Πέμπτη 10 Ιουλίου 2025

Κατερίνα Αγγελάκη- Ρουκ, Υπηρετώντας την Έμιλυ Ντίκινσον

 

ΥΠΗΡΕΤΩΝΤΑΣ  ΤΗΝ  ΕΜΙΛΥ  ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ

Της Κατερίνας Αγγελάκη- Ρουκ

Περιοδικό ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ 1997

Βιβλιοπαρουσίαση σελ. 187-189

 

          Emily Dickinson

           ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Μετάφραση Αγγελική Σιδηρά

      Ερμείας 1996

ΥΠΗΡΕΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΜΙΛΥ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ

    «Από το αγνό συναίσθημα ως την ενόραση της ομορφιάς, από την ηδονή και τον πόνο ως τον έρωτα, την μυστικιστική έκσταση και τον θάνατο, όλα τα πράγματα που είναι πρωταρχικά, όλα τα πράγματα που για το ανθρώπινο πνεύμα είναι βαθύτατα σημαντικά, μπορεί κανείς να τα βιώσει, όχι να τα εκφράσει. Τα υπόλοιπα είναι παντού και πάντα σιωπή».

          Αυτά λέει ο Aldous Huxley στο δοκίμιό του The Rest is Silence και μου φαίνεται να περιγράφει το υλικό που απ’ αυτό είναι φτιαγμένη η Έμιλυ Ντίκινσον ή ίσως θα ‘πρεπε να πω οι βαθιές ρίζες της παράδοσής της. Μιάς παράδοσης που βλέπει τις υψηλές στιγμές του ανθρώπου- είτε σαν ιστορία, είτε σαν συνείδηση ή ακόμη και σαν τρέλα- να μην έχουν τελικά σχέση με το λόγο, αλλά με κάτι που δεν ορίζουμε, δηλαδή την ψυχή. Η ψυχή είναι εκείνη που θεωρείται το αριστούργημα της ανθρώπινης ύπαρξης και η περιγραφή της είναι η σιωπή. Ο μόνος που μπορεί να την ορίσει-ορίσει και με τις δύο έννοιες- είναι ο Θεός, που και κείνος χρησιμοποιεί τη σιωπή για να επικοινωνεί με τους ανθρώπους. Εν αρχή, ναι, ήταν ο λόγος, αλλά στο τέλος είναι η σιωπή.

          Σχηματοποιήσεις και γενικεύσεις, ξέρω είναι επικίνδυνες συμβουλάτορες, αλλά θάλεγα πώς αυτή η βαθιά δυσπιστία προς τον λόγο είναι χαρακτηριστικό της δυτικής παράδοσης και ιδιαίτερα βέβαια, της προτεσταντικής. Από εδώ δεν ξεπήδησε η Έμιλυ Ντίκινσον, ή μάλλον μήπως εδώ δεν εγκλωβίστηκε; Δεν ρωτάει άραγε την πρώτη φορά που τολμάει να στείλει ποιήματά της σε εκδότη «αν είναι ζωντανά, αν αναπνέουν»; Ο φόβος της προπέτειας συνδέεται, μέσα στην διαμαρτυρόμενη θρησκευτικότητα, με την έκφραση, ίσως γιατί η έκφραση είναι παυσίπονο κι ο πόνος εδώ στη ζωή ποτέ δεν πρέπει να ελαφρώνει. Άρα ο λόγος είναι όχι μόνο ανίκανος να πει τα μεγάλα προβλήματα, αλλά είναι και αμαρτωλός. Είναι ζωντανά τα ποιήματά μου; Αναπνέουν; Ρωτάει η Ντίκινσον και αναλαμβάνει να δηλώσει μ’ ένα ποίημά της:

Μια λέξη έχει πεθάνει  A word is dead

Μόλις ειπωθεί                When it is said

Λένε μερικοί.                 Some say.

Εγώ λέω                           I say it just

Μόλις αρχίζει να ζει      Begins to live

Την ημέρα αυτή.            That day.

     Έτσι η Ντίκινσον κάνει ένα αναποδογύρισμα: επιβάλλει την πειθαρχία της ψυχής στον λόγο, ενώ η πειθαρχία του λόγου στην ψυχή θα ήταν η σιωπή. Ο αγώνας είναι όμως συνεχής, έχει κανείς την εντύπωση πώς η μάχη δεν θα κερδηθεί ποτέ, ή τουλάχιστον η ποιήτρια δεν θα επαναπαυτεί ποτέ. Είναι σαν τα πρότυπά της να μην είναι άλλοι ποιητές, ή μιά κορυφαία στιγμή έκφρασης αλλά η σιωπή, ή σαν με τα ποιήματά της κάθε φορά να προσπαθεί να αποδείξει ότι είναι αυτά καλύτερα από τη σιωπή. Έτσι τους στίχους της, τους φτιάχνει σαν κλειδιά που ανοίγουν πόρτες σε χώρους άγνωστους’ ακόμη και στην ίδια την παραζάλη της έμπνευσης ξεχνά πως τα εργαλεία αυτά είναι καμωμένα με λέξεις, όπως λέξεις περιμένει ν’ ακούσει σαν απάντηση στις δικές της. (“This is my letter to the world/ that never wrote to me”). Στο επικίνδυνο παιχνίδι με τη σιωπή, αληθινό πρότυπο είναι η φύση, που αν και λαλίστατη σωπαίνει, αν και όλο λογική, τρελαίνει…. «Το μήνυμά της παραδόθηκε/ Στα χέρια που δεν μπορώ να δω…» (“Her message is committed/ To hands I cannot see?”, αυθαιρετεί η φύση και μαζί σχολαστική, σχεδιάζει.

          Θα με ρωτήσετε: και τι σχέση έχουν όλ’ αυτά με τη μετάφραση των ποιημάτων της Ντίκινσον; Έχουν, γιατί εκτός από το γνωστό τετριμμένο ΑΔΥΝΑΤΟ ΝΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΕΙ η ποίηση, έχουμε εδώ μια ποίηση που η ύφανσή της είναι η σιωπή και αργαλειός της η αγγλική γλώσσα. Μα μήπως θα ήταν ποτέ δυνατό τα ποιήματα αυτά να έχουν γραφεί σε άλλη γλώσσα εκτός από την αγγλική; Έχω επανειλημμένα αναφερθεί στον George Steiner όταν λέει πώς οι γλώσσες έχουν χαρακτήρα’ άλλες είναι φτιαγμένες για ν’ αποκαλύπτουν κι άλλες για να κρύβουν και βέβαια η αγγλική ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Οι μονοσύλλαβες λέξεις είναι σύρτες που κλειδαμπαρώνουν τα υπόλοιπα (The rest is silence)’ είναι σηματοδότες για τις υπόγειες εγκαταστάσεις του ονείρου. Η ελληνική γλώσσα, θα ‘λεγα σαν χαρακτήρας, είναι ακριβώς το αντίθετο κι οι πολλές συλλαβές μοιάζουν να εκ-θέτουν όσο πιο αναλυτικά μπορούν το θαύμα της ύπαρξης. Κι αν ήταν να συνεχίσω τη σκέψη που είχαν εκφράσει στην αρχή, θα ‘λεγα ότι μέσα στην ελληνική θρησκευτικότητα, ο Λόγος είναι η απόδειξη της μεγαλοσύνης του Θεού και όχι η σιωπή. Ο λόγος δεν είναι η αυθάδεια του ανθρώπου-τι να πει μπροστά στο έργο του Θεού;- είναι το ίδιο το έργο του Θεού.

     Σφιχτά σαν αυγά με τον κρόκο μέσα, λοιπόν, τα ποιήματα της Ντίκινσον που για να τα αερίσει θα ‘λεγε κανείς, καμιά φορά, βάζει μερικά ονόματα- απλά φαίνονται- με κεφαλαία: Το Αεράκι, ο Μουγγός, το Τηλεγράφημα. Αυτό της επιτρέπει επίσης να χρησιμοποιεί τη λέξη, σαν αφηρημένη έννοια, κάτι που απεχθάνεται η αγγλική γλώσσα και φυσικά η αγγλική ποίηση. (Π.χ. το αφηρημένο ουσιαστικό profundity  ενέχει ελαφριά ειρωνεία.)

     Με όλα τα παραπάνω είναι φανερό ότι μια μετάφραση της Έμιλυ Ντίκινσον, περισσότερο από την κάθε μετάφραση ποίησης, δεν είναι παρά ένας μόνο τρόπος προσέγγισης. Γίνεται δηλαδή μια επιλογή- λίγο πολύ συνειδητή, λίγο πολύ με βάση τα φυσικά χαρακτηριστικά του ίδιου του μεταφραστή ανάμεσα στις πολλές όψεις, πνευματικές και ψυχολογικές στάσεις του έργου. Μια πλευρά λοιπόν επιλέγεται, όπου αναγκαστικά σχεδόν συγκεντρώνει την προσοχή του ο μεταφραστής και βγαίνει στην επιφάνεια. Ποια θα είναι αυτή η πλευρά εξαρτάται, βέβαια, από τη γλώσσα της διαπραγμάτευσης- πρώτο και κύριο- σε συνδυασμό με την εσωτερική γλώσσα του μεταφραστή, που στην περίπτωση της Έμιλυ Ντίκινσον τουλάχιστον, δεν μπορεί παρά να είναι ο ίδιος ποιητής.

      Στην Αγγελική Σιδηρά η πλευρά της Ντίκινσον που υπηρετείται είναι η τρυφερή, μελαγχολική στιγμή πριν κλείσει την πόρτα: (“The soul selects her own society/ Then shuts the door”). «Η ψυχή διαλέγει τη δική της κοινωνία./ Έπειτα κλείνει την πόρτα.» Έτσι το Breeze γίνεται στην μετάφραση της Αγγελικής Σιδηρά μελτεμάκι, το Brain σκέψη, το liquor κρασί. Η φύση γίνεται γλυκιά και this brief tragedy of flesh (=η σύντομη αυτή τραγωδία σάρκας) παίζεται τουλάχιστον με τον αισθησιασμό της ελληνικής γλώσσας. Ναι’ στη μετάφραση της Αγγελικής Σιδηρά η Έμιλυ Ντίκινσον κινείται ελληνικά, λογίζεται και δροσίζεται, είναι πιο πολύ έξω και λιγότερο μέσα, πίσω από το παράθυρό της. Οι αφηρημένες έννοιες βγαίνουν φυσικά, χωρίς κεφαλαία γράμματα, σαν μέρος της φύσης. Η εξωτερική απόσταση που έχει η Έμιλυ από τα πράγματα χάνεται και μένει εδώ η εσωτερική της ταύτιση. Η στερημένη γυναίκα, γίνεται πλούσια με τον θησαυρό της φύσης, μιας φύσης που δεν δρα μόνον σαν παρηγοριά. Μ’ ένα λόγο γίνεται γυναίκα Ελληνίδα. Καλό είναι αυτό ή κακό; Και γίνεται στ’ αλήθεια Ελληνίδα;

Για να απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα θα πρέπει κανείς ν’ απαντήσει σ’ ολόκληρο το φάσμα των ερωτημάτων της μετάφρασης’ πράγμα βέβαια-και πρακτικά και θεωρητικά- αδύνατο. «Κανένα πρόβλημα δεν συμπίπτει τόσο απόλυτα με τη λογοτεχνία και με το ταπεινό μυστήριο της λογοτεχνίας, όσο το πρόβλημα που θέτει μια μετάφραση», λέει ο Borges. Ενώ για τα προβλήματα των μαθηματικών υπάρχει μία μόνο λύση, για τα μεταφραστικά υπάρχουν άπειρες, αφού εξαιρέσουμε, βέβαια, τα απλά, κλασικά, τα χοντρά λάθη. Το είδος της λύσης εξαρτάται από το όραμα του μεταφραστή, από τον χρόνο που τον χωρίζει από το πρωτότυπο και τέλος από την μεταφρασιμότητα, που λέει κι ο Walter Benjamin, του πρωτοτύπου. Αυτή η μεταφρασιμότητα ορίζεται πάλι απ’ τον κάθε μεταφραστή διαφορετικά. Για μένα-για να μη μπούμε στις πολυδαίδαλες θεωρίες της μετάφρασης- είναι πόσο το πρωτότυπο επιτρέπει τη δημιουργία μιας άλλης πραγματικότητας ανάμεσα στις δύο γλώσσες, ανάμεσα στη γλώσσα του πρωτοτύπου και τη γλώσσα της μετάφρασης. Αυτή η πραγματικότητα είναι η σύνθεση των δύο κόσμων, των δύο γλωσσών, και μαζί, μια κίνηση απόρριψή της μιας από την άλλη. Αν η γλώσσα- όπως είπε ο Wilhelm von Humbolt- είναι ένας τρίτος κόσμος ανάμεσα στην πραγματικότητα των φαινομένων, που είναι η εμπειρία μας, και το πώς αυτά γίνονται εσωτερικές δομές συνείδησης, έτσι κι ο τρίτος αυτός κόσμος ανάμεσα στις δύο γλώσσες περιγράφει έναν τρόπο όπου οι δύο πραγματικότητες της κάθε γλώσσας χωριστά συνθέτουν μια τρίτη.

          Η Έμιλυ Ντίκινσον της Αγγελικής Σιδηρά είναι μια Έμιλυ Ντίκινσον που δεν γράφει στίχους στο Amherst για να μιμηθεί την άγια σιωπή, ούτε λογοπανηγυρίζει σ’ ένα τοπίο πλούσιο σε αισθησιακές απολαύσεις. Είναι κάπου ανάμεσα. Και συγκινεί γιατί είναι οπλισμένη με ποίηση και τη διάθεση της ψυχής (δηλαδή τη μελαγχολία) να εγκαταλειφθεί σ’ αυτήν. Πόσο κοντά είναι στην πρωτότυπη; Αυτό με ακρίβεια δεν θα το ξέρουμε ποτέ. Αυτό που έχουμε σίγουρα είναι μια από τις πτυχές μιας ποίησης που είναι μαζί άρνηση και κατάφαση ζωής, έμπνευση και πειθαρχία στον λόγο, αυταρέσκεια μπρος στον θάνατο και πίστη στον Θεό, έμφυτο λυρισμό και διαμαρτυρόμενη εναντίωση μπροστά στο παραμικρό στολίδι ακόμη και της Φύσης. Κάπου η Έμιλυ Ντίκινσον λέει brain (= μυαλό, εγκέφαλος, ίσως)’ η Αγγελική Σιδηρά μεταφράζει «σκέψη». Μήπως γιατί η σκέψη σαν έννοια είναι πιο πλατιά κι έχει λιγότερη σκληράδα και περισσότερη ομοιότητα με μια βαθιά γαλάζια, ελληνική θάλασσα;

          ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ- ΡΟΥΚ, περιοδικό «ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ‘97» σελίδες 187-189. «Βιβλιοπαρουσιάσεις».

     «λογοπανηγυρίσματα» της μεταφραστικής γλώσσας

          Φεύγοντας από την ζωή πριν λίγες μέρες η ποιήτρια Αγγελική Σιδηρά, μας άφησε εκτός από ένα εύρωστο και μεστό ποιητικό έργο, την κληρονομιά δεκατριών συλλογών της, μια ανθρωπιστικής ατμόσφαιρας κοινωνική παρουσία, και ένα μεταφραστικό της σοβαρό ίχνος σαν συνέχεια κατά κάποιον τρόπο της Ποιητικής της των πρωτότυπων ποιητικών της δημιουργιών στην ελληνική γλώσσα. Μιλάμε για το βιβλίο της, μία Επιλογή ποιημάτων της αμερικανίδας ποιήτριας Έμιλυ Ντίκινσον (Άμερστ, Μασαχουσέτη 10/12/1830- 15/5/1886 ΗΠΑ). Βλέπε ‘Εμιλυ Ντίκινσον, ΠΟΙΗΜΑΤΑ. Επιλογή- Μετάφραση Αγγελική Σιδηρά, Ποιητική εκδόσεις ΕΡΜΕΙΑΣ, Ιούνιος 1996, σελίδες 80, διαστάσεις 14,5Χ 20. Η έκδοση περιλαμβάνει 51 ποιήματα της σημαντικής αμερικανίδας ποιήτριας η οποία σύμφωνα με τον κριτικό Νόρθοπ Φράιρ, η «Ντίκινσον έφτασε στο ώριμο ύφος της σχεδόν με ένα άλμα». Βλέπε σχόλια του μεταφραστή Ερρίκου Σοφρά στο βιβλίο του με τα «44 ποιήματα και 3 γράμματα», εκδ. «Το Ροδακιό» 2005. 51 Χρονολογημένα ή με Άγνωστη Χρονολογία μας παρουσιάζει η Αγγελική Σιδηρά, συνοδευόμενα με σύντομη- μονοσέλιδη Εισαγωγή. Η έκδοση συμπληρώνεται με ασπρόμαυρες φωτογραφίες της ποιήτριας, χειρογράφων της, σημείωμα και οικογενειακή φωτογραφία της Οικογένειας Ντίκινσον καθώς και της κατοικίας τους. Τα ποιήματα που επιλέγει να μεταφράσει η ελληνίδα ποιήτρια προέρχονται μεταξύ των ετών 1858 το ποίημα της σελίδας 46 έως την χρονιά 1884, το ποίημα της σελίδας 50. Όπως γνωρίζουμε η Ντίκινσον άρχισε να ασχολείται με την ποίηση σε νεαρή ηλικία, μόλις 20 ετών, το πρώτο της γνωστό ποίημα όπως μας λένε οι ειδικοί χρονολογείται από το 1845, μερικά χρόνια αργότερα η Ντίκινσον συγκεντρώνει τα ποιήματά της και τα αντιγράφει σε χειροποίητα τετράδια όπου μας διασώθηκαν. Τα περισσότερα ποιήματα (16 συνολικά) που επιλέγει η Αγγελική Σιδηρά έχουν αφετηρία γραφής το έτος 1862, ακολουθούν τα 8 της προηγούμενης χρονιά 1861 και έπονται τα προερχόμενα από άλλες χρονιές, των δεκαετιών 1850, 1860, 1870. Μεταφράζονται και τρία που φέρουν μέσα σε παρένθεση (Άγνωστη Χρονολογία) των σελίδων 30, 42, 62.  Στην σελίδα 69 της έκδοσης «Ερμείας» διαβάζουμε την καταγραφή 5 ξενόγλωσσων τίτλων των Απάντων του έργου της Έμιλυ Ντίκινσον τους οποίους είχε υπόψη της, στηρίχτηκε- συμβουλεύτηκε η μεταφράστρια Αγγελική Σιδηρά. Όπως: 1., Emily Dickinson, The complete poems by Thomas H. Johnson, Faber and Faber London- Boston 1991. 2., Poems by Emily Dickinson, by Martha Dickinson Bianchi and Alfred Leete Hampson Litle, Brown and company, Boston 1957.  3., The life of Emily Dickinson by Richard Sewall, Farrar, Straus and Giroux, New York 1974. 4., Emily Dickinson, The Illustrated Poets by Geoffrey Moore, Aurum Press, London 1993. 5., The years and hours of Emily Dickinson by Jay Leyda. Volume I, II. New Haven, Yale University Press 1960. Τέλος στην σελίδα 71 έχουμε την αναφορά σε 6 πρωτότυπες ποιητικές συλλογές της Αγγελικής Σιδηρά. Στις σελίδες των Περιεχομένων ως «τίτλος ποιήματος» αναγράφεται ο πρώτος στίχος ή μέρος αυτού, μια και όπως γνωρίζουμε τα ποιήματα της Έμιλυ Ντίκινσον δεν φέρουν τίτλο. Αυτή είναι η ταυτότητα του βιβλίου που μας πρότεινε το 1996 η ελληνίδα ποιήτρια και μεταφράστρια. Μια μεταφραστική πρόταση που συζητήθηκε και σχολιάστηκε θετικά. Εδώ οφείλουμε να σημειώσουμε ότι η μεταφραστική εργασία της ποιήτριας Αγγελικής Σιδηρά ανήκει σε μία γυναικεία μεταφραστική παράδοση ελληνίδων ποιητριών οι οποίες γνώρισαν στο ελληνικό κοινό την ποίηση της αμερικανίδας Έμιλυ Ντίκινσον. Όπως είναι η ποιήτρια Μελισσάνθη, βλέπε «επιλογή από το έργο της», εκδ. «Η Μικρή Εγνατία», 1980, σ.62, η ποιήτρια Έλλη Συναδινού, βλέπε «Το ανεξάντλητα Σημαίνον», εκδ. «Ιδεόγραμμα», 2006, σ.126. Η ποιήτρια Άννα Δασκαλοπούλου κυκλοφορεί τρις μεταφράσεις της ποιημάτων της Ε. Ντίκινσον. Βλέπε «Φύση» Ποιήματα, εκδ. «Ειδική Εκδοτική» 1995, σ. 134, το «Ζωή» εκδόσεις «Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος 2003, σ. 168 σε εξώφυλλο και σχέδια Νίκας Γιανέλου, και το βιβλίο «Αγάπη» από τον ίδιο εκδοτικό οίκο το 2005, σ.88 με σχέδια του Θανάση Καραμήτα. Ενώ το 2013 οι εκδόσεις Gutenberg εκδίδουν την ογκωδέστατη εργασία 584 σελίδων. Emily Dickinson, "Επειδή δεν άντεχα να ζήσω φωναχτά. Ποιήματα και Επιστολές". Οι μεταφράσεις είναι των Λιάνα Σακελλίου, Άρτεμις Γρίβα και Φρόσω Μαντά. Η Εισαγωγική μελέτη και η επιμέλεια είναι της Λιάνας Σακελλίου. Και για να μην μπατάρει λόγο φύλου η πληροφοριακή αυτή αναφορά να υπενθυμίσουμε ότι ο Κώστας Ιωάννου έχει μεταφράσει και κυκλοφορήσει τρία βιβλία για την Ντίκινσον.- «Η Ποιήτρια των επόμενων εποχών» δίγλωσση έκδοση, εκδόσεις «Γαβριηλίδης» 1996, σ. 278. «Επι-γράμματα» εκδόσεις «Κρωπία» 2000, σ. 32 και «Μια Ώρα είναι μιά Θάλασσα» Τα Ολιγόστιχα, δίγλωσση έκδοση εκδόσεις «Κρωπία» 2005, σ. 178. Τέλος ο ποιητής και μεταφραστής Χάρης Βλαβιανός κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πατάκη» 2021 σελ. 492 τον τόμο «Αυτό είναι το γράμμα μου στην Οικουμένη» 160 Ποιήματα. Ενώ ο ποιητής και μεταφραστής Διονύσης Καψάλης μεταφράζει και προλογίζει «Είκοσιεπτά Ποιήματα» της Ντίκινσον στο βιβλίο «Το μέγα Ύδωρ» εκδόσεις «Άγρα» 2004, σελ. 48. Με την παράθεση των παραπάνω ενδεικτικών τίτλων, τους οποίους έχω υπόψη μου καθώς γράφω το σημείωμα αυτό δεν αποσκοπώ σε μια βιβλιογραφική καταγραφή της πρόσληψης της ποίησης της Έμιλυ Ντίκινσον στην χώρα μας, φυσικά κυκλοφορούν στην βιβλιαγορά και νεότερες εκδόσεις μεταφράσεις ποιημάτων της, εξάλλου, υπάρχουν και οι Ανθολογίες Παγκόσμιας Ποίησης, τα λογοτεχνικά περιοδικά και έντυπα που περιλαμβάνουν ποιήματά της ή στίχους της.

     Έχουμε λοιπόν μπροστά μας και διαβάζουμε εκ νέου- στην σύνταξη του σημειώματός μας- την Επιλογή και Μετάφραση πενήντα ένα ποιημάτων της αμερικανίδας καταξιωμένης ποιήτριας από την ποιήτρια Αγγελική Σιδηρά. Τα μεταφρασμένα και ασχολίαστα αυτά 51 ποιήματα, αν υπολογιστεί ο συνολικός όγκος των ολοκληρωμένων ποιημάτων της και αυτών που βρέθηκαν σε διάφορα στάδια επεξεργασίας τους στα χειρόγραφά της, που πλησιάζουν τα 2000 χιλιάδες και τα οποία η αμερικανίδα ποιήτρια κρατούσε κλειδωμένα στα συρτάρια του γραφείου της είναι ένα πολύ μικρό δείγμα, όπως μικρό ενδεικτικό είναι και το μεταφραστικό ποιητικό δείγμα και αρκετών άλλων ελλήνων ποιητών και μεταφραστών από την αγγλική γλώσσα. Τον μεγάλο όγκο των ποιητικών της χειρογράφων και της αλληλογραφίας της Ντίκινσον έφερε στο φως η αδερφή της Λαβίνια μετά τον θάνατο της ποιήτριας αδερφής της. Η αδερφή της επιμελήθηκε και φρόντισε έως το 1899 ημερομηνία του δικού της θανάτου, να κυκλοφορήσουν τρείς συλλογές της και δύο τόμοι με επιστολές της Έμιλυ Ντίκινσον. Το αδερφικό της χρέος και πρωτοβουλία διέσωσε ένα ποιητικό υλικό της αγγλικής γλώσσας όχι μόνο αξιοθαύμαστο αλλά και από τα πλέον σημαντικά στην ιστορία της αμερικάνικης ποιητικής παράδοσης και κατ’ επέκταση της αγγλοσαξονικής. Ο σύγχρονος, διάσημος άγγλος κριτικός Χάρολντ Μπλούμ, στον «Δυτικό Κανόνα του» κάνει λόγο αναφερόμενος στην ποίηση της Ντίκινσον για μια από τις μεγαλύτερες πρωτότυπες διάνοιες στην ποιητική παράδοση του Δυτικού Πολιτισμού. Η ογκώδης μελέτη του Χάρολντ Μπλούμ και άλλα του έργα έχουνε μεταφραστεί στα ελληνικά. Εκατόν είκοσι πέντε από την γέννησή της και εξήντα εννέα χρόνια από τον θάνατο της ποιήτριας, το 1955, στα μέσα του 20ου αιώνα έχουμε την πρώτη συγκεντρωτική έκδοση 1.775 ποιημάτων της- την λεγόμενη «editio variorum» από τον T. H. Johnson. Λίγο πριν εκπνεύσει ο 20ος αιώνας, το 1998, κυκλοφορεί μία αναθεωρημένη έκδοση 1.789 ποιημάτων της από τον R. W. Franklin. Ο T. H. Johnson σε συνεργασία με την Theodora Ward επιμελούνται και εκδίδουν το 1958, 1.046 επιστολές της Έμιλυ Ντίκινσον. Η Αγγελική Σιδηρά είχε υπόψη της την έγκυρη έκδοση του Τ. Τζόνσον όπως αναφέρει στην βιβλιογραφία της.

      Η εκδοτική τύχη και διεθνή αναγνώριση της ποιητικής παρουσίας και παραγωγής της Έμιλυ Ντίκινσον  ήρθε όπως μας δείχνουν τα στοιχεία που παραθέτουμε, πολύ αργά, και μετά την φυσική της απουσία, μια και η σεμνή ποιήτρια μόλις μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού ποιήματά της είδε να δημοσιεύονται και μάλιστα ανώνυμα όσο βρίσκονταν εν ζωή. Από αντιγραφές των φίλων της. Η Έμιλυ Ντίκινσον που πέθανε σχετικά νέα, μόλις στα 56 της χρόνια πρόλαβε να αφήσει πίσω της ένα σημαντικό και αξιόλογο έργο, θέσεις και ιδέες της, προσωπικούς της στοχασμούς, ταξίδια της φαντασίας της όπως μας δείχνει η δημοσιευθείσα αλληλογραφία της. Η Έμιλυ Ντίκινσον μαζί με τον βάρδο αμερικανό ποιητή Ουώλτ Ουίτμαν θεωρούνται οι δύο πλέον αναγνωρισμένοι και φημισμένοι ποιητές της αμερικάνικης γραμματείας και εν γένει της αγγλοσαξονικής παράδοσης τον 19ο αιώνα. Η ποιητική της παρουσία αν και λησμονήθηκε για δεκαετίες, κατόρθωσε τελικά να γίνει αποδεκτή και να αναγνωριστεί παγκοσμίως σαν ένα από τα μεγάλα μεγέθη της Ποίησης.

          Η αμερικανίδα ποιήτρια Έμιλυ Ντίκινσον, αυτό το ντροπαλό και ευαίσθητο ονειροπόλο κορίτσι με το μεγάλο ποιητικό ταλέντο από την Μασαχουσέτη που δεν παντρεύτηκε ποτέ του και έζησε το σύντομο του βίου του κοντά στους δικούς της, στην πατρογονική τους εστία, ούτε ταξίδεψε πέρα από την αμερικάνικη επικράτεια, τα ελάχιστα ταξίδια που πραγματοποίησε ήταν κοντά στα όρια του γενέθλιου τόπου της όπως μας λένε οι βιογράφοι της, πρόσφερε αν και δεν το επεδίωξε η ίδια η ποιήτρια, διαθέτοντας μια έμφυτη υπερβολική σεμνότητα και γυναικεία αιδημοσύνη σημαντική αίγλη στην αγγλοσαξονική ποιητική παράδοση του καιρού της με τον ρηξικέλευθο και επαναστατικό ποιητικό της λόγο, την μοντέρνα τεχνική των στίχων της την επιλογή των Λέξεων που επέλεγε να χρησιμοποιήσει στα ποιήματά της, ανασημασιοδοτώντας τις σημασίες τους ή προσδίδοντάς τους άλλη νοηματική διάσταση. Τον 19ο  αιώνα που το κίνημα του ποιητικού μοντερνισμού έκανε δειλά- δειλά τα πρώτα του βήματα μέχρι την πλήρη άνθησή του τους επόμενους ποιητικούς αιώνες της παντοδυναμίας και κυριαρχίας του. Πλήρης επικράτησής του ως ποιητική τεχνοτροπία και μέθοδος γραφής από τους σύγχρονους νεότερους σε ηλικία δημιουργούς. Ισχυρή λυρική φωνή, ανθηρό το ποιητικό τάλαντο της αμερικανίδας Έμιλυ Ντίκινσον, χαρακτηριστική η ποιητική της ευφυΐα και η ρητορική του λόγου της, το άπλωμα της σκέψης της μέσα σε ένα προτεσταντικό πουριτανικό περιβάλλον. Τα φτερουγίσματα της φαντασίας της διαρκεί, οι συλλογισμοί της, το εύρος και το βάθος του συναισθηματικού της κόσμου, τα διαβάσματά της πολλά. Ονειρικά πάντα τα ταξίδια της φαντασίας της, έντονα ρομαντική η φύση και διάθεση της, εμφανής η μεγάλη και ισχυρή αγάπη της για την Φύση, οι δεσμοί της με το Φυσικό περιβάλλον μέσα στο οποίο έζησε, μεγάλωσε, περπάτησε έκανε τα μικρά της ταξίδια, ένα φυσικό τοπίο παρθένο ακόμα και αμόλυντο από την βιομηχανική εισβολή και κυριαρχία που οι κρυφοί και φανεροί μηχανισμοί λειτουργίας του την σημάδεψαν και διαπαιδαγώγησαν σε όλη την διάρκεια του σύντομου σχετικά βίου της τον χαρακτήρα και τις συμπεριφορές της. Όμηρος του Φυσικού χώρου μάλλον δύσκολα θα μπορούσαμε να το υποστηρίξουμε, απλά ισχυρή αίσθηση ότι αποτελεί αναπόσπαστο μέλος του. Η πανίδα και η χλωρίδα, το ζωικό βασίλειο και οι ποικίλες οσμές των πολύχρωμων λουλουδιών, τα θροΐσματα των φύλλων των δέντρων κατά τις εναλλαγές των εποχών, οι ήχοι και βουή των ανέμων ανάμεσα στα δέντρα, οι σκιές του δάσους, οι φωνές των πτηνών, τα κελαϊδίσματα και τα τιτιβίσματα των πουλιών, οι ψίθυροι των εντόμων και το σούρσιμο των ζουζουνιών, ο ήχος των καρπών που πέφτουν χάμω καθώς ωριμάζουν και γίνονται λίπασμα, το κελάρυσμα των νερών, τα ρυάκια και η ησυχία των λιμνών, το βουητό των ποταμών καθώς κυλούν με ορμή, με δυό λόγια, η «άσπιλη» και θεουργός Φύση όπου μέσα της υπερίπταται το πνεύμα ενός αινιγματικού και σιωπηλού Θεού που η παρουσία του μας γίνεται γνωστή, υπαρκτή μέσω των εκδηλώσεων και λειτουργιών των φυσικών φαινομένων και βιολογικών νόμων ως Ζωή και ως Θάνατος. Το θαλάσσιο στοιχείο όπως το «όρισε» και το εικονογράφησε στις διάφορες εποχικές στιγμές του ο μεγάλος αμερικανός τοπιογράφος Τέρνερ, είναι το φυσικό φόντο της ποιητικής δημιουργίας της Ντίκινσον. Μιάς Φύσης πανσθενουργού και ζωοδότρας στους αέναους περιοδικούς χρονικούς επαναλαμβανόμενους κύκλους των αναγεννήσεών της, των ζωικών φανερωμάτων και εκδηλώσεών της μέσα στην Προϊστορία της, την Ιστορία και το Μέλλον της ίδιας και του Ανθρώπινου Όντος παρουσία στο στιγμιαίο γίγνεσθαι της Ιστορίας. Από τα φωτεινά σπλάχνα της προέρχεται η Ζωή στην σκοτεινή άβυσσο των χωμάτων της καταλήγει ως λίπασμα Θανάτου, η τυχαία και στιγμιαία παρουσία μας πάνω σε αυτήν. Φύση και Άνθρωπος για αιώνες συνοδοιπορούσαν αρμονικά και ισορροπημένα όταν ακόμα η Φύση κρατούσε τα σκήπτρα της Μαγείας της, δεν είχε απομαγευτεί η Εικόνα της στη σκέψη και το νου του ανθρώπου. Στα πολύπτυχα και πολύχυμα πρόσωπά της Φύσης-λαμπερά ή σκοτεινά- ο άνθρωπος αντίκριζε το είδωλό του, ως προέκταση του δικού της προσώπου στις δημιουργικές της εκλάμψεις. Μια αργή ταλάντευση μεταξύ των φανερωμάτων πνοής της Ζωής στις διάφορες εκφάνσεις και μορφές της διαχρονικά μέσα στην Ιστορία και της ανάσας του Λόγου της Γλώσσας που φανερώθηκε ως δέσμη λάμψης φωτός επικοινωνίας κάθε φανερού και αφανέρωτου μηνύματος, συνύπαρξης και συν- αλληλεγγύης των ανθρώπων μεταξύ τους και με τα άλλα έμβια όντα. Η Πνοή Ζωής που έγινε Γλώσσα συνεννόησης, το αρχέγονο θεϊκό μήνυμα που έγινε πρόσληψη αρχέγονων μυστηρίων, διασκορπίστηκε σε Λέξεις, μελίστηκε σε γλωσσικά μέλη και φράσεις που Σημαίνουν και Σηματοδοτούν όπως το ήθελε ο αρχαίος Θεός Απόλλωνας και η αρχαία φυσιολατρική ελληνική φιλοσοφία. Ένας τρόπος και μία φιλοσοφία Ζωής που την εγκολπώθηκε και επεξεργάστηκε, ολοκλήρωσε η ελληνοχριστιανική θρησκευτική κατοπινή παράδοση (μετά από πολλές αμάχες, αρνήσεις,  καταφάσεις, απορρίψεις) δίνοντάς της την μεταφυσική της προοπτική ως ανθρώπινη μελλοντική ολοκλήρωση και ελπιδοφορία δικαίωση αιωνιότητας. Αυτής της αρχέγονης θεϊκής, μυστηριακής ζωικής και βιωματικής παράδοσης της Φύσης είναι αναπόσπαστο ποιητικό μέλος η ρομαντική αμερικανίδα ποιήτρια με την εκλεπτυσμένη ποιότητα του ύφους της, την λεπτότητα των αισθημάτων της, τους λυρικούς τόνους και επιτονισμούς της γραφής της, την αισθαντική φωνή της. Τα ποιήματά της κομίζουν έναν άλλον αέρα, μία άλλη φρεσκάδα στα αγγλικά γράμματα και την παράδοσή τους. Η ωριμότητά της φαίνεται στην σωστή επιλογή και χρήση πρωτότυπων και λιγότερο πρωτότυπων αλλά ουσιαστικών στην χρήση τους αγγλικών Λέξεων και φράσεων ως γνωμικές ρήσεις που υιοθετεί στις ποιητικές της συνθέσεις-συνήθως όχι μακροσκελείς- είναι κάτι παραπάνω από εμφανής. Τα ποιήματά της είναι μικρά ποιητικά «θαύματα», μικρές ξαφνικές παιδικές εκπλήξεις και εκστάσεις χαράς και δέους μπροστά στο μυστήριο του Φυσικού σύμπαντος, στους κανόνες της «ηθικής» του λειτουργικής οντολογίας και συνύπαρξής του. Η ποιητική της ρητορική φέρει μέσα της πολλές αντιθέσεις μιας απροσδόκητης όμως σύνθεσης ως πρόταση κατανόησης και ερμηνείας του Φυσικού τοπίου. Πολλά ποιήματά της είναι παρηγορητικές ελεγείες, συστολές των ζωντανών απέναντι στην παντοδύναμη παρουσία των νεκρών, ο θάνατος δεν είναι η τελειωτική τους απουσία αλλά η παρουσία τους μεταξύ των ζωντανών με έναν άλλον τρόπο, μια άλλη αίσθηση της συνεχιζόμενης παρουσίας τους, και αυτήν την τρομακτική αίσθηση της την προσφέρει το παιχνίδι της με την γλώσσα, οι λέξεις ως πάλι με την λογική, που απορρίπτει κάθε μη λογική, μεταφυσική διάσταση, υπερβατική του κόσμου. Αν αναλογιστούμε τις κοινωνικές συνθήκες ζωής των γυναικών της εποχής, τα ελάχιστα πνευματικά μέσα που διέθεταν για την προσωπική τους καλλιέργεια, τα εφόδια που τους παρέχονταν για την ατομική τους ανάδειξη από το άμεσο οικογενειακό τους περιβάλλον, τι τους επιτρέπονταν να διαβάσουν και πια καλλιτεχνικά εφόδια τους δίνονταν να έρθουν σε επαφή, να ασχοληθούν, να ανεβούν τα σκαλοπάτια της μόρφωσης, αγωνιζόμενα τα θηλυκά μέλη να ξεφύγουν από τον ασφυκτικό οικογενειακό περίγυρο και αντρικό πουριτανικό κλοιό περιορισμού των. Η Έμιλυ Ντίκινσον, αυτή η ερημίτισσα της ποίησης ότι ταξίδι έκανε το πραγματοποίησε μέσω της φαντασίας της, μέσω των βιβλίων που διάβαζε όπως μας λέει και στα ποιήματά της. Τα Ποιήματά της διαθέτουν μιάν ιδιαίτερη, ξεχωριστή ατμόσφαιρα, κινούνται σε ένα κλίμα που μας γυρίζει πίσω στις πρωταρχικές πηγές του αρχαίου λυρισμού, στις ποιητικές περιόδους της αρχαιοελληνικής λυρικής ποίησης και της παράδοσής της, που χωρίς δόση υπερβολής θα σημειώναμε ότι κατάγεται από τις επιφανείς αρχαίες γυναικείες ποιητικές φυσιογνωμίες, στο έργο αυτών θα εντάσσαμε και τον ποιητικό λόγο, την ποιητική πνοή της αμερικανίδας ποιήτριας Έμιλυ Ντίκινσον. Από τα ρυάκια του αρχαίου λυρισμού πηγάζουν τα ποιήματα της Έμιλυ Ντίκινσον, από αυτά ξεδιψά η φωνή της, προέρχεται η στρωματογραφία της θεματολογίας της και η θεματική της εικονογραφία, τα ταμπλό της ποιητικής της χρωματογραφίας. Καινοτόμος ο λόγος της, αγνές οι προθέσεις των ποιητικών της προτάσεων. Η στιχουργική της Έμιλυ Ντίκινσον έδωσε μια άλλη διάσταση στον αγγλοσαξονικό ποιητικό λόγο, εμπλουτίστηκαν οι Λέξεις της με νέα νοήματα, επαναδιαπραγματεύθηκε παλαιότερες νοηματοδοτήσεις, εφηύρε καινούργιες σημάνσεις στην πορεία της εξέλιξης της περιπέτειας του αγγλικού ποιητικού λόγου, της ποιητικής αγγλοσαξονικής μονοσύλλαβης ή δισύλλαβης έκφρασης. Κόμισε μια άλλη μοντέρνα σιγουριά στον γυναικείο ποιητικό λειμώνα χρησιμοποιώντας είτε την παραδοσιακή κλασική στιχουργική της ομοιοκαταληξίας, είτε τον ελεύθερο στίχο στην γραφή της, είτε μία μείξη και των δύο τεχνικών μέσα στο ποιητικό σώμα με θετικά και επιτυχή πάντα αποτελέσματα.

Εκ πρώτης όψεως τα Ποιήματα της Έμιλυ Ντίκινσον φαίνονται στον αναγνώστη κάπως αφελή, ότι κινούνται μέσα σε μια ατμόσφαιρα κοριτσίστικης παιδικής αφέλειας, αθωότητας και θαυμασμού, εκπλήξεων των βιωμένων παραστάσεών της, παραστάσεων και καταστάσεών της προερχόμενες από το διαρκώς γόνιμο και εύκαρπο πολύχρωμο σκηνικό του Φυσικού τοπίου με ότι αυτό κρύβει και κουβαλά μέσα του ως πρόταση συνύπαρξης των όντων στην περιπέτεια της ζωής και του θανάτου, στα μικρά κομβικά θαύματα που παρεμβάλλονται κατά τακτά χρονικά διαστήματα απρόοπτα. Και όμως, όση μαγευτική και ονειρική «αφέλεια» διαθέτουν τα Ποιήματά της άλλη τόση μεταφυσική μεστότητα και πνευματική διαύγεια, ωριμότητα προσδοκιών κρύβουν και κουβαλούν μέσα τους. Είναι το πρώτο μαγευτικό ξύπνημα του παιδιού μπροστά στην θέα του ανεξήγητου αλλά τόσο «χειροπιαστού» μέσα στην φαντασία του Κόσμου. Είναι το πρώτο μυστικό θάμπος της απορίας και απάντησης μαζί, η πρώτη αινιγματική έκπληξη που έχει αρχή αλλά όχι τέλος στην επαναλαμβανόμενη εμφάνισή της. Ο ανερμήνευτος θαυμασμός που εντυπώνεται βαθιά στην συνείδησή του όντος και ενεργοποιώντας τους μηχανισμούς της φαντασίας του παραμένει αυθεντικός, γονιμοποιός, ακέραιος, εκπληκτικός παρά την όποια ομίχλη της λογικής που λιγοστεύει την θέα μπρος στο θαύμα καθώς μεγαλώνουμε και υποχωρούν οι εσωτερικές δυνάμεις της αθωότητας. Δεκάδες οι ποιητικές μυστικές κορυφώσεις των στιγμών της Έμιλυ Ντίκινσον που με την αποκλειστική προσωπική της ενδοστρεφή φωνή και μυστικής αιτίας λόγο, με ένα μεγάλης ποιητικής σημαντικής γκάμας λεξιλόγιο πέτυχε να υπερβεί τον κομφορμιστικό καθωσπρεπισμό του θρησκευτικού κατεστημένου του αιώνα της, της προτεσταντικής πουριτανικής παράδοσής της και ηθικής της. Αφηγούμενη ποιητικά την δική της προσωπική βιωματική ιστορία και περιπέτεια έδειξε τον δρόμο μέσω της ποίησης και ας έμεινε όλη της την ζωή αποτραβηγμένη στο στενάχωρο, στενό περιβάλλον της πόλης της.

Η αμερικανίδα ποιήτρια δεν ζήλεψε ποτέ την εφήμερη δόξα, δεν την επεδίωξε, δεν την αναζήτησε δημοσιεύοντας τα ποιήματά της, παρέμεινε και επέλεξε την σιωπή, την αφάνεια, ακόμα και του ποιητικού της συγγραφικού αποτελέσματος είχε αμφιβολίες για την αξία τους, αποφεύγοντας μάλιστα να δώσει προς δημοσίευση τα ποιήματά της, τα κράτησε σε χειρόγραφη μορφή στα συρτάρια της, μόνο μετά από αρκετά χρόνια από τον θάνατό της αναγνωρίστηκε το ποιητικό της ταλέντο, η πρωτοποριακή και επαναστατική φωνή της. Τα ποιήματά της διαθέτουν μία σοφά σχεδιασμένη φόρμα, μία οργανωμένη λιτή εικόνα, ο λόγος της έχει μία εκπληκτική δωρικότητα, μια αρχαίων προδιαγραφών λακωνικότητα στην έκφραση, ποιητικές μονάδες που τείνουν να καταλήγουν σε ποιητικά αποφθέγματα ή σχεδιάζονται εσωτερικά να ειδωθούν ως τέτοια. Ευρηματικά και πυκνά δίχως να χάνουν κάτι από την λαμπράδα του λυρισμού τους να γίνονται ξερά, να στεγνώνουν από το βιωματικό τους φορτίο, να χάνουν κάτι από την σπιρτάδα της σκέψης της. Σύντομες φράσεις, απροσδόκητη χρήση λέξεων εκεί που δεν τις περιμένεις, ζωντανές εικόνες, σμίξεις συγκεκριμένων στιγμών και βιωμάτων με άλλες στιγμές αφηρημένες, μιάς ελεγχόμενης αοριστίας, φιλοτέχνηση της Φύσης, του Έρωτα, της Αγάπης, του Θανάτου, του Χωρισμού, των μυστικών της Ζωής όπως αυτά συνεχίζονται στο μετά, σε αυτό που ακολουθεί μετά το πέρας-το τέρμα της Ζωής και ανακυκλώνει τους κύκλους της αναγέννησής της. Μια άλλη αντίληψη του Κόσμου είναι η ποίηση της Έμιλυ Ντίκινσον, μια ποιητική αντίληψη που δεν χωρεί ούτε στα πεπερασμένα όρια του φθαρτού και της φυσικής σήψης και αλλοίωσης ούτε εγκλωβίζεται σε νόρμες και αξιώματα, κανονικομετρήσεις μεταφυσικών δοξασιών και προταγμάτων ηθικών διαστάσεων. Η ζωή και ο θάνατος παρουσιάζονται στην ενιαία αλληλένδετη μορφή τους ως καθολικότητα μέσα στην περιοδικότητα του κύκλου των εποχών, ως κοινές εικόνες βιωμένης γνώσης μεγαλοσύνης και αγνωσίας κρυφών θαυμάτων μπροστά στα έκπληκτα μάτια ενός αθώου παιδιού, ενός παιδιού που έμαθε να ανακαλύπτει τα μυστικά του Κόσμου, να τα ξεκλειδώνει με τις ήρεμες και πράες Λέξεις ή για άλλους, με την μυστηριακή Σιωπή τους. Όπως και νάχει, όποιον δρόμο και αν επιλέξουμε το αέναο παιχνίδι των Λέξεων είναι κοινό όπως και να το αποδέχεται ή ερμηνεύει πλησιάζοντάς το κανείς. Όπως και να ονοματίζει το αποτέλεσμά του.

          Αυτόν τον πλούσιο ποιητικό κόσμο τον τόσο γήινο και ταυτόχρονα τόσο μεταφυσικό, δεν θα μπορούσε να μην γνωρίσει η ποιήτρια Αγγελική Σιδηρά η οποία στα ποιήματα της αμερικανίδας ποιήτριας η Σιδηρά ανακάλυψε τους δικούς της ποιητικούς ρυθμούς που όπως φαίνεται, συνεχίζουν τους παλμούς και τους ρυθμούς του δικού της προσωπικού ποιητικού λόγου που μας κατέθεσε στα δικά της καλλιτεχνικά βαδίσματα. Η πρωτότυπη ποιητική της ανάσα διοχετεύτηκε στην μεταφραστική της και στην επιλογή των ποιημάτων της Έμιλυ Ντίκινσον. Μια αγαστή συναντίληψη πρωτογενών ποιητικών προθέσεων και μεταφραστικών καταθέσεων που μας κάνει να αναλογιστούμε- έχοντας κοντά μας και άλλες μεταφράσεις των ποιημάτων της Έμιλυ Ντίκινσον ότι εντέλει δεν θα πρέπει απόλυτα να αποφαινόμαστε και να υποστηρίζουμε ότι η Ποίηση δεν μεταφράζεται σε άλλη γλώσσα. Η μεταφρασμένη ποίηση αυτή που φεύγει από την γλωσσική ατμόσφαιρα και το κλίμα των Λέξεων της εποχής της και της παράδοσης του τόπου που την κυοφόρησε δεν είναι παρά μία νέα ποιητική αναδημιουργία ισάξια με την πρωτότυπη του ποιητή ή της ποιήτριας αν δεν κάνουμε λάθος. Η μετάφρασή της είναι η συνέχειά της σε άλλον γλωσσικό τόπο σε άλλον χρόνο.

     Την έκδοση υποδέχθηκαν θετικά όταν κυκλοφόρησε και μίλησαν για την ωριμότητα της μεταφραστικής γλώσσας και γυναικείας ευαισθησίας της ποιήτριας Αγγελικής Σιδηρά στην συνάντησή της με την ποίηση της αμερικανίδας ποιήτριας. Ας μεταφέρουμε εκ νέου τις κριτικές που γνωρίζουμε για την έκδοση όπως τις είχαμε αντιγράψει στο προηγούμενο σημείωμα, δίχως να εξαντλούμε τα δημοσιεύματα υποδοχής του βιβλίου. Μεταφέροντας παράλληλα και την σύντομη εισαγωγή της Αγγελικής Σιδηρά.

-Φώτης Τερζάκης, περ. Πλανόδιον Καλοκαίρι 1995, σ. 149-152. -Κατερίνα Αγγελάκη- Ρουκ, περ. Μετάφραση ’97, σ. 187-189. «Υπηρετώντας την Έμιλυ Ντίκινσον. -Δημήτρης Ρηγόπουλος, περ. ΟΖΟΝ (;). -Η. Μ., περ. Διαβάζω τχ. 372/3, 1997, σ.84 «Ποίηση εσωτερικών εντάσεων». -Ε. Π. εφ. Το Βήμα Σάββατο 26/2/2000, σ. Δ2 «Μια «μέλισσα» από τη Μασαχουσέτη».

      Όσο για την γραφή και την μεταφραστική ματιά της ποιήτριας και μεταφράστριας Κατερίνας Αγγελάκη- Ρουκ, θεωρώ ότι δεν χρειάζονται συστάσεις οι ποιητικές και μεταφραστικές παρακαταθήκες που μας κληροδότησε, παραμένουν φάροι γλωσσικής καθαρότητας και μεταφραστικής ποιητικής τεχνικής. Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ αν διαβάσουμε στατιστικά το κριτικό της πλησίασμα θα παρατηρήσουμε ότι πάνω από το μισό του κειμένου της ασχολείται με ζητήματα μετάφρασης και απόδοσης της γλώσσας, των μηνυμάτων της και των σκοπών της στις ευρύτερες διαστάσεις και συμβολισμούς της. Η Μετάφραση της Αγγελικής Σιδηρά δίνει την αφορμή στην Ρουκ να ξεδιπλώσει τις θέσεις της για τον ρόλο της μετάφρασης και την σημασία των Λέξεων στο δικό τους πεδίο αναφορών. Ενώ εντάσσει την επιχειρηματικότητα των σκέψεών της μέσα σε μία αχλή θρησκευτικών προεκτάσεων. Εξάλλου μέσα στην ιστορία των ιδεών και του ανθρώπινου στοχασμού η έννοια και ο ορισμός της λέξης Ψυχή, του Λόγου, της Θεϊκής Σιωπής κλπ. είναι έννοιες αφηρημένες που ξεφεύγουν ή ξεγλιστρούν από το κανονιστικό πλαίσιο συνεννόησης της ανθρώπινης Λογικής. Αλλά αυτή είναι μία άλλη συζήτηση που ξεφεύγει από τα μεταφραστικά προβλήματα μιάς ποιητικής παρουσίας και ενός ηλεκτρονικού σημειώματος. Ο Σουηδός σκηνοθέτης Ίνγκμαρ Μπέργκμαν με τον κινηματογραφικό του φακό σπούδασε την Σιωπή της εμφάνισης του Λόγου. Σημασία πάντως έχει ότι η Επιλογή και Μετάφραση ποιημάτων της ποιήτριας Έμιλυ Ντίκινσον από την ελληνίδα ποιήτρια Αγγελική Σιδηρά σχεδόν έναν αιώνα μετά, προσέχθηκαν και επισημάνθηκαν τα θετικά της σημεία και οι κοινές ποιητικές τους αναφορές και ενδοκειμενικές συνομιλίες.

    "Τον Απρίλιο του 1862, ο δοκιμιογράφος κριτικός Τόμας Χίγκινσον έλαβε μιά επιστολή γεμάτη αγωνία από μιά μυστηριώδη νεαρή γυναίκα. Το γράμμα αρχίζει απλά: «Κύριε Χίγκινσον, μέσα στις τόσες ασχολίες σας, θα μπορούσατε ίσως ν’ ασχοληθείτε μαζί μου, να κρίνετε αν είναι ζωντανή η ποίησή μου;» Ο Χίγκινσον συνέχισε να διαβάζει θαυμάζοντας τη γνησιότητα και την εσωτερικότητα της νεαρής γυναίκας. Έτσι έγινε γνωστή στον κόσμο μία από τις μεγαλύτερες ποιήτριες της Αμερικής.

        Η Έμιλυ Ντίκινσον γεννήθηκε στο Άμερστ της Μασαχουσέτης το 1830. Έζησε και τα 56 της χρόνια στο πατρικό της σπίτι, δεν παντρεύτηκε ποτέ και ταξίδεψε ελάχιστες φορές έξω απ’ το χωριό της. Όταν ο Χίγκινσον τη ρώτησε ποιοι ήσαν οι φίλοι της, η Ντίκινσον του έγραψε: «Οι λόγοι, κύριε, και το ηλιοβασίλεμα και ένα σκυλί μεγαλόσωμο σαν και μένα που μου χάρισε ο πατέρας μου- τα σκυλιά είναι καλύτερα από τους ανθρώπους γιατί ενώ ξέρουν, δεν μιλούν.¨

        Αν και εσωστρεφές άτομο, με περιορισμένη κοινωνική ζωή, η Ντίκινσον ήταν ένας άνθρωπος που αξιοποιούσε το κάθε τί. Είχε ένα χάρισμα που της έδινε τη δυνατότητα να προάγει τη φαντασία της σε όλες τις σχέσεις με τον άνθρωπο, τη φύση, το πνεύμα, το χρόνο. Χρησιμοποίησε ποιητικές μεθόδους πρωτοποριακές για την εποχή της- χρήση της παύλας για έμφαση, μέτρα που ξέφευγαν από τους αυστηρούς ρυθμούς, ρίμες, συχνά χωρίς ομοιοκαταληξία, ελλειπτικές φράσεις, απροσδόκητη εκλογή λέξεων- αλλά μ’ αυτή την τόλμη και καινοτομία κέρδισε την φήμη μιάς από τις πιο αυθεντικές ποιήτριες. Μόνον επτά ποιήματά της δημοσιεύτηκαν κατά τη διάρκεια της ζωής της και αυτά ανώνυμα, αλλά η ποίησή της διαχρονική μας τέρπει, μας προβληματίζει, μας φωτίζει μέχρι και σήμερα."

Μεταφραστικά δείγματα της Αγγελικής Σιδηρά

Χαρά είναι το μελτεμάκι εκείνο

που μας σηκώνει ανάλαφρο απ’ τη γη,

αφήνοντάς μας σ’ έναν τόπο άλλο,

ανεξερεύνητο και ύστερα αργεί

 

να μας γυρίσει πίσω’ έτσι μονάχα

προσγειωνόμαστε νεότεροι ακόμα,

προσμένοντας πιό δυνατοί το τέλος μας

στο γνώριμο, το μαγεμένο χώμα.

1868

--

Λένε πολλοί

πώς άμα ειπωθεί μιά λέξη

αμέσως σβήνει,

εγώ νομίζω

πώς αυτή αρχινά να ζει

τη μέρα εκείνη.

1872

--

Για να φτιάξεις ένα λιβάδι

χρειάζεσαι μιά μέλισσα, λίγο τριφύλλι,

λίγο τριφύλλι, μιά μέλισσα

και φαντασία.

Αλλά και η φαντασία μόνη φτάνει

άν οι μέλισσες σπανίζουν.

(Άγνωστη χρονολογία)

--

Ηχούσε κάπως σαν να τρέχανε οι δρόμοι

και πάλι ακίνητοι να μένουν’ διαρκώς

απ’ το παράθυρο η Έκλειψη φαινότανε,

το μόνο που ένιωθες ήταν ο πανικός.

 

Λίγο μετά οι πιό γενναίοι κοιτάξαν έξω,

να δούνε ο χρόνος αν βρισκόταν εκεί πέρα.

Η φύση φόραγε τη σμαραγδί ποδιά της

κι όλο ανακάτευε  τον δροσερό αέρα.

1877

--

Έδωσα ό,τι είχα στη ζωή μου

μονάχα για την ομορφιά’

φοβόμουν μόνη, ώσπου εκείνον

πλάι μου θάψαν συντροφιά.

 

Για την αλήθεια είχε πεθάνει

και τρυφερά μου εξηγεί

πώς σμείξανε τα ιδανικά μας

σε μία δίδυμη ψυχή.

 

Και σαν ζευγάρι αγαπημένο

μιλούσαμε απ’ τα μνήματά μας,

ώσπου χορτάριασαν τα βρύα

σκεπάζοντας τα ονόματά μας

1862  

--

Αυτό είναι το γράμμα μου στον κόσμο

που απάντηση καμία δεν μου δίνει,

για όσα νέα απλά η Φύση είπε

μ’ όλη της τη γλυκειά μεγαλοσύνη.

 

Το μήνυμά της πάντοτε περνάει

σε χέρια που δεν βλέπω, τόσο ξένα,

για χάρη της, αγαπημένοι αγρότες,

με αγάπη να με κρίνετε και μένα.

1862

--

Κάθε στιγμή εκστατική εξαγοράζεις

με σπαραγμό μονάχα και οδύνη,

σε μιάν αμφίβολη πικρή αναλογία

για την ελάχιστη έκσταση εκείνη.

 

Και κάθε ώρα σου αγάπης την πληρώνεις

με άθλια χρόνια, με φαρδίνια κερδισμένα

μόνο με πίκρες, ταπεινές ελεημοσύνες,

τόσα κιβώτια με δάκρυα στοιβαγμένα.

1859

--

Η αγάπη μόνη της μετριέται. «Τόσο απέραντη

όσο εγώ,» λέει ο ήλιος «δεν τελειώνει»,

σε κάποιον που δεν ένιωσε τη φλόγα της.

Μόνη της, όλα όσα είναι, μόνη.

1864

--

Από σανίδα σε σανίδα περπατούσα

σιγά- σιγά, με τόση προσοχή,

γύρω στα πόδια μου αισθανόμουνα τη θάλασσα,

στο πρόσωπό μου τ’ άστρα πέφτανε βροχή.

 

Ήξερα μόνο πώς το βήμα το επόμενο,

μιά ίντσα μόνο τελευταία, ήταν εκεί,-

κι η γνώση μου έδινε το αβέβαιο περπάτημα,

αυτό, πού «πείρα» ονομάζουν μερικοί.

1864

--

Αυτός ο κόσμος δεν είναι το τέλος μας’

μία συνέχεια κάπου περιμένει

αόρατη, όπως η μουσική,

αληθινή, όπως ο ήχος και κρυμμένη

 

όλο μας γνέφει, μας παραπλανά,

ενώ οι φιλόσοφοι σαστίζουνε μπλεγμένοι

στο άλυτο αίνιγμα και όλη η σοφία τους

μες στο λαβύρινθο του κόσμου είναι χαμένη.

 

Και όσο ψάχνουν τόσο και μπερδεύονται.

Πόσες ζωές, γενιές περιφρόνησαν

πασχίζοντας να βρούνε την αλήθεια του

και μονάχα τη σταύρωση γνωρίσαν.

1862

--

Το μέλλον ποτέ δεν μίλησε,

ούτε και θα μιλήσει’

ούτε κάν σαν το μουγκό

που με χειρονομίες και μουγκρητά

υπαινίσσεται τον απόκρυφο ερχομό του.

Αλλά όταν τα νέα ωριμάσουν

Παρουσιάζονται στην Πράξη,-

ακυρώνοντας κάθε προετοιμασία,

διαφυγή ή αντικατάσταση.

Η προίκα ή το μνήμα

του είναι το ίδιο αδιάφορα.

Η δουλειά του μόνο είναι

να εκτελεί το τελεσίγραφο

της μοίρας σ’ αυτό.

1863

          Στον δικό του σχολιασμό ο Φώτης Τερζάκης για την μεταφραστική δουλειά της Αγγελικής Σιδηρά, ανάμεσα στα άλλα αναφέρει: «Αν η Αγγελική Σιδηρά δεν ήταν ποιήτρια δεν θα είχε ποτέ καταφέρει αυτό που επέτυχε- κάτι που η μετριοφροσύνη της δεν της επέτρεψε να σταθμίσει στο ακριβές μέγεθός του- μεταφράζοντας τα ποιήματα (μια επιλογή ποιημάτων που έκανε η ίδια) της ευαίσθητης ποιήτριας από τη Μασαχουσέτη που άφησε ένα σημαντικό ίχνος στην καμπή της αγγλοσαξωνικής λογοτεχνίας του περασμένου αιώνα προς τις νεωτερικές μορφές της- της Έμιλυ Ντίκινσον».

          Φώτης Τερζάκης, περιοδικό «πλανόδιον»  

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Πέμπτη 10 Ιουλίου 2025

 

               

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου