκοκρατίας ζούσε κάτω στο Μοριά ένας Αντώνης Κωνσταντόπουλος, χαράκτης και χρυσοχόος, από την Αρκαδία, άνθρωπος χαρισματικός, καλλιτέχνης. Ανάμεσα στα πολλά παιδιά της οικογένειάς του μνημονεύονται και τρία αγόρια. Ο Βασίλης, ο Γιώργος και ο Αντώνης.

          Ο Αντώνης Κωνσταντόπουλος εγκαταλείπει την ιδιαιτέρα του πατρίδα και εγκαθίσταται στην περιοχή της Στυλίδας, όπου και εργάζεται στον πρώτο αλευρόμυλο της Ελλάδας που ανήκει σε κάποιον επιχειρηματία με το όνομα Αγαθοκλής. Ο Αντώνης διαπρέπει στην εργασία του και σε μικρό χρονικό διάστημα αναλαμβάνει τη διεύθυνση της επιχείρησης. Γύρω στα 1890 εγκαταλείπει τη Στυλίδα και εγκαθίσταται στον Πειραιά όπου συνεχίζει μόνος του πλέον τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες.

          Ο Γιώργος Κωνσταντόπουλος, ο άλλος αδελφός ακολουθώντας τα επαγγελματικά χνάρια του πατέρα τους εγκαθίσταται στο Άργος όπου παντρεύεται την κόρη του στρατιωτικού γιατρού Λεωνίδα Ζωγράφου.

          Ο τρίτος από τ’ αδέλφια ο Βασίλης, παραμένει στο Ναύπλιο κοντά στον πατέρα τους Αντώνη, όπου και κληρονομεί την οικογενειακή επιχείρηση, το χρυσοχοείο. Στο Ναύπλιο παντρεύεται την Ελένη Μαλανδρίνου αδερφή του καθηγητή της Παιδιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Χρήστου Μαλανδρίνου.

          Ο πρώτος από τ’ αδέλφια ο Αντώνης, εγκατεστημένος πλέον μόνιμα στον Πειραιά και έχοντας αποκτήσει Πειραϊκή επιχειρηματική συνείδηση, προσκαλεί τα αδέρφια του ανάμεσά τους και τον Βασίλη, να έρθουν στον Πειραιά και να συνεργαστούν μαζί  του στην επιχείρηση που είχε ιδρύσει.

          Προς τα τέλη του προπερασμένου αιώνα οι Αδερφοί Κωνσταντόπουλοι αγοράζουν τον πρώτο αλευρόμυλο που είχε κτιστεί στον Πειραιά από τον επιχειρηματία Πατσιάδη, και επεκτείνουν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες.».

          Ο Βασίλης Κωνσταντόπουλος από το γάμο του με την Ελένη Μαλανδρίνου αποκτά επτά παιδιά. Πέντε κορίτσια και δύο αγόρια. Βλέπε μεταξύ άλλων και «Λεύκωμα Κατίνας Παξινού-Αλέξη Μινωτή». Τα εξής:

Το Γιώργο, τη Νίτσα, την Αθηνά (Δηλαβέρη), την Αικατερίνη (τη μεγάλη μας τραγωδό Παξινού), τον Λευτέρη, την Μαρία (τη συγγραφέα Μαρία Π. Ράλλη) και τη Βαρβάρα Κωνσταντοπούλου σημαντική ζωγράφο και μουσικό η οποία διέπρεψε στην Αγγλία.

          Για την εμπορική δραστηριότητα της Οικογένειας Κωνσταντοπούλου που οι Κυλινδρόμυλοι της βρίσκονταν στην περιοχή των Καμινίων, υπάρχουν και ψήγματα αναφοράς στο βιβλίο του Γιάννη Γιαννιτσιώτη, «Η κοινωνική ιστορία του Πειραιά 1860- 1910», Αθήνα 2006.

          ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ  ΜΑΡΙΑΣ  ΠΕΡΙΚΛΗ  ΡΑΛΛΗ

Η χρονολογία γέννησης της Μ. Π. Ράλλη δεν αναφέρεται με ακρίβεια από τους μελετητές του έργου της. Ο Πέτρος Χάρης σε κείμενό του αναφέρει σαν χρονολογία το 1905, στον αφιερωματικό τόμο προς τιμή της «Ξενάγηση στη Μ. Π. Ράλλη» το 1902. Η ποιήτρια και ανθολόγος στο αξιόλογο βιβλίο της «Ελληνίδες Ποιήτριες» το 1906. Ο Δημήτρης Λαμπίκης στο βιβλίο του «Ελληνίδες Ποιήτριες» το 1904, άλλοι, όπως ο Μιχάλης Περάνθης, ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος το 1912 κλπ. Στο κείμενό του ο δημοσιογράφος Γιώργος Πηλιχός της εφημερίδας «Τα Νέα» 5/1/1976 «Μ. Π. Ράλλη: ευγένεια και στοχασμός- έφυγε προχθές για πάντα» αναφέρει τη χρονολογία 1906 που γράφει και η Αθηνά Ταρσούλη. Αυτή τη χρονολογία υιοθέτησα και εγώ, με το ρίσκο να έχω πέσει έξω. Υπάρχει και μιά έμμεση μαρτυρία της ίδιας της ποιήτριας. Στη συλλογή της «Γυναικεία Λόγια» γράφει: «Δεν θέλω πια τη λύπη να φιλήσω/ εικοσιέξη κρίνους θα μυρίσω/ που μου στολίζουν τα μαλλιά./ Να λιγωθούν οι πίκρες όλες…»

          Αν αφαιρέσουμε το 26 από το 1932 που εκδόθηκε η συλλογή οδηγούμαστε στο 1906. Η εποχή που γεννήθηκε η ποιήτρια είναι γνωστή στην εποχή του Άρθουρ Λίμπερτυ ή Άρ Νουβώ.

          Πάντως είναι σίγουρο ότι γεννήθηκε μετά την Κατίνα Παξινού 15 Δεκεμβρίου 1900.

Το 1907 χάνει τον πατέρα της Βασίλη Κωνσταντόπουλο.

Το 1908 τη συναντάμε στο Παρθεναγωγείο Παπακώστα στο κέντρο του Πειραιά να φοιτά μαζί με τις αδελφές της.

Το 1921 παντρεύεται το δικηγόρο και πολιτευτή Περικλή Ράλλη, συνεργάτη του πολιτικού Παναγή Τσαλδάρη.

Το 1922 γεννιέται ο μοναχογιός της Δωρής Ράλλης.

Το 1935 ο σύζυγός της διορίζεται υπουργός των Εσωτερικών.

Την Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου του 1943 στις τέσσερεις παρά τέταρτο το απόγευμα ο μοναχογιός της Δωρής αυτοκτονεί. Εδώ οφείλουμε να σημειώσουμε τα εξής: Ο γιος της Μαρίας Περικλή Ράλλη ήταν ένας ήρωας και ένα από τα χιλιάδες θύματα της Κατοχής. Ο νεαρός Δωρής σαν άλλος «Γιώργος Θαλάσσης» μαζί με άλλους συμφοιτητές του είχε αναπτύξει αντιστασιακή δράση κατά των κατακτητών την περίοδο της Ιταλικής Κατοχής στην Ελλάδα. Είχε συλληφθεί και βασανιστεί φρικτά από τους κατακτητές. Δεν πρόδωσε τα ιδανικά του, τους συντρόφους του, και δεν μαρτύρησε ποτέ, τους συμφοιτητές συνεργάτες του. Η φρικτή εμπειρία του από τα βασανιστήρια που υπέστη από τους Ιταλούς, επέφερε ένα βαρύ κλονισμό στην υγεία του που δυστυχώς δεν κατόρθωσε να ξεπεράσει, με αποτέλεσμα το μοιραίο τέλος του.

Το 1945 πεθαίνει ο σύζυγός της Περικλής Ράλλης μόλις 54 ετών.

Το 1946 ο συγγραφέας Στράτης Μυριβήλης της αφιερώνει το αφήγημά του «Ο Παν».

Το 1954 συμμετέχει στο Διεθνές ποιητικό Συνέδριο στο Βέλγιο.

Την περίοδο 1956-1965 την συναντάμε σαν δραστήριο μέλος στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΛΣ στην οποία για ένα μικρό διάστημα άσκησε τα καθήκοντα του Γενικού Διευθυντή.

Το 1958 εκλέγεται Γενικός Γραμματέας της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, στη θέση αυτή θα παραμείνει μέχρι τον θάνατό της.

Το 1965 λαμβάνει το Α΄ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για το βιβλίο της «Από το ένα στο άλλο». Το Β΄ κερδίζει ο πεζογράφος Πέτρος Αμπατζόγλου για το έργο του «Ισορροπία τρόμου».

Το 1971 πεθαίνει η αδερφή της και Δημοτική Σύμβουλος Πειραιά, Αθηνά Δηλαβέρη. Η Αθηνά Δηλαβέρη είχε μειοψηφήσει ως δημοτική σύμβουλος στο γκρέμισμα του Παλαιού Ρολογιού- Δημαρχείου της Πόλης.

Στις 22 Φεβρουαρίου 1973 φεύγει από την ζωή η αδερφή της και μεγάλη τραγωδός η Κατίνα Παξινού.

Το 1974 πεθαίνει ο αδερφός της Λευτέρης.

Τέλος στις 3 Ιανουαρίου ημέρα Σάββατο χαράματα, αφήνει τον μάταιο τούτο κόσμο και η ίδια.

          Όπως εύκολα διαπιστώνει ο μελετητής του βίου της, η προσωπική της ζωή από πολύ νωρίς σημαδεύτηκε από τον Θάνατο. Σαν ολόκληρη η ζωή της να ήταν μία μνήμη θανάτου, αγαπημένων και προσφιλών της προσώπων. Αν η μεγάλη μας τραγωδός, αδερφή της Κατίνα Παξινού ερμήνευσε σε ολόκληρη την καλλιτεχνική της σταδιοδρομία τις σημαντικότερες αρχαίες ελληνικές τραγωδίες και ηρωίδες, η Μαρία Κωνσταντοπούλου Π. Ράλλη βίωσε την τραγωδία της ζωής της με όλο της το ψυχικό και της καρδιάς της μεγαλείο μέχρι το τέλος της θνητής της παρουσίας.

          Σαν μία τραγική ηρωϊδα βγαλμένη από τα σπλάχνα της Τέχνης.

          Ο ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΤΗΣ ΚΥΚΛΟΣ

Η Μαρία Περικλή Ράλλη παρουσιάζεται στα γράμματά μας με την ποιητική συλλογή «Γυναικεία Λόγια» το 1932.

Το 1934 ακολουθεί η δεύτερη ποιητική της συλλογή με τίτλο «Εξομολογήσεις».

Το 1938 εκδίδεται η ποιητική της συλλογή «Στίχοι».

Το 1943 από τις εκδόσεις «Πήγασος» εκδίδει την πραγματικά συγκλονιστική ποιητική της συλλογή (σωστότερα μακρόσυρτο μοιρολόϊ) «Λόγια σε νεκρό», που είναι αφιερωμένη στην απώλεια του μοναχογιού της.

          Μετά την συλλογή αυτή, συνειδητά και αποφασιστικά παύει να εκφράζεται με τον έμμετρο στίχο, την ποιητική γραφή. Στρέφει τα πνευματικά, συγγραφικά της ενδιαφέροντα και ανησυχίες προς την πρόζα, τον πεζό λόγο, το ταξιδιωτικό ημερολογιακό κείμενο.

Το 1944 μας δίνει τη νουβέλα «Μια γαλάζια γυναίκα».

Το 1945 κυκλοφορεί το «Για μια ζωγραφιά και για ένα σκύλο», που, όπως η ίδια γράφει είναι αφιερωμένο «Στην αρχαγγελική μορφή της νιότης που έφυγε».

Το 1956 στρέφει το ενδιαφέρον της προς την ταξιδιωτική λογοτεχνία και εκδίδει το έργο «Δρομολόγια και Καθυστερήσεις».

Την ίδια χρονιά εκδίδει ακόμα το ταξιδιωτικό της οδοιπορικό «Περίπατος στη Γερμανία- Η Γεωγραφία ονειρεύεται». Και κυκλοφορεί το πεζό της «Ένας κούκος σωπαίνει τη νύχτα».

Το 1957 κυκλοφορεί το ταξιδιωτικό χρονικό της «Στην Κύπρο φέγγει…». Είχε πρωτοδημοσιευθεί στην δημοκρατική εφημερίδα «Ελευθερία».     

Το 1964 εκδίδει το ταξιδιωτικό της «Περίπατος στη Ρουμανία και στη Μόσχα».

Την ίδια επίσης χρονιά κυκλοφορούν και τα Διηγήματά της «Από το ένα στο άλλο».

Το 1970 κυκλοφορούν τα Αφηγήματά της «Εσωτερική Γραφή».

Το 1973 εκδίδει το βιβλίο με τίτλο «Της Τέχνης και του Κόσμου». Ο τόμος αποτελείται από μικρές στοχαστικές της μελέτες και σκέψεις, σχόλια πάνω σε προβλήματα και ζητήματα της Τέχνης. Περιλαμβάνει ακόμα ένα μικρό κείμενο για τον Μικρασιάτη συγγραφέα Στράτη Μυριβήλη.

          Τέλος, ολοκληρώνει την συγγραφική της διαδρομή το 1974, επιστρέφοντας στον ποιητικό λόγο από τον οποίο ξεκίνησε. Εκδίδει την πιο ώριμη ποιητική της συλλογή με τίτλο «Ξεναγήσεις».

          Όπως αντιλαμβανόμαστε η Πειραιώτισσα συγγραφέας Μαρία Περικλή Ράλλη έκλεισε τη λογοτεχνική της παρουσία μέσα σε ένα ποιητικό κουκούλι. Άρχισε και ολοκλήρωσε την πορεία της- αν δεν είναι άστοχη η παρομοίωση- σαν βασίλισσα- μέλισσα ποιήτρια η οποία παρά τις αντίξοες συνθήκες του βίου της, το σκοτεινό παιχνίδι της ατομικής της Μοίρας, κυοφόρησε τους πνευματικούς της καρπούς στην κοχλάζουσα, ασφαλή μήτρα του ποιητικού λόγου.

          Η  ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ

   Η Μαρία Περικλή Ράλλη, μια κεντρική μονάδα μέσα στην γυναικεία και αντρική πεζογραφική παράδοση της Γενιάς του 1930, ευτύχησε να δει σχολιασμένο το έργο της από σημαντικούς λογοτέχνες και κριτικούς της εποχής της αλλά και μεταγενέστερους. Τηλέμαχος Αλαβέρας, Έλλη Αλεξίου, Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος, Δημήτρης Γιάκος, Άρης Δικταίος, Αντρέας Καραντώνης, Σαράντος Καργάκος, Τίμος Μαλάνος, Μιχάλης Γ. Μερακλής, Θανάσης Νιάρχος, Κλέων Παράσχος, Παντελής Πρεβελάκης, Μιχάλης Περάνθης, Βασίλης Ρώτας, Απόστολος Σαχίνης, Αθηνά Ταρσούλη, Δημήτρης Τσάκωνας, Αντώνης Φωστιέρης, Γιάννης Χατζίνης, Πέτρος Χάρης,…. Και ασφαλώς ο πιο συστηματικός της αναγνώστης, ο Κώστας Τσιρόπουλος, για να μνημονεύσω μερικά ενδεικτικά ονόματα από το πάνθεο των μελετητών της. Ονόματα αντρών και γυναικών συγγραφέων και κριτικών από διαφορετικές γενιές και λογοτεχνικές σχολές. Πρόσωπα που, από πολύ νωρίς σεβάστηκαν την αριστοκρατική της παρουσία και το βαθύ της πένθος. Ο Στράτης Μυριβήλης της αφιέρωσε το 1946 το βιβλίο του «Ο Παν». Ο Μηνάς Δημάκης το ποίημα «Έρχονται τα όνειρα» (ποιητική του συλλογή «Η Περιπέτεια»). Η Διαλεχτή Ζευγώλη Γλέζου το ποίημα «Θύμηση» (ποιητική του συλλογή «Φθινοπωρινό Φως»). Ο Γεώργιος Αθάνας τη «Μικρή Ελεγεία» (βλέπε περιοδικό «Νέα Εστία» τχ.1165/ 15-1-1976). Ο Γιάννης Ρίτσος το συγκλονιστικό ποίημα «Η Μαρία Ράλλη στα όνειρα» (βλέπε «Ξενάγηση στη Μ. Π. Ράλλη») κ.ά. (Ας υπενθυμίσουμε την δημόσια ενέργεια, προσπάθεια της Μ. Π. Ράλλη, όταν βρίσκονταν άρρωστος και φυλακισμένος ο κόκκινος ποιητής Γιάννης Ρίτσος να απελευθερωθεί από τα δεσμά των χουντικών δεσμωτών του, όταν άλλοι αρνήθηκαν να τον βοηθήσουν. Να υπογράψουν επιστολή υποστήριξης)

          Ποιήματά της και πεζά της συναντάμε στα περιοδικά: «Ορίζοντες» τχ. 4/4, 1944. «Γράμματα» τχ.1/1, 1944. «Καλλιτεχνική Ελλάδα» τχ.4-6/4,5,6, 1945. «Χριστιανικό Συμπόσιο» τόμος 3ος, 1968. «Φιλολογική Πρωτοχρονιά» τόμος 28ος, 1971. Στα περιοδικά «Νέα Εστία» τχ.228/1938, τχ.1331/1982, στο περιοδικό «Ευθύνη» τχ. 30/ 1974 και σε άλλα.

          Όταν με πρωτοβουλία του φιλόσοφου και πανεπιστημιακού, πολιτικού Κωνσταντίνου Τσάτσου 20 Ιουνίου 1948 δημιουργείται η «Εθνική Εταιρεία Λογοτεχνών», συναντάμε και την υπογραφή της Μαρίας Περικλή Ράλλη ανάμεσα στα ονόματα που υπογράφουν τη διακήρυξη. Πρέπει να τονισθεί ότι υπήρξε για αρκετές δεκαετίες (1958 έως το θάνατό της Γενική Γραμματέας της Ε.Ε. Λογοτεχνών) και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΛΣ (1956-1965). Έχει τιμηθεί με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος το 1965 και το Βραβείο Πεζογραφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το έργο της έχει ανθολογηθεί σε αρκετές Ελληνικές Ανθολογίες και ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στο Εξωτερικό σε αρκετές γλώσσες. Τα τελευταία χρόνια, όπως συμβαίνει και με άλλους αξιόλογους Έλληνες συγγραφείς, το έργο της έχει περιπέσει στη λήθη.

          Η Μαρία Περικλή Ράλλη σαν πεζογράφος, συστηματικά και εξακολουθητικά διακόπτει τη γραμμική αφήγησή της μέσα στο πεζογραφικό της έργο. Οι μικροί επεισοδιακοί κύκλοι της γραφής-οι περιορισμένοι συνήθως στα στενά όρια των ατομικών της περιστατικών-της αφηγηματικής της τεχνικής, δεν έχουν αρχιτεκτονική ισορροπία, επιμελημένη οργάνωση, κεντρικό μυθικό «πυρήνα», σταθερότητα στην σπονδύλωση της εξέλιξης της γραφής. Εισάγει στο έργο της μια «Καρτεσιανή» ανακολουθία των λογοτεχνικών συμβάντων και της υποτυπώδους δράσης των χαρακτήρων της. Αν δεν λαθεύω στις αναγνωστικές μου εκτιμήσεις. Κάτι που συνηθίζεται ως τεχνική από τους θιασώτες της Αντιμυθιστορηματικής Σχολής. Έτσι όπως μας την παρουσίασε ο Αλαίν Γκριγιέ. Έλλειψη φανερής πλοκής, συγκεχυμένα επεισόδια, εναλλασσόμενα τέλη και αρχές, ανακολουθίες του χρόνου, πολλές επαναλήψεις, ιδιόρρυθμη στίξη και σύνταξη των προτάσεων. Τα ιστορικά γεγονότα διακρίνονται από μία σποραδικότητα και μία τάση «διάλυσης» μέσα στην μυθοπλασία. Τα κοινωνικά περιστατικά είναι ισχνά, χωρίς δορυφορική επικουρική δράση μέσα στη σύνολη λογοτεχνική στρωματογραφία.

          Εκείνο που κυρίως πρυτανεύει  είναι οι γενικευμένες ψυχολογικές εντυπώσεις του γράφοντος υποκειμένου, η ψυχαναλυτική περιδιάβαση σε ως εικονογραφική πρόθεση, ο προσωπικός αυτοβιογραφικός στοχασμός, η ατομική έστω και θρυμματισμένη θεώρηση της πραγματικότητας, οι ψυχικές ταλαντώσεις της ανάμνησης, της μνήμης τα τραμπαλίσματα, αλλά και η ρυθμική καλλιέπεια του λόγου της εξομολόγησης, η αποκρυστάλλωση των συνειδησιακών μεταπτώσεων πάνω στον μνημονικό καθρέφτη. Μία ενδοκοσμική «θεία» τάξη του κόσμου διαρθρώνει τη σύνολη νοηματική της γραφή.

          Καθώς θραύει τους εσωτερικούς ιστούς της μυθοπλαστικής της οργάνωσης επικρατεί μιά μάλλον άναρχη αλλά κυρίως άμυθη εξπρεσιονιστική αισθαντικότητα. Στην απεικόνιση των δισήμαντων συναισθημάτων των δύο φύλων, η γυναικεία θεώρηση του κόσμου, η θηλυκή ερμηνεία των εσωτερικών γεγονότων και εξωτερικών συγκρούσεων είναι εκείνη που «αξιολογικά» αλλά και αισθητικά κυριαρχεί και φωτίζει την εξέλιξη. Το αντρικό στοιχείο-αν εξαιρέσουμε την τραγική περίπτωση του μοναχογιού της- είναι η αναγκαία αφορμή για να ξετυλιχθεί το κουβάρι της αφήγησης. Και σε ορισμένα σημεία των κειμένων, παρακολουθεί κάπως νωθρά τη γυναικεία περιγραφική ματιά που έχει και την πρωτοβουλία. Γράφει: «Και μη πολυσκοτίζεστε για τους άντρες. Έχουνε συνηθίσει ν’ απλώνουν και ν’ αρπάζουν αυτά που τους παραχωρούν οι άλλοι από αγάπη. Είναι και κακομαθημένοι από μικροί». Βλέπε σελ. 124 «Από το Ένα στο Άλλο».

          Η συγγραφική της τυπολογία, ανιχνεύεται τόσο στην ελλειπτική ιδεολογική της τεχνική (είναι κυρίως μονωδιακή) όσο και στην έντονη καθαρτήρια εξομολογητική της διάθεση. Στο λιγότερο κοινωνικό, περισσότερο αισθητικό, διάχυτο θηλυκό συναισθηματισμό που τείνει σε μια ουμανιστική εκλεκτικότητα. Σε έναν συνειδητό και σταθερό ανθρωπισμό που κυριαρχεί στη σύνολη συγγραφική της σύνθεση. Ποιητική, πεζογραφική, ταξιδιωτικών εντυπώσεων. Η πολιτική της γραφής της με την ευρύτερη και στενότερη έννοια του όρου λείπει από το έργο της. Όπως δεν συναντάμε ψήγματα αναφορών στον Πειραϊκό χώρο και τους ανθρώπους του. Οι δοκιμιακές της απόπειρες μάλλον δεν είναι άξιες κρίσεων. Είναι κοινότοπες απόψεις μάλλον «κακώς» επεξεργασμένες.

Τα Ταξιδιωτικά της κείμενα- οδοιπορικά, αποτελούν ένα άλλο κεφάλαιο. Είναι ενδιαφέρουσες προσωπικές της εντυπώσεις στοχαστικών προδιαγραφών με ένα εσωτερικό βλέμμα περισσότερο, περιγράφει τα τοπία, φωτογραφίζει τον ξένο χώρο χωρίς να λείπει από τον περιγραφικό της καμβά η πλούσια εικονογράφηση του χώρου. Ο ταξιδιωτικός της λόγος, έχει πολλές φορές το χρωματισμό της αντιμυθιστορηματικής της γραφής. Το ύφος της εξακολουθεί να είναι αριστοτεχνικό και συνήθως συναισθηματικά εξεζητημένο. Οι κρίσεις της δίκαιες ακόμα και όταν αναφέρεται σε ιδεολογικά αντίθετες προς τις δικές της οπτικής θέσεις. Γράφει: «Ψευδιαισθήσεις, ανάκατες εντυπώσεις από καθορισμένα και ακαθόριστα, από γνωστά και από μακρινά και χαμένα, νάτες οι αποσκευές μας. Αυτές θ’ ανοίξω για να ξαλλάξω να βγω και να συργιανίσω τον τόπο» σελ. 60. «Περίπατος στη Γερμανία». Και «Στις περιηγητικές εντυπώσεις που αραδιάζω σ’ αυτές τις σελίδες δε θ’ ασχοληθώ τόσο με την αντικειμενική απεικόνιση θα τις μεταφέρω εδώ με τον τρόπο που ο ταξιδιώτης γυρίζοντας από τον ξένο τόπο, μαζί με τα λογής-λογής αναμνηστικά, κουβαλά μέσα του και κάτι ακαθόριστα δώρα από συγκινήσεις, είτε αυτές αναφέρονται σε τέχνης έργα, είτε είναι πολιτείες, είτε πρόσωπα και περιστάσεις που του τύχανε», σελ. 13. «Δρομολόγια και Καθυστερήσεις».

Πάντως στη γνωστή μελέτη και ανθολογία της, η ερευνήτρια και συγγραφέας Αννίτα Π. Πανάρετου, «Ελληνική ταξιδιωτική λογοτεχνία», Αθήνα 1995 μόνο στον 1ο τόμο σελ. 87 αναφέρεται στη Μ. Π. Ράλλη και μάλιστα αρνητικά. Γράφει: ενώ στις χειρότερες περιπτώσεις θα συναντήσουμε μια απλή φωτογραφική απεικόνιση, συχνά θελκτική, χωρίς όμως εκείνο το πλησίασμα, που θα οδηγούσε στην καρδιά του τόπου (παράδειγμα οι «ήσσονες» ταξιδιογράφοι Μαρία Ράλλη, Άγγελος Δόξας, Άλκης Θρύλος».).

          Η Μ.Π. Ράλλη εξαρθρώνει την ορθολογιστική πραγματικότητα των γεγονότων της οριζόντιας αφηγηματικής της κατάθεσης και προβάλει μία ονειρική μαρτυρία. Εξίσου αποκαλυπτική και αληθινή των ψυχικά ελεγχόμενων πάντα καταστάσεων που βιώνει, που αγωνίζονται να σπάσουν την αστική κρούστα αγωγής της συνείδησης της πεζογράφου, με την οποία τις έχει καλύψει, και να αναδυθούν στην επιφάνεια του χρόνου της γραφής, χωρίς να προκαλέσουν κοινωνικούς ή αισθητικούς απωθητικούς κραδασμούς. Ξεχωρίζουμε με σιγουριά, ένα ισχυρό απόθεμα «ιδεαλιστικής υπέρβασης» θα σημειώναμε, μέσα στον περιγραφικό της καμβά. Συναντάμε την αγωνιώδη προσπάθειά της να αυτοαναλυθεί και αυτοελεγχθεί ταυτόχρονα. Μέσα από την μνημονική της παλινδρόμηση συντελείται με αμεσότερο τρόπο η απευθείας οικειοποίηση της λογοτεχνικής πραγματικότητας και αναδύεται ένας ψυχολογικός ρεαλισμός και μία έμφυτη τάση της να εξαϋλώνει και καλλιτεχνικά ανυψώνει ακόμα και τα πιο τραγικά ατομικά της συμβάντα. Το «αισθητικός ατενίζειν» είναι ο κυρίαρχος νόμος της λογοτεχνικής της παραγωγής.

          Προσωπικά της τραγικά γεγονότα, οικογενειακές αντιξοότητες, ατυχίες του βίου, ιστορικά δραματικά γεγονότα, προσωπικές λανθασμένες επιλογές, αδιέξοδες ερωτικές επαφές, θάνατοι, πολιτικά καθέκαστα μιας κρίσιμης και σκοτεινής αλλά σημαντικής περιόδου της Ελληνικής Ιστορίας, όπως ήταν η Κατοχή, τα συνταρακτικά και τραυματικά γεγονότα που στιγμάτισαν καθοριστικά και αμετάκλητα τόσο το οικογενειακό της περιβάλλον όσο και την ίδια δραματικά, προβάλλουν σαν μία κίνηση εκκρεμούς πάνω από την άβυσσο της ατομικής της εκμηδένισης. Μιάς συνείδησης τραυματισμένης και τραγικής όπως η δικής της. Μιάς γυναικείας συνείδησης που παρά τη φαινομενική της γαλήνη περιδινείται γύρω από οριακές στιγμές περιγραφικής λεπτομερολογίας προσπαθώντας μέσα από ένα ιδιόγλωσσο ύφος και μια λεκτική περίτεχνη ακριβολογία να αποτυπώσει τη δραματική της παρουσία και ανάγλυφα να μας ιχνογραφήσει την εσωτερική εξορία που βιώνει η πεζογράφος στον προσωπικό της βίο, στον κοπιώδη αγώνα της για κάθαρση. Μια απερίγραπτη τάση προς εξομολόγηση: Γράφει: «Δεν είναι που σε επιθυμώ, όσο είναι που έχω ανάγκη να σου μιλήσω». Σελ. 18 και «Με τις λέξεις ευαγγελιζότανε τα ρήματα της ηθικής και της ανθρωπιάς». Σελ. 107. («Εσωτερική Γραφή») «Γυρεύεις να εξαφανιστείς από την πολλήν εξομολόγηση», σελ.62 («Μιά γαλάζια γυναίκα»).

          Ακόμα και οι αποσιωπήσεις, οι παύσεις, που συναντάμε στα πεζά της κείμενα, είναι όχι μόνο ελεγχόμενες αλλά και προσανατολισμένες προς ένα ορισμένο πεδίο ιδεαλιστικών ερμηνειών, αισθητικών προτάσεων της γραφής, και ίσως ηθικών κανόνων του βίου χωρίς να απολήγουν σε διδακτισμό. Η άνεση της εξομολογητικής ρητορικότητας  που διαθέτει η Μ.Π.Ρ. την βοηθά ευκολότερα να τυλίξει σε μια ρομαντική αχλή τις καταστάσεις που περιγράφει, δίνοντας προτεραιότητα όχι τόσο στην πλοκή, ή τον μυθικό πυρήνα όσο το δυναμισμό της υφολογικής ατμόσφαιρας. Στη συγκινησιακή θερμοκρασία που αναβρύζει από την πιεστική τάση για εξομολόγηση της μνήμης, και τις συχνές και σταθερές πένθιμες αναφορές- είτα αυτές αφορούν το χαμό του παιδιού της που είναι διάσπαρτες στο έργο της, πέρα από την ποιητική της συλλογή «Λόγια σε Νεκρό» και στο πεζό της «Για μια ζωγραφιά και για ένα σκύλο», δες («Ο Θάνατος και το ταξίδι του κρίνου» σελ. 56-91 και αλλού). –Είτε σε άλλα εξίσου δραματικά συμβάντα της ατομικής της ζωής που λειτουργούν ως ερμηνευτικοί σηματοδότες στα κείμενά της και προσανατολίζουν τους δείκτες της λογοτεχνικής της πυξίδας προς μια ορισμένη κατεύθυνση. Η μάλλον χαρμολυπική, αποσπασματική και ορισμένες φορές- ιδιαίτερα στο ποιητικό της σώμα- αποφθεγματική της σκέψη κάτω από το βάρος της ατμόσφαιρας του θανάτου μας παρουσιάζεται τόσο υποδειγματικά διαυγής και τόσο εμπειρικά κατασταλαγμένη, που δοκιμάζει τις αντοχές μας. Υπάρχει μία αμάχη ανάμεσα στο βιολογικό θάνατο που την κυκλώνει από νωρίς και τη σωτηρία που επιδιώκει μέσα από τα μονοπάτια της Τέχνης.

          Ο θάνατος του μοναχογιού της, και γενικότερα ο θάνατος σαν ένα φυσικό γεγονός, ανεξήγητο και αινιγματικά φοβερό, στο έργο της Μ.Π. Ράλλη είναι σαν μία συμβολική «Εστιάδα» μιας ανθρωποφαγικής θεότητας των πιο ακαθόριστων ενστίκτων. Είναι το alter ego της τροφοδότρας ζωογόνου θεότητας που είναι η Μάνα Γη. Μια αενάως τίκτουσα θηλυκή θεότητα όπως είναι η Γη που αιωνίως λειτουργούσε και σαν θηλυκός Κρόνος. Και ίσως να μην κάνω λάθος αν έγραφα ότι πέρα από τα φωτεινά ανοίγματα του λόγου της, τις αισιόδοξες περιγραφικές της στιγμές, τις ταξιδιωτικές της ανάσες, τις εύστοχες στοχαστικές της αναλαμπές, η δεσπόζουσα ιδιοσυγκρασιακή «εντοπιότητα» του έργου της είναι πένθιμη και σίγουρα ελεγειακή.

          Η Ράλλη αυτοελέγχει τη φωνή της, κοντρολάρει την εξομολογητική της μονοφωνική διάθεση, ελέγχει το συναισθηματικό φορτίο των λέξεών της, αποκρύπτει σε σημείο ξενισμού την έμφυτη γυναικεία τάση για αποκαλυπτική πρόθεση, ως κατάθεση των πεπραγμένων. Επιβάλει στον αναγνώστη το όριο που του επιτρέπεται να γνωρίσει. Του καθορίζει η ίδια τι δεν θέλει να φανερώσει. Τα κράσπεδα όρια της γραφής της. Γι’ αυτό συνήθως ενώ προετοιμαζόμαστε να εισέλθουμε σε μια μαγευτική ρεαλιστική ατμόσφαιρα, ξαφνικά χάνουμε την ολοκλήρωση, αλλάζουμε προσανατολισμό, του βλέμματός μας οι ακτίνες, μένει μετέωρη η ψυχογραφική στρωματογραφία των ηρώων. Αισθάνεσαι το χέρι του συγγραφέα να το συγκρατεί η ανασταλτικότητα του νου την ίδια στιγμή που αλλάζει εξομολογητικές ταχύτητες η καρδιά. Μια αριστοκρατική ανασταλτικότητα εμποδίζει την συγγραφέα, μια οικογενειακή αγωγή, μια «ηθική» του οικογενειακού της δέντρου να ξεδιπλώσει η μνήμη της με άνεση στο αλώνι του χρόνου. Ακόμα και οι κρίσεις της όπως διατυπώνονται στα ταξιδιωτικά της κείμενα φωτίζονται μέσα από τις προσωπικές της περσίδες. Η συναισθηματική αυτή εμπλοκή που περιορίζει τον ορίζοντα της γραφής της, μας φανερώνει και μια μάλλον έμφυτή της μοιρολατρία. Μια υποταγή στο μοιραίο μέσα από ένα νηφάλιο, ήρεμο, καλλιεργημένο λογοτεχνικό λόγο και μια όχι φανερή δακρυσμένη ματιά της ζωής.

Μια δακρυσμένη ματιά σαν το νερό της βροχής που πέφτει πάνω στα παράθυρα καθώς εμείς από μέσα το παρακολουθούμε.

          Και δεν θα ήταν υπερβολή, παρά τις τεχνικές του ατέλειες, αν σημειώναμε ότι το έργο της Ράλλη είναι ένας γυναικείος μητρικός σπαραγμός, σαν μία πικραμένη  μάνα να απευθύνεται όχι τόσο στον θάνατο, όσο στην ίδια τη μάνα φύση με αξιοπρεπές παράπονο και στωικότητα. Και ο σπαραγμός αυτός εντείνεται καθώς η θηλυκή της ενστικτώδη φύση την προειδοποιεί ότι δεν υπάρχει απάντηση.

          Η περιπέτεια του βίου, πάντα, όσο κι αν επιδιώκει το θαύμα ο άνθρωπος κινείται ανάμεσα στις αποχρώσεις της θλίψης, τις διαθλάσεις του πόνου και το σταθερά μαύρο της απόγνωσης.

          Εκείνο που εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να ελκύει τους αναγνώστες των έργων της Μαρίας Περικλή Ράλλη είναι το αριστοκρατικό περίτεχνο ύφος της, που πολλές φορές προσομοιάζει περισσότερο σε μια αφηγηματική προφορικότητα, σε έναν παραμυθιακό λόγο παρά σε ένα γραπτό κείμενο. Δίχως όμως να χάνει τα στοιχεία του ιστορικού του αντικαθρεφτίσματος.

Το ύφος αυτό επεξεργάστηκε η Μ. Π. Ράλλη από το πρώτο της ποιητικό βιβλίο ως την τελευταία της πρόζα. Και δεν προκαλεί έκπληξη αυτό που βλέπουμε στην αξιόλογη συγγραφέα. Να αρχίζει την συγγραφική της παρουσία και εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα με μια ποιητική συλλογή και να την τελειώνει πάλι με ποιητικό λόγο. Σαν ο κύκλος της ωρίμανσής της και του θανάτου της να χουχουλιάζει μέσα στον ποιητικό λόγο.

          Αυτόν τον ελεγειακό ποιητικό λόγο που έχει τόσες ομοιότητες με το λαϊκό μοιρολόϊ.

Ποια είναι όμως η ποιητική φωνή της «Μαρίτσας μας» όπως χαϊδευτικά την αποκαλούσαν οι άντρες ομότεχνοί της.

          ΜΕΡΟΣ Α

Διευκρινιστικά:

     Αντιγράφω εκ νέου με το χέρι παλαιότερα δημοσιεύματά μου μια και πριν χρόνια τεχνικά και άλλα προβλήματα του Ηλεκτρονικού Υπολογιστή που διαχειριζόμουνα για πρώτη φορά, συν η παντελής άγνοιά μου, συνέτεινε να χάσω πολλά κείμενα δικά μου και ξένα που είχα αντιγράψει ετοιμάζοντας τις εργασίες μου που εκδόθηκαν ορισμένες σε βιβλίο όπως η «ΜΑΡΙΑ ΠΕΡΙΚΛΗ ΡΑΛΛΗ». Χάθηκαν αποδελτιώσεις κόπων και προσωπικών τρεχαμάτων ουκ ολίγες. Μικρά ή μεγάλα δελτάρια Βιβλιογραφικών αναφορών ίσως χρήσιμα εκείνες τις δεκαετίες, πριν αρχίσει η ψηφιοποίηση της ελληνικής λογοτεχνίας. Ή έλλειψη τεχνικής βοήθειας και ο περιορισμένος εργασιακός χρόνος δεν κατόρθωσαν να διασώσουν ένα λογοτεχνικό υλικό και πάλι καλά. Πολλές εργασίες ξαναγράφηκαν δύο και τρείς φορές πράγμα αρκετά εξαντλητικό σωματικά και ψυχοφθόρο. Από αυτό το ελάχιστο διασωθέν υλικό αντιγράφω στα Πειραϊκά μου Σημειώματα διαισθανόμενος ότι τα Λογοτεχνικά Πάρεργα κλείνουν τον κύκλο τους.

Το Α΄ Μέρος της Ομιλίας μας για την Μαρία Περικλή Ράλλη, αντιγράφεται από το μικρό βιβλιαράκι που έχουμε μπροστά μας και κυκλοφόρησε Εκτός Εμπορίου. Για την ιστορία των εκδηλώσεων των Πειραϊκών Γραμμάτων να γράψουμε ότι η Πρόσκληση που έχουμε μπροστά μας, γράφει ότι η Ομιλία δόθηκε στην «Αίθουσα Κοσμητείας και Κοινωνικών Εκδηλώσεων του ΠΕΙΡΑΪΚΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ, 4ος Όροφος. Την Δευτέρα και ώρα 19.00 της 29ης Μαϊου 2006. Την εκδήλωση χαιρέτησε η τότε πρόεδρος του Πειραϊκού Συνδέσμου Φερενίκη Π. Θεοχάρη. Την εισήγηση έκανε η έφορος φιλολογικού Τούλα Π. Μπούτου. Απαγγελίες ποιημάτων έγιναν από την ηθοποιό Άννα Πολυτίμου- Παπακωνσταντίνου. Γενικός Γραμματέας του Πειραϊκού Συνδέσμου ήταν την περίοδο εκείνη ο Ιωάννης Χ. Καρκούλιας.

          Στο Β΄ Μέρος που θα ακολουθήσει και θα αντιγράψουμε θα εξετάσουμε την ποιητική διαδρομή της Πειραιώτισσας Μαρίας Κωνσταντοπούλου Περικλή Ράλλη, συμπληρώνοντας ενδεικτικά Βιβλιογραφικά κενά του έργου της.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

4 Αυγούστου 2025

ΥΓ. Παρακολουθώντας στο Κανάλι της Βουλής διάφορα επιστημονικά ντοκιμαντέρ για την εξέλιξη και την γέννηση του Διαστήματος, Κοσμολογικά θέματα γέννησης των άστρων, των γαλαξιών, τις μέλανες οπές, των λευκών νάνων, τους άπειρους χρόνους δημιουργίας του Σύμπαντος, το σβήσιμο του φωτός των άστρων καθώς πεθαίνουν, προσπαθούσα με δυσκολία να καταλάβω τις ορολογίες, την γλώσσα που χρησιμοποιούν οι διάφοροι Επιστήμονες που μιλούσαν αγγλικά, εξηγώντας μας τα της Επιστήμης και των αμέτρητων Ερευνών τους. Και αναρωτήθηκα, άραγε, οι Ποιητές, οι Πεζογράφοι με τα έργα τους είναι αυτοί που αυξάνουν τον πλούτο μιάς Γλώσσας, αυγαταίνουν το Λεξιλόγιό της, εμπλουτίζουν τις Εκφράσεις της ή οι Επιστήμονες στην προσπάθειά τους να μας εξηγήσουν όσο γίνεται με πιο απλό τρόπο και λόγο τα ερευνητικά τους πεδία εφευρέσεων εξερεύνησης. Ποιος τελικά πλουτίζει του Ανθρώπου τη ΓΛΩΣΣΑ και τα Μυστικά της ή Φανερά μονοπάτια!!!! Ή Μήπως και αυτή πεθαίνει και ξανά γεννάται ανάλογα με τις Εποχές;;                 

         

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2025

Έκτωρ Κακναβάτος, Ξαναδιαβάζοντας Μελισσάνθη

 

ΞΑΝΑΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ  ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ

Του ΕΚΤΟΡΑ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΥ

 

          Η είσοδος της Μελισσάνθης στην ποιητική σκηνή (1930) συνοδεύτηκε από ένα βροντώδες χειροκρότημα. Σπάνια η πρώτη εμφάνιση μιάς ποιήτριας συνάντησε τέτοια υποδοχή από τους «εκλέκτορες» και τόσο αναιμικό επίπεδο επιφυλάξεων από τους κατά σύστημα μεμψίμοιρους.

          Το ότι η εμφάνιση της Μελισσάνθης στον ποιητικό στίβο ήταν τομή που άλλαξε τη φυσιογνωμία της Ποίησης, πού έγραφαν οι ποιήτριές μας ως την εποχή εκείνη, είναι άποψη μαρτυρημένη και υποστηριγμένη από στρατιά κριτικών που διαθέτανε την οξυδέρκεια και την ευαισθησία της εποχής. Παράδειγμα ο πολύς Ανδρέας Καραντώνης’ η βαρυσήμαντη παρατήρησή του (βλ. «Νέα Γράμματα», Μάρτης 1936) ότι η ποίηση της Μελισσάνθης είναι στοχαστική με θρησκευτική απόκλιση σε βάρος του λυρισμού, που το αποδίδει-και το επισημαίνει με έμφαση-σαν πολύ σημαντικό-ότι την συνταράσσει μιά θρησκευτική αγωνία, ότι την «βαραίνει βασανιστικά η συνείδηση μιάς κοσμικής αμαρτίας και η ψυχή της συστρέφεται σπασμωδικά προς το μυστήριο ενός αμείλιχτου Κυρίου, ενός Θεού σχεδόν Σατανικού».

          Κι η Τατιάνα Σταύρου: «Από τη Μελισσάνθη τελειώνει και η θηλυκή περίοδος της γυναικείας ποίησης στον τόπο μας και αρχίζει μιά άλλη» (βλ. «Ελληνίς», 1937).

          Από την αρχή, λοιπόν του ξεκινήματος της Μελισσάνθης, βλέπουμε σε συνάρτηση με το στοιχείο του στοχασμού- να τίθεται το θέμα που αφορά την ποιητική της. Η ποίησή της καθώς η ίδια η ποιήτρια είναι ακούσια (ή εκούσια) παγιδευμένη στο βαρύ στοχαστικό κλίμα του προβληματισμού της, κλίμα που απαιτεί ευθύτονο και ισόρροπο οραματισμό, δεν χαρίζεται σ’ έναν πλουραλιστικό λυρισμό. Από την άποψη αυτή υπάρχει μιά κάποια ισχαιμία της ποιητικής εκφοράς πού, σε μιάν άλλη κλίμακα, θα συναρτούσε τον βόγγο που ανεβαίνει από το παιδευμένο στη μοναξιά του εγώ, με τη λέξη μαινάδα στον ιστό της θάχε ισάρει την απελπισία της.

          Ο Αιμίλιος Χουρμούζιος κάνει λόγο για την ορθολογιστική σύσταση της ποίησής της. Ο Α. Καραντώνης θα ρίξει το φαρμακερό βέλος του: «…. Παρά την κακή της τέχνη και την αντιλυρική της φύση, την συνταράσσει μιά θρησκευτική αγωνία…» Αλλά ο ίδιος, στο δοκίμιό του «Γύρω από τη σύγχρονη Ελληνική Ποίηση», 1962, μιλώντας παράλληλα και για την Καρέλλη, θα σημειώσει ότι «… με την αποπνευματωμένη τους αίσθηση και μ’ αυτόν τον θρησκευτικό μοραλισμό τους, που ευτυχώς δεν έχει καμμιά δογματικότητα, μπορεί να θεωρηθούν σαν ένα ε ξ υ γ ι α ν τ ι κ ό  α ν τ ί ρ ρ ο π ο στον απελπισμένο φιλοσοφικό αισθησιασμό άλλων συγχρόνων τους».

          Ο Κλ. Παράσχος θα παρατηρήσει: «Την Μελισσάνθη την απασχολεί τόσο το ηθικό δράμα της, ώστε καταντά την έκφραση να τη βάζει σε δεύτερη μοίρα».

          Ο Γ. Χατζίνης με αφορμή τα ποιήματα της ενότητας: «Ωσαννά και Οραματισμός» «εκφράζουν κυρίως μιά ψυχή κυριαρχημένη από το θρησκευτικό ένστικτο κι όχι ένα καλλιτεχνικό άτομο, που θα είχε τον έρωτα για κίνητρο κι αφετηρία».

          Κι ο Γ. Σαραντάρης: «Ο συμβολισμός που χρησιμοποιεί συχνά η Μελισσάνθη είναι μάλλον ένας τρόπος να επεκταθεί στους τόπους της φαντασίας, η αγωνία ενός ατόμου, που την πίστη στον Άνθρωπο θέλει να την κάνει πίστη στο Θεό, παρά μιά τεχνική που υπαγορεύεται από ένα ορισμένο αίσθημα του ωραίου».

          Ωστόσο δεν λείπουν εντελώς κι εκείνοι που βλέπουν κάποιον λυρισμό, παράδειγμα ο Π. Σπανδωνίδης. Ενώ ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, αν δεν πέφτω έξω, βλέπει προς την αντίθετη κατεύθυνση: ομολογεί ότι εκτιμά εξαιρετικά και «ίσως όχι από καθαρά αισθητική πεποίθηση μ’ από ιδιοσυγκρασία τέτοια ενορχήστρωση του ποιητικού λόγου», εννοώντας προφανώς ενορχήστρωση ώστε να επισημαίνεται: «… ένας κοσμογονικός παλμός κι ο κατασταλαγμός σε υπέργεια ακούσματα και οραματισμούς».

          Η προσπάθεια επένδυσης του στοχασμού της με λόγο μαστορικά πελεκημένο ώστε να αποβεί ποιητικός μέσω η χ η τ ι κ ώ ν λυρισμών είναι από την αρχή αναγνωρίσιμη και εναργής στα 66 σονέτα και στα 31 τριολέτα της, όπου δεν διστάζει να εισηγηθεί παραλλαγές στην παραδοσιακή δομή τους στην ποικιλία της ρίμας, πιό ιδιαίτερα στο οχτάστιχο τριολέτο όπου, σπάζοντας την κλασική φόρμα της αυστηρής ομοιομορφίας του πρώτου, τέταρτου και έβδομου στίχου αυξάνει την πλαστικότητα και την ευκινησία του λόγου. Είναι μία φιλότιμη εμμονή σε ποιητικές φόρμες, όπου η νίκη σ’ ένα τέτοιο αγώνα είναι δύσκολη γιατί, σ’ αυτόν τον σκληρό αγωνιστικό στίβο, σε βλέπουν κατάματα πολλές γιγάντιες φυσιογνωμίες μαστόρων που κρατούν σχεδόν όλες τις στενωπούς, που θα οδηγούσαν στην υπερφαλάγγισή τους, αν και δεν θάταν δικαιολογημένη μιά τέτοια προσπάθεια όταν και μόνον όταν κίνητρό της είναι αυτή και μόνο αυτή η υπερφαλάγγιση χωρίς να είναι και αποφασιστική ανανέωση του ποιητικού λόγου.

          Μιά μελέτη ειδικά σ’ αυτά τα σημεία της ποίησης της Μελισσάνθης θα απαιτούσε κάποια έκταση. Ίσως θα ήταν ακόμα και έξω από τα πλαίσια αυτού του σημειώματος.

          Όσον αφορά το Ανθολόγιο των υμνητικών κρίσεων για την ποίηση της Μελισσάνθης είναι από τα πλουσιότερα σε βαρύγδουπες υπογραφές. Είναι, πιστεύω, μάταιο όσο και περιττό να αποπειράται κανείς να το φορτώσει με κρίσεις της ίδιας, ή και παράλληλης, υμνητικής πολυφωνίας, εξόν αν ο ύμνος είναι προσωπική του ανάγκη και αν το «εύσημον» της φλυαρίας τον αφήνει ασυγκίνητο. Γι’ αυτό η απόπειρα μιάς περιγραφής- θάλεγα μιάς θεωρίας- της Φυσιολογίας του στοχασμού της θα είχε ίσως κάποιο αλλιώτικο ενδιαφέρον, πιό πολύ γιατί είναι μιά απόπειρα να ριχτεί πάνω του κάποιο άλλο φώς.

          Η Μελισσάνθη ο ρ α μ α τ ί ζ ε τ α ι. Που σημαίνει ότι βλέπει προς τα έξω. Το συνειδησιακό αυτό έξαρμα, (εννοώ τον οραματισμό προς την οντότητα του έξω) εναντιώνεται στο χωρομετρικά «πεπερασμένο εγώ», με την έννοια ότι θέλει να ανακαλεί κάποιο υπόλοιπο της ύπαρξής του. Και ίσως να είναι αυτή ίσα-ίσα η χωρομετρία του «πεπερασμένου εγώ» σ’ ένα βαθμό υπεύθυνη για την εγκατάσταση στον υποσυνειδησιακό μας χώρο ενός ατομικού ποινικού δικαίου, ιδιωτικής για τον καθένα μας χρήσεως, που καμινεύει σε βάρος μας τύψεις και-το χειρότερο- παραπέρα συγκρούσεις του υπαρξιακού αυτού εγώ (που διεκδικεί να διατηρήσει τις «γήινες» αμαρτωλές διαστάσεις του) με την αναίρεσή του μέσα σ’ ένα μοραλιστικό-όχι αποκλειστικά κοινωνικών διακανονισμών- ιδεώδες.

          Λογικοποιώντας, θα μπορούσαμε να δεχτούμε πως η συνειδητοποίηση της ανάκλησης αυτού του υ π ό λ ο ι π ο υ προυποθέτει την αποκοπή του από κάτι που οι ευαίσθητες διάνοιες, διαθέτοντας μιά ποιητική εμβέλεια- η περίπτωση της Μελισσάνθης- αποδίδουν με τον διεσταλμένο όρο Ε ν ι α ί ο.

          Στον «Διόνυσο Εσταυρωμένο» (βλ. «Νέα Ποιήματα» σελ. 76. Εκδ. Πρόσπερος 1982) θα μας πει:

          «Διαμελισμένο το σώμα μου αναζητά στενάζοντας

          τα μέλη του, αποκομμένο απ’ το Μεγάλο Σώμα…»

Η αποκοπή αυτή, κάθε άλλο παρά βεβαιωμένη πραγματολογικά, αλλά διόλου γι’ αυτό απορριπτέα σαν σύλληψη εξ αποκαλύψεως’ και γι’ αυτό περισσότερο ίσως επίμονη, είναι ένας βίαιος και παραμορφωτικός ερεθισμός που επιφέρει τον παροξυσμό του αισθήματος της μοναξιάς με το σύνδρομο φορτίο του Φόβου. Φορτίο που μιάς αρχής παράσυρε τη σκέψη να τον πολεμήσει και τον πολεμά με τη Γνώση. Φυσικά πρόκειται για μιά μοναξιά και το φόβο που συμπορεύονται με το συμπαντικό θάμπος κι ο στοχασμός είναι ενώπιος, εσωστρέφεται μ’ ένα αναπάντητο γιατί, είναι ενώπιος της δομής του και το ξέρει και παραπονιέται κι ο λόγος του γίνεται παράφορος, τον παρασύρει η φρενίτις του πνεύματος να έχει μιά εποπτεία του Κόσμου, ο λόγος του είναι η Ποίηση.

          Το άτομο αισθάνεται παγιδευμένο και γι’ αυτό αντιδρά με μιά αντισυστροφή που φέρει το όνομα θ ρ η σ κ ε υ τ ι κ ό τ η τ α, δηλαδή με μιά τάση ενοποίησης, θα λέγαμε, του πεδίου που η φαινομενολογία του το δείχνει διασπασμένο σε αναρίθμητα επίπεδα άρρυθμης διασποράς, αυτά ίσα-ίσα που από την πλευρά του παθαίνεται να περιγράψει- και περιγράφει: ο μονοκόκκαλος αιτιακός Λόγος, μένοντας σαν τέτοιος αβαθής και παραμεθόριος. Αλλά καθώς η εμπειρία μας από τη συμπεριφορά της Ύλης μας εθίζει στη μοντελοποίηση της σκέψης δεν είναι αθέμιτη η καταφυγή σε συμβατικά πρότυπα αφετηριακών Αρχών. Στο σημείο αυτό και ρισκάροντας πάνω στη γενναιοδωρία των υπερασπιστών του κατεστημένου των επιστημονικών όρων για να συγχωρήσουν τη χρήση του αδόκιμου όρου «ψυχική μάζα», θα λέγαμε ότι: είναι άνετο, όσο και γοητευτικό να πιστεύομε πώς μ’ αυτή τη «μάζα» συμβαίνει ό,τι και με την υλική μάζα που μέσα σ’ ένα βαρυτικό πεδίο είναι δεσμευμένη στην Αδράνεια.

          Θα πρέπει δηλαδή να δεχτούμε πώς η αρχή της Αδράνειας έχει παγκόσμια ισχύ, με την προϋπόθεση ότι αυτή η παγκοσμιότητα δεν εξαντλείται ποσολογικά και μορφολογικά με την ύλη, όπως εννοείται αυτή κατά την κλασική αντίληψη, αλλά και ότι επεκτείνεται και έξω από τα βαρυτικά πεδία που δε θα διστάζουμε να τ’ αποκαλούσαμε πεδία α-βαρυτικά πεδία και όπου το μοντέλο της μονόμετρης υλικής μάζας είναι αλλιώτικο. Θα μπορούσε εκεί η μάζα να διανυσματώνεται, να είναι μιά δυναμομάζα- ψυχή.

          Η ψυχική μάζα που πυκνώνεται στο υπαρξιακό εγώ, πού λές και είναι προέκταση μιάς μνήμης του Ενιαίου, ανακαλεί αυτό το Ενιαίο με μιά κίνηση επιστροφής σ’ αυτό το «σημείο» όπου έλκεται η ψυχή υπηρετώντας την ανάγκη να πραγματοποιηθεί ένας παράξενος υπερβατικός Νόστος.

          Έτσι λοιπόν ίσως είναι η η μοναξιά κι ο φόβος του χωρομετρικού πεπερασμένου υπαρξιακού εγώ που συστρέφοντας τη ψυχική μας μάζα στην προσπάθεια να χορτάσει ο στοχασμός με κάποιο νόημα του Κόσμου, τη φορτίζει σύγχρονα με μιά αντίρροπη στροφορμή τέτοια πού η εκτόνωσή της, όταν δεν αποδίδει μηχανική ενέργεια μέσα στο κύκλωμα της δυναμικής δράσης, να αποδίδει, στο κύκλωμα της νοητικής στοχαστικής δράσης, μορφώματα που θ ε ώ ν τ α ι πέρα από τον χώρο των πλαστικών παραμορφώσεων, άρα που οντοποιούνται σαν θ ε ο ί.

          Αν εμπιστευτώ στη διαίσθησή μου θα πρέπει να πω, ύστερα από τα παραπάνω, ότι η Μελισσάνθη στοχάζεται παθιασμένη από έναν Νόστο, καταλύτη της μοναξιάς του υπαρξιακού εγώ, ένα Νόστο που δεν εκφράζει απλώς αλλά συνιστά ακριβώς τη θρησκευτικότητά της.

          Σε μιά συνέντευξή της στο περιοδικό «Γράμματα και Τέχνες» λέει: «Αναζητώ το Θεό σημαίνει αναζητώ το νόημα του Κόσμου, το λόγο της ύπαρξής μου κι ακόμα αναζητώ την π λ η ρ ό τ η τ α (η αραίωση δική μου) την υπαρξιακή πληρότητα».

          Με την ποίησή της η Μελισσάνθη γράφει το ημερολόγιο αυτού του Νόστου, αυτής της περιπέτειας, πλούσιας σε βιωματικά περιστατικά που ο στοχαστικός οίστρος της κατευθύνει τη συνισταμένη τους προς την αναζήτηση και την «ψηλάφηση» του σχήματος Θεός.

          «Ωσότου βάλλοντας κραυγήν μεγάλην, θα καθηλωθεί

          σ’ εκείνη την ακίνητη στιγμή του Χρόνου του Τετελεσμένου

          όπου το μυστικό του Σχήμα θα τελειωθεί.».

          ΕΚΤΩΡ  ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ

 

«Συμπλέκτης» απόψεων

          Συνεχίζοντας την παρουσία της ποιήτριας και μεταφράστριας Μελισσάνθης στα Λογοτεχνικά Πάρεργα, αναρτούμε παλαιές ενδεικτικές γνώμες και κρίσεις ελλήνων και ελληνίδων κριτικών που έχουμε διαβάσει. Επιλέγουμε το δημοσίευμα του πειραιώτη ποιητή και μεταφραστή Έκτορα Κακναβάτου ως πλοηγό στις αναγνωστικές μας περιπλανήσεις. Σαν μία σύγχρονη των ημερών μας «οφειλή» σε μία αγαπητή και βραβευμένη ποιήτρια η οποία στα δικά της συγγραφικά φτερουγίσματα συνδέθηκε με την πόλη μας, τον Πειραιά, αγάπησε τους λογίους και τους ποιητές της όπως ο Λάμπρος Πορφύρας, ο Ανδρέας Αγγελάκης, ο Χρίστος Αδαμόπουλος κ.ά. Γνώρισε την Πόλη και τους κατοίκους της έγραψε ή μίλησε για έργα Πειραιωτών. Η φωνή της Μελισσάνθης συγκαταλέγεται ανάμεσα στις λογοτεχνικές εκείνες φυσιογνωμίες της πατρίδας μας της ιστορικής παράδοσης και διαδρομής της ελληνικής λογοτεχνίας, στους ποιητές, πεζογράφους, δοκιμιογράφους, διανοούμενους, καλλιτέχνες, πρόσωπα που αν και δεν γεννήθηκαν στον Πειραιά, δεν κατοίκησαν στα πέντε διαμερίσματά του ή στους γύρω Δήμους που ονομάζουμε Πειραϊκό χώρο, μίλησαν στις ημερολογιακές τους αναμνήσεις, στα κριτικά δημοσιεύματά τους, στις φιλικές τους συντροφιές για αυτόν. Είναι, αν μας επιτρέπεται η έκφραση, οι «άτυποι» Πειραιώτες, οι άλλοι πρεσβευτές του πειραϊκού κλίματος και της κοινωνικής και πνευματικής ατμόσφαιράς του. Οι νυχτοπόροι υμνωδοί του. Τα άτομα που συν-βάδισαν μαζί με τους γηγενείς Πειραιώτες τα χώματά του, λούστηκαν από τα ηλιοβασιλέματά του. Ακολούθησαν τα ίχνη που χάραξε το μπαστουνάκι του ποιητή Λάμπρου Πορφύρα στα βράχια της Φρεαττύδας, περπάτησαν πάνω στις ρεμπέτικες περιοχές και συνοικίες της Πειραϊκής που μας αφηγείται ο δημοσιογράφος και ποιητής Νίκος Χαντζάρας, στα σοκάκια της ερωτικής ευαισθησίας του καψαλισμένου ποιητή Ανδρέα Αγγελάκη, στις  φτωχογειτονιές του εργάτη ποιητή Βασίλη Λαμπρολέσβιου. Ψηλάφισαν ότι έχει απομείνει από την δυσώνυμη περιοχή της Τρούμπας όπως μας την εικονογραφεί ο ποιητής και θεατρικός συγγραφέας Γιάννης Κακουλίδης. Προσκλήθηκαν σε γεύμα σε μια παραθαλάσσια ψαροταβέρνα από τους ποιητές Στέλιο Γεράνη και Δημήτρη Γιατράκο, κουτσοπίνοντας και διαβάζοντας την «Θάλασσα» του πειραιώτη πεζογράφου Κώστα Σούκα, σιγοψιθυρίζοντας στίχους του μαρκόνι θαλασσινού ποιητή Νίκου Καββαδία. Οι Πειραϊκές πεζογραφικές φωνές του Χρήστου Λεβάντα και του Διονύση Χαριτόπουλου συναντώνται στους δρόμους που οδηγούν στο Δημοτικό Θέατρο για να παρακολουθήσουν νοερώς μιά θεατρική παράσταση αρχαίου δράματος του σκηνοθέτη Δημήτρη Ροντήρη, να ακούσουν τις απαγγελίες των Ευριπίδειων «Τρωάδων» του πειραιώτη εικαστικού Γιάννη Τσαρούχη. Να επισκεφτούν την αναδρομική έκθεση θαλασσογραφίας του καραβογράφου Κωνσταντίνου Βολανάκη που οργάνωσε ο πανεπιστημιακός Μανόλης Βλάχος. Να ακούσουν την συμφωνική ορχήστρα του Μίκη Θεοδωράκη στο Βεάκειο να ερμηνεύει λαϊκές πενιές του Μάρκου Βαμβακάρη και τις Φαληριώτικες του Γιάννη Παπαϊωάννου. Και πάνω στον πειραϊκό θόλο λαμπυρίζει το πρόσωπο του Μελωδού των Ονείρων μας Μάνου Χατζιδάκι.

          Πειραιάς, ένα καράβι μνήμες, αναμνήσεις, ήχοι, φωνές, οσμές και βαδίσματα, ιχνομυθήσεις ανθρώπινων βιωμένων ροών Χρόνου και καταστάσεων που καθρεπτίζονται στο Μέλλον της Πόλης.          

 ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΧΑΜΕΝΩΝ ΗΜΕΡΩΝ

Πόσες ημέρες δίχως όνομα

Πόσες αυγές, πόσα φευγάτα δειλινά

Το κύμα φεύγει κι επιστρέφει

στην ίδια πάντοτε αμμουδιά

Βραδιάζει, ξημερώνει

κι εμείς ολοένα αναμετράμε’

πόσα καράβια που ξεκίνησαν χωρίς εμάς

Ήρθαν και πάλι έφυγαν οι αγγελιοφόροι

χωρίς να πάρουν το δικό μας μήνυμα

Οι θάλασσες που πλάθουν νέους θρύλους

δεν αυλακώθηκαν απ’ τα δικά μας ιστιοφόρα

Τόσες ημέρες που άναψαν και σβήσαν

γλίστρησαν από την απρόσεχτη καρδιά μας

και σώρεψαν τη σκόνη τους στα πόδια μας

το πένθος και την τύψη στην ψυχή μας

Τόσα καράβια που ξεκίνησαν χωρίς εμάς

τόσα πουλιά ταξιδεμένα

απ’ τα μάκρη τ’ ουρανού, τόσες φωνές

που προσδοκούσαν κάθε μέρα την απόκρισή μας

Σύννεφα που διαβήκανε στα πέλαγα

δίχως να πάρουν το χαιρετισμό μας

 

Πόσα καράβια κίνησαν χωρίς εμάς

Πόσα πουλιά φτασμένα και φευγάτα

 

Στον ύπνο μας ακόμα τραγουδούν

οι θάλασσες που πλάθουν νέους θρύλους

Ξανάρχονται καράβια και πουλιά

κάθε στιγμή κινούν οι αγγελιοφόροι

 

Τα διαβατάρικα νέφη κινούν

Βραδιάζει, ξημερώνει

φτάνουν τόσες αυγές και δειλινά

χτυπούνε πάντα στο παράθυρό μας

μαζί με τα θαλασσοπούλια

μαζί με τους περαστικούς ανέμους

Φέρνουν αντίλαλους από τα περασμένα

ξυπνούν τους σωπασμένους ήχους

τις φευγαλέες φωνές των μακρινών πραγμάτων

 

Όλο επιστρέφουν με τις νέες ημέρες κι οι παλιές

κι όσα νομίζαμε για πάντοτε χαμένα

ξαναγυρνούν μες στο τραγούδι ονομασμένα. Σ. 182

--

          «…….Η ποίηση της Μελισσάνθης γεννιέται από ένα βαθύ υποστασιακό πόνο, που η ποιήτρια από διάκριση προς τον εαυτό της και προς τους άλλους, σκεπάζει μ’ έναν πέπλο’ όμως δεν αφανίζει, δε σβύνει τον πόνο της’ μήτε ζητά παροδικά να ξεγελάσει τον εαυτό της, αλλά ξεκινώντας από μια κατάσταση που μοιάζει να είναι μοίρα της προσπαθεί και συχνά το επιτυγχάνει, να στοχαστεί ποιος είναι ο βίος του ατόμου αγνάντια σε μιά βέβαιη αιωνιότητα. Και λέω τούτο, γιατί μιά πεποίθηση αιωνιότητας αναδίνεται απ’ την ποίησή της, που τέτοια δεν απαντάς στους στίχους κανενός άλλου σύγχρονου νεοέλληνα ποιητή….» Γιώργος Σαραντάρης.

--

Τώρα κάτω από της νύχτας μας τους θόλους

Αλλαλάξετε; Μιά νέα νίκη για όλους!

καθώς προχωρεί η πομπή ψηλαφητά

Στη βαθιά σήραγγα το άστρο της εξόδου

ιδού, ανάτειλε με λάμψη αυγινού ρόδου

το προμήνυμα της μέρας στ’ ανοιχτά σ. 119

--

          «….. Η ποιήτρια ολοκληρώνει τον φυσικό και μεταφυσικό κόσμο της και δον διαποτίζει με τη μελαγχολία της απαισιόδοξης ψυχής της.

          Όλα είναι μάταια γιατί υπάρχει το αναπόφευκτο. Δεν υπάρχει ανυπαρξία που θα ήταν και η πραγματική λύτρωση.

Υπάρχει πάντοτε στο ημίφως μια στοιχειώδη ύπαρξη.

          Το ποιητικό κατόρθωμα της Μελισσάνθης είναι άλλο. Οι αγώνες της και οι εικόνες της φαντασίας της δεν πνίγουν την ποιητικότητα των κειμένων της. Κι αυτό ίσως γιατί δεν δίδονται άμεσα και ωμά. Δίδονται μέσα από υπαινιγμούς, τρυφερές εικόνες, φύλλα, πουλιά, νύχτες που κρύβουν αιώνιο μυστήριο.

          Η Μελισσάνθη είναι μία μεγάλη Κυρία της ποίησής μας.». Γιώργος Ιωάννου

--

          ΕΧΕΙ ΒΡΑΔΥΑΣΕΙ

Έχει βραδυάσει’

Άξαφνα ένα κελάϊδισμα πουλιού

υψώνεται μες στη σιωπή

Τρείς νότες μονάχα, πολύ απλά

Μετά σωπαίνει και πάλι ξαναρχίζει

Ίσως να ‘ναι σινιάλο

Ένα σινιάλο ότι κοντεύει η νύχτα

ν’ ανοίξω το παράθυρο (προτού πλαγιάσω)

να δω τ’ ολόγιομο φεγγάρι

 

Τρείς νότες μονάχα, εντελώς απλά

Μετά σωπαίνει.

-Ήρθε η ώρα να κουρνιάσει

μες στο πολύφυλλο δέντρο του ύπνου- σ.231

--

          «…. Μου είναι αδύνατον να σκύβω πάνω απ’ αυτά τα τυπωμένα ποιήματα και να μη συλλογίζομαι ότι πίσω τους υπάρχει, σε απόλυτη ταύτιση, το πρόσωπο Μελισσάνθη, η ημιπερατωμένη αυτή αγιογραφία, με τις ηρωικές αντιστάσεις, τις θαυμαστές λύσεις, το κορίτσι που ζει και συνομιλεί με τα δέντρα και τα ζώα, τις σκιές, τα οράματα. Με δυό λόγια, το ευώδες Άνθρωπος.» Γιολάντα Πέγκλη

--

          AURUS  NOSTRUM

Και ιδού μας τώρα εις χείρας του Μεγάλου Αλχημιστή

Μας συνθλίβει εις το τριβείον των μακρόχρονων θλίψεων

μας συμπιέζει κάτω από το βάρος

          των εκατών ατμοσφαιρών

μας εισάγει στον άμβυκα των τελικών μεταστοιχειώσεων

Ωσότου μέσα από αναρίθμητες αποστάξεις

ο ανερχόμενος διαυγής χυμός- στο σταυρικό σημείον

της εαρινής ισημερίας- σημάνει

          την κρατεράν Ανάστασιν!, σ.354

--

          «…. Στην ποίηση της Μελισσάνθης, κι αν βρει κανείς κάποιαν ανάπτυξη περιγραφική, που πολιορκεί το εκφραστέο, δεν θα συναντήσει πάντως ψευτιά, επιτήδευση ψυχική, κατασκευαστικότητα εγκεφαλική. Είναι αληθινή’ και η ανέλιξή της είναι προς την πυκνότητα, την ουσιαστικότητα. Εξάλλου, το κύλισμα της ποιητικής ροής είναι ομαλό, χωρίς ασφαλώς εντάσεις και ανατάσεις, αλλά και με υποκειμενικό ρυθμό ανταποκρίνεται στον σταθερό παλμό του ποιητικού αντικειμένου. Ο λυρισμός είναι προβλημένος σε θέα’ το εγώ θεάζεται, θεάζεται τον εαυτό του, και τον θεάζεται συνθετικά, σε σύνθεση των αλλεπάλληλων μεταλλαγών των στιγμών του……» Ε. Ν. Πλατής.      

          Και από την αρχή της σύνθεσής της «ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΚΗ ΡΑΨΩΔΙΑ», σ. 206

Ήρθε ο καιρός να θυμηθούμε

Ήρθε η ώρα να ξεκουραστούμε

από τη λάμψη των καλοκαιριών

Πίσω να στρέψουμε το βλέμμα

τον ίσκιο να γνωρίσουμε που μας ακολουθεί

με καλυμμένο πρόσωπο

……………………..

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

1 Αυγούστου 2025

          Τα κριτικά αποσπάσματα και τα ποιήματα προέρχονται από τα βιβλία της Μελισσάνθης και για την Μελισσάνθη που αναφέρουμε στα προηγούμενα σημειώματά μας.