Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΣ
ΡΩΜΑΝΟΣ Ο ΜΕΛΩΔΟΣ ΚΑΙ ΔΥΟ ΥΜΝΟΙ ΤΟΥ
Του ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ Γ. ΜΑΚΡΗ
Ο Μεγάλος Βυζαντινός υμνογράφος
Ρωμανός ο μελωδός εγεννήθη περί τα τέλη του 5ου αιώνος εις την
Έμεσαν της Κοίλης Συρίας (σημερινόν Χόμς) από αγνώστους γονείς, τους οποίους
ανώνυμος ύμνος αναφέρει Εβραίους. Τούτο όμως δεν γίνεται δεκτόν σήμερον, αλλ’
αντιθέτως εξαίρεται η ελληνομάθεια και βαθεία γνώσις της λογίας και της κοινής
ελληνικής γλώσσης υπό του ποιητού. ‘Ώστε αναμφιβόλως ο Ρωμανός υπήρξεν Έλλην
και εσπούδασεν εις την Συρίαν, όπου και εγένετο διάκονος εις τον ναόν της
Αναστάσεως της Βηρυτού. Αβέβαιον είναι επίσης ότι ο Ρωμανός έγινε και
πρεσβύτερος και εκκλησιαστικός κήρυξ με την σημερινήν σημασίαν. Υπήρξε όμως
αναμφιβόλως ο μέγιστος των ποιητών και μελωδών της χριστιανικής Εκκλησίας και
της Ελλάδος, ονομασθείς δια τούτο Πίνδαρος της εκκλησιαστικής ποιήσεως και
ισοστάσιος προς τον βασιλέα ψαλμωδόν
Δαυϊδ.
Κατά τα τελευταία έτη της βασιλείας
Αναστασίου του Α΄ (491-518) ήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν και υπηρέτησεν ως
διάκονος εις τον ναόν της Θεοτόκου, Μονήν της Θεοτόκου εν τοίς Κύρου. Είς τον
ναόν αυτόν έλαβε το χάρισμα της ποιήσεως, συνθέσεως δηλ. ύμνων και μουσικής
αυτών, κατά θαυμαστόν τρόπο. Ούτω, κατά παλαιόν συναξάριον, ενεφανίσθη εις τον
ύπνον του η Θεοτόκος και του έδωκε τόμον χάρτου, διατάξασα αυτόν να τον
καταφάγη, αφού δε κατέπιε τον χάρτην, εγερθείς- ήτο τότε η εορτή του Χριστού
γεννήσεως- ανέβη εις τον άμβωνα του ναού, τον τότε τόπον των ψαλτών, και ήρχισε
να ψάλλη το κοντάκιον: «Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει…», το οποίον
ολόκληρον με τους 24 οίκους του κατέγραψεν.
Κατά μεταγενέστερον και σύντομον
συναξαριστήν του εις την Μονήν αυτήν της μετανοίας του διεφυλάχθησαν τα πλείστα
εκ των ποιημάτων του, τα οποία αναβιβάζει εις χίλια, εκ των οποίων ούτε το εν
δέκατον διεσώθη.
Από την Κωνσταντινούπολιν ο Ρωμανός
δεν μετεκινήθη, πλήν ενός ταξιδιού του εις την Θεσσαλονίκην, κατά το οποίον
έγραφε ύμνους εις τον μεγαλομάρτυρα Δημήτριον, πολιούχον της Θεσσαλονίκης.
Εκτός αυτού έγραψεν ύμνους και δι’ άλλους αγίους, μή υπάρχοντος δε τότε διά τάς
ακολουθίας ενιαίου τυπικού, ο Ρωμανός έγραψεν ύμνους κατά παραγγελίαν δια
Μοναστήρια και δια πολιούχους αγίους διαφόρων εκκλησιών. Από την συγγραφήν των
ύμνων του ο Ρωμανός απέκτησε χρήματα και φήμην, από την οποίαν έγινε και
αυλικός ποιητής επί Ιουστινιανού του Α΄, έζησε δε επί της βασιλείας του
Ιουστινιανού και είδε τα γεγονότα της εποχής εκείνης, την στάσιν του Νίκα (532
μ.Χ.) και την μετ’ αυτήν ανέγερσιν και τα εγκαίνια του νέου ναού της του Θεού
Σοφίας. Είς την στάσιν αυτήν του Νίκα αναφέρεται ο ύμνος του «Είς έκαστον
σεισμόν και εμπρησμόν». Απέθανεν εις Κωνσταντινούπολιν πρό του θανάτου του
Ιουστινιανού του μεγάλου (565 μ.Χ.), περί το 560 μ.Χ. Η φήμη του ως μελωδού
υπήρξε μεγάλη και από αυτήν, ως και από την ταπείνωσιν και αγιότητα του βίου
του η Εκκλησία τον κατέταξεν εις τους αγίους και η μνήμη του τελείται την 1η
Οκτωβρίου, εις δε την Αρμενικήν εκκλησίαν την 9ην Οκτωβρίου. Κανόνα
εις την ακολουθίαν του όρθρου της εορτής του έκαμεν ο Θεοφάνης ο υμνογράφος
(778-845 μ.Χ.). Εσώθη δε και ανώνυμος ύμνος, ο οποίος αναφέρει την απίθανον
υπόθεσιν ότι αυτός ήτο Εβραίος, ως είπομεν ανωτέρω, μη παραδεκτήν σήμερον.
ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ
Τα ποιήματα
του Ρωμανού ανήκουν εις το είδος αυτό των ύμνων της Εκκλησίας μας, που καλείται
κοντάκιον, διότι το χειρόγραφον, το περιέχον αυτό ήτο τυλιγμένον εις κοντόν
ξύλον, ή κατ’ άλλους διότι περιείχεν εν κοντώ την υπόθεσιν της εορτής.
Απετελείτο δε ο ύμνος αυτός από το προοίμιον ή κουκούλιον εν αρχή, σύντομον
τροπάριον καταλήγον εις επωδόν ή εφύμνιον και από πολλάς άλλας στροφάς, τους
οίκους, που και αυτοί καταλήγουν έκαστος εις την ιδίαν επωδόν του προοιμίου.
Συνδέονται δε μεταξύ των, το μέν προοίμιον και οι οίκοι δια του ανακλώμενου,
που είναι αυτή η κατάληξις προοιμίου και οίκων, δηλ. το εφύμνιον, οι δε οίκοι
συνδέονται μεταξύ των διά της αρκοστιχίδος, η οποία δύναται να είναι σπανίως
μεν αλφαβητική, όπως εις τον Ακάθιστον ύμνον, συνήθως δε με τον σχηματισμόν
προτάσεως εκ του πρώτου γράμματος εκάστου οίκου, όπως εις το κοντάκιον των Χριστουγέννων,
εις το οποίον η ακροστιχίς σχηματίζει την πρότασιν: «Του ταπεινού Ρωμανού
ύμνος», εκ του πρώτου γράμματος εκάστου των 24 οίκων, δηλούσα το όνομα του
υμνογράφου.
Τα κοντάκια ανήκουν εις την δευτέραν
περίοδον της εκκλησιαστικής υμνογραφίας (4ος-6ος μ. Χ.
αιώνες) και δημιουργοί αυτών είναι άγνωστοι υμνογράφοι προ του Ρωμανού, ο
οποίος δεν υπήρξεν ο δημιουργός του είδους αυτών των ύμνων, διότι έχομεν
σήμερον κοντάκια σωζόμενα πρό της εποχής του Ρωμανού. Αλλ’ ο Ρωμανός διεμόρφωσε
το είδος αυτό της εκκλησιαστικής ποιήσεως εις τοιούτον βαθμόν, ώστε τα κοντάκια
του Ρωμανού έχουν μεγάλην αξίαν και δεν συγκρίνονται με αυτά, που έγιναν πρό
και μετά από αυτόν, διότι κανείς δεν έγραψεν εφάμιλλα προς τα κοντάκια του
Ρωμανού. Εις τα ποιήματά του ο Ρωμανός είχεν ως πρότυπα και έργα άλλων αγνώστων
ποιητών προγενεστέρων αυτού, προπάντων δε τα ποιήματα Εφραίμ του Σύρου (373
μ.Χ.), από τα οποία πολλά από την Συριακήν γλώσσαν μεταφράσθησαν εις την
ελληνικήν από μαθητάς του Εφραίμ, ο οποίος έζησε τότε ακόμα και ταύτα ήσαν
διαδεδομένα εις όλην την Ανατολήν κατά τον 5ον μ.Χ. αιώνα. Αν δε και
εμιμήθη πολλά από τα ποιήματα του Εφραίμ, εν τούτοις ο Ρωμανός παρουσιάζει εις
τα ποιήματά του ιδικήν του πρωτοτυπίαν.
Τους ύμνους του ο Ρωμανός
εμελοποίησεν, διό και μελωδός εκλήθη, είτε συγγράφων το κείμενον και δίδων
ταυτοχρόνως και το μέλος εις αυτό, διά τους ιδιομέλους ύμνους, είτε συγγράφων
το κείμενον επί τη βάσει μουσικής και μέλους προγενεστέρας συνθέσεως, των
καλουμένων προσομοίων ύμνων. Είς αμφοτέρας τας περιπτώσεις ο μεν ήχος της
μουσικής είναι ο αυτός δι’ όλον τον ύμνον, εις δε τον ρυθμόν των οίκων ισχύει ο
νόμος της ισοσυλλαβίας και ομοτονίας
(ίσαι συλλαβαί και ίδιος τονισμός). Εν τέλει δε ο Ρωμανός δεν προσέχει τόσον το
περιεχόμενον και την ουσίαν του θέματος του ποιήματός του, όσον εις την μορφήν
και την γλωσσικήν εμφάνισιν αυτού.
Η μετρική των ύμνων του Ρωμανού
παρουσιάζει ποικιλίαν. Εις αυτούς μεταχειρίζεται την τονικήν μετρικήν, εις την
οποίαν λαμβάνεται υπ’ όψιν ο τόνος των λέξεων και ο αριθμός των συλλαβών του στίχου,
κατά την Συριακήν μετρικήν και όχι ο χρόνος αυτών, κατά την αρχαίαν ελληνικήν
προσωδιακήν μετρικήν, η οποία στηρίζεται εις τον χρόνον (μακρόν-βραχύ) των
λέξεων και συλλαβών, ως εις τον Όμηρον και τα αρχαία δράματα.
Τα θέματα
της ποιήσεως του Ρωμανού είναι ανεξάντλητα. Έγραψε κοντάκια δια τον Χριστόν,
την Θεοτόκον, τους Αποστόλους, τους αγίους, εξύμνησε θαύματα και παραβολάς του
Κυρίου καθώς και γεγονότα της εποχής του. Έχων σ’ υπ’ όψιν του, ότι ως ψάλτης
αντιπροσωπεύει τον λαόν εις την λατρείαν και την προσευχήν, ακολουθεί εις τους
ύμνους του την ιεράν παράδοσιν, μη επιτρέπων ελευθερίαν εις την φαντασίαν του.
Είς στιγμάς εμπνεύσεως αναβαίνουν από την ψυχήν του υψηλά συναισθήματα, τα
οποία εκφράζει με σεμνήν μεγαληγορίαν, όπως αρμόζει εις σεμνά και άγια πρόσωπα,
που εξυμνεί εις τα ποιήματά του. Εις ταύτα υπάρχουν πλούσιαι μεταφοραί και
ωραίαι εικόνες, με τας οποίας ευχαριστείται η καρδιά του προσευχομένου και
εξυψούται ο νους και η ψυχή του εκ των ταπεινών και πρόσκαιρων εις τα υψηλά
αξιώματα και τα αιώνια.
Είς την αφήγησιν, που παραθέτει εις
τον ύμνον του, παρεμβάλλει διαλόγους των προσώπων, οι οποίοι αναπαύουν τον
ακροατήν και ζωντανεύουν την αφήγησιν.
Έκ των διασωθέντων ύμνων του Ρωμανού
εις την λειτουργικήν χρήσιν της Εκκλησίας μας, μετά την δημιουργίαν των κανόνων
(7ος μ.Χ. αιών), υπάρχουν μόνον τμήματα αυτών, δηλ. το προοίμιον του
ύμνου (κοντάκιον) και η πρώτη στροφή (1ος οίκος) Δεσποτικών,
Θεομητορικών και εορτών αγίων, αναγιγνωσκόμενα μετά την 6ην ωδήν του
κανόνος του όρθρου της εορτής.
Έκ των διασωθέντων και εν χρήσει εις
την λατρείαν αποσπασμάτων αυτών σήμερον, παραθέτομεν δύο, το γνωστόν κοντάκιον
«Η Παρθένος σήμερον…» και τον 1ον οίκον «Την Βηθλεέμ ήνοιξε…» της
εορτής των Χριστουγέννων και το επίσης γνωστόν κοντάκιον «Τον δι’ ημάς
σταυρωθέντα…» και τον 1ον οίκον «Τον ίδιον άρνα αμνάς θεωρούσα…» του
όρθρου της Μεγάλης Παρασκευής.
Το κοντάκιον της εορτής των
Χριστουγέννων σωζόμενον, αποτελείται ολόκληρον από το προοίμιον: «Η Παρθένος
σήμερον τον υπερούσιον τίκτει και η γη το σπήλαιον τω απροσίτω προσάγει.
Άγγελοι μετά ποιμένων δοξολογούσι. Μάγοι δε μετά αστέρος οδοιπορούσι’ δι’ ημάς
γάρ εγγενήθη παιδίον νέον, ο πρό αιώνων Θεός» και από 24 στροφάς ή οίκους, εκ
των οποίων μόνον ο 1ος οίκος αναγιγνώσκεται: «Την Βηθλεέμ Εδέμ
ήνοιξεν, δεύτε ίδωμεν’ την τρυφήν εν κρυφή ηύρομεν, δεύτε λάβωμεν τα του
Παραδείσου, εντός του σπηλαίου’ εκεί εφάνη ρίζα απότιστος βλαστάνουσα άφεσιν’
εκεί ευρέθη φρέαρ ανόρυκτον, ού πιείν Δαυίδ πρίν επεθύμησεν’ εκεί παρθένος
τεκούσα βρέφος, την δίψαν έπαυσεν ευθύς την του Αδάμ και του Δαυϊδ δια τούτο
προς τούτο επειχθώμεν, που ετέχθη παιδίον νέον, ο πρό αιώνων Θεός». Εκ του
πρώτου γράμματος, του Τ του οίκου αυτού και των πρώτων γραμμάτων των λοιπών 23
οίκων σχηματίζεται η ακροστιχίς: «Του ταπεινού Ρωμανού ο ύμνος», που συνδέει μεταξύ
των τους 24 οίκους. Με την ίδιαν επωδόν δε του προοιμίου «παιδίον νέον…»
καταλήγουν και οι 24 οίκοι-το ανακλώμενον, που συνδέει τους οίκους με το
προοίμιον. Είς τους οίκους γίνεται διάλογος μεταξύ των προσώπων, που
αναφέρονται εις τον ύμνον, της Μαριάμ και τους Μάγους και εξυμνείται το
μυστήριον της γεννήσεως του Χριστού, που ήλθεν εις τον κόσμον, ίνα σώση, όπως
καταλήγει ο τελευταίος (24ος) οίκος, με αποστροφήν του ποιητού προς
τον Χριστόν: «Σώσον κόσμον, σώτερ, τούτου χάριν ήλυθας… τούτου γάρ χάριν
έλαμψας εμοί και τοις Μάγοις και πάση τη κτίσει…».
Το κοντάκιον του όρθρου της Μεγάλης
Παρασκευής αποτελείται από το προοίμιον: «Τον δι’ ημάς σταυρωθέντα δεύτε πάντες
υμνήσωμεν. Αυτόν γάρ κατείδε Μαρία επί ξύλου και έλεγεν’ ει και σταυρόν
υπομένεις, σύ υπάρχεις ο υιός και Θεός μου» και από τους 17 οίκους, εκ των
οποίων μόνον ο 1ος αναγιγνώσκεται: «Τον ίδιον άρνα αμνάς θεωρούσα
προς σφαγήν ελκόμενην, ηκολούθει Μαρία τρυχομένη, μεθ’ ετέρων γυναικών, ταύτα
βοώσα: που πορεύη τέκνον; Τίνος χάριν τον ταχύν τελείς νύν δρόμον; Μή έτερος
γάμος πάλιν εστίν εν Κανά, κακεί νυνί σπεύδεις, ίν εξ ύδατος αυτοίς οίνον
ποιήσης; συνέλθω σοι τέκνον, ή μείνω σε μάλλον; δός μοι λόγον, Λόγε, μή σιγών παρέλθης με, ο αγνήν
τηρήσας με, ο υιός και Θεός μου», ακολουθούν δε άλλοι 16 οίκοι, μη
αναγιγνωσκόμενοι σήμερον εις την ακολουθίαν.
Έκ του πρώτου γράμματος Τ του οίκου
αυτού και των πρώτων γραμμάτων των λοιπών 16 οίκων σχηματίζεται η ακροστιχίς:
«Του ταπεινού Ρωμανού», που συνδέει τους 17 οίκους. Με την ιδίαν δε επωδόν του
προοιμίου: «Ο υιός και Θεός μου» καταλήγουν και οι 17 οίκοι- το ανακλώμενον-
που συνδέει τους οίκους με το προοίμιον. Είς τους οίκους γίνεται διάλογος της
μητρός Μαρίας και του Ιησού, ο οποίος
λέγει: «Απόθου ούν, Μήτερ, την λύπην, και πορεύου εν χαρά, εγώ δι’ ό κατήλθον
εκτελέσαι την βουλήν του πέμψαντός με». Είς δε τον 17ον οίκον
καταλήγει ο υμνογράφος με αποστροφήν προς τον Ιησούν: «Υιέ, της Παρθένου… Σύ,
παθείν εθέλων, κατηξίωσας ελθείν θέλων του σώζειν, συ τάς αμαρτίας ημών ήρας ως
αμνός… Σύ ως Σωτήρ, σώσον τους πάντας».
Είς παλαιοτέρους χρόνους και πρό της
δημιουργίας των ύμνων, που λέγονται κανόνες (πρό του 7ου μ.Χ.
αιώνος) εψάλλοντο ολόκληροι οι ύμνοι, κατά την ημέραν της εορτής, όπως τους
είχε μελοποιήσει ο Ρωμανός, ενώ σήμερον αναγιγνώσκεται μόνον το κοντάκιον και ο
πρώτος οίκος, ως ελέχθη ήδη.
Έκ των ανωτέρω παραταθέντων δύο
αποσπασμάτων των ύμνων του Ρωμανού, αλλά και εξ ολοκλήρων των δύο ύμνων
καταφαίνεται η μεγάλη αξία του υπερόχου τούτου υμνογράφου, ο οποίος θαυμάζεται
σήμερον και κατά την ομολογίαν των νεώτερων Βυζαντινολόγων θεωρείται ο Πίνδαρος
της εκκλησιαστικής ποιήσεως και ο μεγαλύτερος των χριστιανών ποιητών όλου του
κόσμου, όλων των αιώνων.
ΣΠΥΡΙΔΩΝ Γ.
ΜΑΚΡΗΣ
Περιοδικό
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΣΤΕΓΗ χρόνος 17ος, τόμος Ε΄, τεύχος 29/ Φθινόπωρο 1982.
Σχετικά
Υπάρχει ένα ιστορικό οκτάστιχο ποίημα
του ποιητή Κωνσταντίνου Π. Καβάφη, που με άρεσε όπως θα μας έλεγε και ο ίδιος ο
Αλεξανδρινός ποιητής από τότε που το πρωτοδιάβασα. Είναι το ποίημα «Η ΔΟΞΑ ΤΩΝ
ΠΤΟΛΕΜΑΙΩΝ», για την ακρίβεια, πάντα στεκόμουν στον έβδομο στίχο του, και το
πρώτο ημιστίχιο «Η πόλις η διδάσκαλος,….». Οι ασχολούμενοι ερευνητές
Καβαφολόγοι, μελετητές του έργου του, οι εραστές της Καβαφικής ποιητικής κλασικής
μεγαλουργίας, η λέξη κλασικός με την βαρύτητα της λέξης (έννοιας) που θα μας
έδινε στο «Περί Ύψους» ο αρχαίος ανώνυμος συγγραφέας του βιβλίου, δηλαδή κάτι
διαχρονικό και αιώνιο. Κλασική ποίηση όπως είναι τα Έπη του Ομήρου, η ερωτική
ποίηση της Σαπφούς, οι Ύμνοι του Πινδάρου, τα Κείμενα των Αρχαίων Ελλήνων
Τραγωδών. Του ποιητή των Ειδυλλίων Θεόκριτου, των Ορφικών Ύμνων, των Επιτάφιων
Επιγραμμάτων και άλλα έργα των Αρχαίων Εθνικών Ελλήνων Ποιητών της προ
Χριστιανικής περιόδου της Ελληνικής κληρονομιάς και παράδοσης. Εδώ ανοίγοντας
προσθετικά μικρή παρένθεση, ξεστρατίζοντας λίγο, να αναφέρουμε ότι στην γενιά
μου το σημαντικό κλασικό αυτό βιβλίο «Περί Ύψους» μας το γνώρισε στην καλή για
την εποχή της μετάφραση ο αξιόλογος Έλληνας Εθνολόγος και πάντα επίκαιρος Παναγής
Λεκατσάς. Επανερχόμενος, κατόπιν όταν αρχίσαμε κάπως να εμβαθύνουμε στα της
Χριστιανικής Γραμματείας, να γευόμαστε και να ερχόμαστε σε επαφή με την
Εκκλησιαστική ποίηση αυτήν που ακούγαμε και σιγοψέλναμε από τα παιδικά μας
χρόνια μέσα στους ιερούς ναούς και την διαβάζαμε κατόπιν κατ’ ιδίαν,
διαπιστώναμε κοινά μέλη, ομόηχων μελωδιών βαδίσματα, παρόμοια ποιητικά μέτρα,
παραπλήσιες τεχνικές της ποίησης φόρμες, εικόνες κοινές, μεταφορές και
παρομοιώσεις, λέξεις της κοινής γλωσσικής λαλιάς σε χρήση ακόμα, ουσιαστικά και
επίθετα με τα οποία προσφωνούσαν τους Αρχαίους Έλληνες Εθνικούς Θεούς και Θεές,
με αντίστοιχες ανά νοηματοδοτήσεις της νέας μονοθεϊστικής πίστης από τους
χριστιανούς εκκλησιαστικούς πατέρες και υμνογράφους. Μυστικές προφητικές ευχές,
υμνολογικές σωτηριολογικές επικλήσεις, ικετήριες ατομικές ή συλλογικές
προσευχές και δοξαστικοί ύμνοι, προσφωνήσεις για τον αναφή Θεό, τον Χριστό, το
τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, την Παναγία, τους Αγίους και Οσίους, τους
Μάρτυρες και Νεομάρτυρες, της φιλοτέχνισης της χριστιανικής σκηνογραφικής
θεματογραφίας, της Αγίας Οικογένειας, με απαράμιλλης γλωσσικής ποιητικής
ομορφιάς, λαμπερές εκφράσεις και αρχαίες λέξεις μεγάλης ποιητικής βαρύτητας,
πανάρχαιας τυπολογίας της ελληνικής λαλιάς και γραφής με τις οποίες ο αρχαίος
Έλληνας Άνθρωπος κοσμούσε και τιμούσε τους δικούς του λαϊκούς, Ολύμπιους και
χθόνιους Θεούς. Τους στόλιζε και τους προσφωνούσε με το πολύχρωμο και αιθέριο
υφαντό της ελληνικής γλώσσας. Μια γλώσσα πίστης που αλήθευε στον τότε βίο τους
και ως μεταφυσική προσδοκία, όπως στις μεταγενέστερες βυζαντινές περιόδους της
ελληνικής ιστορίας, η χριστιανική εμπιστοσύνη πίστης και η αγιογράφησή του
σκηνικού με χρώματα και λέξεις έφερναν πλησιέστερα τον βυζαντινό έλληνα και
ελληνίδα με την αποκεκαλυμμένη εκκλησία του Χριστού και όσων ιστορικών προσώπων
σπονδυλώνουν την Χριστιανική Θρησκεία τα δόγματα και τις δοξασίες της
εμπεδώνοντας και οικοδομώντας διαχρονικά την συνέχεια της Ελληνικής παράδοσης
και Ελληνικότητας. Μπορεί να άλλαξαν τα κεντρικά και κύρια ονόματα της αρχαίας
πίστης, να απαγορεύτηκε η λατρεία της, να γκρεμίστηκαν τα αγάλματα των αρχαίων
Θεών, να κάηκαν και καταστράφηκαν πολλά από τα ιερά της προφητικά βιβλία όμως
ένα υπόγειο ρεύμα συνείδησης ζωής του αρχαίου έλληνα ανθρώπου και έκφρασης
διασώθηκε στην νέα πίστη. Ήταν το κοινό φύραμα της παράδοσης της ελληνικής
καθόλου κληρονομιάς απέναντι στον Κόσμο ανά τους Αιώνες. Αυτό που αρδεύει ακόμα
και σήμερα- εποχές έντονα διασπαστικές, θυελλώδεις και σκοτεινές, ψυχρές και
παγωμένες, κομματιαστές- το Ελληνικό Έθνος ως Σώμα προσφοράς στην Ανθρώπινη
ύπαρξη, μιάς πανάρχαιας διπλής και αλληλοσυμπληρούμενης κληρονομιάς (Εθνικής
και Χριστιανικής) στο άγνωστο μέλλον, του Δυτικού τουλάχιστον Ανθρώπου και
Πολιτισμού. Ο αρχαίος Εθνικός Έλληνας Άνθρωπος «χριστιάνεψε» για να
χρησιμοποιήσω και πάλι τον λόγο του Αλεξανδρινού στο ποίημά του «Η ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΤΟΥ
ΚΛΕΙΤΟΥ» και ο νέος μετέπειτα Χριστιανός Έλλην δεν απεκδύθηκε παντελώς την
Εθνική εσθήτα και την λαϊκή των αντιλήψεών του φορεσιά.
Την αίσθηση
αυτήν της συνέχειας της Εθνικής μας Ελληνικής παράδοσης, είναι εύκολο να την
αντιληφθεί κανείς, να υποψιαστεί την αμάχη που έγινε στο χρόνο μεταξύ των όχι
μόνο δύο κεντρικών θρησκευτικών ρευμάτων αλλά και του κόσμου της φιλοσοφίας και
των ιδεών, των κατά καιρούς παλαιότερων και σύγχρονων στοχαστών. Ένα πολύχρονο
διαρκές τραμπάλισμα μεταξύ του παλαιού και του νέου κόσμου, που σε ευτυχισμένες
για την Ελλάδα και τον Ελληνισμό ιστορικές περιόδους η σύζευξη αυτή
επιτυγχάνονταν αρμονικά και ισορροπημένα καταλαγιάζοντας τους ισχυρούς
κραδασμούς και διχαστικές δονήσεις που, πάντα κουφοβράζουν σε Κοινωνίες όπως η
Ελληνική, Κράτη με το όχι και τόσο ομοιογενές πάντα μωσαϊκό. Που σημαίνει, αν
δεν λαθεύουμε στις εκτιμήσεις μας ότι κάθε πληθυσμιακή ομάδα μέσα στο
διαμορφωθέν στους ιστορικούς σύγχρονους αιώνες Έθνος και κρατική επικράτεια
προσέλαβε την Νέα Θρησκεία και Πίστη με τους δικούς της ρυθμούς και
προσαρμοστικές αντιλήψεις. Ολοκληρωτικής αποδοχής ή Άρνησης, ή μερικής
επικράτησης, και θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε ενδέχεται παρακινδυνευμένα ότι
όσο επικρατούσε γίνονταν αποδεχτή η λαϊκή παράδοση στις συνειδήσεις των ανθρώπων,
τόσο λειαίνονταν οι κόχες και οι αιχμές των δογμάτων και απαγορεύσεων της
πίστης, που προσπαθούσαν να «επιβάλλουν» οι διάφοροι φανατικοί ιεροκήρυκες και
«προύχοντες» της εκκλησιαστικής εξουσίας. Η προαιώνια λυχνία της πίστης δεν
σβήνει μέσα στις καρδιές των Ανθρώπων επειδή το θέλουν Επιστήμονες ή οι
Τεχνοκράτες, οι ισχυροί Οικονομικοί και Θρησκευτικοί παράγοντες, η λυχνία της
μεταφυσικής ελπίδας ίσως είναι κάτι έμφυτο μέσα στην ανθρώπινη ψυχή. Αργοσβήνει
από την αδιαφορία των Ανθρώπων και τα καίρια λάθη αυτών που πρεσβευτικά θεωρούν
τους εαυτούς τους μοναδικούς εκπρόσωπους μιάς Ανωτάτης Αρχής με πολλές
αποκαλυπτικές παραδόσεις μέσα στην Ιστορία και τον Χρόνο. Το ίδιο θα
υποστηρίζαμε πλέον και για τις ελάχιστες τρείς-τέσσερεις περιπτώσεις των
Εθνικών Ελλήνων που θέλησαν να επαναφέρουν τους Βωμούς και την λατρεία των
Αρχαίων Θεών. Φρούδες ανιστόρητες ελπίδες όπως του νεαρού ορφανού Αυτοκράτορα
Ιουλιανού-φοβερά ηθικολόγου- πολιτικού ηγέτη. Πέντε ποιήματα του αφιερώνει ο
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης. Η άλλη φωνή του φιλοσόφου Απολλώνιου του Τυανέα, ούτε
αυτόν λησμονεί στο έργο του ο Αλεξανδρινός, και ο επονομαζόμενος πρώτος
σύγχρονος Έλλην, ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων. Πού ο δικός του οραματισμός μιάς
Ελληνικής Αυτοκρατορίας υπήρξε ανεφάρμοστος ακόμα και με τα δεδομένα της εποχής
του πριν την πτώση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς το 1453, της
τελευταίας Βυζαντινής περιόδου των Παλαιολόγων.
Ο Νέος
Ελληνισμός οικοδομήθηκε από ένα κράμα παλαιών θρησκευτικών πίστεων, φιλοσοφικών
δοξασιών, αρχαίων μυστικών θεωριών, στοχασμών και ιδεών που διασώθηκαν στον
χρόνο και σε ιερά κείμενα, προφητειών και λαϊκών πρακτικών. Ομορφιάς και
πάθους, παθών και χαρμολύπης, κοινής λατρείας των νεκρών με τους ζωντανούς,
δοξασίες με τις οποίες ήταν ζυμωμένο το Ελληνικό Σώμα ως Έκφραση δημόσιας
παρουσίας, Οικουμενική Φανέρωση μέσα στην Ιστορία και τον υπόλοιπο Κόσμο. Αυτό
που είναι τόσο αινιγματικά άφατο ως Ανώτατο Ον, (η φανέρωση του Φάνη) και μόνο
η Ποίηση, η Ποιητική Γραφή ως Σαρκομένος Λόγος μπορεί να μας αποκαλύψει. Και
αυτό κάνει ο Άγιος Ρωμανός ο Μελωδός, αυτός ο μάγος της Ποιητικής Υμνογραφίας
Σύρος επαγγελματίας ποιητής και υμνωδός όπως μας τον σκιαγραφεί η γραφίδα του
πειραιώτη Σπύρου Γ. Μακρή. Ο πολυγραφότατος νεαρός που δεν μας διασώθηκε παρά
ένα μικρό μέρος του έργου του και δεν είναι ξεκαθαρισμένη η καταγωγή του, από
πού κρατά η σκούφια του, αλλά, τι σημασία έχει όταν απολαμβάνουμε και
χαιρόμαστε τα εξαιρετικής ποιότητας και ύφους ποιήματά του και χριστιανικές του
αφιερωματικές συνθέσεις. Η Ποίηση και η Μελωδία ως πρόταση πρόσκληση για την
αλήθεια της Πίστης. Είναι τέτοια η ομορφιά των ύμνων του που σε βάζουν σε
πειρασμό να αναρωτηθείς, αλήθεια ποιός δημιουργεί το Θεϊκό κουκούλι της Πίστης,
σχεδιάζει τις μικρές συμπλεκόμενες ιστορίες της επίγειας περιπέτειας του Ιησού
οι ιεροί Ευαγγελιστές, φανερώνει την Θεϊκή αποκαλυπτική εν σάρκα σκηνογραφία οι
Προφήτες ή οι αρχαίοι Ποιητές, ο προφητάναξ Δαυίδ, ο Ρωμανός ο Μελωδός και οι
άλλοι Ποιητές της Εβραϊκής και Χριστιανικής παράδοσης, ή μήπως η επιστολική
γραφή του Αποστόλου Παύλου προς τις τότε Εκκλησίες;
Το ποιος υπήρξε στην πραγματικότητα ο
Ρωμανός ο Μελωδός, αυτό το καλλικέλαδο αηδόνι της Χριστιανικής ποίησης, η αξία
και σημασία του Έργου του, η προσφορά του στην χριστιανική γραμματεία και
ευρύτερα στον ελληνικό πολιτισμό είναι γνωστά σε όλους μας. Αναμμένη αιώνια
λαμπάδα στον παραδείσιο λειμώνα της ελληνικής γλώσσας. Ο Κωνσταντίνος Τρυπάνης,
ο Νικόλαος Τωμαδάκης κυρίως, και άλλοι Βυζαντινολόγοι έχουν κατά καιρούς
ασχοληθεί με την παρουσία και το έργο του. Στο έργο και την ποιητική συμβολή
του στάθηκε μεταξύ άλλων ο νομπελίστας μας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης, άλλοι όπως
ο Κύπριος ποιητής Κυριάκος Χαραλαμπίδης μετέφρασαν Ύμνους του. Πάντοτε μέσα
στην διαδρομή της ελληνικής ποιητικής γραμματείας συναντούσαμε συγγραφείς οι
οποίοι στράφηκαν και μας φώτισαν πλευρές και πτυχές της ποίησής του. Πέτυχε ο
Σύρος Χριστιανός ποιητής ο Ρωμανός ο Μελωδός τον συγκερασμό μεταξύ λέξης και
μέλους, ηχητικής μελωδίας και στιχουργικού συλλαβισμού, κάτι αξεπέραστο ακόμα
και σήμερα, δίχως να αλλοιώνεται η συνολική εικόνα της φόρμας. Ο Άγιος Ρωμανός
ο Μελωδός ήταν τηρουμένων των ιστορικών αναλογιών ένας εξαίρετος μουσικός
συνθέτης ο οποίος αν και βασίστηκε σε προγενέστερους εκκλησιαστικούς επώνυμους
ή ανώνυμους ποιητές όπως μας επισημαίνει και στο εμπεριστατωμένο και
καλογραμμένο άρθρο του ο πειραιώτης θεολόγος Σπύρος Γ. Μακρής, δημιούργησε και
καλλιέργησε το προσωπικό αυστηρά ύφος και στιλ γραφής δουλεύοντας την τέχνη και
τεχνική του κοντακίου. Η φιλολογική και εκκλησιαστική κατάρτιση του Σπυρίδωνος Γ.
Μακρή –προερχόμενος από παλαιά ιερατική πειραιώτικη οικογένεια- είναι εμφανής,
τα δημοσιεύματά του στο περιοδικό «Φιλολογική Στέγη» και σε άλλα πειραιώτικα έντυπα
και εφημερίδες μας φανερώνουν τι συγγραφικής ποιότητας παιδιά του Πειραιά γέννησε
αυτή η Πόλη. Αυτή «Η Πόλις η διδάσκαλος» όπως θα μας έλεγε ο ποιητής Κωνσταντίνος
Π. Καβάφης. Αυτή η αργή και σταθερή διαμορφωμένη πίστη μου στα λογοτεχνικά
και καλλιτεχνικά μέλη, τους διανοούμενους
και λογίους που συναπαρτίζουν τον «κανόνα» της Πειραϊκής Γραμματείας, της Πειραιώτικης
Λογοτεχνικής Σχολής όπως μας κληροδοτήθηκε στον χρόνο μετά την ίδρυση του Δήμου
το 1835, σε εμάς τις νεότερες γενιές, που έζησαν εντός των γεωγραφικών ορίων της
Πόλης και αυτών που έγιναν ταξιδιάρικα γλαρόνια μεταφέροντας την Πειραϊκή αίσθηση
και ατμόσφαιρα στα πέρατα της οικουμένης, και ο Πειραιάς αισθηματοποιήθηκε στο έργο
και την φυσική τους παρουσία με έκανε όχι θεωρώ λανθασμένα να θεωρήσω το Καβαφικό
ημιστίχιο ως κέντρο των σημειωμάτων και αναρτήσεων στα Λογοτεχνικά Πάρεργα. Τόσο
για τον Ρωμανό τον Μελωδό όσο και για τον Σπύρο Γ. Μακρή (1899- 9/8/1989) έχουμε
αναφερθεί και γράψει αρκετές φορές στην ιστοσελίδα μας, για όσους και όσες
ενδιαφέρονται να βρούνε και να διαβάσουν πληροφορίες.
Από την μεριά
μας πέρα από την αντιγραφή του τεκμηριωμένου και ενδιαφέροντος κειμένου του Μακρή
αντιγράφουμε και το Καβαφικό ποίημα το οποίο συγκαταλέγεται στον κύκλο των
ιστορικών του ποιημάτων. Το ποίημα προέρχεται από την έκδοση των εκδόσεων «Ίκαρος»,
Αθήνα 1972, σελίδα 28 σε φιλολογική επιμέλεια και σχόλια του κυρού Γιώργου Π. Σαββίδη.
Η ΔΟΞΑ ΤΩΝ ΠΤΟΛΕΜΑΙΩΝ
Είμ’ ο Λαγίδης
βασιλεύς. Ο κάτοχος τελείως
(με την ισχύ
μου και τον πλούτο μου) της ηδονής.
Ή Μακεδών, ή
βάρβαρος δεν βρίσκεται κανείς
ίσος μου, ή
να με πλησιάζει κάν. Είναι γελοίος
ο Σελευκίδης
με την αγοραία του τρυφή.
Αν όμως σεις
άλλα ζητείτε, ιδού κι αυτά σαφή.
Η πόλις η
διδάσκαλος, η πανελλήνια κορυφή,
εις κάθε λόγο,
εις κάθε τέχνη η πιό σοφή.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς
Σάββατο
27/12/2025
ΥΓ. Και δύο Πειραϊκές
ειδήσεις: Ο ευρωβουλευτής και συγγραφέας Νίκος Παπανδρέου, γιός του Ανδρέα τέλεσε
το μνημόσυνο του πατέρα του την ημέρα του Αγίου Ανδρέα σε εκκλησία της Πόλης μας.
Και, ο Δήμαρχος του Πειραιά ο επιτυχημένος πράγματι και εκλεγόμενος εδώ και χρόνια
κύριος Γιάννης Μώραλης ζήτησε την αύξηση των Δημοτικών Εσόδων στο 12% για τα Νοικοκυριά,
η πρότασή του πέρασε από το Δημοτικό Συμβούλιο παμψηφεί όπως είπαν στις ειδήσεις.
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου