Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2025

Τα ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΚΑ ΤΟΥ 1948 ΣΤΗΝ ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

Τα Π Ε Ι Ρ Α Ι Ω Τ Ι Κ Α του 1948

του ΝΙΚΟΥ Ι. ΧΑΝΤΖΑΡΑ

Εφημερίδα Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Μέρος 6ο

          «Πώς βλέπετε, κύριε Χαντζάρα την πνευματική κίνηση του Πειραιά;

-Η ερώτησή σας σε στιγμές, που διαδραματίζονται τεράστια πολεμικά γεγονότα, που θα κρίνουν την τύχη της ανθρωπότητας, με ξαφνίζει. Μούρχονται αμέσως στην μνήμη μου κάτι στίχοι του Παλαμά:

Μεσ’ τα ρόδα ή μεσ’ τα αίματα,

Όπου η Ελλάδα ο Λόγος θεός,

η Ομορφιά είναι η μοίρα η δέσποινα

και των όλων ο σκοπός.

Από συνέντευξη του Νίκου Ι. Χαντζάρα στον πειραιώτη ποιητή Δημήτρη Γιατράκο στην εφημερίδα «Σημαία» 27 Μαϊου 1940.

          Με την χρονιά αυτή, κλείνει ο κύκλος της καταγραφής, αποδελτίωσης, εξέτασης, οργάνωσης, διαβάσματος και ανάρτησης στα Λογοτεχνικά Πάρεργα των Ρεπορτάζ- Χρονογραφημάτων «ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΚΑ» του δημοσιογράφου και ποιητή Νίκου Ι. Χαντζάρα τα οποία δημοσιεύτηκαν πριν 80 πάνω κάτω χρόνια στην τοπική εφημερίδα «Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ». Όπως γνωρίζουμε από τους παλαιούς φίλους του δημοσιογράφους και συγγραφείς που μας έδωσαν στοιχεία για την ζωή του ο Χαντζάρας υπήρξε μέλος και είχε χρηματίσει και πρόεδρος του Σωματείου Συντακτών του Πειραιά. Την χρονιά αυτή, δηλαδή το 1948, είχαν αρχίσει να επιδεινώνονται τα προβλήματα της υγείας του που έκαναν την εμφάνισή τους τα προηγούμενα χρόνια. Υπάρχει μία λεπτή και σύντονη διαπίστωση που του κάνει ο συντοπίτης φίλος του γηγενής Πειραιώτης Σπύρος Αραπογιάννης που ήταν 86 χρόνων σε συνάντησή τους. Λέει ο Αραπογιάννης στον Χαντζάρα: «Μα εσύ, Νίκο συνέχισεν ο Αραπογιάννης, πώς τα κατάφερες και δεν συνέχισες την Πέμπτη νεότητά σου; Ως τα Σαράντα ήσουνα νέος. Από κει και πέρα άρχισες να πέφτης. Πού ογδόντα έξη χρόνια, τον αριθμό της ηλικίας μου, πού τα εορτάζω τώρα, εν χορδαίς και οργάνοις, και που τα εξήντα τέσσερα τα δικά σου!...». βλέπε «Πειραιώτικα» ΟΓΔΟΝΤΑ ΕΞΗ! Της Τρίτης 20 Ιανουαρίου 1948, αρ. φ. 71. Από αυτήν την ημερομηνία μπορούμε να συνάγουμε και την πραγματική του ηλικία και το πιά χρονιά γεννήθηκε. Στα 1884 και όχι από λάθος που την αναβιβάζουν το 1881. Όπως θα δούμε παρακάτω στις αντιγραφές μας.

     Σοβαρά λοιπόν προβλήματα υγείας τον κατέβαλαν σωματικά και ψυχικά, διανοητικά, αναγκάζοντάς τον να μην έχει διάθεση να γράψει, να παραιτείται ακόμα και από την διάθεση να ζήσει, να σταματήσει να δημοσιεύει, να γράφει ποιήματα, να τα διορθώνει, να τα επεξεργάζεται. Βλέποντας τον εαυτό του να καταπέφτει, να έχει χάσει την παλιά του ζωντάνια, αίγλη και σωματικές του αντοχές. Η διάθεσή του για συγγραφική δημιουργία όχι μόνο είχε ελαττωθεί αλλά έπαψε κάθε του επιθυμία να διασώσει ό,τι είχε μέχρι τότε δημοσιεύσει. Διανοητικά, ψυχικά και σωματικά ήταν πλέον ένα ράκος. Ο συγγραφέας Αντώνης Μαρμαρινός που τον γνώρισε από κοντά και έτρεφε για τον ποιητή μεγάλη εκτίμηση και θαυμασμό στην εξαιρετική μελέτη του που κυκλοφόρησε το 1956 στηριζόμενος αποκλειστικά στα «Πειραιώτικά» του, ζωγραφίζει παραστατικά την ψυχογραφία του χαρακτήρα του και σκιαγραφεί με ανάγλυφο τρόπο την φυσιογνωμία του, τονίζει δε δύο φορές, το θανατικό που χτύπησε τον Χαντζάρα και την Οικογένειά του και πόσο τα σκοτεινά αυτά συμβάντα επέδρασαν καταλυτικά και ανασταλτικά στην προσωπικότητά του και την διανοητική του κατάσταση. Γράφει στην σελίδα 35:

«Το σπιτικό του Χαντζάρα το χτύπησαν μεγάλες συμφορές. Το δρεπάνι του Χάροντα θέρισε μέσα σε λίγες μέρες αγαπημένες υπάρξεις του ποιητή, τη μάνα του και την αδελφή του την Ελένη. Πιό μπροστά ακόμη, η κυρά Μπίλιω του διηγότανε το χαμό του αδελφού της πάνω στον ανθό της νιότης του. Λίγο αργότερα, έχασε τον πατέρα του. Όλος αυτός ο πόνος αυτός ο αβάσταχτος συσσωρεύτηκε μέσα στην ψυχή του ποιητή και τον αφήνει να πλημμυρίσει στα χρονογραφήματα και τα ποιήματά του: «Ένα γαλλικό τραγουδάκι τριγυρίζει στο μυαλό μου σήμερα: «Παλιές κορδέλες κι’ άνθια μαραμένα…». Είναι κάτι στίχοι γιομάτοι από μελαγχολία, απαλή που σαν να τυλίγη την ψυχή με μιάν ασημένια πάχνη, πάχνη των πρώτων φθινοπωρινών ημερών.» Και συνεχίζει στην σελίδα 37:

«Ο θάνατος της μάννας και της αδελφής του Ελένης του στοίχησε περισσότερο απ’ όλα στη ζωή: Γράφει η Χαντζάρας, «Όταν έφτασα προχτές στη Νέα Κοκκινιά, μια σαϊτα μυτερή ένοιωσα να μου σκίζη την καρδιά… Εκεί έχασα τη γριά μάννα μου, την παντρεμένη αδερφή μου και δύο παιδιά της. Όλα εθαφτήκανε στο νεκροταφείο των Αγίων Αναργύρων, σ’ ένα διάστημα δώδεκα ημερών.». Βλέπε Αντώνη Μαρμαρινού, ΠΕΙΡΑΪΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ. ΝΙΚΟΣ ΧΑΝΤΖΑΡΑΣ. Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ (ΟΠΩΣ ΤΑ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ Ο ΙΔΙΟΣ), Πειραιάς 1956, (Έκδοσις «Χρονογράφου»), σελ, 70, 1500 παλαιές δραχμές.

          Και ποιά ανθρώπινη ευαίσθητη ύπαρξη δεν θα τσακίζονταν από τόσα θανατικά που θα της συνέβαιναν και θα ξεκλήριζαν την οικογένειά της, τα κοντινά της αγαπημένα πρόσωπα σε μικρό χρονικό διάστημα. Δεν θα της προκαλούσε αβάσταχτο διαρκή πόνο, θλίψη και πίκρα δεν θα κινδύνευε να χάσει τα λογικά της. Όσες αντοχές και δυνάμεις να διαθέτει ο άνθρωπος έρχονται στιγμές που λυγίζει, τσακίζεται σαν κλαράκι ανεπανόρθωτα, νιώθει την ματαιότητα της ζωής και της τέχνης, αυτό συνέβει και με τον πειραιώτη ποιητή με τα γνωστά αποτελέσματα που τον οδήγησαν τελικά στον θάνατο. Τα τελευταία χρόνια του βίου του ήσαν δραματικά. Ο προβολέας της αγαπητικής ματιάς του με τον οποίο φώτιζε την ιστορία της Πόλης του Πειραιά και των κατοίκων της είχε σκοτεινιάσει, είχε σβήσει. Στο έργο του Νίκου Ι. Χαντζάρα συναντάμε κάτι το συγκλονιστικό που ίσως, να μην έχουμε σε άλλους Πειραιώτες συγγραφείς-με εξαίρεση μάλλον τον Πειραιώτη ποιητή Βασίλη Λαμπρολέσβιο- και εννοώ το εξής. Όταν ο Νίκος Ι. Χαντζάρας αυτοβιογραφείται μέσα στα Πειραιώτικα ενθυμήματά του φιλοτεχνεί στην ουσία τον Πειραιά την ιστορία του και τους συντοπίτες του, και όταν μας αφηγείται στιγμές, εικόνες, καταστάσεις, καθημερινά συμβάντα της Πόλης και της ιστορίας της εν κινήσει, ουσιαστικά μας μιλά και αναφέρεται στον εαυτό του, την οικογένειά του και τους κοντινούς του. Έχουμε δηλαδή κατά την γνώμη μου μία εύστοχη, πετυχημένη διπλή αυτοβιογράφηση σε μία ενιαία και αρμονική μορφή και εξιστόρηση. Ένα κοινό άλλοτε υμνητικό και άλλοτε νοσταλγικό, θλιμμένο τραγούδι αγάπης για ότι υπήρξε σημαντικότερο στην ζωή του, ο Πειραιάς.

          Επιβάλλεται να γράψουμε το εξής, αν στον Χρήστο Λεβάντα χρωστάμε την διάσωση του Αρχείου του ποιητή και την προσφορά του στο Ιστορικό Αρχείο του Δήμου, στον Αντώνη Μαρμαρινό  (Προποντίδα ;/ 1911/1912- ;/5/2006) οφείλουν τα Πειραιώτικα Γράμματα και ευρύτερα η Ελληνική Γραμματεία ότι μας κληροδότησε την μοναδική μέχρι σήμερα ολοκληρωμένη εικόνα της προσωπικότητας, του ψυχογραφήματος του Νίκου Ι. Χαντζάρα. Είναι το μοναδικό βιβλίο που μπορούμε να βασιστούμε όταν θέλουμε να έρθουμε σε επαφή με το έργο του. Ο Αντώνης Μαρμαρινός επιλέγει με προσοχή και ακρίβεια τα Χρονογραφήματα εκείνα του Χαντζάρα που φωτίζουν την προσωπικότητα του χαρακτήρα του και της γραφής του. Κομμάτια και αποσπάσματα των ετών 1945, 1946, 1947 και 1948, συνολικά 83 τον αριθμό από την «Φωνή» και 1 από τον «Χρονογράφο» και με το πρωτογενές αυτό υλικό μας μιλά για τον άνθρωπο πειραιώτη Χαντζάρα. Για το χρήσιμο αυτό βιβλίο θα αναφερθούμε σε άλλο σημείωμά μας ξεχωριστά όπως του αξίζει. Εδώ εν τάχει να αναφέρουμε ότι ο Μαρμαρινός μας δίνει την πανοραμική εικόνα ζωής του ποιητή από τα μαθητικά του, για την ακρίβεια νηπιακά του χρόνια ως τα γεράματά του, φωτίζει με αδρές πινελιές τις τρυφερότητες και ευαισθησίες του, τις πτώσεις και αδυναμίες του, τις αγάπες και ονειροπολήσεις του, τις νοσταλγίες και τους κρυφούς του πόνους και θλίψεις, τους ρεμβασμούς και αναστεναγμούς, πόθους, το σουλατσάρισμά του στους δρόμους της Πόλης, τα στέκια Καφενεία, Ζαχαροπλαστεία, Κουρεία που συχνάζει και αντλεί τις ειδήσεις και τον πυρήνα της συγγραφικής του εξομολόγησης έτσι όπως όλα αυτά καταγράφονται με ειλικρίνεια από το σταθερό χέρι και μολύβι του Νίκου Ι. Χαντζάρα στα Χρονογραφήματα. Ο Μαρμαρινός στέκεται πάνω στο Πειραιώτικο φιλολογικό φαινόμενο που ονομάζεται Νίκος Ι. Χαντζάρας και μας το αναδεικνύει με διακριτικότητα και σεβασμό. Οι βαθμοί δυστυχίας του όποτε αυτές προβάλλουν στην γραφή του ποιητή και δημοσιογράφου, στις εξομολογητικές αφηγήσεις του ο Αντώνης Μαρμαρινός είναι όσο γίνεται πιο διακριτικός και συγκαταβατικός στις τραγικές στιγμές του. Δεν παρεμβαίνει, αφήνει τον ίδιο και τα επιλεγμένα αποσπάσματα των κειμένων του να μιλήσουν απευθείας στον αναγνώστη, σπάνια τα σχολιάζει. Το μόνο που πράττει είναι να βάζει τίτλους στα αποσπάσματα που επιλέγει ως κατάλληλους της δικής του εξέτασης. Ακόμα αντιγράφει ποιήματα δημοσιευμένα και ανέκδοτα του Χαντζάρα που είχε στην κατοχή του, αναφέρει τίτλους λογοτεχνικών περιοδικών που συνεργάζονταν ο ποιητής. Εφόσον αποδεχόμαστε τα γραφόμενα του Μαρμαρινού μπορούμε να γράψουμε από την μεριά μας με επιφύλαξη (;) ότι ο συγγραφέας Αντώνης Μαρμαρινός είχε δει το Αρχείο με τους Φακέλους του Χαντζάρα. Και ίσως αυτό να εξηγεί τις διπλογραφίες και διπλοαριθμήσεις που συναντάμε στην δική μας έρευνα. Όμως για να είμαστε δίκαιοι και ακριβείς το μπέρδεμα των χαρτιών τουλάχιστον ο υποφαινόμενος δεν γνωρίζει από πού προήλθε και σε ποια χρονική περίοδο. Με την σημερινή μας καταγραφή και ταξινόμηση προσπαθούμε να βάλουμε τα πράγματα σε μία σειρά ευχόμενοι να το κατορθώσουμε.

      Οι πληροφορίες που αντλήσαμε από διάφορους χώρους όχι μόνο του Πειραιά που φυλάσσονται, τόμοι και φύλλα εφημερίδων, (Στο Παλιό Καπνεργοστάσιο παλαιότερα) μας φανερώνουν τα προβλήματα που αναφύονται όταν θελήσουμε να προσδιορίσουμε επακριβώς αριθμητικά, πόσα είναι συνολικά τα «ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΚΑ» του Νίκου Ι. Χαντζάρα, όχι μόνο στην «Φωνή του Πειραιώς» αλλά και σε άλλους τοπικούς τίτλους εφημερίδων όπως είναι ο «Χρονογράφος», οι «Νέοι Καιροί», το «Θάρρος», η «Πρόνοια», η «Σημαία», το «Ελληνικό Μέλλον» και άλλοι δυσεύρετοι τίτλοι εντύπων όπως τους είχα σημειώσει τις προηγούμενες δεκαετίες στις καταγραφές μου. Εφόσον και από την μεριά μου μέσα στην ταλαιπωρία και κούραση των χρόνων εκείνων δεν έκανα λάθος. Πάντως το μόνο σίγουρο που μπορούμε να γράψουμε είναι ότι όσοι ασχολήθηκαν με τον Χαντζάρα μέχρι τώρα, δεν αντιγράφουν ούτε μνημονεύουν κείμενά του η δημοσιεύματά του, του έτους 1949, σταματάνε στα 1948. Το που βασίστηκαν και γιατί ενώ αναφέρουν και μήνες του 1949 έως εκεί, είναι ένα άλλο ζήτημα της έρευνας. Ούτε μπορούμε να είμαστε βέβαιοι αν οι πηγές τους προέρχονται από τα τότε φύλλα των τοπικών εφημερίδων ή αποκλειστικά από το Αρχείο του ποιητή. Ενδεχομένως και να χάθηκαν φύλλα. Όμως και με το υπάρχον διασωθέν συγγραφικό υλικό της «Φωνής του Πειραιώς» να έχουμε μπροστά μας το κέρδος είναι μεγάλο για την γνωριμία μας με την ιστορία της Πόλης, των κοινωνικών συνηθειών των δημοτών των Πειραϊκών Γραμμάτων και της Ελληνικής Φιλολογίας γενικότερα.

Η Εικονογραφία του Πειραιά και οι πινελιές των χρωμάτων της από τον Νίκο Ι. Χαντζάρα μας φανερώνει έναν παθιασμένο Πειραιολάτρη, έναν Πειραιώτη που ανέπνεε το οξυγόνο του Δήμου, της Πόλης που λάτρεψε και αγάπησε δια βίου και γι’ αυτό δεν θέλησε να την εγκαταλείψει ποτέ του, αν και διέμεινε για διάστημα στον ευρύτερο χώρο που ονομάζουμε Πειραιά. Συνήθιζε πάντως να κάνει συσχετισμούς με τα συμβαίνοντα στην Αθήνα με αυτά του Πειραιά και να συναναστρέφεται δημάρχους και άλλων δήμων όπως πχ. του Κερατσινίου. Σαν κισσός περιπλέχτηκε γύρω από το Πειραϊκό δέντρο συναναπνέοντας και συνκαρποφορώντας.

Την χρονιά του 1948 έχουμε τα λιγότερα δημοσιεύματα, συνολικά όπως θα δούμε παρακάτω, κάτι παραπάνω από 20 φύλλα με «ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΚΑ». Φυσικά υποψιαζόμαστε και πάλι ότι ορισμένοι τίτλοι είναι διπλοί, ότι ενδέχεται να τους έχουμε ξανασυναντήσει και σε προηγούμενες χρονιές, αλλά αυτό θα ξεκαθαριστεί μετά την ολοκλήρωσή τους, όταν θα κάνουμε την σούμα.

Ο ποιητικός και δημοσιογραφικός κύκλος του τερματίζεται στις αρχές του πρώτου εξαμήνου του 1949, στις 2 Ιουνίου ο Νίκος Ι. Χαντζάρας θα φύγει από την ζωή σε ηλικία 65 ετών. Εφόσον δεχόμαστε το 1884 ως ημερομηνία γεννήσεώς του όπως προαναφέραμε παραπάνω. Αλλά ακόμη και αν σαν υπόθεση εργασίας δεχτούμε το 1881 που αναβιβάζουν ορισμένοι την ημερομηνία γέννησής του-από μία διάλεξη που δόθηκε από κάποιον φέρελπι νέο για το έργο του- είχε ακόμα πολλά να μας προφέρει παρά τις κακουχίες που υπόμεινε.

Ας επαναλάβουμε, όπου έχουμε τα αρχικά Χ.Λ. παραπέμπουν στον Χρήστο Λεβάντα και το βιβλίο του, όπου Α. Μ. παραπέμπουν στον Αντώνη Μαρμαρινό και στην μελέτη του.

 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ

Τετάρτη 14/1/1948, Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΟΥ ΦΙΛΑΝΔΡΟΥ, αριθμός φύλλου 66. Χ.Λ. 247

[Φιλολογικού και όχι μόνο ενδιαφέροντος]. Ορμώμενος από μία επιστολή που του απέστειλε ο Μιχαήλ Κατζάκης τμηματάρχης του Δήμου Κερατσινίου, μας μιλά για την φιλία του με τον Δήμαρχο Κερατσινίου Κώστα Φίλανδρου και τον τόπο καταγωγής του από ένα χωριό κοντά στην Καλλίπολη της Θρακικής χερσονήσου. Μιλά για τον Φιλήντα και το γλωσσικό ζήτημα, εκθέτει τις απόψεις του για τον Γιάννη Ψυχάρη. Υπάρχει και μνεία στην φιλοπατρία του Κωνσταντινουπολίτη Πατριάρχη Ιωακείμ τον Πάνυ. Ταβέρνα Καλαμπάκα

Προσοχή

Ο Χρήστος Λεβάντας έχει και την ημερομηνία 17/1/1948. «Ηγησώ».

Τρίτη 20/1/1948, ΟΓΔΟΝΤΑ ΕΞΗ! αρ. φ. 71

*Είναι γραμμένη και η ημερομηνία Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 1948 η οποία σβήνεται.

Σημείωση: Στο ίδιο φύλλο δημοσιεύεται μέσα σε πλαίσιο και η εξής πληροφορία.

«Το «Ξημέρωμα» του κ. Ν. Ι. Χαντζάρα.

Κατά την αποψινήν εκπομπήν μουσικής του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών, ώρα 9.45 μεταξύ άλλων θα τραγουδηθή  και το περίφημον ειδύλλιον «Ξημέρωμα» του γνωστού Πειραιώτου ποιητή και συνεργάτου  μας κ. Ν. Ι. Χαντζάρα, με μουσικήν του συμπολίτου μουσουργού κ. Ιωσήφ Παπαδόπουλου (Γκρέκα).». Ακούστηκε στις 19/4/1948. Δες και Χ.Λ. 248

[Ο γηγενής Πειραιώτης Σπύρος Αραπογιάννης] Η Ταβέρνα του Λύμπου στα Καρβουνιάρικα.

Σημείωση:

Αυτός που έκανε λάθος στην ημερομηνία γέννησής του ήταν ο συγγραφέας πειραιώτης Μανόλης Ρούνης. Γράφει με παράπονο ο Χαντζάρας:

«Ένας νέος λογοτέχνης στο ελληνογαλλικό Ινστιτούτο, έκανε μια κόνφερανς για το υποκείμενό μου και μου καταρίθμησε χίλια πράματα, όλα υπέρ της τέχνης μου. Σ’ ένα έκανε λάθος. Με παρουσίασε μικρότερο πέντε χρόνια. Έτσι μου φάνηκε».

Τετάρτη 28/1/1948, Η ΕΛΕΝΗ, αρ. φ. 68

[Η σαντανέζα τραγουδίστρια Σαπφώ]. Το Καφενείο του Λάμπρου στου Τζελέπη. Το Ξενοδοχείο Παρισίων του Μακρή.

ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ

Τετάρτη 4/2/1948, Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΙΡΜΑΣ, αρ. φ.3

[Η φιλοζωία του] Για τον θάνατο της μικρής σκυλίτσας Ίρμας από αυτοκίνητο. Το γαλατάδικο του Μπούτου. Ο γιατρός Γκαβανόζης.

Πέμπτη 10/2/1948, ΞΗΜΕΡΩΜΑ, αρ. φ. 82

[Περί Πειραιωτών Μουσουργών. Η μελοποίηση ποιημάτων του από τον μουσουργό Ιωσήφ Παπαδόπουλο, ψευδώνυμο Γκρέκας]. Μας μιλά για τον δάσκαλό του που διέμεινε ένα διάστημα στον Πειραιά και μετείχε στα καλλιτεχνικά πράγματα τον Γεώργιο Λαμπελέτ. Ο Ιωσήφ Γκρέκας είχε μελοποιήσει 10 με 15 Ειδύλλια του Χαντζάρα. Ο Χαντζάρας αντιγράφει το μελοποιημένο Ειδύλλιό του που ακούστηκε στο Ραδιόφωνο από την ποιητική ανθολογία του Ηρακλή Αποστολίδη.

Με την ευκαιρία να αναφέρουμε ότι την περίοδο αυτή είχε κυκλοφορήσει και το βιβλίο με τα «Ειδύλλια» του ποιητή Γεωργίου Δροσίνη.

Πέμπτη 12/2/1948 Ο ΜΙΜΗΣ, αρ. φ. 65

*δημοσιεύεται και σε φύλλο με αριθμό 89. Διαπιστώνουμε λάθος στην ημέρα. Η 12η είναι Σάββατον.

[Ο Μίμης ο Παρασκευάς ή «Μητσάρας». Ο Μήτσος Παρασκευάς ήταν ρεπόρτερ της εφημερίδας «Θάρρος» του Χαραλάμπους και διάβαζε Έντγκαρ Άλλα Πόε. Η Σπηλιά του Σηραγγείου και οι θρύλοι της}. Το αρχαίο θέατρο στο παλαιό γυμναστήριο του «Πειραϊκού Συνδέσμου». Το Βασιλικό Ζαχαροπλαστείο του Κουτρουφιώτη.

ΜΑΡΤΙΟΣ

Τρίτη 16/3/1948, ΠΑΛΙΑ ΚΟΥΛΟΥΜΑ, αρ. φ. 49

*Επαναδημοσιεύεται και στο φύλλο 74

[αναμνήσεις της Κατερίνας της Κρανιδιώτισσας] Μεταφέρονται δίστιχα της εποχής.

Προσοχή

Ο Χ. Λ. καταγράφει μία ακόμη ημερομηνία 19 Μαρτίου 1948 και τον τίτλο «Δάκρυα».

Τρίτη 23/3/1948, ΤΟ ΡΟΔΟ. Α.Μ. σ. 30

Ο Α. Μ. έχει και την ημερομηνία της 23 Μαρτίου 1948, «Το Ρόδο», σ. 30. Βλέπε και 20 Μαρτίου 1948.

Τετάρτη 24/3/1948, ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ!, αρ. φ.2 Α. Μ. σ.28

[Για την θρησκεύουσα  Μητέρα του και την λαϊκή της αθωότητα] Περιοχή του Αγίου Βαασιλείου. «Ρόδον το Αμάραντο».

Τρίτη 30/3/1948, ΩΡΕ ΜΙΡΕ!, αρ. φ. 25. Α. Μ. σελ. 28

*Επαναδημοσιεύεται και στο αρ. φ. 31

[Γράφει: «Όταν ακούω αυτές τις δύο λέξεις συγκινούμαι, βαθειά. Η μία είναι ρωμαϊικη κι’ άλλη αρβανίτικη. Κι’ οι δύο αποτελούν την φράση «ώρα καλήν». Και έχει και συμπλήρωμα τη φράση «Ώρε μίρε ντρομ μπουμπάκ», (ώρα καλή κι’ στράτα σου μπαμπά…] Ο παλαίμαχος Σουσάνας, μνεία του θανάτου της μητέρας του που πέθανε στην επιδημία γρίπης. Διάβασμα του περιοδικού «Πανδώρα». Περιγραφή των Κήπων της Τερψιθέας.

          Ο Νίκος Ι. Χαντζάρας γνώριζε από την Υδραία Μάνα του αρβανίτικα και λέξεις και φράσεις διανθίζουν τα κείμενά του. Ας θυμηθούμε και τον ζωγράφο Νίκο Χατζηκυριάκο- Γκίκα, και το αρβανίτικο Λεξικό του Μάρκου Μπότσαρη.

Τετάρτη 31/3/1948, ΥΜΗΤΤΟΣ, αρ. φ. 27

*Επαναδημοσιεύεται και στο φύλλο 33

ΑΠΡΙΛΙΟΣ

Παρασκευή 2/4/1948, ΟΙ ΧΑΡΕΣ ΜΟΥ, αρ. φ. 30. Α.Μ. σελ. 61.

[παλαιές αναμνήσεις από τους Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, τον Τέλλο Άγρα. Το περιοδικό «Κρυστάλλης»].

Σάββατον 3/4/1948, Η ΜΑΡΙΑ, αρ. φ.34

[Η μικρούλα, δύο ετών ανιψιά του και τα λογάκια της]

Τρίτη 6/4/1948, ΟΙ ΝΕΟΙ, αρ. φ. 42

[Στέκια που σύχναζε. Συμβουλές στους νέους] Λογοτεχνικός Σύλλογος «Αργώ». Πολύβιος Βαρώνος, Γ. Τσοπανάκης, Η. Αντωνιάδης, Γ. Παπασιδέρης νέοι φιλότεχνοι της εποχής.

Παρασκευή 9/4/1948, Ο …ΑΕΡΑΣ…, αρ. φ. 63

[Όταν κολυμπούσαν σαν παιδιά γυμνοί στην θάλασσα του Πειραιά]

Πέμπτη 15/4/1948, ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΕΣ.

[Στις ακτές της Φρεαττύδος]. Ονόματα αθηναίων ποιητών.

Τρίτη 27/4/1948, ΜΠΑΙΝ-ΜΙΧΤ, αρ. φ. 93

[Τα μπάνια των αγοριών και των κοριτσιών. Και η διαταγή του διοικητή της δημοτικής αστυνομίας λοχαγός κ. Καμάρας]

Πέμπτη 29/4/1948, ΠΩΣ ΕΓΙΝΑ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑΡΑ, αρ. φ. 91. Α. Μ. σ.44. Ο Α. Μαρμαρινός αντιγράφει από τον τίτλο «Η ΠΑΠΑΡΟΥΝΑ».

[η Ιστορία της οδοκαθαρίστριας Κατερίνας]

ΜΑΪΟΣ

Σάββατον 1/5/1948, ΠΑΛΙΑ ΧΡΟΝΙΑ, αρ. φ. 92

*Αναγράφεται η ημερομηνία Παρασκευή 30 Απριλίου 1948 η οποία σβήνεται.

[ανάμνηση περί του Ιταλού Φιντιρίκου που πωλούσε αχινούς και χέλια].

Τετάρτη 5/5/1948, Ο ΕΛΛΗΝΙΣΤΗΣ, αρ. φ. 32

[Περί γλώσσας]. Ο Ελληνιστής Σ. Νικολαϊδης.

Γράφει: «Παίρνω την κόλλα και γράφω απάνω-απάνω το γενικό τίτλο της στήλης μου Πειραιώτικα». Μα γιατί «Πειραιώτικα» και όχι «Περαιώτικα». Μου φαίνεται πώς λέω ψέματα. Δεν εξιστορώ την καθαρήν αλήθεια. Καμώνεται κανένας όταν γράφη. Πολλές φορές ξεφεύγει να φροντίζη να παρουσιάζη τη λέξη, όπως πραγματικά μιλιέται κι’ άλλοτε τον επιάνει μια λεπτότητα παράξενη και καταρτίζει το κείμενό του γιομάτο από υποχωρήσεις στην «καθαρεύουσα» μα και στην αρχαία.».

          Το πρόβλημα της γλώσσας και της ορθής ποιητικής ή δημοσιογραφικής έκφρασης πάντα απασχολούσε τον Νίκο Ι. Χαντζάρα, όταν βρίσκει ευκαιρία πάντα αναφέρεται και εκφράζει την γνώμη του. Γιαυτό είναι και αρκετά τα Πειραιώτικά» του που έχουν σαν θέμα τους Εκπαιδευτικά ζητήματα και αναφορές στους δασκάλους του, από το νηπιαγωγείο έως το γυμνάσιο. Η γλώσσα του είναι στρωτή και με σαφήνεια. Πόσο διαφορετική παραδείγματος χάριν από του Πειραιώτη συγγραφέα, μεταφραστή και ποιητή ακραίου  Ψυχαριστή Αλέξανδρου Πάλλη (Πειραιάς 1851- Λίβερπουλ Αγγλίας 18/3/1935)

Παρασκευή 7/5/1948, ΦΑΒΟΥΔΕΣ, αρ. φ.95

*Από λάθος αναγράφεται 1848

Τρίτη 11/5/1948, ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΕΙΣ, αρ. φ. 98.

[Πώς λεγόταν το όνομα του Σουβλή…] Ιάκωβος Δραγάτσης. Παλαιά Κέντρα του Πειραιά. Το Χάι- Λάιφ. Το μέγαρο Κατσίκη, το σπίτι του Ζολώτα. Το περιβόλι του Μυταράκη κλπ.

Τετάρτη 12/5/1948, ΒΟΛΩΝΑΚΗΣ, Χ.Λ. 250 και Α.Μ.

[Ο Πειραιώτης θαλασσογράφος ή Καραβογράφος για τον πειραιώτη τεχνοκριτικό Μανόλη Βλάχο]

Προσοχή

 Παράγραφος 251, του Χρήστου Λεβάντα στις 13 Δεκεμβρίου 1948, «Ο Γιώργος Καρατζάς» ο νεαρός πειραιώτης ποιητής που πέθανε νέος.

          Έχουμε γράψει στα Λογοτεχνικά Πάρεργα για την περίπτωση του Γιώργου Καρατζά.

          Ο φιλόλογος και δημοσιογράφος Σάββας Παπαδόπουλος, στην εφημερίδα «Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ» της 11 Ιουνίου 1945, γράφει για το Έργον του Χαντζάρα. Βλέπε ο ποιητής των «Ειδυλλίων». Ο αυλός του τραγουδιστή στις κορυφές του Παρνασσού.

Αρχινά τη δημοσίευμά του:

«Αν ο Αριστοτέλης γεννιώτανε αργότερα από τον Νίκο Χαντζάρα τον αθόρυβο Θεόκριτο του νεοελληνικού τραγουδιού θα λέγαμε πώς για τον τελευταίο αυτόν γράφτηκε ο περίφημος ορισμός της αρμονίας των αντιθέσων του μεγάλου Σταγειρίτη. Γιατί αυτή ακριβώς την εικόνα των αντιθέσεων δίνουν η ζωή και το έργο του ποιητή μας. «Ένα αγριολούλουδο αναπάντεχα στην κορυφή της τζιμινιέρας….».

          Τι παραπάνω να προσθέσουμε σήμερα.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

6ο Σημείωμα.

Πειραιάς

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2025

 

     

Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2025

Τα ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΚΑ της χρονιάς του 1947. Μέρος 5ο

 

Τα  Π Ε Ι Ρ Α Ι Ω Τ Ι Κ Α  του 1947

του ΝΙΚΟΥ Ι. ΧΑΝΤΖΑΡΑ

Εφημερίδα Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

          Μέρος 5ο

          «Ο Πειραιάς στις μαύρες ημέρες της Κατοχής ήταν ερημωμένος σαν εκκλησιά αλειτούργητη, σα χώρα κουρσεμένη». Ν. Ι. Χαντζάρας.

          Συνεχίζουμε την ανάγνωση, την αποδελτίωση, την καταγραφή, την οργάνωση και την ανάρτηση των φωτοτυπιών και των χειρόγραφων σημειώσεων στα Λογοτεχνικά Πάρεργα την προ τελευταία χρονιά των Πειραιώτικων του δημοσιογράφου και ποιητή Νίκου Ι. Χαντζάρα. Όπως έχουμε δημοσιεύσει και στα προηγούμενα σημειώματά μας, τα προβλήματα ταξινόμησης και εντοπισμού των σωστών ημερομηνιών και αυτήν την χρονιά είναι τα ίδια. Το Αρχείο του ποιητή φυλάσσεται στο Ιστορικό Αρχείο του Δήμου που, το παρέδωσε ο φίλος του ποιητή δημοσιογράφος και πεζογράφος Χρήστος Λεβάντας μετά τον θάνατο του πειραιώτη ποιητή.

          1947 η Ελλάδα σε πολιτική κρίση. Μια χώρα κατεστραμμένη από τον πόλεμο και την εισβολή των δυνάμεων του Άξονα, με διαλυμένες τις κρατικές της υποδομές, τον λαό της υπερήφανο και ηρωικό για τις αντιστασιακές του δράσεις απελευθέρωσης και επιχειρησιακές δράσεις ενάντια στον εισβολέα. Μια πατρίδα διαλυμένη και διχασμένη. Έναν λαό πάμφτωχο, πεινασμένο, άνεργο, με τις ελληνικές οικογένειες μαυροφορεμένες να πενθούν τα θύματά τους, τα παιδιά και τους συγγενείς τους, τους οικείους τους, τα φιλικά τους πρόσωπα που έδωσαν την ζωή τους στον αγώνα απελευθέρωσης, χάθηκαν στις μάχες ενάντια στον εχθρό. Από πού να πιάσεις το κουβάρι και να το ξετυλίξεις, να μοιρολογήσεις τους χαμένους, να εξιστορήσεις ονόματα και ανδραγαθήματα νεκρών, να μιλήσεις για τους βασανισμένους, να αναφερθείς στους πληγωμένους Έλληνες, τις κακουχίες της κρίσιμης πενταετίας 1940-1945. Και δεν ήταν μόνο η ανοιχτή ακόμα πληγή του πρόσφατου πολέμου και της κατοχής, η διάλυση των υποδομών της χώρας, αμέσως μετά, την επόμενη πενταετία 1945-1950 ήρθε και ο εμφύλιος, τα εμφύλια εθνικά τραύματα, ο εσωτερικός διχασμός, οι εξορίες και τα νέα βασανιστήρια, οι ιδεολογικές συγκρούσεις, οι νέες των πολιτικών αποφάσεων και στρατοδικείων φυλακίσεις. Αιματοβαμμένη και ρακένδυτη, οικονομικά κατεστραμμένη χώρα από πού να αρχίσεις και που να τερματίσεις την αφήγηση της Ιστορίας της. Μια πατρίδα-ας μου επιτραπεί η έκφραση- με «ειδικές ανάγκες» να ξεπροβάλλουν από παντού. Ο Κόσμος μας και η Ευρώπη χωρίζονταν σε δύο πολιτικά στρατόπεδα από τις μεγάλες νικητήριες δυνάμεις της εποχής, οι ηγέτες τους Τσώρτσιλ, Ρούσβελτ, Στάλιν μοίραζαν και καθόριζαν τις σφαίρες επιρροής και κυριαρχίας τους. Στον νέο μεταπολεμικό διπολικό Κόσμο μας όλα άλλαζαν. Περίοδος ψυχρού Πολέμου. Η πόλη και ο δήμος του Πειραιά και αυτός τραυματισμένος με κατεστραμμένες τις υποδομές του Λιμανιού του και των άλλων συνοικιών του. Οι Πειραιώτες να φεύγουν και να εγκαθίστανται στην πρωτεύουσα και σε άλλες περιοχές της Αττικής. Να μην επιστρέφουν ξανά πίσω. Πέρα όμως από την πληγωμένη και τραυματισμένη ιστορία της χώρας και του Δήμου του Πειραιά και των γύρω όμορων Δήμων, διαδραματίζεται και μια άλλη προσωπική τραγική περιπέτεια, η περιπέτεια της αρχής της αρρώστιας του πειραιώτη ποιητή και δημοσιογράφου Νίκου Ι. Χαντζάρα.

           Την περίοδο αυτή όπως μας λένε όσοι τον έζησαν και τον γνώρισαν από κοντά αρχίζουν εμφανίζονται τα σοβαρά προβλήματα υγείας του που θα τον οδηγήσουν δύο χρόνια αργότερα, στις αρχές του δεύτερου εξαμήνου του 1949 στον θάνατο. Βασανίστηκε, ταλαιπωρήθηκε, τσακίστηκε σωματικά και ψυχικά ο ποιητής από την αρρώστια που κουφόκαιγε μέσα του και αργά και σταθερά τον έτρωγε. Όταν την δεκαετία του 1980 άρχισα να ασχολούμαι με τα πολιτιστικά πράγματα του Πειραιά, αναζήτησα πληροφορίες και ρώτησα ορισμένα άτομα για την αιτία της αρρώστιας του που τον ταλαιπώρησε τα τελευταία χρόνια του βίου του και αντιμετώπισε με πληγωμένη υπομονή και τσακισμένο το ηθικό του και τις αντοχές του. Άκουσα διάφορες απαντήσεις που με συγκίνησαν, δεν έχει σημασία να τις αναφέρω και από ποιους. Τι σημασία έχει, οι μελλοντικοί αναγνώστες των έργων των συγγραφέων ή των επιτευγμάτων των άλλων δημιουργών της Τέχνης και του Πολιτισμού, δεν ενδιαφέρονται στο πώς έζησε και τι δυσκολίες πέρασε στην ζωή του ένας ποιητής, μία πεζογράφος, ένας ζωγράφος ή κριτικός λογοτεχνίας, ένας συγγραφέας, ο αναγνώστης ενδιαφέρεται και ασχολείται μόνο με την χαρά που εκείνος λαμβάνει από το αποτέλεσμα του δημιουργού, από το διάβασμα ενός πεζογραφήματος μιάς ποιητικής συλλογής. Όπως έχει γράψει κάποιος παλαιός λόγιος, αν ένας φιλότεχνος ή φιλαναγνώστης έχει μπροστά του έναν συγγραφέα, καλλιτέχνη που βασανίζεται και υποφέρει από την φτώχεια ή τις αρρώστιες θα τον προσπεράσει και θα αναζητήσει την αίθουσα να παρακολουθήσει και να ακούσει μία διάλεξη ενός ομιλητή ή ομιλήτριας, ο οποίος/ α, αναφέρεται στην πενία και τις κακουχίες που περνά ή πέρασε ο συγγραφέας. Αυτή είναι η ανθρώπινη φύση και ούτε οι παραδοσιακές ανθρώπινες θρησκείες ούτε οι διάφοροι πολιτισμοί, ούτε οι κατά καιρούς πολιτικές ιδεολογίες και αγώνες κατόρθωσαν να την αλλάξουν. Ούτε καν ο άγγλος επιστήμονας φυσιοδίφης Κάρολος Δαρβίνος που πρώτος μίλησε για την καταγωγή και την προέλευσή μας. Φαίνεται η «ζαριά» δεν πέτυχε. Σύμφωνα με το γνωστό βιβλίο «Ο Θεός παίζει ζάρια».

     Σημειώνουμε την χρονιά 1947, όπως γνωρίζουμε από τους παλαιούς φίλους του δημοσιογράφους που μας άφησαν στοιχεία για την ζωή του, ο Χαντζάρας ήταν μέλος και είχε χρηματίσει και πρόεδρος του Σωματείου Συντακτών του Πειραιά. Την χρονιά αυτή είχαν αρχίσει να επιδεινώνονται τα προβλήματα της υγείας του που «άνθησαν» την επόμενη διετία. Σοβαρά προβλήματα που τον κατέβαλαν σωματικά και ψυχικά, αναγκάζοντάς τον να μην έχει διάθεση να γράψει, να παραιτείται ακόμα και από την διάθεση να ζήσει, να σταματήσει να δημοσιεύει, να γράφει ποιήματα, να τα διορθώνει παρατηρώντας τον εαυτό του να καταπέφτει, να μην μπορεί να συντηρηθεί, η παλαιά του ενδυματολογική κοκεταρία και περιποίηση να έχει χάσει την παλιά της λάμψη όπως διαπίστωναν και οι στενοί του φίλοι.

    Ο φίλος του δημοσιογράφος και συγγραφέας Χρήστος Λεβάντας και ορισμένοι άλλοι Πειραιώτες οι οποίοι σκιτσάρισαν στιγμές και περιόδους του βίου του μιλούν για την φροντίδα με την οποία του συμπαραστάθηκαν τα δύσκολα αυτά χρόνια, βοηθώντας τον να νοσηλευτεί σε Νοσοκομειακά Ιδρύματα και Κλινικές, Δρομοκαϊτειο, στον Λευκό Σταυρό, για να καταλήξει στο Γηροκομείο του Πειραιά όπου έφυγε καθώς άρπαξαν φωτιά τα κλινοσκεπάσματα προσπαθώντας να ανάψει ένα τσιγάρο. Ένας άλλος πειραιώτης φίλος του και συγγραφέας, ο Γιώργος Σταυρόπουλος (1), στο δεκαεξασέλιδο που κυκλοφόρησε το 1961 για τον ποιητή μας λέει: σελ. 16:

«Εκτός από τις βιοποριστικές του ασχολίες που εμπόδισαν την άνετη εξέλιξη του ποιητικού ταλέντου του, από χρόνια η αρρώστεια σαν ένα παράσιτο υπέσκαπτε μυστικά τα πιο πολύτιμα όργανα του πνευματικού και ψυχικού του μηχανισμού.

          Η ζωή του έγινε στο τέλος θλιβερή. Σερνόταν από νοσοκομείο σε νοσοκομείο σαν τον Βερλαίν, κι έβλεπε το αστέρι του που έλαμψε κάποτε πάνω από ειδύλλια Αρκαδικών ποιμενικών τοπίων, πάνω από τους γραφικούς φράχτες πού που πλαισίωναν τα Ειδύλλια των φτωχών κοριτσιών της γειτονιάς του, να βυθίζεται σε μιά θανατερή ομίχλη και οι εικόνες βουκολικής χάρης που γέμιζαν άλλοτε την φαντασία του, να σβύνουν όπως σβύνονταν οι ιριδισμοί του φωτός όταν πέφτει η νύχτα.

          Όμως υπέφερε με υπομονή το μαρτύριό του και μέσα στο βασανισμένο σώμα του, εκεί που άλλοτε έλαμπε ένα ζωηρό πνεύμα, ζούσε ακόμη η φιλοσοφία του για την αποδοχή της ζωής, η φιλοσοφία εκείνη που τον έκανε να γεύεται τις χαρές της και να υπομένει τις πίκρες της, ως την έσχατη στιγμή της, ως την στιγμή που θα τον άγγιζε ο πέλεκυς του πεπρωμένου.».

    Οι πληροφορίες αυτές και άλλες από τον χώρο του Πειραιά, μας επιβεβαιώνουν ότι η χρονιά 1947 είναι η τελευταία παραγωγική του συγγραφικά όσον αφορά τις δημοσιογραφικές του ενασχολήσεις και της ποιητικής του γραφής.

     Συμπληρωματικά να γράψουμε ότι πρέπει να είναι πάνω κάτω καμιά πενηνταριά με εξήντα τα Ποιήματα που μας άφησε ο ποιητής ως κληροδότημα. Μια και είναι διάσπαρτα σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες, από τότε που πρωτοεμφανίστηκε στο «Περιοδικόν μας» του Γεράσιμου Βώκου, όχι μόνο τα 18 ποιήματα των «Ειδυλλίων», ούτε και αυτά των «Μικρών Ειδυλλίων» που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα/ Γράμματα» αλλά, και σε άλλες του μεταγενέστερες ποιητικές σκόρπιες μονάδες. Χρειάζεται ασφαλώς ενδελεχέστερη έρευνα για να εξακριβώσουμε τον ακριβή αριθμό τους, μιλώντας πάντα για αυτά που τους είχε δώσει την τελειωτική τους μορφή μετά από τα διάφορα στάδια επεξεργασίας τους και χτενίσματά τους. Όσοι έχουν επισκεφτεί το Ιστορικό Αρχείο του Πειραιά και έχουν δει το Αρχείο με τους φακέλους του ποιητή θα έχουν διαπιστώσει τις δεκάδες ποιητικές του αναθεωρήσεις, διορθώσεις είτε στα χειρόγραφά του είτε στις διπλό φωτοτυπήσεις των πειραιώτικων του, σε σημείο άγχους για τον όποιον ερευνητή. Η επιμέλεια των ποιημάτων και των χρονογραφημάτων του γίνονταν εξακολουθητικά από τον Χαντζάρα, ακόμα και μετά τις δημοσιεύσεις τους. Χαρισματικός ποιητής και γραφιάς και ας έτρεχε νυχθημερόν για τον άρτο τον επιούσιο. Ο συντοπίτης του Κώστας Αγγελόπουλος (2) στην δεκατεσσάρων σελίδων μελέτη του κάνει λόγο για 50 περίπου τον αριθμό ποιήματά του. Γράφει σ. 5:

«Αν θελήσουμε να τον τοποθετήσουμε χρονικά, ανήκει στην πρώτη Μεσοπολεμική γενιά που χάρισε μεγάλες πνευματικές αξίες στη χώρα μας, σαν τον Καζαντζάκη, Βάρναλη, Σικελιανό, Μαλακάση, Πορφύρα και μερικούς άλλους (1905-1908)» και συνεχίζει παρακάτω: «Έτσι, έχουμε όλη την ψυχική του προσφορά σε 50 περίπου ποιήματα, αρκετά λίγα βέβαια για μια ολόκληρη πνευματική περίοδο μα το βάρος της ποιότητας, στέκεται πιο δυνατό από κάθε ποσότητα, πολλών άλλων συνοδοιπόρων στην τέχνη». Για τούτο ανήκει πλάϊ στους άλλους ολιγογράφους  ποιητάς μας, τον Καβάφη, Μαβίλη, Πορφύρα και ένα δύο άλλους απαιτητικούς τεχνίτες της έμπνευσης». (1)

(1)., Γιώργος Σταυρόπουλος, ΝΙΚΟΣ ΧΑΝΤΖΑΡΑΣ  ΕΝΑΣ ΕΙΔΥΛΛΙΑΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ.  ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ. Πειραιάς 1961.

(2)., Κώστας Αγγελόπουλος, ΝΙΚΟΣ ΧΑΝΤΖΑΡΑΣ  ΕΝΑΣ ΕΙΔΥΛΛΙΑΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ. Μιά έκδοση της «Νεοελληνικής Μούσας» Πειραιάς 1944. [Στον κολοφώνα γράφεται: Τυπώθηκε στον Πειραιά στο Τυπογραφείο Δ. Τσουρουνάκη το Μάρτη του 1944 σε 500 αντίτυπα για λογαριασμό του περιοδικού «Νεοελληνική Μούσα».

          Επιλέγοντας σε κάθε σημείωμά μας και ανάρτησή μας να προσθέτουμε λίγα ακόμα στοιχεία και πληροφορίες για την συγγραφική διαδρομή του Νίκου Ι. Χαντζάρα γράφουμε τα εξής πριν αντιγράψουμε το έτος 1947.

          Ο πειραιώτης δημοσιογράφος και ολιγογράφος ποιητής ευτύχησε αναγνώρισης στην εποχή του, όχι μόνο από τους πνευματικούς κύκλους του Πειραιά αλλά και από τους Αθηναϊκούς, της Πρωτεύουσας. Είναι σημαντικές και πανελλαδικά γνωστές οι κριτικές φωνές που έγραψαν για την συλλογή του «Ειδύλλια» όταν κυκλοφόρησε και μεταγενέστερα. (Στο δεύτερο μέρος που θα ασχοληθούμε με την ποίησή του, θα αντιγράψουμε τα σχόλια και τις κριτικές που παλαιότερα στις δικές μας έρευνες εντοπίσαμε.). Έδωσε Διαλέξεις και Ομιλίες, Συνεντεύξεις μιλώντας για πολιτιστικά και πνευματικά θέματα. Έγραψε για πειραιώτες, έλληνες και ξένους λογοτέχνες και λογοτεχνικά ζητήματα. Για τον αμερικανό τροβαδούρο Ουώλτ Ουϊτμαν, το κίνημα του Σουρεαλισμού. Για τον Κωνσταντίνο Χρηστομάνο, τον κυρ Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, τον Παύλο Νιρβάνα, τον Λάμπρο Πορφύρα και άλλα φιλολογικά ζητήματα και πρόσωπα. Συμμετείχε σε λογοτεχνικές ομάδες και συντροφιές, υπέγραψε αντιπολεμικά μανιφέστα, υπήρξε συνιδρυτής λογοτεχνικού περιοδικού «Ηγησώ», ποιήματά του ακούστηκαν από το Ραδιόφωνο, τιμήθηκε δύο φορές από τις Δημαρχιακές αρχές του Πειραιά, μεταφράστηκε στο εξωτερικό. Ανθολογήθηκε σε Ποιητικές Ανθολογίες. Υπήρξε ένα ανήσυχο πνεύμα, και το κυριότερο, ένας απλός και καταδεκτικός Πειραιώτης. Συνομιλούσε με όποιον και όποιους συναντούσε στους δρόμους του Πειραιά που περιδιάβαινε για να κάνει τα ρεπορτάζ του. Επισκέπτονταν και διάβαζε τα ιστορικά αρχεία του Δήμου και τα ιδιωτικά, όπως αυτά της Οικογένειας του Μελετόπουλου. Απολάμβανε τους χαιρετισμούς των συντοπιτών του και των αναγνωστών των Χρονογραφημάτων του, δέχονταν επιστολές και ανταπαντήσεις και υποδείξεις και τις δημοσίευε στις στήλες των εφημερίδων που έγραφε. Επισκέπτονταν τα Καφενεία και τις Ταβέρνες του καιρού του, συνέτρωγε με απλούς φίλους του πειραιώτες και άκουγε τι σχολίαζαν και τι έλεγαν για τον Πειραιά, θαύμαζε τους γηγενείς πειραιώτες και διετέλεσε πρόεδρος Φιλολογικών Σωματείων, της Δημοσιογραφικής παρέας του Πειραιά. Σκιαγράφησε τις περιπέτειες της οικογένειάς του, την φυσιογνωμία του πότη πατέρα του, της θρήσκας μητέρας του, της αδερφής του, των παιδικών του φίλων και γειτόνων του. Μας έδωσε ανάγλυφες εικόνες της περιοχής που γεννήθηκε και μεγάλωσε τα Υδραίικα, στον Άγιο Βασίλειο, της Φρεατίδας και άλλων συνοικιών του Πειραιά. Χαρτογράφησε χαρακτηριστικούς τύπους του Πειραιά και άλλες φυσιογνωμίες και άτομα της Πόλης. Έζησε με δύο λόγια μια Πειραϊκή ζωή πλήρης γεμάτη νοσταλγία, τρυφερότητα, συγκίνηση, όνειρο και υπερβολική αγάπη για τον Πειραιά που λάτρεψε. Ενδέχεται να είναι υπερβολικότερη η αγάπη του και η φροντίδα διάσωσης εικόνων και πληροφοριών, τεκμηρίων και ντοκουμέντων για τον Πειραιά και την ιστορία του, η προσφορά του από τον ποιητή των Σκιών τον Λάμπρο Πορφύρα. Και σε αυτόν τον Πειραιολάτρη επεφύλασσε  μια άσχημη τύχη η Μοίρα να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Την σωματική και ψυχική κατάρρευση του, την κατάθλιψή του και την παραίτησή του από ό,τι δημιουργικό συγγραφικά είχε να μας προσφέρει ακόμα.

          Ας μου επιτραπεί η περιαυτολογία, δεν γνωρίζω άτομα του σύγχρονου πνευματικού Πειραιά και της ελληνικής φιλολογίας ευρύτερα, που θα  ασχολούνταν εύκολα με έναν ποιητή της μεσοπολεμικής περιόδου, θα είχε κάτι να τους πει στα σοβαρά πέρα από μία «καταχρηστική» επικαιρική αναφορά του ονόματός του. Μπορεί να κάνω λάθος.

          Η κρίσιμη της ζωής του χρονιά

          1947

          ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ

Πέμπτη 2/1/1947, ΠΑΛΗΑ ΑΝΑΜΝΗΣΗ Αρ. Φύλ. 52

*Υπάρχει και σε άλλο φύλλο με άλλη αρίθμηση. Σβήνεται η επόμενη χρονιά 1948 που όπως φαίνεται από λάθος αναγράφεται.

[Θυμάται, το 1905 «είχα την τύχη να γίνω γραφέας του Βασιλιά Κωνσταντίνου. Ήταν τότε ο Κωνσταντίνος γενικός διοικητής του στρατού κι ήμουνα εγώ ένας φαντάρος του πρώτου πεζικού…»]

Σάββατον 4/1/1947, ΓΙΑ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ. Φ.57

[για το καινούργιο βιβλίο του καθηγητή Νίκου Κόντερη]

Τετάρτη 8/1/1947, Η ΑΛΚΥΟΝΙΔΑ. Φ. 61

[αναμνήσεις από τον λάκωνα δάσκαλό του Μιχάλη Θεοδωρακάκο. Του Δημοτικού Σχολείου στην οδό Σαχτούρη].

Παρασκευή 10/1/1947, ΔΕΥΡΟ, ΝΙΚΟΛΑΕ!. Φ.63

*αναδημοσιεύεται και στο φ. 65

[Καλοκαιρινές αναμνήσεις από την λεωφόρο Γεωργίου του Α΄.] Το Καφενείο Κανελλά και το Καφενείο του Λεωνίδα Τραϊφόρου.

Σάββατον 11/1/1947, «ΤΑΜΠΛ ΝΤ’ ΟΤ» ΣΤΟ Ν. ΦΑΛΗΡΟ. Αρ. φ. 66

*και στο φύλλο 89

[Το Ξενοδοχείο του Ρίζου στο Νέο Φάληρο. Η Εξέδρα και οι περίπατοι της οικογένειας του Κωστή Παλαμά. Ο ποιητής, ο Λέανδρος, η Ναυσικά. Κρίτων Σουρής]

Τετάρτη 12/1/1947, ΤΡΙΑ ΤΑΛΕΝΤΑ. Αρ. φ. 87. Χ.Λ. 232

[Η Οικογένεια Κωνσταντοπούλου. Οι τρείς καλλιτέχνιδες. Η τραγωδός Κατίνα Παξινού, η πεζογράφος Μαρία Περικλή Ράλλη και η μουσικός και εικαστικός που έζησε στο Λονδίνο Βαρβάρα Κωνσταντοπούλου]

Τετάρτη 15/1/1947, ΤΟ ΧΑΛΚΕΙΟ. Αρ. φ. 68

[συνάντηση με τον γιατρό Ιωσήφ Κοπακάκη στο Καφενείο Κανελλά και οι αναμνήσεις των συγκεντρώσεων στο φαρμακείο του Γιώργη Περδικίδη]

*Από λάθος γράφεται Τετάρτη αντί Σάββατο.

Πέμπτη 16/1/1947, ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ. Αρ. φ. 143

[Το Καφενείο Κανελλά. Το «Πολυθέαμα» του Διονυσιάδη. Ο βιομήχανος Ηλίας Μεταξάς. Ο Νιρβάνας, ο Στρατήγης, ο Σπύρος Μελάς…] Γράφει:

«Ξεχασμένοι σαν τα πουλιά μέσα στ’ αυγινά ξεφαντώματα ξαναζούμε με τις παλιές καλές μέρες που πέρασαν χωρίς να περάσουν.».

Σάββατον 18/1/1947, ΤΖΑΜ-ΤΖΑΜ ΤΟ ΓΥΑΛΙ!. Αρ. φ.67

*το ίδιο και στο φύλλο 145

[«Ξεφυλλίζοντας τα «μπερντερά» και τα «καρνέ» των δύο πρακτικογράφων των συνεδριάσεων της ακαδημίας του φαρμακείου Περδικίκη …..»]

Δευτέρα 20/1/1945, ΦΑΓΟΠΟΤΙΑ. Αρ. φ. 71

[Ο ταμίας του Δήμου Περαντζάνης επί δημαρχίας Μουντζόπουλου]

Τρίτη 21/1/1947, ΚΛΟΠΗ ΔΥΟ ΔΙΑΝΩΝ. Αρ. φ. 79

*το ίδιο και στο φύλλο 144

ΠΡΟΣΟΧΗ:

Με ημερομηνία Τρίτη 22 Ιανουαρίου 1947, σε ένα φύλλο ν.33, δημοσιεύεται «ΣΤΗΝ ΤΡΟΥΜΠΑ ΤΟΝ ΠΑΛΗΟ ΚΑΙΡΟ». (για τις παλιές Ταβέρνες της Τρούμπας)

[Δημοσίευση αναμνήσεων του φίλου του Ταϋγετου Παναγιωτόπουλου από το φαρμακείο του Περδικίδη.]

Τετάρτη 22/1/1947, Ο ΚΑΛΟΚΑΓΑΘΟΣ  ΣΠΥΡΟΣ, αρ. φ. 69

*το ίδιο και στο φύλλο 88

[Ο εργολάβος οικοδομών Σπύρος Φούκας].

Πέμπτη 23/1/1947, ΤΟ ΚΟΛΥΜΠΙ, αρ. φ. 70

[με αφορμή της ανάμνησης του πολύνεκρου ναυαγίου της «Χειμάρρας». Περί κολυμβητών.] Κλείνει το δίστηλο με στίχους του άγγλου ποιητή Σουϊμπορν.

Παρασκευή 24/1/1947, ΜΑΓΚΑΛΑΔΑ, αρ. φ. 73

[ο φαρμακοποιός Στέφης και η προσφορά του- της χόβολης- στους άστεγους….].

Σάββατον 25/1/1947, Ο ΚΟΛΥΜΠΙΣΤΗΣ, αρ. φ. 25

[παιδικές αναμνήσεις και μπάνια στου Μπαϊκούτση]

Τρίτη 28/1/1947, ΟΙ ΤΥΠΟΙ, αρ. φ. 80

[το κατάστημα στη δημοτική αγορά του Σπύρου και του Γιώργου Θωμά. Με το παρεπώνυμο Κολοδήμος]

Τετάρτη 29/1/1947, ΑΝΤΩΝΟΥΣΑ, αρ. φ. 74

[για την Αντωνούσα την Κρητικιά]

Πέμπτη 30/1/1947, Ο ΖΗΣΗΣ  ΑΓΡΑΦΙΩΤΗΣ, αρ. φ. 82

[Για τον καθηγητή στο εκπαιδευτήριο του «ΠΛΑΤΩΝΑ»]

Παρασκευή 31/1/1947, Ο Δ. Π. ΓΟΛΕΜΗΣ, αρ. φ. 75. Χ. Λ. 233

[Για τον ποιητή και ζωγράφο Δ. Π. Γολέμη]. Από ένα γράμμα του έφορου του νεκροταφείου της «Αναστάσεως» Παναγιώτη Τσούκα.

          ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ

Σάββατον 1/2/1947, ΘΑΛΑΣΣΟΜΑΧΟΙ. Αρ. φ. 90 (;) Χ.Λ. 234.

[Τα σπίτια του Θεόδωρου Κανελλά κοντά στο Ζάννειο Νοσοκομείο που σύχναζαν η μητέρα του και άλλα συγγενικά τους γυναικεία πρόσωπα. Στα σπίτια του Κανελλά είχαν στρατωνισθεί στρατιώτες που τραγουδούσαν.

Δε με κλαίς, καϋμένη μάννα,

που με γράψαν ταχτικό.

Και μου δώσαν μπαγιονέττα

και καπέλλο σταχτερό.

Τρίτη 4/2/1947, ΟΙ ΚΟΥΠΙΖΕΣ, αρ. φ. 77

[Ποιος έκανε τις καλύτερες κούπιζες  στο Κεφαλόσκαλο του Λιμανιού μας]. Ο φύλακας Νίκος Μπαρόλας.

Τετάρτη 5/2/1947, ΜΙΑ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ, αρ. φ. 81

[για τον δημοτικό σύμβουλο επί δημαρχίας Παναγιωτόπουλου, έμπορου Γ. Κόλλα]

Πέμπτη 6/2/1947, Ο ΚΑΫΜΟΣ, αρ. φ. 78

[ο ξαφνικός θάνατος της μητέρας του φίλου του Αργύρη, Αρχοντούλας]

Δευτέρα 10/2/1947, ΑΝΟΙΞΗ, αρ. φ. 83

[«Εθυμήθηκα τον Πορφύρα…"]

Τρίτη 11/2/1947, ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ, αρ. φ. 89

[Ο καθηγητής του γυμνασίου τους Βασίλης Νικολαϊδης]

Πέμπτη 13/2/1947, Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΗ ΡΩΣΙΑ, αρ. φ. 86

*και στο φύλλο 104

[Ελλιμενισμοί Ρώσικων πλοίων]

Σάββατον 15/2/1947, ΧΑΡΑ ΘΕΟΥ! Αρ. φ. 9. (;)

*και στο φ. 136

[Οι Πειραιώτες λιάζονται στα πάρκα]

Τρίτη 18/2/1947, ΦΥΣΙΟΛΑΤΡΕΙΑ, αρ. φ. 105

[Το μηνιαίο φυσιολατρικό περιοδικό «Φυσιολατρική Σκέψη»]

Τετάρτη 19/2/1947, Ο ΜΑΚΡΥΔΑΚΗΣ, αρ. φ. 134

[ανάμεσα στους χιλιάδες νεκρούς πειραιώτες της Κατοχής ήταν και η αγαθή φυσιογνωμία του Γιάννη του Μακρυδάκη]

Πέμπτη 20/2/1947, ΜΟΡΦΟΝΙΟΙ, αρ. φ. 10..(;)

[Στο Καφενείο του Κανελλά. Ο Γιώργης Καλλίλας]

Παρασκευή 21/2/1947, ΥΠΟΜΟΝΗ!, αρ. φ. 108

[για διαφορά αντιλήψεων θαμώνων Καφενείων Αθήνας από τον Πειραιά]

Σάββατον 22/2/1947, Ο ΚΙΝΕΖΟΣ ΤΣΙΝ-ΤΣΟΝ, αρ. φ. 96

[για τον έλληνα αντιπρόσωπο στο ουράνιο κράτος Νικόλαο Ασάκη]

Τετάρτη 26/2/1947, ΚΥΡΙΕ ΤΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ, αρ. φ. 94

[ήχοι της Σαρακοστής]. Το τραγουδάκι

Χαρήτε νιοί, χαρήτε νιές,

Γιατί ο καιρός βραδυάζει,

Κι’ ο Χάρος τις ημέρες μας

Μια-μια τις λογαριάζει.

Πέμπτη 27/2/1947, 1869-1947, αρ. φ. 92

*και στο φύλλο 107

[ο γάμος του Νικολάου Παναγιωτόπουλου και της Μαργαρώς Βουτυρά πριν 78 χρόνια]

Παρασκευή 28/2/1947, ΠΟΙΗΣΗ, αρ. φ. 95

[Περί θανάτου του συγγραφέα Νίκου Καρβούνη. Το περιοδικό «‘Ηγησώ» εκδόθηκε το 1906 και οι συνεργάτες του.]

*Το περιοδικό έχει αποδελτιωθεί και κυκλοφορεί στο εμπόριο

          ΜΑΡΤΙΟΣ

Σάββατον 1/3/1947, ΝΕΕΣ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ, αρ. φ.115

[για την μοδίστρα Μαριγούλα Μπελεζή και…]

Τρίτη 4/3/1947, ΣΤΗ ΛΙΑΚΑΔΑ, αρ. φ.103

[Στην λιακάδα του Κήπου του Αγίου Κωνσταντίνου]

Τετάρτη 5/3/1947, ΜΠΟΥΚΕ ΚΑΙ ΞΑΝΑ ΜΠΟΥΚΕ, αρ. φ. 101

[η αρβανίτισσα γρηά που πουλάει βότανα.] «Ψωμί και πάλι ψωμί» ρωμέϊκα.

Πέμπτη 6/3/1947, Ο ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ, αρ. φ. 91

[στους Κήπους της Τερψιθέας]

Παρασκευή 7/3/1947, Η ΤΥΧΗ ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΑ, αρ. φ. 93

Προσοχή

Το ίδιο χρονογράφημα επαναδημοσιεύεται και την Παρασκευή 27 Μαρτίου 1947 στο φύλλο 111 και στο φύλλο 123

[Καθήμενος στους Κήπους του Αγίου Κωνσταντίνου θυμάται το διήγημα «Η τύχη από την Αμερική» του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη]. Κώστας Κρυστάλλης.

Τρίτη 11/3/1947, ΤΟ ΚΟΠΕΛΛΙ, αρ. φ. 99

Προσοχή

Το ίδιο δημοσίευμα δημοσιεύεται με ημερομηνία Τρίτη 17 Μαρτίου 1947 στο φύλλο 119.

[οι Κήποι του Αγίου Κωνσταντίνου.] Ο προϊστάμενος δενδροκομικής Τάσος Καλούδης.

Τετάρτη, 12/3/1947, ΠΑΛΙΟΣ ΜΑΚΑΝΤΑΣΗΣ, αρ. φ. 138

[ο συμμαθητής του Μήτσος Συνοδινός]

Πέμπτη 13/3/1947, ΤΟ ΦΙΛΟΤΙΜΟ, αρ. φ. 97

[Περί Φουρναρέων]

Δευτέρα 17/3/1947, ΣΠΕΥΔΕ ΒΡΑΔΕΩΣ, αρ. φ. 118 (;)

[Για την οδήγηση των Σωφέρ] Τα βιβλιαράκια από την Λειψία με τα λόγια Σοφών και Χρησμών που είχε διαβάσει.

Τρίτη 18/3/1947, ΛΕΥΤΕΡΙΑ!, αρ. φ.117

[Συνάντηση με τον Ιταλό φουτουριστή ποιητή Γκαμπριέλ Ντ’ Ανούντσιο.] Π. Νιρβάνας. Βαδισματοπερπατήματα στους Κήπους της Τερψιθέας

Πέμπτη, 20/3/1947, ΚΙ’ ΑΛΛΟΣ ΣΤΕΡΝΟΣ ΚΟΡΣΕΣ!, αρ. φ. 100

[και πάλι περί αρτοποιών]. Η καταγωγή του πατέρα του από την Χειμάρα.

Παρασκευή 21/3/1947, ΣΑΝ ΠΕΙΡΑΙΩΤΕΣ, αρ. φ. 109. Χ. Λ. 235

[Επίσκεψη στην Αθήνα με τον φίλο του διηγηματογράφο Θρασύβουλο Ζωϊτόπουλο. Συνάντηση με τον ποιητή και ιστορικό Στέφανο Δάφνη.] Πειραιώτες φουκαράδες «εισβολείς» στην έπαυλη του Σ. Δ.

Σάββατον 22/3/1947, ΑΝΘΗΡΑ!, αρ. φ. 110

[η νηπιαγωγός του Γιωργάκη και της Ελένης.. στους Κήπους της Τερψιθέας]

Παρασκευή 28/3/1947, Ο ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ!, αρ. φ. 113

[Γράφει: «Ανατρέχοντας σε παλαιές εφημερίδες και διαβάζω τις περιγραφές του εορτασμού της εθνικής εορτής την παλιάν εποχή»]

Σάββατον 29/3/1947, Ο ΝΑΡΓΙΛΕΣ, αρ. φ. 102

          ΑΠΡΙΛΙΟΣ

Πέμπτη 3/4/1947, ΠΕΡΙ ΝΑΡΓΙΛΕ, αρ. φ. 112

[ο δημοσιογράφος Δημητράκης Ζιώγας και ο αργιλές του]

Τρίτη 8/4/1947, ΧΡΥΣΗ ΕΠΟΧΗ, αρ. φ. 114

[στο Κουρείο του Γιώργο Κάβουρα για τον συντοπίτη του Αχιλλέα Κουτσόμηλο]

Πέμπτη 10/4/1947, ΜΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ, αρ. φ. 115

[Ο Αλέξανδρος Μελετόπουλος ως φωτογράφος]. Ιάκωβος Δραγάτσης.

Σάββατον 12/4/1947, ΜΠΑΜΤΡΙΑΛΑΛΕ!, αρ. φ.116

[ο ανώτατος υπάλληλος του Λιμένος Πειραιώς Μύρων Χαρχαλάκης]

Τρίτη 15/4/1947, «Ω! ΧΑΡΑΣ ΤΟ!», αρ. φ. 125

[περίοδο της Μεγάλης Εβδομάδος στον ιερό ναό του Αγίου Βασιλείου]

Τετάρτη 16/4/1947, Η ΠΑΣΤΡΑ, αρ. φ. 120. Χ.Λ. 236

[Συνήθειες της Υδραϊισας μητέρας του Μπήλιως κόρη του ναυτικού Γιώργη του Ξένου και της Ζωής της Κατσιπούλαινας την Λαμπρή και οι δύο αδερφές του Ζωή και Ελένη]

Πέμπτη 17/4/1947, ΤΟΥΡΠ, ΓΙΑΝΝΗ!, αρ. φ. 102(;). Χ.Λ. 237

*το ίδιο και στο φ. 150

[Σχετικά με τις κοινωνικές αντιλήψεις της μητέρας του]

Παρασκευή 18/4/1947, ΧΑΡΑΜΑΤΑ!, αρ. φ. 121

[καθώς χαράζει στον Πειραιά και ξυπνούν οι Πειραιώτες]. Σπύρος Μελάς

Σάββατον 19/4/1947, Η ΑΝΑΔΡΟΜΗ, αρ. φ. 122

[Από μία δημοσίευση ιστορικής σελίδας του Ιωάννη Μελετόπουλου για το γυμνάσιο του Πειραιά, στολισμένη με μία φωτογραφία του Ραζιάδη]

Τρίτη 22/4/1947, ΤΑΞΙΔΑΚΙ, αρ. φ. 130

Προσοχή

Το ΤΑΞΙΔΑΚΙ δημοσιεύεται με ημερομηνία Τρίτη 22 Απριλίου 1947, φύλλο 130, πριν την χρονολογία γράφεται η λέξη «Εστία».

[Με το πλοίο «Γλαύκη»]

Επίσης, με την ίδια ημερομηνία Τρίτη 22/4/1947 στο φύλλο 128 έχουμε το χρονογράφημα ΓΛΩΣΣΟΜΑΘΕΙΣ!

Τετάρτη 23/4/1947, ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ, αρ. φ. 129. Χ.Λ. 238

[προσωπικά του ενθυμήματα.] Ο συμμαθητής του Άριστος Καμπάνης κατοικούσε στον Άϊ Γιάννη τον Ρέντη.

Πέμπτη 24/4/1947, Ο ΠΡΩΤΟΣΧΟΛΟΣ, αρ. φ. 131. Χ.Λ. 239

[για τον συμμαθητή του ποιητή και ιστορικό της ελληνικής λογοτεχνίας Άριστο Καμπάνη.]

Παρασκευή 25/4/1947, ΞΕΡΟΚΕΦΑΛΟΙ!, αρ. φ.133

[περί σχολικών αποστηθήσεων]

Σάββατον 26/4/1947, ΤΑ ΣΑΜΑΡΟΣΚΟΥΤΙΑ, αρ. φ. 148

[περί Ούνρας]

Τρίτη 29/4/1947, ΤΟ ΛΕΝΙΩ, αρ. φ. 135

[τα τραγούδια της Λενιώς]

Τετάρτη 30/4/1947, ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΤΟΧΗΣ, αρ. φ. 137

[θάνατοι]

          ΜΑΪΟΣ

Σάββατον 3/5/1947, ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ, αρ. φ. 151

[παλαιές πρωτομαγιές]

Τρίτη 6/5/1947, ΤΟ ΜΠΟΥΓΙΕΛΟ.

[παιδικές της μάνας του αναμνήσεις. Η μάλλινη φανέλλα]

Τετάρτη 7/5/1947, ΚΑΤΑ ΠΟΔΑΣ!, αρ. φ. 147

[για τα γυαλιά του]

Πώς μ’ αρέσουνε τα μαύρα

το κοράλι στο λαιμό!

στη μυτίτσα τα γυαλάκια

πρόσωπό μου αγγελικό.

Πέμπτη 8/5/1947, ΣΤΗΝ ΠΑΧΝΗ ΤΩΝ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ, αρ. φ. 145

[Γράφει: «Ρίχνοντας ματιά στα περασμένα, ξαναθυμάμαι πολλά πράγματα, τυλιγμένα στη λήθη του παρελθόντος, στην πάχνη των αναμνήσεων στην αράχνη και τη σποδό του περασμένου καιρού….».]

Τρίτη 13/5/1947, ΚΑΘΩΣ ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ…, αρ. φ. 153

Τετάρτη 14/5/1947, Λ. Ζ. Α., αρ. φ. 154

[Οι βραχυλογίες ονομάτων επί Κατοχής. Λύκειο Ζήση Αγραφιώτη]

Πέμπτη 15/5/1947, ΤΑ ΜΠΑΝΙΑ, αρ. φ. 158

[Περί κολύμβησης με αφορμή ένα αγγλικό ποίημα που διάβασε στα Γαλλικά.]

Παρασκευή 16/5/1947, ΟΙ ΚΟΥΠΙΖΕΣ, αρ. φ. 152

[επεισόδια και σκηνές στις παραλίες]

Σάββατον 17/5/1947, Ο ΓΡΑΦΕΑΣ, αρ. φ. 157

[Ως γραφέας του διαδόχου Κωνσταντίνου]

Τρίτη 20/5/1947, ΚΥΡΑ ΣΕΒΑΣΤΗ

[μια γειτόνισσά του στον άγιο Βασίλειο με το όνομα Σεβαστή]

Τετάρτη 21/5/1947, ΤΑ ΓΥΑΛΙΑ, αρ. φ. 160

[η εντύπωση που έκανε ο ομορφονιός. Όταν έβαλε τα αμερικάνικα μαύρα γυαλιά του ηλίου σχήματος τετραγώνου με σκελετό χρώματος πράσινου και με παρωπίδες.]

Πέμπτη 22/5/1947, ΑΝΑΛΗΦΤΗΤΕ!, αρ. φ.160

[Την ημέρα της Αναλήψεως. Του Σωτήρος και οι συνήθειες των γυναικών]

Παρασκευή 23/5/1947, ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΗΓΑΔΑ, αρ. φ. 132

[Ο Πηγαδιώτης Γιάννης Τσιρτσίκος και άλλοι…]

Σάββατον 24/5/1947, ΤΑ ΡΟΥΜΠΙΝΙΑ, αρ. φ. 142

[σεργιάνισμα στην πόλη]

Τρίτη 27/5/1947, ΣΑΡΑΝΤΑ ΚΥΜΑΤΑ, αρ. φ. 131

[την ημέρα της Αναλήψεως] Κοινώς της Μαλλιαρής

Τετάρτη 28/5/1947, ΑΞΙΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΤΗΣ. Χ.Λ. 240

[Για τον πανεπιστημιακό και ακαδημαϊκό Νίκο Κρητικό] Οι καθηγητές τους Σκάγιαννης, Αργυρόπουλος. Ο Άριστος Καμπάνης.

Πέμπτη 29/5/1947, ΒΙΟΠΑΛΑΙΣΤΕΣ, αρ. φ. 121

[χαρακτηριστικές φυσιογνωμίες]

          ΙΟΥΝΙΟΣ

Σάββατον 7/6/1947, ΑΝΑΜΗΣΕΙΣ, αρ. φ. 130. Χ.Λ. 241

[Για τον θάνατο του γηγενή πειραιώτη καθηγητή Νίκο Κρητικό]. Δήμαρχος Γ. Χαραλαμπόπουλος.

Τετάρτη 11/6/1947, ΕΘΝΙΚΗ ΔΡΑΣΗ, αρ. φ. 2

[το μετάλλιο του Δήμου στον συντοπίτη καθηγητή Ν. Α. Κρητικό]

Πέμπτη 12/6/1947, Η ΓΑΛΙΑΝΤΡΑ, αρ. φ. 11

[αναμνήσεις ενός δεκαπεντάχρονου σε μία ταβέρνα του Κουλουριώτη ταβερνιάρη ακούγοντας την γαλιάντρα]

Παρασκευή 13/6/1947, ΝΟΣΤΑΛΓΟΣ, αρ. φ. 22

[ο Γιώργος Μ. Μίχας…]

Σάββατον 14/6/1947, Η ΑΠΟΦΡΑΔΑ, αρ. φ. 14

[Ο βομβαρδισμός του Πειραιά 11/1/1944]

Σημείωση:

Στο ίδιο φύλλο αναγράφεται από: «Το δελτίο του εκδρομικού», Μάρτιος, Απρίλιος, Μάϊος 1947. –Στη «Φωνή του Πειραιώς» 18/2/47 ο Πειραιώτης ποιητής κ. Νίκος Χαντζάρας αφιερώνει επαινετικές κρίσεις για τον ΦΟΠ και το περιοδικό «Φυσιολατρική Σκέψη» που εκδίδει το φυσιολατρικό αυτό σωματείο μας.

Τρίτη 17/6/1947, ΠΛΟΥΣΙΑ ΣΟΔΕΙΑ!..., αρ. φ. 19

[παρακολουθώντας μία παρέα μικρών παιδιών]

Πέμπτη 19/6/1947, ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ…, αρ. φ. 23

[γυναικείες λάτρες στο σύθαμπο της αυγής]

Παρασκευή 20/6/1947, ΚΕΦΑΛΛΩΝΙΑ, αρ. φ. 4(;)

[το δίτομο έργο του Αντρέα Χρ. Καλογηρά, «Η σάτυρα στην Κεφαλλωνιά». Ο Κερκυραίος μεταφραστής του Δάντη Γεώργιος Ζουφρές και άλλοι…] Περί σάτιρας.

Σάββατον 21/6/1947, ΠΡΩΤΟΙ ΣΤΙΧΟΙ, αρ. φ. 25

[οι πρώτοι του στίχοι…]

Τετάρτη 25/6/1947, ΤΑ ΜΠΛΟΚΑ, αρ. φ. 30

[οι μικροπωλητάδες]

Πέμπτη 26/6/1947, ΠΑΛΙΑ ΧΡΟΝΙΑ!, αρ. φ. 32

[ο παλαιός διανοούμενος και δήμαρχος του Πειραιά, σπιρτόζος Μιχαλάκης Ρινόπουλος]

Παρασκευή 27/6/1947, Τ’ «ΑΜΙΛΗΤΟ ΝΕΡΟ», αρ. φ.31

[ένα τσούρμο θηλυκά…]

Σάββατον 28/6/1947, ΑΞΙΟΠΕΡΙΕΡΓΑ ΤΗΣ ΤΡΟΥΜΠΑΣ, αρ. φ. 37

[Η Ρόζα η Χοντρή]

          ΙΟΥΛΙΟΣ

Τετάρτη 2/7/1948, ΤΑ «ΚΑΛΟΥΤΑΚΙΑ», αρ. φ. 42

[Μια μεγάλης ηλικίας πειραιώτισσα και η υπηρέτριά της η Κική που τις προσφωνούσαν στην πόλη τα «Καλουτάκια]

Πέμπτη 3/7/1947, ΛΙΓΗ ΑΝΑΨΥΧΗ!, αρ. φ. 44

[ο γαλατέμπορος συμπολίτης Κωνσταντίνος Πρίνος]

Παρασκευή 4/7/1947, ΟΙ ΤΑΦΕΙΣ, αρ. φ. 45

[«κανονισμοί» του νεκροταφείου της Ανάστασης]

Σάββατον 5/7/1947, ΟΙ  ΤΕΜΠΕΛΗΔΕΣ, αρ. φ. 51

[ο τρόφιμος της Αθήνας Σακουλές]

Τρίτη 8/7/1947, ΜΕΤΑ ΝΤΕΡΚΟΥΣ!, αρ. φ. 55

[αναμνήσεις]

Τετάρτη 9/7/1947, ΟΙ ΑΡΓΕΙΤΕΣ, αρ. φ. 57

[περί καταγωγής από το Άργος φημισμένων δημάρχων, ιστορικών, μεγαλοβιομηχάνων και μεγαλέμπορων]

Πέμπτη 10/7/1947, ΟΙ ΣΦΑΝΤΖΙΚΕΣ, αρ. φ. 54

[η εξιστόρηση ενός παραμυθιού από συμπολίτη του]

Παρασκευή 11/7/1947, ΜΠΡΑΣΕΛΕ, αρ. φ. 50

[αναπολήσεις αντρών και γυναικών που επιδεικνύουν τα ρολόγια τους]

Σάββατον 12/7/1947, Δ. Ζ. ΠΙΤΣΑΚΗΣ, αρ. φ. 56. Χ.Λ. 244

[για τον θάνατο του πειραιώτη Δημήτρη Ζ. Πιτσάκη]. Γράφει ο Ν. Ι. Χ. «Την εποχή εκείνη, το 1920, 1921,1922, εξεδόθηκαν οι «Μποέμ» περιοδικό που εκυκλοφορούσε κάθε μήνα κι’ ήτανε απότοκο στενής συνεργασίας Μήτσου Πιτσάκη του σημερινού πολύκλαυστου νεκρού, του Κλώνη, του Μαράκη και του Χρήστου Λεβάντα. Αργότερα στον Πειραιά, εξεδόθη άλλο περιοδικό η «Διανόηση», όργανο λογοτεχνικής και φιλοσοφικής έρευνας….» Ενώ συνεχίζει παρακάτω: «Τότε αρχίζει να λογαριάζεται κι’ η λογοτεχνία του Πειραιά και να γράφωνται δημοσιογραφικά κομμάτια για αυτήν. Τότε εκυκλοφόρησαν οι «Νέοι Καιροί»…».

Τρίτη 15/7/1947, ΔΙΑΒΑΤΑ, ΣΤΗΘΙ!, αρ. φ. 66

[το γυμναστήριο του πρώτου γυμνασίου του Πειραιά]

Τετάρτη 16/7/1947, Η ΜΑΓΚΟΥΡΑ, αρ. φ. 6..(;)

Προσοχή

Ο Χρήστος Λεβάντας στο βιβλίο του «Δύο Μορφές» στις 16 Ιουλίου 1947 αναφέρει την «Νοσταλγία» (αναμνήσεις).

Πέμπτη 17/7/1947, Ο ΣΤΕΦ. ΔΑΦΝΗΣ, αρ. φ. 65. Χ.Λ. 245

[«Ο θάνατος προχτές, στην Αθήνα του ποιητή και διηγηματογράφου…»]

*στεγάζεται κάτω από το τίτλο ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΠΕΝΘΗ.

Σάββατον 19/7/1947, ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ αρ. φ. 94

[παιδικά τραγουδάκια που λέγανε στο Δημοτικό της οδού Σαχτούρη]

Τρίτη 22/7/1947, Ο ΚΑΫΜΟΣ ΤΗΣ, αρ. φ. 100

[εικόνες της πόλης στις φτωχογειτονιές]

Τετάρτη 23/7/1947, ΤΟ ΞΥΛΟ, αρ. φ. 99

[«το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο»…]

*Στο ίδιο φύλλο και χωρίς ημερομηνία δημοσιεύεται και το χρονογράφημα ΖΟΥΓΡΑΦΙΕΣ.

Σάββατον 26/7/1947, ΠΑΛΙΑ ΤΡΥΦΗ, αρ. φ. 95

[Γράφει: «Πολλές φορές οι αναμνήσεις μου στρέφονται γύρω σε παιδαγωγικά ζητήματα, σε ζητήματα διδασκαλίας των δασκάλων και των καθηγητών και ζητήματα εκμαθήσεως των μαθημάτων. Μ’ άλλα λόγια, τι μας εμαθαίνανε και τι από όλα αυτά εκρατούσαμε στο μυαλό μας ως πρώτες γνώσεις κι’ από κει άρχιζαν οι ζυμώσεις μας για τελειοποίηση του εαυτού μας.»….]

          ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 1947, ΠΑΛΙΟΣ ΠΕΙΡΑΙΑΣ, αρ. φ. 77.

[Ο Πειραιάς του 1835 ήταν ένα χωριουδάκι αυτοσχέδιο, πρωτόγονο, με λίγα σπίτια στην παραλία, γύρω στου Τζελέπη, γύρω στο Μοναστήρι , κάμποσες παράγκες. Ο πρώτος, που αποπειράθηκε να δώση μία εικόνα του πρώτου Πειραιά, της παλαιάς εποχής, όταν ακόμα ο στρατός του Καραϊσκάκη, μόλις είχε παρατήση το ντουφέκι, ήταν ο δικηγόρος κ. Ι. Μελετόπουλος απόγονος του πρώτου οικιστή του Πειραιά, του Ν. Μελετόπουλου.].

Σημείωση:

Α) Σε αυτήν την ημερομηνία τελειώνει η δική μου αντιγραφή για την χρονιά 1947 από τα φύλλα που συνάντησα.

Β) Στην επιλογή του Χρήστου Λεβάντα, του βιβλίου του, σελ. 73 έχουμε τα εξής. Παράγραφος με αριθμό 246 καταγράφει το «Ο Παύλος μας (Για τον Παύλο Νιρβάνα) με ημερομηνία 1 Δεκεμβρίου 1947.

Γ) Στο νούμερο 242 καταγράφει τη «Νεραντζιά» (αναμνήσεις) με ημερομηνία 15 Δεκεμβρίου 1947.

          Όπως διαπιστώνουμε και σε αυτήν την χρονιά έχουμε διαφοροποιήσεις και ζητήματα επαναλήψεων με δυσκολίες στην ταξινόμηση. Στο επόμενο θα ολοκληρώσουμε τα Πειραιώτικα με την τελευταία χρονιά 1948 και θα αναφέρουμε τις διπλοεγγραφές.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Σεπτέμβριος 10-13/ 2025

ΥΓ. Άκρα του Μπάσκετ σιωπή.          

Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2025

Η ΣΥΛΛΟΓΉ του Νίκου Ι. Χαντζάρα ΕΙΔΥΛΛΙΑ

 

Τα   Ε Ι Δ Υ Λ Λ Ι Α

Σχετικά με την ποίηση του Νίκου Ι. Χαντζάρα

«ΣΑ ΣΕ ΟΝΕΙΡΟ»

Γλυκιά καμπάνα εσπερινού. Στη θύμησή μου πάλι

της πεθαμένης μάνας μου σεμνή η μορφή προβάλλει.

Ανάλαφρο στην κεφαλή μαντήλι, άσπρο σα χιόνι.

Χαμόγελο καλόψυχο. Θυμιάζει και ζυγώνει.

            Νίκος Ι. Χαντζάρας

 

ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ  ΓΗΓΕΝΩΝ  ΠΕΙΡΑΙΩΤΩΝ

Ζωσιμαδών 50

Εν Πειραιεί 1 Ιουνίου 1946

Αξιότιμε Κύριε

Το Διοικητικόν Συμβούλιον του Ημετέρου Συνδέσμου κατά την συνεδρίασίν του της 30ης Μαϊου ε.ε. εξέλεξε μέλη της Επιτροπής Τύπου και Διαφωτήσεως της προβλεπομένης υπό του εσωτερικού Κανονισμού τους εκ των τακτικών του μελών κ.κ. Ιωάννην Μελετόπουλον, Γεώργιον Μπουκουβάλαν, Γεώργιον Πιτσάκην, Νίκον Χαντζάρα και Κωνσταντίνον Βούρβουλην. Ανακοινούντες υμίν την εκλογήν παρακαλούμεν όπως ευαρεστηθήτε και προσέλθητε την προσεχή Κυριακή ώραν 11ην π.μ. εις τα γραφεία διά την μετά των μελών της Διοικήσεως επαφήν και την σχετικήν συζήτησιν περί του σκοπού και των εργασιών της συσταθείσης ως άνω Επιτροπής.

            Κατ’ εντολήν της Διοικήσεως

      Μέρος 1ο

          Ο ήλιος της Πόλης ανέτειλε για τα καλά, ο Φαέθων πάνω στο υπέρλαμπρο άρμα του μας εποπτεύει από ψηλά χαμογελώντας, ακούραστος πάντα εργάτης της νομοτέλειας της Φύσης, της Δημιουργίας του αχανούς Σύμπαντος των μυριάδων άστρων, πλανητών, γαλαξιών που το φώς τους τρεμοπαίζει. Που και που κάποια Μαύρη Τρύπα αναμένει για τα περαιτέρω… όπως μας λένε οι αστροφυσικοί. Η ροδοδάχτυλη αυγή χάνεται μέσα στις ομορφιές των χρωμάτων της. Το μεγάλο ασημένιο τόπι της Σελήνης δεν έχει βασιλεύσει ακόμα. Η γλυκοτραγουδισμένη και αγαπημένη Σελάνα της αρχαίας ελληνίδας ποιήτριας Σαπφώς και άλλων λυρικών ποιητών, ρομαντικών από τα αρχαία χρόνια μέχρι των ημερών μας, αχνοφεγγίζει με το φώς της (Ηλιακή αντανάκλαση). Διαχρονικό το ποιητικό της πρόσωπο μέσα στην ιστορία της παγκόσμιας γραμματείας. Αγαπημένο συγγραφικό θέμα των ποιητών και διαπραγμάτευσης των ζωγράφων μοτίβο. Το Φως και οι Σκιές του, οι διαθλάσεις του πάνω στον χώρο και τα πράγματα, η υγρασία και η θερμότητά του που ενεργοποιεί τις δυνάμεις ζωής στα έμψυχα κάθε κατηγορίας και είδους όντα, καθρεφτίζεται πάνω στα άψυχα, στη λεγόμενη «νεκρά φύση», κρυσταλλώνει επιθυμίες και όνειρα, ανατάσεις ελπίδων. Η Ζωή σε λειτουργία συνεχίζεται όπως και εμείς, διαβάζοντας και αποδελτιώνοντας, αναρτώντας τα «Πειραιώτικα» του παλαιού πειραιώτη ποιητή και δημοσιογράφου Νίκου Ι. Χαντζάρα στην τοπική εφημερίδα «Η Φωνή του Πειραιώς» και σε άλλα πειραϊκά έντυπα κατά χρονολογία. Η παρούσα μνήμη μας ξεγλιστρά από τον σημερινό καθημερινό μικρόκοσμο της επικαιρικότητας των γεγονότων και επιστρέφει στις εφηβικές μας αναμνήσεις, τότε, που ως παιδιά παρακολουθούσαμε την προσσελήνωση του ανθρώπου στο Φεγγάρι, «Ένα μικρό βήμα του Ανθρώπου, ένα μεγάλο βήμα της Ανθρωπότητας». Τότε που ακούγαμε τις μουσικές μελωδίες του ιταλού τραγουδιστή Αλμπάνο και της Ρωμίνας Πάουερ, που μαθαίναμε από ξένους σταθμούς ότι πλησιάζει το τέλος της επτάχρονης δικτατορίας στην Ελλάδα. Που ακούγαμε για το στρατιωτικό πραξικόπημα στην Χιλή και την πτώση της εκλεγμένης Κυβέρνησης του Σαλβαντόρ Αλλιέντε και του θανάτου του. Την δολοφονία του μπαλλαντοποιού ποιητή Ο’ Χάρα. Τότε, που διαβάζαμε στην εφημερίδα «Η Βραδυνή» την ζωή της Εβίτας και του Χουάν Περόν, πριν δούμε την ζωή της μεταφερμένη στην κινηματογραφική οθόνη. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν ακόμη νωπή, η πόλη του Πειραιά σχεδόν άγνωστη σε εμάς, η ψηφιδωτή εικόνα της ήταν κάπως θολή στα κιτάπια της μνήμης μας, ελάχιστα τα βήματά μας, περιορισμένα στις γειτονικές συνοικίες και τα σοκάκια, σε κοντινούς χειμερινούς και υπαίθριους κινηματογράφους, στην αλάνα του Δηλαβέρη, στην παλιά κεραμοποιία της αρχοντικής οικογένειας της Αθηνάς Κωνσταντοπούλου που βλέπαμε χαμογελαστοί χάνοι παραστάσεις Καραγκιόζη, τις βουβές ταινίες του Τσάρλι Τσάπλιν και του Μπάστερ Κήτον. Η ρόδα με το φιλμ της Μηχανής γύριζε ασταμάτητα και πολλές φορές κόβονταν, σταματούσε η προβολή και ακούγονταν οι διαμαρτυρίες των μικρών και μεγαλύτερης ηλικίας παιδιών. «Καμπούρη γράμματα» άκουγες σε διάφορες συχνότητες φωνών από το παιδομάνι. Το φιλμ των χρόνων του περασμένου βίου μας, σαν και αυτό που μας ξεδιπλώνει ο ποιητής Νίκος Ι. Χαντζάρας στα Πειραιώτικά του της δικής του ζωής και των γύρων του, των καθημερινών πειραιωτών της συνοικίας- τα Υδραίικα που γεννήθηκε και μεγάλωσε, έπαιξε, ονειρεύτηκε, έκανε τα νεανικά μπάνια του, ψιθύρισε τα πρώτα του τραγούδια της εποχής, έγραψε πάνω στο πακέτο τσιγάρα που κάπνιζε τα πρώτα του στιχάκια, αφομοίωνε σαν σφουγγάρι τις πρώτες αναμνήσεις και ενθυμήματά του προετοιμάζοντας το υλικό των αφηγήσεών του και την ολιγόστιχη δωρική βουκολικού κλίματος ποίησή του. Τα «Ειδύλλια» και τα νέα "μικρά Ειδύλλια". Δεκάδες φορές επεξεργάζονταν τα ποιήματα αυτά μας αναφέρουν σταθερά στα γραπτά τους οι φίλοι και συντοπίτες του συγγραφείς και λόγιοι, οι δημοσιογράφοι που τον έζησαν και συναναστράφηκαν από κοντά. Τα περισσότερα είναι δημοσιευμένα σε πειραιώτικα και αθηναϊκά λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες της εποχής του, άλλα αναδημοσιεύτηκαν τις επόμενες δεκαετίες μετά τον θάνατό του είτε αυτούσια είτε κουτσουρεμένα, ενδέχεται ορισμένα να λανθάνουν σε έντυπα που ακόμα δεν έχουμε δει ή και να χάθηκαν, καταστράφηκαν, αλλοιώθηκε η φόρμα της πρώτης εικόνας τους, έμεινε ο κεντρικός τους πυρήνας, η πρώτη σπίθα της σύλληψής τους, λέξεις και στίχοι τους, φράσεις, αποσπάσματα μιάς άλλης αναφοράς και διάταξης ενδεχομένως. Πολύ ωραίες είναι οι παρομοιώσεις του παρμένες από το φυσικό περιβάλλον, ζώα οικόσιτα, του αυλόγυρου μετέχουν στις ζωές των φτωχών και αθώων αντιλήψεων ατόμων. Τα «Ειδύλλια» αποπνέουν θα γράφαμε έναν αγροτικό ερωτισμό ζωής, μία βουκολική ατμόσφαιρα κάπως ονειρική που η μνήμη επαναφέρει στην επιφάνεια δηλώνοντας την παρουσία της. Ορισμένοι στίχοι έχουν κάτι από το Λαπαθιώτικο ποιητικό εξομολογητικό κλίμα, ή σωστότερα είναι ενσωματωμένο στο ειδυλλιακό κλίμα της ποίησης του Μεσοπολέμου.  Σημαντικές και γνωστές μας κριτικές φωνές της εποχής πρόσεξαν και μίλησαν θετικά για την ποίησή του. Όπως και στα δημοσιευμένα Πειραιώτικα έτσι και στην Ποίησή του έχουμε έναν ποιητικό λόγο σε διαρκή εξέλιξη, προς το δωρικότερο, προς την ελλειπτικότητα δίχως να χάνει τον χαρακτήρα της ταυτότητάς της, της καθαρότητας των αισθημάτων της, την συγκίνησή της, τον λυρισμό και ευαισθησία της. Μια ποίηση με συγγενικές εσωτερικές διασυνδέσεις με την αρχαία ελληνική λυρική ποίηση, την βουκολική ποίηση του Θεόκριτου, εκλεκτικές συνάφειες. Μάλιστα, αν διαβάσουμε και δούμε τα διάσπαρτα σε διάφορα έντυπα ποιήματά του, θα μπορούσαμε έστω παρακινδυνευμένα να μιλήσουμε και για ένα ποιητικό κλίμα των τετράστιχων ή δίστιχων στροφών που θυμίζουν Ιαπωνικά Χάϊ- Κου. Είναι δυνατές εικόνες που εντυπώνονται αμέσως στην συνείδηση του αναγνώστη, ενεργοποιούν καταστάσεις της μνήμης. Απλές ή σύνθετες λέξεις, μετοχές και ουσιαστικά, επίθετα, με ισχυρή ενέργεια και έλξη μεταξύ τους. Λεξούλες μάλλον άγνωστες στο ευρύ κοινό που χρησιμοποιούνται για να δώσουν τον ρυθμό, να εντείνουν την εσωτερική μελωδία, το ζευγάρωμα των στίχων. Συνήθως είναι οξύτονες ή παροξύτονες και όχι πάντα στην ονομαστική. Στην καθημερινή τους χρήση το φορτίο τους έχει κοινωνικό ηθικό κουκούτσι δήλωσης όπως το «δαγκωμένη» ή το «προκάνουνε» που χρησιμοποιούσε στην προφορική πολιτική του ομιλία Καρδιτσιώτης πολιτικός αρχηγός. Το άπλωμα των στίχων του και ο αριθμός τους μέσα στην σύνθεση μπορεί να είναι διαφορετικός από ότι των Χάϊ- Κου αλλά η αίσθηση που αφήνουν είναι η ίδια. Αλλά αυτή η σκέψη μου σηκώνει συζήτηση. Και αυτή είναι η γοητεία της ποίησης ενός ποιητή της ποιότητας σαν τον Νίκο Ι. Χαντζάρα, ότι ο ποιητικός του λόγος παραμένει ανοιχτός, διαπραγματεύσιμος, ίσως και αναθεωρήσιμος στο ευρύτερο περίγραμμά του, όμως πάντα διάπλατα ελεύθερα συζητήσιμος. Είναι από τα είδη του ποιητικού λόγου που έχει παράσχει η ελληνική και παγκόσμια γραμματεία, το οικουμενικό ποιητικό πνεύμα που παραμένει επίκαιρο σε κάθε εποχή στα μάτια του αναγνώστη, μπορεί ακόμα να συγκινεί και να γεννά παραστάσεις νοσταλγίας και μαρτυρίες ζωής που ακόμα, και στην σύγχρονη σκληράδα και παγερότητα, κυνικότητα των χρόνων μας ένας αναγνώστης ή αναγνώστρια του ποιητικού λόγου και δημοσιογραφικής γραφής του πειραιώτη δημιουργού καθρεφτίζεται η αθωότητα και αφτιασίδωτη, πηγαία μεγαλοσύνη των «χαμένων» ονειρικών νεανικών χρόνων της ζωής μας, και η αναπόληση της ωριμότερης ηλικίας μας, όχι μόνο ως ατομική αίσθηση αλλά σαν αίσθηση της Πόλης μας, του Πειραιά, που γέννησε στις ψυχές μας εκατοντάδες αισθήματα και συναισθήματα. Μικρά λακουβάκια ευαισθησίας σαν και αυτά που ανοίγαμε μικροί στους χωμάτινους δρόμους για να παίξουμε με τα φιλαράκια μας τα γυαλένια και τις άσπρες, γαλακτερές βούζες.

Νίκος Ι. Χαντζάρας. Πειραιάς 1884- Πειραιάς 2/6/1949 Ψευδώνυμα: Νικολός Β., Νικολός Γ., Πειραιώτης.

Αν δεν κάνω λάθος στην Δημοτική Βιβλιοθήκη του Πειραιά μας δίνονται οι εξής πληροφορίες για τον ποιητή: Ν. Ι. ΧΑΝΤΖΑΡΑ.

1., Ειδύλλια/ Ν. Ι. Χαντζάρας, Αθήνα: Μουσικά Χρονικά, 1931- (889.1).

2., Μικρά ειδύλλια/ στίχοι Νικ. Χαντζάρα [χ.τ.]: [χ.ό]. [19 --] –[782.42162].

          Θέλοντας να ξεκουράσω για λίγο τη σκέψη μου και να βοηθήσω την όρασή μου από την κούραση του ψειρίσματος και την σχολαστικότητα της οργάνωσης των δύο τελευταίων χρόνων των Πειραιώτικων, στράφηκα προς την Ποίησή του και αναρτώ σε αυτό το πρώτο σημείωμα τα 18 Ειδύλλιά του, έτσι όπως τις προηγούμενες δεκαετίες προμηθεύτηκα από παλαιοπωλείο την έκδοση. Φυσικά είχα υπόψη μου και την εργασία του ποιητή και ανθολόγου, εκδότη Τάσου Κόρφη στο περιοδικό «Διαγώνιος» του Θεσσαλονικιού ποιητή και εκδότη Ντίνου Χριστιανόπουλου, το αφιέρωμα στον ποιητή του περιοδικού «Φιλολογική Στέγη» του ομώνυμου Σωματείου της Πόλης και άλλες πηγές.(1). Επιπρόσθετα, συμπληρώνω όπως είχα πράξει και στα τέσσερα προηγούμενα σημειώματά μας για τα «Πειραιώτικα» με ενδεικτικά στοιχεία για τον πειραιώτη ποιητή. Κομμάτια του παζλ του μέχρι να έχουμε μία επαρκή ολοκλήρωση του πορτραίτου του. Αν και όπως συνηθίζουμε να επαναλαμβάνουμε διαρκώς, μία Βιβλιογραφία έχει αρχή αλλά όχι τέλος, όπως και η χαρά του διαβάσματος μιάς ποιητικής συλλογής, ενός πεζού, μιας δοκιμιακής μελέτης, έρευνας κλπ.

     ΦΙΛΟΙ  ΤΗΣ  ΤΕΧΝΗΣ

-Το νέο διοικητικό συμβούλιο του πειραϊκού εκπολιτιστικού ομίλου «Φίλοι της Τέχνης» καταρτίστηκε ως εξής:

Νίκος Χαντζάρας πρόεδρος

Ι. Γιαννάτος  γενικός γραμματέας

Μ. Παξιμάδης  ταμίας. Δημήτρης Πανίτσας, Αντώνης Μαρμαρινός και Ευάγγελος Καμπέρος  σύμβουλοι.

          Ν.  Ι.  Χ Α Ν Τ Ζ Α Ρ Α Σ

Ε Ι Δ Υ Λ Λ Ι Α, Έκδοση «ΜΟΥΣΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ», ΑΘΗΝΑ 1931, Σελίδες 32. Διαστάσεις 15Χ21. Τιμή Βιβλιοπωλείου 1050 παλαιές δραχμές.

          Η έκδοση δεν έχει κολοφώνα με σχετικές πληροφορίες. Ο τίτλος της συλλογής έχει χρώμα κόκκινο ενώ τα υπόλοιπα στοιχεία του βιβλίου και το σχέδιο (ένα κλωναράκι λουλουδιού του εξώφυλλου και αυτό της τελευταίας μέσα σελίδας που κοσμούν την έκδοση είναι με μαύρα). Οι σελίδες είναι αριθμημένες, 30. Διαβάζουμε από την τέταρτη αριστερή εσωτερική σελίδα:
Εσχηματίσαμε μιά σειρά από την εργασία του κ. Ν. Χαντζάρα, τη δημοσιευμένη σε διάφορες φιλολογικές επιθεωρήσεις της τελευταίας εικοσιπενταετίας, με την επιθυμία να δώσουμε μίαν ιδέα επάξια της τέχνης του.

          Μας έδωσεν ο λογοτέχνης την έγκρισή του, και αναθεώρησε μάλιστα την εργασία του.

            ΤΑ «ΜΟΥΣΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ»

Προάγγελος των Ειδυλλίων είναι το ΔΑΚΡΥΒΡΕΧΤΟ ΕΙΔΥΛΛΙΟ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ, σελ.5-10. (Ο Χαντζάρας έχει αφιερώσει όπως γνωρίζουμε το ποίημα στην αδερφή του). Οι σελίδες 11 έως 30 περιλαμβάνουν τα ΜΙΚΡΑ ΕΙΔΥΛΛΙΑ. Τα Ειδύλλια δημοσιεύονται όλα άτιτλα, όπως θέλησε ο ποιητής. Στις μεταγενέστερες αναδημοσιεύσεις τους και σε άλλες ποιητικές του μονάδες οι κατά καιρούς ανθολόγοι του-ορισμένοι- βάζουν τίτλο.

 ΔΑΚΡΥΒΡΕΧΤΟ

ΕΙΔΥΛΛΙΟ  ΤΗΣ  ΕΛΕΝΗΣ

Αργείς, αγέρι, το πανάκι του

Να φέρεις με τ’ άλικο χρώμα.

Φαίνεται ακόμα σα γαρύφαλλο

Πεσμένο απ’ της αυγής το στόμα.

 

Στο αθώο το στήθος, ώ μητέρα μου,

Γλυκοί που βασιλεύουν πόνοι.

Η Ελένη χάνεται απ’ τον έρωτα,

Που εμάγευε ως τα χτες τ’ αηδόνι.

 

Ώ παρθενιά μου εσύ, ώ γλυκύτατο

Της κάθε κορασιάς στεφάνι,

Με το θαλασσινό της έρωτα

Γλήγορα η Ελένη που σε χάνει.

 

Μ’ ακόμα παίρνω το πανάκι του,

-Ζέφυρε, αργότατα ζυγόνει,-

Για ένα τριαντάφυλλο που ξέφυγεν

Απ’ της αυγής τη χρυσή ζώνη.

 

Νοιώθω το στήθος, ώ μητέρα μου,

Γιομάτο αγάπη για το ταίρι,

Σαν το κλωνάρι το κατάκαρπο,

Πού σώνει και μικρού το χέρι.

 

Με τη θαλασσινή αγάπη της,

Μοιάζει η καρδιά σου τώρα, Ελένη,

Δέντρο, που απ’ τον καρπό εγονάτισε,

Μηλιά τα μήλα φορτωμένη.

 

Μ’ ακόμα παίρνω το πανάκι του,

-Γιομάτο φούσκονέ το, αγέρι,-

Για ένα εκατόφυλλο στα κύματα,

Πεσμένο, απ’ της αυγής το χέρι.

 

Θυμάμαι τί γλυκά, μητέρα μου,

Μικρούλα που μ’ αποκοιμούσες,

Σαν μ’ έπαιρνεν αθώο παράπονο,

Λιγάκι ως μ’ εχαϊδολογούσες.

 

Στα γόνατά σου ν’ αποκοίμιζες

Πλειά δε μπορούσες την Ελένη,

Πού με χρυσή σαϊτταν ο Έρωτας

Βαρειά την είχε πληγωμένη.

 

Χρυσή μητέρα μου, εσυνείθιζες

Κάθε ξημέρωμα στο στρώμα

Να με ξυπνούσες με χαϊδέματα

Και με γλυκά φιλιά στο στόμα,

 

Κάποια χαράματα το χέρι σου

Θα ματαπλόνεται για χάδια’

Και θα στενάζης, ώ μητέρα μου,

Τη θέση μου σα βρίσκης άδεια.

 

Μικρή σαν ήμουνα, στα λούλουδα,

Στις χλωρασιές όλο εγυρνούσα’

Χαρούμενη, στο λευκό μέτωπο

Της παπαρούνας φύλλα εσκούσα’

 

Ώ, τόρα, άς ήταν να μου στρώνανε

Μιά κλίνη απ’ άνθια μυρωμένα,

Νεκρή να γείρω, με τα χέρια μου

Στο αθώο το στήθος σταυρωμένα.

 

Μητέρα, θα ζητήσης, άδικα

Παντού σε λίγο την Ελένη,

Πού θ’ αρμενίζη στ’ άσπρα κύματα

Με την αγάπη της δεμένη.

 

Κ’ ύστερα, αλοίμονο, μητέρα μου,

Τα μαύρα σου μαλλιά θα λύσης

Και την Ελένη, που σ’ αρνήθηκε,

Πικρά θα γείρης να θρηνήσης.

 

          Μ Ι Κ Ρ Α   Ε Ι Δ Υ Λ Λ Ι Α

Περνώντας τ’ όμορφο λιβάδι,

Την απριλιάτικη αυγινή,

Άπλωσα στο γλυκόνε αέρα

Την κρουσταλλένια μου φωνή.

 

Τ’ άνθια ετραγούδησα του κάμπου

Και τα πουλιά τα πλουμιστά,

Είπα τραγούδι στο ποτάμι

Με τ’ ασημένια του νερά.

 

Και χαμηλόνοντας λιγάκι

Την κρουσταλλένια μου φωνή,

Τραγούδησα κ’ εσένα, Γιώργο,

Την απριλιάτικη αυγινή.  σ.13

--

Της γης τα ρόδα έχουν ανοίξει’

Του Απριλιού ζέφυρος τερπνός’

Παντού είνε δάφανος και λάμπει

Ψηλά ο γαλάζιος ουρανός.

 

Κι’ από το πράσινο λιβάδι

Με το ποτάμι το αργυρό,

Περνάει ξανθόμαλλο κοράσι,

Του σταριού φύτρο τρυφερό.

 

Όμορφος, μάννα, που είνε ο κόσμος’

Απάρθενος και φωτεινός’

Κ’ είνε βαθύς, είνε μεγάλος

Ψηλά ο γαλάζιος ουρανός.  σ.14

--

Τόρα νοιώθω πλέρια τη ζωή μου,

Τα χέρια, τα πόδια, το κορμί μου.

 

Μάννα, μες τα στήθια ετούτα νοιώθω

Δυνατή καρδιά κι’ αντρίκιο πόθο.

 

Μά κ’ η Ελένη με τη χρυσή ζώνη,

Σαν το στάχυ, γλήγορα μεστόνει.  σ.15

--

Περίλυπα σφυρίζοντας, ποτίζω

Στη δροσερή το Μαύρο μας πηγή.

Επέθανε τ’ ολόξανθο κοράσι,

Η Μαρία, που επαίζαμε μαζί.

 

Απ’ το φτωχό σπιτάκι την επήραν

Κι’ απ’ τη λευκή της κλίνη βιαστικά.

Τα ευγενικά της χέρια είχε βαλμένα

Στο στήθος της απάνω σταυρωτά.

 

Με το παλιό σου φόρεμα στον τάφο

Σ’ εβάλανε, έρμο φύτρο της αυγής.

Αστόλιστη και παραπονεμένη

Σ’ έθάψανε βαθειά στη μαύρη γης.  σ.16

--

Ένας ξανθός λεβεντονιός στη στράτα μ’ ανταμόνει.

Απ’ τα σγουρά του πειό όμορφα δε βρίσκονται μαλλιά.

Μα εγώ, περνώντας δίπλα του, τα μάτια χαμηλόνω

Από δειλή καρδιά.

Ένας ξανθός λεβεντονιός στη στράτα μ’ ανταμόνει.

Κάτι μου λέει γλυκά-γλυκά και μου χαμογελά.

Μα εγώ διαβαίνω αμίλητη’ κι’ αυτό θα τον πικραίνη’

Μα έχω δειλή καρδιά.

 

Σαν μ’ αγαπάς, λεβέντη μου, σύρε και γύρεψέ με

Στον κύρη μου, στ’ αδέρφια μου, στη μάννα τη γλυκειά.

Είμαι κοράσι απάρθενο και τ’ άσπρο μου το στήθος

Κρύβει δειλή καρδιά. σ.17

--

Ξυπνώ με την αυγή. Τα χέρια μου

Τον άσπρο κόρφο μου κουμπόνουν.

Νάν τόνε ιδούνε δεν προκάνουνε

Τα μάτια μου, που χαμηλόνουν.

 

Φροντίζει ο Θεός, στον ξένοιαστο ύπνο μου,

Κι’ όλο φουντόνω κι’ ομορφαίνω.

Θρέφει και το χρυσό τον έρωτα,

Πού στην καρδιά μου έχω κρυμμένο.  σ.17

--

Στη μνήμη μου, απαλά, τη μαραμένη,

Κόμπος δροσιάς εστάλαξεν Ελένη.

 

Μικρή, στον κάμπο με τις τιντιλίνες,

Θυμάσαι, που σ’ ετρόμαζαν οι χήνες;

 

Στο πόδι το κρινάτο δαγκωμένη,

Κάποτε, που μου εγύρισες κλαμμένη;

 

Και τον χρυσό τον πετεινό θυμήσου,

Πού σου άρπαζε απ’ το χέρι το ψωμί σου.

 

Χελιδονιού φωνή έβγαινες, Ελένη.

Τί θύμηση παλιά, χαριτωμένη.  σ.19

--

Με την καρδιά δειλή κι’ ανάλαφρα

Επέρασα πολύ σιμά του.

Τερπνά και ξένοιαστα εκοιμότανε

Στην ασημένια ελιά από κάτου.

 

Γραμμένο στήθος του βοσκόπουλου,

Που ο ζέφυρος, γυμνό, εφιλούσε.

Μιά τρυφερή ματιά κ’ επέρασα.

Κρυφά η καρδιά μου το εζητούσε. σ.20

--

Ηλιοβασίλεμα. Σαλεύουν

Αύρες τα λουλούδια απαλά.

Σε διάφανο ουρανό, τ’ αστέρι

Το βραδινό φωτάει δειλά.

 

Άγρια βελάσματα, κουδούνια,

Σφυρίγματα, στη σιγαλιά.

Γυρνούν στη στάνη τα κοπάδια,

Ζυγά φωλιάζουν τα πουλιά.

 

Από τον κάμπο στο χωριό του

Αντρόγενο όμορφο γυρνά.

Διαβαίνει ομπρός το παλληκάρι

Και το κατόπι η νιά περνά.

 

Εκειός με το τσαπί στον ώμο,

Αλυγαριά χλωρή στ’ αυτί’

Κ’ έχει γλυκά στης νιάς τον κόρφο

Το βρέφος αλησμονηθή. σ.21

--

Το νιόβγαλτο χρυσό βλαστάρι

Βυζαίνει και κλαίει τρυφερά.

Σε φυλακή ήταν το παιδί μου

Κι’ όλο εζητούσε λευτεριά.

 

Φώς εζητούσε, αύρες, λουλούδια,

Νερά, πουλιά, ουρανό βαθύ.

Στη χλωρασιά κ’ εγώ το βγάνω,

Σαν πέρδικα, με την αυγή.

 

Ήλιε, απαλά να μου φιλήσης

Στα μάτια το μικρό πουλί

Κι’ όλα τα ρόδα ναν του δείξης

Με τη χρυσή σου ανατολή. σ.23

--

Φτερωμένο πέρασμα της κόρης,

Την αυγή, στο πράσινο λιβάδι,

Πού ο μικρός βοσκός με τη φλογέρα

Βόσκει το χιονόμαλλο κοπάδι.

 

Με γλυκειά μιά φλόγα στην ματιά του

Ν’ αλαφοπερνά τηνε κυττάζει,

Απαλά χαϊδεύοντας το χνούδι

Πού στ’ απάνω χείλι του χαράζει. σ.24

--

Το ξανθό μου αμίλητο. Δεν έπιανε

Το βυζί κ’ ήμουν συλλογισμένη.

Στην ψυχή μου γύρω η δείλια μου, ένοιωθα,

Κάποιαν άχνα ολονυχτίς να υφαίνη.

 

Απολησμονήθηκα κ’ επρόβαλε

Ροδισμένη αυγή καλό να φέρη’

Στον ξεκουμπωμένο κόρφο μου ένοιωσα

Του παιδιού μου τρυφερό το χέρι. σ.25

--

Δειλά χαϊδεύει το καλύβι

Φώς της αυγής. Χόρτου ευωδία.

Όμορφη νια στη θύρα γνέθει

Και βρέφος έχει στην ποδιά.

 

Σκαλίζουν όρνιθες μπροστά της,

Σπόρους διαλέγουν απ’ τη γης.

Ανάλαφρες, και κακαρίζουν

Αργά στην άχνα της αυγής, σ.26

--

Πλειά η φλογέρα σου δε θ’ αχολογήση,

Την καρδιά μας γλυκά ναν τη μεθύση;

 

Το τραγούδι σου, γαλανέ τσοπάνη,

Ποιά νεράϊδα κακιά τόχει μαράνει;

 

Αν ήταν έτσι γλήγορα να σβύση,

Πλειό καλά να μην είχε αντιλαλήση, σ.27

--

Βοσκέ, στον κόρφο που βαστάς νιογέννητον αρνάκι

Και σαλαγάς τα πρόβατα, σταμάτησε λιγάκι.

Με θλιβερά βελάσματα η μάννα του ακλουθάει.

Για βάλ’ το χάμου, πλάϊ της τρικλίζοντας να πάη. σ.28

--

Τη βαθειά νύχτα, τρυφερό

Νανούρισμα για το μωρό,

Πού γλυκά ήταν κοιμισμένο

Κ’ έκλαψεν, αλαφιασμένο.

 

«Τρίζει η βαρκούλα σου, τερπνά,

Σου λάμνω με χρυσά κουπιά.

Και σαν πάρη να χαράξη

Μες τη Βενετιά θ’ αράξη.» σ.29

--

Κοιμάται’ κ’ η καρδιά μου

Ξυπνά και λαχταρά.

Ζητάει χλωρά λιβάδια

Και κρούσταλλα νερά.

 

Πουλιά, να ταξιδεύουν

Σε ουράνια γαλανά.

Θάλασσες και ρουμάνια

Κι’ αλαργινά βουνά.

 

Αναστενάζω, μάννα,

Την ώρα της αυγής’

Έχει ομορφιές η πλάση,

Έχει και ρόδα η γης. σ.30     

     Σημειώσεις:

          Δεν θέλησα να επέμβω στην ορθογραφία που χρησιμοποιεί ο ποιητής ή υιοθετεί το τυπογραφείο. Πχ. «είνε», «μάννα», «χαμηλόνουν» «φουντόνω» κλπ. ούτε από την άλλη να τα προσαρμόσω στην σύγχρονη ορθογραφία, σύνταξη και έκφραση όπως έπραξαν μεταγενέστεροι ανθολόγοι του όπως ο ποιητής Τάσος Κόρφης, ο πειραιώτης ιστορικός Γιάννης Χατζημανωλάκης κλπ.

     ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟ Ι. ΧΑΝΤΖΑΡΑ

1., ΚΩΣΤΑΣ  ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ

ΝΙΚΟΣ ΧΑΝΤΖΑΡΑΣ ΕΝΑΣ ΕΙΔΥΛΛΙΑΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ

ΜΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ «ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΟΥΣΑΣ»

Πειραιάς 1944, σ.14 (Φωτοτυπία)

2., ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΕΒΑΝΤΑΣ

ΔΥΟ ΜΟΡΦΕΣ

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ Ν. ΒΟΥΤΥΡΑΣ

ΝΙΚΟΣ Ι. ΧΑΝΤΖΑΡΑΣ

ΜΕΛΕΤΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΕΚΔΟΣΗ «ΠΕΙΡΑΪΚΩΝ ΧΡΟΝΙΚΩΝ»

Πειραιάς 1952, σ.90

3., ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΑΡΜΑΡΙΝΟΣ

ΠΕΙΡΑΪΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ

ΝΙΚΟΣ ΧΑΝΤΖΑΡΑΣ

Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ

(ΟΠΩΣ ΤΑ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ Ο ΙΔΙΟΣ)

Πειραιάς 1956, σ. 70

4. ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΝΙΚΟΣ ΧΑΝΤΖΑΡΑΣ ΕΝΑΣ ΕΙΔΥΛΛΙΑΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ

ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ

Πειραιάς 1961, σ. 16 (Φωτοτυπία)

(1)., ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΩΝ

1., Ο λογοτέχνης

ΜΗΝΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗΣ

Ιδιοκτήτης- Διευθυντής: Σ. Δ. ΧΑΤΖΗΜΙΧΕΛΑΚΗΣ

ΧΡΟΝΟΣ Αος –ΑΘΗΝΑ ΓΕΝΑΡΗΣ 1957-ΤΕΥΧΟΣ 6, Σελίδες 6-8

[Το Αφιέρωμα περιέχει:- Γιώργου Σταυρόπουλου, «ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ ΤΩΝ «ΕΙΔΥΛΛΙΩΝ», σ. 6-8. -Περιλαμβάνει τα ποιήματα: «Χαρές Χαμένες, «Τραγούδι του Οδοιπόρου» (απόσπασμα), «Ξημέρωμα», σ. 1,8.]

2., ΔΙΑΓΩΝΙΟΣ

Εκδότης- Διευθυντής Ντίνος Χριστιανόπουλος

Τεύχος 13/1,3,1968, ΣΕΛ. 35-40.

ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΑ «ΜΙΚΡΑ ΕΙΔΥΛΛΙΑ»

Και Βιβλιογραφικό Σημείωμα: ΤΑΣΟΣ ΚΟΡΦΗΣ. Σελίδες 35-40

[Η Επιλογή και το βιβλιογραφικό σημείωμα είναι του Κερκυραίου ποιητή, μεταφραστή, ανθολόγου και εκδότη Τάσου Κόρφη, ψευδώνυμο του Αναστάσιου Ρομποτή (1929-1994). Περιλαμβάνει: -Από την συλλογή τα «Ειδύλλια» τα ποιήματα των σελίδων 13, 15, 17, 19, 20, 21-22, 24, 27, 28. Και ακόμα τα έντιτλα: «ΞΗΜΕΡΩΜΑ», «ΚΑΜΑΡΩΜΑ», «ΣΑ ΣΕ ΟΝΕΙΡΟ», «ΠΑΙΧΝΙΔΙ», «ΤΟ ΚΑΚΙΩΜΑ», «ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ 1 και 2», «ΧΑΡΕΣ ΧΑΜΕΝΕΣ», «ΘΛΙΒΕΡΗ ΚΑΡΔΙΑ», «ΑΝΟΙΞΗ». Σημειώνει στο Βιβλιογραφικό του σημείωμα ο Τάσος Κόρφης:

«Η επιλογή των «Μικρών Ειδυλλίων» έγινε από τις δύο, πιο βασικές συγκεντρώσεις των ποιημάτων του Χαντζάρα, πού έκανε ο ίδιος ο ποιητής, δηλαδή από την έκδοση των «Μουσικών Χρονικών» (Ειδύλλια, σχ.8ο, σελ. 30, Αθήνα 1931) και από τη σειρά του περιοδικού «Πειραϊκά Γράμματα», όπου δημοσιεύτηκαν με το γενικό τίτλο «Ειδύλλια, βιβλίο δεύτερο σ’ οριστική μορφή». (Πειραϊκά Γράμματα: β΄ χρόνος, τεύχος 2, Αύγουστος 1942, σελ. 58-59.- τεύχος 4, Οκτώβριος 1942, σελ. 188 και 217.- τεύχος 6, Δεκέμβριος 1942, σελ. 316.- γ΄ χρόνος, τεύχος 1, Ιανουάριος 1943, σελ. 19. –τεύχος 3, Μάρτιος 1943, σελ. 121. –τεύχος 5, Μάϊος 1943, σελ. 225. – δ΄ χρόνος, τεύχος 7, Ιούλιος 1943, σελ. 14).

          Το έργο του ποιητή βιβλιογράφησε ο φίλος του λογοτέχνης Χ. Λεβάντας. (Χ. Λεβάντα, «Δύο Μορφές», Πειραιάς 1952, σελ. 62-88). Για ένα μέρος αυτής της βιβλιογραφίας χρησιμοποιήθηκε το συγκεντρωμένο από τον ίδιο τον ποιητή υλικό που διασώθηκε από τον Λεβάντα και παραδόθηκε στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Πειραιώς. Το αποτελούν αποκόμματα, τα περισσότερα όχι ακριβολογημένα χρονολογικά, επικολλημένα άταχτα σε φύλλα δέκα τετραδίων με ενδιαφέρουσες σημειώσεις του ποιητή σε ποιήματά του, διορθώματα, αδημοσίευτα γράμματα φίλων του και φωτογραφίες.]. 

3., ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΣΤΕΓΗ

Χρόνος 19ος – Τόμος Ε΄. Τεύχος 31/ Δεκέμβριος 1984

Επιμέλεια έκδοσης: ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΜΑΝΩΛΑΚΗΣ Σελίδες 181-205.

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΝΙΚΟΣ Ι. ΧΑΝΤΖΑΡΑΣ. Σκίτσο της Βάσως Κατράκη. Το ομώνυμο περιοδικό της «Φιλολογικής Στέγης» και σε άλλα του τεύχη δημοσιεύει ποιήματα του Νίκου Ι. Χαντζάρα, ενώ κατά χρονικά διαστήματα τελεί πνευματικό μνημόσυνο εις μνήμη των Πειραιωτών λογοτεχνών στο Νεκροταφείο της Αναστάσεως. Με σύντομες ομιλίες και καταθέσεις στεφάνων.

Το εύρωστο Αφιέρωμα της Φ.Σ.Π. περιλαμβάνει τα εξής: - Χειρόγραφο αυτόγραφο «Ειδύλλιο» σ.181. – Γιάννης Χατζημανωλάκης, «Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΩΝ «ΕΙΔΥΛΛΙΩΝ»», σ.182-184. –ΝΙΚΟΣ Ι. ΧΑΝΤΖΑΡΑΣ (1884- 1949) Βιογραφικό σημείωμα. Περιλαμβάνει ακόμα –Μεταθανάτιες εκδηλώσεις για το Νίκο Χαντζάρα. Εκδηλώσεις της Φ.Σ.Π. για τα 100 χρόνια από τη γέννησή του. –Βιβλιογραφία. Σελ. 185-186. –Κριτική Ανθολογία, επιλογή κρίσεων για το έργο του Ν. Χαντζάρα. (Διαβάζουμε μικρά αποσπάσματα των Τέλλου Άγρα, Στέλιου Γεράνη, Γιώργου Δέλιου, Τάσου Κόρφη, Χρήστου Λεβάντα, Κλέων Παράσχου, Μιχάλη Περάνθη, Μανόλη Θ. Ρούνη, Σωτήρη Σκίπη), σελ.187-188. –ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ «ΕΙΔΥΛΛΙΑ» (1931). «ΔΑΚΡΥΒΡΕΧΤΟ ΕΙΔΥΛΛΙΟ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ», «ΜΙΚΡΑ ΕΙΔΥΛΛΙΑ» σελ.189-196. –«ΑΠΟ ΤΑ «ΝΕΑ ΕΙΔΥΛΛΙΑ». («ΞΗΜΕΡΩΜΑ», «ΚΑΜΑΡΩΜΑ», «Η ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ», «ΑΝΟΙΞΗ», «ΤΟ ΚΑΚΙΩΜΑ», «ΚΟΡΗ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ», «ΣΑ ΣΕ ΟΝΕΙΡΟ», «ΛΕΥΤΕΡΑ ΠΟΥΛΙΑ», «ΧΑΡΕΣ ΧΑΜΕΝΕΣ», «ΔΕΙΛΙΝΟ», «ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ Ι, ΙΙ», «ΔΑΚΡΥΑ Ι, ΙΙ» και «ΦΤΩΧΕΙΑ»). Τα ποιήματα προέρχονται από τα περιοδικά «Πειραϊκά Γράμματα» και «Πνευματική Πορεία». σ. 189-200.- Θανάσης Ζαφειρόπουλος, «Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΟΥ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ Ν. ΧΑΝΤΖΑΡΑ», (είναι αναδημοσίευση από τη «Φωνή του Πειραιώς» 12 Ιανουαρίου 1979), σελ. 201. –Νίκου Χαντζάρα, «ΕΝΩ ΤΥΛΙΓΕΤΑΙ Η ΨΥΧΗ ΣΤΗΝ ΑΣΗΜΕΝΙΑ ΠΑΧΝΗ» (Αυτοβιογραφικό κείμενο του ποιητή από το «Περιοδικό μας» νέα περίοδος, τόμος Α, σελ. 251, Πειραιάς, Απρίλιος- Μάϊος 1959), σελ. 202-203. –Ποίημα Αφιερωμένο «ΣΤΟ ΝΙΚΟ ΧΑΝΤΖΑΡΑ» του πειραιώτη ποιητή Λουκά Μουζάκη, σελ. 203. Το Αφιέρωμα κλείνει την αυλαία των σελίδων του με την παρτιτούρα των στίχων του Χαντζάρα «ΞΥΠΝΩ ΜΕ ΤΗΝ ΑΥΓΗ», σε μουσική Ιωσήφ Γκρέκα, σελ. 204-205.

          Αυτό είναι το μικρό Πειραϊκό ταξιδάκι μας με το καϊκάκι του πειραιώτη ποιητή και δημοσιογράφου Νίκου Ι. Χαντζάρα. Ούριος στάθηκε ο άνεμος για τον ποιητή, είτε ασχολήθηκε με την ποίηση είτε έβγαινε για δημοσιογραφικό «πυροφάνι» στις πολύχρωμες καταγραφές των ρεπορτάζ του. Το πετρώδες τοπίου του Πειραιά και η θάλασσα του αντανακλούν την φωνή και τα γραπτά του Νίκου Ι. Χαντζάρα.

          Στα επόμενα σημειώματά μας θα αναρτήσουμε τα νεότερα ποιητικά του «Ειδύλλια», την συνέχεια των ετών των Πειραιώτικων 1947 και 1948 χρονογραφημάτων του και ενδεικτική Βιβλιογραφία του.

Μέρος Α΄

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Σεπτέμβριος

5-11/9/ 2025