ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΛΑΪΚΗ
ΚΑΙ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
του
Σπυρίδωνος Γ. Μακρή
Τα Χριστούγεννα, τη μεγάλη αυτή
Δεσποτική γιορτή, που γιορτάζει όλος ο χριστιανικός κόσμος την 25η
Δεκεμβρίου, δεν γιορτάζει η αρχαία χριστιανική Εκκλησία των τριών πρώτων
αιώνων, επειδή έδινε μεγαλύτερη σημασία στο Σταυρικό θάνατο και την Ανάσταση
του Χριστού, που έφερε τη λύτρωση στην ανθρωπότητα. Αντί γι’ αυτήν γιόρταζε
τότε την 6η Ιανουαρίου, την γιορτή των Επιφανίων, σαν ημέρα
επιφανείας της θεότητας του Κυρίου στον κόσμο.
Ο καθορισμός της 25ης
Δεκεμβρίου, ως ημέρας εορτής των Χριστουγέννων, έγινε το πρώτο στη Ρώμη γύρω
στο 335 μ.Χ. από τη Ρώμη διαδόθηκε τάχιστα σ’ όλη τη Δύση και αργότερα στην
Ανατολή, όπου για πρώτη φορά γιορτάστηκαν τα Χριστούγεννα την 25η
Δεκεμβρίου του 376 μ.Χ., όπως αναφέρει σε λόγο του ο άγιος Ιωάννης ο
Χρυσόστομος.
Γι’ αυτό η υμνολογία των Χριστουγέννων
στη Βυζαντινή ποίηση αναπτύχθηκε από τον 5ο μ.Χ. αιώνα και έπειτα,
οπότε χριστιανοί υμνογράφοι και μελωδοί, στο Βυζάντιο, συνέθεσαν ύμνους, πού
εξυμνούσαν τη θεία ενανθρώπηση του Χριστού. Από τους πολλούς αυτούς ύμνους
υπερέχει σε απλότητα και μεγαλοπρέπεια ο ύμνος, που συνέθεσε ο μέγιστος ποιητής
του Βυζαντίου Ρωμανός ο μελωδός, που ήκμασε πιθανότητα τον 6ο μ.Χ.
αιώνα και δίκαια ονομάστηκε «Πίνδαρος της ρυθμικής ποιήσεως». Ολόκληρος ο ύμνος
αποτελείται από 24 στροφές (= οίκους), με προοίμιο (=κουκούλιο), το γνωστό
κοντάκιο της γιορτής. «Η παρθένος σήμερον το υπερούσιον τίκτει…» που η επωδός
(=εφύμνιον): «δι’ ημάς γάρ εγεννήθη παιδίον νέον κλπ.» επαναλαμβάνεται στο
τέλος κάθε μιάς από τις 24 στροφές του ύμνου. Αλλά και ο γνωστός σε όλους
«Ακάθιστος ύμνος», και αυτός έργο πιθανότατα του Ρωμανού, με 24 οίκους,
αναφέρεται στα πρό, κατά και μετά τη γέννηση του Χριστού γεγονότα. Και οι δυό
αυτοί ύμνοι του Ρωμανού είναι έργα της 2ης περιόδου της Χριστιανικής
Υμνολογίας, πού είναι γνωστή ως περίοδος των Κοντακίων.
Άλλο μεγαλούργημα της Βυζαντινής
ποιήσεως των Χριστουγέννων είναι ο κανόνας του μελωδού Κοσμά, επισκόπου
Μαϊουμά, κατά τον 8ο μ.Χ. αιώνα, στη Χριστού γέννηση, κατά την 3η
περίοδο της χριστιανικής υμνολογίας-την περίοδο των Κανόνων. Αποτελείται από 8
ωδές με 2-3 τροπάρια κάθε μία, που το πρώτο, τον ειρμό της 1ης ωδής:
«Χριστός γεννάται δοξάσατε… ενεπνεύσθη από λόγο του Γρηγορίου του Θεολόγου και
τον ειρμό της 9ης ωδής «Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον…»
ενεπνεύσθη από λόγο του Χρυσοστόμου. Ο Κανόνας αυτός του Κοσμά και ο άλλος του
συγχρόνου του, Ιωάννου Δαμασκηνού, ο ιαμβικός: «Έσωσε λαόν θαυματουργών
Δεσπότης…» ψάλλονται μαζί στον όρθρο της εορτής.
Εκτός από αυτούς τους ύμνους, υπέροχος
ύμνος είναι και το δοξαστικό του εσπερινού «Αυγούστου μοναρχήσαντος επί της
γης…», με τις θαυμάσιες αντιθέσεις του, έργο της μεγάλης ποιήτριας του
Βυζαντίου, της Κασσιανής.
Και αυτά ως προς την Βυζαντινή ποίηση
των Χριστουγέννων. Αλλά και η λαϊκή μούσα ψάλλει το μέγα κοσμοϊστορικό γεγονός
της «Χριστού γεννήσεως» στα γνωστά «Κάλλαντα», που από τόπο σε τόπο έχουν
διάφορες παραλλαγές.
Στην Αθήνα, εκτός από το γνωστό σε
όλους μας: «Καλήν εσπέραν άρχοντες…», κατά την Τουρκοκρατία εψάλλετο την
παραμονή και άλλο, που άρχιζε έτσι: «Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή
του κόσμου, οπού γεννήθη ο Χριστός να σώσει τους ανθρώπους».
Τέλος, στη Νεοελληνική ποίηση υπάρχουν
πολλά ποιήματα για τα Χριστούγεννα, πού άλλα εξυμνούν το κοσμοσωτήριο γεγονός,
κι’ άλλα εικονίζουν τον οικογενειακό χαρακτήρα της γιορτής, ή δίδουν διδάγματα
από τη γιορτή. Θα παραθέσουμε εδώ λίγα αποσπάσματα από ποιήματα γνωστών και
αγνώστων νεοελλήνων ποιητών.
Από το ποίημα «Χριστούγεννα» του Κωστή
Παλαμά μεταφέρουμε μερικούς στίχους:
«Τί φώς και
χρώμα και εμμορφιά να
σκέπαζε τ’
αστέρι
οπού στην
κούνια του Χριστού τους
μάγους έχει
φέρει…»
«Άχ, άχ,
χριστουγεννιάτικο της φαμελιάς τραπέζι,
που
ταίρι-ταίρι η όρεξη με την αγάπη παίζει».
«Τα
ποτηράκια ηχούν γλυκά,
λαμποκοπούν
τα πιάτα,
γύρω φαιδρά
γεράματα και προκομμένα νιάτα».
Και συνεχίζει τους στίχους ο ποιητής
αναφέροντας τα φαγητά και τα πιοτά του οικογενειακού τραπεζιού. Έτσι ενώ στην
αρχή, εξυμνεί τα της γεννήσεως του Χριστού, έπειτα εξεικονίζει θαυμάσια το
χαρούμενο εορταστικό τραπέζι με τα πλούσια φαγητά ή ποτά και γενικά τον
οικογενειακό χαρακτήρα της εορτής.
Άλλο χριστουγεννιάτικο ποίημα είναι
του Αχιλλέα Παράσχου, της παραμονής:
«Ήτο γλυκιά
παραμονή εκείνης της ημέρας,
οπού
καινούργιος δρόσιζε κόσμο παλιό αγέρας».
«Πού ο
αγέννητος Θεός στη Βηθλεέμ γεννήθη,
και
αναγάλλιασε η γη κι εντράπη και εφοβήθη».
Σ’ αυτό ο ποιητής εξυμνεί τα αποτελέσματα,
που έφερε στον κόσμο ή γέννηση «του αγέννητου Θεού» στη Βηθλεέμ, δηλ.
καινούργιος αγέρας δροσίζει τον παλιό κόσμο, αναγαλλιάζει η γη.
Από το ποίημα του Γεωργίου Σπ. Μακρή.
«Τα Χριστούγεννα και οι φτωχοί», από τους 24 στίχους παραθέτουμε τους 8
τελευταίους, που είναι αποστροφή στους πλούσιους, να θυμηθούν τους φτωχούς:
«Ώ πλούσιοι κι ευτυχισμένοι,
σήμερα που ο Χριστός γεννάται
ενθυμηθείτε πόσοι πεινασμένοι
πεινούν κρυώνουν, μα κανείς δεν
τους θυμάται».
Χριστούγεννα ευτυχισμένα
θάχετε σεις μέσα στα πλούτη,
μα στα σπιτάκια τα δυστυχισμένα,
πώς θα γιορτάσουν τα Χριστούγεννα
ετούτοι;»
Στο ποίημα
αυτό ο ποιητής, αφού στην αρχή ψάλλει τη φτωχική γέννηση «σε φάτνη
αχυροστρωμένη» του Χριστού, «που θέλει οι άνθρωποι να ζούν αδελφωμένοι», στο
τέλος ζητεί από τους πλούσιους να θυμηθούν τους φτωχούς.
Από τα λίγα αυτά αποσπάσματα ύμνων και
ποιημάτων των Χριστουγέννων κατανοούμε πόσο ενέπνευσε τους υμνογράφους και
ποιητές το ανεπανάληπτο ιστορικό γεγονός της γεννήσεως του Χριστού στο ταπεινό
σπήλαιο της Βηθλεέμ. Η γέννηση του Χριστού είναι πραγματικά το μεγαλύτερο
γεγονός της παγκόσμιας ιστορίας και γι’ αυτό ενέπνευσε και εμπνέει τις ευγενείς
ψυχές σε ύμνους και δοξολογία Αυτού, φρονηματίζει δε τις ευαίσθητες καρδιές σε
αγάπη και φιλανθρωπία κατά τη μεγάλη γιορτή τ η ς α γ ά π η ς τ ο υ Θ ε ο ύ
σ τ ο ν ά ν θ ρ ω π ο.
ΣΠΥΡΟΣ
Γ. ΜΑΚΡΗΣ
Περιοδικό
«ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΣΤΕΓΗ» Χρόνος ΙΔ΄, Τόμος Δ΄. τεύχος 26/ Χειμώνας 1979, σελ.
281-283.
ΝΥΧΤΑ
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
του Κώστα
Θεοφάνους
Ήταν εν’
αστέρι που ταξίδευε
Λαμπρό σαν
ελπίδες των ανθρώπων
μέσα σε
νύχτα μαύρη και αξημέρωτη.
Κ’ ήταν ένα
Θείο Βρέφος που γεννήθηκε
μαζί με τις ελπίδες
των ανθρώπων
μέσα στο
χειμώνα και την παγωνιά.
Καθώς
ανάσαινε το χνώτο του απλωνόταν
σα μιά
παγκόσμια αστραπή
για να
φωτίσει την ψυχή της οικουμένης.
Από τη φάτνη
των αλόγων μιά φωνή
μυριόστομη
φωνή και προαιώνια
καρφώθηκε
στο σκοτεινό ουρανό,
βέλος
διάπυρο:
«Ειρήνη!
Ειρήνη!»
Την άκουσαν
ποιμένες αγραυλούντες
κι
αναθάρρεψαν.
Την άκουσαν
πεινώντες και πεφορτισμένοι
κι
αναγάλιασαν.
Την άκουσαν
μωρά βυζασταρούδια
και
σκιρτήσανε.
Την άκουσαν
τα σήμαντρα του δάσους
κι
αντιλάλησαν.
Την άκουσαν
οι αιχμάλωτοι στα κάτεργα,
οι
μελλοθάνατοι στις φυλακές,
οι ασθενείς
και οδοιπόροι,
οι λαβωμένοι
αητοί στα καταρράχια,
τ’
ανυπεράσπιστα δελφίνια του ωκεανού,
τα
ορφανεμένα αηδόνια μεσ’ στα ρέματα,
τ’ απολωλότα
ελάφια των δρυμών
και κόψανε
μιάν ασημένια αχτίδα
από τ’
αστέρι εκείνο της Ανατολής
και τη
φορέσαν στο λαιμό τους φυλαχτό,
και την
υψώσανε σαν τρόπαιο νίκης:
«Ειρήνη!
Ειρήνη!»
Τα σμήνη των
αγγέλων τ’ Ουρανού,
τα σμήνη των
αγγέλων του Καλού,
τα σμήνη των
αγγέλων των Ανθρώπων
σήκωσαν στις
φτερούγες τους το μήνυμα,
σπαθίσανε τα
νέφη του μεσονυχτιού,
και σπείρανε
το Λόγο τον πρωτάκουστο
στα πέρατα
της οικουμένης.
Όμως πόσο
αργούσε να φέξει κείνη η νύχτα!
Πόσο αργούσε
να ξημερώσει στις καρδιές!
Κι ο Λόγος ο
Καλός δε φύτρωσε από τότε.
Κοράκια από
το χώμα τον ξεθάβουνε
και του
κατασπαράζουν το χυμό.
Άγριο χαλάζι
του
κρουσταλλιάζει τον ανθό μόλις θα δέσει.
Λίβας
πυρπολητής τον κεραυνώνει
και τον
αλέθει στις μυλόπετρες του ανέφικτου.
Για να μην
ανθίσει, να μην ακουστεί
ο προαιώνιος
πόθος:
«Επί γης
ειρήνη!»
Ανέστιο, λαβωμένο
και ανεκπλήρωτο,
το Μήνυμα
πλανάται ανά τους αιώνες.
Χωρίς να
βρίσκει χώμα να καρπίσει. Και το Βρέφος,
το Θείο
Βρέφος σέρνει το σταυρό του,
και στρατιές
αγγέλων σέρνουν το σταυρό τους,
και στρατιές
ανθρώπων σέρνουν το σταυρό τους
Χωρίς να
βρίσκουν τόπο να σταθούν και ν’ αναρτήσουν
το Αστέρι
της Ανατολής.
Οι εποχές
αναδιπλώνονται, και περιφέρουν
τα ματωμένα
πέλματά τους. Οι οδοιπόροι της Ειρήνης,
οι
στρατοκόποι της Αγάπης απελπίζονται.
Ώ, πόσο
αργεί να φέξει τούτ’ η νύχτα!
Πόσο αργεί
να ξημερώσει στις καρδιές!
Κι ωστόσο
κάθε που τ’
άστρο ταξιδεύει προς τη Βηθλεέμ
μέσα στη
μαύρη νύχτα και στην παγωνιά,
κάθε που απ’
τη φάτνη των αλόγων εκτοξεύεται
του Θείου
Βρέφους η προαιώνια φωνή,
σημαίνουνε
χαρμόσυνα τα σήμαντρα της προσδοκίας
κ’ οι
άγγελοι σαλπίζουνε το μήνυμα στην οικουμένη:
«Ειρήνη!
Ειρήνη!»
Οι άνθρωποι
στολίζουνε το δέντρο της ελπίδας τους,
στα μάτια
των παιδιών αγιάζονται ανοιξιάτικοι ουρανοί,
στα χέρια
των ποιμένων αφυπνίζονται τα όνειρα,
μυριάδες
χείλη διψασμένα ψιθυρίζουν:
«Δε θ’
αργήσει να φέξει τούτ’ η νύχτα
Δε θ’
αργήσει να ξημερώσει στις καρδιές!».
ΚΩΣΤΑΣ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ
Περιοδικό
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΣΤΕΓΗ τεύχος 22/ Χριστούγεννα 1974. Χρόνος Ι΄. σ. 163-164
ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΜΝΗΜΕΣ
Κρητική ηθογραφία
του
Βελισσάριου Μουστάκα
Λίγα χρόνια είχαμε εγκατασταθεί στη
Χώρα-άς μην είμαστε ποτέ κατεβασμένοι από το χωριό-κι όταν σίμωναν χρονιάτικες μέρες το αναζητούσα
με περισσότερη νοσταλγία.
Άς ήταν τώρα με λιγότερες στερήσεις η
ζωή μας… Αφού δεν είχα ψάλει τον Επιτάφιο και το Χριστός γεννάται, δοξάσετε στην
εκκλησία πούχε βαφτιστεί ο πατέρας μου, τ’ αδέλφια μου, εγώ, αφού δεν ξεκίνησα
μες στη νύχτα σαν τους Μάγους και τις Μυροφόρες, δεν μπορούσα να λογαριάσω τις
μεγάλες μέρες. Λαμπρή χωρίς Ιούδα και Χριστούγεννα δίχως χιόνια στις καμινάδες
των σπιτιών και στο καμπαναριό του Τίμιου Σταυρού; Ήμουν αθεράπευτα ρομαντικός
που ήθελα το σχετικό διάκοσμο των αγίων ημερών. Έτσι θα μπορούσα να
συνειδητοποιήσω καλύτερα το νόημα και το μήνυμα που μας έφερναν.
Παραθαλάσσια η καινούργια πατρίδα και
δεν έπιανε ποτέ χιόνι και γω λαχταρούσα σαβανωμένη την πλάση. Τα κυπαρίσσια να
τρίζουν από το βάρος του χιονιού και το φεγγάρι να σεργιανά στα σύννεφα. Είχα
αποφασίσει λοιπόν να κάνω Χριστούγεννα στο χωριό. Θα γύριζα στο προγονικό
σπίτι. Στο τζάκι μας με τη γιαγιά και τα ξαδέρφια, θα ζέστανα τα όνειρα και θα
έβλεπα στον «ανήφορα» τα καλλικατζαρούδια που χόρευαν.
Δεν άντεχε
άλλη δοκιμασία η νοσταλγία μου.
Άλλοι ξεκινούσαν απ’ την άκρη του
κόσμου για να βρεθούν την άγια νύχτα στο χώρο των παιδικών αναμνήσεων και γιατί
εγώ να μή βρίσκομαι εκεί που με χώριζε μόνο τρείς ώρες δρόμος…
Με το κλείσιμο του σχολείου ανακοίνωσα
την πεθυμιά μου. Παρακάλεσα θερμά…
Χριστούγεννα
κάνει όλος ο κόσμος στα σπίτια του, ήταν η αυστηρή απάντηση του πατέρα.
Και συνέχισε: -Πού θα πάς μ’ αυτό το κατακαίρι.
Το χιόνι θάχει κατεβεί στο χωριό…
Και η μάνα συμπλήρωνε:
-Και δω θα περάσουμε ωραία τα
Χριστούγεννα. Γλυκά, παιχνίδια, η γιορτή του μπάρμπα σου. Στο χωριό θα πας
παιδί μου ν’ αποκλειστείς μέσα, μέρες πούναι;
Δεν ξέρω αν τα λόγια αυτά μου τάλεγαν
για να μου «γυρίσουν τα μυαλά» ή άρχισε στο δικό των μυαλό να φυσαουρίζουν η
«αστυφιλία» και να ξεχνούν την ποίηση και την αγνότητα του χωριού.
-Και τα κάλαντρα; Θα χάσεις τα
κάλαντρα, θυμήθηκε πάλι ο πατέρας.
Τα κάλαντρα δεν θα τάχανα: μόνο που οι
εισπράξεις των δεν θα γίνονταν παπούτσια ή ντρίλινα πανταλόνια. Θα γίνονταν
μέσο για την πραγματοποίηση του χριστουγεννιάτικου ονείρου…
Αξημέρωτα βγήκα στις ρούγες και στους
δρόμους της μικρής πολιτείας. Ένιωθα την τσέπη μου να βαραίνει. Κάθε τόσο την
άδειαζα και μετρούσα την «είσπραξη». Σε κάθε ήχο της κάθε δραχμής, ηδονιζόμουν
σαν τον παπά, που ακούει να πέφτουν στο δίσκο της εκκλησίας τα δίδραχμα των
πιστών. Πέντε δραχμές ακόμα θα έβγαζα το εισητήριο.
Η ώρα περνούσα και άρχιζα ν’ ανησυχώ.
Χτύπησα την πόρτα της θειάς και νονάς μου, και άρχισα με όσο ταμπεραμέντο
διάθετε η φωνή μου:
Καληνεσπέρα άρχοντες, αν είναι ορισμός
σας, Χριστού τη θεία γέννηση να πω στ’ αρχοντικό σας. Χριστός γεννάται σήμερον
εν Βηθλεέμ τη πόλει…».
-Η νόνα πρόβαλε στο κεφαλόσκαλο:
-Μπράβο παιδί μου και του χρόνου! Με
το δίκιο της η μάνα σου θέλει να σε κάνει «Δεσπότη!!»
Δεν ήξερε η φτωχή πώς η φωνή, δεν
κάνει μόνο Δεσποτάδες. Χρειάζονται τόσα άλλα!!
-Μπράβο
παιδί μου, ξαναδεφτέρωσε η νονά, και απόθεσε στη φούχτα μου, που έτρεμε κείνη
την ώρα απ’ το κρύο και τη συγκίνηση, ένα δεκάρικο. Ένα ολόκληρο ασημένιο
δεκάρικο. Τέτοιο λαβράκι δεν περίμενα…
Φίλησα το χέρι της με πολλή θερμότητα
και σεβασμό και κατέβηκα τρέχοντας δυό- δυό τα σκαλοπάτια του νοικοκυριού της.
Σαν πέρασαν οι πρώτοι ενθουσιασμοί
κατάλαβα πώς «η γενναιοδωρία» της νονάς ήταν καλόπιασμα για να τη βοηθούσα με
μικροθελήματα στη γιορτή του θείου.
Άς με περίμενε… Την ώρα που θα
στρωνόταν το πλούσιο τραπέζι στη μεγάλη τραπεζαρία με συνδαιτημόνες τις «αρχές»
της «μικράς κωμοπόλεως» -το δήμαρχο, τον Αστυνόμο, τον παπά- Γιάννη, τον
Τελώνη, το Λιμενάρχη, τους συναδέλφους της δασκάλους με τις γυναίκες των- εγώ
θα ρέμβαζα στην κουτσουροθρεμμένη φωτιά με τις κόκκινες, τις πράσινες και τις
γαλάζιες ανταύγειες.
Και θ’ άκουγα τη γιαγιά να διηγείται
ιστορίες για Τούρκους, για Χριστούγεννα σκλάβων για το άστρο της γέννησης, για
τους αγγέλους που είδε με τα μάτια της, όταν ήταν αγνή παιδούλα, ν’
ανεβοκατεβαίνουν στο χειμαδιό της μιάν άγια νύχτα.
Πήγα στο κατάλυμα της παληάς δημαρχίας
να μετρήσω τις εισπράξεις. Ξεπερνούσαν το εισιτήρια, το δίσκο και το κερί του
Τιμίου Σταυρού και μούμειναν μερικές δραχμές για μικροδωράκια στα ξαδέρφια μου.
Στο χωριό δεν χαραμίζουν τάλληρα και δίδραχμα για τέτοιες «ψευτιές».
Πόσο είχα κλάψει για τέτοια άχαρα
Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιές δίχως την ευδαιμονία του παιχνιδιού!!... Σ’ αυτό
το σοκάκι κάθονταν συγγενικά πρόσωπα και οι εισπράξεις μου θ’ αυγάτιζαν. Τώρα
θα μπορούσα να πάρω στην ξαδέρφη μου τη Γιωργία μιά κούκλα. Ορφανό το έρημο,
από πού να περιμένει;
Έτρεξα να προλάβω τ’ αυτοκίνητο του
χωριού. Έφευγε στις 3. Μόλις το πρόλαβα. Με το Κατσουλάκι που μάθαινε μαραγκός
διαμήνυσα στη μάνα μου, πώς πήγαινα να κάνω Χριστούγεννα στο χωριό.
Στ’ αυτοκίνητο συνάντησα κι άλλους
χωριανούς.
-Πώς τόπαθες
και μας θυμήθηκες; Φύγατε απ’ το χωριό και ρίξατε πέτρα πίσω σας.
-Τί να
πεθυμήσουν βέβαια, πετάχτηκε ο Λιαγιάννης, με παράπονο. Τη φτώχεια ή τη
στερημένη ζωή μας;
Εγώ
αναστέναζα βαθιά και λυπόμουν βαθύτατα για τον πόθο της φυγής- την αγιάτρευτη
αρρώστια που έδερνε τη μικρή κοινωνία μας.
Σκοτείνιαζε
σαν φτάσαμε στο Κατοχώρι. ‘Ως εδώ έφτανε ο δρόμος. Από κει μία ώρα πεζοπορία ως
το χωριό! Με προεκλογικές υποσχέσεις δρόμοι και σκολειά δεν γίνονται…
Είχαν ανάψει
απ’ ώρα τα λυχνάρια. Τα γουρούνια τα είχαν κρεμασμένα στα κελάρια και τα
χριστόψωμα είχαν ξεφουρνιστεί σαν φτάξαμε στο χωριό. Μερικές παιδιάστικες φωνές
μισοσβησμένες των καλαντριστάδων ακούγονταν στα Σφιγκιανά, μαζί με τ’
αλυχτίσματα σκύλων.
Το χωριό
ετοιμαζόταν να υποδεχτεί το Χριστό που γεννιόταν απόψε. Πόση ευτυχία ένιωσα
στην υποδοχή των δικών μου, στη χαρά των ξαδερφακιών μου για τα μικρά δώρα που
φέρνουν μεγάλη χαρά, στη θαλπωρή του τζακιού πού ήταν φορτωμένο από θρύλους,
παραμύθια, χριστουγεννιάτικες ιστορίες και λίγο χιόνι που γλίστρησε απ’ την
καμινάδα.
Τη
χριστουγεννιάτικη ευδαιμονία μου τη φαρμάκωσε το γεγονός πώς η λειτουργία φέτος
έπεφτε στο Λούλο και κανείς απ’ το χωριό δεν θα πήγαινε στην Αγία Τριάδα.
Ήταν στα
μαχαίρια γιατί το Σφιγκάκι που βγήκε δήμαρχος, μπόρεσε με τη βοήθεια
«σύντεκνου» του βουλευτή να πάρουν απ’ το χωριό το σχολειό.
Και γώ πού
δεν ήμουν «στα μαχαίρια» με τους Λουλιώτες κ’ ήθελα ν’ ακούσω πώς «η Παρθένος
σήμερον τον υπερούσιον τίκτει», έπρεπε να οδοιπορήσω μές στα χιόνια, κάτω απ’
τ’ άστρα, μές στη θεοσκότεινη νύχτα, σαν τους Μάγους και τους ποιμένες, να
προσκυνήσω το νεογέννητο Χριστό.
Το
Σκουμπάκι, που έκανε τον ψάλτη, σαν «τέως Πρόεδρος» της σχολικής Εφορίας που ο
δήμαρχος διέλυσε, και σαν φανατικός Αλετρουβαριώτης, δεν θα πήγαινε στη «λειτουργία»
των Λουλιωτών. Έτσι όλη η ψαλμουδιά θα έβγαινε απ’ τα χείλη μου απ’ τον
«Πολυέλαιο» ως τους κανόνες με το «κάθισμα του Ρωμανού» η «Παρθένος σήμερον τον
υπερούσιον τίκτει», ως τα μεγαλυνάρια και τη δοξολογία. Ο μικρός Παπαδιαμάντης
που από παιδί έκλεινα μέσα μου άρχιζε να ξυπνά…
Πώς όμως θα
πήγαινα μόνος μες στο κρύο και τη σκοτεινιά; Χτύπησα σ’ όλα τα σπίτια, ζητώντας
συντροφιά. Όλοι λυπόνταν γιατί είχαν νηστέψει και ήθελαν να κοινωνήσουν και ν’
ακούσουν τη λειτουργία.
Ο εγωισμός
των όμως και το «κρητικό φιλότιμο» δεν έλεγε να δώσει τόπο στην οργή και άς
ξημέρωνε τέτοια μέρα αγάπης και συγγνώμης.
Άρχισα να
θλίβουμαι που θα έκανα Χριστούγεννα δίχως χριστουγεννιάτικη λειτουργία. Ήθελα
να ψάλλω και να κοινωνήσω.
Τί θ’ άξιζε
νάκανα Χριστούγεννα με τον παπά- Νταμπάκη και τους χωριανούς μου και να ‘ψελνα
το «Χριστός γεννάται δοξάσατε Χριστόν εξ ουρανού απαντήσατε»!
Η «λάλη» μου
με λυπήθηκε. Μούδωσε κουράγιο. Ετοίμασε μιά δάδα από κουρέλια που τα μούσκεψε
στο λάδι. Βρήκε κ’ ένα ράσο για να μην ξεπαγιάσω και προσπάθησε να διασκεδάσει
τους φόβους μου. Είχε το κουράγιο ν’ αποκηρύξει όλα τα παραμύθια, τις
χριστουγεννιάτικες ιστορίες, τους θρύλους με τα φαντάσματα, τα
καλλικατζαρούδια, τ’ αερικά και τους
καταχανάδες.
Μου
μαρτύρησε πώς όλα τούτα είναι ψέματα που τάπλασε η φαντασία των προγόνων, και
δεν πρέπει να τα φοβάμαι. Ύστερα βραδιά που είναι όλα μερεύουν και κουρνιάζουν
στα σπλάχνα της γης.
Έτσι,
ψυχωμένος τώρα, μπορούσα να ξεκινήσω, να μπω στα λιόφυτα τα θεοσκότεινα, ν’
ανέβω σε βουνά, να ροβολήσω στα ρέματα και στις χαράδρες σαν τους Μάγους και
τους ποιμένες. Ή μήπως κι αυτοί είναι ψέματα;
-Άχ καημένη
γιαγιά γιατί να γκρεμίσεις όλον αυτόν τον κόσμο του μύθου, της ονειροφαντασίας
και της μαγείας που έκρυβα μέσα μου!!
Μα όχι δεν
μπορούσε παρά νάναι αληθινοί οι «αγραυλούντες ποιμένες», οι άγγελοι με τις λύρες, τ’ αστέρια με την
κεροδασιά τ’ ουρανού, οι Μάγοι που οδοιπορούσαν στην σκοτεινή νύχτα αναζητώντας
το μικρό Χριστό. Μπορεί κιόλας να πέρασαν από το σταύλο του μπάρμπα μου απόψε
και νάριξαν μιά ματιά στα ζωντανά.
Είχα δει
κάμποσα όνειρα και είχα πάρει μερικούς ύπνους στο τζάκι δίπλα, που όλη νύχτα
φεγγοβολούσε και σπίθιζε, όταν άκουσα το σήμαντρο της Αγίας Τριάδας. Χτυπούσε
γλυκά μες στη σιγαλιά της νύχτας.
Άς χτυπάς
έρημο, συλλογίστηκα και άς καλείς τον κόσμο όλο να γιορτάσει τη γέννηση του
Θεανθρώπου. Αυτός κατέβηκε στη γη ανάμεσα σε άλογα και σε βόδια μα οι ψυχές
των ανθρώπων έγιναν τόσο σκληρές που δεν
είναι άξιες να δεχτούν το μήνυμα της αγάπης και της συγγνώμης του.
Και
ψιθύρισα: «Εσύ, Χριστέ μου, γεννήθηκες στον αχερώνα και συχώρεσες τους
σταυρωτές Σου μα οι Αλετρουβιώτες δεν συχωρούν τους Λουλιώτες που τους άρπαξαν
το σχολειό… Δεν καταδέχονται νάρθουν στην εκκλησιά να προσκυνήσουν Εσένα που
απόψε γεννιέσαι».
…Χάλασε ο
κόσμος, Θεέ μου! Χάλασε!! Άλλοι ξεκίνησαν από την Ανατολή, μήνες δρόμο, να
‘ρθουν με δώρα να πέσουν στα πόδια Σου. Και ένα μικρό παιδί, αψηφώντας τη
βαρυχειμωνιά και το φόβο, ξεκινά ν’ ακούσει το «Χριστός γεννάται» και να
δοξολογήσει με τους «εχθρούς» του χωριού του… τη γέννησή Σου.
Το
φεγγάρι δεν είχε βγει ακόμα και ο δρόμος δεν ήταν εύκολος. Καθένας
χαράζει μονοπάτια και κονταρίδες να πηγαίνει στα κτήματά του και πολλές φορές
χάνεις τον πραγματικό δρόμο. Ένα κρύο δυνατό κατέβαινε απ’ την κορφή της
Μαραθοκεφάλας που σε περουνιάζει ως το μεδούλι. Ο πάπυρος της γιαγιάς δεν
άντεξε το βοριαδάκι. Πέρασα την «Αλυσουδερή» με τα πέντε πηγάδια. Αν ήταν μέρα
θάβλεπα «κοπελιές» και «γράδες» με τις στάμνες στον ώμο.
Ύστερα ανηφόρισα στην καστανιά και
βρέθηκα στις μοναστηριακές ελιές. Τέσσερα- πέντε μονοπάτια, διασταυρώνονται.
Πήρα το φαρδύτερο που θ’ μ’ οδηγούσε αμέσως στής «Παπαδιάς τ’ αλώνι» απ’ όπου
θ’ αγνάντευα το χωριό και θα προσανατολιζόμουν.
Όσο βάδιζα τόσο όμως και έμπαινα σε
μιά χαράδρα με θεόρατες ελιές και πλατάνια. Ήταν ολοφάνερο πώς είχα χάσει το
δρόμο, πώς βρισκόμουν στο ρέμα της Παναγιάς. Άκουσα το χείμαρρο που κατέβαινε
από το βουνό. Ένας κρύος ιδρώτας με περίλουζε και ο φόβος μαζί με το κρύο
περουνιάζει το φτωχό μου σαρκίο.
Κάτι ιστορίες για σαραντάπηχους και
τελώνια ήρθαν στο νού μου. Έκανα ν’ αρχίσω τις φωνές. Αυτό θάταν χειρότερο.
Κοίταξα τον ουρανό π’ άρχισε να
ξαστερώνει και να γεμίζει μ’ άστρα και άρχισα να ψέλνω όσα τροπάρια θυμόμουν
απ’ τον παρακλητικό κανόνα.
Άφησα το ρέμα κι άρχισα να σκαρφαλώνω
στα βράχια, όταν μέσα στην απελπισιά μου, διάκρινα στην κορφή του αντικρινού
βουνού φωτιές. Θάναι βοσκοί συλλογίστηκα με χαρά και άρχισα να φωνάζω.
-Έ χωριανοί!! Βοήθεια, έχω χάσει το
δρόμο.
Ακούμπησα σ’ ένα βράχο και περίμενα
απάντηση. Καμιά. Η απελπισμένη φωνή μου πνιγόταν στη βοή του χείμαρρου.
Κουρασμένος, ολομούσκευτος, άρχισα ν’
ανεβαίνω το βουνό με οδηγό τη φωτιά που έμοιαζε με φεγγοβόλο μάτι της νύχτας.
Σε λίγο βρισκόμουν στην κορυφή του Καστελιού, ανάμεσα σε βοσκούς που μ’
υποδέχτηκαν χαρούμενο.
Ήταν το χειμαδιό ενός μπάρμπα μου.
Βρήκα το «σιμοισοακάτορά» του το Μαθιό- βοσκό από μωροπαίδι-, το γιό του το
Νικολή, σιόκαιρό μου και φίλο μου. Περίμεναν να ξημερώσει ακόμα για να
ξεμαντρίσουν τα πρόβατα.
Απόψε δεν κοιμόνταν, έμεναν ξάγρυπνοι,
ανάμεσα στο ειρηνικό τους βασίλειο-πού και κείνο ξαγρυπνούσε-, μετρώντας τ’
αστέρια τ’ ουρανού, πίνοντας τσικουδιά και λέγοντας ιστορίες.
Ήταν οι ίδιοι οι ποιμένες που
«αγραυλούσαν» πρίν χιλιάδες χρόνια σε μιά πλαγιά της Βηθλεέμ. Και γώ ήμουν ένας
μικρός μάγος που βάδιζα μες στο κατακαίρι και τη νύχτα για να προσκυνήσω το
μικρό Χριστό.
Αφού ξεμάργωσα στην κουτσουροθρεμμένη
φωτιά και στη φλάσκα με την τσικουδιά, ξεκίνησα. Σύντροφο είχα το Νικολάκη. Ο
Νικολάκης ήταν από τη Παναγιά και μπορούσε ν’ ακούσει το «Χριστός γεννάται» των
Λουλιωτών.
Βιαστήκαμε γιατί είχαμε αργήσει και ο
καιρός έδειχνε πώς θα δυναμώσει.
Σε λίγο αυγόριζε ο Λούλος και η εκκλησιά
στη μεσοχωριά, που μόλις φωτιζόταν από λίγα καντήλια, τον πολυέλαιο και τα
κεριά. Μές στην άγια νύχτα έβλεπες μερικά φώτα των οδοιπόρων που πήγαιναν ν’
ακούσουν την λειτουργία, και των σπιτιών καθώς ξυπνούσαν οι άντρες και τα
παιδιά, για την εκκλησία. Οι γυναίκες, όσες είχαν κοινωνήσει, θα παρέμεναν στο
σπίτι για τη χριστουγεννιάτικη σούπα.
Όταν μπήκα στην Αγία Τριάδα νόμισα πώς
βρισκόμουν στον παράδεισο. Προσκύνησα την ξεβαμμένη εικόνα του Δωδεκαβάγγελου
με την Γένεση, άναψα το κερί μου και πρίν προλάβω ν’ ανεβώ στο στασίδι του
ψάλτη πού ήταν άδειο-ο γέρο Μαζάνης μόνο κανοναρχούσε στη γωνιά- άρχισα τα
«Μεγαλυνάρια», πού ήταν η σειρά τους.
Ο παπά-Νικόλας βγήκε ξαφνιασμένος στην
Αγία Πύλη για τον αναπάντεχο βοηθό του. Χάϊδεψε ικανοποιημένος την ολόλευκη
γενειάδα του-πού είχε λευκανθεί, «εν Κυρίω»- μπήκε στο Ιερό και συνέχισε τη
λειτουργία του.
Ένιωθα τώρα την καρδιά μου να πλημμυρά
από καλοσύνη και ευτυχία. Θάρρεψα πώς είχα σιμώσει στη φάτνη της Βηθλεέμ…
ΒΕΛΙΣΣΑΡΙΟΣ ΜΟΥΣΤΑΚΑΣ
Περιοδικό
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΣΤΕΓΗ, χρόνος ΙΔ΄, τόμος Δ΄. τχ. 26/Χειμώνας 1979., σ. 287-291.
Σημείωση:
Στην τελευταία μας ανάρτηση στα
Λογοτεχνικά Πάρεργα είχαμε γράψει και μιλήσει και αναρτήσει τις απόψεις μας για
την δημόσια πνευματική εικόνα και το διηγηματικό και τεχνοκριτικό έργο του πειραιώτη διηγηματογράφου
Βελισσάριου Μουστάκα. Ενός ταλαντούχου συγγραφέα από την Σούδα Χανίων της Κρήτης
(29/6/1929- Πειραιάς 17/6/1985) ο οποίος μετά την μόνιμη εγκατάστασή του στην
Πόλη μας, χάραξε με αγάπη τα εμπνευσμένα πνευματικά του ίχνη στην πόλη μας, τον
Πειραιά. Μην έχοντας πλέον τις δύο συλλογές με τα «Διηγήματά του»- ώστε να δω
ποια από τα δημοσιευμένα διηγήματά του περιλαμβάνονται στα δύο βιβλία του-
περιοριστήκαμε στην συμμετοχή του στο περιοδικό «Φιλολογική Στέγη» του ομώνυμου
Σωματείου που υπήρξε παλαιό μέλος του. Αποδελτιώσαμε τα δημοσιεύματά του, δίχως
να δώσουμε δείγμα της γραφής του.
Πλησιάζοντας οι Εορτές του Δωδεκαημέρου,
Χριστούγεννα- Πρωτοχρονιά…, μεταφέρουμε στο παρόν σημείωμα τις ηθογραφικές του
παιδικές αναμνήσεις από την Μεγαλόνησο. Επιλέξαμε το παρόν διήγημα πρώτον,
γιατί η εορτή των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς είναι άμεσα συνδεδεμένη με
τα παιδικά μας χρόνια και τις ευτυχισμένες ξέγνοιαστες αναμνήσεις. Στολισμός
χριστουγεννιάτικου δένδρου με μπαμπάκι να θυμίζει χιόνι, μπάλες και άλλα μικρά
στολίδια, πολύχρωμα μικρά λαμπιόνια και το άστρο στην κορφή, την φάτνη στην
βάση. Προετοιμασία και πλάσιμο γλυκών και κουλουριών, στάλσιμο του ψητού φαγητού
μέσα σε μαύρη μεγάλη λαμαρίνα να ψηθεί. Επικόλληση πάνω στα τζάμια των
παραθύρων μικρών ασημοστολισμένων ζωγραφιών-τα γνωστά μας αγγελάκια-προσφορά
και ανταλλαγή δώρων από μέλη της οικογένειας, ψαλμωδίες και δοξαστικά των
εκκλησιών. Το Κοντάκιο του Ρωμανού του Μελωδού «Η Παρθένος σήμερον…..» που
σιγοψιθυρίζονταν. Κατά μόνας ή με μικρές φιλικές παρέες επίσκεψη από γειτονιά
σε γειτονιά και να λέμε τα Κάλλαντα και να μας φιλεύουν οι νοικοκυραίοι
φοινίκια ή κουραμπιέδες και πενταροδεκάρες. Ο δεύτερος λόγος της επιλογής,
στάθηκε η εσωτερική αναφορά του Β. Μουστάκα ο οποίος από μικρό παιδί αγαπούσε τον κυρ Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη
και το έργο του, και θεωρεί τον εαυτό του «έναν μικρό Παπαδιαμάντη». Εκλεκτικές συγγένειες εκ μέρος
ενός Κρητικού ηθογράφου διηγηματογράφου και λαογράφου που δηλώνει τις αναγνωστικές
του προτιμήσεις και στιλ γραφής. (Εδώ να αναφέρουμε ότι απουσιάζει από τα
διηγήματά του η Καζαντζακική παρουσία και φωνή). Δεν θέλησα να καταφύγω σε
Λεξικό και να ερμηνεύσω τις Κρητικές του λέξεις και φράσεις. Τις αφήνω
αυτούσιες όπως γράφονται μια και ούτε ο διηγηματογράφος θέλησε να μας τις
εξηγήσει όταν δημοσίευσε τις παιδικές του μνήμες. Εξάλλου όσοι πειραιώτες
έλκουν την καταγωγή τους από την «παντέρημη Κρήτη» όπως θα μας έλεγε ο Παντελής
Πρεβελάκης, θυμούνται και γνωρίζουν οι λέξεις αυτές τι σημαίνουν.
Για τον πειραιώτη Σπύρο Γ. Μακρή (1899-
9/8/1989) της γνωστής οικογένειας του ιερέα Γεωργίου Μακρή του αγίου Βασιλείου,
στοιχεία και πληροφορίες έχουμε δώσει στην ανάρτησή μας της 18 Απριλίου 2021.
Όσο για τον πειραιώτη καθηγητή Γαλλικών,
ποιητή, μεταφραστή και τεχνοκριτικό, αγωνιστή δημοκράτη Κώστα Θεοφάνους
(1919-1/4/2008), (προσφυγόπουλο από την Μικρά Ασία) έχουμε γράψει σε πειραϊκά
έντυπα και έχουμε μιλήσει αρκετές φορές και έχουμε αναρτήσει δημοσιεύματά του
και ποιήματά του στα Λογοτεχνικά Πάρεργα. Εδώ, επιλέξαμε ένα χριστουγεννιάτικο
ποίημά του με αντιπολεμικό κλίμα. Το ζήτημα της παγκόσμιας «Ειρήνης» μεταξύ των
ανθρώπων και των λαών της γης είναι ένα μοτίβο που απασχολούσε τον πειραιώτη
ποιητή και τεχνοκριτικό, το συναντάμε στα ποιήματά του και στις δημόσιες
αγωνιστικές πολιτικές εκδηλώσεις του. Του καταδικασμένου σε θάνατο από τους κατακτητές.
Έδωσα τρία διαφορετικά δείγματα
πειραιωτών δημιουργών με κοινό σημείο αναφοράς την εορταστική περίοδο.
Ανοίγοντας το πρωί το ραδιόφωνο άκουσα
τρείς ειδήσεις που μου αποτυπώθηκαν. Πρώτη: ενάμισι εκατομμύρια στρατιώτες και
πολίτες έχουν σκοτωθεί μέχρι σήμερα στον πόλεμο Ρωσίας- Ουκρανίας. Δεύτερη μέχρι
σήμερα έχουμε τεσσεράμισι εκατομμύρια Ουκρανών προσφύγων που εγκατέλειψαν την
πατρίδα τους. Και Τρίτη το Ελληνικό Λιμενικό διέσωσε σκάφος κοντά στην Γαύδο
με 545 μετανάστες. Θάνατος της μητέρας του κυρίου Βαγγέλη Μαρινάκη ευεργέτη της
πόλης και πρώτου σε ψήφους εκλεγμένου δημοτικού συμβούλου για αρκετές τετραετίες. Να μιλήσουμε για τα οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά σκάνδαλα που ταλανίζουν
την χώρα; Τον αγώνα των Αγροτών που συνεχίζεται.
Να ευχηθούμε
Καλές Γιορτές;
Το πάρτι της
ζωής συνεχίζεται με την εξτρίμ πάντα ενδυμασία του πειραιώτη κυρίου Λάκη Γαβαλά.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς
Παρασκευή 19/12/2025.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου