Ο Νίκος Ι. Χαντζάρας με τα μάτια του
Χρήστου Λεβάντα
ΧΡΗΣΤΟΥ ΛΕΒΑΝΤΑ
ΔΥΟ ΜΟΡΦΕΣ
ΔΗΜΟΣΘ. Ν. ΒΟΥΤΥΡΑΣ
ΝΙΚΟΣ Ι. ΧΑΝΤΖΑΡΑΣ
ΜΕΛΕΤΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΕΚΔΟΣΗ «ΠΕΙΡΑΪΚΩΝ ΧΡΟΝΙΚΩΝ», Πειραιάς
1952
Εξώφυλλο
ξυλογραφία της Κας Βάσως Κατράκη
Διαστάσεις
12Χ18, σελίδες 90,
τιμή
παλαιοπωλείου 45 ευρώ
Τόσο την περίοδο της
αρρώστιας του όσο και μετά την απώλειά του 2/6/1949 ο πειραιώτης ποιητής και
δημοσιογράφος Νίκος Ι. Χαντζάρας και το έργο του στάθηκε τυχερός. Υπήρξαν
ορισμένοι πειραιώτες φίλοι του που του συμπαραστάθηκαν, κατά τα διαστήματα
προβλημάτων με την υγεία του, τον φρόντισαν όπως μας λέει ο Λεβάντας, και μετά
τον θάνατό του διαχειρίστηκαν το Αρχείο του-έστω και άτακτα- που είχε
συγκεντρώσει ο ίδιος. Ο πρώτος που έκανε συστηματική δουλειά και συνέταξε
Εργογραφία και Βιβλιογραφία για τον Νίκο Ι. Χαντζάρα είναι ο γνωστός και
καταξιωμένος πανελλαδικά πεζογράφος και δημοσιογράφος, κριτικός Χρήστος
Λεβάντας. Ο Χρήστος Λεβάντας έζησε τον Χαντζάρα από κοντά, τον συναναστράφηκε
και αντάλλασσαν απόψεις, γνώριζε και διάβαζε τα «Πειραιώτικα» δημοσιεύοντας και
οι δύο στον τοπικό τύπο στις ίδιες εφημερίδες. Συνομιλούσε μαζί του,
συναντιόνταν σε κοινά μέρη, είχαν τις ίδιες πάνω κάτω Πειραϊκές παρέες,
συντροφιές, έτρωγαν στις ίδιες ταβέρνες. Δεν ήταν δα και τόσο μεγάλος ο
πνευματικός κύκλος των Πειραιωτών εκείνες τις δεκαετίες, πέρα από το γεγονός ότι
Πειραιώτες με τις οικογένειές τους κατοικούσαν στην πρωτεύουσα, σε άλλες
μεγαλουπόλεις ή σε όμορους Δήμους. Και φυσικά στο γεγονός ότι από τον
προηγούμενο αιώνα Αθηναίοι συγγραφείς και λόγιοι κατέβαιναν για διασκέδαση στις
ακτογραμμές της Πειραϊκής γης ή για βόλτα και περιπάτους στις εξέδρες του
Φαλήρου. (Ας μην λησμονούμε και το πέρασμα από το Φάληρο του διάσημου ποιητή
και μεταφραστή Ζαν Μωρεά του ποιητή των «Στροφών» ή το γρήγορο πέρασμα από την
πόλη του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη και τόσων άλλων). Στο «χωριό» του Νίκου Ι.
Χαντζάρα όλοι γνωρίζονταν και συναντούσαν όλους εκείνα τα χρόνια.
Στις εκδόσεις των «Πειραϊκών Χρονικών» το
1952 ο Χρήστος Λεβάντας εκδίδει το μικρού μεγέθους και σελίδων βιβλίο του «ΔΥΟ
ΜΟΡΦΕΣ». ΔΗΜΟΣΘ. Ν. ΒΟΥΤΥΡΑΣ- ΝΙΚΟΣ Ι. ΧΑΝΤΖΑΡΑΣ. ΜΕΛΕΤΗ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. Ήταν οι
Ομιλίες του για δύο φημισμένους πειραιώτες, τον διηγηματογράφο Δημοσθένη
Βουτυρά και τον ποιητή Νίκο Χαντζάρα. Εδώ να υπενθυμίσουμε ότι είχε προηγηθεί
το 14 σελίδων βιβλιαράκι του πειραιώτη Κώστα
Αγγελόπουλου, «ΝΙΚΟΣ ΧΑΝΤΖΑΡΑΣ» ΕΝΑΣ ΕΙΔΥΛΛΙΑΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ. ΜΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ
«ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΟΥΣΑΣ». Τυπώθηκε στο τυπογραφείο του Δ. Τσουρουνάκη τον Μάρτη
του 1944 σε 500 αντίτυπα για λογαριασμό του περιοδικού «Νεοελληνική Μούσα». Η
φιλολογική αυτή διάλεξη κυκλοφόρησε πέντε χρόνια πριν το θάνατο του ποιητή και
είναι μια καλογραμμένη σύντομη εξέταση του ποιητικού έργου του την οποία
υποδέχτηκαν θετικά οι κριτικοί της εποχής. Ο Αγγελόπουλος στέκεται αποκλειστικά
στο ποιητικό του έργο και δεν ασχολείται με τα «Πειραιώτικα» και τις άλλες
δημοσιογραφικές του ασχολίες.
Το βιβλίο όμως του Χρήστου Λεβάντα ήταν
μία περισσότερο ολοκληρωμένη και συγκεντρωτική δουλειά. Εξάλλου στον Χ. Λ.
οφείλουμε την διαφύλαξη του Αρχείου του ποιητή και την προσφορά του στο
Ιστορικό Αρχείο της Πόλης όπου διαφυλάσσεται μέχρι σήμερα. Ο Χρήστος Λεβάντας
πριν την κυκλοφορία της μελέτης του αυτόνομα σε βιβλίο, είχε δημοσιεύσει σε δύο
μέρη στην εφημερίδα «Η Φωνή του Πειραιώς» των Παναγιώτη Τζουνάκου και Γεώργιου
Π. Πασαμήτρου την Διάλεξή του: «Η ζωή και το έργον του ποιητού των ειδυλλίων Ν.
Ι. Χαντζάρα».
Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο
έχουμε την περίπτωση του γνωστού διηγηματογράφου Πειραιώτη Δημοσθένη Ν.
Βουτυρά, σελίδες 3-45. Και το δεύτερο μέρος από τις σελίδες 46 έως 90 έχουμε
την εξέταση της ποίησης και της ζωής του Νίκου Ι. Χαντζάρα. Το μελέτημα για τον
Δημοσθένη Ν. Βουτυρά (εδώ ας υπενθυμίσουμε ότι δεν είναι πολλά τα διηγήματα του
που αναφέρονται στον Πειραιά), είναι Ομιλία που εκφωνήθηκε στη σειρά των
διαλέξεων της «Φιλολογικής Στέγης» του Πειραιά στην αίθουσα του «Συλλόγου των
Ιδιωτικών Υπαλλήλων» στις 7 του Γενάρη 1951. Μετά το Πορτραίτο του Βουτυρά από
την ζωγράφο κόρη του συγγραφέα Θεώνη Ν. Βουτυρά ακολουθούν οι σελίδες 5-24 με
την μελέτη-ομιλία. Οι επόμενες είκοσι σελίδες 25-45 έχουμε την «ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΒΟΥΤΥΡΑ». Η Βιβλιογραφία έρευνα- εργασία του Χρήστου
Λεβάντα χωρίζεται σε Α΄. Εκδόσεις.-Β΄. Τα Πρώτα Διηγήματα.- Γ΄. Διηγήματα σε
Εποχιακά Περιοδικά.- Δ΄. Σκόρπια Διηγήματα.- Ε΄. Κρίσεις- Μελετήματα.- Ζ΄.
Γραμματολογικά.- ΣΤ΄. Λεξικά.- Η΄. Πληροφοριακά.- Θ΄. Ο Βουτυράς στα Ξένα
Γράμματα.
Το δεύτερο μέρος ανοίγει την αυλαία
του με Σκίτσο του Χαντζάρα της Βάσως Κατράκη που έγινε τον Ιούλη του 1948 όταν
ο ποιητής νοσηλεύονταν στην κλινική «Λευκός Σταυρός». (εδώ να μνημονεύσουμε ότι
είναι τρία τα σκίτσα που έχουμε για τον ποιητή από διαφορετικά άτομα. Δες και
προηγούμενο σημείωμά μας. Αυτό του Κλώνη, δεν χρησιμοποιείται συνήθως αν δεν
λαθεύω). Ακολουθεί ο «ΝΙΚΟΣ Ι. ΧΑΝΤΖΑΡΑΣ» Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΩΝ «ΕΙΔΥΛΛΙΩΝ», σελ.
47-61. Διαβάζουμε: «Εκφωνήθηκε στην αίθουσα του Εκδρομικού- Ορειβατικού Ομίλου
Πειραιά στις 23 του Νοέμβρη 1950 πρώτη στη σειρά ομιλιών που οργανώθηκαν από
τον πιό πάνω Όμιλο γύρω απ’ τα πνευματικά ενδιαφέροντα.». Έπονται οι σελίδες
62-90 με την «ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Ν. Ι. ΧΑΝΤΖΑΡΑ». Η Εργογραφία- Βιβλιογραφία
διαμερισματοποιείται σε
Α΄ΒΙΒΛΙΑ
1.,
-«Ειδύλλια», σχ. 8, σελ. 30. Έκδοση «Μουσικών Χρονικών» 1931 Αθήνα [Δεκαοχτώ ποιήματα,
μαζί και το «Δακρύβρεχτο Ειδύλλιο της Ελένης» πρωτοδημοσιευμένα σε λογοτεχνικά
περιοδικά μιάς ολόκληρης εικοσιπενταετίας και αναθεωρημένα από τον ποιητή.].
Β΄ ΠΡΩΤΑ
ΦΑΝΕΡΩΜΑΤΑ
1., Σε περιοδικά [λήμματα 2-21]
2., Σε Ημερολόγια [ λήμματα22-23]
Γ΄ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΣΕ ΝΕΑ ΜΟΡΦΗ [λήμματα 24-35
Δ΄
ΞΑΝΑΤΥΠΩΜΕΝΑ
1., Σε περιοδικά [λήμματα 36-64]
2., Σε Εφημερίδες [λήμματα 65-127]
3., Σε αναγνωστικά [λήμματα 128-132
4., Σε ανθολογίες [λήμματα 133-140]
Ε’
ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ [λήμματα 141-145]
ΣΤ΄ ΣΤΑ ΞΕΝΑ
ΓΡΑΜΜΑΤΑ [λήμματα 145-147]
Σημείωση: Στην αρίθμηση υπάρχουν τυπογραφικά
λαθάκια πχ. τα Νούμερα 142, 145 κλπ. είναι διπλά στην συνολική αρίθμηση.
Ζ΄
ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΑΡΘΡΑ ΚΑΙ ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
1., Σε περιοδικά, Εφημερίδες [148-179]
2., Επιλογή απ’ τα «Πειραιώτικα» [180-251]
(«Εφ. «Η Φωνή
του Πειραιώς» Γενάρης 1945 –Μάης 1949).
Ζ΄ ΚΡΙΣΕΙΣ,
ΑΡΘΡΑ, ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ [252-528]
ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ [529-543]
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΑ [544-574].
Στην σελίδα
88 που κλείνει ο κύκλος των πληροφοριακών καταγραφών του Χ. Λεβάντα για τον Ν.
Ι. Χαντζάρα δημοσιεύονται τα εξής:
«(Για ένα μέρος της πιό πάνω εργασίας,
χρησιμοποιήθηκε το υλικό, το συγκεντρωμένο απ’ τον ίδιο τον ποιητή. Τούτο
διασώθηκε απ’ τον γράφοντα και παραδόθηκε ύστερα απ’ τον θάνατό του στη
Δημοτική Βιβλιοθήκη του Πειραιά για να φυλαχτεί στο υπό ίδρυση Ιστορικό και
Γραμματολογικό Αρχείο. Το αποτελούνε, τα περισσότερα όχι ακριβολογημένα
χρονολογικά, επικολλημένα άταχτα σε φύλλα δέκα τετραδίων με ενδιαφέρουσες
σημειώσεις του ποιητή σε ποιήματά του, διορθώματα, αδημοσίευτα γράμματα φίλων
του, φωτογραφίες κλπ. Το πιό σημαντικό είνε η σειρά των «Πειραιώτικων» που
εδημοσιεύτηκαν στη «Φωνή του Πειραιώς» όπου συνεργάζονταν μεταπολεμικά ο
ποιητής και που θάπρεπε να τυπωθούν απ’ τον Δήμο του Πειραιά σε βιβλίο όχι μόνο
για το γραμματολογικό ενδιαφέρον τους, αλλά και για το ύφος τους που σε πολλά
είνε απαράμιλλο και των φανερώνει πεζογράφο με έξοχες αρετές.)».
Τέλος, το Βιβλίο-Μελέτη κλείνει με τις
σελίδες 89-90 όπου δημοσιεύεται «ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ ΣΤΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΔΗΜ. Ν. ΒΟΥΤΥΡΑ».
Έχουμε: -Α΄ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ (σε εποχιακά περιοδικά κλπ.).- Β΄ΑΡΘΡΑ, ΚΡΙΣΕΙΣ,
ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ.- Γ΄ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΑ.
Αυτή είναι η ταυτότητα του βιβλίου και
των Περιεχομένων του Χρήστου Λεβάντα όπου όλοι οι μεταγενέστεροι ερευνητές,
συγγραφείς και ληματογράφοι πειραιώτες και μη μνημονεύουν και παραπέμπουν. Είναι
εξίσου γνωστό όσο και τα «Ειδύλλια» του ποιητή. Ο Λεβάντας στηρίχτηκε στο
Αρχείο του Χαντζάρα, το κατέγραψε σύμφωνα με το υλικό που είχε στα χέρια του,
του έδωσε ενδέχεται την μορφή που έχει σήμερα. Οργάνωσε την Εργογραφία που
γνώριζε, την Βιβλιογραφία και Αρθρογραφία του. Συμπλήρωσε δηλαδή την Ομιλία του
(Όπως και του Βουτυρά) με δημοσιευμένα παλαιότερα συγγραφικά τεκμήρια
καθιστώντας το βιβλίο του απαραίτητο στους αναγνώστες. Κάτω από τον όρο
Βιβλιογραφία στεγάζει και την Εργογραφία του Χαντζάρα.
Σε
προηγούμενα σημειώματά μας στα Λογοτεχνικά Πάρεργα αυτήν την χρονική περίοδο
έχουμε μιλήσει για την προσφορά του Χ. Λεβάντα όπως και του Αντώνη Μαρμαρινού.
Όπως γνωρίζουμε σήμερα, ο Χρήστος Λεβάντας και πριν και μετά την έκδοση της
μελέτης του ασχολήθηκε και δημοσίευσε κείμενα για τον Ν. Ι. Χαντζάρα. Για τα
πριν βλέπε Βιβλιογραφία του σελίδες 78-79, καταγραφή λημμάτων από το νούμερο
365 έως 384, για τα μετά βλέπε ενδεικτικά τα εξής: -«Ο Πνευματικός Πειραιάς»,
σ.61 στο Λεύκωμα Πειραιώς του 1958 του Δημήτρη Πανίτσα. -Το «Ένας άγνωστος Ν.
Χαντζάρας», σελ. 255-256 περιοδικό «Νέα Εστία» τχ. 1143/15-2-1975 κλπ.
Από τις
σελίδες 56 έως 61 διαβάζουμε και αντιγράφουμε:
«Αφού μιλήσαμε για το έργο του, ας
μιλήσουμε τώρα και για τον ποιητή. Δεν σας κρύβω, πώς θελημένα, προσπάθησα να
σας δώσω αρχικά μια γενική εικόνα του έργου του, να σας μπάσω στο ποιητικό του
κλίμα, γιατί ο Χαντζάρας ο ποιητής, που έφερε στη Νεοελληνική Μούσα τέτοιους
βουκολικούς και ειδυλλιακούς τόνους, έχει τούτο το παράδοξο: Ότι όλη του τη
ζήση την πέρασε σ’ αυτά τα Πειραϊκά χώματα, χωρίς ποτέ να δοκιμάσει τις χαρές
του ύπαιθρου. Είνε ο ποιητής της Πειραϊκής γης, θα μπορούσαμε να πούμε
κυριολεκτικά. Γεννήθηκε το 1884 στον Πειραιά και έζησε τα παιδικά του χρόνια
στην Υδραίικη συνοικία. Κάπου κοντά στο Σταυρό, που ήταν άλλοτε το ακραίο
ορόσημο της κατοικημένης ζώνης. Πιο πέρα απλωνόταν έρημη και γεμάτη από βράχους
η ράχη της Πειραϊκής Χερσονήσου. Τώρα, βέβαια, όλα έχουν αλλάξει. Από τους
βράχους της δεν απέμειναν παρά ελάχιστα. Πλήθος από σπίτια έχουν οικοδομηθή και
η ζωή σφύζει εκεί που άλλοτε –όχι πολύ μακρυά, σχεδόν μέχρι τα πρώτα χρόνια του
Μεσοπολέμου, στα 22-24 δεν υπήρχε πνοή ανθρώπου. Μονάχα κείνοι πούχαν ανοίξει
λογαριασμούς με τον Νόμο, εύρισκαν καταφύγιο στους έρημους βράχους και τις
σπηλιές της. Αυτό έχει σημασία: Μας βοηθάει στο να βρούμε τις πηγές της ποίησης
του Χαντζάρα. Λοιπόν, έμενε, είπαμε, κάπου κοντά στο Σταυρό, μαζύ με τους
γονιούς του. Ο πατέρας του ήταν απ’ τα Γιάννενα. Η μητέρα του απ’ την Ύδρα.
Ο ίδιος περηφανεύεται, σε κάποια γραψίματά
του, για την Υδραίικη φλέβα που έφερνε μέσα του και γράφει σ’ ένα σημείωμά του
στη «Φωνή του Πειραιώς» όπου συνεργάζονταν από το 1945 μέχρι του 1949 που
βαρυαρρώστησε, δίνοντας χρονογραφικά κομμάτια με τον γενικό τίτλο
«Πειραιώτικα». Γράφει: «Το παιδί της Μπίλιως Γεωργίου Ξένου, καραβοκύρη (τ’
όνομα και το γένος της μάνας του) που συγγενεύει με τους Κριεζήδες». Και πιο
κάτω: Η καυμένη η μάνα μου, που μια θειά της, Κριεζοπούλα, την είχε πάρει μαζύ
της στο σπίτι της κόρης της, η κυρά Κυριακούλα επέμενε, ζητώντας να με γράψουνε
μαθητή στο σχολείο». Φέρνει μέσα στην ψυχή του, βλέπετε, κάτι απ’ την περηφάνια
και την αρχοντιά των Υδραίων κι’ ας έδειχνε στη ζωή του απλός και ταπεινός.
Όμως, οι γονιοί του ήταν φτωχοί άνθρωποι. Ο πατέρας του αραμπατζής. Είχε
νταλίκα. Ήταν δηλαδή αμαξάς. Σε άλλα γραψίματά του στην ίδια εφημερίδα
περιγράφει ο ποιητής πώς συνόδευε τον πατέρα του, όταν αυτός οδηγούσε τ’ άλογό
του- τον «Κίτσο» του- στις ακτές της Πειραϊκής Χερσονήσου, στο λιμανάκι του
«Μπαϊκούτση», για να το λούσει στη θάλασσα. Η Πειραϊκή-μας λέει- ήτανε
βοσκότοπος. Εκεί υπήρχαν κονάκια και τσοπαναραίοι, που βόσκανε τα γιδοπρόβατά
τους. Τούτες, λοιπόν, οι εικόνες εντυπώθηκαν στο παιδικό πνεύμα του Χαντζάρα
κι’ έγιναν αφορμή να μας δώση τους βουκολικούς τόνους του. Τ’ άλογα του πατέρα
του, που σ’ άλλα γραψίματά του, όπου μαντεύουμε άλλη μιά φορά την Υδραίικη
αδυναμία του, τα πολλαπλασιάζει, μας μιλάει για τον «Κίτσο», την «Μπίλιω», τον
«Καρά», για φοράδες και πουλάρια για «ψυχογιούς» του, δηλαδή το παιδί που τον
βοηθούσε στη δουλειά του, ζωντανεύουν μέσα στην ποίησή του. Η αδερφή του, όμοια
είναι κι’ εκείνη πρόσωπο, που αναπλάθεται στα ποιήματά του. Η «Ελένη του
Δακρύβρεχτου Ειδυλλίου» κι’ άλλων ποιημάτων του δεν είναι πρόσωπο φανταστικό.
Είναι η αδερφή του, πού φαίνεται, πώς άσκησε σαν ¨κοράσι» την επίδρασή του στα
παιδικά του χρόνια. Την παρακολουθεί με στοργή στο μεγάλωμά της, παραστέκεται
στα μυστικά της σκιρτήματα, της χαρίζει τη ζέστα του, τη θηλυκή τρυφεράδα του.
Κι’ αλλού, σ’ άλλα πάλι σημειώματά
του, που δημοσίεψε στη «Φωνή του Πειραιώς», μας φανερώνει πώς το ποιητικό του
αίσθημα τη «χρυσή φλέβα» του, τη χρωστάει στη μάνα του. Την παρουσιάζει να του
αναλύει με το δικό της, βέβαια τρόπο, σαν γυναίκα του λαού πού ήταν, ασπούδαχτη
νησιώτισσα, δημοτικά τραγούδια και μας λέει πώς έκλαιγε σαν του εξηγούσε απλά
το μύθο της.
«Μηλίτσα πούσαι στο γκρεμνό τα μήλα
φορτωμένη- τα μήλα σου λιμπίστικα, μα το γκρεμνό φοβούμαι…
-Άκουσες Νίκο τί λέει το τραγούδι; Το
καϋμένο το παλληκάρι, δεν πρόσεξε (το τραγούδι, καθώς είναι γνωστό, περιγράφει
πώς ένας διαβάτης δεν πρόσεξε και περνώντας το μονοπάτι να φτάσει στη μηλίτσα,
πάτησε σ’ έναν τάφο κλπ.) και τον πάτησε απάνω στο κεφάλι. Κρίμα στο νιό…
Αμαρτία, Νίκο!
«Εγώ δεν ήμουνα μικρός τότε. Ήμουνα
μεγάλος. Σε λίγο θα πήγαινα στο στρατό, μα με συγκινούσε πάντα η κουβέντα της
μάνας μου. Και δάκρυζα κι’ εγώ. Τότε άρχισα να ζητάω να βρω τη φιλοσοφική
βαθύτητα σε κάθε εκδήλωση της ζωής. Κι’ ένιωθα πώς έχανα κάτι απ’ την καρδιά
μου ολοένα».
Αλλού μας βεβαιώνει, πώς η μάνα του,
που ήταν η λατρεία του, αντίθετα προς τον πατέρα του, για τον οποίο μιλάει με
κάποια συγκρατημένη αντιπάθεια, ίσως γιατί ο τελευταίος έδειχνε κάπως σκληρός,
καμωμένος έτσι απ’ το επάγγελμά του, στάθηκε κείνη που τον παρακινούσε να
σπουδάσει, να μάθει γράμματα. Από τη μητέρα του πήρε και τη σπάνια ευαισθησία
που μας μεταγγίζει με τα ποιήματά του.
Σ’ ένα απ’ τα «Πειραιώτικά» του 7
Νοεμβρίου 1947 περιγράφει τη μάνα του να λέει στην αδερφή του:
«-Ελένη,
ξύπνα. Μας πήρε η μέρα κι’ η αυγή. Μας περιμένουν οι δουλειές. Η φοράδα θέλει
νερό. Ο Καράς χλιμιντράει. Ο ψυχογιός παντρέφτηκε και δε φάνηκε ακόμα. Ο
πατέρας σου πού τόρριξε στο ραχάτι. Σήκω να δεις και τον Αυγερινό που χλωμιάζει
και σβύνει ασήμι καθαρό που λιώνει σε σταλαγματιές μεγάλες-έτσι τις έβλεπε-να
κατρακυλάνε στον ουρανό! Σήκω να μου φέρεις νερό με το χαρανί να ποτίσουμε τη
Μπίλιω, τη φοράδα μας με τη σειρά της, έπειτα το πουλάρι της. Και στο τέλος
σκούπισμα του σταύλου…».
Καθώς είδαμε λοιπόν, ήταν ο ποιητής
της Πειραϊκής Γης. Και της έμεινε πιστός πάντα. Αντίθετα από άλλους Πειραιώτες
ποιητές και λόγιους της γενιάς του, τον Άριστο Καμπάνη, τον Δημοσθένη Βουτυρά,
τον Σπύρο Μελά, τον Μπόνη κ.ά. (μονάχα ο Παύλος Νιρβάνας κι’ ο Λάμπρος Πορφύρας
έμειναν ο πρώτος στο Νέο Φάληρο κι’ ο δεύτερος στον Πειραιά μέχρι που έσβησαν)
κείνος δεν έκανε βήμα από κοντά της κι’ εδώ άφησε την ύστατη πνοή του. Το τέλος
του ήταν τραγικό. Κάτι ανάλογο σε απαθλίωση με τον θάνατο του Μπωντελαίρ.
Ο Χαντζάρας χτυπημένος από βαριά κι’
ύπουλη αρρώστια, που χρόνια δούλευε μέσα στο αίμα του, ύστερα απ’ την Κατοχή
άρχισε να δείχνει σημάδια απότομης κι’ ανεξήγητης κατάρρευσης. Ο άνθρωπος που
φρόντιζε, όσο πολλοί λίγοι την εμφάνισή του, πού έφτανε στο δημοσιογραφικό
γραφείο πάντα αρχοντικός άψογος και αρωματισμένος, παρουσίαζε μιάν άθλια
αυτοεγκατάλειψη. Δεν νιαζόταν κι’ αν γέμιζαν οι στάχτες των τσιγάρων που
κάπνιζε αδιάκοπα, τα πέτα του σακακιού του, αν οι τροφές του, κατρακυλούσαν
πάνω στα ρούχα του κι’ άφηναν σ’ αυτά ανεξίτηλα σημάδια. Όσοι βρισκόμαστε
στενώτερα κοντά του αρχίσαμε ν’ ανησυχούμε. Τον γυροφέρναμε από κλινική σε
κλινική, από γιατρό σε γιατρό. Τέλος επιμελέστερη εξέταση, φανέρωσε τη μορφή
της ύπουλης αρρώστιας του, να παίρνει τον δρόμο του αργού θανάτου. Τον πήγαμε
με σπαραγμό ψυχής στο Δρομοκαϊτειο. Στην πρώτη θέση του Ιδρύματος, με χορηγία
του Ταμείου Υγείας της Ένωσης Συντακτών. Μας κοίταζε βουβός, με τα μεγάλα, τα
αθώα μάτια του, τα γεμάτα απ’ το φώς του γαλανού ουρανού μας. Είχε αρχίσει να
υποτάσσεται στο μοιραίο. Όμως κι’ αυτού μέσα φεγγοβολούσε η ψυχή του ευγένεια,
η ανθρωπιά του. Αγαπήθηκε απ’ τους τρελλούς τόσο, που τον φρόντιζαν μέρα νύχτα
σαν να ήταν ένα προσφιλές γι’ αυτούς πρόσωπο. Μάταια, στάθηκαν όλες τούτες οι
φροντίδες. Ήταν αργά για την εξασθενημένη καρδιά του, να χτυπηθεί δραστικά η
ύπουλη αρρώστιά του. Και τον ξαναφέραμε πίσω στον Πειραιά σ’ ένα ωραίο,
ηλιόλουστο δωμάτιο στο Γηροκομείο, να ζήσει ήρεμα τις μέρες που του απόμειναν
και να πεθάνει ανάμεσα στον κύκλο των Πειραϊκών προσώπων, με τα οποία είχε
συνδεθή η ζωή του.
Ωστόσο ο θάνατος ήρθε και τον βρήκε
κατά τον πιό τραγικό τρόπο. Όχι όπως τον προσμέναμε.
Λαμπάδιασε ένα πρωί απ’ τη φλόγα ενός
σπίρτου, που έπεσε πάνω στις πιτζάμες του, σε μιά στιγμή που προσπαθούσε ν’
ανάψει ένα τσιγάρο μακρυά απ’ τα μάτια της υπηρεσίας του ιδρύματος. Και πέθανε
στις 2 του Ιούνη του 1949 σ’ ένα κρεββάτι του Τζάννειου, όπου είχε μεταφερθή.
Μ’ εκυνηγούσε η φωτιά…»
Μας είπε αργά, ήσυχα, μ’ ένα
συγκρατημένο παράπονο σαν είχαμε βρεθεί κοντά του. Άλλη μιά φορά, λίγες μέρες
νωρίτερα, είχε κιντυνέψει από τη φωτιά στο ίδιο ίδρυμα. Είχε αποκοιμηθή μ’
αναμμένο τσιγάρο στα χέρια, κι’ είχε πάρει φωτιά το στρώμα του κρεββατιού του.
Και στα μάτια του υπήρχε η έκφραση μιας φιλοσοφημένης, αλλά σκληρής
εγκαρτέρησης. Ήταν σαν να ρωτούσαν, καθώς γύρισαν απάνω μας, αν ήταν άξιος ενός
τέτοιου θανάτου, μιάς τόσο σκληρής μοίρας, αυτός, που στάθηκε τόσο διακριτικός,
τόσο αισθαντικός στη ζωή, που μας έδωσε εξαίσιους ειδυλλιακούς τόνους, μιά
ποίηση που λαμπρύνει και θα λαμπρύνει πάντα το Νεοελληνικό ποιητικό λόγο.».
Με τον λόγο και τα γραπτά του φίλου
και συναδέλφου του ποιητή, του πεζογράφου Χρήστου Λεβάντα κλείνει μάλλον, από
όσο γνωρίζω ο κύκλος της εξέτασης και όποιας μνείας κάνουν οι παλαιότεροι
Πειραιώτες δημοσιογράφοι και λόγιοι στα «Πειραιώτικα» του Νίκου Ι. Χαντζάρα.
Στα μετέπειτα χρόνια, όσοι μίλησαν ή έγραψαν για τον Χαντζάρα, τον τίμησαν ή
διοργάνωσαν φιλολογικά μνημόσυνα, αναφέρθηκαν αποκλειστικά στο ποιητικό του
έργο και την προσφορά του στα ελληνικά γράμματα, έκαναν λόγο για την ποιητική
ολιγογραφία του, ερεύνησαν διαφορετικές εκδοχές των ποιητικών του μονάδων. Δεν
ασχολήθηκαν όμως με τα «Πειραιώτικά» του. Δημοσίευσαν φυσικά ορισμένοι τίτλοι
τους κυρίως με θέματα φιλολογικού ενδιαφέροντος, όπως ήταν αυτά που μας είπε
για τον πειραιώτη συμβολιστή ποιητή Λάμπρο Πορφύρα, τον πολυγραφότατο Παύλο
Νιρβάνα, τον Ρώμο Φιλύρα ή τον Δημοσθένη Βουτυρά. Ενώ ίσως και να μην πρόσεξαν
αυτά που είχε γράψει ο Χαντζάρας για την Νέα Ποίηση και τον Σουρεαλισμό, τον
αμερικανό ποιητή Ουώλτ Ουίτμαν, την «Παιδική Ποίηση» και ακόμα, την κριτική που
δημοσίευσε ο Χαντζάρας στο περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα» τχ. 3/7, 8, 9, 1940
για το βιβλίο με τα διηγήματα του Χρήστου Λεβάντα: «Η Φαμίλια του Νώε». Γράφει:
«Από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου «Η Φαμίλια του Νώε» σχηματίζει κανείς την
αντίληψη, πώς έχει να κάνει με διηγηματογράφο. Ο κ. Χ. Λεβάντας ξέρει και
μπορεί να διηγηθή….». Ενώ, τελειώνει την κριτική του λέγοντάς μας: «Το νέο
βιβλίο του κ. Λεβάντα νομίζω πώς πρέπει ναν το χαιρετήσουμε σαν φιλολογικό
γεγονός.». Στα «Πειραιώτικα» της «Φωνής» υπάρχει αναφορά του ονόματος του
Χρήστου Λεβάντα όπως είδαμε στην αποδελτίωσή τους. Δεν έχω συναντήσει-από την
μεριά μου- στην γενική Βιβλιογραφία και αρθρογραφία του Λεβάντα να υπάρχει
δημοσιευμένο λήμμα από τον Χαντζάρα για το συγγραφικό του έργο. Το σίγουρο
πάντως είναι ότι τα διαφυλαχθέντα «ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΚΑ» στο Αρχείο του ποιητή
παρέμειναν και παραμένουν αναξιοποίητα, πέρα από τα κατά διαστήματα επιλεγμένες
αναδημοσιεύσεις του και αυτές πολύ συγκεκριμένες όπως προαναφέραμε και ίσως και
η μεταφορά τους να γίνεται από παλαιότερες αναδημοσιεύσεις από λογοτεχνικά ή
φυσιολατρικής θεματολογίας περιοδικά. Αυτό όμως είναι ένα άλλο ζήτημα. Από την
μεριά μας θα αντιγράψουμε ορισμένα και όχι τα πιο γνωστά. Ενώ ανοίγοντας τον
δεύτερο κύκλο της συγγραφικής του προσφοράς θα σταθούμε στην ποίησή του και θα
καταγράψουμε σύγχρονες βιβλιογραφικές πηγές για το έργο του.
Και για την
ιστορία, τώρα που πέρασαν οι δεκαετίες να γράψουμε ότι όταν διεξήγαγα τις
Πειραϊκές μου έρευνες και τις κατέγραφα στον παλαιό μου Ηλεκτρονικό Υπολογιστή,
που μου χάλασε τρείς φορές αναγκαζόμενος να γράψω εκ νέου το υλικό που είχα
συγκεντρώσει, για τον ποιητή Νίκο Ι. Χαντζάρα όπως μου φανερώνουν τα χαρτιά που
έχω μπροστά μου και είχα εκτυπώσει, για την Βιβλιογραφία του Χαντζάρα,
έχω-είναι 5 πυκνοδακτυλογραφημένες σελίδες Α4. Κάτι που μας δείχνει ότι έστω
και σποραδικά το όνομα και η ειδυλλιακή ποίηση του πειραιώτη ποιητή δεν λησμονήθηκε.
Ας κλείσουμε με τα λόγια ενός
πειραιώτη που ασχολήθηκε μαζί του, του Γιώργου
Σταυρόπουλου, ο οποίος στο δεκαεξασέλιδό του «Νίκος Χαντζάρας Ένας
Ειδυλλιακός ποιητής» Απόψεις για το έργο του, Πειραιάς 1961, μας λέει κάτι πολύ
χαρακτηριστικό για την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα του με τις εύστοχες παρατηρήσεις
του. Βλέπε σελ. 9-11:
«Η απαισιόδοξη φιλοσοφία αναχωρεί από
έναν συναισθηματισμό και μια εγωκεντρική αξίωση και κρίνει το κάθε τι σχετικά
με τον άνθρωπο. Ο Χαντζάρας ήτανε ποτισμένος από μιάν άλλη φιλοσοφία. Διατήρησε
ακέραια τα ένστικτά του και δεν τ’ άφησε να διαφθαρούν από θεωρίες. Έμεινε ένα
παιδί της φύσεως και της ζωής και δεν τον ανάγκασαν ούτε οι εναντιότητές της
ούτε η καταθλιπτική εργασία για τη συντήρηση. Η φιλοσοφία του τον έκανε να
καταλάβει καλύτερα και να γίνει ο απολογητής και τραγουδιστής μιας ζωής που
αποδέχτηκε ολόκληρη η γενιά του.
Ήτανε
συνυφασμένος με τη ζωή του Πειραιά. Ανέβαινε στην Αθήνα, είχε γνωριμίες μέσα στο
λογοτεχνικό και δημοσιογραφικό κόσμο, αλλά σπανίως σκάλωνε σε Αθηναϊκή
συντροφιά. Κάποτε φαινόταν κι’ εκεί, τα παλιά χρόνια, σ’ εποχή που η
βιοποριστική προσπάθεια δεν τον είχε ακόμη εξαντλήσει. Παρουσίαζε τότε μία
πνευματική και ψυχική ευφορία.
Ο Χαντζάρας δούλευε με τέτοιες
προϋποθέσεις για να ζήσει που δεν κατάφερε να βάλει στη δημοσιογραφία μια δική
του, προσωπική σφραγίδα, αλλά υποτάχθηκε σ’ αυτή.
Για
να μη εκμηδενιστεί ένας πνευματικός άνθρωπος από τη δημοσιογραφία ή πρέπει να
παρουσιάζει μιά προσωπική πληθωρικότητα ανεξάντλητη στις άπληστες αξιώσεις του
επαγγέλματος ή πρέπει να μην τον συνδέουν μαζί της οι πιο άμεσες ανάγκες της
ζωής.
Ο
Χαντζάρας είχε ώρες που έχανε εντελώς τη δική του προσωπικότητα και γινότανε η
πιο συνηθισμένη φόρμα της δημοσιογραφίας, κάτι το απρόσωπο και συμβατικό. Κι’
αυτή η φθορά του στο καθημερινό καταναγκασμό, του επαγγέλματος που διαρκούσε χρόνια,
μια ολόκληρη ζωή, έφτασε να του μαράνει το ποιητικό ταλέντο, να εξασθενίσει τη
δύναμη της δροσερής εκείνης φλέβας, από την οποία στα νεανικά του χρόνια ανεπήδησαν σκοποί απλοί και γλυκείς σαν ήχοι ποιμενικής
φλογέρας στο σούρουπο….»
Γιώργος Χ.
Μπαλούρδος
Πειραιάς
19 Σεπτεμβρίου
2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου